Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

"Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά": Από τους τεκέδες της Δραπετσώνας στα στέκια της Τρούμπας και από την "Τετράδα του Πειραιά" στον Μάρκο

"Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά": Από τους τεκέδες της Δραπετσώνας στα στέκια της Τρούμπας και από την "Τετράδα του Πειραιά" στον Μάρκο

 

ΓΡΑΦΕΙ: ΓΙΑΝΝΗς ΖΕΡΒΑς

 

 

Πόρνες, μάγκες, τεκέδες, μαχαιροβγάλτες: Μέσα σε αυτό το περιβάλλον του Πειραιά, το σκοτεινό αλλά παράλληλα γοητευτικό, "γεννήθηκαν" και μεγαλούργησαν οι ρεμπέτες

 

"Χρόνια μέσ’ τήν Τρούμπα μαγκίτης και αλανιάρης, ρώτησε να μάθεις κι ύστερα να με πάρεις", τραγουδούσε ο μεγαλύτερος από τους ρεμπέτες Μάρκος Βαμβακάρης και ακούγοντας τον ήχο του μπουζουκιού του μια ολόκληρη εποχή ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας.

 

Πόρνες, μάγκες, τεκέδες, μαχαιροβγάλτες, άγουροι νέοι αλλά και έμπειροι μεσήλικες, εγκληματίες, χαρτοπαίκτες και μαφιόζοι συνέθεταν τον μικρόκοσμο της Τρούμπας και του Πειραιά.

 

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το σκοτεινό αλλά παράλληλα γοητευτικό, "γεννήθηκαν" και μεγαλούργησαν οι ρεμπέτες. Γύρω στα 1920, η Δραπετσώνα και τα Βούρλα, φτωχικές γειτονιές του Πειραιά, έγιναν η φάτνη μέσα στην οποία γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι.

 

Νυχτερινά κέντρα και τεκέδες, όπου οι μάγκες φούμαραν αργιλέδες με χασίς, γνώρισαν μεγάλη άνθιση και μάζευαν κόσμο που αναζητούσε ένα διαφορετικό είδος διασκέδασης, μακριά από τα σουαρέ της μπουρζουαζίας της πλούσιας Αθήνας.

 

Μια ξύλινη γέφυρα ένωνε τον Πειραιά με τη συνοικία Βούρλα, απέναντι από τον Άγιο Διονύσιο, η λεγόμενη "γέφυρα του Ρεμπέτη”. "Για να γίνει κανείς ρεμπέτης έπρεπε να περάσει αυτή τη γέφυρα", έλεγε ο Γιάννης Παπαϊωάννου, από τους σημαντικότερους ρεμπέτες.

 

Χάρη στο αρχείο του δημοσιογράφου και ερευνητή Βασίλη Κουτούζη, μαθαίνουμε για τον δάσκαλο Γιοβάν Τσαούς, που παρέδιδε μαθήματα μπουζουκιού και ήταν γνωστός και ως Γιάννης Εϊτζιρίδης, Γιάννης ο Λοχίας.

 

Στην περιοχή αυτή βρήκαν στέγη και έπαιζαν μπουζούκι ρεμπέτες όπως ο Ρεγγίνας, ο Ζυμαρίτης, ο Μιμίκος Βογιατζής, ο Σκριβάνος, ο σπουδαίος Στέλιος Περπινιάδης, ο Γιάννης Γυλιάς, ο Χαρίλαος Κηρομύτης, ο Νίκος Αϊβαλιώτης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο αξεπέραστος Βασίλης Τσιτσάνης, ο μεγάλος Στράτος Παγιουμτζής και φυσικά ο Μάρκος Βαμβακάρης.

 

Από κοντά και άλλα σημαντικά ονόματα της εποχής, με καριέρα στα μελλοντικά χρόνια της Τρούμπας, ο Ανέστης Δελιάς, ο Γιάννης Λελάκης, ο Στέλιος Κερομύτης (γιος του Χαρίλαου Κηρομύτη), ο Ποτοσίδης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Μπαγιαντέρας, ο Παναγιώτης Τούντας, ο Περιστέρης, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Μακαρόνας, ο Σοφρωνίου και άλλοι.

 

Από τη Δραπετσώνα στην Τρούμπα

Τα πιο πολυσύχναστα στέκια ήταν στην Κρεμμυδαρού, στους τεκέδες του Μίχαλου, του Σάλωνα, του Μαρκεζίνη και του Σαραντόπουλου.

"Η Δραπετσώνα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στέκια της μαγκιάς. Στους τεκέδες της και στα Βούρλα σύχναζε κάθε καρυδιάς καρύδι. Στους τεκέδες οι μάγκες κάπνιζαν ναργιλέ" αφηγείται ο ρεμπέτης της εποχής Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας.

 

Η περιοχή ήταν κακόφημη, με εγκληματικότητα και φόνους που φόβιζαν και συνάμα εξόργιζαν τους κατοίκους, οι οποίοι δεν ανέχονταν άλλο αυτή την κατάσταση. Πρόσφυγες στην πλειοψηφία τους και φιλήσυχοι και εργατικοί άνθρωποι, παραπονέθηκαν στην κυβέρνηση και τα σπίτια έκλεισαν το 1937, με φυλακές να ανοίγουν στη θέση τους.

 

Αυτό στάθηκε αφορμή και ευκαιρία να γεννηθεί η Τρούμπα. Οι ρεμπέτες, οι πόρνες και οι μάγκες έχασαν τα στέκια τους, όμως βρήκαν καταφύγιο λίγα στενά πιο πέρα, στα σοκάκια της Τρούμπας.

 

Με επίκεντρο τους δρόμους Φίλωνος και Νοταρά, η περιοχή, που πήρε το όνομά της από την τρόμπα, μια αντλία που ήταν τοποθετημένη από το 1860 σε πηγάδι, στην αρχή της οδού Αιγέως, σημερινής 2ας Μεραρχίας, από την οποία έπαιρναν νερό τα πλοία, έγινε το άντρο του αγοραίου έρωτα αλλά και του ρεμπέτικου τραγουδιού.

 

Στα σοκάκια της Τρούμπας, δίπλα σε πορνεία και καμπαρέ με γυναίκες, ξεπηδούσαν ολοένα και περισσότεροι καφενέδες και τεκέδες, με τον ήχο του μπουζουκιού να ηχεί σε κάθε στενό και σε κάθε καταγώγι.

 

Οι ρεμπέτες βρήκαν το μέρος όπου ελεύθεροι θα μεγαλουργούσαν και θα μάγευαν με τη μουσική τους, γαληνεύοντας ακόμα και τον πιο οξύθυμο "μάγκα" και ηρεμώντας και το πιο νευρικό "κουτσαβάκι".

 

Η περίφημη "Τετράς του Πειραιά"

Από την περίοδο του Μεσοπολέμου μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1950 πέρασαν από διάφορα μαγαζιά της συνοικίας τα μεγαλύτερα ονόματα του ρεμπέτικου.

 

Ο Μάρκος Βαμβακάρης δούλεψε, μετά τον Εμφύλιο, στο μαγαζί του Λινάρη στην παραλία, ο Μιχάλης Γενίτσαρης ανέλαβε ένα μαγαζί στην Τρούμπα και ήταν μαζί του ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Πουνέντης. Όμως με αφορμή ένα επεισόδιο με έναν μεθυσμένο Εγγλέζο το έκλεισε η αστυνομία.

 

Οι πιο ξακουστοί ρεμπέτες του Πειραιά, ο Γιώργος Μπάτης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέστης Δελιάς, έφτιαξαν την κομπανία "Η Τετράς του Πειραιά”, που έπαιζε μπουζούκι στο μπαρ "Μάρκος” στα Άσπρα Χώματα στην Παλιά Κοκκινιά, αποτελώντας το αντίβαρο στα νέα στέκια της Τρούμπας.

 

Ο Βασίλης Κουτούζης περιγράφει γλαφυρά την ατμόσφαιρα της εποχής: "Όσο για μπουζούκια, ο Πειραιάς με τους μαγκίτες του, ήτανε ορχήστρα πλήρης. Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) είτε από αργιλέ, είτε από τσιγαριλίκι. Και αυτός που το έπαιζε το μπουζούκι δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο "σχολείο”. Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι".

 

Ο ίδιος ο ρεμπέτης Τάκης Μπίνης αφηγείται πώς εγκατέλειψε την Τούμπα της Θεσσαλονίκης για την Τρούμπα του Πειραιά: "Τέλειωσα τη δευτέρα Γυμνασίου με άριστα, το ίδιο και στην Τρίτη και άκουγα κάπου κάπου που συζητούσαν η μάνα κι ο πατέρας μου για το μέλλον μου. Ο ένας έλεγε πως θα γινόμουν δικηγόρος, ο άλλος ήθελε να γίνω αξιωματικός κι εγώ έλεγα από μέσα μου, "κούνια που σας κούναγε, σε λίγο θα με χάσετε από την Τούμπα, θα είμαι μπουζουξής μες στη μαγκιά, στην Τρούμπα του Πειραιά”".

 

Ο λαϊκός συνθέτης κιθαρίστας και τραγουδιστής Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης δούλεψε στο "Καρρέ του Aσσου" στην Τρούμπα, ιδιοκτησίας Ηλία Νοταρά.

 

Έρωτες, αντιπαλότητες μεταξύ των μαγκιτών, σκηνικά με καβγάδες ανάμεσα στα κουτσαβάκια, μαχαιρώματα, φόνοι, σχέσεις με πόρνες, αργιλέδες και χασίς ήταν μερικά από τα θέματα που ενέπνεαν τους ρεμπέτες να γρατζουνάνε τα μπουζούκια τους και να σκαρώνουν στιχάκια στην αρχή και στη συνέχεια τραγούδια.

 

Και μέσα σε όλα βέβαια και η αγωνία της καταδίωξης από τους "μπάτσους", την αστυνομία που έκανε εφόδους, ελέγχους και επιδρομές στα μαγκίτικα στέκια, για να "μπαγλαρώσει" όσους δεν συμμορφώνονταν με την τάξη…

 

Τα μεγάλα μπουζούκια της Τρούμπας

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ξεχώρισαν μερικοί από τους πιο μεγάλους ρεμπέτες, που άφησαν παρακαταθήκη το μεράκι, το σεκλέτι τους, τον καημό τους μέσα από αξέχαστα τραγούδια, γραμμένα ανάμεσα σε καπνούς και ντουμάνια, που ακούγονται μέχρι σήμερα.

