Κόρες - Κρήσσα λαογραφία
Από τον: Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη
ΚΟΡΕΣ
(Οι περιπέτειες των κοριτσίων είναι
αγαπητό θέμα για τον κρητικούς, ιδιαίτερα τους νέους.
Αναφέρονται στην ομορφιά τους, στην
εξυπνάδα τους και τα τεχνάσματα για να κατακτήσουν τον αγαπημένο τους.
Πως ξεπερνούν τα εμπόδια από τα ις
μανάδες και τους πατεράδες τους.
Θέματα όπως η απάρνηση, η κακοτυχία,
ζήλια κ.α προτιομούνται.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ
Κάτω σ’ τα δάση Πλατανιά κ’ είς τον
κάμπο τον πλατύ, κάθουνται δυό παλληκάρια και μιά λυγερή. Κάθουνται και
τη ρωτούσι και την ξεπατούν[1]:
«Κόρη μου γιατ’ είσαι μαύρη και γιατί
‘σαι μελανή[2], γη ο ήλιος σε πειράζει γη το
σφάνταμα[3];»
«Μήτε ήλιος με πειράζει, μήτε σφάνταμα,
μόν’ ο γιός του Μιχαλάκη, του γραμματικού. Πιάστε τον ευτόν τον ψεύτη και το
διάολο, να τον δείρετε σ’ τα χέρια με βασιλικό, να τον δείρετε σ’ τα μούτρα με
ντραντάφυλλο, για να μη μεταπειράξη[4] την
Αγγελικώ.»
ΑΠΑΡΝΗΜΕΝΗ ΚΟΡΗ
Πουλάκιν εκηλάιδησε σ’ του Γαλατά τον
πύργο, δεν εκηλάιδε το πουλί ως κηλαίδούν τ’ αηδόνια, μόνο κηλάιδε κ’ ήλεγε για
τα ξενιτεμμένα.
«Ξενιτεμμένο μου πουλί κι αλέργο[5] μου γεράκι, εμέ η καρδούλα μ’
ντέλλεται[6]νάρθω να σε γυρέψω, να ιδώ την τάβλα
που δειπνάς, την κλίν’ απού κοιμάσαι, την κόρη’ απ’ αγκαλιάζεσαι, αν είν’
καλλιά ‘από μένα.»
ΚΑΚΟΤΥΧΗ ΚΟΡΗ
Έτσα λέει μιά κακότυχη κόρη για την
μοίρα τζη:
«Όντε μ' εγέννα η μάννα μου κι
όντε μ' εκοιλοπόνα, ήτονε αντάρα ,βροχή και καταχνιά μεγάλη. Η πόρτα μας γεμάτη
πηλά[7] κ΄ η αυλή μας ήτονε
βουρκιαμένη. Όντε ήρθε η Μοίρα να μπη για ναμε χρυσομοιράνη ,εγλύστρησε στα
πηλά κι έπεσε σ' το βούρκο. Σηκώθηκε οργισμένη κι είπε.»
«Σε καταργιούμε κοπελλιά να πορπατείς σ'
τη ξενιθειά είς τον αλάργο κόσμο, ξένοι να πλύνουνε τα ρούχα σου και ξένοι να
σ' αναρράφτουν.»
ΚΟΡΗ ΕΞΑΠΑΤΩΣΑ
Οψές αργά επέρνουνα απού τη γειτονίτσα
κ' αγροίκου κ' εδικάζαντο μάννα και θυγατέρα.
-Μωρή σκύλα, μωρ' άνομη, σκύλα
μαγαρισμένη, παιδί δεν εναγγάλισες, τα κάλλη πούντα;
-Λώμπως θαρρείς, μανίτσα μου κι απάρθεν'
είμ' ακόμη; Θωρείς το νοιό απού περνά αργά ταχυά σ' τσ' αυλαίς μας; Τρία
παιδιά 'χω μετ' αυτό κ' είμαι και γκαστρωμένη.
ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΑΙ ΚΟΡΗ
Μια ταχινή[8]σηκώνομαι
να πάω σ’ το κυνήγι και ποια ‘ν’ εκείνη η ταχινή; όντεν η γης ανοίγη.
Παίρνω τα σκυλάκια μου, το γαλανό[9] και μαύρο κ’ είς το βουνόν
ανέβηκα, λαγούδια[10] ογιά[11] να ναύρω. Απής[12] απολαγώνεψα[13] με
την πολλή μου κρίσι, Βρίστω μια κόρη κ’ έπλυνε σε μαρμαρένια βρύση.
Σιμόνω[14],χαιρετώ
τηνε, λέω τση:
«Γειά σου κόρη.»
«Καλώς τον το λεβέντη μου, το πλουμιστό
σταθώρι[15]!»
Η μάνα τση, τση φώναξες απ’ ώρηον[16] παραθύρι:
«Κόρη μου και δεν απόπλυνες σ’ το σπίτι
να γαϊρης[17];»
«Έπλυνα γω κι απόπλυνα κ’ έχω και
στεγνωμένα, μα κυνηγάρης με κρατεί, μάνα μ’ απού τη χέρα.»
«Ποιός είν’ ευτός ο κυνηγός, που κάν’
ευτή τη φέστα[18]; παιδιά [19]δεν
εφοβήθηκε τα δέκα οχτώ σ’ αδέρφια; π’ όντε σειστούν και λυγιστούν και πιάσουν
τα δοξάρια [20]η γης κι ο κόσμος τρέμει τση και του
γιαλού τα ψάρια;
[1] Εξαπατούν.
[2] Μελανιασμένη.
[3] Φάντασμα.
[4] Ξαναπειράξει.
[5] Ελεύθερο.
[6] Δίνει
εντολή.
[7] Λάσπες.
[8] Πρωινή.
[9] Λευκό.
[10] Λαγούς.
[11] Για.
[12] Αφού.
[13] Τέλειωσα
το κυνήγι.
[14] Πλησιάζω.
[15] Κορμοστασιά.
[16] Όμορφο.
[17] Γυρίσεις.
[18] Εορτή.
[19] Άραγε.
[20] Τόξα.
Πηγή:
https://www.goodnet.gr/news-item/krissa-laografia-183780.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου