...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

 

Ιούλιος – Ήθη, έθιμα και παραδόσεις

 



Ο Ιούλιος είναι ο έβδομος μήνας του έτους. Έχει 31 ημέρες και ονομάστηκε από τον Μάρκο Αντώνιο προς τιμή του Ιουλίου Καίσαρα, που γεννήθηκε στις 7 του μήνα αυτού. Ο Ιούλιος λέγεται και θεριστής, γιατί το μήνα αυτό γίνεται ο θερισμός. Πρώτα θερίζονται τα κριθάρια, έπειτα οι βρίζες και τελευταία τα σιτάρια.

 

Σήμερα, φυσικά, έπαψε ο παλιός τελετουργικός τρόπος του θέρους και του αλωνισμού. Είναι τώρα τα μηχανήματα, που έφτασαν και στο πιο απρόσιτο χωριό, τα οποία ξερίζωσαν και παραμέρισαν κάθε παλιά συνήθεια.

 

Τον Ιούλιο κάνει πολύ ζέστη, τα “Κυνικά καύματα” που λένε. Τ’ όνομά τους το χρωστούν στον αστερισμό του “Μεγάλου Κυνός” που αυτόν τον καιρό το πιο λαμπρό του αστέρι, ο Σείριος, συμπίπτει ν’ ανατέλλει μαζί με τον ήλιο, με αποτέλεσμα να έχουμε τις μεγαλύτερες ζέστες του χρόνου. Η μεγάλη ζέστη, όμως, του μήνα αυτού κάνει να ωριμάζουν οι καρποί.

 

Ο Ιούλιος έχει πολλές γιορτές και μάλιστα ιατρικές. Την πρώτη του μήνα γιορτάζουμε τους θεραπευτές Αγίους Κοσμά και Δαμιανό, που ονομάστηκαν Ανάργυροι, γιατί δεν έπαιρναν χρήματα για αμοιβή των υπηρεσιών τους, “Δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε ημίν”.

 

Στις 2 Ιουλίου, γιορτή της καταθέσεως της εσθήτας της Θεοτόκου, κοινώς λεγόμενη της “Καψοδεματούσας”, δεν αλωνίζουν και διηγούνται παραδόσεις περί τιμωρίας “του Παπά με τα χερόβολα στ’ αλώνι”. Δεν αλωνίζουν, επίσης, κατά τη γιορτή της Αγίας Κυριακής (7 Ιουλίου) διότι το ψωμί γίνεται μαύρο.

 

Στις 17 Ιουλίου είναι η γιορτή της Αγίας Μαρίνας, που θεωρείται προστάτιδα των σπαρτών κατά των βλαπτικών ζωυφίων. Η Αγία Μαρίνα μαρτύρησε στην Αντιόχεια το 262, απολαύει δε μεγάλου σεβασμού από το λαό.

 

Η γιορτή που κυριαρχεί τον Ιούλιο είναι του Προφήτη Ηλία, που γιορτάζεται στις 20 του μήνα και δεν εργάζονται για να μην πέφτει χαλάζι. Ο Αϊ-Λιάς θεωρείται ο Άγιος της βροχής γι’ αυτό όταν το καλοκαίρι επικρατεί μεγάλη ξηρασία, με κίνδυνο να καταστραφεί κάθε γεωργική παραγωγή. Τη μέρα της γιορτής του εκκλησιάζονται, κάνουν λιτανεία την εικόνα του Αγίου και παρακλήσεις για να βρέξει. Όταν βροντά και αστράφτει, πιστεύει ο λαός μας πως είναι ο Αϊ – Λιάς, που τρέχει στον ουρανό με το πυρφόρο αμάξι του και διώχνει το δράκοντα ή το διάβολο με όπλο τους κεραυνούς σαν άλλος Δίας των αρχαίων.

 

Επειδή ο Αϊ – Λιας θεωρείται ο Άγιος της βροχής, γι’ αυτό και λατρεύεται στις κορυφές των βουνών και λόφων, όπου φαντάζουν φωτεινές, κατάλευκες εκκλησίες, κουρασμένα περιστέρια, θαρρείς, που ξαποσταίνουν. Την ημέρα της γιορτής όλοι υποβάλλονται στον κόπο, μικροί και μεγάλοι, ν’ ανέβουν εκεί ψηλά να λειτουργηθούν και να προσευχηθούν. Και είναι τόσο ωραία η προσευχή, κει πάνω, γιατί, όπως βρίσκεσαι μακριά από κίνηση και κόσμο, θαρρείς πως βρίσκεσαι πιο κοντά στο Θεό και η προσευχή σου είναι πιο ευπρόσδεκτη.

 

Για τον προφήτη Ηλία υπάρχει η εξής παράδοση. Ο Αϊ – Λιάς ήταν ναύτης και επειδή έπαθε πολλά στη θάλασσα και πολλές φορές θα πνιγόταν βαρέθηκε τα ταξίδια και αποφάσισε να πάει στο μέρος που να μην ξεύρουν τι είναι θάλασσα και τι είναι καράβια. Βάνει, λοιπόν, το κουπί στον ώμο και βγαίνει στη στεριά και όποιον απαντούσε τον ρωτούσε τι είναι αυτό που βαστάει. Όσο του έλεγαν “κουπί” τραβούσε ψηλότερα, ώσπου έφτασε στην κορυφή του βουνού. Ρωτά τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί τι είναι και αυτοί του είπαν ότι είναι “ξύλο”. Κατάλαβε, λοιπόν, πως αυτοί δεν είχαν δει ποτέ τους κουπί και έμεινε μαζί τους, εκεί ψηλά.

 

Μια άλλη παράδοση θρησκευτική αναφέρει πως ο προφήτης Ηλίας, ενώ βρισκόταν στην έρημο κατά την εποχή της μεγάλης ξηρασίας που είχαν εξαπολύσει ο Θεός κατά του ασεβούς Βασιλιά Αχαάβ, τρεφόταν με ψωμί που του κουβαλούσαν τα κοράκια. Γι’ αυτό ο λαός πιστεύει πως τα κοράκια που συμπίπτει να φεύγουν από τον τόπο μας τις μέρες εκείνες πηγαίνουν στάχυα στον Προφήτη Ηλία. Πιστεύουν πως από την ημέρα εκείνη ο καιρός κάνει στροφή προς το χειμώνα “Τ’ Αϊλιός γύρνα ν’ κάπα αλλιώς”.

Ο Προφήτης Ηλίας θεωρείται προστάτης των γουνοποιών γιατί με την μηλωτή του (δορά προβάτου από την αρχαία λέξη μήλο = πρόβατο) επιτελούσε θαύματα και με αυτή κτύπησε τον ποταμό Ιορδάνη και αμέσως σχίστηκε στο μέσο και έγινε δρόμος και πέρασε από ξηράς στην άλλη όχθη μαζί με τον Ελισσαίο και άλλους πενήντα ανθρώπους.

 

Ο εβυθός

Συγγραφέας: Ανδρέας Καρκαβίτσας

Ήταν της Παναγίας της Καψοδεματούσας τον Αλωνάρη. Η παπαδιά αποβραδίς είδε όνειρο κακό. Ξημέρωνε Κυριακή και της Κυριακής τ’ όνειρο ίσαμε το μεσημέρι ξεδιαλύνει. Το έλεγε του παπά της κι έτρεμε σαν το φυλλοκάλαμο η φτωχή. Μα ο παπάς δεν έπαιρνε από τέτοια.

- Σώπα, βλοημένη, με τα όνειρά σου! της έλεγε.

- Πώς να σωπάσω, παπά μου; Το είδα ολοφάνερο: Το σπίτι έπεσε, εσύ σκοτώθηκες, εγώ έμεινα έρμη κι απομόναχη. Γύριζα μέσα στα κρύα του χειμώνα ξώζαρκη και μάζωνα μπουκιά σε μπουκιά το ψωμί...

Κι έτσι λέγοντας δερνότανε κι έκλαιγε η παπαδιά.

Νταγκ νταγκ!... Νταγκ νταγκ!... ακούστηκε κείνη την ώρα η βραχνιασμένη φωνή του σή­μαντρου πέρα, στου Μάζη. Ήταν ώρα για τη λει­τουργιά.

- Ου να μου χαθείτε, τσακάλια, που θέλετε κι εκκλησιά! είπε με περιφρόνηση ο παπάς ετοιμάζοντας τα σύνεργα της δουλειάς.

- Πήγαινε στη λειτουργιά σου, παπά μου· τέτοια ημέρα σήμερα δεν κάνει να πιάσεις δουλειά· του είπε μισοκλαίοντας η παπαδιά.

- Άφηνέ με, παπαδιά, ήσυχο· σήμερα τα ήβρα τ’ άλογα, σήμερα θ’ αλωνίσω κι ας είναι και Λαμπρή! Τον καιρό δεν τον έχουμε πάντα στο χέρι· μόνο βάλε ψωμί στο τράστο και σώπα!

- Σκιάζουμι, παπά μου· το είδα ολοφάνερο τ’ όνειρο. Το σπίτι έπεσε, εσύ σκοτώθηκες...

- Μωρ’ βάλε ψωμί στο τράστο κι άσε με μη βλαστημήσω! την έκοψε άγρια ο παπάς.

Και τα ξανθά του τα γένια έτρεμαν από το θυμό. Εκείνη κατάπιε τα δάκρυά της και δεν είπε τίποτα. Ήταν καλή γυναίκα η καημένη· λόγο δεν ήξερε να γυρίσει στον άντρα της.

Ωστόσο εκείνος ετοιμάστηκε για καλά. Φόρεσε τα κοντά του τα ράσα, έβαλε ένα μάλλινο σκουφάκι στο κεφάλι, έδεσε μ’ ένα σκοινί τη μέση του, κρέμασε το τράστο με το φαγί στον ώμο του, πήρε το χοντρό ραβδί του κι έφυγε χωρίς ούτε γεια σου να ειπεί στην παπαδιά, που τον έβλεπε με θλιμμένη ψυχή.

Ο Παπαβασίλης ήταν από τα χωριά της Γαστού­νης, από την Κελεβή, την πατρίδα του Παρασκευά του αρχιληστή. Πριν ρασοφορέσει, ήταν άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού. Τα χωριά έτρεμαν στ όνομά του. Έδερνε κι έγδυνε, έγδυνε κι έδερνε ολημερίς. Ακόμη και τη γυναίκα του, αρχοντοθυγατέρα με τ’ όνομα, την πήρε κλεφτή. Άξαφνα του βουλήθηκε να γίνει παπάς. Οι φρόνιμοι το βλέπαν σαν δύσκολο μα εκείνος·

- Ποιο; έλεγε κουνώντας το κεφάλι· σε λίγες μέρες τα βλέπετε.

Και αληθινά εκατό τάλαρα και δυο ζευγάρια χήνες στο Δεσπότη και τέλειωσε τη δουλειά του. Ο Παπαβασίλης διορίστηκε εφημέριος σε τέσσερα χωριά: Ζόγγα, Ζουλάτικα, Μάζη και Ρετούνη. Κάθε Κυριακή λειτούργαε και σ’ ένα χωριό. Οι χωριάτες, διψασμένοι από παπά, έκαναν όλα του τα θελήματα. Μα εκείνος δεν ήταν για τέτοιο αξίωμα. Περίπαιζε θεούς και ανθρώπους. Γιορτή καθεμερνή ένα το είχε.

Τώρα καθώς έφτασε στ’ αλώνι, έπιασε και λαιμάριασε τ’ άλογα. Έξι άλογα φαλάγγια! Έπειτα τα έδεσε στο στυγερό. Γύρω τα χερόβολα ήταν απλωμένα κι έτοιμα για των αλόγων τις οπλές.

- Άπλα!... άπλα!... άπλα!... φώναξε. Κι έσκασε στον αέρα το μακρύ καμουτσίκι του.

Τ’ άλογα στη φωνή του αντρειεύτηκαν, έσπρωξε ένα τ’ άλλο κι έπειτα ρίχτηκαν όλα μπροστά. Γύρι­ζαν και πατούσαν τα στάχυα με τα πόδια τους.

Και κείνος από πίσω, έσκαε το καμουτσίκι και φώναζε άγρια:

- Άπλα!... άπλα!... άπλα!...

Το αλώνι έτρεμε στο πάτημα των αλόγων· ο κάμπος βούιζε στη φωνή του παπά.

 

Ο ήλιος ανέβηκε μεσουρανίς. Μα τι ήλιος! Αβγό έψηνες στην αντηλιάδα του. Τ’ άλογα ήρθαν και απόκαμαν. Το πετσί τους έλαμπε καθρέφτης στον ίδρωτα· το ρουθούνι τους φυσομάναε σαν φυσερό· φρούμαζαν, χλιμιντρούσαν κι έτρεχαν γύρω στο στυγερό. Το άχερο τριβότανε κάτω από τα πόδια τους· το σιτάρι πετα­γόταν ολόγυρα σαν σκλήθρες χρυσάφι. Και ο παπάς με το καμουτσίκι στο χέρι, πότε έτρεχε πίσω από τ’ άλογα, πότε στεκότανε ανασαίνοντας βαριά και κοπιασμένα. Η σκούφια του ’φυγε από το κεφάλι και τα δασόμαλλα έπαιζαν με τον άνεμο τρελά και τα μακριά γένια του έσταζαν ρουνιά τον ίδρωτα. Μα εκείνος πάντα έτρεχε φωνάζοντας:

- Άπλα!... άπλα!... άπλα!...

Και άμα έβλεπε κανένα άλογο να κοντοστέκεται, άρχιζε αμέσως τις βλαστήμιες. Κατέβαζε, ο άθεος, όλα τα καντήλια.

Από το κάμα και την πολλή κούραση, σκάνε σε λίγο δυο άλογα. Ωχ! εκεί να έβλεπες τον παπά! Ούρλιαζε σαν λύκος· γύριζε τ’ άγρια του μάτια εδώ και κει, ποδοπάταε τη γη. Άξαφνα σηκώνει τα χέρια και φασκελώνει τον ουρανό.

- Θες δε θες, Παναγιά, λέει τρέμοντας από λύσσα, εγώ θ’ αλωνίσω σήμερα και θα ξεσηκωθώ. Δεν είμαι γυναίκα να φοβηθώ τα όνειρα!

Κι έσπρωξε έξω από το αλώνι τα σκασμένα τ’ άλογα. Έπειτα έπιασε ο ίδιος την άκρη του σκοινιού και σκάζοντας το καμουτσίκι άρχισε να γυρίζει μαζί με τ’ άλλα.

- Άπλα!... άπλα!... άπλα!... ούρλιαζε αδιάκοπα.

Μα δε γύρισε πολύ. Άξαφν’ ακούστηκε μια βουή τρομαχτική. Γυρίζει και βλέπει μακριά κάτι, σαν κοπάδι πρόβατα κάτασπρα. Όλα ερχόνταν τρεχάτα απάνω του. Και η βουή γινόταν δυνατότερη, σαν φουσκοθάλασσα που στέλνει τα κύματά της να χτυπήσουν το βράχο. Σε λίγο κατάλαβε ο παπάς πως δεν ήταν πρόβατα παρά νερό κι ερχόταν μανισμένο απάνω του· έζωνε τ αλώνια. Άρπαξε το φκιάρι και άρχισε λιχνιστά να μαζώνει το σιτάρι στο στυγερό. Μα σαν είδε πως το νερό ζύγωνε ολούθε και τ’ άλογα τρομαγμένα κλωτσούσαν τη γη κι ήθελαν να κόψουν το σκοινί, τα χρειάστηκε.

-Ήμαρτον, Θε μου! ψιθύρισε κι έπεσε στα γόνατα.

Μα ο θεός δεν τον άκουε τώρα· δεν ήταν καιρός! Τ’ αλώνι κουνιότανε σαν βάρκα στη θάλασσα το νερό πλάκωνε· μια πήχη τόπος έμεινε γύρω στον παπά. Τώρα δεν ανέβαινε με βία· βούιζε μονάχα και ψήλωνε σιγαλινά σε νεκροθάλασσα. Εκείνος κατάχλομος το κοίταζε και τα μάτια του κοκκίνισαν Τώρα το νερό του έβρεξε τα πόδια. Ξαφνίστηκε· γύρισε εδώ και κει τα μάτια, απελπίστηκε τέλεια. Κλώτσησε τη γη, δάγκωσε τα χείλη, ξέσχισε τα ράσα του. Έκαμε να λύσει τ’ άλογα και να καβαλίκει να φύγει· πού να τον αφήσουν τ’ άλογα να σιμώσει! Είδε κι απόειδε, ανέβηκε απάνω στο στυγερό. Έλπισε πως δε θα έφτανε εκεί το νερό.

Μα το νερό ανέβαινε, ανέβαινε δίχως βουή τώρα, δίχως φλοίσβισμα, με κάποιο κρύο κίνημα φαρμακερού σερπετού. Έφτασε το στυγερό κι άρχισε ν ανεβαίνει, ώσπου έβρεξε πάλι τα πόδια του παπά. Τ’ άλογα φοβισμένα φρούμαζαν, κλωτσούσαν, πάλευαν και ψηλώνοντας το κεφάλι κατά τον κάμπο πέρα χλιμίντριζαν θλιβερά, σαν να ζητούσαν βοήθεια. Τέλος κατόρθωσαν να κόψουν το σκοινί, ρίχτηκαν στο πέλαγο και βγήκαν πέρα, παραιτώντας έρμο κι απελ­πισμένο τον παπά.

Ωστόσο το νερό έφτασε στη μέση, έπειτα στα στήθια, έπειτα στους ώμους του. Εκείνος κοίταζε με ζηλιάρικο μάτι τον κάμπο μακριά. Εκεί δεν ήταν νερό. Έβλεπε τα λιβάδια πράσινα, τον ουρανό ασυγνέφιαστο, τα βουνά ήσυχα. Άκουε τα κοπάδια που γύριζαν στις στάνες, τη φλογέρα του βοσκού, το γαύγισμα των σκυλιών τα γέλια, τις φωνές, τις χαρές, όλα τ’ άκουε. Τα πουλάκια που πήγαιναν να φωλιά­σουν πέρναγαν τσιτσιρίζοντας απάνω από το κεφάλι του.

Νταγκ νταγκ!... ντακ-νταγκ!... νταγκ νταγκ!... ακούστηκε πάλι το σήμαντρο του Μάζη, που σήμαινε τον Εσπερινό. Ο παπάς το άκουσε κι ανατρίχιασε· του φάνηκε πως νεκροσημαίναν για δαύτονε. Μα δεν έμεινε και πολύ στο βάσανο. Το νερό έφτασε στο στόμα, έπειτα του έκλεισε τα μάτια. Ένα κύμα ήρθε μου­γκρίζοντας και τον έριξε κάτω από το στυγερό. Τ’ άχερα και το σιτάρι απλώθηκαν νια σάβανο απάνω από το υγρό μνήμα του παπά.


Έτσι έσβησε η κολασμένη του ψυχή. Μα εγώ δε λυπούμαι τον παπά, παρά την παπαδιά τη φτωχή. Την ίδια ήμερα έπεσε το σπίτι· τα γίδια ψόφησαν, εκείνη τρελάθηκε. Παράδειρε κάμποσον καιρό ώσπου ήβρε μια πιθαμή τόπο και άπλωσε το βασανισμένο της κουφάρι. Μα εκεί που πνίγηκε ο παπάς, κάθε χρόνο, της Παναγιάς της Καψοδεματούσας τον Αλωνάρη, ακούονται χλιμιντρίσματα και ποδοβολητά και η φωνή του παπά να ουρλιάζει αδιάκοπα:

- Άπλα!... άπλα!... άπλα!...

 

 

 

 

Πηγή: ekklisiaonline.gr

         el.wikisource.org/wiki

 

 

 


Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

 

Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου: Το στιφάδο και τα έθιμα της γιορτής

 



Πρόκειται για Χριστιανικό έθιμο που χρονολογείται από την εποχή της τουρκοκρατίας.
Κάποιοι Τούρκοι, κυνηγούσαν στην περιοχή των σημερινών Σπάτων, έναν Χριστιανό για να τον σφάξουν. Αυτός έτρεχε μέσα στα χωράφια και κάποια στιγμή ανέβηκε έντρομος, σε ένα δέντρο. Οι Τούρκοι σταμάτησαν κάτω από το δέντρο και έμειναν εκεί πολλή ώρα για να ξεκουραστούν, μια που είδαν πως ο Χριστιανός τους ξέφυγε. Εκείνος δε, κρατούσε την ανάσα του και παρακαλούσε τον Άγιο Πέτρο να τον γλυτώσει και θα φέρει στη χάρη του ένα σφαχτό.

 

Σε λίγο οι Τούρκοι έφυγαν και γλύτωσε ο Χριστιανός. Ανήμερα της εορτής των Αγίων Αποστόλων έφερε ένα αρνί και το έσφαξε στο εκκλησάκι των Αγίων Πέτρου και Παύλου στις 29 Ιουνίου και μετά το μαγείρεψαν. Αυτό το τηρούσαν κάθε χρόνο στη γιορτή των Αγίων Αποστόλων.

 

Σιγά σιγά η οικογένεια μεγάλωσε, έγιναν πολλές οικογένειες και το αρνί αντικαταστάθηκε με μοσχάρι, που το μαγείρευαν στιφάδο για όλους ως ευλογία. Δεν παραλείφθηκε καμία χρονιά το έθιμο αυτό μέχρι που ήρθε η Γερμανική Κατοχή του ’40. Εκείνη τη χρονιά σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς πολλοί Σπαταναίοι και όλα τα σπίτια θρηνούσαν κάποιον δικό τους.

 

Έτσι δεν είχαν όρεξη για πανηγύρι και στιφάδο. Μετά βίας, μέσα στη θλίψη τους, πήγαν στην εκκλησία όπου λειτουργούσε ο παπά-Γιώργης. Μετά τη Θ. Λειτουργία τους είπε να φέρουν έστω κάτι μικρό, στον Άγιο αλλά κανείς δεν ήθελε. Μάλιστα ο Πρόεδρος της Επιτροπής, ο παπά-Γιάννης (Παπαχρήστου στο επίθετο), έδωσε εντολή να μη φέρει κανείς τίποτα. Ο παπα-Γιώργης τον παρακάλεσε να αλλάξει γνώμη αλλά αυτός τίποτα.

 

«Εγώ θα είμαι εδώ μέχρι αύριο γιατί προμηνύεται κακό» είπε ο παπά-Γιώργης.

«Τουλάχιστον μείνετε στο σπίτι σας και να μην πάτε στα χωράφια». Και πάλι ο παπά-Γιάννης δεν άκουσε. Πήγε με τους εργάτες να φορτώσει άχυρο σε ένα κάρο και μια σούστα και το πήγε στην αποθήκη του. Το ξεφόρτωσαν, πλήρωσε τους εργάτες και εκεί κοντά στην αποθήκη, πετάχτηκαν, από το πουθενά, τέσσερα φίδια κατά πάνω του και τον δάγκωσαν στο λαιμό. Πέθανε ακαριαία ο παπάς. Από τότε και μέχρι σήμερα, τηρείται ανελλιπώς το τάμα.

Στην αρχή έφερναν όλοι από κάτι για το στιφάδο. Άλλος κρέας, άλλος κρεμμύδια, λάδι ντομάτα, κ.λ.π. Επειδή όμως, τα υλικά δεν ήταν καλά, βλέπεις η ανέχεια… αποφάσισε η Επιτροπή να μαζεύει χρήματα και να αναλαμβάνει την άριστη ποιότητα του στιφάδου. Από μέρες πολλές πριν, αρχίζουν οι ετοιμασίες. Συγκέντρωση χρημάτων, παραγγελία υλικών… Την παραμονή, και μετά τον Εσπερινό ανάβουν φωτιά και μέχρι το πρωί το στιφάδο είναι έτοιμο.

 

Μετά τη Θ. Λειτουργία στο εκκλησάκι, πηγαίνει ο κόσμος στο υπόστεγο όπου βρίσκονται τα καζάνια με το στιφάδο. Έχουν ήδη προπληρωθεί οι μερίδες και με τις αποδείξεις παίρνει κάθε οικογένεια τις μερίδες τους σε κατσαρόλες, που μεταφέρουν στο σπίτι.

 

Υπάρχουν σειρά από ανεξήγητα περιστατικά που συνοδεύουν την παράδοση του πανηγυριού. Κάποιος από τους βοηθούς του στιφάδου, έβαλε τη μερίδα του σε ένα δοχείο, αλλά ξέχασε να το πάρει και την επόμενη χρονιά που άνοιξαν τον χώρο το βρήκαν. Ήταν ολόφρεσκο, δεν είχε αλλοιωθεί καθόλου.

 

Παρόμοια περίπτωση συνέβη και σε οικογένεια που φύλαξε λίγο στιφάδο σε μια γωνιά και το ξέχασε. Μετά από καιρό το είδαν και δεν είχε πάθει τίποτα.

 

Από τις γυναίκες (και μόνο γυναίκες) των Σπάτων που συγκεντρώνονται στο χώρο για να καθαρίσουν κρεμμύδια καμία τους δεν δακρύζει κατά τη διαδικασία, κάτι πραγματικά ανεξήγητο, αφού επιβεβαιωμένα από την …κρεμμυδίλα δακρύζει ακόμα και ο περαστικός σε ακτίνα χιλιομέτρου! Αυτό μου το επιβεβαίωσε γυναίκα που λαμβάνει μέρος στον καθαρισμό των κρεμμυδιών εδώ και πολλά χρόνια.

 

Μια χρονιά, αφού όλα είχαν ετοιμαστεί, ξαφνικά το βράδυ εκείνο, παραμονή 28ης Ιουνίου, έπιασε μεγάλη κακοκαιρία και ο δυνατός αέρας που στροβίλιζε τα πάντα δεν επέτρεπε στη φωτιά να ανάψει κάτω απ’ τα καζάνια, μιας και εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα υπόστεγα, όπως συμβαίνει σήμερα. Έπιασε λοιπόν εκείνος ο αέρας κι όσο προχωρούσε η ώρα τόσο χειροτέρευε.

 

Πολύ στενοχωρημένοι οι άνθρωποι της επιτροπής δεν ήξεραν τι να κάνουν, αλλά ενδόμυχα, όπως εξηγούσαν μετά, ένιωθαν ότι στο τέλος όλα θα πήγαιναν καλά. Στο μεταξύ η Θεία Λειτουργία πλησίαζε στο τέλος της, και ξαφνικά έπαψε η κακοκαιρία.

Αμέσως άναψαν τη φωτιά και το φαγητό του Αγίου έβρασε σε μισή μόνον ώρα, γεγονός πολύ παράδοξο αφού κανονικά, άλλες φορές, χρειαζόταν να μαγειρευτεί όλη τη νύχτα. Οι ντόπιοι το θεώρησαν σαν θαύμα του Αγίου Πέτρου.

 

Το στιφάδο του Αγίου Πέτρου θεωρείται (και είναι) μεγάλη ευλογία που όλοι οι Σπαταναίοι τηρούν με ευλάβεια και συγκίνηση. Είδα να κουβαλούν την κατσαρόλα με πολλή προσοχή και σεβασμό σαν πολύτιμο θησαυρό. Το δε στιφάδο είναι το νοστιμότερο που έχω φάει στη ζωή μου!!!!

 

Πηγή:

ekklisiaonline.gr

zougla.gr

 


Τρίτη 27 Ιουνίου 2023

 

“Η βεροιώτικη παράδοση”

 


Πανάρχαιη πόλη της Ημαθίας η Βέροια, με την αρχή της να χάνεται στην αρχή του μύθου, έχει μία αδιάλειπτη πορεία στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου αυτού, καθώς η παρουσία της σημειώνεται αδιάκοπη μέσα στις ιστορικές περιόδους της φυλής μας, αρχαία, βυζαντινή, τουρκοκρατίας και νεώτερη.

 

Η δεύτερη σε σπουδαιότητα μεγάλη πόλη μετά τις Αιγές ή την Πέλλα κατά την αρχαιότητα και η δεύτερη επίσης μετά τη Θεσσαλονίκη για τα ρωμαϊκά, βυζαντινά και νεώτερα χρόνια εμφανίζει έναν αστικό τρόπο ζωής εμφανή σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής των κατοίκων της.

 

ΜΟΥΣΙΚΗ-ΧΟΡΟΙ-ΗΘΗ-ΕΘΙΜΑ
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η σφραγίδα της βυζαντινής επίδρασης πάνω στη μουσική και τους ρυθμούς των παραδοσιακών βεροιώτικων χορών. Πρόκειται για “αστικούς χορούς” τους οποίους χόρευαν οι βεροιώτισσες αρχόντισσες μέσα στο σπίτι (τους οντάδες) στις Μεγάλες γιορτές με τη χαρακτηριστική επίσημη φορεσιά τους με συνοδεία από βιολί, ούτι και νταϊρέ. Άξιο αναφοράς είναι ότι, ενώ στην ευρύτερη περιοχή επικρατούν τα πνευστά και με ιδιαίτερα οξύ και δυνατό ήχο μουσικά όργανα (ζουρνάς, γκάιντα, νταούλι), στην πόλη της Βέροιας καθιερώνονται και επικρατούν μουσικά όργανα χαμηλών τόνων και εντάσεων (βιολί, ούτι), κληρονομιά κι αυτά της βυζαντινής παράδοσης, η οποία γίνεται πιο έντονη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπου απαγορευόταν τα άλλα μουσικά όργανα για να μην προκαλούν και ενοχλούν τον πολυάριθμο τουρκικό πληθυσμό της πόλης, περιορίζοντας έτσι τις διασκεδάσεις σε κλειστούς χώρους (τους οντάδες).

 

Στο αρχοντικό της οδού Κεντρικής 183 – που πριν το 1900 ήταν παλιό χάνι – για πολλά χρόνια στα μέσα του προηγούμενου αιώνα συγκεντρώνονταν δεκάδες αγόρια και κορίτσια που μάθαιναν βεροιώτικους χορούς, τραγούδια και θέατρο. Δασκάλα τους η δεσποινίς Βούλα Χατζίκου που παρ’ όλο το νεαρό της ηλικίας της κατάφερε να γίνει και να παραμείνει μέχρι σήμερα η πρώτη χοροδιδασκάλισσα και η πρώτη γυναίκα στη Βέροια που έγραψε και ανέβασε το 1956 το θεατρικό έργο “βεροιώτικα προξενιά” με ντόπια ομάδα στη βεροιώτικη διάλεκτο. Το χορευτικό συγκρότημα της νεαρής τότε λαογράφου κας Βούλας Χατζίκου ήταν το πρώτο το οποίο παρουσίασε Βεροιώτικους αστικούς χορούς λαμβάνοντας σημαντικές διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ιταλία). Συμμετείχε επίσης στο Φεστιβάλ Παραγωγής ή Γιορτές Παραγωγής που διοργάνωνε κάθε καλοκαίρι με επιτυχία από το 1958 μέχρι το 1962, ο Τουριστικός Όμιλος Βεροίας. Ήταν μια εβδομάδα γιορτής με περισσότερους από 50.000 επισκέπτες, που έκανε ξακουστή τη Βέροια και τα προϊόντα της σε όλη την Ελλάδα.

Οι χοροί της Βέροιας ήταν κυρίως ο “συρτός” και ο “συγκαθιστός” (συγκατστός) που χορεύονταν από γυναίκες. Ήταν αργοί και σταθεροί, με βήματα λιτά, που δεν αποσκοπούσαν τόσο στην ανάδειξη της χορευτικής δεινότητας, όσο στην προβολή του πλούτου και της αρχοντιάς της ενδυμασίας. Χαρακτηριστική ήταν η αργή κίνηση των χεριών, με την οποία έδειχναν τα δαχτυλίδια τους. Οι χοροί ήταν ζωντανοί κυρίως την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Στα γλέντια δεν έλλειπαν και τα τραγούδια από τους άνδρες περισσότερο που διασκέδαζαν τρώγοντας και πίνοντας σε διαφορετικό χώρο του σπιτιού το “ανώι”.

 

Οι αστικοί χοροί της Βέροιας ήταν οι παρακάτω:

Συρτός Βέροιας. Οργανικός σκοπός σε 7/σημο ρυθμό που χορεύονταν στα βήματα του συρτού καλαματιανού. Χορεύονταν επίσης και με περισσότερα βήματα(24) ιδιόμορφου συρτού.

Συγκαθιστός(Συγκατστός). Ο σημαντικότερος χορός της Βέροιας. Οργανικός σκοπός αποτελούμενος από δύο μέρη αργό σε 9/σημο ρυθμό και γρήγορο σε 2/σημο. Χορεύονταν αντικριστά σε δύο παράλληλες ευθείες με χαρακτηριστικές κινήσεις των χεριών σε διαφορετικούς σχηματισμούς.

Μαρμαρένια βρυσούλα. Στρωτός χορός σε 4/σημο ρυθμό που συνοδεύεται από το ομώνυμο τραγούδι. Χορεύονταν με ιδιόμορφα βήματα του χορού “στα τρία”. Χαρακτηριστικό στοιχείο οι ζευγαρωτές κινήσεις που γίνονταν κατά τη διάρκεια του χορού.

Πατινάδα. Οργανικός σκοπός σε 4/σημο ρυθμό. Χορεύονταν με συγκεκριμένες κινήσεις, όπως άρσεις του ποδιού και βήματα δεξιά και αριστερά.

 

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Όσο κι αν σήμερα ακούγεται παράδοξο η Βέροια, η πρωτεύουσα της Ημαθίας, φημιζόταν για τα αποκριάτικα δρώμενα και τα καρναβάλια της ιδιαίτερα την εποχή της Τουρκοκρατίας. Όπως αναφέρει ο Βεροιώτης συγγραφέας Αναστάσιος Χριστοδούλου στο βιβλίο του “Η Ιστορία της Βέροιας”, οι Βεροιώτες ξεφάντωναν μέχρι παρεξηγήσεως!

«Παρέες διάφορες ντυμένοι με την δοξασμένην του αρματωλού φουστανέλλαν και τα επακόλουθα εξαρτήματα, πισλιά, τσαρούχια, σιάπκα, κάλτσες, βουδέτες και άφθονα ασημικά, περιέτρεχον την πόλιν χορεύουσαι και τραγουδούσαι εθνικά άσματα. Τους αρματολούς και κλέφτες, τους οποίους ημείς αποκαλούσαμε “Καπεταναραίους”, συνόδευαν όργανα εγχώρια. Οι οργανοπαίκται καίτοι τουρκόγιουφτοι, εγνώριζον εν τούτοις και τα εθνικά μας τραγούδια, τα οποία ευχαρίστως ηκούοντο, παιζόμενα. Δεν έλλειπεν βεβαίως και η σχετική σάτυρα, προξενούσα τον ακράτητον γέλωτα.»

 

Ποιος δεν θυμάται το “Γαϊτανάκι” με το ρυθμικό χορό και το πλέξιμο των ταινιών στα χρώματα της γαλανόλευκης, στη θέα της οποίας τα πλήθη ηλεκτρίζονταν, ή το “Χάσκα”, το μεγάλο πανηγύρι των μικρών. Από ένα αδράχτι ή τον πλάστη ο παππούς έδενε με κλωστή ένα αυγό βραστό ή ένα κομμάτι χαλβά και τα παιδιά με ανοιχτά στόματα προσπαθούσαν να το “χάψουν”.

 

Ανάμεσα στις αυθόρμητες εκδηλώσεις χαράς και γλεντιού των Βεροιωτών ξεχώριζε το γλέντι που έστηναν για 50 περίπου χρόνια οι αδελφοί Δροσινοί το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς και Καθαράς Δευτέρας στα καφενεία και στους δρόμους της πόλης. Το αυθεντικό γλέντι των Δροσινών, αλλά και οι χαρακτηριστικές τους φιγούρες έχουν μείνει στην τοπική ιστορία, μέσα από μνήμες όσων τα έζησαν και από τις σελίδες των βιβλίων των ντόπιων συγγραφέων στις οποίες ζωντανεύουν με τρόπο γλαφυρό τα τεκταινόμενα της εποχής εκείνης. Το έθιμο αυτό το ξεκίνησε ο μικρότερος αδελφός ο Λευτέρης, όταν την Αποκριά του ’45 επισκέφθηκε το σπίτι του αδελφού του Δημήτρη συνοδεία οργάνων, και από τότε αχώριστοι, συντροφιά με οργανοπαίκτες σκορπούσαν κέφι και ζωντάνια, κερνώντας τον κόσμο και χορεύοντας λεβέντικους παραδοσιακούς χορούς. Στο αυθόρμητο αυτό πανηγύρι της χαράς, συμπαρασέρνανε μικρούς και μεγάλους ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις σε τρικούβερτο γλέντι, λησμονώντας βάσανα και καημούς της καθημερινής ζωής. Το δημοφιλές αυτό δρώμενο διατηρήθηκε μέχρι το 1993.

 

O “Εσπερινός της συγχώρησης”. Την Κυριακή της Αποκριάς τελούνταν στον Μητροπολιτικό ναό της πόλης o Μέγας Εσπερινός μετά το τέλος του οποίου οι ιερείς παρατάσσονταν στα στασίδια κάτω από τον Μητροπολιτικό θρόνο. Οι εκκλησιαζόμενοι τότε ξεκινώντας από τον Αρχιερέα, ασπάζονταν τα χέρια όλων ζητώντας συγχώρεση και ευχόμενοι Καλό Πάσχα.


Σύμφωνα με ένα παλιό έθιμο, την Καθαρά Δευτέρα, οι νοικοκυρές έβραζαν όλα τα μαγειρικά σκεύη και τα καθάριζαν. Όσα φαγητά είχαν απομείνει τα έδιναν στις γύφτισσες, καθώς άρχιζε η νηστεία που τηρούνταν αυστηρά.
Tην ίδια μέρα όλος ο κόσμος ξεχύνονταν στην εξοχή για να γιορτάσει και να χαρεί τα πατροπαράδοτα κούλουμα με τους νοστιμότατους “φασουλοταβάδες” ιδιαίτερα όταν μαγειρεύονταν με μπόλικο σαμόλαδο. Τα παιδιά ύψωναν τους χαρταετούς τους, όλο και πιο ψηλά, ποιος να περάσει τον άλλο και να φθάσει στο βασίλειο του ήλιου.

 

Τ’ ΑΗ –ΓΙΑΝΝΙΟΥ ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ ΚΙ Ο ΚΛΗΔΟΝΑΣ
Στην παλιά Βέροια η “Πρωτομαγιά” ήταν γιορτή χαράς και ξεφαντώματος. Ήταν η γιορτή των λουλουδιών στα βουνά και στους κάμπους, όπου στα χαρωπά τραγούδια αντηχούσε ο χαιρετισμός της άνοιξης και ο ύμνος της δημιουργίας. Όλα τα σπίτια στολίζονταν με του Πρωτομάη τα στεφάνια για να δίνουν την ευλογία τους στο συμβολικό αριθμό των σαράντα ημερών. Μετά από σαράντα μέρες ξεκρεμούσαν οι νοικοκυρές και τα κορίτσια τα ξεραμένα στεφάνια κι όλες μαζί πήγαιναν σε κάποια κοντινή εξοχή και κάνοντάς τα σωρό άναβαν φωτιά για το καλό του χρόνου. Γύρω-γύρω χόρευαν, τραγουδούσαν τραγούδια της αγάπης ώσπου κι ο τελευταίος ξεραμένος ανθός να γίνει στάχτη. Άλλοι πάλι μέσα στο ζεστό θεριστή (Ιούνιο) άναβαν “φωτιές τ’ Αη-Γιαννιού” κάτω στον κάμπο της Βέροιας στη “Λουλουμάρου”, και διασκέδαζαν σαν μικρά παιδιά χορεύοντας γύρω-γύρω και πηδώντας πάνω απ’ τη φωτιά. Πολλές φορές δεν μπορούσαν να πηδήξουν με τα σαλβάρια τους και τα έβγαζαν πηδώντας με τα μακριά τους κατωβράκια . Ήταν μια όμορφη και εύθυμη λαϊκή γιορτή.

 

Μέσα στο θεριστή μήνα γιόρταζαν τα κορίτσια τον “κλήδονα” μια λατρευτική παράδοση που ξεκινάει από τα χρόνια του Ομήρου. Πρόκειται για μια μαντική τελετουργία που δυστυχώς εγκαταλείφθηκε κι αυτή όπως πολλά ωραία και καλά αντέτια (έθιμα).

 

Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τα’ Αη-Γιαννιού τη χάρη
Κι’ όποια ‘χει καλό ριζικό να δώσει να το πάρει…

 

Είναι γεγονός πώς τα παλιά ήθη και έθιμα δεν κυριαρχούν πλέον στην σημερινή Βέροια, ωστόσο οι πολιτιστικοί σύλλογοι που συνθέτουν ένα πολυπολιτισμικό μωσαϊκό καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες στην αναβίωση χορών, ήθη και εθίμων.

 

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

 




Ακουστές για τη σεμνότητα και την αρχοντιά τους οι Βεροιώτισσες φρόντιζαν ιδιαίτερα για τη γιορτινή τους φορεσιά που μέσα σ’ αυτή φάνταζαν σα βυζαντινές αρχόντισσες. Η βεροιώτικη φορεσιά εντάσσεται στις ενδυμασίες αστικού δυτικού τύπου της Κεντροδυτικής Μακεδονίας.

 

Από μεταξωτό ή βαμβακερό ύφασμα, υφασμένο στην ίδια την πόλη ή φερμένο από την Ευρώπη, σε χρώματα μπλέ, καφέ, βυσσινί ή και ανοιχτόχρωμα, σιέλ, μπεζ με ανάγλυφα λουλούδια και κλαδιά ίδιων αποχρώσεων κατασκευαζόταν το μακρύ μέχρι τα νύχια φουστάνι. Είχε πολλές πιέτες γύρω-γύρω όπως και η ποδιά μπροστά, φτιαγμένη από το ίδιο ύφασμα του φορέματος και με τις ίδιες πιέτες, η οποία ξεχώριζε μόνο επειδή ήταν πιο κοντή. Τον μπούστο του φορέματος κάλυπτε η λευκή κισμιρένια “τραχηλιά” με δαντελίτσα ή μπιμπίλα στην άκρη. Εσωτερικά φορούσαν υφαντό βαμβακερό πουκάμισο με πιέτες φαρδιές. Τη μέση έσφιγγε φαρδύ μεταξένιο ή βαμβακερό ζωνάρι που ταίριαζε στο χρώμα με το φόρεμα, δένονταν αριστερά και οι άκρες του είχαν κεντίδια και κρόσσια. Από το ίδιο ύφασμα της “τραχηλιάς” ήταν φτιαγμένα και τα πρόσθετα “μανικάκια” που έβγαιναν κάτω από τα μακριά μανίκια του φορέματος.

 

Πάνω από το φόρεμα φοριόταν η “σαλταμάρκα” ή “λιμπαντί” ζακέτα κοντή μέχρι τη μέση με μακριά μανίκια από μαύρο ύφασμα, “ντρά”, ή γυαλιστερή τσόχα, με πολλά χρυσά κεντίδια στα μανίκια, στο πλάι και στον όρθιο γιακά. Όταν άρχιζαν τα κρύα, φόραγαν το “κοντογούνι” (λιμπαντί με γούνα χωρίς στολίδια) και το “μακρολέμπαντο”. Το μακρολέμπαντο ήταν το επίσημο επανοφώρι της Βεροιώτισσας με φαρδύ χρυσοκέντημα στον όρθιο γιακά, στα πλαϊνά και στις άκρες των μανικιών. Στις κρύες μέρες του χειμώνα φορούσαν το πιο βαρύ παλτό τον “τσουμπέ” που είχε πιέτες στο πίσω μέρος.


Απαραίτητο συμπλήρωμα της φορεσιάς ήταν το μαύρο “φακιόλι” στο κεφάλι. Ειδικά κατασκευασμένο και διακοσμημένο από τα μεγαλύτερα μαργαριτάρια που έπαιρνε η Βεροιώτισσα στην προίκα της. Τα μαλλιά χωρισμένα στη μέση σε δύο, τρεις ή τέσσερις πλεξούδες ανέβαιναν από δεξιά στην κορυφή του φακιολιού όπου τις συγκρατούσε βελόνα με μαργαριτάρι κάτω από το φιόγκο”. Πάνω στις πλεξούδες στα δεξιά έμπαινε χρυσή καρφίτσα με πολύτιμα πετράδια. Πλούσια κοσμήματα, μαργαριταρένια σκουλαρίκια και χρυσά δαχτυλίδια συμπλήρωναν τη μεγαλόπρεπη εμφάνισή της.
Στα πόδια φορούσαν κάλτσες πλεχτές με κεντίδια και δερμάτινα παπούτσια με χαμηλό τακούνι τα “κουντούρια”.

 

ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
Οι άνδρες ήταν πιο απλά ντυμένοι σε αντίθεση με τις γυναίκες. Αρχικά φορούσαν το “αντερί”, τούρκικο ένδυμα από μεταξωτό ριγέ ύφασμα σκούρου χρώματος με φαρδύ μονόχρωμο “ζωνάρι” στη μέση. Στο κεφάλι φορούσαν το “φέσι” μέχρι την απελευθέρωση. Αργότερα αντικατέστησαν το αντερί με μάλλινα στενά στο κάτω μέρος παντελόνια από μάλλινα υφαντά τις “μπολμπότσες”. Στη μέση έδεναν το υφαντό “ζωνάρι”. Φορούσαν πουκάμισο σκούρο ή μονόχρωμο και γιλέκο αμάνικο κοντό χωρίς γαϊτάνια και σιρίτια. Πάνω από το γιλέκο φορούσαν “σακάκι” από τσόχα χοντρή με φαρδιά πέτα.
Στο κεφάλι μετά την απελευθέρωση φόρεσαν καλπάκι και τραγιάσκες.

Τελειώνουμε το μικρό μας αφιέρωμα στη Βεροιώτικη Παράδοση με τα λόγια του αείμνηστου Βεροιώτη πεζογράφου και ποιητή Στέλιου Σβαρνόπουλου, “Δική μας πυξίδα είναι η λαϊκή παράδοση και πρέπει να τη σεβόμαστε”.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κλ. Παπανίδη, ΒΕΡΟΙΑ ΓΗ ΗΜΑΘΙΑΣ, Βέροια, 1987.
Στ. Σβαρνόπουλου, ΒΕΡΟΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, Ιστορικές αναδρομές και μνήμες, Άνθρωποι και Τόποι Βέροια, 1985.
Στ. Σβαρνόπουλου, ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, Τόποι-άνθρωποι -συνήθειες -λαϊκή σοφία, Βέροια, 1984.
Στ. Σβαρνόπουλου, ΒΕΡΟΙΩΤΙΚΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, Βέροια,1977.
Β. Χατζίκου, Βεργιώτικες ιστορίες και παραμύθια, Αθήνα, 2005.
Αν. Χριστοδούλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, Βέροια, 1960
Λύκειο των Ελληνίδων Βέροιας, ΗΜΑΘΙΑ ΕΡΑΤΕΙΝΗ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΗΜΑΘΙΑΣ, Βέροια, 2003.
Σ. Γκαγκούση, Τα βεροιώτικα προξενιά, περ. ΛΑΜΔΑ, Αυγ.2202, τ.18, 34-38.
Χρ. Λαμπροπούλου, Η αποκριά των Δροσινών. περ. ΛΑΜΔΑ, Ιαν.-Φεβ., 2001,τ.15,18-22.
Γ. Τσιαμήτρου, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, χειρόγραφες σημειώσεις.

Αθανάσιος Σταυρίδης, Καθ. Φυσικής Αγωγής-Δάσκαλος Παραδοσιακού χορού.

πηγή:http://veriahistory.gr

 

Γράφτηκε από Σάκης Σταυρίδης

 

Πηγή: makedonianews.gr/