 

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, κουμπάρος και στενός συνεργάτης του Τσιτσάνη, με πρώτο του τραγούδι τη "Φαληριώτισσα" που κυκλοφόρησε σε δίσκο και γνώρισε τεράστια επιτυχία.

 

Ακολούθησαν πλήθος άλλων, μεταξύ των οποίων και τα "Καπετάν Αντρέας Ζέπος", "Πέντε Έλληνες στον Άδη", "Άνοιξε, άνοιξε", "Μοδιστρούλα", "Γλέντα τη ζωή", "Βαδίζω και παραμιλώ", "Πριν το χάραμα", "Πώς θα περάσει η βραδιά", "Σβήσε το φως να κοιμηθούμε".

 

Ο Στέλιος Κερομύτης, που ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του ως οργανοπαίκτης, είχε ιδιαίτερη εκφραστικότητα στην τεχνοτροπία των ταξιμιών και γνώριζε άριστα τις τεχνικές των καραντουζενιών (συνδυασμός κουρδισμάτων και κλιμάκων).

 

"Αν μάθει ο Στέλιος μπουζούκι, τον χάσαμε. Δε θα μάθει μπουζούκι!" έλεγε ο πατέρας του, Χαρίλαος, ρεμπέτης κι αυτός, που του απαγόρευε να πιάσει μπουζούκι στα χέρια του. Μάταια, όμως… Ο Τσιτσάνης χαρακτήριζε τη φωνή του ως λιονταρίσια.

 

Ο πρώτος δίσκος με δική του σύνθεση είναι το "Μες στου Βάβουλα τη γούβα", στην άλλη πλευρά του οποίου βρίσκεται το "Το λάθος μου αισθάνομαι" που τραγουδάει ο Στράτος Παγιουμτζής (1937).

 

Ο Στράτος Παγιουμτζής, εξέχον μέλος της κομπανίας "Η τετράς του Πειραιά" και κύριος τραγουδιστής της. Σε πολλά απ’ τα πρώτα τραγούδια του Βαμβακάρη παίζει μπαγλαμά ή ποτηράκια, ενώ δεκάδες είναι οι δίσκοι όπου η φωνή του χαιρετίζει τους συμμετέχοντες στην ηχογράφηση ("Γεια σου Μάρκο με τις ζωντανές σου τις πενιές σου", "Γεια σου Σπύρο μου με το μπουζουκάκι σου" κ.ά.). Μάλιστα, κάποιες φορές χαιρετίζει και τον εαυτό του ("Γεια σου και σένα ρε Στράτο με τον τζουρά σου!").

 

Ο Στελλάκης Περπινιάδης θεωρείται το μεγαλύτερο αστέρι του τραγουδιού από το 1930 έως το 1950 ενώ έκανε αρκετά ντουέτα με γνωστές ερμηνεύτριες και ερμηνευτές της εποχής, όπως με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τον Στράτο Παγιουμτζή, τη Μαρίκα Νίνου και τον Δημήτρη Περδικόπουλο αλλά και με τον Γιώργο Κάβουρα. Δε δίσταζε να κάνει δεύτερη φωνή και μάλιστα πολύ διακριτικά σε καλλιτέχνες των οποίων τα ονόματα ήταν μηδαμινά μπροστά στο δικό του.

 

Ο Μάρκος και η "Φραγκοσυριανή"

Ο "Πατριάρχης" του ρεμπέτικου τραγουδιού, Μάρκος Βαμβακάρης, γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από καθολική οικογένεια, εξού και το παρατσούκλι "Φράγκος").

 

Το 1920 σε ηλικία 15 ετών έφυγε από τη Σύρο, αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού, και πήγε στον Πειραιά όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του.

 

Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα "καρβουνιάρικα") και περίπου από το 1925 μέχρι το 1935 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών.

 

Στα 18 του έκανε τον πρώτο του γάμο. Παντρεύτηκε την Ελένη Μαυρουδή, τη "Ζιγκοάλα". "Δεκαεννιά χρονών (το 1924) έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης από τη Σύμη. Ήτανε στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων, η πρώτη μου ερωτική επαφή. Μεγαλύτερη είκοσι εφτά, είκοσι οκτώ χρονών, μου ’δινε και λεφτά και κουστούμια. Αγάπησα την άλλη, τη Μανιάτισσα, τη Ζιγκοάλα, και την απαράτησα…", αφηγείται ο ίδιος ο Μάρκος.

 

Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, άκουσε κατά τύχη τον Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι, γεγονός που τον συνεπήρε και άλλαξε τη ζωή του. Έτσι άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια.

 

Στα ντουζένια του έφτασε λίγο πριν ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τότε ήταν, το 1935, που έγραψε και φωνογράφησε τη "Φραγκοσυριανή". Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού:

 

"Όλος ο κόσμος της Σύρου μ’ αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ’ ότου έφυγα από το νησί.

 

Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα.

 

Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ τη σκεφτόμουν, τη σκεφτόμουν… Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα: Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά, λες και μάγια μου ‘χεις κάνει Φραγκοσυριανή γλυκιά… Ούτε και ξέρω πώς τη λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι’ αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή".

 

 

Πηγή: https://www.thetoc.gr/politismos/article/oloi-oi-rempetes-tou-ntounia-apo-tous-tekedes-tis-drapetsonas-sta-stekia-tis-troumpas-kai-apo-tin-tetrada-tou-peiraia-ston-marko/

 

Καγκελάρι. Ο παραδοσιακός χορός της Ηπείρου

Καγκελάρι. Ο παραδοσιακός χορός της Ηπείρου

 


Ο ΚαγκέλαριΚαγκέλι) είναι ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς και παλαιούς παραδοσιακούς χορούς της Ηπείρου, με ρίζες που φτάνουν έως τα αρχαία χρόνια.

Την ονομασία του Καγκελάρι την οφείλει ή στη λέξη κάγκελο, επειδή οι χορευτές είναι τοποθετημένοι και συνδεδεμένοι όπως τα κάγκελα ή στα καγκέλια ή καγκελίσματα, τα διπλώματα, δηλαδή, του κύκλου που κάνουν οι χορευτές στο χορό. Το βήμα είναι αργό, μεγαλοπρεπές και λιτό, στοιχείο που τον συνδέει με την ηπειρώτικη μουσική παράδοση. Συνοδεύεται από ηπειρώτικο κλαρίνο, ντέφι και λαούτο. Χορεύεται κυρίως σε πανηγύρια και μεγάλες γιορτές, ιδιαίτερα το Πάσχα. Έχει κυκλική μορφή, με τους χορευτές να πιάνονται από τα χέρια ή τους ώμους.

 

Ο Καγκέλαρι αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παραδοσιακούς χορούς της Ηπείρου, όχι μόνο για την αισθητική και μουσικοχορευτική του αξία, αλλά κυρίως για τον κοινωνικό του ρόλο μέσα στα χωριά. Χορεύεται κυκλικά, γεγονός που συμβολίζει την ενότητα και τη συλλογικότητα της κοινότητας. Η συμμετοχή όλων, μικρών και μεγάλων, ανδρών και γυναικών, υπογραμμίζει ότι το πανηγύρι δεν είναι μια ιδιωτική εκδήλωση, αλλά υπόθεση ολόκληρου του χωριού.

 

Ο χορός συνδέεται με τον αρχαίο πυρρίχιο (πολεμικό χορό), αλλά με την πάροδο των αιώνων απέκτησε πανηγυρικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Θεωρείται χορός κοινοτικής συμμετοχής· όλοι, μικροί και μεγάλοι, μπαίνουν στον κύκλο, με ιδιαίτερη τιμή να χορεύει κανείς "μπροστάρης". Συχνά στο καγκελάρι οι στίχοι των τραγουδιών είναι αυτοσχέδιοι ή παραδοσιακοί, και τραγουδιούνται εναλλάξ από τον κορυφαίο και το χορό.

 

Η διάταξη των χορευτών φανερώνει την κοινωνική ιεραρχία: οι σεβαστότεροι και εμπειρότεροι μπαίνουν μπροστά, ενώ οι νεότεροι ακολουθούν, μαθαίνοντας έτσι έμπρακτα τόσο τα βήματα όσο και τις αξίες του σεβασμού και της πειθαρχίας. Παράλληλα, το καγκελάρι λειτουργεί ως πεδίο κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Εκεί οι νέοι έχουν την ευκαιρία να γνωριστούν, να δείξουν την παρουσία τους, αλλά και να ενταχθούν σταδιακά στον κύκλο της κοινότητας.

 

Σε δύσκολες ιστορικές περιόδους, όπως στην τουρκοκρατία, ο χορός αποτέλεσε μέσο διατήρησης της ταυτότητας και της συλλογικής μνήμης. Με το τραγούδι και το κλαρίνο να συνοδεύουν τον χορό, οι Ηπειρώτες έβρισκαν τρόπους να εκφράσουν την περηφάνια και τη συνοχή τους.

 

Ακόμα και σήμερα, το καγκελάρι παραμένει ένα ζωντανό έθιμο, που συνδέει το παρόν με το παρελθόν, μεταδίδοντας στις επόμενες γενιές τις αξίες της κοινότητας, της συνέχειας και της ενότητας.

 

Φωτογραφία: mixanitouxronou.gr

 

«Ο ΠΕΥΚΟΣ» - Νίσυρος Δωδεκανήσου

«Ο ΠΕΥΚΟΣ» | Νίσυρος Δωδεκανήσου

 


Τραγούδι «της δουλειάς» και πιο συγκεκριμένα της περιόδου του θερισμού από τη νήσο Νίσυρο στα Δωδεκάνησα. Χορεύεται ως τοπικός «ίσσος» χορός, χορός χαρακτηριστικός που απαντάται σε σχεδόν όλα τα Δωδεκάνησα και όχι μόνο (π.χ. απαντάται και στη Σάμο και στην Ικαρία).

 

ΔΙΣΚΟΣ: Τα τρία αγαθά της γης - σίτος, οίνος, έλαιον Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής «Δόμνα Σαμίου»

 

Ηχογραφήθηκε σε στούντιο, το 2006

 

ΜΟΥΣΙΚΟΙ:

Τραγούδι: Κατερίνα Παπαδοπούλου

Πολίτικη λύρα : Σωκράτης Σινόπουλος

Λαούτο: Κώστας Φιλιππίδης

Μπεϊντίρ: Βαγγέλης Καρίπης

 

 

Ακούστε το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=kXMNhqF5Azs

 

 

 

Οι στίχοι:

Εμπρός μας τον, εμπρός μας τον εβάλαμε

τον πεύκο με τους κλώνους, μορφονοικοκυρά,

να τονε βλέ- να τονε βλέπει η Παναγιά

και να του δίνει χρόνους, μορφονοικοκυρά.

Αβάντι* χωραφάκι μου μην απομένεις πίσω

και γω με την παρέα μου ήρτα να σε θερίσω.

Αβάντι να θερίσομε τ’ αρχόντου το λιβάδι

απ’ το πρωί θερίζομε και πλάκωσε το βράδυ.

Στην άκραν του, του χωραφιού θα πα ν’ αποκουμπίσω

οπού ’χει δεντρολίβανα να κόψω να μυρίσω.

 

*αβάντι = ας αρχίσουμε (ιταλική avanti)

 

 

Πηγή: youtube.com - #greek_folk_music

Φωτογραφία: travel.gr

Κυριακή 31 Αυγούστου 2025

Καλή Χορευτική χρονιά - Νόστος Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος

 Καλή Χορευτική χρονιά - Νόστος Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος



Ο Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος Νόστος εύχεται στα μέλη του Καλή Χορευτική Χρονιά.

Αύριο Τρίτη 2/09/24 το πρώτο μάθημα 5μμ και μεθαύριο Τετάρτη το δεύτερο στις 9μμ στο ΠΑΔΑ.

Θα ετοιμαστούμε για την εκδήλωση του Νόστου την Παρασκευή 12/09 στο Γαλάτσι.

 Καλή μας αντάμωση. 

Το Ελληνικό Παραδοσιακό Κόσμημα

Το Ελληνικό Παραδοσιακό Κόσμημα


 

 

Ο σεβασμός και η προσήλωση στις παραδόσεις αποτελούν κύριο γνώρισμα των πολιτισμένων λαών. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, όσο περισσότερο εξελίσσονται οικονομικά και πνευματικά οι λαοί, τόσο μεγαλώνει η επιθυμία τους να αγκαλιάσουν με στοργή το παρελθόν τους. Η επιστροφή στις ρίζες λαμβάνει ιδιαίτερες διαστάσεις ειδικά στη χώρα μας, καθώς η Ελλάδα διαθέτει μια πλούσια και αξιοζήλευτη λαϊκή παράδοση. Μια από τις πολυτιμότερες παρακαταθήκες των προγόνων μας στη λαϊκή παράδοση είναι αναμφίβολα η παραδοσιακή φορεσιά και το παραδοσιακό κόσμημα που συνδυάζεται με αυτή. 

 

Η έκφραση της ανθρώπινης δημιουργικότητας μέσα από το κόσμημα διασώθηκε στην Ελλάδα μέσα στους αιώνες. Τα ευρήματα από τους θησαυρούς της Κνωσού και των Μηκυναΐκών τάφων, τα αριστουργήματα της Βεργίνας και τα εξαιρετικά έργα των ελληνορωμαϊκών χρόνων δίνουν στο ελληνικό κόσμημα ξεχωριστή λάμψη. Αξιοσημείωτος σταθμός στην πορεία του τελευταίου, είναι η περίοδος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τα περίφημα δείγματα της κοσμικής και εκκλησιαστικής διακόσμησης. Από τον 15ο αι. και μετά, δηλαδή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, το ελληνικό κόσμημα, που φέρει μέσα του στοιχεία του Βυζαντινού πολιτισμού, δέχεται την επιρροή παραδοσιακών στοιχείων του Ισλάμ αλλά και της Δυτικής Ευρώπης. 

 

Το ελληνικό κόσμημα ωστόσο, κατάφερε να αναπτυχθεί αυτόνομα και να δημιουργήσει το δική του προσωπική ταυτότητα, παρά τις διάφορες επιρροές που δέχτηκε και αφομοίωσε δημιουργικά. Κατά τη μακρόχρονη σκλαβιά των 400 χρόνων, ο υπόδουλος ελληνικός λαός δεν είχε πολλούς τρόπους έκφρασης και έτσι αφιέρωσε στο παραδοσιακό κόσμημα πολύ μεράκι και ευαισθησία. Παράλληλα συνδέθηκε με τις ανθρώπινες δραστηριότητες και τις οικογενειακές χαρές, τα αρραβωνιάσματα, τους γάμους, τα γεννητούρια. Η αγάπη και η στοργή μεταφέρονταν συμβολικά από τη γιαγιά στην κόρη και έπειτα στην εγγονή, όταν το κόσμημα άλλαζε χέρια. 

 

Το παραδοσιακό κόσμημα στον ελληνικό χώρο ομαδοποιείται κατά περιοχή, αφού κάθε περιβάλλον δίνει διαφορετική έμπνευση στον δημιουργό. Έτσι σήμερα έχουμε τα θαυμάσια κοσμήματα της Μακεδονίας και Θράκης, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, της Αττικής, των Κυκλάδων κλπ. Αλλά και μέσα από τις ομάδες διακρίνονται διαφορετικές καλλιτεχνικές τάσεις. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει ποικίλες παραλλαγές πάνω στο ίδιο κόσμημα, όπως επίσης και να συναντήσει το φαινόμενο να μη βρίσκονται δύο ακριβώς όμοια κοσμήματα, αλλά κάθε ένα να είναι ξεχωριστό. Η παραδοσιακή φορεσιά ενός τόπου και τα στολίδια της δεν φανερώνουν μόνο την καλαισθησία των ανθρώπων. Κάθε στολίδι είχε κι έναν συμβολικό χαρακτήρα που οι άνθρωποι της εποχής εκείνης σέβονταν με θρησκευτική ευλάβεια. Υπήρχαν στολίδια που ήταν σύμβολα απαραίτητα για την προστασία της ζωής και της υγείας, της γονιμότητας, της αγάπης κλπ. Άλλα πάλι κοσμήματα - σύμβολα, λειτουργούσαν σαν ξόρκια ή φυλακτά για να απομακρύνουν τις κακές επιδράσεις. Συνήθως θήκες ασημένιες, δουλεμένες όμορφα με ανάγλυφες παραστάσεις, με αλυσίδες και φλουριά κρύβουν μέσα τους φυλακτά. Πρόκειται για τα λεγόμενα «χαϊμαλιά». Επιπλέον τα κοσμήματα της εποχής αντανακλούσαν τις κοινωνικές διακρίσεις: τη δύναμη της φυλής, της κοινωνικής θέσης ή της οικογενειακής κατάστασης. Για παράδειγμα, το κόσμημα της κεφαλής ή ο τρόπος δεσίματος του μαντηλιού στα μαλλιά, φανερώνουν αν μια γυναίκα είναι παντρεμένη ή ανύπαντρη. 

 

Κοσμήματα φορούσαν και οι γυναίκες και  οι άνδρες. Στους άνδρες προσέδιδε δύναμη και λεβεντιά, ενώ στις γυναίκες αυτοπεποίθηση και χάρη. Η υλική αξία του κοσμήματος δεν προσδιόριζε την ομορφιά του. Η έννοια του ωραίου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δεξιοτεχνία και το μεράκι του δημιουργού. Εξάλλου το νεοελληνικό κόσμημα απευθύνεται στο σύνολό του στον μέσο άνθρωπο, ο οποίος στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς δεν ήταν δυνατόν να είναι πλούσιος. Η νεοελληνική πολιτιστική παράδοση δεν ασπάστηκε ποτέ τη λατρεία της καλής ζωής και του ευδαιμονισμού. Γι’ αυτό από τα ελληνικά κοσμήματα απουσιάζουν οι θαμβωτικές λάμψεις της πολυτέλειας που αναδίδουν οι πολύτιμες πέτρες στα κοσμήματα άλλων πολιτισμών. Με εξαίρεση λίγες πολύτιμες πέτρες - κι αυτές μικρές σε όγκο - που χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς σε ορισμένες κατηγορίες κοσμημάτων – κυρίως γυάλινες ποικιλόχρωμες πέτρες, φερμένες από το εξωτερικό - σκορπούν έντονες ανταύγειες πάνω στις ασημένιες ή επίχρυσες επιφάνειες του λαϊκού κοσμήματος. Την ανάγκη της πολυχρωμίας στο κόσμημα εξυπηρέτησε σε μεγάλο βαθμό η τεχνική της επεξεργασίας του σμάλτου. 

 

Οι τεχνικές για την κατασκευή των παραδοσιακών κοσμημάτων ποικίλουν. Η πιο απλή είναι η εγχάρακτη, κατά την οποία τα διακοσμητικά θέματα χαράσσονται με το καλέμι στην κύρια όψη των κοσμημάτων. Η φουσκωτή ή χτυπητή τεχνική είναι περισσότερο σύνθετη. Τα μοτίβα σχεδιάζονται στην εσωτερική όψη και στη συνέχεια ο τεχνίτης τα χτυπά με το καλέμι πάνω σε μαλακή στρώση πίσσας, ώστε να προβάλουν ανάγλυφα στην κυρία όψη του κοσμήματος. Εξίσου διαδεδομένη, αν και δυσκολότερη, η συρματική τεχνική. Το κόσμημα σχηματίζεται με λεπτά στριμμένα σύρματα που συγκολλούνται σε συγκεκριμένη επιφάνεια και μοιάζουν με λεπτοδουλεμένη δαντέλλα. Προϊόν της τεχνικής της κατεργασίας του σμάλτου είναι και το «σαβάτι». Είναι μίγμα από λιωμένο ασήμι, χαλκό, μολύβι και κερί του θειαφιού. Με το υλικό αυτό γεμίζουν τα εγχάρακτα μοτίβα. Το σαβάτι συναντάται κυρίως στα ασημένια κοσμήματα, όπου δημιουργεί έντονο σκιαφωτισμό. Οι τεχνίτες συνηθίζουν να επιλέγουν θέματα από τον φυσικό τους περίγυρο. Κοσμήματα με μοτίβα φυτών γίνονται ιδιαίτερα δημοφιλή. Άνθη και φυλλώματα, ροζέτες και ρόδακες αποτυπώνονται με ιδιαίτερη καλαισθησία. 

