...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Τραχανάς ο παραδοσιακός

Τραχανάς ο παραδοσιακός

 


 

Ο τραχανάς είναι ένα αμιγώς παραδοσιακό προϊόν και βασικό ζυμαρικό της ελληνικής κουζίνας. Θεωρείται το αρχαιότερο φαγητό, μαγειρεύεται από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα, αναμφίβολα, διεκδικεί το τίτλο της χώρας με την μεγαλύτερη ποικιλία ειδών τραχανά και πιάτων που βασίζονται σ’αυτόν.

 

Γίνεται γλυκός ή ξινός, ανάλογα με το αν χρησιμοποιείται το γάλα φρέσκο ή μένει να ξινίσει. Γίνεται με αγελαδινό ή πρόβειο γάλα, το οποίο επηρεάζει τη γεύση και τα λιπαρά. Ο ξινός μπορεί να γίνει και με πρόβειο γιαούρτι. Η μια επιλογή στο υλικό βάσης είναι το σταρένιο σιμιγδάλι ή το σταρένιο αλεύρι ή και τα δύο μαζί, γι’αυτό μπορεί να βρείτε τραχανά πιο άσπρο ή πιο κίτρινο. Δεν μπορείς να καταλάβεις τη διαφορά του ξινού και του γλυκού τραχανά μόνο με το μάτι. Και οι δύο μοιάζουν με τρίμματα ζύμης.

 

Η άλλη επιλογή στο υλικό βάσης είναι το σπασμένο σιτάρι (“χόντρος” στην Κρήτη) ή το πληγούρι, το οποίο χρησιμοποιείται όπως και το αλεύρι (σιγοβράζει στο γάλα, κόβεται σε κομμάτια, στεγνώνει και τρίβεται σε μικρότερα κομμάτια). Το πληγούρι είναι σπασμένο στάρι που έχει πρώτα βράσει. Κι αυτός γίνεται γλυκός ή ξινός, ανάλογα με το γάλα. Φτιάχνεται σε χοντρά ή πιο ψιλά τρίμματα και το σιτάρι φαίνεται. Ο νηστίσιμος τραχανάς γίνεται με αλεύρι ή σιμιγδάλι και πολτό λαχανικών.

 

Η ιστορία θέλει τον τραχανά να αποτελεί εξέλιξη του χυλού με τον οποίο τρέφονταν έλληνες και ρωμαίοι, κατά την αρχαιότητα. Μάλιστα, ο γνωστός Απίκιος, ρωμαίος συγγραφέας βιβλίων μαγειρικής του 1ου μ.Χ. αιώνα, αναφέρει φαγητό με το όνομα «tractae» (είδος παχύρρευστου χυλού, τον οποίο χρησιμοποιούσαν για να πήζουν κάθε είδους σάλτσα). Εξίσου βάσιμη είναι η ιστορική εκδοχή ότι ο τραχανάς προέρχεται από την ανατολική Μεσόγειο, όπως και πολλά άλλα φαγητά. Μάλιστα προέρχεται από την τουρκική λέξη «tark-haneh», δηλαδή ένα απλό και συνηθισμένο φαγητό σε κοκκώδη μορφή, φτιαγμένο από δημητριακά και γαλακτοκομικά προϊόντα.

 

Η παραγωγή του τραχανά γινόταν αποκλειστικά με γάλα που συγκεντρωνόταν 7 – 15 ημέρες πριν για να γίνει η απαιτούμενη ζύμωση (ξινόγαλο) και με σιτάρι αλεσμένο σε χοντρό κόκκο, τη λεγόμενη «κουρκούτη» σε αναλογία πέντε κιλά γάλα προς ένα κιλό κουρκούτη. Η κουρκούτη αργότερα αντικαταστάθηκε σε κάποιες περιοχές από το σιμιγδάλι. Παρασκεύαζαν τον τραχανά σε χάλκινα καζάνια επικασσιτερωμένα εσωτερικά και σε πολύ δυνατή φωτιά. Το τραχάνισμα γινόταν συνήθως από δυνατούς άνδρες τους τραχανιτζήδες και περιελάμβανε το ανακάτεμα με ένα ειδικά κατασκευασμένο ξύλο. Το πιο σημαντικό μέρος της διαδικασίας ήταν το άπλωμα του τραχανά, που παραδοσιακά γινόταν σε «αράπες» (στάχυα σιταριού) για να έχει το προϊόν τον κατάλληλο αερισμό και να επιτευχθεί γρήγορα και ομοιόμορφα στέγνωμα. Αργότερα, άπλωναν τον τραχανά σε τελάρα με ανοξείδωτο πλέγμα σαν μεγάλα κόσκινα. Στην συνέχεια αφηνόταν στον ήλιο για τρεις ημέρες. Προσπαθούσαν αυτές οι μέρες να φυσάει βοριάς για να μην έχει υγρασία η ατμόσφαιρα για να στεγνώσουν καλύτερα και να διατηρηθούν περισσότερο. Μετά συσκευαζόταν σε μεγάλα πήλινα κιούπια, τις σφίδες, τα οποία διατηρούνταν σε δροσερό μέρος.

 

O τραχανάς χαρακτηρίζεται από τις ιδιαίτερα χαμηλές θερμίδες και τα λίγα λιπαρά που περιέχει. Μάλιστα η προσθήκη κολοκύθας, ντομάτας ή άλλων λαχανικών δημιουργούν ένα εύπεπτο πιάτο, που είναι ιδανική λύση ειδικά για άτομα που προσέχουν το βάρος τους. Η θρεπτική αξία του είναι αντίστοιχη με αυτή του κρέατος. Ο τραχανάς είναι πλούσιος σε υδατάνθρακες, φυτικές ίνες, φυλλικό οξύ, μαγνήσιο, φώσφορο, καροτενοειδή λουτείνη. Τρεις μικρές κούπες τραχανά ισοδυναμούν με ένα πλήρες γεύμα και δίνουν στον ανθρώπινο οργανισμό όλα εκείνα τα συστατικά που χρειάζεται για να λειτουργήσει σωστά.

 

Ενώ αποτελούσε για αιώνες το χειμωνιάτικο πρωινό των αγροτών, εδώ και πολλές δεκαετίες ο τραχανάς δεν χρησιμοποιούνταν από τους αστούς μάγειρες, μια και αυτοί ακολουθούσαν τις οδηγίες του Τσελεμεντέ για τα σου και τα σουφλέ. Δεν θα έβρισκαν βέβαια συνταγή για τραχανά στο κλασικό αυτό βιβλίο μαγειρικής, ούτως ή άλλως. Δεν αναφέρεται καν. Αλλά, όσο οι σύγχρονοι σεφ και οι οικιακοί μάγειροι αναζητούν υγιεινές, πραγματικά ελληνικές ιδέες για ένα γεύμα, ο τραχανάς κάνει δυναμική επάνοδο. Με ελάχιστες παραλλαγές στη μορφή του, αλλά και σε κάποια από τα συστατικά του, συναντάμε τον τραχανά σε κάθε είδους εθνικής κουζίνας, από την ανατολίτικη μέχρι και αυτή της βόρειας Ευρώπης. Οι σύγχρονοι σεφ εμπλουτίζουν την κλασική τραχανόσουπα με μπουκιές κρέατος και λαχανικά ή ψάρι. Ακόμη μετατρέπουν τον τραχανά σε κεφτέδες, σε βελουτέ τραχανά ή ακόμα σε ριζότο με θαλασσινά. Τα γεμιστά με γλυκό τραχανά είναι ακόμη μια νέα εκδοχή της νέας ελληνικής κουζίνας, που αν τη δοκιμάσετε θα είστε κι εσείς πραγματικά περήφανοι γι’ αυτό το παραδοσιακό προϊόν μας!

 

Πηγή: https://www.lavriaki.gr/2016/04/09/%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%82-%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%BF%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CF%82/

 

Φορεσιά των Ιωαννίνων

Φορεσιά των Ιωαννίνων

 

Αστική φορεσιά των Ιωαννίνων με "πιρπιρί".

Μέσα 19ου αιώνα. Συλλογή ΠΛΙ, Ναύπλιο

 

Η φορεσιά των Ιωαννίνων παρατίθεται παρακάτω όπως τη διέσωσαν οι περιγραφές της Αγγελικής Χατζημιχάλη. Οι αρχόντισσες των Ιωαννίνων, με την εξαιρετική άνθηση της κεντητικής, της χρυσοχοΐας, αλλά και κάθε μορφής χειροτεχνίας πρέπει να φορούσαν μία από τις πλουσιότερες φορεσιές μέσα στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, έχοντας ως αποκορύφωμα πολυτέλειας τη φορεσιά της περιόδου του Αλή Πασά. Σύμφωνα με την καταγραφή της Αγγελικής Χατζημιχάλη, αλλά και της συνεργάτιδάς της Τατιάνας Ιωάννου- Γιανναρά εμφανίζονται τρεις παραλλαγές της γιαννιώτικης φορεσιάς. Τα χρονικά όρια που εμφανίστηκαν ή εξαφανίστηκαν δεν είναι σαφή, αφού προφανώς η μετάβαση έγινε σταδιακά, ενώ οι αλλαγές αφορούν μερικά μόνο κομμάτια της φορεσιάς και όχι ολοκληρωτικές αλλαγές.

