...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

 

 

 

Ο Λαμπριάτης, ο μήνας της Άνοιξης και του ψέματος στη λαογραφία

 

Art by Charles-Amable

«Έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη…» ένας από τους πιο όμορφους στίχους στους Ελευθέρους Πολιορκημένους του Διονύσιου Σολωμού, δίνει όλη τη σημασία του μήνα αυτού.

 

Ποιος ναυτικός μας, άραγε, δεν έχει ακούσει τη συμβουλευτική παροιμία που λέει ο λαός μας: «Απριλίου δεκαοχτώ, να ‘χεις το μάτι σου ανοιχτό. Πέρασαν οι δεκαοχτώ; Άραξε και σ’ ένα αυγό!» Κατά τη λαϊκή μετεωρολογία, λοιπόν, το τελευταίο όριο του χειμώνα είναι η 18η μέρα του Απρίλη.

 

Ο Απρίλης παράγεται από το ρήμα «aperire = ανοίγω», γιατί είναι μήνας της άνοιξης, της εποχής που ανοίγουν τα μπουμπούκια των λουλουδιών και των δένδρων. Ο Απρίλιος μέχρι την εποχή του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Ιουλίου Καίσαρα περιελάμβανε 29 ημέρες και από τότε 30. Το 65 μ.Χ. ο Νέρων προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να μετονομάσει τον Απρίλιο σε Νερώνιο (Neronius) σε ανάμνηση της σωτηρίας του μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του στην οποία συμμετείχε και ο δάσκαλός του Σενέκας, που τελικά αυτοκτόνησε για να αποφύγει τον εξευτελισμό.

 

Ο Απρίλης στην ελληνική λαογραφία έχει διάφορα ονόματα στις διάφορες ντοπιολαλιές. Το λένε Γρίλλη, δηλαδή γκρινιάρη, γιατί συνήθως τελείωναν τα γεωργικά αποθέματα από τις προηγούμενες συγκομιδές κι άρχιζαν οι γκρίνιες στην οικογένεια. Τιναχτοκοφινίδη ή Τιναχτοκοφινίτη, επειδή καθαρίζονταν τα κοφίνια για να καθαριστούν. Ξεροκοφινά, γιατί τελείωναν πάντα οι φτωχές συγκομιδές των γεωργών. Αηγιωργίτη ή Αηγιωργάτη, λόγω της μεγάλης χριστιανικής εορτής του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου). Λαμπριάτη, λόγω του Ορθόδοξου Χριστιανικού Πάσχα ή Λαμπρής, που επισυμβαίνει συνήθως τον Απρίλιο. Τριανταφυλλά, επειδή τον Απρίλιο ανθίζουν οι τριανταφυλλιές.

 

Ο Απρίλης με τον Μάη είναι οι μήνες των λουλουδιών («Ο Απρίλης με τα λούλουδα και ο Μάης με τα ρόδα»). Η βροχή του Απρίλη θεωρείται από τους γεωργούς πολύ ευεργετική.

Γι’ αυτό και οι γεωργοί έχουν πολλές παροιμίες:

«Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά (βροχές) και ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό πο ‘χει πολλά σπαρμένα».

 Και άλλη παροιμία λέει:

«Τον Απρίλη η γης φουντώνει και ο ζευγάς την καμαρώνει».

 Άλλη πάλι λέει:

«Άσπαρτο, αν σε βρει ο Απρίλης και του χρόνου δεν θα σπείρεις».

 

Σε κάθε περιοχή υπάρχουν πολλές και διάφορες παραδόσεις. Ακόμα και σήμερα, σε διάφορα χωριά της Ελλάδας, πιστεύουν πως το βρόχινο νερό της Πρωταπριλιάς, κάνει καλό στους πυρετούς. Ρίχνει τον πυρετό.

Στην παλιά Αθήνα, πάλι, όταν έβρεχε την Πρωταπριλιά, οι κοπέλες μάζευαν μέσα σε ασημένια δοχεία, τα λεγόμενα ασημένια τάσια, το νερό, για να λουστούν με αυτό. Όχι μόνο έκανε τα μαλλιά μεταξένια, αλλά εξαφάνιζε και τις ρυτίδες από το πρόσωπο. Έτσι πίστευαν.

 

Όλο τον Απρίλιο, σε πολλά χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης, τα κορίτσια φορούσαν στο δεξί τους πόδι μια κόκκινη κορδελίτσα, οι αρραβωνιασμένες φορούσαν άσπρη κορδελίτσα, οι παντρεμένες φορούσαν μια γκρίζα ή καφέ και οι χήρες μαύρη.

Στην Κύπρο, κατά την πρώτη Απριλίου, που την λένε «Πρωτόπεφτον τ’ Απρίλη», δεν επιτρέπεται να απλώσει κανείς στον ήλιο άσπρα ρούχα, ούτε να βγάλει από το σπίτι του σιδερένιο εργαλείο, γιατί πιστεύουν πως «αναθεμελιώνεται», δηλαδή καταστρέφεται η τύχη του σπιτιού. Την ημέρα αυτή κανείς δεν πρέπει να σκάβει τη γη γιατί «σκάβει τον λάκκο του». Με άλλα λόγια, στρέφεται εναντίον της υγείας του και της προόδου του.

 

Όμως αυτό το χαρακτηριστικό που έχει μείνει για τον Απρίλιο είναι τα Πρωταπριλιάτικα γελάσματα.

«…Έλα να πούμε ψέματα, ένα σακί γιομάτο,

εφόρτωσα ένα μπόντικα σαράντα κολοκύθες

κι απάνου στα καπούλια του ένα σακί ρεβίθια…»

 

Καθένας αυτή τη μέρα προσπαθεί να ξεγελάσει τον άλλον με κάποιο αθώο ψέμα. Όλοι το ‘χουν για γούρι να ξεγελάσουν κάποιον. Αυτός που «γελούσανε» ένιωθε πως κάτι κακό θα του συμβεί, ενώ αυτός που κατάφερνε να ξεγελάσει θεωρούνταν τυχερός για όλη τη χρονιά.

 

Στην Κομοτηνή λέγανε πως την Πρωταπριλιά το ‘χαν σε καλό να γελούν «για να γίνουν τα κουκούλια τους», τον καιρό που τρέφανε μεταξοσκώληκες για μετάξι. Στην αρχαιότητα πάλι, οι Κρήτες είχαν τη φήμη πως έλεγαν τόσα πολλά ψέματα που υπήρχε κι ένα ρήμα το «κρητίζω» που είχε την σημασία του ψεύδομαι. Στην Ανατολική Θράκη, για να κάνουν καρπό τα δέντρα τους. Στην Άντρο, πάλι, λένε ψέματα την 1η του Μάρτη και όχι την Πρωταπριλιά.

 

Με τα πρωταπριλιάτικα ψέματα άλλοτε παραπλανούσανε τα στίφη των φοβερών δαιμόνων. Τους ξεγελάγανε για να χτυπάνε αλλού, μακριά από τα δένδρα τους, όσο να λιώσουν οι δαίμονες και να χαθούν με τα τελευταία χιόνια.Το έθιμο αυτό δεν φαίνεται να είναι από αυτά που λέμε «γνήσια ελληνικά», με αρχαιοελληνική καταγωγή και ρίζες.

 

Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για τις ρίζες του εθίμου της Πρωταπριλιάς. Μπορεί η πρώτη αναφορά να εμφανίζεται σε βρετανικό μυθιστόρημα του 14ου αιώνα, παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι ερευνητές ισχυρίζονται ότι το έθιμο είναι πολύ παλαιότερο. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα πρωταπριλιάτικα ψέματα έχουν τις ρίζες τους στους Κέλτες, οι οποίοι, παρότι ήξεραν ότι ο Απρίλιος ήταν κακός μήνας για ψάρεμα, κάθε χρόνο ξεκινούσαν τα ταξίδια τους την πρώτη του μηνός. Καθώς επέστρεφαν με άδεια δίχτυα στα χωριά τους, αναγκάζονταν να ψεύδονται όταν οι συντοπίτες τους τους ρωτούσαν για την… ψαριά τους! Τις περισσότερες φορές οι ψεύτικες ιστορίες για μεγάλα ψάρια έδιναν κι έπαιρναν. Γι’ αυτό οι Γάλλοι ακόμα και σήμερα ονομάζουν το πρωταπριλιάτικο ψέμα «poisson d’ Avril» δηλαδή «ψάρι του Απρίλη» και οι Άγγλοι «April fool’s day».

 

Γάλλοι ερευνητές, πάντως, δηλώνουν πεπεισμένοι ότι το έθιμο της Πρωταπριλιάς προέρχεται από τη χώρα τους. Και αυτό γιατί μέχρι το 1564 οι Γάλλοι γιόρταζαν την Πρωτοχρονιά την πρώτη Απριλίου, έθιμο που ορισμένοι δυσκολεύτηκαν πολύ να ξεχάσουν, ενώ άλλοι ενημερώθηκαν για αυτή την αλλαγή αρκετά χρόνια αργότερα! Οταν, λοιπόν, η γιορτή μεταφέρθηκε την 1η Ιανουαρίου και επισήμως αυτό συνέβη το 1583 με το Γρηγοριανό ημερολόγιο, κάποιοι δεν το ήξεραν και συνέχισαν να γιορτάζουν το νέο χρόνο τον Απρίλιο. Οι υπόλοιποι τους έστελναν δώρα για να τους κοροϊδέψουν.

 

Όμως ο Απρίλιος δεν είναι συνδεδεμένος μόνο με το «Πρωταπριλιάτικο ψέμα», αλλά και με τη μεγαλύτερη Χριστιανική γιορτή, το Πάσχα. Σπάνια λείπει το Πάσχα από τον Απρίλη.

 

Έτσι έχουμε τo Σάββατο του Λαζάρου. Είναι το προανάκρουσμα της Μεγάλης Γιορτής και η ίδια η εκκλησία μιλά για την «Πρώτη Ανάσταση» που ο λαός την ονομάζει «Λαζαροσάββατο». Είναι ένα πανηγύρι νεκρολατρευτικό που σε πολλά μέρη της Ελλάδας γιορτάζεται με αναπαράσταση της νεκρανάστασης του Λάζαρου γιατί ταιριάζει με το ξύπνημα της φύσης, την ώρα που το χώμα της γης αναδίδει τη βλάστηση και τα λουλούδια.

 

Στη μνήμη του Λάζαρου οι γυναίκες ζυμώνουν για τα παιδιά ειδικά κουλούρια που τους δίνουν ένα ανθρώπινο σχήμα σαν σπαργανωμένο όπως συνήθως παριστάνεται σε εικόνες ο Λάζαρος. Είναι τα λεγόμενα «Λαζαράκια» ή « Λαζόνια» ή απλά « Λάζαροι» και τα παιδιά τους δίνουν εξαιρετικές ιδιότητες. Την ημέρα αυτή που ξεκινούν οι διακοπές τους έφτιαχναν ομάδες και τριγυρνούσαν στα σπίτια των χωριών ή και της πόλης και τραγουδούσαν τα «λαζαρικά».

Στην Κρήτη έφτιαχναν έναν σταυρό με καλάμια και τον στόλιζαν με κολαΐνες (γιρλάντες) από λεμονανθούς και μαχαιρίδες και τριγυρνούσαν λέγοντας τούτα τα τραγούδια. Σ’ άλλα μέρη κρατούσαν ένα καλαθάκι στολισμένο με λουλούδια και πολύχρωμες κορδέλες ή έναν κόπανο (δηλ. ένα μεγάλο ξύλο που κοπάνιζαν τα ρούχα αντί να τα πλύνουν), τυλιγμένο με πολλά παρδαλά και πολύχρωμα κομμάτια πανιών, να φαίνεται σαν να κρατούσαν μωρό.

 

Ακολουθεί η Μεγαλοβδομάδα που τα έθιμα της αγκαλιάζουν όλη την Ελλάδα και όπου υπάρχουν Χριστιανοί και δεν είναι συνάπτον να τα παραθέσουμε στο παρόν άρθρο, όμως, κοιτώντας το καλαντάρι θα δούμε δυο σπουδαίες γιορτές, αυτές του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Μάρκου.

 

Ο Άι Γιώργης, ο ιππότης άγιος με το άσπρο άλογο, είναι από τους πιο γνωστούς και αγαπητούς αγίους που γιορτάζεται πανηγυρικά σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ο Αϊ Γιώργης είναι ο δρακοντοκτόνος των παραμυθιών που σκοτώνει το θεριό για να γλιτώσει η βασιλοπούλα και να αφήσει, συνήθως, το νερό της πολιτείας να τρέξει. Η γιορτή τούτη συμπίπτει με την εποχή που λουλουδιάζει ο τόπος και θεωρείται κάτι σαν αρχή του καλοκαιριού. Μοιάζει με την Πρωτομαγιά και τα έθιμα που συναντούμε έχουν να κάνουν με το πέρασμα από μια εποχή σε μια άλλη. Τα κορίτσια πηγαίνουν την προηγούμενη βραδιά νερό στην εκκλησιά ή βάζανε μπακίρια στις πόρτες των σπιτιών και μια πρασινάδα σαν σταυρό στην εξώπορτα. Είναι η μέρα που λατρεύεται από τους τσοπαναραίους γιατί αρχίζουν να ανεβαίνουν με τα κοπάδια τους στα βουνά σημάδι πως τέλειωσε ο χειμώνας.

Στη γιορτή του πάντα θυσίαζαν ένα ζώο και το πρόσφεραν στο εκκλησίασμα να πουληθεί. Λέγανε πως με το αίμα του ζώου άλειφαν τις τέσσερις γωνιές του ναού και τα μάγουλα των παιδιών για να το δει ο άγιος και να τα έχει γερά. Και κάνανε κι ένα σωρό μαντικά για να διώξουν το κακό από το μαντρί τους. Ρίχνανε κεχρί γύρω από τη στάνη κι όποιος μπορούσε να μετρήσει τα σπυριά, τούτος θα έπαιρνε κι ένα καλό μπαξίσι. Σε άλλες περιοχές τούτη τη μέρα παραβγαίνανε σε αγώνες με άλογα κι ο νικητής έπαιρνε στον ώμο του ένα αρνί και θα ‘ταν ο τυχερός όλης της χρονιάς.

 

Επόμενη γιορτή στο καλαντάρι είναι του Αγίου Μάρκου που παρετυμολογικά το όνομά του σχετίζεται με το ρήμα «μαργώνω» που σημαίνει «ναρκώνω». Επικαλούνταν λοιπόν τον άγιο για να «ναρκώσει» τα φίδια χτυπώντας χάλκινα αντικείμενα. Στη Γρανίτσα των Αγράφων, λένε:

«Μάρκο, Μάρκο, μάρκωσέ τα (τα φίδια δηλαδή) κι Άι Γιώργη τύφλωσε τα».

 

Όλες αυτές οι παραδόσεις σηματοδοτούν το ξύπνημα της άνοιξης από τον βαθύ ύπνο της, την αναγέννηση της φύσης και της ελπίδα της ευημερίας.

Ας υποδεχτούμε, λοιπόν, τον Απρίλιο με κέφι, αλλά και με διάθεση για τα μεγαλύτερα ψέματα.

«…Απρίλ’ Απρίλη μ’ δροσερέ, Γιώργη μου και γραμματικέ

Μάη μου λελουδιασμένε, Γιώργη μου γραμματισμένε…»

Παραδοσιακό τραγούδι Στερεάς Ελλάδας

 

Πηγές:

«Οι 12 μήνες, Τα λαογραφικά», Κυριακίδου – Νέστορος Άλκη, εκδ. Μαλλιάρης, 1982

«Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη», Νίκος Ψιλάκης, εκδ. Καρμάνωρ, 2005

«Πασχαλινά και της Άνοιξης», Λουκάτος Δημήτρης, εκδ.Φιλιππότης, 1980

«Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας», Γ.Α. Μέγα,εκδ. Εστία, 2012

«Οι δώδεκα μήνες στην ελληνική μας λαογραφία» Ζήσης Χασιώτης, εκδ. Βοϊακή Εστία, 2006

https://pablodelamopalimpsisto.blogspot.com/2017/04/blog-post_1.html

https://opaliouriotis.blogspot.com/2016/03/aprilios-laografia.html

https://stilida.com/diafora/o-minas-aprilios-laografia-kalo-mina/

https://www.willowisps.gr/main/-/1/4/2019

Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

 

 

 

Τα έθιμα του γάμου στην Αγιάσο


 

Παλαιότερα, αλλά και σήμερα ακόμα, ήταν και είναι γενική πεποίθηση πως προορισμός του κάθε ανθρώπου είναι ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας. Σε κάθε ελληνικό τόπο, λοιπόν, ο γάμος κατέχει εξέχουσα θέση και τα έθιμα που σχετίζονται με το γεγονός αυτό είναι ποικίλα. Λέξεις όπως προξενιό, προικοσύμφωνο, αρραβώνας, νυφοστόλι, γλέντι, παρθενιά, είναι γνωστές σε όλους. Όλα αυτά έχουν πολλές ομοιότητες, αλλά κρύβουν και διαφορές οι οποίες συνθέτουν την ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου.

 

Όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα, τα παλιά χρόνια, έτσι και στην Αγιάσο, το προξενιό αποτελούσε τον κύριο τρόπο γνωριμίας και συνένωσης δύο ανθρώπων που ήταν σε ηλικία γάμου. Επαγγελματίες προξενήτρες δεν υπήρχαν. Αν κάποιος νέος ήθελε μια κοπέλα, έστελνε κάποιον, συγγενή ή γνωστό, στον πατέρα της να τη ζητήσει. Πολλές φορές οι συμφωνίες κλείνονταν ανάμεσα στους πατεράδες στα καφενεία και ανακοινώνονταν το βράδυ στη μητέρα, η οποία με τη σειρά της το έκανε γνωστό στην κόρη. Ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που θα ρωτούσαν τη γνώμη της κόρης ή που η γνώμη της θα μετρούσε.

 

Όμως στην Αγιάσο δεν έλειπε ο ρομαντισμός. Κάθε Κυριακή τα παλικάρια του χωριού στολίζονταν και κατά παρέες περνούσαν από τις γειτονιές με προορισμό τα κουϊτούκια, μικρά συνοικιακά καφενεδάκια που άνοιγαν μόνο τις Κυριακές και γιορτές και σέρβιραν εκτός από καφέ, ρακί, ούζο, κονιάκ και στραγάλια. Οι κοπέλες, που γενικά απαγορευόταν να κυκλοφορούν, στολισμένες με τα βρακιά και φλουριά στο στήθος, έπαιρναν τα καριγλιά τους (τα καρεκλάκια τους), κάθονταν έξω από το σπίτι τους και με γέλια και τραγούδια προσπαθούσαν να τραβήξουν τη προσοχή των νέων. Χαρακτηριστική εκδήλωση της Κυριακής ήταν η «Πατινάδα», η οποία ήταν συνδεδεμένη με το παιχνίδι του έρωτα και του γάμου. Οι νέοι ξεκινούσαν με τη συνοδεία κομπανίας ή μεμονωμένων μουσικών και περνούσαν από τα δρομάκια του χωριού με προορισμό τα κουϊτούκια, όπου έπιναν και χόρευαν. Οι κοπέλες από την πλευρά τους χόρευαν έξω από τα σπίτια τους, μακριά από τα βλέμματα των ανδρών στο ρυθμό της μουσικής που έφτανε από τα κουϊτούκια. Όταν όμως περνούσαν τα παλικάρια, έπρεπε να καθίσουν ξανά στα καριγλιά τους. Στις βόλτες και στις πατινάδες της Κυριακής είχαν την ευκαιρία τα αγόρια να δουν τα κορίτσια. Αν σ’ ένα νεαρό άρεσε κάποια κοπέλα, της πετούσε ένα λουλούδι και αν αυτή του ανταπέδιδε χαμόγελο, σήμαινε πως και σ’ αυτήν άρεσε ο νέος. Το ρομαντικό παιχνίδι συνεχιζόταν με τη βραδινή καντάδα από την πλευρά του νέου.

 

Η προίκα – το προικοσύμφωνο

Στα παλιά τα χρόνια γάμος χωρίς προίκα δε γινόταν. Η προίκα πολλές φορές ήταν η αιτία να γίνει ένας γάμος, αλλά και να χαλάσει. Αφού γινόταν η γνωριμία, βασικό μέλημα, κυρίως των πατεράδων των μελλoνύμφων, ήταν η συζήτηση της προίκας, η οποία μπορούσε να γίνει και στο καφενείο. Η επίσημη συμφωνία, όμως, γινόταν στο σπίτι της νύφης παρουσία των γονέων των δύο υποψήφιων, μαρτύρων και ενός που ήξερε γράμματα. Η συμφωνία, το λεγόμενο προικοσύμφωνο, ήταν γραπτή και περιελάμβανε αναλυτικά όλα τα περιουσιακά στοιχεία που έδινε ο πατέρας στην κόρη του, αλλά και αυτά που έδινε η μητέρα, τα οποία ήταν πράγματα που αφορούσαν κυρίως τη λειτουργία του σπιτιού. Στο προικοσύμφωνο αναγράφονταν και τα περιουσιακά στοιχεία που έταζε ο πατέρας του γαμπρού να δώσει στο γιο του. Το προικοσύμφωνο υπογραφόταν και από τους δύο πατεράδες παρουσία των μαρτύρων.

Το παρακάτω είναι μέρος μιας Ινγκλαβής, ενός προικοσύμφωνου, του 1865, προκειμένου να γίνει αντιληπτό πόσο λεπτομερειακά αναγράφονταν τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούσαν την προίκα.

Γω ………… δίνου σ’ κόρημ ………… ένα πραμά σ’ Αμπδόμπουλο 5 μοδιών στου Πασπαλά 7 μόδια 6 σκάφης 4 μόδια 6 φούσα 10 μόδια. Στου χαριμιγιέ 20 μόδια. Σ’ Μπαμπαδούλα 5 μόδια σ’ Χανούμ τα μήλου 8 τσι τ’ άλλα τα παρτσιαδιάμ τα κρατώ για τα γηρατειάμ. Μιτά του θάνατουμ θα τα μουράζιν τα δυό τα κοπελούδια. Δύο σιντούτσια σκαλιστά, μια σεντούκα, ένα συτιρουσήν μια λιγέν 10 λιγγέρης τσι 6 καπατσιάστα ένα γάβανου δύο μπακίρης ένα μπακιρέλ 2 τσκάλια 1 μασιά μια πραστιά 1 καζάν μια σκαφ μια ξύστυρια μια τριχιά ένα σταρκό ένα σουφρά 1 λαγίν 4 κμάρια τσι ένα πλασταρήδ 1 στρώμα 2 μαξιλάρης 3 παπλώματα 10 τακίμια σεντόνια 7 τακίμια χράμια 8 κατουβρατσιά 6 φστάνια, 6 απανουβράτσια. Μια φουρισιά μοναριδένεια κρουμδουτσιφλιά 40 πήχης βρακουζόν τσι 10 ζευγάρια μέστια τσι νυφτσήμ.

 

Αρραβώνας

Αφού συζητιόταν η προίκα και γραφόταν το προικοσύμφωνο, οριζόταν η μέρα του αρραβώνα, ο οποίος γινόταν στο σπίτι της νύφης. Ήταν συνήθως απλός και γινόταν σε στενό οικογενειακό κύκλο. Πριν τον αρραβώνα, ο γαμπρός έστελνε στο σπίτι της νύφης μια μπουκάλα κρασί, μία ρακί ή ούζο και γλυκά ή αν ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση, έστελνε και φαγώσιμα. Η νύφη κερνούσε το γαμπρό και το σόι που παρευρισκόταν στον αρραβώνα και αυτοί την ασήμωναν, της έκαναν δηλαδή δώρα, κυρίως χρυσαφικά. Τα δαχτυλίδια τα φορούσε στο ζευγάρι ένα παιδί το οποίο στη συνέχεια έριχνε από ένα χαστούκι στο μάγουλο του γαμπρού και της νύφης, για να πονέσουν κι έτσι να πονά ο ένας τον άλλον. Πίστευαν πως όσο πιο δυνατό ήταν το χαστούκι, τόσο πιο δυνατό θα ήταν το δέσιμο του ζευγαριού.

Μετά τον αρραβώνα, αν ο γαμπρός ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση, πήγαινε με μουσική έξω από το σπίτι της νύφης. Η νύφη έβγαινε, τους κερνούσε και στηνόταν το γλέντι εκεί μέσα στο δρόμο. Την ημέρα του αρραβώνα οριζόταν και η μέρα του γάμου, η οποία μπορεί να ήταν και την επόμενη εβδομάδα για το λόγο ότι το ζευγάρι απαγορευόταν να βρίσκεται μαζί και ο γαμπρός δεν μπορούσε να πηγαίνει συχνά και ελεύθερα στο σπίτι της νύφης. Όταν πήγαινε επίσκεψη, δεν επιτρεπόταν να μένουν μόνοι.

 

Τ’ Αρρ’βουνιασκατα

Τ’ αρρ’βoυνιασκάτα ήταν τα δώρα που έστελνε η νύφη στο σπίτι του γαμπρού, συνήθως δυο μέρες πριν από τον αρραβώνα. Σε πανέρια στολισμένα, η νύφη έβαζε είδη ρουχισμού, συνήθως πουκάμισα για τους άνδρες της οικογένειας και νυχτικιές ή κομπινεζόν, μαντήλια και κάλτσες για τις γυναίκες. Τ’ αρρ’βουνιασκάτα, εκτός από τα ρούχα, περιελάμβαναν και διάφορα γλυκά, όπως: μπακλαβά, αμυγδαλωτά, φοινίκια, γλυκά του κουταλιού, σοκολατάκια και τούρτα. Τα γλυκά έμπαιναν σε πιατέλες, οι οποίες στολίζονταν γύρω-γύρω με διάφορα λουλούδια και περιτυλίγονταν με χρωματιστά σελοφάν. Τα δώρα πήγαιναν στο σπίτι της πεθεράς μεγάλες γυναίκες από το σόι της νύφης. Μπροστά πήγαινε η μάνα της νύφης με την τούρτα, πίσω η γυναίκα που κρατούσε τη μεγάλη ανθοδέσμη, ακολουθούσαν οι γυναίκες με τα υπόλοιπα γλυκά και τελευταίες οι γυναίκες που μετέφεραν τα πανέρια με τα ρούχα. Η μεταφορά των αρρ’βουνιασκάτων ήταν μεγάλη υπόθεση για τη γειτονιά, αφού όλοι έβγαιναν από τα σπίτια τους, για να δουν και, φυσικά, να σχολιάσουν. Όταν έφταναν στο σπίτι της πεθεράς, της έδιναν τα δώρα και αυτή ασήμωνε τις γυναίκες που τα μετέφεραν. Την επόμενη μέρα η πεθερά έπαιρνε τα μισά από τα γλυκά των αρρ’βουνιασκάτων και πήγαινε στο σπίτι της νύφης. Μαζί με τα γλυκά πήγαινε στη νύφη και τα εσώρουχα που έπρεπε να φοράει την πρώτη νύχτα του γάμου. Τα υπόλοιπα γλυκά τα μοίραζε στις κοπέλες της γειτονιάς.

 

Ο Γάμος

Ο γάμος, όπως προαναφέρθηκε, ακολουθούσε σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τον αρραβώνα. Τα πιο παλιά χρόνια ο γάμος γινόταν μέσα στο σπίτι με σιδερένια στέφανα τα οποία δανείζονταν από την εκκλησία.
Τα καλέσματα στο γάμο φυσικά δεν γίνονταν με προσκλητήρια ή μπουμπουνιέρες, όπως γίνονται σήμερα, αλλά με ζερντέ. Ο ζερντές φτιάχνεται με ρύζι, ζάχαρη και νησιστέ (κάτι σαν σόδα). Μούλιαζαν το ρύζι στο νερό και μετά το κοπανούσαν στο γουδί μέχρι να γίνει σκόνη. Το έβραζαν σε χαράνι (καζάνι) μαζί με τη ζάχαρη και το νησιστέ μέχρι να γίνει πολτός. Όταν ήταν έτοιμο και κρύωνε (γινόταν στέρεο), το έκοβαν κομμάτια, το στόλιζαν με κανέλα και το έβαζαν σε πιατέλες τις οποίες έδεναν με μεσάλια (κεντητές πετσέτες με δαντέλες). Η πρώτη πιατέλα στολιζόταν ωραία και ήταν για το γαμπρό. Η δεύτερη ήταν για τον κουμπάρο και οι υπόλοιπες για αυτούς που ήθελαν να καλέσουν. Συγγενικά πρόσωπα πήγαιναν τις πιατέλες στα σπίτια, τις άφηναν και έπαιρναν πίσω τα μεσάλια. Στην πιατέλα αυτή οι καλεσμένοι έβαζαν το δώρο του γάμου και το πήγαιναν στο σπίτι των νεόνυμφων μία ή δύο μέρες πριν το γάμο.

Τη βδομάδα πριν από το γάμο άρχιζε το στόλισμα του σπιτιού. Συγγενείς, φίλες και γειτόνισσες της νύφης συνέβαλαν στο άσπρισμα και καθάρισμα του σπιτιού, καθώς και στην ετοιμασία των προικιών. Πολλές νύφες έφτιαχναν θέση, ντουλάπα ανοιχτή μπροστά όπου στοίβαζαν τα προικιά (σεντόνια, υφαντά, πλεκτά κ.α.). Τα διάφορα είδη προίκας χωρίζονταν με πλεκτές δαντέλες που έμπαιναν ενδιάμεσα και προεξείχαν, για να δείχνει η θέση πιο όμορφη.

Προίκα είχε και ο γαμπρός, την οποία έστελνε στο σπίτι δύο ή τρεις ημέρες πριν το γάμο. Την προίκα του γαμπρού αποτελούσαν, κυρίως, είδη ρουχισμού, όπως: πάπλωμα, καρπέτα, κουβέρτες, σεντόνια, πετσέτες, πεσκίρια, αλλά πολλές φορές και μικροέπιπλα όπως: τραπέζι, καρέκλες και καθρέφτης. Τα προικιά του γαμπρού τα πήγαιναν στο σπίτι μεγάλες γυναίκες συνήθως, τυλιγμένα μέσα σε μπουχτσιάδες, είδος υφάσματος σαν σεντόνι, και τα τοποθετούσαν στο ίδιο δωμάτιο με τα προικιά της νύφης, αν το δωμάτιο ήταν μεγάλο, ή σε άλλο χώρο, αν αυτό ήταν μικρό.

Πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι πριν στείλει τα προικιά του ο γαμπρός, έπρεπε απαραιτήτως να στείλει στο σπίτι, συνήθως με τη μητέρα του, ένα δαδί, δείγμα πως είναι φλογερός. Μαζί με το στόλισμα του σπιτιού γινόταν και το στρώσιμο του κρεβατιού, το οποίο ήταν απλό και δεν περιελάμβανε καμιά ιδιαίτερη διαδικασία, απλά στρωνόταν με καινούρια σεντόνια. Στρωνόταν από ανύπαντρες κοπέλες με την προϋπόθεση να έχουν και τους δυο γονείς τους. Συνήθιζαν να ρίχνουν επάνω ένα μικρό παιδί, συνήθως αγόρι, σύμβολο γονιμότητας του ζευγαριού.

Τις μέρες που ετοιμαζόταν το σπίτι πήγαιναν οι καλεσμένοι τα δώρα μέσα στις πιατέλες, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Τα δώρα ήταν συνήθως πράγματα απαραίτητα για το σπίτι όπως: τετσερέδες, πιάτα, ποτήρια, κανάτες κτλ

 

Το στόλισμα της νύφης
Το νυφικό φόρεμα έχει περάσει από πολλά στάδια μέχρι να φτάσει στο σημερινό νυφικό. Τα πολύ παλιά χρόνια, πριν την απελευθέρωση, οι νύφες φορούσαν μπαράδες, φούστες μεταξωτές, αρκετά φουσκωτές, με ωραίους πλουμιστούς μπούστους και σειρές – σειρές φλουριά στο λαιμό, τα λεγόμενα πιρσιάνια. Μετά τη φούστα η νύφη φορούσε τα βρακιά, τα οποία φυσικά ύφαινε μόνη της στον αργαλειό. Τα βρακιά και αντίστοιχα η βράκα για τον άνδρα έφτασαν μέχρι το ΄40 περίπου. Μετά την εποχή των βρακιών, οι νύφες έραβαν μόνες τους το φόρεμα του γάμου τους, το οποίο ήταν απλό σε οποιοδήποτε χρώμα. Για τον άνδρα η βράκα αντικαταστάθηκε από το κουστούμι. Το σημερινό νυφικό καθιερώθηκε στην Αγιάσο μετά το ΄70 περίπου. Οποιοδήποτε και αν ήταν το φόρεμα, το πέπλο ήταν απαραίτητο.

Τη νύφη τη στόλιζαν οι φίλες της, οι οποίες την τραγουδούσαν. Κρατώντας τα χέρια γύριζαν σε κύκλο γύρω από τη νύφη τραγουδώντας το νυφιάτκο. Συνήθως άρχιζε η μια, που είχε καλή φωνή, και επαναλάμβαναν οι άλλες:

«Ώρα καλή να δώς’ ο Θιος σε τούτη τη δουλειά

κ’ η Παναγιά η Δέσποινα να βάλει ευλογία

Νύφη μου που σε είχαμι στην κόλλα διπλωμένη

τώρα σι ξιδιπλώσαμι, που είσι ξακουσμένη

Ως λάμπει τ’ άσπρο το κρασί μες τη γυαλένια κούκα

λάμπει τ’ αγγελικό σ’ κορμί στα χασεδένια ρούχα

Τα δέντρο που σου φέραμε νύφη μου στην αυλή σου

ροδόσταμου το πότιζε, να τόχεις στη ζωή σου

Στρώσε νυφ τη σκάλα σου μ’ αδρί μαργαριτάρι

για να ανεβεί γι ο γαμπρός τ’ όμορφο παλικάρι

Ράνε νύφη τουν καναπέ με άνθη της Ευρώπης

για να καθίσει η πεθερά , που σ’ δώσε το γιο της

Φλουρί θα ρίξω στον τσαρσί ν’ αστράψει, να βροντήσει

για ν’ ακουστεί ο γάμος σου σ’ ανατολή και δύση

Τ’ αντρόγυνο , που έγινε , να ζήσει ν’ αετώσει

σαν πύργος να θεμελιώσει , σα βράχος να στεριώσει

Όντας θα πας στην εκκλησιά , τρέμουν τα καλντερίμια

τρέμουν της πόλης τα τζαμιά της Πέτρας τα γεφύρια

Σκύψε νύφημ και φίλησε της μάνας σου το χέρι

σήμερα αποχωρίζεστε και κάνεις άλλο ταίρι»

 

Όταν τέλειωνε το στόλισμα, 4 κοπέλες ανύπαντρες, που είχαν στη ζωή και τους δυο γονείς τους, κρατούσαν τεντωμένο πάνω από το κεφάλι της νύφης ένα πανί και μια άλλη έκοβε το κλιτς. Το κλιτς είναι τσουρέκι που περιέχει μαστίχα, ζάχαρη και μυρωδικά. Στο κεφάλι της νύφης κόβονταν δύο κλιτς. Το ένα έμενε στο σπίτι για τη νύφη και το γαμπρό και το άλλο, που ήταν μεγαλύτερο, το κερνούσαν στους καλεσμένους μαζί με στραγάλια, σταφίδες και ζερντέ. Το έθιμο αυτό διατηρείται και στις μέρες μας. Οι λεύτερες κοπέλες έβαζαν ένα κομμάτι κλιτς στο μαξιλάρι τους το βράδυ, για να δουν ποιόν θα παντρευτούν.

 

Το στόλισμα του γαμπρού

Ο γαμπρός στολιζόταν στο σπίτι του με τη βοήθεια των φίλων του. Ιδιαιτερότητα παρουσίαζε το ξύρισμά του. Πολλές φορές πήγαινε ο κουρέας στο σπίτι και μετά το ξύρισμα οι φίλοι του γαμπρού, που παρευρίσκονταν, έριχναν σ΄ ένα δίσκο χρήματα για την αμοιβή του. Άλλες φορές, πήγαινε ο γαμπρός στον κουρέα με τη συνοδεία μουσικής, που έπαιζε έξω από το κουρείο έως να τελειώσει το ξύρισμα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι φίλοι του γαμπρού περνούσαν από το κουρείο και ξυρίζονταν. Τελευταίος πήγαινε ο γαμπρός, ο οποίος έπρεπε να πληρώσει για όλους, εξ’ αυτού και η φράση «στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό» .

Όταν έντυναν το γαμπρό, έπρεπε να δέσουν γύρω από τη μέση του ένα μαντήλι της νύφης που θα τον προστάτευε από αυτούς που θα επιχειρούσαν να τον κλειδώσουν. Πίστευαν πως κατά τη διάρκεια του μυστηρίου, και συγκεκριμένα στο «Ησαΐα χόρευε», αν κάποιοι εχθροί του ζευγαριού κρατούσαν ένα σχοινάκι και έδεναν κόμπους, θα έδεναν το γαμπρό και δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει τα συζυγικά του καθήκοντα το πρώτο βράδυ του γάμου. Το μαντήλι της νύφης, όμως, τον προστάτευε. Άλλοτε πάλι, πριν φύγει ο γαμπρός για την εκκλησία, του έδιναν να φάει ένα λουκούμι, διότι πίστευαν πως αν άκουγε γάιδαρο να γκαρίζει, θα είχε δυσκολίες το βράδυ. Έτσι το λουκούμι τον προστάτευε από το «κούμπωμα του γάιδαρου».

 

Το μυστήριο

Η νύφη και ο γαμπρός πήγαιναν μαζί στην εκκλησία με τη συνοδεία της μουσικής, αν ο γαμπρός ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση. Οι μουσικοί περνούσαν πρώτα από το σπίτι του γαμπρού και μετά πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Προς την εκκλησία, μπροστά πήγαιναν οι μουσικοί, πίσω μια κοπέλα που κρατούσε ένα δίσκο με τα στέφανα και το κρασί, ακολουθούσε η νύφη πλαισιωμένη από τις φίλες της, πιο πίσω ο γαμπρός και τέλος οι συγγενείς και οι φίλοι. Όταν έφταναν στην εκκλησία, η νύφη με τις φίλες της έμπαιναν μέσα, για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας. Πρώτα προσκυνούσε η νύφη και μετά οι φίλες της με την ευχή να κολλήσουν, δηλαδή να παντρευτούν και αυτές. Στη συνέχεια, οι φίλες της την παρέδιδαν στον παπά, ο οποίος έπαιρνε και το γαμπρό και τους έβαζε μαζί στην εκκλησία. Μέσα στην εκκλησία το ζευγάρι περνούσε από όλους τους συγγενείς και τούς έκαναν μετάνοιες, έθιμο που φτάνει και στις μέρες μας .

Στο τέλος του μυστηρίου ακολουθούσαν τα κρεμάσματα. Στο στήθος της νύφης καρφίτσωναν ένα μαντήλι, την άλλη άκρη του οποίου κρατούσε η καλύτερη φίλη της, που έστεκε δίπλα της (ήταν συνήθως παράνυφος), έτσι ώστε το μαντήλι να σχηματίζει είδος σακουλιού. Οι συγγενείς περνούσαν να χαιρετίσουν το ζευγάρι και έριχναν μέσα στο μαντήλι δώρα για τη νύφη, συνήθως χρυσαφικά, όπως: κωσταντινάτα, φλουριά, τούμπιες, τριακοσιάρες ή χρυσά κοσμήματα τύπου: σκουλαρίκια, δαχτυλίδια ή βραχιόλια. Υπήρχαν περιπτώσεις που και οι φίλοι έριχναν χρυσαφικά. Ακόμα και περιουσιακά στοιχεία μπορούσαν να αποτελούν μέρος των κρεμασμάτων, π.χ. ένα συμβόλαιο για μια πεζούλα, μια ελιά κτλ.

Πριν βγουν από την εκκλησία οι φίλοι τσιμπούσαν τον γαμπρό και τον κουμπάρο με καρφίτσες, έως ότου να τάξουν κάτι. Συνηθιζόταν, εκτός από το τσίμπημα, να σηκώνουν τον κουμπάρο ψηλά και να μην τον αφήνουν κάτω μέχρι να τάξει. Συνήθως έταζαν κάποιο τραπέζι, το οποίο το έκαναν στους φίλους τους στις οκτώ μέρες μετά το γάμο ή όποτε είχαν την οικονομική δυνατότητα.

 

Το γλέντι

Μετά το μυστήριο οι μουσικοί που περίμεναν έξω από την εκκλησία συνόδευαν το ζευγάρι στο καφενείο όπου θα γινόταν το γλέντι. Το ζευγάρι πολλές φορές καθόταν λίγο και μετά έφευγε για το σπίτι. Ήταν αρκετά συνηθισμένο ο γαμπρός να μένει στο γλέντι και η νύφη να φεύγει νωρίς για το σπίτι. Μετά τη μέρα του γάμου η νύφη έμενε κλεισμένη στο σπίτι για μια βδομάδα, γιατί απαγορευόταν να την δουν.

 

Μετά το γάμο

Η επόμενη μέρα ήταν η μέρα ελέγχου της τιμής της νύφης από την πεθερά, η οποία έλεγχε το σεντόνι και αν όλα ήταν όπως η ηθική το επέβαλε, το ασήμωνε. Άλλη αρμοδιότητα της πεθεράς την ημέρα εκείνη ήταν να πάει φαγητό στους νεόνυμφους. Εκτός από την πεθερά την τιμή της νύφης τιμούσαν ο πεθερός και οι φίλοι του γαμπρού, οι οποίοι με τη συνοδεία μουσικής πήγαιναν στο σπίτι των νεόνυμφων και τους έκαναν καντάδα. Το ζευγάρι έβγαινε, τους κερνούσε και το γλέντι στηνόταν ξανά. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που κάποιος θα έβλεπε τη νύφη γιατί, όπως προαναφέρθηκε, η νύφη δεν έπρεπε να βγει ξανά από το σπίτι μέχρι την επόμενη Κυριακή που θα πήγαινε στην εκκλησία μαζί με τη μητέρα της. Μετά την εκκλησία επέστρεφαν στο σπίτι μαζί με την πεθερά, η οποία ασήμωνε για ακόμα μια φορά το σεντόνι με την τιμή της νύφης, που ήταν τοποθετημένο στη «θέση». Την Κυριακή αυτή πολλές φορές έκανε ο κουμπάρος το γλέντι, που είχε τάξει, και όλοι μαζί γλεντούσαν ξανά παρουσία και της νύφης.

 

Πηγή: ekklisiaonline.gr

Φωτο: blog.moudaniwn.gr