...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

 

 

Πράγματα που ίσως να μη γνωρίζαμε για το ρεμπέτικο

 

 



 

Το ρεμπέτικο, ένα από τα αγαπημένα είδη του ελληνικού λαού, έχει κρυμμένα μυστικά, με πόνο και δημιουργία. Ίσως θέλεις να τα ξέρεις.

 

Τη δεκαετία του 1920 τα τραγούδια των προσφύγων Μικρασιατών διείσδυσαν στο ρεπερτόριο των καφέ αμάν που ήταν πολύ διαδεδομένα στην Ελλάδα από το τέλος του 19ου αιώνα. Τα καφέ αμάν ήταν ένα είδος λαϊκού καφενείου στο οποίο παιζόταν μελωδίες ελληνικών δημοτικών τραγουδιών και λαϊκών τραγουδιών της Σμύρνης και της Πόλης.

 

Λίγα χρόνια μετά, στη Δραπετσώνα, τη Νίκαια και το Κερατσίνι άνθισε ένα είδος μουσικής που αγάπησε ο ελληνικός λαός. Ορισμένοι το αποκαλούν ελληνικό μπλουζ, όχι αδίκως αφού μοιράζονται το ίδιο μέτρο, το ρεμπέτικο. Ένα μπλέξιμο των κομματιών του περιθωρίου με τους αμανέδες και εν γένει του μικρασιατικού είδους.

 

Τι σημαίνει όμως ρεμπέτικο; Σύμφωνα με τον λάτρη του είδους, κ. Κουνάδη, ρεμπέτικο = αυτό που λέμε τραγούδια αυτών που μπορεί να γυρίζουν ασκόπως, να ονειρεύονται ή να «ρέμονται» σύμφωνα με την αρχαία ελληνική λέξη.

 

Το ρεμπέτικο είναι το πέμπτο στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς που αποδίδεται στην Ελλάδα στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO. Οι ρίζες του εντοπίζονται στη Μικρά Ασία και την ανατολή, κι αποτελεί κι ένα ιστορικό τεκμήριο για την καθημερινότητα των προσφύγων, των παρανόμων και της γκέτο κουλτούρας της εποχής του.

 

Οι απαρχές του ρεμπέτικου έχει προταθεί πως συνδέονται με τα τραγούδια των φυλακών. Περί το 1850 ο Γάλλος ευγενής Αππέρ επισκέφτηκε την Ελλάδα για να μελετήσει το πρόβλημα των οθωνικών φυλακών και αφιέρωσε ένα κομμάτι της έρευνάς του στη μουσική που ακουγόταν σε αυτές. Στα τραγούδια των φυλακών αναφέρθηκαν και άλλοι, όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Δάφνης και ο Καρκαβίτσας ο οποίος επισκέπτεται το Μοριά το 1890 και καταγράφει το 1891 στο περιοδικό «Εστία» αρκετά από αυτά.

 

Στα τέλη του 1934, με αφορμή την είδηση για την απαγόρευση που επέβαλε ο Κεμάλ Ατατούρκ στον αμανέ, είχε ξεκινήσει ένας διάλογος στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» (η τωρινή «ΤΑ ΝΕΑ») και η διαμάχη μέσω των στηλών της έδωσε το έναυσμα ώστε, έναν χρόνο μετά την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας, να εφαρμοστεί η πρώτη προληπτική λογοκρισία στους στίχους του «πρώιμου» ρεμπέτικου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, κάθε μελωδία που θυμίζει το ανατολίτικο παρελθόν του ελληνικού λαού και κάθε «αντικοινωνικό» ή «περιθωριακό» θέμα (όπως η φτώχεια, η μετανάστευση, οι φυλακές, οι ψυχοτρόπες ουσίες) να λογοκρίνονται, να απορρίπτονται και να καταστρέφονται δημόσια, με τους ίδιους τους δημιουργούς να σέρνονται στα δικαστήρια. Ο λόγος; Ο ανατολίτικος χαρακτήρας των τραγουδιών θεωρούταν κατάλοιπο της μακροχρόνιας τουρκικής σκλαβιάς, επομένως αντεθνικό και απεχθές. Αυτό ήταν το κύριο επιχείρημα ως το 1922, χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και του περιορισμού των Ελλήνων στον σημερινό γεωγραφικό τους χώρο.

 

Το 1936 λογοκρίνεται το τραγούδι του Τούντα «Βαρβάρα». Το 1937 επιβάλλεται από το καθεστώς του Μεταξά γενικευμένη λογοκρισία. Το περιεχόμενο αλλάζει αναγκαστικά. Οι αναφορές στο χασίσι, στους τεκέδες και στους ναργιλέδες εκλείπουν.

 

Το ρεμπέτικο επέστρεψε δυναμικά με νέα γενιά δημιουργών, οι οποίοι, σε συνεργασία με τους παλιούς, έδωσαν μάχη παρά το ασφυκτικό κλίμα της ελεγχόμενης δημιουργίας. Επικεφαλής της νέας ομάδας ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο οποίος με την έμπρακτη στήριξη των δισκογραφικών εταιρειών πέτυχε το απίστευτο ρεκόρ των 100 ηχογραφήσεων μέσα σε τρία μόλις έτη – από το 1937 μέχρι το 1940 όποτε και έκλεισε το εργοστάσιο στον Περισσό.

 

Τα χρόνια της Κατοχής είχαν σοβαρές συνέπειες για το ρεμπέτικο, καθώς έφυγαν από τη ζωή ή αποσύρθηκαν οι περισσότεροι συνθέτες και ερμηνευτές από την Ανατολή. Η νέα μάχη άρχισε με την τεράστια επιτυχία μερικών χασικλίδικων που ηχογραφήθηκαν το 1946, μετά την επαναλειτουργία της Columbia και προτού αρχίσει να παρεμβαίνει ξανά η λογοκρισία. Μέσα στην κόλαση του Εμφυλίου οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν, γράφηκαν άρθρα επί άρθρων και διατυπώθηκαν εκατοντάδες απόψεις, για να φτάσουμε στον Ιανουάριο του 1949 και στη δημόσια παρέμβαση του Μάνου Χατζιδάκι υπέρ του ρεμπέτικου, στην περίφημη Διάλεξή του.

 

Η διάλεξη του Χατζιδάκι ήταν το ξεκίνημα της «απενοχοποίησης», καθώς στο πλευρό του τάχθηκαν μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Κούνδουρος, Φοίβος Ανωγειανάκης και Αργύρης Κουνάδης. Οι διαμάχες πλέον είχαν περιοριστεί στα έντυπα της Αριστεράς, όπως η «Επιθεώρηση Τέχνης» και η «Αυγή», ιδίως μετά την επάνοδο του Θεοδωράκη από το Παρίσι το 1960 και τη χρησιμοποίηση οργάνων και προσώπων από τον χώρο του ρεμπέτικου (Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μανώλης Χιώτης, Καίτη Θύμη) στη λαϊκή εκδοχή του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου.

 

Η μεγάλη προσωπικότητα του ρεμπέτικου, Νίκος Βαμβακάρης ή αλλιώς «πατριάρχης» του είδους έμενε στα κακόφημα Ταμπούρια, όπου το πρωί εργαζόταν στα κάρβουνα και το βράδυ διασκέδαζε στους τεκέδες, εκεί που ήρθε σε επαφή με την κάνναβη. Αργότερα, πιάνει δουλειά ως λιμενεργάτης και καταλήγει εκδορέας στα σφαγεία της πόλης. Ωστόσο, η μουσική ήταν το μεγάλο πάθος του (από μικρός άκουγε τον πάτερα του να παίζει γκάιντα -ναι, γκάιντα- και να γράφει τα δικά του τραγούδια), και σύντομα έγινε ένα από τους κορυφαίους αυτοδίδακτους οργανοπαίκτες.

 

Με πρωτοβουλία της UNESCO, το 1980 ο Βασίλης Τσιτσάνης ηχογράφησε ένα διπλό δίσκο με τίτλο ‘Χάραμα’, όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του.

 

Με πληροφορίες από «ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Η Ιστορία του Ρεμπέτικου», Μουσικές Διαδρομές, Π. Κουνάδης, Τα Ρεμπέτικα, εκδ. «ΤΑ ΝΕΑ»

Πηγή: larissanet.gr

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2023

 

 

Λαογραφικά αντικείμενα

 

Τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν παλιά στο σπίτι ήταν πολλά και διέφεραν από περιοχή σε περιοχή. Παρακάτω, θα δούμε μερικά από αυτά τα αντικείμενα και τη χρήση τους.

 

ΥΦΑΝΣΗ

 


 

Ο αργαλειός: Εδώ υφαίνονταν τα ρούχα της οικογένειας. Χοντρά κλινοσκεπάσματα, στρωσίδια για το σπίτι, σεντόνια και τραπεζομάντηλα και υφάσματα βαμβακερά και μεταξωτά για το ράψιμο των ρούχων. Τα σύνεργα πολλά. Η ρόκα και το αδράχτι για την δημιουργία του νήματος. Πριν από αυτά,- όταν για πρώτη ύλη για νήμα χρησιμοποιούνταν το σπάρτο-, ο λάκκος για το χτύπημα και τα λανάρια για το ξάσιμο. Τέλος η ανέμη για το τύλιγμα του έτοιμου νήματος.


ΡΟΥΧΑ

 

Για το σπίτι

 

Μπαντανία ή Βελέντζα: Μάλλινο κλινοσκέπασμα, φτιαγμένο από πρόβειο μαλλί, με μάλλινο υφάδι και στημόνι. Η μπαντανία υφαινόταν πάντα στο διπλό από το επιθυμητό μήκος και μετά το υφασμένο ρούχο το έβαζαν στην νεροτριβή, όπου και ‘έμπαινε’ και γινόταν γεμάτο και κρουστό.

 

Ιράμι ή χράμι: Μάλλινο κλινοσκέπασμα από πρόβειο μαλλί. Υφαινόταν με μάλλινο υφάδι και βαμβακερό στημόνι. Ήταν το είδος που συχνά γινόταν και κεντητό.

 

Σάϊσμα: Μάλλινο στρωσίδι από γίδινο-τράγιο μαλλί. Είχε μάλλινο στημόνι και υφάδι και έμπαινε και αυτό στην νεροτριβή όπως η μπαντανία. Είχε συνήθως χρώμα σκούρο γκρι-καφέ και σπάνια λευκό. Τα σαΐσματα τα έστρωναν πάνω στο πάτωμα για να κοιμηθούν στρωματσάδα, ή πάνω στο χώμα όταν κοιμόντουσαν στα κτήματα. Το σάϊσμα έχει το χαρακτηριστικό ότι δεν παίρνει εύκολα φωτιά και γι αυτό είναι καλό στρωσίδι για γύρω από το τζάκι.

 

Τσαντήλι: Είδος λεπτού σαΐσματος με διαστάσεις περίπου 50×100 cm που χρησιμοποιούνταν στο λιοτρίβι για την εξαγωγή του λαδιού από τον πολτό της ελιάς.

 

Στρωσίδι από λινάρι ή σπάρτο: Συχνά χρησιμοποιούταν το σπάρτο για να φτιάξουν φθηνό νήμα που βαφόταν και υφαινόταν, σκέτο ή με κεντήματα. Για να γίνει νήμα μάζευαν τα σπάρτα, τα έβαζαν για μέρες στο νερό σε κάποιο ρέμα, μετά τα πέρναγαν από θερμό νερό, τα ξεφλούδιζαν, τα έξεναν, τα έγνεθαν και τα έκαναν νήμα. Κόπος πολύς για να φτιαχτεί. Μετά με το νήμα αυτό έφτιαχναν στρωσίδια για το πάτωμα, ή θήκη /κάλυμμα για στρώμα κρεβατιού, μέσα στο οποίο έβαζαν σανό ή φλέτσια καλαμποκιού. Με σκέτο το νήμα από σπάρτο, ή με νήμα από λινάρι ύφαιναν επίσης χοντρά πανιά για καθημερινές χρήσεις (π.χ λιόπανα, τσουβάλια, πρόχειρα σακούλια κλπ).

 

Κουβέρτα κουπωτή: Ειδικό σχέδιο κουβέρτας από πρόβειο μαλλί με μάλλινο υφάδι και ειδικό λεπτό βαμβακερό νήμα για στημόνι και ανάγλυφα σχέδια.

 

Κουρελού: Παλιά πανιά και ρούχα κόβονταν σε λουρίδες που υφαίνονταν σε βαμβακερό στημόνι, σαν στρωσίδια του σπιτιού. Μερικές κουρελούδες ήταν υφασμένες σαν φλοκάτες. Όλα τα ρούχα που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι μπαλώνονταν και χρησιμοποιούνταν μέχρι να φθαρούν πολύ. Σαν έφταναν να είναι πολύ φθαρμένα τα έκοβαν και τα ύφαιναν κουρελούδες, πάντα στο πνεύμα του να μην πηγαίνει τίποτα χαμένο.

 

Κουκουλάρικο: Λεπτό πανί από μετάξι, υφασμένο σε ίδιο στημόνι και υφάδι, που χρησιμοποιούνταν για σεντόνια και τραπεζομάντηλα.

 

Αλατζάς: Χοντρό βαμβακερό πανί. Συχνά καρώ λευκό μπλε, λευκό κόκκινο ή μονόχρωμο. Χρησιμοποιούνταν για πρόχειρα σεντόνια, τραπεζομάντηλα, αλλά και για να φτιάχνουν ρούχα και εσώρουχα.

 

Λιόπανα: Λιναρένια υφαντά πανιά για το μάζεμα των ελιών. Αναγκαστικά μικρά σε μέγεθος (περίπου 2χ3 μέτρα, και αρκετά βαριά σε σχέση με τα τεράστια πλαστικά σημερινά).

 

Τραγολιόπανα: Λιόπανα φτιαγμένα από τράγιο μαλλί αραιο- υφασμένο, για να κρατά τον καρπό της ελιάς χωρίς να είναι πολύ βαρύ.

 

Κιλίμι για άλογο: Μικρό ιράμι ή φλοκωτό, με πολλά χρώματα και κέντημα, που έμπαινε πάνω από το σαμάρι του ζώου. Το χρησιμοποιούσαν όταν οι άνθρωποι πήγαιναν επισκέψεις για γιορτές, εκδηλώσεις, ή δουλειές σε άλλα χωριά και στο παζάρι. Ήταν μέρος της καλής/επίσημης εμφάνισης.

 

Καπότα: Κάπα που φορούσαν οι βοσκοί, φτιαγμένη από πρόβειο μαλλί, που ήταν ζεστό και σου επέτρεπε να καθίσεις χάμω, ή πάνω στις πέτρες χωρίς να βραχείς.

 

Γιούρντα: Μακριά καζάκα από μάλλινο ύφασμα για τις γυναίκες.

 

Ταγάρι ή Σακκούλι: Μάλλινο, υφασμένο στον αργαλειό, για καθημερινή και αλλά και για «καλή» χρήση. Το καθημερινό ήταν συχνά μονόχρωμο από σκίνο ή λινάρι, και χρησιμοποιούνταν για να βάζουν μέσα το ψωμί, το κρασί ή τα εργαλεία που έπαιρναν στις αγροτικές δουλειές. Το καλό ήταν μάλλινο, πολύχρωμο, κεντητό ή ριγέ και το παίρνανε μαζί όταν πήγαιναν στο παζάρι, ή πήγαιναν επισκέψεις σε γιορτές ή εκδηλώσεις σε συγγενείς σε άλλα χωριά.

 

ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

 

Γουρνοτσάρουχα: Φτιαγμένα από χοιρόδερμα ραμμένο με σπάγγο, στο πάνω μέρος του οποίου συχνά ραβόταν μάλλινο πανί. Παρά το ότι σαν παπούτσι ήταν εύκολο και φθηνό, και πάλι πολλοί ήταν ξυπόλυτοι ακόμα και με τα χιόνια του χειμώνα. Το ίδιο και τα παιδιά που αστειευόμενος ο δάσκαλος την δεκαετία του 30 -40 αποκαλούσε ‘ξυπόλυτο τάγμα’.

 

Παπούτσια: Συνήθως είχαν ένα μόνον ζευγάρι για την εκκλησιά και τις πιο ‘καλές΄ περιπτώσεις. Όταν μάλιστα πήγαιναν στο παζάρι, ή σε πανηγύρι σε κάποιο άλλο χωριό, τα παπούτσια τους τα κρέμαγαν στο σαμάρι του μουλαριού και τα φορούσαν μόλις έφταναν, για να μην τα χαλάσουν περπατώντας στα μονοπάτια.

 

Ρόδα: Με ένα κομμάτι από ρόδα και δέρμα φτιαχνόταν ένα είδος σκληρής και ανθεκτικής παντόφλας, ιδανικής για τις αγροτικές δουλειές . Ήταν το πιο κοινό παπούτσι για άντρες και γυναίκες.

 

ΕΠΙΠΛΑ

 

Κρεβάτι: Χειροποίητο από ξύλο. Αποτελείται από  2 ξύλινες βάσεις πάνω στις οποίες έβαζαν κατά μήκος χοντρές σανίδες. Πάνω στις σανίδες έμπαινε το στρώμα που αποτελούσε μια θήκη φτιαγμένη από σπάρτο ή λινάρι, γεμισμένη με σανό ή ξερά φλέτσια από τα καλαμπόκια.


Αμπάρι / Κασόνι: Μεγάλο ξύλινο κασόνι, συνήθως με 2 χώρους όπου φυλασσόταν το γέννημα(= το σιτάρι) και το καλαμπόκι. Από εκεί έπαιρναν σταδιακά ποσότητες από σιτάρι για να το πάνε στον μύλο να το αλέσει να το κάνει αλεύρι.

 

Σοφράς: Χαμηλό τραπέζι στο οποίο έτρωγε η οικογένεια καθισμένη οκλαδόν στο πάτωμα.

Κασέλα: Ξύλινο μπαούλο, μερικές φορές ζωγραφιστό όπου φυλάσσονταν ρούχα, ασπρόρουχα, σεντόνια και πετσέτες.


Μπαούλο
Σκαμνί

 

Νάκα: Το κρεβάτι-κούνια των μωρών που το μετέφερε στον ώμο η μητέρα στο χωράφι και στις δουλειές. Στο σπίτι το κρεμούσαν από κάποιο δοκάρι, στο χωράφι από κάποιο δέντρο, ώστε το μωρό να είναι ασφαλές και να το κουνάνε να ησυχάζει. Χρησιμοποιούνταν για τα μωρά μέχρι κάποιων μηνών που ήταν τυλιγμένα στις φασκιές κι έτσι μπορούσαν να ‘χωρούν’ στην νάκα. Φτιαγμένη από δέρμα και ξύλο.

 

Η Νάκα και η Σαρμάνιτσα – Κείμενο της Ειρήνης Θεοδωροπούλου- Νοεμ 2018

 



 

Η νάκα, η σαρμανίτσα κι άλλα παλιά κι αξέχαστα…

Όσοι δεν γνώρισαν τη νάκα, γνώρισαν τη σαρμανίτσα κι όσοι δεν τα γνώρισαν, σίγουρα έχουν κάπου ακούσει το τραγούδι της Χάιδως:

 

Τι να σε κάνω Χάιδω μου δεν μπορώ
ορέ και εσύ θέλεις παιχνίδια
και εγώ παιχνίδια Χάιδω δεν μπορώ.
Άιντε δεν μπορώ.

Τι να σε κάνω Χάιδω μου δεν μπορώ
ορέ παιχνίδια να σου παίξω
θέλεις στην κούνια Χάιδω βάλε με
ορέ θέλεις στην σαρμανίτσα
και με το πόδι σ’ Χάιδω μ’ κούνα με
άιντε κούναμε.και με το χέρι γνέσε….

 

Πολυάσχολες οι γυναίκες του παλιού καιρού μαζί με τις τόσες αγροτικές ασχολίες, είχαν και τη φροντίδα της μητρικής … ιδιότητας… Αν δεν κουβαλούσαν ζαλωματιές από ξύλα, κλαριά ή τσουβάλια και καλάθια, κουβαλούσαν στη νάκα το νεογέννητο για να πάνε να θερίσουν ή να τρυγήσουν ή τέλος πάντων να συνεισφέρουν στο μόχθο της επιβίωσης με τα ακούραστα χέρια την υπηρεσία τους. Έβαναν το μωρό στη νάκα και τρέχανε στα χωράφια. Η νάκα ήταν δερμάτινη με μάκρος περίπου ένα μέτρο, πλατύτερη στο πάνω μέρος και στενότερη στο κάτω. Στα πλάγια ήταν προσαρμοσμένα δύο ξύλα που εξείχαν λίγο. Στις εξοχές των ξύλων στήριζαν δερμάτινες λουρίδες, σαν λαβές, για να τις πιάνουν και να μεταφέρουν τη νάκα. Το εξωτερικό της ήταν στολισμένο με χάντρες και δερμάτινα κεντήματα. Τα ξύλα ήταν από παλιούρι (άγριο αγκαθωτό φυτό) για να προστατεύεται το παιδί από το μάτιασμα.


Η σαρμανίτσα ήταν ένα είδος κούνιας που χρησιμοποιείτο στην περιοχή της Ηπείρου, όπου κοίμιζαν και κουνούσαν τα μωρά, το οποίο κούνημα γινόταν και με τα πόδια, όταν η μάνα είχε πιασμένα τα χέρια με γνέσιμο, μπάλωμα, ή πλέξιμο. Είναι μικρό ξύλινο φορητό κρεβατάκι, καμωμένο από τρεις κοντόπλατες σανίδες καρφωμένες σε σχήμα σκαφιδιού και στερεωμένες σε δύο τέτοιες κάθετες με στρογγυλή βάση, πλατύτερη και πιο ψηλή προς το κεφάλι και χαμηλότερη των ποδαριών η άλλη. Εκεί το νανούριζαν και σιγά σιγά το’ παίρνει ο ύπνος…

Πάρε το ύπνε το παιδί,
κι άμε το στα περβόλια.
Γέμισε τα στηθάκια του,
γαρύφαλλα και ρόδα.
Κοιμήσου εσύ, μωράκι μου,
σε κούνια καρυδένια,
σε ρουχαλάκια κεντητά
και μαργαριταρένια.
Κοιμήσου με τη ζάχαρη,
κοιμήσου με το μέλι
και νίψου με το ανθόνερο,
που νίβονται οι αγγέλοι.
….. …. ……

 

ΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

 

ΝΕΡΟ / ΠΛΥΣΗ

 

Η βούτα: Μεγάλο ξύλινο ανοιχτό επάνω δοχείο για την  μεταφορά νερού για διάφορες χρήσεις από τον Κάναλο,- την βρύση στο σπίτι. Τις βούτες κουβαλούσαν με τα μουλάρια-  τις φόρτωναν ανά 2 μια σε κάθε πλευρά του σαμαριού.

 

Η βαρέλα: Κλειστό μικρότερο βαρελάκι για μεταφορά και αποθήκευση πόσιμου νερού από τον Κάναλο, ή τα πηγάδια.

 

Η στάμνα: Πήλινο  δοχείο για να μεταφέρει αλλά και να κρατά δροσερό το πόσιμο νερό στο σπίτι.

 

Το μπουγιέλο: Σιδερένιος κουβάς για να βγάζουμε νερό από το πηγάδι, ή για την μεταφορά νερού/υγρών.

 

Το λεβέτι: Το μεγάλο καζάνι.

 

Το χαρανί: Το μικρό καζάνι- ή μεγάλη κατσαρόλα

 

Το ασκί ή τουλούμι: Ασκός για το κρασί φτιαγμένο από δέρμα κατσικιού.

 

Ο κόπανος: Για το πλύσιμο των χοντρών ρούχων

 

ΨΩΜΙ

 

Το σκαφίδι: Ξύλινη σκάφη μέσα στην οποία ζύμωναν το ψωμί

 

Η ξύστρα: Το σιδερένιο εργαλείο με το οποίο ξύνανε και καθάριζαν τα υπολείμματα ζυμαριού από το σκαφίδι

 

Το πλαστήρι: Εδώ πάνω έπλαθαν τα καρβέλια του ψωμιού. Αρκετά σπίτια είχαν μικρότερο χωριστό πλαστήρι για τα πρόσφορα.

 

Η πινακωτή: Σανίδα με μικρά χωρίσματα στα οποία τοποθετούσαν τα πλασμένα καρβέλια του ψωμιού. Εδώ τα σκέπαζαν με πανί και τα τύλιγαν με κουβέρτα και τα άφηναν για να ζεσταθεί και να φουσκώσει η ζύμη πριν να τα βάλουν στον φούρνο να τα ψήσουν.

 

Το φτυάρι του φούρνου: Ξύλινο φτυάρι με το οποίο φούρνιζαν το ψωμί

 

ΛΑΔΙ

Κιούπια

 

ΦΑΓΗΤΟ – ΣΚΕΥΗ

 

Ο τέντζερης

Το τηγάνι

Το ταψί

Το φτσέλι

Η βεδούρα

 

 

ΓΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΩΝ ΦΑΓΗΤΟΥ

 

Λοκανίστρα: Ειδικό χωνί με το οποίο γέμιζαν τα χοιρινά λουκάνικα

 

Τσιγγέλια: Ξύλινα άγγιστρα για να καπνίζουν το χοιρινό

 

Η Κάδη: Ξύλινο ψηλόλιγνο κυλινδρικό δοχείο, όπου χτυπούσαν το γάλα για να γίνει βούτυρο

 

ΦΩΣ

Η λάμπα πετρελαίου

Το λυχνάρι

 

ΦΩΤΙΑ

Η Μασιά

Η ξυλογαϊδάρα

Η σιδεροστιά

Το φυσερό

Τα σίδερο με κάρβουνα

 

ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΓΙΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ & ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ

 

ΚΟΠΗ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΞΥΛΩΝ

Τσεκούρι

Κλαδευτήρι

Πριόνι

Κόφτρα για κόψιμο κορμών: Μακριά πριονωτή κορδέλα με πιάστρες από τις δύο άκρες. Την χρησιμοποιούσαν 2 άνδρες που κρατώντας την μια άκρη ο καθένας και τραβώντας  έκοβαν με αυτό τον τρόπο σε κομμάτια μεγάλους κορμούς δέντρων

 

Αμπάρα για κάθετο κόψιμο ξύλων

 

Αρίδι: Εργαλείο για να τρυπάζει το ξύλο

 

Πλάνη

Σφυρί, κάβουρας, πένσα

 

Ο Κουταλογλύφτης: Εργαλείο με το οποίο που σκάβανε το ξύλο για να φτιάξουνε κουτάλες

 

 

ΣΚΑΨΙΜΟ

Κασμάς

Αξίνα

Ξινάρι

Φτυάρι

 

 

ΟΡΓΩΜΑ

Ζυγός για βόδια

Ζυγός για μουλάρια ( 2πλός και απλός )

Αλέτρια

Ξύλινο δίφτερο

Σιδερένιο μονόφτερο

Σβάρνα

 

 

ΘΕΡΟΣ – ΑΛΩΝΙΣΜΑ

 

Δρεπάνι

 

Χαράρια: Πλέγμα από λεπτά ξύλα και σχοινιά για την μεταφορά του σανού.

 

Δικράνι: Ξύλινη τρίαινα για το γύρισμα του αλωνιού, το λίχνισμα του σταριού, και την μεταφορά σανού για τα ζώα.

 

Δρυμόνι: Μεγάλο κόσκινο που χρησιμοποιούσαν για να περάσουν το σιτάρι,- μετά το αλώνισμα και το λίχνισμα-, για να καθαρίσει από τα τελευταία άγανα και πετρούλες.

 

Μύλος για το σιτάρι: 2 πέτρες που γυρίζοντας έτριβαν το σιτάρι ή το καλαμπόκι

 

 

ΑΜΠΕΛΙ / ΤΡΥΓΟΣ

 

Κειαφιστήρι

Ψικαστήρα

 

Κόφες: Μεγάλα κοφίνια για το μάζεμα των σταφυλιών

 

Τσιφιλιά: Ξύλινη κατασκευή με την οποία συμπίεζαν τα στέμφυλα ( = τα πατημένα σταφύλια -υπόλοιπα από το πατητήρι ) για να βγάλουν το υπόλοιπο του χυμού τους

 

Βαρέλι

 

 

ΣΥΚΑ

 

Καλαμωτή: Εδώ έλιαζαν τα σύκα. Παλιότερα τις χρησιμοποιούσαν και για την εκτροφή των μεταξοσκωλήκων.

 

ΖΩΝΤΑΝΑ

 

Σεντράνι ή Σιαντράνι: Εδώ ξύνανε τα νύχια των μουλαριών

 

Σαμάρι

 

Μπαϊλτούμια: Τα πέτσινα ζωνάρια και λουριά που στηρίζαν το σαμάρι

 

Φούμωτρο

Λαιμαργιά για το όργωμα

Κουλούρα για το αλώνι

Χαλινάρι

Τροκάνια

Σπηρούνια

Προβατοψαλίδα

 

 

ΔΙΑΦΟΡΑ

 

Το στατέρι

Η πλάστιγγα

Το καλούπι για τα κεραμίδια

Το εργαλείο για εργασίες τσαγγάρη

 

 

Πηγή: tourkoleka.gr