...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

Άγιος Φανούριος: Η ιστορία, οι θρύλοι, τα θαύματα και η φανουρόπιτα

 

Άγιος Φανούριος: Η ιστορία, οι θρύλοι, τα θαύματα και η φανουρόπιτα



Κάθε χρόνο στις 27 Αυγούστου οι Εκκλησίες γεμίζουν με πίτες φτιαγμένες από τις νοικοκυρές. Είναι οι γνωστές σε όλους μας «Φανουρόπιτες». Πρόκειται για μια μίξη, λαϊκής παράδοσης, πίστης και τοπικών εθίμων που ξεκίνησε στη Ρόδο και επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα.

Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Φανούριο; Λέγεται πως αυτό δεν είναι καν το πραγματικό του όνομα, ενώ οι πληροφορίες που υπάρχουν για τον ίδιο και την ζωή του είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες.

Το μόνο γνωστό, σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση τουλάχιστον, είναι πως η μητέρα του Αγίου ήταν... αμαρτωλή.

ΑΓΙΕ ΦΑΝΟΥΡΙΕ... ΦΑΝΕΡΩΣΕ

Ποιος δεν θυμάται την γιαγιά του να λέει «Άγιε μου Φανούριε... φανέρωσε το» και να τάζει πίτα ή κερί στη χάρη του;

Για τους απλούς ανθρώπους ο Άγιος Φανούριος υπήρξε η μορφή που πάντοτε θα βοηθούσε να βρεθούν τα χαμένα. Από γαμπρούς και νύφες μέχρι χαμένα πρόσωπα ή ακόμη και κλειδιά.

Ο καθένας κατά την πίστη και την ανάγκη του ζητάει.

Σε πολλές περιοχές της ελληνικής επαρχίας ακόμη και σήμερα αυτές τις μέρες, ανύπαντρες γυναίκες πηγαίνουν στην Εκκλησία με την φτιαγμένη από τα χέρια της Φανουρόπιτα, με ένα και μόνο αίτημα. Να «φανερωθεί» ο σύζυγος.

Η ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

Αν και κανείς δεν γνωρίζει λεπτομέρειες για το που, πότε και πως έζησε ο Άγιος, εντούτοις η λαϊκή φαντασία έσπευσε να τις δημιουργήσει.

Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν, η μητέρα του Αγίου ήταν άνθρωπος που δεν βοηθούσε τους άλλους. Ήταν αμαρτωλή.

Σε πολλές περιοχές της χώρας μας, αρκετοί είναι αυτοί που φτιάχνουν την πίτα για «να συγχωρεθεί η μάνα του Αγίου». Αυτό το έθιμο όμως είναι ελάχιστα διαδεδομένο.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ

Μέχρι τον 14ο ή 15ο κατ' άλλους αιώνα, ο Άγιος δεν ήταν γνωστός. Εκείνη την εποχή στη Ρόδο, κατά την διάρκεια εργασιών αναστήλωσης των τειχών της πόλεως, αποκαλύφθηκε πως υπήρχε ένας μισογκρεμισμένος Ναός στον οποίο υπήρχαν πολλές παλαιές εικόνες.

Μια από αυτές, η πιο καλοδιατηρημένη λέει η παράδοση, ήταν ενός Αγίου ο οποίος φορούσε ρωμαϊκά στρατιωτικά ρούχα και κρατούσε ένα κερί κι έναν Σταυρό.

Το όνομα που φαινόταν ήταν «Ο Άγιος Φανώ».

Γύρω από την εικόνα του Αγίου, υπήρχαν 12 παραστάσεις στις οποίες απεικονιζόταν το μαρτύριο του. Έτσι το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως πρόκειται για έναν μάρτυρα ο οποίος πιθανότατα υπήρξε στρατιώτης.

Το όνομα Φανούριος του αποδόθηκε από τον Μητροπολίτη Ρόδου Νείλο, ο οποίος ανακαίνισε το εκκλησάκι που βρέθηκε η εικόνα, αφιερώνοντας το στον νεοφανή Άγιο Φανούριο.

Αυτές είναι και οι μοναδικές πληροφορίες. Από την Ρόδο, στόμα με στόμα, η ιστορία του νέου Αγίου διαδόθηκε πρώτα στα γύρω νησιά και μετέπειτα σε ολόκληρη τη χώρα.

ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

Ο Άγιος Φανούριος έκανε αρκετά θαύματα στους πιστούς που επικαλούνται το όνομά του κι ένα απ' αυτά είναι το ακό­λουθο:

Σε μια περίοδο της ιστορικής ζωής της η Κρήτη ήταν υποδουλωμένη στους Λατίνους (1204 – 1669 μ.Χ.), που είχαν δικό τους Αρ­χιεπίσκοπο και γι' αυτό προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να παρασύρουν τους κατοίκους του νησιού στον Καθολικισμό (Παπισμό).

Έτσι οι Λατίνοι πήρανε σαν καταπιεστι­κό μέτρο ενάντια στην Ορθοδοξία να μην επιτρέπουν να χειροτονούνται ιερείς στην Κρήτη, οπότε οι Κρητικοί αναγκάζονταν να μεταβαίνουν στο νησί Τσιρίγο (Κύθηρα) για να χειροτονηθούν ιερείς από Ορθόδοξο Αρχιερέα, που έδρευε εκεί.