 

Η παλαιότερη φορεσιά των Ιωαννίνων

Η παλαιότερη από τις τρεις παραλλαγές αποτελείται από το μεταξοκέντητο και χρυσοκέντητο ποκάμισο, το βράκο, το φουστάνι, το ζωνάρι, το κοντογούνι, το πιρπιρί, το χρυσοκέντητο κεφαλόδεμα ή το σταμπωτό μαντήλι. Στη φορεσιά σίγουρα δεν έλειπαν τα γνωστά, πολυτελή γιαννιώτικα κοσμήματα. Δεν είναι εξακριβωμένο ποια από αυτά αποτελούν παλιότερους τύπους κοσμημάτων. Το ποκάμισο ήταν ολόκληρο ραμμένο στο χέρι και είχε πλούσιο γραφτό κέντημα ολόγυρα στη λαιμόκοψη και στην τραχηλιά, με λεπτό χρυσόνημα στα σημεία που φαίνονται και κίτρινο μεταξωτό στα σημεία που δεν φαίνονται από το φουστάνι. Κάτω από τα ποκάμισα φορούσαν φαρδύ βράκο, ραμμένο από το ίδιο ύφασμα με το ποκάμισο. Ο βράκος είχε κεντήματα ανάλογα με του ποκάμισου στα ποδονάρια και δενόταν στη μέση με ζωνάρια από το ίδιο λεπτό βαμβακερό ύφασμα. Το φουστάνι εδώ δεν έχει τη σημερινή του μορφή, αλλά λειτουργεί ως καβάδι. Έχει κατακόρυφο άνοιγμα μπροστά ως το στήθος και στα μανίκια μην επιτρέποντας να φανούν τα κεντήματα του ποκαμίσου, παρά μόνο στην τραχηλιά και στα μανίκια. Το φόρεμα αυτό (αναφέρεται από την Τατιάνα Ιωάννου και ως φόρεμα και ως φουστάνι ή φ’στάνι, όπως βρέθηκε στα αρχεία της Αγγελικής Χατζημιχάλη) είναι ραμμένο από δύο διαφορετικά μεταξωτά υφάσματα σε γενικό ροδί χρωματισμό και από τη μέση και κάτω σταυρώνει ελαφρώς κλείνοντας σαν δύο ποδιές. Πάνω από το φουστάνι αυτό φορούσαν κοντογούνι με μανίκια ως τον αγκώνα, σαν ένα καβάδι κοντό, έως τη μέση, το οποίο δεν κούμπωνε. Είχε περίτεχνα σχέδια με χρυσή και ασημί μεταξωτή κλωστή στις άκρες και στα τελειώματα. Το χειμώνα πάνω από το κοντογούνι φορούσαν το πιρπιρί, η παλαιότερη μορφή του οποίου προσεγγίζει τον τζουμπέ, και φορέθηκε με την πρώτη παραλλαγή της φορεσιάς αυτής. Στα πόδια πρέπει να φορούσαν κάτι ανάλογο με τα μέστια της Παλαιάς Αθήνας. Στο κεφάλι με τη φορεσιά αυτή φορούσαν ένα είδος σκούφιας και γύρω και απάνω από αυτήν έδεναν το κεφαλομάντηλο. Το στερέωναν με τις κοτσίδες τους ολόγυρα με τρία διαφορετικά μαντήλια –ένα μαύρο, ένα ζωγραφιστό και το ουρά μαντήλι με πυκνό κέντημα- και άφηναν να φαίνεται μόνο το χρυσοκέντημα μπροστά στο μέτωπό τους.

 

Η δεύτερη παραλλαγή της φορεσιάς

Η δεύτερη παραλλαγή έχει ποκάμισο κοντό ως τη μέση, βράκο, τουμάνι, γιλέκι χωρίς μανίκια, ζιπούνι, φουστάνι ανατολικής προέλευσης, ποδιά με ζωνάρι, πιρπιρί, φέσι με φούντα. Το ποκάμισο εδώ είναι μεταξωτό, αραχνοΰφαντο και το ονόμαζαν μπιμπιζάρι. Είναι κοντό ως τη μέση, κλειστό μπροστά, με μικρό στρογγυλό γιακά και πλατιά μανίκια διακοσμημένα με χρυσό κέντημα με πατιλέτες. Ίσως φορέθηκε αρχικά μακρύ και κόπηκε στην πορεία. Το τουμάνι, η εξωτερική βράκα, ήταν ραμμένο με βαριά μεταξωτά υφάσματα, όπως και το φουστάνι στην πρώτη παραλλαγή. Πάνω από το τουμάνι η φορεσιά είχε ένα γιλέκι χωρίς μανίκια και ένα ζιπούνι μακρυμάνικο, ενώ εδώ δεν συναντάμε φουστάνι. Στη φορεσιά της οικογένειας Βαλτινού, όπου συναντήσαμε φουστάνι κατακόρυφα ανοιχτό σαν καβάδι, το σχήμα και το ύφασμά του μαρτυρούν ανατολίτικη καταγωγή με την ονομασία κοζόκα. Η ποδιά ήταν μεταξωτή με κλαριά και λουλούδια, ενώ στο επάνω μέρος της είχε πρόσθετο κομμάτι από άλλο ύφασμα για να περνάει το ζωνάρι, το οποίο αλλάζει θέση σε σχέση με την προηγούμενη παραλλαγή. Η ίδια φορεσιά έχει και χρυσοκέντητο τερζήτικο ζωνάρι χωρίς πόρπη, το οποίο φοριόταν πάνω από το πιρπιρί.

 

Η τρίτη παραλλαγή της φορεσιάς

Η τρίτη παραλλαγή έχει ποκάμισο, βράκο, φουστάνι, ζωνάρι, ζώνη με πόρπες, πιρπιρί, χρυσοκέντητες γόβες, φεσάκι με φούντα και τα ανάλογα κοσμήματα. Το ποκάμισο που φαίνεται πάνω από το βράκο και το τουμάνι είναι βαμβακερό, λινό ή μεταξωτό, μπιμπιζάρι. Είναι σχετικά κοντό και τα κεντήματα του στα μανίκια και στον ποδόγυρο προσιδιάζουν τα κεντήματα που συναντούμε και σήμερα σε γιαννιώτικες πετσέτες. Η ύπαρξη περίτεχνου σχεδίου εδώ οδηγεί την Τατιάνα Ιωάννου σε εικασία ότι το φόρεμα ίσως μαζευόταν εξωτερικά σε αυτή την παραλλαγή, όπως το συναντούμε και σε άλλες φορεσιές. Το φουστάνι που φοριόταν από πάνω ήταν κοντύτερο, αλλά παραμένει στα πρότυπα του καβαδιού. Ήταν εφαρμοστό στον κορμό και φάρδαινε στη μέση, ενώ τα μανίκια του ήταν στολισμένα με χρυσή δαντέλα. Στη μέση φορούσαν ζώνη χρυσοκέντητη με τερζήτικα σχέδια και πούλιες ή ζώνη από χρυσοΰφαντα ιερατικά σειρήτια. Οι ζώνες έκλειναν μπροστά με μεγάλες πόρπες στολισμένες με δικέφαλους αετούς, φύλλα, κλαριά κτλ. Στα πόδια φορούσαν μεταξωτές χρυσοκέντητες γόβες με χαμηλό τακούνι. Τα μαλλιά τους ήταν πλεγμένα κοτσίδες μαζί με πρόσθετα μαλλιά για όγκο, τις οποίες τύλιγαν γύρω στα αυτιά, τα κλωστάρια. Άλλες φορές έδεναν το σταμπωτό μαντήλι με τις μπιμπιλιές γυρνώντας το στο κεφάλι μαζί με τις κοτσίδες σαν στεφάνι. Στην κορυφή του κεφαλιού έβαζαν το φεσάκι και το κρατούσαν στη θέση του, περνώντας μια λεπτή χρυσοκεντημένη λουρίδα κάτω από το σαγόνι. Το κεφάλι επίσης στολιζόταν με μαργαριτάρια, αλυσίδες με χρυσά νομίσματα, και στολισμένα με πολύτιμες πέτρες (διαμάντια) κοσμήματα. Ανάλογης αξίας ήταν και τα υπόλοιπα κοσμήματά τους, όπως τα περιδέραια, οι πόρπες στα ζωνάρια τους, οι καρφίτσες, τα δαχτυλίδια, τα βραχιόλια και τα σκουλαρίκια. Οι διαφορές ανάμεσα στις τρεις παραλλαγές είναι μικρές και κυρίως αφορούν το ύφασμα, τον τρόπο ραφής και τα σχέδια που έπαιρνε το κάθε κομμάτι επηρεασμένο από τα ανατολίτικα πατρόν. Ενώ στην αρχή τα σχέδια είναι μονοκόμματα, στη συνέχεια συναντούμε ραφή στη μέση, εφαρμοστά στο κορμί κομμάτια και περισσότερο ύφασμα για μεγαλύτερες πτυχώσεις και αέρα κατά το περπάτημα. Σε κάθε παραλλαγή τα υφάσματα είναι ακριβά και καλοραμμένα, ενώ και τα κοσμήματα καταδεικνύουν τον πλούτο της περιοχής.

 

Πηγή: el.m.wikipedia.org

 

Επαγγέλματα που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου

Επαγγέλματα που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου

 


Τα επαγγέλματα εξαρτώνται από την εποχή και τις ανάγκες της. Τα παρακάτω επαγγέλματα έχουν ξεπεραστεί την σημερινή εποχή και έχουν εκλείψει πια.

 

Αγγειοπλάστης

Το επάγγελμα του αγγειοπλάστη το εξασκούσαν σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, όπου υπήρχε κατάλληλο χώμα και όπου είχε αναπτυχθεί η σπουδαία παράδοση στη δημιουργία αγγειοπλαστικών αντικειμένων. Έτσι κατασκεύαζαν όλα τα μεγέθη μολυβικών μαγειρικών σκευών και πιατικών, κούπες με χερούλι και χωρίς χερούλι ακόμα κατασκεύαζαν κανάτια κρασιού διάφορα μικροσκεύη, όπως θυμιατήρια κ.α.

Στα έργα τους ακόμα συγκαταλέγονται σταμνιά που μετέφεραν νερό, πιθάρια διαφόρων μεγεθών για λάδι, για κρασί, για ψωμί, κολυμβήθρες, καπνοδόχους και πολλά άλλα.


Αγωγιάτης

Ο επαγγελματίας που κάνει μεταφορές με φορτηγό ζώο.

Οι αγωγιάτες, που επονομάζονταν και “κιρατζήδες”, μετέφεραν τα εμπορεύματα ή διακινούσαν τους ταξιδιώτες με άλογα και συχνότερα με μουλάρια. Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του 1930 και σε μερικές περιοχές μέχρι τη δεκαετία του 1950. Οι αγωγιάτες προέρχονταν συνήθως από το στρώμα των ακτημόνων αγροτών και ήταν οργανωμένοι σε πολυμελή σωματεία στα χωριά και στις κωμοπόλεις. Μεγάλος αριθμός αγωγιατών εργαζόταν στα εργοστάσια, στα ελαιοτριβεία, στα ταλκορυχεία και γενικότερα σε όλες τις βιομηχανικές ζώνες. Πολλοί μουσικοί, αγρότες και άλλοι επαγγελματίες κατέφυγαν στο επάγγελμα του αγωγιάτη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ανέχεια και την πείνα, μετά την κατάσχεση όλου του ελαιόλαδου και την παράλυση του εμπορίου και των συγκοινωνιών.

Οι αγωγιάτες είναι οι “πρόδρομοι” των αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας, κυρίως δε μετέφεραν δημητριακά .

 

Βαρελάς

Ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, που τα κατασκεύαζαν από ξύλο καστανιάς ή δρυός. Το ξύλο περνούσε από ειδική επεξεργασία και μετά το έκοβαν σε λεπτές σανίδες, που βρέχανε για να παίρνουν εύκολα την κατάλληλη κλίση. Κατόπιν περνούσαν τα στεφάνια, τα χτυπούσαν με το ματσακόνι για να σφίξουν καλά και μετά τοποθετούσαν τους δυο επίπεδους πυθμένες. Οι αποθήκες παλιά ήταν γεμάτες με βαρέλια κλπ.


Γανωτής (Καλαντζής)

Οι γανωτζήδες ήταν συνήθως πλανόδιοι τεχνίτες που αναλάμβαναν το γαλβανισμό και το στίλβωμα των χάλκινων οικιακών σκευών, όπως τα ταψιά, τα καζάνια, τα κουτάλια,τα πηρούνια κλπ. Το «γάνωμα» έπρεπε να γίνεται συχνά για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, οπότε οι γανωτζήδες είχαν δουλειά όλο το χρόνο. Τα παλιά μπακιρένια οικιακά σκεύη (ταψιά, καζάνια, κουτάλια, πιρούνια κλπ.), με τον καιρό οξειδώνονταν και έπρεπε να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους με ειδικό μέταλλο (καλάι – κασσίτερος). Είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εργαλεία και έκαναν τη δουλειά τους επί τόπου, ενώ παλιότερα η πληρωμή τους ήταν σε είδος (αυγά, καλαμπόκι, σιτάρι). Αφού καθάριζαν καλά τα σκεύη, αλείφανε το εσωτερικό τους με σπίρτο και το τρίβανε με κουρασάνι (=τριμμένο κεραμίδι). Μετά κράταγαν το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχναν μέσα το νησιαντήρι (=χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι πάνω στο χάλκωμα. Αφού το σκούπιζαν καλά, άπλωναν το λιωμένο καλάι σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα… Στο τέλος το σκούπιζαν με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει.

 

Γυρολόγος (Πραματευτής)

Έφερνε παλιά στα χωριά, φορτωμένος ή με το ζώο ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς : υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, βαφές και πολλά άλλα ακόμα. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος.

Το επάγγελμα του πλανόδιου εμπόρου, που γυρνούσε στα χωριά και στις γειτονιές, ασκούσαν επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων, που ήταν συχνά και παραγωγοί του προϊόντος. Οι έμποροι αυτοί μετέφεραν το εμπόρευμά τους στους ώμους ή πάνω στο υποζύγιο που τους συνόδευε. Οι χαλβατζήδες που έφτιαχναν το χαλβά και οι σαλεπιτζήδες που έβραζαν και πουλούσαν το ζεστό σαλέπι, ήταν χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της πρώτης κατηγορίας. Αντίθετα οι γαλατάδες, οι πλανόδιοι υφασματέμποροι (ή “μπασματζήδες”) που εφοδίαζαν τα χωριά της αγροτικής περιφέρειας, οι “μπαχτσαβάνηδες”, που καλλιεργούσαν και πουλούσαν τα λαχανοπωρικά, καθώς και άλλοι πλανόδιοι έμποροι, μετέφεραν τα προϊόντα τους με το γαϊδουράκι, που έφερε το φορτίο του μέσα σε ειδικά κοφίνια.

 

Ζευγάς

Οι ζευγάδες αναλάμβαναν το όργωμα, τη σπορά και τη συγκομιδή των χωραφιών. Οι ζευγάδες όργωναν με το ξύλινο αλέτρι που το έσερναν δύο βόδια ή μουλάρια (τα “ζευγαρόβοδα”). Κάποιες φορές, οι ίδιοι εκτός από τα δικά τους χωράφια, όργωναν κι έσπερναν και τα χωράφια άλλων κατοίκων και αμείβονταν επιπλέον, επειδή διέθεταν την τέχνη τους αλλά και τη “συρμαγιά” (δηλαδή τα βόδια και το αλέτρι). Σήμερα ο ζευγάς έχει εξαφανιστεί, αφού το όποιο όργωμα γίνεται πια με μηχανικά μέσα.

 

Καλαθοποιός

Σε περιοχές που αφθονούσαν οι λυγαριές, οι μυρτιές, οι σφάκες (πικροδάφνες) και τα καλάμια, ευδοκίμησε και το επάγγελμα του καλαθοποιού. Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές οι καλαθοποιοί αποσπούσαν μακριές βίτσες με το τσερτσέτο (ειδικό μαχαίρι) και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια καλάθια, κοφίνια, ψαροκόφινα και άλλα, ενώ μόνο με τις βίτσες έπλεκαν στουπιά για τυρί, κόφτες για τη μεταφορά των σταφυλιών κ.ά.

 

Καρεκλάς

Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν τριών ειδών. Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, οι κοντούλες που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.

 

Καφεπαντοπώλης

Στα περισσότερα χωριά της Ελλάδας, τις περισσότερες φορές ο καφετζής συνδύαζε τη λειτουργία του καφενείου του με την πώληση ειδών που δεν έβγαζε ο τόπος του, όπως καφέ, τσιγάρα, ζάχαρη, τσάι, ρύζι, μπακαλιάρο, σπίρτα, παστές σαρδέλες, φρίσες (ρέγγες), πιπερι, κύμινο, ταραμά, χαλβά και άλλα. Ακόμη μπορούσε να έχει πανιά, κλωστές, βελόνες, δέρματα και ίσως είδη τσαγκάρικου.

 

Κτίστης

Ο κτίστης ήταν στις πόλεις και στα χωριά πολύ διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή τότε όλα τα σπίτια χτίζονταν με πέτρες απελέκητες και πελεκημένες. Οι κτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά. Σ’ αυτούς υπάγονται και οι πελεκάνοι που έβγαζαν και πελεκούσαν κατάλληλες για πελέκημα πέτρες κι έκαναν τις καμαρόπετρες, τις μυλόπετρες και τα πελέκια για τις πόρτες και τα παράθυρα. Οι ίδιοι έκαναν καμπαναριά που απαιτούσαν μεγάλη αντίληψη και προχωρημένη τεχνική.

 

Λούστρος

Όταν ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους, τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός μ’ ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, κάθονταν σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι, στην αρχή της πλατείας στο Καρπενήσι, και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες γίνονταν ταχυδακτυλουργός ή χτύπαγε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας κι έπειτα το άλλο. Έτσι άρχισε η “ιεροτελεστία” του βαψίματος…

 

Μεταπράτης

Γυρνώντας από χωριό σε χωριό με φορτηγό ζώο (γάιδαρο ή μουλάρι) αγόραζε μικρές ή μεγάλες ποσότητες προϊόντων από τους χωρικούς τα οποία και μεταπουλούσε σε άλλα χωριά με διάφορο κέρδος. Στους μεταπράτες ανήκουν και οι κερατζήδες και οι πραματευτάδες.

 

Μπακάλης

Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες τα ζυμαρικά και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα χύμα. Συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό. Σήμερα με τους όρους που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός από εκείνα τα λίγα που λειτουργούν ακόμα στα χωριά.

 

Μπασματζής (Υφασματοπώλης)

Σε λίγα κεφαλοχώρια, υπήρχαν τα καταστήματα υφασμάτων, που συνήθως ήταν και ραφτάδικα. Εμπορικά που πουλούσαν όλα τα είδη που είχαν ζήτηση εδώ, όπως μεταξωτά, βαμβακερά, βελούδινα, χασέδες, ποπλίνες, αλατζάδες, τσίτια κλπ.

 

Μυλωνάς

Η καλλιέργεια σιτηρών ήταν πολύ διαδεδομένη μέχρι το 17ο αιώνα, ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε σημαντικά. Οι άνθρωποι τότε φρόντιζαν δυο φορές το χρόνο, (φθινόπωρο – άνοιξη), για την παρασκευή του σταρένιου ή καλαμποκίσιου αλευριού. Μετέφεραν τα τσουβάλια τους το πρωί στο μύλο για άλεσμα και επέστρεφαν το βράδυ. Αλευρόμυλοι υπήρχαν σε όλα τα χωριά, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν υδρόμυλοι, δηλαδή τους κινούσε η δύναμη του νερού, οπότε τους έχτιζαν πάντα δίπλα σε ποτάμια και ρεματιές. Σήμερα λειτουργούν ελάχιστοι. Ο μύλος ήταν συνήθως το σπίτι του μυλωνά. Κάτω από τις μυλόπετρες υπήρχε ένας μικρός χώρος, όπου ήταν εγκατεστημένος ο κινητός μηχανισμός, όπου έπεφτε από το βαγένι και τον περιέστρεφε.
Ο αλεστικός μηχανισμός είχε δυο οριζόντιες κυλινδρικές μυλόπετρες, τη μια πάνω στην άλλη, με την κάτω ακίνητη. Το σιτάρι διοχετεύονταν ανάμεσά τους από μια τρύπα στο κέντρο της επάνω περιστρεφόμενης πέτρας. Με την κίνηση το σιτάρι ή το καλαμπόκι συνθλίβεται ανάμεσα στις πέτρες και μετατρέπεται σε σκόνη. Ως αμοιβή του ο μυλωνάς κράταγε ένα μέρος από τα αλεστικά (5-12%) και σπάνια έπαιρνε χρήματα. Οι υδρόμυλοι έπαιρναν ως αλεστικό δικαίωμα ένα “σινίκι” (= 6 οκάδες) για την άλεση 100 οκάδων σιτηρών.

 

Νερουλάς

Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότησή τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία .

Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ.

Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ.

 

(Ν)τελάλης

Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει “αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα”, ο δημόσιος κήρυκας. Οι ντελάληδες διαλαλούσαν στους κατοίκους των κωμοπόλεων και των χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Η ευρεία διάδοση των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης υποκατέστησε σταδιακά τους ντελάληδες σε όλα τα χωριά του νησιού.

 

Ντενεκετζής

Ο ντενεκετζής κατασκεύαζε χρηστικά αντικείμενα του νοικοκυριού και γενικότερα της αγροτικής ζωής όπως χωνιά, λύχνους, μαστραπάδες, κουβάδες, φανάρια, μπρίκια του καφέ, σουρωτήρια, κουτσουνάρες και άλλα.

 

Πεταλωτής

Αλμπάνης (από το τουρκικού nalbant, αλμπάνης = πεταλωτής)

Παλιά υπήρχαν πολλοί πεταλωτές μια και ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε στα ζώα τα πέταλα που ήταν ας πούμε τα παπούτσια τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σατράτσι και τα καρφιά. Στην αρχή ακινητοποιούσαν το πόδι του ζώου και ο πεταλωτής έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο.

Μετά με το σατράτσι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω έτσι ώστε να την ισιώσει. Μετά έβαζε το καινούργιο το πέταλο και το κάρφωνε με τα ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι έτσι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και τα κατασκεύαζαν από σίδερο. Τα πέταλα είχαν τρύπες γύρω – γύρω για να μπαίνουν τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του.

Τα πέταλα ήταν σιδερένια και κατασκευάζονταν χειροποίητα στο αμόνι, ενώ οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν αναλάμβαναν ταυτόχρονα και το το πετάλωμα των ζώων, που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Οι πεταλωτές συχνά ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελμα του σιδερά, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και πρακτικοί κτηνίατροι ή αναλάμβαναν και τον ευνουχισμό (μουνούχισμα) των ζώων.

 

Πηγή: https://www.agriniosite.gr/epaggelmata-poy-chathikan-sto-perasma-toy-chronoy/

 

 

ΣΗΚΩ ΔΙΑΜΑΝΤΩ - Τσάμικο Μεσσηνίας [Πελοπόννησος]

ΣΗΚΩ ΔΙΑΜΑΝΤΩ - Τσάμικο Μεσσηνίας [Πελοπόννησος]

 


Τραγούδι της αγάπης με σκωπτικό χαρακτήρα, σε τρίσημο ρυθμό (3/4) και χορό τσάμικο. Πρόκειται για δημοφιλέστατο τραγούδι της στεριανής Ελλάδας, γνωστό σε Πελοπόννησο (πρωτίστως), σε Στερεά Ελλάδα, στη Θεσσαλία, καθώς και σε περιοχές της Ηπείρου.

 

ΔΙΣΚΟΣ: «Βρύση μου μαλαματένια» - Δημοτικά τραγούδια της Μεσσηνίας

ΕΡΕΥΝΑ-ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ-ΚΕΙΜΕΝΑ: Τάσος Μίχος

Διδασκαλία - Διεύθυνση Χορωδίας: Βαγγέλης Κώτσου

 

Τραγούδι: Ευανθία Γκούζου

Κλαρίνο, φλογέρες: Νίκος Φιλιππίδης

Λαούτο: Κώστας Φιλιππίδης

Σαντούρι: Νίκος Καρατάσος

Βιολί: Γιώργος Μαρινάκης

Νταούλι: Ανδρέας Παππάς, Κώστας Μερετάκης

 

 

Ακούστε το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=waK3ZLl5CGQ

 

 

Οι στίχοι:

Σήκω, Διαμάντω μ' , να πας για ξύλα

δεν μπορώ η μάνα μ' δεν μπορώ

τα ξύλα να τα ζαλωθώ

αχ τα ξύλα να τα ζαλωθώ,

δεν μπορώ η μάνα μ', δεν μπορώ.

 

Σήκω, Διαμάντω μ' , να πας στο μύλο

δεν μπορώ η μάνα μ' δεν μπορώ

αχ σύρε να φέρεις το γιατρό,

άιντε τον γιατρό και τον σπετσέρη

με τα βότανα στο χέρι.

 

Σήκω, Διαμάντω μ' , να σε παντρέψω

όπαρτα, η μάνα μ', όπαρτα

όσα κι αν έχεις δωσ' μου τα.

Αχ όσα κι αν έχεις δωσ' μου τα,

όπαρτα, μάνα μ', όπαρτα.

 

Σήκω, Διαμάντω μ' , περνάει ο νέος

πού 'ντοσες, μάνα μ', πού 'ντοσες

και την καρδούλα μ', φούντωσες.

Πού 'ντοσες μάνα μ', να τον δω

τούτη την ώρα ξεψυχώ.

 

*σπετσέρης = βοηθός φαρμακοποιού (ιταλική spezieria { spezia + -eria { λατινική species { specio)

 

Πηγή: Youtube.com - #greek_folk_music

Φωτογραφία: el.wikipedia.org