...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Σάββατο 10 Μαΐου 2025

Οι Βάκχαι και ο Νόστος για το 2ο γλέντι στην Αθήνα

Οι Βάκχαι και ο Νόστος για το 2ο γλέντι στην Αθήνα




Η «ΒΑΚΧΑΙ» Πολιτιστική Εταιρεία Ορχηστικής Τέχνης και ο Λαογραφικός και Χορευτικός Όμιλος «ΝΟΣΤΟΣ» σε συνεργασία για το 2ο ΓΛΕΝΤΙ ΣΤΗ ΠΟΛΗ!!

«ΗΘΕΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΜΟΥ» (Καλημεργιάνικος) | Σκύρος

«ΗΘΕΛΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΜΟΥ» (Καλημεργιάνικος) | Σκύρος

 

 

Συγκλονιστικό τραγούδι με φιλοσοφικό περιεχόμενο από τη νήσο Σκύρο. Ονομάζεται «Καλημεργιάνικος», καθώς πρόκειται για οικογενειακό σκοπό της οικογένειας Καλημέρη. Πρόκειται για έναν θρήνο, μία κραυγή απόγνωσης του ανθρώπου στον οποίο η ζωή στάθηκε άδικη και σκληρή.

 

Οι οικογενειακές μελωδίες αποτελούν μια ενδιαφέρουσα όψη της λαϊκής, μουσικής παράδοσης της Σκύρου, η οποία είναι εξαιρετικά πλούσια και ποικιλόμορφη. Λέγεται πως η κάθε μεγάλη Σκυριανή οικογένεια (φάρα, σόι) είχε τη δική της μελωδία, τον δικό της σκοπό, πάνω στον οποίο τραγουδούσαν στιχάκια, πολλές φορές αυτοσχέδια.

 

Κατά την ιστορική του εξόρμηση στη Σκύρο το 1909, ο Ψάχος πέτυχε να συλλέξει και να δημοσιεύσει τους ακόλουθους έξι οικογενειακούς «χαβάδες»: του Δούκα, του Κορέλη, τον Ξανθουλιάνικο, του Παπακοσμά, τον Αυλωνιτιάνικο και τον Καβαδιάνικο. Φυσικά υπάρχουν πολλοί ακόμη, όπως ο Διολετιάνικος, ο Κορομπιάνικος, ο Καπέλικος κ.α. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως αρκετοί σκοποί οικογενειακοί έχουν πλέον χαθεί, όπως εκείνος του Πατεστή και ο Κατσαρελιάνικος. Στη Σκύρο, τα καθιστικά τραγούδια, με έντονο το μικρασιάτικο στοιχείο και τις βυζαντινές μελωδίες, είναι πάρα πολλά σε αριθμό, περισσότερα ίσως και από τα χορευτικά.

 

ΔΙΣΚΟΣ:

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ

 

Έρευνα - Συγγραφή: Σωτήριος Τσιάνης

 

ΕΚΔΟΣΕΙΣ:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ

 

Τραγούδι:

Μαριγώ (του Καλημέρη) Ευσταθίου

 

 

Ακούστε το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=s0-MyTMT3V4

 

Οι στίχοι:

[«Η Μαριγώ Ευσταθίου, με όλα της τα γεράματα, σας προσφέρει έναν σκοπό «Καλημεργιάνικο», οικογενειακό. Λοιπόν, λέει»:]

 

Ήθελα με την τύχη μου μιαν ώρα ν' αντικρίσω,

μιαν ώρα ν' α-, μα, ν' αντικρίσω,

 

Γελάς, γελούν τα δέντρα

κι ανθίζουν τα κλαριά,

κι οι κάμποι επρασινίζουν

για σένανε κυρά.

 

να δούμε τι της έκανα κι όλο με φέρνει πίσω,

κι όλο με φέ-, με φέρνει πίσω.

 

Το λένε τ΄αηδονάκια

κάτου στα ρέματα,

πως σ' αγαπώ κυρά μου,

δεν είναι ψέματα.

 

Η τύχη μ' από την αρχή, πάντα με κατατρέχει,

πάντα με κα-, με κατατρέχει,

 

Έλα πουλί μου, έλα

και 'γω το χαίρομαι,

μη πα' και βάλει ο νους σου,

πως το πικραίνομαι.

 

κι απεθυμεί παντοτινά στα βάσανα, καλέ, να μ' έχει

στα βάσανα, φως μου, να μ' έχει.

 

Έλα πουλί μου, έλα

και 'γω το χαίρομαι,

μη πα' και βάλει ο νους σου

πως το πικραίνομαι.

 

Μη πα' και βάλει ο νους σου

πως το πικραίνομαι,

έλα πουλί μου, έλα

και 'γω το χαίρομαι.

 

Πάντοτες και παντοτινά θα σου παρεπονιούμαι,

θα σου παρε-, παρέπονιούμαι,

 

Της θάλασσας τα ψάρια

δεν έχουν μετρημό

και τα δικά σου λόγια

δεν έχουν μπιστεμό.

 

γιατί ποτέ δε ρώτησες πού βρίσκομαι, καλέ, και πού 'μαι,

πού βρίσκομαι, φως μου, και πού 'μαι.

 

Έλα να σε φιλήσω

και φίλα με κι εσύ

και σαν το μαρτυρήσω

μαρτύρα το κι εσύ.

 

[«Να το λέτε με καλό». ]

 

Πηγή: youtube.com #greek_folk_music

Φωτογραφία: el.wikipedia.org

 

 

Οι Δεκαοχτούρες με το δαχτυλίδι στο λαιμό. Μύθοι και στίχοι !

Οι Δεκαοχτούρες με το δαχτυλίδι στο λαιμό. Μύθοι και στίχοι !

 

Οι Δεκαοχτούρες με το δαχτυλίδι στο λαιμό

Οι κυρίες επισκέπτριες στον κήπο του χειμώνα

της Δέσποινας Παπαδοπούλου

 

 

 

Η δεκαοχτούρα (επιστημονικό όνομα:Streptopelia decaocto – Στρεπτοπέλια η δεκαοκτώ) είναι ένα είδος του γένους Στρεπτοπέλια (Streptopelia) των περιστερίδων, ιθαγενές στην Ασία και την Ευρώπη, που έχει πρόσφατα εποικίσει και στη Βόρεια Αμερική.

 

Η ονομασία του γένους Streptopelia, είναι σύνθετη και προέρχεται από τις λέξεις της αρχαίας ελληνικής στρεπτός (=το κολάρο, ο δακτύλιος) και πέλεια (=το περιστέρι), δηλαδή σημαίνει “το περιστέρι που έχει κολάρο”.

 

Η ονομασία του είδους decaocto (δεκαοχτώ) προέρχεται από ελληνικό μύθο με τις δύο ακόλουθες παραλλαγές:

 

  • Κάποτε πριν πολλά χρόνια ήταν μια πανέμορφη κοπέλα αξιολάτρευτη και πρώτη νοικοκυρά. Πολλοί νέοι την ποθούσαν και όλες οι γυναίκες τη ήθελαν για νύφη τους. Την καρδιά της όμορφης κοπέλας, κέρδισε ένας νέος, τον οποίο και παντρεύτηκε, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του. Η πεθερά τυφλωμένη από ζήλεια και εγωισμό δεν έβλεπε πόσο πολύ αγαπιούνταν οι δύο νέοι κι έκανε τα πάντα για να τους χωρίσει. Ανάγκαζε την -υπάκουη πάντα- νύφη να κάνει ένα σωρό δουλειές, μέχρι να αγανακτήσει και να φύγει. Η κοπέλα υπέμενε καρτερικά όλες τις δοκιμασίες, τις ταπεινώσεις, την αχαριστία της κακιάς πεθεράς για την αγάπη του άντρα της. Μια μέρα της ζήτησε να φτιάξει 18 καρβέλια και να τα έχει έτοιμα. Πράγματι η κοπέλα τα είχε έτοιμα ως το μεσημέρι. Τότε η αντίζηλος της, πήρε το ένα καρβέλι και κατηγόρησε τη νύφη στον γιο της ότι το έφαγε τονίζοντας έτσι ότι είναι σπάταλη. Ο νέος την πίστεψε κι η κοπέλα από την αδικία φώναζε “δεκαοχτώ…δεκαοχτώωω…” Μάταια όμως. Το κορίτσι τρελάθηκε κι ο Θεός την λυπήθηκε μεταμορφώνοντάς την σε πουλί, την δεκαοχτούρα.

 

  • Ήταν μια φορά δυο συννυφάδες και η πεθερά τους. Μια μέρα, η μία συννυφάδα ζύμωσε είκοσι καρβέλια ψωμί, και όταν έγινε, άναψε το φούρνο και έβαλε τα ψωμιά. Όταν ψήθηκαν, η συννυφάδα πήρε κρυφά δυο καρβέλια και τα έδωσε στον αγαπημένο της. Μετά από λίγη ώρα, η πεθερά και η άλλη συννυφάδα αναζήτησαν τα ψωμιά αλλά δεν τα βρήκαν και τη ρώτησαν: “Τι έγινε το ψωμί; Λείπουν δυο καρβέλια. Ήταν είκοσι και τώρα είναι δεκαοχτώ”. Εκείνη έλεγε: “Δεκαοχτώ ήταν” αλλά η πεθερά της δεν τη πίστευε, θύμωσε και την καταράστηκε. Από τότε έγινε πουλί που φωνάζει έως σήμερα “Δεκαοχτώ, δεκαοχτώ, δεκαοχτώ”, γι’ αυτό και το λένε Δεκαοχτούρα ( από την βικιπαίδεια).

 

Στη συνέχεια ακολουθεί ο μύθος μεταποιημένος ποιητικά από τον Γεώργιο Βιζυηνό από την ποιητική συλλογή «Ατθίδες Αύραι»  (τρίτη έκδοση 1884)

 

Η ΔΕΚΟΧΤΟΥΡΑ

 

(Τρυγών κατοικίδιος)

 

«—Πς τό λένε τ πουλάκι,
πο
στ δένδρα πεταχτ
κελαδε
κάθε ’λιγάκι—
Δεκοχτώ; Δεκοχτώ;

 

—Δεκοχτορα τ λαλονε
σα σα δι’ ατό,
γιατ ψάλλει ν τ’ κονε—
Δεκοχτώ! Δεκοχτώ!

 

Κι’ ποιος ες μ προβάλ
τ ατί του ’ξυπνητό,
θένα μάθ γιατ ψάλλει
Δεκοχτώ! Δεκοχτώ!
 

ταν λλοτ’ καϋμένη
κοριτσάκι διαλεχτό,
—Χρόνοι τώρα περασμένοι
Δεκοχτώ, δεκοχτώ.—

 

Κ’ εχε μητρυιά, παιδιά μου,
μι
γρῃὰ σν σκελετό.
—Ζύμω, λέγει, τ
ψωμιά μου
δεκοχτώ, δεκοχτώ.—

 

Τς ζυμόνει μέσ’ στν σκάφη
τ ζυμάρι κορδωτό·
κόφτει τ
ψωμι κα γράφει
δεκοχτώ, δεκοχτώ.
 

Τπλασε κα τ φουρνίζει
μέσ’ στ
ν φορνο τν ζεστό·
’ψήθηκαν, τ
ξεφουρνίζει
δεκοχτώ, δεκοχτώ.

 

Μ στρίγγλα μητρυιά της
κράζει μ θυμ φρικτό,
πς δν σαν τ ψωμιά της
δεκοχτώ, δεκοχτώ!

—Δεκαννιά, φωνάζ’ γεναν,
δεκαννι καί τ’ παιτ!
Τνα τφαγες, κ’ μεναν
δεκοχτώ, δεκοχτώ!

 

—Ες τν Παναγιά σ’ μόνω,
στέκει στ χαρτ γραφτό,

τ ψωμι πς σαν μόνο
δεκοχτώ, δεκοχτώ!

 

—Δεκαννιά! φωνάζ’ κείνη,
σ σφάζω στ λεπτό!
Τκλεψες, γι’ ατό ’χουν μείνει
δεκοχτώ, δεκοχτώ!

 

—Μάνα, μν τ πάρς κάκια,
μά σ’ μόνω στν Χριστό:
μο παράγγειλες ψωμάκια
δεκοχτώ, δεκοχτώ!

 

Μά στρίγγλα, πο ζητοσε
φορμήν ες τ κρυφτό,
’κε πο φτωχ λαλοσε—
Δεκοχτώ, δεκοχτώ,

 

Στ καρύδι της στηλόνει
τ
μαχαρι τροχητό,
—Περασμένοι τώρα χρόνοι
δεκοχτώ, δεκοχτώ.—

 

Μά Θες γυρν τ χέρι
στν κακό της αυτό,
κα πληγας τς καταφέρει
δεκοχτώ, δεκοχτώ!

 

Κα τν κόρη μεταβάλλει
σ
τρυγόνι φτερωτό,
π’ ’ως τ
τώρ’ κόμα ψάλλει—
Δεκοχτώ! Δεκοχτώ!»

 

Με αγάπη και φροντίδα προς όλα τα ζωντανά της γης και τα πετεινά του ουρανού

(Η φωτογραφία από τον αυλή μας)

Δέσποινα Παπαδοπούλου

 

Πηγή: limnosnea.gr