...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2023

Οι Κουρές: ένα έθιμο και μια συνήθεια…

Του Σήφη Πετράκη

… που αναλλοίωτες μας έρχονται από τα παλιά.

» Από το βιβλίο μου “Ορεινές Μαδαρίτικες Αθιβολές τσ’ Αση-γωνιώτικης ρίζας”



Αρκετά πράγματα στην Ασηγωνιά έμειναν αναλλοίωτα στο διάβα των χρόνων. Των χρόνων που ισοπέδωσαν αλλού, παλιές συνήθειες, ήθη, έθιμα και τρόπο ζω­ής. Αντιστέκεται ο Ασηγωνιώτης σθεναρά και με πείσμα σε ξενόφερτες συνήθειες και προσπάθειες να κρατήσει και να μεταλαμπαδεύσει στους νεότερους τον πα­λιό τρόπο ζωής των προγόνων του. Σε ελάχιστα μέρη αποκρατεί ακόμα το έθιμο της συνεπαρσιάς στο γάμο. Ίσως μόνο στην Ασηγωνιά.

Mια από τις συνήθειες που αναλλοίωτα φθάνει μέχρι τις μέρες μας, είναι και οι κουρές. Όπως έγραψα και παλαιότερα στα «Χ.Ν.», δυο φορές τον χρό­νο δίδεται η ευκαιρία στον Αση-Γωνιώτη βοσκό να επιδείξει το κοπάδι του. Η μία είναι η γιορτή του Απριλιάτικου Άι Γιώργη. Τότε που θα κατηφορίσει το κοπάδι του ο βόσκος από τη μαδάρα, ομορφοτσαφαρωμένο, με όσο γίνεται πε­ρισσότερους κριγιοΰς και τράους για να το αρμέξει στη χάρη του. Ακούς τότε τους υπολοίπους βοσκούς:
— Είδες μωρέ το κουράδι του Μιχάλη! Θεόψυχά μου άδε ν’ έσερνενε σα τριάντα τράους και κριγιοΰς. Και τέτοιο τσαφάρωμα δεν το είδα ποτές μου. Εί­δες λέρια!

Η άλλη ευκαιρία είναι οι κουρές, που αρχίζουν από τον Μάιο και μετά, και θα πρέπει να ξαλαφρώσει το πρόβατο από το μαλλί. Παλαιότερα το μαλλί ήταν σχε­δόν πολύτιμο είδος. Ειδικά στις φαμελιές που είχαν κοπελιές, έπρεπε οπωσδήποτε να εξοικονομηθεί το μαλλί, που θα χρησιμοποιηθεί σαν πρώτη ύλη για τα προυκιά και το χειρότερο ήταν αν η φαμελιά δεν είχε πρόβατα. Περίμεναν να τους καλέ- σουν σε κάποιες κουρές συγγενείς ή φίλοι για να πάρουν ένα ή δυο μποκάρια, (το μαλλί που βγάζει ένα πρόβατο λέγεται μποκάρι) και έτσι κάπως να βολευτούν.
Σήμερα δυστυχώς η τιμή τού μαλλιού είναι εντελώς απογοητευτική. Είναι τό­σο εξευτελιστική, που οι βοσκοί αρκετές φορές αφήνουν τα μαλλιά στον τόπο της κουράς.

Και πώς ήτανε μπάρμπα Πέτρο παλιά οι κουρές; είχα ρωτήσει έναν εκατο­χρονίτη μαδαρίτη βοσκό.
- Οι κουρές, κοπέλι μου, μια φορά ήτανε φέστα! Ήτανε πανηγύρι. Έπρε- πενε να καλέσεις ούλο τον γκόσμο και απού τα ξένα χωριά.
Και ανείχενε, ξεχάσεις κιανένα, αυτός επαραξήγα. Πολλές φορές εφέρνανε και λυρατζήδες.
Αυτή την περιγραφή που μου έκανε ο μπάρμπα Πέτρος την έζησα κι εγώ. Μικρό κοπέλι θυμάμαι, σκαρφάλωνα στους ώμους του θείου μου, του «Παπαγι- ώργη», του Γιώργη του Γύπαρη, για να με ανεβάσει στο Σελί, στο μιτάτο του στο Βρούλινο. Εκεί θυμάμαι την πανηγυρική ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι μι- τατάρηδες και οι καλεσμένοι τους.

Η πανηγυρική ατμόσφαιρα καθώς και ο παλιός τρόπος που γίνονταν οι κου­ρές, έχουν διατηρηθεί και μέχρι τις μέρες μας!
Ο ιδιοκτήτης του κοπαδιού αρκετές μέρες πιο πριν, θα αρχίσει να καλεί.
… Σύντεκνε Στελή, την άλλη μέρα κουρεύω στο «Βράσκο» και είσαι καλε­σμένος!
Δεν πρέπει να αρνηθεί και δεν αρνείται την πρόσκληση κανένας. Μόνο στην περίπτωση που άλλος τον έχει καλέσει πιο μπροστά.
… Δε γατέω, καημένε σύντεκνε ανέρθω… Κατέεις πως κουρεύει και ο ξάδερ­φος μου ο Πέτρος στο Καταγόρι και… είντα θα γενώ! απού δε μπορώ να μη μπάω κι εκειά.
... Όι σύντεκνε, εγώ δεν το κάτεχα πως εκούρευενε ο ξάδερφός σου, μα του χρόνου…
Οι βοσκοί προσέχουν να μην κουρεύει άλλος την ίδια μέρα και για το λόγο ότι οι κουρίσκοι, αυτοί δηλαδή που κουρεύουν και που είναι οι ίδιοι οι βοσκοί, που από μικρά παιδιά ασκούνται στο κούρεμα κάθε χρόνο, είναι μετρημένοι. Γιατί ένα κοπάδι με 300-400 πρόβατα θέλει αρκετές ώρες και αρκετούς κουρί- σκους για να τελειώσει. Και για τον λόγο πως δεν μπορείς και δεν επιτρέπεται να κρατάς το κοπάδι πολλές ώρες στην κούρτα.

Η δουλειά του κουρίσκου, αυτού δηλαδή που με το πρόσφατα ακονισμένο ψαλίδι κουρεύει, είναι και επίπονη, αλλά πάνω απ’ όλα είναι υπεύθυνη και λε­πτή εργασία. Πρέπει να προσέχει να μην τραυματίσει το πρόβατο που κουρεύ­ει. Αυτό συμβαίνει καμιά φορά με τους νέους και άπειρους κουρίσκους. Κι εγώ προσπάθησα κάμποσες φορές να κουρέψω. Όμως, έπειτα από ένα τραυματισμό που προκάλεσα άθελα μου, δεν εξάσκησα ξανά το σπορ του κουρίσκου.
Περιορίζομαι να πιάνω οζά, να τα αμπουζιάζω -δένω τα πόδια- και τα κου­βαλώ στους κουρίσκους που πάντα κάθονται στη θέση τους και περιμένουν το επόμενο οζό. Η δουλειά αυτή είναι αρκετά κουραστική, όμως καθόλου υπεύ­θυνη. Είναι κάτι σαν βοηθητική εργασία.
Μόνο αν ξεμπουζιαστεί -λύσει το σχοινάκι- τότε αρχίζει η πλάκα και το δού­λεμα από τους κουρίσκους.
— Γειαε το Μανόλη! Είντα δέσιμο ’καμες πάλι! Ετσά τα δένουνε τα ζα;
Δεν έεις πλια δύναμη να το δέσεις;
Μήμπανά ’πιες κιαμιά κούπα αποντενεδά. Έχε μια ουλιά ’πομονή μα οπου- νάναι τελειώνομε.

Παράλληλα, λίγο παρακάτω, συνήθως στη σκιά κάποιου ασφένταμου, έχουν αρχίσει να στρώνουν μια τάβλα, που σε τίποτα δεν υστερεί από τη στρωμένη τά­βλα της βάφτισης ή του γάμου και αρκετές φορές είναι περισσότερο παραφορ­τωμένη από κρέατα, τυριά, μέλια και καλό κρασί! Ο ιδιοκτήτης έχει σφάξει πρό­βατα ή έχουν κάνει πιο μπροστά μια μικρή «εκστρατεία» στη μαδάρα για να βρουν τράους ή αίγες από αυτές που διατηρούν εκεί σε ημιάγρια κατάσταση και που μόνο με το τουφέκι πιάνονται.
Αν σε καλέσουν, λοιπόν, όπως με κάλεσαν και μένα φίλοι, θα πρέπει να δε­χθείς την πρόσκληση.
Θα ζήσεις την όμορφη και αναλλοίωτη ατμόσφαιρα της γιορτής της κουράς.

Υστερόγραφο – Για εφέτος οι κουρές έχουν τελειώσει. Για του χρόνου όμως αν σας καλέσουν σε κάποιες κουρές, θα πρέπει να πάτε και δεν θα το μετανιώσετε.

 

 

Πηγή: haniotika-nea.gr

 

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

Η νύφε κρατεί μάχ’ – Το ποντιακό έθιμο της σιωπής όπως το αφηγήθηκε η Θεοδούλα Φωτιάδου

 

«Να κάθεσαι σιωπηλή σαν το βόδι, και να κουνείς το κεφάλι»

 

                                        Η Θεοδούλα Φωτιάδου (φωτ.: istorima.org)

 

Ένα πραγματικά συντηρητικό έθιμο, ενδεικτικό της πατριαρχικής ποντιακής κοινωνίας, ήταν το μαχ’ (ή μας) – ουσιαστικά επρόκειτο για την υποταγή της νύφης στην οικογένεια του συζύγου της, καθώς δεν είχε δικαίωμα να μιλά ευθέως στα πεθερικά (με τα οποία συνήθως έμενε μαζί), και σε άλλα σεβάσμια πρόσωπα του οικογενειακού κύκλου.

 

«Η νύφε κρατεί μαχ’» είναι η φράση στην ποντιακή διάλεκτο.

Πολλές ποντιακές οικογένειες κράτησαν… αμίλητες τις νύφες και μετά την εγκατάσταση στην Ελλάδα. Η Θεοδούλα Φωτιάδου, η οποία γεννήθηκε το 1928 στην Ποντοκώμη και παντρεύτηκε το 1949 αυτόν που διάλεξαν οι δικοί της, για σχεδόν δύο χρόνια δεν απευθυνόταν στον πατέρα του άνδρα της.

«Δεν μπορούσα να τον πω: “Έλα να φας”, πώς να τον φωνάξω, αφού δεν τον μιλούσα;» είπε στη Νίκη Φωτιάδου, η οποία κατέγραψε τη μαρτυρία της για το istorima.org:

 

                                        Η Θεοδούλα Φωτιάδου (φωτ.: istorima.org)

 

«Άμα λέγω σεν’ πότε γεννήθηκα, θα τα χάσεις. Γεννήθηκα το ’28 στην Ποντοκώμη, ένα προσφυγικό χωριό. Ήμασταν όλοι πρόσφυγες, οι γονείς μας είχαν έρθει απ’ τον Πόντο.

 

»Όταν πήγα είκοσι χρονών, με αρραβωνιάσανε. Ήταν αλλιώτικα χρόνια τότε, τότε ό,τι έλεγαν οι γονείς, γινότανε. Χωρίς να σε ρωτήσουν έδιναν το λόγο κι ήθελες δεν ήθελες, όποιον σου ‘λέγαν έπαιρνες, αυτός ήτανε. Ήταν αλλιώτικα χρόνια. Να σκεφτείς, όταν κάποια ντυνότανε νύφη έπρεπε να πάει στα σπίτια των συγγενών, να πλύνει τα πόδια τους και να τους βάλει τις κάλτσες, τα ορτάρια.

 

»Παντρευτήκαμε το ’49 κι ήρθαμε στο χωριό του άντρα μου, στην Κατράνιτσα. Μόλις ήρθαμε έκλαιγα, έλεγα: “Παναγία μου, εγώ εδώ πού ήρθα;”. Γιατί η Κατράνιτσα είχε καεί από τους Γερμανούς στην Κατοχή και δεν είχαμε σπίτι, δεν υπήρχανε σπίτια, όλα ήταν καμένα. Κοιμόμασταν μέσα στο φούρνο και μέρα-νύχτα ο Αλέκος, ο άντρας μου, δούλευε για να φτιάξει το σπίτι. Πηγαίναμε στα καπνά, ερχόμασταν, και πήγαινε και σ’ άλλη δουλειά μετά. Σκοτωνόταν στη δουλειά.

 

»Τον λυπόμουνα τον άντρα μου γιατί οι Γερμανοί, όταν έκαψαν το χωριό, σκότωσαν τη μάνα του και τ’ αδέρφια του. Δεν είχε κανέναν συγγενή πια, μόνο τον πεθερό μου. Έτσι, στο σπίτι μέναμε ώρες πολλές εγώ και ο πεθερός μου όσο ο άντρας μου δούλευε.

 

»Η μάνα μου πριν παντρευτώ, μου είπε: “Θα κρατείς το Μας. Δεν θα μιλάς στον πεθερό σου”. Αυτό το έθιμο το είχανε από παλιά, οι παππούδες, οι προπαππούδες, εκείνοι. Τώρα ποιος το κρατάει; Κανένας. Αλλά τότε έπρεπε να το κρατάς.

 

»Οι νύφες δεν έπρεπε να μιλούν στον πεθερό τους, ποτέ. Άμα σε έβλεπε κανείς να μιλάς, σε κακολογούσαν.

 

»Οπότε τι να κάναμε; Το κρατούσαμε. Ξέρεις, λοιπόν, πώς τρώγαμε το μεσημέρι; Έβαζα το τραπέζι, το έβλεπε ο πεθερός μου και ερχόταν και καθόταν. Δεν μπορούσα να τον πω: “Έλα να φας”, πώς να τον φωνάξω, αφού δεν τον μιλούσα; Αν ήταν κι άλλοι συγγενείς, καθόντουσαν όλοι στο τραπέζι κι εγώ, η νύφη, στεκόμουν στην πόρτα από πίσω κι έκανα χουσμέτια, δηλαδή, αν ήθελε κανένας νερό, έλεγε: “Φέρε με νερό”, και πήγαινα κι έφερνα. Κι όταν τον έδινα το ποτήρι, έπρεπε να τον φιλήσω και το χέρι. Όσες ώρες καθόντουσαν, εγώ καθόμουν όρθια για να τους υπηρετώ. Μόνο όταν έφευγαν όλοι καθόμουν κι εγώ να φάω. Τι θα έκαμνα; Έτσι κάνανε οι παλαιοί. Νύφη αυτό σήμαινε: να κρατάς το Μας, να κάθεσαι σιωπηλή σαν το βόδι, και να κουνείς το κεφάλι.

 

»Τώρα, αν ήθελα να πω κάτι στον πεθερό μου; Πήγαινα στον άντρα μου ή σε κάποιον άλλον συγγενή κι έλεγα: “Πες τον, εκείνο θέλω”. Οτιδήποτε ήθελα έπρεπε να πάω, να ψάξω, να βρω κάποιον να τον πει. Όμως εγώ δεν είχα κανέναν μέσα στο σπίτι, ο άντρας μου δούλευε πολύ.

 

»Και πού να πάω να ψάξω κάποιον συγγενή κάθε φορά που ήθελα να τον πω κάτι;

 

»Κάποια στιγμή ο πεθερός μου ξαναπαντρεύτηκε, αλλά η πεθερά μου ήτανε δύσκολη. Σε εκείνη άλλα την έλεγες να τον πει, άλλα πήγαινε και τον έλεγε. Και οτιδήποτε στραβό γινόταν μέσα στο σπίτι με κατηγορούσε, και εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω. Ούτε στον άντρα μου τα έλεγα, γιατί δεν ήθελα να τον στενοχωρώ.

 

»Το έθιμο Μας σταμάταγε μόνο όταν σου ζητούσε ο ίδιος ο πεθερός σου να τον μιλήσεις. Αν στο ζητούσε ποτέ. Πέρασε ένας χρόνος, πέρασαν δύο, εγώ δεν άντεξα. Δεν κράτησα εγώ πολύ. Άμα δεν έχεις κανέναν να πεις: “Πες τον εκείνο”, “Κάν’ τον εκείνο”, πώς να πας; Τον φίλησα το χέρι και τον μίλησα! Παρόλο που δε μου το είχε ζητήσει εκείνος…

 

                                            Με τα παιδιά της (φωτ.: istorima.org)


»Ευτυχώς, ο πεθερός μου ήταν καλός, μ’ αγαπούσε. Μετά απ’ αυτό, μ’ άφησε να τον μιλώ. Και μετά όλα πήγαν καλά, έκανα και τον γιο μου, τον Αντώνη, και τρελαινότανε μ’ αυτόν, με τον εγγονό του».

 

Πηγή: pontosnews.gr

Ο μήνας Νοέμβριος στην ελληνική παράδοση

 



 

Ο Νοέμβρης, όπως λέει το όνομά του (από το λατινικό novem=εννιά), σύμφωνα με τους Ρωμαίους ήταν ο ένατος μήνας αρχομένης της πρωτοχρονιάς από 1η Μαρτίου, ενώ σήμερα από την πρωτοχρονιά της πρώτης Ιανουαρίου είναι ο ενδέκατος μήνας. Στο στόμα του ελληνικού λαού ο Νοέμβρης έχει ίσως τα περισσότερα ονόματα από όλους.

 

Τα ονόματα που παίρνει από τους αγίους είναι τα εξής: Αϊ Γιώργης από τη γιορτή του αγίου Γεωργίου του επονομαζόμενου Σποριάρη ή Μεθυστή. Αϊ Ταξιάρχης, Αϊ Στράτηγος ή Αρχαγγελιάτης από την γιορτή των Ταξιαρχών, στις 8. Αϊ Φιλιππιάτης ή μόνο Φιλιππιάτης από τη γιορτή του αγίου Φιλίππου στις 14. Αγιαντρέας και Αντριάς από τη γιορτή του αγίου Αντρέα στις 30.

 

Από της γεωργικές δουλειές που γίνονται την εποχή αυτή ονομάζεται κατά τόπους Σποριάς, Σποριάτης, Σπαρτής, Σπαρτάρης, Μεσοσπορίτης. Ονομάζεται επίσης  Κρασομηνάς από το κρασί που ανοίγουν αυτήν την εποχή) και Τρυγομηνάς (στα μέρη όπου έχουν καθυστερημένο τρύγο, όπως λ.χ. στην Οινόη του Πόντου).

 

Ονομάζεται ακόμη και Νειαστής (από το ρήμα νειάζω που σημαίνει οργώνω). Από τον καιρό, τέλος,  που αποτελεί σημαντικό περιεχόμενο του χρόνου, ονομάζεται  κατά τόπους Ανακατωμένος, Βροχάρης, Παχνιστής, Σκιγιάτης (γιατί μεγαλώνει η νύχτα και σκιάζεται, λένε, η γη) ή για τον ίδιο λόγο, Χαμένος. Λέγεται επίσης και Μπρουμάρης (όνομα, κυρίως του Δεκέμβρη, από τη ρωμαϊκή γιορτή Brumalia, που έχει σχέση με τις μικρότερες μέρες του έτους γύρω στη χειμερινή τροπή, τις οποίες οι ρωμαίοι ονόμαζαν brumae).

 

Η δύση του αστερισμού της Πλειάδας (Πούλιας) σημαδεύει τη αρχή του χειμώνα για το λαό μας  και τοποθετείται στη γιορτή του αγίου Φιλίππου στις 14 Νοεμβρίου (ενώ η ανατολή της που σημαδεύει την αρχή του καλοκαιριού τοποθετείται στη γιορτή του Κωνσταντίνου και Ελένης στις 21 Μαΐου). Κατά άλλους η δύση της Πούλιας και αρχή του χειμώνα τοποθετείται στη γιορτή του άσημου αγίου Πλάτωνα στις 18 του μήνα όπου  μαντεύονται τον καιρό που θα κάνει όλο το χρόνο ή το Σαρανταήμερο των Χριστουγέννων.

 

Την εποχή αυτή έχουμε την αντιδικία των γεωργών και κτηνοτρόφων λόγω γειτνίασης. Οι Βλάχοι και οι Σαρακατσάνοι χρειάζονται λιβάδια και καλύβες, ενώ από την άλλη μεριά, οι γεωργοί, όσο πληθαίνουν, θέλουν περισσότερο καλλιεργήσιμο χώρο. Είναι φυσικό να υπάρχουν προστριβές. Ωστόσο με την συνεννόηση και με την οργάνωση των χωραφιών σε ζώνες καλλιέργειας, έτσι ώστε να υπάρχει χέρσο μέρος για τους κτηνοτρόφους, λύνεται το πρόβλημα (από τους τσιφλικάδες, τις κοινότητες και το νοίκι που πληρώνουν οι κτηνοτρόφοι). Στα περισσότερα μέρη  η πανάρχαια αυτή αντιδικία λύνεται με καλή θέληση σε ατομικό επίπεδο και μετατρέπεται σε αλληλοβοήθεια. Πάντως, ακόμα και εκεί που φαίνεται ότι γεωργοί και κτηνοτρόφοι ότι ορθολογικά έχουν λύσει τις διαφορές τους, διακρίνεται και υποβόσκει ακόμα η ενδόμυχη έχθρα τους. Την απάντηση σε αυτό μας τη δίνει ένα έθιμο των πιστικών (κτηνοτρόφων), στην Κω, που γίνεται την ημέρα της επίσημης γιορτής, της γιορτής των «Τριών Ανοματών», δηλαδή των τριών Ιεραρχών. Την ημέρα αυτή στέλνουν στην εκκλησιά μια «λειτουργιά» (πρόσφορο), για να μνημονεύσει ο παπάς ζωντανούς και πεθαμένους και σφάζουν το πρώτο «γεμελάκι». Ο πιστικός πρέπει να φάει τη γλώσσα. Την ώρα που τη μασάει τον ρωτάει η γυναίκα του: «Τι είν’ αυτό που μασάς;»  Κι αυτός απαντάει: «των ανυχάδων τις γλώσσες». Ανυχάδες λένε οι πιστικοί τους γεωργούς, επειδή ξύνουν τη γη. «Κείνος ο ανυχάς έξυσε τον κόσμο», λένε, δηλαδή όργωσε όλο τον κόσμο, τόσο άπληστος είναι, που δεν άφησε ακαλλιέργητο τόπο να χορταριάσει για να φάνε τα ζωντανά.

 

Όπως  φάνηκε εδώ, ο Νοέμβρης είναι ο πιο κρίσιμος μήνας, τόσο για το γεωργικό όσο και για τον κτηνοτροφικό τρόπο ζωής. Το περιεχόμενο του είναι για τους γεωργούς η σπορά και για τους μετακινούμενους κτηνοτρόφους το κατέβασμα στα χειμαδιά.

 

Υπάρχουν, ωστόσο, και  ορεινοί πληθυσμοί που δεν μετακινούνται (λ.χ. Πιέρια). Για αυτούς το κρύο και το χιόνι και οι αγέλες των πεινασμένων λύκων, που τους απομονώνει από τον υπόλοιπο κόσμο, τους αναγκάζει να λειτουργήσουν πρακτικά και να προφυλαχτούν. Αποθηκεύουν τροφή για αυτούς και τα ζώα τους και έχουν έτοιμο το τουφέκι τους να σκοτώσουν τον λύκο ή την αρκούδα. Αυτό το πρακτικό μέρος, όμως, δεν τους είναι αρκετό γιατί ξέρουν καλά πως τίποτε δεν εξαρτιέται μόνο από αυτούς: «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». Γι αυτό οι πράξεις τους συνοδεύονται πάντα από μια  άλλη σειρά πράξεων και λόγων, που αποβλέπουν στο να επηρεάσουν τις δυνάμεις που υπερβαίνουν τον άνθρωπο. Αυτές οι πράξεις και τα λόγια ανήκουν στο επίπεδο της δεισιδαιμονίας, είναι ένας κώδικας συμπεριφοράς που διέπει τις σχέσεις  τους ανθρώπους με το «θείο» το υπερφυσικό. Και σαν κώδικας έχει βέβαια, τη λογική του.

 

Για να μπορέσουν να απευθυνθούν στο χειμώνα και να τον επηρεάσουν με τις πράξεις και τα λόγια τους, πρέπει πρώτα κάπως να τον ορίσουν και του δώσουν ένα πρόσωπο : Ο άγιος Μηνάς (11 Νοεμβρίου) και ο άγιος Αντρέας (30 Νοεμβρίου) και ο άγιος Φίλιππος (30 Νοεμβρίου). Λένε:

Αϊ Μηνάς εμήνυσε του πάππου –του χειμώνα:

Έρχομαι ή δεν έρχομαι και τ’αϊ- Φιλίππου αυτού είμαι.

 

Οι κτηνοτρόφοι πιστεύουν πως ο Αϊ Μηνάς «μηνάει» του χιονιού ναρθεί, φέρνοντας μαζι του, φυσικά, και όλους τους κινδύνους του χειμώνα. Από την άλλη μεριά όμως, κάνει και κάτι καλό : «μηνάει», δηλαδή φανερώνει τα χαμένα ζώα και τα προστατεύει από τους λύκους. Για να ενισχύσουν την προστατευτική δύναμη του αγίου, την ημέρα της γιορτής των τσομπάνηδων «ράβουν», όπως λένε, «το στόμα του λύκου». Στο Δάσκιο Ημαθίας, στις 10 του Παχνιστή (Δεκέμβρη) την Παραμονή του Αη Μηνά οι τσοπάνοι δεν άναβαν φωτιά στο μαντρί για να τους φυλάει ο Άγιος από την λυκνιά (λύκους). Η νοικοκυρά θα «ράψει το στόμα του λύκου», δηλαδή θα ράψει ένα μπάλωμα με λίγη στάχτη χωρίς να το βλέπει και με τα χέρια της πίσω. Μια γυναίκα θα τη ρωτήσει τρεις φορές:

-Τι ράβεις αυτού;

-Ράβου του λύκου το στόμα, πέτρες και ξύλα να τρώει κι ανάκαρα (δύναμη) να μην έχει, απαντάει και το ρίχνει ψηλά στο σπίτι.

 

Στις 30 του μήνα η γιορτή του Αγιαντρέα (Αντριά) είναι από τις πιο σημαντικές των ορεινών της Δ Μακεδονίας. Η γιορτή είναι τριήμερη όπου οι γυναίκες φτιάχνουν ειδικά φαγητά από στάρι και καλαμπόκι. Όποιος τρώει, πρέπει να πει:- Τρώω να παχαίνω (το ειδικό φαγητό λέγεται, άλλωστε, παχιά) και να παχαίνουν τα χωράφια, τα ζωντανά και η γκαστρωμένη να κάνει σερνικό. Και οι άλλοι τον παρακινούν:-Φάε ν’αντρειώσουν τα χωράφια, τα πρόβατα, τα γίδια, τα φοράδια και οι γκαστρωμένες να φκιάξουν παιδιά (δηλαδή αγόρια).

 

Γιατί άραγε λένε αυτές τις μαγικές λέξεις «προς πρόκλησιν ευφορίας» στην γιορτή του Αγιαντρέα; Μα γιατί, παρετυμολογικά, «ο Αντριάς αντρειεύει όλα αυτά πόχουν ζωή: πρόβατα, γίδια και τα χωράφια». Αντρειεύει επίσης και το κρύο. Έτσι, λένε: Σαν έμπει  ο Αντριάς, να καρτεράτε να τ’ασπρίσει, για να πάει καλά η χρονιά, με πλούσια μπερεκέτια». Το χιόνι αυτή την εποχή είναι ευλογία Θεού.

 

Στον κάμπο, για τους γεωργούς το ίδιο είναι οι γιορτές του αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου) και των Εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου). Την άλλη μέρα από τη γιορτή του αγίου Φιλίππου αρχίζει η αποκριά (νηστεία των Χριστουγέννων).

 

Το πιο σημαντικό σημάδι του χρόνου για την σπορά είναι η γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου). Γιαυτό, άλλωστε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας η γιορτή της Παναγιάς λέγεται της Αρχισπορίτισσας, της Μεσοαπορίτισσας και της Ξεσπορίτισσας. Την ημέρα αυτή οι γεωργοί έχουν αργία και τρώνε ειδικό φαγητό, τα λεγόμενα πολυσπόρια.

 

Στην γιορτή, τέλος, του Αϊ Γιώργη του Σποράρη στις 3 Νοεμβρίου αρχίζει σε πολλά μέρη η σπορά και στη γιορτή των Ταξιαρχών ο λαός πιστεύει πως ο Αρχάγγελος Μιχαήλ γράφει στο τεφτέρι του τις ψυχές που θα πάρει μέσα στον χρόνο.

 

(Πηγή: «Οι 12 μήνες τα Λαογραφικά»   Αλκη Κυριακίδου –Νέστορος)

Πηγή: maleviziotis.gr