...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Λαογραφική Παράδοση 2019



















Κάλαντα των γιορτών. Η καταγωγή του εθίμου και πότε λέγονται






Τα κάλαντα πήραν το όνομα τους από τις καλένδες του Ιανουαρίου. Οι καλένδες ήταν οι πρώτες ημέρες των Ρωμαϊκών μηνών και συγγενείς και φίλοι αντάλλασσαν επισκέψεις και δώρα, που ήταν μέλι, ξερά σύκα, χουρμάδες, χυλό και μικρά νομίσματα.






Καταγωγή της λέξης κάλαντα


Η λέξη κάλαντα προέρχεται από τη λατινική «calenda», που σημαίνει αρχή του μήνα. Πιστεύεται ότι η ιστορία τους προχωρεί πολύ βαθιά στο παρελθόν και συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα. Έχουν βρεθεί αρχαία γραπτά κομμάτια παρόμοια με τα σημερινά κάλαντα (Ειρεσιώνη στην αρχαιότητα).


Τα παιδιά της εποχής εκείνης κρατούσαν ομοίωμα καραβιού που παρίστανε τον ερχομό του θεού Διόνυσου. Άλλοτε κρατούσαν κλαδί ελιάς ή δάφνης στο οποίο κρεμούσαν κόκκινες και άσπρες κλωστές. Στις κλωστές έδεναν τις προσφορές των νοικοκύρηδων.


Τα κάλαντα είναι μίγμα θρησκευτικού και κοσμικού περιεχομένου. Στην αρχή εξαγγέλλεται και περιγράφεται το θρησκευτικό γεγονός και μετά ακολουθούν τα εγκώμια για τα διάφορα πρόσωπα της οικογένειας ανάλογα με τα χαρίσματα τους, την ηλικία τους, το επάγγελμα τους ή την κοινωνική τους θέση.






Κάλαντα – Πότε λέγονται


Τα κάλαντα είναι Ελληνικό έθιμο που διατηρείται αμείωτο ακόμα και σήμερα με τα παιδιά να γυρνούν από σπίτι σε σπίτι δύο μαζί ή και περισσότερα και να τραγουδούν τα κάλαντα συνοδεύοντας το τραγούδι τους με το τρίγωνο ή ακόμα και κιθάρες, ακορντεόν, λύρες, ή φυσαρμόνικες.


Τα παιδιά γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, χτυπούν την πόρτα και ρωτούν: «Να τα πούμε;». Αν η απάντηση από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά είναι θετική, τότε τραγουδούν τα κάλαντα για μερικά λεπτά τελειώνοντας με την ευχή «Και του Χρόνου. Χρόνια Πολλά». Ο νοικοκύρης τα ανταμοίβει με κάποιο χρηματικό ποσό, ενώ παλιότερα τους πρόσφερε μελομακάρονα ή κουραμπιέδες.






Κάλαντα λέγονται την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων και είναι διαφορετικά για κάθε γιορτή.









Πηγή: helppost.gr.




















Άγιος Νικόλαος- Βίος και έθιμα για τις 6 Δεκεμβρίου






Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και πλουσίους και έδρασε την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284 - 304 μ.Χ.), Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.) και Μεγάλου Κωνσταντίνου.






Ο Άγιος Νικόλαος ήταν προικισμένος και με το χάρισμα της θαυματουργίας με το οποίο έσωσε πολλούς ανθρώπους και όσο ήταν εν ζωή αλλά και μετά την κοίμησή του το 330 μ.Χ.






Για παράδειγμα όταν κάποτε κινδύνευσε κάποιος στη θάλασσα – λόγω σφοδρών ανέμων – και επικαλέστηκε το όνομα του αγίου σώθηκε και μάλιστα ενώ βρισκόταν στη μέση του πελάγους βρέθηκε αβλαβής στο σπίτι του. Το θαύμα έγινε αμέσως γνωστό στην Πόλη και ο λαός προσήλθε αμέσως σε λιτανεία και αγρυπνία προκειμένου να τιμήσει το θαυματουργό Άγιο.






Δυο είναι οι ημερομηνίες, στις οποίες τιμάται η μνήμη του Αγίου Νικολάου, επίσκοπου Μύρων της Λυκίας – στις 6 Δεκεμβρίου, μια από τις μεγαλύτερες ορθόδοξες γιορτές, και στις 9 Μαΐου – το θερινό Νικούλντεν.






Σύμφωνα με τους ερευνητές, η εικόνα του στη λαογραφία συγκεντρώνει τις θετικές ιδιότητες ενός ήρωα με υπερφυσικές δυνάμεις και γενναιότητα, προστάτη και κυρίαρχου της θάλασσας, των υδάτων και των ανέμων, ο οποίος έχει φτερά και προστατεύει τους ανθρώπους από τα κακά όντα που ζουν στη θάλασσα και προκαλούν θύελλες και κακοτυχίες.






Σύμφωνα με τη λαϊκή χριστιανική μυθολογία, όταν ο Κύριος μοιραζόταν τον ουρανό και τη γη, στον Άγιο Νικόλαο έδωσε τις θάλασσες, τα ποτάμια, τις λίμνες, και όλα αυτά που ζουν μέσα στο νερό. Πιστεύεται ότι είναι ο άρχοντας των θαλάσσιων ανέμων.






Πολλοί είναι οι θρύλοι, αφιερωμένοι στα θαύματα του Αγίου, με τα οποία ο Άγιος Νικόλαος σώζει τους ανθρώπους στις θάλασσες ή τους ωκεανούς. Έχουν καταγραφεί πολλές ιστορίες, για τις οποίες οι παραμυθάδες ισχυρίζονται ότι είναι αληθινές.






Η μια λέει ότι ένας άνδρας και μια γυναίκα ξεκίνησαν για το Άγιον Όρος.


Ο Θεός αποφάσισε να τους δώσει ένα σημάδι και να παγώσει τη Μαύρη Θάλασσα. Άρχισαν να προσεύχονται και υποσχέθηκαν να κάνουν εκκλησία από λιβάνι και βαρέλι από κερί. Ο Κύριος ξεπάγωσε την θάλασσα και έτσι οι δύο συνέχισαν το ταξίδι τους. Ο άνδρας όμως αποφάσισε να μην εκπληρώσει την υπόσχεσή του, το πλοίο τους καταστράφηκε, και ο Άγιος Νικόλαος βοήθησε και έσωσε μόνο τη γυναίκα.






Την Ημέρα του Αγίου Νικολάου γίνονται προβλέψεις για το τι θα είναι ο καιρός την επόμενη χρονιά. Την ημέρα αυτή ετοιμάζονται τελετουργικό ψωμί και πίτα με ψάρι. Σε ορισμένες περιοχές έκαναν δύο τελετουργικά ψωμιά και μαγείρευαν κυπρίνο με πλιγούρι ή ρύζι. Μετέφερναν την τροφή στην εκκλησία, για να την αγιάσει ο ιερέας, έκαναν ακόμα και κουρμπάνι.






Σύμφωνα με το λαϊκό έθιμο, αν για κάποιο λόγο δεν έχετε κυπρίνο την Ημέρα του Άγιου Νικολάου, τουλάχιστον να προσπαθήσετε να βρείτε ψάρια με λέπια. Πιστεύεται ότι τα λέπια του είναι ιερά, γι’ αυτό πρέπει να προσέχει κανείς να μην τα πατήσει.


Επίσης ο καθένας πρέπει να αγγίξει τα δόντια του με κόκαλα από το ψάρι – μια τελετουργία για υγεία. Πιστεύεται επίσης, ότι ένα κόκαλο από το κεφάλι του κυπρίνου, που μοιάζει με σταυρό, προστατεύει από κακά μάτια.






Τον Άγιο Νικόλαο τον θεωρούν προστάτη τους και οι κυνηγοί, οι τραπεζίτες, και οι ζυθοποιοί.






Φανούρης Ευστράτιος


Θεολόγος-Κοινωνιολόγος










Πηγή: ekklisiaonline.gr


















Η «Γουρουνοχαρά», έθιμο από το Ρουμλούκι Ημαθίας






Στις 26 με 27 Δεκεμβρίου οι Ρουμλουκιώτες είχαν τη συνήθεια να σφάζουν τους οικόσιτους χοίρους τους. Οι κάτοικοι του Ρουμλουκιού συνήθιζαν να εκτρέφουν ολόκληρα κοπάδια από χοίρους για διάφορους λόγους. Πρώτα από όλα, τα γουρούνια δε φορολογούνταν από τους Οθωμανούς κατακτητές. Επίσης, η διαμόρφωση του εδάφους του Ρουμλουκιού με την πλούσια σε ρίζες χλωρίδα και τους νερόλακκους, βοηθούσε στην εκτροφή χοίρων. Οι χοίροι ήταν αναγκαίοι για την αγροτική οικονομία του Ρουμλουκιού αφού προσέφεραν το κρέας τους, το λίπος τους (λίγδα), που χρησιμοποιούνταν αντί του ακριβού και δυσεύρετου ελαιόλαδου και το δέρμα τους, που χρησίμευε για την κατασκευή υποδημάτων, τα γουρουνοτσάρουχα.



Η σφαγή των χοίρων στη μέση του χειμώνα και ιδιαίτερα στα τέλη του Δεκέμβρη παρατηρείται σε όλη σχεδόν την ελληνική ύπαιθρο και είναι απομεινάρι ειδωλολατρικής παράδοσης, της ρωμαϊκής Σατουρναλίας (17-25 Δεκέμβρη), κατά
την οποία θυσίαζαν χοίρους προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και του Κρόνου για να
έχουν καλή σοδειά.



Στο Ρουμλούκι μετά την παρατεταμένη περίοδο νηστείας, η σφαγή των χοίρων προσέφερε μία καλή ευκαιρία στους κατοίκους όχι μόνο για κατανάλωση χοιρινού κρέατος αλλά και για τη διοργάνωση γλεντιού και για αυτό τον λόγο την ονόμαζαν
"γ’ρουνοχαρά".



Σχεδόν κάθε ρουμλουκιώτικη οικογένεια στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου έσφαζε ένα με δύο γουρούνια για τις ανάγκες της. Για το σφάξιμο των γουρουνιών χρειάζονταν δύο με τρεις άντρες με εμπειρία. Αφού έβγαζαν το χοίρο από το γουρουνοκούμασο, έπρεπε να τον ξαπλώσουν με την πλάτη του να ακουμπά στη γη. Μετά, δύο από αυτούς κάθονταν πάνω στο γουρούνι κρατώντας ο ένας τα μπροστινά και ο άλλος τα πισινά πόδια. Το ρουθούνι (σούκουλο) του γουρουνιού το έδεναν με ένα σχοινί για να μην στριγγλίζει. Αυτός που έσφαζε το γουρούνι σταύρωνε το λαιμό του τρεις φορές με το μαχαίρι και εύχονταν στους νοικοκύρηδες να είναι καλοφάγωτο.



Μόλις έσφαζαν το γουρούνι η πιο ηλικιωμένη γυναίκα του σπιτιού έπαιρνε ένα φτυάρι με κάρβουνα και το θυμιάτιζε για να ευλογηθεί και να μην το πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Ο παππούς ταυτόχρονα τοποθετούσε κρυφά στην ουρά του γουρουνιού ένα αυγό και καμιά φορά κάστανα και φώναζε "το γ’ρούν γέν’σιν αυγό" με σκοπό να προκαλέσει έκπληξη στα παιδιά. Στη συνέχεια ο παππούς ή η γιαγιά έπαιρναν με το δάκτυλο αίμα από το λαιμό του χοίρου και έκαναν μία βούλα πρώτα στο μέτωπο των παιδιών και ύστερα στους μεγαλύτερους για να μην τους τσιμπούν κουνούπια το καλοκαίρι.



Έπειτα, έγδερναν προσεκτικά το δέρμα των γουρουνιών με το οποίο ύστερα από ειδική επεξεργασία έφτιαχναν υποδήματα για όλα τα μέλη της οικογένειας. Την φύσκη (φούσκα) του χοίρου την φούσκωναν και την πασπάλιζαν με στάχτη και έπειτα την έδιναν στα παιδιά ως μπάλα για τα παιχνίδια τους. Κατόπιν, τεμάχιζαν τα κρέατα του γουρουνιού και τα τοποθετούσαν σε κασέλες με αλάτι. Επίσης, ξεχώριζαν τις πλευρές, τα γλυκάδια, τον καβουρμά και το παστό και τα αποθήκευαν σε πήλινα δοχεία με λίπος (λίγδα). Τις τσιγαρίδες, δηλαδή τα κομμάτια λίπους που δεν έλειωναν τα αποθήκευαν και αυτά σε πήλινα δοχεία (κλείστρες), χωρίς όμως λίγδα. Τα έντερα του γουρουνιού τα χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν λουκάνικα και το κεφάλι του για να φτιάξουν τα περίφημα γ’ρουνοπατσιά (πατσάς) για το μεσημεριανό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.



Κατά τη διάρκεια της γουρουνοχαράς το τσίπουρο και το κρασί έρρεε άφθονο και οι πιο καλλίφωνοι τραγουδούσαν παλιά ρουμλουκιώτικα τραγούδια. Πολλές φορές προσκαλούνταν οργανοπαίκτες και όλοι το έριχναν στο χορό. Οι γυναίκες τηγάνιζαν κρέας από το μπούτι ή τη πλάτη του γουρουνιού που είχαν σφάξει και το προσέφεραν στους παρευρισκόμενους. Οι πιο ηλικιωμένοι είχαν το συνήθειο να εξετάζουν τη σπλήνα και την καρδιά του χοίρου για να κάνουν προβλέψεις για το μέλλον και την τύχη της οικογένειας. Αυτό το έθιμο αποτελεί συνέχεια της πανάρχαιας ελληνικής συνήθειας να προβλέπουν το μέλλον εξετάζοντας τα σπλάχνα των ζώων που έσφαζαν για να προσφέρουν θυσίες.



Οι πιο πλούσιοι Ρουμλουκιώτες λόγω θρησκευτικότητας, φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης προς τους φτωχούς συγχωριανούς τους, τους έδιναν μέρος του γουρουνιού τους καθώς και λουκάνικα για να μη στερηθούν το χοιρινό κρέας στη διάρκεια των γιορτών.






Στη σημερινή εποχή αναβίωση του εθίμου της γουρουνοχαράς στο Ρουμλούκι γίνεται από τους πολιτιστικούς συλλόγους Αλεξάνδρειας, Λουτρού, Καμποχωρίου και Νησελίου.





Πηγή: culture.alexandria.gr











Η γιορτή του Αγίου Ανδρέα και έθιμα της λαϊκής του λατρείας






Στις 30 Νοεμβρίου γιορτάζει ο Πρωτόκλητος Απόστολος Ανδρέας, αδελφός του Πέτρου, που μαρτύρησε στην Πάτρα, της οποίας είναι και πολιούχος. Πρόκειται για ένα δημοφιλή άγιο του χειμώνα, του οποίου η γιορτή συμπίπτει με την τελευταία μέρα του φθινοπώρου.






Η λαϊκή λατρεία του Αγίου Ανδρέα περιλαμβάνει δοξασίες, φόβους, ελπίδες και αντιλήψεις, έθιμα και συνήθειες, με μαγικό, δεισιδαίμονα χαρακτήρα. Παράγοντες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της λατρείας ήταν οι εξής:






1) Το όνομα του Αγίου και μάλιστα παρετυμολογημένο.






2) Τα αναφερόμενα στα αγιολογικά κείμενα, αλλά και στην υμνογραφία του, που ο λαός άκουγε στην Εκκλησία.






3) Η ημερολογιακή θέση της γιορτής του. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο χρόνος στη λαϊκή αντίληψη δεν είναι μία έννοια αφηρημένη και μαθηματική, αλλά ταυτίζεται με το περιεχόμενο και την εμπειρία του. Εξ ου και ο Νοέμβρης λέγεται Σποριάτης, επειδή τότε σπέρνουν.






4) Διάφορα τυχαία ιστορικά γεγονότα, όπως π.χ. η απελευθέρωση της πόλης του Ναυπλίου από τους Τούρκους στις 30 Νοεμβρίου του 1822. Γι’ αυτό ο Άγιος Ανδρέας θεωρείται πολιούχος και του Ναυπλίου.






Οι χωρικοί του βουνού και του κάμπου φοβούνται τον μήνα Νοέμβριο, γι’ αυτό και του δίνουν το όνομα του Αγίου Ανδρέα. Ο λαός στην Πελοπόννησο και την Ήπειρο ονόμασε τον μήνα Νοέμβριο «Αϊντριά». Στην Κοζάνη, την Θεσσαλία, την Θράκη και τη Σινώπη του Πόντου, ο Νοέμβριος ονομάζεται «Αντριάς». Στον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό συνηθίζεται οι μήνες να ονοματίζονται και από έναν άγιο, όπως για παράδειγμα ο Οκτώβρης λέγεται και «Αϊδημητριάτης».






Η εκκλησία έχει θεσπίσει την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ανδρέα ως αργία, την οποία τηρούσαν, με ευλάβεια και φόβο, οι γεωργικοί πληθυσμοί της αγροτικής Ελλάδος, που πίστευαν ότι ο Πρωτόκλητος «αντριεύει», δηλαδή μεγαλώνει τα σπαρτά. Στη Ρούμελη, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, θεωρούσαν τη γιορτή του Αγίου Ανδρέα γεωργική και τα έθιμα της ημέρας ήταν ακραιφνώς γεωργικά. Για να μεγαλώσουν τα σπαρτά και να αυξηθεί η καρποφορία και η σοδειά τους, οι γεωργοί την ημέρα της γιορτής του αγίου έβραζαν σιτάρι στο οποίο πρόσθεταν ζάχαρη, σταφίδες, καρύδια και τα πήγαιναν στην εκκλησία να ευλογηθούν. Κατόπιν, τα έφερναν στο σπίτι, όπου τα έτρωγαν τα μέλη της οικογένειας ή τα μοίραζαν σε γείτονες και φίλους. Ανήμερα της γιορτής έβραζαν πολυσπόρια στην Ήπειρο, την Ακαρνανία, την Θεσσαλία και την Θράκη. Στις περιοχές αυτές έβραζαν σιτάρι στο οποίο πρόσθεταν ζάχαρη, σταφίδες και ξηρούς καρπούς, πανηγυρικά κόλλυβα, που τα μοίραζαν στον κόσμο. Τα έθιμα αυτά δείχνουν μαγικό-παραγωγικές ενέργειες της εποχής, που τελειώνει η σπορά και αναμένεται η βλάστηση. Στη Νιγρίτα Σερρών πίστευαν ότι την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ανδρέα αντριεύουν (φυτρώνουν) τα σπαρτά. Γι’ αυτό έβραζαν πολυσπόρια. Στην Κονιατσή, σημερινό Ευαγγελισμό, Ελασσόνας το βρασμένο σιτάρι μετά την ευλογία του στην εκκλησία, το μοίραζαν στα σπίτια για τις ψυχές των νεκρών. Συνηθέστερη προσφορά για τους ίδιους σκοπούς ήταν τα λεγόμενα πολυσπόρια, σπορίδια, μπόλια, μπουσμπουρέλια, πολυκούκια, μπόμπολα ή σιταρομαγειριά. Τα πολυσπόρια είναι βρασμένα δημητριακά ανακατεμένα με όσπρια, μία πανσπερμία από σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, κουκιά, ρεβίθια, φασόλια και φακές. Την παραμονή της γιορτής τα πήγαιναν στην εκκλησία για να ευλογηθούν. Κατόπιν τα έτρωγαν και μερικά τα μοίραζαν.






Στη Δαμασκηνιά Κοζάνης, παλιό Βεδυλούστιον, το πρωί εκκλησιάζονται. Το βράδυ σε κάθε αγροτόσπιτο, η νοικοκυρά έφτιαχνε λαλαγγίτες. Από το ζυμάρι τους σταύρωναν το αμπάρι στο κατώγι του σπιτιού για να υπάρχει πάντοτε επάρκεια αγαθών. Παράλληλα με τις λαλαγγίτες, έβραζαν σε μία γωνιά του τζακιού πολυσπόρια, μέσα σ’ ένα τσουκάλι. Η πιο ηλικιωμένη γυναίκα του σπιτιού έπαιρνε ένα πιάτο με βρασμένα πολυσπόρια και έβγαινε στην αυλή, όπου έριχνε απ’ αυτά με το χέρι της τρεις φορές –όσα και τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος– προς τον ουρανό, λέγοντας: «Τόσο ψηλά να γίνουν τα γεννήματα». Ύστερα έτρωγαν τα πολυσπόρια, ανταλλάσσοντας ευχές μεταξύ τους. Τις λαλαγγίτες τις έφτιαχναν για να αντριωθούν πρωτίστως οι άντρες και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Την επόμενη ημέρα, που είναι πρωτομηνιά, ξυπνούσαν νωρίς και έδιναν και στα ζώα του σπιτιού λαλαγγίτες για να αντριωθούν και αυτά.






Στα Άγραφα πήγαιναν άβραστα τα πολυσπόρια στην εκκλησία, όπου τα τοποθετούσαν μπροστά στην Ωραία Πύλη για να τα ευλογήσει ο ιερέας. Στη Λυκόρραχη Κόνιτσας, παλιό Λούψικο, έριχναν πολυσπόρια στους κήπους για την καλή παραγωγή. Στην Αιανή Κοζάνης, το βρασμένο σιτάρι το πετούσε μετά τη λειτουργία ο παπάς στα κεραμίδια. Στο Επταχώρι, παλιότερα Βουρβουτσικό, Καστοριάς έβραζαν σπορίδια, για να γίνουν τα «μπερεκέτια». Πριν βγάλουν τα σπορίδια από τη φωτιά, πετούσαν τρεις κουταλιές απ’ αυτά πάνω στο σπίτι για να αντριωθούν τα σπαρτά. Στον Τύρναβο οι γεωργοί άναβαν το βράδυ της παραμονής της γιορτής, στην αυλή του σπιτιού ή στον αχερώνα, ανάμεσα στα αγροτικά τους εργαλεία, το αλέτρι και τα άλλα, μία ψηλή λαμπάδα στην χάρη του Αγίου Ανδρέα και εύχονταν να αντριώσουν τα σπαρτά και να γίνουν τόσο ψηλά, όσο η λαμπάδα. Στη Μαγούλα Ελασσόνας οι οικογένειες των γεωργών έβραζαν την «παχίδα», δηλαδή κοπανισμένο σιτάρι. Σε πολλά μέρη της Ελλάδος πετούσαν πολυσπόρια στα χωράφια τους, για να έχουν καλή σοδειά. Στα Φάρασα της Καππαδοκίας έκαναν κουρμπάνι (αιματηρή θυσία), σφάζοντας κοκορόπουλα στη μνήμη του Αγίου Ανδρέα, του Ε Ντρε, όπως τον έλεγαν, σ’ ένα ερειπωμένο ναΰδριο που βρισκόταν έξω από το χωριό.






Χαρακτήρα αναλογικής μαγείας έχει η συνήθεια της γηραιότερης γυναίκας του σπιτιού, που πετούσε προς τον ουρανό τρεις κουταλιές πολυσπόρια, ευχόμενη να γίνουν τόσο ψηλά τα γεννήματα, αλλά και η πεποίθηση ότι το βρασμένο σιτάρι, του οποίου ο όγκος αυξάνεται με το βράσιμο, θα βοηθήσει τα σπαρτά να ξεφυτρώσουν γρήγορα μέσα από τη γη. Τα πολυσπόρια της γιορτής του Αγίου Ανδρέα δεν είναι και τα μοναδικά του Σπορτιάτη μήνα, δηλαδή του Νοεμβρίου. Προηγούνται τα πολυσπόρια των Εισοδίων της Θεοτόκου, όπου της πήγαιναν στην εκκλησία εκλεκτό βρασμένο σιτάρι, ανακατεμένο με ροδόκλωνα, σταφίδες και αμύγδαλα. Ο παπάς τα ευλογούσε και οι πιστοί τα έτρωγαν με ευφροσύνη. Μαγείρευαν όμως και στα σπίτια τους τα πολυσπόρια της Παναγίας, βράζοντας μέσα σ’ ένα τσουκάλι δημητριακούς σπόρους ανακατεμένους με όσπρια. Τα πολυσπόρια της Παναγίας, όσο και αυτά του Αγίου Ανδρέα, δεν είναι άσχετα με τα Πυανέψια ή τους Χύτρους της αρχαιότητας. Τα Πυανέψια ήταν γιορτή αφιερωμένη στον Απόλλωνα, κατά τη διάρκεια της οποίας πρόσφεραν στο θεό τους πρώτους καρπούς της σοδειάς (τις απαρχές των καρπών). Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από την λέξη πύαμος (= κύαμος, κουκί) και το ρήμα ἕψω, που σημαίνει βράζω, μαγειρεύω. Κατά τα Πυανέψια έβραζαν σπόρους κάθε είδους. Πανσπερμία ετοίμαζαν και κατά τους λεγόμενους «Χύτρους», τρίτη ημέρα των Ανθεστηρίων, γιορτή αφιερωμένη στον ψυχοπομπό Ερμή και τους νεκρούς. Κάθε σπίτι την ημέρα αυτή μαγείρευε μέσα σε χύτρες διάφορους σπόρους. Κανένας ζωντανός δεν έτρωγε από το φαγητό αυτό που προοριζόταν για τον Ερμή και τους νεκρούς, των οποίων οι ψυχές πίστευαν ότι την ημέρα αυτή ανέβαιναν στον επάνω κόσμο.






Ο λαϊκός άνθρωπος θεωρούσε τη στέγη έδρα δαιμόνων, δυσμενών ή ευμενών, αλλά οπωσδήποτε επικίνδυνων για τους ενοίκους του σπιτιού. Στη στέγη σύχναζαν και οι Καλικάντζαροι του Δωδεκαημέρου. Η ρίψη πολυσπορίων πάνω στη στέγη είναι ενέργεια εξευμενισμού των δαιμόνων που βρίσκονται εκεί. Τη λαϊκή πεποίθηση για την ύπαρξη δαιμόνων πάνω στη στέγη επιβεβαιώνουν και μερικά από τα έθιμα του γάμου. Αναλυτικότερα:






Στην Αρτοτίνα της ορεινής Δωρίδας, η νύφη πετούσε πάνω στα κεραμίδια της στέγης καρφί, για να αποτρέψει τη βλαβερή επίδραση των δαιμόνων. Στα Βούρβουρα Κυνουρίας, ο γαμπρός αναποδογύριζε τα κεραμίδια της στέγης του σπιτιού της νύφης, τσακίζοντας μάλιστα και μερικά από αυτά. Στο Βουρνικά της Λευκάδας, η νύφη εξευμένιζε τους δαίμονες της στέγης ρίχνοντας πάνω στα κεραμίδια αμύγδαλα, παξιμάδια και κουφέτα. Στους Μπαουσιούς Ιωαννίνων, η νύφη πετούσε πάνω στη στέγη ένα ποτήρι γεμάτο με μέλι ή κρασί.






Στην Κύπρο, ο Άγιος Ανδρέας, ο «Αϊ-Ντρικάς», όπως τον λένε, θεωρείται ιατρός τυφλών, κωφών, παραλύτων και επιληπτικών. Στο μοναστήρι του, που βρίσκεται στην Καρπασίτικη ανατολική πλευρά του νησιού, συνέρεε μέχρι το μοιραίο 1974 πλήθος προσκυνητών, υγιών και ασθενών. Πολλοί Κύπριοι πήγαιναν εκεί τα παιδιά τους για να τα βαπτίσουν και να τους δώσουν το όνομα Άντρος και Αντρούλα, δηλαδή Ανδρέας και Ανδριάνα.






Σύμφωνα με μια παράδοση που προέρχεται από τη Χίο, ο Άγιος Ανδρέας, μαζί με τον Άγιο Χαράλαμπο, θεωρείται και διώκτης της πανούκλας. Τριγυρνούσε -λένε- τις νύκτες μέσα στο χωριό Χαλκειό, για να προστατεύσει τους κατοίκους του από το μαύρο θάνατο.






Τα παλιότερα χρόνια την ημέρα της γιορτής του Αγίου Ανδρέα έφτιαχναν παντού τηγανίτες με μέλι. Πίστευαν μάλιστα ότι ο Άγιος Ανδρέας τρυπούσε το τηγάνι όποιας νοικοκυράς ξεχνούσε το έθιμο. Γι’ αυτό τον έλεγαν Τρυποτηγανά ή Τρυποτηγανίτη. Στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως πρόσφεραν στους πιστούς, μετά τη λειτουργία, λουκουμάδες με μέλι.






Η μαντική πηγή της θεάς Δήμητρας γεμίζει σήμερα με καθαρό νερό το πηγάδι του Αγίου Ανδρέα, που βρίσκεται δίπλα στη λιτή βασιλική του Λύσανδρου Καυταντζόγλου, τον «Παλιό Άγιο Ανδρέα» (1836) στη δυτική παραλία της Πάτρας. Στις 30 Νοεμβρίου στην Πάτρα, μετά τη λειτουργία, τα νεαρά και ερωτευμένα ζευγάρια πήγαιναν στο πηγάδι του Αγίου Ανδρέα και έπιναν με τις χούφτες τους νερό, για να εξασφαλίσουν την ευημερία τους. Παλιότερα, την παραμονή της γιορτής του Αγίου Ανδρέα στην περιοχή των Πατρών, έφτιαχναν λαχανόπιτες, που τις έστελναν στην εκκλησία για να μοιραστούν στους φτωχούς. Πρόκειται για έθιμο εξευμενιστικό και νεκρολατρικό. Την ίδια εποχή, αρχές δηλαδή του χειμώνα, οι αγρότες των ευρωπαϊκών χωρών έφτιαχναν crèpes από σιτάρι, για να μην τρώει το σκουλήκι τα φυτεύματα. Πρόκειται για ενέργεια εξευμενισμού των κακών πνευμάτων.






Μία άλλη παράδοση από την Πάτρα αναφέρει ότι στο κενοτάφιο του Αγίου έβρισκαν φύκια. Αυτό συνέβαινε επειδή ο Άγιος, που ήταν ψαράς, σε κάθε μεγάλη τρικυμία βοηθούσε τα ψαροκάικα που κινδύνευαν. Σε τόπους που βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, δίπλα στους μεγάλους θαλάσσιους δρόμους επικοινωνίας και στα μικρονήσια, ο Άγιος Ανδρέας θεωρείται προστάτης των ψαράδων και των πληρωμάτων μικρών πλοίων. Η αντίληψη αυτή επικρατούσε στην Κίμωλο, τους Παξούς, την Ιθάκη, την Αστυπάλαια, την Κύπρο και τις ακτές της Προποντίδος.






Η σύνδεση του ονόματος του Αγίου Ανδρέα με τη λέξη «άνδρας» ερμηνεύει τις ονειρομαντείες περί γάμου που γίνονταν την ημέρα της γιορτής του. Στη Σκύρο του «Αϊ-Αντριός» ανήμερα, τα νεαρά κορίτσια νήστευαν για να ονειρευτούν το βράδυ τον μελλοντικό τους σύζυγο. Στο χωριό Χαλκειό της Χίου, τα κορίτσια άναβαν τα καντήλια στο εκκλησάκι του Αγίου Ανδρέα, παρακαλώντας τον να τα καλοπαντρέψει.






Πολλοί Άγιοι είναι τιμωροί, επιβάλλουν τιμωρίες στους ανθρώπους που δεν τηρούν τις αργίες και τα έθιμα ή είναι ασεβείς. Άγιοι τιμωροί είναι συνήθως αυτοί, όπως ο Άγιος Ανδρέας, των οποίων η γιορτή συμπίπτει με κρίσιμες ημέρες για τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Από τον Χρονογράφο του Δωροθέου, ένα δημώδες κείμενο του 1570, πληροφορούμαστε ότι σε ναό που βρισκόταν σε κάποιο κυκλαδίτικο νησί, ασεβής ιερέας έβγαλε με λόγχη το δεξί μάτι από την εικόνα του Αγίου Ανδρέα. Την ίδια στιγμή και με τρόπο θαυμαστό, βγήκε το δεξί μάτι του παπά, που κόλλησε πάνω στο βγαλμένο της εικόνας.






Η ημερολογιακή θέση της γιορτής του Αγίου Ανδρέα, στο τέλος του φθινοπώρου, σηματοδοτεί την έναρξη του χειμώνα. Του Αγίου Ανδρέα, όπως λέει ο λαός, «αντριεύει» το κρύο, ο βοριάς και ο χειμώνας, πέφτουν τα πρώτα χιόνια στα βουνά και κρυώνουν ακόμη και τα άχυρα. Οι αγροτικές δουλειές λιγοστεύουν, η διάρκεια της ημέρας μικραίνει και οι άνθρωποι συγκεντρώνονται νωρίς στα σπίτια τους ή σε σπίτια συγγενών και φίλων κάνοντας νυχτέρια, αποσπερίδες ή βεγγέρες δίπλα στο τζάκι. Χαρακτηριστικό είναι λαϊκό στιχούργημα από την Μήλο:






– Άγιε Ανδρέα πώς περνάς;


Το χειμώνα πού θα πας;


– Στο κονάκι μου θα κάτσω


και την παραστιά θ’ ανάψω


και κρασί θα σας κεράσω!






Στη Μεσαρά της Κρήτης στις 30 Νοεμβρίου, έστρωναν στα σπίτια τα χειμωνιάτικα χαλιά και έβγαζαν από τις κασέλες τις μπατανίες, τα βαριά μάλλινα κλινοσκεπάσματα.






Συνοψίζοντας τα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, φαίνεται ότι ο ελληνικός λαός θεωρούσε τον Άγιο Ανδρέα προστάτη των γεωργών και των σπαρτών, ιατρό τυφλών, κωφών, παραλύτων, επιληπτικών, διώκτη της πανούκλας. Προστάτη, επίσης, των ψαράδων, των πληρωμάτων μικρών πλοίων, των ερωτευμένων ζευγαριών και των κοριτσιών, που τα βοηθούσε να ονειρευτούν τον μελλοντικό τους σύζυγο.






Τελειώνοντας επισημαίνουμε ότι η γνώση και η μελέτη των εθίμων, που διατηρούνται και ασκούνται κυρίως από τις γυναίκες, μάς βοηθάει να κατανοήσουμε τον απλό άνθρωπο της υπαίθρου, τις ελπίδες, τις αντιλήψεις και τους φόβους του, για τον ορατό και τον αόρατο κόσμο που τον περιβάλλει. Τα πατροπαράδοτα έθιμα είναι μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Ένα παλίμψηστο λαϊκής λατρείας των προγόνων, αρχαίων, βυζαντινών και νεωτέρων.






Αφέντρα Γ. Μουτζάλη


Αρχαιολόγος










Πηγή: archaiologia.gr




















































Τα μετά του γάμου έθιμα στον Πόντο


Της Γιώτας Ιωακειμίδου






Τα έθιμα που ακολουθούσαν μετά τον γάμο, ήταν ένα κράμα από αρχαία έθιμα και έθιμα τα οποία αναπτύχθηκαν στην πορεία του χρόνου. Τα έθιμα του γάμου στην αρχαία Αθήνα χωρίζονται σε τρεις φάσεις: τα προαύλια, τον κυρίως γάμο και τα επαύλια. Στα προαύλια διακρίνουμε την τελετή της λουτροφορίας, την οποία συναντάμε και στον Ποντιακό γάμο. Η δεύτερη φάση ανήκει στην νύφη. Στην Αθήνα προσφέρει τα παιχνίδια της στην Άρτεμη δηλώνοντας την ενηλικίωσή της, ενώ στον Πόντο ολόκληρη εβδομάδα είναι δική της με το έθιμο της σινέας. Το έθιμο της τρίτης φάσης είναι ίδιο σε αρχαία Αθήνα και Πόντο.






Το πρώτο από αυτά ακολουθεί αμέσως μετά τον γάμο, είναι το αρχαίο έθιμο απαύλια. Μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, η οποία ονομαζόταν μυστική νύχτα, ακολουθούσε την επόμενη μέρα το έθιμο των απαυλίων. Ο γαμπρός έφευγε από το σπίτι του και επισκεπτόταν το σπίτι του πεθερού του. Η νεαρή γυναίκα του έστελνε ως δώρο για να επιστρέψει κοντά της μια χλαμύδα, θέλοντας να εξαγοράσει την επιστροφή του. Η χλαμύδα αυτή ονομαζόταν απαυλιστηρία χλαμύδα.






Την επόμενη μέρα με την επιστροφή του γαμπρού, ακολουθούσαν τα αποκαλυπτήρια της νύφης και η προσφορά δώρων σ΄ αυτήν.






Στον Πόντο το έθιμο λάβαινε χώρα την πρώτη Κυριακή μετά τον γάμο. Βέβαια εδώ ο γαμπρός πήγαινε στα πεθερικά του μαζί με τη σύζυγό του και το βράδυ της ίδιας μέρας επέστρεφαν σπίτι τους.






Στην Λιβερά το έθιμο λεγόταν πεδοστρόφια και γινόταν στο σπίτι του κουμπάρου. Το βράδυ της Δευτέρας ο κουμπάρος προσκαλούσε σε συμπόσιο τον γαμπρό, την νύφη και όλους, όσοι είχαν λάβει μέρος στο θήμισμα, τον χορό με τον οποίο έκλειναν τα γαμήλια δρώμενα.






Στον Πόντο επεκράτησαν κάποια έθιμα δηλωτικά της ανάγκης να κρατηθεί η συνοχή της μεγάλης πατριαρχικής οικογένειας. Οι οικογένειες είχαν πολλές νύφες, αδέλφια, πολλά παιδιά, και ήταν αναγκαίο για να λειτουργήσει μια τόσο μεγάλη οικογένεια με 30, ακόμα και με 40 μέλη, να υπάρχει υπακοή. Αυτή η υπακοή επιτυγχανόταν με το έθιμο της σιωπής. Το έθιμο ονομαζόταν μάch ή μαchοκράτεμαν και κυριαρχούσε κυρίως στα μέρη της Χαλδίας.






Η νύφη δεν μιλούσε στον πεθερό, την πεθερά, τους αντραδέλφους της, τις μεγαλύτερες συννυφάδες και κάθε μεγάλο άντρα συγγενή της οικογένειας του συζύγου της. Το έθιμο τελείωνε μόνον αν το επέτρεπε ο πεθερός της, αυτό συνήθως γινόταν μετά τη γέννηση του δεύτερου ή τρίτου παιδιού. Η πεθερά αναγκαζόταν να βάλει τέλος στο έθιμο, επειδή έπρεπε να συνεννοούνται για τις οικιακές εργασίες.






Το έθιμο, στο χωριό μου, διατηρήθηκε στη νέα πατρίδα τουλάχιστον 10- 15 χρόνια, όσο ζούσαν ακόμα οι μεγαλύτεροι άνθρωποι, οι οποίοι ήρθαν από τον Πόντο, όπως ο παππούς μου, ο οποίος ήταν γύρω στα 50 και ήθελαν να εφαρμόσουν και εδώ τα έθιμα αυτά. Οι κοινωνικές συνθήκες όμως είχαν αλλάξει ριζικά και τα έθιμα αυτοκαταργήθηκαν.






Το τελευταίο έθιμο στο οποίο θα αναφερθώ είναι το έθιμο του ποδόλουτρου. Τη συνήθεια του ποδόλουτρο που δήλωνε το σεβασμό στον ξένο, τη συναντούμε στην Οδύσσεια. Η Ευρύκλεια παίρνει εντολή από την Πηνελόπη να πλύνει τα πόδια του ξένου, ως ένδειξη σεβασμού και φιλοξενίας.






Το έθιμο του ποδόλουτρου επιβίωσε στην ποντιακή κοινωνία για αιώνες, ως ένα από τα έθιμα του γάμου. Η νέα νύφη ως ένδειξη σεβασμού και υπακοής έπλενε τα πόδια του πεθερού της, αμέσως μετά τον γάμο, της πεθεράς και κάποιων ηλικιωμένων γειτόνων. Σε κάποια μέρη της Χαλδίας το ποδόλουτρο πεθερού και πεθεράς γινόταν κάθε Σάββατο για πολλά χρόνια.






Το ποδόλουτρο τελείωνε με το φίλημα των ποδιών εκ μέρους της νύφης, ενώ ο πεθερός τη φιλοδωρούσε με χρήματα. Στην περιοχή του παππού μου, στο Επές, η νύφη ήταν υποχρεωμένη οκτώ μέρες μετά τον γάμο, να πλύνει τα πόδια όλων των μελών της οικογένειας, ως δείγμα ταπείνωσης και σεβασμού. Το έθιμο εξέλιπε με τα χρόνια, αλλά εφαρμοζόταν σε κάθε ξένο, ο οποίος διανυκτέρευε στην οικία τους, όπως ακριβώς γινόταν και στον Όμηρο.






Γιώτα Ιωακειμίδου
Φιλόλογος






Πηγή: schooltime.gr



















Εισόδια της Θεοτόκου - Τι είναι το έθιμο με τα πολυσπόρια






ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ: Τα Εισόδια της Θεοτόκου γιορτάζει η Εκκλησία μας την 21 Νοεμβρίου Την ημέρα αυτή υπάρχει ένα ξεχωριστό έθιμο, το έθιμο της Παναγιάς της Πολυσπορίτισσας όπως το καταγράφει ο Φίλιππος Βρετάκος ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των"): «Ονομάζουν όμως αυτήν και Πολυσπορίτισσα (Ευρυτανία, Δυτ.Μακεδονία, κ.α.), επειδή την ημέραν αυτήν, κατά το έθιμον, έβραζαν εντός χύτρας "πολυσπόρια", ήτοι διαφόρους δημητριακούς καρπούς και όσπρια, ως σιτάρι, αραβόσιτον (καλαμπόκι), λαθούρια, ρεβίθια, φασόλια, κουκκιά κ.τ.λ., τα οποία εμοίραζαν εις τον κόσμον "για τα χρόνια πολλά", δια να εξασφαλίσουν δηλαδή κατά το ερχόμενο έτος την αφθονίαν των καρπών. [...] μοιράζουν δηλαδή "απαρχές" και θυμίζουν τα αρχαία "Πυανέψια" του ίδιου περίπου μήνα».






Ο Δημ.Λουκόπουλος («Γεωργικά της Ρούμελης», Αθήναι 1938, σ.171) αναφέρει: «Την 21ην Νοεμβρίου, οι γεωργοί γιορτάζουν την πολυσπορίτισσα ή Μεσοσπορίτισσα. Πολυσπορίτισσα λένε, γιατί σε πολλά χωριά παίρνουν πολυσπόρια (σιτάρι, καλαμπόκι, κουκκιά, κ.λ.π.) και πάνε στην πηγή, τα ρίχνουν μέσα και λένε: όπως τρέχει το νερό, να τρέχη το βιό.


Παίρνουν νερό και γυρίζουν. Επίσης τη μέρα αυτή αντίς άλλο φαγητό βράζουν τα πολυσπόρια, τρώνε και μοιράζουν και σε δικούς τους για χρόνια πολλά. Μεσοσπορίτισσα, όπως λένε, το είπαν με το να μεσιάζη τότε η πρώιμη σπορά τους. Κι αυτή τη μέρα βασιλεύει η πούλια, αν τύχη ξαστεριά. Κι όπως θα κάμη αυτήν τη μέρα, θα κάμη και τις σαράντα κατοπινές μέρες».






Κι ιδού, η συγκεκριμένη συνταγή για τα «πολυσπόρια» που βρίσκεται σε πολλές παραλλαγές, ανάλογα με τον τόπο και τις ποικιλίες που καρποφορούν κι ίσως κι ανάλογα με την έμπνευση και τα γούστα…


Σιτάρι, καλαμπόκι, σταφίδες (μαύρες και ξανθές), καρύδια, μύγδαλα, σισάμι, λίγο λαδάκι, μια τζούρα ζάχαρη, μια πρέζα αλατοπίπερο.
Βράζουμε το στάρι πολύ καλά, να μαλακώσει.


Βράζουμε χώρια και το καλαμπόκι.


Το σισάμι, τα καρύδια και τα μύγδαλα (που πρώτα τα κοπανίζουμε), τα καβουρντίζουμε στο τηγάνι.


Τέλος, σε μια μεγάλη χύτρα, αναμειγνύουμε όλα τα υλικά και «δένουμε» με λίγο αλευράκι και νερό για να χυλώσει. Έχουμε, όμως, φυλαγμένο λίγο από το καβουρντισμένο σισάμι το αμύγδαλο και το καρύδι για να πασπαλίσουμε και από πάνω, σε κάθε κυπελλάκι που σερβίρουμε.






Σαν θρησκευτική ημέρα η γιορτή της Παναγίας είναι η ημέρα που οι γονείς της Παναγίας οδήγησαν την Παναγία στον Ναό (είσοδος) και την παρέδωσαν στους ιερείς του Ναού.


Την ημέρα αυτή σε πολλές περιοχές της Ελλάδας τα παλαιότερα χρόνια , ίσως ακόμα και σήμερα , υπάρχουν και μερικά ήθη και έθιμα όπως τα «Μπόλια» και το «πάντρεμα της φωτιάς».






Και τα δυό αυτά έθιμα είχαν μεταξύ τους αλληλένδετη σχέση και ήταν απαραίτητα και τα δύο.






Λέγοντας «Μπόλια» εννοούσαν ένα μείγμα απο πολλά σπόρια (Πολυσπορίτισσα), μια κακαβιά θα λέγαμε, τα οποία τα βάζανε σε μια μεγάλη κατσαρόλα.


Η κατσαρόλα αυτή περιείχε συνήθως προϊόντα ντόπια κυρίως. Φασόλια, φακές, ρεβίθια, καλαμπόκι, σιτάρι, κουκιά, φάβα, ρύζι, και όποια άλλα όσπρια μπορούσε ο καθένας να βάλει στην κατσαρόλα προσθέτοντας και λίγη ζάχαρη για καλύτερο βράσιμο.


Η ανομοιογένεια των προς βράση υλικών απαιτούσε αρκετή ώρα, μιας και δεν υπήρχαν τότε οι κατσαρόλες γρήγορου βρασμού «χύτρες», για να βράσουν με αποτέλεσμα να μένουν στη φωτιά αρκετό χρόνο. Αυτό απαιτούσε συνεχή τροφοδοσία της φωτιάς.






Την βραδιά λοιπόν αυτή γινόταν και το επίσημο άναμμα του τζακιού και για το λόγο αυτό βάζανε να ανάψει η φωτιά πολλών ειδών ξύλα .


Πρώτα βάζανε ξύλο αρσενικό, π.χ. πουρνάρι, πλάτανο, κέδρο και ύστερα βάζανε ξύλο θηλυκό βελανιδιά, κορτσιά λέγοντας και το σχετικό τραγούδι «απόψε παντρεύω τη φωτιά, με τούτα τα παιδιά …….» ονοματίζοντας κάθε φορά το όνομα του ξύλου που τοποθετούσε στο τζάκι.






Σημαντικό ήταν ότι για το πάντρεμα της φωτιάς, τα ξύλα που θα χρησιμοποιούσαν πρέπει να προέρχονταν από δέντρα που ήταν σε μέρος ηλιόλουστο γιατί διαφορετικά αν ήταν απο σκιερά μέρη δεν κάνανε ούτε κάρβουνο, ούτε φλόγα, παρά μόνο καπνό.






Αφού η φωτιά άναβε τότε τοποθετούσαν πάνω στην «πυροστιά» τα μπόλια και έπρεπε να διατηρηθεί η φωτιά όλη τη νύχτα για να σιγοβράσουν τα μπόλια.






Έτσι λοιπόν έπρεπε να μείνει ένας να «λαγοκοιμάται» δίπλα στο γωνολίθι και να τροφοδοτεί την φωτιά με ξύλα όλη την νύχτα.






Την άλλη μέρα, 21η Νοεμβρίου, τα μπόλια είχαν βράσει και σερβίρονταν κανονικά στο μεσημεριανό τραπέζι σαν κυρίως πιάτο.






Επειδή συνήθως ήταν αρκετά τα μπόλια οι νοικοκυρές προσέφεραν και στα γειτονικά σπίτια ανταλλάσοντας πιάτα για να κάνουν και τη σύγκριση ανάμεσά τους.






Πηγή: ekklisiaonline.gr
















Η περίφημη μονή του Πανορμίτη και τα αμέτρητα θαύματά του






Του Γιώργου Κεφαλίδη



























Πολιούχος της Σύμης, προστάτης της Δωδεκανήσου και παραστάτης των ναυτικών και των σφουγγαράδων, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ο Πανορμίτης τιμάται από τους Συμιακούς, αλλά και τους Δωδεκανησίους σε όλη την οικουμένη. Η Μονή του, που βρίσκεται στον κόλπο του Πανόρμου της Σύμης, από όπου έχει λάβει την προσωνύμια της, έχει καταστεί πανελλήνιο προσκύνημα. Η αγάπη του δωδεκανησιακού λαού μαρτυρείται και από το λαϊκό δίστιχο:






Επήα και στην Κρεμαστή, επήα και στην Πάτμο


Καλό μ’ Παερμιωτάκι μου, και πώς να σε ξεχάσω;






Χτισμένη μέσα σε αρκετό πράσινο, πάνω στη θάλασσα, υπάρχει τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα και στολίζεται από ένα πανέμορφο καμπαναριό, ρυθμού μπαρόκ-ροκοκό του 1905-1911, που μιμείται το ανάλογο της Μονής Ζαγκόρσκ, κοντά στη Μόσχα. Η επιβλητική, θαυματουργή εικόνα του, σύμφωνα με επιγραφή πάνω στην ασημένια ποδιά του, φιλοτεχνήθηκε το 1724 από τον αξιόλογο τεχνίτη Ιωάννη τον Πελοποννήσιο. Η μονή εορτάζει στις 8 Νοεμβρίου και της Πεντηκοστής, με κοσμοσυρροή πιστών να κατευθύνεται εκεί για να προσκυνήσει.






Ο προσκυνητής θα μείνει έκπληκτος από το τεράστιο πλήθος αφιερωμάτων μπροστά από το εικόνισμα του Αρχαγγέλου, από τα οποία κατά καιρούς ορισμένα τοποθετούνται στο μουσείο, όπου φυλάσσεται μεγάλος αριθμός ομοιωμάτων καραβιών, ξύλινων, αλλά και ασημένιων, μικρών κουτιών και μπουκαλιών, που έφερε εκεί η θάλασσα από πολύ μακριά. Υπάρχει παράδοση, ιδίως στους ναυτικούς, να βάζουν μέσα σε μπουκάλια χρήματα και ονόματα για να διαβαστούν κατά τις Ακολουθίες και να τα ρίχνουν στη θάλασσα, τα κύματα της οποίας τα οδηγούν με θαυματουργικό τρόπο στον Πανορμίτη ή σε κάποιο μέρος που έχει κάποια σχέση με τον Αρχάγγελο.






Ένα τέτοιο θαύμα, όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Ιωάννης Χατζηφώτης, είχε διηγηθεί ο αγιορείτης μοναχός Νικόδημος Μπιλάλης, θεολόγος, φιλόλογος και συγγραφέας. Είχε συμβεί την εποχή που ήταν στη Μονή Κουτλουμουσίου. Ο ιερομόναχος Νικόλαος Γρηγοριάτης έριξε στον αρσανά της Μονής Γρηγορίου ένα μπουκάλι με το τάμα του για να δει αν θα έφτανε στον Πανορμίτη. Το μπουκάλι περιφερόταν ένα εικοσιτετράωρο στη θάλασσα μπροστά από το μοναστήρι του και μετά χάθηκε. Έπειτα από έξι μήνες η θάλασσα το έβγαλε στον αρσανά της Μονής Κουτλουμουσίου, στην άλλη μεριά του Άθωνα, στην Καλλιάγρα. Το γεγονός δεν θα είχε καμιά σημασία, αν το κύμα δεν το απέθετε εμπρός από τον πύργο της Καλλιάγρας, ακριβώς στο σημείο όπου βρίσκεται το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Η Μονή Κουτλουμουσίου αμέσως έγραψε και έστειλε το αφιέρωμα στον Πανορμίτη.






Έπειτα, όταν η κυρία Χ. από τη Θεσσαλονίκη αντιλήφθηκε ότι ο σύζυγός την απατούσε, έπαθε νευρικό κλονισμό. Κάποιο βράδυ είδε στον ύπνο της τον Αρχάγγελο Μιχαήλ να της λέει: «Έλα στο σπίτι μου και όλα θα πάνε καλά. Να έχεις πίστη και όλα θα διορθωθούν». Κατέφυγε σε έναν διαπρεπή γιατρό, καθηγητή της Ψυχιατρικής και Νευρολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διευθυντή της Νοσηλευτικής Κλινικής του Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, τον Συμαίο-Αγαπητό Διακογιάννη. Στο γραφείο του κρεμόταν μια μεγάλη εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. «Βλέπω πως ευλαβείστε τον Ταξιάρχη, γιατρέ», του είπε. «Μα, πώς να μην τον ευλαβούμαι και να μην τον αγαπώ τον Πανορμίτη μας, που είναι ο πολιούχος και προστάτης όλων των Συμαίων, αλλά και των Δωδεκανησίων γενικώς», της αποκρίθηκε εκείνος και της μίλησε αρκετή ώρα για τη μονή και τα άπειρα θαύματα του Αγίου.


Η γυναίκα θυμήθηκε το όνειρο και το διηγήθηκε στον γιατρό, ο οποίος τη συμβούλεψε να επισκεφθεί το μοναστήρι, γιατί ο Άγγελος την καλούσε. Συμπλήρωσε επίσης ότι θα τη βοηθούσε αποτελεσματικά.


Η κυρία Χ. πήγε το καλοκαίρι στην ιδιαίτερη πατρίδα της και είπε στη μητέρα της την απόφασή της να ταξιδέψει στη Σύμη για να προσκυνήσει τον Αρχάγγελο. Εκείνη, όμως, της αντέτεινε ότι και στην πόλη τους υπήρχε Ταξιάρχης και ότι ήταν το ίδιο να πάει εκεί να προσκυνήσει, για να μην κάνει τόσο μακρινό ταξίδι. Την ίδια νύχτα, όμως, ο Πανορμίτης παρουσιάστηκε στον ύπνο της και της επανέλαβε τη σύσταση: «Σου είπα να έρθεις στο σπίτι μου, στη Σύμη».


Τότε η κυρία Χ. ταξίδεψε στη Σύμη και έφθασε στο Μοναστήρι του Πανορμίτη. Όταν αντίκρισε τη θαυματουργή εικόνα του αναγνώρισε τη χαμογελαστή μορφή που είχε παρουσιαστεί στον ύπνο της. Για πολλή ώρα προσευχήθηκε εκεί, κλαίγοντας και παρακαλώντας να επιστρέψει ο σύζυγός της στο σπίτι και να σωθεί η οικογένειά της. Πρωτόγνωρα γαληνεμένη, επέστρεψε στο σπίτι της.


Ο σύζυγός της αντιλήφθηκε το λάθος του, ζήτησε συγγνώμη και έγινε ο παλιός, καλός άνθρωπος που εκείνη γνώριζε.






Ο Ιωάννης Βολανάκης, επιστάτης για πολλά χρόνια στη Μονή Πανορμίτου, είδε μια παραμονή της εορτής των Ταξιαρχών να επιπλέει μέσα στον μικρό όρμο της μονής ένα μεγάλο κουτί, διαστάσεων 0,90x0,40, από λαμαρίνα. Το κουτί ήταν σφραγισμένο με οξυγονοκόλληση. Προερχόταν από τη Σητεία της Κρήτης και προοριζόταν για τη Μονή Πανορμίτου, όπως έγραφε με ανεξίτηλα γράμματα επάνω του. Το μετέφερε στη μονή και οι παρευρισκόμενοι, μαζί με τον τότε ηγούμενο, τον π. Ιερόθεο Πετράκη, περίμεναν με ανυπομονησία να δουν τι περιείχε.


Όλοι έμειναν κατάπληκτοι όταν είδαν ότι μέσα βρίσκονταν πέντε φρεσκότατοι άρτοι για την αρτοκλασία της εορτής και χρήματα. Είχαν φθάσει εγκαίρως για τη γιορτή!






Πηγή: ikivotos.gr




























Ποιο είναι το θαυματουργό αγίασμα και η παράδοση με τον δράκο;












Από την αυλή της εκκλησίας του Αγίου Μύρωνα στην Κρήτη, κατεβαίνοντας τη πλαγιά από το δυτικό μέρος, συναντούμε ένα μικρό σπηλαίο μέσα σε βράχους ,που προχωρεί κάτω από την εκκλησία.






Το σπήλαιο αυτό υπήρξε ο χώρος ασκήτευσης του Αγίου και συνδέεται άμεσα με ένα θαύμα, το οποίο τέλεσε ο Άγιος Μύρωνας.






Μια μέρα λοιπόν , λέει η παράδοση, ερχόταν ένα λιοντάρι στο χωριό από το βόρειο μέρος και οι κάτοικοι του ήταν απογοητευμένοι και φοβισμένοι.






Ο Άγιος Μύρωνας είχε χειροτονηθεί την περίοδο εκείνη επίσκοπος και απουσίαζε από το χωριό. Μια φορά όμως που ο Άγιος είχε επισκεφθεί την ιδιαίτερη πατρίδα του, ο δράκος ξανάκανε την εμφάνιση του. Αυτό συνέβη ένα πρωί Κυριακής την ώρα που ο Άγιος λειτουργούσε στην εκκλησία του Σωτήρος Χριστού, η οποία υπάρχει έως σήμερα.






Ο Άγιος, χωρίς να φοβηθεί καθησύχασε τους πιστούς και έστειλε το διάκο με την αρχιερατική του ράβδο να διατάξει το θηρίο στο όνομα του Χριστού, να μείνει στη θέση όπου βρισκόταν.






Πράγματι το θηρίο έμεινε ακίνητο και νεκρό. Μετά το τέλος της λειτουργίας ο Άγιος στάθηκε στην αυλή της εκκλησίας και έριξε πάνω στο ξαπλωμένο θηρίο που φαινόταν στην πλαγιά, μια μεγάλη πέτρα.






Την ίδια στιγμή βροχή από πέτρες, άγνωστο από που, έπεσαν πάνω στο θηρίο το οποίο απολιθώθηκε και έγινε ένας μεγάλος βράχος.






Ο βράχος αυτός έκλεισε -σύμφωνα πάντα με την παράδοση– μέσα του το Δράκο γι’ αυτό και σήμερα ο βράχος που σώζεται λέγεται «δράκος».






Σήμερα ακόμη φαίνεται η ουρά του λιονταριού στο βορειοδυτικό μέρος του χωριού και το κεφάλι του απολιθωμένο στο νοτιοδυτικό, ακριβώς μέσα στη σπηλιά που τρέχει το θαυματουργό Αγίασμα.






Η σπηλιά του Αγίου Μύρωνα σήμερα


Για να μπει κάνεις μέσα στη σπηλιά –το Αγιάσμα όπως λέγεται- πρέπει να κατέβει τρία σκαλοπάτια .Είναι ένας χώρος στενός. Στέγη του το κεφάλι του λιονταριού που απολίθωσε ο Άγιος.






Αριστερά υπάρχει ένα ύψωμα, μισό περίπου μέτρο ψηλότερα από τις πλάκες του δαπέδου, το οποίο –σύμφωνα πάντα με την παράδοση- αποτελούσε την κλίνη του ασκητή Αγίου. Γύρω-γύρω υπάρχουν βράχοι, ενώ χαμηλά στο δάπεδο υπάρχουν τρεις λακκούβες. Στη μεσαία τρέχει πάντα αγίασμα. Σ’ένα βαθούλωμα του βράχου βρίσκεται η εικόνα του Αγίου και μπροστά της υπάρχει αναμμένο πάντα το καντήλι.






Απορία αλλά και εντύπωση, ωστόσο, προκαλεί τόσο στους κατοίκους του χωριού όσο και στους επισκέπτες, το πως γίνεται, ενώ τόσοι άνθρωποι εδώ και αιώνες βγάζουν αγίασμα, αυτό να μην τελειώνει ποτέ!






Ο «δράκος» ένα βαρόμετρο της φύσης


Ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο συμβαίνει στο βράχο του Δράκου από τα παλιά χρόνια ως σήμερα. Ο βράχος που είναι από γρανίτη και έχει έκταση περίπου 1000τμ, αποτελεί ένα αλάνθαστο προγνωστικό του καιρού.






Άλλοτε μικρές φυσαλίδες σαν άσπρος αφρός βγαίνουν από τις σχισμάδες του -ένδειξη ότι πρόκειται να βρέξει- σύμφωνα πάντα με τους κατοίκους, κι άλλοτε ακούγεται ένας περίεργος θόρυβος μέσα από τον βράχο –ένδειξη πως θα κάνει βαρυχειμωνιά. Αυτό επιβεβαιώνουν πολλοί κάτοικοι του χωριού, οι οποίοι έχουν υπάρξει μάρτυρες αυτού του φαινομένου.






Πολλοί ξένοι, γεωλόγοι και μηχανικοί έχουν επισκεφτεί το Δράκο αλλά δεν έχουν καταφέρει έως σήμερα να ερμηνεύσουν το ιδιαίτερο αυτό φαινόμενο που η παράδοση και η πίστη το θέλει να λειτουργεί με τη χάρη του Αγίου, ως ένα πρωτότυπο βαρόμετρο της φύσης.






Πηγή: athensmagazine.gr

























Κουρμπάνι






Το κουρμπάνι (ή κουρπάνι) είναι ένα παλαιό έθιμο του ευρύτερου ελλαδικού χώρου και διατηρείται σήμερα στον ελληνικό και τουρκικό πολιτισμό. Βασικά συνίσταται στο τελετουργικό σφάξιμο και μαγείρεμα ενός αρνιού, μοσχαριού, ταύρου ή αγελάδας. Ανάλογο έθιμο τηρείται και στους Τούρκους με αφορμή διάφορες εορτές ή περιστάσεις, περιλαμβανομένης της εορτής του Αγίου Γεωργίου.






Σε αρκετά χωριά της Δράμας, όπως και σε πολλά άλλα μέρη, ιδιαίτερα του Βόρειου ελλαδικού χώρου, συνηθίζονται σε γιορτές διαφόρων αγίων τα λεγόμενα κουρμπάνια, τα οποία αποτελούν μορφή δημοφιλούς θυσιαστικής εκδήλωσης και συνεχίζουν την παράδοση πανάρχαιων, αρχέγονων λατρευτικών δοξασιών και συνηθειών. Το έθιμο αναφέρεται στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή της Θράκης, περιλαμβανομένων των περιοχών που σήμερα ανήκουν στη Βουλγαρία και την Τουρκία.






Το κουρμπάνι γινόταν στην εορτή του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου) την οποία τιμούσαν και οι Τούρκοι. Οι τελευταίοι συσχέτιζαν τον Άγιο Γεώργιο με μουσουλμάνο άγιο που τον ονόμαζαν "Χιδίρ Ελέζ". Πριν από την εορτή του Αγ. Γεωργίου, οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν τη σφαγή αρνιών. Αναφέρεται ότι από τον σουλτάνο μοιράζονταν την ημέρα του Αγ. Γεωργίου 5.000 αρνιά και από τη μητέρα του σουλτάνου άλλα 1.000.






«Κουρμπάνι» (προέρχεται από την τουρκική λέξη kurban, που σημαίνει θύμα) λέγεται το ζώο που θυσιάζεται, καθώς και η θυσιαστική λειτουργία στο σύνολο της.






Σύμφωνα με το εθιμικό τελετουργικό, προσφέρεται στην εκκλησία ως τάμα ή αγοράζεται από την οικεία εκκλησιαστική επιτροπή κάποιο ζώο, του οποίου το κρέας, αφού μαγειρευτεί και ευλογηθεί από τον ιερέα, μοιράζεται στο εκκλησίασμα. Στα Αναστενάρια ειδικότερα, η ζωοθυσία αποτελεί βασικό στοιχείο του όλου τελετουργικού.






Εικάζεται ότι επί τουρκοκρατίας κακό έπληξε την περιοχή από μεγάλη αρρώστια και μεταξύ άλλων τα παιδιά πέθαιναν και από ασιτία. Οι γονείς των παιδιών στράφηκαν στην εκκλησία και για να σταματήσει αυτό το κακό και έδωσαν ως τάμα αρνάκια για να φτιάξουν το κουρμπάνι.






Την παραμονή της εορτής, τα "κουρμπάνια", δηλαδή τα ζώα που θα σφάζονταν, οδηγούνταν στα προαύλια των εκκλησιών του Αγίου Γεωργίου. Κολλούσαν κεριά στα κέρατά τους και τα στόλιζαν με διάφορους τρόπους. Αυτά "διαβάζονται", δηλ. ευλογούνταν από τους ιερείς. Κατά τόπους υπήρχαν διάφορες λεπτομέρειες του τελετουργικού, όπως ο τρόπος διανομής του κρέατος. Σε κάποια χωριά γίνονταν και παλαιστικοί αγώνες (στους οποίους συμμετείχαν και Τούρκοι) και ο νικητής έπαιρνε το κουρμπάνι. Αλλού, από το αίμα του ζώου έβαζαν ένα σημάδι στο μέτωπο ή έκαναν το σύμβολο του σταυρού στο υπέρθυρο. Οι βοσκοί "διαβάζουν" τα σημάδια στο κόκκαλο της ωμοπλάτης (ωμοπλατοσκοπία) και προλέγουν διάφορα γεγονότα που θα συμβούν. Τα ζώα μπορεί να ευλογηθούν και να σφαχτούν και σε σπίτια.






Η διανομή του κρέατος, μαζί με άρτο, προσδίδει στο κουρμπάνι χαρακτήρα θρησκευτικού γεύματος, ανάλογου με τις «αγάπες» των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Παράλληλα βέβαια λειτουργεί στο όλο έθιμο και απόηχος αρχαϊκών αντιλήψεων και δοξασιών, που δίνουν στο κρέας εξαίρετες ιδιότητες και δύναμη και υγεία.






Τα κουρμπάνια με την αρχέγονη αιματηρή μορφή τους απαγορεύτηκαν κατά καιρούς από την Εκκλησία, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα, γιατί αντιπροσωπεύουν χαρακτηριστικό δείγμα λαϊκής λατρευτικής εκδήλωσης, με βαθιές ρίζες και αρχαιότατες θρησκευτικές παραστάσεις. Αντίθετα, το κουρμπάνι με μορφή κοινής εστιάσεως έχει γίνει ευρύτερα αποδεκτό και από την Εκκλησία, η οποία και ευλογεί, όπως είδη σημειώθηκε, το κρέας με ειδική ευχή: «Επίσκεψαι, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, τα εδέσματα των κρεών και αγιάσον αυτά…». Σε ορισμένες περιπτώσεις τα ζώα ευλογούνται πριν από τη θυσία. Οι ιερείς, άλλωστε, δεν παύουν να αποτελούν μέλη της κοινότητας που θυσιάζει, με τις ίδιες κατά βάση λαϊκές θρησκευτικές αντιλήψεις.






Χρονικό


Η ημέρα ξεκινά στις 08:30 με την Θεία Λειτουργία στο Ναό όπου ευλογείται ο άρτος του κουρμπανιού που προσφέρεται από τις γυναίκες (είτε αυτός αγοράστηκε είτε ζυμώθηκε παραδοσιακά). Έπειτα συγκεντρώνονται 21 ή 27 αρνάκια (…ή από προσφορές ή από συμπληρωματική δωρεά τις εκκλησίας ), το λάδι, τα πράσινα κρεμμύδια, το κόκκινο πιπέρι και ο δυόσμος. Αφού σφαχτούν τα αρνάκια, τα τεμαχίζουν και τα μαγειρεύουν σε μεγάλα καζάνια. Στην συνέχεια προσθέτουν τα πράσινα κρεμμύδια, αλάτι, κόκκινο πιπέρι και δυόσμο, ετοιμάζοντας έτσι το «κουρμπάνι». Τα εντόσθια και οι συκωταριές τηγανίζονται χωριστά και στις 12:00 έρχονται τα παιδιά του χωριού να γευματίσουν με τον άρτο που τους μοιράζεται. Στους ήχους της καμπάνας, 3 το μεσημέρι, «ο Ιερέας ευλογεί το φαγητό» δίνοντας έτσι την έναρξη της μοιρασιάς του φαγητού. Στην αρχή οι γυναίκες και τελευταίοι οι άντρες, οι οποίοι και προσφέρουν χρήματα στην εκκλησία εκφράζοντας έτσι και έμπρακτα τις ευχαριστίες τους. Όλοι υπομονετικά περιμένουν την σειρά τους. Η προσέλευση δε όλων των κατοίκων στον αυλόγυρο της εκκλησίας τους δένει και διατηρεί το έθιμο των πατεράδων και των παππούδων μας ζωντανό. Το έθιμο διατηρείται για αιώνες και έφτασε μέχρι την εποχή μας ως μέσον εξασφάλισης των αγαθών και της ίδιας της ζωής. Δεν πρέπει εξάλλου να παραβλέπεται ο ψυχαγωγικός – συμποσιακός χαρακτήρας του κουρμπανιού σε μία εποχή λιτοδίαιτης φτωχιάς και στέρησης παλαιοτέρων χρόνων.






Στο Καλαμπάκι της Δράμας


Στο Καλαμπάκι της Δράμας γιορτάζεται κάθε 18 Ιανουαρίου (του Αγίου Αθανασίου). Το έθιμο αυτό το έφεραν οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη (Κρυόνερο) κατά τη μετανάστευσή τους τη δεκαετία του 1920. Ο θρύλος αναφέρει πως το έθιμο ξεκίνησε όταν τη περίοδο της σποράς, έκανε στο Κρυόνερο την εμφάνισή του ένα ελάφι, κάτι που θεωρούνταν θεϊκό σημάδι. Οι κάτοικοι του χωριού, αφού άφηναν το ζώο να ξεκουραστεί, στη συνέχεια το έσφαζαν και το μαγείρευαν μαζί με ένα ζωμό από αλεσμένο σιτάρι, το πλιγούρι, που τοποθετούσαν σε μεγάλα καζάνια. Στη συνέχεια, το κουρμπάνι διανέμονταν στους κατοίκους του χωριού δωρεάν και το όλο έθιμο συμπλήρωναν εορταστικές εκδηλώσεις. Μία χρονιά, οι κάτοικοι δεν άφησαν το ζώο να ξεκουραστεί και έκτοτε δεν κατέβηκε ξανά. Από τότε συνέχισαν την παράδοση σφάζοντας αγελάδες. Τα υλικά για το κουρμπάνι (κρέας, σιτάρι) μαζεύονται από τους κατοίκους του χωριού αφιλοκερδώς.






Πηγή:


el.wikipedia.org


http://gym-petrous.dra.sch.gr




























Οι Σαρακατσάνοι της Ροδόπης






Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος



Σύμφωνα με την παράδοση και τις προφορικές μαρτυρίες των Σαρακατσάνων λέγεται πως η περιοχή της πρωτοεμφάνισης ή της διαμόρφωσής τους και του νομαδικού τρόπου ζωής τους στάθηκε η περιοχή της Ηπείρου - Αγράφων - Ακαρνανίας.



Οι Σαρακατσάνοι είναι απόγονοι καθαρά ελληνικής πανάρχαιας φυλής, με ελληνική διάλεκτο, που περιέχει πληθώρα αρχαιοελληνικών στοιχείων και ελληνικότατα έθιμα.






Όταν ήρθαν οι Οθωμανοί "Βήκαμαν στα βνά", έλεγαν οι γεροντότεροι. Πατρίδα τους αναφέρουν την περιοχή των Αγράφων περιοχή όπου έζησαν οι Σαρακατσάνοι μέχρι το 1812 περίπου. Οι Σαρακατσάνοι ζώντας οργανωμένα σε τσελιγκάτα και απομονωμένοι στις βουνοκορφές, δεν υποτάχθηκαν στους κατά καιρούς κατακτητές, δεν αναμείχθηκαν με άλλες φυλές και τελικά κατάφεραν να διατηρήσουν στο ακέραιο την αρχαιοελληνική τους ρίζα. Η ετοιμολογία της λέξης "Σαρακατσάνος" είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πορεία τους στην ελληνική ιστορία. Σαρακατσάνους ή Καρακατσάνους τους ονόμασαν οι Οθωμανοί για τον ανυπότακτο χαρακτήρα τους. Είναι σύνθετη λέξη από το "καρά" που σημαίνει μαύρος και το "κατσάν" που σημαίνει φυγάς. Οι Σαρακατσάνοι την ονομασία αυτή την έκαναν χρήση μετά το 1812 όταν έφυγαν από τα Άγραφα. "Βαρύ το πένθος στην γενιά μας με την πτώση της Πόλης" (Κωνσταντινούπολης) όπως έλεγαν. Μέχρι και τα κοπάδια τους ήταν μόνο από μαύρα πρόβατα.






Όταν έπεσε η βυζαντινή αυτοκρατορία στους Οθωμανούς, οι γεροντότεροι έδωσαν εντολή να μην υποταχθούν στους Οθωμανούς και να τους πολεμούν αδιάκοπα, όπου και να τους βρίσκουν πράγμα που τους ανάγκασε να βγουν κλέφτες στα βουνά. Έτσι, προήλθε και το δεύτερο συνθετικό "κατσάν".






Αμέτρητοι ήταν οι Σαρακατσάνοι οπλαρχηγοί που έγραψαν χρυσές σελίδες στην ιστορία της ελληνικής επανάστασης κυρίως της προεπαναστατικής. Κορυφαίος όλων ο Κατσαντώνης που το 1807 στην Λευκάδα στο Μοναστήρι της Αγίας Μαύρας κηρύχθηκε αρχηγός όλων των "κλεφτών". Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη, ο Αλή Πασάς ξεκίνησε μια φοβερή σφαγή των αμάχων Σαρακατσάνων, όπου ακόμα και τα παιδιά στην κούνια σφαζόταν. Ο αγώνας ήταν άνισος και οι καπεταναίοι, γύρω στο 1812-1815, συνεννοήθηκαν να στείλουν τα γυναικόπαιδα, στην Ανατολική Θράκη, αφού εξαγόρασαν τον τοπικό πασά της Αδριανούπολης για να συνεχίσουν απερίσπαστα τον αγώνα τους.






Σύμφωνα με την παράδοση στέλνοντας τα γυναικόπαιδα στην περιοχή της Αν. Θράκης τους ευχήθηκαν να προκόψουν, αλλά τους έδωσαν και κατάρα να μην ριζώσουν εκεί που θα πάν. Πάντα να έχουν το βλέμμα τους στην δύση του ήλιου, όπου και ο τόπος καταγωγής τους. Έτσι δικαιολογείται επίσης ότι για πολλά χρόνια οι Σαρακατσάνοι δεν απέκτησαν δική τους γη, στοιχείο που θα τους απέτρεπε την επιστροφή στην πατρίδα τους.






Την άνοιξη και συγκεκριμένα του Αη Γιώργη (23 Απριλίου), οι Σαρακατσάνοι ξεκινούσαν για τα βουνά και το φθινόπωρο γύρω στις 26 Οκτωβρίου, του Αγίου Δημητρίου, εγκατέλειπαν τα βουνά και ξανακατέβαιναν στις πεδιάδες. Οι εποχιακές αυτές μετακινήσεις είχαν σχέση με τις ανάγκες των κοπαδιών, από τα οποία είχαν απόλυτη εξάρτηση. Απομονωμένοι λοιπόν στα βουνά ανέπτυξαν τεχνικές και λύσεις στα καθημερινά προβλήματα.


Κατοικούσαν σε καλύβες φτιαγμένες κυρίως με σίκαλη ενώ τα ζώα τους τα προστάτευαν σε μαντριά, κατασκευασμένα από κλαριά. Η διατροφή τους βασιζόταν σε γάλα, στα γαλακτοκομικά προϊόντα και σε αλεύρι (εξ ανταλλαγής). Κατασκεύαζαν ενδύματα με το μαλλί των προβάτων και των κατσικιών, ενώ χρησιμοποιούσαν εργαλεία από ξύλο για τις ανάγκες της τυροκομίας, τις υφαντικής και της καθημερινής χρήσης. Στο χώρο της κεντητικής υφαντικής αλλά και ξυλογλυπτικής κυριαρχούσαν γεωμετρικά σχήματα με έντονες τις επιρροές από την αρχαία Ελλάδα. Η γλώσσα τους τέλος είναι καθαρά ελληνική, το δε εθνικό φρόνημα απόλυτα ελληνικό.






Σήμερα ο σαρακατσάνικος πολιτισμός όμως, όπως τον σκιαγραφήσαμε έχει σβήσει, η ζωή των Σαρακατσάνων έχει αλλάξει ριζικά. Ενσωματώθηκαν εντελώς στην περιβάλλουσα κοινωνία και οι περισσότεροι στράφηκαν στην ζωή της πόλης, στις επιστήμες, στο εμπόριο, στην γεωργία και την πολιτική με εκπληκτική επιτυχία, διακρινόμενοι παντού.






Από τον νομαδικό βίο των Σαρακατσάνων δεν απέμεινε πια τίποτα. Τα τσελιγκάτα έσβησαν πριν πολλά χρόνια. Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής επιζεί στον μεγαλύτερο μέρος σαν ανάμνηση.






Σήμερα οι Σαρακατσάνοι προσπαθούν να διατηρήσουν μέσα από τις πολιτιστικές δραστηριότητες την καταγραφή πολύτιμων μαρτυριών γύρω από τον κύκλο της ζωής τους, τα τραγούδια τους, τους χορούς τους και τα έθιμά τους.






Έτσι για την διατήρηση αυτής της μνήμης καταθέτονται εδώ ορισμένες μαρτυρίες γύρω από την καθημερινή και δημόσια ζωή των Σαρακατσάνων εκείνης της παλιάς εποχής, την εκπαίδευση, τον γάμο, τα πρόσωπα και τις οικογένειές τους, όπως τα διηγούνται οι γεροντότεροι.






Ο σαρακατσάνικος γάμος, η λεγόμενη "χαρά", ήταν ένα γεγονός, εκδήλωση γεμάτη από τραγούδια με ευχές στους νεόνυμφους για την καινούργια τους ζωή. Ήταν ένα αντάμωμα μεταξύ συγγενών και φίλων, η ηλικία των παιδιών στην οικογένεια καθόριζε αυστηρότητα την σειρά της παντρειάς. Οι γάμοι τους γινόταν αποκλειστικά μεταξύ τους δεν ερχόταν δηλαδή σε επιμειξία με άλλα "μιλέτια", αν πάρω και σαν παράδειγμα τον εαυτό μου που παντρεύτηκα Σαρακατσάνα πριν 36 χρόνια υπήρχε μια μεγάλη αντίδραση από τους δικούς της, μια και δεν είμαι Σαρακατσάνος, στο τέλος βέβαια υπερίσχυσε η αγάπη.


Επιστρέφοντας πάλι στα του γάμου βλέπουμε ότι η απόφαση για την επιλογή του γαμπρού ή της νύφης ήταν σχεδόν πάντα των γονέων και των συγγενών. Αφού αποφασιζόταν το συνοικέσιο, έδιναν "λόγο" και σε λίγες ημέρες γινόταν ο αρραβώνας "σύβασμα".






Ο αρραβώνας γινόταν χωρίς την παρουσία των νέων, με την ανταλλαγή ενός μαντηλιού που είχε επάνω το δαχτυλίδι. Αμέσως μετά τον αρραβώνα άρχιζε ο γάμος από την Τετάρτη με το κάλεσμα των συγγενών και φίλων, προσφέροντάς τους κουφέτα μέσα σε κόκκινο μαντίλι. Την Παρασκευή έπιαναν τα "προζύμια" για να ψήνουν την κουλούρα του γαμπρού και της νύφης. Μέσα στο κόσκινο με το αλεύρι όλοι οι συμμετέχοντες έριχναν και από ένα νόμισμα, κοσκινίζοντας δε το αλεύρι ένα κορίτσι τραγουδούσε... μετά άρχιζε το ζύμωμα πάλι με τραγούδια. Από το προζύμι αυτό άλειφαν τους γέροντες στο πρόσωπο. Συγχρόνως οι γέροντες έδιναν την ευχή τους. "Άιντε να ζήσουν να στεριώσουν". Στην κουλούρα που έφτιαχναν την κεντούσαν με δύο πιρούνια ωραία γεωμετρικά σχήματα και αφού την έψηναν την έβαζαν στον "κουλουροτροβά". Τα προζύμια στο σπίτι της νύφης το έπιαναν το Σάββατο πρωΐ.






Στο σπίτι του γαμπρού ύστερα ξεκινούσε το ράψιμο του φλαμπουρά. Το ξύλο του φλαμπουρά ήταν από αγριοτριανταφυλλιά. Στον πάνω άκρο σχηματιζόταν σταυρός στον οποίον τα τρία άκρα στερέωναν τρία μήλα, σύμβολα της γονιμότητας. Το ξύλο του φλαμπουρά τυλιγόταν με πολύχρωμες δαντέλες ενώ το κύριο μέρος του ήταν η ελληνική σημαία, στολισμένη με κορδέλες και κουδουνάκια που χτυπούσαν, όταν τον κουνούσαν στον χορό.






Από την Παρασκευή το βράδυ ξεκινούσε το γλέντι στο σπίτι του γαμπρού με τους καλεσμένους. Το Σάββατο ξεκινούσαν όλοι οι συγγενείς για να πάν να "πάρουν" την νύφη, όπως έλεγαν ο γαμπρός και οι νέοι φορούσαν φουστανέλα με γιλέκο και οι γεροντότεροι σιγκούνι. Οι γυναίκες με χρυσοκέντητες στολές και τις αράδες τα φλουριά. Πριν ξεκινήσουν ο πατέρας έβαζε τον γαμπρό να πατήσει ένα σίδερο και οι γυναίκες τραγουδούσαν "Άιντε σταυραετέ να πάμε".






Όταν φτάνανε σε απόσταση 200 μέτρων από το καλύβι της νύφης, έπιαναν χορό και έριχναν τουφεκιές. Με τα ίδια τους υποδεχότανε και το σόι της νύφης. Εκεί ο γαμπρός έριχνε πάνω από το άλογο ένα μήλο οπότε γινόταν μεγάλος συνωστισμός για τα ποια γυναίκα θα το πιάσει. Στα παιδάκια πάλι ο πατέρας του γαμπρού έδινε από ένα κέρμα.






Το βράδυ πριν το τραπέζι αλλάζανε τις κουλούρες τους όπως και τα μαντήλια του αρραβώνα. Το γλέντι συνεχιζόταν με τραγούδια, χορούς, φαγητά και ρακί. Το πρωΐ της Κυριακής πάλι με τραγούδια στολίζαν την νύφη κουκουλώνοντας έτσι που να μην φαίνεται το πρόσωπό της. Ο πατέρας της νύφης έζωνε τον γαμπρό με ένα ζωνάρι, του έκανε δώρο μια λίρα και του έδινε και μια σφαλιάρα, για να έχει φόβο και σεβασμό στα πεθερικά. Μετά από όλα αυτά βγάζανε το ζευγάρι στο χορό, ανέβαζαν τη νύφη στο νυφιάτικο στολισμένο άλογο και ξεκινούσαν για το καλύβι του γαμπρού.






Στο σπίτι του γαμπρού τους υποδέχονταν η πεθερά δίνοντας ένα πιάτο με κουφέτα στη νύφη που το πετούσε προς όλες τις γυναίκες για να τις πιάσουν. Αφού έβαζαν τα προικιά μέσα στο καλύβι, περνούσαν τη νύφη μέσα. Εκεί περίμενε ο παπάς που θα έκανε τα στεφανώματα. Την Δευτέρα ξεκινούσαν το γλέντι με "τον νονού το γιομάτο", που ήταν κρασί, αρνί, και τρεις κ'λούρες. Πίνοντας και τρώγοντας όλοι λέγανε και τις ευχές τους. Μετά από αυτό έβγαζαν τη νύφη να χορέψει. Τότε δείχνανε και τα προικιά της νύφης στους παρισταμένους τελειώνοντας και τον γάμο.






Οι Σαρακατσάνοι της Ροδόπης είναι περί τις 10.000. Διαμένουν σε όλους περίπου τους οικισμούς της Ροδόπης όπως και στην Κομοτηνή. Όσοι από αυτούς κατάγονται από την Σερβία λέγονται "Σερμπιάνοι", όσοι από την Βουλγαρία λέγονται "Βουλγαραίοι" και όσοι από την Ανατολική Θράκη λέγονται "Πολίτες".






Από τους λεγόμενους "πολίτες" ένα μεγάλο μέρος έφυγαν από την Αν. Θράκη πριν το 1923 και πήγαν στα βουνά της Δράμας όπου δημιούργησαν τα τσελιγκάτα. Τα τσελιγκάτα στα βουνά της Δράμας εμφανίσθηκαν κατά το 1911-1913 και μέχρι το 1939-1940 ήταν περί τα πενήντα. Κάθε τσελιγκάτο είχε και τον Κεχαγιά του. Ο Κεχαγιάς του τσελιγκάτου ήταν υπεύθυνος για τις δημόσιες σχέσεις, καθώς και για την διαχείριση. Ήταν εγγράμματος και κρατούσε βιβλία εσόδων και εξόδων. Στο τέλος μοίραζε τα κέρδη, ανάλογα με την συμμετοχή της κάθε οικογένειας στην παραγωγή. Ανάμεσα στα έξοδα του τσελιγκάτου ήταν και η πληρωμή του δάσκαλου για την λειτουργία του σχολείου που γινόταν συνήθως μόνο για τους μήνες του καλοκαιριού. Η διδασκαλία γινόταν στο δασκαλοκάλυβο, ή έξω από αυτό κοντά στις βρύσες, ή κάτω από τα δένδρα.






Πηγή: xronos.gr
















Έθιμα γάμου και βάπτισης στην Κομοτηνή







Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος







Οι αρραβώνες

Την Κυριακή ερχόταν οι συγγενείς του γαμπρού και έφερναν τα δώρα της νύφης. Πρώτα ένας δίσκος με καραμέλες, επάνω σε μαντήλια μεταξωτά για τα πεθερικά, ένας άλλος δίσκος με τσεμπέρια και σε ένα μαντήλι μεταξωτό σκαλισμένα κοσμήματα και φλουριά δεμένα με κορδέλες για την νύφη. Ύστερα ένα ταψί με χαλβά για να πάει γλυκιά η ζωή και δύο μεγάλες ζαχαρόπιτες από κόκκινη ζάχαρη, μέσα σε άσπρο τούλι και άσπρες κορδέλες. Τις ζαχαρόπιτες τις κρατούσαν για τον γαμπρό και την νύφη την βραδιά του γάμου. Αφού μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς ευλογούσε ο παπάς τα δώρα, ύστερα ένωνε τα χέρια τους και τους περνούσε τα δαχτυλίδια, τότε η νύφη φύλαγε το χέρι του γαμπρού, εκείνος δε το χέρι των πεθερικών. Ύστερα από οκτώ ημέρες ξαναπήγαινε ο γαμπρός με τους συγγενείς στο σπίτι της νύφης, την άλλη Κυριακή πήγαινε η νύφη με τους δικούς της στο σπίτι του γαμπρού. Έτσι ώσπου να γίνει ο γάμος πηγαινοέρχονταν κάθε Κυριακή.



















Ο γάμος

Η ημέρα του γάμου ήταν η Κυριακή, από την Πέμπτη όμως απλωνόταν τα προικιά για να έλθουν να τα δουν. Την Παρασκευή το πρωί πήγαιναν την νύφη με συνοδεία στο χαμάμ της πόλης, μπροστά πήγαιναν τα βιολιά μαζί και οι φίλες της με τις γυναίκες που θα έλουζαν την νύφη. Την Πέμπτη το βράδυ όμως όλες οι φίλες της χόρευαν και τον έλεγαν χορό της κινάς, έβαζαν μέσα σε μια κούπα μια οκά κινά και τρία κεριά αναμμένα, χορεύοντας πρώτα η νύφη και όλες οι άλλες. Τον χορό συνόδευε ένα ειδικό τραγούδι: Βάλτε κινά στα νύχια της και μόσχο στα μαλλιά της να γίνει η νύφη όμορφη, σαν Παναγιά γραμμένη σαν νυφούλα στο χαρτί είναι ζωγραφισμένη.



















Μετά χορεύανε και οι άνδρες. Οι φίλες της νύφης το βράδυ μένανε και κοιμόταν με τη νύφη βάζοντας όλες κινά στα νύχια τους. Το Σάββατο ψήνανε φαγητά και γλυκά. Τότε ερχότανε ο κουμπάρος και κουβαλούσε την προίκα. Δύο στρώματα, δύο παπλώματα, μαξιλάρια, κουβέρτες, πουκάμισα μεταξωτά γυναικεία και ανδρικά, φορέματα, μπακιρικά. Ζωνάρια ανδρικά κεντημένα, πετσέτες υφαντές, ένα τρίποδο τραπέζι, σκαμνιά, χαμηλά στρογγυλά τραπέζια που κάνανε τους γιουφκάδες, τον τραχανά, το κουσκούσι, ξύλινους πλάστρες, ασπρόρουχα, τσεβρέδες, χαλιά, ασημένια φλιτζάνια για τον καφέ, πιάτα και ότι άλλο χρειάζεται ένα σπιτικό.







Όταν φτάνανε στο σπίτι του γαμπρού ο κουμπάρος έδινε στον κάθε μεταφορέα από ένα νόμισμα. Τότε ο γαμπρός έστελνε στη νύφη γούνα, την έλεγαν μηλόγουνα γιατί γύρω - γύρω στο λαιμό και από κάτω έως επάνω είχε μήλο, απ' έξω ατλάζι μαύρο ή τσόχα μπλε κεντημένη στα μανίκια. Μέσα δε το πάτημα της νύφης ένα φουστάνι μεταξωτό. Λεγόταν έτσι γιατί η νύφη όταν έβγαινε από το σπίτι το έβαζαν στο κατώφλι να το πατήσει.

Επίσης έστελνε τα παπούτσια, τις κάλτσες και την χρυσή ζώνη που θα φορούσε, μια ταμπακιέρα ασημένια ή χρυσή γεμάτη χρυσά ή ασημένια νομίσματα και ένα ζευγάρι παντόφλες κεντημένες με χρυσή κλωστή. Στο δεύτερο δώρο ο γαμπρός έστελνε για την πεθερά και τον πεθερό φουστάνια, σαλβάρι, πουκάμισα για τα κορίτσια και μαντήλια για τα παλικάρια. Στο τρίτο δώρο ένα ταψί χαλβά άσπρο καρυδένιο.







Η νύφη έστελνε στον γαμπρό πουκάμισο μεταξωτό, ένα σώβρακο, δύο ζευγάρια κάλτσες, ένα είδος κομπολογιού πλεκτό με χάντρες, ένα ζωνάρι μεταξωτό με χρυσή κλωστή, ένα ζευγάρι παντόφλες κεντημένες με μετάξια, για τα πεθερικά πουκάμισα, τσεβρέδες και μεταξωτά μαντίλια. Την Κυριακή οι φίλες της νύφης μετά την εκκλησία πήγαιναν στο σπίτι της για να την ντύσουν τραγουδώντας.







Στο τέλος έφερναν μια πίτα ζυμωμένη από την Πέμπτη και την έκοβαν βάζοντάς την πάνω στο κεφάλι της νύφης, και μοιράζονταν τα κομμάτια. Ύστερα βάζανε στα γόνατα της νύφης ένα μικρό αγοράκι, ώστε το πρώτο παιδί να γίνει αρσενικό. Όταν οι συγγενείς της την φορούσαν τα παπούτσια μέσα είχαν ρύζι και χρυσά νομίσματα.







Την Κυριακή το πρωΐ πήγαινε ο κουρέας στο σπίτι του γαμπρού, εκεί έρχονταν και οι φίλοι του γαμπρού. Αφού λοιπόν ξυριζόταν ο γαμπρός έριχνε μέσα στην λεκάνη του κουρέα μια λίρα όπως και οι συγγενείς άλλα νομίσματα. Μετά ξεκινούσε και το ντύσιμο του γαμπρού, κόβανε και σε αυτού το κεφάλι την πίτα και την μοιράζονταν οι φίλοι του. Όπως και στην νύφη έτσι και εδώ δύο αγοράκια και δύο κοριτσάκια κρατούσαν καθ' όλη την διάρκεια από ένα κερί αναμμένο.




Όταν ήταν έτοιμος ο γαμπρός μαζί με τους φίλους του, μπροστά τα βιολιά πήγαιναν να πάρουν τον κουμπάρο και από κει στης νύφης. Μόλις φτάνανε στο σπίτι της νύφης, κλείνανε την πόρτα. Τότε ο κουμπάρος θα κτυπούσε τρεις φορές με το πόδι. Από μέσα δε του λέγανε τάξε δώρα για να σας ανοίξουμε. Ο κουμπάρος έλεγε θα σας δώσουμε ένα αρνί μαζί με τα βιολιά και κρασί. Μόνο τότε άνοιγε η πόρτα.







Η νύφη φιλούσε πρώτα του κουμπάρου το χέρι ύστερα του γαμπρού, εκείνος της πατούσε το πόδι για να είναι υποταγμένη. Ύστερα ο γαμπρός φιλούσε το χέρι της πεθεράς, βγαίνοντας η νύφη από το σπίτι της πατούσε το φουστάνι στα σκαλοπάτια όπως προείπαμε τρεις φορές, εκεί ο κουμπάρος έδινε το κόκκινο μαντήλι στη νύφη η οποία έκανε τρεις μετάνοιες και τραγουδούσε ένα τραγούδι του αποχαιρετισμού.




Αφού τελείωναν, μπροστά τα βιολιά, έπειτα η νύφη πήγαιναν στην εκκλησία. Δεν έπρεπε να κοιτάζει πουθενά τα μάτια κατεβασμένα, γιατί αλλιώς θα την έλεγαν ξεσκαπνιστήρα. Ακολουθούσαν ο κουμπάρος με τον γαμπρό ύστερα οι συγγενείς και οι καλεσμένοι. Μέσα στην εκκλησία οι συγγενείς έδειχναν στον κόσμο ένα μαντήλι με έναν κόμπο που είχε δέσει ο γαμπρός και είχε πει, μόνος μου δένομαι μόνος μου θα λυθώ και ότι έχει και πει κάποιος γι' αυτόν τον δεσμό να το πει τώρα.







Μετά την εκκλησία πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, εκεί η πεθερά δεν έπρεπε να παρουσιασθεί πρώτη στη νύφη, το είχαν για γρουσουζιά. Αμέσως ξεκινούσε ο χορός. Όταν καθόταν στο τραπέζι όλοι μαζί τραγουδούσαν το καθιερωμένο τραγούδι που μεταξύ των άλλων έλεγε: ...Τριγύρω, γύρω άρχοντες και δώδεκα αποστόλοι, να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός κι όλο το νυφοστόλη... Στο σπίτι που πατήσαμε πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει... Εμείς εδώ δεν ήλθαμε να φάμε και να πιούμε... μόνο τους αγαπούσαμε κι ήλθαμε να τους δούμε.







Μετά ο παπάς έλεγε την ευχή και καθόταν στο πρώτο τραπέζι η νύφη, ο γαμπρός, τα πεθερικά και μόνο ανδρόγυνα. Στο δεύτερο παλικάρια, στο τρίτο κορίτσια και στο τέταρτο παιδιά. Την άλλη μέρα το πρωΐ η πεθερά και οι άλλες γυναίκες πήγαιναν να δουν εάν η νύφη ήταν "εντάξει" τότε αμέσως έδιναν δώρα στη μάνα της που είχε φτάσει και αυτή για να δει το αποτέλεσμα της παρθενίας της. Σε λίγο άρχιζαν να τρώνε γλυκά και μπουγάτσες.




Το μεσημέρι άλλο τραπέζι. Το απόγευμα η κουμπάρα καλούσε όλους τους συγγενείς και φίλους προσφέροντάς τους ούζο βάζοντας μέσα κόκκινο χρώμα για να καταλάβει ο κόσμος ότι η νύφη ήταν παρθένα.







Σε οκτώ μέρες πήγαινε η νύφη με τους συγγενείς στην εκκλησία πάλι, όπου πρόσφεραν νομίσματα στον παπά, τα λέγανε "της νύφης ο παράς". Έτσι τελείωναν όλες οι τελετές.




Αργότερα όταν αποκτούσαν παιδί πήγαινε η μαμή στην νονά θα έλεγε τα καλορίζικα για να πάρει δώρα και έπειτα στους συγγενείς.

Δώριζαν στο παιδί διάφορα νομίσματα, μεταξωτά, παπλωματάκια κεντημένα με χρυσό και ρούχα. Επί σαράντα μέρες κάθε βράδυ μαζί με την λεχώνα η μάνα και η πεθερά της κλεινόταν στην κάμαρα, αφού κλείνουν καλά τις πόρτες και τα παράθυρα, δεν άνοιγαν δε παρά μόνο το πρωΐ.

Το είχαν για γρουσουζιά και ότι θα πάθαινε κάτι το παιδί ή η μητέρα από ξωτικά. Όπως και ποτέ μπροστά σε ξένους δεν βύζαινε για το κακό μάτι. Στις σαράντα μέρες γινόταν η βάπτιση πάντα στην εκκλησία. Η μαμή έπαιρνε το παιδί. Η μάνα, ο μπαμπάς και τα πεθερικά δεν πήγαιναν. Η κουμπάρα όταν τελείωναν το έφερνε στο σπίτι. Μικρά παιδιά έτρεχαν να πουν το όνομα για να πάρουν δώρα.







Προλήψεις

Όταν βύζαινε και έπηζε το γάλα της μαμάς πριν σαραντίσει (λέγανε ότι έφταιγε γιατί έφαγε το στόμα του ψαριού όταν ήταν έγκυος). Έπαιρνε στην αγκαλιά το μωρό το πήγαινε στην κουζίνα, καθόταν πάνω σε ένα ξύλο που κόβαν το κρέας βυζαίνοντας το μωρό. Τότε περνούσε. Επίσης αν στο διάστημα των 40 ημερών έκοβε το γάλα της μάνας, πήγαιναν μαζί με τον σύζυγό της αφού νήστευαν σε ένα αγίασμα.




Ήταν μέσα σε ένα βυζαντινό κάστρο, (άραγε πού) όπου, όπως έλεγαν, ένας αυτοκράτωρ με την γυναίκα του, έτυχε να τους πολιορκήσουν εχθροί. Πριν πεθάνει η βασίλισσα είπε, το στήθος μου να μείνει σ' αυτό το μέρος ίσως έλθει το παιδί μου να βυζάξει και όποιας μάνας στερέψει το γάλα, να παίρνει, θα βρίσκει γιατρειά. Ήταν μια πέτρα σαν στήθος που έσταζε νερό. Έξυναν την πέτρα, έπαιρναν και νερό, τα έβαζαν μαζί σε ένα ποτήρι και γινόταν άσπρο σαν γάλα. Το έπινε η μάνα και πίστευαν πως γιατρευόταν.







Πηγή

Αμαλία Στάλιου - ανάτυπο από τον 13ο τόμο των Θρακικών




xronos.gr
















Οι «Μάηδες» της Μακρινίτσας




Οι "Μάηδες" που έχουν πάρει το όνομά τους από τον πιο λουλουδιασμένο μήνα της άνοιξης, το Μάιο, είναι ένα πηλιορείτικο χορευτικο-μιμητικό έθιμο από τα πιο γνωστά και γραφικά της Ελληνικής Πρωτομαγιάς.




Για την προέλευση του εθίμου έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις απ' αυτούς που ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα. Ωστόσο, παρά τις ξένες επιδράσεις που έχει δεχθεί αυτή η συνήθεια με το πέρασμα των αιώνων και εξαιτίας των εθνικών περιπετειών του Ελληνισμού και των αλλαγών στις συνθήκες ζωής, πολλές από τις εκδηλώσεις του εθίμου αυτού, πολλά από τα "δρώμενα", παραπέμπουν στους πανάρχαιους Διονυσιακούς μύθους και τα θεμελιώδη τελετουργικά γνωρίσματα της λατρείας της φύσης κατά την αρχαιότητα.




Στους μύθους αυτούς, ιδιαίτερα, τους σχετικούς με τον Άδωνη και το Διόνυσο αναγνωρίζουμε πάμπολλα στοιχεία των Μάηδων της εποχής της Τουρκοκρατίας και των κατοπινών χρόνων. Σε πολλούς απ' αυτούς τους μύθους, όπως και στο μύθο των Μάηδων, ο κεντρικός καμβάς είναι ο ίδιος: ένα πρόσωπο δολοφονείται, θάβεται με ένα χλωρό κλαρί ή ένα λουλούδι στο χέρι και στο τέλος, ανασταίνεται κάτω από την επίδραση των τραγουδιών και των χορών των φίλων του.







Τι ήταν οι Μάηδες και πως γιορτάζονταν;

Ο Ιστορικός ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ, που κατάγεται από τη Ζαγορά του Πηλίου, μας πληροφορεί πως η γιορτή αυτή ήταν μια δραματική παράσταση που γίνονταν από 15-20 άνδρες μεταμφιεσμένους, που είχαν στην μέση το "Μάη", ένα νέο δηλαδή, καταστόλιστο με λουλούδια.

Σε κάποια στιγμή, ένας από τους μασκαρεμένους νέους πείραζε άσεμνα το κορίτσι που ακολουθούσε τη συντροφιά και τότε ο νέος, που ήταν ντυμένος με Φουστανέλες, ο γενίτσαρος, πυροβολούσε και "σκότωνε" το Φταίχτη. Όταν ο θάνατος του τελευταίου διαπιστωνόταν από τη συνοδεία του Μάη, η παρέα έβαζε ένα λουλούδι πάνω στο "νεκρό" και άρχιζε γύρω του ένα εύθυμο χορό.

Μέσα στο ξέφρενο τότε πανδαιμόνιο που ακολουθούσε, ο "σκοτωμένος" ανασταινόταν και ακολουθούσε ολόγερος την εύθυμη συντροφιά του. Αυτή ήταν η βασική πλοκή του μύθου.




Πρωταγωνιστής της παράστασης ήταν ο Μάης. Αυτός είχε το σώμα του σκεπασμένο με κισσούς, δάφνες, αγιοκλήματα, τριαντάφυλλα και πολλά άλλα λουλούδια της εποχής και στο κεφάλι φορούσε στεφάνι φτιαγμένο και αυτό από πολύχρωμα λουλούδια. Στο χέρι κρατούσε το "μαγιόξυλο" καταφορτωμένο με λουλούδια και καρπούς, σύμβολο της ανανέωσης της Φύσης και της ζωής. Ο "Μάης" δεν ήταν μόνος του σε αυτή την εθιμική γιορτή: τον περιτριγύριζαν χορεύοντας (όπως άλλοτε το Διόνυσο οι σάτυροι, οι τράγοι, οι Σιληνοί και οι Νύμφες) τα ζεϊμπέκια, γιορταστικά ντυμένα με κόκκινα κεντημένα γιλέκα και σαλβάρια (βράκες) με φαρδιά ζωνάρια γεμάτα σπαθιά και πιστόλια και ψηλά φέσια όλο φούντες.




Αλλα μέλη του ανοιξιάτικου αυτού θιάσου, που γιόρταζε τη φύση στην πιο όμορφη στιγμή της, είναι ο γαμπρός (γενίτσαρος) ντυμένος με φουστανέλες, βελούδινο γιλέκο, κόκκινο φέσι και με μαχαίρι στη μέση, η νύφη και αυτή μεταμφιεσμένος άντρας με πλούσιο μουστάκι, ο χότζας (τούρκος ιερωμένος) με φαρδιά κελεμπία και σαρίκι, ο γύφτος και η γύφτισσα με καρβουνιασμένα πρόσωπα και πόδια.

Επίσης, στη χορευτικο-μιμητική αυτή παράσταση συμμετείχαν ο αρκουδιάρης με την αρκούδα, που ήταν και αυτή άνδρας μεταμφιεσμένος με προβιές αρνιών, ο γιατρός που βοηθούσε στην νεκρανάσταση του σκοτωμένου ή στο ξεγέννημα της νύφης και της γύφτισσας όταν τις έπιαναν οι πόνοι του τοκετού και στο τέλος, ο διάβολος ή τα διαβολάκια που φορούσαν μαύρα ρούχα και είχαν ουρά και κέρατα.




Το έθιμο αυτό, που για αιώνες ήταν ριζωμένο στην παράδοση του πηλιορείτικου λαού, γιορτάζονταν παλιά για οκτώ μέρες.

Οι Μάηδες, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κατέβαιναν από τη Μακρινίτσα με τους ζουρνάδες και τα νταούλια στο Βόλο, όπου μέσα στο Κάστρο κατοικούσαν οι Τούρκοι, έδιναν μπροστά τους μια παράσταση με τραγούδια και χορούς και με το μιμόδραμα "θάνατος-ανάσταση" και μέσα σε ένα κλίμα φαιδρότητας με τους Τούρκους γύρω-γύρω πετύχαιναν το βασικό σκοπό: να τους δοθεί η άδεια, ώστε ελεύθερα ν' αρχίσουν την περιπλάνησή τους στα χωριά του Πηλίου και να στήσουν το διονυσιακό πανηγύρι τους στις πλατείες των χωριών που επισκέπτονταν.




Στις 8 Μαΐου πάντως έπρεπε να επιστρέψουν στη βάση τους και να παρευρεθούν στο πανηγύρι του Αι-Γιάννη και εκεί στο χώρο του ναού ξεδίπλωναν την τελευταία φάση της παράστασης, φαιδρύνοντας το πανηγύρι.




Το έθιμο αυτό που οι σημασίες του και οι συμβολισμοί του είναι πολλοί, οι επιδράσεις που δέχθηκε με το πέρασμα των αιώνων εμφανείς και η παλαιότητά του εξακριβωμένη.




Έπαψε να οργανώνεται το 1911 ,εποχή βαλκανικών πολέμων, αναβίωσε το 1957 και μετά από μια μικρή διακοπή συνεχίζεται τα τελευταία χρόνια με τη συμβολή της Κοινότητας και την προθυμία των κατοίκων του χωριού.




Εφημ. «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ» Χειμερινές Αποδράσεις στη Μαγνησία




Πηγή: hotelsline.gr













Ύψωση Τιμίου Σταυρού – Έθιμα της ημέρας στην Ελλάδα




Στις 14 Σεπτεμβρίου η Εκκλησία τιμά τον Σταυρό του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως το «καύχημά» Της και η «δόξα» Της.




Την ημέρα αυτή, σε αρκετές περιοχές της χώρας, αναβιώνουν διάφορα έθιμα που κρατούν ζωντανή την ορθόδοξη παράδοση.




Η γιορτή του Σταυρού έχει ιδιαίτερη σημασία για τους γεωργούς, διότι αποτελεί την αφετηρία της νέας χρονιάς, ενόψει της σποράς. Οι γεωργοί φέρνουν στην εκκλησία μείγμα από τα δημητριακά που θα σπείρουν για να δεχθούν την ειδική ευλογία του ιερέα: «Βλαστήσαι την γην, και δούναι σπέρμα το σπείροντι, και άρτον εις βρώσιν» («Ευχή επί ευλογήσει του σπόρου»).




Την ημέρα του Σταυρού, οι ναυτικοί συνήθιζαν να σταματούν τα μακρινά ταξίδια με ιστιοφόρα, όπως συμβούλευε η παροιμία: «Του Σταυρού, σταύρωνε και δένε».




Με το βασιλικό που παίρνουν από την εκκλησία, οι νοικοκυρές συνηθίζουν να φτιάχνουν το προζύμι της χρονιάς (Πήλιο, Κορώνη κ.ά).




Όταν ο Γεώργιος Μέγας απεσταλμένος από την Ακαδημία Αθηνών επισκέφτηκε το Κατάλακκο για να καταγράψει τα έθιμα της Λήμνου, οι Λημνιές του είπαν: «κάθε σπίτι, κάθε νοικοκυρά φέρνει ένα κουμάρ’ με νερό στην εκκλησιά, τ’ αφήνουν στη μέση της εκκλησίας, όπου γίνεται ο αγιασμός, και μετά το παίρνουν. Με τον αγιασμό αυτό κάνουν το καινούργιο προζύμι της χρονιάς. Το παλιό το σβούν΄ το ζυμώνουν την τελευταία εβδομάδα».




Ακόμα και οι Τουρκάλες ήθελαν να πάρουν αγιασμό και σταυρολούλουδα. Κάποτε μια Τουρκάλα από την Κώμη ρώτησε κάποιες Λημνιές της Καλλιόπης γιατί το ψωμί τους είναι γλυκό και δε μουχλιάζει.







-Γιατί στη ζύμη μέσα βάζουμε Αγιασμό από τη γιορτή του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου απάντησαν οι Λημνιές.

-Θα μου δώσετε και μένα; ρώτησε η Τουρκάλα. Αμηχανία. Οι Λημνιές βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Πώς να δώσουν αγιασμό σε μια μουσουλμάνα. Από την άλλη δεν ήθελαν να αρνηθούν. Έτσι της έδωσαν απλό νερό και της είπαν πως ήταν αγιασμός.




Και το θαύμα έγινε. Η πίστη της Τουρκάλας ότι το νερό που της έδωσαν οι Λημνιές ήταν αγιασμός, φούσκωσε το ψωμί, το έκανε γλυκό και δε μούχλιασε.




Όταν αργότερα η Τουρκάλα τις ευχαρίστησε εκείνες δεν αποκάλυψαν την απάτη τους.




Στην Αίγινα αναβιώνει ο λεγόμενος «Λειδινός», μία μιμητική παράσταση, με μοιρολογήματα και ταφή ενός ομοιώματος μικρού παιδιού, έθιμο με πιθανότατα αρχαία καταγωγή. Ακολουθεί η προσφορά κολλύβων και η τελετουργία κλείνει με χορούς και τραγούδια.




Ο «Λειδινός» («Δειλινός» με αντιμετάθεση δ και λ) είναι ένα δρώμενο, όπου κυριαρχεί το στοιχείο του θανάτου ως προϋπόθεση για τη νέα ζωή, με αυτονόητο τον συμβολισμό που αφορά τον μαρασμό της φύσης και την αναγέννησή της κάθε χρόνο στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.




Την παραμονή της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, συνηθίζεται να πηγαίνουμε στους ιερούς ναούς τους βασιλικούς που φροντίζαμε όλο το καλοκαίρι, για να τους μοιράσει την επόμενη μέρα ο ιερέας στους πιστούς. Πρόκειται, μάλιστα, για ένα έθιμο αιώνων. Οι Χριστιανοί έθαψαν τον ξύλινο σταυρό του Χριστού βαθιά στο χώμα για να μην τον βρουν οι ειδωλολάτρες και τον μολύνουν.




Όταν έπειτα από καιρό επικράτησε ο Χριστιανισμός, η Αγία Ελένη αποφάσισε να βρει και να ξεθάψει τον Τίμιο Σταυρό και να τον στήσει μέσα στην Εκκλησία στα Ιεροσόλυμα για να τον προσκυνούν οι Χριστιανοί. Πήγε λοιπόν η ίδια στα Ιεροσόλυμα και ζήτησε να μάθει σε ποιο μέρος ήταν θαμμένος ο Τίμιος Σταυρός.




Όμως κανένας Χριστιανός δεν ήξερε να της πει. Εκείνοι που πριν από πολλά χρόνια τον είχαν θάψει βαθιά στο χώμα, είχαν πια πεθάνει. Έβαλε λοιπόν η Αγία Ελένη χιλιάδες εργάτες κι άρχισαν να σκάβουν όλα τα χωράφια εκεί γύρω. Ήταν σίγουρη πως θα ανακάλυπτε τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου. Κάποια μέρα, καθώς η Αγία Ελένη βάδιζε μέσα σ’ ένα χωράφι, πάτησε ένα χορτάρι και αμέσως μια γλυκιά μυρωδιά γέμισε τον αέρα. Η μυρωδιά προέρχονταν από το φυτό που πατούσε και αμέσως ζήτησε από τους εργάτες να σκάψουν ακριβώς εκεί. Ήταν, τελικά, το μέρος που ήταν θαμμένος ο Τίμιος Σταυρός. Το φυτό που αποτέλεσε σημείο αναφοράς ονομάστηκε βασιλικός και έκτοτε κάθε χρόνο στις 14 Σεπτεμβρίου τιμάται αναλόγως. Την ημέρα του εορτασμού της υψώσεως του Τιμίου Σταυρού λοιπόν, οι ιερείς μοιράζουν βασιλικό στους πιστούς, για να υπενθυμίσουν στους πιστούς τον τρόπο και το σημείο που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός που μαρτύρησε ο Χριστός.




Συνήθιζαν να λένε για το βασιλικό:




«Βασιλικός κι αν μαραθεί

Κι αν γείρουν τα κλωνιά του

Ρίξε νερό στη ρίζα του

Να’ ρθεί στα πρωτινά του».




Πηγή: ekklisiaonline.gr






















Ο παραδοσιακός τρύγος στην Ελλάδα




Με τον ερχομό του Σεπτέμβρη, του «Τρυγητή», όπως αναφέρεται αυτός ο μήνας στη λαϊκή μας παράδοση, ξεκινά η διαδικασία του τρύγου των οινοστάφυλων. Θέρος –τρύγος– πόλεμος έλεγαν οι παλιοί αμπελουργοί, θέλοντας να δηλώσουν εμφατικά τη μεγάλη κινητοποίηση και το μόχθο ολόκληρης της οικογένειας, προκειμένου να φέρει εις πέρας μια από τις πιο απαιτητικές αγροτικές εργασίες της χρονιάς.




Έθιμα του τρύγου




Μια πραγματική ιεροτελεστία, όπως ο τρύγος, δεν θα μπορούσε παρά να έχει τα δικά του έθιμα. Στις 6 Αυγούστου οι αμπελουργοί συνήθιζαν να γεμίζουν ένα καλάθι με τα πρώτα ώριμα σταφύλια και να τα πηγαίνουν στην εκκλησία όπου διαβάζονταν ειδική ευχή για την επιτυχία των αμπελιών. Επίσης, την πρώτη ημέρα του τρύγου γίνονταν στο αμπέλι αγιασμός με ειδικό ευχολόγιο (Ευχή επί τρυγής αμπέλου). Σε πολλές περιοχές, μάλιστα, συνήθιζαν να αφήνουν ατρύγητο ένα μικρό κομμάτι του αμπελώνα, ως ένδειξη ευχαριστίας στα Θεία.




Επειδή όμως ο τρύγος ήταν και είναι μια μεγάλη γιορτή, δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι στιγμές ανάπαυλας και γλεντιού. Κάθε μεσημέρι, καθ’ όλη τα διάρκεια του τρύγου, ο αμπελουργός προσφέρει φαγητό, το οποίο απολαμβάνουν όλοι οι συμμετέχοντες μαζί σαν μια μεγάλη παρέα. Πίνοντας και τρώγοντας γίνονται οι πρώτες εκτιμήσεις για την ποσότητα και την ποιότητα της σοδειάς. Το ραντεβού για το επόμενο γλέντι δίνεται στο πατητήρι, με πλούσιους μεζέδες και τα κεράσματα να ρέουν… άφθονα!




Aπό τ’ αμπέλι στο… κρασί




Ανέκαθεν, ο τρύγος ήταν μια συλλογική εργασία που βασίζονταν στην αλληλοβοήθεια. Οι εργασίες έπρεπε να γίνουν στην ώρα τους και χωρίς καθυστερήσεις, καθώς ο καιρός το Φθινόπωρο είναι απρόβλεπτος και μια πιθανή βροχή μπορεί να καταστρέψει την παραγωγή. Έτσι, με το χάραμα της ημέρας μικροί και μεγάλοι, συγγενείς και φίλοι, με κέφι, τραγούδια και πειράγματα έπαιρναν τα πόστα τους στ’ αμπέλι.




Όλες οι δουλειές ήταν από πριν μοιρασμένες: οι νεότεροι και οι γυναίκες αναλάμβαναν το κόψιμο των σταφυλιών, τα οποία τοποθετούσαν προσεκτικά στα «τρυγοκόφινα» που είχαν δίπλα τους. Οι πιο «γεροδεμένοι» περνούσαν τακτικά από τις σειρές του αμπελιού, σήκωναν στην πλάτη τα κοφίνια και τα φόρτωναν στα γαϊδουράκια, παλαιότερα, ή στα αγροτικά αυτοκίνητα.




Η βεντέμα (σοδειά) μεταφέρονταν στο χώρο όπου βρίσκονταν το πατητήρι. Εκεί, μια άλλη ομάδα αναλάμβανε το πάτημα των σταφυλιών. Με δυνατά πατήματα ή γρήγορα βήματα πάνω από τα σταφύλια επιτυγχάνονταν η εκχύμωση.




Ο μούστος καθώς έρεε σιγά σιγά από ειδικά ανοίγματα στη βάση του πατητηριού, συγκεντρώνονταν και αποθηκεύονταν σε μεγάλα ξύλινα βαρέλια. Εκεί έμενε για περίπου τρεις μήνες, μέχρι να «ζυμωθεί» και να γίνει κρασί.




Η πρώτη δοκιμή του κρασιού γινόταν του Αγίου Δημητρίου (26 Οκτωβρίου) ή του Αγίου Γεωργίου του Μεθυστή (3 Νοεμβρίου).




Όταν ο κύκλος της οινοποίησης ολοκληρωθεί, τίποτα δεν συγκρίνεται με το καμάρι του αμπελουργού για το δικό του, σπιτικό κρασί, που θα τον συντροφεύσει όλο το χρόνο σε λύπες και χαρές!




Πηγή: europolitis.eu

























Το βάψιμο της νύφης στον Πόντο, ξεχασμένα έθιμα

Tης κ. Γιώτας Ιωακειμίδου




Τα ποντιακά έθιμα του γάμου ανήκουν πια στην ιστορία και δεν ξέρω κατά πόσο έχει ενδιαφέρον να τα θυμίσει κανείς σήμερα στο αναγνωστικό κοινό. Είναι όμως γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι τα έθιμα αυτά κράτησαν ενωμένη τη ράτσα μας με τις ρίζες της και κατόρθωσαν να επιβιώσουν ανάμεσα σε αλλόγλωσσους για 30 αιώνες διατηρώντας αλώβητη την εθνική τους ταυτότητα και συνείδηση.




Όμως η σημερινή κοινωνική εξέλιξη και ο νόμος της ιστορικής αναγκαιότητας, ανάγκασαν τους πρόσφυγες παππούδες μας να προσαρμοστούν στα νέα ήθη και να αφήσουν πίσω τους παραδόσεις και ήθη αιώνων.




Τα γαμήλια έθιμα με την μεγάλη ποικιλία τους χάθηκαν με την μετεγκατάσταση των προγόνων μας εδώ. Κάποια από αυτά επιβιώνουν σε ποντιακά χωριά της Μακεδονίας ως δρώμενα.




Ένα από τα γαμήλια έθιμα του Πόντου, ήταν το chινίασμα της νύφης, το βάψιμο δηλαδή των χεριών και των νυχιών της νύφης και των φιλενάδων της με χένα.




Το βάψιμο χεριών και νυχιών με χένα χάνεται στα βάθη των αιώνων στην Αρχαία Αίγυπτο. Η ιθύνουσα τάξη στην κοινωνία των Φαραώ έβαφε με χένα σε βαθύ κόκκινο χρώμα, ενώ οι κατώτερες τάξεις τα βάφανε με ανοιχτόχρωμη χένα. Την ίδια συνήθεια συναντάμε και στην Ινδία. Οι Ινδές έβαφαν με χένα τα ακροδάχτυλά τους σε χρώμα κοκκινοκαφετί.




Αυτή η διαδικασία πέρασε στον Πόντο ως ένα από τα δρώμενα του γάμου, με μικρές παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή. Στην περιοχή του Σαμπίν Καραχισάρ, από όπου καταγόταν ο παππούς μου, δεν περιοριζόταν το έθιμο μόνον στο βάψιμο, αλλά είχε και κοινωνικές προεκτάσεις. Συνδυάζονταν με αποχαιρετιστήριες επισκέψεις της μελλόνυμφης σε συγγενικά σπίτια.




Μια βδομάδα πριν την τέλεση του γάμου η μελλόνυμφη, νεγάμ΄σα, όπως την αποκαλούσαν οι Πόντιοι, ξεκινούσε μια σειρά από επισκέψεις μαζί με τις συνομήλικες φίλες της. Η πρόσκληση γινόταν από τη νονά της και συνοδευόταν από γλέντια και χορούς. Από το σπίτι της νονάς ξεκινούσε το έθιμο και στη συνέχεια ακολουθούσαν όλα τα συγγενικά σπίτια. Σε κάθε σπίτι γινόταν φαγοπότι και ακολουθούσαν χοροί και τραγούδια με τη συνοδεία της λύρας.




Μια εβδομάδα πριν τον γάμο, ξεκινάει και το έθιμο της chινέας. Η νύφη φορά πάντα τη νυφική της στολή στα σπίτια που επισκέπτεται. Σε κάθε σπίτι γινόταν παράλληλα με το φαγοπότι και τους χορούς και η chινέα. Ο γαμπρός έστελνε νωρίτερα στο σπίτι της νύφης με την αδελφή του ή άλλο συγγενικό πρόσωπο την chινέα, σαπούνι και χρήματα για το νυφικό λουτρό που θα γινόταν το Σάββατο, την παραμονή του γάμου. Χαρακτηριστική ήταν η φράση που έλεγαν: «σκών΄νε τη νύφεν ΄ς ση chινέαν».




Αρχικά αυτό γίνεται πρώτα στο σπίτι της νύφης το πρωί της Κυριακής, ακριβώς μια βδομάδα πριν τη στέψη. Μαζεύονται οι φίλες της και ετοιμάζονται για το έθιμο. Τραγουδώντας και χαριεντιζόμενες ξεντύνουν την νύφη από τα καθημερινά της ρούχα και την ντύνουν με τα νυφικά, με αυτά θα γυρίζει επί μια βδομάδα σε όλα τα συγγενικά σπίτια.




Η νυφική στολή αποτελείται από τη ζουπούνα, το ζωνάρι, τα ορτάρε, το τσαρκούλ.




Λίγο πριν το μεσημέρι καταφθάνει η νονά της και με τη συνοδεία λύρας οδηγεί τη νύφη και τις φίλες της στο δικό της σπίτι. Τραγούδια και χοροί ακολουθούν μέχρι τη στιγμή που θα στρωθεί το τραπέζι.




Εκεί θα γίνει και το chινίεμαν. Η νονά ετοιμάζει τη σκόνη, την οποία έστειλε ο γαμπρός. Ζυμώνει την κοκκινόξανθη σκόνη με νερό και γίνεται ένα πολτώδες μίγμα. Με αυτό αλείφουν τα μαλλιά, τα χέρια και τα νύχια της νεόνυμφης, αλλά και όλων των παρισταμένων κοριτσιών. Το κορίτσια είναι πια «σινιασμένα». Η νονά της δωρίζει μια ζουπούνα ή κάποιο άλλο ρούχο.




Έτσι «σινιασμέντζα» γυρίζει επί μια βδομάδα όλα τα συγγενικά σπίτια, στα οποία βεβαίως την καλούν. Οι επισκέψεις στα σπίτια γίνονται με τη συνοδεία των φιλενάδων της. Σε κάθε σπίτι που επισκέπτονται, ακολουθεί γλέντι και στο τέλος ακολουθεί πάντα προσφορά δώρων στη νύφη, τα οποία συνήθως είναι είδη ρουχισμού.




Αργά το απόγευμα του Σαββάτου, αφού πια πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα, ο τελευταίος συγγενής, ο οποίος τη φιλοξένησε, την παραδίδει στη μάνα της.




Ξημερώνει πια η πιο σημαντική μέρα της ζωής της, ο γάμος και η νέα της ζωή.




Το έθιμο αυτό διαρκούσε μια βδομάδα στην περιοχή του παππού μου, το Επές, Νικόπολη, Σαμπίν Καραχισάρ. Σε άλλα μέρη γινόταν την Παρασκευή μόνον.




Έβαφαν τα μαλλιά, τις παλάμες και τις εξωτερικές κλειδώσεις των δακτύλων της νύφης, ενώ οι φίλες της έβαφαν μόνον τα νύχια και τα δάχτυλά τους.




Κάθε εποχή έχει τα ήθη της και τις μόδες της. Έτσι συνέβαινε και εκείνη την εποχή.




Γιώτα Ιωακειμίδου

Φιλόλογος




Πηγή: schooltime.gr




























Παραδοσιακά έθιμα του γάμου στο Πήλιο




Ο Πηλιορείτικος Γάμος άρχιζε οχτώ μέρες πριν την Κυριακή της τελέσεως του μυστηρίου.. Δυο – τρεις νέοι έβγαιναν στους δρόμους του χωριού, και κρατώντας από ένα φλάμπουρο στα χέρια τους, διαλαλούσαν το χαρμόσυνο γεγονός.




Ξεκινούσε με το κόψιμο του νυφικού που γινόταν στο σπίτι της νύφης. Το νυφικό δεν ήταν άσπρο, όπως το σημερινό, ήταν η ίδια η Πηλιορείτικη φορεσιά (Φούστα, Τραχηλιά, Κοντογούνι, Ζώνη, Μαφέσι).

Ο γάμος οργανωνόταν από τα Μπρατίμια (τους εκλεκτούς φίλους του γαμπρού και της νύφης).

Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, συγγενείς και φίλοι ασχολούνταν με την συγκέντρωση και τακτοποίηση της Προίκας.




Την Τετάρτη πριν το μυστήριο γίνονταν τα «αλευρώματα» του γαμπρού και της νύφης, έθιμο κατά το οποίο ο γαμπρός με τα Μπρατίμια πήγαιναν στο σπίτι της νύφης και ανάπιαναν το προζύμι από το οποίο θα γινόταν η κουλούρα του γάμου. Βέβαια το αλεύρι δεν έπεφτε από το κόσκινο αν δεν ασημώνονταν, Στο τέλος με το ίδιο αλεύρι άσπριζαν τον γαμπρό και την νύφη για να ασπρίσουν και να γεράσουν, για να είναι αγνή η ζωή τους, χωρίς κακά συμβάντα.




Την Πέμπτη τα κορίτσια του χωριού ζύμωναν το γαμήλιο ψωμί, το οποίο μοίραζαν στο γλέντι που ακολουθούσε το γάμο.




Την Παρασκευή οι Κερατζήδες (αγωγιάτες) με τα άλογα στολισμένα και τα όργανα, μετέφεραν την προίκα στο καινούργιο σπίτι της νύφης, είτε με τα πόδια, είτε καβάλα σε γαϊδουράκια, αφού πρώτα περνούσε από όλους τους δρόμους του χωριού για να τη δουν και να τη θαυμάσουν όλοι.




Το βράδυ πριν τον γάμο γίνονταν τα «Σταυρόδειπνα», όπου ο γαμπρός και η νύφη το γλεντούσαν ξεχωριστά, με τους συγγενείς και τους φίλους τους στα σπίτια τους.




Την Κυριακή γινόταν το ξύρισμα του γαμπρού. Οι φίλοι του προσπαθούσαν να τον ξυρίσουν με ένα τσεκούρι. Εκείνος για να μην το κάνουν, τους έταζε ένα τραπέζι. Τότε αντικαθιστούσαν το τσεκούρι με το πριόνι, μέχρι να τους έκανε άλλη καλύτερη προσφορά.




Ο γαμπρός και η νύφη, όριζαν εκλεκτούς φίλους τους ως μπράτιμους και μπρατίμισσες. Ο αριθμός έπρεπε να είναι μονός και όλοι τους να είναι ανύπαντροι. Οι άντρες φορούσαν μαντίλια στους ώμους και οι γυναίκες λουλούδια.




Την Κυριακή, μετά το μυστήριο, ακολουθούσε το πιο μεγάλο γλέντι στην πλατεία του χωριού, υπό τους ήχους φυσικά παραδοσιακής μουσικής και ντόπιων εδεσμάτων.




Μέχρι σήμερα, ανά τακτά χρονικά διαστήματα αναβιώνει σε πολλά χωριά του Πηλίου, όπως η Πορταριά και το Τρικέρι, ο παραδοσιακός αυτός γάμος, που αξίζει να παρακολουθήσει κανείς.




Πηγή: weddingplan.gr

m.lifo.gr


































































































































Έθιμα από όλη την Ελλάδα για την αποτομή του Προδρόμου (29 Αυγούστου)
















































Ο γνωστός λαογράφος Γ.Α.Μέγας αναφέρει πολλά και ενδιαφέροντα για τη μέρα του Άι-Γιαννιού:



















“Η σχετική με τον αποκεφαλισμό του Προδρόμου διήγηση της Αγίας Γραφής, έτσι όπως αποτυπώθηκε στις εκκλησιαστικές εικόνες, συγκίνησε βαθύτατα την ψυχή του λαού. Κι η λαϊκή φαντασία που δε γνωρίζει όρια, βλέπει το κεφάλι του Προδρόμου να αναπηδά μέσα στο δίσκο του ηλίου, όταν αυτός ανατέλλει στις 29 Αυγούστου.







Όσοι το πιστεύουν αυτό στην Κύπρο (ίσως και αλλού), σηκώνονται πολύ πρωί για να δουν το θέαμα. Το ανοσιούργημα όμως της Ηρωδιάδας έγινε κατά τη λαϊκή πίστη αιτία μεγάλου κακού για την ανθρωπότητα. Οι κακοήθεις πυρετοί που μαστίζουν, κυρίως τον Αύγουστο, τον τόπο μας με τα τρομερά τους ρίγη και τους μεγάλους παροξυσμούς, οφείλονται στην ταραχή που αισθάνθηκε το κεφάλι του καρατομημένου Αγίου. Την αντίληψη αυτή εκφράζουν τα λόγια κάποιου λήμνιου χωρικού:



















“Από τότε που αποκεφάλισαν τον Αγιογιάνν’ , από τότε έπεσεν η θέρμη στον κόσμο’ ταραχκίν του κιφάλ’ τ’ κι έπισι ταραχή, συνερίγ’, παραξ’σμός. Γι’αυτό τ’Αγιογιάνν’ τ’ Παραξ’σμου είναι για τς θέρμες. Κείνος που θερμαίνεται πάει στον Αγιογιάνν’ λάδ’, κερί, λίβανο και θυμιάζ’. (Σβέρδια)”



















Γι’αυτό κι ο Άγιος αποκαλείται Θερολόγος ή Ριγολόγος, Παροξυσμός ή Κρυαδίτης, και η μνήμη του τιμάται με απόλυτη νηστεία και έτσι λέγεται και νηστευτής (στην Κορώνη) ή νηστικός (στη Λέσβο). Η νηστεία του συνοδεύεται απ’την απαγόρευση όλων όσα μοιάζουν με το αίμα που έτρεξε από το κεφάλι του. Να οι σχετικές δεισιδαιμονίες, διατυπωμένες από τους ίδιους τους χωρικούς.



















“Δεν τρώγουμε μαύρο σταφύλι, μαύρο σύκο, ό,τι μαύρο φρούτο είναι, γιατί το αίμα του Αγίου τα έβαψε. Δεν τρώγουμε ούτε καρύδι, γιατί του έκοψαν το καρύδι όταν τον αποκεφάλισαν. Δεν πιάνουμε μαχαίρι κείνη τη μέρα και το ψωμί το κόβουμε με τα χέρια. (Κίος)”



















“Δεν κόβουμε καρπούζι με το μαχαίρι στο πάνω μέρος, να μη ξεκεφαλίζουμ’ έτσι τον άι-Γιάννη. Κείν’ τη μέρα τίποτα δεν τρώνε’ είναι νηστησμάρχης άγιος. (Τελώνια Λέσβου)”



















Για εξιλασμό, όσοι πάσχουν από πυρετούς, “τάζουν” στον Άγιο λάδι, λιβάνι, κερί ή πετεινό και κατσίκι, που θυσιάζουν στη γιορτή του. Δεν παραλείπουν και πράξεις που εξασφαλίζουν τη μεταβίβαση της ασθένειας σε δέντρα και άλλα αντικείμενα.



















Π.χ. στο Αδραμύττι:







“Τον Άι-Γιάννη τον αποκεφαλιστή τον έκαναν τάμα, άλλος πετεινάρ’, άλλος κατσικάκ’ για τον πυρετό. Πήγαινε μια οικογένεια κι έσφαζε’ παίρναν το κεφάλι του πετεινού και το κρεμάγανε σε μια συκιά και τ’αφήνανε κει. Ή κόφτανε μια τρίχα πε τα μαλλιά τς, μια λουρίδα πε το φουστάνι τς και τ’αφήνανε πάνω στο δέντρο, ότ’ νά ‘τανε’ καλύτερα νά ‘ναι αλυγαριά. Και το τάμα πού’κανεν ο νοικοκύρ’ς στον Άι-Γιάννη (το πετεινάρ’ ή το κατσίκ’) δεν τό’τρωγεν ο ίδιος. Άλλοι το τρώγαν ‘ τ’άφηνεν εκεί κι όποιος τό’βρισκε τό’τρωγε. Ψυχικό ήτανε.”



















Στην Κορώνη, “την ημέρα που γιορτάζει η χάρη του, όποιος θέλει μετράει μια κλωνιά με τον άγιο Γιάννη, όσο δηλαδή είναι το εικόνισμα του τέμπλου, και τη ζώνει στη μέση του. Κοιμάται με δαύτηνε δυο τρεις βραδιές κι ύστερα τήνε χύνει κερί και την ανάβει στη χάρη του και καίγονται ούλες οι αρρώστιες.”



















Σε πολλές περιοχές έχουν καθιερωθεί για την υγεία του κοινού πανηγύρια, λιτανείες και παρακλήσεις σε ξωκλήσια ή αγιάσματα που αποβλέπουν στη μνήμη του αποκεφαλισμού του Προδρόμου. Και στον ίδιο σκοπό αποβλέπουν και οι φωτιές που ανάβονται σε μερικούς τόπους, όπως στην Απολλωνιάδα της Προύσας ‘ “πετιούνταν απάνω απ’τις φωτιές και λέγανε: αφήνουμε τον κακό καιρό και πάμε στον καλόν καιρό. Ανάβανε και σκόρδα και βάζαν στα χέρια τους, για να μη βγάζουν παρανυχίδες”.



















(Γ.Α.Μέγας, “Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας”)



















Τέλος, ο Βασίλης Λαμνάτος, μας αναφέρει για τους τσοπάνηδες, εκτός των άλλων:



















“Οι τσοπάνηδες τό’χουν σε μεγάλο κακό να φάνε κρέας αυτή τη μέρα. Παθαίνουν τα ζωντανά, λένε, αρρώστιες και ψοφούν.” και







“.. Οι φωτιές τώρα, π’ανάβει ο λαός μας ανήμερα της γιορτής και τις πηδούν άνθρωποι κάθε ηλικίας, έχουν σαν σκοπό τον καθαρισμό και την προφύλαξη από κάθε κακό κι αρρώστια. Συνήθως, πηδούν τρεις φορές πάνω απ’τη φλόγα, όσα είναι και τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Έτσι, μ’αυτά τα τρισπηδήματα, πιστεύουν πως καθαρίζονται από κάθε βάσανο. “Καίγεται”, τους ακούς και λένε, “ό,τι κακό σέρνεις πάνω σου”.”







(Βασίλης Λαμνάτος, “Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας”)



















πηγή: momyof6.wordpress.com



































































Άγιος Φανούριος



















Κάθε χρόνο στις 27 Αυγούστου οι Εκκλησίες γεμίζουν πίτες φτιαγμένες από τις νοικοκυρές. Είναι οι γνωστές σε όλους μας «Φανουρόπιτες». Πρόκειται για μια μίξη, λαϊκής παράδοσης, πίστης και τοπικών εθίμων που ξεκίνησε στη Ρόδο και επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα.



















Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Φανούριο; Λέγεται πως αυτό δεν είναι καν το πραγματικό του όνομα, ενώ οι πληροφορίες που υπάρχουν για τον ίδιο και την ζωή του είναι ελάχιστες.



















Το μόνο γνωστό, σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση τουλάχιστον, είναι πως η μητέρα του Αγίου ήταν αμαρτωλή.



















Ποιος δεν θυμάται την γιαγιά του να λέει «Άγιε μου Φανούριε… φανέρωσε το» και να τάζει πίτα ή κερί στη χάρη του; Για τους απλούς ανθρώπους ο Άγιος Φανούριος υπήρξε η μορφή που πάντοτε θα βοηθούσε να βρεθούν τα χαμένα. Από γαμπρούς και νύφες μέχρι χαμένα πρόσωπα ή ακόμη και κλειδιά. Ο καθένας κατά την πίστη και την ανάγκη του ζητάει. Σε πολλές περιοχές της ελληνικής επαρχίας ακόμη και σήμερα αυτές τις μέρες, ανύπαντρες γυναίκες πηγαίνουν στην Εκκλησία με την φτιαγμένη από τα χέρια της Φανουρόπιτα, με ένα και μόνο αίτημα. Να «φανερωθεί» ο σύζυγος.



















Αν και κανείς δεν γνωρίζει λεπτομέρειες για το που, πότε και πώς έζησε ο Άγιος, εντούτοις η λαϊκή φαντασία έσπευσε να τις δημιουργήσει.



















Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν, η μητέρα του Αγίου ήταν άνθρωπος που δεν βοηθούσε τους άλλους. Ήταν αμαρτωλή. Σε πολλές περιοχές της χώρας μας, αρκετοί είναι αυτοί που φτιάχνουν την πίτα για «να συγχωρεθεί η μάνα του Αγίου». Αυτό το έθιμο όμως είναι ελάχιστα διαδεδομένο.



















ΠΩΣ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ







Μέχρι τον 14ο ή 15ο κατ’ άλλους αιώνα, ο Άγιος δεν ήταν γνωστός. Εκείνη την εποχή στη Ρόδο, κατά την διάρκεια εργασιών αναστήλωσης των τειχών της πόλεως, αποκαλύφθηκε πως υπήρχε ένας μισογκρεμισμένος Ναός στον οποίο υπήρχαν πολλές παλαιές εικόνες.



















Μια από αυτές, η πιο καλοδιατηρημένη, λέει η παράδοση, ήταν ενός Αγίου ο οποίος φορούσε ρωμαϊκά στρατιωτικά ρούχα και κρατούσε ένα κερί κι έναν Σταυρό. Το όνομα που φαινόταν ήταν «Ο Άγιος Φανώ». Γύρω από την εικόνα του Αγίου, υπήρχαν 12 παραστάσεις στις οποίες απεικονιζόταν το μαρτύριο του. Έτσι το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως πρόκειται για έναν μάρτυρα ο οποίος πιθανότατα υπήρξε στρατιώτης.



















Το όνομα Φανούριος του αποδόθηκε από τον Μητροπολίτη Ρόδου Νείλο, ο οποίος ανακαίνισε το εκκλησάκι που βρέθηκε η εικόνα, αφιερώνοντας το στον νεοφανή Άγιο Φανούριο.



















Αυτές είναι και οι μοναδικές πληροφορίες. Από την Ρόδο, στόμα με στόμα, η ιστορία του νέου Αγίου διαδόθηκε πρώτα στα γύρω νησιά και μετέπειτα σε ολόκληρη τη χώρα.



















Η ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΑ







Κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς πώς και γιατί ξεκίνησε αυτό το έθιμο. Η φανουρόπιτα βέβαια έχει «μπολιαστεί» και με διάφορα στοιχεία της ελληνικής λαογραφίας αφού κάποιοι θέλουν να φτιάχνεται αυστηρά με 7 υλικά και άλλοι με 9. Οι αριθμοί αυτοί έχουν την δική τους σημειολογία η οποία δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την πίστη όσο με την λαϊκή παράδοση.



















Πώς φτιάχνουμε την Φανουρόπιτα.



















Υλικά







1 Φαρίνα







1 ποτήρι καλαμποκέλαιο.







1 ποτήρι ζάχαρη.







1 ποτήρι χυμό πορτοκάλι.







1 ποτήρι νερό.







1 κούπα σταφίδα ξανθή.







1 κούπα καρυδόψιχα.







1 κουταλάκι του γλυκού κανέλα.







Ξύσμα από λεμόνι.



















Εκτέλεση







Χτυπάμε για τρία λεπτά το καλαμποκέλαιο μέσα σε ένα μπωλ μαζί με το χυμό πορτοκάλι και το νερό. Μετά προσθέτουμε τη ζάχαρη και ξαναχτυπάμε. Μετά ρίχνουμε τη φαρίνα και τα υπόλοιπα υλικά. Ζυμώνουμε πολύ καλά και στη συνέχεια ψήνουμε για μια ώρα.



















Πηγή: ekklisiaonline.gr















































































Εκκλησίες, ήθη και έθιμα του Δεκαπενταύγουστου σε όλη την Ελλάδα



















Το ιερότερο πρόσωπο της ορθοδοξίας, η Παναγία, γιορτάζεται με μεγάλες δοξασίες σ’ όλη την Ελλάδα, σε μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της χριστιανοσύνης.



















Μαρία, Μάριος, Δέσποινα, Παναγιώτης, Γιώτα, Παρθενόπη έχουν την τιμητική τους και σίγουρα δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχει, τουλάχιστον, έναν εορτάζοντα.



















Παναγία, όμως, δεν είναι… μία, αφού ανάλογα με τη θέση που βρέθηκε η εικόνα της ή ανάλογα με τα θαύματα που έχει κάνει, συνοδεύεται και από αντίστοιχα ονόματα. Έτσι, συναντάμε την Παναγιά την Κανάλα στην Κύθνο, την Εκατονταπυλιανή στην Πάρο, την Παντάνασσα στην Πάτρα και τον Μυστρά, την Κρεμαστή στη Ρόδο και στον Πύργο, τη Σουμελά στη Βέροια και πολλές άλλες… Σε κάθε περιοχή της Ελλάδας υπάρχει και μια εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία η οποία γιορτάζεται με ιδιαίτερο και ξεχωριστό τρόπο. Τελετές και δοξασίες συνοδεύουν τις θαυματουργές εικόνες οι οποίες περιφέρονται με τιμές και μουσική, διοργανώνονται θρησκευτικά πανηγύρια και πολύ συχνά το έθιμο επιβάλλει και σφάξιμο αρνιών. Άλλωστε, ο Δεκαπενταύγουστος, η μέρα δηλαδή που γιορτάζεται «η Κοίμηση της Θεοτόκου», είναι η μεγαλύτερη γιορτή του καλοκαιριού στην Ελλάδα.



















Μια Παναγιά σε κάθε τόπο

Στις «Παναγίες» του Αιγαίου αναβιώνει κάθε χρόνο το «Πάσχα του καλοκαιριού», ένα «χαρμόσυνο πένθος» και ένα προσκύνημα που μαγνητίζει τα πλήθη.







Η Μεγαλόχαρη της Τήνου με τα χιλιάδες τάματα, πιο πέρα η μεγαλοπρεπής Εκατονταπυλιανή της Πάρου, το κάτασπρο ξωκλήσι της Παναγιάς της Επανωχωριανής στην Αμοργό, η Παναγία η Σπηλιανή σε ένα μοναδικό σπήλαιο μέσα στο κάστρο των Ιπποτών της Νισύρου και τόσες άλλες, καθεμία με το δικό της χρώμα.



















Άνδρος: Θεοσκέπαστη

Η εκκλησιά της Παναγιάς υψώνεται κοντά στο λιμάνι της Άνδρου. Σύμφωνα με την παράδοση, ένα βράδυ με φουρτούνα η εικόνα της Παναγίας ερχόταν από το πέλαγος προς την ακρογιαλιά με ένα παράξενο φως.







Νησιώτες το ακολούθησαν και τους οδήγησε σε μια σπηλιά, όπου πάνω σε φύκια είδαν την εικόνα Της. Τη μετέφεραν στο παρεκκλήσι του αγίου Αθανασίου, αλλά την άλλη μέρα η εικόνα γύρισε στη σπηλιά! Εκεί χτίστηκε ο ναός, που πήρε το όνομά του από το επόμενο θαύμα της Παναγίας. Η ξυλεία ενός καραβιού που ξέβρασε η θάλασσα κοντά στο ναό χρησιμοποιήθηκε για να φτιαχτεί η σκεπή. Οι ντόπιοι πίστεψαν ότι την έστειλε η Παναγία και την ονόμασαν Θεοσκέπαστη.



















Κύθηρα: Μυρτιδιώτισσα

Σύμφωνα με την παράδοση, περίπου το 1400 μ.Χ., ένας βοσκός βρήκε την εικόνα της Παναγίας ανάμεσα σε μυρτιές. Την πήρε σπίτι του αλλά εκείνη βρέθηκε και πάλι στο ίδιο σημείο με τις μυρτιές.







Εκείνος κατάλαβε ότι ήταν θέλημα της Παναγίας να χτιστεί εκεί ναός. Χαρακτηριστικό της εικόνας είναι το μαύρο χρώμα των προσώπων της Παναγίας και του Θείου Βρέφους. Βλέποντας από ψηλά την εκκλησία με φόντο τη θάλασσα, υπάρχουν δύο μακρόστενοι σχηματισμοί από βράχια και ξέρες. Σύμφωνα με το μύθο, είναι πλοία πειρατών που θέλησαν να κλέψουν την εικόνα Της. Όταν πλησίασαν τη στεριά, εκείνη τους πέτρωσε.



















Ίος: Παναγιά Γκρεμιώτισσα

Ιερό προσκύνημα στην Ίο είναι η Παναγιά η Γκρεμιώτισσα. Η γραφική νησιώτικη εκκλησία είναι χτισμένη πάνω σε απρόσιτο γκρεμό.







Σύμφωνα με την παράδοση, η θαυματουργή εικόνα της Κοιμήσεως ταξίδεψε από την τουρκοκρατούμενη Κρήτη και έφθασε στα φιλόξενα ακρογιάλια του νησιού σε μια μικρή σχεδία με ένα αναμμένο καντήλι. Στο πιο περίβλεπτο μέρος της Χώρας, δίπλα σε ένα γερο-φοίνικα που θυμίζει την παλαιά ονομασία του νησιού «Φοινίκη», η Γκρεμιώτισσα, όπως λένε οι νησιώτες, «εποπτεύει και φυλάει

το νησί της από κάθε κακό».



















Νίσυρος: Σπηλιανή

Στη Νίσυρο μέσα στο κάστρο των Ιπποτών ανεγέρθηκε η Παναγία η Σπηλιανή, που έλαβε το όνομά της εξαιτίας του φυσικού χώρου του σπηλαίου στο οποίο βρίσκεται από το 1600μ.Χ. Εντυπωσιακό είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο της με την Παρθένο και το Θείο Βρέφος, εικόνα της ρωσικής σχολής, η οποία είναι σχεδόν ολοκληρωτικά καλυμμένη από τάματα πιστών. Ναυτικοί, κάτοικοι του νησιού, προσκυνητές έχουν κάτι να διηγηθούν για τη βοήθεια που έλαβαν από τη Μεγαλόχαρη. Ένα παλιό έθιμο που διατηρείται ακόμα και σήμερα είναι το «τάξιμο» στην Παναγία. Γυναίκες, οι λεγόμενες «Νιαμερίτισσες», από τη Νίσυρο και αλλού, πηγαίνουν στο Μοναστήρι στις 6 Αυγούστου (Μεταμόρφωση του Σωτήρος), ντύνονται στα μαύρα, τρώνε φαγητό χωρίς λάδι και ημερησίως κάνουν τριακόσιες μετάνοιες. Γυρίζουν ανήμερα της Παναγίας.



















Σαντορίνη: Επισκοπής

Η εκκλησία του 11ου μ.Χ. αιώνα με τις μοναδικές τοιχογραφίες, που κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό, κατάφερε να επιβιώσει από πολλές λεηλασίες και φυσικές καταστροφές, κυρίως σεισμούς. Βρίσκεται στο χωριό Μέσα Γωνιά και είναι το πιο σημαντικό βυζαντινό μνημείο της Σαντορίνης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν το τέμπλο της, το οποίο αποτελεί σπάνιο δείγμα σμίλευσης μαρμάρου, το επιβλητικό καμπαναριό και η εξωτερική σκάλα. Η πιο σημαντική εικόνα που βρίσκεται στο ναό είναι η Παναγιά Γλυκοφιλούσα, η οποία συμμετείχε στις λιτανείες στα τείχη της Κωνσταντινούπολης και δόθηκε στο Ναό της Επισκοπής τον 11ο αιώνα.



















Πάρος: Εκατονταπυλιανή

O ναός της Παναγίας Εκατονταπυλιανής με τις 100 πύλες είναι από τα σπουδαιότερα παλαιοχριστιανικά μνημεία της Ελλάδας.







Ιδρύθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., όταν, σύμφωνα με την παράδοση, το καράβι που μετέφερε την Αγία Ελένη στους Αγίους Τόπους έπεσε σε θαλασσοταραχή και σταμάτησε στην Πάρο. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ίδρυσε την Εκατονταπυλιανή, μετά το θάνατο της μητέρας του, ως εκπλήρωση του ιερού της χρέους. Οι κάτοικοι του νησιού συνδέουν τη μεγαλοπρέπεια της Εκατονταπυλιανής με εκείνη της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Την ονομάζουν δε και Καταπολιανή, καθώς είναι χτισμένη «κατά την Πόλη».



















Σαμοθράκη: Κρημνιώτισσα

Γαντζωμένο στα βράχια, σαν αετοφωλιά, στην άκρη ενός απόκρημνου βράχου σε μεγάλο υψόμετρο βρίσκεται το ξωκκλήσι της Παναγιάς Κρημνιώτισσας. Το όνομά της προήλθε από την τοποθεσία όπου βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας.







Οι ντόπιοι διηγούνται ότι, την εποχή της Εικονομαχίας, Σαμοθρακίτες βοσκοί βρήκαν την εικόνα κοντά στην παραλία και τη μετέφεραν σε μια σπηλιά. Εκείνη εξαφανίστηκε και εμφανίστηκε ξανά στο βράχο, όπου τελικά χτίστηκε το ξωκλήσι με τα πενήντα, σκαμμένα πάνω στο βράχο, σκαλοπάτια.



















Αστυπάλαια: Πορταΐτισσα

Το μεγαλύτερο πανηγύρι της Αστυπάλαιας γίνεται τον Δεκαπενταύγουστο στην Παναγιά την Πορταΐτισσα που χτίστηκε, πριν από 240 χρόνια, από τον Όσιο Άνθιμο.







Όπως λέγεται, εκείνος στο Άγιο Όρος έβαλε την εικόνα της Πορταΐτισσας των Ιβήρων επάνω σε ανολοκλήρωτη εικόνα και ύστερα από ολονύχτια προσευχή είδε το πρόσωπο της Παναγίας να αποτυπώνεται στο ξύλο. Όταν επέστρεψε στην Αστυπάλαια, συκοφαντήθηκε από τους ντόπιους και του ζητήθηκε να αποχωρήσει μαζί με την εικόνα. Προσπάθησε να τη βγάλει απ’ τη θέση της τρεις φορές, αλλά εκείνη αρνήθηκε να εγκαταλείψει το νησί. Ο εορτασμός της τον Δεκαπενταύγουστο συνοδεύεται από το ξακουστό κυνήγι του κόκορα πάνω στο γράσο.



















Η Μεγαλόχαρη της Τήνου

Τις μέρες που πλησιάζουν μέχρι τη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, ολόκληρη η Τήνος μετατρέπεται σε ένα απέραντο πανηγύρι. Χιλιάδες πιστοί καταφθάνουν στο νησί και πολλοί από αυτούς –εκείνοι που έχουν κάνει τα πιο μεγάλα τάματα- διανύουν ολόκληρη την απόσταση από το λιμάνι μέχρι την είσοδο της εκκλησίας γονατιστοί, περνώντας κάτω από τον επιτάφιο με την εικόνα της Μεγαλόχαρης.







Από το 1823 που βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα, ύστερα από φανερώσεις στην αγία Μοναχή Πελαγία, στην εκκλησία που χτίστηκε στο ίδιο σημείο εορτάζεται, κάθε χρόνο, με ιδιαίτερη λαμπρότητα η Κοίμηση της Θεοτόκου, με αποκορύφωμα τη λιτάνευση της εικόνας στην πόλη. Καροτσάκια μικροπωλητών κατακλύζουν τους γύρω δρόμους και τα αναμμένα κεριά σχηματίζουν μια ατελείωτη πομπή που περιφέρεται στα στενάκια με τελικό προορισμό το ξυλόγλυπτο και κατάμεστο από χρυσά και ασημένια τάματα, τέμπλο της εκκλησίας. Στην Τήνο, τον Δεκαπενταύγουστο, τιμώνται και τα θύματα του υποβρύχιου Έλλη που τορπιλίστηκε ανήμερα της Κοιμήσεως, μέσα στο λιμάνι από ιταλικές δυνάμεις.



















Δεκαπενταύγουστος στην Αγιάσο της Λέσβου

Στην Αγιάσο της Λέσβου, που είναι η πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας του νησιού, έχει βρεθεί η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας με την ονομασία «Αγία Σιών» την οποία, σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, κουβάλησε μαζί του από την Ιερουσαλήμ ο ιερέας Αγάθων ο Εφέσιος, τον 9ο .Χ. αιώνα.







Το πανηγύρι της Παναγίας, εδώ, ξεκινά από τις αρχές του Αυγούστου όπου οι πιστοί νηστεύουν από λάδι και κρέας και προσέρχονται για να προσευχηθούν, αλλά και να αγοράσουν λαχανικά, όπως επίσης και σιδερένια ή ξυλόγλυπτα εργαλεία από τα φημισμένα τοπικά εργαστήρια. Με λίγα λόγια, ξεκινά μια θρησκευτική εμποροπανήγυρις που κορυφώνεται την παραμονή και ανήμερα της Παναγίας. Παράλληλα με το προσκύνημα, οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να περιδιαβούν τα καλντερίμια της Αγιάσου και να χαζέψουν τους πάγκους των πλανόδιων πωλητών, με τη συνοδεία μουσικών συγκροτημάτων που, τα παλαιότερα χρόνια, κατέκλυζαν ολόκληρη τη γύρω περιοχή και τα γειτονικά χωριά.



















Το «Πάσχα του Καλοκαιριού» στα Γρεβενά

Στη Μακεδονία, και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή των Γρεβενών, τόσο λαμπρές είναι οι γιορτές του Δεκαπενταύγουστου που οι κάτοικοι, κυρίως των ορεινών χωριών, την αποκαλούν «Πάσχα του Καλοκαιριού».







Ξενιτεμένοι από κάθε γωνιά της γης μαζεύονται και ξεκινούν ένα ατελείωτο γλέντι που κάνει τους αγαπημένους συγγενείς να ξανασμίξουν, αλλά και τους νέους να διαλέξουν κοπέλες από τον τόπο τους... Χωριά που το χειμώνα κατοικούνται από 100 το πολύ 200 κατοίκους, την εποχή του Δεκαπενταύγουστου φτάνουν να φιλοξενούν έως και δυο και τρεις χιλιάδες πιστούς. Το επίκεντρο της γιορτής, φυσικά, είναι συγκεντρωμένο στο ψηλότερο χωριό της Ελλάδας, την πολυτραγουδισμένη Σαμαρίνα, αφού χιλιάδες προσκυνητές καταφθάνουν στη Μεγάλη Παναγιά, για να πανηγυρίσουν σε ένα γλέντι που κρατάει τρεις ολόκληρες ημέρες. Το ίδιο σκηνικό επικρατεί και στη γειτονική Αβδέλλα, όπου για πέντε ημέρες η πλατεία του χωριού παίρνει χρώμα γιορτινό και σφύζει από ζωή.



















Τεγέα και Σαρακίνι Αρκαδίας







Στην Επισκοπή της Τεγέας, ο Δεκαπενταύγουστος έχει το δικό του χρώμα, αφού από τις 13 έως τις 20 Αυγούστου, η περιοχή γύρω από την Τρίπολη γίνεται το πολιτιστικό κέντρο της Πελοποννήσου. Στην Τεγέα, εκτός από έντονη εμπορική κίνηση, τα πανηγύρια πλαισιώνονται από διαγωνισμούς τοπικών χορών, αναβίωση αρχαίων αγώνων, φεστιβάλ τραγουδιού και θεατρικά δρώμενα. Το βράδυ της παραμονής γίνεται η λιτανεία της θαυματουργής εικόνας και η πομπή καταλήγει στο πανέμορφο πάρκο της Επισκοπής.







Αντίστοιχα, στο Σαρακίνι της Αρκαδίας, το απόγευμα της παραμονής οι νεότεροι συμμετέχουν σε αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ, ενώ στην πλατεία του χωριού στήνονται ψησταριές με αρνιά, γουρουνοπούλες και κοντοσούβλι, που συνοδεύονται από άφθονο εκλεκτό κρασί. Το επόμενο πρωί, μετά τη λειτουργία, ο τοπικός σύλλογος βγάζει σε πλειστηριασμό την παραδοσιακή Κουλούρα της Παναγίας, μαζί με ένα αρνί ή άλλα παραδοσιακά προϊόντα που έχουν χαρίσει οι πιστοί για τάμα. Και όταν ο ήλιος πέσει, το γλέντι ολοκληρώνεται με τη «βραδιά του Μετανάστη» που είναι αφιερωμένη στους ξενιτεμένους συγχωριανούς.



















Η «ντουντούλια» στις Σέρρες

Είναι ένα πολύ παλιό έθιμο που οι ρίζες του φθάνουν στην αρχαιότητα και μας παραπέμπουν σε τελετουργικά επίκλησης προς τον Όμβριο Δία, για να στείλει στους θνητούς ανθρώπους την πολυπόθητη και ζωογόνο βροχή. Στην Πεντάπολη το θυμόμαστε να γίνεται μέχρι και την δεκαετία του ’60. Από την άνοιξη έως το φθινόπωρο και κυρίως τους θερινούς μήνες σε περιόδους έντονης ξηρασίας οι γεωργοί βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Βλέποντας το βιός τους να κινδυνεύει να χαθεί από την έλλειψη νερού και μη έχοντας καμία διέξοδο κατέφευγαν στιςθεϊκές δυνάμεις. Όλα ξεκινούσαν από μια ομάδα ή μια παρέα χωριανών που αποφάσιζαν να κάνουν την «Ντουντούλα» για να εξευμενίσουν τον Θεό να βρέξει. Έβρισκαν έναν άνδρα, συνήθως ήταν εργένης και τον έντυναν ολόσωμα με μεγάλα μακριά χόρτα και θάμνους. Τα χόρτα αυτά φύονται ακόμα και σήμερα μέσα στο νερό σε παρόχθιες περιοχές λιμνών, χειμάρρων και ρυακιών γύρω από το χωριό και είναι τα γνωστά στην περιοχή υδροχαρή φυτά «Βούζια» με την περίεργη μυρωδιά τους, το «Ψαθόχορτο» κ.ά.



















Πολλές φορές έπρεπε να κοπούν και να είναι έτοιμα από την προηγούμενη ημέρα. Έτσι, για να μη μαραθούν τα διατηρούσαν σε σκιερό μέρος μέσα σε βαρέλια ή καζάνια με νερό, βρέχοντας τα φύλλα τους κατά διαστήματα. Επρόκειτο δηλαδή για έναν κινούμενο θάμνο. Αφού όλα ήταν έτοιμα ξεκινούσαν την τελετή με πομπή. Μπροστά πήγαινε η «Ντουντούλα» και ακολουθούσαν όλη η παρέα και πολλοί χωριανοί. Περιφέρονταν στα κεντρικότερα μέρη του χωριού. Αρκετές φορές την εκδήλωση συνόδευαν νταούλια με ζουρνάδες ή γκάιντα. Καθώς προχωρούσε η «Ντουντούλα» συνεχώς λικνίζονταν – χόρευε – πηδούσε και έβγαζε κραυγές φωνάζοντας «βάι – βάι ντουντούλα, πουλλή βρουχή - πουλλή βρουχή». Τα ίδια ανταπαντούσαν και ο κόσμος δίνοντας ευχές για να βρέξει: « άϊντε ντουντούλα καλή βρουχή – πουλλή βρουχή κι τα πιδούδια φώναζαν – βρέξει-βρέξει πάππου να γίνουν τα σταφύλια». Καθώς διέρχονταν έξω από τα σπίτια, κάτω από τα μπαλκόνια, τα μαγαζιά, τους καφενέδες, τις πλατείες, όλος ο κόσμος με διάφορα σκεύη που διέθετε εκείνη την στιγμή τον κατέβρεχαν. Γκιούμια, τενεκέδες, μαστραπάδες, στάμνες, μπούκλους, μπακράτσια, κουβάδες, κανάτες, κύπελλα κ. ά, άδειαζαν το νερό επάνω του, για το καλό, για να βρέξει. Όπως γίνετε αντιληπτό ο άνθρωπος αυτός ήταν καταβρεγμένος από την κορυφή ως τα νύχια. Συνήθως, πριν ή μετά την ευτράπελη αυτή εκδήλωση οι κάτοικοι του χωριού ως πιστοί χριστιανοί και πάντα κοντά στην εκκλησία και στον προστάτη τους Άγιο Αθανάσιο επικαλούνταν την βοήθειά του κάνοντας λιτανεία και περιφορά τις ιερής εικόνας του. Το παράδοξο όλων αυτών των τελετών ήταν ότι συνήθως μετά από μερικές ημέρες έβρεχε.



















Οι καβαλάρηδες της Σιάτιστας







Ένα έθιμο, που έχει τις ρίζες του στην τουρκοκρατία, είναι αυτό των καβαλάρηδων προσκυνητών. Εκείνη την περίοδο ήταν η ευκαιρία των σκλαβωμένων να δείξουν τη λεβεντιά τους και τον πόθο τους για λευτεριά. Την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου, οι καβαλάρηδες σχηματίζοντας μεγάλες παρέες με στολισμένα άλογα κατευθύνονται στο μοναστήρι του Μικροκάστρου, προσκυνούν την εικόνα και επιστρέφουν στο χωριό για γλέντι και χορό ως το πρωί.







Οι πλατείες της Χώρας και της Γεράνειας είναι στο επίκεντρο των εορτασμών, ενώ και οι γειτονιές της Σιάτιστας αντηχούν από τους ήχους της μουσικής.



















Πάτμος: Ο Επιτάφιος της Παναγίας







Στο νησί της Ορθοδοξίας και στο ιστορικό μοναστήρι της Αποκάλυψης, οι μοναχοί κάνουν περιφορά του επιταφίου της Παναγίας, ένα έθιμο που έχει βυζαντινές καταβολές. Ο χρυσοποίκιλτος επιτάφιος περνά από τα σοκάκια του νησιού και οι πιστοί σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα ακολουθούν την μεγαλόπρεπη πομπή.



















Κεφαλλονιά: Τα φιδάκια της Παναγίας







Τα “φιδάκια της Παναγίας” είναι ένα μοναδικό φαινόμενο, που εμφανίζεται κάθε χρόνο το Δεκαπενταύγουστο στην Παναγιά της Φιδούς, στον Μαρκόπουλο Κεφαλλονιάς. Πλήθος κόσμου συγκεντρώνεται για να δει από κοντά αυτά τα μικρά φιδάκια, που βγαίνουν από το καμπαναριό και μεταφέρονται στο προαύλιο του ναού. Σύμφωνα με την παράδοση φέρνουν καλή τύχη στο νησί και όσους τα αγγίξουν.



















Κουφονήσια: Με τα καΐκια στην Παναγιά







Με μοναδικό τρόπο τιμούν την Παναγίας στο εκκλησάκι της στο Κάτω Κουφονήσι οι ντόπιοι και οι επισκέπτες του νησιού. Μετά τη λειτουργία και την προσφορά φαγητού από τους κατοίκους πραγματοποιείται παραδοσιακά ένας ιδιότυπος αγώνας δρόμου, με τα καΐκια που μεταφέρουν τον κόσμο στο Πάνω Κουφονήσι να προσπαθούν να περάσουν το ένα το άλλο.







Επιστρέφοντας το γλέντι ξεκινά στα μαγαζιά του νησιού, με τη μουσική, τα θαλασσινά εδέσματα και το κρασί να κρατούν το κόσμο εκεί μέχρι το πρωί.



















Πυργί Χίου: Πυργούσικος χορός







Σε ένα από τα διάσημα Μαστιχοχώρια της Χίου, το Πυργί, με την ιδιαίτερη ασπρόμαυρη διακόσμηση των σπιτιών του, υπάρχουν 50 εκκλησίες.







Το Δεκαπενταύγουστο μετά τη λειτουργία στην εκκλησία της Παναγίας, το πανηγύρι μεταφέρεται στην πλατεία, όπου την τιμητική του έχει ο παραδοσιακός “Πυργούσικος” χορός, με τον γρήγορο και χαρούμενο σκοπό του να παρασέρνει τους πιστούς.



















Καλαρρύτες: Η “απλάδα” και ο παραδοσιακός χορός







Στο χωριό Καλαρρύτες, γνωστό και ως “Αετοφωλιά” της Ηπείρου, αφού είναι χτισμένο στα 1.200 μέτρα υψόμετρο, γιορτάζουν την Παναγία στις 15 Αυγούστου με μεγάλη λαμπρότητα. Μετά το τέλος της λειτουργίας ακολουθεί αρτοκλασία με σιτάρι, η λεγόμενη “απλάδα” και στη συνέχεια οι πιστοί χορεύουν τον παραδοσιακό χορό, χωρισμένοι σε ζώνες, που η πρώτη περιλαμβάνει μόνο άνδρες και οι επόμενες τρεις γυναίκες. Χορεύουν ως επί το πλείστον ηπειρώτικο τσάμικο. Το απόγευμα, την ώρα του χορού, γίνεται η περιφορά της εικόνας της Παναγίας.



















Πηγή:







newsbeast.gr







kulturosupa.gr














































ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ




























































Παλιά τα πανηγύρια είχαν, κυρίως εμπορικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και τα αποκαλούσαν εμποροπανήγυρη. Βέβαια και ο θρησκευτικός χαρακτήρας κατείχε πρωτεύουσα θέση. Έτσι λοιπόν, ανάλογα στον κάθε τόπο με το πότε γιόρταζε η εκκλησία του χωριού ή σε προκαθορισμένες ημερομηνίες, γινόταν η εμποροπανήγυρη σε επίκαιρα σημεία της περιοχής, που προσφέρονταν εδαφικά και οδικά στον ευρύτερο χώρο. Στο πανηγύρι συμμετείχε ολόκληρο το χωριό, με ιδιαίτερη χαρά. Ήταν μια ευκαιρία να ξεχάσουν τα βάσανα μιας ολόκληρης κοπιαστικής χρονιάς.































Σ’ αυτό το πανηγύρι, έκαναν έντονη την παρουσία τους οι νέοι του χωριού, που γάμπριζαν.







Μέχρι το 1950 και λίγο αργότερα, για να εξοικονομήσει ο τύπος του χορευταρά και γλεντζέ τα χρήματα που του χρειαζόταν για να πάει σ΄ ορισμένα πανηγύρια, για να χαρεί τα νιάτα και τη λεβεντιά του, έπρεπε να κάμει οικονομίες ολόκληρο το χρόνο και περίμενε να έλθει η ημέρα του δείνα ή τάδε πανηγυριού και να ντυθεί τα γιορτινά του, το γυαλιστερό και τριζάτο βρακί, το πολίτικο γιλέκο (από την πόλη), το ποικιλόχρωμο πουκάμισο, το σακάκι το πανάκριβο και τέλος το «βρακάδικο» σκούφο - έμοιαζε με τον Αϊβαλιώτικο - που τώρα πια δεν υπάρχει στην αγορά - η καμιά φορά και καπέλο.




























































Τα ζύγιζε όλα, τόσα στους δίσκους της εκκλησίας, τόσα στο κερί, τόσα στο γεύμα της εκκλησίας, τόσα στο καφενείο και τόσα στα μουσικά όργανα (βιολί, κλαρίνο, ούτι, λαούτο και καμιά φορά σαντούρι). Μεταφορικό μέσο είχε το μουλάρι του, που κι αυτό έπρεπε να είναι περιποιημένο, σαμάρι καινούργιο, καπίστρι με πολύχρωμες χάντρες και φυλακτό, στρογγυλό από το πάχος, ευκίνητο. Εκείνο όμως που έκαμνε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν ο αναβάτης, ο νέος με το στριμμένο, σαν τσιγκέλι, μουστάκι, τα πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και περιποιημένα, όχι όπως ο σημερινός μακρυμάλλης. Καμιά φορά οι αναβάτες ήταν «δικάβαλλοι», δηλ. διπλοί.







Οι κοπελιές του χωριού και των γειτονικών χωριών τον έβλεπαν και τον καμάρωναν και αυτός περήφανος για τον εαυτό του, σκόρπιζε σ΄ όλες, κατά προτίμηση στην αγαπημένη του, δειλές ματιές, που λίγα έδειχναν, αλλά πολλά υπόσχονταν.































Άρχιζαν το χορό με ένα σέρβικο ή χασάπικο ή γιωργάρικο, που φανέρωναν όλη την χορευτική τους δεινότητα σε ευκινησία, τσαλίμια, που με κατάπληξη τους παρακολουθούσαμε. ΄Έπειτα ο καλαματιανός που έπαιρναν μέρος και περισσότερες κοπέλες, διότι οι πρώτοι προϋπέθεταν αντοχή, ευκινησία και χορευτική ικανότητα, ενώ ο καλαματιανός προσιδίαζε περισσότερο στις γυναίκες, και κατόπιν ο συρτός ανά ζεύγη, ξαπολυτός (καρσιλαμάς), γρηγορινός (πολύ σύντομος) τσιφτετέλης και άλλοι.







Παντού πρώτοι και καλύτεροι, ευλύγιστοι, πεταχτοί, λαστιχένιοι σκόρπιζαν το γλέντι, τη χαρά, το θαυμασμό, αλλά κaι το φθόνο για κείνους που δεν ήσαν καλοί χορευτές.







Έπιναν κρασί ή σούμα με μεζέδες, όχι της προκοπής. Η μπύρα ήταν άγνωστη - μα κάτι τέτοιο ήταν ακατανόητο για χωριά. Κερνούσαν όλες τις παρέες και κείνες ανταπέδιδαν το κέρασμα. Σ΄αυτόν που χόρευε πρόσφεραν ούζο ή κρασί και στην κοπελιά λουκούμια, που όσα περισσότερα μάζευε τόση μεγαλύτερη ικανοποίηση δοκίμαζε. Αν μάλιστα τύχαινε να είναι ωραία και καλή χορεύτρια, τα κεράσματα δεν σταματούσαν καθόλου. Τα παιδιά λιγουριάζανε όταν έβλεπαν τόσα λουκούμια να μαζεύουν οι κοπέλες, που σε κάποια φίλη τους τα πετούσαν. Κι αν τύχαινε να είναι γνωστή, τα φιλοδωρούσαν μερικά.































Γινόταν όμως καβγάδες για τη σειρά προτεραιότητας στους «κάβους», που έπρεπε να εξασφαλίσει κάθε συντροφιά για τις κοπέλες της παρέας της. Επικρατούσε μια όχι καλή συνήθεια. Κάθε νέα που έμπαινε στο χωριό έπρεπε να την χορέψουν όλοι οι νέοι που την γνώριζαν και όταν ήταν και καλή χορεύτρια τότε πήγαιναν και ξένοι, φυσικό ήταν λοιπόν να παρατείνεται ο «κάβος», η διάρκεια χορού με αποτέλεσμα να στενοχωρούνται οι άλλες νέες. Και τότε συνέβαιναν οι παρεξηγήσεις.







Σωστό ήταν τότε να διακόπτονταν ο χορός και να πάρει σειρά κάποια άλλη. Η πίστα ήταν μικρή, μόλις επαρκούσε για τρία ζεύγη - σπάνια παραπάνω - τη σειρά προτεραιότητας την κανόνιζαν οι καφετζήδες, που δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά περιστασιακοί. Μια άσπρη ποδιά, ήταν το διακριτικό τους. Κι αν τύχαινε να μην τα «παίρνουν απάνω τους» δηλ. να μη ήσαν σβέλτοι, τότε μετατρεπόταν σε δράμα. Εν τω μεταξύ οι άλλες νέες περίμεναν με αγωνία αλλά και πικρία, διότι αναβαλλόταν η σειρά τους.
















































Δικαιολογημένοι λοιπόν ήσαν οι καυγάδες, αν σκεφθούμε ότι ραδιόφωνα δεν υπήρχαν, κασετόφωνα το ίδιο και συνεπώς μουσική άκουαν μόνο στα πανηγύρια και σε έκτακτες περιστάσεις (αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια). Διψούσε ο κόσμος για μουσική και χορό. Πώς να ικανοποιηθεί; Οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν μόνο το καλοκαίρι στα πανηγύρια.







Οι μεγάλοι, αν είχαν κορίτσια της παντρειάς, περίμεναν να μπει στο χορό η κόρη τους να την καμαρώσουν, αν όχι πήγαιναν σε διάφορα συγγενικά ή φιλικά σπίτια, κερνιόνταν, έτρωγαν το βράδυ και κατόπιν, όσοι διέθεταν υποζύγια έφευγαν για τα χωριά τους.































Ρόλο έπαιζε και η εποχή, για να διαθέτουν τα απαραίτητα χρήματα αυτοί που θα επισκέπτονταν το παζάρι. Πάλι, ανάλογα τον πληθυσμό και την αξία του κάθε πανηγυριού, ήταν και η διάρκειά του, που συνήθως κυμαινόταν από 3 ως και 8 ημέρες.







Γίνονταν σ’ αυτά εμπορικές συναλλαγές μεγάλης έκτασης. Έμποροι, από τα μεγάλα αστικά κέντρα, φτάνανε εκεί με την πλούσια πραμάτεια τους. Εκτός όμως από το μεγάλο εμπόριο σε παντός είδους αγαθά, όπως σε τρόφιμα, υφάσματα, είδη υπόδησης, γεωργικά εργαλεία, σαμάρια, ψαθιά κ.ά., γινόταν και μεγάλες συναλλαγές αγοραπωλησίας ζώων. Μεγάλη ζήτηση είχαν τα μουλάρια, που γεννιόντουσαν από τη διασταύρωση του γαϊδάρου με τη φοράδα ή αλόγου με γαϊδούρα, γιατί τα ζώα αυτά είναι μεγάλης αντοχής και δεν δυσκολεύονται σε δύσβατους δρόμους. Πολύ διαδεδομένες ήταν και οι τράμπες, που έκαναν εκείνη την εποχή, με τα ζώα.







Εδώ εύρισκε ο καθένας ό,τι ήθελε και σε τιμές συμφέρουσες. Όσοι είχανε κορίτσια της παντρειάς, αγοράζανε από δω τα προικιά τους, όπως χαλκώματα, φορτσέρια, σεντόνια κι ότι άλλο ήταν απαραίτητο.







Τράμπες γίνονταν τότε, εκτός από τα ζώα, και στα υπόλοιπα προϊόντα, μιας και χρήματα δεν υπήρχαν εύκολα.































Πηγή :



















ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Λαϊκές Παραδόσεις - ΑΒΔΟΥΛΟΣ ΣΤ. - Εκδ. Φιλίστωρ








































Ριζίτικο τραγούδι



















Το Ριζίτικο τραγούδι είναι το πιο αυθεντικό και πρωτόγονο είδος της κρητικής–ποιητικής παράδοσης.



















Δημιουργoί του ήταν οι “ορεσίβιοι”, αυτοί δηλαδή που ζούσαν στα ριζά των βουνών της Δυτικής Κρήτης, στις βουνοπλαγιές των Λευκών Ορέων.



















Πρόκειται για ένα ιδιόμορφο, αψύ, άγριο τραγούδι, που παραδοσιακά τραγουδόταν από άνδρες, δίχως όμως αυτό να είναι απόλυτο. Πλέον και σε συλλόγους διάσωσης της κρητικής παράδοσης, μπορεί να υπάρχει και μικρή συμμετοχή γυναικών.



















Το ύφος του αυθεντικού ριζίτικου είναι βαρύ, ερμηνευτικά δύσκολο και μπορεί να τραγουδηθεί μόνο από μεγάλους κρητικούς ερμηνευτές που το στολίζουν, το χρωματίζουν προσθέτοντας το χαρακτήρα της φωνής τους, κάνοντάς τα πιο μελωδικά, βάζοντας ουρά, κάνοντας γυρίσματα, ποικίλματα... Και φυσικά αυτό μπορεί να γίνει μόνο σε σόλο.



















Συνηθισμένος ο κόσμος από το εμπορικό κρητικό τραγούδι, ερμηνευμένο από εμπορικούς τραγουδιστές, θεωρεί τόσο βαρετό το αυθεντικό ριζίτικο που σχεδόν ποτέ δεν ενθουσιάζεται και του είναι άγνωστο.



















Έχει στίχους δεκαπεντασύλλαβους αν και υπάρχουν εξαιρέσεις κι όχι μόνο στην ομοιοκαταληξία, όπως συνηθίζεται με τις μαντινάδες. Ενίοτε συνοδεύεται από μουσικά όργανα και όχι επάνω στους στίχους. Τα μουσικά όργανα κυρίως είναι η λύρα και το λαούτο. Η λύρα δίνει τη μελωδία και το λαούτο το ρυθμό.



















Υπάρχει μια σύνδεση με τα Ακριτικά τραγούδια των Βυζαντινών αλλά στο πέρας των καιρών, δημιούργησαν δικό τους, ξεχωριστό ύφος. Χαρακτηριστικό ενός αυθεντικού ριζίτικου είναι τα τραγούδια της τάβλας που τραγουδιούνται, όπως φαίνεται και από την ονομασία τους, στο τραπέζι, δίχως μουσικό όργανο με αφορμή μια γιορτή, ένα γάμο, βάπτιση, επιστροφή ξενιτεμένου κλπ. Ο τραγουδιστής τραγουδάει ένα δίστιχο και όσοι κάθονται στην ίδια πλευρά με αυτόν, σιγοντάρουν χαμηλόφωνα. Έπειτα επαναλαμβάνουν το δίστιχο όσοι κάθονται από την άλλη πλευρά της τάβλας.



















Άλλα είδη Ριζίτικου είναι τα ποιμενικά, τα τραγούδια της στράτας, της ξενιτιάς, του πολέμου, του θανάτου. Ένα χαρακτηριστικό Ριζίτικο που συνήθιζε να τραγουδάει ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι το εξής:



















Οψές επέρνουνα του χάροντα την πόρτα







Και γροίκουν την χαρόντισσα κι εμάλωνε το χάρο







-Χάρε πρικέ, χάρε σκληρέ, χάρε φαρμακωμένε







Δε σου’ πα μια, δε σου’ πα δυο, δε σου πα τρεις και πέντε,







Οπού’ ναι πέντε παίρνε τρεις, οπού ‘ναι τρεις τον ένα







Μ’ οπού’ ναι δυο κι αμοναχοί μη τσι ξεζευγαρώνεις.



















Άρθρο του. κ. Ανδρέα Άδαλη







Πηγή: xoreytis.gr



















Μερικοί στίχοι ακόμα από ριζίτικα τραγούδια:



















Ήθελα και να κάτεχα (Όμορφα στόλισ’ ο Θεός τον κόσμο)



















Ήθελα και να κάτεχα την εμορφή του κόσμου,







Το πώς επλάθη ο ουρανός πώς θεμελιώθη ο κόσμος,







Ο ήλιος στην ανατολή, στη δύση το φεγγάρι και τ’ άστρα εις τον ουρανό.



















Όμορφα στόλισεν ο Θιός τον κόσμο τον απάνω,







Κι έκαμε κάμπους πράσινους και όρη χιονισμένα







Και τα δεντρά με τα πουλιά































Ζηλεύω του σταυραετού































Ζηλεύω του σταυραετού







Απού πετά στα νέφη







Και παιζει με τσι αστραπες







Και με τ’ αστροπελέκια







Στο βράχο χτίζει τη φωλιά,







Στο χιόνι ζευγαρώνει.































Το αναρώτημα για την κόρη



















Άστρι μου κι αστρίτσι μου,







Κι αυγερινέ κι ασπερινέ







Και χρυσοπράσινε μ’ αϊτέ







Ήρθε το ξημέρωμα







Το καλό ξημέρωμα







Κι ήυρε μ’ επά στη γειτονιά,







Και στην ερωδιά.







Λέσι μ’ οι γειτόνισσες







Οι κερα κοκόνισσες







«Ήντα γυρεύεις μωρέ επά στην γειτονιά,







Στη γειτονιά, στην ερωδιά;»







«Εγώ μια κόρη αγαπώ







Κι ήρθα να ιδώ







Κι αν τηνε δω να τση το πω







Τση κόρης πως την αγαπώ»







«για πε μας τα σουσούμιαν τση,







Μπορέτως την κατέχουμε







Μπάς και την αμπατήσουμε»




















































ΙΟΥΛΙΟΣ – ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ




























































Αντικατέστησε τον πέμπτο μήνα, τον Κυρινάλη. Ο ελληνικός λαός τον ονομάζει και Αλωνάρη, Αλωνιστή ή Αλωνιάτη ή Αλωνευτή, επειδή κατά τον μήνα αυτόν γίνεται το αλώνισμα του σιταριού.



















Ακόμα τον ονομάζει Γυαλιστή ή Γυαλινό (Νάξο & Χίο), επειδή σε ορισμένες περιοχές της χώρας κατά το μήνα αυτό «γυαλίζουν», δηλ. ωριμάζουν τα σταφύλια. Επίσης αναφέρεται σαν Δευτερόλης (σαν 2ος μήνας του καλοκαιριού), Αηλιάς ή Αηλιάτης (20/7, η γιορτή του Προφήτη Ηλία) και Φουσκομηνάς ή Χασκόμηνας (Ρόδος).



















Ιούλιος – Εργασίες:



















Αλωνίζουν.







Σκαλίζουν καπνά, καλαμπόκι & πατάτες.







Θερίζουν σιτηρά (ανάλογα την περιοχή).







Στα καπνοχώρια ραματιάζουν, στεγνώνουν του καπνού τα φύλλα.







Ράντισμα & θειάφισμα αμπελιών.







Τρύγος κυψελών απ’ το θυμάρι.



















Ιούλιος – Έθιμα – Προλήψεις:



















Του ΑΛΩΝΙΣΜΟΥ: Όσο διαρκεί ο αλωνισμός, «δεν κάνει να αλωνίζει ολοένα ο ίδιος αλωνιστής. Εναλλάσσεται με τη γυναίκα του και το παιδί, ενώ αυτός ξεκουράζεται στ’ αμπλήκι, ένα δέντρο που υπάρχει φυτεμένο κοντά στο αλώνι γι’ αυτό το σκοπό.



















Οι ξένοι που τύχαινε να περάσουν, έπρεπε να ευχηθούν μόνο: «Ώρα καλή, χίλια μόδια», ή «Χίλια μόδια, και το αγώι χώρια», κι ο αλωνιστής απαντούσε: «Να ‘σαι καλά, Φχαριστούμε».



















Μόλις μάζευαν το λειώμα ή μάλαμα (καθαρό σιτάρι) σ’ ένα σωρό, νίβονταν όλοι, και ράντιζαν και το σωρό.



















«Δεν έκανε να έρθει η γυναίκα με ρόκα, γνέθοντας, στ’ αλώνι», γιατί «ήταν ξωτικιά και έδιωχνε τον άνεμο, και δεν μπορούσαν να ανεμίσουν, να λιχνίσουν.



















Την τελευταία ημέρα και αφού απολούσαν τα βόδια, πρόσεχαν που θα ξυθεί, το μεγαλύτερο στα χρόνια βόδι. Εάν ξυνόταν στο κεφάλι, ο χειμώνας θα ήταν «πρώιμος», στη μέση «βαρυχειμωνιά στο μέσο του χειμώνα» και αν στην ουρά, ο χειμώνας θα ήταν «όψιμος».



















Με το νέο αλεύρι έφτιαχναν πρώτα μια λειτουργιά, για να την ευλογήσει ο παπάς. Κι απ’ το πρώτο ζυμάρι, παρασκεύαζαν ένα ιδιαίτερο κομμάτι, το «κλικούδ’», και το άφηναν στη βρύση του χωριού. Εκείνη που πρώτη θα πήγαινε να πάρει νερό και έβρισκε το καινούριο ψωμί, έπρεπε να το μοιράσει στις γυναίκες που θα τύχαινε να πάνε κι αυτές για νερό.



















ΚΟΥΡΜΠΑΝΙΑ (συνεστιάσεις & δημοτελείς θυσίες)-ΕΘΙΜΙΚΕΣ ΦΩΤΙΕΣ (20/7). Προς τιμή του Προφήτη Ηλία, με κύρια επιδίωξη τις ευμενείς καιρικές συνθήκες, για τη γεωργία & την κτηνοτροφία στη διάρκεια του χρόνου.







Ιούλιος – Γιορτές:



















Του Προφήτη Ηλία (20/7). Μία από τις φλογερές μορφές της Βίβλου, έφορος της βροχής, της βροντής & των κεραυνών. Όλα τα ξωκλήσια, που είναι κτισμένα προς τιμή του, βρίσκονται στις ελληνικές βουνοκορφές, γιατί εκεί ο τόπος ήταν πάντα ιερός.



















ΙΟΥΛΙΟΣ – ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ: Ο Ιούλιος έχει τα περισσότερα από τα πανηγύρια των χωριών. Πέρα από τις καθεαυτό δικές του γιορτές-πανηγύρια (των Αγ. Αναργύρων, της Αγ. Κυριακής, του Προφήτη Ηλία, της Αγ. Παρασκευής & του Αγ. Παντελεήμονα), έχει και πολλές γιορτές-πανηγύρια του χειμώνα, που έχουν μεταφερθεί προκειμένου να επιτρέψει η καλοκαιρία τη διεξαγωγή τους & βέβαια τη μεγαλύτερη προσέλευση κόσμου.



















ΤΟ «ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ» (Αγ. Παρασκευή Λέσβου). Γίνεται προς τιμή του Αγ. Χαραλάμπους. Πρόκειται για μια ταυροθυσία. Αποτελεί μια γιορτή που διαρκεί 3 ημέρες.



















Για πρακτικούς λόγους, επειδή δεν είναι εύκολη η μετάβαση στο ξωκλήσι του αγίου την ημέρα της γιορτής του (10/2), το πανηγύρι γινόταν αρχικά την πασχαλινή περίοδο («πριν φύγει το Χριστός Ανέστη»), ή τέλη της ανοιξιάτικης περιόδου, στη συνέχεια μεταφέρθηκε τους καλοκαιρινούς μήνες, Ιούνιο ή Ιούλιο.



















Καθοριστικό ρόλο έπαιζε η άφιξη κάθε χρόνο των ξενιτεμένων Αγιοπαρασκευιωτών, κυρίως από την Αυστραλία, αφού συνήθως ένας απ’ αυτούς έκανε την καθόλου ευκαταφρόνητη χορηγία για την αγορά του ταύρου, εκτελώντας έτσι κάποιο τάμα του.



















Το πρωί της Παρασκευής οδηγούν τον ταύρο, που πρέπει να είναι εκλεκτός (3ετής, ανευνούχιστος & να μην έχει μπει σε ζυγό) μπροστά στο σπίτι του χορηγού. Εκεί υπό τους ήχους μουσικής στολίζουν τον ταύρο.



















Του κρεμούν στο λαιμό άνθη & στεφάνι και βάφουν τα κέρατά του με χρυσόσκονη. Μικρή επιγραφή στο μέτωπό του δείχνει το όνομα του δωρητή. Στη συνέχεια με μουσική, με λάβαρα, με σημαία & με την εικόνα του αγίου μπροστά, αρχίζει η περιφορά του ταύρου σε όλο το χωριό.



















Το απόγευμα της ίδιας μέρας το ζώο μεταφέρεται στην τοποθεσία «Ταύρος», ορεινή & δυσπρόσιτη, 15 χμ Α. της Αγ. Παρασκευής, όπου βρίσκεται και το ξωκλήσι του αγίου.



















Από το πρωί του Σαββάτου αρχίζει η ομαδική μετάβαση των πανηγυριστών στον «Ταύρο», απ’ όλο το νησί. Το σούρουπο φέρνουν τον ταύρο, πάλι με μουσική, μπροστά στο εκκλησάκι και ο ιερέας τον ευλογεί με ειδική ευχή. Τον οδηγούν έπειτα στον τόπο της θυσίας.



















Εκεί, κατά την πίστη που επικρατεί, το ζώο γονατίζει με τη θέλησή του για να θυσιαστεί. Παράλληλα σφάζονται κι άλλα μικρότερα ζώα, με την ευλογία του παπά πάντα, τάματα κι αυτά των πιστών.



















Την ευλογία του δέχονται κι οι έφιπποι πανηγυριστές, θεωρείται μάλιστα ότι το πανηγύρι αποβλέπει ιδιαίτερα στην προστασία των φοράδων.



















Από το κρέας του ταύρου και με ειδικά κατεργασμένο σιτάρι παρασκευάζεται το λεγόμενο “κεσκέτσι”, που το πρωί της Κυριακής διανέμεται στους πιστούς, για «να πάρουν όλοι τη δύναμη που είχε ο ταύρος».



















Η όλη θυσία-γιορτή τελειώνει το απόγευμα της Κυριακής με ιππικούς αγώνες. Ακολουθεί γλέντι όλων των πανηγυριστών στην πλατεία του χωριού.







Ιούλιος – Παροιμίες:



















«Ο Αηλιάς κόβει σταφύλια και η Αγία Μαρίνα σύκα».



















«Αλωνάρη με τα αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια».



















«Τζίτζιρας ελάλησε, άσπρη ρόγα γυάλισε».



















«Τον Ιούλη κι οι γριές κάνουνε ξετσιπωσιές».



















«Από τ’ Αι-Λιος ο καιρός γυρίζει αλλιώς».



















«Γαμπρός αλωναριάτικος, κακό χειμώνα βγάνει».



















«Έτσι το ‘χει το λινάρι να ανθεί τον Αλωνάρη».



















«Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τ’ αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη».



















«Κάλλιο λόγια στο χωράφι , παρά ντράβαλα (φασαρίες) στ’ αλώνι».



















«Κάτσε κότα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».



















«Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη».







«Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».







«Μικρό-μικρό τ’ αλώνι μου, και να ‘ναι μοναχικό μου».







«Ο άη-Λιας κόβει σταφύλια και η αγία Μαρίνα σύκα».







«Ο Θεριστής θερίζει, ο Αλωνάρης αλωνίζει κι ο Αύγουστος ξεχωριζει».







«Όρνιθα το Γενάρη, κέφαλος τον Αλωνάρη».







«Που μουχτάει τον Χειμώνα‚ χαίρεται τον Αλωνάρη».







«Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη(Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα».







«Στο κακορίζικο χωριό τον Αλωνάρη βρέχει».







«Τ’ Αλωναριού τα κάματα (δυνατή ζέστη), τ’ Αυγούστου τα λιοβόρια» (ζεστός δυνατός ανατολικός άνεμος).







«Της αγιά Μαρίνας ρώγα και του άη -Λιός σταφύλι». (δηλαδή το σταφύλι ωριμάζει αργότερα από τη σταφίδα)







«Της Αγιάς Μαρίνας ρούγα και του Αϊ Λια σταφύλι και του Αγιού Παντελεήμονα γιομάτο το κοφίνι».







«Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή».







«Τον Αλωνάρη δούλευε καλό χειμώνα να έχεις».







«Τον Αλωνάρη έβρεχε στον ποτισμένο τόπο».







«Χιόνισε μέσα στο Γενάρη, να οι χαρές του Αλωνάρη».



















Πηγή :greekaffair. gr











































Του Αγίου Πνεύματος – Συμβολισμός, ήθη, έθιμα και παραδόσεις από όλη την Ελλάδα










Το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το οποίο εκπορεύεται εκ του Πατρός. Είναι ομοούσιο με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού και κατά το Σύμβολο της Πίστεως «συνπροσκυνείται και συνδοξάζεται» με τον Πατέρα και με τον Υιό, ίσο κατά τη λατρεία και την τιμή.




Γιορτή Ψυχοσάββατο προ της Δευτέρας Αγίου Πνεύματος:

Το Σάββατο προ της Κυριακής της Πεντηκοστής θεωρείται ένα από τα τρία μεγαλύτερα «Ψυχοσάββατα» του χρόνου. Σε όλες τις εκκλησίες τελούνται μνημόσυνα για τους νεκρούς, ενώ οι συγγενείς τους συνηθίζεται να προσφέρουν κόλλυβα ως ένδειξη ενός σπουδαίου θρησκευτικού συμβολισμού: τα κόλλυβα είναι βρασμένο σιτάρι. Όπως ο σπόρος του σιταριού πέφτει στη γη, θάβεται χωνεύεται και στη συνέχεια ξαναφυτρώνει, έτσι και ο άνθρωπος μετά την ταφή περιμένει την ανάστασή του.




Ταφικό έθιμο Θρυλορίου στην Κομοτηνή







Πρόκειται για ένα έθιμο που ξεπερνάει τα 2500 χρόνια ζωής, που ταξίδεψε με τους πρώτους έποικους στον Πόντο από την μητροπολιτική Ελλάδα, οι οποίοι ανάμεσα στις άλλες συνήθειές τους πήραν μαζί τους και το ταφικό έθιμο και το οποίο διατηρήθηκε και μετά τον εκχριστιανισμό του Πόντου από τον Απόστολο Ανδρέα, εκφράζοντας πλέον την πίστη για την ανάσταση των νεκρών με την Ανάσταση του Κυρίου.

Μετά την λειτουργία όλοι παίρνουν διάφορα φαγητά και πηγαίνουν «σα ταφία». Ο παπάς του χωριού κάνει τρισάγιο και μετά στρώνεται το τραπέζι έξω από τα νεκροταφεία.

Και τι δεν έχει αυτό το τραπέζι! Φελία, πισία, πιροσκία, λαβάσε, ριζόγαλο, χασίλ, κεράσια, ταν, ρακί για τους άντρες και ότι άλλο παραδοσιακό και νέο φαγητό μπορεί να φανταστεί κανείς.

Τρώνε, πίνουν, μιλούν για τον νεκρό τους, χαίρονται μαζί με τις αναστημένες ψυχές. Όλοι συμμετέχουν στο κοινό τραπέζι ζωντανών και νεκρών. Κανείς δεν νιώθει θλίψη, κανείς δεν λυπάται, δεν κλαίει, είναι μέρα χαράς, είναι μια γιορτή. Χαρά που απορρέει από την πίστη στην ανάσταση των νεκρών, από την χριστιανική πίστη για την Ανάσταση.

Υπήρχε μάλιστα η πεποίθηση ότι αφού οι ψυχές μετά το τραπέζι αυτό, κατά τις 12 το μεσημέρι επέστρεφαν στον τόπο τους, μπορούσε κανείς να τις δει μέσα στα πηγάδια. Έπαιρναν έτσι ένα καθρεφτάκι και προσπαθούσαν να δουν στο νερό του πηγαδιού τις ψυχές των δικών τους ανθρώπων, κάτι βέβαια που σχετίζεται με την αρχαιοελληνική δοξασία σύμφωνα με την οποία η κάθοδος των ψυχών στον Άδη γινόταν μέσα από το νερό.













Αναβίωση επικοινωνίας δικτύου αρχαίων πύργων – φρυκτωριών στη Σίφνο

Ανήμερα του Αγίου Πνεύματος αναβιώνει στη Σίφνο ένα από τα ομορφότερα ελληνικά έθιμα! Το νησί αναβιώνει την επικοινωνία του δικτύου των αρχαίων πύργων-φρυκτωριών & ακροπόλεων της Σίφνου (6ου έως 3ου π. Χ. αι.), μέσω καπνού και κατόπτρων, των οποίων χρήση για αυτό τον σκοπό έγινε για πρώτη φορά πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια.

Ταξιδεύοντας στην ιστορία αξίζει να αναφέρουμε ότι οι πύργοι αυτοί, χτισμένοι σε στρατηγικά σημεία σε όλη την έκταση του νησιού, αποτελούσαν ένα δίκτυο με σύστημα ανταλλαγής σημάτων, αφού είχαν την δυνατότητα να λαμβάνουν και να στέλνουν μηνύματα μεταξύ τους καθώς και από και προς τις 4 αρχαίες ακροπόλεις του νησιού.

Έως σήμερα έχουν καταγραφεί 75 αρχαίοι πύργοι-φρυκτωρίες και σε σχέση με το μέγεθος του νησιού, που είναι μόλις 74 τ. χλμ., η αναλογία είναι εντυπωσιακή!




Ιππικοί αγώνες στο Βώλακα Δράμας

Η δημιουργία προστατευτικού κύκλου παίρνει τη δική του ξεχωριστή μορφή στο Βώλακα. Το έθιμο συνδέεται με τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος και στην τοπική εθιμολογία είναι γνωστό ως «μουλαροδρομίες». Σύμφωνα με ανέκδοτη περιγραφή:

«Την παραμονή της γιορτής δύο παλικάρια, το ένα από τη μεριά του χωριού και το άλλο από την άλλη (από τον πάνω μαχαλά και τον κάτω μαχαλά όπως λένε), πήγαιναν στην εκκλησία, τους ευλογούσε ο παπάς και τους έδινε ένα χαρτάκι που το πήγαιναν στο εκκλησάκι του αγίου Πέτρου στα σύνορα του χωριού.

Τα δυο παλικάρια ξεκινάνε το απόγευμα και κάνουνε τον περίγυρο του χωριού έχοντας σαν τελικό προορισμό τους το εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος που βρίσκεται στο Φαλακρό.

Με τον περίγυρο αυτό θέλουν να λάβει υπόψη του το Άγιο Πνεύμα ολόκληρο το χωριό και τα χωράφια τους, να τους φωτίσει και να τους βοηθήσει σε δύσκολες καταστάσεις. Οι γυναίκες κρατούν στα χέρια τους τα «δάκρυα της Παναγίας» (ένα φυτό της περιοχής – με αυτό στολίζουν και τον Επιτάφιο το Πάσχα).»

Τα παλικάρια τα ονόμαζαν «συνουργίες» γιατί γύριζαν τα σύνορα. Το πρωί που φθάνουν στο εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος τους περιμένει ο παπάς καθώς και πολλοί άλλοι προσφέροντάς τους ούζο και μεζέ.

Ο παπάς τους μυρώνει και ξεκινάει τη λειτουργία στο εκκλησάκι. Στη συνέχεια παίρνουν όλοι αγιασμό. Πολλοί είναι ταγμένοι στο Άγιο Πνεύμα και έτσι πάνε αποβραδίς και ετοιμάζουν το γνωστό «κουρμπάνι». Μετά το φαγητό στήνεται ένας μεγάλος χορός που κρατάει μέχρι το μεσημέρι.




Αλλαγή μαντηλιού στα Μετέωρα







Οι αναρριχήσεις στους ΜΕΤΕΩΡΙΤΙΚΟΥΣ βράχους είναι μια πολύ παλιά υπόθεση για την περιοχή. Από πολύ παλιά ντόπιοι, βοσκοί και κυνηγοί κινούμενοι από βιοποριστικούς λόγους αλλά και από το ερευνητικό τους ένστικτο, επιχειρούσαν και κατάφερναν αναβάσεις σε πολύ δύσκολους βράχους.

Το έθιμο του ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ του ΜΑΝΤΗΛΑ, όπως και αυτό του ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, δείχνει επίσης τη σύνδεση του ντόπιου πληθυσμού με τις αναρριχήσεις: Κάποιος Τούρκος πήγε να κόψει ξύλα στο μικρό δάσος που υπήρχε κάτω από το ασκητήριο του Αγίου Γεωργίου.

Κατά τη διάρκεια της κοπής ένας κορμός τον καταπλάκωσε με αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του. Η γυναίκα του βρίσκοντάς τον τραυματισμένο έταξε το φερετζέ της στον ‘Αγιο προκειμένου να γίνει καλά ο άντρας της.

Αυτό έγινε και η γυναίκα αφιέρωσε το φερετζέ στον Αγ. Γεώργιο. Από τότε κάθε χρόνο του Αγίου Γεωργίου οι νέοι ανεβαίνουν μια αρκετά επικίνδυνη ανάβαση, αλλάζοντας τα παλιά μαντήλια με νέα που προσφέρονται ως τάματα.

Παρόμοια, την ημέρα του ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ντόπιοι νέοι αλλάζουν το μαντήλι που υπάρχει στην κορυφή του ημίκορφου του ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ μετά από αναρρίχηση ΙV βαθμού.




Πανηγύρι στο Άγιο Πνεύμα Σερρών







Στις Σέρρες, στο ομώνυμο χωριό Αγίου Πνεύματος, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, διοργανώνεται κάθε χρόνο την Κυριακή του Αγίου Πνεύματος παραδοσιακό πανηγύρι.

Στο πλάτωμα κάτω από το ομώνυμο μοναστήρι οι νέοι του χωριού χορεύουν συνοδεία παραδοσιακών οργάνων μέχρι το μεσημέρι. Το απόγευμα, μετά το τέλος των αγωνισμάτων που οργανώνονται, ο χορός μεταφέρεται στην πλατεία του χωριού.

Παραδοσιακά, χορεύονται κυρίως ο συρτός και ο αντικριστός. Οι γηραιότεροι ηγούνται του κύκλου του χορού, ακολουθούν οι νέοι και τον κύκλο κλείνουν οι αρραβωνιασμένες.




Πρωινό Πανηγύρι Αλιμπίστας Αιτωλοακαρνανίας







Την ημέρα του Αγίου Πνεύματος γίνεται ένα πρωινό πανηγύρι στην Αλιμπίστα, ορεινό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, όπου κατοικούν μόνο δύο οικογένειες. Μετά το τέλος της λειτουργίας εκατοντάδες άνθρωποι σχηματίζουν ουρά μπροστά στον πλανόδιο χασάπη, που κόβει ψητά αρνιά με το μπαλτά.

Πολλοί φέρνουν για συμπλήρωμα πίτες, τυριά και άλλα φαγητά από τα σπίτια τους.

Το πρωινό πανηγύρι, του οποίου οι ρίζες χάνονται στον χρόνο, δεν αποκλείεται να αποτελεί συνέχεια αρχαίων εθίμων, που σχετίζονται με την ανατολή του ήλιου και λατρειών αφιερωμένων στον θεό Απόλλωνα.




Σοφία Μπουρνατζή



















Πηγή: ekklisiaonline




















































Γιορτή της Αναλήψεως: Τα ήθη και έθιμα της ημέρας



















Την ημέρα της Αναλήψεως, συμπληρώνονται σαράντα ημέρες από την Ανάσταση έως την Ανάληψη του Κυρίου.































H Πέμπτη της Αναλήψεως είναι η ημέρα που ψάλλεται για τελευταία φορά το «Χριστός Ανέστη» στην Εκκλησία.































Είναι ο κύκλος του Πάσχα που κλείνει. Και φυσικά από τη λαογραφία μας δε θα μπορούσαν να λείπουν τα ξεχωριστά ήθη και έθιμα της ημέρας. Με κύρια φυσικά τη συνήθεια για το πρώτο μπάνιο στη θάλασσα και την αναζήτηση της πέτρας της μαλλιαρής.































Κατά την Πέμπτη της Αναλήψεως, σε όποιο σπίτι έμειναν δάφνες, λουλούδια από το Πάσχα πρέπει να καούν. Κι αν καιροφυλακτήσει τα μεσάνυχτα ο πιστός, θα δει τους ουρανούς που ανοίγουν για να περάσει ο Χριστός. «Οσοι είναι καθαροί, ξαγρυπνούν τη νύχτα, να δουν τον Χριστό που «αναλήφεται». Οι άξιοι βλέπουν ένα φως, που ανεβαίνει στον ουρανό…», σύμφωνα πάντα με τη λαϊκή μας παράδοση.































Στη Λήμνο ονόμαζαν τη γιορτή της Αναλήψεως, «Γαλατοπέφτη». Το γάλα της ημέρας της Αναλήψεως δεν το έπηζαν, αλλά το μοίραζαν σε φίλους και γνωστούς και όσο τους έμενε, το έκαναν ρυζόγαλο. Για το λόγο αυτό κι επειδή η γιορτή της Αναλήψεως ήταν πάντα ημέρα Πέμπτη και επειδή μοίραζαν το γάλα την ονόμαζαν «Γαλατοπέφτη».































Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, η Πέμπτη της Αναλήψεως είναι η ημέρα κατά την οποία οι ψυχές των νεκρών, ακόμα και των αμαρτωλών που ήταν στην Κόλαση και από την ημέρα του Πάσχα, της Ανάστασης, ήταν ελεύθερες να κυκλοφορούν στη γη, ανάμεσα στους ζωντανούς και τους οικείους τους, με την Ανάληψη του Χριστού πρέπει να γυρίσουν στον τόπο τους. Είναι πικραμένες γι’ αυτό, αλλά οι δικοί τους τις βοηθούν να βρουν ήσυχα και με ευχαρίστηση τον δρόμο τους. Πάνε στα νεκροταφεία και ανάβουν κεριά στους τάφους και στα χωριά συγκεντρώνονται οι γείτονες στα σπίτια των ανθρώπων που έχουν νεκρούς και κάθονται σιωπηλοί με τα κεριά στο χέρι, ανάβουν κεριά στα παράθυρα, φτιάχνουν κόλλυβα και πίτες και μοιράζουν φαγώσιμα, κάνουν φιλανθρωπίες, για τη συγχώρηση και ανάπαυση των νεκρών τους.

















































Μπάνιο στη θάλασσα – η πέτρα η μαλλιαρή!







Υπάρχει, όμως, και η τρίτη παραδοσιακή διάσταση της γιορτής της Αναλήψεως κι αυτή είναι «η κάθοδος στη θάλασσα». H γιορτή της Αναλήψεως είναι η πρώτη μέρα του καλοκαιριού, που ο λαός της υπαίθρου επιτρέπει στον εαυτό του να κατέβει στη θάλασσα και να βουτήξει για κολύμπι στο νερό. Πριν από την ημέρα αυτήν, η θάλασσα μπορεί να κάνει κακό. Και κατεβαίνει συνήθως το απόγευμα ή το μεσημέρι, μετά τη λειτουργία, και βουτά, έστω και μόνο τα πόδια του, στο νερό, αφού κάνει τον σταυρό του και μετρήσει, με τις φούχτες του, 40 κύματα, όσες είναι οι μέρες από το Πάσχα.



















Οι νοικοκυρές έχουν πάρει μαζί τους μπουκάλια, όπου μαζεύουν νερό της θάλασσας «από σαράντα κύματα» και το φέρνουν στο σπίτι, να ραντίσουν τον χώρο και να πουν: «Οπως ανελήφτηκε ο Χριστός, έτσι να ανεληφτεί από το σπίτι μας κάθε κακό. N’ ανεληφτεί η κακογλωσσιά, η αρρώστια και το κακό μάτι»! Θα φυλάξουν κιόλας νερό, να το έχουν όλο τον χειμώνα για γιατρικό, σε πρήξιμο ή δάγκωμα ή βάσκαμα ή αρρώστια.



















Αλλά και οι κολυμβητές που πρωτομπαίνουν στη θάλασσα πλένονται με το νερό της και λένε: «Αναλείβεται ο Χριστός, αναλείβομαι κι εγώ. Ο,τι κακό έχω απάνω μου να φύγει». H λέξη «ανάληψις» συγχέεται με την «ανάλειψη», κάτι που έχει σχέση με το αλείφομαι και την αλοιφή. Γι’ αυτό, στην Ηπειρο, με πηλό άλειβαν, για να φύγουν, το έκζεμα και τις λειχήνες.



















Μάλιστα, στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας «άντρες και γυναίκες συνήθιζαν να μπαίνουν ως τα γόνατα στη θάλασσα και έπαιρναν από 40 κύματα νερό σε ένα μπουκάλι. Σταυροκοπιόνταν και αγναντεύοντας τον ανοιχτό ορίζοντα κατευόδωναν τον Χριστό λέγοντας «Αντε, Χριστέλλη μου, στο καλό!» Κι έψαχναν στον πρόχειρο βυθό της θάλασσας, εκεί στα ρηχά, συνήθεια που γίνεται και στις ακτές της Αττικής, φερμένη από τους πρόσφυγες, να βρουν μια πέτρα με βρύα, την περίφημη «πέτρα μαλλιαρή». Οποιος την εύρισκε την έπαιρνε στο σπίτι του, ως φορέα ευτυχίας!



















H πέτρα αυτή με το ρίζωμα και τη βλάστησή της μέσα στη θάλασσα, συμβολίζει όλη τη δύναμη και την ουσία του θαλασσινού στοιχείου που, κατά τον Ευριπίδη, (Ιφιγένεια, η εν Ταύροις, 1193) «κλύζει πάντα τ’ ανθρώπων κακά!». Είναι δηλαδή η θάλασσα καθαρτική και ανανεωτική, ιδιαίτερα την ημέρα της Αναλήψεως, όταν με την παρουσία του Χριστού στους αιθέρες, ουρανός και θάλασσα έχουν αγιασθεί».



















ΠΗΓΗ: dogma.gr







epoli.gr



















ΙΟΥΝΙΟΣ. «Αρχές τού θεριστή, τού δρεπανιού μας ή γιορτή».



















«Θέρος, τρύγος, πόλεμος, αποσταμό δεν έχουν».




































Στις 21 Ιουνίου έχουμε το θερινό ηλιοστάσιο. Ο Ιούνιος αντιστοιχεί με το τέλος του αρχαίου ελληνικού μήνα Θαργηλίωνα και με τις αρχές του Σκιροφορίωνα. Είναι ο μήνας του θερισμού και πολλών άλλων γεωργικών εργασιών. Έχει πολλές ονομασίες, από τις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι «θεριστής» που προέρχεται από τον θερισμό των σιτηρών. Επίσης Πρωτόλης ή Πρωτογιούλης, δηλ. πρώτος μήνας και αρχή του καλοκαιριού, Αλυθτσατσής (Κάλυμνος), Ρινιαστής (Πάρος), Ορνιαστής (Άνδρος), Λιοτρόπης, Κερασάρης (Γρεβενά) & Κερασινός (Πόντος), γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια.



















ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:



















ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΜΟΥ:



















Στο Δρυμό θεσ/κης & αλλού, το πρώτο δεμάτι σταχυών που δένουν, το στήνουν όρθιο και το προσκυνούν, ενώ ο νοικοκύρης ρίχνει νομίσματα.







Στη Σκύρο σαν αποθερίσουν, αφήνουν δύο λημάρια αποθέρι στο χωράφι άθερα, για χαρά του χωραφιού και για να φάνε τα πουλιά και τα αγρίμια.







Στο Μανιάκι Πυλίας αφήνουν ένα κομμάτι αθέριστο και λένε ότι είναι τα γένια του νοικοκύρη, τον οποίο σηκώνουν στα χέρια ψηλά & τον αφήνουν να πατήσει στη γη, μόνο αν τάξει στους θεριστές κρασί και κότα.







Στην Κάρπαθο χαράσσουν με το δρεπάνι ένα κύκλο, που περιλαμβάνει τα τελευταία στάχυα. Στον κύκλο μπαίνει η νεαρότερη θερίστρια, σταυροκοπιέται και πετάει επάνω το δρεπάνι της φωνάζοντας: «Και του χρόνου, καλαλωνεμένα, καλοφαωμένα, καλοπρουκισμένα!»































ΤΟ ΤΖΙΤΖΙΡΟΚΛΙΚΟ (Νέο Σούλι Σερρών) Η λέξη είναι σύνθετη από το τζίτζιρας (= τζίτζικας) και το κλίκι (= τσουρέκι, το κικλίσκιον των Βυζαντινών). Το ζύμωναν, τον Ιούνιο με Ιούλιο, με το πρώτο αλεύρι από την καινούργια σοδειά σιταριού. Ήταν ένα μικρό καρβέλι, βάρους ενός κιλού περίπου, με μια τρύπα στη μέση, όπου έβαζαν ένα κλωνάρι βασιλικό. Το πήγαιναν στη βρύση της γειτονιάς, στο «σουλ’ ναρ», και πριν το τοποθετήσουν κάτω από τη βρύση, απ’ το «λουλά», έκοβαν βιαστικά, μικροί μεγάλοι, από ένα κομμάτι. Παράλληλα ακουγόταν και η ευχή: «όπως τρέχ’ του νιρό, να τρέχ’ κι του μπιρικέτ’ ». Ό,τι απέμενε, το άφηναν στη μια εσοχή της βρύσης, για να το φάει ο τζίτζικας το χειμώνα.



















ΕΡΓΑΣΙΕΣ:



















Θερίζουν σιτάρια, κριθάρια, όσπρια, σανά.







Ποτίζουν & σκαλίζουν τα χωράφια.







Φυτεύονται σπανάκια, φασόλια, κουνουπίδια.







«Χαρακώνουν» τ’ αμπέλια. Καταπολεμούν τις ασθένειες τους.







Μάζεμα ντομάτας, μελιτζάνας, πιπεριάς, κολοκυθιάς.







Μεταφορά κυψελών στο θυμάρι.







Απογαλακτισμός των ζώων, που είναι 3 μηνών.







Πρώιμο ζευγάρωμα προβάτων.



















«Μη σε γελάσει ο βάτραχος και το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν' καλοκαιράκι».



















Πηγή : λαική παράδοση logspot.com





































ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ



















29 Μαΐου 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ! Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία έπεσε. Ο θρύλος λέει ότι "ήτανε θέλημα Θεού". Από τότε το φρόνημα των Ελλήνων το κρατάνε ζωντανό ακριβώς αυτοί οι θρύλοι για την επανάκτησή της. "Κάποτε η Αγιά Σοφιά θα λειτουργηθεί ξανά από τους χριστιανούς" λέει η παράδοση και ο μαρμαρωμένος βασιλιάς θα ξυπνήσει..."Πάλι με χρόνια με καιρούς..."



















Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Πόντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο “Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία”.







Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε.







“Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι”.



















Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς.







Ο λαοφιλέστερος θρύλος έχει να κάνει με το τελευταίο αυτοκράτορα που μαρμάρωσε μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας. Η παράδοση πέρασε από στόμα σε στόμα αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.







Όταν η Πόλη πέρασε στα χέρια των Τούρκων, ο λαός δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένα τέτοιο κτίσμα έχει περιέλθει σε μουσουλμανικά χέρια. Διέδωσαν λοιπόν ότι ο βασιλιάς κρύφτηκε πίσω από μία κολόνα του ναού της Αγίας Σοφίας, χάθηκε μέσα στους διαδρόμους και παρέμεινε κρυμμένος εκεί.







Οι ώρες αναμονής τον “μαρμάρωσαν”. Είναι γεγονός ότι κανείς δεν βρήκε το πτώμα του τελευταίου υπερασπιστή, του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου. Χάθηκε και πίστεψαν ότι Άγγελος Κυρίου το έκρυψε και το μαρμάρωσε. Κάποτε θα έρθει η ώρα που πνοή Θεού θα του δώσει δύναμη και ζωή ξανά και όλα θα ξαναγίνουν από την αρχή. Η Πόλη θα είναι και πάλι ελεύθερη.



















Ο παπάς της Αγίας Σοφίας







Ένας άλλος θρύλος ιδιαίτερα αγαπητός είναι ο θρύλος του παπά της Αγίας Σοφίας. Η παράδοση λέει ότι την ώρα που οι Τούρκοι έμπαιναν στην εκκλησία, ο παπάς διέκοψε τη λειτουργία και κρύφτηκε πίσω από το ιερό. Σε εκείνο το σημείο που κρύφτηκε ενώ υπήρχε μία πόρτα, “ως δια μαγείας” η πόρτα έγινε τοίχος τον οποίο κανείς και ποτέ δεν κατάφερε να σπάσει από τότε. Ούτε οι Τούρκοι, ούτε οι Έλληνες μάστορες τους οποίους έφερναν για αυτό το σκοπό δεν μπόρεσαν να γκρεμίσουν τον τοίχο. Ο θρύλος καταλήγει ότι όταν η Αγία Σοφία ξαναγίνει ελληνική εκκλησία, τότε ο παπάς θα βγει από το ιερό και θα ολοκληρώσει την ημιτελή λειτουργία του.



















Η κρύπτη της Αγίας Σοφίας







Ένα «μυστικό» δωμάτιο στην Aγία Σοφία της Kωνσταντινούπολης αποκαλύπτεται τώρα ως «θυρανοίξια» του κρυφού ιερού όπου είχε καταφύγει στις 29 Mαΐου 1453 ο βυζαντινός ιερέας για να συνεχίσει τη θεία λειτουργία που είχε διακοπεί στον κύριο Nαό της Aγίας Σοφίας. H ανακάλυψη οφείλεται στον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Bιέννης Πολυχρόνη Eνεπεκίδη. Tο ξεχασμένο δωμάτιο εντοπίστηκε όταν η νέα διευθύντρια του Mουσείου της Aγίας Σοφίας Zαλέ Nτεντέογλου ρώτησε αν υπάρχει χώρος που να μην έχει ανοιχτεί και διέταξε να παραβιάσουν την κλειδαριά του συγκεκριμένου χώρου, αφού δεν υπήρχε κλειδί της πόρτας. Aποκαλύφθηκε τότε πως το δωμάτιο που δεν είχε ανοιχτεί από το 1968, υπήρξε εργαστήρι του Γκάσπαρο Φοσάτι (1809 – 1883), ο οποίος ακολουθώντας την εντολή του Σουλτάνου, αναστήλωσε πλήρως το μνημείο στη διάρκεια της περιόδου 1847–1849. H έρευνα του καθηγητή Πολυχρόνη Eνεπεκίδη καταδεικνύει ότι ο Φοσάτι είχε απλώς μετατρέψει επιδέξια σε γραφείο του την κρύπτη που του είχαν υποδείξει οι Eλληνες φίλοι του στην Πόλη. H κρύπτη, μία από τις πολλές του μεγάλου ναού, ήταν το κρυφό εκείνο ιερό όπου συνεχίστηκε από τον ιερέα η διακοπείσα ιεροτελεστία, και όταν τελείωσε έκλεισε η πόρτα της κρύπτης και θα άνοιγε, κατά την παράδοση, όταν και πάλι Eλληνες θα ήταν οι ιερείς και το εκκλησίασμα.



















Η Αγία Τράπεζα.







Η Αγία Τράπεζα ήταν κατασκευασμένη από χρυσό. Από πάνω της κρέμονταν 30 στέμματα των αυτοκρατόρων, ανάμεσα τους και αυτό του Μ. Κωνσταντίνου. Και λέγεται ότι αυτό γινόταν για να θυμίζουν στους χριστιανούς την προδοσία του Ιούδα. Τα τριάκοντα αργύρια.







Σύμφωνα με την παράδοση πριν ο Μωάμεθ ο Β΄ καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κων/νος διέταξε να μεταφέρουν την αγία τράπεζα και όλα τα κειμήλια της Αγίας Σοφίας μακριά από την πόλη για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Τρία καράβια Ενετικά λοιπόν ξεκίνησαν από την Πόλη γεμάτα με όλα αυτά τα κειμήλια, όπως λέει και ο θρύλος, αλλά το τρίτο από αυτά που μετέφερε την Αγία Τράπεζα βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά.



















Η περιοχή του Μαρμαρά







Από τότε μέχρι σήμερα στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η Αγία Τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή. Το φαινόμενο μαρτυρούν και σύγχρονοι Τούρκοι επιστήμονες, που έχουν κάνει κατά καιρούς απόπειρες να ανακαλύψουν που οφείλεται αυτό το περίεργο φαινόμενο, αλλά λόγω της λασπώδους σύστασης του βυθού, επέστησαν άκαρπες.







Στο βιβλίο του Δωροθέου Μονεμβασίας με τίτλο “Βίβλος Χρονική” (1781) διαβάζουμε:







” Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιότατην, έβγαλαν από τον Ναό και έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς Βενετία, ω, του θαύματος! Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν η Αγία Τράπεζα και εβούλησε και είναι εκεί ως σήμερον, και τούτο είναι φανερόν και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα, η θάλασσα όλη κάμνει κύματα φοβερά, εις δε τον τόπο όπου είναι η Αγία Τράπεζα είναι γαλήνη και δεν ταράσσεται η θάλασσα. Και υπαγαίνουν τινές εκεί με περάματα, και λαμβάνουν από την θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, και μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, από το άγιον μύρον όπου έχει και των άλλων αρωμάτων “



















Το ποτάμι που σταμάτησε να κυλάει







Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μια αντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι. Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμιού σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος…



















Τα ψάρια του καλόγερου







Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους. Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.



















Ο Πύργος της Βασιλοπούλας







Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται “πύργος της βασιλοπούλας”. Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: “αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η Πόλη.”. Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.



















Οι Κρητικοί πολεμιστές







Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους, οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρότασή του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.































Πηγή: vizantinaistorika.blogspot.com





























































Καραγκιόζης
















































Ο Καραγκιόζης είναι κεντρικός χαρακτήρας του παραδοσιακού τουρκικού και ελληνικού Θεάτρου Σκιών, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις αποκαλείται με το όνομα του πρωταγωνιστή του. Στα τούρκικα ονομάζεται Karagöz που σημαίνει μαυρομάτης.



















Ιστορία







Μετά από εισήγηση του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας στην UNESCO, το 2010 ο Καραγκιόζης (Karagöz) περιελήφθηκε στον αντιπροσωπευτικό κατάλογο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Τουρκίας. Παλιότερα, πριν από την εμφάνιση του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, οι παραστάσεις του Καραγκιόζη και Χατζηαβάτη ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής τρόπος ψυχαγωγίας στην Τουρκία, ενώ σήμερα επιβιώνει κυρίως σε μορφή παραστάσεων συνήθως για παιδιά. Παραστάσεις Καραγκιόζη γίνονται σήμερα και για ενήλικο κοινό.



















Διαφορετικοί θρύλοι έχουν διαμορφωθεί σχετικά με την καταγωγή του Καραγκιόζη. Παραδοσιακά πιστεύεται ότι δημιουργός του ήταν ο Σεΐχ Κιουστερί, που καταγόταν από την Προύσα και πέθανε εκεί το 1366.



















Σύμφωνα με το θρύλο, ο Χατζηαβάτης και ο Καραγκιόζης συμμετείχαν στην κατασκευή ενός τζαμιού για τον σουλτάνο Ορχάν, ο πρώτος ως επιστάτης και ο δεύτερος ως εργάτης. Οι διάλογοι των δύο ανδρών ήταν τόσο διασκεδαστικοί ώστε οι υπόλοιποι εργάτες σταματούσαν την εργασία τους και τους παρακολουθούσαν.



















Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε την καθυστέρηση των εργασιών, διέταξε το θάνατο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη. Αργότερα μετάνιωσε για την πράξη του και ο Σεΐχ Κιουστερί δημιούργησε τις φιγούρες των δύο ηρώων με σκοπό να παρηγορήσει τον σουλτάνο. Σήμερα στην Προύσα υπάρχει ένα μνημείο (τάφος) του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη.



















Η παλαιότερη μαρτυρία για παράσταση Καραγκιόζη στον ελλαδικό χώρο χρονολογείται το 1809 και την τοποθετεί στην περιοχή των Ιωαννίνων. Αφορά παράσταση στην τουρκική γλώσσα, όπως περιγράφεται από τον ξένο περιηγητή Χόμπχαους, την οποία παρακολούθησε και ο λόρδος Βύρων. Παράσταση Καραγκιόζη αναφέρεται και από τον διπλωμάτη Πουκεβίλ στο έργο του Voyage dans la Grèce που εκδόθηκε το 1820.



















Οι πρώτοι Καραγκιοζοπαίχτες στα Ιωάννινα ήταν Αθίγγανοι και Εβραίοι. Το θεατρικό θέαμα διαδόθηκε και άρχισε έκτοτε να παίζεται στην ελληνική γλώσσα, διατηρώντας τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά, διαμορφώνοντας όμως παράλληλα ξεχωριστό περιεχόμενο, αντλημένο από την ελληνική παράδοση.



















Στην Ελλάδα ο Καραγκιόζης, ως λαϊκός ήρωας, εκπροσωπεί το φτωχό, εξαθλιωμένο, πονηρό Έλληνα, στο περιβάλλον της Τουρκοκρατίας. Είναι καμπούρης και περιστοιχίζεται από την οικογένειά του, το φίλο του Χατζηαβάτη, το θείο του Μπάρμπα-Γιώργο και άλλους χαρακτήρες. Ζει σε παράγκα (Η παράγκα του Καραγκιόζη), είναι ξυπόλητος και μένει απέναντι από το σεράι (το παλάτι) του Βεζίρη.



















Τα θέματα των έργων του Θεάτρου Σκιών είναι συνήθως σατιρικά, προκαλώντας γέλιο στους θεατές ενώ πολλές φορές αναφέρονται σε πραγματικά και σύγχρονα ζητήματα που ενδιαφέρουν τον κόσμο.



















Οι χαρακτήρες







Σε κάθε έργο μπορεί να αναφέρονται και άλλοι βοηθητικοί χαρακτήρες, αλλά οι πιο συνηθισμένοι από αυτούς είναι:













Ο Χατζηαβάτης, δουλοπρεπής φίλος του Καραγκιόζη, συνήθως κάνει θελήματα του Πασά (π.χ. ως τελάλης).

Το Κολλητήρι (ή Σπίθας), ο Κοπρίτης (ή Σβούρας) και ο Μυριγκόγκος (ή Μπιριγκόγκος ή Μιρικόκος ή Πιτσικόκος ή ακόμα και Μπιτσικόκος), τα τρία παιδιά του Καραγκιόζη (ή και Κολλητήρια, όταν τα φωνάζει όλα μαζί). Ο Πιτσικόκος είναι το μικρότερο παιδί του Καραγκιόζη. Ο Κοπρίτης, το μεσαίο παιδί του Καραγκιόζη, είναι εύσωμος παρά την έλλειψη φαγητού. Ο Κολλητήρης είναι ο μεγαλύτερος γιος του Καραγκιόζη και η μικρογραφία του.

Η Αγλαΐα, η γυναίκα του Καραγκιόζη. Συνήθως δεν εμφανίζεται στην σκηνή, αλλά η χαρακτηριστικά γκρινιάρα της φωνή ακούγεται μέσα από το σπίτι του Καραγκιόζη. Είναι πάντα υπομονετική με τα καμώματα του Καραγκιόζη και πάντα έγκυος.

Ο Μπάρμπα-Γιώργος, μεγαλόσωμος φουστανελοφόρος (με την ανάλογη προφορά) που φορά φουστανέλα, δυνατός και γενικά αγριάνθρωπος, συνήθως δέρνει το Βεληγκέκα για να προστατεύσει τον ανιψιό του, τον Καραγκιόζη.

Ο Σταύρακας (Σταύρος), μάγκας, κουτσαβάκης.

Ο Σιορ Διονύσιος ή Νιόνιος, Ζακυνθινός με Ιταλική παιδεία, ο οποίος φέρει έντονη επτανησιακή προφορά. Εμφανίζεται πάντοτε τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια. Είναι πάντοτε ενημερωμένος για τα δρώμενα, ευγενής και χαριτωμένος, αλλά επίσης και αφελής.

Ο Μορφονιός, "μαμάκιας", με τεράστια μύτη, ο οποίος πιστεύει ότι είναι ωραίος.

Ο Εβραίος, του οποίου το αληθινό όνομα είναι Σολομών ή Σολομός, όπως τον αποκαλεί ο Καραγκιόζης. Είναι ο έμπορος της πόλης, και πιο συγκεκριμένα της Θεσσαλονίκης. Είναι πλούσιος, τσιγκούνης, πονηρός, αλλά και δειλός, φοράει λόγω θρησκείας κιπά στο κεφάλι. Έχει επίσης άλλα δύο ονόματα: Χαχαμίκος και Μωυσής.

Ο Βεληγκέκας, φύλακας στο σεράι, συνήθως χτυπάει τον Καραγκιόζη κάθε φορά που θέλει να μπει μέσα.

Ο Βεζίρης, ο Πασάς του Σαραγιού.

Η κόρη του Βεζίρη, αντικείμενο πόθου του Καραγκιόζη.

Ο Σαν Να Λιέμε, εμφανίζεται λιγότερο από όλους τους άλλους χαρακτήρες, λίγο κουτσός, για αυτό κινείται μόνο με το ένα πόδι, ενώ το άλλο το έχει σχεδόν ακίνητο, εκνευρίζεται κάποιες φορές με το παραμικρό, επαναλαμβάνει συνεχώς το όνομά του, τσιγκούνης.



















Παραστάσεις







Μερικές από τις παραστάσεις του είναι:







Ο Καραγκιόζης... αστροναύτης, φούρναρης, ψαράς, ζητιάνος, μάγειρας, ανθοπώλης, δάσκαλος, βαρκάρης, γιατρός, καφετζής, γιαουρτάς, γραμματικός, τραγουδιστής, δασοφύλακας, αρματολός και ο αόρατος καπετάνιος, στο νησί των κατεργαραίων, στο τρελοκομείο, το φάντασμα του Σεραγιού, ο Μέγας Αλέξανδρος και το καταραμένο φίδι και άλλες πολλές.



















Πηγή: Wikipedia











































Τσαμπούνα































Η Τσαμπούνα είναι ο νησιώτικος τύπος του ελληνικού άσκαυλου. Ο αντίστοιχος της στεριανής Ελλάδας είναι η Γκάιντα. Από νησί σε νησί συναντάμε διάφορες παραλλαγές της ονομασίας του οργάνου, όπως Σαμπούνα στην Άνδρο, Ασκομαντούρα στην Κρήτη, Τσαμπουνοφυλάκα στην Ικαρία.






















Η Τσαμπούνα κατασκευάζεται από τον ίδιο τον οργανοπαίκτη και αποτελείται από τα τρία μέρη: Το ασκί, το επιστόμιο και τη συσκευή παραγωγής ήχου, την Τσαμπούνα.






















Το ασκί ή τουλούμι φτιάχνεται από δέρμα κατσίκας. Αρχικά γδέρνουν το ζώο και εν συνεχεία το αλατίζουν στην εσωτερική του μεριά, αφήνοντας το τυλιγμένο για αρκετές μέρες ώστε να «σφίξει» το δέρμα.






















Κατόπιν κουρεύεται η τρίχα σε μήκος περίπου 1 – 1,5 εκ. και ξεβγάζεται καλά το δέρμα. Με τη γούνα εσωτερικά, δένεται στο λαιμό και στο πίσω μέρος (πίσω πόδια και ουρά). Στα δύο μπροστινά πόδια που παραμένουν ελεύθερα, προσαρμόζεται η Τσαμπούνα και το επιστόμιο.






















Η Τσαμπούνα κατασκευάζεται από ξύλο πικροδάφνης και είναι 7 – 8 εκ. Έχει αυλάκι στο εσωτερικό που καταλήγει σε χωνί. Το χωνί δεν αποτελεί πάντα συνέχεια του ίδιου ξύλου, μπορεί να είναι και από κέρατο βοδιού ή χοντρό καλάμι.






















Στο αυλάκι εφαρμόζονται δύο λεπτά και σκληρά καλάμια χωρίς κόμπο, ενώ τα κενά μεταξύ τους γεμίζονται με κερί. Αυτά είναι τα «μπιμπίκια» ή «πιπίνια», που βγάζουν τη «φωνή».






















Τα καλάμια πρέπει να έχουν ίσο μήκος και πάχος, για να δώσουν ίδιο τονικό ύψος. Το ένα είναι για τη μελωδία και έχει 5-6 τρύπες, ενώ το άλλο για το ίσο, με 1 τρύπα. Στο πάνω μέρος τους εφαρμόζεται από ένα μικρότερο καλάμι, που στο άκρο του έχει μονό γλωσσίδι. Αυτά τοποθετούνται μέσα από το δέρμα στο ένα από τα ελεύθερα πόδια του ζώου. Στο άλλο πόδι εφαρμόζεται το επιστόμιο, η συσκευή που φυσάει ο οργανοπαίκτης.






















Το επιστόμιο είναι ένας μικρός σωλήνας από καλάμι ή πικροδάφνη, ο οποίος προσαρμόζεται στο δέρμα ή στην τρύπα ενός καρουλιού που στερεώνεται στο ίδιο σημείο. Εκεί τοποθετείται και η δερμάτινη βαλβίδα, ώστε να μην φεύγει ο αέρας στο διάστημα που ο τσαμπουνιέρης σταματά για να πάρει ανάσα.






















Το ασκί με το πέρασμα του χρόνου, μπορεί να φυράνει και να ξεραθεί. Συνηθισμένος τρόπος συντήρησης, ώστε να παραμένει μαλακό και να μη χάνει αέρα, είναι το πλύσιμο στη Θάλασσα.






















Η Τσαμπούνα παίζεται με το ασκί κάτω από την αριστερή μασχάλη. Συγκεκριμένη τεχνική παιξίματος δεν υπάρχει. Ο κάθε οργανοπαίχτης διαλέγει τον τρόπο που τον βολεύει περισσότερο. Το βασικό τονικό ύψος του οργάνου καθορίζεται τυχαία από την κατασκευή, ενώ ανάλογα με την απόσταση που έχουν οι τρύπες στα καλάμια καθορίζονται και τα διαστήματα.






















Οι μελωδίες που παίζονται με την Τσαμπούνα έχουν μικρή έκταση, (συνήθως μία 6η) και οι τσαμπουνιέρηδες τις στολίζουν με πολλά ποικίλματα και ξένες νότες. Ο ήχος της Τσαμπούνας είναι οξύς και δυνατός σε ένταση, κατάλληλος για ανοιχτούς χώρους. Παίζεται συνήθως, μαζί με άλλα όργανα, σε πανηγύρια, τοπικές εορτές και γάμους.






















Αρχείο μουσικού πολιτισμού Βορείου Αιγαίου.







[askomadura.blogspot.gr]






















Πηγή: ellas2.wordpress.com








































Ο Ηπειρώτικος γάμος













































Ο γάμος είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Ηπειρώτες.













Η ηλικία των γυναικών που ήταν κατάλληλη για παντρειά ήταν συνήθως μετά το 15ο έτος της ηλικίας τους, αφού έχει ετοιμάσει την προίκα της, ενώ των αγοριών μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεών τους.













Τα περισσότερα συνοικέσια τελούνταν τις μέρες των πανηγυριών. Τα πολλά πανηγύρια που γίνονταν εξυπηρετούσαν και τη σκοπιμότητα αυτή, δηλαδή να δουν και να σχεδιάσουν τα πιθανά προξενιά.













Η επιδίωξη όλων ήταν οι μελλόνυμφοι να προέρχονται από το ίδιο χωριό. Κάποιος συγγενής της κοπέλας αναλάμβανε, εν αγνοία της, να μεταφέρει το μήνυμα σε κάποιον αντίστοιχο του γαμπρού. Αν απορρίπτονταν κρατιόνταν μυστικό για να μην εκτεθούν οι συγγενείς και η κοπέλα. Αν συμφωνούσαν το ανακοίνωναν στον άλλο υπεύθυνο του προξενιού και μετά το πληροφορούνταν οι μελλόνυμφοι και έπειτα το μάθαιναν και οι υπόλοιποι.













Στη συνέχεια συναντούνται οι γονείς και στενοί φίλοι των δύο μερών συνήθως στο σπίτι του γαμπρού για να συζητήσουν και να συμφωνήσουν το μέγεθος της προίκας. Πολύ παλιότερα, συνέτασσαν και το προικοσύμφωνο.













Μετά τον αρραβώνα και αφού τα είχαν συζητήσει στο προξενιό, συγγενείς του γαμπρού, πήγαιναν στης νύφης για να τα καταγράψουν τα συμφωνηθέντα σε χαρτί.






















ΓΑΜΟΣ:




Προσκαλούσαν τον κόσμο προφορικά, δηλαδή δεν έκαναν προσκλήσεις. Πήγαινε ένας από σπίτι σε σπίτι και έκανε τη δουλειά αυτή .






















ΠΕΜΠΤΗ- προίκα:













Την Πέμπτη οι φίλες της νύφης πήγαιναν σπίτι της. Έκαναν στοίβα το προικιό (σε «γίκο») δηλαδή διπλωμένα τα υφάσματα κλπ , το ένα πάνω στο άλλο. Κάτω - κάτω έβαζαν τα χοντρότερα και πιο πάνω τα λεπτότερα. Από πάνω γέμιζαν με μαξιλάρια, ενώ στο κάτω μέρος έβαζαν μαξιλάρια για άλλες χρήσεις που ήταν φτιαγμένα κεντημένα στον αργαλειό ή στο χέρι ή πλεχτά.













Στα κρεβάτια άπλωναν τα κεντήματα, τα σεντόνια, τις μαξιλαροθήκες, τις πετσέτες τις ποδιές κ.α. Τα φορέματα τα τοποθετούσαν κρεμαστά. Ετοίμαζαν και τις πλεχτές κάλτσες (Τσιουρέπια) που προορίζονταν για δώρα στο σόι του γαμπρού. Μπορεί να ήταν 80-100-120 ζευγάρια, αναλόγως του πόσο μεγάλο ήταν στο σόι του.













Στα χαρακτηριστικά των προκαθορισμένων διαδικασιών συγκαταλέγεται και «η κασέλα».













Η κασέλα είναι ένα ξύλινο μακρόστενο, παραλληλόγραμμο κιβώτιο, με κάλυμμα που ανοιγόκλεινε, στο οποίο φύλασσαν τακτοποιημένα ρούχα και υφάσματα. Οι συγγενείς του γαμπρού ανέκαθεν την έπαιρναν μαζί με τα προικιά από τη νύφη, ως σχεδόν το 1955. Στην πάνω δεξιά μεριά (της στενής πλευράς) είχε ένα παταράκι, σαν κουτάκι, 7-8 εκατοστών πλάτους και ύψους που λέγονταν «παράκλα» και από την αριστερή πλευρά, ένα σανιδάκι καρφωμένο για να στηρίζει το κάλυμμα της κασέλας όταν ήταν ανοιχτή. Όταν η κασέλα σταμάτησε να αποτελεί μέρος της προίκας, αντικαταστάθηκε από καλοφτιαγμένη ντουλάπα.






















ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ













Την Παρασκευή έρχονταν οι συμπέθεροι (σόι του γαμπρού) για να πάρουν την προίκα. Αφού τα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού, η μητέρα του έριχνε ρύζι και τα έκαναν πάλι στοίβα (γίκο). «Έστρωναν το κρεβάτι» και τακτοποιούσαν τα πράγματα στις θέσεις τους. Μόλις έστρωναν το κρεβάτι έριχναν πάνω ένα αγοράκι μικρό για να κάνει η νύφη αγόρι. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση ήταν να πάρουν πρώτα το συμφωνηθέν χρηματικό ποσό. Αν αυτό δεν παραλαμβάνονταν, μπορεί να χαλούσε και ο γάμος.






















ΣΑΒΒΑΤΟ - νύφη













Το βράδυ του Σαββάτου γίνονταν το γλέντι στην νύφη. Η οικογένεια του κάθε προσκεκλημένου έφερνε ένα «πόδι» κρέας πρόβειο (ένα τέταρτο του ζώου) και από ένα ταψί ψωμί. Μερικοί έφερναν και κρασί. Πριν έρθουν τα όργανα τραγουδούσαν με το στόμα οι άντρες και οι γυναίκες σε αντιφώνηση (μία φορά οι γυναίκες και μία οι άντρες). Τραγούδια καθιστικά περισσότερο. Όταν έλεγαν χορευτικό τραγούδι, το χόρευαν. Μετά έρχονταν τα όργανα. Έμπαιναν στο χορό ανά παρέες, συνήθως ανά οικογένειες. Άντρες και γυναίκες μαζί (πιο ελεύθερα όχι όπως στο πανηγύρι στον προκαθορισμένο διπλοκάγγελο ή τριπλοκάγγελο χορό). Ένας είχε την ευθύνη για να κρατά και να δίνει τη σειρά για το χορό. Άλλος ήταν υπεύθυνος για το φαγητό και λέγονταν κελαρτζής. Έκοβε το κρέας που έφερναν οι καλεσμένοι σε μερίδες και το τσιγάριζαν στο ταψί. Μετά έφτιαχναν το γνωστό γιαχνί.













Πριν το φαγητό έρχονταν το συμπεθεριό (συγγενείς του γαμπρού) αποτελούμενο από 10-15 περίπου άτομα. Έστρωναν το τραπέζι και αφού τελείωναν το φαγητό τραγουδούσαν το τραγούδι «Σε τούτη τάβλα που ήμαστε» σε δύο παρέες, μία φορά η μία και μία φορά η άλλη. Το φαγητό το τοποθετούσαν 2 άτομα στα πιάτα. Πρώτα σερβίρονταν το ρύζι. Νέα παιδιά (5-6 άτομα) που φορούσαν καρό ασπροκόκκινη ποδιά (και λιγότερο μπλε άσπρο), κάθονταν στη σειρά και ο ένας έδινε στον άλλο το πιάτο, ώσπου να φτάσει στο τραπέζι. Εκεί κάποιος μεγαλύτερος είχε την ευθύνη σε ποιόν θα δοθεί , αναλόγως τη σειρά. Μόλις τελείωνε το πρώτο πιάτο, μάζευαν τα σκεύη και τα έπλεναν ώστε να χρησιμοποιηθούν στο δεύτερο πιάτο. Το ίδιο και στο τρίτο. Στο τέλος, στο τέταρτο, σερβίρονταν το κρέας. Έπιναν και κρασί ή ούζο. Χαρακτηριστικά ο κελαρτζής έλεγε ότι «δεν φτάνει το ένα, δεν φτάνει το άλλο», για να μην μεθύσουν.






















ΚΥΡΙΑΚΗ- ο γάμος













Ο γάμος γινόταν συνήθως μετά το μεσημεριανό, νωρίς το απόγευμα. Ένας λόγος ήταν ότι μετά θα γίνονταν τραπέζι στους προσκεκλημένους.













Υπήρχαν οι περιπτώσεις που γίνονταν στέφανα και στο σπίτι. Αν ο γαμπρός ήταν από μακριά τα στέφανα γίνονταν στο μέρος της νύφης.













Το πρωί της Κυριακής ετοιμάζονταν φαγητά για το μεσημέρι. Συνήθως ετοίμαζαν το παραδοσιακό γιαχνί και κρέας με ρύζι. Μετά τα όργανα πήγαιναν στο γαμπρό. Όλο μαζί το συμπεθεριό (του γαμπρού) με τα όργανα πήγαιναν στο νουνό για να τον πάρουν.













Όταν ντύνονταν η νύφη, πιο παλιά, κρατούσε στην ποδιά της ασημένιο δίσκο. Ο πατέρας έριχνε στο κεφάλι της σταυρωτά λίγο κρασί. Μετά οι υπόλοιποι σταύρωναν με κέρματα το κεφάλι της και τα έριχναν στο δίσκο. Έλεγαν και το τραγούδι, «ευχήσου με μανούλα μου τώρα στο στόλισμά μου». Παλιά οι νύφες φορούσαν φορέματα κόκκινα ή μπλε. Όταν ήταν κόκκινο το φόρεμα φορούσε μπλε ποδιά κεντημένη με δαντέλα γύρω-γύρω και όταν ήταν μπλε το φόρεμα ήταν κόκκινη η ποδιά. Στην αριστερή πλευρά, 7-8 πόντους κάτω από τη μέση, καρφίτσωναν ένα τριγωνικά διπλωμένο μαντήλι. Το κρατούσε η νύφη ακουμπώντας το με τα δάχτυλα στην πάνω μεριά του. Στο κεφάλι φορούσαν Γιαννιώτικο μαντήλι μαύρο με «κλάρα», δεμένο «πεταλούδα». Το στερέωναν με καρφίτσες που είχαν μαύρο «κεφαλάκι». Φυσικά η νύφη είχε κοτσίδες μέχρι τη μέση και πιο κάτω. Στα πόδια φορούσαν κάλτσες αγοραστές και παπούτσια, άλλες με λουράκι και άλλες γόβα.













Στα μετέπειτα χρόνια, οι νύφες φορούσαν άσπρο φόρεμα, πέπλο, κραγιόν και τα μακριά μαλλιά που δεν τα είχαν κόψει ακόμα, τα μάζευαν μπούκλες γύρω στο δάχτυλο και τα έπιαναν με τσιμπιδάκι. Η νύφη τα βλέφαρα δεν τα σήκωνε και κοιτούσε όλο κάτω.













Στο γάμο, ο βλάμης ήταν μεταξύ των πρώτων παρευρισκομένων. Σε χωριά της Ηπείρου ο βλάμης πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού με τη συνοδεία των οργάνων που έστελνε ο γαμπρός. Σε όλη τη διάρκεια του γάμου ο βλάμης μαζί με το νουνό ήταν κοντά στο γαμπρό.













Ο γαμπρός φορούσε κοστούμι μπλε, ριγέ πουκάμισο και σκαρπίνια παπούτσια (παλιότερα δεν φορούσαν γραβάτα, η οποία προστέθηκε αργότερα).













Ένα αγοράκι 10-15 χρονών περίπου είχε ένα ασημένιο δίσκο στο κεφάλι και το κρατούσε με τα χέρια. Μέσα είχε τα στέφανα μέσα σε ρύζι και κουφέτα και ότι άλλο χρειάζονταν. Από πάνω ήταν σκεπασμένο με φανταχτερό πανί. Ο κόσμος που ήταν προσκεκλημένος στο γάμο (ψίκι) μαζί με το βλάμη και το γαμπρό ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης. Τα όργανα τραγουδούσαν στο δρόμο διάφορα τραγούδια. Όταν έφταναν στη νύφη έλεγαν το «Ξύπνα περδικ(λ)ομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου». Ο «Βλάμης» που ήταν φίλος του γαμπρού φορούσε στη νύφη τα παπούτσια τα νυφιάτικα που ήταν όμως δώρο του γαμπρού. Μετά πιάνοντας αγκαζέ τη νύφη από τη μία μεριά ο πατέρας και από την άλλη η μάνα έβγαιναν έξω από την πόρτα. Τότε γυρνούσε η νύφη προς την πόρτα και προσκυνούσε 3 φορές (έσκυβε λίγο). Η μάνα της έριχνε ρύζι και κουφέτα που είχε σ΄ ένα πιάτο και το έσπαγε στο έδαφος. Μετά την έπιαναν πάλι αγκαζέ 2 νέα άτομα, τα αδέλφια αν είχε ή στενός συγγενής. Τα όργανα έλεγαν το (αφήνω γεια μανούλα μου). Πολλοί έκλαιγαν γιατί έφευγε η νύφη από τους δικούς της. Όταν έφταναν στην εκκλησία την έπιαναν από δεξιά αγκαζέ ο γαμπρός και αριστερά ο νουνός. Αφού γίνονταν τα στέφανα ξεκινούσαν για το σπίτι του γαμπρού. Τα όργανα , τα νιόγαμπρα και όλοι οι συμπέθεροι.













Όταν έφταναν τα όργανα στο καινούριο σπίτι (του γαμπρού) έλεγαν το «έβγα κυρά-κυρά και πεθερά για να δεχτείς την πέρδικα». Έβγαινε η πεθερά με ένα πιάτο που περιείχε ρύζι και κουφέτα, τα οποία έριχνε πάνω στα νιόγαμπρα. Η νύφη με το τακούνι έσπαγε το πιάτο και μετά έμπαινε μέσα. Μετά έβαζαν τη νύφη στο χορό, σε διπλή σειρά με μέσα τις γυναίκες και έξω τους άντρες, ο γαμπρός χόρευε και κρατούσε για χορό όλους του άντρες και ανάλογα η νύφη τις γυναίκες. Κατόπιν οι συγγενείς της νύφης έφευγαν, για να γυρίσουν το βράδυ να συμμετάσχουν στη «χαρά». Όποιος είχε την οικονομική άνεση κρατούσε τα όργανα και για το βράδυ. Όπως γίνονταν το γλέντι στη νύφη το Σάββατο το βράδυ τα ίδια γίνονταν και στο γαμπρό την Κυριακή το βράδυ.













Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του γλεντιού δίπλα από τη νύφη κάθονταν πάντα μια γυναίκα, που μπορεί να ήταν η αδερφή της (αν είχε) ή κάποια ξαδέρφη της.













Τα πιο πολλά δώρα του γάμου ήταν χαλκώματα. Ταψί, κατσαρόλα, νταβάς, σουρωτήρι, γκιούμι (σκεύος με χερούλι με κάλυμμα για νερό), κανάτα και γυαλικά.




Στους αυστηρά προβλεπόμενους άγραφους κανόνες, ιδίως σε ότι αφορούσε, στη νύφη περιλαμβάνονταν και ο τρόπος που εκφωνούσε τους καινούριους συγγενείς «Πατέρα» τον πεθερό, «μάνα» τη πεθερά, «αφέντη» όλους τους άρρενες, «κυρά» όλες τις γυναίκες. Απαντούσε πάντα με το «όρσε» (ορίστε) όταν την καλούσαν και απαγορεύονταν να περάσει μπροστά από τους καθιστούς άντρες.













Πηγή: ipirotikos.gr



































































Ο Σαρακατσάνικος γάμος































































Ο γάμος, χαρούμενο γεγονός, τιμάται διαφορετικά από τόπο σε τόπο. Έτσι λοιπόν κι οι Σαρακατσαναίοι έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα σε αυτό το συμβάν το οποίο αποκαλούσαν «χαρά», καθώς ήταν το πιο χαρμόσυνο γεγονός στη ζωή τους.






















Ο γάμος εκείνη την εποχή σπανίως γινόταν από έρωτα ανάμεσα στο ζευγάρι. Τις περισσότερες φορές επρόκειτο για προξενιό, το οποίο “κανόνιζε” ο πατέρας συνήθως της νύφης και του γαμπρού, λιγότερο συχνά η μητέρα ενώ οι υπόλοιποι συγγενείς δεν εμπλέκονταν καθόλου.






















Σε μια οικογένεια υπήρχε αυστηρή σειρά προτεραιότητας για την πραγματοποίηση ενός γάμου, η οποία πήγαινε ηλικιακά.






















Αφού λοιπόν γινόταν το συνοικέσιο, αμέσως μετά γίνονταν οι αρραβώνες, ο αρραβώνας “σύβασμα”, μια ιερή υπόσχεση, που η διάλυσή του ήταν μεγάλη προσβολή για ολόκληρο το σόι, ειδικά για το σόι του κοριτσιού.






















Στους αρραβώνες δεν ήταν παρόντες οι νέοι, παρά μόνο οι γονείς τους. Οι γονείς του γαμπρού λοιπόν, έδιναν ένα κόκκινο μαντήλι στους γονείς της νύφης όπου περιείχε και το δαχτυλίδι. Πολλές φορές, ο αρραβώνας δε γινόταν γνωστός στη νύφη, αλλά το έλεγαν στο γαμπρό πανηγυρικά μάλιστα.






















Αμέσως μετά τον αρραβώνα όριζαν ημερομηνία γάμου, συνήθως το φθινόπωρο, πριν τα Χριστούγεννα ή το καλοκαίρι, κυρίως του Αη ‘Λια.






















Οι Σαρακατσαναίοι δεν έδιναν προίκα, ούτε τη ζητούσαν γιατί θεωρούσαν ότι σημασία έχει ο άνθρωπος κι όχι τα υλικά αγαθά του.






















Τα έθιμα των Σαρακατσαναίων γύρω από το γάμο ή τη χαρά, ήταν πολλά και κρατούσαν μέρες. Ήταν για αυτούς μια ευκαιρία να γιορτάσουν, να ξεφύγουν από την καθημερινότητα.






















Πρώτο από τα έθιμα ήταν το ζύμωμα της κουλούρας.













Την Παρασκευή πριν από το γάμο, στο σπίτι του γαμπρού συγκεντρώνονταν οι συγγενείς κι οι φίλοι για να ζυμώσουν την κουλούρα. Σε όλη τη διάρκεια του κοσκινίσματος λέγανε τραγούδια για την περίσταση και πετούσαν κέρματα στο κόσκινο, ενώ στη συνέχεια κουφέτα. Κατά τη διάρκεια του ζυμώματος λέγανε τραγούδια που έχουν γραφτεί για αυτή ακριβώς τη στιγμή, ενώ ο χορός δεν αργούσε να ξεκινήσει.






















Στο σπίτι της νύφης η ίδια τελετουργία γινόταν το Σάββατο το πρωί.































Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι που συνόδευε το έθιμο:






















“Ανάχλιο, ανάχλιο είν΄το νερό













κι αφράτο το προζύμι













κόρη ξανθιά τ’ έπιανε













με μάνα και πατέρα













μ’ αδέρφια με ξαδέρφια













με θειάδες με λαλάδες.”






















Στο σπίτι του γαμπρού ετοίμαζαν και το φλάμπουρα.






















Ο φλάμπουρας ήταν από ξύλο τρινταφυλλιάς. Σχημάτιζε πάνω στην κορυφή ένα σταυρό στου οποίου τις άκρες κάρφωναν τρία μήλα (σύμβολο της γονιμότητας). Το κύριο μέρος του είχε την ελληνική σημαία ενώ γενικά τυλιγόταν με δαντέλες και κορδέλες, καθώς επίσης και κουδούνια για να κάνει θόρυβο στο χορό. Το ράψιμο του φλάμπουρα γινόταν από τον μπράτιμο, κοντινό άνθρωπο του γαμπρού, συνήθως αδελφός ή ανεψιός με μάνα και πατέρα, ενώ οι παρευρισκόμενοι τραγουδούσαν:






















“Συ κύριε μπράτιμε













ράψε τον φλάμπουρα καλά













θα γείρει ράχες και βουνά













θα τον ξεσκίσουν τα κλαριά













θα τον γελάει η πεθερά













δεν θα μας δώσει τα προικιά.













Τίνος είν’ το μπαϊράκι













Τ’ άξιο και το κόκκινο













Του γαμπρού είν’ το μπαϊράκι













Τ’ άξιο και το κόκκινο













Ποιος το φτιάνει, ποιος το στήνει













Ποιος το ομορφοκοκκινίζει













Ο πατέρας μου το φτιάνει













Και το κατακοκκινίζει













Η μανούλα μου το φτιάνει













Και το ομορφοκοκκινίζει”






















Τον φλάμπουρα τον κρεμούσαν δεξιά στην πόρτα του σπιτιού.






















Την Παρασκευή το βράδυ έρχονταν οι συμπέθεροι πάνω σε άλογα ή πεζοί και παραδοσιακά ντυμένοι, με φουστανέλες οι άντρες και κεντημένες φορεσιές οι γυναίκες και όλοι μαζί γλεντούσαν με ψητά και κρασί στο σπίτι του γαμπρού, λέγοντας τραγούδια παραδοσιακά πριν το γάμο. Στο σπίτι της νύφης δεν γινόταν γλέντι.






















Το επόμενο πρωί ξεκινούσε ο γαμπρός για το σπίτι της νύφης. Αφού έφτανε, την ανέβαζε στο στολισμένο άλογο και την έπαιρνε για το σπίτι του. Εκεί τους περίμεναν οι γονείς του γαμπρού και της έταζαν ζώα ή άλογα για να κατέβει η νύφη.






















Ο γάμος γινόταν με στέφανα από αγιόκλημα.






















Η πιο συγκινητική στιγμή ήταν ο αποχαιρετισμός της νύφης, αφού επρόκειτο για πραγματικό αποχωρισμό από το πατρικό κονάκι που μπορεί να μην το έβλεπε ποτέ ξανά.






















Τη Δευτέρα του γάμου, ακολουθούσε ο χορός της νύφης στο κονάκι του γαμπρού με τα προικιά απλωμένα στην αυλή και ο αποχαιρετισμός από τους γονείς της.






















Τόπου Ανάμνησις…













Γκούρλια Σαββούλα






















Πηγή: xoreytis.gr

















































O Mάης στην Ελληνική Παράδοση































































Ο ΜΑΗΣ ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ






















Ο Μάης έχει δύο όψεις, είναι καλός μαζί και κακός. Είναι Καλομηνάς, είναι Λούλουδος, Πράσινος, Τριανταφυλλάς, αλλά είναι συγχρόνως και καταραμένος:













«Να μην σ’εύρει η κακιά ώρα του Μάη» λέει ο κόσμος.






















Η λατινική του ονομασία είναι Majus και οφείλεται στο γεγονός ότι ο μήνας αυτός ήταν αφιερωμένος από τους Ρωμαίους στους προγόνους τους, τους majores. Τον Μάιο υπήρχαν δύο μεγάλες γιορτές προς τιμή των νεκρών: Τα Λεμούρια και τα Ροζάλια.













Στο ελληνικό λαϊκό εορτολόγιο τα Ροζάλια έχουν γίνει Ρουσάλια και είναι επίσης γιορτή των νεκρών. Το Σάββατο της Πεντηκοστής που είναι και το μέγα Σάββατο λέγεται του Ρουσουλιού το Σάββατο, είναι ημέρα αποφράδα, όπως λένε, δηλαδή κακή και δεν κάνει τίποτα ν’αρχίσεις την ημέρα αυτή ούτε να δουλέψεις. Από την Ανάσταση ως την Πεντηκοστή οι ψυχές είναι ελεύθερες να τριγυρνούν στον Απάνω Κόσμο.













Ο φόβος των νεκρών, το Μάη, είναι ένα έντονο συναίσθημα που έχει δημιουργήσει και μια σειρά από απαγορεύσεις. Δεν γίνονται γάμοι τότε:













«το Μάη δεν φυτεύουμε, ούτε στεφανωνόμαστε» λένε στην Κέρκυρα.






















Οι τρεις πρώτες ημέρες του Μάη λέγονται δρίμες όπου δεν γίνεται καμιά δουλειά. Ιδιαίτερα στις 3 Μαΐου, της Αγίας Μαύρας, δεν κάνουν δουλειές για να μη γίνει της Μαύρας λένε. Επίσης μια άλλη ημέρα αποφράδα είναι στις 8 Μαΐου, του Άγιου Ιωάννη του θεολόγου που σε πολλά μέρη ονομάζεται αϊ Γιάννης Χαλαζάς ή Βροχάρης. Είναι προφανές ότι ο μεγάλος κίνδυνος για τα σπαρτά είναι η βροχή και τα χαλάζι αυτόν τον καιρό.













«Στων αμαρτωλών τη χώρα, το μάη μήνα βρέχει» λέει ο λαός













Και στις 9 Μαΐου, του άγιου Χριστόφορου, κρατούσαν αργία γιατί ο άγιος έχει το χαλάζι στο μανίκι του και μη τύχει και το αφήσει αν δουλέψουν.






















Στη Ήπειρο λένε : «ο αϊ Γιάννης το πήζει (το χαλάζι) κι ο αϊ Χριστόφορος το ρίχνει».













Αυτό συμβαίνει στις σιτοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας όπου οι Άγιοι που αναφέραμε είναι μνησίκακοι. Απεναντίας ο Ιωάννης ο Θεολόγος είναι καλός για τις περιοχές που καλλιεργούσαν τριαντάφυλλα (για την ακμάζουσα τον περασμένο αιώνα βιομηχανία του ροδέλαιου), λέγεται Τριανταφυλλάς και ενσαρκώνει την ευεργετική δύναμη που κάνει τα τριαντάφυλλα να ανθίζουν.













Το πόσο διφορούμενο μπορεί να είναι το περιεχόμενο του χρόνου, ανάλογα με τις πραγματικές συνθήκες της ζωής, φαίνεται πολύ καθαρά σε μια άλλη όψη του Μάη, που έχει σχέση με την πορεία του Ήλιου. Το Μάη η μέρα όλο και μεγαλώνει, ενώ η νύχτα μικραίνει και επομένως ελαττώνονται οι ώρες του ύπνου. Μιλάμε, βέβαια, για την εποχή όπου ο ρυθμός της ανθρώπινης ζωής, ακολουθούσε το ρυθμό της φύσης, τότε που δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα να κάνει τη νύχτα μέρα. Όσο περισσότερες ώρες είναι κανείς ξυπνητός τόσο περισσότερο πεινάει. Γι αυτό το Μάη ο λαός τον λέει Πεντεφά και Πεντοδείλινο. Στην Σκιάθο λένε:













«ο Μάης ο πενταφάγωτος και πάλι πεινασμένος»






















Τρώνε λοιπόν αλλά και δουλεύουν πολύ. Η ημέρα ήταν μεγάλη, δούλευαν από «ήλιο σε ήλιο» και αυτό δεν τους άρεζε. Γιαυτό λέει το τραγούδι:













«Ήλιεμ, που βγαίνεις το ταχύ κι αργείς να βασιλέψεις,













σε καταριούνται η εργατιά κι οι ξενοδουλευτάδες».













Όπως είπαμε ο Μάης είναι και καλός και κακός. Έτσι ο λαός έχει έθιμα και για να αποτρέψει το κακό αλλά και να προκαλέσει το καλό. Τα μέσα που αποτρέπεται το κακό ήταν το νερό και η φωτιά και οι άνθρωποι τα θεωρούσαν ως Καθαρτήρια. Η φωτιά καθαρίζει από το μίασμα και το νερό ξεπλένει τις αμαρτίες. Τα δύο αυτά καθαρτήρια τα συναντούμε στις γιορτές του Ψυχοσάββατου της πεντηκοστής, τη πρωτομαγιά και για τους θρακιώτικους πληθυσμούς την 21η Μαΐου που τελούσαν και τελούν ακόμα τα Αναστενάρια.






















Το κακό που παραμονεύει το Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής είναι ο φόβος των νεκρών, ο φόβος μήπως τους βλάψουν οι νεκροί. Έτσι το κακό το αποτρέπουν με το νερό. Ένα χαρακτηριστικό έθιμο, το έθιμο του Κατακλυσμού, γίνονταν στην Κύπρο. Η γιορτή κρατούσε τρείς ημέρες. Η πρώτη ημέρα είναι αφιερωμένη στου νεκρούς. Κανένας δεν δουλεύει και κυρίως δεν πλένουν, γιατί πιστεύουν πως οι ψυχές θα πιουν τα ακάθαρτα νερά, τ’αποζύμια, που χύνονται στις αυλές των σπιτιών. Την δεύτερη ημέρα (Κυριακή της Πεντηκοστής) στέλνουν στην εκκλησία τους καρπούς της εποχής και κρασί, για να ευλογηθούν και το βράδυ τα παίρνουν πίσω. Την τρίτη ημέρα, την ημέρα του Αγίου Πνεύματος, γίνεται το καθαυτό έθιμο του κατακλυσμού όπου καταβρέχουν ο ένας τον άλλο από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου.






















Ποιο είναι το κακό που εντοπίζεται - για τους κατοίκους της βόρειας και Ανατολικής Θράκης - στις 21 Μαΐου δεν είναι εύκολο να καθοριστεί. Το γεγονός πάντως είναι ότι στα Αναστενάρια (που ακόμα γίνονται στο Λαγκαδά, στην Αγία Ελένη Σερρών, στην Μελίκη Ημαθίας κλπ από πρόσφυγες που ήρθαν από το Κωστί και από άλλα μέρη της Ανατολικής Θράκης) το κύριο στοιχείο είναι η φωτιά. Οι αναστενάρηδες πατούν, όπως ξέρουμε, πάνω στα κάρβουνα. Και ο χαρακτήρας αυτής της πυροβασίας είναι αποτρεπτικός και καθαρτικός. Αλλά και ολόκληρη η τριήμερη γιορτή του Κωσταντίνου και Ελένης έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα. Ειδικά την τρίτη ημέρα στην παλιά πατρίδα τους, το Κωστί, οι αναστενάρηδες ζώνουν με κυκλικό χορό το σταυροδρόμι, τον τόπο απ όπου μπαίνουν και βγαίνουν τα καλά και τα κακά πνεύματα «για φύλαξη από κακό πράμα για να μη μπορεί να προχωρεί κακό πράμα», όπως έλεγαν. Το πράμα το έλεγαν ή χασταλίκ (ασθένεια- ευλογιά-χολέρα) ή βασιλικό πράμα (τούρκικος στρατός).






















Τέλος η Πρωτομαγιά συνδυάζει και αυτή τις δύο όψεις του Μάη.













Ο κίνδυνος που παραμονεύει είναι τα μάγια. Οι λέξεις Μάης- μάγια-μαγεύω συνδέονται παρετυμολογικά, ωστόσο ο φόβος είναι υπαρκτός και το Μάη, λένε τα μάγια πιάνουν, Γιατί; Δεν γνωρίζουμε ακριβώς. Η ερμηνεία μάλλον βρίσκεται στη σφαίρα της παραψυχολογίας. Στο Σαμακόβι της Ανατολική Θράκης πάλι, λένε πως έβγαινε ένας άνθρωπος τσιπλιάτκους, δηλαδή ολόγυμνος, ξάπλωνε στο χωράφι με τα σπαρτά, έλεγε λόγια μαγικά και όλο το χωράφι «πλάγιαζε» (αυτή η φοβερή εικόνα όταν το χαλάζι ή η δυνατή βροχή κάνουν τα στάχυα να πλαγιάσουν). Μόνο τρία στάχυα μένανε ορθά, τα έπαιρνε και τα πήγαινε στο δικό του το χωράφι και γινότανε πάλι το σιτάρι.













Οι καλές ιδιότητες του Μάη είναι η δύναμη της βλάστησης, της γονιμοποίησης, της αναπαραγωγής. Αυτή την δύναμη οι άνθρωποι θέλουν να τη μοιράσουν με τη φύση, θέλουν να την προκαλέσουν και στον εαυτό τους. Φορείς της γονιμότητας είναι, βέβαια, οι γυναίκες. Γιαυτό και η πρωτομαγιά είναι στα περισσότερα μέρη γυναικεία γιορτή.













Οι γυναίκες κυλιόντουσαν στα δροσερά χορτάρια μάζευαν λουλούδια τα έβραζαν σε νερό και με αυτό λούζονταν. Με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να μεταδώσουν στον εαυτό τους τη δύναμη της φύσης.













Το ίδιο συμβαίνει και με το σύμβολο του Μάη το μαγιάτικο στεφάνι. Κρεμώντας το στην πόρτα του σπιτιού μας μεταδίδουμε με μαγικό τρόπο και στον εαυτό μας την δύναμη της φύσης. Έχουμε πάρα πολλούς τρόπους που φτιάχνεται το μαγιάτικο στεφάνι (κλαδιά που έχουν καρπό, λουλούδια, σκόρδα για τη βασκανία, άγρια χόρτα για μάγια κλπ).






















ΠΗΓΗ :













Τσιαμήτρος Γιάννης













(Εκπ/κος-χοροδιδάσκαλος)








































Γιατί φτιάχνουμε στεφάνι την Πρωτομαγιά -Με σκόρδο για τη βασκανία και αγκάθι για τον εχθρό































































Μικροί και μεγάλοι την Πρωτομαγιά σπεύδουν να γιορτάσουν στη φύση την αναγέννησή της, καθώς η Πρωτομαγιά ουσιαστικά θεωρείται η πρώτη μέρα της άνοιξης.













Είναι μέρα που μεταφέρει το μήνυμα της δύναμης, της νίκης, της επικράτησής της. Κάθε Πρωτομαγιά η φύση δίνει τη δική της μάχη και τελικά την κερδίζει. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ ΜΠΕ η λαογράφος του «Μουσείου Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης Αγγελική Χατζημιχάλη», Σταυρούλα Πισιμίση, «είναι μια ημέρα νίκης του καλοκαιριού κατά του χειμώνα. Του καλοκαιριού όμως με την έννοια του καλού καιρού, της βλάστησης της γης και κατ’ επέκταση νίκης της ζωής κατά του θανάτου. Υπάρχει η δοξασία ότι ο Μάιος τα κάνει όλα νέα, μια νέα ζωή αρχίζει για τον άνθρωπο και τη φύση. Είναι ο μήνας με μαγικές ιδιότητες θα λέγαμε».






















Η επικράτηση της λαϊκής γιορτής κάθε 1η Μαΐου τοποθετείται ανάμεσα στον 12ο και 15ο αιώνα, την περίοδο επίδρασης των Φράγκων, «οπότε έχουμε ουσιαστικά μεταφορά του εορτασμού της άνοιξης από την 1η Μαρτίου την πρώτη μέρα του Μαΐου. Βέβαια, για τη χώρα μας είναι πιο λογική η ημερομηνία της 1ης Μαρτίου, διότι στην Ελλάδα έρχεται πολύ νωρίτερα η άνοιξη απ’ ό,τι στις βόρειες χώρες» υπογραμμίζει η κ. Πισιμίση.






















Τα έθιμα της κάθε περιοχής






















Η ημέρα έχει άρωμα ανθισμένων λουλουδιών στα μαγιάτικα στεφάνια.






















Αυτήν τη δροσιά της βλάστησης, της αναγέννησης της φύσης οι άνθρωποι θέλουν να την νιώσουν από κοντά, να την μεταφέρουν στον χώρο τους.






















«Υπάρχει όμως μια διαφοροποίηση των ανθρώπων της πόλης και της υπαίθρου.






















Ο άνθρωπος της πόλης φτιάχνει στεφάνια από λουλούδια ως σύμβολα της άνοιξης και της χαράς. Αντίθετα, ο άνθρωπος που ζει στην ύπαιθρο, τουλάχιστον κάποια χρόνια πριν, έφτιαχνε στεφάνια από πρασινάδες αλλά με καρπούς, σκόρδο (για τη βασκανία) και αγκάθι (για τον εχθρό) ή τσουκνίδα σε κάποια μέρη» επισημαίνει η κ. Πισιμίση και καταλήγει ότι γενικά το δίπολο ζωή – θάνατος υπάρχει σε πάρα πολλές τελετές, συμβολικές κινήσεις μέσα στον λαϊκό πολιτισμό.






















Στεφάνια με σκόρδα και τσουκνίδες













Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «αυτό που προτιμούν στον αγροτικό κόσμο γενικά είναι οι πρασινάδες, οι καρποί, το σκόρδο. Σε κάποιες όμως περιοχές όπως στην Σέριφο αποβραδίς κρεμούν στην πόρτα στεφάνια από τσουκνίδα, λουλούδια και σκόρδο, ενώ στη Σύμη βάζουν κλωνάρια ελιάς, αγκαθιού, μαύρης συκιάς ενώ ταυτόχρονα οργανώνουν και ομαδικές τελετές που αποβλέπουν κι αυτές να φέρουν στο χωριό τη χαρά, την ευλογία, τη δημιουργία.






















Στην Πάργα, τα παιδιά ανήμερα της Πρωτομαγιάς πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν το τραγούδι του Μαγιού και κρατάνε στα χέρια τους κλωνάρια πορτοκαλιάς ή νερατζιάς γεμάτα άνθη, ενώ στην Κέρκυρα περιφέρουν έναν κορμό από τρυφερό κυπαρίσσι το οποίο έχουν τυλιγμένο με κίτρινες μαργαρίτες κι άλλα άνθη αλλά του κρεμάνε και ένα στεφάνι από χλωρά κλαδιά, κορδέλες, μαντήλια προκειμένου να μεταδοθεί το μήνυμα της χαράς, της άνοιξης. Στον Άγιο Λαυρέντιο στον Βόλο, στολίζουν ένα παιδάκι με λουλούδια. Και στη Ναύπακτο το μαγιόπουλο ενσαρκώνει ένα παιδί το οποίο συνοδεύουν γέροι φουστανελάδες που κουβαλάνε κουδούνια στολισμένα με άνθη ιτιάς.






















Στην Εύβοια συνδυαστικά με τα λουλούδια γίνεται και παράκληση για βροχή με στόχο την καρποφορία, ενώ στην Πορταριά, αλλά και στο Ζαγόρι της Ηπείρου μεταμφιέζονται πέντε πρόσωπα σε κορίτσι, γιατρός, γενίτσαρος και άλλα πηγαίνουν πομπή στο χωριό και κάνουν μια παράσταση που συμβολίζει το δίπολο, ζωή και θάνατος.






















Στα Άγραφα υπάρχει ένα έθιμο για την ανανέωση του σπιτιού. Οι νοικοκυρές αποβραδίς αδειάζουν τα δοχεία που υπάρχουν στο σπίτι είτε περιέχουν νερό, κρασί είτε οτιδήποτε άλλο και το πρωί τα κορίτσια πηγαίνουν με τις στάμνες να φέρουν το καινούργιο νερό. Τέλος, στην Κοζάνη κόβουν λυγαριά και την τυλίγουν στη μέση τους για να είναι ευλύγιστοι και δυνατοί».






















Πηγή: iefimerida.gr








































Γιατί το Πάσχα φτιάχνουμε τσουρέκια






















































Τα τσουρέκια είναι ο εξελιγμένος τύπος του πασχαλινού ψωμιού, της Λαμπροκουλούρας ή του Λαμπρόψωμου. Γιατί, όμως, φτιάχνουμε τσουρέκια το Πάσχα;Το τσουρέκι είναι μόνο ένα από τα ποικίλα εορταστικά ψωμιά της ελληνικής παράδοσης, όμως ίσως είναι το πιο γνωστό. Εκτός από το τσουρέκι, υπάρχουν και άλλες ποικιλίες Πασχαλινού ψωμιού γνωστές ως “λαμπροκούλουρα” ή “λαμπρόψωμο” ή με άλλες ονομασίες ανάλογα με την τοπική παράδοση.






















Το ψωμί αυτό είναι συμβολικό, γιατί αντιπροσωπεύει την ανάσταση του Χριστού, καθώς το αλεύρι ζωντανεύει και μεταμορφώνεται σε ψωμί.Το ψωμί συμβόλιζε τη “ζωή” και στην ειδωλολατρική παράδοση και μπορούμε να βρούμε απομεινάρια της ακόμη και σήμερα, σε παραδόσεις όπως της προσφοράς Πασχαλινού ψωμιού και κόκκινων αβγών στους τάφους αγαπημένων προσώπων κατά το Πάσχα.













Το σχήμα των Πασχαλινών ψωμιών ποικίλλει ανάλογα με τις τοπικές παραδόσεις. Το πιο γνωστό είναι φυσικά η πλεξούδα, με ή χωρίς κόκκινο αβγό. Οι πλεξούδες και οι κόμποι προέρχονται από τους ειδωλολατρικούς χρόνους ως σύμβολα για την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων .













Πρωί-πρωί τη μεγάλη Πέμπτη, σε όλη την Ελλάδα, οι γυναίκες καταπιάνονται με το ζύμωμα. Ζυμώνουν με μυρωδικά τις κουλούρες της Λαμπρής και τις στολίζουν με λουρίδες από ζυμάρι και ξηρούς καρπούς. Ανάλογα με το σχήμα που τους έδιναν παλιότερα είχαν και διάφορα ονόματα. “Κοφίνια”, “καλαθάκια”, “δοξάρια”, “αυγούλες”, “κουτσούνες”, “κουζουνάκια”.













Παρόμοιες κουλούρες έφτιαχναν και στα βυζαντινά χρόνια, τις “κολλυρίδες” και ήταν ειδικά ψωμιά για το Πάσχα, σε διάφορα σχήματα, που είχαν στο κέντρο ένα κόκκινο αυγό.






















Πηγή : dogma. gr


























































Ήθη και έθιμα του Πάσχα στο Άγιο Όρος και την Πάτμο













Πάσχα στο Άγιον Όρος













Ο ήχος από το τάλαντο στην Αθωνική Πολιτεία, το Άγιο Όρος, καλεί μοναχούς και προσκυνητές στο Καθολικό για τις ακολουθίες της Μεγάλης εβδομάδας. Κάτω από το φως των κεριών, που δημιουργεί κατανυκτική ατμόσφαιρα, οι χοροί των ψαλτών και το τελετουργικό, που παραμένει αμετάβλητο αιώνες τώρα, ωθούν τον προσκυνητή να έρθει σε κοινωνία με τον Κύριο, να μετάσχει στο Θείο Δράμα, να έρθει κοντά στο μυστήριο του θανάτου, της Ανάστασης, της αιώνιας ζωής.






















Το Πάσχα στο Άγιο Όρος δεν έχει βεγγαλικά, ψητό στη σούβλα και χορούς. Είναι ένα Πάσχα βαθιά μυστηριακό. Εδώ η Ανάσταση είναι ο θεμέλιος λίθος της μοναστηριακής ζωής.






















Μετά τη κορύφωση των Παθών με τη Σταύρωση και το θάνατο του Θεανθρώπου αρχίζουν οι ακολουθίες με τους μεγαλύτερους συμβολισμούς.






















Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής μοναχοί και προσκυνητές γονατίζουν μπροστά στον Εσταυρωμένο. Κατεβάζουν τον νεκρό σώμα του Ιησού από το σταυρό. Το πορφυρό πανί με το σώμα του μεταφέρεται από τους μοναχούς στο τραπέζι, που συμβολίζει τον Άγιο Τάφο. Η ατμόσφαιρα είναι επιβλητική, καθώς το σκοτάδι μέσα στο Καθολικό σπάει μόνο από το λιγοστό φως των κεριών.






















Ο Επιτάφιος εδώ δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνους που συναντά κανείς στις περιφορές της Μεγάλης Παρασκευής. Είναι απλός. Ένα χρυσοκέντητο πορφυρό πανί.






















Μετά το τέλος της ακολουθίας οι μοναχοί στολίζουν με λουλούδια Επιτάφιο. Σαν τους μαθητές του Χριστού.






















Λίγες ώρες αργότερα, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής επιστρέφουν στο Καθολικό και ψέλνουν τα εγκώμια της μέρας γύρω από το νεκρό σώμα του Χριστού. Ένας ένας προσκυνούν αυτόν που κατέβηκε στον Άδη για να φέρει τη νέα ζωή.






















Έξι μοναχοί παίρνουν στα χέρια τους τον Επιτάφιο, το χρυσοκέντητο, δηλαδή, πορφυρό πανί. Βγαίνουν από το Καθολικό για την περιφορά γύρω από τον ναό. Πριν ο Επιτάφιος επιστρέψει στο ναό οι μοναχοί τον κρατούν πάνω από την κύρια είσοδο. Ένας ένας οι μοναχοί και οι προσκυνητές περνούν από κάτω σαν να κατεβαίνουν μαζί με τον Ιησού στον Άδη. Ο θρήνος, όμως, κρατά λίγες ώρες.













Το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως έρχεται το πρωί το Μεγάλου Σαββάτου. Οι ιερείς φορούν ήδη λευκά άμφια, καθώς ο λίθος από τον τάφο του Ιησού έχει κυλιστεί. Η λειτουργία της πρώτης Αναστάσεως είναι χαρμόσυνη και ο ναός γεμίζει με βάγια και δάφνες που πετά ο ηγούμενος σε μοναχούς και προσκυνητές.













Η μέρα κυλά ήσυχα, ώσπου το σκότος να γίνει φως από το Αναστάσιμο φως που έρχεται και στο Όρος από τον Πανάγιο Τάφο.






















Ο ηγούμενος μοιράζει σε όλους το φως μόλις ακούγεται το «δεύτε λάβετε φως».






















Το Χριστός Ανέστη ψέλνεται έξω από το Καθολικό υπό τους ήχους των ταλάντων που ηχούν χαρμόσυνα.






















Επιστρέφουν στο Καθολικό για να ολοκληρωθεί η λειτουργία. Το φιλί της αγάπης, που ανταλλάσουν φιλώντας ο καθένας έναν σταυρό και μια εικόνα στα χέρια του άλλου, δίνει τον νόημα της ενότητας της εκκλησίας.






















Μετά την Ακολουθία της Αναστάσεως μοναχοί και προσκυνητές μετακινούνται στην τράπεζα της μονής για το πρώτο μη νηστίσιμο γεύμα μετά από νηστεία 40 ημερών.






















Ψάρι χόρτα κρασί και κόκκινα αυγά βρίσκονται ήδη στα τραπέζια. Αμέσως μετά το πασχαλινό γεύμα οι μοναχοί και οι προσκυνητές επιστρέφουν στο ναό.






















Στο τέλος της πρωινής Λειτουργίας πέρνουν από τα χερια του ηγούμενου ευλογία, ένα γλυκό και ένα κόκκινο αυγό.






















Όμως, οι τελετουργίες του Πάσχα δεν τελειώνουν εδώ. Τη Δευτέρα του Πάσχα ξεκινά από το Πρωτάτο, τον τρίκλιτο βασιλικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις Καρυές, μια πολύωρη Πασχαλινή λιτανεία. Με τις εικόνες στα χέρια οι μοναχοί από το Πρωτάτα μετεκινούνται από κελί σε κελί, από σκήτη σε σκήτη και στις κοντινές Ιερές Μονές, όπου πραγματοποιούν σύντομες στάσεις.






















Αν πάρει κανείς αυτές τις ημέρες το καραβάκι από την Ουρανούπολη για τη Δάφνη, θα ζήσει ένα Πάσχα εντελώς διαφορετικό. Το Περιβόλι της Παναγίας δεν έχει φολκλόρ, αλλά προσευχή σιωπή για τη σωτηρία του ανθρώπου. Γι αυτή τη σωτηρία που έγινε η Ανάσταση.































Πάσχα στα «Ιεροσόλυμα του Αιγαίου»






















Σε ποια περιοχή της Ελλάδας μπορεί να κάνει κάποιος τη "δεύτερη Ανάσταση", ακούγοντας το Ευαγγέλιο να διαβάζεται στα ιταλικά, τα γαλλικά, τα ρώσικα, τα αγγλικά, τα γερμανικά, τα σέρβικα και τα αρχαία ομηρικά ελληνικά; Στην ίδια περιοχή, όπου οι πιστοί μπορούν να παρακολουθήσουν τις λειτουργίες σ' ένα ξωκλήσι, χτισμένο στη σπηλιά όπου ασκήτευε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης!






















Ο λόγος για την Πάτμο, το νησί όπου ο Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψη. Τα έθιμα που δίνουν στο Πάσχα της Πάτμου τον τόσο ιδιαίτερο χαρακτήρα του αρχίζουν να κορυφώνονται από σήμερα, Μ.Πέμπτη, με την τελετή του Νιπτήρα: πρόκειται για αναπαράσταση του μυστικού δείπνου, στη διάρκεια της οποίας ο Ηγούμενος πλένει τα πόδια 12 μοναχών, που κάθονται γύρω από μια εξέδρα, όπως έκανε ο Ιησούς με τους μαθητές του.






















Τη Μ. Παρασκευή, στο Μοναστήρι του Αγίου Θεολόγου γίνεται η αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης και, από τη βράδυ της ίδιας ημέρας, οι Επιτάφιοι από τις εκκλησίες του νησιού διασχίζουν τα καλντερίμια και συναντιούνται στις κεντρικές πλατείες. Στα ιδιαίτερα έθιμα του νησιού περιλαμβάνεται και η δεύτερη ανάσταση στο Μοναστήρι της Πάτμου, όπου το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα το Ευαγγέλιο διαβάζεται στις γλώσσες που προαναφέρθηκαν.






















Πηγή: newsbeast.gr


























































Ήθη και έθιμα του Πάσχα σε Μακεδονία, Θεσσαλία και Κυκλάδες






















Το Πάσχα, η μεγάλη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης, γιορτάζεται με ξεχωριστό τρόπο σε κάθε γωνιά της χώρας και ιδιαίτερα σε ορισμένες περιοχές αναβιώνουν ήθη κι έθιμα που δίνουν ένα ιδιαίτερο «χρώμα» στην εορταστική αυτή περίοδο. Το «κάψιμο του Ιούδα», οι Αλογοδρομίες, οι Αυγομαχίες, η αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης του Εσταυρωμένου και η Ανάσταση σε νεκροταφεία είναι ορισμένες μόνο από τις παραδόσεις που συνεχίζονται σε πόλεις και χωριά.































Πάσχα στην Κεντρική Μακεδονία






















Στη Νέα Μεσημβρία Θεσσαλονίκης, τη Μεγάλη Παρασκευή, οι δύο Επιτάφιοι των ενοριών, μετά την περιφορά τους στους δρόμους, συναντώνται λίγο μετά τις 9 το βράδυ στα νεκροταφεία. Εκεί, οι κάτοικοι ανάβουν κεριά στα αγαπημένα τους πρόσωπα που έχουν φύγει από τη ζωή και «η νύχτα γίνεται μέρα» από το φως των κεριών.






















Στις Σέρρες, τη Μεγάλη Παρασκευή, κατά την περιφορά του Επιταφίου αναβιώνει στη συνοικία του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, το έθιμο «Αδώνια». Σύμφωνα με το τελετουργικό του εθίμου, όταν ο Επιτάφιος πλησιάζει, κάθε νοικοκυρά τοποθετεί στο κατώφλι του σπιτιού της ένα τραπεζάκι, πάνω στο οποίο έχει τοποθετήσει θυμίαμα και την εικόνα του Εσταυρωμένου, πλαισιωμένη από πασχαλιές και άλλα άνθη. Επιπλέον, ετοιμάζεται ένα πιάτο με κριθάρι ή φακή, έθιμο που παραπέμπει στους «Αδώνιδος Κήπους». Οι «Αδώνιδος Κήποι» σύμφωνα με τη λαογραφική μας παράδοση, συμβολίζουν τη νιότη που χάνεται γρήγορα και άδικα, όπως και ο Άδωνις που πέθανε από δάγκωμα κάπρου. Στην αρχαιότητα, κατά την πρώτη μέρα του εθίμου γινόταν η αναπαράσταση της κηδείας του και τη δεύτερη μέρα η γιορτή για την ανάστασή του. Σήμερα, οι νοικοκυρές τοποθετούν τα όσπρια και το κριθάρι για να έχουν ευημερία, πλούσιες σοδειές και γεμάτο οικογενειακό τραπέζι.






















Την Κυριακή του Πάσχα αναβιώνει στην Καστανούσα Κερκίνης του διευρυμένου δήμου Ηράκλειας, το ποντιακό πασχαλινό έθιμο «αυγομαχίες». Το έθιμο έχει τις ρίζες του στον Πόντο και συμβολίζει την Ανάσταση του Κυρίου και τη σύγκρουση του καλού με το κακό. Βασικός κανόνας του εθίμου είναι η χρησιμοποίηση μόνο αυγών κότας.













Στην Πέλλα, στο χωριό Μαργαρίτα, τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, πραγματοποιείται το τοπικό έθιμο Σπάσιμο των Αυγών και προσφέρονται στους επισκέπτες τοπικά παραδοσιακά εδέσματα.






















Στην παραλία της Συκιάς, στη Χαλκιδική, διοργανώνεται την τρίτη ημέρα του Πάσχα Αλογοδρομίες στο δημοτικό κάμπινγκ «μύλοι». Οι Αλογοδρομίες είναι ένα έθιμο που έχει βαθιά τις ρίζες του στο χρόνο και αναβιώνει με επιτυχία τα τελευταία χρόνια. Μετά την καθιερωμένη λειτουργία στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, παραδίδεται η εικόνα μαζί με ευχές από τον ιερέα στους ιππείς, οι οποίοι αναλαμβάνουν ένα είδος λιτανείας, μεταφέροντας την εικόνα από το παρεκκλήσι στο χώρο διεξαγωγής των Αλογοδρομιών.






















Έθιμα σε Ανατολική και Δυτική Μακεδονία






















Τη Μεγάλη Παρασκευή, σε μία κατανυκτική ατμόσφαιρα, στη δημοτική κοινότητα Νέας Ηρακλίτσας του δήμου Παγγαίου στην Καβάλα, γίνεται η αποκαθήλωση του άχραντου σώματος του Ιησού Χριστού στο ύψωμα του παρεκκλησίου της Αγίας Μαρίνας, στην τοποθεσία «Νησάκι».






















Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, στη Νέα Πέραμο, κατά την περιφορά του επιταφίου, οι κάτοικοι σε κάθε γειτονιά αναβιώνουν ένα πολύ παλιό έθιμο: καίνε από ένα ομοίωμα του Ιούδα τη στιγμή που η πομπή του επιταφίου περνάει από τους δρόμους.






















Την τρίτη μέρα του Πάσχα, στην τοπική κοινότητα Ελευθερών Καβάλας αναβιώνουν τα παραδοσιακά «Μαζίδια». Οι πιστοί μεταφέρουν εν πομπή τα εικονίσματα από τη βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Ταξιάρχη, στα «Μαζίδια» όπου βρίσκεται το γραφικό εξωκλήσι των Αγίων Ραφήλ, Ειρήνης και Νικολάου. Στη συνέχεια, στην πλατεία του παλιού παραδοσιακού οικισμού στήνεται ένα μεγάλο γλέντι.






















Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, στη δημοτική κοινότητα Κρηνίδων του δήμου Καβάλας αναβιώνουν οι «αυγομαχίες». Μικροί και μεγάλοι, με ιδιαίτερη φροντίδα, παρουσιάζουν τα αυγά τους και ξεκινούν μια ιδιόμορφη μάχη τσουγκρίσματος. Νικητής είναι αυτός που θα έχει στην κατοχή του τα λιγότερα σπασμένα αυγά.






















Στην Περιφερειακή Ενότητα Δράμας ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η πομπική περιφορά της εικόνας της Αναστάσεως γύρω από το αγροτικό χωριό της Καλής Βρύσης την Πέμπτη της Διακαινησίμου, για προστασία του χωριού από κάθε κακό.






















Την επόμενη ημέρα, Παρασκευή της Διακαινησίμου, εορτάζεται σε πολλές τοπικές κοινότητες η Ζωοδόχος Πηγή, όπου ο θρησκευτικός εορτασμός συνδυάζεται με αξιόλογες τοπικές πολιτιστικές εκδηλώσεις.






















Τέλος, το δικό της χαρακτήρα έχει η Δευτέρα του Θωμά στους Σιταγρούς, όπου οι εκεί εγκατεστημένοι Πόντιοι συνεχίζουν πανάρχαια έθιμα των κοιτίδων τους, όπως επισκέψεις στα μνήματα, με διανομή κόκκινων αβγών και γλυκισμάτων και με τραγούδια.






















Στη Δυτική Μακεδονία, τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης, στα Δώδεκα Ευαγγέλια, οι γυναίκες φέρνουν κουλουράκια για τους ζωντανούς και μετά την εκκλησία τα μοιράζουν στον κόσμο.






















Τη Μεγάλη Παρασκευή ξεχωρίζει η αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης του Εσταυρωμένου, που γίνεται με εντυπωσιακό τρόπο, στο λόγο του «Γολγοθά» στο Δρυόβουνο της Κοζάνης. Οι κάτοικοι της Κοζάνης κάνουν Ανάσταση στο νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου. Συγκεντρώνονται γύρω από το μνήμα του νεκρού τους και με αναμμένη τη λαμπάδα περιμένουν το «Χριστός Ανέστη», ενώ δεν ξεχνούν να αφήσουν ένα κόκκινο αυγό στο μνήμα για να «χορτάσει» το χαμένο μέλος της οικογένειας.































Η Λαμπρή στη Θεσσαλία













Η Λαμπρή είναι η γιορτή της ζωής για τους ανθρώπους του κάμπου, τους Καραγκούνηδες. Γι' αυτό αποτελούσε ξεχωριστή χαρά για εκείνον, που θα χτυπούσε πρώτος αναστάσιμα την καμπάνα, τα χαράματα. Όπως αναφέρει σε σχετική, βραβευμένη με Α’ έπαινο από την Ακαδημία Αθηνών, εργασία του ο εκπαιδευτικός Ζήσης Τζιαμούρτας, το χτύπημα της καμπάνας λαμπριάτικα θα έφερνε γούρι για το σπίτι, τα ζώα, τα σπαρτά. Γύρω στις τρεις τα χαράματα, όλος ο κόσμος έτρεχε στην εκκλησία. Με το «δεύτε λάβετε φως» του παπά στην Ωραία Πύλη, έτρεχαν οι άνδρες για να πάρουν πρώτοι το φως, κάτι που θεωρούσαν καλό για την οικογένειά τους, καθώς θα είχαν πάντα την ευλογία του Αναστάντος Χριστού. Έκαιγαν δε με το ίδιο φως την ουρά των ζώων, για να μη τα πιάνει οίστρος. Στη συνέχεια άρχιζαν οι ετοιμασίες για το ψήσιμο των αρνιών. Έβαζαν τα δεμάτια από κληματόβεργες στοίβα και τις άναβαν. Συνήθως δυο - τρία σπίτια έψηναν μαζί τ' αρνιά ρίχνοντας ντουφεκιές. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ξαναπήγαιναν πάλι στην εκκλησία, για να παρακολουθήσουν την ακολουθία της Αγάπης. Μετά το τέλος της, όλοι πήγαιναν στο σεργιάνι, όπου παρακολουθούσαν τους πασχαλιάτικους χορούς, που χόρευαν οι Καραγκούνες, χαρωπά.






















Όλα τα παραπάνω έθιμα ευνοούν την ευημερία της οικογένειας, όπως το αυγό ως πηγή της ζωής.






















Πάσχα στις Κυκλάδες






















Ξεχωριστό χρώμα και άρωμα έχουν οι ημέρες του Πάσχα στα νησιά των Κυκλάδων, στο γραφικότερο - για αρκετούς - νησιωτικό σύμπλεγμα των ελληνικών θαλασσών. Εκεί, όπου συνδυάζονται ο μπαρουτοπόλεμος της Μήλου με το βύθισμα του Επιταφίου στη θάλασσα, στην Τήνο, το κάψιμο του Ιούδα στη Μύκονο με την αναπαράσταση των Παθών στην Πάρο και τα χιλιάδες αναμμένα τενεκεδάκια στο χωριό Πύργος της Σαντορίνης, δημιουργώντας ένα μαγικό σκηνικό.






















Στην Ίο, τη Μεγάλη Παρασκευή, μετά την Αποκαθήλωση, οι νέοι του νησιού παίζουν τις “μπάλες”, ένα παιχνίδι με μικρές, σιδερένιες κόκκινες και πράσινες μπάλες. Κατά την περιφορά των Επιταφίων των δύο Ενοριών του νησιού τα εγκώμια ψάλλονται από χορωδίες γυναικών και κοριτσιών.






















Την Κυριακή του Πάσχα, ο Δήμος Ιητών διοργανώνει γλέντι με αρνιά και κρασί, όπου όλοι - ντόπιοι κι επισκέπτες - είναι καλοδεχούμενοι, ενώ τη δεύτερη ημέρα ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ίου (Η Φοινίκη) αναβιώνει το παραδοσιακό έθιμο της Κούνιας. Νεαρά κορίτσια του νησιού, ντυμένα με παραδοσιακές στολές, στήνουν κούνιες στο κέντρο της Χώρας και τα παλικάρια τις κουνούν, ενώ οι κοπέλες τραγουδούν παραδοσιακά τραγούδια αγάπης.













Στη Φολέγανδρο, το Μεγάλο Σάββατο όλα τα σπίτια του νησιού είναι ανοιχτά για να δεχτούν την ευλογία της Παναγίας, της οποίας η περιφορά διαρκεί τρεις ημέρες. Την Κυριακή του Πάσχα, η εικόνα μεταφέρεται στη Χώρα και τα στενά του Κάστρου, με ομοβροντίες βεγγαλικών. Τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα, η εικόνα ευλογεί και τα σκάφη που βρίσκονται στο λιμάνι και αργά το βράδυ επιστρέφει στο μοναστήρι της Παναγίας, όπου παραμένει μέχρι το επόμενο Πάσχα.






















Πηγή: newsbeast.gr








































Γιατί βάφουμε κόκκινα αυγά την Μεγάλη Πέμπτη;








































































Η απάντηση «κρύβεται» σε διάφορες εκδοχές:






















Ένα από τα πιο διαδεδομένα έθιμα του Πάσχα είναι τα κόκκινα αυγά και η διαδικασία του βαψίματος πρέπει να γίνεται Μεγάλη Πέμπτη, κατά την παράδοση.






















Στο ερώτημα γιατί βάφουμε κόκκινα αυγά τη Μεγάλη Πέμπτη, η απάντηση «κρύβεται» σε διάφορες εκδοχές.






















Τα αυγά βάφονται τη Μεγάλη Πέμπτη, η οποία είναι η ημέρα του Μυστικού Δείπνου, όπου ο Χριστός πρόσφερε άρτο και κρασί ως συμβολισμό για το σώμα Του και το αίμα Του, έτοιμος να θυσιαστεί για να ελευθερώσει τον κόσμο από τα δεσμά της αμαρτίας.






















Η χριστιανική παράδοση θέλει τα αυγά, σύμβολο της γονιμότητας και της έναρξης ενός νέου κύκλου ζωής, να βάφονται κόκκινα, γιατί συμβολίζουν το Αίμα του Χριστού.






















Σύμφωνα με μία εκδοχή η Παναγία πήρε ένα καλάθι αυγά και τα πρόσφερε στους φρουρούς Του Υιού της, ικετεύοντάς τους να μην τον βασανίσουν. Όταν τα δάκρυά της έπεσαν πάνω στα αυγά, τότε αυτά βάφτηκαν κόκκινα.






















Ο μύθος λέει ότι, κάποια μέρα μετά την Ανάσταση του Κυρίου μας, η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε στον Τιβέριο Καίσαρα και του ανακοίνωσε ότι αναστήθηκε ο Χριστός και όλα τα γεγονότα περί της Ανάστασής Του.




Εκείνη την ώρα, κάποιος κρατούσε δίπλα από τον Καίσαρα ένα καλάθι με αβγά. Ο Τιβέριος Καίσαρας, βέβαια, έδειξε απορημένος και είπε στη Μαγδαληνή ότι, εάν αυτό που λέει, είναι αλήθεια, τότε τα αβγά, από άσπρα που είναι, να γίνουν κόκκινα.




Ξαφνικά, τα αβγά έγιναν κόκκινα και ο Καίσαρας έμεινε άναυδος. Έτσι, κατά την παράδοση αυτή, τα αβγά βάφονται κόκκινα.




Το γεγονός αυτό καταγράφεται στο Ρωσικό Μοναστήρι της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής που βρίσκεται στα Ιεροσόλυμα. Το συγκεκριμένο μοναστήρι χτίστηκε το 1885 από τον Ρώσο αυτοκράτορα Αλέξανδρο τον Γ’ και τους αδελφούς του εις μνήμη της μητέρας του, αυτοκράτειρας Μαρίας και βρίσκεται στη Γεθσημανή.






















Μέσα στο ναό του μοναστηριού και πάνω από το ιερό τέμπλο του ιερού βήματος, υπάρχει μεγάλη τοιχογραφία όπυ παρουσιάζεται η Μαρία η Μαγδαληνή μπροστά στον Τιβέριο Καίσαρα και του χαρίζει ένα κόκκινο αβγό.






















Μία παραλλαγή της παραπάνω ιστορίας, θέλει μία γυναίκα να μην πιστεύει την είδηση της Ανάστασης Του Ιησού και να λέει: «Όταν τα αυγά που κρατώ θα γίνουν κόκκινα, τότε θα αναστηθεί και ο Χριστός». Και τότε αυτά έγιναν κόκκινα.






















Λένε ακόμα πως το αυγό συμβολίζει τον τάφο του Χριστού που ήταν ερμητικά κλειστός, όπως το τσόφλι του αυγού, αλλά έκρυβε μέσα του τη «Ζωή», αφού από αυτόν βγήκε ο Χριστός και αναστήθηκε.






















Σύμφωνα με το έθιμο, το πρώτο αυγό που βάφεται σε κάθε σπίτι είναι της Παναγίας και δεν πρέπει να το σπάει αλλά να φυλάγεται στο εικονοστάσι μέχρι το επόμενο Πάσχα.






















Αυτήν την ημέρα οι νοικοκυρές δεν πλένουν, δεν απλώνουν ούτε κάνουν άλλες δουλειές στο σπίτι.






















Πηγή: zougla.gr & newsbeast.gr


























































Κυριακή των Βαΐων: Τι γιορτάζουμε σήμερα-Έθιμα και παραδόσεις






















Την Κυριακή των Βαΐων, σε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, όλοι οι ναοί στολίζονται με κλαδιά από βάγια, από φοίνικες δηλαδή, ή από άλλα νικητήρια φυτά, όπως δάφνη, ιτιά, μυρτιά και ελιά. Μετά τη λειτουργία μοιράζονται στους πιστούς.













Η εκκλησία μας καθιέρωσε ήδη από τον 9ο αιώνα το έθιμο αυτό μια και όπως αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «όχλος πολύς...έλαβον τα βαΐα των φοινίκων και εξήλθον εις υπάντησιν αυτώ».













Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, στα Ιεροσόλυμα, ο επίσκοπος έμπαινε στην πόλη «επί πώλου όνου», αναπαριστάνοντας το γεγονός, ενώ στα βυζαντικά γινόνταν «ο περίπατος του αυτοκράτορα», από το Παλάτι προς τη Μεγάλη Εκκλησία. Στη διαδρομή αυτή ο αυτοκράτορας μοίραζε στον κόσμο βάγια και σταυρούς και ο Πατριάρχης σταυρούς και κεριά. Με τα βάγια οι πιστοί στόλιζαν τους τοίχους των σπιτιών και το εικονοστάσι τους. Και σήμερα ακόμα όλες οι εκκλησίες στολίζονται με δαφνόφυλλα ή βάγια.













Τα παλιότερα χρόνια τους τα προμήθευαν τα νιόπαντρα ζευγάρια της χρονιάς ή και μόνο οι νιόπαντρες γυναίκες, για το καλό του γάμου τους. Πίστευαν πως η γονιμοποιός δύναμη που κρύβουν τα φυτά αυτά θα μεταφερόταν και στις ίδιες και η μια χτυπούσε την άλλη με τα βάγια. Τα “βαγιοχτυπήματα” σιγά-σιγά άρχισαν να γίνονται και από τις άλλες γυναίκες και τα παιδιά τις μιμούνταν και όπως χτυπιούνταν μεταξύ τους εύχονταν: “Και του χρόνου, να μη σε πιάν’ η μυίγα”.






















Δυνάμεις ιαματικές και αποτρεπτικές, μαζί με τις γονιμοποιές, αποδίδονταν στα βάγια και γι αυτό έπρεπε μετά την εκκλησία όλα να τα “βατσάσουν” για το καλό. Τα δέντρα, τα περβόλια, τα κλήματα, τις στάνες, τα ζώα, τους μύλους, τις βάρκες.






















Από ένα κλαδάκι κρεμούσαν στα οπωροφόρα, για να καρπίζουν και στα κηπευτικά, για να μην τα πιάνει το σκουλήκι. “Μέσα βάγια και χαρές, όξω ψύλλοι, κόριζες !” ‘Ολα εξαφανίζονταν από τα σπίτια μόλις μπαίναν τα βάγια. Κρατούσαν την πρώτη θέση στο εικονοστάσι και μ’ αυτά “κάπνιζαν” οι γυναίκες τα παιδιά για το “κακό το μάτι”.






















Στη Λέσβο τα παιδιά, μετά την εκκλησία, στόλιζαν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης με κόκκινα ή πράσινα πανάκια από καινούργιο φουστάνι, κρεμούσαν κι ένα κουδούνι και καθώς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας και λέγοντας εξορκισμούς για τους ψύλλους και τα ποντίκια, έδιναν και ένα κλαράκι δάφνης στη νοικοκυρά.






















Στο τέλος ζητούσαν και το χάρισμά τους: “Χρόνια πολλά, εν ονόματι Κυρίου, δό μ’ τ’ αυγό να φύγω.” Στην Ανατολική Ρωμυλία, τα κορίτσια έφτιαχναν με τα βάγια στεφάνια, τους έδεναν μια κόκκινη κλωστή και τραγουδώντας όλες μαζί πήγαιναν και τα πέταγαν στο ρέμα κι όπως έπαιρνε τα στεφάνια το νερό, όποιας πήγαινε μπροστά εκείνη θα γινόταν “συντέκνησσα”. Πρώτη στο γυρισμό, πρώτη στο χορό και στο δικό της σπίτι η μάνα της θα έφτιαχνε τα φασόλια και θα τις φίλευε όλες, μαζί με ελιές.













Στη Τήνο, την Κυριακή των Βαΐων, τα παιδιά τριγύριζαν στους δρόμους κρατώντας μαζί με το στεφάνι τους την “αργινάρα”, μια ξύλινη ή και σιδερένια ροκάνα που τη στριφογύριζαν με δύναμη. Μέσα σε εκκωφαντικό θόρυβο κατέληγαν στη θάλασσα, όπου πετούσαν στο στεφάνι στο νερό.






















Το έθιμο της περιφοράς των κλαδιών θυμίζει την “ειρεσιώνη”, το στολισμένο με καρπούς κλαδί, που στις γιορτές της άνοιξης περιέφεραν στους δρόμους τα παιδιά, στην αρχαιότητα. Τα βάγια τα έπλεκαν σε πάρα πολλά σχέδια: φεγγάρια, πλοία, γαϊδουράκια, το πιο συνηθισμένο όμως ήταν ο σταυρός.













Σε μερικά μέρη τους έδιναν το σχήμα του ψαριού. Ψάρι είχαν σαν σημάδι αναγνώρισης οι πρώτοι χριστιανοί, η λέξη ΙΧΘΥΣ, εξάλλου, προέρχεται από τα αρχικά Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ.













Αν και είναι εκόμα σαρακοστή, η εκκλησία την Κυριακή των Βαϊων επιτρέπει το ψάρι.






















Έτσι και το τραγούδι των παιδιών λέει: “Βάγια, Βάγια των βαγιών, τρώνε ψάρι και κολιό, κι ως την άλλη Κυριακή με το κόκκινο αυγό !













”Αναγράφει το Ωρολόγιο: Πέντε μέρες προ του Νομικού Πάσχα, ερχόμενος ο Ιησούς από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα, έστειλε δύο από τους μαθητές του και του έφεραν ένα ονάριο και αφού κάθισε πάνω του εισερχόταν στη πόλη.






















Ο λαός μόλις άκουσε ότι έρχεται ο Ιησούς (είχαν μάθει και τα περί αναστάσεως του Λαζάρου) έλαβαν στα χέρια τους βάϊα από φοίνικες και πήγαν να τον προϋπαντήσουν. Άλλοι με τα ρούχα τους, άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δένδρα και τα έστρωναν στο δρόμο όπου διερχόταν ο Κύριος και τον ακολουθούσαν.






















Ακόμα και τα νήπια τον προϋπάντησαν και όλοι μαζί φώναζαν: Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ (Ιωαν.ιε΄)”.






















Πηγή: newsbomb.gr

















































Σάββατο Λαζάρου: Έθιμα και παραδόσεις σε όλη την Ελλάδα






















Το Σάββατο του Λαζάρου θεωρείται μέρα του θανάτου και της ζωής.






















Σε κάποια χωριά μάλιστα οι αγρότες δεν μαζεύουν τη σοδιά τους γιατί φοβούνται ότι οι καρποί της γης φέρουν τον θάνατο μέσα τους. O Λάζαρος είναι μια μορφή που εμπνέει σεβασμό στον ελληνικό λαό.













Παλιότερα οι εκδηλώσεις εορτασμού ήταν πολλές και ποικίλες, ωστόσο σήμερα έχουν λησμονηθεί ως επί το πλείστον.













Για παράδειγμα τα κάλαντα του Λαζάρου τραγουδιούνται σε ελάχιστες περιοχές, ενώ παλιότερα ήταν από τα πιο ζωντανά έθιμα και έδιναν ιδιαίτερο τόνο στις μικρές κοινωνίες. Τα κάλαντα του Λαζάρου ήταν αποκλειστικά σχεδόν γυναικεία και τα τραγουδούσαν κοπέλες διαφόρων ηλικιών ακόμα και κορίτσια τις παντρειάς που ονομάζονταν “Λαζαρίνες”.













Την παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες ξεχύνονταν στα χωράφια έξω από τα χωριά για να μαζέψουν λουλούδια που με αυτά θα στόλιζαν το καλαθάκι τους την άλλη μέρα ντυμένες με τοπικές ενδυμασίες φορώντας ειδική στολή. Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισέπρατταν μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα.













Σε πολύ λίγες περιοχές της χώρας τραγουδιούνται σήμερα τα Λαζαριάτικα κάλαντα. Τα λόγια του τραγουδιού άλλοτε αναφέρονται στην ανάσταση του Λαζάρου και είναι συνήθως μέτρια στιχουργήματα και άλλοτε πάλι αποτελούν παινέματα προσώπων που αγγίζουν τα όρια υψηλής ποιητικής δημιουργίας.






















Τα έθιμα του Λαζάρου στα χρόνια της σκλαβιάς είχαν κοινωνική σκοπιμότητα













Στις γυναίκες και ιδίως στα νέα κορίτσια που δεν έβγαιναν συχνά έξω από το σπίτι επειδή τα ήθη της εποχής και ο φόβος της αρπαγής τους από τους Τούρκους τις περιόριζαν, δίνονταν κάποιες ελευθερίες: γίνονταν αλληλογνωριμίες και νυφοδιαλέγματα και σε λίγο καιρό ακολουθούσαν τα προξενιά, τα αρραβωνιάσματα και οι γάμοι.































Έθιμα από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας













Ο λαός γιορτάζει την πρώτη Λαμπρή, την “Έγερση” του φίλου του Χριστού, του “αγέλαστου” Λάζαρου. Ο φόβος και ο τρόμος για όσα γνώρισε στον άλλο κόσμο άφησαν τόσο βαθιά σημάδια στην ψυχή του Λάζαρου που, λέει η παράδοση, μετά την Ανάσταση του δε γέλασε παρά μόνο μια φορά.






















Είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει κρυφά.






















“Βρε τον ταλαίπωρο, είπε. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί.




Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το ʽνα χώμα κλέβει τʼ άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;” και χαμογέλασε.













Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας για να απεικονίσουν την Ανάσταση του Λάζαρου, να συμβολίσουν δηλαδή τη Νίκη του Χριστού απέναντι στο θάνατο, αλλά παράλληλα και για να υποδηλώσουν την ανάσταση της φύσης, έφτιαχναν ένα ομοίωμα του Λάζαρου.






















Την παραμονή της γιορτής ή, σε πολλά μέρη, ανήμερα την “πρώτη Λαμπρή”, τα παιδιά, κρατώντας το “Λάζαρο”, έκαναν τους αγερμούς τους. Γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν τα “λαζαρικά”, για να διηγηθούν την ιστορία του αναστημένου φίλου του Χριστού και να πουν παινέματα στους νοικοκυραίους. Στην Ήπειρο μάλιστα, στις κτηνοτροφικές περιοχές, χτύπαγαν ταυτόχρονα και μεγαλοκούδουνα.






















“Πες μας Λάζαρε τι είδες




εις τον Άδη που επήγες.




Είδα φόβους, είδα τρόμους,




είδα βάσανα και πόνους,




δώστε μου λίγο νεράκι




να ξεπλύνω το φαρμάκι,




της καρδούλας μου το λέω




και μοιρολογώ και κλαίω.




Του χρόνου πάλι να ʽρθουμε,




με υγεία να σας βρούμε,




και ο νοικοκύρης του σπιτιού




χρόνια πολλά να ζήσει,




να ζήσει χρόνια εκατό




και να τα ξεπεράσει.”






















Τα “λαζαρικά” από τόπο σε τόπο έχουν πολλές παραλλαγές.






















Στη Στερεά Ελλάδα, τη Μακεδονία και τη Θράκη στο έθιμο έπαιρναν μέρος μόνο κορίτσια, οι “Λαζαρίνες” ή “Λαζαρίτσες”, έτσι εύρισκαν την ευκαιρία να γίνουν γνωστές και σαν υποψήφιες νύφες. Για “Λάζαρο” βαστούσαν έναν ξύλινο κόπανο για τα ρούχα, τυλιγμένο με παρδαλά κομμάτια από πανιά, ίδιο μωρό.






















Σε άλλα μέρη πάλι έντυναν με χτυπητά πολύχρωμα υφάσματα μια ρόκα, μια κούκλα, έναν καλαμένιο σταυρό και τα στόλιζαν με κορδέλες και λουλούδια.






















Στη Σκύρο έπαιρναν την τρυπητή κουτάλα, “τη σιδεροχουλιάρα”. Έβαζαν σε κάθε τρύπα και από ένα ασπροπούλι -άσπρη μαργαρίτα- ένα κόκκινο γαρίφαλο για στόμα και σχημάτιζαν το πρόσωπο. Έδεναν σταυρωτά πάνω στην κουτάλα ένα ξύλο, για να κάνουν τα χέρια, της φορούσαν και ένα πουκαμισάκι ή ένα μωρουδίστικο ρούχο και ο “Λάζαρος” ήταν έτοιμος. Γύριζαν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας και οι νοικοκυρές τους έδιναν αυγά, λεφτά ή ό,τι άλλο είχαν. Πάντα όλοι κάτι έβρισκαν να δώσουν. Κι όταν θέλαν για κάποιον να πούνε πως ήταν τσιγκούνης έλεγαν: “Ποτέ του αυγό δεν έδωσε, ούτε τʼ αγίου Λαζάρου!”






















Σε μερικά μέρη τη θέση του “Λάζαρου” έπαιρνε ένα καλάθι στολισμένο με λουλούδια και με πολύχρωμες κορδέλες.






















Στην Κρήτη έκαναν έναν ξύλινο σταυρό και τον στόλιζαν με ορμαθούς από λεμονανθούς και αγριόχορτα με κόκκινα λουλούδια, τις μαχαιρίτσες.













Στην Κύπρο συναντάμε το έθιμο της αναπαράστασης, στην αρχαιότερη μορφή του. Ο θεός πεθαίνει στην ακμή της νιότης του και αμέσως ανασταίνεται, όπως ο Άδωνης στους αρχαίους Έλληνες. Έντυναν ένα παιδί με κίτρινα λουλούδια, έτσι ώστε ούτε το πρόσωπο του δε φαινόταν. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, όταν άρχιζαν τα άλλα παιδιά να τραγουδούν, ξάπλωνε και υποκρινόταν το νεκρό, όταν όμως έλεγαν το “Λάζαρε δεύρο έξω” σηκωνόταν.






















Το ίδιο έθιμο συναντάμε και στην Κω. Το παιδί που αναπαριστούσε το Λάζαρο, τυλιγμένο σε ένα σεντόνι, ήταν και αυτό στολισμένο με κίτρινα λουλούδια. Αμοιβή της παρέας για την αναπαράσταση, τα αυγά για το δάσκαλο. Τα πιο μεγάλα παιδιά, οι “πρωτόσχολοι”, έπαιρναν την εικόνα του Λάζαρου, την έβαζαν πάνω σε μια ειδική κατασκευή που στόλιζαν με δεντρολίβανο -ήταν, λέει, η Βηθανία, η πατρίδα του- και γύριζαν στις στάνες. Οι βοσκοί τους φίλευαν αυγά, τυριά και μυζήθρες για τις λαμπρόπιτες. Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες ζύμωναν ανήμερα το πρωί ειδικά κουλούρια, τους “λαζάρηδες”, τα “λαζαρούδια” ή και “λαζαράκια”. “Λάζαρο δεν πλάσεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις” έλεγαν, μια και ο αναστημένος φίλος του Χριστού πίστευαν πως είχε παραγγείλει: “Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει…”. Στα “λαζαράκια” έδιναν το σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις εικόνες. Όσα παιδιά είχε η οικογένεια τόσους “λαζάρηδες” έπλαθαν και στη θέση των ματιών έβαζαν δυο γαρίφαλα.






















Στην Κω οι αρραβωνιασμένες θα έφτιαχναν ένα λαζαράκι σε μέγεθος μικρού παιδιού, γεμισμένο με χίλια δυο καλούδια και κεντημένο σχεδόν σαν τις κουλούρες του γάμου, για να το στείλουν στο γαμπρό. Τα “λαζαρούδια” πολλές νοικοκυρές τα γέμιζαν με αλεσμένα καρύδια, αμύγδαλα, σύκα, σταφίδες, μέλι, πρόσθεταν πολλά μυρωδικά και τα παιδιά ξετρελλαίνονταν να τα τρώνε ζεστά.






















Καλαθάκια και κάλαντα από τις Λαζαρίνες στα Τρίκαλα






















Οι Λαζαρίνες “διαγωνίζονται”, είτε ατομικά, είτε ομαδικά, έχοντας καλάθια, κατασκευασμένα με φυσικά υλικά και στολισμένα με φυσικά λουλούδια, και τραγουδώντας ένα από τα παραδοσιακά κάλαντα της εορτής. Σε όλα τα παιδιά προσφέρονται τα παραδοσιακά φιλέματα (καρύδια, αυγά, ξερά σύκα, καραμέλες), λαζαράκια (ψωμένια ανθρώπινα ομοιώματα) και ενθύμια συμμετοχής. Βραβεύονται τα τρία ωραιότερα καλάθια, τα τρία σπανιότερα παραδοσιακά τραγούδια και οι τρεις καλύτερες συνολικές παρουσίες (καλάθι και τραγούδι).






















Στη Θεσσαλία, τα κάλαντα του Λαζάρου τα τραγουδούν μόνο κορίτσια, οι «Λαζαρίνες». Ντυμένες με ωραίες φορεσιές και κρατώντας καλάθια, στολισμένα με λογής-λογής ανοιξιάτικα λουλούδια, γυρίζουν όλα τα σπίτια. Το έθιμο, καθώς τελείται μέσα στην καρδιά της Άνοιξης, πέρα από τα θρησκευτικά μηνύματα που μεταδίδει, συμβολίζει και την αναγέννηση της φύσης. Οι Λαζαρίνες, επίσης, συμβολίζουν την αναγέννηση και συνέχιση της ίδιας της παραδοσιακής κοινωνίας, αφού είναι οι κοπέλες-μελλοντικές νύφες, που θα αναλάβουν μέσα από το γάμο και την απόκτηση παιδιών να ανανεώσουν και να συνεχίσουν την παραδοσιακή κοινωνία.































Έθιμο «Λαζαρίνες» Σάββατο του Λαζάρου στη Λευκοπηγή Κοζάνης






















Οι Λαζαρίνες στις 12 το μεσημέρι συγκεντρώνονται στο κονάκι, το σπίτι που επιλέγουν για να γίνει το γλέντι τους, το βράδυ του Σαββάτου του Λαζάρου. Εκεί αφού φάνε για μεσημέρι όλες μαζί, ξεκινούν για τα σπίτια του χωριού.






















Πρώτα στον παπά, μετά στον Πρόεδρο, στην εκκλησία της Παναγίας στα μνήματα και ύστερα σʼ όλα τα σπίτια της Λευκοπηγής, όπου τραγουδούν διάφορα λαζαριάτικα τραγούδια ανάλογα με την επιθυμία του κάθε νοικοκύρη, ενώ η νοικοκυρά βάζει από ένα άσπρο αυγό στο καλάθι των Λαζαρίνων.













Όταν τελειώσουν, γύρω στις 4:30 το απόγευμα, όλα τα μπλίκια των λαζαρίνων μαζεύονται στην πλατεία όπου στήνεται ο τρανός χορός (Λαζαριάτικος) με λαζαριάτικα τραγούδια.






















Στην πλατεία υπάρχουν στρωμένα τραπέζια με λαζαριάτικες πίτες, κρασιά και εδέσματα που προσφέρονται για όλο τον κόσμο.













Παλιότερα, οι νέοι του χωριού και οι πεθερές διάλεγαν τις νύφες από τα κορίτσια, τις Λαζαρίνες, που χόρευαν στον τρανό χορό (νυφοδιαλέγματα).






















Στη συνέχεια μετά τον τρανό χορό, οι Λαζαρίνες μοιράζουν τη λαζαρόπιτα στα δικά τους σπίτια και αφού ξεκουραστούν δίνουν ραντεβού για το βράδυ στο κονάκι για γλέντι με τραγούδια, παιχνίδια και χορό, μέχρι το πρωί.








































Σάββατο του Λαζάρου στην Κέρκυρα






















Στην παλιά Κέρκυρα, ένας άνθρωπος συνήθιζε να φορά μια κόκκινη μπλούζα, που έδενε στη μέση του με ένα κορδόνι από πολύχρωμες κορδέλες. Στα χέρια του κράταγε ένα κοντάρι στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα πρόσωπο, σκαλισμένο σε ξύλο, που παρίστανε το Λάζαρο. Επάνω στο κοντάρι είχε κρεμασμένα διάφορα στολίδια (ψεύτικα μαργαριτάρια, μαντήλια, κορδέλες, κούκλες κλπ). Μαζί του και δυο οργανοπαίχτες που τον συνόδευαν να πει τα Κάλαντα του Λαζάρου. Πήγαιναν λοιπόν στα σπίτια και τα μαγαζιά και εισέπρατταν χρήματα.






















Απαραιτήτως όλοι αγόραζαν κάτι από αυτά που είχε κρεμασμένα στο κοντάρι, αφού τα θεωρούσαν σαν φυλακτά, που κρέμαγαν στο προσκεφάλι τους.






















Αργότερα το έθιμο συνεχίστηκε από ομάδες μουσικών και από παιδιά, που έπαιζαν ή τραγουδούσαν αυτά τα κάλαντα.






















Ακολουθεί μια από τις πολλές εκδοχές αυτών των καλάντων, όπως τα τραγουδούν ακόμη και σήμερα στο χωριό Επίσκεψη:













Με τον ορισμό λόγο να πούμε και το Λάζαρο να διηγηθούμε




Καλησπέρα σας καλή βραδία, ήρθε ο Λάζαρος με τα Βαϊα













Αν κοιμόσαστε να ασκωθείτε και αν κάθεστε ν’ αφρικαστείτε.




Αγρικήσατε μεγάλο θαύμα, όπου έγινε δαιμόνων τραύμα.






















Πήγεν ο Χριστός στη Βηθανία διότι εκεί ήταν πολύ απιστία.




Όσοι έμαθαν τον ερχομό του, όλοι τρέξανε στον ορισμό του.






















Όλοι τρέξανε μικροί, μεγάλοι, όλοι Χριστιανοί Εβραίοι κι άλλοι




Καβαλίκεψε εις πώλου όνο, έτσι έμελλε τούτο το χρόνο






















Και τα νήπια παιδιά Εβραίων, δια την πομπή των Ιουδαίων.




Άλλοι έκοβαν κλάδους και Βάϊα, συντηνέχοντες τα λόγια τα Άγια.






















Άλλοι έλεγαν ευλογημένος ο ερχόμενος και κηρυγμένος.




Τότε ο Χριστός εμπρός κινάει και ο λαός τον ακλουθάει.






















Τότε τρέξανε Μάρθα, Μαρία, γιατί ήτανε μεγάλη χρεία.




Πού είναι ο Λάζαρος, πού είν’ ο αδερφός μου, πού είν’ ο φίλος μου και ξάδερφός μου;






















Λέγουν Λάζαρος είν’ πεθαμένος, τετραήμερος στη γη θαμμένος.




Λέγει πάμετε να τον ιδούμε και στον τάφο του να λυπηθούμε.






















Πάτησε ο Χριστός στην πλάκα επάνω, «Δεύρο Λάζαρε, σήκω επάνω».




Κι ώ του θαύματος η γη εταράχθη και ο Λάζαρος ορθός εστάθη.






















Πού ήσουν Λάζαρε, πού’σαι αδερφέ μου, πού ήσουν φίλε μου και γνώριμέ μου;




Δώστε μου να πιω λίγο νεράκι, τι είν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι.






















Είν’ τ’ αχείλι μου είν’ μαραμένο και από τη γη φαρμακωμένο.




Δώστε μου να πιω να σας μιλήσω και το θάνατο να λησμονήσω.













Ήμουνα βαθιά στη γη θαμμένος και με τους νεκρούς ανταμωμένος.




Τι είν’ ο θάνατος που περιμένει κάθε άνθρωπο στην Οικουμένη.






















Τώρα ευχόμεθα καλήν υγεία, Καλή Ανάσταση και ευτυχία.




Χρόνους Πολλούς































vimaorthodoxias






















Πηγή: iellada.gr






























































































Το έθιμο του Κουκαρά σε περιοχές του Πόντου, για να μετρούν τις εβδομάδες της Σαρακοστής

















































































Η περιοχή του Καρς βρίσκεται στα ρωσοτουρκικά σύνορα και τη διεκδικούσαν συχνά και τα δύο κράτη. Το 1878, κατά τον τελευταίο ρωσοτουρκικό πόλεμο, το Καρς καταλήφθηκε από τους Ρώσους και παρέμεινε κάτω από την κυριαρχία τους ως το 1918. Τα σαράντα αυτά χρόνια, με προτροπή των ρωσικών αρχών, υπήρξε αθρόα μετανάστευση των Ποντίων στο Καρς, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί έντονα η ως τότε μικρή ελληνική κοινότητα. Ο ελληνικός πληθυσμός στο κυβερνείο του Καρς έφτασε στις αρχές του 1900 τα 60.000 άτομα. Οι ελληνικές κοινότητες του Κυβερνείου Καρς ήταν από τις πλέον οργανωμένες, με εκκλησίες, δημοτικά σχολεία, αστικές σχολές, παρθεναγωγεία και άλλα ιδρύματα.






















Στην περιοχή του Καρς – Αρδαχάν οι Έλληνες διακρίνονταν για την πίστη και ευλάβεια τους προς τον Θεό, περιμένοντας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις γιορτές. Το τριήμερο του Πάσχα οι καμπάνες σήμαιναν με τον ρυθμό “τον Αδάμ, τον Αδάμ, τον Αμήν, Αμήν Αδάμ”. Για να γιορτάσουν μάλιστα το Πάσχα με καθαρή την καρδιά τους, δεν μαντζίριζαν (δεν κατέλυαν τη νηστεία,) νηστευαν όλη τη Σαρακοστή και μάλιστα πολύ αυστηρά. Χαρακτηριστικά λέγανε: Ντό έχ΄ και θα μαντζιρίζ΄. Ο γουρζουλάς εσέβεν ατόν!(τι έχεις και θα καταλύσει τη νηστεία, η πανούκλα (προσωποποιημένη) του μπήκε.)






















Όπως και σε άλλες περιοχές του Πόντου έτσι και στην Περιφέρεια του Καρς οι Έλληνες μάθαιναν τα παιδιά από μικρή ηλικία να κρατάνε την νηστεία, εκτός από εκείνα που ακόμα θήλαζαν, που θεωρούνταν αναπόσπαστο μέρος των θρησκευτικών δογμάτων. Η νηστεία άρχιζε με το κρέμασμα από την στέγη, από την μάνα ή την γριά καλομάνα, της κουκάρας ή κουκαρά. Τον κουκαρά κατασκεύαζαν κρυφά από τα παιδιά. Ήταν ένα μεγάλο κρομμύδι ή τρανόν καρτόφ΄(πατάτα) στου οποίου τα πλευρά, στην μεγάλη διάμετρο της μέσης του, γύρω – γύρω κάρφωναν με ίσια διαστήματα μεταξύ τους εφτά φτερά κοσάρας – κότας (εφτά δηλαδή όσες οι εβδομάδες της Μ. Σαρακοστής). Χωρίς να το δουν τα μικρά παιδιά το έδεναν και το κρεμούσαν από το ταβάνι.






















Το κρέμασμα γινόταν από πολύ νωρίς την Καθαρά Δευτέρα ή πολύ αργά την Κυριακή της Αποκριάς όταν τα παιδιά θα κοιμόντουσαν. Όταν ξημέρωνε και τα παιδιά ξυπνούσαν (την Καθαρά Δευτέρα) φοβισμένα αλλά και με μεγάλη περιέργεια, πήγαιναν στην τραπεζαρία να δούν τον κουκαρά. Κάθε φορά τον περιεργαζόντουσαν και όταν φυσούσε λίγο ο αέρας και το σκιάχτρο κουνιόταν φώναζαν: Μώρασια, ο κουκαράς έγκεν ψήν! (παιδιά ο κουκαράς έφερε ψυχή – ζωντάνεψε) και όταν βρισκόντουσαν τα παιδιά μεταξύ τους στην γειτονιά ρωτούσε τ΄ένα παιδάκι τ΄άλλο: ο κουκαράς σε σέτερα πα έρθεν; (ο κουκαράς ήρθε και σε σας;).






















Έτσι λοιπόν τα παιδιά αντίκριζαν τον κουκαρά να κρέμεται από το ταβάνι, η μητέρα ή η καλομάνα με τρόπο φυσούσαν τον κουκαρά που καθώς κουνιόταν και περιστρέφονταν προκαλούσε τον φόβο. Το φτερωτό τούτο σκιάχτρο, που έπαιρνε φανταστικές διαστάσεις στα μάτια των παιδιών, τα έκανε να υποχωρούν και να σταματούν τις γκρίνιες και τα κλάματα, γιατί η μάνα ή η καλομάνα κουνώντας με το χέρι της τον κουκαρά έλεγε με αυστηρό και πειστικό τρόπο: «Μη!… Θα τρώει σε ο κουκαράς! Θα τρώει σε ο πότσαλον»!






















Κάθε εβδομάδα που περνούσε αφαιρούσαν και ένα φτερό μέχρι να τελειώσουν όλα με το τελείωμα της νηστείας. Όταν τα παιδιά ρωτούσαν που είναι το φτερό που έλειπε, τότε τους απαντούσαν: επέθανεν είνας καλογρίτσα κ΄έρθεν επήρεν ατ!! (πέθανε μια καλογριούλα κ΄ήρθε και το πήρε). Όταν εφτανε η στιγμή που θα έβγαινε και το τελευταίο φτερό έβγαζαν κρυφά το γυμνό κρεμμύδι ή την πατάτα και έλεγαν: ο κουκαράς έφυγεν και α έρται του χρόνου (ο κουκαράς έφυγε και θα έρθει του χρόνου).













Εκτός από το φοβέρισμα των μικρών παιδιών για την τήρηση της νηστείας, ο κουκαράς χρησίμευε και για να μετρούν εύκολα τις εβδομάδες της Σαρακοστής οι οποίες περνούσαν αρκετά δύσκολα!!






















“Ρίζα μ΄, ωρία παίρετεν τυρίν για βούτερον και τρώτεν,













άμαν θα χολιάσκεται και θα σείεται ο κουκαράς!”






















Η Λαμπρή ήταν η πιο μεγάλη γιορτή. Όταν έπαιρναν τ΄ Αεν – Φως από την εκκλησία, φώτιζαν όλα τα χωρίσματα του σπιτιού τους. Τα Λαμπροήμερα σοβαρή ασχολία τους ήταν το τσούγκρισμα των αβγών. Χρησιμοποιούσαν και αυγά ταϊγάνας και κασκάρς και έλεγαν: “Κάθκα ας κρούω…- Έπαρ΄το και κάθκα. Ας σο μυτίν, ας σον κώλον” Κάθκα = κάτσε κάτω κρούω = χτυπάω έπαρ΄το = πάρ΄το






















Πηγές:













1. Ποντιακή Λαογραφία, Οι 4 εποχές και οι μήνες τους – Αρχείο του Πόντου, Παράρτημα 19, Ελσας Γαλανίδου













– Μπαλφούσια






















2. Οι Πόντιοι του Καυκάσου, Γ. Γρηγοριάδης













3. Ο Ελληνικός Πόντος – Μορφές και εικόνες ζωής, Αργοναύται – Κομνηνοί , Χ. Δημάρχου & Ν. Καπνά













4. Ποντιακά Φύλλα, Τεύχος 26, Απρίλιος 1938, Η νηστεία, Ξένος Ξενίτας













5. http://santeos.blogspot.gr/













6. http://mavropouloskostas.wordpress.com













http://epontos.blogspot.gr






















Επιμέλεια: Παυλίδης Γ. Κωνσταντίνος






















Iscreta.gr


























































Ο Απρίλιος στην παράδοση








































































Ο Απρίλης είναι ο τέταρτος μήνας του χρόνου. Οι Λατίνοι τον ονόμασαν Aprilis απ' το aperio= ανοίγω (apertus= ανοικτός και Apertio= Άνοιξη). μια που όλη η φύση ξαναγεννάται από το βαθύ χειμωνιάτικο ύπνο του χιονιού και τον αφιέρωσαν στη θεά Αφροδίτη.













Απρίλης και άνοιξη, Απρίλης και Πάσχα είναι για τον ελληνικό λαό σχεδόν αξεχώριστα.













Γι' αυτό τον είπαν και Ανοιξιάτη και Αιγιωργίτη, απ' τη μεγάλη γιορτή που περιλαμβάνει, και Κερασάρη, εκεί που πρωτοβγαίνουν τα κεράσια.













Η ελληνική παράδοση ονομάζει τον Απρίλη και «Λαμπριάτη», γιατί συνήθως το μήνα αυτό γιορτάζουμε το Πάσχα, τη μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή της Ορθοδοξίας.













Η περίοδος της Μεγάλης Σαρακοστής, με την ψαλμωδία των Χαιρετισμών, ολοκληρώνεται την Παρασκευή που στις εκκλησίες ψάλλουν τον Ακάθιστο Ύμνο και ακολουθούν η Ανάσταση του Χριστού.






















Γεωργικές εργασίες






















Όπως ο Μάρτης, έτσι και ο Απρίλης είναι μήνας δίγνωμος: από τη μια μεριά ο καιρός καλυτερεύει σταθερά, από την άλλη δεν ξεχνάει να δείξει τα χειμωνιάτικα δόντια του με βροχές και χαλάζια.Οι γεωργοί σπέρνουν καλαμπόκι, βαμβάκι, καρπούζια, πεπόνια.













Αν η κακοκαιρία κάνει κακό στα σπαρτά, οι κανονικές βροχές είναι ευεργετικές,













γιατί τώρα ο γεωργός θα σπείρει καλαμπόκια , ρεβίθια, τριφύλλι, ρύζι, μπαμπακάκι.













θα φυτέψει μελιτζάνες, σπανάκι, καρπούζια, πεπόνια κλπ. Έτσι με λαχτάρα περιμένει













τη βροχή, που και τα σπαρτά θα μεγαλώσει και τα φρεσκοφυτεμένα θα βοηθήσει να ξεπεταχτούν.













Το χαλάζι όμως για το γεωργό είναι καταστροφή. Γι' αυτό προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποτρέψει τον ερχομό του ή τις καταστροφές που προκαλεί, εξορκίζοντάς το με το φως της Ανάστασης.













Τη νύχτα αυτή ένας επίτροπος της Εκκλησίας ανεβαίνει στο καμπαναριό μ' ένα αναμμένο δαυλί. ‘Όσος τόπος γύρω φωτιστεί από το Άγιο Φως, δεν έχει ανάγκη από χαλάζι.













Αλλού πάλι το χαλάζι ξορκίζεται με μεγάλες φωτιές τη νύχτα της Ανάστασης.






















Παροιμίες













Του Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια,













και τ' Απριλιού τις δεκοχτώ, μην κάψεις τα καρούλια (του αργαλειού).













Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απρίλης άλλη μία,να δεις κουκούρες στρογγυλές και πίτες σαν αλώνι.













Απρίλης φέρνει την δροσιά, φέρνει και τα λουλούδια.













Και τ' Απριλιού ταις δεκοχτώ,













πέρδικα ψόφησε στ' αυγό (δηλαδή απ' το κρύο).













Αν βρέξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα,χαρά σε εκείνον τον ζευγά που 'χει στη γη σπαρμένα.













Ως τ' Απριλιού τις δεκαοχτώ να' χεις τα μάτια σου ανοιχτά.













Περάσανε οι δεκαοχτώ, άραξε πάνω σ' ένα αυγό.













Aν κάνει ο Mάρτης δυο νερά κι ο Aπρίλης πέντε - δέκα, να δεις το κοντοπίθαρο πως στρίβει το μουστάκι,να δεις και τις αρχόντισσες πως ψιλοκλεισιρίζουν, να δεις και τη φτωχολογιά πως ψιλοκοσκινάει.













Ο Μάρτης έχει τ' όνομα, κι ο Απρίλης τα λουλούδια.













Αν κάνει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα,χαρά στονε τον γεωργό που 'χει πολλά σπαρμένα.













Ο Απρίλης με τα λούλουδα κι ο Μάης με τα ρόδα.













Ο Απρίλης ο γρίλλης, ο Μάης ο πολυψωμάς.













Τον Απρίλη και το Μάη κατά τόπους τα νερά.













Αλί στα Μαρτοκλάδευτα και τ' Απριλοσκαμμένα.













Του Απρίλη η βροχή, κάθε στάλα και φλουρί.













Αν κάνει ο Μάρτης τρία νερά κι ο Απρίλης άλλα δύο,να δεις του Μάρτη τα κουκιά, τ' Απρίλη τα σιταράκια,να δεις το γέρο- Κρίθαρο πώς τρέφει τη μουστάκα.













Απρίλης, Μάης, κοντά ειν' το θέρος.













Απρίλης έχει τα χάδια κι ο Μάρτης τα δαυλιά.













Των καλών ναυτών τα ταίρια τον Απριλομάη χηρεύουν.








































Γιορτές και Έθιμα






















Με την 1η μέρα του Απρίλη το πρώτο έθιμο: το πρωταπριλιάτικο ψέμα. Καθένας αυτή τη μέρα προσπάθεί να ξεγελάσει τον άλλον με κάποιο αθώο ψέμα. Όλοι το' χουν για γούρι να ξεγελάσουν κάποιον.













Στην Κομοτηνή λέγανε πως την Πρωταπριλιά το' χαν σε καλό να γελούν «για να γίνουν τα κουκούλια τους», τον καιρό που τρέφανε μεταξοσκώληκες για μετάξι.













Με τα πρωταπριλιάτικα ψέματα άλλοτε παραπλανούσανε τα στίφη των φοβερών δαιμόνων. Τους ξεγελάγανε για να κτυπάνε αλλού, μακριά από τα δένδρα τους, όσο να λιώσουν οι δαίμονες και να χαθούν με τα τελευταία χιόνια. Η γιορτή του Αγίου Γεωργίου το μήνα Απρίλιο.













Ο Αϊ-Γιώργης είναι δρακοντοκτόνος. Με το κοντάρι του σκοτώνει το θεριό. Γιορτή των ποιμένων που αφήνουν τα χειμαδιά και ανεβαίνουν στα βουνά. «Μεις οι τσοπαναραίοι τονε δοξολογάμε πολύ τον Αϊ-Γιώργη». Προσφέρουν στην εκκλησία τον «Αηγιωργίτη» έναν αμνό. Ο ιερέας τον ευλογεί και οι επίτροποι τον περιφέρουν γύρω από το ναό τρεις φορές.«Εματώνετο το αφτί του και με το αίμα ηλείφοντο αι τέσσερεις γωνίες της εκκλησίας» (Πόντος).






















Πηγή : mhnes-12.weebly. com





















































































Τα προξενιά και ο γάμος στην Κεφαλλονιά






















Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο ρεβύθι




χαρά στα μάτια του γαμπρού που διάλεξαν τη νύφη…






















ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΙΚΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ






















Γύρω από το κυριότερο κοινωνικό γεγονός το γάμο υπάρχουν πολλά ήθη και έθιμα. Κάποια από αυτά εξακολουθούν να τηρούνται στις μέρες μας με αλλαγές, κάποια έχουν ξεχαστεί στη δίνη του χρόνου.






















Το ΠΡΟΞΕΝΙΟ αποτελούσε προϋπόθεση επιτυχίας του γάμου. Ο προξενητής ήταν εύπορος και συνήθως γυναίκα. Απαραίτητα οι προξενητάδες έπρεπε να είναι παντρεμένοι και μεγάλοι σε ηλικία γιατί “ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει” .






















Την Κυριακή η προξενήτρα συνοδευόμενη από τον υποψήφιο γαμπρό επισκεπτόταν το σπίτι της κόρης. Αν αντιλαμβανόταν θετική εξέλιξη έφευγε με την ευχή ΚΑΛΑ ΣΤΕΦΑΝΑ και καλούσε τη νοικοκυρά να σφάξει μια κότα να φάνε, να δέσει το προξενιό. Αν υπήρχε επιφύλαξη από το γαμπρό, το λόγο παίρνανε τα μαγικά φίλτρα και συγκεκριμένα το πολύτιμο μανόγαλο (μείγμα γάλακτος από μάνα και κόρη που θηλάζουν ταυτόχρονα) και φρόντιζαν να το δώσουν στον υποψήφιο να το πιει με τρόπο.






















Η ΠΡΟΙΚΑ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ






















Η νύφη έπαιρνε την προίκα της που σύμφωνα με τον πολιτικό κώδικα των Ιονίων Νήσων που ίσχυε από τα χρόνια των Ενετών από το 1500 μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ΚΑΜΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΑΓΓΙΞΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΙΚΑ.






















Η προίκα περιελάμβανε και τα ασπρόρουχα, που απλώνονταν στο σπίτι της νύφης για να τα ελέγξει η πεθερά και να τα καταμετρήσει ντουζίνες κούδες (12 κιλότες =1 ντουζίνα), σοτοβέλεσα – μακρυές εσωτερικές φούστες με κέντημα, μισοφόρια, μπούστοι –σουτιέν, ρεστόμπολες – κομμάτια με πλούσιο κέντημα φιγούρας που το έβαζαν στο κρεββάτι όταν το έστρωναν για να φαίνεται πάντα καλοστρωμένο κι αρχοντικό, μπόλιες, μεσάλες, ποδιές, ρόμπες, πανιά, σεντόνια, ντεμέλες, τσουράπια για το γαμπρό, μαντηλότα της νύφης, μυξομάντυλα






















ΤΟ ΣΤΡΩΣΙΜΟ ΤΟΥ ΝΥΦΙΚΟΥ ΚΡΕΒΑΤΙΟΥ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ






















Τα στρώματα και τα μαξιλάρια ήταν με μαλλιά. Μέσα στο τυλιγμένο στρώμα έβαζαν ζαχαροκούλουρα για να γλυκαθούν οι κοπέλες που θα στρώσουν το κρεββάτι. Τα κορίτσια απαραίτητα θα έχουν και τους δύο γονείς. Αφού στρωνόταν το κρεββάτι με τα κεντημένα ασπρόρουχα έριχναν με χαρές, γέλια και πειράγματα ένα αγόρι γιατί λέγανε “Τα σερνικά παιδιά είναι στίλοι του σπιτιού” αλλά και της καλομάνας το παιδί το πρώτο θυγατέρα, λέει ο λαός. Πάνω στο στρωμένο κρεββάτι έριχναν νομίσματα, λίρες, κουφέτα, ροδοπέταλα και ρύζι. Κεράσματα για τους καλεσμένους ήταν τα κουφέτα, οι μάντολες, και τα αμυγδαλωτά και για δροσερό ποτό πρόσφεραν τη σουμάδα που φτιάχνεται από αμύγδαλο. Ο γαμπρός πάνω του έπρεπε να έχει μια σύνοψη για ευλογία και σοφία. Η νύφη είχε πάνω της ένα κλειδί συμβολικά, για να “ανοίξει” την πόρτα του νέου της σπιτιού και ένα ψαλίδι να “κόψει” κάθε κακό. Για το λόγο αυτό απαγορευόταν να γυρίσει να κοιτάξει το πατρικό με το φόβο μη συμβεί κάτι άσχημο και γυρίσει πίσω στο πατρικό της.






















Μόλις διάβαινε το κατώφλι του σπιτιού της η νύφη ρίχνανε τουφεκιές στον αέρα. Με όργανα και στίχους συνόδευαν τη νύφη στην εκκλησία: Ένα τραγούδι θα σας πω απάνω στο ρεβύθι χαρά στα μάτια του γαμπρού που διάλεξαν τη νύφη…και καντάδες:




Στης εκκλησιάς τα σκαλοπάτια




κοντά στον όρθρο το γλυκό




θα σε κοιτάξω μεσ’ στα μάτια




και τίποτε δε θα σου πω…






















Συνόδευαν οι δικοί της τη νύφη στην εκκλησία. Ο κόσμος έβγαινε στο δρόμο και με λουλούδια και κουφέτα εύχονταν να ζήσει το νέο αντρόγυνο και καλούς απογόνους. Στο δίσκο με τα στέφανα έβαζαν κουφέτα που ακόμα και σήμερα τα παίρνουν τα κορίτσια να τα βάλουν στο μαξιλάρι, να δουν στον ύπνο τους ποιον θα παντρευτούν…




Η νύφη φρόντιζε να πατήσει το γαμπρό… την ώρα που διαβάζει ο παπάς το: “η γυνή να φοβείται τον άνδρα”. Για κάποιες ήταν σίγουρα η μοναδική φορά που της πέρναγε το δικό της.






















Μετά το μυστήριο ακολουθούσε το γλέντι με τη σούπα γίδας, την κρεατόπιτα ή τα σφαχτά στο τραπέζι. Γλυκό του τραπεζιού και στο γάμο ήταν η μυζηθρόπιτα και για το καλοκαίρι η καρυδόπιτα ή η αμυγδαλόπιτα.






















Όλοι χόρευαν και εύχονταν με αυτοσχέδιους στίχους στα νιόπαντρα:




Νύφη μου το φουστάνι σου αγγέλοι το ‘χουν ράψει




και στη δεξιά σου τη μεριά Γεράσιμος έχουν γράψει.




‘Οσες πουντιές και βελονιές έχει το φόρεμά σου




τόσα να ‘ναι τα χρόνια σου και τόσα τα καλά σου.




Γαμπρέ μας καλορίζικε μια χάρη θα μας κάμεις




το άνθος που σου δώσαμε να μη μας το μαράνεις. Για την πεθερά :




Πρόβαλε μάνα του γαμπρού και πεθερά τση νύφης




και δέξου τη κι αγκάλιαστη σα να ‘θε τη γεννήσεις.




Ευτού που πας νυφούλα μου σ’ ανώγια και κατώγια




να αγαπάς την πεθερά και να ‘χεις λίγα λόγια.






















Άρθρο – αφιέρωμα από τον Κωνσταντίνο Τουλάτο και την Ρούλα Φλωράτου






















ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΗΓΕΧΟΡΟΣ






















Πηγή: Xoreytis.gr




















































































































































Έθιμα της 25ης Μαρτίου


























































Προς τιμή αυτής της διπλής εορτής της 25ης Μαρτίου, εκτός από τις παρελάσεις και τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται ανά τη χώρα, κυρίως στα ελληνικά νησιά, όπου υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στην Ευαγγελίστρια, υπάρχουν ξεχωριστά έθιμα, που ίσως δεν είναι τόσο γνωστά.


























































Η λαμπαδηφορία στη Σκιάθο






















Τα τελευταία χρόνια αναβιώνουν τα έθιμα «εωθινό» και «λαμπαδηφορία» από τον δήμο, την τοπική ομάδα Σώματος Ελληνικού Οδηγισμού και το Πνευματικό Κέντρο των εκκλησιών της Σκιάθου. Το εωθινό σημαίνει το εορταστικό ξύπνημα του νησιού και γινόταν ανήμερα της 25ης Μαρτίου στις 5.00 το πρωί με τη συμμετοχή των μαθητών της ΣΤ΄ τάξης του τότε δημοτικού σχολείου. Ψέλνονταν τα ίδια εμβατήρια με αυτά του εθίμου της λαμπαδηφορίας («Ολη δόξα όλη χάρη» και «Της δόξας λάμπει γαλανό το φως στη χώρα»), καθώς και ύμνοι της Εκκλησίας προς τιμήν της απελευθέρωσης του γένους.






















Στις 8.00 το βράδυ γινόταν η λαμπαδηφορία. Μαθητές και ενήλικες ξεχύνονταν στους δρόμους του νησιού με λαμπάδες και κεριά, ψάλλοντας τα δύο εμβατήρια («Ολη δόξα όλη χάρη» και «Της δόξας λάμπει γαλανό το φως στη χώρα»). Πρόκειται για ένα έθιμο που πηγάζει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και συνδυάζει την ανάσταση του Χριστού με την ανάσταση του γένους, παραλληλίζοντας το άγιο φως με το φως της ελευθερίας.


























































Η Βαγγελίστρα στην Κεφαλλονιά






















Ιδιαίτερη αναφορά, επίσης, γι’ αυτή την ημέρα συναντάμε σε πολλά ιστορικά κείμενα για το πανηγύρι στο χωριό Φαρακλάτα της Κεφαλλονιάς προς τιμή της Βαγγελίστρας.






















Την προηγούμενη μέρα οι άνθρωποι πήγαιναν στην εκκλησία και σ’ ένα πανέρι, τοποθετούσαν τέσσερα μικρά ψωμιά, έναν μεγάλο άρτο, ένα μπουκάλι λάδι και ένα μπουκάλι κρασί για να εκκλησιαστούν. Μετά το τέλος της θείας λειτουργίας έπαιρναν πίσω τον μεγάλο άρτο, τον οποίο έκοβαν σε κομμάτια και τον μοίραζαν στους πιστούς, αφήνοντας το ψωμί, το λάδι και το κρασί στον ναό.






















Όταν ολοκληρωνόταν ο εσπερινός, πραγματοποιούταν ολονυχτία, όπου οι κάτοικοι του χωριού «βαρούσαν τουφεκιές» ή έφερναν μπαρούτι από τον Μοριά και έριχναν πυροτεχνήματα. Στο κελί της εκκλησίας και όπου αλλού υπήρχε κόσμος μοιραζόταν φαγητό. Κάποιοι μάλιστα μαγείρευαν αλιάδα, το τυπικό φαγητό της ημέρας, μπακαλεόπιτα και κοφισόπιτα, ειδικά φτιαγμένες για το πανηγύρι που στηνόταν αμέσως μετά.






















Το ξημέρωμα έβγαζαν λιτανεία την εικόνα της Βαγγελίστρας σε όλο το χωριό με τη συνοδεία της Φιλαρμονικής του Αργοστολίου, ενώ τα τελευταία χρόνια η λιτανεία πραγματοποιείται το απόγευμα της 25ης Μαρτίου.






















Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε ότι τη συγκεκριμένη μέρα απαγορεύεται οι Κεφαλονίτες να βάλουν στο σπίτι τους λουλούδια ή χόρτα, διότι τον επόμενο χρόνο θα βρουν μέσα του φίδι, σύμφωνα πάντα με τη λαϊκή παράδοση.


























































Στο Ρουμλούκι της Ημαθίας






















Η λέξη ρουμλούκι σημαίνει ελληνότοπος ή ελληνοχώρα. Το τοπωνύμιο αυτό δόθηκε στην περιοχή από Τούρκους κατακτητές, υποδεικνύοντας την αναγνώριση ως προς τον ελληνικό πληθυσμό που κατοικούσε στην περιοχή και η απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό έγινε από τον ελληνικό στρατό στις 18 Οκτωβρίου του 1912. Σήμερα, Ρουμλούκι εννοούμε το τμήμα του κάμπου της Ημαθίας που διασχίζει ο ποταμός Αλιάκμονας και απλώνεται από τα υψώματα της Βέροιας μέχρι τον Λουδία και τον Θερμαϊκό.






















Στην περιοχή Ρουμλούκι,την 25η Μαρτίου οι κάτοικοι έπρεπε απαραιτήτως να εκκλησιαστούν και κανείς μα κανείς δεν εργαζόταν. Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, ακόμη και κατά τη διάρκεια της τούρκικης κατοχής, ο δάσκαλος εκφωνούσε λόγο που τόνιζε τη διττή σημασία της ημέρας για τους ορθόδοξους Έλληνες, ενώ τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους οι υπόδουλοι Ρουμλουκιώτες τη χαρακτήριζαν ως Παλαιά Ελλάδα.






















Στη συνέχεια, ο ιερέας τελούσε επιμνημόσυνη δέηση για τους νεκρούς αγωνιστές του 1821 και έπειτα οι μαθητές τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο και δημοτικά τραγούδια που αναφέρονταν στους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης. Μετά την απελευθέρωση της περιοχής, στις εκδηλώσεις για την 25η Μαρτίου συμπεριλαμβανόταν και η παρουσίαση σχετικών θεατρικών έργων.






















Το μεσημέρι, οι Ρουμλουκιώτες έτρωγαν το καθιερωμένο γι’ αυτούς φαγητό της ημέρας, ταβά (ταψί) στο φούρνο με ψάρι γριβάδι και κρεμμύδια.


























































Στα Καλάβρυτα






















Στα Καλάβρυτα , ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η αναπαράσταση της ορκωμοσίας των αγωνιστών και η κήρυξη της Επανάστασης. Ακολουθεί παρουσίαση εθνικών παραδοσιακών χορών, ενώ στις 24 του μήνα ο ηγούμενος της μονής συνηθίζεται να παραδίδει το λάβαρο της επανάστασης και ένα στεφάνι δάφνης στον πρώτο δαφνοδρόμο, για να μεταφερθούν στην Πάτρα προς στέψη του ανδριάντα Παλαιών Πατρών Γερμανού και στις 25 να επιστραφούν.


























































Πηγή: dogma.gr





















































































Η ΚΥΡΑ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ, ΟΙ ΚΟΥΝΙΕΣ ΚΙ ΑΛΛΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ...











































































































































































Με στόμα ανύπαρκτο -λόγω της νηστείας- με τα χέρια σταυρωμένα -λόγω της προσευχής- και με ποδαράκια επτά -να συμβολίζουν τις επτά βδομάδες απ'τις Απόκριες μέχρι την Ανάσταση- η κυρά Σαρακοστή υπήρξε, τρόπον τινά, η "βασίλισσα" του νηστίσιμου Σαραντάμερου (ουσιαστικά πενηνταήμερου όμως) που ξεκινά την Καθαρά Δευτέρα. Επικράτησε η συμβολική ονομασία Σαρακοστή, σε αναλογία με το σαρανταήμερο που νήστεψε ο Χριστός στην έρημο μετά τη βάφτισή του, όμως, καθώς συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν και η νηστεία της Μεγαλοβδομάδας, οι μέρες πλησιάζουν τις πενήντα.
















































































































Ο λαογράφος μας Γεώργιος Μέγας ("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") καταγράφει πως κάποτε "τις τρεις πρώτες μέρες η νηστεία ήταν απόλυτη. Ούτε ψωμί ούτε νερό! Συνήθως γυναίκες, νέες και γριές, τηρούν το "τριήμερο" και αυτές τις τιμούν με το να τους παραθέτουν την Καθαρά Δευτέρα τραπέζι με ειδικά φαγητά (καρυδόπιτα, σούπα με φασόλια και πετιμέζι) και με την προσφορά δώρων (μαντίλια, μαξιλαρόπανα, κτλ)." Ο Φίλιππος Βρετάκος, όμως, ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των") παραθέτει και μια διευκρινιστική φράση του Δ.Καμπούρογλου ("Ιστορία των Αθηνών"), πως "μόνον σαν εβουτούσε ο ήλιος έτρωγαν λιγάκι ψωμάκι με νερό, όσα για ζωή".
















































































































Συνεχίζει ο Γεώργιος Μέγας "άλλοτε, που έλειπαν τα ημερολόγια και ήθελαν να έχουν κάποια αντίληψη του χρόνου στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, οι άνθρωποι του λαού είχαν βρει ένα εύκολο μέσο' παρίσταναν τη Σαρακοστή εικονικά σαν Καλόγρια.Έπαιρναν μια κόλλα χαρτί κι εσχεδίαζαν με το ψαλίδι μια γυναίκα. Η κυρά Σαρακοστή δεν έχει στόμα, γιατί είναι όλο νηστεία' τα χέρια της είναι σταυρωμένα για τις προσευχές. Έχει 7 πόδια, τις 7 εβδομάδες της Σαρακοστής. Κάθε Σάββατο κόβουμε κι ένα πόδι. Το τελευταίο πόδι το κόβουμε το Μεγάλο Σάββατο, το βάζουμε μέσα σ'ένα ξερό σύκο ή καρύδι κι όποιος το βρει του φέρνει γούρι! (Χίος)


























































Στον Πόντο:






















παίρνουν μια πατάτα ψημένη ή ένα κρεμμύδι, μπήγουν επάνω ακτινοειδώς 7 φτερά κότας, το δένουν από το ταβάνι και κρέμεται όλη τη Σαρακοστή. Μια μια βδομάδα που περνάει, βγάζουν από ένα φτερό. Λέγεται "κουκουράς" και είναι το φόβητρο των μικρών."






















Άλλοτε, πάλι, κι αλλού, την κυρά Σαρακοστή την πλάθαν με ζυμάρι, γι'αυτό και μας έχει διασωθεί το τραγουδάκι:


























































Την Κυρά Σαρακοστή


























































που είναι έθιμο παλιό


























































οι γιαγιάδες μας τη φτιάχναν


























































με αλεύρι και νερό!


























































Για στολίδι της φορούσαν


























































στο κεφάλι της σταυρό


























































και το στόμα της ξεχνούσαν


























































γιατί νήστευε καιρό!


























































Και μετρούσαν τις ημέρες


























































με τα πόδια της τα εφτά


























































κόβαν ένα τη βδομάδα,


























































μέχρι να ρθει η Πασχαλιά!
















































































































Αναφέρει ακόμη ο Μέγας: "Τη Σαρακοστή επικρατούν και διάφορες συνήθειες κοινωνικής μάλλον μορφής, όπως η διανομή ειδικών φαγητών σε γείτονες και παιδιά, το τραγούδημα των ξένων, οι κούνιες, κτλ. Π.χ. στη Σινώπη συνηθίζεται το "ξινοφάι": ρεβίθια, φασόλια, κάστανα, σταφίδες, βράζονται πολύ, μαζί με πληγούρι ή κουρκούτι, ζάχαρη και πετιμέζι μελωμένο κι έπειτα τσιγαρίζονται με κρεμμύδι και λάδι. Το μοίραζαν τη Μεγάλη Σαρακοστή σ'όλη τη γειτονιά για ψυχκιό. Στην Αμοργό, μόλις μπει η Σαρακοστή ζυμώνουν και κάνουν ανθρωπάκια με μύτη, με στόμα, με μάτια και τα δίνουν στα παιδιά' αυτοί είναι οι Λάζαροι."
















































































































Παρατηρούμε πως έθιμα, όπως τούτα τα λαζαράκια, αλλά και οι λαζαρίνες, που εξακολουθούν να επιζούν σήμερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας το Σάββατο του Λαζάρου, παλαιότερα λάμβαναν χώρα και καθ'όλη την περίοδο της Σαρακοστής. Ο Μέγας αναφέρει ακόμη: "Στα Βέντζια της Δ.Μακεδονίας από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι του Λαζάρου τα κορίτσια τραγουδούν το Λάζαρο. Μόλις εμφανιστεί ξένος στο χωριό, όλα τα κορίτσια, μικρά και μεγάλα, τον επισκέπτονται στο σπίτι όπου κόνεψε και τον τραγουδούν (τραγούδια της ξενιτιάς, εγκωμιαστικά, κλπ). Στην Κάρπαθο όλες τις Κυριακές της Μεγάλης Σαρακοστής μέχρι των Βαϊων και τη γιορτή του Ευαγγελισμού οι κόρες κάνουν κούνια σε κάποιο ευρύχωρο σπίτι και τραγουδούν τα "καλημεριστά", ήτοι δίστιχα εγκωμιαστικά των νέων, που ανεβαίνουν στην κούνια ή των ξενιτεμένων. Συγχρόνως οι προκαθήμενοι νέοι και νέαι παίζουν ένα παιγνίδι, το "στρόπο"' δηλαδή με μίαν χονδρήν μανδήλαν συνεστραμμένην ένας νέος κτυπά μίαν νέαν της αρεσκείας του όπου τύχη, έως ου αύτη στέρξη και ανοίξη το χέρι της και δεχθή εις την παλάμην τρία ισχυρά κτυπήματα. Η κόρη με την σειράν της κάμνει το ίδιον εις όποιον νέον θέλει, ιδία όποιον συμπαθεί. ("Σύμμεικτα Καρπάθου")






















Συχνές είναι τη Μεγάλη Σαρακοστή οι ολονυχτίες, οι αγρυπνίες στις εκκλησίες. Για τις αγρυπνίες αυτές τα παλιότερα χρόνια οι κάτοικοι ξυπνούσαν από τον "Τουμπακάρη", που τριγύριζε στους δρόμους χτυπώντας τα τύμπανα. Ως ανταμοιβή έπαιρνε το Πάσχα κουλούρια, αυγά και τυρί. (Σκύρος)."
















































































































Μας πληροφορεί ο Βρετάκος: "Εκάστην Τετάρτη και Παρακευή της Μεγάλης Σαρακοστής γίνεται λειτουργία, η οποία λέγεται των "Προηγιασμένων" ή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, λέγεται δε ούτω διότι έχουν προηγιασθή τα δώρα από την λειτουργίαν του Σαββάτου ή της Κυριακής. Κατά τας ημέρας αυτάς των Προηγιασμένων, όσοι εκ των Χριστιανών επιθυμούν, δύναται να κοινωνήσουν." Σήμερα, σε μας τουλάχιστον τούτο γίνεται πλέον μια Τετάρτη ή Παρασκευή και όχι καθ'όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής.
















































































































Όσο "ως προς το διατί επεβλήθη η νηστεία", ο Βρετάκος αναφέρει και την άποψη κάποιων που "υποστηρίζουν ότι επεβλήθη δια λόγους υγιεινής και όχι θρησκευτικούς προς αποτοξίνωσιν του ανθρωπίνου οργανισμού. Εις την επίρρωσιν της γνώμης των αυτής λέγουν: Η νηστεία ωρίσθη εις τοιούτον χρόνον εκάστης εποχής του έτους, ώστε τα φαγητά από τα οποία απέχει κατ'αυτήν ο άνθρωπος να δύναται να αντικαταστήση αυτά δι' άλλων τοιούτων της εποχής της νηστείας."






















Ακόμη καταγράφει πως: "Ο λαός όταν θέλη να χαρακτηρίση μίαν γυναίκα ως υψηλήν και αδύνατην, λέγει περί αυτής: "είναι σαν μακρυά Σαρακοστή ή Σαρακοστιανή" (κατ'αντίθεσιν προς την Πασχαλινήν, που είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της). Είς την Μεσσηνίαν έχουν την παροιμίαν "Από μπρος Σαρακοστή κι από πίσω Πασχαλιά" όταν θέλουν να χαρακτηρίσουν μίαν γυναίκα ότι είναι άσχημη μεν, αλλά με πλούσια μαλλιά. Παρόμοιαν παροιμίαν είχον και οι Βυζαντινοί: "Από μπρος Τεσσαρακοστή και όπισθεν Πάσχα". "Φυσικά, εκτός όλων τούτων, κατά τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ψάλλονται οι "Χαιρετισμοί της Παναγιάς" (την τελευταία δε, ολόκληρος ο "Ακάθιστος Ύμνος"), ενώ το πρώτο Σάββατο, των Αγίων Θεοδώρων, θεωρείται κι αυτό "Ψυχοσάββατο".


























































Καλή Σαρακοστή!
















































































































Ο μήνας Μάρτιος στην ελληνική παράδοση











































































































































































Ο Μάρτης, τρίτος μήνας του έτους στο ημερολόγιό μας ονομάστηκε προς τιμή του ρωμαϊκού θεού Mars του Άρη δηλαδή του θεού του πολέμου.

















































Η παλιότερη ρωμαϊκή ονομασία του Μάρτη ήταν Primus δηλαδή πρώτος μήνας. Ήταν ο πρώτος μήνας του ρωμαϊκού έτους, που ήταν πρώτα δεκάμηνο. Αλλά ήδη πολύ νωρίς, στις αρχές κιόλας της Ρωμαϊκής ιστορίας, ο Ρωμύλος, ο ιδρυτής της Ρώμης τον μετονόμασε σε Μάρτη, επειδή αυτόν τον μήνα της άνοιξης οι Ρωμαίοι άρχιζαν τις πολεμικές επιχειρήσεις τους. Ο Νουμάς ο Πομπίλιος, που ήταν από τους διαδόχους του Ρωμύλου, μεγάλος νομοθέτης, συμπλήρωσε το δεκάμηνο σε δωδεκάμηνο, το εξάρτησε από τον Ήλιο και ο ίδιος ίσως, μετάθεσε την αρχή του έτους στον μήνα Ιανουάριο, δηλαδή στην περίοδο της χειμερινής τροπής του Ήλιου. Ωστόσο και μετά την μετάθεση αυτή, η πρώτη Μαρτίου εξακολουθούσε να θεωρείται πρωτοχρονιά για τους Ρωμαίους. Έτσι έχουμε τρείς πρωτοχρονιές στο Ρωμαϊκό έτος που δηλώνουν τις αντίστοιχες τομές στην Ρωμαϊκή ιστορία : α) 1η Μάρτη – αρχή των πολεμικών επιχειρήσεων β) 1η Ιανουαρίου αρχή ηλιακού έτους και γ) 1η Σεπτεμβρίου αρχή λογαριασμού για την συγκομιδή των φόρων από τους υπηκόους. Η πρώτη του Μάρτη ήταν για τους Ρωμαίους αργία και ήταν η γιορτή του Αρμιλλούστριου (εξαγνισμός των όπλων, μέτρα για την υγεία).

















































Τον Μάρτη ο λαός, ιδιαίτερα από την αρχαιότητα ως σήμερα σε όλη την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, με την αρχή της Άνοιξης προσπαθεί να αποτρέψει το κακό και γνωστό είναι το έθιμο του Αποδιοπομπαίου Τράγου (φράση για τον άνθρωπο που τον διώχνουν από παντού ή τον επιρρίπτουν ευθύνες). Τι ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος; Φορτώνουν υποτίθεται σ’ ένα τράγο όλα τα κακά, όλες τις αμαρτίες και τις δυστυχίες της κοινότητας και μετά δέρνοντάς τον, τον βγάζουν έξω από τα όρια της πόλης ή του χωριό, τον αποπέμπουν. Έτσι πιστεύουν πως αποδιώχνουν το κακό. Οι άνθρωποι στην κρίσιμη αρχή της άνοιξης για την ασφάλεια τους νοιώθουν ότι πρέπει να κάνουν κάτι, είναι αρχή για δράση και για μαγικές πράξεις έτσι διώχνουν τον τράγο για να φύγει το κακό και να επέμβουν στις βουλές της φύσης ή της τύχης.













Στην Ήπειρο τον Μάρτη τον λένε Ανοιξιάτη γιατί είναι η αρχή της Άνοιξης. Στις 25 του Μάρτη έχουμε ισημερία αρχίζει να ζεσταίνει λίγο λίγο και η φύση βλασταίνει.













Ο ερχομός της άνοιξης συνδέεται με την επιστροφή των χελιδονιών. Την πρώτη Μαρτίου τα παιδιά στα χωριά γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι μ ένα ξύλινο χελιδόνι στολισμένο και τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα.













Παραθέτουμε ένα χελιδόνισμα από το χωριό Αγόριανη Παρνασσού: Το ίδιο το χελιδόνι λέει :













«-Αφ’κα σύκα και σταφύλια και στ’αλώνι θημωνίτσα,













κι ήρθα πίσω κι ηύρα φύτρα, φύτρα, φύτρα, φύτρα, φύτρα».








































Πέντε φορές λένε φύτρα – σαν ξόρκι, σαν να θέλουν με την επανάληψη της λέξης να προκαλέσουν τη βλάστηση.













Σε άλλα μέρη το χελιδόνισμα είναι μεγαλύτερο τραγούδι και παρουσιάζει εκπληκτική ομοιότητα με χελιδόνισμα που μας σώθηκε από τον αρχαίο συγγραφέα Αθήναιο. Είναι σαφές ότι τα χελιδονίσματα έχουν αρχαίες καταβολές.













Στην Θράκη, την πρώτη του Μάρτη στην περιοχή της Ραιδεστού, σπάζουνε στην αυλή, λαγήνια, κουτρούλια και λένε:













«Όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα γεια, μέσα χαρά, έμπα καλόχρονε, έβγα κακόχρονε».













Στα Φάρασα της Καππαδοκίας, οι νοικοκυρές, πρωί πρωί την πρώτη του Μάρτη έπαιρναν μια χούφτα στάχτη απ’το δικό τους σπίτι, την πετούσαν στα άλλα σπίτια και έλεγαν: “Ο Μάρτης σε μας, οι ψύλλοι σε σας”.













Ο Μάρτης προοιωνίζει την κάψα του καλοκαιριού γι’αυτό και τα κορίτσια φοράνε γύρω από τον καρπό του χεριού τους την πρώτη του Μάρτη μια κόκκινη και άσπρη κλωστή που την λένε Μάρτη. Τον φορούσαν ώσπου να βγει ο μήνας κι όταν το έβγαζαν από το χέρι τον κρεμούσαν στις τριανταφυλλιές, για να κοκκινίσουν τα μάγουλα τους ή τον τυλίγανε σε μια πετρούλα και τον βρέχανε στο πηγάδι για να ‘ναι δροσερές. Τέλος τον βάζανε στην λαμπάδα της Ανάστασης για να καεί.













Το κατεξοχήν περιεχόμενο του Μάρτη είναι ο άστατος καιρός. Γιαυτό και τον είπαν πεντάγνωμο:













“Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, εφτά φορές εχιόνισε, και πάλι το μετάνιωσε και δεν εξαναχιόνισε”.













Τον λένε και γδάρτη γιατί τελειώνουν τότε τα αποθέματα των δημητριακών. Ο Μάρτης δεν έχει μέτρο μια γελάει μια κλαίει













Αιτία του για αυτήν την αστάθεια ο λαός πιστεύει είναι η ιδιωτική του ζωή. Στα Λακκοβίκια της Μακεδονίας λένε πως ο Μάρτης έχει δύο γυναίκες, μια καλή και ανοιχτόκαρδη και μια σκουντουφλιάρα που πάντα κλαίει. Όταν πάει στην γελαστή ο καιρός γίνεται καλός όταν πάει στην άλλη ο καιρός χαλάει.













Η ευεργετική δύναμη που κλείνουν μέσα τους οι ανοιξιάτικές βροχές και ο ζεστός ήλιος που γονιμοποιεί την φύση και την κάνει να βλασταίνει, εντοπίζεται και μορφοποιείται σε δύο κυρίως γιορτές του μάρτη: των αγίων Σαράντα Μαρτύρων, στις 9 και του Ευαγγελισμού, στις 25.













Ανήμερα των αγίων Σαράντα οι νοικοκυρές πιστεύουν πως ότι φυτέψεις πιάνει. Αυτή την ημέρα οι νοικοκυρές κάνουν τηγανίτες, που τις περιχύνουν με πετιμέζι ή σιρόπι και τις μοιράζουν στους γείτονες, τους συγγενείς και φίλους λέγοντας:













«Σαράντα φας, σαράντα πιεις, σαράντα δώκεις για την ψυχή σου, σαράντα δέντρα φύτεψε να τάχεις λεημοσύνη».













Σε άλλα μέρη βάζουν τα λασάνια (σπορεία για τις ντομάτες και τις πιπεριές), αλλού σπέρνουν βασιλικό και αλλού μεταξόσπορο.













Επίσης σε πολλά μέρη την ημέρα αυτή εντοπίζονται οι μαγικές συνήθειες για την αποφυγή των φιδιών και των άλλων μαμουδιών.


























































Η γιορτή του Ευαγγελισμού είναι η πιο μεγάλη γιορτή του Μάρτη γιαυτό σε ορισμένα μέρη ο μήνας ονομάζεται Βαγγελιώτης. Την ημέρα αυτή τα αντρόγυνα πρέπει πολύ να προσέχουν γιατί είναι μεγάλη αμαρτία η γυναίκα να πιάσει παιδί. Αυτή είναι η μέρα του Θεού, λένε, και το παιδί που γεννιέται Χριστούγεννα δεν προκόβει. Σε πολλά μέρη πιστεύουν μάλιστα πως τα παιδιά που πιάστηκαν του Ευαγγελισμού, γίνονται καλικαντζαράκια, τόση μεγάλη γιορτή είναι η γιορτή, έλεγαν στην Σωζόπολη, που ούτε τα χελιδόνια κάνουν φωλιές. Επειδή ακριβώς είναι μεγάλη γιορτή, μολονότι πέφτει στην νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής, επιτρέπεται να φάνε ψάρι.






















Αλλά η σημαντικότερη σημασία της γιορτής του Ευαγγελισμού είναι αυτή που συνδέεται με την γεωργία, με την ευόδωση της σποράς, που τώρα αρχίζει πια να πρασινίζει και να ψηλώνει. Σ’ ένα χωριό της Λέσβου, τ’ Ανεμώτια λένε πως την ημέρα αυτή η σπορά «φ’τά» (φτύνει) τη γη κι ανεβαίνει απάνω και πρασινίζει ο κόσμος.






















Στο Πλωμάρι λένε πως του Ευαγγελισμού θα σκύψουν τα σπαρτά να φιλήσουν τη μάνα τους τη γη, γιατί ετοιμάζονται να φύγουν από την αγκαλιά της. Τότε η μάνα τους του λέει: «Μην πικραίνεστε, παιδιά μου, κι αυτούς που θα σας φάνε (δηλαδή τους ανθρώπους) θα τους φάω εγώ πάλι όλους».






















Σε μια παράδοση από την Χίο, που την δημοσίευσε ο Νικόλαος Πολίτης στο μεγάλο του έργο, τις Παραδόσεις, η σχέση αυτή ανάμεσα στην γη, τα σπαρτά και τους ανθρώπους, διατυπώνεται πολύ όμορφα: Την ημέρα του Ευαγγελισμού, έλεγαν στην Χίο, τα στάχια σκύβουν και φιλούν τη γη, την αποχαιρετούν και λένε: «Έχε γεια, μανούλα μου, και πα ‘ μας φαν’ οι λύκοι» και η γη τα χαιρετάει κι εκείνη και λέει:






















«Εσάς οι λύκοι τρώγου σας, μα εγώ τρώγω του λύκους».






















Η λαϊκή σοφία στο αποκορύφωμα της !!!!!!!


























































Γράφει ο Γιάννης Τσιαμήτρος






















(εκπαιδευτικός χοροδιδάσκαλος)


























































πηγή zaliosparadosi.blogspot.gr


























































ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ !






































































































































































Γιατί το Μάρτιο υπάρχουν απότομες μεταβολές του καιρού;


























































Η λαϊκή φαντασία έδωσε στο Μάρτιο ένα σωρό παρατσούκλια, όπως Ανοιξιάτης (γιατί είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης), Γδάρτης, Παλουκοκάφτης Κλαψομάρτης, Πεντάγνωμος (για το ευμετάβλητο του καιρού), Βαγγελιώτης (λόγω της γιορτής του Ευαγγελισμού), Φυτευτής, και άλλα δηλωτικά της φυσιογνωμίας του, που έχουν σχέση με ιδιότητες ή πράξεις που του αποδίδονται.






















Τα πιο πολλά από αυτά βρίσκονται μέσα στις παραδόσεις και τις παροιμίες που έπλασε ο λαός για να εξηγήσει τις απότομες μεταβολές του καιρού ή τις βαρυχειμωνιές που παρατηρούνται μέσα στο Μάρτη και που πάντα είναι επικίνδυνες για τη γεωργία και την κτηνοτροφία.


























































«Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης,




τα παλιά παλούκια καίει, τα καινούργια ξεριζώνει».


























































στην οποία και χρωστάει τα παρατσούκλια γδάρτης και παλουκοκάφτης.


























































Για τις μεγάλες του παγωνιές λένε: «Τον Μάρτη χιόνι βούτυρο, μα σαν παγώσει μάρμαρο».




ενώ για την αντιμετώπιση του κρύου άλλες παροιμίες συμβουλεύουν:


























































«Φύλλα ξύλα για το Μάρτη να μην κάψεις τα παλούκια».






















«Το Μάρτη φύλα άχερα μη χάσεις το ζευγάρι».






















«Τσοπάνη μου την κάπα σου το Μάρτη φύλαγε την».






















«Ο Αύγουστος για τα πανιά κι ο Μάρτης για τα ξύλα».






























































































Η ΚΑΤΕΡΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ


























































Στα πολύ παλιά χρόνια ο Μάρτης ήταν ο πρώτος μήνας του έτους. Μια κατεργαριά όμως που έκαμε σε βάρος των άλλων μηνών που ήταν τα αδέλφια του, στάθηκε αιτία για να του πάρει την πρωτοκαθεδρία ο Γενάρης.


























































«Μια φορά κι έναν καιρό αποφασίσανε οι δώδεκα μήνες να φτιάξουνε κρασί σε ένα βαρέλι ώστε να μπορούν να πίνουν όποτε τους ερχόταν η όρεξη.






















Έτσι λοιπόν είπε ο Μάρτης:




- Εγώ θα ρίξω πρώτος μούστο στο βαρέλι για να γίνει κρασί και ύστερα ρίχνετε κι εσείς.




- Καλά, ρίξε εσύ πρώτος του είπαν οι άλλοι.






















Έτσι και έγινε. Έριξε πρώτα εκείνος στο βαρέλι το μούστο και ύστερα ακολούθησαν και οι άλλοι μήνες.






















Όταν λοιπόν ζυμώθηκε ο μούστος και έγινε το κρασί, είπε πάλι ο Μάρτης.




- Εγώ που έριξα πρώτος το μούστο, πρώτος θ' αρχίσω και να πίνω.




- Βέβαια, είπαν οι άλλοι, έτσι είναι το σωστό.






















Έτσι λοιπόν τρύπησε το βαρέλι στο κάτω μέρος, και άρχισε να πίνει, ως που ήπιε όλο το κρασί και δεν άφησε ούτε στάλα. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει να πιεί κρασί. Πηγαίνει και το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους. Τ' ακούνε εκείνοι θυμώνουνε και σκέφτωνται τι να κάνουν. Συμφωνούν όλοι λοιπόν να τον τιμωρήσει ο Γενάρης που ήταν και ο μεγαλύτερος αδελφός. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης και του τραβάει ένα γερό χέρι ξύλο. Του αφαιρεί και το πρωτείο που είχε, να αρχίζει δηλαδή το έτος κάθε Μάρτη, και έγινε να αρχίζει το έτος από το Γενάρη.






















Από τότε όταν ο Μάρτης θυμάται το παιχνίδι που έκανε στα αδέλφια του και τους ήπιε όλο το κρασί, γελάει και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν πάλι θυμάται το ξύλο που έφαγε κλαίει και βρέχει».






















Η παράδοση, που με μικρές παραλλαγές τη συναντάμε και αλλού είναι αιτιολογική και σκοπεύει στην εξήγηση της ακασταστασίας του καιρού που συνήθως χαρακτηρίζει το Μάρτη.


























































Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ


























































Το ίδιο φαινόμενο εξηγούν και άλλες παραδόσεις που αναφέρονται στη γυναίκα του Μάρτη.






















Κάποτε οι μήνες αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο καθένας βρήκε μια γυναίκα που του άρεσε και την παντρεύτηκε. Ο Μάρτης δε φρόντισε το ζήτημα μόνος του και έβαλε προξενητάδες να του βρούνε μια γυναίκα. Εκείνοι του φέρανε μια κοπέλα η οποία ήταν τυλιγμένη με ένα μαντίλι και του είπαν ότι είναι πολύ όμορφη. Ευκολόπιστος όπως ήταν, την παντρεύτηκε.




Όταν όμως έμειναν μόνοι και έβγαλε το μαντίλι της, τι να δει; Δεν υπήρχε πιο άσχημη στον κόσμο!






















Από τότε κάθε φορά που τη θυμόταν άστραφτε, βροντούσε, έβρεχε, έριχνε μπόρες, έκανε παγωνιές. Μόνο όταν ξεχνιόταν μερικές φορές, ηρεμούσε, γαλήνευε κι έκανε καλό καιρό!






















Στη Μεσσηνία, λόγου χάρη, λένε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ο Μάρτης, από μπροστά ήταν πολύ άσχημη, ενώ από πίσω ήταν πολύ όμορφη. Όταν ο Μάρτης τη βλέπει καταπρόσωπο κλαίει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως την κοιτάζει από τις πλάτες ευχαριστιέται και ο καιρός καλοσυνεύει.




Γι' αυτό λέγεται και η παροιμία: «Ο Μάρτης πότε κλαίει και πότε γελάει».


























































Σε άλλες περιοχές η παράδοση θέλει το Μάρτη νε έχει δύο γυναίκες, τη μια πολύ όμορφη και φτωχή και την άλλη πολύ άσχημη και πλούσια. Ο Μάρτης κοιμάται στη μέση και όταν γυρίζει κατά την άσχημη, κατσουφιάζει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως γυρίζει κατά την όμορφη, χαίρεται και γελάει, και ο καιρός είναι καλός. ζεστός με ήλιο. Τις περισσότερες φορές όμως γυρίζει κατά την άσχημη επειδή αυτή είναι η πλούσια που τρέφει και την φτωχή, την όμορφη.


























































Έτσι άλλωστε προτιμούν το Μάρτιο και οι χωρικοί, βροχερό, επειδή η σοδειά τους θα είναι καλύτερη. Άλλωστε το βεβαιώνουν και αρκετές παροιμίες.






















«Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρότανε».






















«Μάρτης βρέχει; Ποτέ μην πάψει».






















«Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές».






















«Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης παρά Μάρτης λιοπυριάρης».






















«Μάρτης βροχερός θεριστής κουραστικός».






















«Μάρτης κλαψής θεριστής χαρούμενος».






















«Μάρτης πουκαμισάς δεν σου δίνει να μασάς».






















«Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απριλης αλλη μία,




να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».


























































και η πασίγνωστη, που είναι παραλλαγή της προηγούμενης:






















«Σαν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα,




χαράς σ' εκείνο το ζευγά πόχει πολλά σπαρμένα».






























































































Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΛΙΘΩΜΕΝΗΣ ΓΡΙΑΣ


























































Τα απρόοπτα της βαρυχειμωνιάς που συνήθως επιφυλάσσουν οι τελευταίες ημέρες του Μάρτη, οι «μέρες της γριάς» όπως λέγονται, θέλει να εξηγήσει η παράδοση της «λιθωμένης γριάς».


























































"Ητανε μια φορά μια γριά κι είχε κάτι κατσικάκια. Ο Μάρτης τότε είχε εικοσιοχτώ ημέρες και ο Φλεβάρης τριανταμία.






















Ήρθε λοιπόν εκείνη την εποχή ο Μάρτης κι επέρασε χωρίς να κάμει χειμώνα και η γριά από τη χαρά της που βγήκανε πέρα καλά τα πράματα της, ξεγελάστηκε και είπε:


























































«Πρίτσι Μάρτη μου, στην πομπή σου. Μπήκες, βγήκες τίποτα δε μου έκανες. Τα αρνάκια και τα κατσικάκια μου τα ξεχείμασα».


























































Τότε ο Μάρτης πείσμωσε και δανείστηκε τρεις ημέρες απ' το Φλεβάρη και έριξε χιόνια πολλά. Ήταν τόσο άσχημος ο καιρός, που η γριά και τα ζωντανά της πέτρωσαν από το κρύο.


























































Για αυτό που έπαθε εκείνη η γριά, τις τρεις τελευταίες ημέρες του Μάρτη τις λένε ημέρες των γριών.


























































Σε κάποια χωριά ονοματίζουνε κάθε μία από αυτές τις ημέρες με το όνομα μίας από τις πιο ηλικιωμένες γριές του χωριού. Αν τύχει καλή ημέρα θεωρούν πως η γριά είναι καλή, ενώ αν τύχει κακοκαιρία λένε πως έγινε από την κακία της γριάς.


























































Από τότε λένε ότι έχει ο Μάρτης τριανταμία ημέρες και ο Φλεβάρης εικοσιοχτώ. Για αυτό άλλωστε το λένε κουτσό και κουτσοφλέβαρο.


























































Πηγή: klimaka.gr






























































































Γιατί φοράμε Μάρτη και τι συμβολίζει.











































































































































































Μάρτης αποκαλείται στην Ελλάδα το έθιμο κατά το οποίο φοράμε ένα, φτιαγμένο από κόκκινο και άσπρο σχοινάκι ή κλωστές που έχουν στριφτεί ή πλεχτεί, βραχιόλι από την 1η Μαρτίου, έως και το τέλος του μήνα.








































Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι μύστες των Ελευσίνιων Μυστηρίων έδεναν μια κλωστή, την Κρόκη, στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι.








































Σήμερα και για όλο το μήνα παιδιά και μεγάλοι φορούν στον καρπό του χεριού τους ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή. Όπως λέει ο λαός, ο Μάρτης προστατεύει τα πρόσωπα των παιδιών από τον πρώτο ήλιο της άνοιξης για να μην καούν. Τον φτιάχνουν την τελευταία μέρα του Φλεβάρη και τον φορούν την πρώτη μέρα του Μάρτη, πριν βγουν από το σπίτι.








































Μάλιστα, όταν τελειώσει ο μήνας το βραχιολάκι αυτό το βγάζουν και το αφήνουν πάνω στις τριανταφυλλιές όταν δουν το πρώτο χελιδόνι, για να τον πάρουν τα πουλιά και να χτίσουν τη φωλιά τους.

















































Ερμηνεία








































Είναι ένα έθιμο σύμφωνα με το οποίο αυτός που φορά το Μάρτη, κυρίως τα μικρά παιδιά, προστατεύονται είτε από ασθένειες γενικά ή «για να μην τα κάψει ο ήλιος» / για να «μην τα μαυρίζει ο ήλιος» ή για να «μην τα πιάνει το μάτι».








































Συμβολικά το λευκό και το κόκκινο χρώμα τα συναντάμε συχνά στη δεισιδαιμονία όταν είναι να αποτρέψουμε κάποιο κακό. Αυτό μνημονεύεται και από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς.








































Ο Αρτεμίδωρος στα «Ονειροκριτικά» συσχετίζει τους διάφορους στεφάνους των μαγισσών, ο Βιργίλιος στα «Βουκολικά» αναφέρει πολύχρωμους μίτους περιδεμένους τρεις φορές σε εικόνα ερωμένου για να τον σαγηνέψουμε.








































Ο Πετρώνιος αναφέρει όμοιες μαγγανείες, όπου δένουμε πολύχρωμο στήμονα στον τράχηλο. Οι Βυζαντινοί αναφέρουν τη χρήση βαμμένης κλωστής κατά της βασκανίας. Στα Ελευσίνια μυστήρια κατά την αρχαιότητα οι νεαροί μύστες φορούσαν κρόκους στο δεξί χέρι και στο πόδι. Πρόκειται λοιπόν για έθιμο πανάρχαιο, ή όμοιο με πανάρχαια έθιμα.








































Το ιδιότυπο αυτό ασπροκόκκινο βραχιολάκι, όταν έφευγε ο Μάρτιος, στην κεντρική Ελλάδα τουλάχιστον το έβγαζαν και το κρεμούσαν στο πιο ψηλό κλαδί των δένδρων που ήταν κοντά στα σπίτια με τις χελιδονοφωλιές, διότι ο Μάρτιος είναι ο μήνας της εαρινής μετανάστευσης πτηνών από την Αφρικανική ήπειρο στην Ελλάδα κυρίως και στα Βαλκάνια κατ’ επέκταση.








































Τα πτηνά αυτά μεταφέρουν συχνότατα ασθένειες των θερμότερων κλιμάτων που με την αυξημένη υγρασία της άνοιξης επωάζονται.








































Στη λαογραφία αναφέρεται πως τα παιδιά πρέπει να σέβονται, να αγαπούν και να μην πειράζουν τα χελιδόνια, επειδή λειτουργούσαν ως «οικόσιτα» πτηνά που έκτιζαν τις φωλιές τους στους τοίχους των σπιτιών, με το σκεπτικό ότι ήταν χρήσιμα αφού εξολόθρευαν τα έντομα, κυρίως κουνούπια, που ήταν βλαβερά για τον άνθρωπο και τα οποία κουνούπια τα ίδια τα χελιδόνια μετέφεραν στο πτίλωμα τους από το ταξίδι τους από την Αφρική. Ο ένας λόγος ήταν εν μέρει αυτός, ο δεύτερος λόγος ήταν ότι οι παλαιότεροι γνώριζαν για τις ασθένειες αυτές και δεν ήθελαν να τις πάθουν τα παιδιά τους.








































Μαζί με τα υγιή χελιδόνια και άλλα πουλιά μεταναστεύουν και ασθενή. Ειδικά το ασθενές χελιδόνι εάν δει κόκκινο χρώμα, το αποφεύγει και δεν πλησιάζει, αντιθέτως το υγιές χελιδόνι μαζεύει την ασπροκόκκινη κλωστίτσα που την βρίσκει στο ψηλό κλαδί του δένδρου και τη μεταφέρει στη φωλιά του για να αποτρέψει την χρήση της από τον ασθενή εισβολέα και να κλωσήσει τα υγιή αυγά του. Για τον λόγο αυτό της υγείας οι παλαιότεροι είχαν σκαρφιστεί την χρησιμότητα των χελιδονιών, κυρίως, και απέτρεπαν τα παιδιά να παίζουν μαζί τους και να πλησιάζουν τις χελιδονοφωλιές.













Έθιμο, όχι μόνο στη χώρα μας








































Ωστόσο δεν είναι μόνο η χώρα μας που έχει αυτό το εθιμο. Μάρτη φοράνε και στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, μία μικρή καρφίτσα που τη λένε Μαρτσισόρ, τη Βόρεια Μακεδονία, την Αλβανία και την Μολδαβία.








































Το έθιμο του Μάρτη γιορτάζεται ίδιο και απαράλλαχτο στην ΠΓΔΜ με την ονομασία Μάρτινκα και στην Αλβανία ως Βερόρε. Οι κάτοικοι των δυο γειτονικών μας χωρών φορούν βραχιόλια από κόκκινη και άσπρη κλωστή για να μην τους «πιάσει» ο ήλιος, τα οποία και βγάζουν στα τέλη του μήνα ή όταν δουν το πρώτο χελιδόνι.








































Άλλοι πάλι δένουν τον Μάρτη σε κάποιο καρποφόρο δέντρο, ώστε να του χαρίσουν ανθοφορία, ενώ μερικοί τον τοποθετούν κάτω από μια πέτρα κι αν την επόμενη ημέρα βρουν δίπλα της ένα σκουλήκι, σημαίνει ότι η υπόλοιπη χρονιά θα είναι πολύ καλή.








































Οι Βούλγαροι, την πρώτη ημέρα του Μάρτη, φορούν στο πέτο τους στολίδια φτιαγμένα από άσπρες και κόκκινες κλωστές που αποκαλούνται Μαρτενίτσα. Σε ορισμένες περιοχές της Βουλγαρίας, οι κάτοικοι τοποθετούν έξω από τα σπίτια τους ένα κομμάτι κόκκινου υφάσματος για να μην τους «κάψει η γιαγιά Μάρτα», που είναι η θηλυκή προσωποποίηση του μήνα Μάρτη.








































Η Μαρτενίτσα λειτουργεί στη συνείδηση του βουλγαρικού λαού σαν φυλαχτό, το οποίο μάλιστα είθισται να προσφέρεται ως δώρο μεταξύ των μελών της οικογένειας, συνοδευόμενο από ευχές για υγεία και ευημερία. Το ασπροκόκκινο στολίδι της 1ης του Μάρτη φέρει στα ρουμανικά την ονομασία Μαρτσισόρ. Η κόκκινη κλωστή συμβολίζει την αγάπη για το ωραίο και η άσπρη την αγνότητα του φυτού χιονόφιλος, που ανθίζει τον Μάρτιο και είναι στενά συνδεδεμένο με αρκετά έθιμα και παραδόσεις της Ρουμανίας.


























































Πηγή : in.gr































Τσικνοπέμπτη
















































































































































Η Τσικνοπέμπτη αποτελεί (αν και πρόκειται για αυθαίρετο συμπέρασμα) την ημέρα που μισούν οι …χορτοφάγοι. Ωστόσο, εκτός από το γεγονός, ότι αφού υπάρχει φαγητό, ποτό και διασκέδαση είμαστε καλυμμένοι, μήπως πρέπει να μάθουμε (αν όχι όλοι, οι περισσότεροι) γιατί γιορτάζουμε την Τσικνοπέμπτη; Τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η μέρα τελικά;


























































1. Η Τσικνοπέμπτη είναι μια ετήσια ως γνωστόν τελετή, που η ιστορία της χάνεται στους αιώνες. Σήμερα, έχει καθιερωθεί ως η ημέρα που τρώμε κρέας.


























































2. Γιορτάζεται 11 ημέρες πριν την Καθαρά ∆ευτέρα, την Πέμπτη της 2ης εβδομάδας της Αποκριάς, γνωστή και ως Κρεατινή.


























































3. Οι άλλες εβδομάδες είναι η Προφωνή και η εβδομάδα της Τυροφάγου.


























































4. Το όνομά της (φυσικά) προέρχεται από τις λέξεις «τσίκνα», η μυρωδιά δηλαδή του καμένου ψημένου κρέατος και την ημέρα Πέμπτη.


























































5. Για τους Ελληνορθόδοξους προμηνύει την έναρξη της Σαρακοστής. Της σαρανταήμερης περιόδου νηστείας πριν από το Πάσχα.


























































6. Βέβαια, παρόμοιες γιορτές με την Τσικνοπέμπτη έχουν ακόμα οι Γερμανοί, την «Weiberfastnacht» και οι Γάλλοι, την «Mardi Gras», δηλαδή τη «Λιπαρή Τρίτη», η οποία ωστόσο αντιστοιχεί στην Ορθόδοξη Καθαρά Δευτέρα. Η «Mardi Gras» γιορτάζεται με ιδιαίτερη χλιδή και σε παλιές γαλλόφωνες περιοχές, όπως είναι η Νέα Ορλεάνη.


























































7. Λέγεται, ότι επιλέχτηκε η Πέμπτη ως ημέρα κρεατοφαγίας, καθώς παραδοσιακά οι ημέρες νηστείας των Ελληνορθόδοξων είναι η Τετάρτη και η Παρασκευή.


























































8. Στη σημερινή εποχή, θεωρείται, ότι η Τσικνοπέμπτη είναι η «επίσημη» ημέρα έναρξης της αποκριάτικης περιόδου.


























































9. Η «Τσικνοπέφτη», όπως είναι επίσης γνωστή, ήταν η μέρα που ετοίμαζαν σε παλαιότερες εποχές, το «παστό». Έβραζαν δηλαδή το λίπος με λίγο νερό και το ράντιζαν ταυτόχρονα (με νερό), πριν το σουρώσουν.


























































10. Μια εβδομάδα πριν από την Τσικνοπέμπτη, ξεκινούσε η διαδικασία της σφαγής των γουρουνιών, τα λεγόμενα «χοιροσφάγια». Γι’ αυτό, η εβδομάδα αυτή ονομαζόταν και σφαγαριά. Κάθε οικογένεια έτρεφε για έναν ολόκληρο χρόνο από ένα γουρούνι, το οποίο κατέληγε …θύμα της αποκριάτικης κρεατοφαγίας.


























































11. Σε όλη την περιφέρεια της Πελοποννήσου, την Τσικνοπέμπτη σφάζουν χοιρινά από τα οποία φτιάχνουν διάφορα άλλα τρόφιμα, μεταξύ των οποίων πηχτή, τσιγαρίδες, λουκάνικα, γουρναλοιφή και παστό.


























































12. Στις Σέρρες πάλι, το έθιμο της Τσικνοπέμπτης επιβάλλει μεγάλες φωτιές, στις οποίες, αφού ψήσουν το κρέας, οι πιο τολμηροί πηδούν ανάμεσα από τις φλόγες. Τα «προξενιά» έρχονται στο τέλος, όπου κάποιος αναλαμβάνει να αναμείξει τα κάρβουνα με ένα ξύλο.


























































13. Λίγο πιο ψηλά, στην Κομοτηνή, πρωταγωνιστής είναι μία κότα, την οποία οι νοικοκυρές σχεδόν καίνε (καψαλίζουν στην ουσία) για να τη φάει η οικογένεια την Κυριακή της Αποκριάς. Η παράδοση μάλιστα αναφέρει, ότι την Τσικνοπέμπτη τα αρραβωνιασμένα ζευγάρια πρέπει να ανταλλάξουν φαγώσιμα δώρα. Ο άντρας πρέπει να στείλει τον «κούρκο», δηλαδή μία κότα και η γυναίκα μπακλαβά και μια κότα γεμιστή.


























































14. Στην Πάτρα από την άλλη, υπάρχει το έθιμο της Κουλούρας. Καθόλου παράδοξο για την ελληνική παράδοση και αυτό το συγκεκριμένο έθιμο έχει να κάνει με τον γάμο. Η «ιστορία» αναφέρει, ότι η Γιαννούλα η Κουλουρού, θεωρούσε, ότι Ναύαρχος Ουίλσων ήταν τόσο τρελά ερωτευμένος μαζί της, που είχε σκοπό να την παντρευτεί. Έτσι, εκείνη ντύνεται νύφη και κατεβαίνει στο λιμάνι να τον υποδεχτεί με τη συνοδεία των συμπατριωτών της, οι οποίο διασκεδάζουν και χορεύουν.


























































15. Τα «Κορφιάτικα Πετεγολέτσια» ή αλλιώς «Κουτσομπολιά» ή «Πέτε Γόλια» είναι μία παράδοση της Τσικνοπέμπτης, που ανήκει στην παλιά πόλη της Κέρκυρας. Η πετεγολέτσα ή πετεγουλιό, σύμφωνα με τους ντόπιους, είναι η προσφιλής, σε πολλούς, συνήθεια του κουτσομπολιού. Στην Κέρκυρα βέβαια, παραδοσιακά πραγματοποιείται με δόξα και καμάρι στην Πιάτσα της πόλης της Κέρκυρας, την Τσικνοπέμπτη το βράδυ. Στην ουσία, στήνεται κάτι σαν «θεατρικό», όπου οι ντόπιοι υποδύονται τους κουτσομπόληδες με σπαρταριστικές ιστορίες.


























































16. Στην Ιο, το βράδυ της Τσικνοπέμπτης μασκαράδες ζωσμένοι με κουδούνια προβάτων διασχίζουν τη Χώρα και επισκέπτονται σπίτια και καταστήματα, ενώ στον Πόρο, η παράδοση επιβάλλει στους νέους να κλέψουν ένα…μακαρόνι, το οποίο θα βάλουν κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν ποια θα παντρευτούν.


























































17. Το ίδιο έθιμο ισχύει και την Ήπειρο, αλλά οι νέοι βάζουν στο μαξιλάρι τις κορδέλες από το παραδοσιακό γαϊτανάκι, οι οποίες κόβονται στον τελευταίο (απογευματινό) χορό την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.


























































18. Πιστοί στο γλέντι που θέλει η Τσικνοπέμπτη, οι κάτοικοι της Σκοπέλου δίνουν ραντεβού κάθε χρόνο στο Πεύκο, για να συνεχίσουν το γλέντι και το φαγοπότι όλοι μαζί.


























































19. Η Νάουσα φημίζεται για την αποκριάτικη παράδοσή της. Με πρωταγωνιστές τους «Γενίτσαρους» και τις «Μπούλες», η Τσικνοπέμπτη για της πόλη σημαίνει ραντεβού στην πλατεία Καρατάσου, με εκδηλώσεις από πολιτιστικούς συλλόγους.


























































20. Μία από τις πιο σύγχρονες παραδόσεις της Τσικνοπέμπτης είναι αυτή του Δήμου Θεσσαλονίκης, ο οποίος τα τελευταία χρόνια, πηγαίνοντας... κόντρα στις απαιτήσεις των κρεατοφαγικών καταχρήσεων, διοργανώνει «Ποδηλατικό Καρναβάλι».


























































Σόφη Ζιώγου






























































































Πηγή: naftemporiki.gr





























































































































































Έθιμα της Αποκριάς από την Άμφισσα


























































Οι θρύλοι για τα «στοιχειά» έχουν μεγάλη διάδοση στην περιοχή. Λέγεται πως τα «στοιχειά» αποτελούν ψυχές σκοτωμένων ανθρώπων ή ζώων που τριγυρίζουν στην περιοχή. Το σπουδαιότερο στοιχειό που είναι συνδεδεμένο με την παράδοση είναι το στοιχειό της «Χάρμαινας».






















Τότε που τα παραμύθια ήτανε ακόμα αλήθεια, ζούσε στην Άμφισσα ένα παλικάρι, ο Κωνσταντής. Ήτανε ένας όμορφος, ψηλός και περήφανος νέος, αλλά πάνω απ’ όλα ειλικρινής και ντόμπρος. Δούλευε στο βυρσοδεψείο του θείου του, στη Χάρμαινα. Μοχθούσε καθημερινά για να βγάλει το ψωμί του, αλλά δεν τον ένοιαζε, ούτε η σκληρή δουλειά, ούτε η φτώχεια. Αγαπούσε την Λενιώ και ήταν ευτυχισμένος.






















Η Λενιώ, ήταν όμορφη, καλοσυνάτη νέα, χωρίς κανένα ψεγάδι πάνω της. Βοηθούσε στ΄ αμπέλια και στα ελαιόδεντρα που είχε ο πατέρας της. Ήταν μοναχοθυγατέρα και ανεκτίμητη για τους γονείς της. Αγαπούσε τον Κωνσταντή και λαχταρούσε να τον συναντήσει, στο Κάστρο της Ωριάς. Οι δύο νέοι ήταν ερωτευμένοι και έπλαθαν όνειρα για το μέλλον τους. Η ζωή απλωνόταν μπροστά τους και τους χαμογελούσε. Πίστευαν ότι τίποτα δεν μπορούσε, να τους αρπάξει την ευτυχία τους.






















Ένα πρωί ο Κωνσταντής φόρτωσε το κάρο του με ολοκαίνουργα δέρματα και έφυγε από την πόλη. Έπρεπε να παραδώσει τα εμπορεύματα και ν΄ αγοράσει εργαλεία, απαραίτητα για την δουλειά του. Περιόδευε από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό για βδομάδες και οι παραγγελίες των δερμάτων ολοένα αυξανόταν. Όλες του οι προσπάθειες, δεν πήγανε στράφι και μετά από κάμποσο καιρό γύρισε στην Άμφισσα μ’ ένα δαχτυλίδι για την αγαπημένη του. Έτρεξε ανυπόμονα στο σπίτι της Λενιώς για να την ζητήσει, από τον πατέρα της, σε γάμο. Πλησιάζοντας τον ‘‘ζώσανε τα φίδια’’, γιατί το σπίτι έστεκε αλλόκοτο. Ήταν αμπαρωμένο και μια σκιά θανάτου πλανιόταν στον αέρα.


























































Έμαθε από τους γείτονες και τον καρδιακό του φίλο Γιάννο, τον απρόσμενο θάνατο της αγαπημένης του. Η Λενιώ, είχε πάει στην Πηγή της Χάρμαινας, για να γεμίσει την στάμνα της δροσερό νερό. Ξαφνικά, χάλασε ο καιρός και άρχισαν να πέφτουν αστραπές και κεραυνοί. Μια καταρρακτώδης βροχή πλημμύρισε τους χωματόδρομους. Άρχισε να σουρουπώνει, ερημιά, ψυχή δεν φαινόταν τριγύρω. Ήταν μόνη της κάτω από τα γέρικα πλατάνια. Ο αέρας φυσούσε με μανία και τίποτα δεν άφηνε όρθιο. Δεν πρόλαβε να φύγει. Ένας κεραυνός τη χτύπησε και σωριάστηκε εκεί, στην πηγή τους, μ’ ένα φρεσκοκομμένο ματσάκι γιασεμί, να ανεμίζει στα μακριά μαλλιά της.






















Οι γονείς της Λενιώς, βουτήχτηκαν σε λύπη βαθιά. Μη μπορώντας ν’ αντέξουν το θάνατο της μονάκριβης θυγατέρας τους, πούλησαν το βιο τους, κακήν κακώς και πήραν των ομματιών τους και έφυγαν από την πόλη.






















Η λύπη και ο πόνος τρύπωσαν στην καρδιά του Κωνσταντή. Ένιωθε ανήμπορος, μπρος στο θάνατο, μετέωρος. Δεν μπόρεσε να αντέξει τον άδικο χαμό της αγαπημένης του και ράγισε η καρδιά του. Την άλλη μέρα, βρήκαν το άψυχο σώμα του κάτω από το Κάστρο της πόλης. Η όψη του ήταν γαλήνια και ένα αχνό χαμόγελο, διαγραφόταν στο πρόσωπό του. Πίστευε ότι η ψυχή του θα ενωνόταν με την αγαπημένη του Λενιώ. Έτσι, θα μπορούσε μα την έχει για πάντα κοντά του, χωρίς να φοβάται ότι θα πάψει να την αγαπάει. Η θρησκεία δεν τον δέχτηκε στην αγκαλιά της και καταδικάστηκε να περιπλανιέται. Από τότε, ο Κωνσταντής στοίχειωσε και καταφεύγει στο λημέρι του, την Πηγή της Χάρμαινας. Μοιρολογεί για τα νιάτα που δεν έζησε, θρηνεί για την αγάπη που έχασε.






















Το Στοιχείο της Χάρμαινας, ήταν ένα ανθρωπόμορφο τέρας, πανύψηλο, με μακρουλά χέρια. Είχε άγριο και φριχτό παρουσιαστικό. Φύλαγε την Πηγή της Χάρμαινας, που δούλευαν οι ταμπάκηδες της πόλης και τους προστάτευε από κάθε κακό και από τ’ άλλα στοιχειά της περιοχής. Γιατί, τους αγαπούσε τους βυρσοδέψες, τους ένιωθε δικούς του ανθρώπους. Κι όταν κάποιος απ’ αυτούς, ήταν ετοιμοθάνατος, τότε γύριζε έξω από το σπίτι του και άρχιζε ένα αξιοθρήνητο ουρλιαχτό πόνου.






















Όταν το έζωνε η μοναξιά, το στοιχειό, έβγαινε από το ησυχαστήριο του και περιφερόταν από σοκάκι σε σοκάκι, βγάζοντας άγριες στριγκλιές και βογκητά. Μαζί με τα ουρλιαχτά ακούγονταν και περίεργοι θόρυβοι και σύρσιμο από αλυσίδες.






















Ακολουθούσε πάντα την ίδια διαδρομή. Περνούσε από το σπίτι της Λενιώς, από το πατρικό του και από τα σπίτια των φίλων του. Τότε ο κόσμος κλειδαμπαρωνόταν στα σπίτια τους και γεμάτοι φόβο, προσεύχονταν στο Θεό να τους φυλάει.






















Στην Άμφισσα τότε, εκτός από το Χαρμαινιώτικο, υπήρχαν και άλλα στοιχειά. Το καθένα από αυτά, προστάτευε κάποια πηγή νερού, κάποια συνοικία, τους αμπελώνες, τα ελαιόδεντρα κα. Πολλές φορές τα στοιχειά συγκρούονταν μεταξύ τους και πάλευαν μερόνυχτα ολόκληρα. Πάντα όμως νικούσε το Χαρμαινιώτικο, γιατί ήταν το πιο δυνατό και έξυπνο. Η πάλη γινόταν στην Χάρμαινα, κάτω από τα πλατάνια και τα πεύκα. Οι Αμφισσιώτες φοβόνταν και δεν ‘‘έβγαζαν μύτη’’ κατά την διάρκεια του αγώνα. Περίμεναν καρτερικά, ώσπου να τελειώσουν όλα και να σταματήσουν οι κραυγές και τα ουρλιαχτά των στοιχειών.






















Μετά από τα τριπλάσια χρόνια της ηλικίας του Κωνσταντή και της Λενιώς μαζί, το Στοιχειό της Χάρμαινας, ησύχασε, καταλάγιασε. Έπαψε να φοβίζει τους ανθρώπους. Φαίνεται, ότι ο Θεός το συγχώρησε.


























































Πολλοί ορκίστηκαν πως είδαν το στοιχειό να τριγυρίζει τη νύχτα σ’ όλη τη συνοικία, να καταλήγει στην πηγή του νερού και να χάνεται. Ακόμη διηγούνται οι πιο παλαιοί πως το στοιχειό της Χάρμαινας έβγαινε κάθε Σάββατο βράδυ, κατέβαινε από της «Κολοκυθούς το Ρέμα» και γύριζε στους δρόμους μουγκρίζοντας και σέρνοντας αλυσίδες.






























































































Το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς αναβιώνει στην Άμφισσα ο θρύλος του «στοιχειού». Από τη συνοικία Χάρμαινα, όπου βρίσκονται τα παλιά Ταμπάκικα (βυρσοδεψεία), και τα σκαλιά του Αη Νικόλα κατεβαίνει το «στοιχειό» και μαζί ακολουθεί πλήθος μεταμφιεσμένων σε νεράιδες, ξωτικά, σκιάχτρα και άλλα αλλόκοτα πλάσματα.


























































Πηγή: amfissa.gov.gr















































































































































































ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
















































































































































ΠΑΤΡΑ, το κορυφαίο Καρναβάλι της Χώρας


























































Το Καρναβάλι της Πάτρας αποτελεί τη σημαντικότερη εκδήλωση της περιοχής, αλλά και μία από τις κορυφαίες της χώρας. Η τελετή έναρξης του καρναβαλιού είναι το ξεκίνημα των εκδηλώσεων και συγχρόνως το προσκλητήριο προς τους Πατρινούς για ενεργό συμμετοχή σε αυτές. Η πρώτη επίσημη εμφάνιση της Βασίλισσας του Καρναβαλιού, η αναχώρηση του Καρναβαλιού από την Αθήνα, η μεταφορά του μηνύματος της έναρξης του Πατρινού Καρναβαλιού από τους σταθμούς που περνά, , ο όρκος του Καρναβαλιστή και η παρουσίαση μέρους του καρναβαλικού διάκοσμου της Πάτρας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της Πατρινής Αποκριάς των τελευταίων χρόνων. Αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένες εκδηλώσεις, όπως: "ΕΙΔΩΜΑΤΑ", "ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΙΑ", "ΦΕΓΓΑΡΙΑ", "BABY RALLY", την Ποδαράτη Νυχτερινή Παρέλαση την παραμονή της τελευταίας Κυριακής και πολλές άλλες παλαιότερες ικανές να σας εντάξουν στο καρναβαλικό κλίμα. Κατά την προτελευταία εβδομάδα διοργανώνεται ένα διαρκές τετραήμερο εκδηλώσεων, που αρχίζουν από την Τσικνοπέμπτη και θεωρούνται η πρώτη μεγάλη κορύφωση των αποκριάτικων εκδηλώσεων. Την τελευταία εβδομάδα έχουμε τη γνωστή κατάληξη των καρναβαλικών εκδηλώσεων με κορυφαίες στιγμές αυτές των δύο παρελάσεων. Η μία γίνεται το Σάββατο και έχει τον χαρακτήρα της νυχτερινής, και η άλλη την Κυριακή το μεσημέρι. Σε αυτές παίρνουν μέρος πάνω από τριάντα χιλιάδες άτομα, τα περισσότερα από τα οποία είναι μέλη των γκρουπ του Κρυμμένου Θησαυρού. Την παρέλαση παρακολουθούν περισσότερα από 300 χιλιάδες άτομα, ενώ επί 48 ώρες περίπου η πρωτεύουσα της Αχαΐας μετατρέπεται σε κέντρο του κεφιού.






























































































ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΙΑ


























































Τα Μπουρμπούλια αποτελούν την παλαιότερη εκδήλωση του Πατρινού Καρναβαλιού, και μαζί με τον Κρυμμένο Θησαυρό, ο οποίος αποτελεί το βασικό μέσο έκφρασης της πλειοψηφίας των κατοίκων της περιοχής, μετέτρεψε τον ανώνυμο καρναβαλιστή σε πρωταγωνιστή του Πατρινού Καρναβαλιού και συνάμα σε κύριο παράγοντα του θεσμού, έχουν ξεπεράσει σε φήμη τα στενά όρια της Πάτρας και της ευρύτερης περιοχής. Η χρονολογία κατά την οποία ξεκίνησε η πραγματοποίηση της συγκεκριμένης εκδήλωσης παραμένει άγνωστη αλλά τοποθετείται μετά το 1872. Τα ήθη της εποχής έπαιξαν τον κυριότερο ρόλο για την καθιέρωση των "ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΙΩΝ". Η ώρα πραγματοποίησής τους, παρείχε τη δυνατότητα στις γυναίκες να μπορούν να απουσιάζουν από το σπίτι με διάφορα προσχήματα. Τα ήθη σήμερα, ουδεμία σχέση έχουν με αυτά που επέβαλαν την καθιέρωση των ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΙΩΝ, ωστόσο εξακολουθεί και σήμερα ακόμη να συγκινεί και να αποτελεί σημείο αναφοράς με το μυστήριο, τη μαγεία και τη διάθεση για ζωντάνια να κυριαρχούν. Διατηρώντας το χαρακτηριστικό ντύσιμο των γυναικών ώστε αυτές να μην αναγνωρίζονται, σε αντίθεση με τους άντρες που απλώς είναι ντυμένοι "αστικά", τα Μπουρμπούλια αναγνωρίζουν την κυριαρχία της γυναίκας σε αυτό το παιχνίδι του καρναβαλικού φλερτ. Το βράδυ της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς, ο Βασιλιάς Καρνάβαλος καλείται να αποχαιρετήσει τους πιστούς του, ανανεώνοντας το ραντεβού του για τον επόμενο χρόνο. Η καθιερωμένη συνάντηση των πληρωμάτων στην κεντρική προβλήτα του λιμανιού, η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων για τον Κρυμμένο Θησαυρό, ο αποχαιρετισμός του Βασιλιά Καρνάβαλου, ο ασταμάτητος χορός και η πανδαισία πυροτεχνημάτων θα παραμένουν αναλλοίωτες εικόνες μέσα στο χρόνο για τους επισκέπτες και μόνιμο σκηνικό που θα συνοδεύει την τελετή έναρξης.






























































































ΜΕΘΩΝΗ, του Κουτρούλη ο γάμος
















































































































































Εδώ αναβιώνει "του Κουτρούλη ο γάμος". Καρναβάλι - γάμος που κρατά από το 14ο αιώνα. Στις μέρες μας, το ζευγάρι των νεόνυμφων είναι δύο άντρες, που μαζί με τους συγγενείς πηγαίνουν στην πλατεία όπου γίνεται ο γάμος με παπά και με κουμπάρο. Διαβάζεται το προικοσύμφωνο και ακολουθεί ένα τρικούβερτο γλέντι.


































































































































Η Αποκριά στην Αρκαδία
















































































































































Η Αποκριά=από+κρέας σημαίνει αποχή από το κρέας. Διαρκεί 3 εβδομάδες. Η 1η εβδομάδα παλαιότερα αναγγελλόταν με τυμπανοκρουσίες και πυροβολισμούς (στην Πάτρα, υπάρχει ο "ντελάλης" που αναγγέλλει την έλευση της Αποκριάς). Η 2η εβδομάδα, η "Κρεατινή" - τρώμε μόνο κρέας (βέβαια, στις μέρες μας, όλες οι βδομάδες είναι..."κρεατινές"!). Σε αυτή τη βδομάδα ανήκει και η Τσικνομέμπτη, μέρα κρεατοφαγίας (μέχρι σκασμού)και οικογενειακής συγκέντρωσης, διασκέδασης. 3η εβδομάδα:"Τυρινή". Κρεατοφαγία τέλος! Τρώμε κυρίως τυρί,αβγά και μακαρόνια. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδος φτιάχνουν το τυροζούμι, ένα ζωμό από άγρια χόρτα και τυριά. Στην Αρκαδία συνοδεύεται από ένα διασκεδαστικό έθιμο: την Κυριακή της Τυρινής μαζεύονται όλοι οι συγγενείς στο σπίτι του γεροντότερου.Aφού καθήσουν στο τραπέζι και κάνουν προσευχή, το...σηκώνουν όλοι μαζί με τα δάχτυλα πάνω-κάτω τρείς φορές και λένε "αγιοζούμι, τυροζούμι -όποιος πιεί και δε γελάσει- ψύλλος δε θα τον δαγκάσει". Και πίνουν χωρίς να γελούν. Ύστερα όμως τρώνε γελώντας με την ψυχή τους... Οι ανύπαντροι παίρνουν κρυφά ένα μακαρόνι, το βάζουν στο μαξιλάρι τους και όποιον/α ονειρευτούν, αυτή/όν θα παντρευτούν! Όταν τελειώσουν το φαγητό, σηκώνουν πάλι το τραπέζι με τα δάχτυλα και ο γεροντότερος ρωτά: -"Φάγατε?" -"Φάγαμε!" -"Ήπιατε?" -"Ήπιαμε!" -"Χορτάσατε? " -"Χορτάσαμε!" -"Πάντα χαρούμενοι νά'στε..." Μερικοί από τους κατοίκους της Αρκαδίας, ιδίως οι γεροντότεροι, γνωρίζουν και κρατούν αυτά τα έθιμα.


































































































































Η Κυρά Σαρακοστή (Αρκαδία)


























































Έθιμο που συναντάται όχι μόνο στην Αρκαδία αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Η γιαγιά μας, μας ζωγράφιζε σε χαρτί την Κυρά Σαρακοστή που είχε τα βλέφαρά της χαμηλωμένα, το στόμα της υπομονετικά κλειστό και τα χέρια της άνετα σταυρωμένα σε στάση προσευχής. Τα πόδια της ήταν επτά που αντιστοιχούσαν σε κάθε μια από τις επτά εβδομάδες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Η γιαγιά κρεμούσε αυτή την ζωγραφιά της κάτω από το εικονοστάσι της. Κάθε Σαββάτο ένα, ένα τα εγγόνα διαδοχικά έκοβαν από ένα πόδι ως ότου έμενε το τελευταίο πόδι της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκείνο, αφού το τύλιγε σε μικρό μπαλάκι, το έβαζε μέσα στο Ψωμί της Ανάστασης και όταν ο πατέρας έκοβε και μοίραζε τις φέτες σε όλα τα παρευρισκόμενα μέλη του Πασχαλινού τραπεζιού ο πιο χαρούμενος ήταν εκείνος που έβρισκε στη φέτα του ψωμιού του το τελευταίο πόδι της Κυράς Σαρακοστής. Το έθιμο της Κυράς Σαρακοστής μερικοί το έχουν κρατήσει μέχρι σήμερα και το χαίρονται πολύ καθώς εναρμονίζεται με την ατμόσφαιρα των ημερών.






























































































Μάνη «χιουροπασπαλά» ή «γουρουνοπασπαλά».
















































































































































Κατά τη Δευτέρα του Τριωδίου μια ομάδα ανδρών ειδικών στη σφαγή των χοίρων περιέρχονται όλα τα σπίτια του χωριού και σφάζει τους χοίρους μόνο, ενώ την υπόλοιπη εργασία για την οριστική τακτοποίηση των κρεάτων αναλαμβάνει η οικογένεια, η οποία από πείρα τα καταφέρνει μια χαρά. Αν ο χοίρος είναι μικρής ηλικίας θα τον «λεχιάσουν», δηλαδή θα του κάνουν αποτρίχωση με καυτό νερό, εάν δε μεγάλος τότε θα τον γδάρουν, θα αλατίσουν καλά το δέρμα του και θα το χρησιμοποιήσουν για την κατασκευή τσαρουχιών, τα οποία είναι πολύ ανθεκτικά, ιδεώδη μπορεί να πει κανείς στο πετρώδες και ανώμαλο έδαφος της Μάνης. Τα εντόσθια, το κεφάλι και τα χονδρά κόκαλα που δεν κάνουν για σύγκλινα, καταναλώνονται στις τρεις αυτές εβδομάδες, γιατί μόλις φθάσει η Καθαρή Δευτέρα κι αρχίσει έτσι η Μ. Σαρακοστή, αρχίζει η μεγάλη νηστεία που θα κρατήσει μέχρι το Πάσχα, πενήντα μέρες δηλαδή. Το υπόλοιπο κρέας θα αλατιστεί καλά για δέκα ημέρες και την Πέμπτη της Κρεατινής εβδομάδας, την Τσικνοπέμπτη θα καπνιστεί. Κατασκευάζουν την κρεμάλα, όπως τη λένε, που μοιάζει με την κρεβατίνα της κληματαριάς και εκεί κρεμούν το κρέας που είναι κομμένο σε στενόμακρες λουρίδες, στις «βασκές». Κάτω από το κρέας καίνε σιγά-σιγά διάφορους μυρωδάτους θάμνους κυρίως φασκομηλιά, κι έτσι προσδίδουν στα σύγκλινα ένα εξαιρετικό άρωμα και αποσμίζουν τελείως αυτό από την ειδική γεύση του χοιρινού κρέατος. Αφού λοιπόν βράσουμε το κρέας και το κάνουμε σύγκλινα θα το βάλουμε σε μικρά κιούπια για να έχωμε τα άρτεμα όλης της χρονιάς ή την αρτεσία αν θέλετε, δηλαδή τη διατηρημένη τροφή, την παστωμένη. Την πρώτη ημέρα της σφαγής του οικιακού χοίρου κάθε οικογένεια θα παρασκευάσει τον Μέλανα Ζωμό, λιγάκι εκσυγχρονισμένο και θα φάει το γνωστό σήμερα με το όνομα «συκοτοπασπαλά», «χιουροπασπαλά» ή «γουρουνοπασπαλά». Σ’ όλες αυτές τις 21 ημέρες θα γίνει φαγοπότι, οινοποσία και μοιρολόγια αντί τραγούδια δίνοντας έτσι μια πιο Δωρική υφή στο γλέντι, μια και στη Μάνη η τοπική ποίηση και το τραγούδι ήταν το μοιρολόι και για τις χαρές και για τις λύπες.






























































































Το Γαΐτανάκι στην Καλαμάτα


























































Κάθε χρόνο στην Κεντρική πλατεία της πόλης της Καλαμάτας, μετά την παρέλαση της Φιλαρμονικής αναβιώνει το «Γαϊτανάκι»! Πρόκειται για ένα χορευτικό δρώμενο και αποτελείται από έξι ζευγάρια χορευτών, γύρω από ένα μεγάλο στύλο που τον στηρίζει ένα μέλος της ομάδας. Στην κορυφή του στύλου είναι πιασμένες αρκετές πολύχρωμες μακριές κορδέλες (γαϊτάνι). Κάθε χορευτής κρατάει από μία και καθώς χορεύουν ο ένας χορευτής περνάει τη μια φορά μέσα και την άλλη από έξω από τον άλλον και έτσι οι κορδέλες πλέκονται πολύχρωμες πάνω στο κοντάρι δημιουργώντας διάφορα χρωματιστά σχέδια. Στην πόλη της Καλαμάτας αναβιώνει επίσης «ο Βλάχικος Γάμος». Η γαμήλια πομπή ξεκινά από τα γραφεία του μορφωτικού συλλόγου, ο οποίος και το διοργανώνει, με παραδοσιακή μουσική και όσοι την ακολουθούν είναι μεταμφιεσμένοι. Η αναβίωση του Βλάχικου γάμου ολοκληρώνεται στην Πλατεία Ανατολικού Κέντρου όπου συναντιούνται όλοι και στήνεται παραδοσιακό λαϊκό γλέντι με χορό και φαγητό. Την Καθαρά Δευτέρα στην παλιά πόλη της Καλαμάτας συνηθίζεται το πέταγμα των αερόστατων. Φτιάχνονται με πολύχρωμες κόλες και στο κάτω ανοιχτό άκρο του τοποθετείται ένα εμποτισμένο με πετρέλαιο στουπί, το οποίο ανάβουν λίγο πριν αφήσουν το αερόστατο για να φύγει στα ουράνια. Ακολουθεί το κυνήγι του από ομάδες παιδιών προκειμένου να το πιάσουν και να το φέρουν πίσω.






























































































Πύλος το έθιμο του Μακαρονά


























































Στην Πύλο υπάρχει το έθιμο του μακαρονά! Οι κάτοικοι φτιάχνουν ένα ομοίωμα ανθρώπου από άχυρα τον οποίο δικάζουν στην πλατεία με την παρουσία δικαστή και ενόρκων, με την κατηγορία ότι έφαγε όλα τα μακαρόνια και οι υπόλοιποι κάτοικοι έμειναν νηστικοί. Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι η καταδίκη του σε θάνατο δια της πυράς. Τα τελευταία χρόνια το έθιμο αυτό έχει σταματήσει να διαδραματίζεται.


























































www.in.gr






















Συλλογή Πληροφοριών: Αθηνά Καβακίδου




















































































































































Έθιμα της Αποκριάς από τον Τύρναβο


























































Στον Τύρναβο της Λάρισας αναβιώνει η γιορτή του φαλλού που συμβολίζει την αναπαραγωγή και τη γονιμότητα. Οι κάτοικοι του Τυρνάβου, την τελευταία Τρίτη, πριν από την Καθαρά Δευτέρα, τιμούν το θεό της βλάστησης και της γονιμότητας πίνοντας, τραγουδώντας, χορεύοντας, κρατώντας ψεύτικους φαλλούς και τρώγοντας το “Μπουρανί”, το μυητικό έδεσμα!






















Το μπουρανί είναι μια αλάδωτη χορτόσουπα από τσουκνίδες και σπανάκι, την οποία φτιάχνουν οι άντρες στο δρόμο και την καταναλώνουν με συνοδεία άσεμνων τραγουδιών και τολμηρών χειρονομιών.






















«Μπουρανί» για τους ντόπιους και «γιορτή του Φαλλού» για τους επισκέπτες είναι το έθιμο που έχει καθιερωθεί στον Τύρναβο, ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στη διονυσιακή λατρεία και γι’ αυτό η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων.






















Καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας στήνεται ένα ξεχωριστό σκηνικό παιχνιδιού, με φαλλικά σύμβολα και τολμηρά πειράγματα από τους «μπουρανίδες».






























































































Έθιμα της Αποκριάς από το Γαλαξίδι


























































Όταν ανοίξει το Τριώδιο, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του Γαλαξιδίου κυκλοφορούν μεταμφιεσμένοι με αποκριάτικα κοστούμια στους δρόμους και στα καταστήματα.






















Στο Γαλαξίδι, την Καθαρή Δευτέρα παίζουν «αλευροπόλεμο». Αυτό το έθιμο διατηρείται από το 1801. Εκείνα τα χρόνια, παρόλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό την τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Αποκριές για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους. Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άντρες. Φορούσαν μάσκες ή απλώς έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο.






















Τον πρώτο λόγο έχει φυσικά το αλεύρι! Γενναιόδωρες ποσότητες αλευριού εκτοξεύονται μεταξύ των καρναβαλιστών, οι οποίοι όπως ορίζει το έθιμο, πρέπει να είναι μουτζουρωμένοι με κάρβουνο στο πρόσωπο.






















Στη συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και η ώχρα. Στο μουντζούρωμα συμμετέχουν όλοι, ανεξαιρέτως ηλικίας.






























































































Έθιμα της Αποκριάς από τη Θήβα


























































Στη περιοχή της Θήβας, την Καθαρά Δευτέρα, γίνεται η αναπαράσταση του «Βλάχικου γάμου». Η πολύχρωμη γαμήλια πομπή και τα παραδοσιακά όργανα που τη συνοδεύουν (πίπιζες, νταούλια κ.ά), αποτελούν το προπομπό της μεγάλης γιορτής που θα στηθεί το βράδυ της τελευταίας Κυριακής των Αποκριών, στην κεντρική πλατεία. Το έθιμο έχει τις ρίζες του στο 1830, τότε που οι τσοπάνηδες (Βλάχοι) από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη, εγκατέλειψαν την άγονη γη τους και αναζήτησαν γονιμότερο έδαφος κάπου νοτιότερα.






















Η γιορτή ξεκινά την Τσικνοπέμπτη, συνεχίζεται την Κυριακή το απόγευμα με το χορό των συμπεθέρων και το προξενιό στην κεντρική πλατεία της πόλης. Την επόμενη γίνονται τα αρραβωνιάσματα του ζευγαριού, η παράδοση των προικιών, το ξύρισμα γαμπρού και το στόλισμα της νύφης.






















Πιο συγκεκριμένα, στον Βλάχικο γάμο, η πρόταση γινόταν προς την οικογένεια της κοπέλας και η οικονομική κατάσταση μαζί με την καταγωγή της αποτελούσαν προϋποθέσεις για την πορεία του προξενιού. Ο αρραβώνας, αποτελούσε ουσιαστικά την ανταλλαγή δώρων, με τους συγγενείς της μελλόνυμφης να προσφέρουν ούζο και τους γονείς του γαμπρού να προσφέρουν ένα λευκό μαντήλι γεμάτο με σταφίδες, λουκούμια και ένα κέρμα. Η προετοιμασία του γάμου ξεκινούσε ένα μήνα πριν, με μάζεμα ξύλων από το δάσος, τα λεγόμενα «κάγκανα» και την προετοιμασία για προζύμι και το ζύμωμα ψωμιού. Την Κυριακή, ημέρα του γάμου, στο πατρικό της νύφης παρουσιάζεται η προίκα της, που αργότερα τακτοποιούνταν για να παραληφθεί από τους συμπεθέρους μαζί με την νύφη. Η νύφη ετοιμαζόταν με τη βοήθεια των φίλων της ενώ ο αδερφός της, τής φορούσε τις γόβες και το πρόσωπό της καλύπτονταν από ένα μαντήλι και δεχόταν επισκέψεις που τις εύχονταν και την κέρναγαν χρήματα. Στο σπίτι του γαμπρού, το πρωί της ίδιας μέρας μαζεύονταν 3 γυναίκες για τον στολισμό 3 κουλούρων. Ακολουθούσε το ξύρισμα του γαμπρού, με τους συγγενείς να τον κερνάνε χρήματα και να του δίνουν ευχές. Έπειτα, ο γαμπρός έφιππος, με συγγενείς και φίλους, ξεκινούσε την γαμήλια πομπή από το σπίτι του με προορισμό το σπίτι της μελλοντικής του γυναίκας. Η άφιξη τους στο σπίτι της νύφης γνωστοποιούνταν με το ρίξιμο τριών πυροβολισμών. Για την παράδοση της νύφης, έπρεπε είτε να προσφέρουν χρήματα, είτε να πιουν μια και έξω το ποτό που τους προσέφεραν. Η νύφη μεταφερόταν τελικά προς την εκκλησία, συνεχίζοντας την γαμήλια πομπή έφιππη.


























































Στις µέρες µας, δύο άντρες υποκρίνονται το ευτυχές ζευγάρι. Η διαδικασία του γάµου ξεκινάει µε το ζευγάρι, συνοδευόµενο από «συγγενείς», να πηγαίνει στην κεντρική πλατεία της πόλης. Όλοι οι άνθρωποι συµµετέχουν και ντύνονται µε παραδοσιακές στολές. Μετά την άφιξη του ζευγαριού, συνοδευόµενο από παραδοσιακή µουσική που παίζεται από παραδοσιακά όργανα, η τελετή του γάµου γίνεται µε έναν «ιερέα» και έναν «κουµπάρο». Η γιορτή συνεχίζεται µε ζωντανή παραδοσιακή µουσική, τραγούδι, τοπικά εδέσµατα και κρασί.


































































































































Έθιμα της Αποκριάς από το Σοχό Θεσσαλονίκης


























































Οι Κουδουνοφόροι Τράγοι και οι μετάνοιες






















Δρώμενο που σχετίζεται με τη γονιμότητα της γης ή και για πολλούς με τον έρωτα, οι «Κουδουνοφόροι Τράγοι» εμφανίζονται μέχρι σήμερα, στο Σοχό στη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για πανάρχαιο έθιμο, που μεταφέρθηκε μέσα στους αιώνες και διασώθηκε αναλλοίωτο. Η κορύφωσή των εκδηλώσεων, γίνεται το τριήμερο πριν από την Καθαρή Δευτέρα, όπου οι συμμετέχοντες με μαύρες γιδοπροβιές, ζωσμένοι με τέσσερα ογκώδη σιδερένια κουδούνια, παρουσιάζονται από παντού, χοροπηδούν και σείουν τα κουδούνια τους ενώ τραγουδούν με γοερή φωνή.


























































Ξεχωριστή θέση έχει και το έθιμο των μετανοιών. Κατά την παράδοση οι μεγαλύτεροι δίνουν άφεση αμαρτιών στους μικρότερους, οι οποίοι με σεβασμό τους επισκέπτονται και τους φιλούν το χέρι, προσφέροντάς τους ένα πορτοκάλι.






























































































Έθιμα της Αποκριάς από τη Δράμα

























































































































Ο Καλόγερος στο Καλαμπάκι Δράμας








































Την Καθαρά Δευτέρα στη Δράμα αναβιώνει ένα από τα πιο σημαντικά δρώμενα του ελληνικού ιστορικού χώρου, που οι ντόπιοι ονομάζουν «Καλόγερο». Οι ρίζες του ανάγονται σε πανάρχαιες τελετές, κατά τις οποίες οι άνθρωποι ζητούσαν από τις ανώτερες δυνάμεις να επενεργήσουν στη βλάστηση και να γονιμοποιήσουν τη γη. Στις μέρες μας, το έθιμο υπενθυμίζει και υπογραμμίζει την εξάρτηση του ανθρώπου από τη φύση. Ο Καλόγερος φορά δέρματα ζώων και μεταμφιέζεται σε ζώο ενώ στη μέση έχει δεμένα κουδούνια, ένα εκ των οποίων είναι σύμβολο γονιμότητας και επισκέπτεται μαζί με άλλους μεταμφιεσμένους όλα τα σπίτια του χωριού. Μετά τις επισκέψεις, ο «Καλόγερος» συνεχίζει με το μιμητικό όργωμα και τη σπορά των χωραφιών του χωριού, ενώ το αποκριάτικο δρώμενο ολοκληρώνεται με τον εικονικό θάνατο και την ανάστασή του.






























































































Έθιμα της Αποκριάς από τις Σέρρες


























































Ένα αντίστοιχο έθιμο μ’ αυτό του καλόγερου της Δράμας συναντάμε και στο χωριό Αγία Ελένη τη Δευτέρα της Τυρινής. Τη γιορτή αυτή αρχίζουν οι Αναστενάρηδες με απόκρυφη μυσταγωγία και συμμετέχουν και οι μίμοι, οι οποίοι συγκροτούν το θίασο: ο Βασιλιάς, το Βασιλόπουλο, ο καπιστράς, ο καλόγερος, η νύφη, η μπάμπω και το εφταμηνίτικο, οι γύφτοι με την αρκούδα και, τέλος, οι Κουρούτζηδες (φύλακες).


























































Αφού ο θίασος του Καλόγερου επισκεφθεί όλα τα σπίτια του χωριού, όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στην πλατεία, όπου γίνεται η προετοιμασία του συμβολικού αγρού για τη σπορά και ακολουθεί η σκηνή του θανάτου και της ανάστασης του πρωταγωνιστή Καλόγερου. Μόλις αναγγελθεί η ανάσταση του πρωταγωνιστή, ο θίασος αρχίζει κυκλικό χορό γύρω από το συμβολικά σπαρμένο χωράφι, με τον Βασιλιά Σπορέα στην κορυφή του χορού. Μετά το χορό ο Αναστενάρης δίνει τις ευχές του και το πλήθος, ευχόμενο «κι από του χρόνου», διαλύεται.


























































Παράλληλα, την Κυριακή της Τυρινής και την Καθαρά Δευτέρα, στο χωριό Φλάμπουρο αναβιώνει το έθιμο του Μπαμπόγερου. Ο Μπαμπόγερος συμβολίζει το καλό και την υγεία. Η εμφάνισή του είναι ξεχωριστή και παράλληλα τρομακτική. Είναι ντυμένος με μαύρα ή καφέ δέρματα αιγοπροβάτων και από τη μέση του κρέμονται διαφορετικού μήκους κουδούνια. Διακρίνονται μόνο τα μάτια του, αφού στο κεφάλι του φοράει ένα μαύρο, τεράστιο μυτερό καπέλο, περίπου τριών μέτρων, στολισμένο με χάντρες, κορδέλες και μαντήλια. Νωρίς το πρωί, ο Μπαμπόγερος, αφού πάρει την ευλογία της μάνας του, κατευθύνεται στην εκκλησία για να πάρει τη χάρη της Αγίας Άννας, της ομώνυμης εκκλησίας του χωριού, ενώ στη συνέχεια επισκέπτεται κάθε σπίτι του χωριού με σκοπό να σκορπίσει το κακό και να φέρει τύχη και υγεία.






















Το έθιμο του Μπαμπόγερου ολοκληρώνεται την Καθαρά Δευτέρα, με ένα μεγάλο γλέντι, που στήνεται στην πλατεία του χωριού, δίνοντας στους επισκέπτες την ευκαιρία να θαυμάσουν τον περίτεχνο και μοναδικό χορό των Μπαμπόγερων, αλλά και την ευκαιρία να δοκιμάσουν νηστίσιμα εδέσματα.






























































































Έθιμα της Αποκριάς από τα Ιωάννινα


























































Οι «τζαμάλες», οι αποκριάτικες φωτιές, θα ανάψουν σε διάφορες συνοικίες της πόλης των Ιωαννίνων το βράδυ της τελευταίας Κυριακής, πριν τη νηστεία της Σαρακοστής. Έθιμο που υπάρχει από τον 19ο αιώνα στα Γιάννενα, αναβιώνει από τη δεκαετία του '80 μέχρι και σήμερα. Οι «τζαμάλες» ζεσταίνουν από την παγωνιά της περιοχής, ενώ με το άναμμα της πρώτης σπίθας… δίνεται το σύνθημα να ξεκινήσει η μεγάλη γιορτή. Οι μεταμφιεσμένοι χορεύουν σε διπλές και τριπλές σειρές γύρω τους. Οι εκδηλώσεις του Καρναβαλιού κορυφώνονται στην κεντρική πλατεία των Ιωαννίνων, όπου στήνεται και το περίφημο γαϊτανάκι.






































































































































































Έθιμα της Αποκριάς από την Καστοριά


























































Οι Μπουμπούνες και ο Χάσκαρης της Καστοριάς!






















Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, στις πλατείες της Καστοριάς και στα χωριά στήνονται μεγάλες φωτιές, τηρώντας ένα προχριστιανικό έθιμο που ακούει στο όνομα Μπουμπούνες.






















Οι μεγαλύτερες μπουμπούνες είναι της πλατείας Ντουλτσού, της γειτονιάς του Απόζαρι, της πλατείας Ομονοίας και της γειτονιάς του παλαιού Νοσοκομείου. Γύρω από την αναμμένη μπουμπούνα, οι παρευρισκόμενοι πίνουν και γεύονται εδέσματα της μέρας της Αποκριάς, που καταναλώνονται εν όψει της Καθαράς Δευτέρας. Λαϊκές ορχήστρες παίζουν τοπικούς παραδοσιακούς σκοπούς και ακολουθεί χορός μέχρι να σβήσει η μπουμπούνα και να πάρει μαζί της τα κακά πνεύματα, ώστε ο εξαγνισμός της Σαρακοστής να ξεκινήσει χωρίς αυτά.


























































Στα σπίτια, οι νοικοκυραίοι τηρούν το έθιμο του “Χάσκαρη”. Είναι ένα συμβολικό έθιμο που πραγματοποιείται στα σπίτια της Καστοριάς επίσης την τελευταία Κυριακή της αποκριάς. Μετά το βραδινό φαγητό διασκεδάζουν όλοι με τις προσπάθειες που καταβάλουν όλα τα μέλη της οικογένειας για να “πιάσουν” με το στόμα ολάνοιχτο το βρασμένο αυγό που τους προσφέρεται με τη βοήθεια ενός ξύλινου ραβδιού και μιας κλωστής στην οποία δένεται το αυγό. Όποιος καταφέρει να αρπάξει πρώτος το αυγό κερδίζει. Ο συμβολισμός του Χάσκαρη έχει να κάνει με τη σαρακοστή. Με αυγό κλείνει το στόμα για την νηστεία, με αυγό ανοίγει ξανά το βράδυ της Ανάστασης.


































































































































Έθιμα της Αποκριάς από την Κοζάνη


























































Ο “Φανός” της Κοζάνης






















Η κοζανίτικη Αποκριά είναι το πιο γνήσιο, λαϊκό και αυθεντικό έθιμο της πόλης. Ένα ζωντανό έθιμο που στηρίζεται στην αυθόρμητη συμμετοχή των κατοίκων, αναβιώνοντας μια παράδοση, οι ρίζες της οποίας χάνονται στα βάθη του χρόνου. Γλέντι και ξεφάντωμα με φαγητό, κρασί, χορό, τραγούδι και αθυροστομία χωρίς όρια είναι τα χαρακτηριστικά των εκδηλώσεων.


























































Ο Φανός, ο συμβολικός «βωμός» της αποκριάτικης εορταστικής φωτιάς, ανάβει εδώ και πολλούς αιώνες στην Κοζάνη. Ανεξαρτήτως από τις έριδες ως προς την καταγωγή του, το συγκεκριμένο έθιμο, δίνει έναν πανηγυρικό τόνο στην πόλη. «Οι Φανοί» είναι μεγάλες φωτιές που ανάβουν στις διάφορες γειτονιές της Κοζάνης και οι ντόπιοι τραγουδούν αποκριάτικα τραγούδια (στο τοπικό ιδίωμα), που σατιρίζουν καταστάσεις και πρόσωπα. Οι φωτιές συμβολίζουν τον εξαγνισμό, τη λατρεία της φύσης που ανανεώνεται και ξαναγεννιέται σηματοδοτώντας το καλωσόρισμα της άνοιξης και την έναρξη της καρποφορίας της γης.


























































Ο Φανός ανάβει κατά τις 8 το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς, κι αμέσως ξεκινούν το τραγούδι κι ο χορός γύρω του. Το κέφι αρχίζει να ανεβαίνει σιγά-σιγά και, καθώς το κρασί και οι παραδοσιακές κοζανίτικες πίτες -τα γνωστά «κιχί»- κυκλοφορούν και ζεσταίνουν πνεύμα και πόδια, οι κύκλοι γύρω απ' το βωμό μεγαλώνουν και πληθαίνουν. Τα τραγούδια διαδέχονται το ένα το άλλο, άλλοτε γρήγορα και πολυφωνικά, και άλλοτε βαριά, μονότονα, σε χρόνο αργό και συρτό. Ακούγονται τραγούδια της αγάπης και του έρωτα, και ορισμένα εμπνευσμένα από τα κατορθώματα των κλεφτών κατά την Επανάσταση. Επίσης άλλα τραγούδια που είναι σκωπτικά και διακωμωδούν άνδρες και γυναίκες και μερικά που είναι μόνο για μεγάλους τα λεγόμενα ‘’ξινέντροπα’’ όπως τα λένε στην Κοζάνη. Είναι πολύ αθυρόστομα και τραγουδιούνται αργά το βράδυ, «τις ώρες δηλαδή που τα παλιά τα χρόνια οι γυναίκες με τα παιδιά επέστρεφαν στα σπίτια τους».


























































Στο τραγούδι των φανών κυρίαρχος είναι ο ρόλος του κορυφαίου τραγουδιστή, ο οποίος τραγουδά συγκεκριμένα τραγούδια που λέγονται μόνο στο εορταστικό δωδεκαήμερο και την Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς. Οι παρευρισκόμενοι σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω από τη φωτιά και τον κορυφαίο τραγουδιστή και με ρυθμικό τρόπο επαναλαμβάνουν τα λόγια του υπό το χτύπημα των χεριών τους.


























































Την Κυριακή της Αποκριάς ανάβουν ταυτόχρονα και οι δεκαπέντε φανοί της πόλης με τον δήμαρχο να δίνει το έναυσμα της γιορτής με το άναμμα του φανού στην κεντρική πλατεία όπου ο ίδιος υπό τους ήχους των πνευστών και χάλκινων θα χορέψει και τον πιο γνωστό αποκριάτικο σκοπό της περιοχής τον περίφημο «Έντεκα». Σε ότι αφορά την καταγωγή του εθίμου, πολλοί μελετητές της λαογραφίας υποστηρίζουν την άμεση σύνδεσή του με τις αρχαίες διονυσιακές γιορτές, και τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια.


























































Οι αλλαγές που έχει υποστεί το έθιμο κατά την διάρκεια του χρόνου του έχει προσδώσει περισσότερη αίγλη και έχει αγαπηθεί από χιλιάδες επισκέπτες που φθάνουν στην Κοζάνη έστω για μια φορά να τραγουδήσουν τα ερωτικά και τα «βρώμικα» τραγούδια των φανών και να χορέψουν υπό τους ήχους των χάλκινων γύρω από την φωτιά.

































































































































































































ΈΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΘΡΑΚΗ






























































































Ξάνθη






























































































Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, στην Ξάνθη, αναβιώνει κάθε χρόνο από τους κατοίκους του συνοικισμού, ο οποίος βρίσκεται στη γέφυρα του ποταμού Κόσυνθου, το «κάψιμο του Τζάρου». Ο Τζάρος ή Τζάρους, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, πρόκειται για ένα κατασκευασμένο ανθρώπινο ομοίωμα, τοποθετημένο πάνω σε πουρνάρια, που καίγεται και «ξορκίζει το κακό». Σε αυτή την περίπτωση, το κακό είναι… η απομάκρυνση των ψύλλων το καλοκαίρι. Η ονομασία «Τζάρος» προήλθε από τον ιδιόρρυθμο ήχο που δημιουργούσε η καύση του θάμνου «τζ,τζ,τζ…». Το έθιμο έφεραν οι πρόσφυγες από το Σαμακόβ της Ανατολικής Θράκης. Μετά το «κάψιμο του Τζάρου», ακολουθεί ένα φαντασμαγορικό θέαμα με πυροτεχνήματα και γλέντι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.




















































































































































Διδυμότειχο






























































































Στα χρόνια της τουρκοκρατίας σε πολλές περιοχές της Ελλάδας υπήρχαν πολλοί Τούρκοι. Κάποιοι από αυτούς είχαν μεγάλες περιουσίες και οι κάτοικοι τους ονόμαζαν «Μπέηδες». Ο Μπέης εκείνη την εποχή ζούσε όπως ένας Αγάς. Είχε πάντα στο σπίτι του, την καλύτερη κοπέλα του χωριού, το γιατρό του, τη νοσοκόμα, τους σωματοφύλακές του και κάποιον έμπιστο δικαστικό για να τιμωρεί τους παραβάτες. Οι συνθήκες εκείνης της εποχής ήταν πάρα πολύ δύσκολες και για να επιβιώσει κανείς, πήγαινε και δούλευε στις δουλειές του Μπέη για ένα κομμάτι ψωμί. Πολλοί από τους κατοίκους του χωριού αντιδρούσαν σ’ όλη αυτή την εκμετάλλευση οπότε και ξεσηκώθηκαν να διαμαρτυρηθούν να σταματήσει αυτό το καθεστώς που επικρατούσε, πράγμα που το κατάφεραν.








































Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στους Έλληνες να συγκεντρώνονται και να μιλάνε ελεύθερα. Μετά από προσπάθειες, τους επέτρεπαν να συγκεντρώνονται την Αποκριά, να μιλούν ελεύθερα και να λύνουν τα προβλήματά τους. Σιγά-σιγά μπορούσαν να σατιρίζουν τους Τούρκους και να τους πειράζουν, μόνο εκείνη τη μέρα. Το έθιμο συνεχίστηκε, και μετά την απελευθέρωση γινόταν σαν γιορτή για την απελευθέρωση από την εκμετάλλευση των Τούρκων. Κράτησε, και με τα χρόνια αύξησε το σατιρικό και περιπαικτικό χαρακτήρα του.








































Το έθιμο του «Μπέη», περιέχει διονυσιακά στοιχεία και έχει σατιρικό χαρακτήρα. Ο Μπέης είναι ώριμος άντρας με μουστάκι, ντυμένος με «γούνα», βαμμένος με κοκκινάδι, πολλά στολίδια, φέσι, μπότες και φέρει μαζί του ραβδί, πιστόλια και ναργιλέ. Φυσικά δεν είναι μόνος του, έχει και τη συνοδεία του. Προηγείται όλων ο τελάλης, ακολουθεί η φρουρά του Μπέη, έπειτα ο ίδιος, οι αυλικοί και οι γεωργοί. Το ντύσιμο σχεδόν όλων των προσώπων βασίζεται σε ρούχα παλαιότερων εποχών και στον αυτοσχεδιασμό. Αφού τελειώσει η «γύρα» του μπέη, γίνεται αναπαράσταση των τοπικών εργασιών (όργωμα, θερισμός) από τους γεωργούς. Ακολουθεί γαϊδουροδρομία και ρωμαϊκή πάλη. Μετά την ολοκλήρωση της ρωμαϊκής πάλης, ο κόσμος μαζεύεται στις ταβέρνες και μαζί με το προσωπικό του Μπέη πίνει και διασκεδάζει με παραδοσιακά όργανα της περιοχής.






























































































Το έθιμο του Αράπη στο χωριό Δορίσκος.






























































































Το έθιμο του Αράπη αναβιώνει στο χωριό Δορίσκος του ‪Έβρου. Το έθιμο έχει τις ρίζες του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και συμβολίζει τον φοροεισπράκτορα της εποχής που κατόπιν εντολής του Μπέη της περιοχής γύριζε από χωριό σε χωριό με τη συνοδεία του για να μαζέψει φόρους.











































































































































Το μάζεμα των φόρων γινόταν συχνά με την απειλή των όπλων ενώ γι' αυτούς που δεν είχαν να πληρώσουν μπορεί να σήμαινε ακόμη και την αρπαγή της κόρης τους για χαρέμι. Το έθιμο φτάνει σε εμάς τόσους αιώνες μετά από γενιά σε γενιά και αναβιώνει κάθε χρόνο.


























































Έτσι λοιπόν την Δευτέρα πριν την Καθαρά Δευτέρα το πρωί κάποιος χωριανός ντύνεται Αράπης και κάποιος Καντίνα, γυναίκα δηλαδή που συμβολίζει την σκλάβα. Ο Αράπης βάφεται μαύρος βάζει καμπούρα κρεμάει κουδούνια και μία πλεξούδα σκόρδα για το "μάτι", κουβαλάει ένα ξύλινο σπαθί και ένα ξύλινο ομοίωμα πέους. Γίνεται δηλαδή σωματώδης και άσχημος και αν παρ' όλα αυτά το παρουσιαστικό του δεν αρκεί να προκαλέσει φόβο έχει τα κουδούνια του και τα ξύλινα ομοιώματά του.








































Ο Αράπης με την Καντίνα με την συνοδεία του που την αποτελούν οι νέοι του χωριού και με γκάιντα ή κλαρίνο και νταούλι βγαίνουν στο κέντρο του χωριού μπαίνουν στα καφενεία και με ήχους παραδοσιακής μουσικής με γέλια και πειράγματα γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι.








































Η είσπραξη των φόρων αρχίζει. Κάθε νοικοκύρης οφείλει να συνεισφέρει χρήματα στον κουμπαρά ή αυγά ή οτι αυτός κρίνει, για αντάλλαγμα δέχεται το άγγιγμα του σπαθιού στο λαιμό.












































































Αυτό σήμαινε ότι ο καινούριος χρόνος θα του χαρίσει υγεία για το σπιτικό και τα ζώα του και καλή σοδειά για τα σπαρτά του.

















































Όταν μαζευτούν οι "φόροι" απ' όλα τα σπίτια το μάζεμα συνεχίζεται στην πλατεία του χωριού απ' όλους τους περαστικούς.


























































Τότε όλο το χωριό συγκεντρώνεται στην πλατεία για χορό και φαγοπότι. Κατά την διάρκεια του γλεντιού ο Αράπης προσέχει την "κλεμμένη" Καντίνα του καθώς νεαροί και μεγαλύτεροι προσπαθούν να την πάρουν πίσω οπότε αρχίζει και ένα τρελό κυνηγητό.



























































































































































































































































































Γαϊτανάκι!












































































































Από τα πιο γνωστά πανελλαδικά έθιμα, που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, είναι το γαϊτανάκι. Το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της απόκριας.


























































Πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου της Μ. Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα, αφού η δεξιοτεχνία των χορευτών και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο.


























































Δεκατρία άτομα χρειάζονται γι’ αυτόν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου κρέμονται 12 μακριές κορδέλες, διαφορετικού χρώματος η καθεμιά. Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο. Οι υπόλοιποι δώδεκα χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν σε ζευγάρια. Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι πλέκουν τις κορδέλες πάνω του δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς. Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν στο στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.


























































Πιθανόν ο κυκλικός αυτός χορός να υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από τη χαρά στη λύπη, από το χειμώνα στην άνοιξη, από τη ζωή στο θάνατο και το αντίθετο.















































































































































































Τριώδιο και ονομασίες των εβδομάδων
















































































































































Οι μεγάλες Απόκριες συνδέονται με την τελευταία περίοδο κρεατοφαγίας και διασκέδασης, προτού αρχίσει η μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής. Στο διάστημα αυτό και για επτά ολόκληρες εβδομάδες δε γίνονται ούτε γάμοι ούτε γλέντια, ούτε πανηγύρια. Έτσι οι Απόκριες είναι η ευχάριστη παρένθεση ανάμεσα στο Δωδεκαήμερο και τη Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτή η περίοδος που κρατάει τρεις εβδομάδες ονομάζεται Τριώδιο.

























































































































Η πρώτη εβδομάδα ονομάζεται “Προφωνή” ή “Προφωνέσιμη”, επειδή παλιά προφωνούσαν, δηλαδή ανακοίνωναν ότι άρχιζαν οι Απόκριες και κάθε οικογένεια έπρεπε να φροντίσει για τις προμήθειές της. Λέγεται και “Αμολλητή” ή “Απολυτή”, γιατί τότε απολύονται οι ψυχές των πεθαμένων και πάνε στον Πάνω Κόσμο.











































































































































Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται “Κρεατινή”, γιατί είναι η τελευταία εβδομάδα που τρώνε κρέας. Ειδικά την Πέμπτη αυτής της εβδομάδας, τη λεγόμενη “Τσικνοπέμπτη”, σε όλα τα σπίτια ψήνουν κρέας και η μυρωδιά του ψητού (τσίκνα) πλημμυρίζει τις γειτονιές.








































Το Σάββατο όμως της Κρεατινής και τα δύο επόμενα Σάββατα, αντίθετα με την Πέμπτη που είναι μέρα χαράς, είναι αφιερωμένα στη μνήμη των νεκρών (Ψυχοσάββατα). Σύμφωνα με την παράδοση οι συγγενείς επισκέπτονται τα μνήματα και μοιράζουν κόλλυβα.

























































































































Η τρίτη εβδομάδα ονομάζεται “Τυρινή” ή “Τυροφάγου” και “Μακαρονού”. Κατά τη διάρκειά της επιτρέπεται να τρώνε μόνο γαλακτοκομικά, κυρίως το τυρί συνοδευόμενο με μακαρόνια.











































































































































Την επόμενη μέρα, την Καθαρά Δευτέρα, αρχίζει πλέον η ψυχική και σωματική προετοιμασία για το Πάσχα.




















































































































































Καθαρά Δευτέρα


























































Η Καθαρά Δευτέρα ονομάστηκε έτσι επειδή οι χριστιανοί «καθαρίζονται» σωματικά και πνευματικά.


























































Τη μέρα αυτή σταματά κάθε κατανάλωση φαγητού και ξεκινά μια νηστεία 40 ημερών, όσες δηλαδή και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο.


























































Κούλουμα ονομάζεται η μαζική έξοδος του κόσμου στην εξοχή για να γιορτάσουν την Καθαρά Δευτέρα και να πετάξουν χαρταετό, έθιμο μεταγενέστερο.


























































Για την ετυμολογία της λέξης υπάρχουν πολλές εκδοχές. Ο Ν. Πολίτης, πατέρας της ελληνικής λαογραφίας, θεωρεί ότι η λέξη προέρχεται από το λατινικό Cumulus (κόλουμους) που σημαίνει σωρός, αφθονία, αλλά και το τέλος. Εκφράζει δηλαδή το τέλος της Αποκριάς.


























































Σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή, προέρχεεται από μια άλλη λατινική λέξη, τη λέξη «κόλουμνα» δηλαδή «κολόνα». Πιθανόν γιατί το πρώτο γλέντι Καθαράς Δευτέρας έγινε στους Στύλους του Ολυμπίου Διός.







































































































Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας την Καθαρά Δευτέρα “καθαρίζουν” ό,τι απέμεινε από τα μη νηστίσιμα φαγητά της Αποκριάς. Σε άλλα μέρη, όπως στην Ήπειρο, οι νοικοκυρές καθαρίζουν τις κατσαρόλες και όλα τα χάλκινα σκεύη με σταχτόνερο μέχρι ν’ αστράψουν και βάφουν άσπρα τα πεζοδρόμια.


























































Την Καθαρά Δευτέρα συνηθίζεται να τρώγεται λαγάνα (άζυμο ψωμί που παρασκευάζεται μόνο εκείνη τη μέρα), ταραμάς και άλλα νηστήσιμα φαγώσιμα, κυρίως λαχανικά, όπως και φασολάδα χωρίς λάδι.

































































































































































































Ήθη και έθιμα της Αποκριάς





















































































Αποκριά σημαίνει αποχή από το κρέας -προετοιμάζει τον άνθρωπο ψυχικά και σωματικά για την περίοδο του Πάσχα και την Ανάσταση. Στα λατινικά ταυτίζεται με το καρναβάλι, καθώς αυτή η λέξη προέρχεται από το carne, που σημαίνει “κρέας”, και το ρήμα vale, που σημαίνει “περνώ”.

























































































































Η περίοδος της Αποκριάς θεωρείται κατεξοχήν περίοδος εκτόνωσης, μια περίοδος κατά την οποία ο άνθρωπος ξεφεύγει από την καθημερινότητά του και εξωτερικεύει τα πάθη του με τη βοήθεια της μεταμφίεσης.











































































































































Παλαιότερα το καρναβάλι γινόταν παντού στην Ελλάδα, με μασκαράτες ομαδικές, χορούς, γλέντια, σάτιρα και διάφορα ιδιαίτερα έθιμα σε κάθε μέρος. Ήταν ευκαιρία για ξεφάντωμα, κρασί και χίλια δυο πειράγματα.












































































Μεγαλύτερα κέντρα του αποκριάτικου ξεφαντώματος ήταν, όπως και σήμερα, η Πάτρα με το περιβόητο πατρινό καρναβάλι, που έχει τις ρίζες του στις αρχές του 19ου αιώνα, η Πλάκα στην Αθήνα, η Θήβα με τον περίφημο “βλάχικο γάμο”, η Κοζάνη με τους ωραίους φανούς της, υπαίθρια γλέντια γύρω από φωτιές σε διάφορες γειτονιές της.


























































Από την Κρήτη μέχρι τις Σέρρες, από τη Λέρο μέχρι την Ξάνθη κι από την Κέρκυρα μέχρι την Λάρισα, γνωστά ή άγνωστα αποκριάτικά έθιμα αναβιώνουν μέχρι σήμερα, κρατώντας ζωντανή την ελληνική παράδοση.


























































Μπορεί για τους περισσότερους οι Απόκριες να συνδέονται με τα μεγάλα καρναβάλια, τις παρελάσεις μεταμφιεσμένων ή τους ξέφρενους χορούς. Σε αρκετούς όμως νομούς και γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας, σώζονται έθιμα και παραδόσεις που μεταφέρονται αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά μέχρι και τις μέρες μας.


























































Διονυσιακού χαρακτήρα, αρχαιοελληνικής προέλευσης, με παγανιστικές επιρροές, τις περισσότερες φορές έντονα σκωπτικά και με σατυρική διάθεση, τα αποκριάτικα έθιμα ανά την Ελλάδα, συνδέονται άλλοτε με την ιστορία και τους θρύλους της περιοχής και άλλοτε πάλι αποτελούν απλώς μια αφορμή διαφυγής από την καθημερινότητα.


























































Η προετοιμασία σε αρκετές περιπτώσεις ξεκινάει μόλις ανοίγει το Τριώδιο, ενώ κορυφώνεται πάντοτε την τελευταία Κυριακή των Αποκριών, όπου σε κάθε περιοχή στήνεται μεγάλο γλέντι που διαρκεί μέχρι το πρωί της Καθαρής Δευτέρας.


























































Με βαθειές ρίζες στην ελληνική παράδοση, οι απόκριες προέρχονται απο τη περιοχή της Θράκης και αποδίδονται στη λατρεία του Θεού Διονύσου, που στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο Θεός του κρασιού, του κεφιού, της ζωής και της αναπαραγωγής.


























































Ο Διόνυσος σύμφωνα με τη παράδοση, είχε μαζί του τους Σάτυρους και τους Σελινούς, οι οποίοι έβαζαν στα κεφάλια τους στεφάνι απο κισσό, φόραγαν μάσκες και ντύνονταν με δέρματα ζώων. Κατα τις λατρευτικές τελετές που διοργανώνονταν προς τιμήν του, οι λάτρεις του ζαλισμένοι απο το κρασί χυδαιολογούσαν, θορυβούσαν και χόρευαν. Οι Διονυσιακές γιορτές συμβόλιζαν την εποχή που η γη ξυπνά απο τη χειμερία νάρκη και αναγεννάται, γι αυτό τελούνταν κατά το τέλος του χειμώνα με σκοπό να σηματοδοτήσουν τον ερχομό της άνοιξης.


























































Μια φορά τον χρόνο, τα καρναβάλια συµβαίνουν σε πολλές πόλεις και χωριά της χώρας µας. Στην πραγµατικότητα η αποκριά, που ονομάζεται και Τριώδιο, διαρκεί τρεις εβδοµάδες ξεκινώντας 60 µέρες πριν το Πάσχα.


























































Η ονομασία «Τριώδιο» προέρχεται από τις «τρεις ωδές» του Ευαγγελίου της Ορθοδοξίας. Το «Τριώδιο» αρχίζει την Κυριακή του «Τελώνη και Φαρισαίου», συνεχίζει με την Κυριακή του «Ασώτου Υιού», την Κυριακή της «Απόκρεω» και ολοκληρώνεται την Κυριακή της «Τυρινής» ή «Τυροφάγου».


























































Η επόμενη είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής και ξεκινάει η νηστεία, η οποία διαρκεί 40 ημέρες. Οι χριστιανοί ονόμασαν την μέρα αυτή «Καθαρά Δευτέρα», γιατί με την έναρξη της νηστείας θεωρούσαν ότι ξεκίναγε η «κάθαρση» του σώματος και του πνεύματος.


























































Κατά την διάρκεια αυτών των ηµερών, γιορτές και εκδηλώσεις οργανώνονται παντού και οι άνθρωποι διασκεδάζουν πολύ, και κυρίως τα παιδιά. Οι μικροί και μεγάλοι µεταµφιέζονται µε αστεία κουστούµια, χορεύουν, τραγουδούν και παρακολουθούν παρελάσεις καρνάβαλων, καθώς και άλλες δραστηριότητες που οργανώνονται από τους δήµους όλων σχεδόν των πόλεων της Ελλάδας.


























































Η Κυριακή της Αποκριάς είναι η µέρα της Παρέλασης των Καρνάβαλων. Η παρέλαση αποτελείται από οµάδες µεταµφιεσµένων ανθρώπων, χορευτών και αρµάτων. Το θέµα κάθε άρµατος είναι διαφορετικό, ενώ τα περισσότερα διακωµωδούν µε οµοιοκατάληκτες στροφές τις καταστάσεις και τα γεγονότα, παριστάνοντας πολιτικούς καθώς και την ζωή της ελληνικής κοινωνίας εν γένει αλλά και διεθνή γεγονότα.


























































Αργότερα το απόγευµα οι άνθρωποι θα µαζευτούν στην κεντρική πλατεία για φαγητό, ποτό και χορό. Αυτό σηματοδοτεί και το τέλος της παρέλασης. Το τελευταίο γεγονός θα είναι το κάψιµο το Βασιλιά Καρνάβαλου σε µια µεγάλη φωτιά όπου όλοι θα χορεύουν γύρω της. Κάποιες φορές υπάρχουν απλές φωτιές που ονοµάζονται «φάνι», και οι άνθρωποι τραγουδούν σατυρικά τραγούδια και χορεύουν παραδοσιακούς χορούς.


























































Καρναβάλι σημαίνει χορός, ποτό, μασκάρεμα, σάτιρα, γλέντι και ξεφάντωμα. Όπου κι αν βρίσκεται κανείς στην Ελλάδα αυτή την εποχή το συναντά. Παρά το υπερθέαμα που προσφέρει, η τήρηση των εθίμων της κάθε περιοχής είναι εκείνη που το καθιστά περισσότερο ενδιαφέρον, με την εμφάνιση λαογραφικών στοιχείων να είναι πρόδηλη σε κάθε γωνιά της χώρας. Οι μεγαλύτερες εστίες του συναντούνται στη Πάτρα με το φημισμένο Πατρινό καρναβάλι, στη Ξάνθη με το Ξανθιώτικο καρναβάλι που αποτελεί πόλο έλξης ως το μεγαλύτερο καρναβάλι το Βαλκανίων, στη Πλάκα των Αθηνών και στη Θήβα με τον ξακουστό «βλάχικο» γάμο της, έθιμο που τελείται ακόμα και σήμερα.


























































Το κύριο γνώρισμα των Αποκριών είναι οι μεταμφιέσεις τις οποίες συναντάμε σε ολόκληρη την Ελλάδα, καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το όνομα των μεταμφιεσμένων διαφέρει από τόπο σε τόπο: κουδουνάτοι, καμουζέλες, μούσκαροι αλλά το κοινότερο είναι μασκαράδες και καρνάβαλοι που προέρχεται από τις ιταλικές λέξεις maschera και carnevale.


























































Στην Ελλάδα υπάρχει πληθώρα εθίμων που διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή.


























































Τις επόμενες μέρες θα γνωρίσουμε κάποια από αυτά.






























































































Πηγές: tralala.gr, blogs.sch.gr, tovima.gr, clickatlife.gr
























































































































































































Ο ΜΗΝΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ






































































































































































































Ο ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ ΣΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ


































































































































Το όνομα Φεβρουάριος προέρχεται από το λατινικό februare που σημαίνει καθαρίζω, εξαγνίζω. Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα ονόματα δύο ρωμαϊκών θεοτήτων που λατρεύονταν αυτό τον μήνα: της Februa και του Februs. Η Φεβρούα ήταν η θεά που επόπτευε τους καθαρμούς και τους εξαγνισμούς και ο Φέβρουος ο θεός των νεκρών, κάτι το αντίστοιχο με τον Πλούτωνα των αρχαίων Ελλήνων. Η λατρεία των νεκρών συνδέεται άμεσα με τις καθαρτήριες τελετές, αφού ότι έχει σχέση με τον θάνατο θεωρείται μολυσμένο και πρέπει να καθαίρεται, να καθαρίζεται.


































































































































Ο Φεβρουάριος είναι ο πιο μικρός μήνας του χρόνου: έχει 28 μόνο ημέρες. Κάθε τέσσερα χρόνια, όμως, παίρνει και μια ακόμη μέρα, την 29η, τότε το έτος λέγεται δίσεχτο και θεωρείται κακότυχο:


























































Σαν έρθουν χρόνοι δίσεχτοι και μήνες οργισμένοι λέει το τραγούδι. Όταν το έτος είναι δίσεχτο, ούτε αμπέλια πρέπει να φυτεύονται, πιστεύει ο λαός, ούτε σπίτια να θεμελιώνονται, ούτε γάμοι να γίνονται, γιατί θα ατυχήσουν.






























































































Η ιδιαιτερότητα (μήνας εξαγνισμού) αυτή δίνει την αφορμή να λεχθεί κι εδώ ότι για ένα μεγάλο διάστημα θεωρούνταν ο τελευταίος μήνας του έτους μια και η προσθήκη των δύο τούτων νεότερων μηνών, δηλ του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου στο ρωμαϊκό δεκάμηνο πιστεύεται ότι καταρχήν έγινε μετά τον δέκατο μήνα, τον Δεκέμβριο. Πολύ αργότερα ο Φεβρουάριος ονομάστηκε δεύτερος μήνας της χρονιάς, οπότε κι όλοι οι υπόλοιποι μήνες μεταπήδησαν δύο επιπλέον θέσεις από την αρχική τους τοποθέτηση.


























































Λόγω της μοναδικής θέσεως που κατείχε ο εν λόγω μήνας στο δωδεκάμηνο, ως τελευταίος μήνας δηλ., έχει εμπλακεί και στους μαθηματικούς υπολογισμούς των ημερολογίων. Πιο συγκεκριμένα: Ως τελευταίος μήνας μπορούσε να συμπληρώσει όσες μέρες χρειαζόταν για να κλείσει η χρονιά σωστά και για τούτο τύχαινε να είναι λειψός με 28 συνήθως ημέρες.


























































Ο Ιούλιος Καίσαρ καθόρισε η χρονιά να αποτελείται από 365 ημέρες συν ένα τέταρτο της ημέρας. Αργότερα αποφάσισε για προφανή ευκολία, δίσεκτο έτος να είναι αυτό που η έκτη Φεβρουαρίου θα υπολογίζεται δύο φορές - από δω και η ονομασία δίσεκτο - και τούτο επαναλαμβάνεται κάθε 4 χρόνια. Στη συνέχεια η σύνοδος της Νίκαιας αφ’ενός αποδέχτηκε αυτή τη διευθέτηση, αφ’ετέρου αποφάσισε δίσεκτα έτη να είναι όσα διαιρούνται ακριβώς με το τέσσερα, κάθε δε περίσσια ημέρα να προστίθεται ως η 29η στο τέλος του Φεβρουαρίου, αντί ο μήνας να έχει δύο ημέρες με την ίδια ημερομηνία 6.






























































































Το περιεχόμενο του Φλεβάρη είναι πρώτα από όλα - και αυτό είναι κοινό για όλους τους ελληνικούς τόπους - το μήκος του. Είναι ο μήνας ο Κουτσός, ο Κούντουρος και Κούτσουρος, δηλαδή με κομμένη ουρά, όπως τον λένε στον Πόντο, Κουτσούκης ή Μικρός ή Κούτσουλος, όπως τον λένε στην Κύπρο και φυσικά ο Κουτσοφλέβαρος.


































































































































Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει,


























































μα κι αν τύχει και θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει.


































































































































Για τον άστατο καιρό, ο Φλεβάρης λέγεται επίσης και Μεθυσμένος γιατί δεν ξέρει τι κάνει, τι του γίνεται-Στην Κύπρο λένε την εξής παράδοση: Κάποτε, λέει, που η παραγωγή του κρασιού ήταν μικρή οι μήνες Γενάρης, Φλεβάρης και Μάρτης συμφώνησαν να ενώσουν σε ένα πιθάρι το κρασί τους και να το χρησιμοποιήσουν από κοινού. Ο Φλεβάρης, που είχε βάλει πρώτος το κρασί στο πιθάρι, τρύπησε το κάτω μέρος για να τραβήξει το δικό του κρασί, χωρίς να ρωτήσει τους άλλους, και τράβηξε και το δικό τους μερίδιο. Για τιμωρία τότε ο Γενάρης και ο Μάρτης του αφαίρεσαν από μια μέρα κι έτσι απόμεινε με 28.






























































































Για τις αγροτικές δουλειές ο Φλεβάρης είναι ο μήνας των αμπελιών. Τότε γίνεται το κλάδεμα, το καθάρισμα και το τσάπισμα των αμπελιών και τότε βάζουνε και καταβολάδες, όπως λένε, δηλαδή, φυτεύουν αμπέλια, εκτός κι αν είναι δίσεχτος, τότε δεν φυτεύουν. Γιαυτό του το περιεχόμενο ο Φλεβάρης ονομάζεται σε ορισμένα μέρη, όπου είναι ανεπτυγμένη η αμπελουργία, κλαδευτής.


























































Την πρώτη του μήνα γιορτάζεται ο Άγιος Τρύφωνας, ο οποίος είναι και ο προστάτης των αμπελουργών. Μετά το εκκλησίασμα, με τον αγιασμό οι γεωργοί ραντίζουν τ’αμπέλια και τα χωράφια και σε μερικά μέρη ο παπάς γυρίζει τους αμπελώνες και τους αγιάζει, ξορκίζοντας τα βλαβερά των αμπελιών. Σύμφωνα με το συναξάρι του, ο άγιος Τρύφωνας ήτανε βοσκός και γιάτρευε όλες τις αρρώστιες και έδιωχνε τους δαίμονες. Θεωρείται ως ο κατεξοχήν προστάτης των χωραφιών, των αμπελιών και των κήπων από τους κινδύνους που τα απειλούν.






































































































































































Στο χωριό Βρυσικά του Διδυμότειχου, την ημέρα του αγίου Τρύφωνα, κάθε αμπελουργός πήγαινε στο αμπέλι του μετά την απόλυση της εκκλησίας, έκοβε τρεις βέργες και, πριν αρχίσει το κλάδεμα ρωτούσε - πού είσαι αϊ Τρύφωνα; Και απαντούσε μόνος του, τάχα πως απαντούσε ο άγιος : εδώ είμαι, αλλά απ΄τα σταφύλια δεν φαίνομαι.


























































Την ημέρα της γιορτής δεν δούλευε κανείς. Οι γεωργοί της Αιτωλίας κρατάνε την αργία του Τρύφωνα για το «ποντίκι» όπως λένε. Γιατί αν τη χαλάσεις το ποντίκι δεν σ’αφήνει σακάλευρο για σακάλευρο. Κόβει σακούλια, ρούχα, δισάκια, ότι βρει. Στην Ηλεία οι αμπελουργοί αποφεύγουν να πιάσουν κλαδευτήρι γιατί όποιος το κάνει σίγουρα θα τραυματιστεί. Κάποιος που μαγάρισε τη μνήμη του Αϊ τρύφωνα και δούλεψε, έκοψε με το κλαδευτήρι τη μύτη του.






























































































Μια άλλη γιορτή, τώρα του Φλεβάρη, που συνδέεται με τις αγροτικές γιορτές επίσης, είναι της Υπαπαντής στις 2 του μήνα. Σε ορισμένα μέρη, λ.χ. στην Κω, στα Δωδεκάνησα, τότε, της Υπαπαντής, αρχίζουν οι διολιές και τριολιές, όπως λένε δηλαδή το δεύτερο και το τρίτο όργωμα των χωραφιών, για να φυτέψουν τα ψιμικά. Ψιμικά είναι οι όψιμες καλλιέργειες, πατάτες, φασόλια ρεβίθια και τα κηπευτικά. Της Υπαπαντής μαντεύονται επίσης για τον καιρό. Στην Ηλεία λένε «αν της Υπαπαντής δεν φανεί ήλιος, θα βρέχει σαράντα μέρες, αν φανεί θα ρθεί καλή χρονιά. Στη Μυτιλήνη λένε ότι «ότι καιρό θα κάνει της Υπαπαντής, τον ίδιο καιρό θα κάνει και 40 μέρες ύστερα». Στην Κεφαλλονιά λένε «καλοκαιριά τση Παπαντής, Μαρτιάτικος χειμώνας» και «Παπαντούλα χιονισμένη, και τ’αμπάρια γιομισμένα».






























































































Στις τρεις του Φλεβάρη γιορτάζει ο άγιος Συμεών, ο αϊ Συμιός, όπως λέει ο λαός, το όνομα του που παρετυμολογήθηκε από το ρήμα σημειώνω, σημειωμένος, έδωσε αφορμή σε μια περίεργη πρόληψη για τις έγκυες γυναίκες. Την ημέρα της γιορτής του αϊ Συμιού οι έγκυες παίρνουν χίλιες προφυλάξεις μην τύχει και κάνουν καμιά δουλεία και βγει το παιδί τους σημειωμένο, δηλαδή με κουσούρι.


























































Αλλά ο Φλεβάρης είναι και μήνας χορευταράς, ξέγνοιαστος, γιατί μέσα στο Φλεβάρη πέφτουν συνήθως οι Αποκριές για τις οποίες θα μιλήσουμε στο επόμενο μας σημείωμα.


































































































































Πηγή οι 12 μήνες ΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ της Αλκη Κυριακίδου-Νέστορος

































































































































































































«Γιαγιά, Ξεμάτιασέ με» Το «κακό μάτι» στην Ελλάδα και οι λαϊκές δοξασίες


























































Μια εξαιρετική εργασία του Δημοτικού Σχολείου Σαλάκου
















































































































































Μια εντυπωσιακή εργασία, που αφορά τη βασκανία, το… κακό μάτι, το ξεμάτιασμα, τις παραδόσεις και τις διηγήσεις των προγόνων μας, καθώς επίσης και το τι πιστεύουν αναφορικά με την υπόθεση αυτή και οι υπόλοιποι λαοί σε ολόκληρο τον κόσμο, πραγματοποίησε και κυκλοφόρησε ήδη σε βιβλίο και σε ηλεκτρονική μορφή, το δημοτικό σχολείο της Σαλάκου.


























































Σκοπός της εργασίας αυτής, όπως επισημαίνει ο διευθυντής του σχολικού συγκροτήματος κος Δημήτρης Ζώρζος, είναι η εξέταση του ζητήματος αυτού, από θρησκευτική, λαογραφική, ιστορική ακόμα και από επιστημονική άποψη, το τι πιστεύουμε ως λαός και πώς καταφέραμε μέχρι σήμερα να διατηρήσουμε μέχρι τις μέρες μας, τα ήθη, τα έθιμα, τις δοξασίες και διάφορα άλλα που αφορούν τη βασκανία!






























































































Η πίστη στη βασκανία ήταν βαθιά ριζωμένη στους αρχαίους Έλληνες. Ο λαός αλλά και φωτεινά πνεύματα όπως ο Δημόκριτος ή ο Αριστοτέλης αποδέχονταν τον πονηρό οφθαλμό, και μάλιστα επιχείρησαν να εξηγήσουν λογικά τις δυνάμεις του.






























































































Από την αρχαιότητα οι γυναίκες ήταν θεραπεύτριες ή μαμές και γνώριζαν τις ιδιότητες των φυτών. Για το λόγο αυτό, αποδόθηκε σε εκείνες κυρίως η ικανότητα να ματιάζουν, ιδίως αν ήταν μεγάλης ηλικίας, άκληρες ή ανύπαντρες.






























































































Η κουκουβάγια, το σύμβολο της Αθηνάς, η εμφάνιση της οποίας θεωρείται για τους περισσότερους πολιτισμούς κακός οιωνός, στην κλασική εποχή ήταν αποτροπαϊκό σύμβολο για το «κακό μάτι». Η Ήρα, η οποία την ίδια περίοδο, όταν είχε πια επιβληθεί η πατριαρχία, θεωρούνταν η πιο ζηλόφθονη και κακότροπη θεά, είχε ως σύμβολό της το παγόνι, την απόλυτη ενσάρκωση του πονηρού οφθαλμού. Από όλα όμως τα ζώα, το πιο τρομακτικό ήταν το φίδι, καθώς ανέκαθεν θεωρούνταν ικανό να μαγεύει.






























































































Τα φυλακτά τα οποία φορούν γυναίκες και άντρες εμποδίζουν απ’ τη μια μεριά το κακό και φέρνουν γούρι από την άλλη.











































































































































Προφύλαξη από την βασκανία ήταν : Περίαπτα, φυλακτήρια, προβασκάνια, βασκάνια, αποτρόπαια, εγκόλπια, απωσίκακα και τα τελέσματα. Όπως αυτά με δάφνη, λευκάκανθα, βάκκαρι, μαγνήτη, σίδηρο, ορείχαλκο και απήγανο.


































































































































Το «κακό μάτι» στην Ελλάδα και οι λαϊκές δοξασίες







































































































Αν σας πιάσει ξαφνικά πονοκέφαλος, ζάλη, ναυτία, δύσπνοια, υπνηλία, χασμουρητό, δάκρυα, κρυάδες, ίλιγγος, κοκκινίσετε στο πρόσωπο, πάθετε τικ και θολώσει κάπως η σκέψη σας είναι βέβαιο ότι κάποιος γύρω σας θα αποφανθεί ότι σας έχουν ματιάσει. Τι κι αν το προηγούμενο βράδυ σας έπιασε καταιγίδα ενώ περπατούσατε στο δρόμο; Τι κι αν δεν σας έχει δει ψυχή από το πρωί ή μόλις έχετε σηκωθεί από το κρεβάτι; Αυτά δεν έχουν σημασία.











































































































































Με τον όρο «μάτιασμα» ή «κακό μάτι», αναφερόμαστε σε μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, ότι ένας άνθρωπος μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από την «κακή ενέργεια», τη ζήλια, το θαυμασμό ή ακόμα και μια απλή ματιά, ενός άλλου! Τώρα, το αν υπάρχει ή όχι «κακό μάτι», αποτελεί μία άλλη συζήτηση. Το μάτιασμα, ως μαγνητική ενέργεια, πιάνει και εξ αποστάσεως. Επίσης, δεν είναι απαραίτητο να έχουν σκεφτεί κάτι κακό για σας. Μια σκέψη θαυμασμού, η ακούσια εικόνα σας στο μυαλό κάποιου, είναι αρκετή.
















































































































Η πίστη στο «κακό μάτι» έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική παράδοση και σύμφωνα με αυτήν δεν ματιάζονται μόνο οι άνθρωποι, αλλά τα φυτά, τα ζώα, υλικά αντικείμενα ή και περιουσίες. Μια εύλογη ερώτηση που μας έρχεται αυτόματα και αυθόρμητα στο μυαλό μας όταν μιλάμε για κακό μάτι, είναι γιατί άλλοι άνθρωποι ματιάζονται, ενώ κάποιοι άλλοι δεν ματιάζονται. Αυτό σύμφωνα με τις περισσότερες γνώμες και απόψεις τον ανθρώπων που ασχολούνται με την αρνητική ενέργεια αλλά και το μάτιασμα και κατά επέκταση το ξεμάτιασμα είναι καθαρά θέμα ενεργειών.






























































































Πιο συγκεκριμένα οι άνθρωποι που ματιάζονται πιο εύκολα είναι οι άνθρωποι που είναι δεκτικοί στην αρνητική ενέργεια δηλαδή οι άνθρωποι που δεν δρουν προληπτικά για το μάτιασμα, που δεν έχουν δουλέψει με την ενέργεια τους, δηλαδή οι άνθρωποι που δεν το περιμένουν. Πολλοί πιστεύουν ότι το κακό μάτι πηγαίνει σε ανθρώπους που έχουν αγνή ψυχή και ουδέτερη ενέργεια.











































































































































Βέβαια, αυτός ο κάποιος ή κάποια, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, θα έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Είναι όμως τόσα, χωρίς να πρέπει αναγκαστικά να ισχύουν πολλά μαζί, ώστε είναι αδύνατον να μη γνωρίζετε ένα πρόσωπο που θα πληροί κάποιες από τις ύποπτες προδιαγραφές.
















































































































Προσοχή λοιπόν κυρίως στις γυναίκες μεγάλης ηλικίας, στις άκληρες ή ανύπαντρες, σε εκείνες που έχουν μεγάλα δόντια και στήθη, σε όσους ή όσες απογαλακτίστηκαν πρόωρα, πάσχουν από στραβισμό, έχουν γαλάζια μάτια, πράσινα μάτια, μικρά ή μεγάλα μάτια, ή απλώς σκούρα μάτια αλλά με σμιχτά φρύδια.











































































































































Και να έχετε υπόψη σας ότι δεν ματιάζει μόνο το ένα μάτι, αλλά και τα δύο.


























































Στην περίπτωση, τώρα, που έχετε γεννηθεί Σάββατο, καλύτερα να τηλεφωνήσετε στο γιατρό σας, διότι, ως γνωστόν, οι Σαβατογεννημένοι δεν ματιάζονται. Θα σας τριγυρίζει κρύωμα. Όμως οι Σαββατογεννημένοι, όπως και οι γαλανομάτες, ματιάζουν. Γι’αυτό, αν ανήκετε σε αυτή την κατηγορία, κάθε φορά που κάνετε έστω και ένα καλοπροαίρετο σχόλιο, φτύστε, καλού κακού, μία ή τρεις φορές, πείτε «Φτου, σκόρδα!» ή «Να μη σε (τον/τη) βασκάνω».











































































































































Σε γενικές γραμμές, αυτός που βασκάνει ηθελημένα θεωρείται άτομο ζηλόφθονο, κακόβουλο, καταστροφικό, ένας μισάνθρωπος με ισχυρή θέληση, ικανός να επιβληθεί σε κάποιον που βρίσκεται σε άσχημη ψυχική, φυσική ή και πνευματική κατάσταση. «Σκάει βόδι με το μάτι του» ή «Σπάει καθρέφτη με το μάτι της», λένε οι ειδήμονες.





























































































































































Όμως και το θύμα έχει την ευθύνη του. Αν είστε κάπως υπερόπτης, λίγο εγωπαθής, με την τάση να προβάλλετε τα επιτεύγματά σας υποτιμώντας τις προσπάθειες και τις καλές προθέσεις του πλησίον σας, έλκετε την αρνητικότητα. Και εφόσον δεν έρχεστε αντιμέτωποι με τα ελαττώματά σας για να γνωρίσετε τον εαυτό σας, να βελτιωθείτε και να ισχυροποιήσετε το χαρακτήρα σας, θα σας ματιάζουν συνεχώς. Άρα, τα θέλετε και τα παθαίνετε! Γίνετε λίγο πιο ταπεινοί!






























































































Τρόποι για να απαλλαγείτε από το κακό μάτι

























































































































1. Προσευχή για ξεμάτιασμα: Ένας πολύ καλός τρόπος να απαλλαγούμε από το κακό μάτι είναι να διαβάσουμε ή να πούμε μια προσευχή για ξεμάτιασμα ώστε να διώξουμε την αρνητική ενέργεια που μας έχει επηρεάσει σωματικά αλλά και ψυχολογικά. Πριν λοιπόν αρπάξτε το τηλέφωνο και αρχίσετε να αναζητείτε αυτόν που θα σας ξεματιάσει απλά διαβάστε μια προσευχή για ξεμάτιασμα. Σίγουρα θα ανακουφιστείτε και θα χαλαρώσετε άμεσα. Για να είστε προετοιμασμένες για την επόμενη φορά που θα σας βρει το κακό το μάτι απλά δράστε προληπτικά βάζοντας στην τσάντα σας μια προσευχή για ξεμάτιασμα.
















































































































2. Θαλασσινό αλάτι: Το θαλασσινό αλάτι διώχνει την αρνητική ενέργεια, την αρνητική διάθεση καθώς και τις αρνητικές δονήσεις που υπάρχουν στο περιβάλλον. Για να εφαρμόσετε το ξεμάτιασμα με θαλασσινό αλάτι, εάν είστε σπίτι απλά κάνετε μπάνιο προσθέτοντας θαλασσινό αλάτι στο νερό, ενώ εάν είστε εκτός σπιτιού και ξέρετε ότι είστε επιρρεπείς στο κακό μάτι φροντίστε να έχετε πάντα στην τσάντα σας θαλασσινό αλάτι το οποίο μπορείτε να βάλετε μέσα σε λίγο νερό και να το περάσετε σχηματίζοντας ένα σταυρό στο μέτωπό σας, στο δόξα πατρί που λέμε δηλαδή. Εάν δεν έχετε αυτή την δυνατότητα απλά τρίψτε λίγο αλάτι στους καρπούς των χεριών σας.






























































































3. Χαλάρωση μυών. Εάν όταν ματιάζεστε έχετε έντονους πονοκεφάλους αλλά και μυϊκούς πόνους τότε πολύ απλά δοκιμάστε να αποσυμφορίσετε άμεσα αυτές τις περιοχές του σώματός σας με κάποιες απλές ασκήσεις χαλάρωσης. Μπορείτε να κουνήσετε κυκλικά το κεφάλι σας δεξιά και αριστερά για δέκα φορές σε κάθε πλευρά. Επίσης το μασάζ στο μέτωπο με κυκλικές κινήσεις είναι πολύ αποτελεσματικό καθώς και το έντονο τίναγμα τον άκρων του κορμιού μας δηλαδή των χεριών αλλά και των ποδιών μας.






























































































4. Βαθιές αναπνοές. Όσο παράξενο και εάν σας ακούγεται οι βαθιές ανάσες αποτελούν έναν πολύ αποτελεσματικό τρόπο ξεματιάσματος αλλά και αποβολής της αρνητικής ενέργειας. Κάθε φορά λοιπόν που νιώθετε ότι έχετε κακό μάτι ή που τέλος πάντων νιώθετε συμπτώματα πνευματικής κόπωσης αλλά και δυσφορίας, επικεντρωθείτε στην αναπνοή σας. Αρχίστε να παίρνετε απλές ανάσες και σιγά σιγά αρχίστε να εμβαθύνετε γεμίζοντας με αέρα τον πνεύμονα αλά και τον θώρακα ως την περιοχή κάτω από την κοιλιά. Όταν εκπνέετε αδειάστε όλο τον αέρα και κρατήστε την αναπνοή σας όσο περισσότερο μπορείτε. Επαναλάβετε τις ανάσες αυτές για όσο περισσότερο μπορείτε.











































































































































Τέλος, τα διάφορα φυλαχτά, μια σκελίδα σκόρδο διπλωμένη σε αλουμινόχαρτο για να μην μυρίζει καθώς και η ευχή της βασκανίας, είναι τρόποι οι οποίοι αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά το κακό μάτι. Βρείτε αυτό που σας ταιριάζει και αντιμετωπίστε μόνες σας τα άσχημα συμπτώματα.






























































































Μέσα προφύλαξης σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη

























































































































Το μάτιασμα έχει διάφορες ονομασίες στην Ελλάδα, ανάλογα με την περιοχή. Λέγεται «αρμένιασμα» στη Θεσσαλία, «λάβωμα», «φιαρμός» ή «θιάρισμα» στην Κρήτη, «ματικό» στα Δωδεκάνησα, «αποσκασμός» στη Μάνη. Όπως και να το πείτε όμως, τα συμπτώματα είναι ίδια: Ο λαός λέει ότι «Το μάτι ξεριζώνει δέντρα και ραγίζει την πέτρα».





























































































































































Ο βασκανηστής συνήθως άτομο προικισμένο με ισχυρή θέληση, μπορεί να επιβληθεί μόνον σε άτομα με ασθενή θέληση, σε άσχημη ψυχική κατάσταση, και γενικά πιο αδύναμα. Πιστεύεται ότι άτομα ηθικά, με υγιή ψυχική και πνευματική κατάσταση, που ζούνε έντιμα και σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, δύσκολα ματιάζονται. Βέβαια, ανέκαθεν πιστεύονταν ότι τα άτομα που μπορούσαν να ματιάσουν παρουσίαζαν κάποια συγκεκριμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά π.χ. το πράσινο χρώμα των ματιών και γενικότερα τα ανοικτόχρωμα μάτια, τα μικρά μάτια ή τα σμιχτά φρύδια, ενώ θεωρούνταν ότι οι σαββατογεννημένοι δεν ματιάζονται.
















































































































Για να ξεφύγετε από το βάσκανο μάτι -το επαναλαμβάνουμε, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες- το ασφαλέστερο είναι να αποφύγετε τα συναπαντήματα με βάσκανους ανθρώπους. (Ματιάζουν αυτοί που έχουν σμιχτά φρύδια και ανοιχτά μάτια, και ότι αν κάποιος ή κάποια είναι γκαντέμης και έχει κακία μέσα του θα σε ματιάσει, δηλαδή θα σου μεταδώσει την αρνητίλα του ακόμα και τίμιο ξύλο να έχεις πάνω σου!)






























































































Καθώς όμως αυτό φαίνεται δύσκολο, θα βοηθήσει αν κάνετε κάτι από τα εξής: Μπορείτε να φοράτε φυλαχτό με σκόρδο ή λιβάνι ή πυρίτιδα, να έχετε πάνω σας κομμάτι Τίμιου Ξύλου ή άγιου λείψανου, να φοράτε το βαφτιστικό σταυρό σας, ή Φανελάκι με φυλακτό από την Εκκλησία, μια μουντζούρα στον πισινό από στάχτη τζακιού ή κάρβουνο, ένα μικρό σταυρό από καλάμι στην τσέπη, ματόχαντρο, ένα γούρι με ρόδι, κάτι κόκκινο ή μια μπλε πέτρα, ακόμα να φοράτε και τα εσώρουχα, φανελάκι, κάλτσες από την ανάποδη πλευρά. Η προσοχή του κακοπροαίρετου βάσκανου πέφτει στο κόσμημα και όχι στο πρόσωπό σας, οπότε μάλλον τη γλιτώνετε. Γι’ αυτό το λόγο στολίζουν τόσο πολύ τα άλογα και τα γαϊδουράκια.






























































































Άλλες λύσεις λιγότερο διακριτικές αν συναντήσετε ένα βάσκανο άνθρωπο είναι: Να φτύσετε τον κόρφο σας μία ή τρεις φορές, να φοράτε ανάποδα κάποιο ρούχο, για να βρει αναποδιά το «κακό μάτι», να βάλετε τον αντίχειρα ανάμεσα στο δείκτη και το μεσαίο δάχτυλο, να μουντζώσετε και με τα δύο χέρια, να τσιμπήσετε τα οπίσθιά σας ή του λέτε να φάει σκ….











































































































































Τη στιγμή που νομίζετε ότι σας ματιάζουν, μπορείτε επίσης: Να προσηλώσετε το βλέμμα σας στα νύχια σας, καθώς στο σημείο αυτό η βασκανία μεταδίδεται χωρίς κανέναν κίνδυνο για εσάς. Να μετακινηθείτε στη θέση σας, μεταφέροντας έτσι τη βασκανία σε άλλη κατεύθυνση. Εδώ ακριβώς έχει τη βάση της η λαϊκή προτροπή «Κουνήσου απ’ τη θέση σου» προς κάποιον ο οποίος αναφέρεται σε ένα δυσάρεστο γεγονός, όπως ο θάνατος.


































































































































Αν ντύνεστε νύφη και δεν θέλετε να σας ματιάσουν, βάλτε με το νυφικό σας το μαντίλι που φοράτε στο ζωνάρι σας, ή να κουβαλάτε πάνω σας ένα φυλαχτό για το μάτι, ένα δίχτυ για τύχη και ευτυχία ή ένα ψαλίδι για την αποφυγή της γλωσσοφαγιάς. Για το γαμπρό είναι πιο εύκολα τα πράγματα: Ας έχει στην τσέπη του μια κλειδωμένη κλειδαριά, ή ένα ψαλίδι, Λέγεται ότι κόβει τις κακιές γλώσσες. Επίσης συνηθίζεται να τοποθετείται βελόνα και κλωστή, για να ράψει τα στόματα των κακών «Εννέα βελόνια»: Τα έχει στην τσέπη του ο γαμπρός για να αποφύγει την γλωσσοφαγιά (Καραγκούνικος Γάμος).

























































































































Μετά το γάμο συνηθίζεται να σπάζεται ένα μπουκάλι με κρασί. Και αυτό γίνεται για την αποφυγή της βασκανίας. Θεωρείται ότι τυχόν φθόνος για το ζευγάρι μεταδίδεται στο σπασμένο μπουκάλι, κι έτσι ο γάμος θα είναι στέρεος.






























































































Αν είστε έγκυος, καλό είναι να κρύψετε όσο γίνεται την εγκυμοσύνη, για να αποφύγετε τη βασκανία και να γεννήσετε ένα όμορφο μωρό. Στην περίπτωση που πρέπει να βγείτε από το σπίτι σας ενώ είστε έγκυος και κρατάτε την εγκυμοσύνη σας κρυφή από το φόβο της βασκανίας, βάλτε στα ρούχα σας, στο ύψος της μέσης, ένα κομμάτι ψωμί είτε λίγο λιβάνι ή λίγο σκόρδο.






























































































Όταν θηλάζετε το μωρό σας πρέπει επίσης να παίρνετε προφυλάξεις: Αν είστε υποχρεωμένη να θηλάσετε μπροστά σε άλλους, σκεπάστε το βρέφος. Για κάποιο λόγο θεωρείται ότι το «κακό μάτι» κάνει το γάλα των ζώων και των ανθρώπων να χαλάει. Μάλιστα, ένας τρόπος να καταλάβετε αν τα πρόβατα είναι ματιασμένα είναι να δείτε ότι δεν πήζει το τυρί και δεν βγαίνει το βούτυρο.






























































































Φορέστε στο βρέφος ματόχαντρο ή φυλαχτό με Τίμιο Ξύλο και λιβάνι ακόμα και μέσα στο σπίτι, αν πρέπει να το αλλάξετε ή να το κοιμήσετε παρουσία άλλων.








































Όταν επαινούν το μωρό σας ή το κοιτούν επίμονα, πείτε: «Σκόρδα στα μάτια σου!» Αν τελικά διαπιστώσετε ότι, παρά τις προφυλάξεις, το μωρό έχει ματιαστεί, ξεματιάστε το με αλάτι ή με ψωμί.






























































































Τα μεγαλύτερα παιδιά, οι λεχώνες και οι ενήλικοι προφυλάσσονται αποτελεσματικά με φυλαχτό (χαμαλί, αγκόλφι) φτιαγμένο ως εξής: Βάζετε σε ένα πανάκι λίγο λιβάνι, μία σκελίδα σκόρδο, ύψωμα (αντίδωρο) της Μεγάλης Πέμπτης, κάποιο χρυσαφικό και, αν έχετε, Τίμιο Ξύλο, το ράβετε και το έχετε πάντα πάνω σας.






























































































Για άλλο ένα φυλαχτό που δρα αποτρεπτικά στο «κακό μάτι» αλλά και προς πάσα νόσο, πάρτε μια τριγωνική θήκη από ύφασμα ή μέταλλο, τοποθετήστε μέσα της ένα ξύλινο σταυρουδάκι και εκκλησιαστικές ευχές κατά της βασκανίας γραμμένες σε χαρτί τυλιγμένο σε κερί.











































































































































Συνηθίζεται να προσθέτετε επίσης και λίγο μοσχοθυμίαμα ή μοσχοκάρυδο, είτε καμφορά. Τα παιδιά επίσης απαλλάσσονται ή προλαβαίνουν τη βασκανία αν περάσουν τρεις φορές πάνω από φωτιά. Έτσι, κάθε κακή επίδραση εξαλείφεται. Το ίδιο γίνεται και στα βρέφη. Το βράδυ, αφού αλλάξετε το μωρό, περάστε το τρεις φορές πάνω από τη φωτιά στο τζάκι λέγοντας τρεις φορές: «Πίσω το κακό».


























































Μετά βάλτε το να κοιμηθεί. Η φωτιά λέγεται ότι παίρνει το «κακό μάτι», αν έτυχε να βασκάνει κανείς το βρέφος στη διάρκεια της ημέρας.











































































































































Τα ζώα προφυλάσσονται με ματόχαντρο. Ειδικά τα πρόβατα και τα κατσίκια θα είναι ασφαλή από το «βάσκανο οφθαλμό» αν μέσα στο κουδουνάκι τους, που δεν θα έχει γλωσσίδι, βάλετε ένα κομμάτι ύψωμα (αντίδωρο), λίγο λιβάνι και μια σκελίδα σκόρδο.
















































































































Στην περίπτωση που τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει πιάσει και κάποιος βασανίζεται πολύ από τη βασκανία, χάνει τα υπάρχοντά του, καταστρέφεται οικονομικά κ.λπ., μπορεί να προφυλαχτεί αν σχηματίσει στο μέτωπο ή στο μάγουλό του μελανή κηλίδα – προτιμότερο υλικό είναι η πυρίτιδα. Το σημάδι δηλώνει ότι το πρόσωπο αυτό έχει υποστεί τις συνέπειες του πονηρού οφθαλμού και πρέπει πλέον να μείνει ανεπηρέαστο από τη ζηλοφθονία. Η πυρίτιδα επιλέγεται γιατί συμβολίζεται μέσω αυτής η καύση της βασκανίας.






























































































Το σκόρδο ή, ανάλογα με την περιοχή, το κρεμμύδι θεωρούνται κατεξοχήν προληπτικά μέσα για τη βασκανία, ιδίως όταν θέλετε να προφυλάξετε αντικείμενα που έχουν αξία για εσάς. Ίσως το ότι προκαλούν δάκρυα να αποτρέπει τα μάτια εκείνου που θέλει να βασκάνει από το να ρίξει το βλέμμα του εκεί ή να αντισταθμίζουν με τα δάκρυα την κακή επίδραση του πονηρού οφθαλμού.











































































































































Η αποτρεπτική φράση «Σκόρδο στα μάτια σου» προήλθε από αυτή την ιδιότητα. Αντίστοιχη είναι και η φράση «Στάχτη στα μάτια σου» ή απλώς «Στάχτη», καθώς η τέφρα, αν έρθει σε επαφή με τα μάτια, τυφλώνει.





























































































































































Στη Σάλακο Ρόδου, όταν δουν ένα μωρό όμορφο για να το παινέσουν και να μην το ματιάξουν το αποκαλούν Σκορδαρά, ή Σκορδαρού, από το σκόρδο.





























































































































































Επίσης, ένα σχοινί στο οποίο είναι κρεμασμένα διάφορα αντικείμενα, στα οποία τελικά θα πέσει το «κακό μάτι», προλαμβάνει τη βασκανία τραβώντας επάνω του το βλέμμα. Στο σχοινί μπορεί να κρέμονται: κεφάλι βοδιού, γαϊδουριού ή αλόγου, δόντια χοίρου, πόδια τυφλοπόντικα, τρυπημένο κουτάλι και παλιά παπούτσια.





























































































































































Για να μην μπείτε στη διαδικασία να κρεμάσετε κάτι παρόμοιο στο σπίτι σας ή πάνω από το αγαπημένο σας έπιπλο, μπορείτε να περιβάλλετε το αντικείμενο που θέλετε να προστατεύσετε με δίχτυ. Το «κακό μάτι» δεν θα μπορέσει να το διαπεράσει.


























































Πάντως, φυλαχτά που φέρνουν ευημερία και ευτυχία σε ένα σπιτικό είναι, σύμφωνα με το θυμόσοφο λαό, το κοκαλάκι της νυχτερίδας, το φιδοπουκάμισο ή η προσωπίδα του παιδιού σας, αν είχε την τύχη να γεννηθεί έτσι.











































































































































Η λαϊκή παράδοση μας αναφέρει επίσης ότι υπάρχουν βασκανίες οι οποίες χρησιμοποιούνται δια την απαλλαγή από επιδημίες. Σε πολλά χωριά ακόμη και σήμερα όταν υπάρχει ένας άρρωστος, πρέπει να πάει σε ένα ρέμα χωρίς να τον δει κανένα μάτι, κρατώντας ένα μαντήλι καθαρό δικό του. Εκεί να πάρει δυο βάτους, να τους ενώσει και να περάσει από κάτω αφήνοντας πίσω και τα ρούχα του μαζί με το μαντήλι. Έτσι πιστεύεται ότι αφήνει πίσω και την αρρώστια του. Επίσης πίστευουν ότι το πρωί προτού λαλήσει κόκορας ο άρρωστος δεν πρέπει να περάσει από σταυροδρόμι γιατί έχουν ρίξει μάγια. Όταν ένα μωρό είναι άρρωστο, τότε «ρίχνουν τα κάρβουνα». Η μάνα με το μωρό και ένα ποτήρι αμίλητο νερό που παίρνουν από πηγάδι, και το πηγαίνουν με την «μάγισσα» και ρίχνουν αναμμένα κάρβουνα, ενώ κοιτάζουν το φεγγάρι (ή τον ήλιο) μέσα στο νερό. Εάν επιπλέουν τα κάρβουνα το παιδί θα γίνει καλά, εάν βουλιάξουν θα πεθάνει. Αυτό γίνεται 3 ημέρες. Το βράδυ πηγαίνει η μάνα σε σταυροδρόμι και ρίχνει τα σβησμένα κάρβουνα, χωρίς να την δει μάτι.
















































































































Πηγή: aegeanews.gr
































































































































































































































































ΤΑ ΦΥΛΑΧΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ




























































































































































































































































Είναι γνωστή η προσήλωση του ελληνικού λαού στα κάθε λογής φυλαχτά, που η χρήση τους έχει πολύ μεγάλη διάδοση σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.








































Το φυλαχτό ή χαϊμαλί, όπως λέγεται, όταν δεν είναι καμωμένο πρόχειρα από πανί, είναι μια τετράγωνη, στρογγυλή ή τριγωνική ασημένια θήκη, μικρότερη ή μεγαλύτερη, όπου ο λαός κλείνει κάθε λογής φυλακτικά αντικείμενα, όπως αγιοταφίτικα λουλούδια ή τιμιόξυλο, που θεωρούσε ότι έχουν τη δύναμη να τον προστατεύσουν.








































Η θήκη αυτή στολίζεται με ανάγλυφες παραστάσεις αγίων και με μια ελαφριά και μακριά αλυσίδα κρεμιέται χιαστί από το λαιμό.








































Πολλές φορές όμως παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις και πλουτίζεται με χρωματιστές πέτρες, χοντρές περίτεχνες αλυσίδες και κρεμασίδια κάθε λογής.








































Πρακτικά τα φυλαχτά μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες: τα προσωπικά ή ατομικά, και τα γενικά.








































Το προσωπικά φυλαχτά είναι εκείνα που προστατεύουν τον άνθρωπο από τις αρρώστιες, τη μαγεία, την γλωσσοφαγιά, δυναμώνει μέσα του τη δύναμη και τη δραστηριότητα, και τον υπερασπίζει από κινδύνους. Τα φυλαχτά αυτά φοριούνται σε απ' ευθείας επαφή με το δέρμα ή με το ειδικό μέρος του σώματος που έπρεπε να προστατέψουν.








































Τα γενικά φυλαχτά ενεργούν σε μια ευρύτερη σφαίρα επιρροής, κι' έχουν το σκοπό να προστατεύουν σπίτια, αυτοκίνητα, κλπ.















































































































































































Το Νταούλι
















































































































































-Το Νταούλι (εκ του δέφω = μαλάσσω το πετσί, το δέρμα για να μαλακώσει) με τη μορφή που το συναντούμε σήμερα, είναι γνωστό από τους βυζαντινούς χρόνους. Το πόσο μάλιστα διαδεδομένο τόσο σε κοσμικές, όσο και θρησκευτικές εκδηλώσεις ήταν, φαίνεται από τις πολλές και ποικίλες βυζαντινές και μεταβυζαντινές απεικονίσεις του σε τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτες παραστάσεις τέμπλων και άλλων εκκλησιαστικών διακοσμητικών μοτίβων σε μοναστήρια κυρίως. Ιστορικές μαρτυρίες βεβαιώνουν ότι ήταν ένα από τα πολεμικά όργανα, το οποίο εμψύχωνε τους μαχητές και δημιουργούσε πανικό στον εχθρό. Σε συνδυασμό μάλιστα με το ζουρνά δημιουργούσε παιάνες και θούριους, κάτι που έκανε τον εχθρό να το βάζει στα πόδια. Συχνά και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, στα απομνημονεύματα του, κάνει λόγο για το νταούλι και την επίδραση του στον εχθρό, αλλά και στον ψυχισμό αυτών που το χρησιμοποιούσαν.






























































































Παλιοί οργανοπαίχτες μιλούν για δυο και τρεις ζυγιές νταούλια, τα οποία χρησιμοποιούσαν με δεξιοτεχνία οι νταουλτζήδες. Σύμφωνα δε με διασταυρωμένες πληροφορίες, οι μουσικοί αυτοί αποτελούσαν μέρος του σουλτανικού στρατού…
















































































































Δεν υπάρχει απόλυτα συγκεκριμένο μέγεθος νταουλιού. Δυο όμως είναι τα στοιχεία τα οποία το προσδιορίζουν. Το πρώτο η τοπική παράδοση και το δεύτερο η σωματική διάπλαση του νταουλτζή. Αν ήταν (είναι) ψηλός με μακριά χέρια, έφτιαχνε νταούλι που η διάμετρος του έφτανε και τα 80 εκατ. Θύμα του εκσυγχρονισμού όμως έπεσε και το νταούλι, όπως άλλωστε και οι ζουρνάδες που κατασκευάζονται στον τόρνο, αφού περιορίστηκε πια και το μέγεθος του, μέχρι και 56 με 68 εκατ. περίπου.
















































































































Η κατασκευή ενός νταουλιού απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και κυρίως υπομονή όσον αφορά στην επεξεργασία του δέρματος, και σύμφωνα με την παράδοση το καλύτερο είναι αυτό του γαϊδάρου, μετά του λύκου και μετά του βοδιού. Για την επίπονη και βρώμικη αυτή κατεργασία του δέρματος ακολουθούνται κυρίως δύο τρόποι: αφού γδάρουν το δέρμα με πολύ προσοχή ώστε να μην κοπεί και δημιουργηθούν τρύπες, τότε το αφήνουν τεντωμένο σε μια χιαστή να ξεραθεί στον ήλιο, να φύγουν τα νερά του αφού προηγουμένως το πασπαλίσουν με χοντρό αλάτι, προσθέτοντας και λίγη στύψη. Αφού τραβήξουν τα νερά του, τότε το ξεκρεμάνε και το βάζουν μέσα σε σβησμένο ασβέστη με νερό για 5 περίπου μέρες με σκοπό να πέσουν οι τρίχες του.
















































































































Μετά το καθαρίζουν με μια σπάτουλα ή και με ένα κομμάτι γυαλί και αφαιρούν λίπη και άλλα ανεπιθύμητα εξογκώματα. Αφού τελειώσει και η επεξεργασία αυτή, το αλείφουν με χοιρινό λίπος ή λάδι για να στέκει μαλακό και να μη σπάσει. Ακολουθεί το τέντωμά του στις διαστάσεις που θέλουν σε δυο ξύλινα στεφάνια. Τα στεφάνια αυτά προσαρμόζονται με περτσίνια (καβύλιες) στις δύο ξύλινες βάσεις. Στη συνέχεια ανοίγουν ανά δέκα περίπου εκατοστά τρύπες στο δέρμα περιμετρικά και περνούν από μέσα σχοινί και το σφίγγουν πάνω στο σκελετό. Το σφίξιμο και το δέσιμο του δέρματος πάνω στο σκελετό έχει διάφορες μεθόδους, οι οποίες για κάθε περιοχή είναι συγκεκριμένες “Κόντρα και σταυρωτά” κλπ.
















































































































Η κυλινδρική επιφάνεια του νταουλιού είναι ξύλινη και σήμερα γίνεται από κόντρα πλακέ. Παλιότερα, για να συμπληρωθούν οι διαστάσεις της που μπορεί να έφταναν τα 60 εκατοστά φάρδος και τα δύο περίπου μέτρα μήκος απαιτούσε τέχνη και επιμονή μεγάλη, γιατί με ειδικά τσιβιά, περτσίνια και κλειδιά έπρεπε να ενωθούν τα κομμάτια του ξύλου, έτσι ώστε να μην αφήνουν τον αέρα να περνάει παρά μόνο, από τις δυο, τρεις ή και τέσσερις τρύπες ή κάποτε και τη μία που άνοιγαν επίτηδες, για να ξεθυμαίνει ο αέρας που μαζευόταν από το παίξιμο και τις μεγάλες παλμικές κινήσεις την ώρα του παιξίματος. Παλιοί νταουλτζήδες λένε ότι το κάθε κατέβασμα του κόπανου- της τοπούζας- πάνω στο δέρμα έχει τόση δύναμη, που μπορεί να σκοτώσει και μοσχάρι “αν το πετύχεις στο σταυρό”.
















































































































Το νταούλι παίζεται με συγκεκριμένη τεχνική και η τέχνη του χτυπήματος είναι κυρίαρχη στη μελωδία. Παί­ζεται με δύο χαρακτηριστικά ξύλα. Το ένα μήκους 40-50 περίπου εκατοστών χοντρό, το λένε κόπανο ή τοπούζα, και το άλλο πού μακρύτερο κατά δέκα εκατοστά, το λένε σαπ΄σί, βίτσα ή νταουλόβεργα και είναι λεπτό, ώστε να λυγίζει στο χτύπημα και στους κραδασμούς του δέρματος. Σπάνια νταουλτζής να μην κατα­σκευάζει και το νταούλι που παίζει, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τους ζουρνατζήδες που είναι οι ίδιοι κατασκευαστές του ζουρνά. Συνήθιζαν η μία από τις δύο δερμάτινες βάσεις να είναι λίγο μεγαλύτερη από την άλλη και το δέρμα της να είναι από τη ράχη του ζώου, ώστε να είναι παχύτερο, για να αντέχει τους χτύπους του κόπανου που είναι και οι ισχυροί χρόνοι του μέτρου και ο ήχος να βγαίνει βαθύς και υπόκωφος. Το δέρμα της άλλης μεριάς είναι πιο λεπτό και δέχεται από τη βέργα τους αδύνατους χρόνους του μέτρου που βγάζουν και οξύτερο ήχο. Ακόμη, το σφίξιμο, δηλαδή το κούρδισμα του νταουλιού, απαιτεί γνώση και δεξιοτεχνία και το αποτέλεσμα είναι αυτό που ξεχωρίζει νταουλτζή από νταουλτζή, γιατί το κούρδισμα του πρέπει να γίνεται στην τονικότητα του ζουρνά όχι μόνο του πρίμου που πετυχαίνει ο μάστορας αλλά και του (μ)πασαδόρου.
















































































































Παρ’ όλα αυτά και τη μακραίωνη παράδοση «όσο και αν στα νταούλια των καλών νταουλιέρηδων», είναι φανερή η διαφορετική τονική οξύτητα στις δύο δερμάτινες επιφάνειες. Δεν μπορούμε να μιλάμε για καθορισμένη τονική σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές επιφάνειες. Σε ορισμένες ωστόσο ζυγιές, το νταούλι έχει μια κάποια τονική σχέση με το ζουρνά που συνοδεύει. Αν και δυσδιάκριτη, η σχέση αυτή είναι άλλοτε ένα διάστημα ογδόης και άλλοτε ένα διάστημα τετάρτης ή πέμπτης καθαρής, μεταξύ τής τονικής της κλίμακας, στην οποία παίζει ο ζουρνάς, του φθόγγου που δίνει η δερμάτινη επιφάνεια του νταουλιού με το βαρύτερο ήχο. Την τονική αυτή σχέση τη συναντάμε στις ζυγιές εκείνες που τα μέλη τους παίζουν πολλά χρόνια μαζί. Τη συνηθίζει, δηλαδή, την ακούει!. από μέσα της η ζυγιά. Τόσο, ώστε όταν τεζάρεται και τεντώνεται το σχοινί του νταουλιού, όταν δηλαδή το κουρντίζεται, η δερμάτινη επιφάνεια που χτυπάει ο κόπανος να δίνει ένα ήχο που κολλάει, όπως λέει, με τη φωνή του ζουρνά: την τονική, την πέμπτη ή την τέταρτη της κλίμακας στην οποία παίζει ο ζουρνάς. Έτσι το νταούλι - όταν και σε όποια ζυγιά παρατηρείται αυτό το φαινόμενο- παράλληλα με την κύρια λειτουργία του, την αντιστικτική ρυθμική συνοδεία, λειτουργεί και σαν αρμονικό, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, όργανο. Συνοδεύει δηλαδή τη μελωδία τον ζουρνά με μια δυσδιά­κριτη, υποτυπώδη αρμονία, μ’ ένα ίσο, τόσο γνωστό στον Έλληνα μουσικό από το βυζαντινό μέλος, όπως και από το παίξιμο άλλων λαϊκών οργάνων, π.χ. της γκάιντας, της λύρας, κ.ά.

























































































































Ο ζουρνάς




















































































































































































-Ο νεοελληνικός ζουρνάς είναι μουσικό όργανο ανοιχτού χώρου, ανήκει στην οικογένεια των λαϊκών οργάνων τύπου όμποε, με διπλό γλωσσίδι. Ταυτίζεται απόλυτα με τον αρχαίο αυλό, πού μέσα από ιστορικές, φιλολογικές αλλά και εικαστικές μαρτυρίες, τον συναντούμε από την εποχή του Ομήρου!!!






























































































Πριν από την εμφάνιση του κλαρίνου στην Ελλάδα, γύρω στα 1830 από προοδευτικούς ευρωπαϊζοντες πασάδες και εμπόρους τής τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο ζουρνάς χαρακτηριζόταν ως Εθνική φλογέρα. Σε όλη την Ελλάδα, στεριανή και θαλασσινή, αλλά στη Μακεδονία περισσότερο, πολλές είναι οι τοιχογραφίες και οι αγιο­γραφικές παραστάσεις που ο ζουρνάς με το νταούλι κυριαρχούν σε μεγάλες βυζαντινές και μεταβυζαντινές συνθέσεις. Κανένας σχεδόν από τους φιλέλληνες (;), αλλά και τους ξένους περιηγητές της σκλάβας τότε Πατρίδας, αλλά και ο Λόρδος Βύρων, δεν άκουσαν με καλό αφτί το ζουρνά. Ο ζουρνάς λένε είναι ένα «κραυγαλέο» και «σκοτεινό» όργανο. Όμως, όταν δεν θεμελιώσεις το Διονυσιασμό, τον Ορφισμό, τα Καβείρια, δεν ακολουθήσεις τα βήματα του Αλέξανδρου και δε ζήσεις τον βυζαντινό ιππόδρομο, την παλαίστρα, τα πανηγύρια, τους αρραβώνες τους γάμους, τα γλέντια…πώς ο ζουρνάς και τα νταούλια να μην αποτελούν κραυγαλέα όργανα!!!
















































































































Ζουρνάς εκ του








































σύριγξ βλέπετε. φυσάω, φυ- > σφυ- (σφυρίζω) > συ- (αποβολή του φ) + ρέγκος ( = ισχυρή αναπνοή ή εκπνοή, ε>ι). Η σύριγγα ή αυλός του Πανός απαιτεί, εξ όλων των πνευστών μουσικών οργάνων, την μεγαλύτερη ποσότητα αέρος κατά το φύσημα επ’ αυτής, επομένως και βαθύτερη εισπνοή (ρέγκος). Συρίζω = αποδοκιμάζω στο θέατρο υποκριτή (όπως και τώρα συμβαίνει δια σφυ-ριγμάτων) - αυλός, αυλός του Πανός, το στόμιο του αυλού, δορατοθήκη, μεταγ., οποιοσδήποτε σωλήνας, συριγμός ως αποδοκιμασία στο θέατρο, οπή στο κέντρο του τροχού, το κοίλο μέρος στρόφιγγας θύρας, οι πόροι ή τα τρήματα των πνευμόνων, συριγγοειδές απόστημα, υπόγεια δίοδος, υπόνομος, όρυγμα, υπόγειο, στεγασμένη στοά ή διάδρομος. σύριγγα, συρίγγιον, συριγγίς, συριγγόω, συρίγγωμα, συρίγγωσις, συριγκτής, συρικτής, συριστής, σύριγμα, συριγμός, σύριγξις, συρίζω, σύρισμα, συριστική, συρίσδω, συρίττω, σφύριγμα, σφυρίζω, σφυρώ, σφυράω, σφυριξιά, σφυριχτός, σφυρίχτρα. - σβούρα >γυρίζω, γ>β, υ>ου>, σβουρίζω, σβούρισμα, ζουρλός (σβ>ζ), ζούρλα, ζούρλια, ζουρλαίνω, ζουρλο-, ζουρνάς (λ>ν, ξετρελαίνει τους χορευτές), ζουρνατζής.
















































































































Ο Ζουρνάς στην Πατρίδα μας και ιδιαίτερα στη Μακεδονία, έχει δύο διαφορετικά μεγέθη. Ο πρώτος, είναι κοντός, μήκους 35 εκατ., και τον συναντούμε π.χ. στη Νάουσα, μα και στην υπόλοιπη χώρα (Θράκη - Αράχωβα – Ηλεία- Πόντο κλπ) με τις ονομασίες καραμούζα, πίπιζα, τσαμπούνα κλπ. και ο δεύτερος, μακρύς, μήκους μέχρι και 68 εκατ. περίπου. στην ανατολική Μακεδονία, περιοχή Ηράκλειας (Τζουμαγιάς) Σερρών και Αλεξάνδρειας (Γιδάς), μα και στην Θράκη Όσο μακρύτερος ο ζουρνάς, τόσο βαθύτερο ήχο βγάζει.
















































































































Ο κάθε ζουρνάς αποτελείται συνήθως από τρία βασικά μέρη:








































α. Τον κυρίως ζουρνά, δηλαδή το σώμα, το οποίο καταλήγει σε σχήμα χωνιού που λέγεται τατάρα.








































β. Τον κλέφτη που λέγεται και πιστόμιο, κεφαλάρι ή και μάνα.








































γ. Το πιπ’νάρ’ ή κανέλι ή πίσκα με την τσαμπούνα ή το τζαμπνάρ’.
















































































































Το κυρίως σώμα κατασκευάζεται από πολλά και διαφορετικά ξύλα, ανάλογα με την άποψη του ζουρνατζή, πού είναι κατά κανόνα και κατασκευαστής του. Σφενδάμι, βερικοκιά, ελιά, καρυδιά, κερασιά συνήθως, κου­μαριά αλλά και οξιά, είναι τα ξύλα. Βασικό στοιχείο, πέρα απ’ ό,τι ξύλο και αν είναι, πρέπει να είναι στεγνό, χωρίς ρόζους, ισόπαχο και σταθερό, πράγμα που θα δώσει και την ποιότητα και ένταση του ήχου. Συνήθιζαν(-ουν), αφού επέλεγαν το ξύλο και προτού αρχίσει η επεξεργασία του, να το βράζουν μέσα σε νερό με αλάτι ή και στάχτη, σε χαμηλή φωτιά, για να μη ραγίσει κατά την επεξεργασία του. Σήμερα ο ζουρνάς κατασκευάζεται σε τόρνο, μηχανικά. Πριν από το 1970 περίπου η κατασκευή του αποτελούσε επίπονη και πολυήμερη εργασία, αφού έπρεπε να γίνει όλος στο χέρι με μαχαίρια, ξυράφια και τζάμια για το γυάλισμα του.
















































































































Στο εσωτερικό του, το ομοιόμορφο τρύπημα ήταν μια ξεχωριστή διαδικασία, η οποία γινόταν με πυρακτωμένο σίδερο και έπαιρνε ώρες πολλές. Αφού κατασκευαστεί το κύριο σώμα του ζουρνά, θα κάνουν τις τρύπες. Επτά τρύπες στο κυλινδρικό επάνω μέρος του και μία στο κάτω μέρος, ακριβώς μεταξύ πρώτης και δεύτερης τρύπας. Οι τρύπες αυτές γίνονται περίπου ανά 3,5 εκατοστά και στη συνέχεια, αφού αφήσουν μια απόσταση 8 περίπου εκατ. από την τελευταία τρύπα και από το σημείο που αρχίζει το χωνί, η τατάρα, θα κάνουν τρεις μικρότερες τρύπες επάνω, μια άλλη ακριβώς από κάτω μεταξύ πρώτης και δεύτερης, και τέσσερις τρύπες στα πλάγια, στο ύψος της πρώτης και της τρίτης, δύο από τη μια και δυο από την άλλη πλευρά.
















































































































Μόνον οι στρογγυλές 7+1 τρύπες του κυλινδρικού μέρους του ζουρνά χρησιμοποιούνται από τα δάχτυλα του οργανοπαίχτη. Οι άλλες τρύπες δεν πειράζονται και μένουν πάντα ανοιχτές, αλλά παίζουν βασικό ρόλο στην τονικότητα του και κυρίως στην ποιότητα του ήχου, γι’ αυτό όσο πιο επιμελημένα ανοιγμένες είναι, τόσο η ποιότητα του ήχου είναι καλύτερη. Αν κλείσουμε τις τρύπες αυτές, τότε χαμηλώνει η τονικότητα της κλίμακας που βγάζει ο ζουρνάς, παραμορφώνεται το ηχόχρωμά του και διασαλεύεται η ακρίβεια των διαστημάτων.
















































































































Οι τρύπες στο ζουρνά ποικίλλουν από περιοχή σε περιοχή. Όταν ολοκληρωθεί το κυρίως σώμα του ζουρνά, τότε θα προσαρμόσουν στο επάνω μέρος του και στη διευρυμένη τρύπα του, διαμέτρου 1 με 1,5 εκατ., το πιπ’νάρ.’ ή κανέλι ή πίσκα με την τσαμπούνα, ή με το τζαμπνάρ’. Πρόκειται για ένα λεπτό, συνήθως από πάφιλα, κυλινδρικό σωληνάκι, πάνω στο οποίο θα δέσουν με ράμμα το διπλό γλωσσίδι, δηλαδή το πιπ’νάρ’ με την τσαμπούνα, όπως λέγεται γενικότερα.








































Μπορεί ο ζουρνατζής μετά την επεξεργασία και κατασκευή του κυρίως σώματος του ζουρνά να ξεμπερδεύει σχετικά εύκολα, αλλά με το γλωσσίδι δε θα ξεμπερδέψει ποτέ, αφού αποτελεί ζωντανό σώμα, προέκταση όχι μόνον οργανική, της γλώσσας, αλλά κυρίως των αισθήσεων και του βαθμού γνώσεων και ευαισθησίας του.
















































































































Το αγριοκάλαμο είναι ό,τι καλύτερο για τη δημιουργία αυτού του τμήματος του ζουρνά. Θα πρέπει να έχει διάμετρο 5-10 χιλιοστά και το κόβουν από τις όχθες και τα κανάλια του Αλιάκμονα, του Λουδία, του Αξιού και του Στρυμώνα, συνήθως τους μήνες Σεπτέμβρη και Οκτώβρη. Αφού το φέρουν στο σπίτι, το κόβουν σε κομμάτια μήκους 20 περίπου εκατοστών το καθένα, τα καθαρίζουν από τις διάφορες ξένες ύλες, όπως φύλλα και ψίχα, και τ’ αφήνουν στον ίσκιο ή στον ήλιο κατ’ άλλους “να τραβήξουν”, δηλαδή να στεγνώσουν. Όταν ο ζουρνατζής θέλει μαλακό το γλωσσίδι, θα τ’ αφήσει μια βδομάδα περίπου. Όταν όμως το θέλει σκληρό, τότε και δύο και τρεις. Τα γλωσσίδια αυτά καθ’ αυτά, έχουν μήκος από 1,5 - 3 περίπου εκατοστά το καθένα.
















































































































Στους κοντύτερους ζουρνάδες το γλωσσίδι είναι μικρότερο-κοντύτερο, ενώ στους μακριούς μακρύτερο. Αλλά το μήκος του γλωσσιδίου εξαρτάται και από το φύσημα του ζουρνατζή, δηλαδή πόσο βαθιά το παίρνει στο στόμα του. Στη συνέχεια περνούν κάθε μικρό κομμάτι καλαμιού σε ένα λεπτό κυλινδρικό ξυλαράκι και με μια μικρή χαρακτηριστική παλινδρομική κίνηση καθαρίζουν το εσωτερικό του. Αφαιρούν, δηλαδή, την εντεριώνη. Στη συνέχεια μουσκεύουν τα καλαμάκια σε νερό με ξύδι ή σε διάλυμα λεμονόζουμου και τα δένουν σε ένα ξύλινο κυλινδρικό καλούπι που έχει την ίδια ακριβώς διάμετρο με το κανέλι στο οποίο και θα προσαρμοστεί το γλωσσίδι. Μετά, με το δείκτη και τον αντίχειρα, πιέζουν δυνατά το καλάμι και να το διπλό γλωσσίδι φτιάχτηκε.
















































































































Για να κρατηθεί έτσι πιεσμένο και σταθερό στη θέση αυτή, δηλαδή, διπλό, παίρνουν ένα μαχαίρι και αφού το κάψουν στη φωτιά, το σιδερώνουν, στη συνέχεια το στρογγυλεύουν λίγο για να μην τους χτυπάει στα χείλη και το καίνε στις άκρες για να μην κολλάει στο φύσημα. Αλλά και αν ακόμη παλιώσει, συχνά πυκνά οι ζουρνατζήδες με το τσιγάρο τους το καίνε, γιατί από την πολυχρησία κολλάει και τους προξενεί πρόβλημα στο παίξιμο. Όταν φυσάει ο ζουρνατζής, τα χείλια του γλωσσιδίου πάλλονται, χτυπώντας το ένα το άλλο με ένα γρήγορα χτύπημα, που το αποτέλεσμα σε ήχο πάντα είναι ιδιαίτερα οξύ και εντυπωσιακό.
















































































































Ένα ακόμη εξάρτημα του ζουρνά είναι και η πίνα, πένα ή φούρλα, ένας δίσκος διαμέτρου 3-4 εκατ. Είτε από κόκαλο είτε από μέταλλο, συνήθως κάποιο μεγάλο νόμισμα, (π.χ. η παλιά δεκάρα), πού το τρυπούν στο κέντρο το περνούν από το γλωσσίδι και το αφήνουν να πατήσει πάνω στον κλέφτη.
















































































































Η φούρλα βοηθάει ιδιαίτερα το ζουρνατζή, γιατί ακουμπάει πάνω τα χείλη του αποτελώντας ταυτόχρονα οδηγό για την σταθεροποίηση του ζουρνά ανάμεσα στα δόντια του και τον προφυλάσσει από τυχόν τραυματισμούς. Η πίνα, πένα ή φούρλα αποτελεί το κατ’ εξοχήν διακοσμητικό όργανο του ζουρνά. Κρεμούσαν (-ούν) απ’ αυτήν μια ασημένια αλυσίδα, πάνω στην οποία έδεναν (-ουν) μερικά κανέλια με γλωσσίδια, πού αποτελούσαν τα βασικά ανταλλακτικά του ζουρνά και χρησιμοποιούνται τάχιστα την ώρα του παιξίματος, αν με αυτό που έπαιζαν υπήρχε πρόβλημα, ράγισμα, σπάσιμο, κόλλημα, χτύπημα κ.ά. Το μειονέκτημα με τα γλωσσίδια αυτά που κρέμονται, είναι ότι στεγνώνουν γρήγορα.
















































































































Σήμερα, αντί να τα έχουν κρεμασμένα, τα βάζουν σε με­ταλλικό κουτί, μέσα στο οποίο τοποθετούν μια φλούδα δέντρου ή ένα μικρό κομμάτι πατάτας, για να διατηρούνται μαλακά. Το σημαντικότερο όμως για το άκουσμα ενός ήχου είναι αυτή καθ’ αυτή η τεχνική του ζουρνατζή. Να παίζει και κυρίως να φυσάει το εκπληκτικό αυτό μουσικό όργανο με τις απέραντες μουσικές δυνατότητες.
















































































































Πρόκειται για μια μοναδική τεχνική, η οποία βασίζεται σε γενικές γραμμές στην ταυτόχρονη εισπνοή και εκπνοή του αέρα. Δηλαδή ο ζουρνατζής, ενώ εξακολουθεί να παίζει, εισπνέει ταυτόχρονα αέρα από τη μύτη, πού τον αποθηκεύει στη στοματική κοιλότητα και πού τον ξοδεύει λίγο-λίγο, αντικαθιστώντας τον με νέο αέ­ρα, χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή να παίζει το ζουρνά που το παίξιμο του βασίζεται μόνο στο φύσημα. Η υγρασία του γλωσσιδίου είναι βασικό στοιχείο, το οποίο ποτίζει άλλοτε με ρακί, άλλοτε με νερό και άλλοτε με κρασί…












































































Ο ζουρνάς σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία είναι “αδικημένος” από τον κόσμο, αφού όταν γίνεται λόγος για τη συγκεκριμένη ζυγιά, ο λαός δεν λέει «θα φέρω ή ήρθαν οι ζουρνάδες!», αλλά «θα φέρω ! ή ήρθαν τα ντα­ούλια!!!». Κι ας είναι δύο οι ζουρνάδες και το νταούλι ένα, παρ’ όλα αυτά, το νταούλι χαρακτηρίζει τη ζυγιά και μάλιστα σε πληθυντικό «Τα νταούλια!!!».-












































































Πηγή: α. Προσωπικό αρχείο - Προσωπικές έρευνες – βιωματικές μνήμες καί καταγραφές, β. Γ. Μελίκης




















































































































































Κλαρίνο
















































































































































Όσοι πιστεύουν πως το κλαρίνο, ναι, το αγαπημένο κλαρίνο της δημοτικής μας μουσικής, είναι ένα αυτόχρημα ελληνικό όργανο, θα στενοχωρηθούν.


























































Ναι μεν ο «ευθύαυλος» κατάγεται από μια μεγάλη οικογένεια αρχαίων ξύλινων πνευστών, ναι μεν ο άμεσος πρόγονός του είναι το γαλλικό όργανο «chalumeau», από την ελληνική λέξη «κάλαμος», αλλά το κλαρίνο, όπως το λέμε εμείς, ή κλαρινέτο, όπως το λένε όλοι οι άλλοι που το χρησιμοποιούν στις συμφωνικές και τις τζαζ ορχήστρες, στη σημερινή του μορφή έφτασε από τον Γάλλο Υάκινθο Κλοζέ.


























































Ο Κλοζέ το 1839 αναδιέταξε τα κλειδιά του οργάνου, από την προηγούμενη διάταξή τους, του Γερμανού Γιόχαν Κρίστοφ Ντένερ, από τις αρχές του 19ου αιώνα, που είχε προσθέσει και το κλειδί δίπλα στη πίσω οπή του οργάνου, τη λεγόμενη από τους Έλληνες «ψυχή».


























































Οι Έλληνες λάτρεψαν αυτό το όργανο αμέσως μόλις το άκουσαν σε βαυαρικές μπάντες του ελληνικού στρατού στις αρχές του 19ου αιώνα. Ή, όταν ήρθε σ' αυτούς μέσω Τσιγγάνων μουσικών, ή ακόμα και μέσω των επτανησιακών φιλαρμονικών.


























































Όπως και να'χει, οι Έλληνες παραδοσιακοί μουσικοί παραγματικά έδωσαν σε ένα συμφωνικό, όπως είπαμε, όργανο, μια νέα ψυχή, τη δική τους, εξελίσσοντας τον τρόπο παιξίματος και βέβαια τον ήχο του. Πάντως, και στα ελληνικά χέρια το κλαρινέτο δικαιολογεί την ετυμολογία του, από το «clarus», που σημαίνει φωτεινός, καθαρός – ο Πετρολούκας Χαλκιάς, αλλά και άλλοι, βεβαιώνουν του λόγου το αληθές.


























































Το κλαρίνο αν και προέρχεται από τη ∆ύση, ως λαϊκό μουσικό όργανο μπαίνει στην Ελλάδα από την Τουρκία γύρω στα μέσα του19ου αιώνα. Από την Ήπειρο και τη ∆υτική Μακεδονία διαδίδεται στην υπόλοιπη χώρα και μαζί με το βιολί, το λαγούτο και το ντέφι (κι αργότερα και μετοσαντούρι) αποτελούν την κομπανία, το κατ’εξοχήν λαϊκό συγκρότημα της στεριανής Ελλάδας, που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζυγιά ζουρνάς νταούλι. Στα λαϊκό κλαρίνο περνούν τα «πιασίματα» της φλογέρας και του ζουρνά, πετυχαίνοντας έτσι, με μιαν ιδιότυπη τεχνική, σ’ ένα δυτικό μουσικό όργανο τα μη συγκερασμένα διαστήματα των παραδοσιακών ελληνικών κλιμάκων.


























































Από την εποχή του μεσοπολέμου παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα, αναγνωρίζεται ως όργανο «εθνικό» και οδηγεί την οργανική μουσική σε μια νέα, λαμπερή περίοδο, μέσα από την επεξεργασία των παλιών μελωδιών στα χέρια άξιων δεξιοτεχνών.


























































Πηγές:






















news247.gr






















mousikorama.gr

















































Ο Ιανουάριος στην παράδοση




















































































































































































Ο Ιανουάριος ή Γενάρης ή Καλαντάρης ή Καλαντάρς στα ποντιακά, είναι ο πρώτος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό Hμερολόγιο. Ιανουάριος, καθώς τον θεωρούσαν του αιώνος πατέρα. Είχαν μάλιστα οριστεί δώδεκα πρυτάνεις να τον υμνούν.


























































Ο Ιανουάριος πήρε το όνομά του από τον Ιανό, θεό κάθε αρχής στη ρωμαϊκή μυθολογία. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Ηλίας Αναγνωστάκης: «…ο Ιανός ήταν θεός δίμορφος, που παριστάνεται πότε με κλειδιά ή με τριακόσιες ψήφους στο δεξί του χέρι και εξήντα πέντε στο αριστερό, όσες οι μέρες του ενιαυτού.


























































Λεγόταν δε και «Αιωνάριος» αντί Ιανουάριος, επειδή τον θεωρούσαν του αιώνος πατέρα. Είχαν μάλιστα οριστεί δώδεκα πρυτάνεις να τον υμνούν και υπήρχε δωδεκάβωμον στο ναό του, όσοι και οι μήνες του έτους».


























































Ο Ιανουάριος, ωστόσο, δεν ήταν ανέκαθεν ο πρώτος μήνας του έτους για τους Ρωμαίους. Στα πρώτα χρόνια της ιστορίας τους, πρώτος μήνας ήταν ο Μάρτιος, από το όνομα του πολεμικού θεού τους Mars-Martis (δηλαδή του Άρη των Ελλήνων). Πρωτοχρονιά ήταν τότε η πρώτη Μαρτίου, η οποία εξακολούθησε να γιορτάζεται και στα κατοπινά χρόνια. Και επειδή θυμούνταν πως αυτή ήταν η αρχική τους πρωτοχρονιά, την έλεγαν πάτριον. Ο Ιανουάριος έγινε πρώτος μήνας αργότερα, όταν ο μυθικός βασιλιάς των Ρωμαίων Νούμας Πομπίλιος οργάνωσε το ημερολόγιο με βάση τον ήλιο.


























































Στον Ιανουάριο ο λαός μας έχει δώσει διάφορες ονομασίες, όπως το Γενάρης επειδή τότε γεννούν τα γιδοπρόβατα, και Μεσοχείμωνας επειδή είναι ο μεσαίος από τους μήνες του χειμώνα, όπως δηλώνει και η παροιμία «ως τα’ Αϊ-Γιαννιού, τρυγόνα, είναι η φούρια του χειμώνα».


























































Ο Ιανουάριος είναι επίσης και ο μήνας με το λαμπρότερο φεγγάρι: «Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα μέρα μοιάζει». Ονομάζεται και Γατόμηνας επειδή στη διάρκειά του ζευγαρώνουν οι γάτες, και Μεγάλος μήνας ή Τρανός μήνας ή Μεγαλομηνάς, γιατί είναι ο πρώτος μήνας του έτους και σε αντιδιαστολή με τον Φεβρουάριο, που είναι «κουτσός» (Κουτσοφλέβαρος).


























































Οι αλκυονίδες ημέρες τού έχουν δώσει και την ονομασία «γελαστός», αλλά είναι επίσης γνωστός και ως «κλαδευτής»: «Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις».


























































Άλλες ονομασίες: Γενολοήτης (επειδή αυτόν τον μήνα γεννοβολούν τα κοπάδια), Κρυαρίτηςγιατί είναι ο πιο «κρυουλιάρης».


























































Ο Ιανουάριος είναι επίσης γνωστός και ως καλαντάρης από τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και τα δώρα των Καλενδών του Ιανουαρίου. Τα δώρα αυτά είναι το σημερινό «δώρο των Χριστουγέννων», ο 13ος μισθός, ο οποίος στη Βυζαντινή εποχή ήταν πράγματι δώρο κι όχι μισθός


























































Οι ρίζες άλλωστε πολλών εθίμων του Δωδεκαήμερου ανάγονται στους χρόνους που γιορτάζονταν η «Χειμερινή τροπή» του Ήλιου που σημάδευε την αρχή της εποχής του χειμώνα. Οι γιορτές αυτές έπαιρναν πανηγυρικό χαρακτήρα και είχαν κατακτήσει ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Άρχιζαν με τα Βρουμάλια από τις 24 Νοεμβρίου έως τις 17 Δεκεμβρίου και ακολουθούσαν τα Σατουρνάλια 9στην Ελλάδα τα Κρόνια) από τις 18 έως τις 24 Δεκεμβρίου και ήταν η αρχαιότερη γιορτή των Ρωμαίων την οποία απέδιδαν στον Ρωμύλο ή στους Πελασγούς. Ξεχώρισε όμως από τις άλλες αγροτικές γιορτές τους το 217 π.Χ.


























































Κατά την κεντρική ημέρα της γιορτής του «αηττήτου ηλίου», στις 25 Δεκεμβρίου, εορταζόταν το γεγονός της τροπής του Ήλιου, που άρχιζε και πάλι να ανεβαίνει στον ουρανό, να μεγαλώνουν οι ημέρες, και μαζί τους οι ζωογόνες ακτίνες του Ήλιου ξανάκαναν τη Γη να καρποφορήσει. Την 1η Ιανουαρίου γιορτάζονταν οι Καλένδες, στις 3 τα Βότα, στις 4 τα Λορεντάλια και στις 7 Ιανουαρίου τελείωνε η περίοδος αυτή των εορτών.


























































Μήνας, επομένως των γιορτών μπορεί να ονομαστεί με τις πολλές γιορτές που έχει ο Γενάρης. Η πρώτη μέρα του μήνα είναι η πρωτοχρονιά και γιορτάζεται σ’ όλο τον κόσμο με λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια και πολλές εκδηλώσεις. Αυτή η ημέρα καλύπτεται από ένα πλήθος λαϊκών εθίμων, με πράξεις και ενέργειες μαγικές, που έχουν την προέλευσή τους στα βάθη των αιώνων. Τη μέρα αυτή γιορτάζεται η μνήμη του Αγίου Βασιλείου, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες της εκκλησίας. Ο Αγιος Βασίλης ενσαρκώνει για το λαό, το πνεύμα του καινούργιου χρόνου.


























































Στις 6 Ιανουαρίου είναι η γιορτή των Φώτων, μεγάλη Χριστιανική γιορτή, γιατί τότε αγιάζονται τα νερά. Αυτή η γιορτή συμβολίζει την παλιγγενεσία του ανθρώπου και ο λαός τη λέει “Μεγάλη γιορτή, Θεότρομη”. Είναι η μέρα που βαφτίσθηκε ο Χριστός απ’ τον Αη-Γιάννη τον Πρόδρομο στ’ άγια νερά του Ιορδάνη.


























































Στις 7 του μήνα είναι η γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου του Βαπτιστή.


























































Στις 17 του μήνα είναι η γιορτή του Αγίου Αντωνίου και στις 18 του Αγίου Αθανασίου. Του Αγίου Αθανασίου η ημέρα μεγαλώνει μια ώρα. Γι’ αυτό πολλοί λένε “Αη-Θανάσης ήλθε, καλοκαίρι ήλθε”.


























































Στις 20 Ιανουαρίου είναι η γιορτή του Αγίου Ευθυμίου.


























































Στις 30 Ιανουαρίου είναι η γιορτή των Τριών Ιεραρχών του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Η γιορτή των μεγάλων αυτών ιεραρχών είναι η γιορτή των ελληνικών και χριστιανικών γραμμάτων. Την ημέρα αυτή στη Σιάτιστα τελείται πανηγυρική θεία λειτουργία καθώς και μνημόσυνο των ευεργετών των σχολείων της πόλης.


























































Πολλές είναι και οι παροιμίες για τον Ιανουάριο, όπως οι παραδείγματος χάριν οι ακόλουθες:


























































Σ’ όσους μήνες έχουν «ρο», μπάνιο με ζεστό νερό.


























































Χιόνισ’ έβρεξ’ ο Γενάρης, oλ’ οι μύλοι μας θ’ αλέθουν.


























































Του Γεναριού το φεγγάρι είναι σαν του Αλωνάρη.


























































Ο Γενάρης δε γεννά μήτε αυγά μήτε πουλιά, μόνο κρύο και νερά.


























































Του Γενάρη το φεγγάρι την ημέρα σιγοντάρει.


























































Οποιος θε να βαμπακώσει, το Γενάρη θε ν’ οργώσει.


























































Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει.


























































Αρχιμηνιά, καλή χρονιά, με σύγκρυα και παγωνιά.


























































Γενάρης χωρίς χιόνι, κακό μαντάτο.


























































Τ’ Αλωναριού τα μεσημέρια , και του Γεναριού οι νύχτες.


























































Οι γεναριότικες νύχτες, για να περάσουν θέλουν συντροφιά και κουβέντα.


























































Εκαμε κι ο Γενάρης ήλιο.


























































Γενάρη, μήνα του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου.


























































Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη.


























































Με τα Φώτα του ο Γενάρης, όλης της χρονιάς μπροστάρης.































Τα έθιμα των Φώτων στην Ελλάδα






























































































































Γνωρίστε τα έθιμα των Φώτων και αν είστε τυχεροί, ταξιδέψτε στις όμορφες γωνιές της Ελλάδας, για να τα παρακολουθήσετε και από κοντά.






















Οι γιορτές τελειώνουν με τον λαμπρό εορτασμό των Φώτων σε όλη την Ελλάδα. Η πλούσια σε έθιμα ελληνική παράδοση, γιορτάζει με διαφορετικό τρόπο τα Φώτα σε κάθε γωνιά της χώρας. Γνωρίστε τα έθιμα της πατρίδας μας και αν είστε τυχεροί, ταξιδέψτε στις όμορφες γωνιές της Ελλάδας, για να τα παρακολουθήσετε και από κοντά.






















Λευκάδα: τα ιερά πορτοκάλια






















Οι πιστοί συγκεντρώνονται πλάι στην θάλασσα και ο ιερέας ρίχνει το σταυρό στο νερό, όπως συμβαίνει σε πολλές περιοχές της χώρας. Όμως στη Λευκάδα, μαζί με το σταυρό, ρίχνουν στη θάλασσα και ένα μάτσο πορτοκάλια δεμένα μεταξύ τους με σκοινί. Στη συνέχεια, τα ευλογημένα αυτά πορτοκάλια, κρεμιούνται πλάι στα εικονίσματα των εκκλησιών.






















Ερμιόνη: οι ναυτικοί βουτηχτάδες






















Λίγο πριν ο σταυρός πέσει στη θάλασσα, οι «βουτηχτάδες», όπως χαρακτηριστικά ονομάζονται τα παλικάρια, που πρόκειται να βουτήξουν για να πιάσουν το σταυρό, φορούν παραδοσιακές στολές παλαιών ναυτικών και γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας. Οι νοικοκύρηδες τους καλοδέχονται με ευχές και παραδοσιακά κεράσματα και τους εύχονται καλή επιτυχία στη βουτιά που ακολουθεί.






















Καστοριά: τα ραγκουτσάρια αναβιώνουν






















Ανήμερα των Φώτων στην Καστοριά αναβιώνουν τα Ραγκουτσάρια. Οι κάτοικοι φορούν τρομακτικές μάσκες για να ξορκίσουν το κακό από την περιοχή και ζητούν «αμοιβή» από τους περαστικούς για το καλό που κάνουν στην πόλη. Παρόμοιο είναι και το έθιμο «ροκατζάρια», που αναβιώνει στη Δράμα, όπου κάτοικοι με τρομακτικές μάσκες διώχνουν τα κακά πνεύματα.






















Χαλκιδική: ο βασιλιάς και οι φωταράδες






















Σε πολλά χωριά της Χαλκιδικής αναβιώνει ακόμη και σήμερα το έθιμο των Φωταράδων. Ο «βασιλιάς» που είναι φορτωμένος με κουδούνια ανοίγει τον χορό και τον ακολουθούν οι Φωταράδες, οι πιστοί του υπήκοοι με ξύλινα σπαθιά, που προσπαθούν να αποτρέψουν οποιονδήποτε προσπαθεί να κλέψει ένα λουκάνικο που στήνεται στην πλατεία του χωριού






















Γαλάτιστα Χαλκιδικής: η καμήλα και η απαγωγή...






















Πρόκειται για ένα έθιμο, που αναβιώνει αδιαλείπτως από τα τέλη του 19ου αιώνα. Τότε, κάποιος ερωτευμένος προκειμένου να απαγάγει την αγαπημένη του κάτω από τα μάτια του Τούρκου επιτρόπου, σκαρφίστηκε ένα μοναδικό κόλπο. Έστησε ένα γλέντι στο χωριό και παράλληλα έφτιαξε το ομοίωμα μιας καμήλας μέσα στο οποίο κρύφτηκε ο ίδιος και οι απαγωγείς φίλοι του που μπήκαν στο σπίτι, έκλεψαν την κοπέλα και την φυγάδευσαν κάτω από το ομοίωμα της καμήλας. Σήμερα, το έθιμο αναβιώνει με το ομοίωμα της καμήλας να γυρνά στο χωριό και με 6 άνδρες να κρύβονται από κάτω χορεύοντας και τραγουδώντας.






















Αγιος Πρόδρομος Χαλκιδικής: οι φούταροι και τα ρόπαλα






















Πλούσια σε έθιμα των Φώτων, η Χαλκιδική αναβιώνει το έθιμο των φούταρων στον Άγιο Πρόδρομο. Την παραμονή των Φώτων, κάποια παλικάρια, οι φούταροι, λένε τα κάλαντα και αντί για χρήματα, οι νοικοκύρηδες τους δίνουν κρέας και λουκάνικα. Την ημέρα του Αϊ Γιαννιού, οι φούταροι χορεύουν στην πλατεία του χωριού. Όταν κάνουν διάλειμμα και βγαίνουν από τον κύκλο του χορού, αρπάζουν ένα ρόπαλο και μόλις ξαναμπαίνουν στο χορό, πετούν τα ρόπαλα ψηλά και σφυρίζουν για να σηματοδοτήσουν το τέλος των γιορτών.






















Δράμα: τα μπαμπούγερα και η στάχτη






















Αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα έθιμα, που θα συναντήσετε στη Δράμα αυτές τις ημέρες. Την παραμονή των Φώτων, οι γυναίκες παίρνουν στάχτη από το τζάκι και την σκορπίζουν με το δεξί χέρι μέσα στο σπίτι, προφέροντας ξόρκια για να φύγουν οι καλικάντζαροι. Ανήμερα των Φώτων και μετά τον αγιασμό των υδάτων, κάποιοι κάτοικοι –τα μπαμπούγερα-φορούν προβιές ζώων, στέκονται απέξω από την εκκλησία και κρατούν ένα σακούλι (υποτίθεται γεμάτο με στάχτη) για να χτυπούν με αυτό όποιους συναντούν και να φοβερίζουν τους καλικάντζαρους!






















Δράμα: οι αράπηδες και ο Μεγαλέξανδρος






















Το έθιμο των αράπηδων μας ταξιδεύει πολλά χρόνια πίσω, τότε που οι νέγροι πολεμιστές του Μεγάλου Αλεξάνδρου, λέγεται, πως με τους αλαλαγμούς τους κατάφεραν να φοβερίσουν και να διώξουν τους ελέφαντες των Ινδών αντιπάλων. Σήμερα, οι κάτοικοι της περιοχής, ντύνονται με προβιές ζώων, φορούν κουδούνια και χορεύουν στο δρόμο για να διώξουν τα κακά πνεύματα και τους καλικάντζαρους. Το έθιμο αυτό, αναβιώνει και σε αρκετές περιοχές της Καβάλας.






















Θεσσαλία: τα ποτάμια και το ράντισμα






















Σε πολλά χωριά της Θεσσαλίας, όπου υπάρχουν ποτάμια, οι κάτοικοι παίρνουν τα εικονίσματα από την εκκλησία και τα μεταφέρουν στο ποτάμι. Εκεί, μέσα στα παγωμένα νερά των ποταμών, ρίχνουν τον σταυρό και με αυτόν ραντίζουν τα εικονίσματα, τα οποία στη συνέχεια επιστρέφουν στην εκκλησία ενώ συνηθίζουν να ραντίζουν με το ευλογημένο νερό και τα χωράφια για να έχουν καλή σοδιά. Σε αρκετά χωριά της Θεσσαλίας, βουτούν ολόκληρη την εικόνα μέσα στο ποτάμι!






















Δωδεκάνησα: οι βουτηχτάδες κρατούν την ανάσα τους






















Σε πολλά Δωδεκάνησα αλλά κυρίως στη Σύμη και την Κάλυμνο, οι «βουτηχτάδες», όσοι δηλαδή βουτούν να πιάσουν το σταυρό αψηφώντας τις χαμηλές θερμοκρασίες του νερού της θάλασσας, κρατούν την ανάσα τους για να μείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο κάτω από το κρύο νερό. Και φυσικά, όσο διαρκεί η παγωμένη βουτιά, οι ψαράδες των νησιών με τις βάρκες τους, σχηματίζουν έναν προστατευτικό κλοιό γύρω από τους βουτηχτάδες, που θεωρούνται οι τυχεροί της νέας χρονιάς που μόλις μπήκε.






















ΛΙΛΗ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ (clickatlife. gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου