...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παραδοσιακές φορεσιές

    Αφιέρωμα στην Ελληνική παραδοσιακή φορεσιά

Η ιστορία του ενδύματος συμβαδίζει αναμφίβολα με την ιστορία του ανθρώπου. Από ένα απλό κομμάτι υφάσματος, που αρχικά κάλυπτε το ανθρώπινο σώμα, το ένδυμα έγινε με την πάροδο του χρόνου διακριτικό στοιχείο ατόμων, κοινωνικών τάξεων και λαών, και ξεχώριζε με την ποικιλία των σχεδίων, την ποιότητα των υφασμάτων και τη χρωματική σύνθεση και αρμονία.

Η Ελληνική παραδοσιακή φορεσιά είναι, όπως κάθε έκφραση λαϊκής δημιουργίας, χρηστικό είδος και σαν τέτοιο γεννιέται, ζει και εξελίσσεται με βάση τις πρακτικές ανάγκες που πρέπει να καλύψει.

 Οι ιεροί άγραφοι νόμοι – τα έθιμα – είναι δεσμευτικοί και προσδιοριστικοί για την αισθητική έκφραση των ατόμων. Για τις φορεσιές η αισθητική αντίληψη της ομάδας δίνει τη χρωματική κλίμακα μέσα στην οποία κινείται το άτομο, ενώ η έμφυτη τάση του ανθρώπου για διακόσμηση δίνει στην καθεμιά την ιδιαίτερη τοπική – ομαδική έκφραση που τη χαρακτηρίζει.

Οι παραδοσιακές φορεσιές φανερώνουν ένα σύμπλεγμα ανθρώπινης ζωής, ομαδικής ζωής, που υποτάσσεται στους δικούς της νόμους και φέρει τη σφραγίδα μιας μακρόχρονης εμπειρίας και πίστης, πίστης στη συνοχή της οικογένειας και της ομάδας στη σημασία της κοινωνικής ενότητας και της παράδοσης.


Τσαρούχι

 


 

Το τσαρούχι είναι ελαφρύ, δερμάτινο, χειροποίητο ανδρικό ή γυναικείο υπόδημα, με ή χωρίς φούντα, το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές των Βαλκανίων και της Τουρκίας μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα. Σήμερα φοριούνται στην Ελλάδα ως υποδήματα μαζί με τη φουστανέλα και με τη στολή των Ευζώνων.

 

Η αρχική τους ονομασία ήταν «πίγγες», ενώ η σημερινή λέξη που προσδιορίζει τα συγκεκριμένα υποδήματα πιστεύεται ότι προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ» (carik). Στην Ιταλία υπάρχουν όμως μυτερά υποδήματα ονομαζόμενα «chiòchiera» («τσιότσιερα») ή «ciòcia», κάτι που επιτρέπει να υποθέσουμε την Ιταλική καταγωγή της ονομασίας. Κατασκευαζόταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια, την «πατωσιά» (ή σόλα), τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη «μύτη» σε διάφορες παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες, είτε πολύχρωμη για τα παιδιά. Σύμφωνα με την ιστορία, υπάρχουν δυο εκδοχές για τη χρησιμότητά της. Η πρώτη είναι, ότι η φούντα χρησίμευε για την προστασία των Ελλήνων από τις άσχημες καιρικές συνθήκες. Η πλούσια φούντα είχε την ιδιότητα να απορροφά μεγάλη ποσότητα νερού από τις βροχές και να προστατεύει τα ακροδάχτυλα των ποδιών από το έντονο κρύο της εποχής εκείνης. Η δεύτερη εκδοχή και συνάμα η πιο επικρατέστερη ήταν το γεγονός, ότι μέσα στη φούντα μπορούσαν οι πολεμιστές να κρύβουν μικρά αιχμηρά αντικείμενα και με αυτόν τον τρόπο πολεμώντας σώμα με σώμα να αμύνονται.

 

Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο «τελατίνι» χρώματος ερυθρού. Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιώτερα είχαν κορδόνια και πούλιες. Ως δέρμα, για να είναι ελαστικά και ανθεκτικά χρησιμοποιούσαν, κυρίως, το δέρμα μοσχαριού. Ο υποδηματοποιός, για να υλοποιήσει τη σόλα του τσαρουχιού «δούλευε» τέσσερα τεμάχια. Η δε «μύτη» του ήταν άλλοτε γυρισμένη προς τα επάνω και άλλοτε καλυμμένη με μάλλινη φούντα χρώματος μαύρου και βαθύ κόκκινου. Το πρώτο (μαύρο), το φορούσαν ως επί το πλείστον, όσοι φορούσαν και τη λεγόμενη «μπουραζάνα», ενώ σε αντίθεση το δεύτερο (βαθύ κόκκινο), όσοι φορούσαν τη «φουστανέλα».

 

Ο παπουτσής έφτιαχνε τσαρούχια και για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Τα καθημερινά τσαρούχια, τα «ραφτά», συνήθως, ήταν απλά και λιτά, όπως απλή και λιτή ήταν η καθημερινότητα εκείνης της εποχής. Αντίθετα, υπήρχαν και τα «καρφωτά» τσαρούχια, τα επίσημα, τα καλά τους, που τα φορούσαν σε εκδηλώσεις χαράς, σε γιορτές και σε πανηγύρια.

 

Εκτός από τον παραπάνω τύπο υποδήματος, οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας κατασκευάζουν παρόμοια υποδήματα από ακατέργαστο δέρμα χοίρου καλούμενα "γουρουνοτσάρουχα" που θεωρούνται ως ελαφρά πέδιλα τα οποία και εξασφαλίζουν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη. Αυτά αποτελούνται από ενιαίο τεμάχιο που αναδιπλώνεται και συγκρατείται στο πόδι από ιμάντες από το ίδιο δέρμα.

 

Τα τσαρούχια που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά, φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα.

Στη στρατιωτική ορολογία, το τσαρούχι που φέρουν οι εύζωνες (τσολιάδες) ονομάζεται «ταρρούχιον». Παρ' όλα αυτά είναι ευρέως γνωστό υπό τον όρο «τσαρούχι». Την εποχή που τα ευζωνικά τάγματα ήταν μάχιμα τμήματα του Ελληνικού Στρατού, στις φούντες ήταν τοποθετημένα αιχμηρά αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούνταν στις μάχες εκ του συστάδην.

 

Εκφράσεις

Τα τσαρούχια, αν και χρησιμοποιούνται σήμερα επίσημα (στην Ελλάδα) μόνο από την Προεδρική Φρουρά, ή ως τουριστικά αναμνηστικά είδη (σουβενίρ), έχουν πάρει ήδη τη θέση τους σε δημώδεις εκφράσεις όπως:

  • «έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι», κάτι που υποδηλώνει ότι η γλώσσα έγινε σκληρή σαν τσαρούχι σε περιπτώσεις δίψας,
  • «μπήκε με τα τσαρούχια» σε προσωπικές επιτυχίες.
  • «θα σας πάρουμε με τα τσαρούχια», θα σας νικήσουμε κατά κράτος.
  • «κοιμάται με τα τσαρούχια», εκτός πραγματικότητας.
  • «βγήκε με τα τσαρούχια», παμψηφεί.

 

Παροιμίες:

  • «Μικρός διάβολος τρανά τσαρούχια», περιοχή Βοΐου.
  • «Παστρική καλή Θοδώρα, το τσαρούχι μέσ' την πίτα», Αρκαδία
  • «Ο χωριάτης κι αν πλουτίσει, το τσαρούχι δεν τ’ αφήνει»
  • «Μη θέλοντας ο ζωγράφος, μα θέλοντας ο βλάχος φόρησ’ ο Χριστός τσαρούχια»

 

Επίσης, στην αργκό των ευζώνων η έκφραση «σπάω το τσαρούχι» σημαίνει χτυπάω δυνατά το πόδι μου στο έδαφος, κατά τη διάρκεια του ευζωνικού βηματισμού. Στους δημοτικούς χορούς, η έκφραση «λύγισε τσαρούχι» ή «κάνε τσαρούχι» σημαίνει να λυγίσει κανείς το πέλμα του ποδιού προς τα επάνω (κατά το χαρακτηριστικό σχήμα του τσαρουχιού). Τέλος, στη περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 το τσαρούχι του Έλληνα τσολιά υπήρξε το πιο δημοφιλές θέμα τόσο στις γελοιογραφίες της εποχής και στις θεατρικές επιθεωρήσεις όσο και στα

 

Πηγή:

laografiko-perachoras.gr

el.m.wikipedia.org






Γυναίκα της Λευκάδας: Η αποθέωση της λεβέντικης κορμοστασιάς

 


(Το κείμενο που ακολουθεί- ύμνος στη γυναίκα της Λευκάδας- δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1959 στην εφημερίδα «Ελευθερία». Η συγγραφέας του Ντιάνα Αντωνακάτου, (ζωγράφος-συγγραφέας-ιστορικός-ιστοριοδίφης-λαογράφος), γεννηθηκε στην Κεφαλονια το 1921 και πεθανε το 2011. Υπήρξε το δεξί χέρι του Αντώνη Τζεβελέκη και η συμβολή της στην εδραίωση των Γιορτών Λόγου και Τέχνης της Λευκάδας ήταν σημαντική. Δημιούργησε στενές σχέσεις με το νησί μας. Πολλοί δε από τους πίνακες ζωγραφικής που φιλοτέχνησε, έχουν θέματα από την Λευκαδίτικη φύση.)

ΤΗΣ ΝΤΙΑΝΑΣ ΑΝΤΩΝΑΚΑΤΟΥ

 

Τα χωριά που διατηρούν ακόμη την τοπική ενδυμασία ολοένα και σπανίζουν στον τόπο μας. Σε ολοένα και λιγότερα μπορεί να χαρεί κανείς πια την γραφικότητα της ελληνικής φορεσιάς στην καθημερινή της εμφάνιση. Και σε ελάχιστα μέρη η ενδυμασία διατηρεί την γιορτινή ομορφιά της στις εργατικές ώρες.

 

Ένα απ’ αυτά ίσως και μοναδικό είναι το νησί της Λευκάδας. Η λευκαδίτικη φορεσιά στην καθημερινή εργάσιμη μορφή της έχει κρατήσει, στη “γραμμή”, όλη τη χάρη της εορταστικής. Και τούτο γίνεται γιατί ανάμεσα στις δυό, η διαφορά είναι ασήμαντη: τόσο απλή, απέριττη και σεμνή είναι κι’ αυτή ακόμη του γάμου ή του πανηγυριού, η γιορτινή φορεσιά της Λευκαδίτισσας, που δεν χάνει τίποτε στις ώρες του μόχθου. Τουναντίον τότε είναι που προβάλλεται η αληθινή ομορφιά της: Η λιτή κομψότητα της γραμμής της, χωρίς στολίδια, χωρίς πολυτέλεια ποιοτική.

 

Είναι αλήθεια κάπως παράξενο πώς ένα απ’ τα Επτάνησα, τα νησιά με την αμεσότερη επαφή με τη Δύση διατήρησε ως τις μέρες μας, τόσο ερμητικά, κλειστές τις θύρες του προς τα ευρωπαϊκά ρεύματα, κρατώντας αναλλοίωτη την παράδοση της γυναικείας φορεσιάς.

 

Δεν ξεχνάμε βέβαια και την Κέρκυρα. Γιατί η Κεφαλονιά, Ζάκυνθος και Ιθάκη έχουν χάσει από τον 19ον αιώνα τη συνήθεια – αρκετά χαλαρή άλλωστε – της τοπικής ενδυμασίας. Στην Κέρκυρα όμως με την τρομερή τουριστική της εξέλιξη, δεν μπόρεσε να διατηρηθεί σαν ένα σύνολο διαλογικά αναπόσπαστο απ’ την αγροτική ζωή, όπως έγινε στη Λευκάδα. Κι’ οι λόγοι είναι φανεροί.

 

Η Λευκάδα δεν έμοιασε στις ταξιδιάρικες γειτόνισσές της, Κεφαλονιά και Ιθάκη, ούτε ευλογήθηκε με την τουριστική θέση της Κέρκυρας, ούδ’ αρχόντεψε σαν την Ζάκυνθο. Η γη της φτωχή αλλά όχι άγονη όπως των δύο πρώτων, την καθήλωσε αγροτική κι’ αταξίδευτη. Τα μοναδικά πετάγματά της, έφταναν ως την αντικρινή γη της Αιτωλοακαρνανίας, απ’ όπου, την χωρίζουν, 50 μέτρα θάλασσα κι’ ο επτανησιώτικος πολιτισμός της. Ωστόσο κάτω από τούτη τη σκιά της Στερεάς με τα χωρίς φυγή βουνά της, έμεινε στη Λευκάδα ζωντανή η στεριανή παράδοση: αγαπητό το τσάμικο, βουνίσια η τραγουδιστή επτανησιώτικη λαλιά, μαντηλοφόρες οι γυναίκες. Κι’ όμως, όσο για τη φορεσιά, άλλο χαρακτηριστικό, απ’ τη συντηρητική συμβολή της διατήρησής της, δεν έδωσε η Στερεά.

 

Οι Λευκαδίτισσες έχουν μια απ’ τις πιο απλές φορεσιές της Ελλάδος. Δεν την βαραίνουν φλουριά ή κοσμήματα, δεν την στολίζουν χρυσά, αργυρά ή μεταξωτά κορδόνια, δεν την πλουμίζουν υφαντά κεντήματα ή διακοσμητικά σχέδια, δεν την φορτώνουν βελούδινα γιλέκα ή ταφταδένιες φούστες.

 

Η λευκαδίτικη φορεσιά έχει μιά λιτότητα στο χρώμα και στη γραμμή τόσο αυστηρή που θ’ άγγιζε λες τα όρια της καλογερικής σκληρότητας, αν αυτή η ίδια η λιτότητά της, δεν είχε μιάν έκφραση βαθύτατα γυναικεία. Κι’ εκεί βρίσκεται το μυστικό της ομορφιάς της.

 

Αυτό που χαρακτηρίζει τις άλλες γυναικείες ενδυμασίες, ο διακοσμητικός τους πλούτος, τους στερεί συγχρόνως τη “γραμμή”. Το γυναικείο σώμα χάνεται κάτω από τα επιτιθέμενα τμήματα της ενδυμασίας πάνω στο κλασσικό πουκάμισο. Άφαντο το στήθος, χαντακωμένο μέσα στα περιδέραια, τα φλουριά, τα γιλέκα, τα επανωφόρια. Χοντρή, άκαμπτη η μέση πίσω από τις βαρειές πόρπες της ζώνης.

 

Η Λευκαδίτισσα όμως δεν αφανίζει το θησαυρό της κορμοστασιάς της, κάτω από τον πλούτο της ενδυμασίας. Η φορεσιά της ανάλλαχτη μέσα στα χρόνια πλάι στην τελείως ευρωπαϊκή ανδρική – σχεδιάστηκε θαρρεί κανείς με σοφία για να αναδείξει όσο γίνεται πιο πολύ την υπερηφάνεια του στητού λαιμού, το τρυφερά ανυπεράσπιστο καμπύλωμα των ώμων, το σεμνό στρογγύλεμα του στήθους, το δακτυλίδι της μέσης. Σχεδιάστηκε για να αγκαλιάσει το γυναικείο κορμί κι’ όχι να το πνίξει.

 

Για τούτο, έχει μιαν άμεση συγγένεια με το Μινωικό κοστούμι, όχι φυσικά στις λεπτομέρειες, αλλά στην πρόθεση και γενικά στην αίσθηση. Κι’ αν εκείνο, σοκάροντας την σύγχρονη σεμνοτυφία μας με το τολμηρό ξεστήθωμά του, φαίνεται το αντίθετο της σεμνότητας του λευκαδίτικου μπούστου ωστόσο και τα δυό δεν θέλησαν τίποτε άλλο από το να “γράψουν” το πάνω μέρος του κορμιού και να περάσουν μέσα από το δακτυλίδι της μέσης το καλυμμένο θέλγητρο του υπόλοιπου σώματος στα βαθειά κανάλια της φούστας.

 

Καμιά ενδυμασία απ’ όσες μας έχει αφήσει η ελληνική αρχαιότητα, δεν είναι πιο θηλυκιά όσο η μινωική. Κι’ ίσως καμιά από τις φορεσιές της νεώτερης Ελλάδος δεν είναι πιο γυναικεία από την Λευκαδίτικη. Η μιά με την απροκάλυπτη και η άλλη με την καλυπτική σοφία, φτάνουν στο ίδιο αισθησιακό, αν μπορεί κανείς να πη, αισθητικό αποτέλεσμα.

 

Κι’ οι δυό κατ’ εξοχήν γυναίκες. Μόνον που η μια είναι… Ελένη και η άλλη Πηνελόπη.

 

Κι’ ακριβώς, αυτό μιά φιγούρα Πηνελόπης προσφέρει η Λευκαδίτισσα, αυτή που διαφεντεύει από την Ιθακήσια και την Κεφαλλονίτισσα, τον τίτλο της γνήσιας απογόνου. Γιατί πολλές αρχαιολογικές ελπίδες ξανάχτισαν τα παλάτια της Πηνελόπης σε τούτο το νησί. Κι’ απ’ τα τρία νησιά, καλύτερα της πάει να τριγυρίζει σαν απογονική συνέχεια, με μιάν αρχοντική χάρη μέσα σε τούτες τις Λευκαδίτισσες που ξέρουν να υφαίνουν ολόστητες στον αργαλειό. Να ξαναζεί μέσα στα μεγάλα μάτια τους, που έχουν ένα πόνο καρτερίας, στο σκληρό κόψιμο του σαγονιού που έμαθε να αγωνίζεται, στα χείλια που αντιστέκονται σιωπώντας.

 

Έτσι την γνωρίσαμε στο καλοκαιρινό μας πέρασμα, σαν μιά υπερήφανη συνέχεια. Πηνελόπες, καρτερικές, εργατικές, ασίγαστες, πιστές στο μοναδικό αφέντη: στη γυναικεία μοίρα τους. Έτσι τις ανταμώσαμε στη βρύση, να περνούν με το φόρτωμα του νερού στηριγμένο στο κεφάλι, κι’ ήταν τότε που ανακαλύψαμε το βαρύ τίμημα της κυπαρισσόστητης κορμοστασιάς τους. Αυτό το βάρος του νερού που το κουβαλάνε δυό και τρείς φορές την ημέρα, κάποτε από χιλιόμετρα μακριά αστάλωτα ακόμη κοπελούδια, χωρίς την βοήθεια των χεριών, αυτό, λέμε, το βάρος κατεβαίνει σαν χαράκι σιδερένιο και ορθοστήνει το κορμί από την κορφή ως τον αστράγαλο.

 

Αυτό το βάρος που μπορεί νάναι σακιά αλεύρι, βαρέλια κρασί, κόφες σταφύλια, ακόμη και κούνια μωρού, δίνει στη μέση το χορευτικό λύγισμα κι’ αφήνει τα χέρια ελεύθερα για να μπορούν να πλέκουν βαδίζοντας. Αφήνει και τα μάτια ελεύθερα, κι’ αν τύχη νάναι κοριτσιού, το μακαρίζουν… Και το κορίτσι διαβαίνει μπρός από τον άντρα με την μαντίλα λεύτερη, χωρίς δέσιμο, χωρίς πιαστήρι, ν’ ανεμίζει πίσω καφετιά, βυσσινιά, ή πράσινη, σπάνια μπλε, ομοιόχρωμη με το βαμβακερό καθημερινό φουστάνι. Με το κορσάζ εφαρμοστό, σφιχτά τα μανίκια που καλύπτουν των αγκώνα μόλις και αφήνουν λίγο στο λαιμό μια χάρη στρογγυλή γύρω-γύρω. Με τη φούστα φαρδιά ανασηκωμένη στις ώρες της δουλειάς, από τις δυό μπροστινές άκρες και δεμένη πίσω σε κόμπο βαρύ, ν’ αφήνει να φαίνεται το μεσοφούστανο, το κότολο, στο ίδιο χρώμα κι’ αυτό.

 

 


 

 

Αλλοίμονο σε κείνες που ασπρομαλλιάζουν κόρες. Διακρίνονται απ’ αυτό το σφιχτό μπούστο που κουμπώνει με κόπιτσες κρυφές στη μέση του στήθους κι είναι συνέχεια του φουστανιού. Αυτό τις προδίδει. Δεν τους επιτρέπεται να φορέσουν το διακριτικό της παντρεμένης. Αυτές μονάχα μπορούν να ανοίξουν το μπούστο σαν τις μινωικές. Όλο το στηθαίο απ’ τους ώμους μέχρι τη μέση είναι κομμένο κυκλικά. Στη θέση όμως του ανοίγματος και πάνω από το στηθόδεσμο, που προβάλλει ψεύτικα το στήθος από τη μέση σε οξεία γωνία, μπαίνει το μαντήλι-σπαλέτα, κροσσωτό στις άκρες, πιασμένο στην πλάτη και στη μέση και καρφιτσωμένο στη χαρακιά του κόρφου με μιά χρυσή καρφίτσα, τη “σπίλα”.

 

Τα γιορτινά τους από σεμνό μεταξωτό με το στολίδι του πλισέ της φούστας, τη μεταξωτή ποδιά πάνω που το μοναδικό της κόσμημα είναι ομοιόχρωμο κέντημα στο γλωσσωτό της ποδογύρι. Το μαντήλι είναι μόνο μπαμπακερό, να μη γλιστρά. Μόνον στο γάμο είναι πολυτελέστερο και λευκό όπως και του στήθους…

 

Ένας ατέλειωτος μόχθος το εικοσιτετράωρο της Λευκαδίτισσας και ο ίδρως του πολύτιμος δεν περισσεύει για πότισμα καμιάς περιττής ανάγκης.
Ο ίδιος όμως τούτος μόχθος που την ποτίζει αδιάκοπα, κρατάει την ίδια σαν μίσχο ψιλόλιγνο και λυγερό σ’ όλη της τη ζωή…

 

ΝΤΙΑΝΑ ΑΝΤΩΝΑΚΑΤΟΥ

 

Πηγή: aromalefkadas.gr








Η ενδυμασία ανδρών και γυναικών στο χωρίον Αγούλα (Αγούλια) της Νικόπολης του Πόντου

 

Από τον Βασίλειο Πολατίδη

 


 

Ιστορικόν και Λαογραφικόν Σημείωμα

Ενδυμασία:

 

Οι γυναίκες για συνηθισμένη ενδυμασία είχαν το εντερί, φόρεμα μακρύ, σχιστό στα πλάγια. Από μέσα φορούσαν το καμίς (πουκάμισο), ολοκόκκινο οι νέες, ενώ μπλε (γερανέον) όπως το έλεγαν οι ηλικιωμένες. Μάλλινο ή μεταξωτό όπως και να ήταν καμωμένο, φαινόταν απ’ τη σχιστή πλευρά στα πλάγια του εντερί. Πάνω απ’ το εντερί φορούσαν το κοντέσ, ένα είδος ανδρικού γιλέκου κοντό και κομψό. Δεξιά κι αριστερά στο στήθος ήταν κεντημένος απ’ τον ράφτη ο δικέφαλος αετός με τρόπ ώστε να μη γίνεται αντιληπτός απ’ τους Τούρκους. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι γυναίκες δεν έραβαν, αλλά μόνο ύφαιναν ό,τι ήταν απαραίτητο στο σπίτι. Τα ρούχα τους όλα τα έραβε ο ράφτης.

 

Πάνω από το εντερί κρεμασμένο στο λαιμό είχαν το σπαλέρ, ένα τετράγωνο κομμάτι υφάσματος καλοραμμένο, που έκλεινε το ανοιχτό καρέ του αντερί. Ήταν μεγάλη ντροπή να εμφανιστεί γυναίκα χωρίς σπαλέρ. Απαραίτητη ήταν και η φοτά (ποδιά). Κάτω απ’ το καμίς φορούσαν βράκα που την έλεγαν αλληγορικά τη ποδαρί, δηλαδή του ποδαριού – του ποδιού. Αυτή ήταν μακριά μονόχρωμη ή λουλουδάτη, μάλλινη ή μεταξωτή ή τσιτένια. Στα πόδια φορούσαν τα ορτάρα (μάλλινες κάλτσες) και κουντούρας, ένα είδος καλού υποδήματος με γυαλιστερό και σκληρό ύφασμα με τακούνια. Τσαρούχα (τσαρούχια) φορούσαν οι φτωχές.

 

Στο κεφάλι οι νέες γυναίκες φορούσαν τη βαλάν (είδος μαντήλας), συνήθως μεταξωτή. Οι ηλικιωμένες φορούσαν την τάβλα (τάμπλα) και μαύρη μαντήλα. Στη μέση απαραιτήτως φορούσαν τα λεγόμενα λαχόρ, ένα τετράγωνο μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα που το δίπλωναν σε μορφή τριγώνου και το έδεναν πίσω στη μέση. Εναλλακτικά αντί του λαχόρ φορούσαν το τραπολός, ένα μακρύ ζωνάρι από βαρύ συνήθως ύφασμα με πολλές φούντες στις άκρες. Η μια άκρη πέφτει ως τον αστράγαλο στο ένα πόδι και η άλλη τυλίγεται στη μέση και καρφιτσώνεται. Για να στερεωθεί το τραπολός ή το λαχόρ, είχαν τα λεγόμενα δέματα που ήταν στενές λουρίδες κεντητού υφάσματος που στις άκρες είχαν φούντες που τις έλεγαν τσαγούνα. Οι νεόνυμφες ως επί το πλείστον, αλλά και οι νέες γυναίκες φορούσαν στο κεφάλι τίνγκια (άσπρη μαντήλα). Η νύφη φορούσε στο κεφάλι το τσαρκούλ, μεταξωτό βέλο ή τουρπάνι. Αυτό συνήθιζαν να το φορούς ως και δέκα μέρες μετά το γάμο. Το πρόσωπο το είχε κλειστό. Το τσαρκούλ είχε γύρω-γύρω ψεύτικα φλουριά που τα έλεγαν κασίτιλια. Αν ο πατέρας της νύφης ήταν πλούσιος, της έκαμνε δώρο για επίσημο φόρεμα, εντερί από μεταξωτό ύφασμα χρυσοκεντημένο. Αυτό το έλεγαν σεβαϊ.

 

Οι άνδρες φορούσαν την ζίπκα, στενή βράκα απ’ τα πόδια ως τη μέση του μηρού με πλάγιες πιέττες κι από κει και πάνω φάρδαινε απότομα και πολύ, ώστε να σχηματίζει άφθονες κάθετες πιέττες (είδος σημερινού πλισσέ) όταν τη φορούσαν. Επίσης φορούσαν το καμίς (είδος σημερινού υποκάμισου) μακρύ ως τα γόνατα. Πάνω από το καμίς φορούσαν το γελέκ που ήταν στενό κι ανοιχτό στο στήθος. Στη μέση φορούσαν ζωνάρι μάλλινο, το λεγόμενο ατζέμ σαλού (περσικό σάλι), ή άλλο από μεταξωτό πάλι περσικό ύφασμα. Αυτό και γενικά η πολυτελής ενδυμασία, επετράπη μόνο μετά το χάττι χουμαγιούν. Στα πόδια φορούσαν ορτάρα, μάλλινες κάλτσες και ποστάλα (υποδήματα), ενώ οι φτωχότεροι φορούσαν τσαρούχα. Τα τσαρούχα κατασκευάζονταν από βοδινό δέρμα και όχι από χοιρινό, καθώς οι Τούρκοι απαγόρευαν τη χοιροτροφία, θεωρώντας τους χοίρους καταραμένα ζώα.

 

Πηγή: Ποντιακή Εστία τεύχος 62 Γ. Παπαπαναγιώτου

Απόσπασμα απ’ τη σειρά λαογραφικών σημειωμάτων του κ. Γ. Παπαπαναγιώτου στην Ποντιακή Εστία, τεύχος 62.

 

Πηγή: kotsari.com






Λαογραφικά Φάτσας, Φαδίσανης Πόντου

(Σάββα Πορφυρίου Παπαδοπούλου/Σύμμεικτα λαογραφικά περιοχής Φάτσας.)

 


Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί θησαυρό του λαογραφικού πλούτου της περιοχής της Φάτσας και αναφέρεται στη γυναικεία ενδυμασία μέσα από το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. Καταγραφή Δέσποινας (Δεσποίνης) Παντελίδου το γένος Τοπαλίδη, ετών 67, το 1967.

 

Άλλ’ εφόρν’ναν παπούτσια, άλλ’ εφόρν’ναν τσαρούχια. Τα παπούτσια έλεγαν’ατα γεμενία, τσάπουλας, και κουντούρας. Τα γεμενία έσανε χωρίς κότζια και τα κουντούρας είχανε κότζια. Επεκεί απάν’ εφόρν’ναν ορτάρια. Από απέσ’ εφόρναν σαλβάρια, έδεναν ‘ατο σα γόνατα με το ραφίδ’. Και σην μέσεν πα είχεν ραφίδ’, έλεγαν ‘ατο βρακοζών’. Εκείνα πα γύρω-γύρω ‘ς σο βρακοζών’ έλεγαν άτα ζουζάκια τη βρακί. Πρώτα εφόρν’ναν από παν’ το καμίς’ και από παν’ το γελέκ’ κι από παν’ εφόρν’ναν την ζουπούναν. Το ύφασμα κιαδή έλεγαμε, αλλά και χάσια (χασές), ότι καλό έτον.

Ύστερα ας ση ζουπούνα απάν’ εφόρν’ναν φοτάν μεταξωτόν. Επεκεί απάν’ σο κιφάλ’ εφόρ’ναν μαντίλ’. Από παν’ ας ση ζουπούνα εφόρν’ναν κοντέσα γούνας. Σην γούλαν ατουν εβάλ’ναν σταυρόν, ‘σ σα χέρια ‘τουν δαχτυλίδια. Τα κορίτσια υπάντρευαν δεκατέσσερα, δεκαπέντε χρονών. Εγώ υπάντρεψα δεκατέσσερα κι ο άντρα μ’ δεκαεφτά.

 

Καταγραφή Κωνσταντίνου Βασιλειάδη ετών εβδομήντα εφτά, το 1967.

 

Οι γυναίκες εφόρ’ναν τσαρούχια, άσπρα ορτάρια, καθημερινώς άσπρα εφόρ’ναν. Αλλά άλλοτε εφόρ’ναν και πλουμιστά. Κατ’ εποίν’ναν ατα και εφόρ’ναν κ’έδεναν ατα αδά ‘ς σο γόνατον ατουν κεσ’. Ποίος επόρ’νεν εφόρ’νεν γεμενία. Τα γεμενία έταν μισό τακούν’ και άλλ’ ποίος είχαν, εφόρ’ναν κουντούρες με μεγάλο τακούν’ ολόκληρο τακούν’. Εκείνα έτανε, αλλ’ πα φορούν τσαρούχια ‘πη ‘κ’ επόρ’νανε.

 

Εφόρ’νανε ύστερα από παν’ τη φορεσία τουν, το σαλβάρ’. Αποίν’ναν και καμίσ’ μακρύν καμίσ’, τα καμίσια μακρέα ως τα γόνατα και ‘ς σο καμίσ’ απάν εφόρ’νανε το γιαχαλούκ εκεί ‘ς σο ισλίχ απάν’, απάν’ καικά εσκέπαζεν την καρδίαν ατουν, ας λέγομε. Ύστερα εφόρ’νανε ζουπούνας. Εφόρ’νανε τη σειράς ζουπούνας, εφόρ’ναν και καλά ζουπούνας. Τη σειράς, έραφταν ατα οι ίδιοι. Τα καλά εδίν’ναν ατα ‘ς σο ράφτην με τα γκαϊτάνια και επαίρ’ναν ατα απ’ αδά άλλα (ήντανε αφκά)’ς σο ισλίχ απάν’ γιαχαλούχια, δεν ‘κ’εγνωρίουταν, αν είχαν καρδίας ή όχι. Εζώσκουνταν κ’ έναν καλόν πα ζωνάρ’ (α τσαπαρλάβα) το ζωνάρ’ και κει απάν σο ζωνάρ’ εζώσκουνταν φοτάδες, που τουρκικά έλεαν ατα πισταμπάλια. Είχαν Τραπεζούντας (τριανλία), μεταξωτά. Σ σο ζωνάρ εκρεμάουτουν έναν πισκίλ’ (πισκούλιν=Οινόη, πισκίλιν=Κερασούντα, πισκίλ’=Σάντα, Τραπεζούντα, Χαλδία, από το τουρκικό puskul = η φούντα του φεσιού.

 

‘Σ σο κιφάλ’ν ατουν καλά μαντίλια εσκεπάουταν.

Παραγωγή ας σο Τοχάκ (Τοκάτη) και ας σην Κωνσταντινούπολη.

Οι νυφάδες εφόρ’ναν τάπλας με φουλουρία.

 

Πηγή: kotsari.com






                                        Η φορεσιά της Καραγκούνας


        
                                         


Η καραγκούνικη φορεσιά συναντάται σε σκορπισμένα Καραγκουνοχώρια γενικά στο Θεσσαλικό κάμπο, στην Καρδίτσα και στα δυτικά της, βορειοδυτικά έξω από τα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα, αλλά και βορειότερα ως τον Τύρναβο, τη Λάρισα. Ανατολικά συναντάται έως τα Φάρσαλα και νότια ως το Δομοκό.

Η καραγκούνικη φορεσιά έχεις τρεις διαφορετικές παραλλαγές στην περιοχή του Θεσσαλικού κάμπου.Τη φορεσιά της Καραγκούνας από τους Σοφάδες, τον Παλαμά και των γύρω χωριών, της Καρδίτσας- Τρικάλων και τη φορεσιά των χωριών Αγία Κυριακή και Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων.Τις παραλλαγές αυτές θα τις δούμε σε κάθε κομμάτι της φορεσιάς χωριστά και όχι συνολικά, γιατί μερικά κομμάτια της φορεσιάς είναι ίδια σε δύο ή και στις τρεις περιοχές.

Οι κοπέλες πρωτοβάζουν τα καραγκούνικα, τους σαγιάδες , τη μέρα του γάμου τους, δηλαδή περίπου 20 χρονών. Μέχρι τότε φορούν στην περιοχή της Καρδίτσας τα ασπροφούστανα. Τα ασπροφούστανα είναι υφασμένα άσπρα φουστάνια από χασέ. Η μόνη διαφορά της κοριτσίστικης φορεσιάς από τη γυναικεία, το σαγιά, είναι ότι τα ασπροφούστανα έχουν κορμί και φούστα με είκοσι ως σαράντα λαγκιόλια (κομμάτι ύφασμα τριγωνικό που δεν χρειάζεται για την ύφανση του ρούχου, αλλά τοποθετείται για να έχει όγκο το ρούχο και να κάνει πιέτες) ολόγυρα. Στον ποδόγυρο έχουν για στολισμό καρέλια βαρεμένα, απλά γαζιά με σκούρες μεταξωτές κλωστές σε ποικίλα σχέδια. Το χειμώνα, μέσα από τα ασπροφούστανα, τα κορίτσια φορούσαν ποκάμισο άσπρο, μάλλινο, στολισμένο μόνο λίγο στα μανίκια με φούντες και καθόλου κέντημα. Πάνω από το φουστάνι τους φορούσαν γιλέκι όμοιο με της γυναικείας φορεσιάς. Στο κεφάλι έριχναν ελεύθερα το μπαρμπούλι, άσπρα μαντήλια, τα οποία στερέωναν στο κεφάλι με καρφίτσες. Στην περιοχή Σοφάδων- Παλαμά οι νέες φορούσαν καρελίσια φουστάνια, όμοια με τ’ ασπροφούστανα σε πράσινο ή καφέ χρώμα, με πολύχρωμα γαζιά σε σκούρα χρώματα. Τις επίσημες ημέρες και γιορτές μπορούσαν να φορούν ένα κόσμημα στο στήθος, όχι όμως και στο κεφάλι.

 

                                              Ο σαγιάς ως στοιχείο διαχωρισμού

Το εξωτερικό κομμάτι της φορεσιάς, ο σαγιάς, χαρακτηρίζει τη φορεσιά της γυναίκας Καραγκούνας. Οι σαγιάδες είχαν όλοι το ίδιο σχήμα, κατακόρυφα ανοιχτοί μπροστά και ήταν πάντοτε χωρίς μανίκια. Από τις διαφορές στον κεντητικό διάκοσμο και στο χρώμα τους διαχωρίζουν τα Καραγκουνοχώρια σε τρεις περιοχές. Η πρώτη παραλλαγή συνηθιζόταν στα κεφαλοχώρια Σοφάδες- Παλαμάς και στα γύρω τους χωριά και διαφέρει από το σαγιά της Καρδίτσας στο διάκοσμο. Ο σαγιάς της Καρδίτσας είναι η δεύτερη παραλλαγή, η οποία φοριόταν και απ’ όλα τα χωριά του νομού Τρικάλων, εκτός από την Αγία Κυριακή και τα Μεγάλα Καλύβια, όπου συναντούσαμε την τρίτη παραλλαγή. Εδώ ο σαγιάς διέφερε στο ράψιμο και στο χρώμα από τις δύο προηγούμενες παραλλαγές.

 

                                             Λοιπά στοιχεία διαχωρισμού

Ο διάκοσμος των ποκαμίσων, ο εσωτερικός σαγιάς ή κοντοσαγιάς (Καρδίτσα) και ο χαμπλουσαγιάς (Τρίκαλα) επίσης ακολουθούσαν τις παραπάνω παραλλαγές με διαφορές στη ραφή, στο χρώμα και στον κεντητικό διάκοσμο. Στην περιοχή Σοφάδων- Παλαμά τη θέση του εσωτερικού σαγιά είχε το καβάδι, ενώ το γκιουρντί (Καρδίτσα και Τρίκαλα), το σιγκούνι (Σοφάδες- Παλαμάς), η φλοκάτα (Καρδίτσα και Τρίκαλα) και το φλοκάτο (Σοφάδες- Παλαμάς) είναι τα κομμάτια που φορούσαν πάνω από το σαγιά το χειμώνα.


                            Τα κομμάτια της Καραγκούνικης φορεσιάς

Η γυναικεία Καραγκούνικη φορεσιά αποτελούταν από τη φανέλα με τα χερότια, το πουκάμισο, την τραχηλιά, τον κοντοσαγιά (Καρδίτσα) ή χαμπλουσαγιά (Τρίκαλα) ή το καβάδι (Σοφάδες- Παλαμάς), τα καβαδομάνικα (Καρδίτσα+Τρίκαλα), τους σαγιάδες, τις ποδιές, το ζουνάρι ή τη χρυσοκέντητη ζώνη, το γκιουρντί (Καρδίτσα και Τρίκαλα) ή το σιγκούνι (Σοφάδες- Παλαμάς), τη φλοκάτα (Καρδίτσα και Τρίκαλα) ή το φλοκάτο (Σοφάδες- Παλαμάς), τα τσιρέπια και τα κορδέλια.

                      Ο κεφαλόδεσμος

Ο κεφαλόδεσμος σχηματιζόταν από τη σκούφια με δύο λουρίδες (τσαλμάς και μανάκι). Κατά τις τελευταίες δεκαετίες που φορέθηκε η φορεσιά, μέχρι περίπου τα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο κεφαλόδεσμος σχηματιζόταν με τον κόθρο και το μαύρο μαντήλι με τα παρδαλούδια, το οποίο στερέωναν στο κεφάλι με τις κεφαλόκομπτσες. Ο στολισμός του κεφαλόδεσμου ήταν η αράδα με τα φλουριά (Καρδίτσα και Τρίκαλα) ή την αλυσίδα με τα φλουριά (περιοχή Σοφάδων - Παλαμά). Ο νυφικός κεφαλόδεσμος συμπληρωνόταν με το καμάρι, ένα δεύτερο όμοιο κόκκινο αραχνοΰφαντο μαντήλι και την πατσαούρα, ένα μικρό κόσμημα.

Γύρω στη δεκαετία του ’30 με τη φορεσιά τους φορούσαν δύο κιουστέκια, το ασημοζούναρο και τον ασημοσουγιά. Τα κοσμήματα που έβαζαν μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’60, οπότε και σταμάτησαν να φορούν τις παραδοσιακές τους φορεσιές, ήταν η αράδα του στήθους, η κόμπτσα του στήθους, η μεγάλη ριχτή καδένα με τα φλουριά, η μικρή ριχτή καδένα, τα διάφορα κοσμήματα και τα δαχτυλίδια τους.

Η φανέλα με τα χερότια και το πουκάμισο

«Λινομάνικο», πουκάμισο Καραγκούνας παλαιού τύπου. Θεσσαλία. Αρχές 20ού αιώνα. Συλλογή ΠΛΙ, Ναύπλιο

Η φανέλα με τα χερότια, η υφαντική λεπτή φανέλα που φορούσαν κατάσαρκα σε όλα τα Καραγκουνοχώρια, ήταν συνήθως ραμμένη από τις ίδιες τις γυναίκες. Ήταν όμοια στο σχήμα με το ποκάμισο και τα μανίκια της έφταναν μέχρι τον αγκώνα. Από τον αγκώνα μέχρι τον καρπό οι γυναίκες έπλεκαν τα μανικούλια ή χερότια. Σε όλες τις παραλλαγές το βρίσκουμε ίδιο.Το πουκάμισο έχει το ίδιο σχήμα και ράψιμο σε όλες τις παραλλαγές της καραγκούνικης φορεσιάς. Διαφορές συναντάμε στα νυφικά ή γιορτινά πουκάμισα, σε σχέση με τα καθημερινά, στην ποιότητα του υφάσματος και στον κεντημένο διάκοσμο. Διαφορετικό κέντημα είχαν τα νυφικά ποκάμισα των Σοφάδων- Παλαμά. Τα λινά υφάσματα για τα νυφικά πουκάμισα και τα βαμβακερά για τα καθημερινά πουκάμισα υφαίνονταν αποκλειστικά από τις Καραγκούνες. Το πουκάμισο φοριόταν πάνω από τη φανέλα και έφτανε ως τους αστραγάλους, ενώ είχε κεντημένο σχέδιο στο γύρο του λαιμού, στην τραχηλιά και στα μανίκια. Τα μανίκια του πολλές φορές ήταν ξεχωριστά ραμμένα, για να μπορούν οι Καραγκούνες να τ’ αλλάζουν ανάλογα με τις περιστάσεις.

Η τραχηλιά

Η τραχηλιά (κομμάτι ρούχου που καλύπτει μέρος του λαιμού και το στήθος) μπήκε στη φορεσιά τους σχετικά πρόσφατα, σε σχέση με το πόσα χρόνια φορέθηκε. Παλιότερα στη θέση της ήταν κεντημένο το ίδιο το πουκάμισο. Η τραχηλιά φοριόταν πάνω από το πουκάμισο και κάλυπτε όλο το στήθος ως τη μέση. Οι ηλικιωμένες και όσες είχαν πένθος φορούσαν τραχηλιές βαμμένες μαραγκές (μαύρες).

Ο εσωτερικός σαγιάς

Οι σαγιάδες στην καραγκούνικη φορεσιά ήταν δύο, ο εσωτερικός και ο εξωτερικός, όμοιοι μεταξύ τους. Διαφέρουν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σε κάθε περιοχή, ενώ διαφέρουν και τα ονόματα που έδιναν στον εσωτερικό σαγιά. Στην Καρδίτσα ο εσωτερικός σαγιάς ονομαζόταν κοντοσαγιάς και στα Τρίκαλα χαμπλουσαγιάς, αλλά και στις δύο περιοχές ο εξωτερικός σαγιάς λεγόταν χαρτζωτός, από τα χάρτζια ή ζέχια που τον στόλιζαν. Στους Σοφάδες- Παλαμάς τη θέση του εσωτερικού σαγιά έπαιρνε το καβάδι. Εκεί ο εξωτερικός σαγιάς ήταν όμοια ραμμένος με αυτόν της Καρδίτσας, αλλά με διαφορετικό στολισμό.


Ο κοντοσαγιάς ήταν το χωρίς μανίκια φόρεμα που έμπαινε πάνω από το ποκάμισο και κάτω από τον καλό σαγιά, στην περιοχή της Καρδίτσας. Ήταν ραμμένος με άσπρο βαμβακερό ύφασμα, βουρνωτό, ήταν κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά και είχε ραμμένα σχέδια με χρωματιστά γαζιά από το λαιμό ως τη μέση, στην πλάτη, στον κορμό και στον ποδόγυρο.
Ο χαμπλουσαγιάς της περιοχής των Τρικάλων ήταν όμοια ραμμένος με τον χαρτζωτό σαγιά (εξωτερικό). Ήταν ελάχιστα κοντύτερος από τον εξωτερικό σαγιά.
Το καβάδι της περιοχής Σοφάδων- Παλαμά ήταν ραμμένο με κόκκινο μπουχασί και εσωτερικά φοδραρισμένο με άσπρο αργαλείσιο ύφασμα. Ανάμεσα στα δύο υφάσματα ήταν ραμμένο ένα λεπτό στρώμα βαμβάκι για να παραμένει ζεστό. (Η τεχνική αυτή περιγράφεται από την Αγγελική Χατζημιχάλη ως «matelassé»)

Τα καβαδομάνικα

Τα καβαδομάνικα, τα μανίκια του καβαδιού, ήταν ραμμένα κάθετα στον κορμό και έφταναν ως τον αγκώνα (στην περιοχή Σοφάδων- Παλαμά). Οι κοπέλες έπρεπε να κρατούν σκεπασμένα τα καβαδομάνικα, με τα πολυτελή και ποικίλα σχέδια τους, μέχρι την ημέρα που παντρεύονταν. Τα καβαδομάνικα ήταν πολλές φορές ντυμένα με κόκκινο βελούδο και χρυσές κλωστές. Το άσπρο ύφασμα, που τα κάλυπτε, ανατοποθετούταν μετά από εφτά χρόνια γάμου, ενώ όλα τα κεντήματα έβγαιναν από το καβάδι μετά από δώδεκα χρόνια γάμου και βαφόταν μαύρο, σκουντρανί, ολόκληρο. Στα δέκα χρόνια γάμου δεν φορούσαν πια το χειμώνα το καβάδι και τη θέση του είχε το σιγκούνι. Παρόλο που στην περιοχή Καρδίτσας- Τρικάλων δεν υπήρχε το καβάδι, υπήρχαν τα καβαδομάνικα, ως πρόσθετα μανίκια, τα οποία φορέθηκαν πάνω από τα μανίκια του ποκάμισου –πρόχειρα ραμμένα ή ραμμένα πάνω σε μικρό μπούστο.

Ο εξωτερικός σαγιάς

Ο εξωτερικός σαγιάς ήταν ραμμένος με άσπρο, βαμβακερό, βουρνωτό ύφασμα, κεντημένος από τους τερζήδες της εποχής (ειδικοί ράφτες) για την περιοχή Καρδίτσας- Τρικάλων και Σοφάδων- Παλαμά. Ο χαρτζωτός σαγιάς, παρότι όμοιος για τις περιοχές Καρδίτσας και Τρικάλων διέφερε στα σχέδια που είχε και στα χρώματα. Ο σαγιάς στα Μεγάλα Καλύβια και στην Αγία Κυριακή διέφερε πολύ στο σχήμα με τους παραπάνω. Είχε μικρό κορμί και σαράντα ως πενήντα λαγκιόλια, για να σχηματίζουν πιέτες, τις μπλέτες.

Το γιλέκι

Το γιλέκι το φορούσαν οι γυναίκες πάνω από το σαγιά στις περιοχές Καρδίτσας- Τρικάλων για να σφίγγει και να συγκρατεί το στήθος. Ήταν κοντό, πάνω από τη μέση, με μεγάλο άνοιγμα στην τραχηλιά (εδώ εννοείται το σημείο του σώματος) και τις μασχάλες και είχε πάνω του ραμμένα περίτεχνα κεντήματα. Μερικά από αυτά ονομάζονταν φεγγάρια, κλειδωτά, κλάρες κτλ. Το γιλέκι κάθε περιοχής είχε τα χρώματα της κεντημένης λουρίδας του σαγιά που το συνόδευε.

Οι ποδιές

Νυφική ποδιά από τον Παλαμά Καρδίτσας. Αρχές 20ού αι. Συλλογή ΠΛΙ, Ναύπλιο

Οι Καραγκούνες φορούσαν δύο ποδιές, τη μία πάνω στην άλλη. Σε μερικά χωριά της περιοχής Σοφάδων- και Παλαμά φορούσαν και μια τρίτη, μικρή, τετράγωνη ποδιά. Πάνω από αυτήν, φορούσαν μια μεταξωτή ή βελούδινη ποδιά. Για τη γιορτινή και για τη νυφική φορεσιά τους, οι Καραγκούνες είχαν μια τρίτη εξωτερική ποδιά, τη ρούχινη χρυσοκέντητη, ενώ οι νέες κοπέλες και οι χρόνια παντρεμένες φορούσαν αντί αυτής την σκουντράγκικη ποδιά, ποδιά κεντημένη ζέχια. Η μικρή τετράγωνη ποδιά των Σοφάδων- Παλαμά ήταν ραμμένη με χοντρό, βαμβακερό, αργαλείσιο ύφασμα (τεχνική «matelassé») έτσι ώστε να γίνει σαν μαξιλαράκι εσωτερικό. Έτσι «έστεκαν» καλύτερα οι ποδιές. Η χρυσοκέντητη, ρούχινη ποδιά είναι ένα από τα πιο περίτεχνα και διαλεκτά δείγματα της ελληνικής χρυσοκεντητικής και φυσικά από τα μοναδικότερα κομμάτια της καραγκούνικης φορεσιάς. Αυτή τοποθετούταν πάνω από τη μεταξωτή ή βελούδινη σε γιορτές, αλλά και στη νυφική φορεσιά τους. Η χρυσοκέντητη ρούχινη ποδιά ήταν όμοια για όλες τις περιοχές και άλλαζε μόνο το σχέδιο τους κεντήματος. Το ζουνάρι που φορούσαν οι ανύπαντρες ήταν μάλλινο, πράσινο, υφαντικό. Στην περιοχή Καρδίτσας- Τρικάλων έραβαν το ζουνάρι πάνω στο γιλέκι, στο πίσω μέρος του, για να το σφίγγει καλύτερα πάνω από το σαγιά. Την ημέρα που παντρεύονταν, έβαζαν για πρώτη φορά την χρυσοκέντητη ζώνη και την έβγαζαν δέκα περίπου χρόνια μετά. Η χρυσοκέντητη ζώνη έκλεινε μπροστά με μια μεγάλη πόρπη.

Τα μανικούλια

Τα μανικούλια ή χούφτες έμπαιναν πάνω από τα καβαδομάνικα, από την κλείδωση του αγκώνα και προς τα πάνω, στις γιορτές. Ήταν ραμμένα από μαύρο σκουτί και είχαν στο τελείωμα τους ίσια ρέλια από βελούδο ή ρούχο σε σκούρο κόκκινους , πράσινους ή γαλάζιους χρωματισμούς. Τα κοριτσίστικα μανικούλια ήταν κεντημένα με ζέχια πορτοκαλί, με λίγο κόκκινο και πράσινο, ενώ των νιόπαντρων και της νύφης ήταν χρυσοκέντητα. Στην ίδια λογική με τα παραπάνω κομμάτια, όταν οι γυναίκες Καραγκούνες ήταν χρόνια παντρεμένες σκούραιναν τα μανικούλια και έβγαζαν τα χρυσοκέντητα κομμάτια τους.

Το γκιουρντί

Το χειμώνα στις περιοχές Καρδίτσας και Τρικάλων, τη θέση του σαγιά έπαιρνε το γκιουρντί. Πάνω από αυτό, στο πολύ κρύο έβαζαν τη φλοκάτα ή φλοκάτο για τις περιοχές με το καβάδι (Σοφάδες- Παλαμάς). Το γκιουρντί ήταν ραμμένο με μαύρο, χοντρό, μάλλινο σκουτί από τη νεροτριβή και φοριόταν πάνω από τον κοντοσαγιά. Είχε περίτεχνα κεντήματα στην τραχηλιά, στο κορμί και στον ποδόγυρο από πολύχρωμα μεταξωτά κορδόνια, στα ίδια χρώματα με αυτά του σαγιά. Το γκιουρντί επίσης φορούσαν οι κοπέλες πάνω από τ’ ασπροφούστανα . Στην περιοχή Σοφάδων- Παλαμά το χειμώνα, μετά από δώδεκα με δεκαπέντε χρόνια γάμου, οι γυναίκες έβαζαν για πρώτη φορά το σιγκούνι τους στη θέση του καβαδιού. Ήταν ραμμένο με το ίδιο ύφασμα που έραβαν το γκιουρντί, από ειδικούς ράφτες-κεντητές. Είχε το σχήμα σημερινού φορέματος, με κατακόρυφο άνοιγμα στην τραχηλιά ως τη μέση και μανίκια ως τον αγκώνα. Για να καλύψουν το βραχίονα έβαζαν μανικούλια ραμμένα από το ίδιο ύφασμα.

Η φλοκάτα/το φλοκάτο

Η φλοκάτα της Καρδίτσας- Τρικάλων φοριόταν από όλες τις ηλικίες, το χειμώνα, πάνω από το γκιουρντί και ήταν χοντρή, μάλλινη και αυτή από σκουτί, και χωρίς μανίκια. Στο μπροστινό κάθετο άνοιγμα της ήταν φοδραρισμένη με κόκκινο ρούχο. Είχε στολισμένα κορδόνια όμοια με του σαγιά, στην τραχηλιά, στο κορμί, ολόγυρα στην τσέπη και στον ποδόγυρο. Το φλοκάτο των Σοφάδων- Παλαμά είχε μικρές διαφορές στην κεντητική του και στο ύφασμα –εδώ χρησιμοποιούσαν ύφασμα της νεροτριβής. Διαφορές συναντούσαμε και στο πότε και πώς το φορούσαν ο Καραγκούνες της περιοχής (ανάλογα με το αν ήταν ανύπαντρες- παντρεμένες και με το κομμάτια που φορούσαν ανάλογα με τον καιρό).

Η πατσαούρα του κεφαλόδεσμου, τα τσερέπια και τα κορδέλια

Η πατσαούρα συμπλήρωνε τη νυφική φορεσιά και ήταν δώρο του γαμπρού. Ήταν ένα τετράγωνο κόσμημα, ντυμένο με ύφασμα και στολισμένο με χάντρες «παρδαλές» σε σχήμα σταυρού. Στο κάτω μέρος κρέμονταν οι παράδες, αλυσίδες με νομίσματα. Τα τσερέπια ήταν πλεγμένες στο χέρι, άσπρες, μάλλινες κάλτσες που έφταναν ως το γόνατο και ήταν κεντημένες στις μύτες και στις φτέρνες με σκέτο, κόκκινο μαλλί και τα παρδαλούδια. Τα κορδέλια ήταν ένα είδος παντόφλας που φορούσαν σε όλες τις περιοχές που εντοπίζεται η καραγκούνικη φορεσιά. Ήταν μαύρα, με χαμηλό και χοντρό τακούνι που είναι πατημένά στο πίσω μέρος τους, ενώ μπροστά είχαν δέσιμο σαν αντρικό παπούτσι με πολύχρωμες κορδέλες.

 

 

     Πηγή:  Η Ελληνική Λαϊκή Φορεσιά (Τόμοι Πρώτος & Δεύτερος) Αγγελική Χατζημιχάλη, Μουσείο Μπενάκη, Εκδόσεις «Μέλισσα»

 

  


Παραδοσιακή Φορεσιά Μάνης




Μεταξύ των Πελοποννήσιων και των Μανιατών υπήρχαν σημαντικές διαφορές στην αμφίεση.

Οι άνδρες στο Μοριά φορούσαν φουστανέλλα, αντίθετα οι Μανιάτες φορούσαν σαλβάρια, (βράκες), τα οποία έφταναν μέχρι το γόνατο. Η αμφίεσή τους έμοιαζε με τους νησιώτες του Αρχιπελάγους, και αυτό διότι οι συναλλαγές τους γίνονταν από την θάλασσα και όχι από την στεριά.

Πιο συγκεκριμένα, οι άνδρες φορούσαν βράκα σκούρου μπλε χρώματος, λευκό, φαρδύ πουκάμισο κεντημένο στα μανίκια, κόκκινο γιλέκο κεντημένο με μαύρο κορδόνι, ριγωτό ζωνάρι, φέσι ή μαντήλι μαύρο, μαύρες κάλτσες και τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού.

Οι γυναίκες σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία φορούσαν σαλβάρια που έφθαναν χαμηλά μέχρι τους αστραγάλους, ενώ οι Μανιάτισσες αποτελούσαν μοναδική εξαίρεση σε όλες τις τουρκοκρατούμενες περιοχές, διότι φορούσαν φορέματα όπως στην Ευρώπη.

Η γυναικεία φορεσιά αποτελείτο από το «βελέσι», (εσωτερικό βαμβακερό φόρεμα), συνήθως σε σκούρο μπλε χρώμα, πουκάμισο μακρύ και κεντημένο στα άκρα, από πάνω κοντογούνι, ζώνη, στο κεφάλι τσεμπέρι και τσαρούχια.

Το χρώμα της τσεμπέρας ήταν ανάλογο της ηλικίας. Οι μικρότερες φορούσαν άσπρο, κίτρινο ή ανοιχτό καφέ που με την ηλικία σκούραινε και γινόταν μαύρο στα γεράματα.

Στο βελέσι ήταν ραμμένη μια κόκκινη λωρίδα, πλάτους μιας πιθαμής, που ονομάζεται «μπουγάζι». Το μπουγάζι το φορούσαν οι χαιράμενες, παντρεμένες και ανύπαντρες. Όταν πέθαινε ο άνδρας της γυναίκας, πάνω στον τάφο του ξήλωνε ένα μέρος του μπουγαζιού, ενώ όταν πέθαινε ο αδελφός της, το ξήλωνε ολόκληρο.

Η παραδοσιακή φορεσιά της Μάνης ήταν: βελέσι, σε σκούρο μπλε χρώμα, πουκάμισο, μακρύ και κεντημένο στα άκρα, κοντογούνι (μπόρκα ή καμιγιόλα), ζώνη, τσεμπέρι ή τσεμπέρα, πολλές φορές κεφαλογιούρι από μέσα και από πάνω το τσεμπέρι, τσαρούχια και μπελερίνα.

Γυναικεία



Το χρώμα της τσεμπέρας ήταν ανάλογο της ηλικίας. Οι μικρότερες φορούσαν άσπρο ή κίτρινο ή ανοικτό καφέ που με την ηλικία σκού-ραινε και γινόταν μαύρο στα γεράματα. Στο βελέσι, στο κατωκόρμι, ήταν ραμμένη μία λωρίδα κατακόκκινη, πλάτους μιας πιθαμής, το μπουγάζι το οποίο το φορούσαν οι χαιράμενες, παντρεμένες και α-νύπαντρες που όταν πέθαινε ο άντρας της γυναίκας ξήλωνε ένα μέ-ρος του πάνω στον τάφο, ενώ όταν πέθαινε ο αδελφός της ολόκλη-ρο.


Aνδρική





Οι άνδρες φορούσαν βράκα σε σκούρο μπλε, πουκάμισο άσπρο κεντημένο, κοντογούνι, ζωνάρι, φέσι ή μαντήλι μαύρο (τσεμπεράκι) και τσαρούχια από δέρμα γρουνιού. Όλα ήταν υφαντά, κεντημένα και φτιαγμένα από τους ίδιους.


Πηγή : messinia.mobi




Ενδυμασία Μακράς Γέφυρας ( Μέγα Ζαλούφι Αν. Θράκης)



 Το Ζαλούφι (κεφαλοχώρι) βρισκόταν βορειανατολικά της Μακράς Γέφυρας και εκκλησιαστικά

υπαγόταν στην Μητρόπολη Διδυμοτείχου. Τα υλικά για την κατασκευή της ενδυμασίας αυτής είναι όλα δικής τους παραγωγής. Μόνες οι γυναίκες ύφαιναν, έκαναν το σαγιάκι και έβαφαν σε

χρώματα μαύρο, καφέ σκούρο (λιζαρένιο) ή κόκκινο.

 Το μακρύ πουκάμισο (το χιμίς) από λευκασμένο χοντρό βαμβακερό ύφασμα, με «γραμμένα»

(υφαντά κεντήματα) στον ποδόγυρο και κεντήματα στα μανίκια (σταυροβελονιά)

 Το σχετικά στενό αμάνικο μονοκόματο σαγιακένιο φουστάνι σε χρώματα μαύρο, καφέ, βυσσινί,

που κεντιόταν με λευκό ελαφρά κλωσμένο βαμβάκι και χρωματιστά μαλλιά, στον ποδόγυρο και

ελάχιστα στην τραχηλιά. Μοτίβα, σχηματισμένα δένδρα, κούκλες, σαλιαγκούδια (σαλιγκάρια) που

συνήθως το κέντημα λεγόταν σαλιαγκό. Το φουστάνι στο Ζαλούφι ήταν πάντα μαύρο ή σκούρο

βυσσινί. Το ολοκόκκινο φοριόταν όταν η κοπέλα έφτανε σε ηλικία γάμου (15-16 ετών). Το νυφικό

ήταν πάντα μαύρο κεντημένο με βαμβακερές κλωστές.

-6-

 Το μάλλινο δίμιτο φαρδύ ζωνάρι, μαύρο με λεπτές ρίγες στο υφάδι. Οι Ζαλουφιώτισσες σπάνια

φορούσαν μεταλλικό ζωνάρι που συνήθιζαν σε άλλα χωριά της περιοχής και αυτό μετά την εγκα

τάστασή τους στην Ελλάδα. Στα υπόλοιπα χωριά φορούσαν το ζωνάρι και τις γιορτές το ασημοζούναρο ή μπακιροζούναρο (σημάδι του αρραβώνα).

 Οι ποδιές που λεγόταν «ποδέ» διαφέρουν από χωριό σε χωριό. Στο Ζαλούφι οι ποδιές είναι

κατηφένιες (βελούδινες) με στεφανάκια από λουλούδια κεντημένα. Στους Ψαθάδες οι ποδιές ήταν

μάλλινες σαγιακένιες με έντονα χρώματα και πολλές πούλιες. Οι γυναίκες στους Πετράδες και το

Πραγγί κεντούν στις ποδιές τους σταυρούς, παιδάκια, σαλιγκάρια και άλλα αρχέγονα σύμβολα, και

μ’ αυτό πιστεύουν πως θα ξορκίσουν το κακό το πνεύμα και θα αποκτήσουν αυτό που ποθούν.

 Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι της ενδυμασίας αυτής είναι το τερλίκ ή μοχαέρι, μακρύ πανωφόρι

από μάλλινο δίμιτο με μανίκια μακριά που ανασκουμπώνονται στον αγκώνα, για να φανεί το κέντημα καμωμένο σε πρόσθετο βαμβακερό ύφασμα. Το τερλίκ έχει πλούσιο κέντημα με λευκό

βαμβάκι και χρωματιστά μαλλιά στα δύο μπροστινά φύλλα, ολόγυρα στον ποδόγυρο, στην πλάτη

και σε όλες τις ραφές. Πάνω στο τερλίκ κεντούν «ανάρια-ανάρια» (αραιά) διάφορα σχήματα. Ο

ανάγλυφος όγκος των αφηρημένων σχημάτων κάνει τον επενδυτή εντυπωσιακό και μοναδικό.

 Το «μικρό μοχαέρι» το φοράνε την ημέρα του γάμου, το «μεγάλο μοχαέρι» τις μεγάλες μέρες

(γιορτές) των Χριστουγέννων, τις Αποκριές, Πάσχα και τη «σιγκούνα» μετά τα 45 της χρόνια και μ’

αυτή θα την θάψουν, για να κλείσει έτσι τον κύκλο της ζωής της. Πιο απλά και νεώτερα είναι διάφορα αμάνικα συνήθως τσιπούνια, σκούρου χρώματος που ήταν πιο ελαφρά διακοσμημένα (κεντημένα).

 Στο κεφάλι φορούσαν ένα κόκκινο σκουφάκι με υποσαγώνιο το μαγγούρι, που σκεπαζόταν όλο

από το καφέ ή σκούρο βυσσινί μαντίλι, το τσεμπέρι .Κάτω από την μαντίλα στερέωναν (στο μαγγούρι) σειρές φλουριά και σταυρούς που κρέμονταν στο μέτωπο.

 Στα πόδια οι νύφες φορούσαν τα λευκά σαγιακένια καλτούνε, στολισμένα με χρωματιστά γαϊτάνια από τον τερζή (ράφτη). Καθημερινά φορούσαν γουργουνουτσάρουχα όπως και οι άνδρες,

και τις Κυριακές και τις γιορτές κουντούρες (κλειστά δερμάτινα παπούτσια)





Η Βεροιώτικη φορεσιά





Η Βεροιώτικη φορεσιά ήταν όμορφη, λιτή, σοβαρή επηρεασμένη από τη Δύση. Κατάσαρκα έμπαινε το πουκάμισο με τις μπιμπίλες. Στο στήθος η κισμιρένια τραχηλιά υφασμένη από μετάξι. Το ίδιο και τα μανικέτια. Το φόρεμα ήταν από ταφτά ή ατλάζι, πλισεδάτο, το ίδιο και η ποδιά. Γύρω από τη μέση έβαζαν το μεταξωτό ζωνάρι 3 μέτρα ανοιχτόχρωμο και μπροστά στη μέση φάνταζε μαντηλάκι με κεντίδια. Στο κεφάλι φορούσε το περίφημο φακιόλι, ίσια κιμπάρικα σεμνά στολισμένο με μαργαριτάρια γύρω – γύρω, και πολύτιμη καρφίτσα στη βάση ενός φιόγκου, από δαντέλες, που και εκεί είχε μαργαριτάρια. Δαχτυλίδια είχε σ’ όλα τα δάχτυλα του αριστερού χεριού. Στο δεξί χέρι φάνταζε η βέρα με το μονόγραμμα. Άλλα στολίδια ήταν το μαργαριτάρι, πεντόλιρα, βάπτισες και το χρυσό ρολόι.

Το μακρυλέμπαντο ελαφρύ παλτό από μαύρο ύφασμα μία σπιθαμή πιο κοντό από το φόρεμα με όρθιοπ γιακά χρυσοκεντημένο με αστραφτερές πούλιες και χρυσογάιτανο.

Στα πόδια φορούσε άσπρες κάλτσες με μαύρα παπούτσια.


Πηγή : Λύκειο Ελληνίδων Βέροιας


Η γυναικεία φορεσιά της Καππαδοκίας

Παρουσίαση της τυπολογίας και της κοινωνικής λειτουργίας του παραδοσιακού ενδύματος των ορθοδόξων της Καππαδοκίας – Παναγιώτα Ανδριανοπούλου.

 


 

Δύσκολα η έρευνα καταλήγει σε ένα γενικό τύπο ενδυμασίας στην Καππαδοκία ως το 1924, εξαιτίας της πολυμορφίας και της διαφοροποίησης των επιμέρους ενδυμάτων ανά περιφέρεια. Ο κυρίαρχος δομικός ενδυματολογικός τύπος, διαφοροποιούμενος κατά περίπτωση μορφικά, με ποσοτικό και ποιοτικό εμπλουτισμό ή απλούστευση, βάσει μαρτυριών και εικονογραφικών τεκμηρίων από την Ανακού, την Καρβάλη, το Μιστί, την Αξό, το Τσαρικλί, τα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε) και τη Σινασό, είναι ο ακόλουθος:

  • Φαρδύ βαμβακερό εσώρουχο ως τους αστραγάλους, με μακρύ κεντρικό τμήμα. Η καθημερινή φορεσιά, υφαντή στον αργαλειό, είναι συνήθως ακόσμητη, ενώ η γιορτινή έχει κεντητό ή επίρραπτο κάτω μέρος (βρατσί, πατσάι στο Μιστί, τσιντιάνι και σαλβάρι σε Τσαρικλί και Νίγδη).
  • Μακρυμάνικο ένδυμα ως τους αστραγάλους, ελαφρώς τραπεζιόσχημο. Φτιαχνόταν συνήθως από ύφασμα του αργαλειού (μετ’, ιμάτ’).
  • Αμάνικο εφαρμοστό ένδυμα ως τη μέση που κουμπώνει μπροστά. Φτιαχνόταν από τσόχα και βαμβάκι, με απλό κέντημα (ουσλούτς).
  • Ποδήρες ένδυμα, στενό στο πάνω τμήμα, κλειστό μπροστά, άρραφο στα πλάγια από τη μέση και κάτω. Τα καθημερινά φορέματα φτιάχνονταν συνήθως από ριγωτό ύφασμα που αγοραζόταν από τη Νεάπολη, τη Νίγδη ή το Προκόπι, ενώ τα γιορτινά ή νυφικά από υφάσματα πολίτικα ή εισαγόμενα από τη Συρία (σειτερjί, εντερί, γομάσ’ – ονομασία ακριβού υφάσματος και συνεκδοχικά ονομασία του ενδύματος).
  • Μακρύ και σταυρωτό, κατεξοχήν επίσημο γυναικείο ένδυμα, έκρυβε τελείως τα ενδύματα που φοριούνταν κάτω από αυτό. Ραβόταν και κεντιόταν από τεχνίτες με ιδιαίτερη τεχνική (τσόχα ή τσοχά ή τσογά).
  • Ελαφρύς εξωτερικός κοντός επενδύτης, που φοριόταν πάνω από το φόρεμα, με ή χωρίς μανίκια (σάλτα, κιρλίκ στην Ανακού μετά το 1880, ζουμπούνα, εσλίτσι σερεφλού, αμαζόνα με στενές πιέτες στο πίσω μέρος, σελίκ για τις ηλικιωμένες, λιbαdέ, ζιμπούνα / βαμβακούλα, φέρμενε στη Σινασό).
  • Μακριά ορθογώνια ποδιά, με χρηστικό χαρακτήρα, κάλυπτε το μπροστινό τμήμα της φορεσιάς. Η επίσημη τσόχα συνοδευόταν από τιζλίκα με ταιριαστό κεντητό διάκοσμο. Έδενε στη μέση με κορδόνια που κατέληγαν σε φούντες, τα ράμμαντα (τιζλίκα σε Κάρβαλη και Μιστί, ιγκιλίκ στην Ανακού, πεσκίρ στη Σινασό).
  • Απαραίτητο μετά τα δώδεκα χρόνια ήταν το ζωνάρι, που φοριόταν είτε πάνω από την τιζλίκα (Τσαρικλί, Αξό, Μιστί), είτε έσφιγγε κατευθείαν το φόρεμα ή την τσόχα (Νίγδη, Καρβάλη). Τα απλά καθημερινά ζωνάρια φτιάχνονταν από υφαντό του αργαλειού, ενώ τα επίσημα από εισαγόμενο ύφασμα (κεμέρ, λαχούρι).

 


Γυναίκες με την παραδοσιακή επίσημη ένδυση της Καππαδοκίας.

 Φωτογραφία: diasporic.org

 

Το χειμώνα φορούσαν επιπλέον ενδύματα, όπως το μπαμπουκλού, ένα γιλέκο με βαμβακερή επένδυση πάνω από το πουκάμισο, ή το κουτούκ, ένα μακρύ επενδύτη μεταξύ φορέματος και τσόχας στην Καρβάλη.

 

Το κεφάλι κάλυπταν με μαντίλι (γεμενί, γιασμά, τιβάχ, κιβράχ, με χάντρες περιμετρικά) ανοιχτόχρωμο οι νέες, σκουρόχρωμο οι ηλικιωμένες. Σε ολόκληρη την Καππαδοκία υπάρχουν περίτεχνοι και ογκώδεις γαμήλιοι κεφαλόδεσμοι, συχνά αρχαΐζοντες (τερλίτσι στο Μιστί, τσάφκα στην Αξό, τάκα ή ταχιά στην Ανακού, τακέ στα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε) σε σχήμα φεσιού, κάσσαπα στη Σινασό). Τα μαλλιά τα είχαν σε μεγάλη υπόληψη («πολύ έχισκάν τα σην υπόλεψη»). Η πιο συνηθισμένη γυναικεία καππαδοκική κόμμωση ήταν οι πλεξίις, τέσσερις για τα κορίτσια και τις νέες γυναίκες, δύο για τις ηλικιωμένες.

 

Σε επίσημες περιστάσεις και σε περιοχές, όπως το Γκέλβερι, η Σινασός, η Ανακού, τα Φλαβιανά (Ζιντζίντερε), οι πλεξούδες έφταναν ως και τις σαράντα. Στις μεγαλύτερες πόλεις, όπως η Σινασός, η Τελμησσός, η Ανακού, υπήρχαν ειδικές τεχνίτρες, οι εριτζüδες, για το πλέξιμο των μαλλιών. Άλλοτε το ρόλο αυτό αναλάμβαναν φίλες μεταξύ τους, ενώ στο γάμο η νονά της κοπέλας ή η συντέξα, γυναίκα που οι γονείς της νύφης της είχαν βαφτίσει τα παιδιά. Αφού χώριζαν τα μαλλιά στη μέση, τα έκαναν πλεξιδάκια, τα λεγόμενα φιτίλια. Στις απολήξεις τους στερέωναν φλουριά (σατσ-αλτινί) και κατόπιν περνούσαν ανάμεσά τους τσόχινο κορδόνι με ραμμένα φλουριά και χάντρες, έτσι που τα φιτίλια να ενώνονται μεταξύ τους κάτω από το μέσο του μήκους τους.

 

Πηγή: karamanlidika.gr








Φορεσιά του Καστελλόριζου

                                                           

Νυφική και γιορτινή φορεσιά                           Η φορεσιά του Καστελλόριζου                               

του Καστελόριζου. Αρχές 20ού αιώνα. 

Συλλογή ΠΛΙ, Ναύπλιο



Η φορεσιά του Καστελόριζου, είναι η νυφική φορεσιά της περιοχής, που τη φορούσαν όλες τις μέρες οι παντρεμένες γυναίκες του νησιού. Η φορεσιά των κοριτσιών που δεν είχαν παντρευτεί ήταν απλή, στο πρότυπο της γυναικείας, αλλά με φτηνά υφάσματα και χωρίς στολίδια. Αποτελείται από βαμβακερό πουκάμισο με μανίκια, ένα κοντοβράτσι, στη μέση ένα φαρδύ βαμβακερό ζώσμα και από πάνω ένα βαμβακερό ή μάλλινο κοντό ζιπούνι. Στη φορεσιά συμπεριλαμβάνεται ένα μάλλινο σάλι, ενώ παπούτσια ή κάλτσες δεν φορούσαν τα κορίτσια. Η φορεσιά των κοριτσιών συμπληρώνεται με τα σκουλαρίκια, που είχαν τρεις χρυσές λίρες.

Τα κύρια μέρη της νυφικής φορεσιάς είναι: το κοντοβράτσι, τα πεκάμισα, το καβάδι ή χρυσό σάκκο, το ζεπούνι, το ζώσμα, το κοντόχι, οι κάλτσες και τα πασούμια.

 

Στο κεφάλι συναντάμε το ραξίνι, το τσακί ή κασκί και το κρέπι. Τη φορεσιά στόλιζαν χρυσά κοσμήματα, όπως οι βούκλες, το κορδόνι, τα σκουλαρίκια, η καρφίτσα, βραχιόλια και δαχτυλίδια.

 

Το κοντοβράτσι, τα πεκάμισα, το καβάδι και το ζεπούνι

Το κοντοβράτσι είναι μια πλατύτατη βράκα, από άσπρο βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα. Τα πεκάμισα ήταν άσπρα μεταξωτά, ως τους αστραγάλους αλλά αργότερα αντικαταστάθηκαν από το άσπρο βαμβακερό και μεταξωτό πεκάμισο, που φτάνει ως το γόνατο. Από πάνω οι γυναίκες φορούσαν ένα δεύτερο αραχνοΰφαντο από μετάξι. Το καβάδι φοριέται πάνω από τα πεκάμισα και κάτω από το ζεπούνι, το κοντόχι και τη γούνα. Είναι ραμμένο από χρυσοΰφαντη στόφα, ενώ εσωτερικά έχει φόδρα από άσπρο και σταμπωτό βαμβακερό ύφασμα. Επίσης, το καβάδι έχει στενά μανίκια έως τον αγκώνα. Το ζεπούνι είναι από βελούδο ή στόφα και έχει φόδρα από άσπρο και βαμβακερό ύφασμα και όλες οι ραφές του έχουν κεντήματα.

 

Το ζώσμα, το κοντόχι, η γούνα, οι κάλτσες και τα πασούμια

Το ζώσμα είναι πλατιά ολομέταξη ζώνη με μεταξωτά χρυσά κρόσσια στις άκρες. Το κοντόχι είναι βελούδινο, βυσσινί ή σκούρο γαλάζιο γιλέκο ως τη μέση, με μανίκια ως τους αγκώνες και στολισμένο με γούνα και κεντήματα. Φοριέται πάνω από το καβάδι και το ζεπούνι. Η γούνα, που αντικατέστησε το κοντόχι, είναι ραμμένη από το ίδιο ύφασμα αλλά πιο είναι πιο μακριά. Οι κάλτσες ήταν διπλές βαμβακερές, οι εσωτερικές σε χρώμα γαλάζιο ή κίτρινο και οι εξωτερικές σε άσπρο ή καφέ. Τη φορεσιά συμπληρώνουν οι χαμηλοτάκουνες μυτερές παντόφλες από μαύρο ή κόκκινο βελούδο.

 

Ο Κεφαλόδεσμος και τα κοσμήματα

Στον κεφαλόδεσμο συναντάμε το ραξίνι, το μικρό κόκκινο φέσι από τσόχα ή βελούδο με τη χρυσή φούντα, το τοπάζι. Το τσακί ή κασκί μπαίνει γύρω από το ραξίνι, στη βάση του και είναι μια σκληρή ταινία ντυμένη με μεταξωτό ύφασμα. Το κρέπι είναι μεγάλο κεντημένο μεταξωτό μαντίλι με κρόσια, το οποίο φορούσαν πάνω από το τσάκι και το στερέωναν με μια καρφίτσα. Στα κοσμήματα συναντάμε τις βούκλες, χρυσές ή ασημένιες πόρπες που κλείνουν τα πεκάμισα. Το κορδόνι είναι μια λουρίδα από πεντόλιρα που καλύπτει το στήθος. Τα σκουλαρίκια αποτελούνται από μια ως τρεις χρυσές λίρες (φλουριά), ενώ η καρφίτσα που στερέωνε το κρέπι ήταν και αυτή φτιαγμένη από τρεις χρυσές λίρες. Τα βραχιόλια, τέλος και τα δαχτυλίδια ολοκλήρωναν τη φορεσιά του Καστελόριζου. Οι γυναίκες, για να επιδεικνύουν τα πολλά κοσμήματα που φορούσαν, συνήθιζαν να βαδίζουν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.

 

Πηγή: el.wikipedia.org

 




Τα ενδύματα στην Παράδοση

 

Τα ενδύματα μπορεί να τα προσεγγίσει κανείς (και κυρίως ο ερευνητής) από πολλές πλευρές. Σύμφωνα με τον ορισμό, ενδυματολογία είναι η μελέτη των ενδυμάτων από ιστορική, ψυχολογική, κοινωνιολογική, γεωγραφική και κατασκευαστική σκοπιά. Ένδυμα είναι καθετί με το οποίο σκεπάζουμε το σώμα, ενώ ενδυμασία το σύνολο των εξωτερικών κυρίως ενδυμάτων. Πηγές της ενδυματολογικής έρευνας είναι τα ενδύματα αυτά καθαυτά, τα γραπτά μνημεία, ο προφορικός λόγος, οι καλλιτεχνικές απεικονίσεις (ζωγραφικά, γλυπτικά κ.ά έργα), τα κάθε λογής σχέδια, η φωτογραφία και, πρόσφατα οι κινηματογραφήσεις κάθε είδους.

Η ενδυματολογική ιστορία των Ελλήνων είναι άγνωστη στους περισσότερους Νεοέλληνες. Πέρα από τη φουστανέλα, την Αμαλία, τη βράκα και τη βλαχούλα αορίστως, δεν γνωρίζουν τις τοπικές τους φορεσιές.


Αξίζει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στη μεγαλοπρέπεια μερικών γυναικείων ενδυμασιών, καθώς επίσης και στη λεπτομέρεια κάποιων εξαρτημάτων που κοσμούν κάποιες από τις φορεσιές. Ακόμη, στην απλότητα κάποιων άλλων ενδυμάτων & εξαρτημάτων αυτών (είτε για πρακτικούς είτε για οικονομικούς λόγους).


Η υφαντική είναι μια πανάρχαια και πανανθρώπινη τέχνη και η καλή επίδοση σ’ αυτήν ήταν αρετή των γυναικών. Η άξια κόρη…
                             «με τα ποδάρια ύφαινε και με τα χέρια γνέθει,
                               με το μικρό της δάχτυλο περνάει τη σαΐτα».


Τα περισσότερα απ’ αυτά τα ρούχα τα έφτιαχναν μόνοι τους, με ράψιμο ή κυρίως με τον αργαλειό. Έδιναν ιδιαίτερο τόνο, γούστο και χρώμα, ανάλογα με τον τρόπο ζωής, την κοινωνική τάξη, το βαθμό ευπορίας, την επιθυμία για επίδειξη και την περίσταση όπου θα φορεθεί. Αλλιώς ντύνονταν οι χωρικοί, αλλιώς οι ξωμάχοι, αλλιώς οι βοσκοί & αλλιώς οι αστοί. Συνήθιζαν να τα κοσμούν κυρίως με γεωμετρικά σχήματα. Υπήρχαν και έτοιμα κάποια απ’ αυτά (στις εμποροπανηγύρεις), αλλά ήταν ακριβά, για να μπορεί κάποιος να τα αγοράσει εύκολα.


ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΑ ΦΟΡΕΣΙΑΣ: Άντρες & γυναίκες είχαν ένα κάλυμμα για το κεφάλι: σκούφια & συχνότερα φέσι, πολλές φορές χρυσοκεντημένο από τους συρμακέσηδες & στολισμένο με πούλιες, χρυσά κρόσσια, φούντες & τιρτίρι (=λεπτό σύρμα στριμμένο σαν μπούκλα & κούφιο εσωτερικά). Σχεδόν απαραίτητο για τις γυναίκες ήταν το μαντίλι. Άλλοτε ήταν τσεμπέρι σταμπωτό, λουλουδάτο, με ολόχρωμη μπιμπίλα ολόγυρα, άλλοτε μπόλια λευκή, αραχνοΰφαντη, με χρυσά κεντήματα & χρυσή δαντέλα στις άκρες, άλλοτε σαρίκι άσπρο ή σκούφο, που το τύλιγαν γύρω από το φέσι, όπως οι άντρες.


Τέλος η φορεσιά συμπληρωνόταν με στολίδια χρυσά ή ασημένια, φλουριά, πόρπες, αλυσίδες & επιμετώπια για τις γυναίκες.


Κύριες πρώτες ύλες το μαλλί, το βαμβάκι, το λινάρι και το μετάξι. Προϊόντα που τα έβρισκαν σχετικά εύκολα, κι αυτό βέβαια γιατί ήταν κτηνοτρόφοι και γεωργοί.

 

Για να φτάσουν αυτά τα υλικά στον αργαλειό, έπρεπε να προηγηθεί μια μακριά διαδικασία.
        

ΤΟ ΜΑΛΛΙ: Ήταν και είναι η σπουδαιότερη πρώτη ύλη. Μ’ αυτό ύφαιναν σε όλη την Ελλάδα κιλίμια για το πάτωμα, μπατανίες, χράμια, τορβάδες-σάκους δηλ. για τη μεταφορά τροφίμων ή εργαλείων-κάπες και σκουτιά (μάλλινα κατώτερης ποιότητας). Τα πρόβατα κουρεύονται την άνοιξη. Το μαλλί ζεματίζεται, μετά πλένεται στη βρύση ή στον ποταμό, το στέγνωναν και το λανάριζαν (=έξαιναν). Ύστερα γινόταν η διαλογή. Το πιο καλό βγαίνει από τη ράχη του ζώου. (Οι Σαρακατσαναίοι μπορούσαν να ξεχωρίσουν μέχρι και σαράντα λογιών μαλλί). Το μακρύ το έγνεθαν στη ρόκα, το κοντό στην τσικρίκα (είδος διπλής ρόκας). Ορισμένα είδη (ταγάρια, σακιά ελαιοτριβείου, διάδρομοι) γίνονται από τραγόμαλλο κι έχουν πιο τραχιά υφή.


ΤΟ
ΒΑΜΒΑΚΙ: Εμφανίζεται στην Ελλάδα τον 2ο αι. Τα 18ο αι. αποτελεί, με τη μορφή νήματος, σπουδαίο εξαγωγικό προϊόν. Τα Αμπελάκια, η Τσαρίτσανη, ο Τύρναβος, οι Σέρρες και η Αγιά ευημερούσαν χάρη σ’ αυτό. Αφού το ξεκουκίσουν, το κόβουν με το δοξάρι (=εργαλείο σε σχήμα τόξου, με το οποίο ξαίνουν το βαμβάκι και το μαλλί) κι ύστερα το κλώθουν με τη ρόκα και το αδράχτι.


ΤΟ
ΛΙΝΑΡΙ: Η συγκομιδή του γινόταν από γυναίκες, με επικεφαλής τη δραγομάνα. Θέλει υπομονετικό κοπάνισμα, βρόχιασμα (=να φύγουν οι κόμποι), βούρτσισμα, ώσπου να μείνει το καθαρό λινάρι, το σκουλί, που το γνέθουν για να φτιάξουν το ράμμα, δηλ. το λεπτότατο νήμα που περνά από το βελόνι. Η επεξεργασία του είναι πολύπλοκη. Από το χοντρό λινάρι φτιάχνουν σακιά και καραβόπανα. Από το λεπτό, εσώρουχα και πουκάμισα.
        

ΤΟ ΜΕΤΑΞΙ: Έρχεται στην Ελλάδα την εποχή του Ιουστινιανού. Ήταν το σπουδαιότερο προϊόν της περιοχής του Αξιού, της Χαλκιδικής, του Πηλίου του θεσσαλικού κάμπου και της Πελοποννήσου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Το μετάξι είναι «ωμό», δηλ. δε χρειάζεται γνέσιμο.

 

Χρειάζονταν όμως και βαφικές ύλες για να δώσουν χρώμα στις πρώτες ύλες. Ως τα τέλη του 19ου αι., μοναδική ύλη βαφής ήταν τα φυτικά χρώματα, που έμεναν αναλλοίωτα στο ηλιακό φως και στο πλύσιμο και έδιναν λαμπερούς χρωματισμούς. Από το ριζάρι (=φυτό) έβγαζαν οι Αμπελακιώτες το ονομαστό κόκκινο χρώμα. Οι φλούδες των φρέσκων καρυδιών δίνουν το μαύρο, το λουλάκι το γαλάζιο και τα φύλλα της άσπρης μουριάς, σε συνδυασμό με λίγα φύλλα μηλιάς, το κίτρινο καναρινί.
        

Το νήμα πλέον είναι έτοιμο να μπει στον αργαλειό και να αρχίσει η ύφανση.
        

Στην Ελλάδα χρησιμοποιούνταν 3 είδη αργαλειού: ο πλαγιαστός, ο όρθιος και του λάκκου. Ο πλαγιαστός ήταν ο πιο συνηθισμένος. Φτιαγμένος από 4 ξύλα που συνδέονταν χαμηλά με 4 χοντρά σανίδια και με άλλα 4 στην κορυφή τους. Το νήμα, το στημόνι, στερεωνόταν σε παράλληλες σειρές. Ένα άλλο νήμα, το υφάδι, ξετυλιγόταν από τη σαΐτα, καθώς η υφάντρα την κινούσε ανάμεσα στα στημόνια.  
        

Τα ρούχα λοιπόν αυτά ήταν αρκετά ανθεκτικά και δύσκολα στην κατασκευή τους όπως είδαμε. Έτσι τα διατηρούσαν και τα φορούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, πράγμα που δε συμβαίνει σήμερα που τα ρούχα τα βρίσκουμε εύκολα και σε μεγάλη ποικιλία και τα αλλάζουμε χωρίς να προβληματιζόμαστε, ή γιατί χάλασαν ή γιατί πέρασε η μόδα τους. 


Επίσης μόνοι τους κατασκεύαζαν και τα λεγόμενα είδη προικός (σεντόνια, πετσέτες, σκεπάσματα λ.χ. φλοκάτες κ.ά.), ή τα αγόραζαν από τους γυρολόγους (πραματευτάδες) που επισκέπτονταν τα χωριά με την πραμάτειά τους κατά αραιά χρονικά διαστήματα.

 

Πηγή: http://users.sch.gr








Οι Φορεσιες των Ελληνων στα χρόνια της επαναστασης

 

Όταν σκεφτόμαστε τι φορεσιές να ντύνονταν άραγε οι Έλληνες την εποχή της Επανάστασης, το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό, είναι η φουστανέλλα και η στολή της προεδρικής φρουράς καθώς και οι πανομοιότυπες ενδυμασίες που φορούν οι χορευτικοί σύλλογοι παραδοσιακών χορών. Αν όμως κάποιος ερευνήσει λίγο παραπάνω, παρατηρήσει πιο προσεκτικά και δει εικόνες, παραστάσεις και πίνακες της εποχής, θα φτάσει μπροστά σε μιαν εξαιρετική ανακάλυψη: Η υπόδουλη Ελλάδα, ήταν ένα ατέλειωτο μωσαϊκό στο ντύσιμο, τόσο μοναδικό, που ίσως και να μην απαντάται σε καμία άλλη χώρα του κόσμου. Στο ντύσιμο εκείνων των Ελλήνων, δεν υπήρχαν μικρές παραλλαγές, λεπτομέρειες ή λεπτές διαφοροποιήσεις, αλλά ένα ολότελα ξεχωριστό ντύσιμο, όχι μόνο από περιοχή σε περιοχή, αλλά από το ένα χωριό στο… διπλανό του! Σχεδόν κανένα χωριό δεν ντυνόταν όμοια με το άλλο, και όπως σχεδόν σε όλες τις εποχές, αυτό αποτυπωνόταν πολύ πιο ζωντανά στο γυναικείο ντύσιμο. Τα χρόνια εκείνα μπορούσες να καταλάβεις από πού ερχόταν κάποιος, μόνο και μόνο κοιτάζοντας τα ρούχα του! Και όχι μόνο αυτό. Μπορούσες από τα ρούχα και μόνο να καταλάβεις τόσο το επάγγελμα, όσο και την τάξη του. Και βέβαια η διάκριση ανάμεσα σ΄ έναν βοσκό κι έναν προύχοντα, μοιάζει απλή. Το ίδιο ισχύει και στη σημερινή κοινωνία. Μα σκεφτείτε ότι τότε, ξεχώριζες με μια ματιά, το γεωργό από τον τσοπάνο.

Ας πιάσουμε λοιπόν να ξεχωρίζουμε τους Έλληνες την εποχή της Επανάστασης, από την κορφή ως τα νύχια!

 

Κεφάλι

Οι άνδρες στο κεφάλι, φορούσαν ένα κόκκινο φέσι, που τη βάση του τύλιγαν με τη μαντηλοδεσιά. Η μαντηλοδεσιά ήταν τριών ειδών:
-μεταξωτό μαντήλι ή κασπαστή,
-το χρυσοκέντητο πόσι,
-η άσπρη βαμβακερή πλουμιστή σερβέτα.

Σαφής εδώ η τούρκικη επίδραση. Χαλκογραφίες της εποχής με γνωστούς καπεταναίους αποκαλύπτουν πως κασπαστή φορούσαν μόνο οι Αθηναίοι, πόσι ο Νικηταράς, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Μακρυγιάννης και πότε-πότε ο Γέρος του Μοριά. Σερβέτα, φοραγαν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κι ο Πανουργιάς. Πολλοί δε φορούσαν μαντηλοδεσιά, μα ένα σκέτο μικρό κοφτό φέσι που στην κορυφή του είχε λίγη φούντα. Τέτοιο συνήθιζαν να φορούν ο Γκούρας κι ο Κολοκοτρώνης. Την περικεφαλαία του ο Γέρος την είχε από τον καιρό που ήταν μαγκιόρος (ταγματάρχης) του εγγλέζικου στρατού στα Επτάνησα το 1808 και την έβαζε στις επίσημες στιγμές της ζωής του, όπως και το θώρακά του. Άλλοι φορούσαν μεγάλο τουρλωτό κόκκινο φέσι όπως ο Καραϊσκάκης, οι Πετμεζάδες. Η φούντα και σ΄αυτό το φέσι, ήταν μικρή και στέκονταν στην κορφή. Η μακριά φούντα -όσο σχεδόν ολόκληρο το φέσι, διαδόθηκε στα χρόνια του Όθωνα, ήταν χαρακτηριστική των Σουλιωτών κι έγινε το επίσημο στοιχείο της φορεσιάς της βασιλικής κι αργότερα προεδρικής φρουράς, άλλωστε ολόκληρη η στολή της προεδρικής φρουράς, μοιαζει πολύ με κείνη των Σουλιωτών. Πολλοί φτωχοί αγωνιστές φορούσαν ένα απλό, συνήθως μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Γενικά τους προηγούμενους αιώνες στην Ευρώπη αλλά και στην Ανατολή, το μέγεθος του καπέλου που φορούσε κανείς ήταν ανάλογο της κοινωνικής τάξης και της εξουσίας του, τα καπέλα των αξιωματούχων ήταν συνήθως πολύ μεγάλα.


  

Μαλλιά

Απ’ τη μαντηλοδεσιά ή το φέσι, πρόβαλαν τα μακριά τους μαλλιά. Τα μαλλιά τους δεν τα έκοβαν, μα τ’ αφήναν λυτά σαν χαίτη και βεβαίως τα περιποιόντουσαν ιδιαίτερα. Καθαρά και καλοχτενισμένα, τα άλειφαν με λάδι ή μεδουλάρι, αλοιφή από μεδούλι και μυρωδικά. Οι Μοραΐτες είχαν πιο μακριά μαλλιά από τους Ρουμελιώτες, ξακουστά ήταν τα ξανθά και σγουρά μαλλιά των Μαυρομιχάληδων.

 

Γελέκι

Τη φορεσιά των ανδρών, αποτελούσαν:
-το άσπρο πουκάμισο, κατάσαρκα φορεμένο, όχι όμως φαρδομάνικο όπως τα μεταγενέστερα χρόνια. Πάντα ξεκούμπωτο κι ανοιχτό μπροστά στο στήθος, χειμώνα καλοκαίρι.
-το γελέκι,
-η φέρμελη με τις δυο αράδες ασημοκεντημένα μεγάλα κουμπιά.

Μερικοί -αργότερα όλοι, αντί για φέρμελη βάζανε το μεϊντάνι. Η διαφορά του ήταν ότι ενώ η φέρμελη είχε μανίκια που τα φορούσαν, το μεϊντάνι είχε μανίκια ψεύτικα, διακοσμητικά, φοδραρισμένα με κόκκινο πανί που είτε μέναν λυτά να στολίζουν τους ώμους, είτε βρίσκονταν στις πλάτες πίσω σταυρωτά. Τα μεϊντανογίλεκα όπως λέγανε το γελέκι ή το μεϊντάνι, ήταν πάντα κεντημένα με χάρτσια μεταξένια πολύχρωμα και χρυσά τερτήρια (κορδόνια).



Φέρμελη

Φέρμελη ή μεϊντάνι, ανδρικό, μανικωτό, κόκκινο τσόχινο ζακέτο, εξάρτημα της φορεσιάς του φουστανελά που φορέθηκε αρχικά από τους αρματολούς, τους κλέφτες και του αγωνιστές του 1821, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, καθιερώθηκε από τον Όθωνα ως αυλική ενδυμασία και στη συνέχεια εξαπλώθηκε ως επίσημη (γιορτινή) ενδυμασία όλων των αγροτικών και ποιμενικών πληθυσμών της χώρας. Η φέρμελη φοριέται μετά το γιλέκι (αμάνικο ζακέτο) και πριν το φερμεδογέδεκο ή φερμελωτό γιλέκι (αμάνικο ζακέτο με μεγάλα κουμπιά). Η φέρμελη αυτή, που ανήκει στην επίσημη στολή του Όθωνα, αποτελείται από ένα ίσιο φύλλο μπροστά και ένα τραπεζιόσχημο πίσω, ενωμένα με ραφή στους ώμους και μέσω δύο τραπεζιόσχημων τμημάτων στα πλευρά. Φέρει κυκλική λαιμόκοψη και κατακόρυφο άνοιγμα. Στην αριστερή πλευρά του ανοίγματος υπάρχει πρόσθετη λωρίδα τσόχας που βοηθά στο ερμητικό κλείσιμο του ζακέτου. Στις ωμοπλάτες, κάθετα στον κορμό, είναι ραμμένα τα μανίκια, μήκους 86εκ. και φάρδους 16εκ, χωρίς ραφή στην εσωτερική πλευρά του ώμου, στη μασχάλη και κατά μήκος του βραχίονα εσωτερικά, εκτός από περιορισμένη επιφάνεια λίγο πιο κάτω από τον αγκώνα. Στο τελείωμα κάθε μανικιού έχει αφαιρεθεί κομμάτι με ορθή γωνία και καμπύλη πλευρά. Ακολουθεί καμπυλόσχημο καπάκι με οξεία απόληξη. Το ζακέτο είναι φοδραρισμένο με μπεζ βαμβακερό ύφασμα και διακοσμημένο με επίρραπτο χρυσοκέντημα από γαϊτάνια και κορδόνια, καμωμένο σύμφωνα με την τερζήδικη τεχνική. Ολόγυρα είναι γαρνιρισμένο έξι σειρές γαϊτάνι και ισάριθμες σειρές κορδόνι, εναλλάξ, που σχηματίζουν ταινία. Καθώς τα γαϊτάνια ακολουθούν τις γλωσσωτές απολήξεις στο γύρο της φέρμελης, η ταινία λαμβάνει κυματοειδή μορφή. Στο μπροστινό κατακόρυφο άνοιγμα το εξωτερικό κορδόνι σχηματίζει ζιγκ – ζαγκ ενώ στο γύρο των μανικιών σπειρομαίανδρους. Το μπροστινό άνοιγμα κλείνει με δεκαεφτά παλαιές κόπιτσες. Επίσης, στην αριστερή πλευρά υπάρχουν δεκαεφτά μεγάλες θηλιές που πιθανολογώ ότι εφάρμοζαν σε ισάριθμα πλεχτά κουμπιά, όπως συνηθιζόταν στις φέρμελες, τα οποία δε σώζονται πια. Τα δώδεκα σφαιρικά, μεταλλικά, επιχρυσωμένα, επίρραπτα κουμπιά που υπάρχουν πλέον στη δεξιά πλευρά του κατακόρυφου ανοίγματος αποτελούν μεταγενέστερη επέμβαση. Έπειτα από τις ταινίες γαϊτανιών εκατέρωθεν του μπροστινού ανοίγματος, ακολουθεί μπορντούρα από διαδοχικά δίλοβα μοτίβα καμωμένη με χοντρό χρυσό κορδόνι. Στο κέντρο της φέρει, σε κατακόρυφη καμπυλόσχημη διάταξη, εικοσιτρία επίρραπτα κουμπιά, όμοια με αυτά του ανοίγματος. Στην πλευρά του μανικιού με την ορθή γωνία, τα γαϊτάνια σχηματίζουν ορθογώνιο τρίγωνο με καμπυλόσχημη υποτείνουσα, συμπληρωματικό προς το κομμάτι που έχει αφαιρεθεί από την άλλη πλευρά του φύλλου. Την υποτείνουσα της πρώτης πλευράς πλαισιώνουν θηλιές από κορδόνι αλλά και συμπαγής κοιλόκυρτος βλαστός με ανάγλυφα ανθάκια. Από τη βάση του μανικιού ξεκινά λογχοειδές μοτίβο από γαϊτάνια με σπείρες στην απόληξη, που φτάνει περίπου ως τους ώμους. Δίπλα από αυτό ξεκινά επικλινής μπορντούρα από σιγμοειδή, συμπλεκόμενα κλαδιά με σπειροειδείς απολήξεις. Από την άνω μπροστινή γωνία του φύλλου ξεκινά αντίστοιχη κατοπτρική μπορντούρα. Παράλληλα με τα γαϊτάνια, το φύλλο των μανικιών περιτρέχει στενή μπορντούρα από επαναλαμβανόμενα σιγμοειδή μοτίβα. Στην πλάτη, τις ραφές καλύπτουν γαϊτάνια πλαισιωμένα από σειρές κορδονιών και σπείρες σε επίκαιρα σημεία.
(Περιγραφή, Λύκειον των Ελληνίδων)


Φουστανέλλα

Στους καπεταναίους και τους γέροντες, μακριά ίσα με το γόνατο ή και κάτω ακόμα, με πυκνές και πολλές πτυχές (δίπλες ή λαγκιόλια). Στα παλληκάρια και τους νεώτερους, κοντή ως τους μηρούς και πιο ελαφριά με λιγότερες δίπλες. Στη Ρούμελη συνηθίζονταν πιο πολύ η κοντή με πολλές δίπλες – όπως σήμερα της προεδρικής φρουράς – ενώ στο Μοριά μακριά κι όχι πολύ πυκνή. Η φουστανέλλα ήταν καθιερωμένη σ’ όλη την Ελλάδα, εκτός από τους νησιώτες και τους ναυτικούς που φορούσαν βράκες. Η φουστανέλλα, το αστραφτερό, λευκό της χρώμα, για πολύ λίγο το κρατούσε. Μ’ αυτή σκούπιζαν το πρόσωπό και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ' άρματά τους. Πολλά παλληκάρια για να μην πιάνει η φουστανέλα τους εύκολα «λέρα» την άλειφαν με ξύγκι.

 

Υποδήματα

Στα πόδια τους φορούσαν μακριές άσπρες κάλτσες από τραγόμαλλο, που υφαίνονταν στα Άγραφα. Οι τσόχινες μαύρες κάλτσες, κι’ ύστερα κόκκινες –μοιάζανε με τις γκέτες– σκέπαζαν μονάχα τη γάμπα και το πάνω μέρος του παπουτσιού και φορέθηκαν στα οθωνικά χρόνια. Και βέβαια, τα τσαρούχια, όχι όμως με φούντα μπροστά, αλλά μυτερά. Τα έφτιαχναν με ακατέργαστο βοδινό δέρμα κι ήταν πολύ ελαφριά και γερά. Στα πόδια τους τα στήριζαν δένοντάς τα γύρω στη γάμπα μ' ένα φαρδύ λουρί και το λουρί το έπιαναν απ’ την κάλτσα τους κάτω απ’ το γόνατο με τον τσαρουχοτοκά. ΄ Υπήρχε κι άλλος τρόπος, να πιάνουν τα τσαρούχια τους με ένα πισινό λουρί, το τσαγκαρόλουρο. Τα πρώτα τα φορούσαν στη Ρούμελη, τ' άλλα στο Μοριά. Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου.

  

Ντουλαμάς και φλοκάτες

Η φορεσιά τους, συμπληρωνόταν με τον ντουλαμά. Τον ρίχνανε πάνω τους σαν έπιανε κρύο και ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσαν με μαύρο μετάξι. Ο ντουλαμάς έφτανε ως τη μέση. Για τη βαρυχειμωνιά, είχαν τις φλοκάτες. Χωρίς μανίκια, που έφταναν ως κάτω απ’ το γόνατο. Σαν βρίσκονταν έξω το χειμώνα, χρησιμοποιούσαν τη φλοκάτα για στρωσίδι και για σκέπασμα. Για τον ίδιο σκοπό άλλοι είχανε την κάπα – ίδιο σχέδιο με τη φλοκάτη φτιαγμένη όμως από τραγόμαλλο και βαλμένη στις νεροτριβές για να πήξει και να μην περνάει η βροχή και το κρύο.

 

Σελλάχι

Το έζωναν στη μέση τους, αλλά να πιάνει στα πλάγια στην αριστερή μεριά και μπροστά το μισό αριστερό πλευρό. Ήταν φτιαγμένο από τσόχα κόκκινη, σπάνια μαύρη, φύλλα - φύλλα για να κάνουν τις θήκες και κεντημένο με πολλών τεχνοτροπιών χρυσά κεντήματα, μα τα πιο συνηθισμένα δράκοντες και γοργόνες. Το πέτσινο σελλάχι φορέθηκε στα χρόνια του Όθωνα. Στις μέσα θήκες του σελλαχιού, έβαζαν το ασημένιο τάσι τους για να πίνουν νερό, το τσαγκαροσούβλι για να μπαλώνουν τα τσαρούχια τους, το ρολόγι, ακόμα και το καλαμάρι με το φτερό. Ακόμα και το αντίδοτο για τα δηλητήρια, το παντσεχρί,είχε τη θέση του στο σελλάχι


Στολίδια

Η φορεσιά δε θα μπορούσε να μην έχει και τα στολίδια της, τσαπράζια ή τουσλούκια, όπως τα έλεγαν. Πρώτο ήταν το κουτσέκι. Στόλισμα ασημωμένο που στις τέσσερες πλευρές του κρεμόνταν σειρά από ψιλές αλυσίδες και κάλυπτε ολόκληρο το στήθος. Στηρίζονταν με θηλιές στις τέσσερες άκρες του στήθους, με τρίγωνα θηλυκωτήρια που είχαν ζωγραφισμένο πάνω τους με σαββάτι (μαύρο σμάλτο) συνήθως το δικέφαλο αητό. Στη μέση το κουτσέκι, σε μεγάλη πλάκα είχε τους πολεμικούς αγίους, τον Αη-Γιώργη και τον Αη-Δημήτρη. Απ’ τον αριστερό τους ώμο ήταν κρεμασμένο μ’ ασημένια αλυσίδα το στρογγυλό χαϊμαλί που έκλεινε μέσα του διάφορα φυλαχτά. Στις δυο όψεις του είχε σκαλισμένα τον προστάτη άγιο του ιδιοκτήτη του και τον Ευαγγελισμό ή την Ανάσταση. Στην δεξιά μεριά, είχαν το γυριστό ασημένιο σουγιά τους. Στο πίσω μέρος, στη μέση τους, στο λουρί του σελλαχιού, ήταν περασμένες οι δύο μπαλάσκες με πελεκημένα ανάγλυφα σχέδια . Μέσα βάζανε τα φουσέκια για τα ντουφέκια τους. Αριστερά πάλι απ’ τη λουρίδα του σελλαχιού κρεμόντανε τα φυσεκλίκια, με φουσέκια για τις κουμπούρες και μια θήκη που βάζανε τις τσακμακόπετρες, το μεδουλάρι, άλειμμα για τα ντουφέκια φτιαγμένο από μεδούλι και άλλες λιπαρές ύλες. Δεξιά κρέμονταν κι η πέτσινη καπνοσακκούλα τους. Όλα τούτα τα δένανε μ’ ασημένια και πλουμιστά ζωστάρια. Μπροστά στον αριστερό μηρό, σε μακριά λουριά περασμένα – σε δυο σε τρεις αράδες – κρεμόνταν τα στρογγυλά ή και τρίγωνα ασημένια γαντζούδια ή τοκάδες. Δυο όμοια γαντζούδια σκέπαζαν τα γόνατά τους. Τούτο το στόλισμα το συνήθιζαν πολύ πριν το 1800. Και βλέπουμε να φοράει κάτι τεράστια ο πατέρας του Οδυσσέα, ο γερο Αντρούτσος όπως μας τον παρουσιάζει παλιά ζωγραφιά. Και βέβαια, κουβαλούσαν τα άρματα τους.

 

Πηγή: http://ellas2021.eu/









Παραδοσιακή φορεσιά Κέρκυρας

 


Από την εργασία της Σοφίας Μπρισένιου και του Θεόδωρου Γ. Παππά στον «Οδηγό Ιονίων Νήσων» που περιγράφουν παραδοσιακές φορεσιές Κέρκυρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων.

 

Γυναικεία ενδυμασία

Από την περίοδο της Ενετοκρατίας, οι επιρροές στο ντύσιμο των Κερκυραίων είναι πολλές. Αυτό το καταλαβαίνει κανείς από τις ξενόφερτες λέξεις που χρησιμοποιούν για να ονοματίσουν τα διάφορα μέρη της ενδυμασίας τους που προέρχονται από αντίστοιχες ενετικές, όπως: rochetto, tabarro, sarza, bombascina, carpetta, taffeta κ.ά.

 

Οι γυναικείες φορεσιές χωρίζονται ανάλογα με τη γεωγραφική τους περιοχή. Έτσι έχουμε της Λευκίμμης, της Μέσης, του Γύρου, του Όρους, των Παξών και των Διαποντίων Νήσων. Επίσης, άλλη διάκριση των ενδυμασιών είναι σε καθημερινές, κυριακάτικες και νυφιάτικες. Σε φορεσιές κοπέλας, παντρεμένης και χήρας.

 

Αντίθετα, οι ανδρικές στολές ήταν ίδιες σε όλο το νησί. Ξεχώριζε μόνο η βλάχικη που τη φορούσαν μερικοί στην Κασσιώπη, την Πλατυτέρα και την Γαρίτσα.

Οι παραδοσιακές ενδυμασίες αρχίζουν σιγά σιγά να δίνουν τη θέση τους στον σύγχρονο τρόπο ένδυσης, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη γνωστή αλλαγή στον τρόπο ζωής. Σ’ αυτό συνέβαλαν οι εύκολες μετακινήσεις, η αστυφιλία, ο τουρισμός, ο νέος τρόπος ζωής, καθώς και άλλοι παράγοντες.

 

Αυτό που σήμερα λέμε «παραδοσιακή φορεσιά» διαμορφώθηκε το 17ο αι. μέχρι την επικράτηση στα μέσα του 20ού αι. των «ευρωπαϊκών ρούχων». Έτσι, άνδρες, γυναίκες, νέες, γριές, χήρες, αγρότες και αστοί, ντύνονται όλοι με τον ίδιο τρόπο.

Χαρακτηριστική ήταν η γυναικεία φορεσιά της Κέρκυρας. Οι φορεσιές αυτές ήταν κεντημένες από γυναίκες της οικογένειας. Είναι εντυπωσιακά τα πολύπλοκα και πολύχρωμα σχέδια και απερίγραπτη η ποικιλομορφία αυτών ανάλογα με τον τόπο προέλευσης τους.

 

Οι κεφαλόδεσμοι ήταν ό,τι πιο αντιπροσωπευτικό της γυναικείας κερκυραϊκής φορεσιάς, πάντα περίτεχνα και πάντα ταιριαστά με την κόμμωση. Και αυτές είναι ανάλογες από τον τόπο προέλευσης, την οικογενειακή κατάσταση, αλλά και από το αν η γυναίκα που τον φοράει είναι ελεύθερη, μικροπαντρεμένη ή χήρα.

 

Η μπουστίνα (από το μπούστο) σκεπάζει το στήθος και φοριέται πάνω από το πουκάμισο. Είναι φτιαγμένη από λινό, βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα και έχει πολλά κεντητά ποικίλματα, όπου «καρφώνανε» τα δώρα του γάμου από χρυσό.

Το πεσελί το φορούσαν ως συμπλήρωμα της γαμήλιας φορεσιάς και ήταν προσφορά του γαμπρού προς τη νύφη. Ήταν από βελούδο σε ζωντανά χρώματα, κεντημένο με χρυσή κλωστή, με πολυσύνθετα και εντυπωσιακά σχέδια. Το στόλιζαν με χρυσά και ασημένια κουμπιά. Μετά το γάμο η γυναίκα το φορούσε στις γιορτινές ημέρες, ως καλό ρούχο.

 

Την ενδυμασία συμπλήρωναν πολύτιμα κοσμήματα. Αξιοσημείωτο είναι οι ξεχωριστές ονομασίες που χρησιμοποιούσαν για τα σκουλαρίκια –περίπου 15– και υπήρχαν ισάριθμα είδη! Επίσης στόλιζαν το λαιμό και το μπούστο με στηθοβελόνες και καρφίτσες, στη μέση φορούσαν ζώνες με πόρπες. Τους καρπούς τούς στόλιζαν με βραχιόλια (μπρατσουλέτα) ή χρυσές στρογγυλές βέργες (οκάνες), και τα δάκτυλα με ανάλογα δακτυλίδια. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα κοσμήματα τα έφτιαχναν σπουδαίοι λαϊκοί Κερκυραίοι τεχνίτες ή τα αγόραζαν από τα ασημοχρυσοχοεία που διατηρούσαν Ηπειρώτες.

Όταν μια γυναίκα χήρευε, έβγαζε τα στολίδια και φορούσε μαύρη μαντίλα ή μαύρη κορδέλα επάνω από την άσπρη μπόλια που σκέπαζε το κεφάλι. Εκείνο που έκανε να διαφέρουν οι φορεσιές των Κερκυραίων γυναικών της αστικής τάξης ήταν ότι πλεόναζαν οι δαντέλες και τα στολίδια, καθώς και τα υφάσματα ήταν από πιο ακριβά υλικά. Την «καλή» φορεσιά τη φορούσαν τις Κυριακές και τις γιορτές, αφού την έβγαζαν από το σεντούκι ή από το φορτσέρι όπου ήταν φυλαγμένη και μοσχοβολούσε από διάφορα βότανα και μυρωδιές φρούτων.

 

Πουκαμίσες και Μπουστίνες

Κάτω από το μπούστο η Κερκυραία φορούσε το λευκό πουκάμισο ή αλλιώς την πουκαμίσα. Συνήθιζαν να δένουν πάνω σ’ αυτό το φυλαχτό και μαζί με μια πλεχτή μάλλινη φανέλα, τη μάγια, ήταν το κύριο εσώρουχο της κερκυραϊκής στολής.

Η πουκαμίσα ήταν φτιαγμένη από λινό ή βαμβακερό ύφασμα και έφτανε μέχρι το γόνατο. Τα μανίκια ήταν μακριά σουφρωτά στους καρπούς και το καλοκαίρι πιο κοντά. Είχε κεντήματα στο κάτω μέρος, στη λαιμόκοψη, καθώς και στο πάνω και κάτω μέρος από τα μανίκια. Την πουκαμίσα την ύφαιναν συνήθως οι γυναίκες στο σπίτι.

Πάνω από την πουκαμίσα φορούσαν μια άσπρη φούστα, το μισοφόρι ή ροκέττο ή κοντορόκεττο ή βελέσι, που είχε στη μέση σούρα και, συνήθως, στο κάτω μέρος ήταν κεντημένο.

Για στηθόδεσμο χρησιμοποιούσαν ένα λεπτό ύφασμα από μπατίστα, ψιλό λινό πανί ή από τούλι ή μετάξι για τις γιορτινές ενδυμασίες. Στο κάλυμμα αυτό, που το ονόμαζαν μπροστίνα ή μπουστίνα ή μπροστούρα ή πετόνι ή πετάρι έβαζαν τις γιορτινές μέρες τα χρυσαφικά τους

 

Ροκέττα και Ποδιές

Η καθημερινή φούστα που φορούσε η Κερκυραία, το ροκέττο, ήταν ριγέ με άσπρες και μπλε ρίγες. Στην περιοχή του Γύρου, οι φούστες που έβαζαν οι νύφες, ήταν από μεταξωτό ύφασμα (ταφτάς), σε χρώματα ζωηρά, όπως γαλάζιο, μοβ ή κόκκινο και ήταν πιο κοντές.

Στο νότιο συγκρότημα του νησιού, η φούστα της νύφης και αργότερα η «καλή» φούστα που φορούσε τις γιορτινές μέρες, ήταν πλισέ στο πίσω μέρος και στα πλάγια. Στο μπροστινό μέρος ήταν ίσια γιατί από πάνω φορούσαν την ποδιά. Η φούστα αυτή που λεγόταν και άμπιτο, καρπέττα ή βελέσι, ήταν μακριά και για να τη στολίσουν έραβαν στο κάτω μέρος της πολύχρωμες κορδέλες. Χαρακτηριστικές είναι οι «προξενιές», κορδέλες με λουλούδια που τις κρεμούσαν στην άκρη του ροκέττου.

Τα ροκέττα που φορούσαν τις Κυριακές ήταν όπως και τα νυφιάτικα, αλλά από μαύρο γυαλιστερό αλπακά, ενώ αυτά που χρησιμοποιούσαν καθημερινά από αλατζά.

Εκτός από τη φαρδιά κόκκινη ζώνη που φορούσαν οι γυναίκες, παρατηρούμε ότι στην περιοχή της Μέσης, οι Κερκυραίες έβαζαν ένα τριγωνικό κόκκινο μαντήλι, την τσουτσουμίδα, που πάνω της απεικονίζονταν λουλούδια και φτερά παγωνιού. Τη φορούσαν στη μέση, στην αριστερή μεριά. Οι νέες κοπέλες τη φορούσαν και σαν μαντήλι στο κεφάλι. Την τσουτσουμίδα τη χρησιμοποιούν και στους χορούς.
Νυφιάτικες, γιορτινές και καθημερινές είναι και οι ποδιές ή μπροστέλλες ή μπροστομούνες. Τις καθημερινές ποδιές τις ύφαιναν οι ίδιες οι γυναίκες και ήταν από λινάρι.

 

Τζιπούνια

Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν ένα γιλέκο. Το γιλέκο αυτό, κοντό ή μακρύ και χωρίς μανίκια, άφηνε το στήθος ακάλυπτο. Τα πέτα του ήταν σε σχήμα οβάλ και ενώνονταν στο κάτω μέρος πάνω από τη ζώνη. Στο σημείο αυτό δένονταν με κορδόνια ανάμεσα από θηλιές.

Το τζιπούνι ή κοτολί ήταν το νυφιάτικο γιλέκο που φορούσαν οι γυναίκες στην περιοχή της Λευκίμμης. Ήταν φτιαγμένο από κόκκινο βελούδο και μπροστά ήταν στολισμένο με χρυσές φάσες, τις λεγόμενες πασαμάδες, που ξεκινούσαν από τη ραφή του ώμου και κατέληγαν στη μέση, όπου και δένονταν με κορδόνια που περνούσαν μέσα από θηλιές.

Γενικά το νυφιάτικο τζιπούνι ή κοτολί ήταν φτιαγμένο όχι πάντοτε από χρώμα κόκκινο, αλλά και από μπλε, βυσσινί ή θαλασσί και, σπανίως, από μαύρο ύφασμα. Δεξιά και αριστερά από το μπούστο ήταν κεντημένο με χρυσή κλωστή και στολισμένο περίτεχνα. Άλλες φορές έραβαν τρέσες από χρωματιστές κορδέλες ή χρυσά σιρίτια. Τα σιρίτια αυτά ήταν διπλά και για τελείωμα είχαν την κομποβελονιά. Και η πλάτη ήταν με χρυσοκέντημα που κατέληγε σε μια κουφόπιετα στην οποία ήταν ραμμένοι ρόδακες από χρυσή κλωστή πάνω σε χαρτόνι. Στη μέση τους, οι ρόδακες είχαν μια κόκκινη, μπλε ή πράσινη βούλα.

Στο τελείωμά του το κοτολί ήταν κεντημένο με χρυσή κλωστή. Το κέντημα αυτό πολλές φορές γινόταν πάνω σε μεταξωτή κορδέλα, κόκκινη ή γαλάζια. Με φεστόνι έφτιαχναν τις κουμπότρυπες που έκλειναν με ασημένια κουμπιά ή με ασημένια αλυσίδα. Στο εσωτερικό του το τζιπούνι ήταν φοδραρισμένο με λεπτό βαμβακερό ύφασμα. Το καθημερινό τζιπούνι ήταν μάλλινο το χειμώνα, καφέ, πράσινο, μπλε και έκλεινε με ένα κουμπί.

 

Πεσελιά

Ζακέτα με μανίκια. Από τα πιο εντυπωσιακά κομμάτια της κερκυραϊκής στολής, που φορούσαν οι νύφες σε όλο το νησί. Το πεσελί ήταν συνήθως δώρο του γαμπρού προς τη νύφη. Ήταν φτιαγμένο από ύφασμα βελούδο κόκκινο, μπλε, μοβ, μαύρο ή καφέ και καμιά φορά από τσόχα.

Το πεσελί ήταν χρυσοκεντημένο. Τα κεντήματα αυτά γίνονταν παλιά από τους Τερζήδες, που κατάγονταν από την Ήπειρο και αργότερα από τους Εβραίους. Σε κάποια χωριά τα κεντούσαν οι γυναίκες.

«Στην πλάτη κεντούσαν το δέντρο της ζωής, που φύτρωνε από μία γλάστρα. Το δέντρο εθεωρείτο στήριγμα του κόσμου και σύμβολο αιωνιότητας. Στην κορυφή του δέντρου ήταν κεντημένος ο δικέφαλος αετός ως σύμβολο δύναμης και μεγαλείου. Κεντούσαν και παγώνια με μακριές ουρές ως σύμβολο υπεροχής και ομορφιάς. Το δέντρο είχε ρόδακες, φυλλαράκια, μικρά λουλουδάκια, κλαριά. Αλλού η χρυσή κλωστή ήταν βαλμένη μονή και αλλού διπλή ή και τριπλή. Στο κέντρο από τα λουλούδια και τους ρόδακες ήταν απλικαρισμένο μικρό χρωματιστό μετάξι. Η ίδια τεχνική του απλικαρίσματος χρησιμοποιείτο για τη γλάστρα του δέντρου και το σώμα του αετού».

Εκτός από το πεσελί φορούσαν και τη γιακέττα, τόσο τις Κυριακές, όσο και τις καθημερινές. Η κυριακάτικη ήταν συνήθως φτιαγμένη από βελούδο ή μετάξι διαφόρων χρωμάτων· η χειμωνιάτικη ήταν μάλλινη, η δε καλοκαιρινή ήταν φτιαγμένη από τσίτι. Ήταν κοντή με λαιμόκοψη. Στο κάτω μέρος εμπρός είχε πιέτες πλακωτές, οι οποίες έφθαναν αρκετά πιο πάνω από τη μέση του στήθους και κούμπωνε με σούστες από τις πιέτες και πάνω.

 

Κάλτσες και Παπούτσια

Οι γυναικείες κάλτσες ήταν πλεκτές, μάλλινες ή βαμβακερές. Συνήθως ήταν άσπρες. Έφθαναν ως το γόνατο και τις δένανε με κορδέλες ή καλτσοδέτες. Φορούσαν όμως για καθημερινή χρήση κάλτσες καφέ που τις βάφανε με καρυδότσουφλα. Στην περιοχή του Όρους φορούσανε μαύρες κάλτσες. Τις έπλεκαν με πέντε βελόνες εκ των οποίων τη μία την έβαζαν στην σκαλτσουνόροκα, δηλ. ένα τρύπιο ξύλο όπου έμπαινε μέσα ή βελόνα.

 

Κεφαλόδεσμοι

Στη νεοελληνική γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά, ο κεφαλόδεσμος έχει ιδιαίτερη σημασία. Απ’ αυτόν αναγνωρίζεται η περιοχή, η κοινωνική θέση της γυναίκας, αν είναι κοπέλα, παντρεμένη ή χήρα. Επιπλέον, οι κεφαλόδεσμοι διακρίνονται σε γιορτινούς και καθημερινούς. Απαρτίζονται δε από την κόμμωση, τα δεσίματα, τις μαντίλες και το στόλισμα

Οι κεφαλόδεσμοι της Κέρκυρας παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις διάφορες περιοχές, αλλά και ανάμεσα στα χωριά της ίδιας περιοχής. Στη Λευκίμμη, οι κοπέλες είχαν τα μαλλιά τους κοτσίδες, τα έδεναν σαν στεφάνι στο κεφάλι τους και επάνω φορούσαν μαντήλι. Στην περιοχή της Μέσης, φορούσαν κλαρωτά κίτρινα ή άσπρα μαντήλια με λουλούδια κόκκινα και φύλλα πράσινα.

Μέχρι την δεκαετία του 1960, οι χωρικές φορούσαν πάντα μαντήλια και απέφευγαν να βγαίνουν έξω με κεφάλι ακάλυπτο. Οι μαντίλες στην Κέρκυρα ήταν λευκές ή κρεμ. Μόνο οι κοπέλες φορούσαν χρωματιστά μαντήλια.

 

Κοσμήματα

Απαραίτητο συμπλήρωμα της κερκυραϊκής νυφιάτικης και γιορτινής στολής ήταν τα χρυσά στολίδια. Τα κοσμήματα ήταν δώρα του γαμπρού προς τη νύφη και μαρτυρούσαν την οικονομική κατάσταση του ζεύγους.

Τα κοσμήματα της Κέρκυρας έμοιαζαν με αυτά της Λευκάδας και ιδίως μ’ αυτά της Κάτω Ιταλίας. Τα σχέδια ήταν ιταλικά αλλά τα επεξεργάζονταν επιδέξια Κερκυραίοι τεχνίτες.

Οι κοπέλες, από πολύ νεαρή ηλικία, φορούσαν σκουλαρίκια. Όταν γίνονταν νύφες, οι γονείς τους χάριζαν μαζί με τα άλλα και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια.

 

Τα κερκυραϊκά σκουλαρίκια είναι πολλών ειδών: τριάπιδα (τρία κρεμαστά από κρίκο σε σχήμα αχλαδιού), βεργέτες (μεγάλα κρεμαστά σκουλαρίκια), μποκολέτες (μακριά με κόκκινη πέτρα), καμπάνες (σε σχήμα καμπάνας), κλωσσαριές (στρογγυλά με μαργαριτάρια), κουμπιά (μπουμπούλια ολοστρόγγυλα), δάκρυα (σταγονοειδή), κρίκοι, τορκίνες, μασουρέτες, κουλούρες, λαουρέτες, λαουράδες κ.ά.

Τα σκουλαρίκια αποτελούσαν ένα μικρό τμήμα του όλου κύκλου των γυναικείων κοσμημάτων. Τα υπόλοιπα κοσμήματα, αλυσίδες, μενταγιόν, σταυροί, καδένες, στηθοβελόνες, βελόνες, καρφίτσες, πόρπες, βραχιόλια, δακτυλίδια κ.ά., δείγματα εξαιρετικής λαϊκής παραδοσιακής τέχνης, συμπλήρωναν τη φιλαρέσκεια της Κερκυραίας.

 

Υφάσματα

Για την κατασκευή των υφασμάτων, χρησιμοποιούσαν λινάρι και μαλλί. Το λινάρι καλλιεργείτο στη Λευκίμμη και στη Βόρεια Κέρκυρα. Το μαλλί προερχόταν από τα πρόβατα που υπήρχαν στο νησί.

Το λινάρι το γνέθανε και, αφού γινόταν νήμα, στη συνέχεια το δουλεύανε στον αργαλειό. Από αυτό κάνανε τα πουκάμισα αντρών και γυναικών, σεντόνια κ.ά. Το μαλλί των προβάτων, το έπλεναν και το στέγνωναν στον ήλιο. Μετά το κτενίζανε στα λανάρια για να ξεχωρίσουν το μακρύ μαλλί και το υφάδι από το κοντό, τα οποία πηγαίνανε στον αργαλειό για τα υφάσματα, τις κουβέρτες κ.ά.

Χρησιμοποιούσαν, επίσης, υφάσματα βαμβακερά και βελούδινα αγορασμένα από εμπόρους και ναυτικούς.

Πηγή: greekcultureellinikospolitismos.wordpress.com

 





Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ


 

 

Μια εξαιρετική εργασία για τις τοπικές ενδυμασίες των χωριών του κάμπου της Νάουσας από τον εκπαιδευτικό και συγγραφέα Χρήστο Ζάλιο, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΝΙΑΟΥΣΤΑ τεύχος 138 (Ιανουάριος –Απρίλιος 2012).

 

 

Στις αρχές του 20ου αιώνα, πριν τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την έλευση των Ποντίων, στα χωριά του κάμπου της Νάουσας οι ντόπιοι κάτοικοι διατηρούσαν πολύ ζωντανά τα δικά τους ήθη και έθιμα. Η παραδοσιακή φορεσιά των κατοίκων και ειδικά η γυναικεία επίσημη φορεσιά, ήταν αυτή που έχει καταγραφεί από τους ερευνητές ως «παραδοσιακή φορεσιά Επισκοπής».

 

Η εντυπωσιακή αυτή φορεσιά βέβαια δεν ανήκε μόνο στην Επισκοπή όπου πιθανότατα την εντόπισε για πρώτη φορά κάποιος από τους παλιούς ερευνητές και έτσι της έμεινε ο χαρακτηρισμός «φορεσιά Επισκοπής», αλλά στους κατοίκους μιας ομάδας 12 περίπου χωριών που αποτελούν τα χωριά του κάμπου της Νάουσας. Τα χωριά του κάμπου της Νάουσας στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν : Λευκάδια (Γκολισιάνι), Κοπανός (Άνω Κοπανός), Χαρίεσσα (Κάτω Κοπανός), Μαρίνα (Τσαρμορίνοβο), Πολλά νερά (Φέτιστα), Επισκοπή, Πολυπλάτανος (Βοδενιώτικη Βέτσιστα), Αγγελοχώρι (Βέτσιστα), Ζερβοχώρι, Μονόσπιτα, Στενήμαχος (Χωροπάνι), Γιαννακοχώρι (Γιαννάκοβο) και Άγιος Γεώργιος (Γιάντσιστα) που ανήκει στη Βέροια.

 

Μέχρι πρόσφατα τα περισσότερα από αυτά τα χωριά ανήκαν στους Καποδιστριακούς Δήμους, Ανθεμίων και Ειρηνούπολης. Σήμερα μετά την εφαρμογή του Καλλικράτη διοικητικά ανήκουν και πάλι όπως παλιά στο δήμο της Νάουσας, ενώ εκκλησιαστικά αρκετά από αυτά ανήκουν στη μητρόπολη Εδέσσης.

 

Στα χωριά οι γυναίκες του σπιτιού ασχολούνταν όλο το χρόνο με τις αγροτικές ή κτηνοτροφικές εργασίες της οικογένειας. Όταν δεν είχαν εργασία στα χωράφια, ασχολούνταν με τον αργαλειό, το πλέξιμο και το κέντημα.

 

Έπρεπε από νωρίς να ετοιμάσουν την προίκα των νεαρών κοριτσιών της οικογένειας, καθώς και τα δώρα για τους συγγενείς των μελλοντικών γαμπρών. Έραβαν πουκάμισα, φουστανέλες, μαντήλια, πετσέτες, έπλεκαν κάλτσες, ποδιές και έφτιαχναν στον αργαλειό ζιλιά και βελέντζες για το μελλοντικό τους σπίτι.

 

Η παραδοσιακή φορεσιά κατά την Αγγελική Χατζημιχάλη διακρίνεται ανάλογα με τη χρήση της σε καθημερινή, γιορτινή και νυφική, ανάλογα με την ηλικία, δηλαδή κόρη, νύφη, νιόπαντρη, παντρεμένη χρόνια, ηλικιωμένη για τις γυναίκες και αντίστοιχα για τους άνδρες και ανάλογα με την κοινωνική τάξη.

 

Οι γυναικείες φορεσιές χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:

1. Οι φορεσιές με το σιγκούνι 

2. Οι φορεσιές με το καβάδι 

3. Οι φορεσιές με το φουστάνι.

 

Οι αντρικές φορεσιές χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες:

1. Η φουστανέλα 

2. Η βράκα.

 

Η παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά των χωριών του κάμπου της Νάουσας (που έγινε γνωστή ως φορεσιά Επισκοπής) είναι μια ιδιαίτερη και πολύ εντυπωσιακή φορεσιά της Μακεδονίας του 18ου - 19ου αιώνα. Αποτελείται από πολλά κομμάτια και εξαρτήματα και ξεχωρίζει για τα πλούσια κεντήματα και την ποιότητα των υφασμάτων της. Τα κορίτσια έπαιρναν ως προίκα όλο τον αναγκαίο ρουχισμό για κάθε περίσταση και ηλικία. Πλούσιες και φτωχές κόρες προικίζονταν με ρούχα και σκεπάσματα που αρκούσαν για να περάσουν όλη τους τη ζωή και περίσσευαν αφόρετα για να τα δώσουν προίκα στις κόρες τους. Πολλά από αυτά τα κατασκεύαζαν μόνες τους στον αργαλειό, τα χρυσά όμως κεντήματα στα φουστάνια, τους επενδύτες και τους κεφαλόδεσμους τα έφτιαχναν άνδρες ραφτάδες από τη Νάουσα, τη Βέροια και την Έδεσσα.

 

Η γυναικεία φορεσιά

 

Η γυναικεία φορεσιά των χωριών του κάμπου της Νάουσας ανήκει στις φορεσιές με καβάδι και αποτελείται από :

 

Πουκάμισο (κουσούλι)

Το γυναικείο κεντημένο πουκάμισο (βιζάνο κουσούλι) κατασκευάζεται από αγοραστό βαμβακερό πανί και έχει συρραμμένο κεντητό ποδόγυρο από βαμβακερό πουκάμισο του αργαλειού. Το πουκάμισο που φορούσαν οι ελεύθερες κοπέλες ήταν υφαντό (γκολένι παλαζότσε). Το ύφασμα με το οποίο το έφτιαχναν οι κοπέλες το ασπρίζανε και το ράβανε μόνες τους. Τα μανίκια του ήταν μακριά και μπροστά στο στήθος είχε άνοιγμα με κέντημα γύρω - γύρω και κάτω δυο φύλλα κεντημένα στον αργαλειό και ενωμένα με ραφή. Το πουκάμισο της νύφης ήταν το ίδιο, αλλά με περισσότερα χρυσά κεντίδια στο τελάρο.

 

Καβάδι

Το καβάδι φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κάτω από τον σαγιά. Καλύπτει το πουκάμισο αφήνοντας να φαίνονται μόνο τα κεντήματα στον ποδόγυρο και στην τραχηλιά. Είναι από κάμποτο υφαντό άσπρο, με μια φάσα από με­ταξωτό ή βελούδο γύρω στον ποδόγυρο και στα μακριά του μανίκια. Το μάκρος του φτάνει μέχρι τα κεντίδια του πουκάμισου. Για την κατασκευή του χρησιμοποιούσαν άσπρο αργαλίσιο πανί μαζί με ένα άλλο ύφασμα συνήθως ριγωτό για να στολιστεί στα μέρη που φαίνονται κάτω από το σαγιά.

 

Σαΐκ (Μανικωτός χειμωνιάτικος επενδύτης)

Ο χειμωνιάτικος σαγιάς (Σαΐκ), φοριέται πάνω από το καβάδι και είναι υφα­ντός στον αργαλειό. Στο μήκος είναι λίγο πιο κοντός απ' το καβάδι και ανοιχτός στο στήθος για να φαίνεται η τραχη­λιά. Αυτός που φοριόνταν από τις ηλικιωμένες ήταν μαύρος με χρυσοκέντημα γύρω από το άνοιγμα κι είχε μανίκια κοντά γυρισμένα στο κάτω μέρος σαν ρεβέρ, καλυμμένα με επίρραπτο κόκκινο βαμβακερό πανί (μπουχασί). Ο σαγιάς που φορούσαν οι νύφες ήταν άσπρος, κεντημένος στο χέρι με πολύχρωμες κλωστές. Τα πλαϊνά του σαγιά (οι πόλιες) που εί­χαν χρωματιστά κεντίδια πάνω σε άσπρο κάμποτο, τα σήκωναν και τα σκάλωναν στη μέση πίσω στο ζωνάρι.

 

Σαγκία (Μανικωτός καλοκαιρινός επενδύτης)

Σαγκία, είναι ο καλοκαιρινός σαγιάς που φοριέται πάνω από το καβάδι και είναι φτιαγμένος με το ίδιο ύφασμα και στο ίδιο σχέδιο με τον χειμωνιάτικο, το σαΐκ.

Τα μανίκια έχουν άνοιγμα 5εκ., ώστε τα μανικέτια τους να γυρίζουν προς τα έξω και να φαίνονται. Ως προέκταση των μανικιών πολλές φορές χρησιμοποιούσαν επίρραπτα μανίκια από σαγιά. Η καθημερινή καθώς και η γιορτινή Σαγκία ήταν σε χρώμα μπλε σκούρο ενώ η νυφιάτικη ήταν άσπρη.

 

Μανίκια

Τα πρόσθετα μανίκια από σαγιά φθάνουν ως λίγο πάνω από τον αγκώνα και έχουν πλαϊνό άνοιγμα 15εκ. Είναι φτιαγμένα από χοντρό, αργαλίσιο βαμβακερό πανί, ντυμένο στο μεγαλύτερο μέρος του με λεπτό μάλλινο εμπριμέ ύφασμα.

 

Ζωνάρι (ομπρεγκάτς), φοριέται στη μέση πάνω απ’ το σαγιά και είναι υφαντό στον αργαλειό.

 

Η ποδιά (πριγκάτς) είναι μάλλινη, φτιαγμένη από δύο φύλλα υφάσματος ενωμένα οριζόντια, έτσι που το μήκος του υφάσματος γίνεται φάρδος της ποδιάς. Στο πάνω μέρος της είναι στριφωμένη κατά 5 εκ. για να περνά το κορδόνι με το οποίο η ποδιά δένεται γύρω από τη μέση. Φοριέται πάνω από το ζωνάρι, δένεται στην κάτω άκρη του ζωναριού και είναι κοντή πάνω απ' το γόνατο με κρόσσια γύρω - γύρω και διάφορα σχέδια φτιαγμένα στον αργαλειό.

 

Τραχηλιά (ογκαρλία), είναι με­ταξωτή, υφαντή, συνήθως άσπρη κεντημένη στο χέρι. Μπαίνει στο άνοιγμα του σαγιά στο στήθος κάτω απ' το κα­βάδι.

 

Κάρπα ή γουμπιλέν (μαντίλι κεφαλής), είναι το άσπρο νυφιάτικο μαντίλι υφασμένο από τις γυναίκες και κεντημένο στον αργαλειό. Η κάρπα τυλιγόταν γύρω από το καλπάκι, που ήταν τοποθετημένο λοξά πάνω στο κεφάλι.

 

Η μαντήλα που διπλωμένη σε τρί­γωνο ήταν ριγμένη στους ώμους και οι άκρες της έμπαιναν μέσα στη ζώνη.

 

Το κολάνι μπαίνει στη μέση πάνω από το ζωνάρι και αποτελείται από μια ζώνη από μαύρο βελούδο με χρυ­σό κέντημα και πούλιες, που μπροστά δένεται με ασημένιες πόρπες (πάχτες). Τα κολάνια είναι μαλαμοκαπνισμένα, σφυρήλατα και με εντυπωσιακή διακόσμηση.

 

Κεφαλοκάλυμμα

Το κεφαλοκάλυμμα είναι ένα από τα βασικά εξαρτήματα της ντόπιας γυναικείας φορεσιάς των χωριών του κάμπου της Νάουσας. Η νέα κοπέλα έβαζε το καλπάκι για πρώτη φορά στον γάμο της και μετά το φορούσε και ως παντρεμένη γυναίκα στις επίσημες εκδηλώσεις και τις γιορτές. Το καλπάκι ή κατσούλα, το κάλυμμα του κεφαλιού της νέας κοπέλας είναι κόκκινο φεσάκι, μυτερό, στερεωμένο με στενή λουρίδα πάνινη κάτω απ' το λαιμό και σκαλωμένη στα μαλλιά για να μη φύγει. Έβαζαν επίσης ένα μεγάλο φλουρί στο μέτωπο. Μαζί με την πάνινη λουρίδα περνούσαν κάτω από το λαιμό και μια ή δύο σειρές χάντρες (γκοστνίτσες). Οι αρραβωνιασμένες φορούσαν δεξιά κι αριστερά πολύχρωμα λουλούδια, φρέσκα το καλοκαίρι, ψεύτικα το χειμώνα. Οι νέες αργότερα φορούσαν και τσεμπέρι που το έδεναν στο πλάι. Οι παντρεμένες και οι νύφες φορούσαν το καλπά­κι ή κατσούλι μυτερό, οι νέες και οι αρραβωνιασμένες στολισμένο με λου­λούδια και οι ηλικιωμένες σκεπασμένο με μια άσπρη μαντήλα, που έδενε κάτω απ' το λαιμό.

 

Σε δημοσίευση του λαογράφου Γεράσιμου Καψάλη στο Δελτίον της Λαογραφικής Εταιρείας το 1917, περιέχεται το παρακάτω απόσπασμα που αναφέρεται στον κεφαλόδεσμο της γυναικείας φορεσιάς :

Οι παντρεμένες γυναίκες που ζουν στα χωριά (όπου οι κάτοικοι μιλούν εκτός της ελληνικής και το σλαβοφανές τοπικό ιδίωμα) γύρω από τη λίμνη των Γενιτσών, φορούν πάνω στο κεφάλι κάλυμμα που καταλήγει σε μυτερό κόκκινο φεσάκι, όταν τις ρωτάνε για το σχήμα και το χρώμα του κεφαλόδεσμου, απαντούν όπως και οι γυναίκες του Ρουμλουκιού, ότι είναι προνόμιο που δόθηκε στις προγόνους τους από το Μέγα Αλέξανδρο για την ανδρεία που έδειξαν σε κάποια μάχη, στην οποία οι άνδρες δείλιασαν! Ακόμη αναφέρεται ότι : Οι Βούλγαροι κομιτατζήδες κατά τη δράση τους στη Μακεδονία πριν το 1912, μεταχειρίστηκαν κάθε μέσο βίας και πειθούς για να πετύχουν την κατάργηση του συγκεκριμένου κεφαλόδεσμου, αλλά η περήφανη επιμονή των γυναικών αυτών των χωριών, έχοντας συνείδηση της ελληνικής καταγωγής τους και περηφάνια γιαυτήν, υπερίσχυσε των απειλών των κομιτατζήδων (Καψάλης, 1917).

 

Η τράκμα, φοριέται πάνω απ' το μέτωπο γύρω στο κεφάλι και είναι μια φαρδιά φάσα από σαγιά, κεντημένη όλη στο τελάρο με χρυσοκλωστή και άλ­λες πολύχρωμες κλωστές. Είναι ακόμη στολισμένη με καρφίτσες που τα κεφαλάκια τους έχουν σχήματα από λουλούδια ή πε­ταλούδες.

 

Τσουράπια

Οι κάλτσες που φορούσαν ήταν μάλλινες, πλεχτές, άσπρες ή πολύχρωμες με πολλά κεντήματα. Στο τελείωμά τους είχαν κορδόνι για να δένονται κάτω από το γόνατο.

 

Παπούτσια δερμάτινα, δετά μπροστά, με λίγο τακούνι, που έβαζαν μέσα κάποιο υλικό για να τρίζουν (τριζάτα).

 

Κοσμήματα

Κοσμήματα φορούσαν τα κιουστέκια (κιοστέκ) που ήταν ασημένιες αλυσίδες κρεμασμένες από τη μέση και πιασμένες με ασημένιες παραμάνες. Στο λαιμό στην τραχηλιά, φορούσαν γκιορντάνια με φλουριά που συνήθως ήταν δώρο του γαμπρού. Ακόμη φορούσαν βραχιόλια και σκουλαρίκια. Στη μέση έβαζαν το κολάνι (στενή, βελούδινη, κεντημένη ζώνη) που μπροστά έκλει­νε με ασημένιες, σκαλιστές πόρπες (πάχτες).

 

Αντρική φορεσιά

 

Η φορεσιά με τη φουστανέλα

Η παλαιότερη αντρική φορεσιά είναι αυτή με τη φουστανέλα. Αποτελείται από το πουκάμισο που γίνεται φουστανέλα, το άσπρο μπινιβρέκι, τις κάλτσες, το ζουνάρι, το γιλέκο που είναι είτε ανοικτό μπροστά είτε σταυρωτό, το πανωφόρι (φλοκάτα - τζουμπές - σουλτούκο) και το φέσι.

 

Το πουκάμισο είναι κεντημένο με πο­λύχρωμα κεντίδια στο γιακά, στα μανίκια και μπροστά στο κούμπωμα. Το πουκάμισο αυτό ήταν μακρύ ως κάτω από τα γόνατα και προς τα κάτω φάρδαινε αρκετά (με δώδεκα φύλλα) ώστε φορώντας το ζωνάρι να γίνεται φουστανέ­λα.

 

Το γιλέκο ήταν μαύρο ή σκούρο μπλε με πολλά χρυσά γαϊτάνια, αρκετά ανοιχτό μπροστά, για να φαίνεται το κε­ντημένο πουκάμισο. Ακόμη φορούσαν και σταυρωτό γιλέκο, αμάνικο που ραβόταν το καλό με ρούχο μαύρο ή μπλε και το κα­θημερινό με σαϊάκι. Το χειμώνα φορούσαν γιλέκο από τσόχα ενώ το καλοκαίρι από βελούδο.

 

Φέσι. 

Στο κεφάλι φορούσαν μαύρο φέσι από τσόχα, με μια φάσα γύρω από σατέν ύφασμα.

 

Τσουράπια 

Οι κάλτσες που φορούσαν ήταν μάλλινες, πλεγμένες στο χέρι, μακριές μέχρι το γό­νατο. Τα καλά τσουράπια ήταν άσπρα ή πολύχρωμα με πολλά κεντήματα. Στο τελείωμά τους είχαν κορδόνι για να δένονται κάτω από το γόνατο. Τα καθημερινά ήταν μαύρα, πλεγμένα με χοντρό νήμα από μαλλί.

 

Τα παπούτσια ήταν μαύρα σκαρπίνια. Για καθημερινά στην εργασία φορούσαν τα γουρουνοτσάρουχα.

 

Η φορεσιά με το σαλβάρι

 

Σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας συνηθισμένη ήταν και η φορεσιά με το σαλβάρι. Αυτή αποτελούνταν από το φέσι, το σαλβάρι, το ζουνάρι για τη μέση, το γιλέκο, το πουκάμισο, τα τσουράπια, τα γεμενιά και κάποιο είδος καλοκαιρινού ή χειμωνιάτικου επενδύτη. Σαλβάρι, είδος παντελονιού που είναι φαρδύ στο πάνω μέρος και σφίγγει αμέσως κάτω από το γόνατο. Στη μέση στερεώνεται με βρακοζούνα ή κορδόνι περασμένο σε βρακοθηλιά. Τα καλά σαλβάρια είναι ραμμένα από μαύρο ή μπλε ρούχο και τα καθημερινά από μαύρο σαϊάκι. Το ζωνάρι που χρησιμοποιούσαν για τη μέση ήταν μαύρο μάλλινο υφαντό 2-3 μέτρα.