 

Αγαπητό θέμα επίσης, σύμβολο του Βυζαντινού Πολιτισμού, είναι και ο δικέφαλος αετός που συναντάται κυρίως στις πόρπες και στα κιουστέκια. Εκτός από τον δικέφαλο αετό και άλλα πουλιά, όπως φτερωτοί γύπες, παραδείσια πτηνά, στολίζουν συχνά τα ελληνική κοσμήματα. Από τον διάκοσμο δε λείπουν τα γεωμετρικά και γραμμικά θέματα, όπως είναι η σπείρα η έλικα και άλλα λεπτά ρομβοειδή ελάσματα. Τα κοσμήματα αποτελούν απαραίτητο στολίδι και εξάρτημα της γυναικείας κυρίως φορεσιάς. Έτσι έχει δημιουργηθεί μια αξιοθαύμαστη ποικιλία ως προς τη μορφή και τη λειτουργία, ποικιλία όμως που διαφέρει από τόπο σε τόπο. 

 

Τα πιο αντιπροσωπευτικά κοσμήματα της γυναικείας φορεσιάς είναι βασικά τα κοσμήματα της κεφαλής και του κεφαλόδεσμου, τα οποία όχι μόνο στολίζουν αλλά υποδηλώνουν και την κοινωνική θέση, την ηλικία και την κοινωνική τάξη της γυναίκας που τα φορά. Παράλληλα υπάρχουν εξαιρετικές καρφίτσες που συγκρατούν με ποικίλους τρόπους τον κεφαλόδεσμο, αυξάνοντας έτσι τον στολισμό του. Εξίσου εντυπωσιακά είναι τα «σοργούτς» που κοσμούν τον κεφαλόδεσμο στις παραδοσιακές φορεσιές του Δρυμού, της Λυτής και της Πυλαίας. Τα περιλαίμια στολίζουν το λαιμό και μπορεί να είναι μικρά γιορντάνια, κοσμήματα αλυσιδωτά με νομίσματα ή αρθρωτά με γεωμετρικά επίπεδα στοιχεία ή σταυρούς. Ο κορμός του σώματος από το λαιμό ως τη μέση σε πολλές ενδυμασίες κοσμείται με επιστήθια πλέγματα διακοσμημένα με κοραλλένιες πέτρες και φλουριά που ονομάζονται δίχτυα και απαντώνται κυρίως στη φορεσιά της Αττικής. Το δίχτυ ή το γιορντάνι ήταν γαμήλιο δώρο του γαμπρού και η αξία του καθορίζονταν ανάλογα με τους κόμβους του. Ιδιαίτερος τύπος επιστήθιου κοσμήματος είναι το κορδόνι, που αποτελείται από δέσμη αλυσίδων, όπου κρέμονται σειρές από φλουριά και στο κέντρο των σειρών αυτών κρέμονται ρόδακες διαφόρων μεγεθών που είναι κυρίως γαμήλια δώρα. Επιστήθιο κόσμημα είναι επίσης η κατοστάρα της Εύβοιας που αποτελείται από στρογγυλές μικρές πόρπες και κρεμαστές αλυσίδες.

 

Σημαντική κατηγορία επιστήθιων κοσμημάτων αποτελούν τα κιουστέκια. Βαριά αλυσιδωτά κοσμήματα σε σχήμα σταυρού. Είναι από τα λίγα κοσμήματα που φορούν και οι άνδρες, κυρίως της Ηπείρου και της Στερεάς Ελλάδος. 

 

Οι ζώνες της ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς δίνουν τη δυνατότητα διακόσμησης καθώς είναι υφασμάτινες, με ασημένιες ή επιχρυσωμένες πόρπες. Η ζώνη, καθημερινό εξάρτημα της φορεσιάς, έχει διασώσει μεγάλο αριθμό ειδών ως προς το σχήμα, τη μορφή και τη διακόσμηση. Πόρπες διμερείς, τριμερείς, δισκοειδείς, σε σχήμα φιόγκου ή αμυγδαλόσχημες, συνδυάζουν ποικίλες τεχνικές απόδοσης μοτίβων και υλικών. Πολλές πόρπες συμπληρώνονται με κρεμαστές αλυσίδες και νομίσματα που φθάνουν ως την ποδιά. Σπονδυλωτές ζώνες συναντώνται στη στολή της Καραγκούνας και στη θρακιώτικη. 

 

Τα σκουλαρίκια είναι συνήθως αλυσιδωτά και μακριά. Καμιά φορά στερεώνονται στα μαντήλια λόγω του βάρους τους και φτάνουν μέχρι τον ώμο ενώ άλλες φορές ενώνονται με αλυσίδα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Τα βραχιόλια είναι αρκετά μεγάλα και στολίζουν συνήθως και τα δυο χέρια από τον καρπό έως σχεδόν τον αγκώνα. 

 

Αξιόλογα επίσης είναι και τα κοσμήματα της πλάτης που στολίζουν μερικές από τις φορεσιές. Επειδή οι ελληνικές ανδρικές τοπικές φορεσιές είναι αυστηρές στο χρώμα και λιτές στη γραμμή τους, είναι λιτές και στη διακόσμηση. Έτσι σε κάθε ανδρική φορεσιά αντιστοιχούν ένα ή δύο το πολύ κοσμήματα με απλές γραμμές. Εξαίρεση αποτελεί σπάνια το βαρύ και μεγάλο κόσμημα.

 

Σήμερα τα περισσότερα από τα παραδοσιακά κοσμήματα έχουν πλέον χαθεί. Πολλά από αυτά καταστράφηκαν, άλλα λεηλατήθηκαν και άλλα χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο ανταλλαγής κατά τα δύσκολα και σκληρά χρόνια του ελληνισμού. Ωστόσο στις μέρες μας έχουν βρεθεί αρκετά, πολλά από τα οποία στολίζουν τις προθήκες των λαογραφικών μουσείων, ενώ άλλα φυλάσσονται σε ιδιωτικές συλλογές ή σε χέρια απογόνων, ως ενθύμια ιερά. Επίσης πολλά αντίγραφά τους κοσμούν της ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές των συγκροτημάτων που διασώζουν, εκτός των άλλων και τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς. Το παρήγορο είναι ότι το παραδοσιακό κόσμημα εξακολουθεί να εμπνέει και σήμερα τους σύγχρονους δημιουργούς. 

 

(Βιβλιογραφική Επιμέλεια: Λαογραφικός Σύλλογος Βλάχων Βόλου, Αύγουστος 2011. Πηγή: Διάφορα συγγράμματα Και σημειώσεις τεχνιτών παραδοσιακών κοσμημάτων).

 

 

Πηγή: laikiparadosi.blogspot.com



Κατσαμάκι ή Πολέντα ή Μαμαλίγκα ή Χαβίτς

Κατσαμάκι ή Πολέντα ή Μαμαλίγκα ή Χαβίτς

 

 



 

Κατσαμάκι ή πολέντα ή μαμαλίγκα ή χαβίτς λέγεται ο χυλός από το βρασμένο καλαμποκάλευρο.

 

Πρόκειται για ένα φαγητό γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας  ο χυλός δημητριακών λεγόταν puls ή pulmentum. Σε μεταγενέστερους χρόνους ονομάστηκε polenta  απ’ όπου προέκυψε και  το ελληνικό πολέντα. [1]

 

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στα νησιά του Ιονίου, στην Πάτρα και στην Κρήτη σε όλες εκείνες δηλ. τις περιοχές της χώρας που δέχτηκαν επίδραση από τους Ενετούς. Πριν την εισαγωγή του καλαμποκιού από τον νέο κόσμο τον 16ο αιώνα η πολέντα γινόταν με αλεύρι κάστανου, κεχρί, όλυρα ή ρεβίθια.

 

Σχεδόν όλοι οι λαοί χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν χυλούς δημητριακών στο καθημερινό τους διαιτολόγιο. Οι Άγγλοι αναφέρονται στο χυλό δημητριακών με την ονομασία porridge. Ο χυλός από καλαμποκάλευρο ήταν ευρέως διαδεδομένος σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου και στην Τουρκία.

 

Οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι αποκαλούν τον χυλό κατσαμάκι Ο όρος σημαίνει νάζι (τσαλιμάκι) και προέρχεται από την λέξη Kačamak ή kachamak (που έχει τις ρίζες της στην Κυριλλική качамак). [2]

Ο όρος έχει επικρατήσει σε όλη την Βόρειο Ελλάδα (Μακεδονία, Θράκη και Πομακοχώρια).

 

Οι Πόντιοι αποκαλούσαν τον χυλό χαβίτς μια ονομασία που επίσης συναντούμε στην Βόρειο Ελλάδα και την οποία έφεραν μαζί τους με την εγκατάστασή τους στην περιοχή.

 

Οι Ρουμάνοι αποκαλούν τον χυλό μαμαλίγκα, ονομασία που χρησιμοποιείται ευρύτατα στις περιοχές της Στερεάς, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, όπου είχαν εγκατασταθεί οι επονομαζόμενοι Ρουμανόβλαχοι.  [3]

 

Στην Τουρκία και τα παράλια της Μικράς Ασίας ο χυλός καλείται μουχλαμάς ενώ στην Αλβανία καλείται χαραπάτσι.

 

Ο χυλός αυτός αποτελούσε το «φαγητό των φτωχών» επί γερμανικής κατοχής. Την ίδια περίοδο παρασκεύαζαν και μια γλυκιά πίτα, με βάση το καλαμποκάλευρο, η οποία λεγόταν μπομπότα.

 

 

 

ΥΛΙΚΑ

 

για 2 άτομα:

3-4 κουτάλες σούπας καλαμποκάλευρο

½ κατσαρόλα νερό

1 κουτ. σούπας μαργαρίνη

αλατάκι

 

για αλμυρό:

1 κομμάτι τυρί φέτα

 

για γλυκό:

2 κουτ. σούπας μέλι

 

 

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

 

Βάζουμε σε μια κατσαρόλα αλατισμένο νερό να βράζει. Προσθέτουμε μια κουταλιά της σούπας μαργαρίνη και το καλαμποκάλευρο με το μάτι. Το καλαμπόκι θα πρέπει να είναι «γαλατένιο» από καβουρδισμένο αλεύρι. Ανακατεύουμε καλά για 10 λεπτάκια περίπου. Μόλις δούμε πως η κουτάλα μας στέκεται όρθια, το κατσαμάκι είναι έτοιμο.

 

Σερβίρουμε σε παραλλαγές αλμυρού και γλυκού. Για το αλμυρό τρίβουμε το τυρί φέτα πάνω από το κατσαμάκι και για το γλυκό περιχύνουμε το κατσαμάκι με το μέλι.

 

Καλή όρεξη!

 

 

 

 

  

Πηγή:

1. Polenta - Wikipedia

2. Kacamak - Wikipedia

3. "Ο Ζητιάνος", Καρκαβίτσας

 

Πηγή: Νηστικό Αρκούδι - www.toarkoudi.gr