...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Τραγούδια του Άδη και του Χάρου

Τραγούδια του Άδη και του Χάρου

 

Κρήσσα λαογραφία

Από τον: Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη


 ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ[1]

(Άδης-Χάρος: Θέματα που ο Κρητικός μέσω των στίχων του αντιμετωπίζει με δέος.

Προσπαθεί να τα φέρει κοντά του, βάζει τον εαυτό του πρωταγωνιστή στον Κόσμο τους. Στόχος του να αποκτήσει μια οικειότητα  μαζί τους τέτοια που θα εξαλείψει τον όποιο φόβο.

Δεν παύει να ενδιαφέρεται, όντας πεθαμένος, για την κατάσταση στον πάνω κόσμο, στον οποίο και ποθεί να επιστρέψει.

Δεν του αρέσει ο θάνατος αλλά δεν τον φοβάται κιόλας.

Ό Έλληνας, από την αρχαιότητα, δεν  φοβόταν τον θάνατο αλλά έμπαινε μπροστά σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες ακόμα κι αν ήταν βέβαιος ο θάνατος.

Προσωποποιεί τον Χάρο μέσα στους στίχους του και προσπαθεί να τον αντιμετωπίσει ισότιμα, βάζοντας τον να έχει ανθρώπινα πάθη αλλά και τύψεις για λανθασμένες του ενέργειες.)

 

ΝΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΑΔΗ

Ακούστ’ ίντα μήνυσε γείς νιός απού τον Νάδη:

-Χαρήτε σεις οι ζωντανοί, είς τον απάνω κόσμο,

γιατ’ επά [2]’πούμαστε εμείς, στενός μας είν’ ο τόπος. Δεν έχει ο Νάδης κοπελιαίς, μηδέ και χαροκόπους, μηδέ και σημαδότοπους να σημαδεύουν οι άντρες, μηδέ και βόλι δε χωρεί, γιατ’ είν’ πηλά[3] και βούρκα.

 

ΠΟΘΟΣ ΑΝΟΔΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΗ

Μωρέ συ 'που κατέβηκες 'πού τον απάνων κόσμο, είδες ανέ κρατ' Ορανός κι α στέκη απάνων κόσμος; Κι ανέ βαφτίζουνε παιδιά κι α χτίζουν μοναστήρια; Είδες ανέ παντρεύονται παλληκαριώ γυναίκες;

-Μαγάρ[4]' ως στέκει Ορανός να στέκι' απάνων κόσμος, μαγάρι και να γάερνα[5] κ' εγώ σ' τα γονικά[6] μου, να 'βριστα[7]  τη γυναίκα μου τη πολυαγαπημένη.

 

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΗ

Στον κάτω κόσμο, που θα πας, κλωνάρι μου, να ξέρεις να μιλήσεις, παλληκάρι μου. Κάμε το χάρο σύντεκνο, καλέ μου και τον πορτάρη[8] φίλο, αϊτέ μου. Για να σ’ αφήσει να διαβείς, κλωνάρι μου, είς του Ναδιού[9]τσι σκάλες, παλληκάρι μου.

 

Κ’ εκεί περβόλι θε να ιδείς, κοντζά[10] μου, με δέντρα σιδερένια, άρχοντα μου. Κι αν έχης όπλο κρέμασε το κλωνάρι μου, την ομπρέλα ν’ ακουμπήσεις, παλληκάρι μου.

 

Τύφλες μου ‘με, που σ’ έχασα, ταιράκι μου και σε συναποβγάνω[11], παλαζάκι[12]μου. Γιατί εδώ δεν ήτανε, πουλάκι μου, γιατροί να σε γιατρέψου, παλαζάκι μου. Γιατροί δεν εγιατρεύανε, καλέ μου κι άγι’ δεν εβουηθούσα, σύντροφε μου.

 

Άχι! και πως τόνε βαστώ, κλωνάρι μου, τον εδικό σου πόνο, παλληκάρι μου. Και κάθομαι και σοντηρώ[13], κλωνάρι μου, το όμορφο σου μπόι, κανακάρη μου. Και συ ‘περηφανεύεσαι, πουλάκι μου, μνιάν εμιλιά δε βγάνεις, παλαζάκι μου. Άχι! και γιάντα το ‘καμες, κλωνάρι μου και φεύγεις και μ’ αφήνεις, κανακάρη μου. Δεν ελυπήθεις τα παιδιά, καημός μου και πως θα τ’ αναθρέψω, σκοτωμός μου. Και πως θα κάμω δίχως σου, κλωνάρι μου και πως θα το βαστάξω, παλληκάρι μου. Απού θα κλαίνε τα παιδιά, καλέ μου κι απού θα σε ζητούνε, σύντροφε μου. Θ’ αναζητούνε τα καλά, ταιράκι μου και τον καλό πατέρα, παλαζάκι μου. Ανάθεμα το Χάροντα, χρυσέ μου, απού ‘ρθε και σ’ επήρε, σύντροφε μου. Κι ωρφάνεψε δέκα παιδιά, καημός μου κι άχι! δε τα λυπήθη, σκοτωμός μου. Τ’ άφηκες απροστάτευτα, χρυσέ μου, ποιος θα τα προστατέψη, σύντροφε μου.  Και ποιος θε να τωνε ευρεθή, ταιράκι μου, ωσάν εσένα ,παλαζάκι μου.

 

Άχι! πως μου τα πλήγωσες, ταιράκι μου, τα φύλα τση καρδιάς μου, παλαζάκι μου. Καίεις με και μαραίνεις με, πουλάκι μου, και με βαρυπληγώνεις, παλαζάκι μου. Φεύγεις και παραγγέρνω σου, χρυσέ μου, κει απού θα πας ,σύντροφε  μου, εάν ίσως και γνωρίζουνε, κλωνάρι μου, άχι! στο κάτω κόσμο, παλληκάρι μου.

 

Άχι! και να ‘νταμώνουνε, καλέ μου, παιδιά[14] κι άνε κουβεδιάζουνε, σύντροφε μου, ‘θέλα να σου πω χαιρετισμούς, πουλάκι μου, να πεις  στον αδερφό μου, παλαζάκι μου, ΄θελα ρωτήξεις να του πεις, πουλάκι μου, εκείνος πως πηγαίνει, παλαζάκι μου. Αχ! Αν εγιάνανε οι πληγές, κλωνάρι μου κι αν εγιατρεύτει, παλληκάρι μου.

 

Περίπατο να βγαίνετε, καημός μου, όφου, στον κάτω κόσμο, σκοτωμός μου, για να περνά η ώρα σας, πουλάκι μου, γιατί ταχυδρομεία, παλαζάκι μου, αχ! εκεί δεν υπάρχουνε καημός μου, γράμμα για να λαβαίνης, σκοτωμός  μου.

 

Κ’ εφημερίδες να θωρείς, κοντζά μου, α! να τσι αναγνώθεις, άρχοντα μου, για να μαθαίνεις, τύφλες μου, χρυσέ μου, τα νέα που σ’ αρέσα, σύντροφε μου.

 

Σήμερο ‘ποσφαλίζεσαι, πουλάκι μου, στα δυό σκαλιά του Άδη, παλαζάκι μου και δε ξανανταμώνομε, καλέ μου και δε σε ξαναβλέπω σύντροφε μου.

 

Κι αφήνω σου παραγγελιά, χρυσέ μου, για να ‘ρθης να με πάρης σύντροφε μου.

 

[1] Διατηρώ την ορθογραφία και τη σύνταξη της πηγής.

[2] Εδώ.

[3] Λάσπες.

[4] Μακάρι.

[5] Γύριζα.

[6] Τόπος των γονιών μου.

[7] Έβρισκα.

[8] Φύλακα της εισόδου.

[9] Άδη

[10] Άνθος.

[11] Συνοδεύω.

[12] Περιστεράκι.

[13] Παρατηρώ.

[14] Άραγε.

 

Πηγή: https://www.goodnet.gr/news-item/krissa-laografia-179577.html

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου