...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Πέμπτη 16 Μαΐου 2024

«ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΤΕ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ» [Καθιστικό]

 «ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΤΕ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ» [Καθιστικό] 

Τραγούδι: Χρόνης Αηδονίδης

 


 Μελισματικό, συγκινητικό τραγούδι του καλωσορίσματος, αργού ρυθμού-καθιστικό, από την περιοχή των Μεταξάδων Έβρου. Συνήθιζαν να το τραγουδούν ως πρώτο τραγούδι στα τραπέζια που έκαναν στις «χαρές» (γάμοι, βαφτίσεις, ονομαστικές εορτές κ.α.). Τραγούδια με παρόμοιους στίχους, που τραγουδιόντουσαν στην αρχή του γλεντιού, συναντούμε σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.

 

Ακούστε το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=gqj9JyY3r5s

 

 

ΔΙΣΚΟΣ: «Στο χωρίον Μεταξάδες...». Τραγούδια από την περιοχή Μεταξάδων Έβρου

Από τον ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΣΥΛΛΟΓΟ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΜΕΤΑΞΑΔΩΝ

σε συνεργασία με το Αρχείο Μουσικολαογραφικής Παράδοσης «Χρόνης Αηδονίδης»

 

 

ΜΟΥΣΙΚΟΙ:

Τραγούδι: ΧΡΟΝΗΣ ΑΗΔΟΝΙΔΗΣ

Βιολί: ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΕΥΦΡΑΙΜΙΔΗΣ

Κλαρίνο: ΝΙΚΟΣ ΑΛΒΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΟΥΡΔΟΥΛΗΣ

Ούτι: ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΙΑΡΕΝΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Λαούτο: ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΡΕΝΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ

Κρουστά: ΒΑΛΑΝΤΗΣ ΣΑΪΡΗΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΡΟΒΑΣ

 

 

Οι στίχοι:

Καλώς ορίστε φίλοι μου, καλοί κι αγαπημένοι

εσείς τρώτε και πίνετε κι εγώ θα τραγουδήσω.

Θα πω τραγούδι ταπεινό και παραπονεμένο,

καρδούλες να ραγίσουνε, ματάκια να δακρύσουν

και στην υγειά σας, φίλοι μου.

 

#greek_folk_music

Πηγή: Youtube.com – Greek folk music

el.wikipedia.org

«ΜΑΥΡΑ ΜΟΥ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ» (Χρυσό Σερρών) - Μακεδονικά τραγούδια

«ΜΑΥΡΑ ΜΟΥ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ» (Χρυσό Σερρών) - Μακεδονικά τραγούδια

 



Αργό, μελισματικό τραγούδι της ξενιτιάς από το χωριό Χρυσό του νομού Σερρών. Οι στίχοι του τραγουδιού είναι διαδεδομένοι σε ολόκληρη την Ελλάδα, ειδικά στη στεριανή. Στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας συναντάται σε διαφοροποιημένη εκδοχή και στον Βώλακα της Δράμας.

 

Το Χρυσό είναι ένα χωριό γηγενών/ντόπιων Μακεδόνων στην περιοχή του νομού Σερρών, ανατολικά της πόλης των Σερρών. Ανήκει σε μια συστάδα χωριών με κοινά πολιτισμικά και ανθρωπογεωγραφικά γνωρίσματα και με μεγάλη τοπική παράδοση, τα περίφημα Δαρνακοχώρια: Άγιο Πνεύμα, Χρυσό, Εμμανουήλ Παπάς, Πεντάπολη, Νέο Σούλι. Ενίοτε περιλαμβάνονται και τα μικρά χωριά Μέταλλα, Δαφνούδι και Τούμπα.

 

 

Ακούστε το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=ZXC7y_WSYFs

 

 

ΔΙΣΚΟΣ: «Πόψι δω θέλου να μείνου» Δημοτικά τραγούδια της Τοπόλιανης (Χρυσό Σερρών) του 2012

ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ: Πολιτιστικός Σύλλογος Χρυσού Σερρών

 

ΜΟΥΣΙΚΟΙ:

Τραγούδι: Πασχαλία Κόκκαλα

Κλαρίνο: Γιώργος Δούσος

Λαούτο: Γιάννης Πούλιος, Φώτης Δούσος

Τουμπερλέκι: Φώτης Μπομπότας

 

Οι στίχοι:

Μαύρα μου χελιδόνια και άσπρα μου πουλιά,

πολύ ψηλά πετάτε, για χαμηλώσατε.

Να γράψω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή,

να στείλω στην αγάπη μου να μη με καρτερεί.

Αν θέλ' ας περιμένει, αν θέλ' ας παντρευτεί

αν θέλ' καλόγρια ας γένει, τα μαύρα να δεθεί.

Εγώ εδώ που ήρθα, εδώ θα παντρευτώ

θα πάρω ένα κορίτσι, δεκαοχτώ χρονών.

Που ξέρει να μαγεύει καράβια με πανιά

που μάγεψε κι εμένα και δεν μπορώ να 'ρθω.

 

#Greek_folk_music #Macedonian_folk_song #Greek_Macedonia

 

Πηγή: Youtube.com – Greek folk music

el.wikipedia.org

 

 

Ήθη και έθιμα στην Γουμένισσα σχετικά με τον κύκλο της ζωής

Ήθη και έθιμα στην Γουμένισσα σχετικά με τον κύκλο της ζωής

Γράφει ο Γεώργιος Χ. Τοσιλιάνης - Καθηγητή θεολόγου, M.Th Θεολογίας

 

 

Θάνατος – Πρόλογος

Ο θάνατος, το τέλος της επίγειας ζωής ενός ανθρώπου, θεωρείται και αποτελεί το θλιβερότερο γεγονός για τους συγγενείς του. Για την Εκκλησία μας, της οποίας η Πίστη θεμελιώνεται στην Ανάσταση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, ο θάνατος ενός ανθρώπου, ο οποίος θεωρείται ψυχοσωματική ενότητα, αποτελεί απλά το μεταβατικό στάδιο από την πρόσκαιρη επίγεια στην αιώνια και επουράνια ζωή.

Το μυστήριο – γεγονός του θανάτου, ανέκαθεν, σε όλες τις εποχές, από τα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας και από όλους τους λαούς και τις θρησκείες, πλαισιωνόταν και πλαισιώνεται με διάφορες πεποιθήσεις, θεολογικές και λαϊκές, θρησκευτικές τελετουργίες αλλά και διάφορα έθιμα λαϊκής προέλευσης με πανάρχαιες καταβολές, από την προχριστιανική ακόμη περίοδο.

 

Θάνατος – Παραμονή της σορού στο σπίτι

Όπως προαναφέραμε, για τον πιστό Χριστιανό, ο θάνατος αποτελεί το μεταβατικό στάδιο από την πρόσκαιρη επίγεια, στην αιώνια επουράνια ζωή, την αποχώρηση του θεϊκού στοιχείου του ανθρώπου, της αθάνατης ψυχής του από το φθαρτό ανθρώπινο σώμα – σαρκίο.

Η προαιώνια πεποίθηση των ανθρώπων περί μετάβασης του ανθρώπου σε κάποια άλλη διάσταση, στην χώρα των μακάρων, κοντά στους προγόνους του και τους κεκοιμημένους συγγενείς του, επιβάλλει μετά την εκπνοή του, την φροντίδα και περιποίηση της σορού του από τους στενούς συγγενείς του.

Αφού πλύνουν και περιποιηθούν το άψυχο σώμα – σωρό, ντύνουν τον νεκρό με τα καλύτερά του ρούχα, τα οποία πολλές φορές προεπέλεγε ο ίδιος, όσο ακόμη ζούσε και τα φύλαγε ειδικά για αυτή την ώρα και τον τοποθετούν στο φέρετρο. Το φέρετρο τοποθετείται με τα πόδια προς την έξοδο του σπιτιού. Δίπλα στο φέρετρο και πίσω από την κεφαλή ανάβουν κανδήλι, ενώ στα χέρια του τοποθετούν κάποια εικόνα, του Χριστού, της Παναγίας ή και του Αγίου του ονόματός του, την οποία προσκυνούν οι προσερχόμενοι.

Επίσης καλύπτουν με κάποιο ύφασμα τους καθρέπτες του σπιτιού, όσο η σορός παραμένει σπίτι.

Η σορός εντός του φέρετρου παραμένει στο σπίτι επί 24 ώρες και συγγενείς, φίλοι, γνωστοί προσέρχονται να τον τιμήσουν, να ανάψουν ένα κερί στην μνήμη του, να προσκυνήσουν την εικόνα που βρίσκεται στα χέρια του και να πουν το τελευταίο αντίο.

Κατά την διάρκεια της 24ωρης παραμονής της σορού στο σπίτι, οι στενοί συγγενείς θυμιατίζουν συχνά κυκλικά γύρω από την σωρό και στην συνέχεια σταυρωτά, σχηματίζοντας το σημείο του Σταυρού με το θυμιατό, ως αναίμακτη θυσία υπέρ αναπαύσεως της ψυχής.

Τα μοιρολόγια σταματούν, όταν βασιλεύσει ο ήλιος, και αρχίζουν πάλι τα ξημερώματα. Το βράδυ συγγενείς και φίλοι παραμένουν άγρυπνοι στον χώρο ξενυχτώντας τον νεκρό, έχοντας σκεπάσει το πρόσωπό του με ειδικό κάλυμμα έως και την επόμενη ημέρα, την ανατολή του ηλίου, οπότε και θα αποκαλύψουν και πάλι το πρόσωπό του.

Κάτω από το κρεββάτι, στο οποίο ξεψύχησε ο νεκρός, στο πάτωμα, σπάζουν ένα κεραμίδι και ένα ποτήρι, και καρφώνουν καρφί, για να καρφωθεί το κακό.

Μέσα στο φέρετρο βάζουν κάποια κέρματα, για να πληρώσει ο νεκρός τον βαρκάρη – Χάροντα, για την μετάβασή του στον άλλο κόσμο, έθιμο προαιώνιο, με αρχαιοελληνικές καταβολές.

Κατά την διάρκεια της παραμονής της σορού στο σπίτι, βάζουν μέσα στο φέρετρο, τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα, ένα κομμάτι ψωμί, το οποίο θα αφαιρέσουν κατά την έξοδο της σορού από το σπίτι, και το οποίο θα πετάξουν στα κεραμίδια του σπιτιού, για να μην φύγει η τύχη από το σπίτι.

Επίσης, κόβουν ένα μικρό κομμάτι από το σάβανο του νεκρού, το οποίο φυλάγουν στο σπίτι, για να μην φύγει η τύχη του σπιτιού μαζί με τον νεκρό.

Τις ημέρες της θανής και της κηδείας, ο,τιδήποτε χρειαστεί να αγοράσουν δεν το πληρώνουν, παρά τις επόμενες ημέρες, για να μην φύγει η τύχη από το σπίτι μαζί με τον νεκρό.

 

Ταφή – Γεύμα υπέρ αναπαύσεως της ψυχής

Η ταφή τελείται, όπως προαναφέραμε, τουλάχιστον 24 ώρες τουλάχιστον μετά την θανή.

Την προκαθορισμένη ώρα, και αφού σημάνει η καμπάνα με τον ειδικό ήχο, που μηνύει ταφή, έρχεται ο ιερέας στο σπίτι, τελεί την ειδική ακολουθία και σηκώνουν το φέρετρο με την σορό, για να οδηγηθεί εν πομπή από το σπίτι στον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου για την εξόδιο ακολουθία, και στην συνέχεια στο κοιμητήριο για την ταφή.

Οι στενοί συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, ακολουθούν πεζή το φέρετρο, το οποίο παλιά κρατούσαν στα χέρια, ενώ στην εποχή μας φέρεται στην νεκροφόρα.

Βγαίνοντας το φέρετρο από το σπίτι, σπάζουν πετώντας στην αυλή ένα πιάτο, σημειολογικά το πιάτο του κεκοιμημένου, το οποίο πλέον δεν το χρειάζεται, αλλά και για να «σπάσει» το κακό.

Κατά την μετάβαση, μετά την εξόδιο ακολουθία από τον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου στα κοιμητήρια και κατά το πέρασμα του φέρετρου και της πομπής από την κεντρική πλατεία της Γουμένισσας, όλος ο κόσμος, που βρίσκεται στην πλατεία, σηκώνεται όρθιος, εις ένδειξη σεβασμού προς τον νεκρό και για τον αποχαιρετισμό του.

Κατά την ταφή, οι παριστάμενοι ρίχνουν τρείς φορές χώμα πάνω στο φέρετρο. Παλιά, μετά την ταφή μοίραζαν στο κοιμητήριο κόλλυβα, εάν ο κεκοιμημένος ήταν ηλικιωμένος και κουφέτα εάν ήταν νέος. Επιστρέφοντας στο σπίτι τους, οι παριστάμενοι πλένουν τα χέρια τους, επειδή έχουν πιάσει χώμα, στην βρύση της αυλής, και βγάζοντας τα παπούτσια τους και τα ρούχα τους τα τινάζουν στην αυλή, για να μην εισέλθει το κακό στο σπίτι τους.

Μετά την ταφή παρατίθεται από τους οικείους του γεύμα με φασολάδα, υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του κεκοιμημένου, ο δε παρών ιερέας διανέμει άρτο βουτηγμένο σε κρασί στους συγγενείς του νεκρού. Το γεύμα αυτό αποτελεί συνέχεια του «νεκρόδειπνου», που παρέθεταν κατά την αρχαιότητα.

Την ημέρα της ταφής, όπως και του θανάτου, όπως προαναφέραμε, δεν δίνουν χρήματα για ό,τι τυχόν χρειαστεί να αγοράσουν, αλλά τις επόμενες ημέρες, για να μην φύγει η τύχη μαζί με τον κεκοιμημένο από το σπίτι.

Στον εργάτη – υπάλληλο, ο οποίος θα σκάψει τον τάφο, εκτός από τα προβλεπόμενα χρήματα, του προσέφεραν τα παλιά τα χρόνια και ένα μπουκάλι τσίπουρο.

Μετά την ταφή, και επί εννέα ημέρες τα παλιά τα χρόνια δεν λούζονταν ούτε έπλεναν με σαπουνάδα, σε ένδειξη πένθους.

 

Η διδασκαλία Πατέρων της Εκκλησίας μας για τις δύο πρώτες ημέρες του κεκοιμημένου

Σύμφωνα με την διδασκαλία και τις απόψεις κάποιων Πατέρων της Εκκλησίας μας, οι οποίες διατυπώθηκαν κατά τον 4ο, αιώνα (Άγιος Μακάριος Αλεξανδρείας, Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός), χωρίς όμως να αποτελούν και επίσημο δόγμα της Εκκλησίας μας, μετά τον θάνατο και για διάστημα δύο ημερών η ψυχή του κεκοιμημένου απολαμβάνει σχετικής ελευθερίας και έχει την δυνατότητα να περιπλανάται στον κόσμο και να επισκέπτεται προσφιλείς της τόπους με την συντροφιά αγγέλων, που την συνοδεύουν.

Τις πρώτες ώρες και ημέρες θα βρίσκεται κοντά στα αγαπημένα της πρόσωπα. Μόνο που δεν θα λέει τίποτε και δεν θα είναι ορατή. Θα είναι, όμως, εκεί.

Καθώς η ψυχή αγαπά το σώμα της, περιφέρεται και στο σπίτι όπου το σώμα είχε σαβανωθεί, σαν ένα πουλί που γυρεύει την φωλιά του.

Επίσης, η ενάρετη ψυχή επισκέπτεται και τα μέρη, στα οποία έπραξε αγαθά έργα.

Κατά την ταφή, η ψυχή δεν μπαίνει στον τάφο, παρά μόνο το σαρκίο, το σώμα. Η ψυχή θα βρίσκεται ζωντανή σε έναν άλλο τόπο.

 

Τα Τριήμερα

Την επόμενη ημέρα μετά την κηδεία, τελούνται τα τριήμερα του νεκρού, το «Πριλίλουκ» όπως λέγανε στην Γουμένισσα. Έχουν ήδη ετοιμασθεί από την προηγούμενη ημέρα τα πικροκόλλυβα (βρασμένο σιτάρι χωρίς ζάχαρη) πουγάτσια (μεγάλο στρογγυλό ψωμί) και σιμιγδαλένιος χαλβάς και έχει ειδοποιηθεί ιερέας να μεταβεί στον τάφο συγκεκριμένη ώρα.

Το πρωί, συγκεντρώνονται στο σπίτι του κεκοιμημένου οι συγγενείς και οι στενοί φίλοι του, κυρίως γυναίκες, φέροντας ο καθένας και η καθεμία σε δίσκους, ως πρόσφορα, υπέρ αναπαύσεως της ψυχής και των δικών τους νεκρών, διάφορα φαγώσιμα, γλυκίσματα ή πίτες.

Αφού θυμιατίσουν το σπίτι με θυμίαμα και κάρβουνο (τοποθετημένα πάνω σε κεραμίδι αντί για θυμιατό τα παλιά τα χρόνια), μεταβαίνουν στο κοιμητήριο, στον τάφο, φέρνοντας μαζί τους κεριά, τα οποία θα ανάψουν στον τάφο, και θυμίαμα για το θυμιάτισμα του τάφου, καθώς επίσης και τα πικροκόλλυβα (βρασμένο σιτάρι χωρίς ζάχαρη) σε πιάτο, την πουγάτσια και τον χαλβά. (Τα παλιά τα χρόνια κάποιοι έφερναν και τυρί, ελιές, πιπεριές τουρσί, κ.λπ., για να καταναλωθούν πάνω στο τάφο).

Κατά την μετάβαση πεζή στο κοιμητήριο, η πιο ηλικιωμένη γυναίκα κρατούσε το κεραμίδι – θυμιατό με κάρβουνο και θυμίαμα, με το οποίο θα θυμιάτιζαν τον τάφο. Το κρατούσε η πιό ηλικιωμένη, καθώς θεωρούσαν. ότι όποιος κρατούσε το κεραμίδι – θυμιατό, σύντομα θα ερχόταν η σειρά του να μεταβεί εις Κύριον.

Την προκαθορισμένη ώρα έρχεται ο ιερέας, και αφού ανάψουν τα κεριά, τόσο στον τάφο όσο και αυτά που θα κρατούν κατά την διάρκεια του τελετουργικού και θυμιατίσουν, τελεί την ειδική ακολουθία, διαβάζει τα ονόματα του νεκρού και των άλλων νεκρών στενών συγγενών του, υπέρ αναπαύσεως της ψυχής τους, και στην συνέχεια χύνει κρασί και ρίχνει με ένα κουτάλι μέρος από τα πικροκόλλυβα στον τάφο γύρω-γύρω, αυτός, και στην συνέχεια οι στενοί συγγενείς του νεκρού, και στο τέλος σπάνε το πιάτο πάνω στον τάφο.

Επίσης, ρίχνουν και νερό πάνω στον τάφο κυκλικά για να πιεί ο νεκρός και αφήνουν ένα δοχείο με νερό δίπλα στον τάφο, στην κεφαλή του τάφου, για να ξεδιψά ο νεκρός. Το πότισμα του τάφου, όπως επίσης και το θυμιάτισμά του, γίνεται καθημερινά επί σαράντα ημέρες.

Στην συνέχεια οι στενοί συγγενείς τεμάχιζαν την πουγάτσια (μεγάλο στρόγγυλο ψωμί) με τα χέρια πάνω στον τάφο και μοίραζαν στους παριστάμενους τα κομμάτια, όπως επίσης και τον χαλβά και τα διάφορα άλλα φαγώσιμα, έχοντας ρίξει και κομμάτι από την πουγάτσια και τα άλλα φαγώσιμα και πάνω στον τάφο, για να συμμετέχει στο γεύμα και να ευφρανθεί και ο νεκρός. Με το κοινό γεύμα ζώντων και κεκοιμημένου αποχαιρετούν την ψυχή, η οποία την τρίτη ημέρα ανέρχεται στους Ουρανούς, εγκαταλείποντας τα αγαπημένα της μέρη και τα αγαπημένα της πρόσωπα.

Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες, οι οποίοι, όπως προαναφέραμε, έφερναν και αυτοί σε δίσκους διάφορα γλυκίσματα ή και πίτες ως προσφορές, διένειμαν αλλήλους τα προσκομιζόμενά τους, υπέρ Ανάπαυσης της ψυχής και των δικών τους κεκοιμημένων και στην συνέχεια πήγαιναν στους τάφους των συγγενών τους για να ανάψουν κεριά.

Στην συνέχεια όλοι μαζί επιστρέφουν στο σπίτι του κεκοιμημένου, όπου τους προσφέρεται καφές, και τέλος αποχωρούν χαιρετώντας δια χειραψίας τους οικείους, ευχόμενοι υπέρ Αναπαύσεως της ψυχής του.

 

Η διδασκαλία Πατέρων της Εκκλησίας μας για την τρίτη ημέρα του κεκοιμημένου

Την τρίτη ημέρα, η ψυχή μετακινείται σε άλλες σφαίρες. Ο Αναστημένος την τρίτη ημέρα Ιησούς Χριστός, καλεί την ψυχή του κεκοιμημένου να τον μιμηθεί και να ανέλθει στους Ουρανούς, για να λατρεύει τον Θεό.

Την τρίτη ημέρα, με την μνημόνευση του ονόματός του στην Θεία Λειτουργία, κατά την προσφορά της αναίμακτης θυσίας, αλλά και κατά την επιμνημόσυνη δέηση της Εκκλησίας πάνω στον τάφο, η ψυχή του κεκοιμημένου δέχεται από τον φύλακα άγγελο της ανακούφιση για την λύπη που αισθάνεται λόγω του χωρισμού της από το σώμα.

Κατά την ανάβαση προς τους ουρανούς, την Τρίτη ημέρα, η ψυχή θα διέλθει ανάμεσα από λεγεώνες πονηρών πνευμάτων, τα είκοσι τελώνια, τα οποία θα προσπαθήσουν να παρεμποδίσουν την πορεία της, κατηγορώντας την για διάφορες αμαρτίες, στις οποίες αυτά τα ίδια την είχαν παρασύρει.

Αφού η ψυχή διέλθει με επιτυχία από τα τελώνια με την βοήθεια του Φύλακα Άγγελου της, και φθάνοντας στον Θεό υποκλιθεί βαθιά ενώπιόν του, για διάστημα τριάντα επτά ημερών επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες έως την ένατη ημέρα, και στην συνέχεια τις αβύσσους της κόλασης, μη γνωρίζοντας ακόμα που θα παραμείνει, και μόνον την τεσσαρακοστή ημέρα καθορίζεται η θέση στην οποία θα βρίσκεται μέχρι την Ανάσταση των νεκρών. Έτσι, η ψυχή πλέον παύει μια για πάντα κάθε σχέση με τα επίγεια και εισάγεται στον αληθινά άλλο κόσμο, σε ένα τμήμα του οποίου θα παραμείνει αιωνίως.

 

Τα Εννιάμερα

Εννέα ημέρες μετά τον θάνατο τελούνται τα εννιάμερα του κεκοιμημένου.

Ήδη από την προηγούμενη ημέρα έχουν ετοιμαστεί από τους συγγενείς του κεκοιμημένου τα γλυκά κόλλυβα, ειδικά ψωμάκια (πούπκες) με τυρί στο κέντρο, χαλβάς και ότι άλλο θέλουν να προσφέρουν υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του. Επίσης αγοράζουν κεριά τα οποία θα ανάψουν στον τάφο, αλλά και θα διανεμηθούν στους παρισταμένους και θυμίαμα για το θυμιάτισμα του τάφου.

Την συγκεκριμένη ημέρα, οι συγγενείς, αφού συγκεντρωθούν στο σπίτι του νεκρού και το θυμιατίσουν, πηγαίνουν (πεζή τα παλιά τα χρόνια) στον τάφο, φέροντας οι οικείοι του κεκοιμημένου τα κόλλυβα, τα ειδικά για την περίσταση ψωμάκια με τυρί (πούπκες), χαλβά, κεριά και οι υπόλοιποι συγγενείς και φίλοι διάφορα γλυκίσματα, – πίτες, ως προσφορές για την Ανάπαυση της ψυχής και των δικών τους νεκρών.

Όπως και κατά τα Τριήμερα, η πιο ηλικιωμένη γυναίκα κρατούσε το κεραμίδι (θυμιατό) με αναμμένα κάρβουνα και θυμίαμα, με το οποίο θυμιάτιζαν τον τάφο.

Φτάνοντας στο κοιμητήριο, ανάβουν κεριά και θυμιατίζουν τον τάφο.

Έχει ειδοποιηθεί ιερέας, ο οποίος έρχεται στον τάφο την προκαθορισμένη ώρα και τελεί την ειδική ακολουθία για τα Εννιάμερα του κεκοιμημένου, διαβάζοντας τρείς φορές τα ονόματα του νεκρού και άλλων κεκοιμημένων συγγενών, και στην συνέχεια με ένα κουτάλι ρίχνει πάνω στο τάφο λίγα από τα γλυκά κόλλυβα και θυμιατίζει. Λίγα από τα γλυκά κόλλυβα θα ρίξουν και οι στενοί συγγενείς πάνω στον τάφο, ενώ τα υπόλοιπα θα διανεμηθούν μεταξύ των παρισταμένων. Κατά την διάρκεια της ακολουθίας οι παριστάμενοι κρατούν αναμμένα κεριά.

Στην συνέχεια, οι παριστάμενοι, συγγενείς και φίλοι του κεκοιμημένου, μεταβαίνουν στο σπίτι του νεκρού, είτε στις μέρες μας σε κάποιο μαγαζί, φέρνοντας όπως προαναφέραμε ο καθένας και η καθεμία κάποιο γλύκισμα, π.χ. χαλβά, ή πίτα κ.λ.π. υπέρ ανάπαυσης και των δικών τους νεκρών. Από τους οικείους του κεκοιμημένου τους διανέμονται τα κόλλυβα, προσφέρεται καφές και σε πιάτα τα διάφορα φαγώσιμα είδη που έχουν προσκομιστεί από όλους, ευχόμενοι αλλήλους υπέρ Συγχώρεσης και Ανάπαυσης της ψυχής του κεκοιμημένου. Εάν δεν καταναλωθούν επί τόπου τα είδη που διανέμονται στον καθένα, όσα περισσέψουν δεν τα αφήνουν, αλλά τυλίγονται και τα παίρνουν σπίτι τους, αφού είναι προφορές υπέρ Ανάπαυσης των ψυχών των κεκοιμημένων. Αποχωρώντας οι παριστάμενοι, εύχονται στους οικείους του δια χειραψίας υπέρ Ανάπαυσης της ψυχής του κεκοιμημένου.

 

Διδασκαλία Πατέρων της Εκκλησίας για τα Εννιάμερα

Η ειδική επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων κατά την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο του κεκοιμημένου, (πέραν του γενικού συμβολισμού των εννέα αγγελικών ταγμάτων) πραγματοποιείται επειδή μέχρι τότε παρουσιάζονται στην ψυχή του τα θαυμάσια του Παραδείσου.

Μετά την ένατη ημέρα και έως την τεσσαρακοστή, της παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κόλασης, πριν τοποθετηθεί κατά την τεσσαρακοστή ημέρα στη θέση στην οποία θα αναμένει την Ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση.

 

Διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας μας γιά την τεσσαρακοστή ημέρα.

Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, κατά την τεσσαρακοστή ημέρα μετά την κοίμηση, κατά μίμηση του Αναστημένου Ιησού Χριστού, ο οποίος της τεσσαρακοστή ημέρα Αναλήφθηκε στους Ουρανούς, η ψυχή του κεκοιμημένου τοποθετείται στην θέση στην οποία θα αναμένει την Ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση.

 

Το Μνημόσυνο των Σαράντα

Σαράντα ημέρες μετά τον θάνατο τελείται το μεγάλο μνημόσυνο των Σαράντα ημερών και στην συνέχεια κάθε τρεις μήνες, μέχρι να συμπληρωθεί χρόνος. Επίσης στα Τρίχρονα και τέλος στα επτά ή εννέα χρόνια, κατά την ανακομιδή των λειψάνων του. Το μνημόσυνο μπορεί να τελεστεί και λίγο νωρίτερα, όχι όμως αφού περάσουν οι σαράντα ημέρες.

Τις παραμονές του μνημόσυνου, τα παλιά τα χρόνια, ετοίμαζαν ειδικά για την περίσταση μικρά ψωμάκια (πούπκες) τα οποία διένειμαν με τυρί ή ελιές σε καιρό νηστείας και κόλλυβα, για να προαναγγείλουν το μνημόσυνο και να καλέσουν συγγενείς, φίλους και γνωστούς. Αργότερα έως και πριν λίγα χρόνια διένειμαν γλυκά ψωμάκια με σουσάμι, (πούπκες), ενώ στις ημέρες μας η κλήση γίνεται με ανακοίνωση στον πίνακα ανακοινώσεων από το Γραφείο Τελετών.

Τοποθετείται δίσκος με κόλυβα και ανθοδέσμη σε ειδικό χώρο στην εκκλησία.

Παλιά κατά την διάρκεια της Θ. Λειτουργίας μοιράζονταν σε όλο το εκκλησίασμα κεριά, τα οποία κρατούσαν αναμμένα κατά την διάρκεια του μνημόσυνου, κίτρινα εάν ο κεκοιμημένος ήταν ηλικιωμένος, λευκά εάν ο κεκοιμημένος ήταν νέος.

Την ημέρα του Σαρανταήμερου μνημόσυνου, οι στενοί συγγενείς μεταλαμβάνουν των Αχράντων Μυστηρίων.

Μετά το μνημόσυνο προσφέρεται καφές και παρατίθεται γεύμα με κύριο πιάτο το ψάρι, συνήθως Γριβάδι στην Γουμένισσα τα παλιά τα χρόνια, όπως σε όλα τα όλα τα επόμενα μνημόσυνα.

 

Περίοδος πένθους

Η περίοδος του πένθους και της μαυροφορίας διαρκούσε ένα έως τρία χρόνια, ή και ολόκληρη ζωή (για συζύγους και παιδιά), ανάλογα με την ηλικία και τον βαθμό συγγένειας του κεκοιμημένου. Οι γυναίκες φορούσαν μαύρα, ενώ οι άνδρες φορούσαν πένθος στο μπράτσο και έμεναν αξύριστοι τις πρώτες σαράντα ημέρες.

 

Οι πρώτες εννέα ημέρες

Τις πρώτες εννέα ημέρες, τα παλιά τα χρόνια, εις ένδειξη πένθους οι οικείοι του κεκοιμημένου δεν λούζονταν, και γενικά δεν έπλεναν με σαπουνάδα οτιδήποτε στο σπίτι. Την ένατη ημέρα έπλεναν τα ρούχα του κεκοιμημένου με νερό και στις σαράντα ημέρες με σαπούνι.

 

Οι πρώτες σαράντα ημέρες

Επί 40 μέρες καίει ακοίμητη κανδήλα στο σπίτι, στο δωμάτιο όπου ξεψύχησε ο κεκοιμημένος. Επίσης καίει ακοίμητη κανδήλα στον τάφο του ο οποίος και θυμιατίζεται καθημερινά και ρίχνουν νερό πάνω στο χώμα για να ξεδιψά ο νεκρός. Επίσης επί σαράντα ημέρες υπάρχει δοχείο με νερό στον τάφο, δίπλα στην κεφαλή του κεκοιμημένου.

Κάθε Σάββατο έως το Σαρανταήμερο μνημόσυνο, οι οικείοι του πηγαίνουν στην εκκλησία με κόλλυβα ή γλυκίσματα, στα οποία τοποθετούν κερί αναμμένο κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας για να ευλογηθούν και στη συνέχεια τα διανέμουν στο εκκλησίασμα υπέρ της ανάπαυσης του κεκοιμημένου.

Επί 40 μέρες μετά τον θάνατο κάποιου, οι στενοί συγγενείς νηστεύουν, δεν τρώνε κρέας.

Αυτά γίνονται για να τύχει ο κεκοιμημένος με την συνδρομή και των οικείων του το έλεος του Θεού και να τοποθετηθεί κατά την τεσσαρακοστή ημέρα στο Παράδεισο, αναμένοντας την Ανάσταση και την Τελική Κρίση.

 

Επί έναν χρόνο

Επί έναν χρόνο στις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο), κατά την πρώτη ημέρα της εορτής, οι στενοί συγγενείς δεν ετοιμάζουν εορταστικό γεύμα και δεν τρων κρέας αλλά ψάρι. Επίσης νηστεύουν επί 15 ημέρες πριν τον Δεκαπενταύγουστο για να μεταλάβουν των Αχράντων Μυστηρίων κατά την ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου.

Επί έναν χρόνο, κατά τα Ψυχοσάββατα, την παραμονή τελούν Τρισάγιο στον τάφο, ενώ ανήμερα του Ψυχοσάββατου πηγαίνουν στην εκκλησία με διάφορα γλυκίσματα, τα παλιά τα χρόνια με ειδικό για την περίσταση γλύκισμα, την «κάσσια», για να ευλογηθούν και στην συνέχεια να διανεμηθούν στο εκκλησίασμα.

 

Η κατάσταση της ψυχής μετά την τεσσαρακοστή ημέρα

Μετά την τεσσαρακοστή ημέρα, άλλες ψυχές βρίσκονται σε κατάσταση πρόγευσης της αιώνιας αγαλλίασης και μακαριότητας, ενώ άλλες σε κατάσταση τρόμου εξαιτίας των αιωνίων μαρτυρίων τα οποία θα υποστούν πλήρως μετά την Τελική Κρίση. Μέχρι τότε εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της κατάστασής τους, μέσω της υπέρ αυτών προσφοράς της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο κατά την Θεία Λειτουργία), των μνημόσυνων, των προσευχών και των Υπέρ Ανάπαυσης της ψυχής τους προσφορών.

 

Εξάμηνο Μνημόσυνο

Στους έξι μήνες τελείται το εξάμηνο μνημόσυνο

 

Ετήσιο μνημόσυνο

Στον χρόνο τελείται το ετήσιο μνημόσυνο

 

Μνημόσυνο τριών χρόνων (τριετές)

Στα τρία χρόνια τελείται το τρίχρονο μνημόσυνο

 

Εκταφή την έβδομη ή ένατη χρονιά

Την έβδομη ή την ένατη χρονιά γίνεται η εκταφή των οστών. Ανοίγεται ο τάφος και βγάζουν τα οστά, τα οποία πλένουν με νερό και κρασί και στην συνέχεια τα τοποθετούσαν σε ένα ξύλινο κασελάκι.

Μέσα στο κασελάκι με τα οστά τοποθετούσαν λουλούδια και τα δεύτερα από τα καλύτερα ρούχα και παπούτσια του κεκοιμημένου, τα οποία είχε ήδη επιλέξει όσο ήταν ακόμη εν ζωή και τα φύλαγαν οι οικείοι του σε κάποιο μπαούλο για τον σκοπό αυτόν.

Κατά την εκταφή, μοιράζονται και πάλι φαγώσιμα στον τάφο του, υπέρ Ανάπαυσης της ψυχής του.

Το κασελάκι με τα οστά, στολισμένο με λουλούδια, έμενε από την παραμονή στην Εκκλησία και την επομένη, τελούνταν το τελευταίο μνημόσυνο του νεκρού. Στην συνέχεια παρατίθεται από τους οικείους του γεύμα σε συγγενείς και φίλους, με κύριο πιάτο το ψάρι (συνήθως Γριβάδι παλιά στην Γουμένισσα), σε συγγενείς και φίλους.

Θεωρούσαν σωστό να παρατεθούν τουλάχιστον τρία τραπέζια συνολικά, υπέρ Ανάπαυσης της ψυχής του κεκοιμημένου.

Τα οστά μέσα στο κασελάκι ξαναθάβονται στον τάφο του. Τα παλιά τα χρόνια υπήρχε οστεοφυλάκιο, στον χώρο που σήμερα βρίσκεται το σφαγείο και τοποθετούνταν εκεί το κασελάκι. Κάποια εποχή το οστεοφυλάκιο καταστράφηκε από πυρκαγιά και επικράτησε η πρακτική της επανατοποθέτησης των οστών στον τάφο.

 

ΥΓ.: Την εργασία μου αυτή την αφιερώνω στην Μνήμη του αποβιώσαντα πατέρα μου Χρήστου Γ. Τοσιλιάνη στις 23 Οκτωβρίου 2023 μετά από 93 χρόνια, πέντε μήνες και οκτώ ημέρες επίγειας ζωής. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του!

 

Πηγή: maxitis.gr

kathimerini.gr

 

Σμυρναίικη κουζίνα

Σμυρναίικη κουζίνα

Της Καλλιόπης Πατέρα

 

 

100 χρόνια μετά την καταστροφή της Σμύρνης και την έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα, ίσως δεν έχουμε ακόμη αποτιμήσει την επιρροή που άσκησαν οι Σμυρνιοί στην ελληνική κουζίνα. Κάποια από τα πιάτα της σμυρναίικης κουζίνας, όπως το πιλάφι με το εικοσάλεπτο τσιγάρισμα, μπορεί να αλλάξουν γευστικά τις γαστρονομικές σας συνήθειες.

 

Ονομαστή από την αρχαιότητα η Σμύρνη, υπερηφανευόταν για τον Όμηρο, για τα μαθηματικά, τη φιλοσοφία, αλλά και την «καλή ζωή» που ζούσαν οι κάτοικοί της. Για τους χριστιανούς αργότερα είναι σημαντική, γιατί εκεί ιδρύεται η πρώτη εκκλησία από τον Απόστολο Παύλο.

 

Αν η «μοίρα» της Κωνσταντινούπολης, λόγω θέσης, ήταν να γίνει πρωτεύουσα, η «μοίρα» της Σμύρνης ήταν να γίνει σπουδαίο λιμάνι. Έξι ποτάμια χύνονται στον ευρύ κόλπο της, τα νερά είναι βαθιά και το λιμάνι προστατευμένο.

 

Η περίοδος στην οποία αναφερόμαστε όταν μιλάμε για σμυρναίικη κουζίνα ξεκινάει περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι την Καταστροφή. Είναι η «χρυσή εποχή» του μικρασιατικού ελληνισμού. Το 1813 η Σμύρνη είχε 130.000 κατοίκους, εκ των οποίων 70.000 Τούρκοι, 30.000 Έλληνες, 15.000 Αρμένιοι, 5.000 «Φράγκοι». Το 1840 ο ελληνικός πληθυσμός είχε διπλασιαστεί, ενώ ο τουρκικός είχε μειωθεί στο μισό. Και μέχρι την Καταστροφή, η τάση αυτή αυξάνεται. «Γκιαούρ Ιζμίρ» έλεγαν οι Τούρκοι, δηλαδή «Άπιστη Σμύρνη». Περίπου εκείνη την εποχή, γύρω στο 1850, εκθρονίζει την Κωνσταντινούπολη, παίρνοντας τα πρωτεία του εξωτερικού εμπορίου της Τουρκίας. Μαζί με το εμπόριο ανθούν τα γράμματα και όλες οι εκφάνσεις του πολιτισμού: σχολεία, νοσοκομεία, θέατρα, εφημερίδες και περιοδικά, ιδρύματα. Μία από αυτές, στοιχείο δομικό στη ζωή των Σμυρνιών, η κουζίνα.

 

Η φυσιογνωμία της σμυρναίικης κουζίνας

Την καλύτερη έκφραση για τη σμυρναίικη κουζίνα την άκουσα από τη Μαρία Βεϊνόγλου: υβριδική την ονόμασε, και δικαίως. Δύσκολο να την περιγράψεις και να την κατατάξεις. Όλες οι επιρροές συναντώνται στα τετράδια μαγειρικής των γυναικών της Σμύρνης. Αιγαιοπελαγίτικη, ευρωπαϊκή, τουρκική. Όσο πιο εύπορη η μαγείρισσα, τόσο πιο «ευρωπαϊκές» συνταγές. Όσο πιο κοντά στις λαϊκές τάξεις, τόσο πιο έντονες οι αιγαιοπελαγίτικες και οι τουρκικές επιρροές. Όμως, στεγανά δεν υπάρχουν. Έτσι, στα σπίτια των ευπόρων, που ταξίδευαν στην Ευρώπη και είχαν γραφεία στη Μασσαλία, στο Τριέστι, στο Λονδίνο, το κυριακάτικο φαγητό ήταν το ρόστο, οι πορπέτες (το λ συχνά μετατρέπεται σε ρ), το κοτόπουλο μιλανέζα. Όσο για τα γλυκά, τα πιο συνηθισμένα από τα «ευρωπαϊκά» ήταν το μπλαν μανζέ (άσπρο επιδόρπιο με γεύση αμυγδάλου), το γκατό ρουαγιάλ (είδος σοκολατόπιτας) και το κέικ.

 

Στις φτωχότερες τάξεις των εργατών στα εργοστάσια, των αγροτών, των μικρεμπόρων που δουλεύουν μαζί με τους αντίστοιχους Τούρκους, Αρμένιους, Εβραίους, η κουζίνα έχει σαφείς τουρκικές επιρροές. Και ο σπουδασμένος στας Ευρώπας όμως, και ο μεροκαματιάρης στη σταφίδα, όλοι τρώνε πιλάφι με αρνί στους γάμους, όπως στην Κρήτη. Αλλά και το «κυδωνάτο», το κρέας με κυδώνια (που αφθονούν στις γειτονικές Κυδωνίες – το πολυθρύλητο Αϊβαλί), θεωρείται από όλους «καλό, κυριακάτικο φαγητό». «Ξέρει κι ο χωριάτης ποιο είν’ το κυδωνάτο!» έλεγαν σε αυτούς που δεν «ήξεραν να φάνε».

 

Η αφθονία

Πριν ακόμα αναφερθούμε στα υλικά, ας πούμε ότι η Σμύρνη ήταν ονομαστή για τη σπατάλη της. Ακόμα και η Εκκλησία συχνά καυτηριάζει τις μεγάλες ποσότητες και τη σπατάλη των υλικών στα σμυρναίικα σπίτια. Στις εφημερίδες αφθονούν οι ρεκλάμες για χωνευτικά και χάπια για το στομάχι. Το τραπέζι, και ιδιαίτερα το βραδινό, αποτελεί ιεροτελεστία σε όλα τα σπίτια. Από το πιο φτωχό ως το πιο πλούσιο, έπρεπε να περιλαμβάνει πρώτα, δηλαδή μεζέδες ούζου, κυρίως πιάτα και επιδόρπιο. Το τραπέζι στρώνεται πάντα με καλό τραπεζομάντιλο. Στα εύπορα σπίτια τα σερβίτσια είναι πορσελάνες αγγλικές ή γαλλικές, τα μαχαιροπίρουνα ασημένια, τα ποτήρια κρυστάλλινα.

 

Ευρωπαϊκή, αλλά… παλιάς σχολής

Όταν ακούμε ευρωπαϊκές επιρροές, σκεπτόμαστε ίσως πιο ελαφριά κουζίνα. Και όμως είναι λάθος, καθώς μιλάμε για την ευρωπαϊκή κουζίνα στα μέσα του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Το βούτυρο μπαίνει παντού και θεωρείται απαραίτητο. Το ελαιόλαδο θεωρείται δεύτερης κατηγορίας υλικό. Από εκεί επηρεάζεται η σμυρναίικη κουζίνα, που χρησιμοποιεί βούτυρο ακόμη και στα τηγανητά. Το κρέας τσιγαρίζεται στο βούτυρο, το ίδιο και το πιλάφι. Τα μακαρόνια πρέπει απαραιτήτως να περιχυθούν με καμένο βούτυρο.

 

Τα «λαδερά» μόνο σώζονται και αυτά μετά βίας, καθώς συνήθως είναι γεμιστά με κρέας και ρύζι τσιγαρισμένα στο βούτυρο. Τα αυγά χρησιμοποιούνται σε ντουζίνες.

Δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση, δεδομένου ότι η «καλή» κουζίνα της εποχής θεωρείται η γαλλική υψηλή μαγειρική, η αποθέωση της ανθυγιεινής κουζίνας.

Έτσι τα «καλά» εστιατόρια στην Ευρώπη και στη Σμύρνη σερβίρουν αστακό θερμιντόρ (πνιγμένο στο βούτυρο) και τουρνεντό Ροσίνι (φιλετάκια μοσχαρίσια τηγανισμένα σε βούτυρο, σερβιρισμένα με φουαγκρά και γαρνιρισμένα με τρούφες). Στο σπιτικό τραπέζι θα βρούμε ρόστο, ροσμπίφ, βοδινό Στρογκανόφ, κουνουπίδι ογκρατέν, βολοβάν κ.ά.

 

Η άλλη όψη του νομίσματος

Στην ανατολίτικη κουζίνα οι συνταγές αλλάζουν, το ρόστο γίνεται ατζέμ πιλάφι (επί λέξει περσικό πιλάφι), αλλά και πάλι το κρέας τσιγαρίζεται στο βούτυρο. Οι πολπέτες γίνονται ιτσλί κιοφτέ, αλλά και αυτοί τηγανίζονται στο σαμόλαδο (= σησαμέλαιο) κυρίως και σπανιότερα στο ελαιόλαδο. Βλέπουμε βέβαια στα τετράδιά τους να αναφέρουν πού και πού το «καλό ελαιόλαδο», αλλά η χρήση του είναι περιορισμένη. Συνηθισμένες συνταγές είναι το ατζέμ πιλάφι, τα θρυλικά σμυρναίικα σουτζουκάκια, το ιμάμ, ο μουσακάς, τα ντολμαδάκια, σπανίως γιαλαντζί, συνήθως παραγεμισμένα με κρέας και διάφορες παρασκευές με εντόσθια, που θα τις ζήλευαν και οι Ρουμελιώτες. Τα πιλάφια ανάγονται σε τέχνη με σταφίδες, φυσικά, και κουκουνάρια, χωρίς ζωμούς, κρασί και πολλά αρωματικά, αλλά με μακρύ σοτάρισμα για 20 λεπτά.

 

Η αιγαιοπελαγίτικη επιρροή

Η αιγαιοπελαγίτικη επιρροή είναι παρούσα, αλλά αρκετά «πειραγμένη». Τα ψάρια και τα θαλασσινά δεν αποτελούν βασικό στοιχείο της σμυρναίικης κουζίνας. Σε σχέση με το κρέας, δεν είναι ούτε το 10% των συνταγών. Βρίσκουμε όμως καλαμάρια και σουπιές, μπακαλιάρους, μύδια, κάποιες ψαρόσουπες που στα «μεγάλα τζάκια» γίνονται μπουγιαμπέσες, μπαρμπούνια, κυρίως σαβόρο, μικρά ψάρια και χταποδάκι κυρίως ως μεζέδες του ούζου. Τα όσπρια συνηθίζονται… στις νηστείες, αλλά υπάρχουν τα νησιωτικά κεφτεδάκια λαχανικών και οσπρίων, για παράδειγμα κολοκυθοκεφτέδες, πατατοκεφτέδες και ρεβιθοκεφτέδες.

 

Τα υλικά και οι ονομασίες

Τα υλικά, όπως ήδη τα είπαμε, είναι κυρίως το κρέας, το βούτυρο, τα αυγά. Κηπευτικά παντός είδους, συνήθως σε λαδερή μορφή, ελάχιστες σαλάτες. Τα ψάρια και τα θαλασσινά υπάρχουν, αλλά δεν δίνουν τον τόνο. Αντίθετα, οι ελιές είναι πανταχού παρούσες και συχνά μπαίνουν ωμές μέσα στη σάλτσα. Εξ Εσπερίας έρχονται τα ζαμπόνια, το λαρδί, το βoδινό κρέας, τα μανιτάρια του κουτιού, οι ασπάραγγοι του κουτιού, η αγγλική σκόνη (baking powder) κ.ά. Οι μπόλιες, οι μποξάδες, τα κεμπάπ έχουν ανάμεικτη καταγωγή. Τα πιροσκί και τα μαντί προέρχονται από την ποντιακή και την αρμένικη κουζίνα.

Για τις ονομασίες θα μπορούσε να γραφτεί ξεχωριστό βιβλίο. Τι χοτσάφια, τι κιγιντισμένο κοτόπουλο, τι γκιουν μπαλί (το μέλι της μέρας = το πετιμέζι, κατά άλλους ανθόμελο). Όπου χοτσάφια τα καρότα, κιγιντισμένο το ψιλοκομμένο, το κιμαδιασμένο. Από την άλλη, ρος τουν (ρόστο), ιρις τουν (irish stew= κρέας κατσαρόλας ιρλανδικό), πεζέδες και πουδίγκες, και άλλα νόστιμα…

 

Τα γλυκά

Ακολουθούν την ίδια λογική με το φαγητό. Ανάμεικτα ευρωπαϊκά και τουρκικά με οκάδες βουτύρου και ζάχαρης. Σαραγλί και ρεβανί, μπακλαβάς και καταΐφι, φοινίκια (μελομακάρονα), οι νησιωτικές δίπλες, αλλά και τα ανατολίτικα ισλί. Από την άλλη, κεκ (κέικ), πεζέδες (μπεζέδες) και πουδίγκες (πουτίγκες).

Με τον καφέ προσφέρουν πάντα κουλουράκια. Είναι γνωστό ότι ο βιομήχανος μπισκότων Ευάγγελος Παπαδόπουλος στην Καταστροφή επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό τη Μασσαλία. Το πλοίο έδεσε στον Πειραιά για ανεφοδιασμό και η οικογένεια βγήκε για να επισκεφτεί την πόλη. Όταν όμως στο καφενείο τού πρόσφεραν καφέ χωρίς κουλουράκι, σκέφτηκε ότι εδώ ανοίγεται πεδίον δόξης λαμπρόν και έμεινε στην Ελλάδα προς τέρψιν όλων των επόμενων γενεών.

 

Μικρός επίλογος

Η επίδραση της σμυρναίικης κουζίνας στην ελλαδική υπήρξε καθοριστική. Ξεφεύγει από το πλαίσιο αυτού του σημειώματος και θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους τα μπαχαρικά και τα μυρωδικά, τον ευρωπαϊκό και τον ανατολίτικο αέρα. Όταν μάλιστα εγκαθίστανται σε ορεινές περιοχές, όπου η μαγειρική δεν είναι τόσο ανεπτυγμένη, αλλάζουν άρδην τα δεδομένα.

 

Στις Πρέσπες κάποιες ηλικιωμένες γυναίκες μού είπαν επί λέξει: «Ούτε μυρωδικά χρησιμοποιούσαμε ούτε μπαχαρικά. Ψητό κρέας τρώγαμε. Οι προσφυγίνες μάς έμαθαν να μαγειρεύουμε». Μπον απετί, αφιέτ ολσούν, καλή σας όρεξη.

 

 

Πηγή: gastronomos.gr