 

Αργότερα στη δεκαετία 1920 και μετέπειτα, φορούσαν τη μπολμπότσα, μαύρο μάλλινο φαρδύ παντελόνι που το στήριζαν στη μέση με κορδόνι, καθώς και ένα άλλο είδος παντελονιού που ήταν από το γόνατο και κάτω εφαρμοστό στη γάμπα.

 

Τα εσώρουχα που χρησιμοποιούσαν και στους δύο τύπους της αντρικής φορεσιάς είναι το κατασάρκι (φανέλα με μακριά μανίκια) και το μπινιβρέκι (μακρύ σώβρακο μέχρι τους αστράγαλους), που ήταν βαμβακερά για το καλοκαίρι και μάλλινα για το χειμώνα.

 

Βιβλιογραφία

 

1. Ζάλιος Χρήστος, Παραδοσιακοί Χοροί Ήθη και Έθιμα της Νάουσας, Νάουσα 2009.

2. Ζώρα, Π. 1981, Κεντήματα και κοσμήματα της ελληνικής φορεσιάς, Αθήνα, ΥΠ.ΠΟ - Μ.Ε.Λ.Τ.

3. Καψάλης Γεράσιμος, Λαογραφικά εκ Μακεδονίας, Λαογραφία, Δελτίον της Λαογραφικής Εταιρείας, τόμος Στ΄, έτος 1917, σελ.464-465

4. Κορρέ-Ζωγράφου, Κ. 1991, Νεοελληνικός κεφαλόδεσμος, Αθήνα.

5. Λαδά-Μινώτου Μ. 1999, Κοσμήματα της ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς. 18ος - 19ος αι., Αθήνα, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος.

6. Λύκειο των Ελληνίδων Βέροιας, ΗΜΑΘΙΑ ΕΡΑΤΕΙΝΗ. Λαογραφικά της Ημαθίας, Βέροια 2003.

7. Παπαντωνίου, Ι. 1978, "Συμβολή στη μελέτη της γυναικείας ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς", Εθνογραφικά 1: 5-92, Ναύπλιο, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα.

8. Παπαντωνίου, Ι. 1992, Μακεδονικές φορεσιές, Ναύπλιο, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα.

9. Φωτογραφικό αρχείο Χρήστου Ζάλιου

10. Χατζημιχάλη, Α. 1983, Λαϊκή Φορεσιά. Οι φορεσιές με το καβάδι Β΄, (επιμ. Γιανναρά-Ιωάννου, Τ.) Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη - Μέλισσα.

 

Σημειώσεις

[1] Η φλοκάτα : είδος μακριού πανωφοριού χωρίς μανίκια, χρώματος μαύρου ή άσπρου, γινόταν από σκουτί, μάλλινο χοντρό ύφασμα με φλόκια, δουλεμένο στον αργαλειό.

[2] Ο Τζουμπές ή τσουμπές (αλλιώς και μπινίσια ή ντουλαμάδες), ήταν παλαιότερα μακρύς επενδύτης, με ή χωρίς μανίκια, κυρίως των ιερωμένων. Ήταν ανοικτός εμπρός έως κάτω. Τα πιο καλά ήταν επενδυμένα με γούνα από σαμούρι (κουνάβι). Συνηθίζονταν όμως να φέρεται και από λαϊκούς κυρίως εμπόρους και μεγαλόσχημους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σε αντιδιαστολή της μακριάς μπέρτας που έφεραν στην Ευρώπη.

[3] Σουλτούκο : μακρύς μάλλινος σκούρου χρώματος εξωτερικός επενδύτης

 

Πηγή: http://zaliosparadosi.blogspot.gr/2012/09/blog-post_3581.html

              http://ethnologic.blogspot.com

 






Γιατί στα χωριά της Ημαθίας οι γυναίκες φορούν περίτεχνο κεφαλόδεσμο που μοιάζει με την περικεφαλαία του Μ. Αλεξάνδρου;

 


Όταν οι Οθωμανοί κατέκτησαν τον 15ο αιώνα την περιοχή της Ημαθίας, έφτασαν σε μια περιοχή που κυριαρχούσε ο ελληνικός χριστανικός πληθυσμός. Ονόμασαν την περιοχή αυτή Ρουμλούκ ή Ουρουμλούκ. Ρουμ σήμαινε ο έλληνας ρωμιός και λουκ, ο τόπος. Το Ρουμλούκι ήταν για τους τούρκους κατακτητές ο Ελληνότοπος, ή αλλιώς η Γκραικοχώρα.

 

Ο κάμπος της Ημαθίας αποτελείται από πολλά χωριά που κρατούν την παράδοση και τα έθιμα των προγόνων τους. Αυτό που ξεχωρίζει είναι η αρχοντική γυναικεία φορεσιά και το «κατσούλι». Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο κεφαλόδεσμο που μοιάζει με το Ομηρικό και το Μακεδονικό κράνος.

 

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, το «κατσούλι» των γυναικών ανάγεται από τα χρόνια που έζησε ο Μέγας Αλέξανδρος. Ο θρύλος λέει ότι οταν ο στρατηλάτης βρισκόταν μακριά, η περιοχή απειλήθηκε και ξέσπασε μάχη. Τότε οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γέροντες, που είχαν μείνει στα χωριά, αμύνθηκαν και πολέμησαν θαρραλέα. Όταν επέστρεψε ο Μέγας Αλέξανδρος, πήρε μια περικεφαλαία και την έβαλε στο κεφάλι μια γυναίκας, αναγνωρίζοντας και τιμώντας τη μαχητικότητα και το σθένος τους.

 

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, κατά τη διάρκεια μιας αιματηρής μάχης, ορισμένοι στρατιώτες δείλιασαν. Όχι όμως και οι γυναίκες, που πήραν τα όπλα στα χέρια και ταυτόχρονα συνέχισαν να φέρνουν νερό και τρόφιμα το πεδίο της μάχης για να ενισχύσουν τους στρατιώτες. Για να ντροπιάσει τους άνδρες που δείλιασαν, ο Μ. Αλέξανδρος τους έβγαλε τις περικεφαλαίες και τις παρέδωσε στις τολμηρές γυναίκες.

 

Από τότε, το «κατσούλι» είναι αναπόσπαστο κομμάτι της γυναικείας φορεσιάς στο Ρουλμούκι. Ο συγκεκριμένος κεφαλόδεσμος έχει αρκετές παραλλαγές, ώστε να ξεχωρίζει κάθε χωριό που το φορά, αλλά και κάθε γυναίκα. Τα μικρά κορίτσια στο Ρουμλούκι είχαν τα μαλλιά τους πλεξούδες. Οι έφηβες κοπέλες φορούσαν ένα τσεμπέρι. Οι νύφες φορούσαν περίτεχνα «κατσούλια» με φούντες και πολλά χρυσαφικά. Έπειτα, όταν αποκτούσαν παιδιά, συνέχιζαν να το φορούν στην καθημερινότητα τους. Σε αυτήν την εκδοχή το «κατσούλι» ήταν πιο απλά διακοσμημένο.

 

Το σχήμα περικεφαλαίας στο «κατσούλι» έδινε μια μικρή ξύλινη κατασκευή – ο σαγιάς, γεμισμένη συνήθως με βαμβάκι. Ο τρόπος δεσίματος του ήταν μια περίπλοκη διαδικασία που αντιμετωπιζόταν ως ιεροτελεστία. Το «κατσούλι» αποτελείται από δύο λευκά μαντίλια, τον νταρμά και το τσεμπέρι και από ένα μαύρο, το μαφέσι. Τα κοσμήματα στο κεφάλι ήταν αρκετά, μεταξύ των οποίων, τα φλουριά, το ασημογιόρντανο και οι δαυλοί.

 

Πέρα από το «κατσούλι» και η φορεσιά του Ρουμλουκιού ξεχωρίζει για τη λιτότητα και την αρχοντιά της από τις υπόλοιπες ελληνικές ενδυμασίες. Εξαιτίας της αρχαιότητάς της έχει καθιερωθεί ως «Στολή του Γιδά», από ένα χωριό στο Ρουμλούκι. Η φορεσιά είναι αρκετά απλή, συνήθως μονόχρωμη και χωρίς πολλές στρώσεις από ρούχα, γεγονός που την ξεχωρίζει για άλλη μια φορά από τις πολύχρωμες παραδοσιακές ελληνικές ενδυμασίες.

 

Έμφαση δίνεται στο σώμα της γυναίκας που αναδεικνύεται μέσα από τη φορεσιά. Η μέση τονίζεται με το «ζουνάρι» που παραπέμπει σε αρχαίο μακεδονικό θώρακα. Τα υφάσματα της ενδυμασίας είναι όλα από βαμβάκι και υλικά από τον ίδιο τον τόπο.

 

Το Ρουμλούκι βρίσκεται στην πεδιάδα της Ημαθίας και απλώνεται κάτω από τις παρυφές των Πιερίων μέχρι τον παλιό βάλτο των Γιαννιτσών και κάτω από τα υψώματα της Βέροιας μέχρι τον ποταμό Καρά Ασμάκ, τον σημερινό Λουδία. Πρόκειται στην ουσία για μια περιοχή πολλών χωριών, ο αριθμός και η θέση των οποίων δεν ήταν πάντα σταθερός καθώς πολλά από αυτά ερήμωσαν ή πλυμμήρισαν από τα νερά του ποταμού Αλιάκμονα ο οποίος τα διέσχιζε. Κατά τα βυζαντινά χρόνια κύριο γνώρισμα όλων των χωριών ήταν η κοινή ντοπιολαλιά, η ενδυμασία και τα ίδια έθιμα.

 

Το 1912 η δυτική πλευρά του Ρουμλουκιού απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Σημαντικές υπήρξαν οι μάχες για την κατάληψη της σιδερένιας γέφυρας του Νησελίου και η μάχη του Καρά Ασμάκ. Το 1922 πολλοί πρόσφυγες από την Μικρά Ασία εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και δημιούργησαν νέα χωριά. Τα χρόνια του μεσοπολέμου, το Ρουμλούκι εξαιτίας της πλεονεκτικής του θέσης αποτέλεσε πόλο έλξης για τους εσωτερικούς μετανάστες και γνώρισε μεγάλη οικονομική ακμή. Μέχρι σήμερα, η παράδοση και η διατήρηση των εθίμων παραμένει ζωντανή στο Ρουμλούκι, μέσα από λαογραφικές και μουσικοχορευτικες εκδηλώσεις....

Πηγή: mixanitouxronou.gr







Η παραδοσιακή φορεσιά της Αράχωβας

 

Από το βιβλίο,

«Ο ΑΦΕΝΤΗΣ ΑΊ ΓΙΩΡΓΗΣ ΤΗΣ ΑΡΑΧΩΒΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΑΚΙ»

των Κ. Λούσκου και Ε. Νικολιδάκη

 



Η γυναικεία φορεσιά

Η πανέμορφη φορεσιά της Αραχωβίτισσας στο διάβα του χρόνου έχει απλοποιηθεί ως προς τα κεντήματα του πουκάμισου και το στόλισμα της κεφαλής. Πολύτιμες πληροφορίες για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της αραχωβίτικης φορεσιάς διέσωσε κυρίως η έρευνα της λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη, η ντόπια παράδοση, αλλά και οι περιγραφές των περιηγητών.

 

Συγκεκριμένα, το πουκάμισο της παλιάς φορεσιάς ήταν άσπρο βαμβακερό υφαντό χονδρό για την καθημερινή χρήση και λεπτότερο το γιορτινό. Το νυφιάτικο μπορούσε να είναι και μεταξωτό σε κόκκινο μουντό χρώμα, βαμμένο με ριζάρι. Το πουκάμισο το κεντούσε η Αραχωβίτισσα με στριφτά μετάξια, που τα έβαφε η ίδια. Πρέπει να σημειώσουμε, ότι το παλιό πουκάμισο δεν είχε μανίκια. Γι’ αυτό πάνω απ’ το πουκάμισο φορούσαν τον τζάκο. Ήταν ένα είδος μπούστου με μανίκια ολοκέντητα με κεντήματα έξοχης τέχνης, τα γνωστά ως “Αραχωβίτικα”.

 

Αργότερα ο τζάκος καταργήθηκε και τα μανίκια μπαίνουν πια στο πουκάμισο, που έγινε μακρυμάνικο. Δυστυχώς όμως, όπως σημειώνει η Αγγελική Χατζημιχάλη, “τότε χάθηκαν και τα περίφημα κεντήματα, τα γνωστά ως Αραχωβίτικα, που ξεχώριζαν ανάμεσα στα κεντήματα της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου για τις σχηματοποιημένες ανθρώπινες μορφές τους. Σε μερικά από τα κεντήματα αυτά η αυστηρή σχηματοποίηση του ανθρώπινου σώματος αγγίζει τις πιο πρωτότυπες μορφές της Ελληνικής έκφρασης”. Μερικά από τα ανεκτίμητα αυτά κεντήματα βρίσκονται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη. Αξιοσημείωτο είναι, ότι στο ίδιο Μουσείο υπάρχει πουκάμισο παλιό από φορεσιά της Εύβοιας, που το σχέδιο του κεντήματός του ονομάζεται “Αράχωβα” απόδειξη της φήμης, που είχαν τα κεντήματα της Αραχωβίτικης φορεσιάς.

 

Εκτός όμως από τον τζάκο καταργήθηκε και ο κεφαλόδεσμος. Παλιά η Αραχωβίτισσα φορούσε στο κεφάλι μικρό κόκκινο φέσι κεντημένο γύρω γύρω με φλουριά, “το φλωρόφεσο”. Αυτό στερεωνόταν στο κεφάλι με “το καμ(π)τσέλι”, λουρίδα που περνούσε κάτω από το σαγόνι το φλωρόφεσο φοριόταν στη νυφιάτικη και γιορτινή φορεσιά. Αν το φέσι είχε ασημένια νομίσματα, το έλεγαν “ταλαρόσκουφα”. Μετά τα 40 χρόνια της, η Αραχωβίτισσα το φέσι με τα νομίσματα το αντικαθιστούσε με κόκκινο σαρίκι, κεντημένο.

 

Τον κεφαλόδεσμο συμπλήρωνε στη νυφιάτικη φορεσιά “η μεταξωτή σκέπη με τα “τζερτζέφια” (=κεντήματα). Αυτή κάλυπτε το κεφάλι κι έπεφτε ελεύθερη ως κάτω από τη μέση. Ήταν περίπου 3 πήχεις μήκος. Την έλεγαν και “τσεβρέ”. Στη γιορτινή φορεσιά φοριόταν η διάφανη μεταξωτή “μπόλια”. Το χειμώνα φορούσαν “την μπαρέζα”, σκέπη μάλλινη.

 

Ο στολισμός της κεφαλής συμπληρωνόταν με την κοτσίδα, που τη στόλιζαν με νομίσματα. Στα 1676 ο περιηγητής Spon αναφέρει, πως οι Αραχωβίτισσες εκτός από τη φούστα και τα μανίκια τους στόλιζαν με νομίσματα και την κοτσίδα τους. Στο στόλισμα των μαλλιών “με τσαμπιά από κουμπάκια” αναφέρεται και ο Thomson στα 1730. Στα 1835 ο περιηγητής Cornille αναφέρεται στη συνήθεια να στολίζουν την κοτσίδα με νομίσματα. Τα κρεμούσαν από γαϊτάνι, που το έπλεκαν μαζί με την κοτσίδα.

 

Άλλα κοσμήματα των μαλλιών ήταν “τα πεσκούλια”, φούντες από μαύρο ή κρεμεζί μπιρσίμι και χρυσές κλωστές, που κρέμονταν από “ξενοκοτσίδα”, δηλ. πρόσθετη μακριά πλεξούδα από μαλλί προβάτου. Κοσμήματα επίσης, της κοτσίδας ήταν και “τα ασημένια μασούρια”, που τα στερέωναν στην άκρη της.

 

Στην παλιά φορεσιά οι κάλτσες ήταν μάλλινες από σαγάκι (μάλλινο ύφασμα της νεροτριβής). Δεν είχαν πατούσα και “το σκαρπίνι”, ένα σκοινί που περνούσε κάτω από το πέλμα, τις κρατούσε τεντωμένες στο πόδι. Κάτω από τα γόνατα τις έσφιγγαν με κεντημένες “γονατάρες” (=καλτσοδέτες). Στα πόδια φορούσαν τσαρούχια με θηλιές, “τα γουρνοτσάρουχα”. Αργότερα οι “σαγακιένιες κάλτσες” αντικαταστάθηκαν από άσπρες μάλλινες πλεγμένες με καλτσοβέλονες. Οι καθημερινές κάλτσες ήταν στολισμένες με πολύχρωμα σχέδια.

 

Πλούσια ήταν και τα κοσμήματα της παλιάς φορεσιάς : Τα “φληκωτάρια” (=θηλυκωτάρια), ήταν οι πόρπες, που έπιαναν το σιγκούνι κάτω απ’ το στήθος. Στο λαιμό φορούσαν “αράδα το τζιουρντάνι”. Στο στήθος “τις αλυσίδες με το π’λί” (=δικέφαλος με γάντζο, που καρφώνεται στο σιγκούνι συγκρατώντας τις αλυσίδες με το χαϊμαλί). “Το αρμάθι με τα φλουριά” και “το σκοινί με τα μαργαριτάρια” ήταν, επίσης, κοσμήματα της φορεσιάς.

 

Στα 1843 ο περιηγητής Chenavard αναφέρεται στα “δυό φαρδιά σκουλαρίκια της Αραχωβίτισσας, που σμίγουν με μια αλυσίδα ψιλή, που κρέμεται κάτω απ’ το σαγόνι και κυματίζει σε σχήμα περιδέραιου”.

 

Ας δούμε τώρα την απλοποιημένη φορεσιά. Εκτός απ’ τον τζάκο καταργήθηκε και το φλωρόφεσο, που αντικαταστάθηκε με “το κόκκινο τσεμπέρι” πάνω απ’ το τσεμπέρι φόρεσαν “το κρεμεζί μαντήλι” στη θέση της στενόμακρης σκέπης ή της μπόλιας. Αργότερα τα δυό αυτά μαντήλια, “τα φακιόλια”, αντικαταστάθηκαν απ’ το σημερινό μεταξωτό λευκό κεφαλομάντηλο, “τη γάζα με τα κουμπουρέλια”, που λέγεται και σκέπη.

 

Αλλά και το μακρυμάνικο κεντημένο πουκάμισο, “το γραφτό”, αντικαταστάθηκε με το μεταξωτό πουκάμισο (ουγιωτό, κουρκουτιαστό ή σκέτο).

 

Απαράλλαχτο παρέμεινε ως σήμερα το λευκό σιγκούνι της φορεσιάς από “σαγάκι”, όπως λέγεται το μάλλινο υφαντό ύφασμα και κατ’ επέκταση το καθημερινό σιγκούνι. Είναι κεντημένο με το “λαζούρ”, κόκκινη βαμβακερή κλωστή. Το νυφιάτικο και γιορτινό σιγκούνι έχει επένδυση τσόχας και είναι κεντημένο με χρυσογάιτανα.

 

Η παλιά “ρούχινη ποδιά” από κόκκινο ψιλονεσμένο υφαντό αντικαταστάθηκε παλιότερα απ’ τη βελούδινη βαθυκόκκινη ποδιά. Τα παραδοσιακά σχέδια, ροδιά, πύργος και κλάρα κεντιούνται ως σήμερα όμως γύρω στα 1900 καταργήθηκε ένα παλιότερο σχέδιο με δύο αντικρυστά πουλιά (σώζεται σε φωτογραφία).

 

Τα δύο χρυσοκεντημένα “ποδιόσκοινα” σε μαύρη τσόχα συγκρατούν την ποδιά και δένονται μπροστά καταλήγουν σε χρυσά γαϊτάνια με δύο χρυσές φούντες, όπως και στην παλιά φορεσιά.

 

Ο φκάς (=φουκάς), το μεγάλο ζωνάρι (μάκρος 3μ. και φάρδος 0,20 εκ.), διπλωμένος στα δύο στο μάκρος, τυλιγόταν δυό – τρεις βόλτες κάτω απ’ τη μέση σφίγγοντας το σιγκούνι. Ο φκάς από παλιά ως σήμερα έχει χρώμα κόκκινο για τις κοπέλες για τις παντρεμένες είναι μαύρος ριγωτός ή σκέτος.

 

Στην παλιά φορεσιά απαραίτητο ήταν και “το μαντηλάκι με τη χρυσή μπιρμπίλα”, ολόγυρα, που στερεωνόταν στο ποδιόσκοινο κι έπεφτε πάνω στην ποδιά.

Σημαντική είναι η έρευνα της Αγγελικής Χατζημιχάλη για την καταγωγή της φορεσιάς. Συγκεκριμένα το πουκάμισο, που στο Βυζάντιο λεγόταν “καμίσιον”, κατάγεται από το χιτώνα για τούτο και στην αρχική του μορφή έλειπαν τα μανίκια. Ο τζάκος κατάγεται από το βυζαντινό “τζιτζάκιον”. Το καπιτσάλι (=καμτσέλι), υποσιαγώνια λουρίδα, που συγκρατεί το σκούφο, αναφέρεται επίσης στα βυζαντινά κείμενα, το ίδιο και η σκέπη. Το συγκούνι είναι η εξέλιξη από το βυζαντινό “σαγίον”, ρούχο υφαντό από γιδόμαλλο, που χρησίμευε για προφύλαξη από το κρύο.

 

Η ανδρική φορεσιά

Όσο για την ανδρική φορεσιά, ουσιαστικά δεν άλλαξε στο χρόνο. Η φουστανέλλα, η χαρακτηριστική φορεσιά της ηπειρωτικής Ελλάδας, είναι “τετρακοσάρα” ή “τρακοσάρα” (ή και στενότερη), ανάλογα με τα λατζόλια.

 

Πάνω απ’ το λευκό χασεδένιο πλατυμάνικο πουκάμισο φοριέται “το σουκάρδ” δηλ. “το εσωκάρδιον”, γιλέκο κεντημένο με μεταξωτά γαϊτάνια.

Στη μέση το πλατύ ζωνάρι. Οι άσπρες κάλτσες είναι καλοτεντωμένες με “τα τσαγγόλουρα” και δένονται κάτω απ’ τα γόνατα με “τις γονατάρες” (=καλτσοδέτες), που είναι υφασμένες στον αργαλειό με χρωματιστά μετάξια και συχνά έχουν κεντημέν το όνομα του παλληκαριού και χρονολογία ήταν συνήθως δώρα νυφιάτικα.

 

Τα καλά τσαρούχια με τη μαύρη μεγάλη φούντα στη μύτη και “η ατλαζένια σκούφια” στο κεφάλι, συμπληρώνουν τη λεβέντικη φορεσιά. Ομορφοστολισμένη είναι και η “δεύτερη φορεσιά” για καθημερινή χρήση :  “Η καμ’ζόλα και ο ντουλαμάς”.

 

Ας δούμε όμως τους στίχους του αραχωβίτη λαϊκού ποιητή Δ. Γιαννακόπουλου, που κάνει ποίηση την αραχωβίτικη ανδρική φορεσιά :

 

“Ποιος είδε και δε θάϊμαξε την ατλαζένια σκούφια,

πόχει τερτήρια γύρωθε με μεταξένια χάρτσα,

τη λυγερή κορμοστασιά, τη μαύρη πουκαμίσα,

με τις πολλές κουφόπιεττες και με κουμπιά λουσάτα,

με τα γαζιά τα’ απανωτά, που παρασταίνουν φίδια…”

 

 

Πηγή: panigiraki.gr








Παραδοσιακές ενδυμασίες Χίου

Λαογραφικό Μουσείο Καλλιμασίας Χίου

 

 


Γυναικεία επίσημη:
Επειδή στη γυναικεία στολή υπήρχαν πολλές παραλλαγές, έγινε μια προσπάθεια να περιγραφούν οι ενδυμασίες, που είχαν κοινά στοιχεία στα περισσότερα χωριά. Πάντως η μεγαλύτερη διαφορά που τις ξεχώριζε ήταν στο δέσιμο του κεφαλομάντηλου. Οι γυναίκες εσωτερικά φορούσαν:
α) Την ποκαμίσα
β) Την καμιζόρα ή μισοφόρι
γ) Το βρατσί ή βρακί, φαρδί, συνήθως καμποτένιο, κεντημένο στις κάτω άκρες.

 

Στη μέση έδενε με βρακοζώνα. Εξωτερικά φορούσαν:
α) Το μπούστο
β) Τα μπρουτζούκια
γ) Τη φούστα ή ποδιά
δ) Το ζακετάκι ή σαμάρι ή καμουχάς
ε) Τον τσερβέ
στ) Τη στόφα ή στηθόπανο ή γεμενί
ζ) Στο κεφάλι φορούσαν τη σκούφα ή ντουβέτα, από πάνω το πεσέτο και το στρούντζο ή στρουγγί, για να σφίγγει τα μαλλιά. Από πάνω φορούσαν το σαρίκι ή κεφαλομάντηλο.

 

Οι νυφικές στολές έμοιαζαν με τις γιορτινές, ήταν όμως φτιαγμένες με μεγαλύτερη επιμέλεια και πολλά – πολλά κεντήματα.
Οι γυναικείες, καθημερινές ως επί το πλείστον, φορούσαν ζακετάκι και μακρύ ως τους αστραγάλους εξωτερικό μισοφόρι. Μπροστά φορούσαν κοντή μπροστέλλα (ποδιά). Στο κεφάλι φορούσαν το μαντήλι, που εξείχε πάνω από το μέτωπο ή και σκούφια μεγάλη, που άφηνε ελεύθερο μόνο το πρόσωπο για να μην τις μαυρίσει ο ήλιος.

 

Ανδρική επίσημη:
Οι άνδρες σ’ όλα τα χωριά φορούσαν τη γνωστή νησιώτικη παραδοσιακή ενδυμασία, με μικρές παραλλαγές.
Εσωτερικά φορούσαν άσπρη πουκαμίσα, καμποτένια ή διμιτένια, κεντημένη στη λεμωσιά. Εξωτερικά φορούσαν:
α)Το φαντό πουκάμισο
β)Το γιλέκο
γ) Η βράκα ή σέλλα ή σαλβάρι Έδενε με βρακοζώνα στη μέση.
δ) Το ζωνάρι. Είχε πλάτος γύρω στα 15 εκατοστά και μήκος 2 έως 2,5 μέτρα.
ε) Ο σουρτούκος. Ήταν ένα είδος παλτού, που τον φορούσαν τον χειμώνα.
στ) Στο κεφάλι φορούσαν σκούφο βελούδινο ή φέσι ή και μαντίλα. Οι Καλαμωτούσοι φορούσαν μαντίλα, που σταύρωνε μπροστά κι άφηνε ακάλυπτο όλο το πρόσωπο.

ζ) Στα πόδια φορούσαν τα λεγόμενα τουρλούκια. Ήταν κάλτσες χοντρές υφασμάτινες ή πλεκτές.

η) Τέλος οι κουντούρες ήταν χοντρά παπούτσια παντοφλέ, συνήθως μαύρα. Τις καθημερινές φορούσαν τα γεμενιά (χοντροπάπουτσα), ενώ πολλοί κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι.


Ανδρική καθημερινή: Τις καθημερινές οι ενδυμασίες ήταν απλές και από φτηνά και γερά υφάσματα. Στο κεφάλι, σχεδόν όλοι, φορούσαν μαντήλες άσπρες ή πολύχρωμες, που έδεναν διαφορετικά, ανάλογα με τις τοπικές συνήθειες. Όλοι επίσης φορούσαν τη μπροστέλλα ή προστέλλα (ποδιά), μονόχρωμη ή ριγωτή, που΄ δενε με κορδόνια κι είχε στη μέση ή στην άκρη δεξιά μια μεγάλη τσέπη. Οι Πυργούσοι φορούσαν διαφορετική ενδυμασία, την «ποδιά». Αυτή αποτελούνταν από το βρατσί (άσπρο στενό παντελόνι), την πουκαμίσα, το ζωνάρι, το γιλέκο, τον τσερβέ (κεντητό μαντήλι που΄πεφτε στην πλάτη), τον σκούφο ή η μαντήλα, η μπροστέλλα, τα τουρλούκια κι οι κουντούρες.

 

Το κείμενο είναι από το βιβλίο “Μιάν βολάν τσ΄έναν τσαιρόν ήτον…” του Γιάννη Κολλιάρου

 

Πηγή: archaiologia.gr





Φορεσιά της Επισκοπής

 

   
                              

Ως φορεσιά της Επισκοπής αναφέρεται η τοπική γυναικεία ενδυμασία στην Επισκοπή Νάουσας Ημαθίας και σε άλλα δέκα ή δώδεκα περίπου πεδινά χωριά στα βορειανατολικά της Νάουσας. Η συγκεκριμένη φορεσιά πήρε την ονομασία της από το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής, την Επισκοπή. Μοιάζει αρκετά με τη φορεσιά της Βεργίνας Βέροιας και του Ρουμλουκιού.

 

Είναι ίσως από τις λίγες γνωστές φορεσιές που οι γυναίκες ύφαιναν ολομόναχες, με εξαίρεση το κέντημα που κοσμούσε το νυφικό καβάδι, το οποίο αγόραζαν έτοιμο.

 

Η γυναικεία φορεσιά της Επισκοπής χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: στις φορεσιές με το σιγκούνι, με το καβάδι και με το φουστάνι. Γενικά ήταν παρόμοιες και μόνο η νύφη και η νιόπαντρη είχαν πιο ακριβά υφάσματα στις φορεσιές τους, περίτεχνα χρυσοποίκιλτα σχέδια όπως και διαφορετικό κεφαλόδεσμο.

 

Η φορεσιά αποτελείται από το κουσούλι, το καβάτι (καβάδι), το σαγιά ή σαγκιά ή σαϊκ, το κοντόσι, το ζουνάρι, την ποδιά, τη ζώνη με τα ασημένια κολάνια, τα τσουράπε ή τσάρνε και τα τσούλια ή τσέλια.

 

Το κουσούλι

Το κουσούλι ή πουκάμισο, το έραβαν και το κεντούσαν μόνες τους οι γυναίκες, όπως και όλα τους τα πουκάμισα -καθημερινά, γιορτινά και νυφικά. Όλα σχεδόν είχαν στα τελειώματα του υφάσματος ένα λεπτό κρεμεζί σκούρο γαϊτάνι, όπως επίσης και εσωτερικά στην τραχηλιά του πουκαμίσου. Όλα τα κουσούλια ήταν βαμβακερά, αλλά τα νυφικά και τα γιορτινά είχαν πιο περίτεχνο διάκοσμο με μεταξωτά κεντήματα, ασημί και χρυσές κλωστές ανάμεσα. Τα σχέδια που χρησιμοποιούσαν είχαν επίσης ονόματα ανάλογα με το κέντημα που απεικόνιζαν, το χτένι, η ρέδα, το κρυφτεξούλι. Τα κεντημένα πουκάμισα ονομάζονταν βιζάνο ή κουσούλια.

 

Το καβάδι

Το καβάδι ή καβάτ ήταν κατακόρυφα ανοιχτό μπροστά, φοριόταν πάνω από το πουκάμισο-κουσούλι και κάτω από τον σαγιά. Είχε άσπρο, χοντρό βαμβακερό ύφασμα –του αργαλειού. Τα μανίκια του ήταν στενά και μακριά ενώ στο ύψος του αγκώνα είχαν άνοιγμα και φάρδαιναν για να μπορούν οι γυναίκες να τα ανασηκώνουν για να δουλέψουν. Μετά την ύφανση, το ύφασμα πήγαινε στο ράφτη για τα κεντήματα μ’ ένα δεύτερο ύφασμα σκούρο, ριγωτό, βαμβακερό για τα καθημερινά καβάδια ή μ’ ένα βελούδινο με σταμπωτά λουλούδια ύφασμα για το νυφιάτικο καβάδι. Το νυφιάτικο καβάδι είχε κεντήματα στα μανίκια, στον ποδόγυρο και στην τραχηλιά με χρυσογάιτα, τεχρίλια και χρυσά πλεχτά κουμπιά. Όταν τριβόταν ένα καβάδι (από τη χρήση) το φυλούσαν και το έβαφαν μαύρο για να το φορέσουν στα γηρατειά τους οι γυναίκες.

 

Ο σαγιάς

Ο σαγιάς ή σαγκία ή το σαϊκ μπαίνει πάνω από το καβάδι. Η σαγκία, ο καλοκαιρινός σαγιάς, ήταν ραμμένη με το ίδιο ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για το καβάδι, βαμμένη γαλάζια σκούρα η καθημερινή και η γιορτινή, ενώ την κεντούσαν με ανοιχτόχρωμα μετάξια. Η νυφιάτικη σαγκία είναι στολισμένη στα μανίκια, τον ποδόγυρο και την τραχηλιά με σκούρες μεταξωτές κλωστές και σκούρες κρεμεζιές μικρές φούντες, ενώ κεντημένο είναι και το κομμάτι ύφασμα (άσπρος χασές) στα πλαϊνά εσωτερικά κομμάτια της σαγκίας, που φαίνονται όταν την ανασήκωναν προς τα πίσω. Το σαϊκ, ο χειμωνιάτικος σαγιάς, ακολουθεί τα πρότυπα της σαγκίας, όμως οι νέες γυναίκες χρησιμοποιούσαν λευκό μάλλινο σαγιάκι, ενώ οι ηλικιωμένες μαύρο.

Το κοντόσι, το ζουνάρι, η ποδιά

Το κοντόσι, ένα γιλέκο χωρίς μανίκια, το φορούσαν οι γυναίκες της Επισκοπής το χειμώνα πάνω από το σαϊκ. Ήταν από χοντρό μάλλινο ύφασμα, το σαγιάκι και φοδραρισμένο με γούνα. Το ζουνάρι ήταν ριγωτό με μαλλιά σε διάφορα χρώματα –κόκκινο, καφέ, κίτρινο, πράσινο και μαύρο. Ήταν ραμμένο λοξά για να σφίγγει τη μέση τους, το έδεναν πάνω από το σαγιά και στερέωναν την ποδιά πάνω του. Σπανιότερα, έδεναν την ποδιά πάνω από το καβάδι, φορούσαν το σαγιά και έδεναν τη ζώνη από πάνω. Η ποδιά - η καθημερινή- είναι συνήθως μαύρη, μάλλινη, με πολύχρωμα γεωμετρικά σχέδια και κατακόρυφες ρίγες. Η νυφική ποδιά είναι υφασμένη από μάλλινο, κόκκινο στιμόνι με χρυσή και ασημί κλωστή και φουντάκια που την κοσμούν στα δύο πλάγια χαμηλά.

 

Η ζώνη, τα τσάρνε, τα τσούλια

Η ζώνη ήταν μια λωρίδα από μάλλινο, μεταξωτό ή βελούδινο ύφασμα, χρυσοκεντημένη και με γαϊτάνια στις άκρες. Έκλεινε μπροστά με θηλυκωτάρια, τα επονομαζόμενα και κολάνια και την φορούσαν οι νύφες και οι νιόπαντρες πάνω από το ζουνάρι και την ποδιά. Τα τσάρνε ή τσουράπε ήταν πλεγμένα από τις γυναίκες και έφταναν λίγο κάτω από τα γόνατα. Είχαν σχέδια και κορδόνια για να τα δένουν, αφού μοιάζουν πολύ με κάλτσες. Τα καθημερινά τσάρνε είχαν πολύχρωμα σχέδια στα δάχτυλα και στις φτέρνες σε μαύρο μαλλί, ενώ τα νυφικά ήταν πλεγμένα με άσπρο μαλλί. Τα τσούλια ή τσέλια ήταν ένα είδος παπουτσιών, σαν παντόφλες.

 

Κεφαλόδεσμος και κοσμήματα

Οι γυναίκες ανάλογα με την ηλικία τους και τις περιστάσεις έβαζαν και διαφορετικό κεφαλόδεμα. Ο νυφικός κεφαλόδεσμος αποτελούταν από το καλπάκι με τη φούντα, τις άλυσες (αλυσίδες) με τα φλουριά, την κεντημένη τράκμα με τα φλουριά, τις άλυσες με τους παράδες ή τη μουνίστα, την κάρπα και τα πέρια. Τα κορίτσια και οι χρόνια παντρεμένες σχημάτιζαν τον κεφαλόδεσμό τους με τη μαύρη σκούφια, την κάρπα, το άσπρο τσεμπέρι και τα πέρια, ενώ τα κοσμήματα της φορεσιάς είναι το ασημένιο κολάνι, η τόκα, το γιορντάνι, και το κιουστέκι με τον ασημοσουγιά.

 

Πηγή: el.wikipedia.org









Γιορτινή φορεσιά Σκύρου



Ως γιορτινή φορεσιά της Σκύρου αναφέρεται η γυναικεία ενδυμασία που φοριόταν από τον γυναικείο πληθυσμό της Σκύρου των Βορείων Σποράδων κατά τις επίσημες περιστάσεις (γιορτές, γάμοι κλπ) και ήταν γνωστή στην τοπική ορολογία με τις ονομασίες χρυσή, αλλαμένα και νυφάδα.

Περιγραφή
Η φορεσιά αποτελείται από το κεντημένο από μετάξι εσωτερικό πουκάμισο, τον κοντό γυναικείο επενδύτη (γνωστό και ως μεντενέ), το καλό πουκάμισο το οποίο κατασκευαζόταν από δύο είδη υφασμάτων, τον καπχά (μεταξωτό ύφασμα που χρησίμευε ως εξάρτημα της φορεσιάς), το πολύπτυχο φουστάνι και τον αμάνικο επενδύτη που κάποιες φορές ήταν φτιαγμένος από πολύτιμα υλικά.

Τη φορεσιά συμπληρώνει ο κεφαλόδεσμος, ο οποίος αποτελείται από τέσσερα μέρη, το λευκό βαμβακερό μαντήλι, το κόκκινο μεταξωτό καπιτσάλι, τη μεταξωτή μπόλια και την καλύπτρα του κεφαλιού τον φτα, που αποτελεί το σημαντικότερο κομμάτι του κεφαλόδεσμου.

Το καπιτσάλι ή καπ(ι)τσέλι είναι μια υποσιαγώνια λουρίδα που χρησιμοποιείται ως εξάρτημα που συγκρατεί τον κεφαλόδεσμο σε αρκετές τοπικές φορεσιές της Ελλάδας, όπως αυτές της Αττικής, της Ελευσίανς, της Σκοπέλου και της Κύμης Ευβοίας. Κατασκευάζεται από ύφασμα, δέρμα ή μέταλλο και αρκετά συχνά είναι χρυσοκέντητο με χρυσές πούλιες. Λόγω του πλούσιου κεντήματός του συχνά χαρακτηρίζεται υποσιαγώνιο κόσμημα ενώ στην Σκόπελο, αναφέρεται και ως χρυσοκαπιτσέλι.

Ο στολισμός της φορεσιάς ολοκληρώνεται από μια χρυσή ζώνη και ασημένια κλειδωτήρια καθώς και από το κόσμημα του κεφαλιού.

Πηγή: el.wikipedia.org












Παραδοσιακή φορεσιά Καλύμνου


















Η γυναικεία φορεσιά αποτελείται από το καβάδι, το πουκάμισο, το μισοφόρι (άσπρο βαμβακερό με φραμπαλά), τη ζώνη και το τσεμπέρι. Το καβάδι έχει ανοιχτό μπροστά μπούστο για να φαίνονται τα κεντήματα του πουκάμισου από μέσα, φαρδιά μανίκια με γυριστές τις άκρες τους και με δύο πλαϊνά φύλλα μπροστά που το ένα σηκώνεται (το δεξί) για να περάσει μέσα από τη ζώνη. Τα καλύμνικα καβάδια φτιάχνονταν από τα ‘λυώνια’ μεταξωτά δηλαδή της Λυών, τα οποία διαδέχτηκαν τα μεταξωτά που έρχονταν από τα λιμάνια της Ανατολής, σε χρώματα συνήθως χρυσαφί, σκούρο πράσινο, βυσσινί ή μπλε με ψιλή ρίγα. Το χειμώνα συνήθως φορούσαν από πάνω και το κοντογέλεκο, από τσόχα ή βελούδο. Το πουκάμισο είναι υφαντό φτιαγμένο στον αργαλειό και κεντημένο στο κάτω μέρος, στα μανίκια και στο στήθος με γεωμετρικά σχέδια (σε σταυροβελονιά) σε λαϊκά θέματα (γλάστρες, κλώνους με φύλλα, λουλούδια). Η ζώνη είναι ριγωτή πολύχρωμη από βαρύ μετάξι, κροσσωτή στις άκρες. Στο κεφάλι φορούν το τσεμπέρι από πολύ λεπτό βαμβακερό ύφασμα, τουλπάνι με στάμπες, ζωγραφιστό στο χέρι με φυτικά χρώματα που απεικονίζουν λουλούδια, γλάστρες, στεφάνια και πουλιά. Η ελεύθερη συνήθως φοράει το τσεμπέρι με αητό, ενώ η παντρεμένη με στεφάνια. Μετά το καβάδι φορέθηκε πολύ το "καλύμνικο φουστάνι" που έχει περίπου ιστορία 200 χρόνων. Είναι αυστηρό και κλειστό στο λαιμό, με στενό κορσάζ, πιέτες μπροστά και φαρδιά σούρα πίσω.


 














Η ανδρική φορεσιά αποτελείται από το σαλουβάρι, μαύρη βράκα (νέοι και γαμπροί συνήθιζαν μπλε σκούρα), τσόχινητο χειμώνα και από λεπτό βαμβακερό ύφασμα το καλοκαίρι, με μακριά φουτουλιά (φουφούλα). Ακολουθούν: ένα ριγέ μεταξωτό ζωνάρι στη μέση, το γιλέκο (γιαλελί), σταυρωτό ή ανοιχτό, τσόχινο ή βελουδένιο, κεντημένο με μαύρα μπρισίμια και με στρογγυλά κουμπιά από κορδονέτο. Από πάνω φοριόταν η "σανταμάρκα", τσόχινο κοντογούνι καφέ, μαύρο ή μπλε, με μανίκια. Στο κεφάλι ένα μεγάλο κόκκινο φέσι που τό'λεγαν σκουφί, τσακισμένο προς τα πίσω, με το παπάζι, παχιά και μακριά μεταξωτή φούντα μπλε ή μαύρη, που το έφερναν προς τα εμπρός πάνω στον ώμο. Στα πόδια φορούσαν πλεκτές άσπρες κάλτσες τρυπητές ως το γόνατο, με κεντητές στα  πλάγια μπαρέτες. Ακόμη, καλτσοδέτες μαύρες υφαντές με μικρή φούντα στο πλάι και τα βρακάδικα, μαύρα παπούτσια παπαδίστικα. Οι τσοπάνηδες φορούν τα 'ποδήματα, μπότες από κατσικίσιο δέρμα.

Πηγή: dance-library.com










Ιστορία της ενδυμασίας στην Κομοτηνή

Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος



Στην Κομοτηνή, επειδή ο τόπος έβγαζε μετάξι, είχαν την συνήθεια όταν μια οικογένεια είχε κορίτσια να αυξάνουν την παραγωγή των κουκουλιών και αφού πουλούσαν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, κρατούσαν τα χρήματα για την προίκα και το υπόλοιπο το φύλαγαν με σκοπό να φτιάξουν κλωστές και να τις υφάνουν. Έτσι ετοίμαζαν περίφημα μεταξωτά για το σπιτικό τους, αρχίζοντας από τα πιο αραχνοΰφαντα τα γνωστά μπιρουτζούκια και φθάνοντας στα πιο βαριά.
Υπήρχε τότε ένα έθιμο κάθε κοριτσάκι, το πρώτο εργόχειρο που κεντούσε, να το έριχνε στο ποτάμι. Έτσι υφαίνοντας, κεντώντας και ράβοντας κάθε κορίτσι όταν έφθανε σε ηλικία γάμου, είχε έτοιμη και την προίκα της. Τότε άρχιζε να πηγαίνει στους χορούς. Εκεί γινόταν οι προξενιές. Το προξενιό συνήθως το έκανε η προξενήτρα ή ο παπάς. Αυτοί τα κανόνιζαν όλα και μέρα Κυριακή γινόταν ο αρραβώνας.

Η γυναικεία φορεσιά
Αρχίζοντας από το εξωτερικό φουστάνι αποτελείται συνήθως από μεταξωτό, σατέν, στάφες, μοναρίδες, χρώμα βυσσινί, κόκκινο, γαλάζιο, λιλά. Η φούστα πολύ σουρωμένη στη μέση, ήταν μακριά και όσο το δυνατόν πιο πλούσια στην εμφάνιση. Από το ίδιο ύφασμα συνεχιζόταν ένα μπουστάκι, χωρίς μανίκια μπροστά ανοιχτά και ενωμένο με την φούστα για να την συγκρατεί στη μέση. Πάνω από το μπουστάκι ένα βελουδένιο ή τσόχινο κοντογούνι, χρώμα κόκκινο, βυσσινί ή μαύρο. Με φαρδιά μακριά μανίκια (για να φαίνεται το πουκάμισο) κεντημένο με χρυσό τρία δάκτυλα φάρδος, γύρω - γύρω στο λαιμό, μανίκια, γιακά. Από μέσα ένα μεταξωτό άσπρο πουκάμισο υφαντό, με φαρδιά μανίκια που τελείωναν κεντημένα με βελόνα με άσπρο μετάξι. Την ίδια εργασία - είχε στο λαιμό και μπροστά.

Από μέσα ένα μεσοφόρι χασεδένιο με δαντέλα κάτω, έφθανε έως επάνω. Παπούτσια λουστρίνι, δετά, κάλτσες λευκές πλεγμένες στο σπίτι. Μια ζώνη επάνω από την μεταξωτή φούστα από βελούδο κόκκινο ή βυσσινί, κεντημένο όλο με χρυσό, μπροστά δε μια χρυσή αγκράφα. Την έλεγαν πυλέκα. Ήταν από δύο κομμάτια παντού χρυσή με διάφορα σχέδια και ιδίως λουλούδια. Στο κεφάλι φορούσαν στην αρχή τσεμπέρια, αλλά αργότερα τις άλλαζαν με φλούδες, τις έφερναν συνήθως από την Κωνσταντινούπολη ήταν από ψιλό μετάξι υφαντό το οποίο κεντούσαν γύρω - γύρω μόνες τους σχηματίζοντας λουλουδάκια κλπ.
Το δέσιμο στο κεφάλι γινόταν με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζεται ένα είδος τριαντάφυλλου στην δε κορυφή υπήρχε ένα φλουρί. Από κάτω τα μαλλιά τα κάνανε δύο ή περισσότερες πλεξούδες. Στο λαιμό είχανε ντούμπλες, φλουριά κωνσταντινάτα. Στα χέρια βραχιόλια με πολλές αλυσίδες και δαχτυλίδια.

Φορεσιά ανδρών
Ως εξωτερικό ένδυμα φορούσαν ένα σαλβάρι μαύρο ή καφέ ή μπλε από τσόχα κεντημένη με γαϊτάνι τρία δάκτυλα φάρδος. Ένα πουκάμισο λευκό, από χασέ κολλαριστό, το ράβανε οι γυναίκες τους και σχημάτιζαν μπροστά όλο πιέτες και οι πιέτες κάνανε σχήμα λουλουδιών. Τα πουκάμισα αυτά είχαν στενούς γιακάδες και μανικέτια το ονόμαζαν δε το καθαρό. Για το κολλάρισμα επειδή τότε δεν είχε κόλλα παίρνανε σιτάρι το αφήνανε στον ήλιο να σαπίσει και μετά το ζουμί αφού καταστάλαζε και στέγνωνε το μεταχειρίζονταν (ο λεγόμενος νεσεστές ή καταστατό). Πάνω στο πουκάμισο κάτι σαν γιλέκο χωρίς μανίκια από τσόχα.

Γύρω δε ραμμένο έως τέσσερα δάκτυλα γαϊτάνι. Στη μέση ένα ζωνάρι, βυσσινί χρώματος με μαύρα ή μωβ λουλούδια. Από μέσα ένα πουκάμισο υφαντό πάνινο όπως και ένα σαλβάρι άσπρο, πολύ φαρδύ, κάλτσες άσπρες μάλλινες το χειμώνα και βαμβακερές το καλοκαίρι. Παπούτσια μαύρα. Από το ζωνάρι κρεμόταν ένα ωρολογάκι με μεταξωτό κορδόνι, μια ταμπακιέρα μαύρη, όπως και ένα κομπολόϊ. Στο κεφάλι φέσι κόκκινο με μαύρη φούντα πολύ στραβά φορεμένο. Όσοι ήταν ελεύθερα παλικάρια φορούσαν το φέσι πολύ - πολύ στραβά, αυτό δε σήμαινε ότι ήταν ελεύθεροι. Τα αγόρια φορούσαν χρωματιστά σαλβάρια τσόχινα γαλάζια, ροζ, μπλε με άσπρες ζώνες κεντημένες.

Από πάνω ένα λευκό πουκάμισο χρωματιστά παπουτσάκια κόκκινα ή γαλάζια. Στο κεφάλι φεσάκι. Τα κοριτσάκια φορούσαν ένα φορεματάκι υφαντό και μια χρωματιστή ποδίτσα. Παπούτσια χρωματιστά. Τα μαλλιά τους τα έπλεκαν με πολλές - πολλές πλεξούδες βάζοντας και ένα λουλουδάκι στο πλάϊ.

Πηγή
Αμαλία Στάλιου - ανάτυπο από τον 13ο τόμο των Θρακικών
xronos.gr









Εύζωνες, το σύμβολο της ελληνικής λεβεντιάς
Φουστανέλα – τι συμβολίζει η παραδοσιακή μας φορεσιά



Έλληνες και ξένοι τουρίστες, καθημερινά θαυμάζουν τους Εύζωνες που στέκουν φρουροί μπροστά από το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Ειδικά για τους έλληνες, οι εύζωνοι έχουν μεγάλη συμβολική σημασία, αφού παρεπέμπουν ευθέως στους αγώνες για την εθνική ανεξαρτησία και στην επανάσταση του 1821. Αλλωστε ήταν λίγο μετά την επανάσταση που η φουστανέλα καθιερώθηκε ως η εθνική στολή.

Τα πρώτα τάγματα ευζώνων ιδρύθηκαν το 1868, και ο όρος σημαίνει «αυτός με την καλή ζώνη», όρος γεννημένος στην Ομηρική Εποχή. Σήμερα οι εύζωνοι έχουν αναλάβει την φρούρηση του Προεδρικού Μεγάρου και κάνουν σκοπιά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Στέκονται ανά δύο και οι κινήσεις τους είναι πλήρως συγχρονισμένες κι αρμονικές.

Το ρούχο χρησιμοποιήθηκε και από τους Βλάχους και Αλβανούς, ιδίως από τους Τόσκηδες. Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε από τους Αρβανίτες και σε διάφορες παραλλαγές από Ηπειρώτες, Ρουμελιώτες και Πελοποννήσιους κυρίως. Βρετανοί συγγραφείς που καταγράφουν οδοιπορικό στην περιοχή της Σαμαρίνας (1914) θεωρούν ότι η Αλβανική φουστανέλα προέρχεται από παρόμοιο ένδυμα που φορούσαν οι Βλάχοι και πιστεύουν ότι η αλβανική φουστανέλα υιοθετήθηκε και από τους Έλληνες ως εθνική ενδυμασία μετά την Επανάσταση του 1821. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα φοριόταν συστηματικά στην Ελλάδα, οπότε και σταδιακά αντικαταστήθηκε για λόγους μόδας από "τα φράγκικα", αυτό δηλαδή που σήμερα αποκαλούμε παντελόνι. Διατηρείται ως στρατιωτική στολή της Προεδρικής Φρουράς.

Πόσα όμως ξέρουμε πραγματικά για τους Τσολιάδες μας αλλά και για την στολή τους;
Η στολή των Ευζώνων παραπέμπει στην εποχή της τουρκοκρατίας. Πολλές απο τις λεπτομέρειες της φορεσιάς τους, κρύβουν μυστικά και συμβολισμούς. Οι 400 πτυχώσεις της φουστανέλας που φορούν για παράδειγμα, συμβολίζουν τα 400 χρόνια της κατοχής από τους Τούρκους.

Η προέλευση της ονομασίας
Όπως αναφέρει η λαογράφος και ενδυματολόγος Ιωάννα Παπαντωνίου, το όνομά της το παίρνει από ένα ύφασμα, το οποίο στις ημέρες μας στην Ιταλία σημαίνει ΄Fustagno΄, δηλαδή βαμβακερό ύφασμα -απ΄όπου το Fustana, με υποκοριστικό το Fustanella- που στην ουσία προέρχεται από μια πόλη της Αιγύπτου, το Φουστάτ, που είναι προάστιο του Καΐρου. Εκεί κατασκευαζόταν ένα είδος τζιν, ένα δίμητο χοντρό ανθεκτικό ύφασμα, το οποίο χρησιμοποιείται για πανιά στα καράβια, τις λεγόμενες ΄φούστες΄. Πάντως, η ενετική λέξη fustagno προήλθε από το υστερολατινικό fustaneum που ήταν λεξη κατασκευασμένη από τους Λατίνους για να αποδώσουν στη γλώσσα τους την ελληνιστική λέξη "ξύλινο", επειδή έτσι αποκαλούσαν οι Έλληνες το βαμβακερό και άλλα υφάσματα που χρησιμοποιούνταν για φορεσιές. (Το λατινικό fustaneum προήλθε συγκεκριμένα από τη λέξη fustis που σήμαινε ξύλο.)

Η στολή
Η φουστανέλα ήταν παραδοσιακό ένδυμα των αντρών, των ποιμενικών κυρίως ομάδων, στα Βαλκάνια. Πρόκειται για μια κοντή πολύπτυχη λευκή φούστα, που κατασκευάζεται από πολλά ορθογώνια τρίγωνα τεμάχια υφάσματος, που ράβονται μεταξύ τους ίσιο με λοξό και μετά σουρώνονται στη μέση.
Για την κατασκευή αυτής της στολής, χρειάζονται ειδικοί χειροτέχνες και σχεδόν 80 ημέρες για την ολοκλήρωσή της. Η στολή των Τσολιάδων κατασκευάζεται μέσα στο στρατόπεδο από ειδικευμένους τεχνίτες ενώ το κάθε τσαρούχι που φορούν οι τσολιάδες ζυγίζει περίπου 1,5 κιλό- πολλές φορές και παραπάνω. Μέσα στη σόλα, το τσαρούχι, έχει τουλάχιστον 60 καρφιά για να μην γλιστρούν οι Εύζωνες.

Τα βασικά μέρη της στολής
Τα βασικά μέρη της στολής του Εύζωνα είναι το κόκκινο καπέλο από τσόχα, από το οποίο κρέμεται μια μεταξωτή φούντα, το λευκό πουκάμισο, το κεντιμένο –στο χέρι- γιλέκο, η φουστανέλα, οι βράκες (οι βαμβακερές λευκές κάλτσες), η θήκη για τα φυσίγγια και οι περικνημίδες, που, για τους Εύζωνες είναι μαύρες, ενώ για τους αξιωματικούς είναι μπλε. Υπάρχουν, επιπλέον, το εσωτερικό περικνήμιο, που συγκρατεί τις κάλτσες, τα μπλε και λευκά κρόσσια, στα χρώματα της ελληνικής σημαίας και τα τσαρούχια.

Το Φάριο, είναι το καπέλο του Εύζωνα και είναι κατασκευασμένο από χοντρή τσόχα χρώματος κόκκινου ενώ στο κέντρο φέρει το Εθνόσημο. Σε άλλες περιόδους έφερε την Βασιλική Κορώνα. Χαρακτηριστικό κομμάτι του Φάριου είναι η μακριά μαύρη φούντα, η οποία θεωρείται ότι Συμβολίζει Το Δάκρυ του Χριστού κατά την Σταύρωση.

Το πουκάμισο που φορούν οι Τσολιάδες με χαρακτηριστικό το μεγάλο άνοιγμα των μανικιών, είναι λευκό -χρώμα που κυριαρχεί στην Ευζωνική στολή- καθώς θεωρείται ότι συμβολίζει την αγνότητα των Εθνικών Αγώνων.

Το πιο δύσκολο -στην κατασκευή- κομμάτι της στολή είναι η Φέρμελη ή αλλιώς το γιλέκο. Στη Φέρμελη στο πίσω μέρος, από τον ώμο και ως την μέση προεξέχουν δύο κομμάτια, όπου πάνω υπάρχουν λευκά και επίχρυσα νήματα με τα οποία απεικονίζονται σχέδια λαογραφικής σημασίας. Ένα από αυτά τα σχέδια είναι το ‘Χ’ και το ‘Ο’ που αντιστοιχούν στις λέξεις ‘Χριστιανός Ορθόδοξος’. Οι κίτρινες λωρίδες που υπάρχουν διευκρινίζουν τον βαθμό του Εύζωνα. Δύο λωρίδες είναι ο βαθμός του Λοχία και μία ο βαθμός του Δεκανέα.

Τα Κρόσσια είναι χρώματος μπλε-άσπρου και συμβολίζουν το Εθνικό μας σύμβολο, την Γαλανόλευκη Σημαία, ενώ οι Επικνημίδες είναι κατασκευασμένες από μετάξι και χρώματος μαύρου.

Τα Τσαρούχια, είναι κατασκευασμένα από δέρμα και χρώματος κόκκινου. Στην σόλα, ανάλογα το μέγεθος του τσαρουχιού υπάρχουν 60 έως 120 καρφιά. Αυτό κάνει ιδιαίτερα εντυπωσιακή την κίνηση των Ευζώνων, ειδικά την ώρα των Βημάτων. Κατά μέσο όρο το κάθε τσαρούχι ζυγίζει 3,5 κιλά. Πλέον χαρακτηριστικό κομμάτι είναι οι μαύρες φούντες που καταλήγουν στην μύτη του τσαρουχιού. Την εποχή που τα Ευζωνικά Τάγματα ήταν μάχιμα τμήματα του Ελληνικού Στρατού, οι φούντες έκρυβαν αιχμηρό αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιούσαν στις μάχες σώμα με σώμα. Άλλη άποψη είναι ότι οι φούντες προστάτευαν τα δάχτυλα των ποδιών από το χιόνι και τα κρυοπαγήματα.

Δερμάτινη ζώνη, είναι η ζώνη του Εύζωνα όπου συγκρατούν τις φυσιγγιοθήκες και την θήκη της Ξιφολόγχης. Οι Περισκελίδες, είναι 100% βαμβακερές και οι Εύζωνες χρησιμοποιούν συνολικά τέσσερις (δύο για κάθε πόδι) για να υπάρχει τέλεια εφαρμογή και εικόνα. Και εδώ το χρώμα είναι λευκό. Η εσωτερική ζώνη, είναι κατασκευασμένη από δέρμα και συγκρατά τεντωμένες τις κάλτσες του Εύζωνα.

Το όπλο που χρησιμοποιείται είναι το Μ1 Garrand. Είναι το πιο δύσκολο κομμάτι και όχι μόνο λόγου βάρους, αλλά περισσότερο λόγου της σωματικής πίεσης που ασκείται στο σώμα του Εύζωνα. Για να είναι επιβλητική η κίνηση του Εύζωνα, στην κίνηση του «επ΄ώμου» ο Εύζωνας χτυπά με μεγάλη δύναμη το όπλο στον ώμου του για να προκληθεί θόρυβος. Στις πρώτες υπηρεσίες οι αριστεροί ώμοι όλων των Ευζώνων είναι μελανιασμένοι. Η Ξιφολόγχη είναι αναρτημένη στο όπλο σε όλη την διάρκεια της υπηρεσίας όπως και στις παρελάσεις.

Μπορεί αυτό που κάνουν, να φαίνεται απλό και εύκολο στην πραγματικότητα όμως δεν είναι. Πρόκειται για κάτι πολύ δύσκολο και απαιτητικό. Η εκπαίδευση που ακολουθούν είναι σκληρή και το να μείνουν εντελώς ακούνητοι για μια ολόκληρη ώρα είναι πολύ περισσότερο δύσκολο απ’ ότι φαίνεται. Μάλιστα, το βήμα τους είναι τόσο αργό, κατά την αλλαγή της Φρουράς, γιατί πρέπει να φροντίσουν ώστε να αποκατασταθεί και να προστατευτεί η κυκλοφορία του αίματός τους, μετά από τόση ώρα πλήρους ακινησίας.

Η προέλευση της Φουστανέλας
Θραύσματα αγγείων που δείχνουν Έλληνες πολεμιστές που φορούν Φουστανέλες, από τον 12ο αιώνα, Κόρινθος, Ελλάδα.
Το αρχαιότερο ανάγλυφο που απεικονίζει φουστανέλα, βρίσκεται στο Σπήλαιο Νυμφολήπτου.
Η φουστανέλα είναι ουσιαστικά η εξέλιξη του ανδρικού δωρικού χιτώνα. Μελετητές αναφέρουν σχετικά με την φουστανέλα πως προέρχεται από μια σειρά αρχαίων ελληνικών ενδυμάτων, που έκαναν την εμφάνισή τους εκείνη την εποχή, όπως ο χιτώνας. Σε βυζαντινά όστρακα και αγγεία (κεραμική), πολεμιστές εμφανίζονται να φέρουν όπλα, φορώντας την βαριά πολύπτυχη φουστανέλα. Ο Τσαρούχης θεωρούσε πως η καταγωγή εντοπίζεται στην Ινδία. Το λευκό ένδυμα των μαχαραγιάδων είναι κατασκευασμένο από βαμβακερή μουσελίνα και έχει φούστα από πολλά ισοσκελή τρίγωνα, προσαρμοσμένη σε μακρυμάνικο σταυρωτό μπούστο, που δένει στο πλάι. Οι φούστες που συντίθενται από ισοσκελή τρίγωνα είναι πολύ διαδεδομένες στην επαρχία Ράτζασταν στη Βορειοδυτική Ινδία, σε άνδρες και γυναίκες και ονομάζονται ΄ghari΄. Στο παλάτι του Μαχαραγιά του Μπενάρες σώζεται σε ελεφαντόδοτο παράσταση με τελετουργική πομπή στις αρχές του 20ου αιώνα. Στην παράσταση δεσπόζουν οι σπαχήδες, που δίνουν την εντύπωση ότι φορούν στολή με φουστανέλα, παρόμοια με των Ελλήνων του 1821. Κατά την Παπαντωνίου, ένας τέτοιος συσχετισμός είναι δύσκολο να γίνει δεκτός, επειδή η βασικότερη μεταξύ τους διαφορά είναι η κοπή των τριγώνων. Στην Ελλάδα έχουμε ορθογώνια ανισοσκελή τρίγωνα που ενώνονται λοξό με ίσο (η υποτείνουσα του ενός τριγώνου με την κάθετη πλευρά του άλλου), για να μην ξεχειλώνει ο ποδόγυρος.

Ρωμαϊκή και Βυζαντινή εποχή
Αρχαιολογικά ευρήματα, και συγκεκριμένα θραύσματα βυζαντινών διακοσμημένων πιάτων που βρέθηκαν στην Κόρινθο και αλλού, δείχνουν ότι η φουστανέλα ήταν σε κοινή χρήση στην Ελλάδα ήδη από τον 11ο αιώνα. Σε ένα από αυτά, του 12ου αιώνα, διακρίνεται ότι η φουστανέλα ήταν αυτοτελές ένδυμα, ξεχωριστό από την φορεσιά του κορμού. Οι πολεμιστές που εικονίζονται στα ευρήματα αναγνωρίζονται ως ακρίτες ή "Διγενής", και η φουστανέλα τους διαφοροποιεί από τις απεικονίσεις του Αλεξάνδρου ή του Αγίου Γεωργίου. Κατά τον ελληνιστή Notopoulos, η φουστανέλα προέρχεται από τη ρωμαϊκή τόγκα, και για το λόγο αυτό συναντάται και στους σύγχρονους (19ο-20ο αι.) λατινόφωνους Βλάχους. Κατά τον Αντώνιο Κεραμόπουλο, η φουστανέλα κατάγεται από το ρωμαϊκό στρατιωτικό ένδυμα. Το συγκεκριμένο ένδυμα φοριόταν από τους εκάστοτε μισθοφόρους των Ρωμαίων στο χώρο της Ηπείρου. Από ενδυματολογική άποψη, αν αφαιρεθούν τα πολύ νεώτερα επίρραφα χρυσοκεντήματα από εξαρτήματα όπως τα γιλέκα και οι περικνημίδες, μένει ένα μεσαιωνικό ευρωπαϊκό ένδυμα. Στο αρχαιολογικό μουσείο της Επιδαύρου εκτίθεται ακέφαλο άγαλμα ρωμαίου αξιωματούχου, όπου φαίνεται καθαρά ότι φοράει μία φούστα πάνω από κοντό χιτώνα.

Πηγή: iefimerida.gr
          thecaller.gr








Λέρος: Γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά


Στο νησί της Λέρου υπάρχουν δύο τύποι γυναικείας φορεσιάς. 


Αστική-καλή φορεσιά:
















Περιλαμβάνει:
Κεφαλομάντηλο (ο χρωματισμός και το σχέδιο στο μαντήλι εξαρτιόταν από την ηλικία της γυναίκας και τη θέση της οικογενειακή-κοινωνική).
Αντερί. Άσπρη μακριά πουκαμίσα με δαντέλα ή κέντημα στο μπούστο. Δαντέλα υπήρχε επίσης και στα τελειώματα.
Καβάδι. Εξωτερικό μακρύ φόρεμα με ανοίγματα στα πλάγια κάτω από το γόνατο καθώς και στα μανίκια με αναδιπλωμένη τη μια άκρη προκειμένου να φαίνονται οι ατραντέδες (δαντέλες)
Μαντήλι μέσης. Πρόκειται για μεγάλο χρωματιστό μαντήλι που έδενε τριγωνικά στη μέση με τη γωνιά στα πλάγια ή πίσω.
Λιμπαντές. Πρόκειται για κοντό γιλέκο από ύφασμα ή τσόχα με κοντά κάτω από τον αγκώνα μανίκια, χρυσοκέντητο στις άκρες.

Της Αγρότισσας-καθημερινή φορεσιά:

 















Πρόκειται για παρόμοια φορεσιά λιγότερο πλουμισμένη (στα κεντήματα και στις δαντέλες) ραμμένη με φθηνότερα υφάσματα στην οποία το γιλέκο δεν ήταν πάντοτε δεδομένο. Η βασική διαφορά έγκειται στην ύπαρξη Βράκας φτιαγμένης από το ίδιο ύφασμα με το καβάδι, το οποίο είναι πιο κοντό προκειμένου να διευκολύνονται στις οικιακές εργασίες και τη δουλειά στα χωράφια. Επίσης θα πρέπει να πούμε ότι στη μέση αντί για μαντήλι φορούσαν ζωνάρι.

Στις εικόνες 6 και 7 βλέπουμε αντίστοιχα τους δύο τύπους φορεσιών, επίσημη και καθημερινή,  έτσι όπως τις σχεδίασε και παρουσίασε  η Αθηνά Ταρσούλη  στο έργο της “Δωδεκάνησα 1947-1950”.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
• ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ, Χοροδιδάσκαλος στο χορευτικό τμήμα του κέντρου πολιτισμού έρευνας και ανάπτυξης «ΑΡΤΕΜΗΣ»
• ΟΥΡΑΝΙΑ ΦΙΛΤΖΑΝΙΔΗ, Πρώην πρόεδρος συλλόγου Λεριών Ρόδου “Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ”.
• ΣΟΦΙΑ ΝΤΑΛΛΑΡΗ.

Πηγή: rodiaki.gr






Κεχαγιάς – Λήμνος






Ο χαρακτηριστικός τύπος του Λημνιού, δεν ήταν άλλος από τον κεχαγιά, τον κτηνοτρόφο που καλλιεργούσε τα κτήματά του και διατηρούσε τα κοπάδια του συνήθως στα βουνά της περιοχής του. Μάλιστα, η ονομασία αυτή αναφέρεται και σε βιβλία της Αγίας Λαύρας.

Το ντύσιμο λοιπόν των κεχαγιάδων αντρών, περιελάμβανε τα εξής:

Το κάτω μέρος, τη σέλα, που ήταν πολύ φαρδιά, μέχρι 12 πήχεις. Εσωτερικά είχε το εσώρουχο, που ήταν ίδιων διαστάσεων. Όταν είχε πολύ κρύο οι γεωργοί έβαζαν πάνω από τη σέλα το πανωβράκι, δηλαδή και τρίτη σέλα. Στο πάνω μέρος φορούσαν την καμιζόλα ή φανελάκι, που φοριούνταν συνήθως εσωτερικά.

Από πάνω έμπαινε το πουκάμισο, που ήταν υφαντό, χρώματος μπλε και άσπρο και μετά η σταυρωτή, δηλαδή το γιλέκο. Το γιλέκο ήταν τσόχινο, μπλε, σταυρωτό και διακοσμημένο με σειρήτια. Το ύφασμα από το οποίο κατασκευαζόταν το γιλέκο, λεγόταν μπορσοβάνικο.

Το χειμώνα πάνω από το γιλέκο φορούσαν γούνα από προβιά προβάτου. Χρησιμοποιούσαν συνήθως 5 προβιές για να κατασκευάσουν μια γούνα. Η γούνα ραβόταν ανάποδα, δηλαδή στο εσωτερικό είχε το μαλλί και εξωτερικά το δέρμα. Όταν όμως έβρεχε, την έβαζαν ανάποδα με το μαλλί προς τα έξω για να μη χαλάσει η προβιά. Από εδώ προέρχεται και η παροιμία «έβαλε τ’ γούνα τ’ ανάποδα» όταν κάποιος ετοιμαζόταν να προστατευθεί από ξυλοδαρμό.

Στη μέση έμπαινε απαραίτητα το ζωνάρι, υφαντό και πολύ μακρύ, περίπου 4 μέτρα πλατύ και κατέληγε σε κρόσια.

Στο κεφάλι φορούσαν οι γεροντότεροι τη σερβέτα, που κατέληγε σε κρόσια. Άλλοι συνήθιζαν να φορούν στο κεφάλι τους, αντί της σερβέτας, μαύρο σκούφο αϊβαλιώτικο, που λεγόταν κατσούλα.

Για παπούτσια χρησιμοποιούσαν τα τσερβούλια, που φτιάχνονταν από χοιρινό δέρμα. Απαραίτητο συμπλήρωμα ήταν το πόδμα. Κατασκευαζόταν από δέρμα κατσικιών και κάλυπτε το πέλμα και όλη τη γάμπα.

Στη Λήμνο, όπως και παντού, η κοινωνική διάκριση υπογραμμίζονταν ακόμη και από τα ρούχα.

Έτσι, τα ρούχα των πλουσίων τα χειμωνιάτικα κατασκευάζονταν από ύφασμα μπορσεβάνικο και τα καλοκαιρινά από μεταξωτό. Τα έφερναν συνήθως από τη Σμύρνη. Το χειμώνα οι πλούσιοι πάνω από τη φορεσιά φορούσαν γούνα μακριά.

Τα ρούχα των φτωχών ήταν από υφαντά μάλλινα το χειμώνα και βαμβακερά το καλοκαίρι.

Η στολή του γαμπρού ήταν ίδια με αυτή που περιγράψαμε, με τη διαφορά ότι ήταν πρωτοφόρεμα, δηλαδή καινούρια.

Οι κεχαγιάδες λοιπόν των Τσιμανδρίων χόρευαν πάντα και μάλιστα ήταν τόσο αναγνωρισμένοι που μαρτυρούνται ακόμα και εμφανίσεις το 1936 στο Παναθηναϊκό στάδιο.


