...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Τρίτη 17 Ιουνίου 2025

Πετρολούκας Χαλκιάς – η βιογραφία του όπως τη διηγείται ο ίδιος


Πετρολούκας Χαλκιάς – η βιογραφία του όπως τη διηγείται ο ίδιος




(Από τους M. Hulot και Βασίλη Καψασκη)


Γεννήθηκε στο Δελβινάκι Ιωαννίνων. Δεν έχει τελειώσει το σχολείο, αλλά ξέρει ότι το κλαρίνο είναι ο απόγονος του αρχαίου αυλού, που έχει μέσα του όλα τα συναισθήματα του ανθρώπου

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Δελβινάκι Ιωαννίνων το 1934 και όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος περάσαμε όλα τα κακά, τα πάνδεινα. Τα θυμάμαι όλα, γιατί ήμουν 6 χρονών. Ότι βγήκαμε από το σπίτι μας όταν πέρασαν τη μεθόριο της Αλβανίας οι Ιταλοί, ότι μας είπαν να ξαναγυρίσουμε στα χωριά μας, τα πτώματα στον δρόμο, άλλα από δω, άλλα από κει, αυτοκίνητα αναποδογυρισμένα, τη μεγάλη πείνα του '41. Με έπαιρνε η γιαγιά, περνούσαμε στην Αλβανία και διακόνευε ψωμί. Έλεγε «το παιδί θα μου πεθάνει, δεν έχουμε να φάμε» και μας έδιναν ξεροκόμματα. Έτσι ζήσαμε. Θυμάμαι τότε που μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό, σκότωσαν ανθρώπους κι έκαψαν σπίτια – μεγάλο κακό. Μας έλεγαν να φύγουμε τα γυναικόπαιδα και να πάμε στα Ζαγόρια, γιατί πίστευαν πως δεν θα πήγαιναν εκεί οι Γερμανοί, αλλά δεν το κάναμε.

Το '45 έγινε ο Εμφύλιος, με τον οποίο περάσαμε χειρότερα. Δεν έφτανε η πείνα, είχαμε και τον πόλεμο μεταξύ μας. Τη μία μέρα ερχόταν ο ελληνικός στρατός κι έλεγε «μη φοβάστε», την άλλη μέρα έρχονταν οι αντάρτες. Ο πατέρας μου τότε ήταν ακόμα στρατιώτης – «γεροσοφούληδες» τους λέγανε. Φύγαμε ανταρτόπληκτοι και πήγαμε στα Γιάννενα.

Στα Γιάννενα έπαιρνα το κλαρίνο του πατέρα μου για να μάθω, αλλά εκείνος δεν με άφηνε. Κάποια στιγμή που ήρθε με άδεια με πήρε και με πήγε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων για να γίνω μηχανικός. Ήμουν 12 χρονών, δεν μου άρεσε το γκαράζ, έφυγα. Πήρα ένα ξύλο, το τρύπησα με ένα πυρωμένο σίδερο, του άνοιξα έξι τρύπες κι έφτιαξα ένα δικό μου κλαρίνο, αυτοσχέδιο. Έτσι έμαθα να παίζω. Έπειτα, που γύρισε ο πατέρας μου από τον στρατό, έπαιζα κρυφά, δεν του είχα πει ότι ήξερα.

Κάποια στιγμή κάλεσαν τα παιδιά με τα οποία παίζαμε να πάμε σε ένα πανηγύρι, αλλά δεν είχα κανονικό κλαρίνο. Τότε, ένας μπάρμπας της μάνας μου, ο Δήμος ο Χαρισιάδης, μου λέει: «Παίξε να σε ακούσω. Αν ξέρεις να παίζεις, θα σου δώσω το δικό μου». Έπαιξα, κι επειδή το κανονικό μου φάνηκε πιο εύκολο από το ξύλινο, τα πήγα καλά. Έτσι, με δανεικό κλαρίνο πήγαμε στο πανηγύρι του διπλανού χωριού. Όλοι οι μουσικοί ήμασταν παιδάκια. Δεν είχαμε ξαναπαίξει σε κοινό, αλλά τα πήγαμε καλά και ο κόσμος μας πετούσε λεφτά. Με αυτά τα λεφτά αγόρασα το πρώτο μου κλαρίνο.

Ο πατέρας μου απολύθηκε από στρατιώτης το '47 και κατέβηκε στην Αθήνα. Τότε, πλέον, όλοι ήξεραν ότι παίζω καλά –μόνο ο πατέρας μου δεν το ήξερε– και με προσκάλεσαν στον χορό των απανταχού Δελβινακιωτών που γινόταν στην Αθήνα. Στις διαφημίσεις του ραδιοφώνου με αποκαλούσαν «το 12χρονο παιδί-θαύμα με το κλαρίνο» και με κάλεσαν να πάω στη Ραδιοφωνία. Ο πατέρας μου άκουσε στο ραδιόφωνο του καφενείου τη διαφήμιση που έλεγε «Πέτρος Χαλκιάς από το Δελβινάκι», έμαθε ότι είμαι στην Αθήνα και ότι θα παίξω ζωντανά, πήρε ταξί και ήρθε στη Ραδιοφωνία. Μόλις βγήκα από το κτίριο και τον είδα, μου κόπηκαν τα πόδια. Έτρεμα ολόκληρος, κοκκίνισα. Μου λέει: «Έκανες αυτό που ήθελες. Εγώ σε έστειλα στο συνεργείο κι εσύ αγόρασες κλαρίνο, αλλά μη φόβασαι, εντάξει. Σου δίνω ευχή και κατάρα: αν γίνεις ο καλύτερος, ο πρώτος, τότε έχεις την ευχή μου, αλλά αν είσαι κλαρινάκι, την κατάρα μου να 'χεις». Δεν είπα τίποτα, έφυγα, αλλα έβαλα σκοπό της ζωής μου να γίνω ο καλύτερος. Ξεκίνησα να γράφω τραγούδια με τον Καβακόπουλο, που έγιναν ανάρπαστα.

Στα 18 πήγα στο χωριό μου επίσκεψη ως Αθηναίος. Στο πηγάδι όπου με άφησε το λεωφορείο μια κοπέλα έπαιρνε νερό. Τη βλέπω ζαλωμένη με τις βαρέλες στην πλάτη και της λέω: «Γεια σου, Μαρία». Μου απαντάει: «Μάθαμε ότι θα φάμε κουφέτα, θα παντρευτείς στην Αθήνα». «Ποιος το είπε αυτό;», τη ρωτάω. «Έτσι λένε», μου λέει. «Τι να κάνω; Aφού εδώ δεν με θέλει καμία», της απαντάω εγώ. «Ρώτησες καμία και σου είπε όχι;», με ξαναρωτά. «Ρωτάω εσένα», της λέω. «Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα. Πήρες φόρα. Ξέρεις πώς πρέπει να γίνει το σωστό». Έτσι πήγα στον πατέρα της και τη ζήτησα. Κι έτσι παντρεύτηκα. Στον γάμο μου είχα τον Τάσο Χαλκιά, το Μήτσο Χαρισιάδη, το Φίλιππα Ρούντα, είχα δέκα κλαρίνα. Το βράδυ, στις εντολές, στο «πίνουμε εις υγείαν των νεονύμφων» κ.λπ., λέω «Να σας πω κι εγώ κάτι. Το πρώτο κρασί το πίνω στην πρώτη μου αγάπη». Αγρίεψαν ο πεθερός και η πεθερά. Άρχισε μια φασαρία. Νόμιζαν ότι έλεγα για γυναίκα. Συνεχίζω: «Δεν τελείωσα τη φράση μου. Η πρώτη μου αγάπη είναι το κλαρίνο, η δεύτερη είναι η γυναίκα μου».

Μετά τον γάμο, στις αρχές της δεκαετίας του '50, έρχομαι πάλι στην Αθήνα. Έβγαλα κι άλλα τραγούδια κι έγινε χαμός. Λαμβάνω, τότε, ένα γράμμα από την Αμερική με μια πρόταση να πάω εκεί για να μου βγάλουν long play. Δώδεκα τραγούδια, έξι από τη μία πλευρά κι έξι από την άλλη. Μου έδιναν τα εισιτήρια και 1.000 δολάρια, ήταν πολύ καλά λεφτά. Έτσι, πήγα στην Αμερική λίγο πριν το 1960 – πρόλαβα και τον Κένεντι.

Βγάλαμε το long play, θρίαμβος! Όλα τα καλά κλαρίνα ήταν εκεί εκείνη την εποχή: ο Βασίλης, ο Σαλέας (ο παλιός), ο Τάσος ο Χαλκιάς. Παίζαμε στους χορούς που διοργάνωνε η Ομογένεια και γινόταν χαμός. Τότε πήγα να παίξω σε ένα μαγαζί αραβοτούρκικο που είχε θαμώνες Τούρκους, Αρμένιους, Έλληνες, Άραβες και πολλούς άλλους. Είχε και χορεύτριες, belly dancers. Εν τω μεταξύ, όλο το συγκρότημα που έπαιζε ήταν Τούρκοι κι εγώ δεν είχα ιδέα από τη μουσική αυτή. Ήξερα να παίζω μόνο ηπειρώτικα. Τους λέω: «Ρε παιδιά, δεν τα ξέρω εγώ αυτά, αλλά να δοκιμάσω». Το αφεντικό απάντησε: «Περάσανε πολλοί, Πέτρο, και δεν μπορέσανε». Μου δίνει δέκα τραγούδια σε μια κασέτα και μου λέει να τα μάθω μέσα σε δύο μέρες. Το κλαρίνο το είχα πάντα μαζί μου, μέρα-νύχτα, ακόμα και στο κρεβάτι μου. Είχανε βγει κάτι μαγνητόφωνα τότε που πατούσες το κουμπί και το τραγούδι ξαναγυρνούσε από την αρχή. Άκουγα προσεκτικά ξανά και ξανά το καθένα μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος και μετά ονειρευόμουν ότι το 'παιζα. Μόλις ξυπνούσα, άρπαζα το κλαρίνο και το 'παιζα στ' αλήθεια. Το μάθαινα στον ύπνο μου. Σε δύο μέρες τα έμαθα και τα δέκα κι έπιασα δουλειά στο μαγαζί.

Στο Σωματείο Μουσικών της Αμερικής, που είχε οκτώ εκατομμύρια μέλη, γράφτηκα υποχρεωτικά. Σε κάθε συνέλευση σηκωνόταν ο πρόεδρος, που ήταν ελληνικής καταγωγής, έδειχνε σε έναν χάρτη διαφορετικά μέρη του κόσμου και ρωτούσε αν υπάρχει κάποιος να μας δείξει τη μουσική παράδοση καθενός. Κάποια φορά έφτασε και στην Ελλάδα. Ένα παιδί που ήταν εκεί σηκώθηκε κι άρχισε να παίζει με το μπουζούκι του τα «Παιδιά του Πειραιά». Μόλις τελείωσε, σηκώνομαι κι εγώ και λέω: «Δεν ξέρω καλά αγγλικά, αλλά αν κατάλαβα, δεν θέλετε νεοελληνική μουσική, θέλετε κάτι παραδοσιακό. Εγώ παίζω αρχαία μουσική». Παραγγέλνει ο πρόεδρος και μου φέρνουν ένα κλαρίνο. Στη σκηνή βρίσκοταν ο ίδιος, που έπαιζε πιάνο, ένας μαύρος κιθαρίστας, Αμερικανός, πολύ διαβασμένος, και ένας Σκοπιανός ντράμερ. Με ρωτάει: «Τι θα παίξεις, κύριε Χαλκιά; Για να σε βοηθήσω». Του λέω: «Συγγνώμη, πρόεδρε, αλλά σε αυτό που θα παίξω δεν θα μπορέσετε να με ακολουθήσετε». Ήταν 1.200 άτομα στην αίθουσα. Οι καλύτεροι μουσικοί. Μόλις ο πρόεδρος εξήγησε στον Αμερικανό τι είπα, εκείνος σχολίασε πως λέω μεγάλες κουβέντες: «Εγώ έσκισα τα παντελόνια μου μέχρι να μάθω κιθάρα. Διαβάζω, γράφω απταίστως και τα κάνω όλα». Τότε ο Σκοπιανός του λέει: «Έι, περίμενε, οι Έλληνες έχουν διαφορετικούς ρυθμούς, πράγματα που εμείς εδώ δεν τα έχουμε». Πριν παίξω, τους ζήτησα να μεταφράσουν κάτι για τους υπόλοιπους. «Πείτε τους ότι εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε ένα χρώμα μουσικής. Έχουμε όλα τα χρώματα που υπάρχουν στον πλανήτη κι ένα χρώμα που δεν το έχει κανένας. Είναι άλλα τα θρακιώτικα, άλλα τα μακεδονικά, άλλα τα ποντιακά, άλλα τα νησιώτικα, άλλα τα κρητικά, άλλα τα πελοποννησιακά και τα ηπειρώτικα, που δεν τα έχει κανένας στον κόσμο». Δύο συνθέτες που κάθονταν μπροστά αναρωτήθηκαν αν είμαι τρελός. «Παίξε μόνος», μου λένε, «να σε ακούσουμε». Κι αρχίζω να παίζω κοιτάζοντάς τους στα μάτια, γιατί αν τον πελάτη τον «πιάσεις» και παίξεις αυτό που θέλει η ψυχή του, σηκώνεται στα ουράνια. Και είχα «πιάσει όλους τους μουσικούς» εκεί μέσα. Μόλις τελείωσα, χειροκροτήματα, σφυριχταριές, φώναζαν «κι άλλο, κι άλλο». Έρχονται οι δύο συνθέτες, μου δίνουν συγχαρητήρια και ο ένας μου λέει: «Aυτή η μουσική που έπαιξες για ηπειρώτικο μοιάζει με την τζαζ την αμερικανική. Μήπως κλέψατε κάτι από εμάς και το παρουσιάζετε έτσι;». Μου εξηγεί ο πρόεδρος, που έκανε τον διερμηνέα, και απαντάω: «Είναι δυνατόν ποτέ ο πατέρας να κλέψει από το παιδί του;». Οι Έλληνες που ήταν μέσα χειροκρότησαν. «Συγγνώμη», μου λέει αυτός και μου ζητάει να παίξω κάτι. Εγώ του έπαιξα για ειρωνεία μια μελωδία, ένα ηπειρώτικο και πιάνει και γράφει το «That's the way (I like it)» που έγινε παγκόσμιο σουξέ. Ήταν ένας από τους KC and The Sunshine Band! Όταν έγραψε το τραγούδι, ήρθε και με ξαναβρήκε και με ρώτησε: «Κύριε Χαλκιά, γιατί στην Ελλάδα δεν εκμεταλλεύεστε αυτήν τη μουσική και όταν ερχόμαστε εκεί ακούμε μπουζούκια;». Δεν την αγάπησε καμία κυβέρνηση την παραδοσιακή μουσική. Κανείς δεν φρόντισε να την πουλήσει όπως της αξίζει σε ολόκληρο τον κόσμο.

Αφού έμαθαν ο Μπένι Γκούντμαν και ο Λιούις Άρμστρονγκ ότι έγινε ένα τέτοιο περιστατικό, ήρθαν μια μέρα στο μαγαζί όπου έπαιζα. Με παρακολούθησαν να παίζω και κάποια στιγμή ζήτησαν από τον σερβιτόρο να με φωνάξει. Πήγα στο τραπέζι τους μαζί με τον σερβιτόρο για να μεταφράζει. Ο Μπένι Γκούντμαν του ζήτησε να με ρωτήσει πώς έπαιξα όλα αυτά τα τραγούδια χωρίς αναλόγιο, πώς ήταν είναι δυνατόν να τα ξέρω όλα απ' έξω. «Εμείς είμαστε παραδοσιακοί, δημοτικοί μουσικοί της Ελλάδας. Δεν γράφουμε και δεν διαβάζουμε μουσική, αλλά ό,τι περνάμε στα κομμάτια, το κρατάμε στο μυαλό μας», του είπα. Με ξαναρωτάει: «Γιατί δεν είχες αναλόγιο; Δεν πήγες στο σχολείο;». Τον κοίταξα και του λέω: «Γεννήθηκα το 1934 και από το '40 μέχρι το '48 είχαμε πόλεμο. Πήγα δύο χρόνια στο σχολείο για να μάθω να γράφω και να διαβάζω. Τίποτε άλλο». Γυρνάει στον Άρμστρονγκ και του λέει: «Αυτά τα κακά μάς έκανε ο πόλεμος. Φαντάσου τι θα έκανε αυτός ο άνθρωπος, αν έγραφε και διάβαζε!».

Δούλεψα καλά στην Αμερική. Κάθε δύο χρόνια, όμως, ανανέωνα την άδεια παραμονής γιατί δεν είχα πράσινη κάρτα. Κάποια στιγμή, το 1966, Έλληνες μουσικοί που είχαν την αμερικανική υπηκοότητα πήγαν στον πρόεδρο του Σωματείου Μουσικών της Αμερικής και του είπαν να ενημερώσει την Αμερικανική Υπηρεσία Ιθαγένειας και Μετανάστευσης για να με απελάσουν. «Έρχονται οι ξένοι και μας παίρνουν τις δουλειές», του είπαν, «κι εμείς, οι Αμερικανοί, δεν έχουμε να φάμε». Ο πρόεδρος μου έστειλε μια επιστολή που έγραφε ότι εντός 24ωρών έπρεπε να εγκαταλείψω το αμερικανικό έδαφος, διότι «τέτοιου είδους μουσικούς έχουμε πολλούς». Παίρνω έναν δικηγόρο, πάω στον διευθυντή της υπηρεσίας και επειδή δεν μπορούσα ακόμα να συνεννοηθώ στα αγγλικά, και αυτός του λέει: «Αν αύριο, τέτοια ώρα, είναι εδώ, θα τον δέσω με χειροπέδες». «Πες του», του λέω, «ότι θα φύγω, θα πάω στην πατρίδα μου, αλλά τέτοιους μουσικούς εδώ δεν έχετε». «Μπορείτε να μου το αποδείξετε αυτό;», ρώτησε ο διευθυντής και εγώ του είπα να πάρει τους καλύτερους μουσικούς που έχει και να τους φέρει να με συνοδεύσουν. Όχι να παίξουν μαζί μου, να με συνοδεύσουν. Ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να διαβάσει μουσική και, πράγματι, βρήκε μουσικούς και τους έφερε να με συνοδέψουν. Αρχίζω τα βαριά ηπειρώτικα, εκείνοι σαστίζουν γιατί δεν ξέρουν τι να παίξουν και τότε ο διευθυντής δίνει μία και ρίχνει τα πράγματα κάτω από το γραφείο και διατάζει να φωνάξουν την αστυνομία. Όταν ήρθαν οι αστυνομικοί τους ζήτησε να συλλάβουν τον πρόεδρο του Σωματείου Μουσικών. Όταν τον ρώτησαν γιατί, τους απάντησε ότι η τελευταία εγκύκλιος που κυκλοφόρησε στην Ουάσινγκτον έλεγε πως ό,τι δεν το έχει η Αμερική, το κρατάει. Και αυτός όχι μόνο δεν θέλησε να το κρατήσει, θέλησε να το διώξει κιόλας. Ευτυχώς, η υπόθεση έληξε εκεί και δεν τον συνέλαβαν. Ο διευθυντής μού έβγαλε την πράσινη κάρτα και μου είπε: «Αύριο, έλα στο γραφείο μου στις 11 το πρωί. Δεν σε κρατάμε με το ζόρι, αν θέλεις όμως να μείνεις, θα σε κάνω Αμερικανό». Του ζήτησα να φέρω και τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, τα' αδέρφια μου, τον πατέρα μου και τη μάνα μου που ήταν στην Ελλάδα κι αυτός απάντησε ότι θα έφερνε όλους τους συγγενείς α' βαθμού. Και πράγματι έμεινα, και έφερα και την οικογένειά μου.

Έκανα καλές δουλειές εκεί, πληρωνόμουν καλά. Σιγά-σιγά μάζεψα 400.000 δολάρια και αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα, να τα επενδύσω και να μείνω. Είχα προγραμματίσει να να έρθω πρώτα εγώ στην Αθήνα και μετά η γυναίκα και τα παιδιά μου. Μια Κυριακή βράδυ που ήμουν σ' έναν γάμο μέθυσα και φεύγοντας το πρωί με ρωτάει ο ταξιτζής «πού πάμε;» και του απάντησα «στο αεροδρόμιο» – μετά κενό. Είχα κλείσει εισιτήριο για την επόμενη μέρα, αλλά μάλλον το άλλαξα στο αεροδρόμιο, δεν θυμάμαι καθόλου πώς έφυγα. Μπαίνω στο αεροπλάνο και σε όλο το ταξίδι κοιμόμουν. Όταν προσγειωθήκαμε, έρχεται η αεροσυνοδός, με ξυπνάει και μου λέει: «Φτάσαμε στην Αθήνα!». Η γυναίκα μου είδε ότι δεν πήγα στο σπίτι και ειδοποίησε την αστυνομία, νόμιζε ότι με σκότωσαν. Τότε δεν υπήρχαν κινητά να ειδοποιήσεις, είχαμε και 7 ώρες διαφορά.

Τις μέρες που ήρθα στην Αθήνα, το 1980, έκανε ο Άλκης Στέας έναν διαγωνισμό για το δημοτικό τραγούδι και την παρουσίαση ανάλογων εκπομπών στην τηλεόραση. Μαζεύτηκαν όλα τα κλαρίνα. Εμένα δεν με γνώριζε κανένας γιατί μετά από είκοσι χρόνια στην Αμερική με είχαν ξεχάσει. Παίρνω το κλαρίνο μου και πάω να μπω στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Τους είπα «είμαι κι εγώ μουσικός». «Έχεις δηλώσει συμμετοχή;». «Όχι». Έρχεται ο Άλκης Στέας και μου λέει: «Δεν γίνεται να παίξετε χωρίς να έχετε δηλώσει, αλλά περιμένετε, αν έχουμε χρόνο στο τέλος θα σας δώσουμε δύο λεπτά». Στα χρόνια που έλειπα οι κλαριντζήδες είχαν προσθέσει καθένας κι από ένα λιθαράκι στο δημοτικό τραγούδι και είχε πάρει τροπή. Εγώ το κρατούσα όπως ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Αφού τελείωσαν όλοι και σηκώθηκα κι εγώ να φύγω, λέει ο Στέας: «Μισό λεπτό, να δώσουμε δύο λεπτά και στον απόδημο ελληνισμό της Νέας Υόρκης, να δούμε πώς κρατάει τη δημοτική παράδοση». Είχαν σηκωθεί να φύγουν και ήταν όλοι όρθιοι. Μόλις άκουσαν το κλαρίνο, πέταγαν σκούφους στον αέρα, σφύριζαν, χειροκροτούσαν. Συνέχισα να παίζω και οι άνθρωποι της επιτροπής, μαζί με τον πρόεδρο, μπήκαν στον χορό. Μετά ήρθαν και μου έβαλαν το σήμα της τηλεόρασης και ξεκίνησα να δίνω εκπομπές. Μαζί με τον Αντώνη Κυρίτση κάναμε 1.000 τραγούδια, που τότε μου έδιναν καλά λεφτά από την ΑΕΠΙ. Έπαιρνα 100 χιλιάδες δραχμές τον χρόνο από ποσοστά, από τις οποίες τις 30 τις έπαιρνε η εφορία. Μετά από 3-4 χρόνια, τα 100 χιλιάρικα έγιναν εννιά, γιατί τόσα μου έβγαζε η ΑΕΠΙ, και όλο και μειώνονταν.

Οι μουσικές είναι τρεις, η πεντατονική, η βυζαντινή και η ευρωπαϊκή. Η πεντατονική με τη βυζαντινή έχουν κάποια στοιχεία που είναι κοντά-κοντά, ενώ η ευρωπαϊκή λέει «τόνος, ημιτόνιο». Η βυζαντινή και η πεντατονική από τον τόνο ως το ημιτόνιο έχουν άλλες τέσσερις φωνές. Η πεντατονική, το ηπειρώτικο, είναι η μουσική των αρχαίων Ελλήνων. Μου έκανε μια τιμητική βραδιά ο πρύτανης του πανεπιστημίου και μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Του έκανα μια ερώτηση: «Ξέρουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες βγάλαν τον αυλό και την άρπα, δεν μας είπε ποτέ κανένας τι παίζαν αυτοί». «Πεντατονική» μου λέει. Την πεντατονική την καταλαβαίνουν και τα ζώα. Το φίδι, αν του παίξεις φλογέρα, σηκώνεται ν' ακούσει. Οι παλιοί στο χωριό μου έλεγαν ότι κάποτε μια ομάδα οργανοπαίχτες κάπου παίζανε και τέλειωσαν στις 3 το πρωί. Επειδή έκανε κρύο κι έβρεχε, έμειναν σε μια σπηλιά. Στη σπηλιά όπου πήγαν ήταν μια αρκούδα. Την ξύπνησαν κι αυτή αγρίεψε και τότε ο γεροντότερος τους συμβούλεψε: «Μην τρέξετε, βγάλτε τα όργανα και παίξτε, μη φοβάστε». Έτσι σώθηκαν. Θυμάμαι ότι σε κάποιο μέρος που με κάλεσαν ένα άλογο, κάθε φορά που έπαιζα, σηκωνόταν στα πίσω πόδια, όρθιο. Μόλις σταματούσα, έπεφτε.

Οι Έλληνες της ξενιτιάς, ο απόδημος ελληνισμός, είναι δύο φορές Έλληνες. Και είναι και δυστυχισμένοι, γιατί αν γνωρίσει κανείς δύο πατρίδες, δεν είναι πουθενά ευχαριστημένος. Για το μόνο που έχω μετανιώσει είναι που έφυγα από την Αμερική. Ήμουν καλύτερα εκεί, από πολλές πλευρές, αλλά ο πόνος της νοσταλγίας και τα παιδικά μου χρόνια δεν με άφηναν σε ησυχία – γι' αυτό γύρισα. Όταν πρωτοπήγα στην Αμερική, το 1958, απόρησα γιατί είδα πράγματα που δεν τα είχαμε εδώ ακόμα. Είδα την τηλεόραση και αναρωτιόμουν: «Τι είναι αυτός που βγαίνει μέσα από το κουτί; Καραγκιόζης;». Ντρεπόμουν να ρωτήσω. Είδα παράξενα πράγματα. Η Αμερική, τότε, ήταν η χώρα του μέλλοντος. Κι ακόμα η χώρα του μέλλοντος είναι. Και είναι περίεργο που μόλις έρχομαι εδώ, θέλω να πάω πίσω, γιατί στην Αμερική έζησα 20 χρόνια από τη ζωή μου, έχω φίλους εκεί, έχω αφήσει μέρος της ζωής μου εκεί. Όμως, μόλις βρεθώ εκεί, θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα.

Το κλαρίνο μιλάει. Είναι ο απόγονος του αυλού, ένα όργανο που εκφράζει τον πόνο, την αγάπη, τη χαρά, την ευτυχία, τα πάντα. Υπάρχουν τραγούδια πεντατονικής που πολλοί τα ακούνε και κλαίνε. Έχουν όλα τα συναισθήματα που έχει ο άνθρωπος και το κλαρίνο μπορεί να τα εκφράσει.

Η παραδοσιακή μουσική σήμερα έχει εξελιχθεί και δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Κάθε γενιά κάτι εξελίσσει. Θυμάμαι ότι παλιά, όταν έπαιζα κλαρίνο, έπαιρνε νούμερο χορού κάθε τραπέζι και σηκώνονταν 8-10 άτομα να χορέψουν. Κι εγώ κοίταγα τα βήματα του πρώτου που χόρευε κι έφτιαχνα μελωδία πάνω στα βήματά του. Τώρα δεν είναι έτσι, ανεβαίνουν όλοι μαζί, 50 άτομα, τα κοριτσάκια με τα αγόρια τρίβονται στον χορό και η κατάσταση είναι «βαράτε βιολιτζήδες». Λες κι είναι αρκούδες. Και όλα τα νέα κλαρίνα προσπαθούν να μιμηθούν το δικό μας μοτίβο. Έχω παίξει εκατομμύρια τραγούδια με το κλαρίνο μου, ενώ ένας νέος κλαριντζής σήμερα δεν ξέρει να παίξει περισσότερα από 40 κομμάτια. Μπορώ να καταλάβω και από πού έχει κλέψει καθένας που παρουσιάζει ένα νέο κομμάτι σαν δικό του. Πάω πολλές φορές, τα βλέπω και γελάω.

Όσο μπορώ, θα παίζω. Μέχρι να πεθάνω. Κι έχω αφήσει εντολή στα παιδιά μου να με θάψουν μαζί με το κλαρίνο, να το βάλουν δίπλα μου, μέσα στην κάσα. Όταν ο άνθρωπος περάσει τα 70 βλέπει τις απόψεις που είχε στα 30 και ή γελάει ή κλαίει. Του φαίνονται λάθος. Σημασία έχει να προσπαθεί να διορθώσει τα λάθη του.

Πηγή: lifo.gr

Σάββατο 7 Ιουνίου 2025

Πώς οι χοροί μεταδίδουν ιστορίες, συνήθειες και αξίες

Πώς οι χοροί μεταδίδουν ιστορίες, συνήθειες και αξίες

 


 

Ο χορός: Μια γλώσσα πέρα από τα λόγια

Ο χορός, από τα αρχαία χρόνια, αποτελεί μια καθολική γλώσσα που ξεπερνά τα εθνικά και πολιτισμικά όρια. Είναι μια μορφή τέχνης που επιτρέπει στους ανθρώπους να εκφράσουν συναισθήματα, να διηγηθούν ιστορίες και να μεταδώσουν βαθιές αξίες από γενιά σε γενιά. Μέσα από κινήσεις, ρυθμούς και σχηματισμούς, οι χοροί αποκαλύπτουν μια πλούσια ταπετσαρία πολιτισμικών στοιχείων, συνδεδεμένων με την ιστορία, τις παραδόσεις και τις πεποιθήσεις ενός λαού.

 

Η αφήγηση μέσα από τον χορό

Οι χοροί λειτουργούν ως ζωντανές ιστορίες, μεταφέροντας σημαντικά γεγονότα, μύθους και θρύλους. Από τους ιερούς χορούς των αρχαίων Ελλήνων που τιμούσαν τους θεούς, μέχρι τους παραδοσιακούς χορούς των λαών που αναπαριστούσαν σκηνές από την καθημερινή ζωή, τη γεωργία ή τον πόλεμο, η αφήγηση είναι πάντα παρούσα. Κάθε κίνηση, κάθε βήμα, αποκτά συμβολικό νόημα και συνθέτει ένα ενιαίο αφήγημα που διαρκεί στο χρόνο.

 

Η μετάδοση συνθηκών και αξιών

Οι χοροί δεν είναι απλά μια σειρά από κινήσεις, αλλά ένας τρόπος για να μεταδοθούν κοινωνικές νόρμες, αξίες και συμπεριφορές. Μέσα από τους χορούς, τα παιδιά μαθαίνουν για την κοινότητα, την οικογένεια, τον σεβασμό στους μεγαλύτερους και τη συνεργασία. Οι χοροί ενθαρρύνουν την ομαδικότητα, την αλληλεγγύη και την ενότητα, ενώ παράλληλα διατηρούν ζωντανές τις παραδόσεις και την πολιτισμική ταυτότητα ενός λαού.

 

Ο χορός ως μέσο διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς

Σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς, οι χοροί αποτελούν ένα σημαντικό μέσο για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Μέσα από τη μάθηση και την εκτέλεση παραδοσιακών χορών, οι νέες γενιές έρχονται σε επαφή με τις ρίζες τους και αναπτύσσουν μια βαθύτερη κατανόηση για την ιστορία και τον πολιτισμό τους.

 

Συμπερασματικά

Ο χορός είναι πολύ περισσότερο από μια απλή μορφή διασκέδασης. Είναι μια πανάρχαια μορφή έκφρασης που συνδέει τους ανθρώπους μεταξύ τους και διαχρονικά. Μέσα από τους χορούς, μεταδίδονται ιστορίες, διατηρούνται συνήθειες και διαχέονται αξίες που διαμορφώνουν την ταυτότητα των κοινωνιών και των πολιτισμών. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να συνεχίσουμε να τιμούμε και να προωθούμε τον χορό, ως μια πολύτιμη πηγή γνώσης και έμπνευσης.

 

Πηγή: xoreytis.gr (Gemini AI)

Το πρώτο βραβείο των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων ήταν… οι λουκουμάδες

Το πρώτο βραβείο των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων ήταν… οι λουκουμάδες

 


Οι λουκουμάδες είναι μια γλυκιά λιχουδιά με ιστορία χιλιάδων ετών που χρονολογείται από την αρχαία Ελλάδα, αποτελώντας μάλιστα το πρώτο βραβείο που δόθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

 

Το γλυκό εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Μεσοποταμία και αντλεί το όνομά του από την τούρκικη λέξη lokma, ενώ επίσημα προέρχεται από την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, γιατί τότε διαδόθηκε στην Ευρώπη.

 

Στην αρχαία Ελλάδα οι λουκουμάδες ονομάζονταν κέρματα από μέλι και είχαν στρογγυλό σχήμα, ενώ φέρεται να εμφανίστηκαν μετά τον 9ο αιώνα π.Χ., περίοδο που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο πληθυσμοί από τη Μέση Ανατολή, όπως Ασσύριοι στο Άργος, ή Αιγύπτιοι στη Σπάρτη.

 

Σύμφωνα με δημοσίευμα του Greek Reporter ο αρχαίος ποιητής Καλλίμαχος έκανε την πρώτη γραπτή αναφορά στο γλυκό και συγκεκριμένα στο έργο του με τίτλο «Η αγρυπνία». Εκεί το αποκάλεσε κέρμα από μέλι, ενώ σημείωσε ότι προσφέρονταν τιμητικά στους Ολυμπιονίκες μετά τη νίκη τους.

 

Μέχρι τις μέρες μας κανείς δεν γνωρίζει επίσημα πως καθιερώθηκε αυτή η πρακτική, όμως ο μύθος ανέφερε ότι έγινε για να τιμηθεί ο Κόροιβος που ήταν ο πρώτος αρχαίος Ολυμπιονίκης και αρτοποιός στο επάγγελμα.

 

Μια άλλη εκδοχή όμως, ανέφερε ότι θεωρούνταν θρεπτικό γεύμα και προσφέρονταν στους Ολυμπιονίκες για να αναπληρώσουν τη χαμένη ενέργεια, όπως γινόταν με το cheesecake εκείνη την εποχή.

 

Όποια κι αν είναι η αλήθεια όμως, θεωρείται σίγουρο ότι οι λουκουμάδες έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση στον κόσμο, αφού επιβίωσαν στο πέρασμα των αιώνων και πλέον αποτελούν μια γλυκιά λαχταριστή λιχουδιά.

 

 

 

 

Συνταγή:

 

15' προετοιμασία

20' τηγάνισμα

1 ώρα αναμονή

Σύνολο: 1 ώρα και 35'

 

Υλικά

Μερίδες: 4 - 6

  • 500 γρ. (4 κοφτές κούπες) αλεύρι για όλες τις χρήσεις
  • 1 φακελάκι (7-8 γρ.) μαγιά ξηρή
  • 1 κουτ. σούπας ζάχαρη
  • 1/4 κουτ. γλυκού αλάτι
  • 500 ml (2½ κούπες) νερό χλιαρό
  • λίγη κανέλα σκόνη (προαιρετικά)
  • μπόλικο λάδι, για το τηγάνισμα

 

Για το σερβίρισμα

  • μέλι θυμαρίσιο
  • κανέλα σε σκόνη
  • ψιλοκομμένη καρυδόψιχα

 

Διαδικασία

  1. Για τους λουκουμάδες, σε ένα μικρό μπολ διαλύουμε τη μαγιά μαζί με τη ζάχαρη σε λίγο από το χλιαρό νερό και το αφήνουμε σε ζεστό μέρος για 5 λεπτά, μέχρι να αφρίσει.
  2. Στον κάδο του μίξερ ρίχνουμε το υπόλοιπο νερό μαζί με το αλεύρι, το αλάτι και την κανέλα (αν βάλουμε) και τα χτυπάμε.
  3. Προσθέτουμε το μείγμα της μαγιάς και συνεχίζουμε το χτύπημα μέχρι να σχηματιστεί ένας λείος και σφιχτός χυλός.
  4. Σκεπάζουμε με πετσέτα και αφήνουμε για 1 ώρα περίπου, σε ζεστό σημείο, να φουσκώσει και να διπλασιαστεί σε όγκο.
  5. Βάζουμε σε βαθύ τηγάνι τόσο λάδι ώστε να καλύψει τα 2/3 του σκεύους και το ζεσταίνουμε σε μέτρια προς δυνατή φωτιά.
  6. Παίρνουμε κουταλιά κουταλιά από τον χυλό, τον ρίχνουμε στο καυτό λάδι και τηγανίζουμε τους λουκουμάδες για περίπου 2 λεπτά, μέχρι να ροδίσουν.
  7. Τους βγάζουμε με τρυπητή κουτάλα και τους αφήνουμε σε απορροφητικό χαρτί να στραγγίξουν τα περιττά λάδια.
  8. Τους απλώνουμε σε πιατέλα, περιχύνουμε με μέλι, πασπαλίζουμε με κανέλα και καρυδόψιχα και σερβίρουμε.

 

Η συνταγή πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ζάχαρη & Αλεύρι, τεύχος 44.

 

Πηγή:

Newsbeast.gr

Gastronomos.gr

 

Το τραγικό δυστύχημα που στέρησε τη ζωή από τον δάσκαλο του ρεμπέτικου Γιάννη Παπαϊωάννου

Το τραγικό δυστύχημα που στέρησε τη ζωή από τον δάσκαλο του ρεμπέτικου Γιάννη Παπαϊωάννου

 


Δάσκαλος του ρεμπέτικου. Θεμελιωτής αυτού που σήμερα ονομάζουμε (γνήσιο) λαϊκό τραγούδι. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου καθόρισε μια ολόκληρη γενιά, σημάδεψε ένα μουσικό είδος και έγραψε τραγούδια που ακόμα και σήμερα ακούγονται σαν να γράφτηκαν... χθες. Συνολικά έγραψε πάνω από 800 τραγούδια. Τι να πρωτογράψει κάποιος για έναν θρύλο της ελληνικής μουσικής; Έναν λαϊκό άνθρωπο που μιλούσε για τον έρωτα, τις αγωνίες, τον πόνο, τη χαρά και την μπέσα;

 

Ο σπουδαίος Γιάννης Παπαϊωάννου πρώτα ζούσε και μετά έγραφε. Μάγκας με τα όλα του. «Γεια σου Γιάνναρε»! Έτσι, με δάκρυα στα μάτια, τον αποχαιρέτισε ο Βασίλης Τσιτσάνης, όταν ο Παπαϊωάννου, σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στο Πέραμα. Δυο ημέρες πριν είχε κάνει την τελευταία του εμφάνιση σε νυχτερινό κέντρο. Είχε κλείσει εκείνη την εμφάνιση με το τραγούδι «Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει».

 

Γεννημένος με μοίρα σκληρή

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1913 στην Κίο της Μικράς Ασίας. Μόλις σε ηλικία δυο ετών ορφάνεψε από πατέρα. Πριν ακόμα η οικογένειά του συνέλθει από αυτόν τον θάνατο ξεκίνησε ο εφιάλτης της Μικρασιατικής Καταστροφής. Έζησε από πρώτο χέρι τον πόλεμο, τον πόνο, τον θάνατο και τελικά τον ξεριζωμό.

 

Με τη μητέρα του, η κυρά Χρύσα και τη γιαγιά του κατάφεραν και πέρασαν στην Ελλάδα. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Σαμοθράκη. Σύντομα, ωστόσο, έφυγαν από εκεί και έφτασαν στην Αθήνα. Όλα τους τα... πλούτη ήταν κρυμμένα μέσα σε μια μαξιλαροθήκη αλλά και αυτά γρήγορα εξαντλήθηκαν.

 

Πρώτα έμειναν σε μια παράγκα στις Τζιτζιφιές, στον Φαληρικό όρμο, επειδή εκεί κατοικούσαν συγγενείς τους. Δύσκολες εποχές. Άγριοι καιροί. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου έπρεπε να βγει από μικρός στο μεροκάματο. Και έκανε ότι μπορούσε για να βοηθήσει την οικογένειά του. Δούλεψε σαν ψαράς, σαν οικοδόμος, σαν μαραγκός. Ακόμα και σε συνεργείο αυτοκινήτων έκανε μεροκάματα.

 

Όταν δούλεψε σαν ψαράς γνώρισε τον καπετάν Ανδρέα Ζέπο, τον φημισμένο ψαρά από το Αϊβαλί ο οποίος όταν έμαθε πως ο Παπαϊωάννου ήταν προσφυγόπουλο τον πήρε κοντά του. Χρόνια αργότερα ο Παπαϊωάννου έγραψε για τον καλόκαρδο ψαρά το γνωστό λαϊκό (με πολλά στοιχεία μπάλου) τραγούδι. «Μπορεί άλλοι καλλιτέχνες, ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης να είναι καλύτεροι οργανοπαίχτες, δεν είναι όμως καλύτεροι ποδοσφαιριστές από μένα και ψαράδες. Εμένα την τέχνη μου την έχει μάθει ο φίλος μου, ο καπετάν Ανδρέας Ζέπος», είχε πει χρόνια αργότερα.

 

Το σχολείο, όπως είναι φυσικό κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, δεν κατάφερε να το ολοκληρώσει. Η πρώτη του μεγάλη αγάπη ήταν το ποδόσφαιρο. Ήταν ψηλός και έτσι έπαιξε στη θέση του τερματοφύλακα. Αγωνίστηκε στην ομάδα του Φαληρικού Συνδέσμου. Λέγεται πως είχε μεγάλο ταλέντο αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός του στέρησε τη δυνατότητα να συνεχίσει να αγωνίζεται.

 

Ο νεαρός Γιάννης Παπαϊωάννου ήρθε για ακόμα μια φορά αντιμέτωπος με τη σκληρή μοίρα του αλλά, τουλάχιστον, από εκείνη την περιπέτεια βγήκε κάτι καλό. «Γεννήθηκε» ο μουσικός που σημάδεψε το ρεμπέτικο.

 

Όταν τραυματίστηκε, η μητέρα του προσπάθησε να τον κάνει να νιώσει καλύτερα και έτσι του αγόρασε ένα μαντολίνο προκειμένου να «σκοτώνει» τον ελεύθερο χρόνο του. Σιγά σιγά άρχισε να μαθαίνει το μουσικό όργανο και να «μπαίνει» ολοένα και περισσότερο στον κόσμο της μουσικής.

 

Ένα μεσημέρι πέρασε έξω από μια ταβέρνα. Οι μάγκες που ήταν μαζεμένοι εκείνη την ώρα μέσα είχαν βάλει να ακούσουν ένα δίσκο του Γιάννη Χαλκιά. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου άκουσε το θρυλικό «Μινόρε του τεκέ», του τραγουδιού που ουσιαστικά καθιέρωσε το μπουζούκι στο ελληνικό πεντάγραμμο. Η επιτυχία του συγκεκριμένου τραγουδιού ήταν τέτοια που οι δισκογραφικές έψαχναν με μανία καλλιτέχνες που να παίζουν το συγκεκριμένο όργανο προκειμένου να τους βάλουν να ηχογραφήσουν νέα τραγούδια.

 

Όπως οι δισκογραφικές έτσι και ο Παπαϊωάννου ξετρελάθηκε με τον ήχο του μπουζουκιού. Δεν τολμούσε, όμως, να το πει στη μάνα του. Εκείνη την εποχή το μπουζούκι ήταν συνώνυμο της αλητείας και ο μπουζουξής ήταν, στα μάτια των πολλών, ένα ρεμάλι.

 

Ο έρωτας, όμως, για το μπουζούκι ήταν μεγάλος. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου άρχισε να παίζει κρυφά, στο σπίτι ενός φίλου του. Μόνος του έμαθε. Άκουγε τραγούδια από το γραμμόφωνο, αποτύπωνε τον ήχο και τον μετέφερε στο μπουζούκι που κρατούσε στα χέρια του.

 

Γρήγορα αποδείχθηκε πως ο Παπαϊωάννου ήταν ένα σπάνιο ταλέντο. Άρχισε να παίζει ζωντανά σε διάφορα στέκια. Πρώτα κρυφά και μετά φανερά. Πρωτοεμφανίσθηκε επαγγελματικά δίπλα στους Μάρκο Βαμβακάρη και Στέλιο Κερομύτη το 1937.

 

Πρώτο του τραγούδι ήταν η «Φαληριώτισσα» που κυκλοφόρησε σε δίσκο και γνώρισε τεράστια επιτυχία. Ήταν τέτοιο το ταλέντο του που δε χρειάστηκε καν δεύτερο τραγούδι. Με το πρώτο έγινε... φίρμα.

 

Από εκεί και πέρα υπήρχε μόνο η άνοδος για τον πιτσιρικά που έκανε το μπουζούκι να «κελαηδά». Σε εκείνη την πρώτη περίοδο, έγραψε πλήθος τραγουδιών που τον καθιέρωσαν ανάμεσα στους καλύτερους. Και μετά ήρθε πρώτα η δικτατορία που απαγόρεψε το ρεμπέτικο και στη συνέχεια ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος που τον βρήκε στο Αλβανικό μέτωπο.

 

Στην περίοδο της κατοχής ο Παπαϊωάννου επέστρεψε στο τραγούδι σημειώνοντας τη μια επιτυχία μετά την άλλη. Όσο και αν ακούγεται υπερβολικό υπήρξε η στιγμή που η Ελλάδα δεν «χωρούσε» το ταλέντο του Παπαϊωάννου και έτσι το 1953 έγινε ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που έκανε το «άλμα» προς τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου πήγε προκειμένου να βρεθεί κοντά στους Έλληνες οικονομικούς μετανάστες.

 

Το 1955 γνωρίστηκε με τον αξέχαστο Βασίλη Τσιτσάνη. Καρμική η σχέση τους. Είχαν γεννηθεί και οι δυο στις 18 Ιανουαρίου με δυο χρόνια διαφορά (πρώτα ο Παπαϊωάννου και μετά ο Τσιτσάνης). Αργότερα θα γίνουν και κουμπάροι.

 

Ο Παπαϊωάννου έγραψε ιστορία με τραγούδια όπως: «Πριν το χάραμα», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Γλέντα τη ζωή», «Πέντε Έλληνες στον Άδη», «Απ’ της Ζέας το λιμάνι», «Το φτωχόπαιδο», «Ο φυλακισμένος», «Μες της Πόλης τα στενά (Καραμπιμπερίμ)», «Ο θάνατος του μπεκρή», «Άσε με, άσε με», «Ο Χάρος (Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει)» και πολλά άλλα εξίσου διαχρονικά που σημάδεψαν το λαϊκό τραγούδι και το ρεμπέτικο.

 

Σχεδόν όλα τους τραγουδισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα: Σωτηρία Μπέλλου, Στελλάκης Περπινιάδης, Καίτη Γκρέυ, Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζης, Μαρίκα Νίνου, Ρόζα Εσκενάζη, Στέλιος Καζαντζίδης, Πόλυ Πάνου, Αντώνης Ρεπάνης, Χρηστάκης, Μαίρη Λίντα, Μαρινέλλα, Στράτος Διονυσίου, Πάνος Γαβαλάς, Γρηγόρης Μπιθικώτσης και πολλοί άλλοι.

 

Μια ημέρα ωστόσο, όλα σταμάτησαν απότομα. Ξημερώματα της 3ης Αυγούστου 1972, ο Γιάννης Παπαϊωάννου έφυγε από το νυχτερινό κέντρο που εμφανιζόταν στις Τζιτζιφιές και πήγαινε στο εξοχικό του, στα Βασιλικά της Σαλαμίνας. Όταν έφτασε στη λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου στο Πέραμα, ένας πεζός πετάχτηκε ξαφνικά στη μέση του δρόμου. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου που κινούταν με μεγάλη ταχύτητα προσπάθησε να τον αποφύγει, έχασε τον έλεγχο του οχήματος και «καρφώθηκε» σε μια κολώνα της ΔΕΗ. Η σύγκρουση ήταν τόσο σφοδρή που το τιμόνι του αυτοκινήτου, «τσάκισε» το στήθος του σπουδαίου συνθέτη. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος και σόκαρε τους πάντες. Στη μνήμη του, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε «Το τραγούδι του Γιάννη» που τραγουδά η Πόλη Πάνου.

 

 

Ο Γιάννης (Το τραγούδι του Γιάννη)

Μουσική/Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης

 

Το Γιάννη μας τον ζήλεψε

και του 'στησε καρτέρι

ένα πρωί στο Πέραμα

του Χάρου το μαχαίρι

 

Τώρα κλαιν οι Τζιτζιφιές

που 'ριχνες τις γλυκές πενιές

κι οι μάγκες όλου του Ντουνιά

σε κλαιν απαρηγόρητα

Γιάννη με τη χρυσή καρδιά

 

Τους μάγκες όλους γλένταγες

κι αυτοί σε αγαπάνε

και στ' όνομά σου Γιάννη μου | 2x

τα πίνουν και τα σπάνε | 2x

 

Τώρα κλαιν οι Τζιτζιφιές

που 'ριχνες τις γλυκές πενιές

κι οι μάγκες όλου του Ντουνιά

σε κλαιν απαρηγόρητα

Γιάννη με τη χρυσή καρδιά

 

Στον Κάτω Κόσμο εκεί που πας

στα μαύρα κυπαρίσσια

ρίξε δυο τρεις γλυκές πενιές

ν' ακούσουν τα ντερβίσια

και το χορό να' ρχίσουνε

τα πιο όμορφα κορίτσια

 

Τώρα κλαιν οι Τζιτζιφιές

που' ριχνες τις γλυκές πενιές

κι οι μάγκες όλου του Ντουνιά

σε κλαιν απαρηγόρητα

Γιάννη με τη χρυσή καρδιά

 

 

https://www.youtube.com/watch?v=U0DkrkEiTsE

 

 

Πηγή: reader.gr

          Youtube.com

          Kithara.to

 

 

 

«ΤΑΣΣΙΩ ΜΟΥ ΜΑΡΗ» - Ξέσυρτος Θράκης (Καρωτή Έβρου)

«ΤΑΣΣΙΩ ΜΟΥ ΜΑΡΗ» - Ξέσυρτος Θράκης (Καρωτή Έβρου)

 


Τραγούδι τοπικής εμβέλειας από την Καρωτή Διδυμοτείχου, η απήχηση του οποίου είναι μικρή ακόμη και στα πλαίσια της κοινωνίας του χωριού. Σε πολλές περιπτώσεις χωριών, πέραν των τελετουργικών ασμάτων του κύκλου του χρόνου και του κύκλου της ζωής, τον υπόλοιπο χρόνο - στα σοκάκια, στα αλώνια, ακόμη και στις πλατείες - κυριαρχούσαν άλλα άσματα, συνήθως νεότερα, με «ελαφρά» / καθημερινή θεματολογία, που σχετίζονταν με τα συγχρονικά κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Ακόμη, σε πολλές κοινότητες, πολλά μέλη τους θυμούνταν ιδιαίτερα, κάποιο τραγούδι που ανέφεραν το όνομά τους γιατί το θεωρούσαν χαρακτηριστικό ως προς το πρόσωπό τους και τη θέση του στην κοινότητα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις - όταν τα τραγούδια σατίριζαν ή καυτηρίαζαν πρόσωπα και γεγονότα - απέφευγαν να τα τραγουδήσουν για να μη ταυτιστούν τα δεδομένα με το πρόσωπό τους, εφόσον το περιεχόμενο των στίχων δεν ήταν ιδιαιτέρως τιμητικό.

 

Το συγκεκριμένο τραγούδι, έμαθε ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης, από τη θεία του Τασσιώ (Αναστασία) Γιαγκζίδου και αναφέρεται στα «νεότερα» χρόνια, καθώς γίνεται λόγος για το Καραγάτς, εννοώντας πιθανώς το σημερινή Νέα Ορεστιάδα, εφόσον είναι γνωστό πως το κέντρο των εμπορικών συναλλαγών μέχρι και το 1922 ήταν η Αδριανούπολη και όχι το «κοσμοπολίτικο» Καραγάτς. Με τον παραπάνω όρο, μάλιστα, χαρακτήριζαν τη Νέα Ορεστιάδα οι κάτοικοι της περιοχής Διδυμοτείχου, λόγω της καταγωγής των κατοίκων από το Καραγάτς, ενώ σε πολλά χωριά της περιοχής Ορεστιάδας την ανέφεραν ως Κιουμ - Τσιφλίκ, από την παλαιότερη ονομασία της τοποθεσίας (Κιουμ - τσιφλίκ, σημαίνει «αμμουδερό τσιφλίκι» ). Το θέμα του τραγουδιού είναι ευρύτερα γνωστό, απαντάται και σε άλλα τραγούδια του τόπου. Η κόρη Τασσιώ στέλνει τον μεγαλύτερό της αδελφό να πάει στην πόλη για να της αγοράσει στολίσματα - χρυσαφικά, ώστε να αρέσει στον καλό της Θανάση. Στο τέλος του τραγουδιού ακολουθεί ένα οργανικό «στη γκάιντα», βγαλμένο μέσα από τις παραδόσεις και τις τεχνικές των γκαϊτατζήδων των χορευτικών μοτίβων της «οικογένειας» των «Ξέσυρτων» χορών της περιοχής Διδυμοτείχου.

 

ΔΙΣΚΟΣ: «Με μια πνοή...Χορός», Ακούσματα γηγενών κα προσφύγων του Έβρου. Έρευνα - επιμέλεια: Νίκος Αγγούσης

 

 

ΜΟΥΣΙΚΟΙ:

Τραγούδι: Θεοπούλα και Λαμπριάννα Δοϊτσίδη

Κλαρίνο: Νίκος Αγγούσης

Καβάλ: Νίκος Αγγούσης

Βιολί: Κυριάκος Πετράς

Λαούτο: Γιάννης Πούλιος

Γκάιντα: Στέλιος Ματακάκης

Νταούλι: Ηλίας Μίσκας

 

 

Ακούστε το τραγούδι

https://www.youtube.com/watch?v=FKSBpK8z0x8

 

 

Οι στίχοι:

Θαν* πας μπατή* μ', Τασσιώ μου μαρή,

θαν πας μπατή μ' στου Καραγάτσι

ένα τσιμπέρι να μι αγουράισ'ς.

 

Ένα τσιμπέρι να μι αγουράισ'ς

κι μια ντούμπλα* να μι παζαρέψ'ς,

να διεί Θανάησ΄ς κι να μι ζηλέψ',

να 'ρθει απ' τη μάνα μ' να μι γυρέψ'.

 

θαν = σαν

μπάτης = ο μεγάλος αδερφός

ντούμπλα = νόμισμα αξίας δύο λιρών, που χρησιμοποιούνταν και ως γυναικείο κόσμημα

 

 

Πηγή: youtube.com - #greek_folk_music

Φωτογραφία: Facebook.com – Καρωτή-Karoti