Τρίτη 17 Ιουνίου 2025
Πετρολούκας Χαλκιάς – η βιογραφία του όπως τη διηγείται ο ίδιος
Σάββατο 7 Ιουνίου 2025
Πώς οι χοροί μεταδίδουν ιστορίες, συνήθειες και αξίες
Πώς οι χοροί μεταδίδουν ιστορίες, συνήθειες και αξίες
Ο χορός: Μια γλώσσα πέρα από τα λόγια
Ο χορός, από τα αρχαία χρόνια, αποτελεί μια καθολική γλώσσα που ξεπερνά τα εθνικά και πολιτισμικά όρια. Είναι μια μορφή τέχνης που επιτρέπει στους ανθρώπους να εκφράσουν συναισθήματα, να διηγηθούν ιστορίες και να μεταδώσουν βαθιές αξίες από γενιά σε γενιά. Μέσα από κινήσεις, ρυθμούς και σχηματισμούς, οι χοροί αποκαλύπτουν μια πλούσια ταπετσαρία πολιτισμικών στοιχείων, συνδεδεμένων με την ιστορία, τις παραδόσεις και τις πεποιθήσεις ενός λαού.
Η αφήγηση μέσα από τον χορό
Οι χοροί λειτουργούν ως ζωντανές ιστορίες, μεταφέροντας σημαντικά γεγονότα, μύθους και θρύλους. Από τους ιερούς χορούς των αρχαίων Ελλήνων που τιμούσαν τους θεούς, μέχρι τους παραδοσιακούς χορούς των λαών που αναπαριστούσαν σκηνές από την καθημερινή ζωή, τη γεωργία ή τον πόλεμο, η αφήγηση είναι πάντα παρούσα. Κάθε κίνηση, κάθε βήμα, αποκτά συμβολικό νόημα και συνθέτει ένα ενιαίο αφήγημα που διαρκεί στο χρόνο.
Η μετάδοση συνθηκών και αξιών
Οι χοροί δεν είναι απλά μια σειρά από κινήσεις, αλλά ένας τρόπος για να μεταδοθούν κοινωνικές νόρμες, αξίες και συμπεριφορές. Μέσα από τους χορούς, τα παιδιά μαθαίνουν για την κοινότητα, την οικογένεια, τον σεβασμό στους μεγαλύτερους και τη συνεργασία. Οι χοροί ενθαρρύνουν την ομαδικότητα, την αλληλεγγύη και την ενότητα, ενώ παράλληλα διατηρούν ζωντανές τις παραδόσεις και την πολιτισμική ταυτότητα ενός λαού.
Ο χορός ως μέσο διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς
Σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς, οι χοροί αποτελούν ένα σημαντικό μέσο για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Μέσα από τη μάθηση και την εκτέλεση παραδοσιακών χορών, οι νέες γενιές έρχονται σε επαφή με τις ρίζες τους και αναπτύσσουν μια βαθύτερη κατανόηση για την ιστορία και τον πολιτισμό τους.
Συμπερασματικά
Ο χορός είναι πολύ περισσότερο από μια απλή μορφή διασκέδασης. Είναι μια πανάρχαια μορφή έκφρασης που συνδέει τους ανθρώπους μεταξύ τους και διαχρονικά. Μέσα από τους χορούς, μεταδίδονται ιστορίες, διατηρούνται συνήθειες και διαχέονται αξίες που διαμορφώνουν την ταυτότητα των κοινωνιών και των πολιτισμών. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να συνεχίσουμε να τιμούμε και να προωθούμε τον χορό, ως μια πολύτιμη πηγή γνώσης και έμπνευσης.
Πηγή: xoreytis.gr (Gemini AI)
Το πρώτο βραβείο των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων ήταν… οι λουκουμάδες
Το πρώτο βραβείο των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων ήταν… οι λουκουμάδες
Οι λουκουμάδες είναι μια γλυκιά λιχουδιά με ιστορία χιλιάδων ετών που χρονολογείται από την αρχαία Ελλάδα, αποτελώντας μάλιστα το πρώτο βραβείο που δόθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Το γλυκό εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Μεσοποταμία και αντλεί το όνομά του από την τούρκικη λέξη lokma, ενώ επίσημα προέρχεται από την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, γιατί τότε διαδόθηκε στην Ευρώπη.
Στην αρχαία Ελλάδα οι λουκουμάδες ονομάζονταν κέρματα από μέλι και είχαν στρογγυλό σχήμα, ενώ φέρεται να εμφανίστηκαν μετά τον 9ο αιώνα π.Χ., περίοδο που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο πληθυσμοί από τη Μέση Ανατολή, όπως Ασσύριοι στο Άργος, ή Αιγύπτιοι στη Σπάρτη.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Greek Reporter ο αρχαίος ποιητής Καλλίμαχος έκανε την πρώτη γραπτή αναφορά στο γλυκό και συγκεκριμένα στο έργο του με τίτλο «Η αγρυπνία». Εκεί το αποκάλεσε κέρμα από μέλι, ενώ σημείωσε ότι προσφέρονταν τιμητικά στους Ολυμπιονίκες μετά τη νίκη τους.
Μέχρι τις μέρες μας κανείς δεν γνωρίζει επίσημα πως καθιερώθηκε αυτή η πρακτική, όμως ο μύθος ανέφερε ότι έγινε για να τιμηθεί ο Κόροιβος που ήταν ο πρώτος αρχαίος Ολυμπιονίκης και αρτοποιός στο επάγγελμα.
Μια άλλη εκδοχή όμως, ανέφερε ότι θεωρούνταν θρεπτικό γεύμα και προσφέρονταν στους Ολυμπιονίκες για να αναπληρώσουν τη χαμένη ενέργεια, όπως γινόταν με το cheesecake εκείνη την εποχή.
Όποια κι αν είναι η αλήθεια όμως, θεωρείται σίγουρο ότι οι λουκουμάδες έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση στον κόσμο, αφού επιβίωσαν στο πέρασμα των αιώνων και πλέον αποτελούν μια γλυκιά λαχταριστή λιχουδιά.
Συνταγή:
15' προετοιμασία
20' τηγάνισμα
1 ώρα αναμονή
Σύνολο: 1 ώρα και 35'
Υλικά
Μερίδες: 4 - 6
- 500 γρ. (4 κοφτές κούπες) αλεύρι για όλες τις χρήσεις
- 1 φακελάκι (7-8 γρ.) μαγιά ξηρή
- 1 κουτ. σούπας ζάχαρη
- 1/4 κουτ. γλυκού αλάτι
- 500 ml (2½ κούπες) νερό χλιαρό
- λίγη κανέλα σκόνη (προαιρετικά)
- μπόλικο λάδι, για το τηγάνισμα
Για το σερβίρισμα
- μέλι θυμαρίσιο
- κανέλα σε σκόνη
- ψιλοκομμένη καρυδόψιχα
Διαδικασία
- Για τους λουκουμάδες, σε ένα μικρό μπολ διαλύουμε τη μαγιά μαζί με τη ζάχαρη σε λίγο από το χλιαρό νερό και το αφήνουμε σε ζεστό μέρος για 5 λεπτά, μέχρι να αφρίσει.
- Στον κάδο του μίξερ ρίχνουμε το υπόλοιπο νερό μαζί με το αλεύρι, το αλάτι και την κανέλα (αν βάλουμε) και τα χτυπάμε.
- Προσθέτουμε το μείγμα της μαγιάς και συνεχίζουμε το χτύπημα μέχρι να σχηματιστεί ένας λείος και σφιχτός χυλός.
- Σκεπάζουμε με πετσέτα και αφήνουμε για 1 ώρα περίπου, σε ζεστό σημείο, να φουσκώσει και να διπλασιαστεί σε όγκο.
- Βάζουμε σε βαθύ τηγάνι τόσο λάδι ώστε να καλύψει τα 2/3 του σκεύους και το ζεσταίνουμε σε μέτρια προς δυνατή φωτιά.
- Παίρνουμε κουταλιά κουταλιά από τον χυλό, τον ρίχνουμε στο καυτό λάδι και τηγανίζουμε τους λουκουμάδες για περίπου 2 λεπτά, μέχρι να ροδίσουν.
- Τους βγάζουμε με τρυπητή κουτάλα και τους αφήνουμε σε απορροφητικό χαρτί να στραγγίξουν τα περιττά λάδια.
- Τους απλώνουμε σε πιατέλα, περιχύνουμε με μέλι, πασπαλίζουμε με κανέλα και καρυδόψιχα και σερβίρουμε.
Η συνταγή πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ζάχαρη & Αλεύρι, τεύχος 44.
Πηγή:
Newsbeast.gr
Gastronomos.gr
Το τραγικό δυστύχημα που στέρησε τη ζωή από τον δάσκαλο του ρεμπέτικου Γιάννη Παπαϊωάννου
Το τραγικό δυστύχημα που στέρησε τη ζωή από τον δάσκαλο του ρεμπέτικου Γιάννη Παπαϊωάννου
Δάσκαλος του ρεμπέτικου. Θεμελιωτής αυτού που σήμερα ονομάζουμε (γνήσιο) λαϊκό τραγούδι. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου καθόρισε μια ολόκληρη γενιά, σημάδεψε ένα μουσικό είδος και έγραψε τραγούδια που ακόμα και σήμερα ακούγονται σαν να γράφτηκαν... χθες. Συνολικά έγραψε πάνω από 800 τραγούδια. Τι να πρωτογράψει κάποιος για έναν θρύλο της ελληνικής μουσικής; Έναν λαϊκό άνθρωπο που μιλούσε για τον έρωτα, τις αγωνίες, τον πόνο, τη χαρά και την μπέσα;
Ο σπουδαίος Γιάννης Παπαϊωάννου πρώτα ζούσε και μετά έγραφε. Μάγκας με τα όλα του. «Γεια σου Γιάνναρε»! Έτσι, με δάκρυα στα μάτια, τον αποχαιρέτισε ο Βασίλης Τσιτσάνης, όταν ο Παπαϊωάννου, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στο Πέραμα. Δυο ημέρες πριν είχε κάνει την τελευταία του εμφάνιση σε νυχτερινό κέντρο. Είχε κλείσει εκείνη την εμφάνιση με το τραγούδι «Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει».
Γεννημένος με μοίρα σκληρή
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1913 στην Κίο της Μικράς Ασίας. Μόλις σε ηλικία δυο ετών ορφάνεψε από πατέρα. Πριν ακόμα η οικογένειά του συνέλθει από αυτόν τον θάνατο ξεκίνησε ο εφιάλτης της Μικρασιατικής Καταστροφής. Έζησε από πρώτο χέρι τον πόλεμο, τον πόνο, τον θάνατο και τελικά τον ξεριζωμό.
Με τη μητέρα του, η κυρά Χρύσα και τη γιαγιά του κατάφεραν και πέρασαν στην Ελλάδα. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Σαμοθράκη. Σύντομα, ωστόσο, έφυγαν από εκεί και έφτασαν στην Αθήνα. Όλα τους τα... πλούτη ήταν κρυμμένα μέσα σε μια μαξιλαροθήκη αλλά και αυτά γρήγορα εξαντλήθηκαν.
Πρώτα έμειναν σε μια παράγκα στις Τζιτζιφιές, στον Φαληρικό όρμο, επειδή εκεί κατοικούσαν συγγενείς τους. Δύσκολες εποχές. Άγριοι καιροί. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου έπρεπε να βγει από μικρός στο μεροκάματο. Και έκανε ότι μπορούσε για να βοηθήσει την οικογένειά του. Δούλεψε σαν ψαράς, σαν οικοδόμος, σαν μαραγκός. Ακόμα και σε συνεργείο αυτοκινήτων έκανε μεροκάματα.
Όταν δούλεψε σαν ψαράς γνώρισε τον καπετάν Ανδρέα Ζέπο, τον φημισμένο ψαρά από το Αϊβαλί ο οποίος όταν έμαθε πως ο Παπαϊωάννου ήταν προσφυγόπουλο τον πήρε κοντά του. Χρόνια αργότερα ο Παπαϊωάννου έγραψε για τον καλόκαρδο ψαρά το γνωστό λαϊκό (με πολλά στοιχεία μπάλου) τραγούδι. «Μπορεί άλλοι καλλιτέχνες, ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης να είναι καλύτεροι οργανοπαίχτες, δεν είναι όμως καλύτεροι ποδοσφαιριστές από μένα και ψαράδες. Εμένα την τέχνη μου την έχει μάθει ο φίλος μου, ο καπετάν Ανδρέας Ζέπος», είχε πει χρόνια αργότερα.
Το σχολείο, όπως είναι φυσικό κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει. Η πρώτη του μεγάλη αγάπη ήταν το ποδόσφαιρο. Ήταν ψηλός και έτσι έπαιξε στη θέση του τερματοφύλακα. Αγωνίστηκε στην ομάδα του Φαληρικού Συνδέσμου. Λέγεται πως είχε μεγάλο ταλέντο αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός του στέρησε τη δυνατότητα να συνεχίσει να αγωνίζεται.
Ο νεαρός Γιάννης Παπαϊωάννου ήρθε για ακόμα μια φορά αντιμέτωπος με τη σκληρή μοίρα του αλλά, τουλάχιστον, από εκείνη την περιπέτεια βγήκε κάτι καλό. «Γεννήθηκε» ο μουσικός που σημάδεψε το ρεμπέτικο.
Όταν τραυματίστηκε, η μητέρα του προσπάθησε να τον κάνει να νιώσει καλύτερα και έτσι του αγόρασε ένα μαντολίνο προκειμένου να «σκοτώνει» τον ελεύθερο χρόνο του. Σιγά σιγά άρχισε να μαθαίνει το μουσικό όργανο και να «μπαίνει» ολοένα και περισσότερο στον κόσμο της μουσικής.
Ένα μεσημέρι πέρασε έξω από μια ταβέρνα. Οι μάγκες που ήταν μαζεμένοι εκείνη την ώρα μέσα είχαν βάλει να ακούσουν ένα δίσκο του Γιάννη Χαλκιά. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου άκουσε το θρυλικό «Μινόρε του τεκέ», του τραγουδιού που ουσιαστικά καθιέρωσε το μπουζούκι στο ελληνικό πεντάγραμμο. Η επιτυχία του συγκεκριμένου τραγουδιού ήταν τέτοια που οι δισκογραφικές έψαχναν με μανία καλλιτέχνες που να παίζουν το συγκεκριμένο όργανο προκειμένου να τους βάλουν να ηχογραφήσουν νέα τραγούδια.
Όπως οι δισκογραφικές έτσι και ο Παπαϊωάννου ξετρελάθηκε με τον ήχο του μπουζουκιού. Δεν τολμούσε, όμως, να το πει στη μάνα του. Εκείνη την εποχή το μπουζούκι ήταν συνώνυμο της αλητείας και ο μπουζουξής ήταν, στα μάτια των πολλών, ένα ρεμάλι.
Ο έρωτας, όμως, για το μπουζούκι ήταν μεγάλος. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου άρχισε να παίζει κρυφά, στο σπίτι ενός φίλου του. Μόνος του έμαθε. Άκουγε τραγούδια από το γραμμόφωνο, αποτύπωνε τον ήχο και τον μετέφερε στο μπουζούκι που κρατούσε στα χέρια του.
Γρήγορα αποδείχθηκε πως ο Παπαϊωάννου ήταν ένα σπάνιο ταλέντο. Άρχισε να παίζει ζωντανά σε διάφορα στέκια. Πρώτα κρυφά και μετά φανερά. Πρωτοεμφανίσθηκε επαγγελματικά δίπλα στους Μάρκο Βαμβακάρη και Στέλιο Κερομύτη το 1937.
Πρώτο του τραγούδι ήταν η «Φαληριώτισσα» που κυκλοφόρησε σε δίσκο και γνώρισε τεράστια επιτυχία. Ήταν τέτοιο το ταλέντο του που δε χρειάστηκε καν δεύτερο τραγούδι. Με το πρώτο έγινε... φίρμα.
Από εκεί και πέρα υπήρχε μόνο η άνοδος για τον πιτσιρικά που έκανε το μπουζούκι να «κελαηδά». Σε εκείνη την πρώτη περίοδο, έγραψε πλήθος τραγουδιών που τον καθιέρωσαν ανάμεσα στους καλύτερους. Και μετά ήρθε πρώτα η δικτατορία που απαγόρεψε το ρεμπέτικο και στη συνέχεια ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος που τον βρήκε στο Αλβανικό μέτωπο.
Στην περίοδο της κατοχής ο Παπαϊωάννου επέστρεψε στο τραγούδι σημειώνοντας τη μια επιτυχία μετά την άλλη. Όσο και αν ακούγεται υπερβολικό υπήρξε η στιγμή που η Ελλάδα δεν «χωρούσε» το ταλέντο του Παπαϊωάννου και έτσι το 1953 έγινε ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που έκανε το «άλμα» προς τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου πήγε προκειμένου να βρεθεί κοντά στους Έλληνες οικονομικούς μετανάστες.
Το 1955 γνωρίστηκε με τον αξέχαστο Βασίλη Τσιτσάνη. Καρμική η σχέση τους. Είχαν γεννηθεί και οι δυο στις 18 Ιανουαρίου με δυο χρόνια διαφορά (πρώτα ο Παπαϊωάννου και μετά ο Τσιτσάνης). Αργότερα θα γίνουν και κουμπάροι.
Ο Παπαϊωάννου έγραψε ιστορία με τραγούδια όπως: «Πριν το χάραμα», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Γλέντα τη ζωή», «Πέντε Έλληνες στον Άδη», «Απ’ της Ζέας το λιμάνι», «Το φτωχόπαιδο», «Ο φυλακισμένος», «Μες της Πόλης τα στενά (Καραμπιμπερίμ)», «Ο θάνατος του μπεκρή», «Άσε με, άσε με», «Ο Χάρος (Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει)» και πολλά άλλα εξίσου διαχρονικά που σημάδεψαν το λαϊκό τραγούδι και το ρεμπέτικο.
Σχεδόν όλα τους τραγουδισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα: Σωτηρία Μπέλλου, Στελλάκης Περπινιάδης, Καίτη Γκρέυ, Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζης, Μαρίκα Νίνου, Ρόζα Εσκενάζη, Στέλιος Καζαντζίδης, Πόλυ Πάνου, Αντώνης Ρεπάνης, Χρηστάκης, Μαίρη Λίντα, Μαρινέλλα, Στράτος Διονυσίου, Πάνος Γαβαλάς, Γρηγόρης Μπιθικώτσης και πολλοί άλλοι.
Μια ημέρα ωστόσο, όλα σταμάτησαν απότομα. Ξημερώματα της 3ης Αυγούστου 1972, ο Γιάννης Παπαϊωάννου έφυγε από το νυχτερινό κέντρο που εμφανιζόταν στις Τζιτζιφιές και πήγαινε στο εξοχικό του, στα Βασιλικά της Σαλαμίνας. Όταν έφτασε στη λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου στο Πέραμα, ένας πεζός πετάχτηκε ξαφνικά στη μέση του δρόμου. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου που κινούταν με μεγάλη ταχύτητα προσπάθησε να τον αποφύγει, έχασε τον έλεγχο του οχήματος και «καρφώθηκε» σε μια κολώνα της ΔΕΗ. Η σύγκρουση ήταν τόσο σφοδρή που το τιμόνι του αυτοκινήτου, «τσάκισε» το στήθος του σπουδαίου συνθέτη. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος και σόκαρε τους πάντες. Στη μνήμη του, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε «Το τραγούδι του Γιάννη» που τραγουδά η Πόλη Πάνου.
Ο Γιάννης (Το τραγούδι του Γιάννη)
Μουσική/Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Το Γιάννη μας τον ζήλεψε
και του 'στησε καρτέρι
ένα πρωί στο Πέραμα
του Χάρου το μαχαίρι
Τώρα κλαιν οι Τζιτζιφιές
που 'ριχνες τις γλυκές πενιές
κι οι μάγκες όλου του Ντουνιά
σε κλαιν απαρηγόρητα
Γιάννη με τη χρυσή καρδιά
Τους μάγκες όλους γλένταγες
κι αυτοί σε αγαπάνε
και στ' όνομά σου Γιάννη μου | 2x
τα πίνουν και τα σπάνε | 2x
Τώρα κλαιν οι Τζιτζιφιές
που 'ριχνες τις γλυκές πενιές
κι οι μάγκες όλου του Ντουνιά
σε κλαιν απαρηγόρητα
Γιάννη με τη χρυσή καρδιά
Στον Κάτω Κόσμο εκεί που πας
στα μαύρα κυπαρίσσια
ρίξε δυο τρεις γλυκές πενιές
ν' ακούσουν τα ντερβίσια
και το χορό να' ρχίσουνε
τα πιο όμορφα κορίτσια
Τώρα κλαιν οι Τζιτζιφιές
που' ριχνες τις γλυκές πενιές
κι οι μάγκες όλου του Ντουνιά
σε κλαιν απαρηγόρητα
Γιάννη με τη χρυσή καρδιά
https://www.youtube.com/watch?v=U0DkrkEiTsE
Πηγή: reader.gr
Youtube.com
Kithara.to
«ΤΑΣΣΙΩ ΜΟΥ ΜΑΡΗ» - Ξέσυρτος Θράκης (Καρωτή Έβρου)
«ΤΑΣΣΙΩ ΜΟΥ ΜΑΡΗ» - Ξέσυρτος Θράκης (Καρωτή Έβρου)
Τραγούδι τοπικής εμβέλειας από την Καρωτή Διδυμοτείχου, η απήχηση του οποίου είναι μικρή ακόμη και στα πλαίσια της κοινωνίας του χωριού. Σε πολλές περιπτώσεις χωριών, πέραν των τελετουργικών ασμάτων του κύκλου του χρόνου και του κύκλου της ζωής, τον υπόλοιπο χρόνο - στα σοκάκια, στα αλώνια, ακόμη και στις πλατείες - κυριαρχούσαν άλλα άσματα, συνήθως νεότερα, με «ελαφρά» / καθημερινή θεματολογία, που σχετίζονταν με τα συγχρονικά κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Ακόμη, σε πολλές κοινότητες, πολλά μέλη τους θυμούνταν ιδιαίτερα, κάποιο τραγούδι που ανέφεραν το όνομά τους γιατί το θεωρούσαν χαρακτηριστικό ως προς το πρόσωπό τους και τη θέση του στην κοινότητα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις - όταν τα τραγούδια σατίριζαν ή καυτηρίαζαν πρόσωπα και γεγονότα - απέφευγαν να τα τραγουδήσουν για να μη ταυτιστούν τα δεδομένα με το πρόσωπό τους, εφόσον το περιεχόμενο των στίχων δεν ήταν ιδιαιτέρως τιμητικό.
Το συγκεκριμένο τραγούδι, έμαθε ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης, από τη θεία του Τασσιώ (Αναστασία) Γιαγκζίδου και αναφέρεται στα «νεότερα» χρόνια, καθώς γίνεται λόγος για το Καραγάτς, εννοώντας πιθανώς το σημερινή Νέα Ορεστιάδα, εφόσον είναι γνωστό πως το κέντρο των εμπορικών συναλλαγών μέχρι και το 1922 ήταν η Αδριανούπολη και όχι το «κοσμοπολίτικο» Καραγάτς. Με τον παραπάνω όρο, μάλιστα, χαρακτήριζαν τη Νέα Ορεστιάδα οι κάτοικοι της περιοχής Διδυμοτείχου, λόγω της καταγωγής των κατοίκων από το Καραγάτς, ενώ σε πολλά χωριά της περιοχής Ορεστιάδας την ανέφεραν ως Κιουμ - Τσιφλίκ, από την παλαιότερη ονομασία της τοποθεσίας (Κιουμ - τσιφλίκ, σημαίνει «αμμουδερό τσιφλίκι» ). Το θέμα του τραγουδιού είναι ευρύτερα γνωστό, απαντάται και σε άλλα τραγούδια του τόπου. Η κόρη Τασσιώ στέλνει τον μεγαλύτερό της αδελφό να πάει στην πόλη για να της αγοράσει στολίσματα - χρυσαφικά, ώστε να αρέσει στον καλό της Θανάση. Στο τέλος του τραγουδιού ακολουθεί ένα οργανικό «στη γκάιντα», βγαλμένο μέσα από τις παραδόσεις και τις τεχνικές των γκαϊτατζήδων των χορευτικών μοτίβων της «οικογένειας» των «Ξέσυρτων» χορών της περιοχής Διδυμοτείχου.
ΔΙΣΚΟΣ: «Με μια πνοή...Χορός», Ακούσματα γηγενών κα προσφύγων του Έβρου. Έρευνα - επιμέλεια: Νίκος Αγγούσης
ΜΟΥΣΙΚΟΙ:
Τραγούδι: Θεοπούλα και Λαμπριάννα Δοϊτσίδη
Κλαρίνο: Νίκος Αγγούσης
Καβάλ: Νίκος Αγγούσης
Βιολί: Κυριάκος Πετράς
Λαούτο: Γιάννης Πούλιος
Γκάιντα: Στέλιος Ματακάκης
Νταούλι: Ηλίας Μίσκας
Ακούστε το τραγούδι
https://www.youtube.com/watch?v=FKSBpK8z0x8
Οι στίχοι:
Θαν* πας μπατή* μ', Τασσιώ μου μαρή,
θαν πας μπατή μ' στου Καραγάτσι
ένα τσιμπέρι να μι αγουράισ'ς.
Ένα τσιμπέρι να μι αγουράισ'ς
κι μια ντούμπλα* να μι παζαρέψ'ς,
να διεί Θανάησ΄ς κι να μι ζηλέψ',
να 'ρθει απ' τη μάνα μ' να μι γυρέψ'.
θαν = σαν
μπάτης = ο μεγάλος αδερφός
ντούμπλα = νόμισμα αξίας δύο λιρών, που χρησιμοποιούνταν και ως γυναικείο κόσμημα
Πηγή: youtube.com - #greek_folk_music
Φωτογραφία: Facebook.com – Καρωτή-Karoti
-
O Νόστος στον εορτασμό του Αγ. Γεωργίου στους Αγ. Αναργύρους Ο Νόστος συμμετέχει στις εορταστικές εκδηλώσεις του Δήμου Αγ. Αναργύρων / Καμα...
-
30 εκφράσεις που όλοι χρησιμοποιούμε καθημερινά άλλα λίγοι γνωρίζουν τι πραγματικά σημαίνουν. Στον καθημερινό μας λόγο χρησιμο...
-
ΧΑΣΑΠΙΚΟ ΜΙΝΟΡΕ - Παρ. Κωνσταντινούπολης Νοσταλγικό χασάπικο σε ελάσσονα κλίμακα (μακάμ Νεβεσέρ), από αυτά που έπαιζαν οι παρέες...