Πηγή: grparadosi.com
 


ΓΛΩΣΣΑΡΙ 

Αλατζάς: πολύχρωμο βαμβακερό ύφασμα, κατ' επέκταση ένδυμα 
Αντερί: είδος ανοικτού έως κάτω μακρυμάνικου ενδύματος 
Βράκα: φουφουλωτό παντελόνι 
Γιούρδα: Μάλλινο αμάνικο κοντό πανωφόρι 
Γυαλωμένο: ένδυμα-ύφασμα κολαρισμένο και αδιαβροχοποιημένο με κόλλα, κουρκούτι ή κερί 
Δαλματική: είδος φορέματος. 
Ζιπούνι: είδος ζακέτας ή ανοικτού έως κάτω φορέματος 
Ζώστρα: είδος ζωναριού 
Ιμάτιο : είδος εσάρπας 
Καβάδι: είδος ανοικτού έως κάτω μακρυμάνικου φορέματος 
Καβάι: φόρεμα-ρόμπα της Καρπάθου 
Καλπάκι: είδος κεφαλοκαλύμματος 
Καμουχάς: είδος υφάσματος, κατ' επέκταση ένδυμα 
Καπλαμάς: βαμβακερή φόδρα, κατ' επέκταση ένδυμα 
Καφτάνι: είδος ανοικτού έως κάτω φορέματος 
Κοντόσια (η): μάλλινο αμάνικο πανωφόρι
Κόφια: σκούφια, Θήκη των μαλλιών των Εβραίων της 0εσσαλονίκης 
Κυλόττα: παντελόνι στρατιωτικού τύπου, ιππικού 
Μπενεβρέκι: είδος παντελονιού 
Μπουραζάνα: είδος παντελονιού 
Ντουλαμάς: είδος πολύπτυχου μάλλινου πανωφοριού 
Ποδανάρια: τα πόδια του παντελονιού 
Πουκάμισο : μονοκόμματο φόρεμα 
Σαγιάς: βαμβακερό, συνήθως, πανωφόρι-ρόμπα 
Σαγιόν ή Σαγιάκι: μάλλινο δίμιτο ύφασμα 
Σαλβάρα: φαρδύ παντελόνι 
Σιγκούνι: αμάνικο μάλλινο κοντό πανωφόρι 
Σκούτες: τα μπροστινά τμήματα του σαγιά 
Στόλα: είδος εσάρπας των Ρωμαίων γυναικών 
Σωκάι: σκούφια, θήκη μαλλιών στο Δρυμό 
Τόγκα: είδος μεγάλης εσάρπας των Ρωμαίων 
Touviκa: μανικωτό φόρεμα των Ρωμαίων 
Τραγιάσκα: καπέλο αντρικό με γείσο 
Τσούκνα: μάλλινο αμάνικο γυναικείο φόρεμα 
Φερετζές: μακρύ πανωφόρι με μεγάλο γιακά 
Φέσι: είδος κόκκινου σκούφου 
Φλοκάτα: πανωφόρι μάλλινο πολύπτυχο 
Φουστανέλα: πολύπτυχη λευκή βαμβακερή αντρική φούστα 
Φουστάνι: βαμβακερό φόρεμα 
Χλαίνα: είδος εσάρπας των Ρωμαίων 
Χλαμύδα: είδος εσάρπας των Ελλήνων

_________________________________________________________________________



Η γυναικεία στολή του χωριού Έμπωνα της Ρόδου

Θεωρείται μια από τις καλύτερες της Ελλάδος.


Η γυναικεία στολή του χωριού Έμπωνα, από τον ακριτικό και νησιώτικο Νομό της Δωδεκανήσου, θεωρείται η πιο πλουμιστή και εντυπωσιακή από όλα τα 42 χωριά της Ρόδου.
Ας δούμε με λίγα λόγια αυτή τη θαυμαστή φορεσιά της γυναίκας του Έμπωνα που τόσο εντυπωσιάζει τις χιλιάδες των τουριστών της Ρόδου και θεωρείται μια από τις ωραιότε­ρες της Ελλάδος μας. Έχει ένα λευ­κό πουκάμισο, που στην τοπική διάλεκτο λέγεται μαλώλα. Το πουκάμισο αυτό έχει σούρες στη μέση. Όταν όμως δεν έχει σούρες στη μέση λέγεται γρίσπα και έχει στο στήθος πολλά στολίδια και κεντήματα, πολύχρωμα και ωραία, με κλωστές βαμβακερές και μεταξωτές, αφού στα παλιά χρόνια όλες οι Μπονιάτισσες, στο ωραίο και ιστορικό χωριό τους, είχαν βαμβάκια, μεταξοσκώληκες και πρόβατα, για να παίρνουν την πρώτη ύλη για τις πολύχρωμες φορεσιές τους.
Κεντήματα και στολίδια έχει επίσης το υποκάμισο στα μανίκια. Τα στολίδια αυτά και τα
κεντήματα, που χαρακτηρίζονται από πολλά μικρά χρωματιστά σταυρουδάκια, έχουν πολλά ονόματα, ανάλογα με το χρώμα και το σχήμα και λέγονται πινακοκάντουνα, πινάτσια, αστρουλάκια και Μηλίτσες, ανάλογα με το τι εικονίζει το κέντημα.
Το πάνω φουστάνι, γεμάτο πτυχές και χρώματα, σχέδια και ωραίους συνδυασμούς λέγεται μπουκάσι ή πιο συ­χνά ξωφόρι.
Είναι πολύ φαρδύ, σαν φουτανέλα, από μαύρο γυαλιστερό σατέν, όταν είναι για τις Κυριακές και τις γιορτές και από μπλε υφαντό, όταν είναι για την καθημερινή ενασχόληση.
Αυτό το ξωφόρι είναι διανθισμένο από πλήθος σχεδίων και χρωμάτων, με κορδέλες και σιρίτια, τα λεγόμενα κουρτέλλες. Το ίδιο σφιχτός είναι και ο μπού­στος, που είναι ραμμένος με τη φούστα και που ανεβάζει ψηλά το στήθος, έτσι ακριβώς όπως το βλέπουμε στις Μινωι­κές τοιχογραφίες της Κνωσού. Λέγεται πως στα προϊστορικά χρόνια οι Μινωίτες αποίκισαν τη Ρόδο και άφησαν τον υψηλό πολιτισμό τους, όχι μόνο στον ειρηνικό χαρακτήρα του λαού, αλλά και στο λαϊκό πολιτισμό και ιδίως στην παραδοσιακή, αυθεντική φορεσιά των γυναικών του Έμπωνα.
Η στολή των γυναικών του Έμπωνα έχει και ζώνη, συνήθως από βυσσινί χρώμα και είναι μάλλινη ή μεταξωτή. Για λόγους αισθητικούς, υπήρχε και ένα μικρό μαχαιράκι, που το έλεγαν καζίκα, με μια όμορφη αλυσιδίτσα, και μια μικρή τσέπη για το μαχαιράκι αυτό.
Για να συμπληρωθεί η εντυπωσιακή στολή του χωριού, οι γυναίκες φορούν στο κεφάλι ένα πολύχρωμο μαντίλι, που το λένε ακριβομάντιλο ή τσουλλάτο. Το ακριβομάντηλο έχει και κρόσσια και πολλές φορές ρίχνουν πάνω από το ακριβομάντιλο, ένα λεπτό μαντίλι.
Λόγω του καλού καιρού που έχει συνήθως το νησί της Ρόδου, το καλοκαίρι φορούν το ξωφόρι, από άσπρο υφαντό πανί, που το στολίζουν με μαύρα, ή άσπρα, ή άλλων χρωμάτων στολίδια και σχέδια.
Το χειμώνα φορούν και το κοντογέλεκο, ένα κοντό γιλέκο, όπως το λέει και η λέξη. Το κοντογέλεκο έχει μανίκια και λέγεται επίσης ζιπούνι ή περίκο.
Αν όμως υπάρχει και κρύος καιρός, τότε χρησιμοποιούν και το κοντόρασσο πάνω στις πλάτες. Και τέλος, τα υποδήματα είναι μπότες ψηλές χωρίς τακούνι σχεδόν ή με πολύ χαμηλό τακούνι. Οι μπότες αυτές γίνονται από δέρμα τράγου και στα παλιά χρόνια υπήρχαν παπουτσήδες ειδικά για τις μπότες του χωριού Έμπωνα, όπως υπήρχαν και πολυάριθμοι αργαλειοί, που ύφαιναν χρωματιστά υφάσματα από μαλλί, μετάξι και βαμβάκι, για να φτιαχτούν οι πλουμιστές στολές του Έμπωνα, που σήμερα αποτελούν ό,τι ωραίο και παραδοσιακό έχει η Ρόδος και η ακριτική Δωδεκάνησος.





Φορεσιά της Αγ Παρασκευής Φλώρινας





Η φορεσιά αυτού του χωριού μοιάζει πολύ με την φορεσιά των Αλώνων και έχει πολλά στοιχεία από τη φορεσιά τον Ανταρτικού. Η διαφορά απ' τις φορεσιές των παραπάνω χωριών είναι οι στενές ποδιές, με κυρίαρχα χρώματα το κίτρινο και το μαύρο. Επίσης, κίτρινα είναι και τα κεντήματα των πουκάμισων καθώς και οι πολύ μακριές φούντες των μαντηλιών, που φτάνουν σχεδόν στο πίσω μέρος των μηρών, ξεκινώντας μετά από μια σειρά φλουριά του υπάρχουν στην κατάληξη των μαντηλιών. Το πουκάμισο είναι άσπρο και φτάνει κάτω από τα γόνατα. 

Στο τέλος τον ποδόγυρου έχει κέντημα το οποίο ακολουθεί τα σχισίματα που βρίσκονται μόνο στο πίσω μέρος του. Στο στήθος είναι ανοιχτό σε σχήμα V (βε) και το άνοιγμα καλύπτεται με επιστήθιο, συνήθως βελούδινο αλλά και πλεκτό σε διάφορα χρώματα, το οποίο καταλήγει στο λαιμό, σε πλεκτή δαντελίτσα. Τα μανίκια τον πουκάμισου φτάνουν μέχρι λίγο κάτω από τον αγκώνα και στο τελείωμα τους έχουν κέντημα με πολύχρωμα λουλούδια. Οι ποδιές έχουν γύρω - γύρω φλουριά και στολίζονται μπροστά στη μέση με άσπρο μαντήλι όταν δεν έχουν κέντημα. Το σεγκούνι είναι κατά κανόνα άσπρο. Οι κάλτσες είναι μάλλινες, πλεκτές, μαύρες με κίτρινα σχέδια όπως και οι ποδιές.
Το βασικό στοιχείο στην ανδρική φορεσιά είναι τα κοντά σεγκούνια που μοιάζουν με γιλέκα.

Πηγή: el.wikipedia.org





Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας

Η Αγγελική Χατζημιχάλη, η μάνα της ελληνικής λαογραφίας, ταξιδεύει σ’ όλη την Ελλάδα οπού οι γνήσιοι, απλοί άνθρωποι της υπαίθρου την αγκαλιάζουν και της προσφέρουν την καθημερινότητά τους, της ανοίγουν τη ζωή τους στα μάτια της με τα ήθη, τα έθιμα, τον τρόπο παρασκευής ή κατασκευής από φαγητά, γλυκά, υφαντά μέχρι ξυλόγλυπτα, ασημικά, κεραμικά… στο παρακάτω 

άρθρο μας περιγράφει με ζωντάνια την φορεσιά της Αργολιδοκοριυθίας.


Η επίσημη φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας (Μουσείο Μπενάκη)

Η φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας ξαπλώνονταν σε όλες τις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά του νομού αυτού. Ο μεγάλος αυτός νομός που αρχίζει από την Περαχώρα, έχει δηλ. βορεινά τα Γεράνια όρη και μέρος του Κορινθιακού κόλπου, δυτικά τα βουνά της Κυλλήνης ( Ζήρειας ), νότια τα βουνά του Αρτεμισίου και τον Αργολικό κόλπο, ανατολικά την χερσόνησο της Ερμιονίδος επί του Σαρωνικού κόλπου και φθάνει μέχρι του ισθμού της Κορίνθου, είχε μια κοινή φορεσιά. Στη μεγάλη αυτή περιοχή επικρατούσε η γνωστή φορεσιά με το σιγκούνι με παραλλαγές μονάχα στα κεντήματα που είχαν στο ποκάμισο, ο τζάκος, η τραχηλιά, η ποδιά. Τα κεντήματα αυτά γινωμένα όλα με μετάξια διακρίνονταν για τον πλούτο, την ιδιομορφία, και την ποικιλία τους. Δημιούργημα της ορεινής Κορινθίας ήταν γνωστά με την ονομασία ως κεντήματα της Στυμφαλίας, της πασίγνωστης από την αρχαιότητα θρυλικής λίμνης η οποία μαζί με την κοιλάδα του Φενεού αποτελούσαν το μεγαλύτερον και ευφορώτερον υψίπεδον της Ζήρειας.
Τα κεντήματα που επικρατούσαν σε ολόκληρη την Αργολιδοκορινθία θεωρούνται από τα εκλεκτότερα της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος. Έχουν παλιότατη παράδοση σε διακοσμητικά γεωμετρικά θέματα, τεχνοτροπία, χρωματισμούς και ιδιότυπη τεχνική μέθοδο. Είναι όλα μετρητά. Γίνονται δηλ. μετρώντας τις κλωστές του υφάσματος. Για τα κεντήματα αυτά απαιτείται να γίνει κάποτε εκτενής και λεπτομερής μελέτη.
Η φορεσιά διακρίνονταν σε καθημερινή, γιορτινή και νυφική. Τα τμήματά της μοιάζουν με τα τμήματα των στολών της Αττικής, Ελευσίνας, Τανάγρας, Αταλάντης, Αράχωβας κλπ. Όπως και σε κείνες έτσι και σ’ αυτή κύριο τμήμα τους είναι το σιγκούνι που δεν αποχωρίζονταν ποτέ οι γυναίκες ακόμη και στον ύπνο τους. Το θεωρούσαν ντροπή να δεί ο άντρας γυναίκα χωρίς σιγκούνι.
Η καθημερινή φορεσιά είχε διαφορά από την γιορτινή και τη νυφική κυρίως στα κεντήματα. Η καθημερινή ήταν εντελώς σκέτη και είχε ολίγα ή και ελάχιστα κεντήματα, ενώ η γιορτινή και η νυφική είχαν πολλά μεταξωτά κεντίδια σε όλα τα τμήματά τους. Μόνες τους οι γυναίκες γνέθαν το μπαμπάκι, ύφαιναν τα υφάσματα και μόνες τους τα κεντούσαν.
Τα μπαμπάκια τα παίρνανε από το Άργος και τα γνέθανε μαζεμένες καμιά δεκαριά μαζί τα βράδια, πότε στο ένα και πότε στο άλλο σπίτι. Μετάξια δεν βγάζαν όλες οι οικογένειες. Οι πλουσιώτερες τρέφανε μεταξοσκώληκες και αυτές δίνανε στις άλλες όσα κουκούλια χρειάζονταν. Οι ίδιες κατεργάζονταν το μετάξι και το γνέθανε μόνες ρόκα – αδράχτι δηλ. στριμμένο ίσια, λεπτό, κατάλληλο για κέντημα. Ύστερα το βάφανε με διάφορα χρώματα. Για το ποκάμισο και την ποδιά προτιμούσαν το καφετί και το μαύρο και κάπου κάπου βάζανε μερικά τμήματα από κέντημα γινωμένο άλλοτε με κόκκινο άλλοτε με γαλάζιο ή κίτρινο χρώμα. Γι’ αυτό γενικός χρωματισμός σε όλα τους σχεδόν τα ποκάμισα είναι το καφετί ή το μαύρο που ποικίλλονται σποραδικά με τα λίγα παραπάνω χρώματα που αναφέραμε.
Η τραχηλιά όμως είχε άλλοτε αυστηρούς και άλλοτε ζωηρούς χρωματισμούς. Στην περιοχή της Στυμφαλίας και του Φενεού σε όλη την ψηλή περιφέρεια της Ζήρειας ήταν καφετιά σκούρα, ενώ σε όλα τα πεδινά μέρη, στο Άργος, στην Νεμέα, στην Επίδαυρο επικρατούσε το κόκκινο χτυπητό χρώμα.
Τη φορεσιά αποτελούν: Το μισοφόρι, το ποκάμισο, ο μπούστος, ο ονομαζόμενος διμινό με τα πανωμάνικα, τα κατωμάνικα, το σιγκούνι ή η σιαγκούνα, το γιουρντί, η τραχηλιά, το ζωνάρι, η ποδιά.


Κόρη με παραδοσιακή ενδυμασία του Άργους

Ο κεφαλόδεσμος αποτελείται από το τσεμπέρι, τη μαντήλια και τη μπόλια ή το μεσάλι. Τα κοσμήματα είναι: Οι αλυσίδες ή τα λεντίκια, η καδένα με τον σταυρό, τα καρφιτσάλια (οι καρφίτσες), τα πετάλια (βραχιόλια). Γενικά τα κοσμήματα είναι παρόμοια με τα γνωστά στις φορεσιές της Αττικοβοιωτίας, και σε όλες τις φορεσιές με το σιγκούνι, κλπ. Όπως π.χ. οι αλυσίδες, η καδένα με τον σταυρό (εικ. 9), είναι αλυσίδες διάφορες με στρογγυλές πλάκες και ιδιότυπα σχέδια ( ο σταυρός, η Παναγία και πολλά άλλα) ή με τα κρεμασμένα νομίσματα και παράδες, τ’ άσπρα.
Το μισοφόρι, που βάζουνε πρώτο πρώτο είναι το εσωτερικό πουκάμισο. Μαλομπάμπακο, είχε φύλλα φαρδιά και λοξά και χρώμα ολόλευκο. Το στιμόνι γινωμένο με μπαμπάκι το γνέθαν ίσια στ’ αδράχτι για να είναι καλά στριμμένο και το μάλλινο υφάδι δρούγα στ’ αδράχτι για να είναι να είναι απαλό. Το σχήμα του ήταν όμοιο με το ποκάμισο και δεν είχε κανένα στολισμό. Το ποκάμισο, παλιότερα ήταν μακρύ. Γινόταν από χοντρό μπαμπακερό χειρίσιο ύφασμα του αργαλειού. Λεγόταν κοντό, γιατί δεν είχε μανίκια όπως δεν είχαν τα άλλα ποκάμισα της Αττικής, Ελευσίνας, Τανάγρας κλπ. Αργότερα όμως άρχισαν να βάζουν κεντητά μανίκια για ν’ αποφεύγουν τα κατωμάνικα. Στο ποδόγυρο και στα μανίκια το ποκάμισο είχε λιγώτερα ή περισσότερα κεντήματα ανάλογα με τον προορισμό του, καθημερινό, γιορτινό, νυφιάτικο. Εξαιρετικό ποκάμισο ήταν το νυφικό διακοσμημένο μπροστά με μακριές όρθιες ταινίες – κολόνες, που φθάναν έως τη μέση, και λεγόταν κολονάτο. Είχε όμως και άλλες όρθιες ταινίες ολόγυρα μικρότερες. Αλλά και στ’ άλλα ποκάμισα βάζαν κεντήματα ιδιότυπα και μοναδικά στο είδος τους των οποίων δυστυχώς δεν έχουν σωθεί τα ονόματα των σχεδίων.
Στα εξαιρετικά αυτά πρότυπα όλα γεωμετρικά βρίσκομε και διάφορες επιδράσεις από τις γύρω περιοχές όπως π.χ. το ποκάμισο που έχει κέντημα Αττικής στον ποδόγυρο, άλλο ποκάμισο που έχει κέντημα Αράχοβας στα μανίκια και το ποκάμισο με σχέδιο της Τανάγρας τα παιδιά που χορεύουν, στα μανίκια κλπ. Οι γριές φορούσαν ποκάμισα χωρίς κεντήματα. Το νυφικό ποκάμισο το δίνανε να το φορέσουν άλλες δύο νύφες κι’ ύστερα το κρύβανε στην κασέλα για να το βάλουν σάβανο στη νεκραλλαξιά στο μεγάλο ταξίδι.
Ο μπούστος το διμινό, είναι κοντός, παρόμοιος στο σχήμα με το τζάκο της Αττικής κλπ., συγκρατεί τα κεντητά μανίκια που φθάνουν ως τον αγκώνα, τα πανωμάνικα. Έχει κι’ αυτός στα μανίκια όμορφα και ιδιόρρυθμα κεντήματα. Το μπούστο κατάργησαν τα τελευταία χρόνια και στη θέση του βάλανε μανίκια. Τα κατωμάνικα, είναι τα μανίκια που πέφτουν κάτω από τα πανωμάνικα του διμινού και στερεώνονται πρόχειρα στα μανίκια του. Έχουν κι’ αυτά όμορφα ιδιότυπα κεντήματα, όμοια στα σχέδια με τα κεντήματα που έχουν τα πανωμάνικα. Κι αυτά καταργήθηκαν όταν βάλανε μανίκια στο ποκάμισο. Το σιγκούνι ή η σιαγκούνα ήταν ολόασπρη και μακριά. Το ύφασμά της ήταν μάλινο, δίμιτο του αργαλειού νεροτρουβιασμένο και το λέγανε ράσικο. Όταν πάλιωνε το βάφανε γαλάζιο σκούρο σαν μούρο. Η βαφή του γινόταν μ’ ένα θάμνο σαν κουμαριά τον λεγόμενο μελεγύ. Στο βάψιμο ρίχνανε αντί για στήψι, βιτριόλι. Η σιγκούνα ( το ύφασμα) είχε φάρδος 0,35 μ. πόντους όταν τη φέρνανε από τη νεροτριβή.



Η καθημερινή φορεσιά της Αργολιδοκορινθίας ( από το κάτω Μπέλεσι του Άργους)


Σαν την ράβανε οι ντόπιοι ραφτάδες, την κόβανε σε 7 κομμάτια, λόξες και την κεντούσαν ολόκληρη πλάκα με μαλλιά γαλαζοπράσινα. Το κέντημά της έμοιαζε με το κέντημα της παλιάς γαλάζιας σιγκούνας της Αττικής. Αυτή τη σιγκούνα τη συνήθιζαν αργότερα για καθημερινή και φτιάσανε άλλη για καλή με ωραία πολύπλοκα σχέδια γινωμένα με πολύχρωμα μεταξωτά κορδονάκια. Η σιγκούνα αυτή άρχισε σιγά σιγά να κονταίνει, να γίνεται κομψότερη ενώ κρατούσε τον ίδιο πολύχρωμο διάκοσμό της. Οι γριές δεν φορούσαν σιγκούνα αλλά γιούρντα. Η γιούρντα ήταν πάντα γαλάζια σκούρα σα μαύρη και είχε φλόκια εσωτερικά σαν της Αττικής περίπου. Ολόγυρα και στις μασχάλες για να μη ξεφτάει την ρέλιαζαν με τσόχα το ρούχο, όπως και τις σιαγκούνες.
Το ρέλιασμα το λέγανε φυτιλάκι. Η γιούρντα ήταν πάντα γαλάζια σκούρα ή μαύρη και άσπρο ολόγυρα το φυτιλάκι. Κάτω στο τελείωμα, στις δύο γωνίες είχε από μια φούντα άσπρη. Οι γιούρντες ήταν μακριές μέχρι τα γόνατα και οι παλιές σιαγκούνες πολύ πιο κάτω από την περιφέρεια.
Η τραχηλιά, δεν έλειπε ποτέ από καμιά φορεσιά. Ήταν γινωμένη από ύφασμα μπαμπακερό, πανί δίμιτο του αργαλειού κι’ είχε όμορφα γεωμετρικά σχέδια κεντημένα με μετάξια, σε παλιότατη παράδοση και ιδιόρρυθμα σχέδια.
Πολλών το βάθος είναι κατακόκκινο και ποικίλεται με πράσινα μετάξια. Άλλα είναι γινωμένα ολόκληρα με καφέ χρωματισμό. Τα κεντήματα αυτά αξίζουν ιδιαίτερα την προσοχή και την μελέτη μας. Το ζωνάρι, μάλλινο υφασμένο στον αργαλειό, είχε στιμόνι και υφάδι διπλά στριμμένο. Το βάφαν κρεμεζί δηλ. βυσσινί σκούρο κι’ άλλοτε κόκκινο με ριζάρι. Το μάκρος του ήταν δύο οργιές ή πέντε πήχες. Η κάθε οργιά είχε μάκρος όσο είναι και τα δύο χέρια ανοιγμένα δηλ. 2,50 πήχες. Το φάρδος του ήταν 0,30 μ. Το δίπλωναν στα δύο κι’ έτσι το φάρδος γινόταν 0,15 μ. Διπλωμένο το γύριζαν αρκετές βόλτες στη μέση και τα μεγάλα κρόσια του 0.20 μάκρος και τ’ άφηναν να πέφτουν στα πλάγια.
Η ποδιά, δεν έλειπε κι’ αυτή ποτέ από τη φορεσιά. Ήταν από πανί δίμιτο του αργαλειού. Το σχήμα της και ο στολισμός της αποτελούν υπόδειγμα μοναδικό ανάμεσα στις ελληνικές ποδιές. Η καλή νυφική ποδιά είχε σχέδιο κολονάτο που έμοιαζε με του ποκάμισου.
Ο κεφαλόδεσμος. Τον καθημερινό τον αποτελούσαν το τσεμπέρι και η μαντίλια. Το τσεμπέρι, μπαμπακερό μαντίλι με σταμπωτά λουλούδια, το δίπλωναν τριγωνικά και το φορούσαν με τις άκρες στριφογυρισμένες γύρω από το κεφάλι. Πάνω από το τσεμπέρι έπεφτε η μαντίλια. Οι νιές βάζανε κίτρινη μαντίλια με λουλούδια σταμπωτά κι’ οι γριές μαύρη με λίγα χρωματιστά λουλούδια. Η νύφη κι’ όλες οι άλλες γυναίκες στο γάμο, στα πανηγύρια, στις μεγάλες γιορτές, τα Χριστούγεννα, τη Λαμπρή, στις γιορτές των ανδρών τους, φορούσαν πάνω από το τσεμπέρι τη μπόλια ή το μεσάλι. Η μπόλια ή το μεσάλι, είχε μεγάλη διάδοση γύρω σ’ όλη την περιφέρεια.
Φαίνεται πως την φορούσαν τον παλιό καιρό από τα Βίλλια του Κιθαιρώνα ίσαμε την Τσακωνιά και σ’ όλη την Αργολιδοκορινθία. Η μπόλια ή το μεσάλι γινόταν από μπαμπακερό δίμιτο ύφασμα που είχε πλάτος 0.35. Το μάκρος της τον παλιό καιρό ήταν άλλοτε 1,95, άλλοτε 2,70 και άλλοτε 2,90. Τα πλατειά μεταξωτά κεντήματα στις δύο άκρες της μπόλιας πιάνανε όλο το πλάτος του υφάσματος. Είχαν ύψος περίπου 0,30 – 0,50 μ. ανάλογα με τον πλούτο της φορεσιάς και κατέληγαν σε πλούσια κρόσια, με φούντες 0,20 μ. μάκρος. Το κέντημα και τα κρόσια ήταν ολομέταξα σε ποικίλα χρώματα, συνήθως ολοκόκκινα ή καφέ σκούρα, πράσινα κλπ. Οι βελονιές των κεντημάτων ήταν ποικίλες: γαζοβελονιά, πισωβελονιά, σταυροβελονιά και ατζαλωτή βελονιά. Τα ιδιόρρυθμα αυτά κεντήματα έχουν πλήθος σχεδίων και χρωματισμών. Πολλά μάλιστα είναι επηρεασμένα από κεντήματα της Λειβαδιάς των Θηβών και σε αρκετά βρίσκουμε τη Σαρακατσάνικη επίδραση. Τη μπόλια δεν ξέρομε πως τη δένανε τα παλιά χρόνια που γινόταν μακριά. Αργότερα όμως σαν κόντηνε απλωνόταν πάνω στο κεφάλι. Το πλάτος του υφάσματος το σκέπαζε ολόκληρο. Η μια της άκρη η κεντημένη διπλώνονταν γύρω γύρω σαν κουλούρα και στόλιζε το κεφάλι σαν στεφάνι πάνω από το μέτωπο, ενώ οι φούντες πέφτανε πάνω στο δεξί μάγουλο. Η άλλη άκρη της μπόλιας απλώνονταν πάνω στη ράχη έτσι που το πλούσιο κέντημά της να την στολίζει. Σαν κατάργησαν τη μπόλια οι χωρικές της Αργολιδοκορινθίας βάλανε όλες τσεμπέρι και μαντίλι.
Το τσεμπέρι, άσπρο μπαμπακερό μαντίλι, δένανε σφιχτά στο κεφάλι για να συγκρατεί τα μαλλιά. Πάνω στο τσεμπέρι ρίχνανε το μεγάλο άσπρο μπαμπακερό μαντίλι που είχε στους γύρους σταμπωτό διάκοσμο λουλούδια, κλάρες κλπ. Από τα ιδιότυπα έθιμα του γάμου που μοιάζουν με τ’ άλλα ελληνικά, αναφέρομε των αδελφοποιτών, βλάμηδων. Ένα βλάμη με τους δυο γονιούς του να ζούνε, είχε η νύφη κι’ άλλον ένα ο γαμπρός. Αυτοί είχαν το πρόσταγμα σε όλα τα έθιμα του γάμου. Ο βλάμης του γαμπρού όταν πέρνανε τη νύφη από το σπίτι της πήγαινε μπροστά και κρατούσε το φλάμπουρο, που αποτελούνταν από ένα καλάμι που είχε στην κορφή του ένα σταυρό, μ’ ένα μήλο στολισμένο με γαρύφαλλα. Ένα κόκκινο μαντήλι από τουλπάνι απλώνονταν σαν σημαία. Τα προικιά που πέρνανε ήταν ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της κάθε νύφης. Τέσσερα – πέντε σιγκούνια, τέσσερα – πέντε μισοφόρια, πέντε – έξη ποκάμισα με διάφορα σχέδια κλπ. Όταν φθάνανε οι νιόνυμφοι ύστερα από τη στέψη στο σπίτι της πεθεράς, η πεθερά τους έδινε μια κουταλιά μέλι, τους έδενε με το μαντίλι και τους τραβούσε μέσα για να είναι ενωμένοι σ’ όλη τους τη ζωή και να μη μαλώνουν.
Σήμερα η στολή έχει πολύ απλοποιηθεί. Κι αυτήν ακόμα την φοράνε μόνον μερικές και σε γιορταστικές περιστάσεις. Το ποκάμισο έγινε μια μπλούζα και μια φούστα. Την μπλούζα τη λένε μπόλκα κι’ είναι συνήθως γινομένη από αλατζά. Φοράνε ένα τριανταφυλλί μεσοφόρι και η φούστα έχει κοφτά κεντήματα ξεκινά για να φαίνεται το ρόζ μεσοφόρι. Ο μπούστος και τα κατωμάνικα φυσικά καταργήθησαν. Το σιγκούνι κόντηνε κι’ έγινε λίγο πιο κάτω από τη μέση ενώ εξακολουθεί να έχει τα παλιά του κεντήματα. Η γιούρντα καταργήθηκε όπως και το ζωνάρι. Η τραχηλιά έγινε απλουστάτη, με χασέ και με κεντήματα που τα λένε αραδίτσες.
Αγγελική Χατζημιχάλη






Φορεσιά της Αράχωβας




Η γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά


Η φορεσιά της Αράχωβας είναι η παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία της ομώνυμης περιοχής. Πέραν από την Αράχωβα ήταν σε χρήση και στις περιοχές της Άμφισσας, της Δεσφίνας και των Δελφών. Κύρια χαρακτηριστικά της είναι ο αρμονικός συνδυασμός των διάφορων υλικών κατασκευής της και τα λεπτά σχηματοποιημένα κεντήματα που διαθέτει.
Η συγκεκριμένη φορεσιά κίνησε το ενδιαφέρον διάφορων περιηγητών όπως ο Βρετανός George Wheler και η Δώρα Ντ’ Ίστρια. Σύμφωνα με την περιγραφή της Ντ' Ίστρια, που περιηγήθηκε στην περιοχή, η φορεσιά αποτελείται από λεπτό πουκάμισο, άσπρο μάλλινο υφαντό σιγκούνι με κεντήματα πολύχρωμα στην άκρη. Στη μέση τοποθετούνταν κόκκινες ζώνες από τις ανύπαντρες και γαλάζιες από τις παντρεμένες, οι οποίες χρησιμοποιούνταν για να συγκρατούν τη μάλλινη ποδιά. Στο κεφάλι φορούν χρωματιστό μάλλινο ύφασμα δεμένο, ενώ στο πίσω μέρος υπάρχει μια μεγάλη πλατιά κοτσίδα και τα μαλλιά σε πλεξούδες. Επίσης φορούσαν κόκκινο φέσι και λωρίδες μάλλινου υφάσματος κεντημένες με χρυσό. Με τα χρόνια η φορεσιά απλοποιήθηκε, καταργώντας ορισμένα μέρη της.
Τα μέρη της φορεσιάς είναι το κολλαριστό μισοφόρι, το πουκάμισο, η σιγκούνα, ο φκάς, η ποδιά, το χρυσό ποδιόσχοινο, το χρυσό μαντηλάκι, οι κάλτσες και τα γουρουνοτσάρουχα.
Στο κεφαλόδεμα παρατηρείται το φέσι, οι κοτσίδες, η σκέπη, το κόκκινο τσεμπέρι και το κρεμεζί μαντήλι. Τα κοσμήματα είναι τα θηλυκωτάρια, οι αλυσίδες με τα χαϊμαλιά, οι κορδέλες με τα φλουριά, οι δίπλες με τα μαργαριτάρια και το γιορντάνι.

Το κολλαριστό μισοφόρι, το πουκάμισο & η σιγκούνα
Το κολλαριστό μισοφόρι είναι κατασκευασμένο από χασέ και έχει το ίδιο σχήμα με το πουκάμισο. Το πουκάμισο είναι υφαντό από άσπρο βαμβάκι, χωρίς μανίκια. Είναι λινό και εκτείνεται μέχρι λίγο πιο κάτω από το μέσο της κνήμης. Το νυφικό μερικές φορές μπορούσε να είναι κόκκινο μεταξωτό με κεντήματα. Το μεταξωτό πουκάμισο είναι από ύφασμα με ούβγιες από το Γαλαξίδι. Είναι μακρύ με μακριά και φαρδιά μανίκια και γιακά γύρω από το λαιμό. Η σιγκούνα είναι άσπρος επενδύτης από χοντρό μάλλινο ύφασμα, κεντημένο με θηλιές.

Ο φ(ου)κάς
Ο φ(ου)κάς είναι το ζωνάρι με μήκος 3μέτρα, υφαντό. Φοριόταν διπλωμένο στα δύο γύρω από τη μέση για να σφίγγει το σιγκούνι. Τόσο το ύφασμα όσο και τα σχέδια, ποικίλουν ανάλογα την ηλικία. Έτσι οι νεότερες φορούσαν κόκκινους μάλλινους, οι παντρεμένες μάλλινους με ρίγες και σχέδια και οι νύφες ασπρόμαυρους μεταξωτούς, με μαύρο μπρισίμι και άσπρο μετάξι.

Η ποδιά
Η ποδιά ήταν από τσόχα, κεντημένη με σχέδια και αργότερα με κίτρινο μεταξωτό κορδόνι ή χρυσό ποδιόσχοινο. Σήμερα εμφανίζεται βελούδινη με δυτικά σχέδια. Παλιότερα ήταν συνήθως κόκκινου χρώματος.

Το χρυσό ποδιόσχοινο και το μαντηλάκι
Το χρυσό ποδιόσχοινο είναι στενή ζώνη κεντημένη με χρυσό πάνω σε μαύρη τσόχα, με χρυσές φούντες στις άκρες. Φοριέται πάνω από την ποδιά και δένεται μπροστά. Το χρυσό μαντηλάκι στερεωνόταν στο ποδιόσχοινο και έπεφτε πάνω στην ποδιά.

Οι κάλτσες και τα γουρουνοτσάρουχα
Παλιά φορούσαν άσπρες μάλλινες κάλτσες χωρίς πατούσα, δεμένες με σχοινί στο πέλμα, ενώ κάτω από τα γόνατα τις έσφιγγαν με κεντημένες γουνατάρες. Στη συνέχεια φορούσαν τα γουρουνοτσάρουχα, τα οποία ήταν μυτερά μπροστά.

Κεφαλόδεσμος και κοσμήματα φορεσιάς
Στο παλιότερο νυφικό κεφαλόδεσμο υπήρχε το φέσι και τα πέσκουλια (φούντες πρόσθετες για τα μαλλιά), το καμπτσέλι (λωρίδα από μαντήλι που συγκρατεί το φέσι) και η μεταξωτή σκέπη, με πολύχρωμα κεντήματα. Το φέσι είχε σειρές φλουριά, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της νύφης. Οι κοτσίδες ήταν πρόσθετες πλεξούδες που έβαζαν στη νύφη, από πρόβια μαλλιά και έφταναν έως την άκρη της σιγκούνας, στολίζοντας την πλάτη. Η γάζα με τις φούντες ή σκέπη είναι το λευκό μεταξωτό μαντήλι, το οποίο αντικατέστησε το φέσι. Το κόκκινο τσεμπέρι είναι ένα μαντήλι το οποίο εμφανίστηκε αφού καταργήθηκε το φέσι, ενώ από πάνω αντί για σκέπη φορούσαν το κρεμεζί μαντήλι. Στα κοσμήματα της νυφικής ανήκουν τα θηλυκωτάρια, τα οποία είναι πόρπες που συγκρατούν τη σιγκούνα κάτω από το στήθος. Οι αλυσίδες με τα χαϊμαλιά στερεώνονταν με το πουλί που είχαν πάνω στους ώμους στη σιγκούνα, ενώ τα φλουριά έπεφταν στο στήθος. Στα κοσμήματα για το λαιμό ανήκε και το γιορτάνι, ενώ οι πιο πλούσιες νύφες φορούσαν και τα σχοινιά με τα μαργαριτάρια.

Η ανδρική παραδοσιακή φορεσιά

Όσο για την ανδρική φορεσιά, ουσιαστικά δεν άλλαξε στο χρόνο.

Η φουστανέλλα, η χαρακτηριστική φορεσιά της ηπειρωτικής Ελλάδας, είναι “τετρακοσάρα” ή “τρακοσάρα” (ή και στενότερη), ανάλογα με τα λατζόλια.

Πάνω απ’ το λευκό χασεδένιο πλατυμάνικο πουκάμισο φοριέται “το σουκάρδ” δηλ. “το εσωκάρδιον”, γιλέκο κεντημένο με μεταξωτά γαϊτάνια.

Στη μέση το πλατύ ζωνάρι. Οι άσπρες κάλτσες είναι καλοτεντωμένες με “τα τσαγγόλουρα” και δένονται κάτω απ’ τα γόνατα με “τις γονατάρες”
(=καλτσοδέτες), που είναι υφασμένες στον αργαλειό με χρωματιστά μετάξια και συχνά έχουν κεντημένο το όνομα του παλληκαριού και χρονολογία ήταν συνήθως δώρα νυφιάτικα.

Τα καλά τσαρούχια με τη μαύρη μεγάλη φούντα στη μύτη και “η ατλαζένια σκούφια” στο κεφάλι, συμπληρώνουν τη λεβέντικη φορεσιά. Ομορφοστολισμένη είναι και η “δεύτερη φορεσιά” για καθημερινή χρήση :  “Η καμ’ζόλα και ο ντουλαμάς”.



Πηγές:
el.wikipedia.org
panigiraki.gr







Κρητική φορεσιά

Η κρητική φορεσιά αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της λαογραφίας της Κρήτης. Οι άνδρες φορούν βράκα με σαλβάρια, τον επενδυτή, γελέκο, μεϊντάνι, ζώνη, καρτσόνια και καπότο, επίσης ασημένιο μαχαίρι στη μέση, βουργίδι και κρατούν κατσούνα.

Η κρητική μπαστούνα ή κατσούνα αποτελεί κρητικό είδος ράβδου, η χρήση της οποίας προορίζεται ως παραδοσιακό μέσο, κυρίως από κτηνοτρόφους για τον έλεγχο των ζώων τους, ή και για διακοσμητικούς λόγους. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιείται ξύλο από το δέντρο αμπελιτσά.

Άλλες φορές οι άντρες, αντί για βράκα φορούν κυλότα σε τύπο στρατιωτικό που μπαίνει μέσα στα στιβάνια (τις μαύρες μπότες που συμπληρώνουν την ενδυμασία), γελέκο με φαρδιά ζώνη και κρουσάτο μαντίλι.


Η χειροποίητη κιλότα αποτελεί παραδοσιακή Κρητική ενδυμασία η οποία αντικατέστησε την βράκα μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο. Η ενδυμασία αυτή φορέθηκε κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης επί Κρητικής Πολιτείας.
Η κιλότα φοριέται με μαύρο πουκάμισο, γιλέκο, πλατιά υφαντή ζώνη, μαύρο μαντίλι στο κεφάλι και στιβάνια.





Οι γυναίκες φορούν φούστα με σάκο, κατινάκι (φόρεμα με μπούστο ραμμένο σε πλατιά φούστα), τζεμπέρι στο κεφάλι, μπροστοποδιά, σαλβάρι (μακριά βράκα), ποκαμίσα και μαύρα παπούτσια, καθώς και πολλά χρυσαφικά κυρίως λίρες.




Πηγή: el.wikipedia.org






Η Γυναικεία Παραδοσιακή Φορεσιά του Καβακλί της Ανατολικής Ρωμυλίας

 
Τα κύρια στοιχεία της γυναικείας φορεσιάς με τη σειρά που φοριούνταν είναι:

1. Τα εσώρουχα: Οι γυναίκες φορούσαν φανέλα μάλλινη πλεκτή και μισοφόρι από υφαντό βαμβακερό ύφασμα, για να μην λερώνει το πουκάμισο.

2. Το πουκάμισο «πχάμσου»: Το πουκάμισο ήταν βαμβακερό υφαντό στον αργαλειό λευκού χρώματος. Τα μανίκια και το μπούστο ονομαζόταν «πάρτα» και ήταν μπλε χρώματος, το κάτω μέρος ήταν βαμμένο με λουλάκι σε χρώμα ανοιχτό μπλε. Τα κεντρικά κομμάτια πίσω και μπροστά ήταν στο φάρδος του αργαλειού και λέγονταν «μάνες», ενώ τα πλαϊνά ήταν λοξά (στενά πάνω και φαρδιά κάτω) και ονομαζόταν «βαγκιόλια». Το πουκάμισο στην «ποδιά» του είχε πάνω του κεντημένα σχέδια με μεταξωτή κλωστή. Τα κεντήματα αυτά ήταν σε διάφορα σχέδια, πιο εντυπωσιακά στις κοπέλες και τις νέες γυναίκες, ενώ στα μικρά κορίτσια και στις ηλικιωμένες γυναίκες ήταν πιο απλά. Τα σχέδια αυτά είχαν διάφορα ονόματα, όπως «τσιάρκια», «μηούδια», «παπάδες» κ.λπ. Όλα τα κεντήματα στα πουκάμισα γίνονταν με μεταξωτή κλωστή και τα χρώματα που συνηθίζονταν ήταν το μπλε, το πράσινο, το μαύρο, το κροκί, το βυσσινί, το κόκκινο.

3. Το φόρεμα «η τσούκνα»: Η τσούκνα ήταν μάλλινο αμάνικο φόρεμα υφαντό στον αργαλειό και φοριόταν επάνω από το πουκάμισο. Αφού την έραβαν, την έβαφαν σε μαύρο χρώμα και στη συνέχεια την έριχναν στη νεροτριβή για να μαλακώσει το ύφασμα. Έπειτα ακολουθούσε το κέντημα της με βαμβακερή και μεταξωτή κλωστή μπροστά στον κόρφο και στην «ποδιά». Τα κεντήματα στον κόρφο διέφεραν από τσούκνα σε τσούκνα -διαφορετικά σχέδια σε νέες και ηλικιωμένες- και είχαν χαρακτηριστικά ονόματα, όπως «μύγδαουα», «σταφυούδια» κ.λπ. Το φόρεμα των ηλικιωμένων ονομάζονταν «ουβαλνό» από το μαύρο χρώμα που κυριαρχούσε.

4. Το ζωνάρι «ζνάρ(ι)»: Τα ζωνάρια γίνονταν από μάλλινο υφαντό στον αργαλειό σε τρεις τύπους -σε σχέση με την ύφανση- «αδίμτου» (δίμιτο), «μαρματοδίμτου» και «μουκαντέινου». Το τελικό μάκρος του ζωναριού έφτανε τα τρία μέτρα και οι άκρες του, που ήταν λοξές, κατέληγαν σε κρόσια και μικρές φούντες. Το ύφασμα ήταν ριγωτό με φαρδιές και στενές ρίγες σε διάφορα χρώματα, κυρίως κόκκινο, πράσινο, μπλε, κροκί, άσπρο και μαύρο. Στα ζωνάρια των ηλικιωμένων κυριαρχούσαν τα σκούρα χρώματα. Το ζωνάρι το τύλιγαν στη μέση πάνω από την τσούκνα και στο τέλος την άκρη τη στερέωναν με την «κάντζιου», ένα μικρό ασημένιο νόμισμα με δύο γαντζάκια στις δύο άκρες.

5. Η ποδιά «πιστίρκα»: Η ποδιά υφαινόταν στον αργαλειό με μάλλινη κλωστή και σε ύφανση «πουλτό». Το στημόνι ήταν κόκκινο, αλλά και στο υφάδι κυριαρχούσε το κόκκινο χρώμα, το οποίο συναντάται σε δύο τύπους: σκούρο «κρασάτο» και πιο ανοιχτό «αλνίτικο» (της φωτιάς). Οι ποδιές των νέων γυναικών ήταν σε δύο τύπους: α) με κόκκινο φόντο και υφαντά τα διακοσμητικά μοτίβα, σε τρεις ή πέντε σειρές και β) με κόκκινο φόντο, υφαντά τα πλαϊνά μοτίβα και στο κέντρο κεντημένα μια σειρά λουλούδια, τα «παγούνια». Την ποδιά με το κέντημα στο κέντρο τη φορούσαν κυρίως οι ελεύθερες κοπέλες. Οι ποδιές των ηλικιωμένων είχαν υφαντό διάκοσμο σε οριζόντια διάταξη, όπου κυριαρχούσαν τα σκούρα χρώματα. Όλες οι ποδιές στο κάτω μέρος κατέληγαν σε μια σειρά φούντες. Η ποδιά δένονταν πάνω από το ζωνάρι με χρωματιστά κορδόνια, πλεχτά στο χέρι, τα «μπλαζντίρα».

6. Τα πανωφόρια:
α) Το τσιπούνι «τσιουπούνι»: Το τσιπούνι ήταν γιλέκο με μανίκια υφαντό στον αργαλειό μαύρου χρώματος, που κατασκευάζονταν από τον «τερζή» στη νεροτριβή. Τα τελειώματά του διακοσμούνταν με μαύρο γαϊτάνι και πολλές φορές επενδύονταν με γούνα
β) Ο «κλειστός»: Ο κλειστός ήταν μακρύ αμάνικο πανωφόρι υφαντό στον αργαλειό μαύρου χρώματος, που κατασκευάζονταν στη νεροτριβή και ράβονταν από τον «τερζή».
γ) Η «γούνα»: Η γούνα ήταν μακρύ πανωφόρι με μανίκια υφαντό στον αργαλειό μαύρου χρώματος, που κατασκευάζονταν στη νεροτριβή και ράβονταν από τον «τερζή». Η γούνα επενδύονταν από γούνα αρνιού.
δ) Η «κάπα»: Η κάπα ήταν μακρύ αμάνικο πανωφόρι από πολύ χοντρό ύφασμα υφαντό στον αργαλειό, που κατασκευάζονταν στη νεροτριβή και ράβονταν από τον «τερζή».

7. Οι κάλτσες «τζιαράπια»: Οι κάλτσες ήταν χρώματος λευκού και μαύρου, πλεχτές στο χέρι και έφταναν ως το γόνατο. Εκτός από τις κάλτσες, εντός του σπιτιού, φορούσαν και τερλίκια.

8. Τα καλτσούνια: Τα καλτσούνια ήταν ένα είδος κάλτσας λευκού χρώματος, που κατασκευάζονταν στη νεροτριβή, και κάλυπτε ολόκληρη τη γάμπα. Τα καλτσούνια φορέθηκαν λίγα χρόνια μετά την προσφυγιά και έπειτα εγκαταλείφθηκαν.

9. Τα υποδήματα: Οι γυναίκες, τις Κυριακές και στις γιορτές, φορούσαν μαύρα παπούτσια με χαμηλό τακούνι, τις «κοντούρες». Όταν δούλευαν στα χωράφια φορούσαν τα «γουρουνοτσάρουχα», που κατασκευάζονταν συνήθως από δέρμα βοδιού.

10. Τα κεφαλοκαλύμματα: Οι γυναίκες είχαν μακριά μαλλιά που τα έπλεκαν κοτσίδες. Τις γιορτινές μέρες στο κεφάλι φορούσαν μάλλινο «τσιουμπέρ(ι)» (τσεμπέρι), σε χρώμα καφέ, πράσινο ή γαλάζιο με κόκκινα τριαντάφυλλα γύρω γύρω. Από κάτω φορούσαν το «ντουρά», μισό τσεμπέρι γαλάζιο ή πράσινο. Στη δουλειά φορούσαν μαντίλια άσπρα βαμβακερά ή άσπρα καρό λινά. Ακόμη φορούσαν και το «μισάλι», που ήταν γαλάζιο βαμβακερό μαντίλι υφαντό στον αργαλειό. Είχε κέντημα στη μία πλευρά και κρόσια με φούντες μεταξωτές πολύχρωμες από την άλλη. Τα «μισάλια» ήταν τα επίσημα μαντήλια, αφού τα φορούσαν οι κοπέλες στον αρραβώνα και τα φορούσαν οι αρραβωνιασμένες, οι νύφες και οι νιόπαντρες.

11. Τα κοσμήματα: Τα κοσμήματα των κοριτσιών, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους, ήταν:
α) Το «δέμα»: μια σειρά από μικρά χρυσά φλουριά πάνω από το μέτωπο στο σημείο που έδενε το τσεμπέρι.
β) Η «μπάπκα»: μια διπλή σειρά από μεγάλα χρυσά φλουριά, που στερεώνονταν μπροστά από το «δέμα» και στο κέντρο του μετώπου.
γ) Το «γκιρντάνι»: γιορντάνι με μία ή τρεις σειρές φλουριά.
δ) Το «κολιέ»: από κεχριμπάρι.



Πηγή:
Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Ανατολικής Ρωμυλίας, «Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη)», Περιοδική έκδοση Π.Ο.Σ.Α.Ρ., τεύχος 2, Απρίλιος - Μάιος - Ιούνιος 2005

culture.larissa-dimos.gr






                                       




Η Ανδρική Παραδοσιακή Φορεσιά του Καβακλί της Ανατολικής Ρωμυλίας


Τα κύρια στοιχεία της ανδρικής φορεσιάς με τη σειρά που φοριούνταν είναι:

1. Τα εσώρουχα: Οι άντρες φορούσαν φανέλα μάλλινη πλεκτή στο χέρι και σώβρακο, υφαντό βαμβακερό κυρίως, μακρύ.

2. Το πουκάμισο «πχάμσου»: Το πουκάμισο ήταν βαμβακερό υφαντό στον αργαλειό λευκού χρώματος. Το κεντρικό κομμάτι μπροστά και πίσω ήταν στο φάρδος του αργαλειού, ενώ τα πλαϊνά ήταν λοξά, έτσι ώστε να είναι φαρδύ κάτω. Το μάκρος του έφτανε κάτω από το γόνατο. Τα γιορτινά πουκάμισα μπορεί να είχαν κέντημα στα μανίκια και το γιακά. Το καλοκαίρι οι άντρες αφαιρούσαν το «πουτούρι» και έμεναν με τα εσώρουχα και το πουκάμισο.

3. Το «πουτούρι»: Το «πουτούρι» ήταν φαρδύ παντελόνι στο σχήμα περίπου της νησιώτικης «βράκας», που κατέληγε στενό εφαρμοστό στη γάμπα και έφτανε κάτω από τον αστράγαλο. Από τη μέση της γάμπας και κάτω, στην εσωτερική πλευρά, ήταν ανοιχτό, για να μπορεί να περνάει το πόδι και κούμπωνε με κόπιτσες. Ραβόταν στον «τερζή» σε χρώμα «μπόζαβο» (καφέ φυσικό του μαλλιού) και σπανίως μαύρο (κυρίως οι πλούσιοι). Στο επάνω μέρος του είχε γύρισμα, μέσα από το οποίο περνούσε σχοινί, η «βρακοζούνα». Οι τσέπες διακοσμούνταν με πολλές σειρές μαύρα «σειρίτια» (γαϊτάνια).

4. Το ζωνάρι «ζνάρ(ι)»: Το ζωνάρι ήταν υφαντό δίμιτο στον αργαλειό. Για τους νέους ήταν σε κόκκινο χρώμα, με δύο άσπρες ρίγες στις άκρες κατά μήκος του ζωναριού, και κάθετες στο τελείωμά του, τόσες όσο να καλύπτουν τη μέση μπροστά, και σε βυσσινί σκούρο χρώμα για τους ηλικιωμένους. Το φάρδος του ζωναριού ήταν 30-35 εκ. και το μάκρος του περίπου 3 μ.

5. Ο κλειστός: Ο κλειστός ήταν γιλέκο αμάνικο, που ραβόταν στον «τερζή» από το ίδιο ύφασμα με το πουτούρι σε χρώμα «μπόζαβο» ή μπλε. Μπροστά ήταν ανοιχτό. Φοριόταν πάνω από το πουκάμισο όταν είχε ζέστη και πάνω από το «τζιαμαντάνι» το χειμώνα.

6. Το τζιαμαντάν(ι): Το τζιαμαντάνι ήταν γιλέκο με μανίκια, που ραβόταν στον «τερζή» από το ίδιο ύφασμα με το πουτούρι σε χρώμα «μπόζαβο». Μπροστά ήταν σταυρωτό, κούμπωνε με κόπιτσες και είχε μία τσέπη. Διακοσμούνταν με μαύρο γαϊτάνι. Επίσης, μπορεί να ραβόταν και χωρίς μανίκια.

7. Το τσιπούνι «τσιουπούνι»: Το τσιπούνι ήταν γιλέκο με μανίκια, από το ίδιο ύφασμα όπως και τα προηγούμενα, και ραβόταν στον «τερζή». Φοριόταν κυρίως το χειμώνα πάνω από τον «κλειστό». Κάποιες φορές ήταν επενδυμένο με γούνα και δεν κούμπωνε μπροστά.

8. Η σαλταμάρκα: Η σαλταμάρκα ήταν σταυρωτό κοντογούνι με μανίκια, από το ίδιο ύφασμα όπως και τα προηγούμενα, και ραβόταν στον «τερζή». Ήταν μακρύ ως τη λεκάνη, με γούνα ή χωρίς.

9. Η γούνα: Η γούνα ήταν μακρύ πανωφόρι με μανίκια χρώματος «μπόζαβο» και ραβόταν στον «τερζή». Εσωτερικά ήταν επενδυμένη κυρίως με γούνα αρνιού.

10. Το σεγκούνι «σιουγκούνι»: Το σεγκούνι ήταν μακρύ πανωφόρι με μανίκια, από χοντρό σαγιάκι χρώματος «μπόζαβο». Το φορούσαν κυρίως στα χωράφια όταν είχε κρύο.

11. Το ιαμουρλούκ(ι): Το ιαμουρλούκι ήταν αμάνικο μακρύ πανωφόρι με κουκούλα και κατασκευάζονταν στη νεροτριβή από τον «τερζή» από πολύ χοντρό «πουλτό» ύφασμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι βοσκοί και οι αγρότες στα χωράφια.

12. Οι κάλτσες «τζιαράπια»: Οι κάλτσες ήταν χρώματος «μπόζαβο» και μαύρο, πλεχτές στο χέρι και έφταναν ως το γόνατο. Εκτός από τις κάλτσες, εντός του σπιτιού, φορούσαν και τερλίκια.

13. Τα καλτσούνια: Τα καλτσούνια ήταν ένα είδος κάλτσας λευκού χρώματος, που κατασκευάζονταν στη νεροτριβή, και κάλυπτε ολόκληρη τη γάμπα. Τα καλτσούνια φορέθηκαν λίγα χρόνια μετά την προσφυγιά και έπειτα εγκαταλείφθηκαν.

14. Τα μπιάλια: Τα μπιάλια ήταν πανιά άσπρου χρώματος, 65x80εκ. περίπου, και τα τύλιγαν στα πόδια από το γόνατο και κάτω. Δένονταν είτε με σχοινιά από γίδινο μαλλί είτε με στενά μαύρα λουριά, που τυλίγονταν γύρω από το πόδι. Φοριούνταν στα χωράφια, πάντοτε με τσαρούχια. Οι ηλικιωμένοι άντρες, πολλές φορές, τα φορούσαν και στην έξοδό τους το χειμώνα, με τσαρούχια «καπακλίδικα» (με καπάκια), γιατί ήταν πολύ ζεστά.

15. Τα υποδήματα: Τις Κυριακές και τις γιορτές, οι άντρες φορούσαν μαύρα παπούστα, τα «γεμενιά» και τσαρούχια «καπακλίδικα». Τις καθημερινές και στη δουλειά φορούσαν, συνήθως, «γουρουνοτσάρουχα».

16. Το καλπάκι: Το καλπάκι ήταν ένα είδος καπέλου, από δέρμα αστραχάν ή και υφαντό, και το κατασκεύαζε ο «καλπακτσής».


Πηγή:
Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Ανατολικής Ρωμυλίας, «Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη)», Περιοδική έκδοση Π.Ο.Σ.Α.Ρ., τεύχος 2, Απρίλιος - Μάιος - Ιούνιος 2005

culture.larissa-dimos.gr







  Παραδοσιακή φορεσιά Νάξου




Η παλιά ενδυμασία των προγόνων μας, όχι βέβαια όλων, ήταν διαφορετική, πολυέξοδη και λίγο μπελαλίδικη. Οι άντρες φορούσαν αντί για παντελόνι την υφαντή βράκα, η οποία ήταν μία φουφούλα, που άρχιζε από τη μέση και κατέληγε στο γόνατο, όπου τελείωνε σε στενό παντζάκι.
Από τη μέση και πάνω φορούσαν λευκό πουκάμισο και υφαντό σταυρωτό γιλέκο με πάνινα κουμπιά και κουμπότρυπες με σταυροβελονιά. Η φορεσιά ήταν αρχικά άσπρη και ύστερα άρχισαν να τη βάφουν με μπλέ χρώμα, που λένε πως έχει σχέση με το γεγονός ότι οι Τριποδιώτες βρακάδες έμεναν κοντά στην θάλασσα, ενώ το χρώμα της φορεσιάς ήταν μαύρο για τους απανοχωριανούς. Έβαζαν φλούδια από ρόδια στο καζάνι με το χρώμα για να πιάνει καλύτερα.
Στη μέση, για ζωστήρα είχαν το ζωνάρι, ένα στενόμακρο υφαντό ύφασμα, το ίδιο με τη βράκα, που στις άκρες είχε κρόσια. Το περνούσαν πολλές φορές γύρω από τη μέση τους, αφήνοντας τα κρόσια να κρέμονται στο πλάϊ. Μέσα στο ζωνάρι έβαζαν το σακούλι με τον καπνό και την ίσκα (φυτίλι) με τον πυρόβολα (τσακμάκι).
Το εσώβρακο,που από την ετυμολογία της λέξης καταλαβαίνουμε πως το φορούσαν μέσα απο τη βράκα, είχε το ίδιο σχέδιο όπως και η βράκα αλλά ήταν λευκό. Και επειδή το πόδι φυσικά από το γόνατο και κάτω δεν καλυπτόταν, φορούσαν πλεχτές υφαντές κάλτσες και καλτσοδέτες με φουντίτσα, ενώ τα παπούτσια ήταν εξώραφα.
Στο κεφάλι τους φορούσαν το απαραίτητο φέσι, κι αυτό υφαντό, με μια φούντα στη μέση του από πλούσιες κλωστές, που έπεφτε στον ώμο του βρακά.
Οι βρακάδες σήμερα έχουν εξαλειφθεί, μιάς και ο σύγχρονος τρόπος ζωής λειτούργησε αρνητικά στη διατήρηση της φορεσιάς, η οποία με το πέρασμα του χρόνου δεν ήταν πλέον πρακτική. Ακόμα ένας σημαντικός λόγος είναι πως η φορεσιά αυτή είχε μεγάλο κόστος γιατί έπρεπε να χρησιμοποιηθεί 16 πήχες ύφασμα για να είναι άνετη.
Παλιοί βρακάδες Τριποδιώτες ήταν ο Περομάρκος, ο Νικόλας Απειρανθίτης της Μαρούσας, ο ξάδερφος του Νικόλας Απειρανθίτης, ο γέρο Μπιμπόλης, ο γέρο Αποστόλαρος, ο γέρο Μποτζαποστόλης, ο Μανώλης Μαργαρίτης, ο γέρο Γιαννούτσος από τον Μπλουμά, ο γέρο Κιουλαφής, ο γέρο Βιτσερογιώργης, ο Λιανός Δημητροκάλλης, ο παπά Νικόλας μέσα από το ράσο του και άλλοι.

                                                             Οι παλιές φούστες




Οι γυναίκες παλιά φορούσαν φανταχτερές φούστες με πολλές πλούσιες πιέτες. Ύφαιναν τα δίμητα (ύφασμα) από μαλλί προβάτου ή βαμβάκι στον αργαλειό, στην «κρεβαταριά», όπως την έλεγαν παλιά, και έφτιαχναν φούστες που έπιαναν από τη μέση, δένοντάς τες με δύο ζωνάρια που έραβαν πάνω σε αυτές. Η φούστα ήταν μακριά μέχρι τον αστράγαλο.

Από τη μέση και πάνω φορούσαν τους μπούστους, ειδικά σακάκια με πάνινα στρογγυλά κουμπιά. Από μέσα φορούσαν πουκαμίσα, το σημερινό μισοφόρι, που ξεκινούσε κι αυτό από το λαιμό κι έφτανε ώς τους αστράγαλους. Ήταν συνήθως φτιαγμένο από κάμποτο (είδος υφάσματος), αλλά οι πιό πλούσιες οικογένειες το έκαναν από χασέ. Οι πάντα καλοντυμένες και 'κεντίστρες' Τριποδιώτισσες έδειχαν την νοικοκυροσύνη τους με το πλούσιο αζούρι και τις αραχνοϋφαντες δαντέλες που στόλιζαν το λαιμό και το κάτω μέρος της πουκαμίσας, το οποίο άφηναν να φαίνεται, λίγο πιο μακρύ απο την φούστα. Η όλη εξωτερική φορεσιά αρχικά ήταν ολόασπρη, αλλά μετά άρχισαν να βάφουν τις φορεσιές μπλέ ή μαύρες.
Επίσης στο κεφάλι φορούσαν το απαραίτητο μαντήλι που το σκέπαζε όλο, ενώ το δέσιμο κατέληγε στο λαιμό. Το δέσιμο του μαντηλιού έμοιαζε με μεγάλο πουλί με πελώρια μύτη, μιάς και πάνω από το κούτελο έβγαζαν προεξοχή για τον ήλιο. Οι ελεύθερες και παντρεμένες γυναίκες φορούσαν άσπρα μαντήλια, ενώ οι χήρες κατάμαυρα. Δεν υπήρχε τότε γυναίκα χωρίς μαντήλι στο κεφάλι, διότι αυτό αποτελούσε δείγμα σεμνότητας.


Πηγή : tropodesnaxou.gr





Παραδοσιακές φορεσιές της Θράκης.

 


Η ενδυμασία του ζευγαριού είναι από τα 9 χωριά (Ελληνοχώρι, Χιονάδες, Λάδη, Μεγάλη – Μικρή Δοξιπάρα, Δόξα, Μεταξάδες, Παλιούρι, κα).

Στη θρακιώτικη φορεσιά αποτυπώνονται όλα: η κοινωνική θέση, η καταγωγή, το θρήσκευμα, η ηλικία. Ήταν και ένας παλιός κώδικας επικοινωνίας. Παλιότερα έβλεπες κάποιον με φορεσιά και ήξερες αυτόματα όλα τα παραπάνω. Όλα τα υλικά, τα χρώματα και τα σχέδια είχαν άμεση σχέση με τα τοπικά χρώματα, τις εικόνες του φυσικού περιβάλλοντος και την κοινωνική-οικονομική δομή της παλαιάς Θράκης.

Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της θρακικής παραδοσιακής φορεσιάς είναι ότι χρησιμοποιεί και προτιμά έντονους και ζωηρούς χρωματισμούς, προκειμένου να τονιστούν αρχέγονα σύμβολα και σχέδια, όπως επιτάσσουν οι τοπικές προλήψεις και παραδόσεις.  Τα υλικά που χρησιμοποιούμε στη Θράκη για την κατασκευή των καθημερινών φορεσιών είναι το μαλλί, το βαμβάκι, το λινάρι και, φυσικά, το μετάξι. Και οι τέσσερις πρωτογενείς υφαντικές ύλες βρίσκονται επί τόπου, στην ευρύτερη περιοχή της. Επί Βυζαντίου και επί Οθωμανικής περιόδου η περιοχή μας ήταν πρωτοστατούσα στην εξαγωγή αυτών των προϊόντων.

Οι γυναικείες απο τις ανδρικές Θρακιώτικες φορεσιές ήταν από τα ίδια υλικά και χρώματα, τα κομμάτια – τα τμήματα και εξαρτήματα όμως διαφέρουν.

Στις αντρικές φορεσιές διακρίνουμε τα γουρουνοτσάρουχα, τις κάλτσες (τσουράπια), τα άσπρα ποδαπάνια με τα τσαρουχόσχοινα, το ποτούρι ή βρακί, την καραβάνα, το ζωνάρι, τα πανωφόρια (γιλέκα με ή χωρίς μανίκια, διάφορες κάπες, ντουλαμάδες κ.α.) και τα διάφορα κεφαλοκαλύμματα (σάπκες, καβουράκια, σαρίκια, γούνινα δίκοχα κ.α).

Ενώ η γυναικεία φορεσιά,  έχει τον περισσότερο πλούτο επάνω της, αφού σε αυτήν εκφράζεται η ψυχή της γυναίκας νοικοκυράς. Επίσης στις γυναικείες διακρίνουμε τα τσαρούχια (δέρμα), τα κουντούρια ή γκαλέτσια (ξυλοτσόκαρα), τα τιρλίκια, τις κάλσες (τσουράπια),το καφτάνι, το πουκάμισο, το φουστάνι, την ποδιά (πιστίρκα), ζωνάρι (υφαντό ή ασημοζούναρο), τα πανωφόρια (διάφορα υφαντά ή πλεκτά γιλέκα, λιμπαντέδες γούνες κ.α.), τα διάφορα κεφαλοδεσίματα (με μαντήλια ή καπέλα), και τέλος τα διάφορα παραδοσιακά στολίδια ή κοσμήματα(αρμαθιές με ντούμπλες, γκιουρντάνια, σκουλαρίκια, λουλούδια, τρουμτούρες κ.α.).




(Πηγή: archaiologia.gr/blog/photo/φορεσιές-της-θράκης-λαογραφικό-μουσείο Διδυμοτείχου)

 




Η φορεσιά της Φλώρινας 
Παρουσιάζεται σε πολλές παραλλαγές και έτσι διακρίνονται οκτώ διαφορετικές φορεσιές: η φορεσιά του Ανταρτικού, η φορεσιά της Κλαδοράχης, η φορεσιά των χωριών της λίμνης Πρέσπας, η φορεσιά των χωριών Τριανταφυλλιά, η παλιά φορεσιά του Νυμφαίου, η φορεσιά των χωριών Δροσοπηγή και Φλάμπουρο, η φορεσιά των χωριών του Αμύνταιου και η φορεσιά των χωριών Μπούφι και Ράκοβο.
Όλες οι φορεσιές έχουν χαρακτηριστικό το άσπρο μάλλινο σιγκούνι και βαμβακερά ποκάμισα, ενώ μετά το 1930 που πλέον τη φορούσαν μόνο ηλικιωμένες, το σιγκούνι και η ποδιά αντικαταστάθηκαν με μαύρου χρώματος. Λόγω έλλειψης επαρκών στοιχείων για τις υπόλοιπες φορεσιές, θα παρουσιαστεί μόνο η φορεσιά του Αντάρτικου.



Η φορεσιά του Ανταρτικού
Τα κομμάτια που απαρτίζουν τη φορεσιά αυτή της Φλώρινας είναι το κόσουλα, η τραχηλιά, τα κάλτσινα, τα κοφτά, ο σαγιάς, το γκιουρντί, η πόγιας, η φούτα, η ρεσάτσκα, τα κάλτσι, τα τσουράπια και τα πίντζι. Στον καθημερινό κεφαλόδεσμο υπήρχε η σκέπα, ενώ στο γιορτινό και νυφικό το κόκκινο φέσι, η πλέντετζα, το ντουλπέν και το νάπλιτσι. Στα κοσμήματα υπήρχαν το κιοστέκι. Η κόλαν, τα πάφτη, τα σιντζίρια και τα μεγάλα σκουλαρίκια.

Τα κομμάτια της φορεσιάς και η περιγραφή τους

Το κόσουλα είναι το άσπρο βαμβακερό ποκάμισο με ένα μικρό όρθιο γιακαδάκι με πολύχρωμο κέντημα. Το ίδιο κέντημα είχε τόσο η τραχηλιά όσο και ο καρπός και η εξωτερική πλευρά του μανικιού. Ο ποδόγυρος είχε άσπρο κέντημα. Η τραχηλιά έμπαινε κάτω από το άνοιγμα του ποκαμίσου και κάλυπτε το στήθος, δεμένη στο λαιμό. Τα κάλτσινα είναι τα πρόσθετα μανίκια, πλεκτά και πολύχρωμα που φοριούνται κάτω από το ποκάμισο και δένονται στον αγκώνα. Τα κοφτά είναι τα στενά πρόσθετα μανίκια που διπλώνουν στον αγκώνα και γυρίζουν προς τα πάνω. Στην εσωτερική τους πλευρά που φαίνεται, έχουν κόκκινο βαμβακερό ύφασμα κεντημένο. Παλιότερα τα κοφτά ραβόταν πάνω σε μπούστο σαν τζάκο, ενώ αργότερα ραβόταν πάνω στο άσπρο σαγιάκι.
Ο σαγιάς ή σαγιάκι είναι σαν σιγκούνι, φτιαγμένο με ειδική επεξεργασία του υφάσματος και ήταν κεντημένος. Συνήθως ήταν δώρο της πεθεράς και φοριόταν όλη τη χρονιά. Όταν πήγαιναν στη εκκλησία φορούσαν από πάνω το γκιουρντί, που μοιάζει με σαγιά αλλά εσωτερικά έχει φλόκια. Το φορούσαν περισσότερο οι μεγαλύτερες γυναίκες και όχι οι νέες. Η πόγιας είναι το μάλλινο υφαντό ζωνάρι, πολύχρωμο και με ρίγες. Με αυτό τυλίγουν τη μέση, πάνω από το σαγιά ή το γκιουρντί και κάτω από την ποδιά, αφήνοντας τη φούντες να πέφτουν πίσω. Η μάλλινη ποδιά λέγεται φούτα και η γιορτινή έχει πολύχρωμα σχέδια σε κόκκινο, άσπρο και μαύρο με φούντες στην άκρη. Η καθημερινή έχει οριζόντιες γραμμές.
Η ρεσάτσικα είναι ο μαύρος επενδύτης για το χειμώνα, από μαλλί. Με πλούσια σχέδια εσωτερικά και εξωτερικά. Τα κάλτσι είναι μάλλινες πλεχτές κάλτσες έως το γόνατο, χωρίς πέλμα και τις φορούν ξιπόλητες. Οι γιορτινές είναι πολύχρωμες, ενώ οι καθημερινές μαύρες. Τα τσουράπια είναι οι γιορτινές και νυφικές κάλτσες με πέλμα, από μαλλί με πολύχρωμα κεντήματα. Τα πίντζι ή οι πίγκες ήταν τα γουρουνοτσάρουχα τα οποία κατασκευάζονταν από χοιρινό ή βοδινό δέρμα και τα φορούσαν μόνο κατά τις γιορτές.

Κεφαλόδεσμος και κοσμήματα

Οι γυναίκες έκαναν τα μαλλιά τους μια πλεξούδα και ο κεφαλόδεσμος έπαιρνε τη μορφή κράνους, ονομάζοντάς τον περικεφαλαία. Από το 1930 για νυφικό κεφαλόδεσμο είχαν το κόκκινο φέσι, τη πλεντέτζα, το ντουλμπέν και το νάπλιτσι. Αργότερα φορούσαν μόνο το ντουλμπέν και τις καθημερινές τη σκέπα. Δυστυχώς τα κοσμήματα του κεφαλόδεσμου δεν έχουν διασωθεί. Το κόκκινο φέσι, είχε σχήμα κώνου και φοριόταν με κλίση προς τα πίσω, στερεωμένο με κορδόνι δεμένο στο λαιμό. Η πλέντετζα είναι το υποσαγώνιο που συγκρατεί το φέσι, στολισμένη με πούλιες. Το ντουλπέν είναι άσπρο βαμβακερό μαντήλι με φούντες. Το νάπλιτσι είναι πλεχτό διακοσμητικό από χάντρες, μοιάζει με φούντα και το δένουν στην κοτσίδα. Η σκέπα είναι ένα ολόασπρο χωρίς κεντήματα μαντήλι που δένει στο κεφάλι όπως το ντουλμπέν.
Τα κοσμήματα της νύφης ήταν το κιοστέκι, αλυσίδες στο στήθος με φλουριά που στερεώνονται στο σαγιάκι. Η κόλαν είναι η ασημένια ζώνη πάνω από την υφαντή που δένει με τα πάφτη. Αυτά είναι θηλυκωτάρια με πετράδια. Τα σιντίρια είναι αυτά που ολοκληρώνουν τη φορεσιά. Πρόκειται για αλυσίδες με νομίσματα που στερεώνονται στην ποδιά και τη στολίζουν

 Πηγή:
Η Ελληνική Λαϊκή Φορεσιά (Τόμοι Πρώτος & Δεύτερος) Αγγελική Χατζημιχάλη, Μουσείο Μπενάκη Εκδόσεις "Μέλισσα"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου