...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

Ο Ιούνιος στην ελληνική παράδοση: έθιμα από τον παλιό, καλό καιρό

Ο Ιούνιος στην ελληνική παράδοση: έθιμα από τον παλιό, καλό καιρό

 

Ο τέταρτος μήνας του αρχαίου ρωμαϊκού ημερολόγιου με 29 ημέρες.

Σήμερα είναι ο 6οςμήνας του χρόνου και έχει 30 ημέρες. Κατά μια άποψη πήρε το όνομά του από τη ρωμαϊκή θεά Γιούνο που ήταν αντίστοιχη με την ελληνική Ήρα, στην οποία ήταν αφιερωμένος. Κατά μια άλλη άποψη το όνομα του οφείλεται στον πρώτο ύπατο της Ρώμης Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο. Στις 21 Ιουνίου έχουμε το θερινό ηλιοστάσιο.

Ο Ιούνιος αντιστοιχεί με το τέλος του αρχαίου ελληνικού μήνα Θαργηλίωνα και με τις αρχές του Σκιροφορίωνα. Είναι ο μήνας του θερισμού και πολλών άλλων γεωργικών εργασιών. Έχει πολλές ονομασίες, από τις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι «θεριστής» που προέρχεται από τον θερισμό των σιτηρών. Επίσης Πρωτόλης ή Πρωτογιούλης, δηλ. πρώτος μήνας και αρχή του καλοκαιριού, Αλυθτσατσής (Κάλυμνος), Ρινιαστής (Πάρος), Ορνιαστής (Άνδρος), Λιοτρόπης, Κερασάρης (Γρεβενά) & Κερασινός (Πόντος), γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ:

Θερίζουν σιτάρια, κριθάρια, όσπρια, σανά.

Ποτίζουν & σκαλίζουν τα χωράφια.

Φυτεύονται σπανάκια, φασόλια, κουνουπίδια.

«Χαρακώνουν» τ' αμπέλια. Καταπολεμούν τις ασθένειες τους.

Μάζεμα ντομάτας, μελιτζάνας, πιπεριάς, κολοκυθιάς.

Μεταφορά κυψελών στο θυμάρι.

Απογαλακτισμός των ζώων, που είναι 3 μηνών.

Πρώιμο ζευγάρωμα προβάτων.

ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:

ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΜΟΥ: Στο Δρυμό θεσ/κης & αλλού, το πρώτο δεμάτι σταχυών που δένουν, το στήνουν όρθιο και το προσκυνούν, ενώ ο νοικοκύρης ρίχνει νομίσματα.

Στη Σκύρο σαν αποθερίσουν, αφήνουν δύο λημάρια αποθέρι στο χωράφι άθερα, για χαρά του χωραφιού και για να φάνε τα πουλιά και τα αγρίμια.

Στο Μανιάκι Πυλίας αφήνουν ένα κομμάτι αθέριστο και λένε ότι είναι τα γένια του νοικοκύρη, τον οποίο σηκώνουν στα χέρια ψηλά & τον αφήνουν να πατήσει στη γη, μόνο αν τάξει στους θεριστές κρασί και κότα.

Στην Κάρπαθο χαράσσουν με το δρεπάνι ένα κύκλο, που περιλαμβάνει τα τελευταία στάχυα. Στον κύκλο μπαίνει η νεαρότερη θερίστρια, σταυροκοπιέται και πετάει επάνω το δρεπάνι της φωνάζοντας: «Και του χρόνου, καλαλωνεμένα, καλοφαωμένα, καλοπρουκισμένα!»

ΤΟ ΤΖΙΤΖΙΡΟΚΛΙΚΟ (Νέο Σούλι Σερρών) Η λέξη είναι σύνθετη από το τζίτζιρας (= τζίτζικας) και το κλίκι (= τσουρέκι, το κικλίσκιον των Βυζαντινών). Το ζύμωναν, τον Ιούνιο με Ιούλιο, με το πρώτο αλεύρι από την καινούργια σοδειά σιταριού. Ήταν ένα μικρό καρβέλι, βάρους ενός κιλού περίπου, με μια τρύπα στη μέση, όπου έβαζαν ένα κλωνάρι βασιλικό. Το πήγαιναν στη βρύση της γειτονιάς, στο «σουλ' ναρ», και πριν το τοποθετήσουν κάτω από τη βρύση, απ' το «λουλά», έκοβαν βιαστικά, μικροί μεγάλοι, από ένα κομμάτι. Παράλληλα ακουγόταν και η ευχή: «όπως τρέχ' του νιρό, να τρέχ' κι του μπιρικέτ' ». Ό,τι απέμενε, το άφηναν στη μια εσοχή της βρύσης, για να το φάει ο τζίτζικας το χειμώνα.

TΟ «ΣΤΙΦΑΔΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ». Η αρχή αυτού του εθίμου τοποθετείται, σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Όπως λέγεται, ένας χριστιανός, από τα ΣΠΑΤΑΑΤΤΙΚΗΣ, κατόρθωσε να αποφύγει τη σύλληψη και τη θανάτωσή του από τους Τούρκους με τη βοήθεια του Αγίου Πέτρου, γι' αυτό κι έταξε να θυσιάσει ένα μοσχάρι στη γιορτή του. Αλλά όταν ήρθε η μέρα αυτή, μετάνιωσε για το τάμα του και θυσίασε ένα αρνί. Το ταμένο όμως ζώο ήρθε μοναχό του και ξεψύχησε μπροστά στην εκκλησία. Το γεγονός αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση και οι Σπαταναίοι άρχισαν από τότε να κάνουν θυσία κάθε χρόνο στον άγιο.

Σήμερα αγοράζεται με κοινή εισφορά ένας μεγάλος αριθμός από βοοειδή και με το κρέας τους παρασκευάζεται «στιφάδο». Αντιμετωπίζουν μάλιστα σαν θαύμα το γεγονός, ότι τα μάτια δεν δακρύζουν από το πολύωρο καθάρισμα τόνων κρεμμυδιών. Το πρωί μετά τη θεία λειτουργία, μοιράζεται στους πανηγυριστές, αφού βράσει όλο το βράδυ σε μεγάλα καζάνια.

ΓΙΟΡΤΕΣ:

«Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ, ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ». Η γενέθλιος ημέρα της εκκλησίας του Χριστού. Την ίδια μέρα γίνεται μεσολογγίτικη γιορτή στη μνήμη και την ψυχανάπαυση των πεσόντων της Εξόδου, στο μοναστήρι του Αγίου Συμεών, στους πρόποδες του βουνού Ζυγός, κοντά στο Μεσολόγγι (τόπος συνάντησης των «Ελεύθερων πολιορκημένων», αν βέβαια τα είχαν καταφέρει).

«Του Αϊ-Γιαννιού του Λαμπαδάρη ή Φανιστή ή Ριζικάρη ή Ριγανά» (24/6). Την ημέρα αυτή άναβαν φωτιές συνήθως σε σταυροδρόμια κατά γειτονιές, με ανταγωνιστική διάθεση, κάθε γειτονιά θέλει να ανάψει τη μεγαλύτερη φωτιά. Σ' αυτήν έριχναν και εύφλεκτα παλιοσύνεργα του χωρικού νοικοκυριού και απαραίτητα το μαγιάτικο στεφάνι.

Μικροί & μεγάλοι, πηδώντας τις φωτιές («φωτάρες»-Ίος), κάνουν και μια ευχή για καλή υγεία και απαλλαγή από το κακό. Η ευχή ήταν: «Πηδώ τον χρόνο τον παλιό και πάω στον πιο καλό».

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:

«Αρχές του θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή».

«Ο Μάης θέλει το νερό κι ο θεριστής (=Ιούνιος) το ξύδι».

«Όποιος έχει την κατάρα του παππού, πάει τον Μάη εργάτης κι όποιος έχει του πρωτόπαππου πάει τον Ιούνιο».

«Από το θέρος ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές».

«Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξίδι» [δηλ. Το κρασί που μπαίνει στα βαρέλια τον Οκτώβρη, ωριμάζει το Γενάρη αλλά τον Ιούνιο έχει γίνει πια ξίδι]

«Θέρος, τρύγος, πόλεμος ...και στο αλώνισμα χαρές!»

«Θέρος, τρύγος, πόλεμος, στασιό δεν έχουν» [δηλ. Ο θερισμός, ο τρύγος και ο πόλεμος δεν επιτρέπουν ξεκούραση, μέχρι να τελειώσουν]

«Θέρος, τρύγος, πόλεμος, αποσταμό δεν έχουν».

«Μάρτης έβρεχε, θεριστής εχαίρονταν».

«Μάρτης έβρεχε, Θεριστής τραγούδαγε».

«Μη σε γελάσει ο βάτραχος και το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν" καλοκαιράκι».

«Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη (Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα».

«Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή».

«Τον Ιούνιο αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ρεπάνι».

 

Πηγή : newsbomb.gr

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Φορεσιά της Καπουτζήδας

 Φορεσιά της Καπουτζήδας

 



 

Η φορεσιά της Καπουτζήδας συναντιόταν κατά τα παλιότερα χρόνια στην περιοχή της Καπουτζήδας, σημερινό προάστιο στα νότια της Θεσσαλονίκης που φέρει πια το όνομα Πυλαία. Οι Καπουτζηδιανές έβαφαν τα μαλλιά, που χρησιμοποιούσαν για την ύφανση των φορεμάτων τους, με διάφορα έντονα χρώματα, όπως «τριανταφυλλί», γαλάζιο, πράσινο, «κίτερνο», «κιμπαμπένιο», «μόρκο» κτλ. Με αυτά τα μαλλιά στόλιζαν το σαγιά τους, ύφαιναν τη φούτα τους και τα παρδαλίσια της (ποδιά με κλωστές και φούντες που κρέμονταν) και ετοίμαζαν τα κορίτσια για την προίκα τους μαξιλάρες, βελέντζες, κιλίμια, πετσέτες και άλλα.

 

Η φορεσιά της Καπουτζήδας

Τη φορεσιά της Καπουτζήδας αποτελούσαν η φανέλα με τα πλεχτά μανίκια, το π(ου)κάμ(ι)σου, το σαγιά, το μάλλινο ζωνάρι, η φούτα, το χρυσοκέντητο ζουνάρι, η γούνα, οι κάλτσες ή σκουφούνια και οι παντόφλες ή γαλέντζες.

Ο κεφαλόδεσμος, η κουκούλα όπως ονομαζόταν, σχηματιζόταν με το τουλπάνι, το τσεμπέρι, το πισκίρι ή κάρπα και την άκρη. Τα κοσμήματα της φορεσιάς ήταν οι αλυσίδες με τα φλουριά, το κλεικουτήρι, το σουργούτς ή λούδι, τα κρεματσούλια, τα μπελετζίκια και τα δαχτυλίδια.

 

Η φανέλα και το πουκάμισο

Η φανέλα φοριόταν κατάσαρκα από τις γυναίκες και ήταν ραμμένη από άσπρο, μάλλινο ύφασμα «φινιμένου» από τις ίδιες. Στις ζαμανίσιες φανέλες έραβαν εσωτερικά στη λαιμόκοψη και την τραχηλιά ένα ρέλι, ενώ προς το τέλος της εμφάνισης της φορεσιάς, την κεντούσαν με χρωματιστές κλωστές και την έραβαν στη μηχανή.

Τα πουκάμισα της Καπουτζήδας είναι γνωστά και με την ονομασία ζαμανίσια ενώ τα πουκάμισα που χρησιμοποιούνταν για τις επίσημες εκδηλώσεις ονομάζονταν τρανά.[1] Ήταν χοντρά, άσπρά, κατασκευασμένα από βαμβακερό ύφασμα στο ίδιο σχήμα με τις φανέλες και φοριόνταν πάνω από αυτές. Ήταν κεντημένα σε όλα τα σημεία που άφηνε ο σαγιάς να φανούν, με μετρητά κεντήματα από μεταξωτές κλωστές και μάλλινα νήματα. Το άνοιγμα της τραχηλιάς ήταν κεντημένο με καρίκωμα (είδος πλέξης με βελόνι) και έκλεινε με δύο κορδονάκια που είχαν φούντες στην άκρη. Άλλα σχέδια που συναντήθηκαν στα πουκάμισα της περιοχής είναι η σκλόπετρα, το κουμπαγούδι, το κλωναρούδι της Φάκαινας, η γκαργκίτικη (σχέδιο από άλλο χωριό), το γλαστρούδι, το κλωναρούδι, το μπαλιτσιρούδι και άλλα πολλά.

 

Ο σαγιάς

Ο σαγιάς έμπαινε πάνω από το ποκάμισο της φορεσιάς, αφήνοντας όμως ακάλυπτα τα σημεία που υπήρχε ύφανση και κεντημένο σχέδιο στο ποκάμισο. Ήταν ραμμένος με βαμβακερό ύφασμα, κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά και τα μανίκια του ήταν έως τον αγκώνα, όμως πάντα κοντύτερα από του ποκαμίσου. Το ύφασμα του περνούσε από ειδική επεξεργασία –βάψιμο και κέρωμα- για γίνει γυαλιστερό, σαν αδιάβροχο. Οι σαγιάδες είχαν διάφορα χρώματα ανάλογα με την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση και την περίσταση. Συνήθως στολίζονταν με κεντήματα στην τραχηλιά, στις ραφές των ώμων και των μανικιών, στις ποδιές, γύρω στον ποδόγυρο, και στην τσέπη. Από το είδος των κεντημάτων που φέρουν παίρνουν και την ονομασία τους: ο τλικουστός, ο φουντωτός, ο ταβανωτός. Τυπικά, για το σαγιά της Καπουτζήδας, σχέδια είναι οι ρόκες –μικρές και μεγάλες- και τ’ αστρούδια, τα οποία γίνονταν με χρωματιστά μετάξια και έμπαιναν σε συγκεκριμένα σημεία επάνω στο σαγιά. Οι σαγιάδες των μικρών κοριτσιών ήταν άσπροι, σκέτοι και ονομάζονταν σεγούδια. Μεγαλώνοντας έβαζαν τους ταβανωτούς, που ήταν κεντημένοι με μεγάλα τετράγωνα σχήματα –πολλές φορές τον έβαζαν και μετά το γάμο τους. Ο φουντωτός ήταν ο καλός σαγιάς, ο γιορτινός, και ήταν συνήθως σκούρος με πολύχρωμα στολισμένες ποδιές και μεταξωτά φλόκια. Ο νυφικός σαγιάς ήταν ο τλικουστός, ο οποίος ήταν πάντα πράσινος και είχε κέντημα στις ποδιές, γιατί οι μελλόνυμφες τον φορούσαν δίχως φούτα τη μέρα του γάμου τους. Για να μην ανοίγουν οι ποδιές τους, τις έραβαν με χρυσή κλωστή.

 

Το ζουνάρι, η φούτα και το χρυσοκλεντητο ζουνάρι

Το ζουνάρι τοποθετούταν πάνω από το σαγιά, ήταν υφαντό και αυτό κόκκινο, μάλλινο, στολισμένο με τις μάννες. Είχε μάκρος τόσο, όσο να γυρίζει δυο φορές στη μέση της Καπουτζηδιανής. Η φούτα (ποδιά) ήταν απαραίτητο αξεσουάρ της Καπουτζηδιανής τις καθημερινές και τις γιορτές. Η ζαμανίσια φούτα ήταν μάλλινη, υφαντή και στο επάνω μέρος της έχει μάλλινα κορδόνια, τις μπραστήλες. Το χρυσοκέντητο ζουνάρι έμπαινε πάνω από το μάλλινο και τη φούτα και έκλεινε μπροστά με το ασημένιο κλεικουτήρι.

 

Η γούνα

Η γούνα φοριόταν το χειμώνα πάνω από το σαγιά καθημερινές και γιορτές, γι’ αυτό είχαν δύο γούνες. Ήταν ραμμένη από βυσσινί τσόχα, δεν είχε ποτέ μανίκια και έφτανε ως τη μέση, σαν γιλέκο. Ήταν φοδραρισμένη εσωτερικά με άσπρη προβιά αρνιού και έχει μαύρη πρόβια στο γύρο του λαιμού και στην τραχηλιά και είχε κεντήματα στα τελειώματα του ρούχου. Οι καλές τους γούνες ήταν κεντημένες με ξαφιά ή σερμάδες.

 

Τα σκουφούνια και οι γαλέντζες

Τα σκουφούνια ή κάλτσες ήταν πλεγμένα πάντα από τις ίδιες τις γυναίκες. Τα χειμωνιάτικα ήταν μάλλινα άσπρα ή μαύρα, πάντα πλούσια κεντημένα, όπως και οι βαμβακερές άσπρες κάλτσες. Παπούτσια δεν φορούσαν ήταν ξυπόλυτες. Σε πιο σύγχρονα χρόνια φορούσαν παντόφλες και γαλέντζες.

 

Κεφαλόδεσμος και κοσμήματα

Στο κεφάλι, χώριζαν τα μαλλιά τους σε δύο ίσα μέρη και έπλεκαν κοτσίδες. Η κουκούλα που τα σκέπαζε αποτελούταν από τρία μαντήλια: το τουλπάνι, το τσεμπέρι, το πισκίρι ή κάρπα και μια ολοκέντητη ταινία, την άκρη. Το τουλπάνι ήταν ένα άσπρο, τετράγωνο μαντήλι που χρησιμοποιούσαν τριγωνικά διπλωμένο, σφιχτά για να συγκρατεί τα μαλλιά τους. Το τσεμπέρι ήταν επίσης τετράγωνο, αλλά σταμπωτό μαντήλι και προετοίμαζε το σχήμα του κεφαλόδεσμου, συγκρατώντας το πισκίρι που έμπαινε πάνω από αυτό. Το πισκίρι ή κάρπα ήταν ένα μεγάλο ορθογώνιο μαντήλι κεντημένο στις τρεις γωνίες του, και από τις δύο πλευρές του, με πολύχρωμα σκούρα κεντήματα, ενώ στην τέταρτη γωνία του είχε κρόσσια και φούντες από τις κλωστές του κεντήματος. Για τον κεφαλόδεσμο, τα μαλλιά τους ήταν χωρισμένα σε δύο μέρη και πλεγμένα κοτσίδες. Ο τρόπος που έφτιαχναν τον κεφαλόδεσμο ονομαζόταν κουκούλα και αποτελούταν από τρία μαντήλια –το τουλπάνι, το τσεμπέρι, το πισκίρι ή την κάρπα και μια ολοκέντητη ταινία, την άκρη. Το τουλπάνι είναι το άσπρο, τετράγωνο μαντήλι που χρησιμοποιούσαν τριγωνικά διπλωμένο για να καλύπτουν όλα τα μαλλιά και να τα σφίγγουν για να σταθούν καλύτερα όλα τα υπόλοιπα κομμάτια του κεφαλόδεσμου, της κουκούλας. Το τσεμπέρι ήταν ένα άσπρο, τετράγωνο, σταμπωτό μαντήλι που έδινε το σχήμα του κεφαλόδεσμου και συγκρατούσε το πισκίρι. Το πισκίρι ή κάρπα ήταν ένα μεγάλο, ορθογώνιο μαντήλι, συνήθως κεντημένο στις τρεις του γωνίες και από τις δύο πλευρές με πολύχρωμα, σκούρα κεντήματα. Τοποθετούταν πάνω από το τσεμπέρι, με την ακέντητη γωνία να πέφτει στο μέτωπο. Η άκρη ήταν μια άσπρη ή κόκκινη λωρίδα, στενή και μακριά. Είχε κεντημένα στο κέντρο της, που φαινόταν στο μέτωπο, γεωμετρικά σχέδια από πολύχρωμα μετάξια. Η κρεμάστρα με τα μήλα ή το μελούσι στόλιζαν το κεντρικό ύφασμα της άκρης, ενώ το τελείωμα των κλωστών κατέληγε σε δύο φούντες που έφτανα ως τον ποδόγυρο. Η άκρη περνούσε και κάτω από το σαγόνι, συγκρατώντας έτσι τον κεφαλόδεσμο πάντα στη θέση του. Τα κοσμήματα της Καπουτζήδας φορεσιάς ήταν οι αλυσίδες με τα φλουριά και τις ντούμπλες, το κλεικουτήρι που έκλεινε το ζουνάρι, το σουργούτς ή λούδι (νυφικό κόσμημα), τα κρεματσούλια (σκουλαρίκια με πετράδια και αλυσίδες σε βυζαντινά πρότυπα), τα μπελετζίκια και τα δαχτυλίδια της.

 

Παραπομπές

  1. Άννα Γουήλ - Μπαδιεριτάκη, Το γυναικείο παραδοσιακό πουκάμισο της ηπειρωτικής Ελλάδας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 1980, σελ. 60.

 

Πηγές

  • Η Ελληνική Λαϊκή Φορεσιά (Τόμοι Πρώτος & Δεύτερος) Αγγελική Χατζημιχάλη, Μουσείο Μπενάκη, Εκδόσεις "Μέλισσα"
  • Άννα Γουήλ - Μπαδιεριτάκη, Το γυναικείο παραδοσιακό πουκάμισο της ηπειρωτικής Ελλάδας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 1980

 

Πηγή: el.m.wikipedia.org

 

Λατέρνα: Η ιστορία της χάνεται στον χρόνο...

Λατέρνα: Η ιστορία της χάνεται στον χρόνο...

 



 

H ιστορία της λατέρνας (la torno = αυτό που γυρίζει) χάνεται στο χρόνο. Λέγεται ότι η πρώτη λατέρνα κατασκευάστηκε το 1808 από έναν κατασκευαστή πιάνων στο Bristol της Αγγλίας, ο οποίος έβγαλε τα πλήκτρα και τα αντικατέστησε με έναν κύλινδρο με καρφιά.

 

Κυκλοφόρησε στο Βέλγιο, στη Γαλλία, Βόρεια Ιταλία και στις.....Ανατολικές Πολιτείες της Αμερικής. Είχε μια εκρηκτική εξάπλωση, ειδικά στις Ελληνικές παροικίες της Ευρώπης και της Ανατολής. Κυρίως στη Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Βουκουρέστι κλπ, με τεχνίτες Έλληνες και αρκετούς Αρμένιους, που έγραψαν Ελληνική και Ευρωπαϊκή μουσική.

 

Η πρώτη ελληνική λατέρνα δημιουργήθηκε γύρω στα 1880. Τότε η συνεργασία του Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου και του Ιταλού Jugepe Turconi απέφερε την λατέρνα. Οι δυο τους πολύ καλοί φίλοι με έντονες μουσικές και κατασκευαστικές δεξιότητες έφτιαξαν στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη λατέρνα. Είχαν δημιουργήσει ένα συνεταιρισμό όπου είχαν διαχωρίσει τη δουλειά σε δύο κομμάτια. Ο Turconi ασχολιόταν με το κατασκευαστικό κομμάτι ενώ ο Αρμάος με την καταγραφή, δηλαδή το "σταμάτημα" των τραγουδιών. Είχε το σχήμα μεγάλου κιβωτίου που μπορούσε να κουβαληθεί στις πλάτες του και συνήθως ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να χωράει εννέα τραγούδια.

 

Στην Κωνσταντινούπολη ήταν "αρχόντισσα και κυρά" σύμφωνα με τη Ζάννα Αρμάου. Βασίλευε στα πολυτελή εστιατόρια του Βοσπόρου, τότε που ο ελληνισμός της Πόλης ζούσε τη "χρυσή του εποχή". Όλα τα μεγάλα κέντρα και τα πλουσιόσπιτα της Πόλης και της Μικράς Ασίας, είχαν τις δικές τους λατέρνες. Δεν γινόταν γάμος ή χορός ή άλλη γιορτή χωρίς λατέρνα που να παίζει μέχρι το πρωί. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν γύρω στις 5.000 λατέρνες στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά, ένας αριθμός εντυπωσιακός, γατί σε σχέση με τον τότε πληθυσμό είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα.

 

Η λατέρνα μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση....κυριολεκτικά τίποτα. Ο κόσμος με τη λατέρνα ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, τραγούδησε....Γράφτηκαν σ αυτήν τραγούδια Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα. Εθνικά εμβατήρια, ακόμη και πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και ταγκό.

 

Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ένα σοβαρό κομμάτι από τη μουσική μας κληρονομιά είναι επηρεασμένο από τα ακούσματα και τις τεχνικές δυνατότητες αυτού του οργάνου.

 

Υπήρχαν δύο ομάδες ειδικοτήτων: οι πρώτοι οι "Οργανοποιοί" - κατασκεύαζαν το όργανο και οι δεύτεροι - οι "Σταμπαδόροι" - ή "καρφωτές" έκαναν τα τραγούδια. Κάθε νέο τραγούδι γινόταν επιτυχία μετά το "σταμπάρισμά" του στον κύλινδρο.

 

Γνωστά ονόματα: Τουρκόνι, Αρμάο, Γεωργίου, Καρμέλλο, Μπρίντιζι, Τριπολιτσιώτης, Πολύκαρπος, Παπανδρέου, Ντικράν, Αλή Μπέη, Ευθυμίου, Φωτίου,....άνθρωποι που γνώρισαν τεράστια δόξα στο χώρο αυτό. Διασημότερος καρφωτής υπήρξε ο Νίκος Αρμάος.

 

Ενα ξεχωριστό χαρακτηριστικό της λατέρνας ήταν και το στόλισμά της. Υπήρχαν καταστήματα που πουλούσαν αποκλειστικά στολίδια και άλλα είδη γι αυτήν. Είχαν σκεπάσματα από δέρμα σε διάφορα χρώματα, με κεντίδια σκαλισμένα διάτρητα. Αυτές ήταν οι φορεσιές. Υπήρχαν βελούδινα σκεπάσματα με ρέλι, χρυσοκεντήματα με παραστάσεις (πχ 2 κοπέλες να κρατούν την ελληνική σημαία, ή παραστάσεις από μάχες του 1821. Κύριο βάρος στο στολισμό της λατέρνας είχαν οι χάντρες, τα κομπολόγια και οι εικόνες. Η εικόνα που είχαν στη μέση, ήταν σχεδόν πάντοτε της Μαρίας της Πενταγιώτισσας ή της Ρόζας Εσκενάζυ. Τέλος, τα πόδια που στηριζόταν η λατέρνα ήταν ξυλόγλυπτα.

 

Το τέλος αυτής της ιστορίας άρχισε να έρχεται με την εμφάνιση του γραμμόφωνου και του ραδιοφώνου. Αρχίζει τότε να παραγκωνίζεται σαν μέσο διασκέδασης του κοινού. Η εμφάνιση του ομιλούντος κινηματογράφου της αφαιρεί έναν ακόμη ρόλο. Τέλος η στενή επαφή της με το ρεμπέτικο τραγούδι και η είσοδος της σε καταγώγια τη φέρνουν σε σύγκρουση με το κατεστημένο και την περιθωριοποιούν. Η δικτατορία του Μεταξά απαγορεύει το ρεμπέτικο και μαζί μ αυτό θέτει "εκτός νόμου" και τη λατέρνα. Τα όργανα μαζεύονται από το δρόμο, και αποσύρονται στις αποθήκες.

 

Το φιλί της ζωής για τη Λατέρνα που ξεψυχάει θα το δώσει ο κινηματογράφος, που την είχε υποστηρίξει και στο παρελθόν, δια χειρός Φιλοποίμενος Φίνου αυτή τη φορά. Γυρίζει δύο ταινίες όπου πρωταγωνιστεί η Λατέρνα: το "Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο" το 1955 και το "Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο" το 1957, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου με τους Αυλωνίτη, Φωτόπουλο, Καρέζη, Αλεξανδράκη. Η υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι τυπωμένη στον κύλινδρο από τον Νίκο Αρμάο ενθουσιάζει τον κόσμο. Η λατέρνα γίνεται μόδα. Όσοι μπορούν να πληρώσουν παίρνουν ένα όργανο στο σπίτι. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας χρησιμοποιούν τον ήχο της για να ντύσουν τα τραγούδια τους.

 

Η λατέρνα μπαίνει στο soundrack κι άλλων ταινιών, όπως το "Ποτέ την Κυριακή", "Τα κόκκινα φανάρια", ακόμα και ξένων παραγωγών όπως το "Απόδραση στην Αθήνα".

 

Όμως οι μέρες της μεγάλης δόξας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Με τη χούντα μάλιστα έρχονται και νέες περιπέτειες για τους περιπλανώμενους οργανοπαίκτες που οδηγούνται στα κρατητήρια με την κατηγορία της επαιτείας.

 

Σήμερα στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν λιγότερα από 10 περιπλανώμενα όργανα και ίσως να υπάρχουν και άλλα τόσα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι λατέρνες πλέον αποτελούν συλλεκτικά κομμάτια. Κάποιες κοσμούν ιδιωτικές συλλογές στην Ευρώπη και την Αμερική. Μαζί με τα όργανα χάθηκαν σιγά - σιγά και οι τεχνίτες της λατέρνας. Το 1978 ο Νίκος Αρμάος έλεγε: "Εγώ την αγαπάω σαν παιδί μου, σα να τη γέννησα εγώ, αλλά δεν τη βλέπω να έχει πιότερη ζωή από τη δική μου".

 

Στις 14 Μαΐου 1979 ο Νίκος Αρμάος πεθαίνει. Τη σκυτάλη παίρνει ο 65χρονος τότε, γιος του Τζούλιος και συνεχίζει μέχρι το δικό του θάνατο το Φεβρουάριο του 1995. Μετά το θάνατο του Αρμάου, συνεχιστής του έργου του έγινε ο Αντώνης Νασιόπουλος, που πολύ βοήθησε και επηρεάστηκε από τον προηγούμενο. Άλλος επίσης άξιος συνεχιστής είναι ο Πάνος Ιωαννίδης από τη Θεσσαλονίκη, που έκανε μεγάλη προσπάθεια για την αναβίωση και την κατασκευή της λατέρνας. Το βιβλίο του μάλιστα "Λατέρνα η αρχόντισσα του δρόμου" είναι το μοναδικό που κυκλοφορεί για τη λατρεία αυτή τη στιγμή.

 

Y.Γ. To κείμενο υπογράφει ο κ. Λιναρδάτος

 

Πηγή: newsbomb.gr

Φωτογραφία: el.wiktionary.org

 

«ΚΑΤΩ ΣΤΟΝ ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ» | Άγιος Ματθαίος Κέρκυρας

«ΚΑΤΩ ΣΤΟΝ ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ» | Άγιος Ματθαίος Κέρκυρας

 


Τελετουργικός, γυναικείος χορός σε δίσημο ρυθμό (2/4) από την Κέρκυρα. Το τραγούδι απαντάται και στους Παξούς, αλλά και στα Κύθηρα. Η διάδοση του τραγουδιού σε δύο νησιά τα οποία αν και ανήκουν στην ίδια πολιτισμική ενότητα, εντούτοις βρίσκονται γεωγραφικά πολύ μακριά το ένα από το άλλο, μαρτυρά ότι ίσως το τραγούδι κάποτε ήταν γνωστό σε όλα τα Επτάνησα.

 

Το τραγούδι αυτό, οι λαογράφοι του 19ου και 20ου αιώνα το κατέταξαν στην κατηγορία των Ακριτικών, θεωρώντας πως η απώτερη καταγωγή του είναι βυζαντινή και αναφέρεται στον πολεμιστή Γιάννη, ο οποίος ήταν γιος του ακρίτα Ανδρονίκου. Τραγούδι γνωστό σε ολόκληρο τον ελληνόφωνο κόσμο (π.χ. «Κάτω στην άσπρη πέτρα» σε Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία, «Εβράδυν, παλιοβράδυν» στη Σινασό Καππαδοκίας, «Κάτω στη μαύρη πέτρα» στην Οινόη του Πόντου και άλλες πολλές εκδοχές).

 

Το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=SyM7T95CY9M

 

Οι στίχοι:

Κάτω στον Άη Γιώργη στο κρύο το νερό

σκοτώσαν τον Γιαννάκη τον ακριβό υιό,

λαλα λαλα λαλαλα λα λαλα

λαλα λαλα λαλαλα λα λαλα.

 

Τούρκοι τον εσκοτώσαν, Ρωμιοί τον κλαίγανε

τα δυο του τ’ αδερφάκια τον εγυρεύανε,

λαλα λαλα λαλαλα λα λαλα

λαλα λαλα λαλαλα λα λαλα.

 

[Πάνε και τον εβρίσκουν μέσα σε μια λακιά

εκεί τον εσκοτώσαν οι Τούρκοι τα σκυλιά,

λαλα λαλα λαλαλα λα λαλα

λαλα λαλα λαλαλα λα λαλα].

 

Σήκω μωρέ Γιαννάκη να πάμε σπίτι μας

που κλαίει η αδερφή μας, κλαίει κι η νύφη μας,

λαλα λαλα λαλαλα λα λαλα

λαλα λαλα λαλαλα λα λαλα.

 

Κι όταν τον κατεβάζαν από τη σκάλα του,

μικροί, μεγάλοι κλαίγαν, την ομορφάδα του,

λαλα λαλα λαλαλα λα λαλα

λαλα λαλα λαλαλα λα λαλα.

 

 

ΜΟΥΣΙΚΟΙ:

Αλέξανδρος Σπίνουλας: Κιθάρα

Ιακώβος Κατσαρός: Ακορντεόν

Κώστας Σμοΐλης: Βιολί

 

ΕΚΠΟΜΠΗ:

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΞΑΝΑ - Άγιος Ματθαίος Κέρκυρας

Παρουσίαση - Σενάριο: Κωστής Ζαφειράκης

Σκηνοθεσία: Κώστας Αυγέρης

Αρχισυνταξία: Άνη Κανέλλη

Διεύθυνση φωτογραφίας: Διονύσης Πετρουτσόπουλος

Οπερατέρ: Διονύσης Πετρουτσόπουλος, Μάκης Πεσκελίδης, Κώστας Αυγέρης, Μπάμπης Μιχαλόπουλος

Εναέριες λήψεις: Μπάμπης Μιχαλόπουλος

Ήχος - Μίξη ήχου: Σίμος Λαζαρίδης

Σχεδιασμός γραφικών: Θανάσης Γεωργίου

Μοντάζ: Βαγγέλης Μολυβιάτης

Creative producer: Γιούλη Παπαοικονόμου

Οργάνωση παραγωγής: Χριστίνα Γκωλέκα

ΕΡΤ3 2021

 

Πηγή: Youtube.com - #greek_folk_music

Φωτογραφία: el.wikipedia.org

 

 

 

«Άιντε ν' άιντε Μήτρου μ'» (Δρυμός Θεσ/νίκης) - Μακεδονικά τραγούδια

«Άιντε ν' άιντε Μήτρου μ'» (Δρυμός Θεσ/νίκης) - Μακεδονικά τραγούδια

 

 

Μακεδονικό τραγούδι από τον Δρυμό Θεσσαλονίκης. Οι στίχοι του αποδίδουν, πιθανότατα, κάποιο τοπικό επεισόδιο, ενώ το τραγούδι τραγουδιέται με μικρές διαφοροποιήσεις και στο γειτονικό χωριό Άσσηρος. Είναι χορός που χόρευαν στις γειτονιές οι κοπέλες με ή χωρίς τη συνοδεία της γκάιντας ή στα νυχτέρια και στις υπόλοιπες μαζώξεις (όπως στο παρόν απόσπασμα). Ο ρυθμός του είναι επτάσημος σε 7/16 (ρυθμός του χορού "τρεχάτος" ή "ράικο").

 

Η περιοχή του νομού Θεσσαλονίκης, βορείως της νοητής γραμμής που σχηματίζουν οι λίμνες Κορώνεια και Βόλβη αποτελούσε κατά τη βυζαντινή και οθωμανική περίοδο σημείο σύγκλισης δύο γλωσσικών ομάδων, δηλ. σλαβοφώνων και ελληνοφώνων. Από τα μέσα του 19ου αιώνα και εντεύθεν, η κατάσταση ως προς τις επικρατούσες γλώσσες είχε παγιωθεί ως εξής: νοτίως της προαναφερθείσας νοητής γραμμής οι πληθυσμοί ήταν ελληνόφωνοι, ενώ βορείως της γραμμής, άλλοι οικισμοί ήταν ελληνόφωνοι και άλλοι σλαβόφωνοι. Εν προκειμένω, το εν λόγω τραγούδι που στην Άσσηρο και στον Δρυμό απαντάται στα ελληνικά, σε κοντινά σλαβόφωνα χωριά (π.χ. Λητή, Κολχικό, Νεοχωρούδα κ.α.) απαντώνταν στην εκεί τοπική διάλεκτο. Φυσικά, δεν είναι η μοναδική περίπτωση τέτοιου τραγουδιού.

 

Το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=KtumsP6gYGE

 

 

 

Η εκδοχή της ΑΣΣΗΡΟΥ:    • «Άιντε ν' άιντε Μήτρου μ'» (Άσσηρος Θ...  

 

 

Τραγούδι: Χορωδία γυναικών του Πολιτιστικού Συλλόγου Δρυμού

ΕΚΠΟΜΠΗ: Ο Τόπος και τραγούδι του, Δρυμός Θεσσαλονίκης, ΕΡΤ3 2009

Έρευνα - Παρουσίαση: Γιώργης Μελίκης

Σκηνοθεσία: Μανώλης Ζανδές

 

Οι στίχοι:

Ν' άιντες, ν' αϊντές, Μήτρου μ', ν' άιντες, ν' αϊντές

ν' άιντες, ν' αϊντές, Μήτρου μ', δα φεύγουμι,

Μήτρου μ' δα φεύγουμι.

 

Δεν έχου μάτι Χρήστη μ', δεν έχου μάτι

δεν έχου μάτι Χρήστη μ' για του φευγιό

Χρήστη μ' για του φευγιό.

 

Μον' έχου μάτι, Χρήστη μ', μόν' έχου μάτι

μόν' έχου μάτι, Χρήστη μ', στους αργαλειό

Χρήστη μ', στουν αργαλειό.

 

Ν' έχου πανί Χρήστη μ' ν' έχου πανί

ν' έχου πανί Χρήστη μ' στουν αργαλειό

Χρήστη μ' στουν αργαλειό.

 

Ποιος δα του 'φαίνει Χρήστη μ' ποιος δα του 'φαίνει

ποιος δα του 'φαίνει Χρήστη μ', ποιος δα του ράψει

Χρήστη μ' ποιος δα του ράψει.

 

Ασ' του, ν' ασ' του, Μήτρου μ' ασ' του, ν' ασ' του

ασ' του, ν' ασ' του, Μήτρου μ', στη μάνα σου

Μήτρου μ', στη μάνα σου.

 

Εμ' δα στου 'φαίνει, Μήτρου μ' εμ' δα στου 'φαίνει

εμ' δα στου φαίνει, Μήτρου μ' έμ' δα στου ράψει,

Μήτρου μ' εμ' δα στου ράψει.

 

 

 

Πηγή: Youtube.com -  #Greek_folk_music #Macedonian_folk_song #Greek_Macedonia

Φωτογραφία: Facebook.com/Drimos