...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2025

Η «πένθιμη» ιστορία των μελομακάρονων και η ευρωπαϊκή καταγωγή του κουραμπιέ

Η «πένθιμη» ιστορία των μελομακάρονων και η ευρωπαϊκή καταγωγή του κουραμπιέ

 


Καμιά άλλη μεγάλη γιορτή του χρόνου δεν έχει δύο τόσο ισχυρούς γλυκούς «πρεσβευτές» ζαχαροπλαστικής. Οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα στην Ελλάδα με τα Χριστούγεννα.

 

Ποια όμως είναι η διαδρομή των δύο γλυκισμάτων πριν βρουν τον δρόμο τους για τις γιορτινές πιατέλες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς; Αν κανείς παρατηρήσει λίγο πιο προσεκτικά την κάθε λέξη, τότε μπορεί να εξάγει πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την ιστορία του μελομακάρονου και του κουραμπιέ.

 

Κουραμπιές: Το ευρωπαϊκό μπισκότο με το ανατολίτικο άρωμα

 

Πρόκειται για ένα τραγανό γλύκισμα με καβουρδισμένο αμύγδαλο που σερβίρεται πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη. Ναι, ίσως στην περίπτωση του κουραμπιέ η περιγραφή να περιττεύει. Όλοι τον γνωρίζουμε. Εκείνο που ίσως αγνοούμε είναι πως… παρά το ανατολίτικο όνομα, ο κουραμπιές έχει αμιγώς ευρωπαϊκή καταγωγή.

 

Διαβάζουμε πως το γλύκυσμα με βάση το αλεύρι και το αιγοπρόβειο βούτυρο θα πρέπει να «γεννήθηκε» στην Περσία του 7ου αιώνα, αφότου διαδόθηκε και εκεί η ζάχαρη. Ο κουραμπιές έγινε γνωστός στους λαούς των Βαλκανίων και την Τουρκία, όπου τον συναντάμε μέχρι και σήμερα.

 

Τι σημαίνει όμως η λέξη κουραμπιές; Προέρχεται από την τουρκική kurabuye ή καλύτερα την αραβική qurabiya και στην πραγματικότητα σημαίνει διπλοφουρνιστό. Όσο κι αν ανήκει στην λαϊκή παράδοση της χώρας, αλλά και των γύρω λαών, φαίνεται πως ο λευκός κουραμπιές έχει την καταγωγή του στα σαλόνια της Ευρώπης.

 

Ανήκει στο είδος μπισκότου που αποκαλούμε στα αγγλικά shortbread. Πρόκειται για μια τεχνική κατά την οποία τα βασικά συστατικά απαντούν στην παρακάτω εξίσωση: Ένα μέρος ζάχαρη, δύο μέρη βούτυρο και τρία μέρη αλεύρι. Η ανατολίτικη καταγωγή του κουραμπιέ απαιτεί αιγοπρόβειο βούτυρο και αμύγδαλα, κάτι που τον κάνουν ιδιαίτερα ξεχωριστό σε σχέση με τα ευρωπαϊκά μπισκοτάκια του είδους.

 

Όσοι έχουν μεγαλώσει ή έχουν καταγωγή από την Αιτωλοακαρνανία γνωρίζουν πολύ καλά πως ο κουραμπιές βρίσκεται στο τραπέζι όλο το χρόνο. Είναι το σύμβολο της χαράς και οι νοικοκυρές συνήθιζαν να το ετοιμάζουν σε βαφτίσεις και γάμους. Το λευκό χρώμα της αχνισμένης ζάχαρης φαίνεται πως τον έκανε ιδανική επιλογή για ημέρες ευτυχίας, όπως οι παραπάνω.

 

Η ελληνική ιστορία του μελομακάρονου

 

Αντίθετα με τον κουραμπιέ, ο οποίος κάνει σίγουρα πανβαλκανική καριέρα ως γλυκό, το μελομακάρονο μοιάζει, τουλάχιστον ετυμολογικά, να είναι πέρα για πέρα ελληνικό. Εκείνο που μπορεί να ξαφνιάσει σε ό, τι αφορά την καταγωγή του, είναι ο λόγος για τον οποίο ετοιμάζονταν οι… πρόγονοι του μελομακάρονου.

 

Αναφορές λοιπόν θέλουν το όνομα του χριστουγεννιάτικου γλυκού να έχει τις ρίζες του στο νεκρώσιμο δείπνο που ετοιμαζόταν κατά τον Μεσαίωνα. Η μακαρωνία, όπως αποκαλούνταν, υπήρξε το πιάτο που έτρωγαν όσοι παρίσταντο στην νεκρώσιμη ακολουθία.

 

Με τη σειρά του, το όνομα του πιάτου μακαρωνία, φαίνεται πως σχετίζεται με τις μακαρίες. Μικρά ψωμιά, πιθανότατα στο σχήμα του σημερινού μελομακάρονου, τα οποία μοιράζονταν κατά τη διάρκεια μιας κηδείας. Αδιευκρίνιστο πώς και γιατί, κάποια μακαρία (ψυχόπιτα) βούτηξε σε γλυκό μέλι και έτσι προέκυψε το μελομακάρονο.

 

Οπως και να έχει, η ιστορία των δύο αυτών γλυκών χάνεται στους αιώνες. Μαζί και οι ιστορίες τους...

 

Πηγή: iefimerida.gr

 

Έθιμα Χριστουγέννων στην Πελοπόννησο

Έθιμα Χριστουγέννων στην Πελοπόννησο

 

 

Τα χριστόψωμα, τα κεράσματα, το σπάσιμο του ροδιού, το πάτημα της πέτρας, καθώς και τα φαγητά στην κρήνη για τις Μοίρες, είναι μερικά από αυτά

 

Τα χριστόψωμα, τα κεράσματα, το πάτημα της πέτρας, καθώς και τα φαγητά στην κρήνη για τις Μοίρες, είναι μερικά από τα έθιμα της περιόδου των Χριστουγέννων που τηρούνται σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου.

 

Στη Μάνη, οι οικογένειες ψήνουν στον φούρνο του σπιτιού τα χριστόψωμα, τα οποία κόβει ο οικοδεσπότης ανήμερα τα Χριστούγεννα, αφού πρώτα ευχηθεί χρόνια πολλά. Επίσης, σε πολλά σπίτια ζυμώνουν και τηγανίζουν τα μανιάτικα λαλάγια. Μάλιστα, η πρώτη τηγανίδα είναι πάντα μεγάλη, έχει ένα σταυρό και είναι του Χριστού.

 

Στο Θεόκτιστο της Αρκαδίας αναβιώνει τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων το έθιμο του παστού και της τσιγαρίδας. Συγκεκριμένα κάτοικοι και επισκέπτες συγκεντρώνονται όλοι μαζί και τρώνε παρέα, χορεύουν και τραγουδούν.

 

Στα χωριά των Καλαβρύτων οι νοικοκυρές ετοιμάζουν με ιδιαίτερη επιμέλεια τα χριστόψωμα, τα οποία διαφέρουν από το ψωμί που παρασκευάζουν τις υπόλοιπες ημέρες του χρόνου. Τα χριστόψωμα είναι λευκά και αφράτα, περιέχουν σουσάμι και καρύδια, ενώ στο επάνω μέρος είναι σχηματισμένος ο σταυρός.

 

Στη Μεσσηνία, και όχι μόνο, ένα από τα έθιμα είναι το σπάσιμο του ροδιού την Πρωτοχρονιά μετά την επιστροφή από την εκκλησία. Ο νοικοκύρης μπαίνει πρώτος στο σπίτι με το ρόδι στο χέρι και αφού το σπάσει, ρίχνοντάς το κάτω, κάνει ευχές.

Επίσης, το πρωί της Πρωτοχρονιάς, όταν τα μέλη της οικογένειας βγαίνουν από το σπίτι, πατούν πάνω σε μία μεγάλη πέτρα, την οποία έχει τοποθετήσει στο κατώφλι η νοικοκυρά από την παραμονή.

 

Στην Κορινθία, ένα από τα έθιμα είναι αυτό της ψυχοκόρης. Συγκεκριμένα ανήμερα την Πρωτοχρονιά, όταν η οικογένεια επιστρέφει από την εκκλησία, η έφηβη κόρη τούς υποδέχεται, κρατώντας ένα μεγάλο πιάτο με γλυκά και τα προσφέρει.

 

Σε χωριά της Αρκαδίας, κάτοικοι τοποθετούν σε κρήνες, ανήμερα την Πρωτοχρονιά, διάφορα φαγητά για τις Μοίρες. Εάν τη επόμενη ημέρα δεν τα βρουν, σημαίνει για αυτούς ότι η νέα χρονιά θα είναι καλή, ενώ εάν είναι στη θέση τους, τότε πιστεύουν θα συμβεί το αντίθετο.

 

Πηγή: anagnostis.org/

Γραφικές χριστουγεννιάτικες παραδόσεις και όμορφα έθιμα στην παλιά Αθήνα

Γραφικές χριστουγεννιάτικες παραδόσεις και όμορφα έθιμα στην παλιά Αθήνα

Του Δημήτρη Χ. Σάββα

 


Στην παλιά Αθήνα, με τις γραφικές παραδόσεις και τα όμορφα έθιμα, κάθε νοικοκυρά ετοίμαζε από τα χαράματα την λαμπάδα που θα χρησιμοποιούσε το βράδυ και ζύμωνε το «χριστόψωμο», την Χριστουγεννιάτικη πίττα δηλαδή, που την έφτιαχνε με σταρίσιο αλεύρι, σταφίδες και καρύδια.

 

Την ίδια μέρα, στα πιο πολλά σπίτια γινόταν μια γιορτή που άνοιγε στους μικρούς Αθηναίους την περίοδο της εφηβικής τους ηλικίας.

 

Το αγόρι έπρεπε να κουβαλήσει απ΄ την αποθήκη δύο καλοδεμένα δεμάτια σανό, που το καθένα ζύγιζε δώδεκα οκάδες, το ένα πάνω στο άλλο. Αν κατάφερνε λοιπόν να τα σηκώσει και να τα μεταφέρει σε μια απόσταση είκοσι μέτρων χωρίς να λυγίσει ή να τα πετάξει χάμω, έδειχνε φανερά ότι ήταν χειροδύναμος και ότι έπρεπε από εκείνη τη μέρα να τον θεωρούν παλληκάρι.

 

Έτσι όταν ο μικρός Αθηναίος ακουμπούσε τα δέματα μέσα στον σταύλο, δύο τον αριθμό, οι γονείς τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν, δίνοντάς του την ευχή: «όπως σήκωσες τα δεμάτια, έτσι να σηκώνεις πάνω σου την χαρά και την ευτυχία»!

 

Έπειτα όλες οι γυναίκες τους σπιτιού έπεφταν στη δουλειά με τα μούτρα, συγύριζαν τις κάμερες, στόλιζαν την τραπεζαρία και ετοίμαζαν διάφορα γλυκά, όπως: Μελόπιττες, σουσαμόπιττες, κουρκουμπίνια, κουραμπιέδες και ένα σωρό άλλα. Άλλες πάλι αφοσιώνονταν στο μαγείρεμα φτιάχνοντας διαφόρων ειδών φαγητά, καθώς και την πατροπαράδοτη γεμιστή χήνα ή πάπια για το βραδινό τραπέζι.

 

Τη νύχτα το στενόμακρο αυτό τραπέζι, έμπαινε στη μέση της τραπεζαρίας και χανόταν σχεδόν κάτω από τις στοίβες των γλυκών, τους δίσκους με τα φαγητά και τις κανάτες με το κόκκινο κρασί. Ολη όμως αυτή η ομορφοστολισμένη τραπεζαρία δεν φωτιζόταν παρά από ένα μονάχα κερί, στηριγμένος το τοίχο, πάνω από το πλουσιοπάροχο τραπέζι.

 

Απέναντι από το κερί, στεκόταν ο αρχηγός της οικογένειας ο οποίος αφού έκανε την προσευχή, ακολουθούσαν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Στο τραπέζι έτρωγε η οικογένεια μαζί με τους υπηρέτες του σπιτιού που και αυτοί θεωρούνταν μέλη.

 

Μόλις αποτέλειωσαν το φαγητό έκοβαν το «χριστόψωμο» σε τρία κομμάτια, για τον Χριστό, για την Παναγία και για τον Ιωσήφ. Από τις τρεις μερίδες, κόβονταν κατόπιν οι υπόλοιπες φέτες για τα πρόσωπα του σπιτιού.

 

Οι παλιοί Αθηναίοι αγαπούσαν το μέλι σαν… τις αρκούδες και γι αυτό έτρωγαν το κομμάτι την πίττα τους με έναν πολύ περίεργο τρόπο:

 

Ο οικοδεσπότης έπαιρνε τον δίσκο με τις κερήθρες (απαραίτητο για κάθε τραπέζι χριστουγεννιάτικο), έκοβε μια γωνία, το έβαζε μέσα σ΄ένα πιάτο και άρχιζε να το λιώνει με τη βοήθεια λίγου γάλακτος, για να χωρίσει το μέλι από το κερί. Έπειτα έσπρωχνε στην άκρη του πιάτου το κερί και έβαζε μέσα σ’ αυτό λίγη πίττα για να φάει με βουλιμία βουτώντας την στο μέλι.

 

Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι τέλειωνε με ξηρούς καρπούς. Μετά το φαγητό η οικογένεια συγκεντρωνόταν στο μεγάλο χαγιάτι του σπιτιού, όπου έκαιγε το τζάκι. Εκεί μια υπηρέτρια, η πιο γερόντισσα, αν υπήρχαν και άλλες, έφερνε μέσα σε κούπες διάφορα σερμπέτια και το απαραίτητο σαλέπι, που το έπιναν συνήθως μόνο οι γεροντότεροι, επειδή έκανε καλό στα βρογχικά.

 

Αν εκείνο το βράδυ υπήρχαν καλεσμένοι το σπιτικό τους, ο οικοδεσπότης και η γυναίκα του έπρεπε να μείνουν ξάγρυπνοι μέχρι να κοιμηθούν οι μουσαφιραίοι. Τους έστρωναν στο δικό τους κρεβάτι με ό,τι καλύτερο υφαντό διέθεταν και αυτοί πήγαιναν να κοιμηθούν σε κάποιο δωμάτιο των παιδιών τους. Το πρωί σηκώνονταν πάλι για να πάνε στην εκκλησία.

 

Αφού άκουγαν την λειτουργία με πολλή κατάνυξη, έβγαιναν όλοι μαζί για να γυρίσουν στο σπίτι και να πιουν το «χριστουγεννιάτικο γάλα», άβραστο αλλά ζεστό όπως ήταν, κατευθείαν από το άρμεγμα.

 

Πάντα σε γιορτινή ατμόσφαιρα, φρόντιζαν να γλεντήσουν και να περάσουν την μεγάλη αυτή γιορτή μέσα σε κλίμα χαράς, τραγουδώντας, γελώντας και μοιράζοντας ευχές ο ένας στον άλλο!
Αλλοι καιροί… άλλα ήθη!

 

Πηγή: patris.gr/

Φωτογραφία: athinorama.gr