...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022


Η Παραδοσιακή Γυναικεία Φορεσιά της Λέσβου




Μιλώντας για τις παραδοσιακές φορεσιές θα πρέπει γενικότερα  να τις κοιτάξουμε από αρκετές και  διαφορετικές πλευρές, όπως την ιστορική , κοινωνιολογική , γεωγραφική και κατασκευαστική σκοπιά. Η παραδοσιακή ενδυμασία δημιουργήθηκε από τις άμεσες ανάγκες του ανθρώπου, ανάγκες απόλυτα εναρμονισμένες με την ιδιαίτερη κουλτούρα και νοοτροπία του, οι οποίες μαρτυρούσαν στοιχεία πλούτου , ασχολίας και προσωπικής ταυτότητας. Σίγουρα όμως δεν πρέπει να στεκόμαστε μόνο σε αυτά τα στοιχεία, αλλά να δίνουμε προσοχή και να την εξετάζουμε αναφορικά με το ύφασμα και τα εξαρτήματα που την κοσμούν.

Οι γυναικείες φορεσιές στη Λέσβο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα ήταν δύο. Το φουστάνι (μακριά ίσια φούστα που εφάρμοζε στο μπούστο ή στη μέση και στηριζόταν από τους ώμους με τιράντες, αφήνοντας ανοιχτό το μπούστο το οποίο καλυπτόταν από το λεγόμενο στηθόπανο, φυσικά το πουκάμισο, το ζωνάρι, το καμιτζόρι, το ποσί δηλαδή το μαντήλι και τα προμάνικα, επιπρόσθετα μανίκια ) που είναι και παλαιότερο και το σαλβάρι, το οποίο επικράτησε, γι’ αυτό και θα αναφερθούμε σε αυτή τη φορεσιά αλλά και στα συμπληρωματικά της.




Το σαλβάρι λοιπόν είναι η βράκα που φοράει η γυναίκα. Διατηρήθηκε ως τις πρώτες δεκαετίες του 20 αιώνα και σχετίζεται με τη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Το σαλβάρι διέφερε ανά περιοχή και στο σχέδιό του, αλλά και χρωματικά και γινόταν – κυρίως- από 7 με 8 φύλλα υφαντού υφάσματος.





 Το σαλβάρι διακρίνεται σε δύο είδη. Έχουμε το ίσιο που συνηθιζόταν στα χωριά της Γέρας και στην περιοχή του Πολιχνίτου (εκτός από τα Βασιλικά) και που αποτελείται από 6 με 8 φύλλα , ενώ το μάκρος του καλύπτει τους αστραγάλους με το μεσαίο του  τμήμα να σχηματίζει τη σέλα. Καθώς λοιπόν η γυναίκα περπατάει , σπρώχνει τη φαρδιά σέλα προς τα πίσω και ανάμεσα στα πόδια , δίνοντας έναν αέρα λεβεντιάς. Οι γυναίκες που το φορούσαν λέγονταν βρακούσες. Κι έχουμε και το σκαλωτό ( φοριόταν  στο Πλωμάρι, την Αγιάσο, την Αγία Παρασκευή, τη Νάπη και τη Στύψη)όπου μοιράζεται το πλάτος σε 3 κομμάτια, τις κλαπάτσες -τα δύο πλαϊνά-  που είναι  πιο μακριά από το μεσαίο τμήμα (3), τη σέλα. Το σκαλωτό σαλβάρι λέγεται και καλαμοβράκια και διαχωρίζεται από τη σέλα . Τα κλαπάτσα δένονται κάτω από το γόνατο κι η βράκα πέφτει αναδιπλούμενη προς τα κάτω και σκεπάζονται τα πόδια ως τον αστράγαλο . Όσες γυναίκες τη φορούν λέγονται αρδούσες-αρίδες. Τα χρώματα του σαλβαριού ποικίλουν ανά περιοχή και ηλικία. Το βρίσκουμε σε κοκκινοκίτρινο, μπλε, πράσινο, κόκκινο χρώμα και σε σχήματα καρώ ή με ρίγες. Τα ζωηρά χρώματα τα φορούσαν οι νέες , ενώ τα πιο σκούρα οι μεγαλύτερες. Παλαιότερα φοριόταν με πολλά βρακιά, τα κατουβράκια, για να αυξάνεται ο όγκος της. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει τώρα, αλλά για να πετυχαίνουν τον όγκο ή για να υπάρχει αρμονία προσέχουν πολύ πως θα φτιάξουν  τις σούρες της βράκας.

 Το σαλβάρι αποτέλεσε και το καθημερινό (υφαντό από τον αργαλειό του σπιτιού και σ’ αυτό είχαν την ευκαιρία να δώσουν το ιδιαίτερο προσωπικό τους τόνο ανάλογα με τον τρόπο ζωής, το βαθμό ευπορίας και την περίσταση που θα φορεθεί), αλλά και το γιορτινό τους ένδυμα(μάλλινο ή μεταξωτό) των γυναικών, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το σαλβάρι βοηθούσε –ιδιαίτερα- στο λιομάζωμα αλλά και σε άλλες γεωργικές ασχολίες.

Ακολουθούν τα υπόλοιπα εξαρτήματα από τα οποία αποτελείται η γυναικεία φορεσιά:

 

Η βρακοζώνα

Ήταν ένα χοντρό κορδόνι μάλλινο ή βαμβακερό το οποίο περνούσαν εσωτερικά στη βρακοθηλιά της βράκας και το έδεναν για να  συγκρατήσει τη βράκα. Υπήρχαν βέβαια και τα μεταξωτά με τα ιδιαίτερα κεντήματα που τα χρησιμοποιούσαν στις γιορτές.



Το πουκάμισο

Το λέμε και ρούσικο. Είναι κυρίως άσπρο, αλλά υπάρχουν και χρωματιστά, βαμβακερά από τον αργαλειό ή μεταξωτά. Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι στα τελειώματα της λαιμόκοψης έχουν δαντελίτσα που έφτιαχναν με βελονάκι , ενώ μερικά έχουν και όρθιο γιακαδάκι. Τα μανίκια είναι φουσκωτά στους ώμους, ενώ κάτω από το στήθος έχει πιετάκια. Επίσης στη μέση υπάρχει κι ένα ζωνάκι για να σφίγγει.




Ο αλιμπαντές

Είναι ένας κοντός μανικωτός επενδυτής από τσόχα, βελούδο ή κασμίρι που φθάνει ως τη μέση. Αυτόν που φορούσαν στις γιορτές ήταν χρυσοκέντητος, και  στις άκρες είχε χρυσό σειρήτι.

Το καμιτζόρι καζάκες

Είναι ένας κοντός σάκκος με μονοκόμματα μανίκια και σταύρωμα μπροστά. Το φορούσαν πάνω από το πουκάμισο. Το ύφασμά του ήταν από λιπαντέ , χρώματος μαύρου, κόκκινου ή μωβ και το φορούσαν οι μεγαλύτερες γυναίκες. Το καμιτζόρι είχε άνοιγμα για να φαίνεται η δαντέλα από το πουκάμισο και φουσκωτά μανίκια που στο τελείωμα τους είχαν δαντέλα




Το μαντήλι ή τσεμπέρι

Το μαντήλι το φορούν στο κεφάλι και είναι βαμβακερό, αραχνούφαντο μονόχρωμο, λευκό ή χρωματιστό. Κάποια έχουν δαντέλα στην άκρη




Η γυναικεία φορεσιά συμπληρώνεται από τις  κάλτσες που ήταν βαμβακερές μονόχρωμες ή με σχέδια, ενώ το χειμώνα ήταν μάλλινες. Τα υποδήματα ήταν τα τσόκαρα ή αλλιώς «κτσόφτερνα» ή «τσοκαρίνες» από χοντρό μονοκόμματο ξύλο βελανιδιάς, που έφτιαχναν οι ίδιες οι γυναίκες από ύφασμα ή από λεπτό δέρμα. Υπήρχαν και τα «καριγλέλια» που είχαν δύο τακούνια ένα στη φτέρνα και ένα στη μύτη. Ονομάστηκαν έτσι γιατί στην εμφάνιση θυμίζουν σκαμνί καριγλέλια: καρεκλίτσες. Τα πολυτελή γυναικεία υποδήματα ήταν τα «βιδέλα» από πολυτελές μαύρο λεπτό δέρμα με φιόγκο από κορδέλα ή με γλώσσα. Τα κοσμήματα και τα κεντήματα συμπληρώνουν τη φορεσιά.


Πηγές κειμένου: ''H Λεσβιακή Γυναικεία Φορεσιά'' , Μ. Αναγνωστοπούλου.

                            www.agiasos.gr