...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

 

 

«Ξενομερίτες». Οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί και η αφιλόξενη υποδοχή των μικρασιατών στην Ελλάδα.

 

Η συμβολή τους στον πολιτισμό και την οικονομία «Ξενομερίτες».

Οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί και η αφιλόξενη υποδοχή των μικρασιατών στην Ελλάδα.

Έως και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923, περίπου 1.500.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα. Σε αρκετές περιπτώσεις αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από τον γηγενή πληθυσμό, ενώ το υπό διάλυση ελληνικό κράτος αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση.

Οι πρόσφυγες εντάχθηκαν με κόπο και αγώνα στην “μητέρα πατρίδα” και ενίσχυσαν την οικονομία και την κοινωνία με την εργασία, τις γνώσεις, αλλά και τα έθιμα τους. Η αφομοίωση των προσφύγων στην Ελλάδα υπήρξε δύσκολη, κυρίως λόγω της οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν η χώρα τη δεδομένη χρονική συγκυρία. Επίσης, οι πληγές από τον καταστροφικό πόλεμο ήταν ανοιχτές και η Ελλάδα θύμιζε ένα κράτος υπό κατάρρευση.

Η απότομη αύξηση του πληθυσμού στην Ελλάδα έφερε ανατροπές και συγκρούσεις στις τοπικές κοινωνίες. Οι ντόπιοι σε πολλές περιπτώσεις αισθάνθηκαν απειλή με τα χαμηλά μεροκάματα των προσφύγων που αναλάμβαναν εργασίες με χαμηλό τίμημα. Όταν έχαναν δουλειές, τους θεωρούσαν υπεύθυνους και για να τους μειώσουν εκφράζονταν γι΄αυτούς με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, όπως «τουρκόσποροι» ή «ξενομερίτες».

 

 

Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Αθήνα, 1922. 

Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού, το 1920 στην Αθήνα κατοικούσαν 297.276 άτομα. Οκτώ μόλις χρόνια μετά, με βάση την απογραφή του 1928, η Αθήνα είχε πληθυσμό 459.211 ατόμων: 131.810 γηγενείς, 129.380 πρόσφυγες και 198.021 εσωτερικοί μετανάστες. Πηγή: Library of Congress

Μέσα στο χαοτικό κλίμα που προκλήθηκε με την άφιξη των προσφύγων, κυρίως έως τον Σεπτέμβριο του 1922, οι συνθήκες διαβίωσης ήταν σκληρές. Ήταν σχεδόν αδύνατο να τραφούν επαρκώς και να στεγαστούν στο σύνολό τους, καθώς οι ανάγκες των προσφύγων υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνατότητες του ελληνικού κράτους. Χρειάστηκε μεγάλο διάστημα μέχρι να ισορροπήσουν τα πράγματα και οι Μικρασιάτες σκορπίστηκαν σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα.

Ενδεικτική της επικρατούσας κατάστασης τότε στην Ελλάδα, είναι η μαρτυρία του Απόστολου Μυκονιάτη ο οποίος καταγόταν από τον Ατζανό, κοντά στην Πέργαμο και περιέγραψε τη διαδρομή από τη Σμύρνη μέχρι τη Μυτιλήνη: «Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το πάδαρι του στο χωριό ο τούρκικος στρατός, άραζαν καΐκια και μας παίρναν. Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος, από ένα μαξούλι περιμέννει (σοδειά). Βασανιστήκαμε, κακοφάγαμε, κακοκοιμηθήκαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιός δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα. Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ τ΄ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια».

 

Η προσφορά στον πολιτισμό και την οικονομία

Με πλούσια επιχειρηματική εμπειρία και επαγγελματικές δεξιότητες, οι Μικρασιάτες συνέβαλαν τα μέγιστα σε πολλούς τομείς της χώρας. Αποτέλεσαν τον κινητήριο μοχλό για τη βιομηχανία και τη βιοτεχνία και ένα μεγάλο ποσοστό εργάστηκε σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επίσης, ενίσχυσαν σημαντικά το εργατικό δυναμικό στην κλωστοϋφαντουργία, την ταπητουργία, τη μεταξουργία και την αλευροβιομηχανία. Οι πρόσφυγες προσέφεραν φθηνή εξειδικευμένη εργασία, ενώ λόγω της διατροφικής τους παράδοσης, λειτούργησαν ως ο νέος παράγοντας ζήτησης για τη βιομηχανία ειδών διατροφής.

Ως φορείς σπουδαίας πολιτισμικής παράδοσης, οι Μικρασιάτες πρωταγωνίστησαν και στις τέχνες, όπως στη μουσική, κυρίως με το ρεμπέτικο τραγούδι. Με την έλευση των προσφύγων έκαναν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα και πολλά ανατολίτικα μουσικά όργανα όπως ο μπαγλαμάς, ο ταμπουράς, το ούτι και το κανοκάκι. Επιπλέον, ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας πολλών οικογενειών εμπλούτισε με νέα στοιχεία τη λογοτεχνία και τη λαογραφία. Η Μικρά Ασία υπήρξε πατρίδα πολλών σημαντικών Ελλήνων λογοτεχνών, πολλοί από τους οποίους απέδωσαν με αριστουργήματα τον πόνο της προσφυγιάς. Σημαντικοί εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος ήταν ο Ηλίας Βενέζης, η Διδώ Σωτηρίου, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Γιώργος Θεοτοκάς και ο βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας Γιώργος Σεφέρης. Η υπάρχουσα πνευματική ζωή εμπλουτίστηκε από τους Μικρασιάτες και διαμορφώθηκε μία νέα πολιτισμική ταυτότητα στην Ελλάδα.

 


Πηγή:
mixanitouxronou.gr

 

 

A group of people sitting outside a building

Description automatically generated with low confidence

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

 

 

Η ελληνική λαϊκή φορεσιά της Μικράς Ασίας- Ερυθραίας

 

Β. Η γυναικεία ενδυμασία

Όπως έχει ήδη αναφερθεί παραπάνω, οι γυναικείες φορεσιές της Ερυθραίας, παρόλο που αποτελούν σε αδρές γραμμές έναν κοινό ενδυματολογικό τύπο, διαφέρουν σημαντικά σε ορισμένα στοιχεία, πράγμα που καθιστά αναγκαία την ξεχωριστή μελέτη τους. Πιο συγκεκριμένα θα εξεταστούν οι φορεσιές από τα Αλάτσατα, και τα Βουρλά.

 

Η αλατσατιανή φορεσιά

Παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων στα Αλάτσατα είχαν υιοθετήσει από τα μέσα του 19ου αι τον δυτικό τρόπο ένδυσης, με μακριά φορέματα, οι περισσότερες Αλατσατιανές διατήρησαν για μεγάλο διάστημα την τοπική τους φορεσιά. Τα δύο βασικά της κομμάτια ήταν το πορκάκι ή πολκάκι, είδος μπλούζας με μακριά μανίκια, και το μισοφούστανο, ένα είδος μακριάς και φαρδιάς φούστας, καρρώ ή μονόχρωμης. Στην καθημερινή τους εκδοχή τα ρούχα αυτά κατασκευάζονταν από απλά υφάσματα, ενώ για τις καλές περιστάσεις οι φούστες διέθεταν φραμπαλάδες στο κάτω μέρος και τα πολκάκια ήταν φτιαγμένα από καλό ύφασμα.

                                                   Εικόνα Βελούδινο πορκάκι

 

 

                                                   Εικόνα Μισοφούστανα

 

Στις καθημερινές οικιακές εργασίες οι νοικοκυρές φορούσαν στα μαλλιά ένα φακιόλι για να τα προστατεύουν και μια μπροστοποδιά με δύο πουζούδες (τσέπες) για να προστατεύουν τα ρούχα τους. Επίσης, όταν έκαναν αγροτικές εργασίες φορούσαν το σκιάθι, ένα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο και τις χέρες, γάντια με ακάλυπτη την άκρη των δακτύλων, προκειμένου να μην επηρεάζεται η αφή. Τις προφυλάξεις αυτές τις επέβαλαν κατά κάποιον τρόπο, εκτός των άλλων, η μόδα και οι αντιλήψεις της εποχής για την ομορφιά, που ήθελαν τη γυναίκα άσπρη και με περιποιημένα χέρια. Όταν έκανε κρύο έριχναν στην πλάτη τους μία μακριά εσάρπα, τον μποξά, που όταν ήταν πιο μικρή σε μέγεθος ονομαζόταν ποσάκι.

 

Τα μαλλιά τους οι παντρεμένες γυναίκες τα σήκωναν σε κότσο, ενώ τα κορίτσια τα έπλεκαν σε δύο πλεξούδες που έπεφταν στους ώμους τους. Επίσης, γνωρίζουμε ότι το 1921 αρκετές νεαρές Αλατσατιανές έκοβαν κοντά τα μαλλιά τους. Τέλος, χαρακτηριστικά ήταν τα κεφαλομάντιλα, άσπρα, με σχέδια σταμπωτά ή χρωματιστά, που στις άκρες ήταν στολισμένα με δαντέλες ή πλεγμένα κρόσια, τα κοχάκια. Τα μαντίλια τα έδεναν είτε στο αυχένα, περνώντας τα από το λαιμό και τα ονόμαζαν μαγουλίκες είτε στο πάνω μέρος του κεφαλιού, οπότε τα ονόμαζαν φακιόλια. Μετά τα μέσα του 19ου άρχισε να εμφανίζεται η αραχνοϋφαντη γάζα για την κάλυψη του κεφαλιού και το γυναικείο καπέλο. Τη λιτή σε γενικές γραμμές αλατσατιανή φορεσιά, στόλιζαν κοσμήματα, όπως χοντρά κορδόνια με διάφορα νομίσματα, δαχτυλίδια, βραχιόλια με αλυσίδες, οι μάπες, σκαλιστά σμυρναίικου τύπου βραχιόλια και βαριά σκουλαρίκια, τα καλαθάκια.

 

 

                                           Εικόνα Κεφαλομάντιλα με κοχάκια

Κλείνοντας, αξίζει να αναφέρουμε ένα αλατσατιανό δίστιχο που γράφτηκε μετά τον ξεριζωμό του ελληνικού πληθυσμού. Λέγεται ότι καθώς έφευγαν από την πόλη τους, όσοι Αλατσατιανοί γλύτωσαν, είδαν συγκλονισμένοι τα σπίτια τους λεηλατημένα και τα υπάρχοντά τους, ακόμα και τα ρούχα τους, πεταμένα στους δρόμους. Στα στιχάκια που γράφτηκαν πάνω σε ήδη υπάρχουσες παραδοσιακές μελωδίες υπάρχει και η εξής αναφορά στη γυναικεία φορεσιά:

 

Κόκκινα μισοφούστανα και κοραλιά πολκάκια,

έρημα υπομείνατε μες στα στενά σοκάκια…

 

 

Η βουρλιώτικη φορεσιά

Αρκετές είναι οι πληροφορίες που σώζονται για τη γυναικεία βουρλιώτικη φορεσιά, η οποία, παρά τη φαινομενική της λιτότητα και αυστηρότητα στις γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία εξαρτημάτων.

 

Εσωτερικά φορούσαν ένα χασαδένιο πουκάμισο χωρίς μανίκια, ένα μπούστο ως τη μέση, άσπρο, χωρίς μανίκια, στολισμένο με δαντέλες (πιτσίλια) και μία άσπρη εσωτερική φούστα σαν μισοφόρι, με δαντέλες στο τελείωμα, το μισοφούστανο (μεσοφούστανο). Πάνω από το χασαδένιο πουκάμισο φορούσαν ένα άλλο, κουκουληθρένιο, λίγο πιο τραχύ στην αφή, σε κρεμ αποχρώσεις, το οποίο στην άκρη του λαιμού ήταν στολισμένο με κοχάκια και κεντημένο με μεταξωτή κλωστή.

 

                                                Εικόνα Μισοφόρι με δαντέλα

 

Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν το πολκάκι ή κοντό, ένα σακάκι εφαρμοστό που έφτανε ως τη μέση για τις νέες και ως τους γοφούς για τις μεγαλύτερες γυναίκες. Το πολκάκι ήταν κατασκευασμένο από βελιό (βελούδο) μαύρο, βυσσινί ή μπλε και κεντημένο μπροστά στο άνοιγμα, από πάνω ως κάτω, καθώς και στα μανίκια. Τα κεντήματα, που ονομάζονταν τοκμέδες, ήταν μεταξωτά χρυσαφί ή ασημί, σε διάφορα σχέδια, κυρίως φυτικά, και φαρδιά, ανάλογα με τον πλούτο της ιδιοκτήτριας. Το πολκάκι δεν κούμπωνε τελείως μπροστά, προκειμένου να φαίνεται το κουκουληθρένιο με τα κοχάκια.

 

Σαν συνέχεια από το πολκάκι φαινόταν η φούστα, μακριά και φαρδιά, σουρωτή στη μέση από ύφασμα μάλλινο (στόφα) ή μεταξωτό (μιλιρές), συνήθως σε σκούρους χρωματισμούς. Στο κάτω μέρος κατέληγε σε φραμπαλάδες, ενώ ορισμένες φούστες είχαν και σταμπάτα σχέδια. Επίσης, οι πιο κοκέτες έβαζαν στη φούστα τσέρκια και έδιναν ένα αποτέλεσμα παρόμοιο με εκείνο του κρινολίνου. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι πριν από τη φούστα, φαίνεται ότι στα Βουρλά οι γυναίκες συνήθιζαν να φορούν βράκα, κάτι που διατήρησαν αρκετές από τις ηλικιωμένες, τις οποίες αποκαλούσαν βρακούδες. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι βρακούδες κρεμούσαν στη ζώνη τους ένα μικρό μαντιλάκι, τον φωτά. Η λέξη φωτάς προέρχεται από το Άγιο Φως και συνεκδοχικά από τον Άγιο Τάφο. Η κατοχή, λοιπόν, αυτού του μαντιλιού, αποδείκνυε ότι η κάτοχός του ανήκε σε οικογένεια Χατζήδων, αφού αυτοί ήταν που τα έφερναν, κατά την επιστροφή τους από τους Αγίους Τόπους.

 

Στα πόδια τους οι Βουρλιώτισσες φορούσαν σκάρτσες μεταξωτές ή μάλλινες πλεχτές, ως το γόνατο, οι οποίες στερεώνονταν στο μπατζάκι του εσώρουχου. Επίσης, φορούσαν χαμηλά παπούτσια, τις παντούφλες που ήταν πέτσινα και στολισμένα με φούντες μεταξωτές. Αργότερα, άρχισαν να φορούν γόβες δετές και χαμηλές, σκαρπίνια ή στιβάνια και μποτίνια.

 

Για να προστατευτούν από το κρύο του χειμώνα, οι πλουσιότερες χρησιμοποιούσαν το κοντογούνι, φοδραρισμένο με μηλόγουνα. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσαν το λαχούρι για τις μεγαλύτερες και η σάλπα ή εσάρπα για τις πιο νέες, καθώς και ένα είδος κάππας, το μπελερίνι. Λίγο ελαφρύτερος ήταν ο μποξάς ή σάλι, σε ανοικτά χρώματα για τις νέες και σε πιο σκούρα τις ηλικιωμένες.

 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφαλοκάλυμμα της συγκεκριμένης φορεσιάς. Βασικό κομμάτι ήταν το κόκκινο, χαμηλό φέσι, γύρω από το οποίο τυλιγόταν μια φάσα από βελούδο κατηφέ, μαύρο, με μαργαριτάρια (τερίρια) ή μια απομίμησή τους, τα φουσκάκια. Κοντά στο αυτί οι μεγαλύτερες έδεναν την κορδέλα σε φιόγκο. Οι νεότερες φαίνεται ότι προτιμούσαν γύρω από το φέσι να τυλίγουν τις κοτσίδες τους, τις οποίες ονόμαζαν μπουρμάδες. Πολλές φορές πάνω από το φέσι έβαζαν μια άσπρη πλατιά δαντέλα, το πιτσίλι, την οποία ονόμαζαν βέλο. Αν και με την πάροδο των χρόνων το φέσι ατόνησε, όσες συνέχιζαν να το φορούν αποκαλούνταν φεσούδες, που αναδείχθηκε σε χαρακτηρισμό των καλαίσθητων γυναικών και συνώνυμο της κοκεταρίας. Άλλα καλύμματα του σώματος και του κεφαλιού ήταν το ποσάκι, μεταξωτό, μικρό μαντιλάκι, τυλιγμένο στο λαιμό ή το κεφάλι, τα αφιομάντιλα για το σβέρκο ή το λαιμό, ο οσαλμάς, με τον οποίο τύλιγαν τα μαλλιά μετά το λούσιμο στο λουτρό, πριν το γάμο, το κανάρι, ένα λεπτό χρωματιστό μαντίλι που φορούσαν οι νέες στο κεφάλι το καλοκαίρι και ο καπέλλος, από χοντρή ψάθα.

 

Από μια τόσο προσεγμένη εμφάνιση δεν μπορούσαν να λείπουν τα χρουσαφικά ή τζιβαϊρικά ή μαλαματικά. Από το λαιμό κρέμονταν αλυσίδες με φλουριά κωνσταντινάτα και άλλα νομίσματα, μεντάλια (περιδέραια) και χρυσά ρολογάκια. Στα αυτιά τους, τα οποία τρυπούσαν από πολύ μικρή ηλικία, έβαζαν σκουλαρίκια χρυσά με διαμαντάκια και άλλες πολύτιμες πέτρες. Τέλος, στα χέρια φορούσαν δαχτυλίδια με πέτρες και διαφόρων ειδών βραχιόλια. Από τα τελευταία, τα πιο πολύτιμα ήταν οι μάπες που φοριόντουσαν σε ζεύγη και αποτελούνταν από δύο καλοδουλεμένες πλάκες χρυσού που ενώνονταν με πολλές πυκνές αλυσίδες. Η σημασία και η αξία των συγκεκριμένων κοσμημάτων ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να τα λένε στεκούμενα, δηλαδή να τα συγκαταλέγουν στην κινητή περιουσία μεγάλης αξίας, την οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και ως ενέχυρο (αμανέτι). Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι αρκετές Βουρλιώτισσες πούλησαν τις μάπες τους το 1892, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα χρήματα για να χτιστεί η Αναξαγόρειος Σχολή.

 

Τη γυναικεία φιλαρέσκεια συμπλήρωναν και τόνιζαν διάφορα εξαρτήματα. Τα χέρια τους συχνά καλύπτονταν από γάντια πάνινα, μαύρα ως τον καρπό, τα οποία αρχικά άφηναν ακάλυπτα τα δάκτυλα, για να φαίνονται τα δαχτυλίδια, ενώ αργότερα έγιναν πλήρη και τα δαχτυλίδια τοποθετούνταν από πάνω. Τέλος, συνηθιζόταν ο μπουάς, ένα μακρουλό γουναρικό για τον αυχένα και το ρεπίδι ή ριπίδι, με κοκκάλινο σκελετό, το οποίο κρεμούσαν στο λαιμό.

 

Τα πολύ νεαρότερα κορίτσια ντύνονταν απλούστερα, με ολόσωμα φορέματα σαν ρόμπες, ενώ έπλεκαν τα μαλλιά τους πλεξούδες και τα κάλυπταν με μεταξωτά μαντίλια. Από τα μέσα του 19ου αι άρχισαν και εδώ να φοριούνται από ορισμένες γυναίκες, ιδίως των ανώτερων τάξεων, τα φράγκικα φορέματα, ενώ το φέσι αντικαταστάθηκε με κότσο για τις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας και με μπουρμάδες που έπεφταν στην πλάτη για τις νεότερες.

 

Την παρουσίαση της βουρλιώτικης φορεσιάς θα κλείσουμε με ένα τοπικό δίστιχο που αναφέρεται σε αυτήν:

 

Μ’ έκαψε το πολκάκι σου, τ’ όμορφο μαντιλάκι σου,

με λώλανε η φούστα σου, τα νάζα και τα γούστα σου

 

Γ. Η ενδυμασία των παιδιών

Η ενδυμασία των παιδιών στην Ερυθραία, αν και γι’ αυτή σώζονται ελάχιστες πληροφορίες, φαίνεται ότι διέφερε από εκείνη των μεγάλων, διατηρώντας, ωστόσο ορισμένα στοιχεία.

 

Έτσι τα κοριτσάκια στον Τσεσμέ φορούσαν είτε ένα πορκάκι με μία φούστα είτε φουστανάκι που έφτανε κάτω από το γόνατο, σε χρώματα όμως χαρούμενα, και στις γιορτές έβαζαν και άσπρο γιακά. Τα μαλλιά τους τα χτένιζαν σε πλεξούδες, τις οποίες στόλιζαν με κοκκαλάκια. Επίσης, τα κοριτσάκια των πιο εύπορων οικογενειών φορούσαν ορισμένες φορές και τα μαρνέρικα, δηλαδή ρούχα ναυτικού τύπου.

 

Τα αγοράκια φορούσαν παντελονάκια που συνήθως έφταναν στη μέση της γάμπας, όχι πολύ φαρδιά μλπουζάκια ή πουκαμισάκι και είχαν κοντά μαλλιά. Στο κεφάλι φορούσαν ψάθινα καπελάκια ή πηλίκια. Στις καλές περιστάσεις τα έντυναν με σκούρα κουστούμια.

 

Η παρούσα μελέτη δεν αποτελεί προϊόν πρωτογενούς έρευνας και στηρίζεται σε ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία και πηγές που αναφέρονται στο τέλος του κειμένου.

 

Αθανασία Σταυροπούλου, Ιστορικός-Χοροδιδάσκαλος, Απόφοιτος ΕΚΠΑ

——————————————————————————————-

Δ. Πηγές

1) Ενδεικτική βιβλιογραφία

Ανδριώτη – Μπούρχα Κορίννα, Τσεσμές. Πολιτισμός και καθημερινή ζωή, εκδ. ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ., Αθήνα 2010
Βαρθολομαίου Βγένα, «Λαογραφικά στοιχεία της Μικράς Ασίας που καταγράφονται στους 6 πρώτους τόμους των Μικρασιατικών Χρονικών», Μικρασιατικά Χρονικά 20 (1998), 393-451

Ζήκας Γ., Αρχαία Ερυθραία. Το μέλι και η περιοχή, Κάτω Χαλάνδρι Αττικής 1979

Ερυθραία. Ένας ευλογημένος μικρόκοσμος στην καρδιά της Ιωνίας (επιμ. Θ. Κοντάρας – Μαριάννα Κορομηλά), εκδ. Πολιτιστική Εταιρεία «Πανόραμα», Αθήνα 1997

Κλεάνθης Φ., Αλάτσατα, η χαμένη πατρίδα μου, Αθήνα 1987

Κοντάρας Θ., Μελί, όσα δε σβήνει ο χρόνος, εκδ. Προοδευτικός και Πολιτιστικός Σύλλογος «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος», Νέο Μελί Μεγάρων 2009

Κουτσοδόντη Ευαγγελία, Αλάτσατα Μικράς Ασίας, η πατρίς των γονέων μου, εκδ. Πελασγός, Αθήνα 2001

Μηλιώρης Μ., Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, μέρος Β΄, εκδ. «Ένωσις Σμυρναίων», Αθήνα 1965

Μπαλτάς Α., Τα Καράμπουρνα της Μικρασιατικής Ερυθραίας, εκδ. Μπαλτά, Αθήνα 2010

Στου Μελιού τους καφενέδες [ηχογράφηση], (επιμ. Προοδευτικός και Πολιτιστικός Σύλλογος «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος»)

Τίγκου Στρατηγούλα, Από τη Χερσόνησο της Ερυθραίας στη Ν. Ερυθραία, Αθήνα 2008

Τραγούδια και χοροί από τα Αλάτσατα και την Ερυθραία της Μικράς Ασίας [ηχογράφηση], (επιμ. Λύκειο των Ελληνίδων), Αθήνα 1991

Τραγούδια και χοροί από τη Σμύρνη και από την Ερυθραία της Μ. Ασίας [ηχογράφηση], (επιμ. Λύκειο των Ελληνίδων), Αθήνα 1994

Χατζημιχάλη Αγγελική, Η ελληνική λαϊκή φορεσιά, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1978-1983

Κέντρο Έρευνας και Μελέτης της Μικρασιατικής Ερυθραίας
http://www.users.sch.grmikrasiatis.grellhnwnmikrasia.wordpress.com

 

 

Πηγή: constantinoupoli.com