...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Πέμπτη 19 Μαΐου 2022

 

 

Γιώργος Κονιτόπουλος

 


Ο Γιώργος Κονιτόπουλος, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1933.

Γιος του φημισμένου βιολιτζή, απ' τον Κινίδαρο της Νάξου, του Μιχάλη Κονιτόπουλου (μωρού) και της Μαρίας Φυρογένη απ' την Κεραμωτή.

Σε ηλικία 6-7 χρονών πήρε τα πρώτα του μαθήματα στο βιολί από τον πατέρα του. Ο πόλεμος του '40 και η κατοχή βρήκε την οικογένεια του Μιχάλη Κονιτόπουλου στον Κινίδαρο. Το επαγγελματικό του ξεκίνημα έγινε ενώ ήτανε μαθητής γυμνασίου, με τον φόβο του πατέρα του, αλλά κυρίως το φόβο του αυταρχικού σχολείου της εποχής εκείνης. Κάτω λοιπόν στου Μαρμαρά, σε Κουλουριώτες ψαράδες, πού 'χαν αραγμένες τις ανεμότρατές τους, λόγω της χειμωνιάτικης κακοκαιρίας, έπαιξε για πρώτη φορά «δημόσια» βιολί (με λαουτιέρη τον Πέπο) και κέρδισε τα πρώτα χειροκροτήματα, τις πρώτες καρδιές και τα πρώτα του χρήματα. Ήτανε μόλις 16 χρονών.

 

Μια καντάδα που έκανε έξω από την ελληνογαλλική σχολή της Χώρας, στάθηκε μοιραία για την καριέρα του ως μουσικός. Μετά το αξιόποινο, για το σχολείο του, περιστατικό, έφυγε μόνος για την Αθήνα. Χρησιμοποιώντας μια παράγκα στην Κυψέλη για σπίτι και δουλεύοντας σ' ένα μπακαλικάκι, παράλληλα φοιτούσε στο 8ο νυκτερινό Γυμνάσιο. Οι δυσκολίες που φέρνει η φτώχεια και η αντίδραση των γονιών του, που τον ήθελαν κοντά τους στη Νάξο, του στέρησαν τη δυνατότητα να τελειώσει το γυμνάσιο. Στο στρατό ξέτριψε με το βιολί του.

 

Το 1958, βρίσκει στην Αθήνα, την Ειρήνη την αδελφή του, τραγουδίστρια στο Σίμωνα Καρρά. Στη συνέχεια, ο Γιώργος (βιολί), ο θείος του Μήτσος Φυρογένης (λαούτο) και η Ειρήνη (τραγούδι), δίνουν με επιτυχία εξετάσεις, σαν κομπανία, στο Ε. Ι. Ρ. σε επιτροπή, με πρόεδρο τον Σίμωνα Καρρά. Η επιτυχία τους αυτή στην Ελληνική Ραδιοφωνία, ήτανε η αρχή μιας ταύτισης: Γιώργος και Ειρήνη Κονιτοπούλου και Κυκλαδίτικο τραγούδι.

 

Το 1960 κυκλοφορεί δύο μικρούς δίσκους 45 στροφών με δύο παραδοσιακά τραγούδια και δύο δημιουργίες δικές του. Το 1963 παντρεύεται τη χωριανή του Κατερίνα Κουνάδη. Αποκτά δυο παιδιά, το Μιχάλη και τη Νάσια. Γράφει, συνθέτει, εκτελεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η υπόλοιπη Ελλάδα εκτός Κυκλάδων, σιγά-σιγά συνδέει το νησιώτικο τραγούδι με τ' όνομά του. Ο Γιώργος Κονιτόπουλος γράφει ιστορία στο λαϊκό μας πολιτισμό.

 

Η κληρονομιά που μας άφησε είναι πεντακόσια και πλέον τραγούδια (70 περίπου παραδοσιακά) και τα υπόλοιπα συνθέσεις, δημιουργίες δικές του. Στις 18 Ιουνίου 1991, ο Γιώργος έφυγε για να συνεχίσει το τραγούδι του μαζί με το βιολί του, σε άλλους κόσμους. Σε μας άφησε το έργο του το αθάνατο, και στους νεότερους Κονιτοπουλαίους βαριά κληρονομιά.

 

 

Στο παραθύρι πρόβαλε

Στο παραθύρι πρόβαλε
λίγο να σε δω καλέ
πρόβαλε πρόβαλε στο παραθύρι
κάνε μου το χατήρι

Στο παραθύρι πρόβαλε
να σου πω πως σ’ αγαπώ
της ζωής μου άγγελε

Του παραθυριού τη γρίλια
άνοιξε για να σκάσουν απ’ τη ζήλια

Στο παραθύρι πρόβαλε
για το πείσμα των γειτόνων
και να πάψω να ‘χω πόνο

Να σου πω πως σ’ αγαπώ
της ζωής μου άγγελε

 

https://www.youtube.com/watch?v=lTxYsm0ad18

 

 

Πηγή: YouTube – Psarrianos

Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

 

 

Σύρε να πεις της μάνας σου



 

(Παραδοσιακό τραγούδι, Καρσιλαμάς, από τα Παράλια της Μικράς Ασίας)

 

Σύρε να πεις της μάνας σου
να κάνει κι άλλη γέννα
να κάψει κι αλλουνού καρδιά
ως έκαψε και μένα.

 

Αμάν γιάλα όπα γιάλα
τα ματάκια σου τα μαύρα
τα ματάκια σου τα μαύρα
που είναι όλο φωτιά και λαύρα.

 

Μελαχρινό με τις ελιές
και με τα μαύρα μάτια
έκανες την καρδούλα μου
σαράντα δυο κομμάτια.

 

Βλέπεις εκείνο το βουνό
που άναψε και καίει;
δεν είν’ φωτιά, δεν είν’ καπνός,
αγάπη είναι, και κλαίει.

 

Ως και οι πέτρες που πατώ,
κι αυτές παραμιλούνε:
ποιος είν’ αυτός που μας πατά
τι λυπημένος που ‘ναι.

 

https://www.youtube.com/watch?v=o_zi7LY2SMg&t=8s

 

Πηγή: greeklyrics.gr

Youtube.com

 

 

 

Η παραδοσιακή κούνια των μωρών

 

Από τον Γιάννη Γούδα

 


 

Η αναφορά μου στην παραδοσιακή κούνια των μωρών έχει να κάνει με μια εικόνα και μια φωτογραφία, η οποία για τις νέες κοπέλες της περιοχής, σίγουρα δεν θυμίζει τίποτε, ενώ αντίθετα για τις μεσήλικες και τις λίγο πιο ηλικιωμένες, θυμίζει πολλά. Έχει να κάνει με ένα βίωμα και με ένα ενθύμιο της παράδοσης και του πολιτισμού, το οποίο διαβάζοντάς το και φέρνοντάς το στη μνήμη σας, θα σας προκαλέσει μεγάλα συναισθήματα και πολλοί και πολλές από εσάς θα συγκινηθείτε.


Μεγάλωσε γενιές και γενιές και μέχρι και τη δεκαετία του ‘70, γνώρισε δόξες και τιμές. Αναφέρομαι φυσικά στη λεγόμενη ‘’Σαρμανίτσα’’ ή στο ‘’μπισίκι’’ της περιοχής ή όπως αλλιώς λέγεται, την παλιά δηλ. εκείνη παραδοσιακή κούνια των μωρών, η οποία ήταν σε χρήση για πάνω από 150 χρόνια. Στην κούνια, όπου η βουνίσια βρεφονηπιακή προπαίδεια άρχιζε με τους ήχους και τελείωνε με τις πρώτες εικόνες, όταν το μπόι του μωρού δεν χωρούσε πλέον σε αυτή. Κάθε μάνα έχει και τις δικές της ιστορίες με το συγκεκριμένο ‘’έργο τέχνης’’... Έτσι λοιπόν και η δική μου μάνα, μου διηγείται τη φορά στη ρίζα της οξιάς, που γύρισε ανάποδα ο αδελφός μου κι αν δεν το έβλεπε, θα του είχε κοπεί η ανάσα..., ή εκείνη τη φορά κάτω στ’ αμπέλι καλοκαίρι, που τον πλάκωσαν τα μυρμήγκια και είχε σκάσει να κλαίει απ’ τα τσιμπήματα...., κι άλλη μια φορά στο σκάλισμα μού λέει, ‘’να βλέπω (δεν άφηναν τα μάτια τους από τα παιδιά, γιατί οι κίνδυνοι ήταν πολλοί) τα σύννεφα να τρέχουν κομμάτια, κομμάτια, έτοιμα να ενωθούν και να ξεσπάσει μπόρα και να γελάω μ’ αυτά, το χαζό;’’.


Μαζί της και μέσα της θέριεψαν τα πρώτα ακούσματα, τα κελαϊδίσματα των πουλιών, τα σφυρίγματα του παγωμένου αέρα, το ψιθύρισμα της βροχής, οι πρώτες ματιές δίπλα στο δρεπάνι, δίπλα στις κοφίνες και τα σταφύλια, δίπλα στα πρόβατα και στη στάνη, δίπλα στο τσαπί, δίπλα στο θκέλι (σκαπτικό εργαλείο με δύο μύτες), δίπλα στο αλέτρι και στο όργωμα, κοντά στο αλώνισμα, γιατί την κούνια αυτήν, την έπαιρναν πάντα οι γυναίκες μαζί τους {είτε στα χέρια, είτε ‘’ζαλωμένες’’ (φορτωμένες στην πλάτη δηλ.) στα χωράφια, ώρες μακριά από το σπίτι και μαζί της το έδερναν και αυτό οι ξαφνικές βροχές και τα λιοπύρια, οι βουνίσιοι αέρηδες, αλλά και σε πολλές άλλες δουλειές που είχαν οι ‘’ηρωίδες’’ εκείνες του σπιτιού (δεν σταματούσαν όλη τη μέρα κι έκαναν τα πάντα τότε), δηλ. στο γνέσιμο, στο πλύσιμο των ρούχων, στο σιδέρωμα, στο άρμεγμα (αν ξέχασα και καμία συγχωρέστε με) και το βράδυ, τις παγερές νύχτες, κουκούλωμα στη φασκιά, όπου έβλεπε όνειρα και ξυπνούσε τους γονείς με την κουβέντα του ή σπαρταρούσε από τρομάρα.... Και κάθε φορά, πάντα η φωνή της μάνας ή της γιαγιάς, να το συντροφεύουν με τραγούδια της κούνιας, ώσπου να σωπάσει, να ηρεμήσει και να κοιμηθεί...}.


Ένα μικρό ξύλινο φορητό κρεβατάκι, φτιαγμένο από τρεις σανίδες με κοντές πλάτες καρφωμένες σε σχήμα σκαφιδιού και στερεωμένες επάνω σε δύο κάθετες με στρογγυλή βάση, πλατύτερη και πιο ψηλή αυτή προς το κεφάλι και χαμηλότερη αυτή προς τα πόδια. Εκεί μέσα τυλιγμένο στα σπάργανά του, σε τρόπο που μόνο το κεφάλι να μένει κάπως ελεύθερο, ξάπλωναν το μικρό πάντοτε ανάσκελα. Αφού το έδεναν με μια μάλλινη παρδαλή τριχιά, που την περνούσαν πολλές φορές στις τρύπες που υπάρχουν επίτηδες στις πλαϊνές σανίδες, έτσι που να είναι αδύνατον να λυθεί από μοναχό του, το σκεπάζανε. Ήταν τόσο καλά στερεωμένο μέσα στη σαρμανίτσα το μωρό, ώστε πολλές φορές οι μανάδες το βύζαιναν μέσα σε αυτήν, στρέφοντας ελαφρώς αυτήν και το σώμα τους, χωρίς να ελευθερωθεί το μωρό. Για να μη σκάσει το μωρό, υπήρχε υπερυψωμένο πάνω από το κεφάλι του ένα ειδικό ξύλινο ή μεταλλικό στεφάνι. Έτσι το μωρό ανέπνεε και κοιμόταν άνετα και κουνώντας το η μάνα του και νανουρίζοντάς το, αποκοιμιόταν.


Το κούνημα της σαρμανίτας, γινόταν είτε με τα χέρια ή και με τα πόδια, όταν η μάνα είχε πιασμένα τα χέρια στο γνέσιμο, στο μπάλωμα, στο πλέξιμο ή οπουδήποτε αλλού. Όπως λέει και το Ηπειρώτικο δημοτικό τραγούδι: ‘’Θέλεις στην κούνια βάλε με, θέλεις στη σαρμανίτσα και με τα πόδια σ’ κούνα με και με τα χέρια σ’ πλέξε και με το στόμα σ’ Χάιδώ μου, πες μας γλυκά τραγούδια....’’. Περιττό να σας πω ότι δεν είχαν τότε οι μανάδες (όπως έχουν σήμερα) τη μάνα τους ή τη γιαγιά τους να τους τα κοιτάξει, γιατί δούλευε όλη η οικογένεια. Βλέπετε λοιπόν το πόσο δύσκολα ήταν για μια ‘’Ελληνίδα ΜΑΝΑ’’ (πρόσωπο αγάπης, μορφή ηλιοκαμένη, χαραγμένη όλο ζάρες, απ’ του καιρού τα χτυπήματα. Μάνες της απέραντης υπομονής, βασανισμένες ‘’Παναγίες’’ της υπαίθρου), τις παλιές εκείνες εποχές, να μεγαλώσει τα παιδιά της.


Και όχι μόνο αυτό, αλλά επειδή δεν υπήρχαν και τα λεφτά, επάνω της κρεμούσαν μια μικρή κουδουνίστρα, ίσα-ίσα να κάνει θόρυβο, για να βροντάει με τον αέρα και να μερώνουμε και να παύουμε το κλάμα. Αυτό το μοναδικό μας παιχνίδι, φυλάγονταν ύστερα και για τ’ άλλα παιδιά που θα ‘ρχονταν πίσω από μας. Θα γινόταν δηλ. του επόμενου νεογέννητου η ‘’φάτνη’’ με την ίδια διαδρομή, ώσπου να ‘ρθει η ξενιτιά και ο άλλος πολιτισμός και να την κάνουν αχρείαστη.

 

Δύσκολη, όπως καταλαβαίνετε η διαβίωση τότε, γι’ αυτό και ο φιλόσοφος λαός, συγκρίνοντας τις οικιακές εργασίες, μας λέει: ‘’Το κέντημα είναι γλέντισμα, η ρόκα είναι σεργιάνι, η σαρμανίτσα κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη’’.
Η συγκεκριμένη κούνια είναι ζωγραφισμένη και διακοσμημένη έτσι ώστε, αφενός μεν να θυμίζει χωριό, αφετέρου για να μη χάσει το παραδοσιακό της στυλ. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι όλα αυτά που παραλάβαμε από τους γονείς μας, θα πρέπει (όχι για να τα κάνουν χρήση τα παιδιά μας, γιατί αυτό σήμερα δεν γίνεται) να τους τα παραδώσουμε και να τους τα εμπιστευτούμε, για να τους μεγαλώσουμε και να τους διευρύνουμε το πολιτιστικό τους θησαυροφυλάκιο, διότι όπως και εσείς διαπιστώνετε, δεν υπάρχει και άλλος τρόπος να ενημερωθούν σήμερα τα παιδιά, για αυτά τα θέματα!

 

Πηγή: eleftheria.gr