Κάποια εποχή λοιπόν ξεκίνησαν απ' την Κρήτη τρεις διάκονοι για το Τσιρίγο κι αφού χειροτονήθηκαν εκεί ιερείς, επέστρεφαν τρισευτυχισμένοι στο πολύπαθο τότε απ' τη σκλαβιά νησί τους. Κατά κακή τους τύχη Αγαρηνοί πειρατές τους συνέλαβαν στο πέ­λαγος, τους μετέφεραν στη Ρόδο, όπου τους πώλησαν σε τρεις διαφορετικούς Αγαρηνούς αφέντες.

Η θέση των τριών ιερέων ήταν αξιοθρή­νητη κι όμως μια γλυκειά προσμονή ήλθε να γλυκάνει το πικρό παράπονό τους. Μάθα­νε πως στη Ρόδο ο Άγιος Φανούριος θαυματουργούσε και σ' αυτόν στήριξαν τις ελ­πίδες τους κι ολοένα προσεύχονταν και τον επικαλούνταν ο καθένας τους ξεχωριστά, για να τους λυτρώσει απ' την σκληρή αιχ­μαλωσία στους μιαρούς Αγαρηνούς. Ζήτησε, λοιπόν, ο κάθε ιερέας, χωρίς να συνεννοηθούν μεταξύ τους, απ' τον αφέν­τη του, να του δώσει άδεια να μεταβεί στην εκκλησία για να προσκυνήσει την εικόνα του Αγίου Φανουρίου. Πήρανε κι οι τρεις τους μ' ευκολία την άδεια, προσκύνησαν μ' ευ­λάβεια την εικόνα του Αγίου βρέχοντας τη γη με τα δάκρυά τους γονατιστοί σαν προ­σεύχονταν και με όλη τη δύναμη της ψυχής τους παρακαλούσαν τον Άγιο Φανούριο να μεσολαβήσει για να γλυτώσουν πια απ' τα χέρια των Αγαρηνών.

Αφού οι ιερείς αναχώρησαν, ανακουφι­σμένοι απ' τον πόνο τους, ο Άγιος Φανού­ριος παρουσιάστηκε τη νύχτα και στους τρεις αφέντες τους και τους διέταξε να ελευ­θερώσουν τους σκλάβους ιερείς τους, δια­φορετικά θα τους τιμωρούσε σκληρά. Οι Αγαρηνοί όμως άρχοντες θεώρησαν την επέμ­βαση του Αγίου σαν κάποια μαγεία, γι' αυ­τό αλυσόδεσαν τους σκλάβους τους κι άρ­χισαν να τους βασανίζουν με χειρότερο τρό­πο. Την άλλη όμως νύχτα ο Άγιος Φανούριος επενέβη πιο αποτελεσματικά, έλυσε τους τρεις ιερείς απ' τα δεσμά τους και τους υ­ποσχέθηκε, πως θα τους ελευθέρωνε από τους Αγαρηνούς την άλλη μέρα. Φανερώ­θηκε και πάλι στους Αγαρηνούς και τους απείλησε αυτή τη φορά, πως αν δεν ελευθέρωναν το πρωί τους ιερείς, θα μεταχειρι­ζόταν σκληρά μέτρα γι' αυτούς. Το άλλο πρωί οι Αγαρηνοί αισθάνθησαν την τιμωρία, γιατί έχασαν όλοι το φως τους και το κορμί τους έμεινε παράλυτο. Έτσι αναγκάσθησαν τότε να συμβουλευτούν τους συγγενείς τους, για να συζητήσουν το κα­κό που τους βρήκε. Όλοι δε οι άρχοντες αποφάσισαν να καλέσουν τους τρεις ιερείς, μήπως μπορούσαν να τους βοηθήσουν. Οι ιερείς την μόνη απάντηση που έδωσαν ήταν, πως αυτοί θα παρακαλούσαν τον Θεό τους κι Εκείνος θα αποφάσιζε.

Την τρίτη νύχτα παρουσιάστηκε πάλι ο Άγιος Φανούριος στους Αγαρηνούς και τους ανακοίνωσε πως αν δεν έστελναν οι τρεις άρχοντες γραπτώς στο ναό του τη συγκατάθεση τους για την απελευθέρωση των ιερέων, δεν θα ξανάβρισκαν πια την υ­γεία τους. Οι Αγαρηνοί τότε θέλοντας και μη έγραψαν το γράμμα που ζήτησε ο Άγιος Φανούριος και δήλωναν απερίφραστα, πως παραχωρούσαν, στους τρεις ιερείς την ελευ­θερία τους. Αυτές οι δηλώσεις τους κατατέ­θηκαν στον ιερό ναό του Αγίου. Πριν ακόμα επιστρέψει η αντιπροσωπεία των Αγαρηνών απ' το ναό, οι τυφλοί και παράλυτοι άπιστοι έγιναν εντελώς καλά με το θέλημα του Αγίου. Οι πλούσιοι Αγαρηνοί έδωσαν στους τρεις ιερείς όλα τα έξοδα του ταξιδιού τους κι αυτοί πριν αναχωρή­σουν κατέφυγαν στην εκκλησία, και αφού ευχαρίστησαν τον Άγιο για την απελευθέ­ρωσή τους, αντέγραψαν πιστά την εικόνα του Αγίου Φανουρίου και την πήραν στην Κρήτη, όπου την τιμούσαν κάθε χρόνο με δοξολογίες και λιτανείες.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ

Η λατρεία του Αγίου Φανουρίου φαίνεται ότι ξεκινά από τη Ρόδο, όπου κατά την παράδοση βρέθηκε η εικόνα του, όταν έσκαβαν σε ερείπια παλαιού ναού έξω από τα τείχη της πόλης. Ο Μητροπολίτης Ρόδου Νείλος (1355-1369) διάβασε την επιγραφή "Άγιος Φανούριος". Παρίστανε ένα νέο ντυμένο με στρατιωτική ενδυμασία, που κρατούσε σταυρό με λαμπάδα και ήταν πλαισιωμένος από 12 σκηνές του μαρτυρίου του.

Ο Μητροπολίτης καθιέρωσε ημερομηνία εορτής του Αγίου την ημέρα εύρεσής του και επίσης ανακαίνισε το εκκλησάκι που βρέθηκε η εικόνα, αφιερώνοντας το στον νεοφανή Άγιο Φανούριο.

Λόγω της εύρεσης της εικόνας του εκεί θεωρείται προστάτης του νησιού της Ρόδου. Λόγω της ετυμολογίας του ονόματός του, και της συγγένειάς του με το ρήμα φαίνω, που σημαίνει φανερώνω, είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής στην λαϊκή παράδοση για την φανέρωση χαμένων ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων.

Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ

Η σπηλιά του Αγίου Φανουρίου, βρίσκεται στον κατεχόμενο Άγιο Γεώργιο Κερύνειας στο οποίο διατηρείται μια παράδοση για τον άγιο Φανούριο.

Σε μια βραχώδη ακρογιαλιά, σ΄ένα σπήλαιο στα βόρεια του χωριού, βρίσκεται το εικόνισμα του Αγίου, στο οποίο ο Άγιος κρύφτηκε όταν καταδιωκόταν από τους Σαρακηνούς προερχόμενος από την Μικρά Ασία.

Σε προσπάθεια του να υπερπηδήσει με το άλογο του τους βράχους της περιοχής γκρεμίστηκε και σκοτώθηκε, ενώ τα οστά του αλόγου του αποτυπώθηκαν στους βράχους.

Κάθε χρόνο οργανώνονται εκδρομές για την πανήγυρη του Αγίου Φανουρίου στην Κερύνεια, με εκατοντάδες κόσμου να δηλώνει παρόν παίρνοντας μαζί τους και την Φανουρόπιτα.

Η ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΑ

Κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς πως και γιατί ξεκίνησε αυτό το έθιμο. Η φανουρόπιτα βέβαια έχει «μπολιαστεί» και με διάφορα στοιχεία της ελληνικής λαογραφίας αφού κάποιοι θέλουν να φτιάχνεται αυστηρά με 7 υλικά και άλλοι με 9. Οι αριθμοί αυτοί έχουν την δική τους σημειολογία η οποία δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με την πίστη όσο με την λαϊκή παράδοση.


Πηγή : https://www.e-ev ros.gr/gr/eidhseis/3/agios-fanoyrios-h-istoria-oi-8ryloi-ta-8aymata-kai-h-fanoyropita/post33119

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023

Είχαν καταστροφικές πυρκαγιές στην αρχαία Ελλάδα;

 

Είχαν καταστροφικές πυρκαγιές στην αρχαία Ελλάδα;

 

Στα χρόνια που η Ελλάδα ήταν σπουδαία, δηλαδή στην αρχαιότητα, οι πυρκαγιές που την κατέστρεφαν ήταν κυρίως από εμφύλιους πολέμους, ή σπανίως από τους Πέρσες και πάντως όχι λόγω φυσικών αιτίων ή ανθρωπογενους δραστηριότητας. Δεν μνημονεύονται μεγάλες φυσικές πυρκαγιές και αυτό δείχνει μάλλον ότι πρέπει να ήταν λιγοστές. Όταν ξεσπούσαν, από κεραυνούς ή άλλα φυσικά αίτια, μαίνονταν μέρες πολλές, όμως δεν έχουμε αναφορές γι’ αυτές.

Τούτο μπορεί να οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, αλλά και στο ότι τα δάση –με εξαίρεση τα ιερά άλση– ήταν τότε αναλώσιμα, απλά πάροχοι υλικών προς  επιβίωση: καράβια, “χαρτιά”, καυσόξυλα, όπλα, κουτάλια, ξόανα, τροχοί, κάρα, ξυλοδεσία στα σπίτια, σκάλες, εξώστες κ.λπ, όλα από ξύλο, που πρόσφεραν δωρεάν τα δάση. Με την υπερχρήση του ξύλου και την αποψίλωση των κοντινών δασών οι πρόγονοι μας δημιουργούσαν έτσι, παρεμπιπτόντως, και αντιπυρικές ζώνες τριγύρω τους, τόσο για τυχαίες πυρκαγιές όσο και για τις πολύ συχνότερες, όταν δηλαδή επιτίθετο εχθρός.

Ήταν συνήθης πρακτική η πυρπόληση της πολιορκούμενης πόλης. Οι μεγαλύτερες φωτιές που μνημονεύονται, οφείλονταν σε πολέμους και ο Θουκυδίδης αναφέρεται μόνον μια φορά, εν τάχει, σε φυσικές πυρκαγιές. Γράφει συγκεκριμένα για την προσπάθεια των Σπαρτιατών να γονατίσουν τις Πλαταιές χωρίς να ξοδέψουν πολύ χρόνο:

«Έφεραν δεμάτια κλαδιά και τα στοίβαζαν στο κενό που ήταν ανάμεσα στο ανάχωμα και στο τείχος της πολιτείας. Και όταν το κενό αυτό γέμισε γρήγορα, (δούλευαν πολλά χέρια) άρχισαν να ρίχνουν δεμάτια απ᾽ το ύψος του αναχώματος, όσο μακριά μπορούσαν και σ᾽ άλλα μέρη του τείχους. Άναψαν φωτιά με θειάφι και πίσσα, κι έγινε μια πυρκαγιά τέτοια που ποτέ, ώς τότε, δεν είχε δει κανείς αναμμένη από ανθρώπου χέρι. Στα βουνά, βέβαια, όταν με τον άνεμο τρίβονται ξερόκλαδα στα δάση, πολλές φορές πιάνει φωτιά και γίνονται πυρκαγιές [2.77.5]. Οι φλόγες ήσαν τεράστιες κι αν είχε φυσήξει άνεμος, όπως είχαν ελπίσει οι εχθροί, οι Πλαταιείς δεν θα είχαν γλιτώσει». Και έτσι προσπερνά το θέμα που μας απασχολεί.

Έμμεσα συμπεραίνεται ότι οι πυρκαγιές από φυσικά αίτια πρέπει να ήταν τρομερές, γιατί ήταν αδάμαστες. Πιθανόν η μη αναφορά σε αυτές να οφείλεται στη νοοτροπία των συγγραφέων της εποχής: τις έβλεπαν ως μοιραία φυσικά γεγονότα, στα οποία ο άνθρωπος δεν είχε να αντιτάξει άμυνες, κι άπαξ και οι πολίτες γλίτωναν τη ζωή τους και τα ζώα τους, αυτό θεωρείτο αρκετό. Ουδέν αξιομνημόνευτο δηλαδή, αφού η φύση βασίλευε ακαταμάχητη, οπότε ο πολίτης ήταν τυχερός που είχε επιβιώσει.

Το κλίμα

Όπως δείχνουν τα γραφτά που μας έχουν απομείνει, οι Έλληνες τότε και οι Ρωμαίοι αργότερα (κυρίως οι Ρωμαίοι πρέπει να πούμε) έβλεπαν χρηστικά τη φύση και αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα κάποια στιγμή με τις αποψιλώσεις. Αν σήμερα οι πόλεμοι γίνονται για πολύτιμες γαίες, τότε ήταν πολύτιμα τα δάση ως πρώτη ύλη. Όμως η αιτία για την πιθανή απουσία μεγάλων πυρκαγιών δεν συνδέεται μόνο με την αποψίλωση. Έπαιξε μήπως ρόλο το ότι ίσως έχει αλλάξει σημαντικά το κλίμα τα τελευταία 2.500 χρόνια; Οι ειδικοί θεωρούν ότι το κλίμα δεν έγινε χειρότερο από μόνο του και εκτιμούν ότι όλες οι αρνητικές αλλαγές (πλημμύρες, πυρκαγιές, καύσωνες) οφείλονται στην άμετρη δόμηση και εν γένει σε ανθρωπογενείς δραστηριότητες.

Η αρχαία Ελλάδα δεν ξέρουμε αν είχε ποτέ καύσωνες, που κι αυτοί με την παρατεταμένη ξηρασία προκαλούν φωτιές. Οι καύσωνες δεν αναφέρονται ως κάτι αξιοσημείωτο στην αρχαιότητα. Η παρατεταμένη ζέστη ήταν θέμα που αφορούσε όπως φαίνεται άλλους λαούς, όπως τους Αιθίοπες, όχι τους Έλληνες. Πιθανόν, βέβαια, να ήταν και αυτό αποτέλεσμα της ρεαλιστικής αντιμετώπισης των συγγραφέων και των πολιτών εν γένει. Δεν θεωρούσαν τη ζέστη ως κάτι τρομερό, αλλά είχαν αποδεχθεί ότι ήταν μια φυσιολογική δυσχέρεια, στην οποία δεν μπορούσαν να βρουν τεχνολογικές λύσεις, πέραν από κατάλληλους τρόπους οικοδόμησης των κατοικιών και φύλαξης των τροφίμων.

Τα επίπεδα ανοχής των ανθρώπων στη ζέστη εξάλλου, άλλαξαν σχετικά πρόσφατα με την καθιέρωση των κλιματιστικών. Πριν από 2.000-3.000 χρόνια στρατιώτες και ζώα άντεχαν σε τρομερές πορείες, κουβαλώντας μάλιστα και οπλισμό σε άνυδρες περιοχές της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Η μεγάλη ζέστη παρέμενε ζήτημα για τις μακρινές εκστρατείες και οι Έλληνες, όπως και οι Ρωμαίοι μάλλον άντεχαν. Πιθανόν λοιπόν να υπήρχαν και τότε καύσωνες, αλλά οι άνθρωποι τους άντεχαν και δεν τους θεωρούσαν κάτι αξιοσημείωτο.

Ο Ξενοφώντας πάντως δεν στέκεται σε καύσωνες στα κείμενά του και μόνον για την απειλή φωτιάς που έβαλαν εχθροί μιλά σε κάποιο σημείο της μεγάλης του περιπέτειας. Οι άνδρες του είχαν περάσει τα πάνδεινα και πολλοί νομίζουν ότι μόλις είδαν από μακριά τον Εύξεινο Πόντο ανέκραξαν οι δόλιοι το “Θάλαττα, Θάλαττα” όλο λαχτάρα, λόγω της ζέστης που τους είχε τσακίσει.

Όμως στα βουνά και στα οροπέδια της μακράς πορείας και στις μάχες που έδωσαν (από τις οποίες επέζησαν οι μισοί), όπως προκύπτει από την Κύρου Ανάβαση και την Κάθοδο των Μυρίων, οι Έλληνες είχαν αντιμετωπίσει κυρίως χειμώνα στα δύσβατα αυτά μέρη, χιόνια παρά καύσωνες. Από λαχτάρα και νόστο για τον θαλασσινό τόπο τους ανέκραξαν “Θάλαττα” περιχαρείς και όχι από δίψα ή από την έκθεση σε πολλή ζέστη. Δεν έχουμε κατά συνέπεια γραφτά που να υποδηλώνουν καύσωνες τότε, ούτε όμως και γραφτά περί του αντιθέτου, τα δε σύγχρονα κλιματολογικά μοντέλα αναφέρονται ασαφώς σε σχεδόν ίδιο κλίμα με το σημερινό όσον αφορά στην αρχαία Ελλάδα.

Μετακινήσεις και πληθυσμός

Άλλος ένας λόγος που οι πυρκαγιές λογικά ήταν μάλλον σπάνιες, ήταν οι λιγοστές μετακινήσεις. Οι άνθρωποι δεν περιδιάβαιναν στα δάση μέρα νύχτα, χωρίς σοβαρό λόγο. Τα μέσα μεταφοράς ήταν λίγα και πολύτιμα. Οι δε πληθυσμοί ήταν μικροί. Σε όλα τα μεσογειακά κράτη, περιλαμβανομένης της Γαλλίας και της Βρετανίας και των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής στα ενδότερα (δηλαδή όλα τα κράτη στα οποία είχε επεκταθεί ο ρωμαϊκός ιμπεριαλισμός) ήταν όλος κι όλος 60 εκατομμύρια.

Ο δε πληθυσμός της Ελλάδας μαζί με τις αποικίες της στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο προ Ρωμαίων και συγκεκριμένα γύρω στο 400 π.Χ. εκτιμάται ότι ήταν το πολύ δέκα εκατομμύρια, ενώ κατά τον 8ο αι. π.Χ. οι Έλληνες υπολογίζεται ότι ήταν το πολύ ένα εκατομμύριο όλοι κι όλοι. Την εποχή που οι Έλληνες ήταν θεωρητικά μόλις ένα εκατομμύριο, ο πληθυσμός όλης της γης εκτιμάται ότι ήταν 110 εκατομμύρια.

Ακόμα και η Αθήνα κατά τον 4ο αι. π.Χ. είχε 60.000 πολίτες και μαζί με τους ξένους και τους δούλους έφθανε ίσως τις 300.000. Οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν τότε για λόγους ασφαλείας σε οικισμούς όπως και σήμερα. Η δε Σπάρτη είχε ακόμη μικρότερο πληθυσμό, αφού οι “καθαρόαιμοι” πολίτες της υπολογίζονταν μαζί με τις γυναίκες τους, στους 20.000 περίπου την ίδια περίοδο.

Απλώς, σε αντίθεση με τους εμπόρους Αθηναίους, οι Σπαρτιάτες ήταν επαγγελματίες πολεμιστές και έτσι παρότι λιγότεροι, ακόμα και με την “ευρεία επιρροή” στην περιοχή τους, ήταν εξίσου υπολογίσιμοι με τους πολυπληθέστερους Αθηναίους στις μάχες. Όπως και να έχει, με ένα εκατομμύριο κατοίκους σε όλη την Ελλάδα όλους κι όλους, ήταν δυσκολότερο να προκληθεί από ανθρωπογενή δραστηριότητα πυρκαγιά στα δάση.

Επιπλέον, η χρήση γης για κτηνοτροφία και αγροτοκαλλιέργειες δεν ήταν συμβατή με δάση. Ακόμα και ο Πεισίστρατος είχε αποψιλώσει την Αττική για να δοθεί γη στους αγρότες και στους κτηνοτρόφους, με αποτέλεσμα οι δασικές πυρκαγιές να σπανίζουν ή να μην απειλούν πάντως την Αθήνα. Στο βιβλίο του καθηγητή Δασολογίας Γεωργίου Τσουμή “Δάση και Περιβάλλον στην Αρχαία Ελλάδα” αναφέρονται μεταξύ άλλων και οι πολλοί νόμοι που προστάτευαν τα ιερά άλση, κάτι που δείχνει ότι ακόμα κι αυτά ήταν υπό σταθερή απειλή για λόγους ξύλευσης.

Στους Νόμους του Πλάτωνα διαβάζουμε ότι όσοι παραβίαζαν το νόμο για τα ιερά άλση και τις ιερές κρήνες, αν ήταν δούλοι μαστιγώνονταν ή αν ήταν πολίτες χρεώνονταν με πολύ υψηλά πρόστιμα (764b). Ενδιαφέρουσα είναι και μια μελέτη για το φυσικό περιβάλλον στην αρχαία Ελλάδα. Εκεί αναφέρεται η πρόταση του Πλάτωνα οι ιδιοκτήτες γης να πληρώνουν πρόστιμο αν φωτιά από τη δική τους ιδιοκτησία μεταδιδόταν σε ξυλεία που υπήρχε σε γειτονικές εκτάσεις. Αυτό όμως δεν στόχευε τόσο στην προστασία του δάσους από φωτιές, όσο στην προστασία της πολύτιμης ξυλείας, αφού η κατασκευή μιας τριήρους απαιτούσε πάνω από 200 δέντρα και μάλιστα από διαφορετικά είδη. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Οδυσσέας για το σχετικά μικρό δικό του καράβι είχε κόψει 20 δέντρα.

Ο πρώτος νόμος για την προστασία των δασών στην Ελλάδα ψηφίστηκε το 1861 και μάθημα για τις δασικές πυρκαγιές διδάχτηκε σε ελληνικό πανεπιστήμιο για πρώτη φορά το 1963.

Οι πολλές πυρκαγιές, πέραν της κλιματικής αλλαγής, άρχισαν μετά το 1960 στην ουσία, λόγω των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων, όπως η κτηνοτροφία, αλλά και του τουρισμού και της ανάπτυξης θερέτρων. Αρνητικό ρόλο έπαιξε και η εγκατάλειψη της περιφέρειας, διότι αυξήθηκε κάθετα η διαθέσιμη βιομάζα. Δραματικό αποτέλεσμα είχε και η δημιουργία οικισμών σε επαφή ή και μέσα στα δάση.

Πηγή : ht tps://slpress.gr/istorimata/

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

 

Τελετουργίες του νερού στην ελληνική Λαϊκή Εθιμοταξία — Α΄

Του Μ. Βαρβούνη

 


Οι πηγές των ποταμών και των πηγών, τα κεφαλόβρυσα ή οι μάνες των πηγών, τιμώνται από το λαό, δεδομένου ότι από την αρχαιότητα ήδη οι Έλληνες πίστευαν πως στα τρεχούμενα νερά ενοικούν νύμφες και άλλες υπερφυσικές υπάρξεις, οι οποίες με τον κατάλληλο τελετουργικό χειρισμό μπορούν να γίνουν ιδιαιτέρως καλοποιές για τους ανθρώπους.

 

Οι παραδόσεις για θαυμαστή ανάβλυση ύδατος από χτύπημα ραβδιού αγίου ή οπλής αλόγου, με τη σαφή βιβλική προέλευσή τους, την πίστη αυτή απηχούν, όπως επίσης και οι ελληνικές λαϊκές παραδόσεις για το αθάνατο νερό και την γονιμοποιητική δύναμη ορισμένων πηγών.

 

Η προσφορά απαρχών καρπών, και μάλιστα δημητριακών, στην βρύση του χωριού, το προσκύνημα εκεί της νύφης τη Δευτέρα ή την Τετάρτη μετά το γάμο, το ρίξιμο κερμάτων μέσα στο νερό και η τελετουργική εναπόθεση τροφίμων (πιτών, γλυκισμάτων, βούτυρου, τυριού, ψωμιού και αλατιού) δίπλα στους κρουνούς, η πραγματοποίηση ζωοθυσιών στις βρύσες και τις πηγές, ακόμη και η τελετουργική μαγική πρακτική του αμίλητου νερού, που μεταφέρεται εν είδη ευλογίας στο σπίτι, στις λατρευτικές αυτές απόψεις αντιστοιχούν και ανάγονται.

 

Ειδικότερα για τις προσφορές απαρχών καρπών στη βρύση, πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι πολλές είναι οι περιπτώσεις προσφορών απαρχών στο ναό, στα έθιμα της ελληνικής λαϊκής λατρείας: σταφύλια, σύκα, κρασί, λάδι, σιτάρι και άλλα δημητριακά, αλεύρι, γάλα και τυρί αποτελούν μερικά από αυτά. Για την πληρέστερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι απαρχές, ας δούμε ορισμένα παραδείγματα από την Θράκη: στον Μαΐστρο της Ανατολικής Θράκης, το πρώτο γάλα που αρμέγουν από τις αγελάδες το έχυναν στο ρέμα, «για να είναι πάντα γλατερή». Στην τελετουργία αυτή συνυπάρχουν οι αντιλήψεις για τις απαρχές της πρώτης σοδειάς στο δαιμονικό πνεύμα του τρεχούμενου νερού, με την ομοιοπαθητική επιδίωξη να «τρέχει» το γάλα, ακριβώς όπως τρέχει και το νερό στην κοίτη του χειμάρρου.

 

Με βάση την αρχέγονη αντίληψη ότι το νερό της πηγής είναι ζωντανό, ο λαός μας πιστεύει ότι υπάρχουν ώρες κατά τις οποίες το νερό κοιμάται, οπότε αυτός που θέλει να πιεί πρέπει να το ξυπνήσει με απαλές κινήσεις, διαφορετικά θα επισύρει την οργή του πνεύματος της πηγής και την επακόλουθη τιμωρία του. Σε τρεχούμενα νερά δεν πρέπει να ουρούν ή να φτύνουν, ούτε πρέπει να δρασκελούν νερό τη νύχτα, από τον φόβο σχετικής τιμωρίας. Σε γενικές γραμμές οι υδρολατρικές αυτές εκδηλώσεις έχουν τη ρίζα τους σε αρχέγονες αντιλήψεις του ανθρώπου, που θεμελιώθηκαν ήδη στα πρώτα βήματα του πολιτισμού του, όταν το νερό αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο για να καλλιεργήσει και να επιβιώσουν οι πρώτες τροφοπαραγωγικές κοινωνίες του.

 

Για τους λόγους αυτούς οι φυσικές συγκεντρώσεις νερών, αλλά και οι πηγές που τροφοδοτούσαν με νερό τις παραδοσιακές κοινότητες, αποτελούσαν τόπους που σχετίζονταν με πολλές και ποικίλες κοσμογονικές αντιλήψεις και αρχέγονες τελετουργίες. Η βρύση του χωριού, για παράδειγμα, κύριος τόπος προμήθειας του ζωτικού νερού για τα νοικοκυριά, περιβάλλεται από διάφορες προλήψεις και δεισιδαίμονες ενέργειες, και σχετίζεται με ποικίλες τελετουργίες στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό. Σε αυτές συντελεί η πάγια πίστη του λαού ότι το τρεχούμενο νερό είναι «ζωντανό», αποτελεί δε τόπο κατοικίας πολλών και σημαντικών για την γονιμότητα πνευμάτων, τα οποία πρέπει να εξευμενίζονται, προκειμένου να συνεχίσουν να προσφέρουν το δώρο της ευγονίας και της καλοχρονιάς στην κοινότητα.

 

Γι’ αυτό αφενός μεν η βρύση και το νερό της περιβάλλεται από ιδιαίτερο σεβασμό, και με παραδοσιακό οικολογικό περιεχόμενο, καθώς κανείς δεν τολμά να την βρωμίσει, αφετέρου δε σε πολλές στιγμές των τελετουργιών του κύκλου του χρόνου ή του κύκλου της ζωής οι άνθρωποι προσέρχονται στη βρύση, προσκυνούν λατρευτικά το νερό και τα ενοικούντα σε αυτό καλοποιά και γονιμοποιά πνεύματα, και προσφέρουν μειλιγμούς και άλλες λατρευτικές προσφορές. Στη Θεσσαλία, για παράδειγμα, οι κοπέλες, τα χαράματα των Χριστουγέννων, αλλού δε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση «για να κλέψουν το άκραντο νερό», δηλαδή το γνωστό μας και από άλλες περιοχές και εθιμικές περιστάσεις «αμίλητο νερό», επειδή κατά την μεταφορά του στο σπίτι τηρούν αυστηρή τελετουργική σιωπή, παρά τις σχετικές οχλήσεις και προσπάθειες των συγχωριανών που τις συναντούν στο δρόμο, ώστε τα ενοικούντα πνεύματα να μην φύγουν και το αποδυναμώσουν, λόγω του θορύβου της ομιλίας.

 

Αλλά και η νύφη, σε πολλές περιοχές μετά τον γάμο της οδηγείται τελετουργικά στην βρύση, προσφέρει ανάλογα μειλίγματα, «ασημώνει» το νερό με νομίσματα που ρίχνει μέσα και προσκυνά, πιστεύοντας πως έτσι εξασφαλίζει υγεία, γονιμότητα, προκοπή και τους επιθυμητούς άρρενες απογόνους. Ακόμη και σε περιπτώσεις απαρχών, προσφέρονται κουλούρια από το πρώτο αλεύρι της χρονιάς στη βρύση του χωριού. Φυσικά, όλα αυτά τα είδη διατροφής είχαν και την κοινωνική λειτουργικότητά τους, αφού καταναλώνοντας από τους ενδεείς και τους άπορους του χωριού, αποτελώντας ένα είδος έμπρακτης κοινωνικής αλληλεγγύης.

 

 

Πηγή: https://www.dogma.gr/


 

Την πατρίδα μ' έχασα ~ Α.Βασιλειάδης & Γ. Κουρτίδης

 




Τραγούδι για τον Πόντο

Στίχοι: Χρήστος Αντωνιάδης

Μουσική: Κώστας Σιαμίδης

 

 

https://www.youtube.com/watch?v=cUtiKfNDIUQ

 

 

Στίχοι:

 

Την πατρίδα μέχασα,

έκλαψα και πόνεσα

Λύουμαι κιαρροθυμώ

Ωι ωι, ωι ωι

Ν’ ανασπάλω κι’ επορω

 

Μίαν κι άλλον σην ζωη μ’

σο πεγάδι μ’, σην αυλή μ’

νέροπόν ας έπινα

Ωι ωι, ωι ωι

και τα ομάτεα μ’ έπλυνα

 

Τα ταφία μ’ έχασα,

Ντ’ έθαψα κι’ ενέσπαλα

Τ’ εμετέρς αναστωρώ

Ωι ωι ,ωι ωι

και σο ψώπο μ’ κουβαλώ

 

Μιαν κι άλλον σην ζωη μ’

σο πεγάδι μ’, σην αυλή μ’

νέροπόν ας έπινα

Ωι ωι, ωι ωι

και τα ομάτεα μ’ έπλυνα

 

Εκκλησίας έρημα

μοναστήρεα ακάντηλα

Πόρτας και παράθυρα

ωι ωι , ωι ωι

επέμναν ακράνοιχτα

 

Μιαν κι άλλον σην ζωη μ’

σο πεγαδι μ’, σην αυλη μ’

νέροπόν ας έπινα

Ωι ωι, ωι ωι

και τα ομάτεα μ’ έπλυνα

 

 

 

Απόδοση στα ελληνικά:

Την πατρίδα μου έχασα,

έκλαψα και πόνεσα,

λιγώνω και θυμούμαι,

να ξεχάσω δεν μπορώ.

 

Μια φορά ακόμα στην ζωή μου,

στο πηγάδι μου, στην αυλή μου,

νεράκι ας έπινα

και τα μάτια μου να έπλενα

 

Τους τάφους μου έχασα,

αυτούς που έθαψα δεν ξέχασα,

για τούς δικούς μου συνέχεια μιλάω

και τούς κουβαλάω στην ψυχή μου

 

Μια φορά ακόμη στην ζωή μου,

στο πηγάδι μου, στην αυλή μου,

νεράκι ας έπινα

και τα μάτια μου να έπλενα

 

Εκκλησίες έρημες,

μοναστήρια χωρίς καντήλια,

πόρτες και παράθυρα,

έμειναν ορθάνοιχτα.

 

Μια φορά ακόμη στην ζωή μου,

στο πηγάδι μου, στην αυλή μου,

νεράκι ας έπινα

και τα μάτια μου να έπλενα


Πηγή: Youtube.com




 

 

Φορεσιά Τανάγρας

 



Νυφική ενδυμασία Τανάγρας Βοιωτίας. Αρχές 20ού αι. Συλλογή ΠΛΙ, Ναύπλιο

 

Η φορεσιά της Τανάγρας, εμφανίζεται σε πολλά χωριά της Βοιωτίας και μοιάζει με την αντίστοιχη της Αττικής αλλά διαφέρει στα κεντήματα και τη γενικότερη διακόσμηση. Τα χρώματα των σχεδίων δεν είναι έντονα και χαρακτηρίζονται από λιτότητα ενώ κυριαρχούν το μαύρο και το καφέ. Η φορεσιά αποτελείται από: το πουκάμισο ή φούντι, τον τζάκο με τα πανωμάνικα, τα κατωμάνικα, την τραχηλιά, τη σιγκούνα, τη ζώνη, την ποδιά, τα γουρουνοτσάρουχα και τις κουντούρες.

 

Για γιορτινό κεφαλόδεσμο είχαν το φεσάκι, τη μπόλια, τις φούντες και τα πεσκούλια, ενώ για καθημερινό το τσεμπέρι. Τέλος, στα κοσμήματα παρατηρούμε το μικρό γιορντάνι, το γιορντάνι του στήθους, το μεγάλο γιορντάνι, τις άλυσες και τα μπελεντζίκια με τις πλάκες.

 

Τα κομμάτια που απαρτίζουν τη φορεσιά
Το πουκάμισο ή φούντι ήταν από βαμβακερό ύφασμα συνήθως χωρίς μανίκια, με κέντημα από μαύρο μετάξι στον ποδόγυρο. Ήταν στολισμένο με κατακόρυφες κεντητές ταινίες. Ο τζάκος συγκρατεί τα πανωμάνικα, τα οποία είναι κεντημένα με σκούρο μετάξι και φτάνουν έως τον αγκώνα. Τα κατωμάνικα φτάνουν ως τον καρπό και είναι ραμμένα πάνω στον τζάκο, ενώ έχουν ίδια κεντήματα με τα πανωμάνικα. Η τραχηλιά που κάλυπτε το στήθος ήταν ολοκέντητη με σκούρο μετάξι σε ίδιους σχηματισμούς με τα πανωμάνικα. Η σιγκούνα από ολόμαλλο χοντρό ύφασμα, είχε μαύρα κεντήματα, παρόμοια με αυτά των φορεσιών της Ελευσίνας και της Μάνδρας. Η μπρέζα είναι η νυφική μεταξωτή ζώνη συνήθως σε κόκκινες αποχρώσεις, ενώ η καθημερινή ήταν μάλλινη με ρίγες. Η ποδιά παλιότερα ήταν μάλλινη και αργότερα μεταξωτή. Το ρόλο των υποδημάτων είχαν αρχικά τα γουρουνοτσάρουχα, τα οποία φοριόνταν χωρίς κάλτσες. Αργότερα αντικαταστάθηκαν από τις κουντούρες (χοντρά παπούτσια) που συνοδεύονταν από μάλλινες κάλτσες.

Κεφαλόδεσμος και κοσμήματα
Ο κεφαλόδεσμος ο γιορτινός μοιάζει με της Αττικής αλλά και της Ελευσίνας, με το φεσάκι να έχει χρυσά νομίσματα, την μπόλια να είναι μεταξωτή με χρυσές δαντέλες και κρόσσια, δώρο του γαμπρού και τις φούντες και τα πεσκούλια που τα έπλεκαν για στόλισμα μαζί με τα μαλλιά. Πάνω στο τσεμπέρι έβαζαν το μικρό γιορντάνι το οποίο συνήθως είχε κρεμασμένα φλουριά, όπως και το γιορντάνι του λαιμού. Το μεγάλο γιορντάνι λέγεται και άλυσες, με σειρές αλυσίδες με νομίσματα και ένα σταυρό στο κέντρο. Τα κλειδωτάρια χρησίμευαν να δένουν τη μεταξωτή ζώνη, την μπρέζα, ενώ τα μπελετζίκια είναι βραχιόλια με αλυσίδες.

 

Πηγές

Ifadi.gr/istologio

  • Η Ελληνική Λαϊκή Φορεσιά (Τόμοι Πρώτος & Δεύτερος) Αγγελική Χατζημιχάλη, Μουσείο Μπενάκη, Εκδόσεις "Μέλισσα"
  • Το γυναικείο παραδοσιακό πουκάμισο της ηπειρωτικής Ελλάδας, Άννα Γουήλ - Μπαδιεριτάκη, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 1980.