...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024

“Τα έθιμα των Βλάχων το Δωδεκαήμερο”

“Τα έθιμα των Βλάχων το Δωδεκαήμερο”

γράφει ο Τάκης Γκαλαΐτσης

 

 

Colindi, alu N. Litra
Κάλαντα, Πίνακας (1872) Ν. Λύτρα

 

Τα έθιμα των Βλάχων που σχετίζονται με τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και γενικά με του χρόνου τα γυρίσματα είναι πολύ πλούσια και πολλά ανάγουν την αρχή τους σε βάθος χιλιάδων χρόνων. Η επιστημονική τους μελέτη – που για την ώρα λείπει – θα φέρει στο φως και θα αναδείξει έναν τεράστιο πολιτισμικό πλούτο, καρπό της ελληνορωμαϊκής συνύπαρξης στο βαλκανικό χώρο και της συνάντησης δυο μεγάλων πολιτισμών: του ελληνικού και του ρωμαϊκού.

 

Στο κείμενο αυτό περιγράφονται έθιμα που αποτελούσαν ζωντανή πραγματικότητα στη Βέροια ως τη δεκαετία του ’60 και που κάποια επιβιώνουν ακόμη, σε πείσμα της ισοπεδωτικής εποχής μας, σε πολλά βλαχοχώρια. Έθιμα  που αναφέρονται στο Δωδεκαήμερο  και αποτυπώνουν τις αλλαγές του χρόνου.

 

Η παρουσίαση αυτών των εθίμων δε γίνεται με σκοπό την ωραιοποίηση της παράδοσης. Ένα κομμάτι του παρελθόντος κάθε στιγμή πεθαίνει και η υπερβολική προσκόλληση σε αυτό ενέχει τον κίνδυνο μόλυνσης. Παράλληλα, ένα μέρος του παρελθόντος είναι ζωντανό και ζωογόνο, και η αδιαφορία για αυτό δημιουργεί κινδύνους συνέχειας και ταυτότητας. Σκοπός αυτής της παρουσίασης είναι οι μεγαλύτεροι να φέρουν στη θύμησή τους ευχάριστες στιγμές και βιώματα ενός κόσμου ζωντανού ως πρόσφατα που όμως φαντάζει τόσο μακρινός, και οι νεώτεροι να γνωρίσουν δρώμενα, που έχουν σχεδόν χαθεί στον ισοπεδωτικό πολιτισμό μας. Τέλος, για επιστήμονες με λαογραφικά ενδιαφέροντα και κυρίως φοιτητές, ίσως η προσέγγιση των εθίμων των Βλάχων αποτελέσει ερέθισμα για επιστημονική καταγραφή και ενασχόληση.

 

Πριν γίνει αναφορά στα διάφορα έθιμα των Βλάχων στη διάρκεια του Δωδεκαήμερου, είναι καλό να γίνει μια σύντομη εξήγηση των ονομάτων των μηνών. Από ετυμολογική άποψη, όλα τα ονόματα των μηνών έχουν λατινική προέλευση. Αρχή του χρόνου παλιότερα, ως το 153 π. Χ , ήταν ο Μάρτιος, που ονομάστηκε από τους Ρωμαίους έτσι για να τιμήσουν το θεό Άρη (=Mars-rtis), τον πατέρα του Ρωμύλου και του Ρώμου κατά τη μυθολογία. Martius mensis ή Martsu messu στη βλαχική γλώσσα , είναι ο Μάρτιος μήνας ,  προς τιμή του Άρη, του θεού του πολέμου, και για τον πρόσθετο λόγο ότι αυτό το μήνα άρχιζαν οι πολεμικές επιχειρήσεις.

 

Τα ονόματα Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος συνδέονται με την αναγέννηση και την αποκάλυψη της φύσης, την άνοιξη, το μεγάλωμα της ημέρας, τη βλάστηση. Έτσι λόγου χάρη, ο Απρίλιος προέρχεται από το λατινικό ρήμα aperio = αποκαλύπτω και ο Μάιος σχετίζεται ετυμολογικά με το συγκριτικό επίθετο  maior, maius = μεγαλύτερος.

 

Ο Quintilis  mensis = πέμπτος μήνας το 44 π.Χ ονομάστηκε Ιούλιος , για να τιμηθεί ο  Gaius Iulius Caesar. Και ο Sextilis , ο έκτος μήνας, μετονομάστηκε Αύγουστος, για να τιμηθεί ο Augustus Octavianus. Να σημειωθεί ότι ο Ιούλιος και ο Αύγουστος έχουν από 31 ημέρες – παλιότερα ο Αύγουστος είχε 30 – , για να τιμηθούν το ίδιο και οι δυο αυτοκράτορες.

 

Ο Σεπτέμβριος (septem), ο Οκτώβριος (octo), ο Νοέμβριος (novem) και ο Δεκέμβριος (decem) ονομάζονται έτσι από την παλιά σειρά τους: έβδομος, όγδοος, ένατος, δέκατος . Όπως ειπώθηκε,  η αρχή του έτους, μετά το 153 π. Χ, μετατοπίστηκε και τοποθετήθηκε στον Ιανουάριο, που ονομάστηκε έτσι από το διπρόσωπο θεό Ιανό. Οι μήνες όμως διατήρησαν τα ονόματα από την παλιά τους σειρά. Ο Φεβρουάριος σχετίζεται ετυμολογικά με το ρήμα februo που σημαίνει: καθαρίζω με τελετές και θυσίες, γιατί στη διάρκεια του μήνα αυτού που ήταν ο τελευταίος γίνονταν καθαρτήριες τελετές (febriae), για το τέλος του χρόνου. Και η ορολογία δίσεκτο έτος είναι λατινική, γιατί κάθε τέσσερα χρόνια οι Ρωμαίοι δεν υπολόγιζαν την επιπλέον ημέρα μετά την 28η ως 29η, αλλά λογάριαζαν την 24η ( bis sextum ) δυο φορές, για λόγους θρησκευτικούς.

 

Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, που οι Βλάχοι τα λένε Cãrtsiunu, άρχιζαν και οι ετοιμασίες. Τα σπίτια στρώνονταν με ό,τι καλύτερο διέθεταν – και τα βλάχικα σπίτια προκαλούσαν το θαυμασμό για τα υφαντά τους. Ετοίμαζαν διάφορα γλυκά, κουλουράκια, γλυκές πίτες, κανταΐφια, μπακλαβάδες και για τις ανάγκες της οικογένειας και για τα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα. Οι φούρνοι στις γειτονιές δε σταματούσαν και ο αέρας μύριζε γλυκίσματα. Το σφάξιμο των γουρουνιών, σε πνεύμα συλλογικότητας, ήταν το πρώτο γλέντι του Δωδεκαήμερου.

 

Συνήθεια κοινή σε όλους τους Βλάχους ήταν, τα Χριστούγεννα αποβραδίς, να ανάβουν φωτιά στο τζάκι του σπιτιού που τη διατηρούσαν όλη τη νύχτα. Για το σκοπό αυτό έβαζαν ένα μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι, κολεντάρλου,  διαλεγμένο στο δάσος γι’ αυτό το σκοπό. Ο συμβολισμός του, πέρα από πρακτικούς λόγους, είναι προφανής. Ο νεογέννητος Χριστός πρέπει να βρει φωτιά για να ζεσταθεί. Στην Κλεισούρα, το βλάχικο αυτό κεφαλοχώρι της Καστοριάς, τη φωτιά την κρατάνε τρία μερόνυχτα. Αν το κούτσουρο είναι μικρό, το βγάζουν από τη φωτιά και το ξανακαίνε την άλλη ημέρα, ενώ την τρίτη ημέρα το καίνε ολάκερο. Το βράδυ των Χριστουγέννων κάνουν τηγανίτες και με το ζυμάρι σχηματίζουν τρεις σταυρούς πάνω στη χόβολη. Στο βλαχοχώρι Σκρά το κούτσουρο των Χριστουγέννων, που δεν το κόβουν με το τσεκούρι, αλλά το βγάζουν με τα χέρια από τη ρίζα, είναι σύμβολο εφέστιας θεότητας ή της προγονικής δύναμης. Στη Νάουσα τα κούτσουρα που καίγονται τα Χριστούγεννα τα ονομάζουν Καρτσιούνους, όπως ακριβώς οι Βλάχοι ονομάζουν τα Χριστούγεννα (Cãrtsiunu).

 

Οι φωτιές αυτές  έχουν να κάνουν με παγανιστικές γιορτές στη Ρώμη, πριν τον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρας εορτασμού των Χριστουγέννων. Συγκεκριμένα, την περίοδο του χειμερινού ηλιοστασίου ( 21η προς 22η  Δεκεμβρίου) που έχουμε τη μεγαλύτερη νύχτα του έτους, οι Ρωμαίοι, με την επιβολή της κρατικής ηλιολατρίας από τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό, γιόρταζαν παλιότερα  τα γενέθλια του Μίθρα, που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς και αργότερα  τη γιορτή του ακατανίκητου θεού Ήλιου ( Dies Natalis Solis Invicti), που είχε σχέση με την αναγέννηση του φωτοδότη Ήλιου, τον θρίαμβο του φωτός πάνω στο σκοτάδι.

 

Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι γιορτές αυτές – Σατουρνάλια, Μπρουμάλια –  αντικαταστάθηκαν – με απόφαση του Πάπα τον 4ο αιώνα –  από τα Χριστούγεννα, και λογικό είναι πολλά έθιμα από τις παλιότερες γιορτές να επιβιώσουν και στις γιορτές των Χριστουγέννων.

 

Πολλοί Βλάχοι, κυρίως κτηνοτρόφοι, περνούσαν τις άγιες τούτες μέρες στις στάνες.  Και αυτοί όμως ξενυχτούσαν γύρω από τη φωτιά και περίμεναν τη γέννηση του Χριστού. Ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης, Βλάχος ο ίδιος από το Συράκο της Ηπείρου, περιγράφει στο ποίημά του «Χριστούγεννα στη στρουγγοκάλυβα» μια τέτοια βραδιά σ’ ένα τσελιγκάτο της Πίνδου, όπου ο γεροτσέλιγκας παντρεύει τη φωτιά με ξύλα από διάφορα δέντρα, πανάρχαια συνήθεια κτηνοτρόφων με ποικίλους συμβολισμούς.

 

Και τώρα φέρτε τα δεντρά και το κρασί , το λάδι,
για
να παντρέψω τη φωτιά, ακόμ’ αυτό το βράδυ,
τι
γέρασα κ’ είναι άγνωρο του χρόνου τι με βρίσκει,
λίγη
ζωή μου μνίσκει.
Πρώτα
παντρεύω σε φωτιά, με τούτο το πουρνάρι,
οπόχει
το κορμί στοιχειό και δράκο το κλωνάρι,
ωσάν αυτό
χιλιόχρονη να ζης, να μη γεράζης,
να καις
παντού, να βράζης.
Σου
δίνω και τον πλάτανο με τα πλατιά τα φύλλα,
παντού
ν’ απλώνης γύρα σου και στα ψηλά καπνίλα,
να
δείχνεσαι πως πάντα ζης και ζουν μαζί σου ανθρώποι
σε
πόλη ή  βοσκοτόπι.
Τρίτα, φωτιά, την
κεράσια σου δίνω συγγενάδι,
να
σε φυλά‘ από Παγανά ως των Φωτών το βράδυ
και
με παλιό τριέτικο κρασάκι σε ποτίζω,
με
λάδι σε ραντίζω.
Aπό
τη στρουγγοκάλυβα ποτές να μη μου λείπης,
τί
μου είσαι της χαράς ζωή κι οχτρός τρανός της λύπης,
να
σ‘ ανακράζω να μ’ ακούς, να βάζης, να μου κρένης,
γλυκά
να με θερμαίνης.
—   Να
ζήσετε χρονιά πολλά κι απίκραντα, παιδιά μου,
σαν
τα ρουπάκια του Ζυγού, σαν τα βουνά του Γράμμου,
να
μη σας εύρουνε ποτές τα έρημα τα γέρα!
—  Να ζης και συ Πατέρα!
                                        ·

(Πρωτοδημοσιεύτηχε στο περιοδικό «Εστία» 1894)

 

Με τις γιορτές του Δωδεκαήμερου ήταν συνδεδεμένοι οι θρύλοι με τους καλικάντζαρους, τους καρκάντζαλους, όπως τους έλεγαν οι Βλάχοι. Τα μικρά παιδάκια ζούσαν συχνά στην αγωνία, όσο πλησίαζε η Πρωτοχρονιά, μήπως και πριονίσουν το δέντρο που στηρίζει τη γη, και  κάθε λίγο και λιγάκι έψαχναν στο τζάκι, στους μπουχαρέδες, απ’ όπου έλεγαν ότι έμπαιναν στα σπίτια. Τους ξεχνούσαν όμως  την παραμονή των Χριστουγέννων, τη νύχτα, όταν τα μικρά παιδιά, κρατώντας ψηλά το αστέρι που με κόπο μέρες ετοίμαζαν, έφεραν το μήνυμα της γέννησης στα συγγενικά τους σπίτια! Οι βλάχικες γειτονιές της Βέροιας φεγγοβολούσαν από τα περίτεχνα αστέρια (Steua) και αντηχούσαν από τις παιδικές φωνές που έψελναν τα κάλαντα. Να σημειωθεί ότι η λέξη κάλαντα, από το λατινικό Calendae , σήμαινε παλιά την αρχή κάθε μήνα, αργότερα έγινε η αρχή του χρόνου και ταυτίστηκε με τα κάλαντα.

Colinda, melinda,
danji maie, culaclu
ca s’afla Christolu
tu pahnia a boilor
di frica Uvreilor…

 

Κόλιντα, μέλιντα,
δος μου, γιαγιά , την κουλούρα,
γιατί γεννήθηκε ο Χριστός
σ΄ ένα παχνί βοδιών
από το φόβο των Ιουδαίων…

 

Τα χειροποίητα με πολύ κόπο φαναράκια, μέσα στη νύχτα συχνά έπαιρναν φωτιά για μεγάλη απογοήτευση των μικρών παιδιών. Έπρεπε να επισκεφθούν τα συγγενικά σπίτια με καλό φανάρι και αναμμένο το κερί.

 

Τα κεράσματα ποικίλα, ανάλογα με τις δυνατότητες και την κοινωνική θέση της κάθε οικογένειας αλλά και  τους διάφορους συμβολισμούς. Στα σπίτια των κτηνοτρόφων, σκορπούσαν στο πάτωμα στραγάλια και τα παιδιά της οικογένειας τα μάζευαν με το στόμα, για να έχουν βοσκή τα πρόβατα στη διάρκεια του χρόνου.

 

Στα Βλαχοχώρια στα Γιάννενα  η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη ήταν «Nielji, etz, mveasti shi dzinirats , δηλαδή αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Να προκόβουν δηλαδή τα κοπάδια του νοικοκύρη, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.

 

Μέσα στα βαθιά χαράματα της Πρωτοχρονιάς, στους δρόμους και τα σοκάκια της Βέροιας, ως και τη δεκαετία του ’60, έβγαιναν οι λιγουτσιάρηδες. Ντυμένοι με τις βαριές κάπες και φορτωμένοι με πολλές σειρές κουδούνια (είκοσι οκάδες το παιδί, τριάντα τα κουδούνια), για να εξορκίσουν με τον εκκωφαντικό θόρυβο τα κακά πνεύματα, , πήγαιναν παρέες παρέες σε σπίτια συγγενών και γνωστών και τραγουδούσαν ποικίλα κάλαντα.

 

Λιγουτσιάρης έρχιτι
Γινάρης ξημερώνει
Φραγκίτσα δω, Φραγκίτσα κει,
Φραγκίτσα πάει στη βρύση
με το γκιουρντάνι στο λιμό
με το σπαθί στη μέση
σα φέτο παλικάρια μου
σα φέτο και του χρόνου…

 

Τα παιδάκια προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν κάτω από τις χειροποίητες μάσκες κάποιο συγγενικό πρόσωπο, καθώς ο πατέρας τοποθετούσε νομίσματα πάνω στις πάλες, στα γυμνά σπαθιά τους. Μόνο ο αρχηγός ήταν ξέσκεπος. Τα τραγούδια των Λιγουτσιαρέων ήταν ποικίλα: στους τσελιγκάδες μιλούσαν για πρόβατα, στα παιδιά για γράμματα, στους νέους εύχονταν να βρουν ταίρι.

 

Το έθιμο αναβιώνει σήμερα σε πολλές περιοχές, όπως στην Καστοριά, και γίνεται πόλος έλξης πολλών επισκεπτών, ενώ στην Τούρια/Κρανιά των Γρεβενών επιβιώνει ως σήμερα και το όλο δρώμενο με γαμπρούς και νύφες, με τα γιαταγάνια και τις πάλες, με χορούς και τραγούδια προκαλεί έντονο ενδιαφέρον και συμβάλλει στη συλλογική διασκέδαση.

 

Δυο σημεία στο έθιμο των Λιγουτσιαρέων είναι άξια προσοχής. Αν ένα μπουλούκι από λιγουτσιάρηδες συναντιόταν με ένα άλλο, ακολουθούσε σύγκρουση. Αν υποχωρούσε το ένα και δήλωνε υποταγή, αναγκαζόταν να περάσει κάτω από το σχήμα Π που σχημάτιζε το μπουλούκι που νικούσε με τα σπαθιά του. Αυτό ανακαλεί στη μνήμη μας τη συνήθεια των Ρωμαίων που ανάγκαζαν τους ηττημένους να περνάνε κάτω από τα ακόντιά τους  (sub iugulum iacere) σε ένδειξη υποταγής,  συνήθεια που οδήγησε αργότερα στις αψίδες του Θριάμβου. Μνεία αυτού του εθίμου κάνουν οι άγγλοι αρχαιολόγοι Wace και Thomson στο βιβλίο τους Νομάδες των Βαλκανίων, οι οποίοι αναφέρουν ότι η σύγκρουση ανάμεσα σε δυο μπουλούκια , στη Βέροια γύρω στα 1911-1914, ήταν τόσο σφοδρή που ένας σκοτώθηκε, και από τότε αυτό το μέρος ονομάζεται  ‘‘La liyuciarlu’’

 

Το άλλο αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ οι Βλάχοι της Βέροιας αυτό το έθιμο το έχουν την Πρωτοχρονιά, οι Βλάχοι της Πίνδου και της Θεσσαλίας το Μάρτη, στις Αποκριές. Η εξήγηση είναι φανερή: το έθιμο είχε σχέση με την Πρωτοχρονιά που παλιότερα ήταν η πρώτη του Μάρτη. Όταν αργότερα η αρχή του χρόνου μετατοπίστηκε το Γενάρη, οι Βλάχοι της Μακεδονίας μετέφεραν και το έθιμο το Γενάρη, ενώ οι υπόλοιποι το διατήρησαν το Μάρτη. Ορισμένοι το ταυτίζουν με το  Rogatsiarlu , τα ρογκάτσια, από το λατινικό ρήμα rogo = ζητώ, rogator = αυτός που ζητάει, και αναφέρεται σε ομίλους παιδιών που στα Βλαχοχώρια , στο πνεύμα της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας μάζευαν χρήματα , για να ενισχύσουν τους οικονομικά ασθενέστερους. Ενώ άλλοι  το ανάγουν στους ομίλους οπαδών που, στα ρωμαϊκά χρόνια, γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι ζητούσαν ψήφο στις δημαρχιακές εκλογές. Μελετητές διαβλέπουν στο έθιμο ακόμη αρχαιότερες καταβολές και το συνδέουν με τη γέννηση του Δία και το χορό των Κουρητών, για να μην ακουστούν τα κλάματα του νεογέννητου Δία! Η επιστημονική ανάλυση και διερεύνηση του εθίμου θα επισημάνει τα διάφορα πολιτιστικά επίπεδα που συμφύρονται στο έθιμο αυτό.

 

Μόλις ξημέρωνε η Πρωτοχρονιά, πριν να ανατείλει ο ήλιος, οι Λιγουτσιάρηδες επέστρεφαν στα σπίτια τους. Την ίδια ώρα, ο πιο ηλικιωμένος του σπιτιού, ο  afendi mari ή η mana marea πήγαινε στη βρύση της αυλής την οποία άλειφε με βούτυρο, κάνοντας τρεις φορές το σχήμα του σταυρού. Ο συμβολισμός είναι φανερός: όπως τρέχει το νερό, έτσι άφθονα να τρέχουν όλο το χρόνο μέσα στο σπίτι τα αγαθά.

 

Την ίδια ώρα, οι γυναίκες ετοιμάζονταν να πάνε στην εκκλησία. Και λέμε οι γυναίκες, γιατί οι άντρες συχνά απουσίαζαν στη στάνη, τουλάχιστον στα κτηνοτροφικά σπίτια, γιατί ήταν η εποχή του γέννου.

 

Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, συγκεντρώνονταν η ευρύτερη οικογένεια στον παππού, το πιο σεβαστό πρόσωπο, και  κόβανε την πίτα, που η διαδικασία για να φτιαχτεί ήταν ολόκληρη τελετουργία. Μέσα στην πίτα, πέρα από το φλουρί (fluria), έβαζαν διάφορα σύμβολα με μαγικό χαρακτήρα. Αυτά ήταν ανάλογα με τις ασχολίες της οικογένειας, αλλά και μερικά κοινά σε όλους. Έτσι, ο στύλος του σπιτιού (sturlu di casã) έμπαινε σε όλα τις πίτες. Οι κτηνοτρόφοι έβαζαν τα μαντριά (mandra, cãpãrletzli), οι κυρατζήδες τη φούρκα (furtutirea) με την οποία φόρτωναν τα ζώα τους, καθώς επίσης και άλλα σημάδια. Την πίτα έκοβε πάντα ο μεγαλύτερος της οικογένειας, ο παππούς ή ο πατέρας, σε τόσα κομμάτια όσα και τα μέλη της οικογένειας, αφού πρώτα έβγαζε μερίδα- στη μέση- για τον Άγιο Βασίλη. Στη συνέχεια τη γυρνούσε τρεις φορές και ο καθένας έπαιρνε το κομμάτι που έπεφτε μπροστά του.

 

Ο κύκλος των γιορτών του Δωδεκαήμερου έκλεινε την παραμονή των Φώτων με γενική καθαριότητα, κυρίως στο τζάκι, για να φύγουν τα κακά πνεύματα, οι καλικάντζαροι, και να δεχτούν το αγιασμένο νερό, την ημέρα των Φώτων. Την ίδια ημέρα , στον αγιασμό των υδάτων, πολλοί νεαροί Βλάχοι πήγαιναν στο ποτάμι με τα άλογά τους, για να τα αγιάσουν και αυτά, και  κάνανε διαγωνισμούς και παράβγαιναν στο τρέξιμο με τα πανέμορφα άλογά τους, τα μπινέκια. Το Δωδεκαήμερο έληγε με γλέντι.

 

Βιβλιογραφία

  • Τ. Γκαλαΐτση: Από τη ζωή των Βλάχων/Di tu bana Armãnjilor, Βέροια 2013
  • Αρχείο Συλλόγου Βλάχων Βέροιας
  • Wace – Thomson : Οι Νομάδες των Βαλκανίων
  • Αρχείο Ν. Δ. Σιώκη : Ποικίλα Δημοσιεύματα
  • Γ. Πλατάρη- Τζίμα: Το Σημειωματάρι ενός Μετσοβίτη (1871-1943)
  • Γιώργης Έξαρχος: ΒΛΑΧΟΙ: Μνημεία ζωής και λόγου ενός πολιτισμού που χάνεται
  • V. Berard: Τουρκία και Ελληνισμός, 1890-1892. Μετάφραση, 1987
  • Gustav Weigand: Οι ΑΡΩΜΟΥΝΟΙ (ΒΛΑΧΟΙ), Α τόμος1895. Μετάφραση Kahl Thede, Θεσσαλονίκη 2001
  • Γιώτα Φωτιάδου – Μπαλαφούτη: Εμείς οι Βλάχοι
  • Κώστα Μπίρκα: ΑΒΔΕΛΛΑ
  • Στέργιος Ι. Πουρνάρας: Η Βλαχομηλιά της Πίνδου ‘‘ Αμέρου’’

Φωτό: Αρχείο Συλλόγου Βλάχων Βέροιας
Αρχείο Τάκη  Γκαλαΐτση.

 

Κάντε κλικ στην παρακάτω ηλεκτρονική διεύθυνση για να δείτε έθιμα του Δωδεκαήμερου σε αναπαράσταση (1986) από το Σύλλογο Βλάχων Βέροιας σε συνεργασία με την ΕΡΤ.

https://youtu.be/HzSOSkuehI4

 

Πηγή: https://faretra.info/2023/12/23/ta-ethima-ton-vlachon-to-dodekaimero-grafei-o-takis-gkala%ce%90tsis/

«Να τα πούμε;» - Η ιστορία και η σημασία πίσω από τα Κάλαντα και οι στίχοι ανά περιοχή

«Να τα πούμε;» - Η ιστορία και η σημασία πίσω από τα Κάλαντα και οι στίχοι ανά περιοχή

 


 

Όπως συνηθίζεται κάθε Παραμονή Χριστουγέννων, τα παιδιά βγαίνουν στους δρόμους και είτε μόνα είτε με την παρέα τους ψάλλουν στα σπίτια τα Κάλαντα των Χριστουγέννων.

 

Τι είναι, όμως, τα Κάλαντα;

Τα Κάλαντα αποτελούν δημοτικά ευχητικά και εγκωμιαστικά τραγούδια που ψάλλονται εθιμικά κατ΄ έτος κυρίως την παραμονή μεγάλων θρησκευτικών εορτών όπως των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς (Αγ. Βασιλείου), των Θεοφανίων, ακόμη και των Βαΐων (ή Λαζάρου), με εξαίρεση εκείνων της Μεγάλης Παρασκευής που είναι κατανυκτικά. Τα κάλαντα που προήλθαν από τις Βυζαντινές Καλένδες ανάγονται, κατά τύπο και όχι βεβαίως κατά περιεχόμενο, από το γνωστό έθιμο των αρχαίων Ελλήνων της Ερεστώνης.

 

Λαογραφία

Τα κάλαντα ψάλλονται κυρίως από παιδιά μέχρι ορισμένου ορίου ηλικίας (14-15 ετών) αλλά και από ώριμους άνδρες, είτε μεμονωμένα είτε κατά ομάδες που περιέρχονται οικίες, καταστήματα, δημόσιους χώρους κλπ με τη συνοδεία του πατροπαράδοτου σιδερένιου τριγώνου αλλά ενίοτε και άλλων μουσικών οργάνων (φυσαρμόνικας, ακορντεόν, τύμπανου κλπ).

Κύριος σκοπός των τραγουδιών αυτών είναι μετά τις αποδιδόμενες ευχές τα “Χρόνια Πολλά” το φιλοδώρημα είτε σε χρήματα (σήμερα) είτε σε προϊόντα (παλαιότερα). Σχετική με αυτό είναι και η παρασκευή “κουλούρας” ονομαζόμενη “κολλίκι” (Βέροια) ή “κουλιαντίνα” (Σιάτιστα) και εξ αυτών οι φέροντες αυτά ονομάζονται “Κουλουράδες” ή “Φωτάδες”.

Τα κάλαντα ξεκινούν κυρίως με χαιρετισμό στη συνέχεια αναγγέλλουν τη μεγάλη χριστιανική εορτή που φθάνει και καταλήγουν σε ευχές. Χαρακτηριστικό σημείο είναι η γλώσσα στην οποία αυτά ψάλλονται, στη καθαρεύουσα, καταδηλούντα την άμεση καταγωγή τους από τους Βυζαντινούς χρόνους τις Καλένδες του Ιανουαρίου που γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.

Ο μεγάλος αριθμός των διαφόρων παραλλαγών εξανάγκασε να διακρίνονται αυτά σε εθνικά ή αστικά και στα τοπικά ή παραδοσιακά (κατά περιοχή). Στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα έχουν καταμετρηθεί περισσότερες από τριάντα παραλλαγές μόνο στον Ελλαδικό χώρο. Σήμερα εκτός των παραπάνω έχουν εισαχθεί και διάφορα αγγλοσαξωνικά χριστουγεννιάτικα τραγούδια, μερικά των οποίων έχουν και μεταγλωττιστεί στην ελληνική που δυστυχώς τείνουν να υπερκαλύψουν τα παραδοσιακά.

Επίσης και η ημέρα που ψάλλονται τα κάλαντα σε ορισμένες περιοχές ονομάζονται “Κάλαντα” (Κόλιντα, Κόλεντας, Κόλιαντας) με εξαίρεση τη νήσο Μήλο που ψέλνονταν μόνο τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς, συντασσόμενα κάθε φορά νέα κάλαντα, με τα οποία όμως ζητούσαν οικονομική συνδρομή για κάποιο κοινωνικό σκοπό (πχ ανέγερση ή επιδιόρθωση ναού) δίδοντας και συμβουλές προς τους άρχοντες η παρατηρήσεις με σκωπτικό χαρακτήρα. Τέτοιες είναι και οι σχετικές “μαντινάδες” της Κρήτης ή “κοτσάκια” της Νάξου με σκωπτικό χαρακτήρα που ψάλλονται ως “κάλαντα”.

 

Πολλές φορές όταν δεν υπήρχε φιλοδώρημα ή ήταν ευτελές τότε τα παιδιά συνέχιζαν έξω από την οικία κάλαντα σκωπτικά επαναλαμβανόμενα:

 «Αφέντη μου στη κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες,
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζώνουν!»

 

Εκκλησιαστική Ιστορία

Οι Πατέρες της Εκκλησίας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απαγόρευαν ή απέτρεπαν αυτό το έθιμο ως καταγόμενο από τις εορτές των ρωμαϊκών Καλενδών που είχε καταδικάσει η Οικουμενικές σύνοδοι Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 680 μ.Χ., αποκαλούντες τους συμμετέχοντες σ΄ αυτό “Μηναγύρτες”, κατά δε απόσπασμα του Τζέτζη (Χιλιάδ. ΙΓ’ 246 κε):

“Οπόσοι περιτρέχουσι χώρας και προσαιτούσι
και όσοι κατ΄ αρχίμηνον του Ιανουαρίου
και του Χριστού γεννήσει και Φώτων τη ημέρα
οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες
μετά ωδών ή επωδών ή λόγων εγκωμίων
………………………………
ούτοι αν πάντες λέγοιντο κυρίως Μηναγύρται.

 

Τα κάλαντα ανά την Ελλάδα

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα

Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη Θεία γέννηση, να πω στ’ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρεται η φύσης όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών, και ποιητής των όλων.

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Αιγαίου

Κάτω στα Ιεροσόλυμα, στης Βηθλεέμ την πόλη,
εκεί δεντρί δεν ήτανε, δεντρί ξεφανερώθη.

Κι ανάμεσα στους κλώνους του, αγγέλοι κι αρχαγγέλοι,
κι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος, ξεφτερουγά και λέει.

Χριστέ, για δώσ’ μου τα κλειδιά, και τα χρυσά κλειδάκια,
ν’ ανοίξω τον παράδεισο, να μπω σε περιβόλι.

Να κόψω μήλο δροσερό, να πιω νερό δροσάτο,
να γείρω ν’ αποκοιμηθώ, σε νεραντζιά ‘πο κάτω.

Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε, κι ευθύς ως σηκωθείτε.

Στην εκκλησία να τρέξετε, όλοι με προθυμίαν,
και του Χριστού να ακούσετε, τη Θεία Λειτουργία.

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Βυζαντίου

Άναρχος Θεός καταβέβηκεν και εν τη Παρθένω κατώκησεν
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαί
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε

Δέξαι Βηθλεεμ τον Δεσπότην σου, Βασιλέα πάντω και Κύριον
Εξ ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζοντες άξια
Ζητούν προσκυνήσαι τον Κύριον, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Ήνεγγεν αστήρν μάγους οδηγών, ένδον του σπηλαίου εκόμισεν
Θεός, βασιλεύς προαιώνιος, τίκτεται εκ κόρης Θεόπαιδος
Ιδών ο Ηρώδης ως έμαθεν, όλω εξεπλάγη ο δείλαιος
Κράζει και βοά προς τους ιερείς, τους δοξολογούντας τον Κύριον
Λέγετε σοφοί και διδάκαλοι άρα που γεννάται ο Κύριος;
Μέγα και φρικτόν το τεράστιον, ο εν ουρανοίς επεδήμησεν
Νύκτα Ιωσήφ ρήμα ήκουσε, άγγελος Κυρίου ελάλησεν
Ξένον και παράδοξον άκουσμα και η συγκατάβασις άρρητος
Ο μακροθυμίσας και εύσπλαχνος, πάντων υπομένει τα πταίσματα
Πάλιν ουρανοί ανεώχθησαν άγγλοι αυτού ανυμνήτωσαν
Ρήτορες ελθόντες προσέπεσον βασιλέα μέγαν και ένδοξον
Σήμερον η κτίσις αγάλλεται και πανηγύρίζει κι ευφραίνεται
Τάξεις των αγγέλων εξέστησαν επί το παράδοξον θέαμα
Ύμνους και δεήσεις ανέμελπον των πάντων δεσπότην και άνακτα
Φως εν τω σπηλαίω ανέτειλε και τοις εν τω σκότει επέλαμψε
Χαίρουσα η φύσις αγάλλεται και   κι ευφραίνεται
Ψάλλοντες Χριστόν, τον Θεόν ημών, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Ω Παρθενομήτορ και Δέσποινα, σώζε του εις Σε καταφεύγοντας.

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Δωδεκανήσων

Αυτή είναι η ημέρα, όπου ήρθ’ o Λυτρωτής,
από Μαριάμ Μητέρα, εκ Παρθένου γεννηθείς. (δις)

Άναρχος αρχήν λαμβάνει, και σαρκούται ο Θεός,
ο Άγέννητος γεννάται εις την φάτνην ταπεινός. (δις)

Όσοι έχετε στα ξένα, να δεχθείτε με καλό,
και του χρόνου με υγεία το Θεό παρακαλώ. (δις)

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Ηπείρου

Ελάτε εδώ γειτόνισσες, και εσείς γειτονοπούλες,
τα σπάργανα να φτιάξουμε, και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.

Τα σπάργανα για το Χριστό, ελάτε όλες σας εδώ. (δις)

Να πάμε να γυρίσουμε, και βάγια να σκορπίσουμε,
να βρούμε και την Παναγιά, οπού μας φέρνει τη χαρά.

Τα σπάργανα για το Χριστό, ελάτε όλες σας εδώ. (δις)

Κοιμάται στα τριαντάφυλλα, γεννιέται μες στα λούλουδα,
γεννιέται μες στα λούλουδα, κοιμάται στα τριαντάφυλλα.

Τα σπάργανα για το Χριστό, ελάτε όλες σας εδώ,
τα σπάργανα να φτιάξουμε, και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Θράκης

Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο, χαρά στον κόσμο, στα παλικάρια.

Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες, η Παναγιά μας, κοιλοπονούσε.

Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε, τους αρχαγγέλους, τους ιεράρχες.

Σεις αρχάγγελοι και ιεράρχες, στη Σμύρνη πηγαίνετε, μαμές να φέρτε.

Αγία Μαρίνα, Αγία Κατερίνα, στη Σμύρνη πάνε, μαμές να φέρουν.

Όσο να πάνε κι όσο να έρθουν, η Παναγιά μας ελυτρώθει.

Στην κούνια το ‘βάλαν και το κουνούσαν, και το κουνούσαν, το τραγουδούσαν.

Σαν ήλιος λάμπει, σα νιό φεγγάρι, σα νιό φεγγάρι, το παλικάρι.

Φέγγει σε τούτον το νοικοκύρη, με τα καλά του, με τα παιδιά του, με την καλή τη νοικοκυρά του.

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Καππαδοκίας

Καλην εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη.

Εν τω σπηλαίο τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει κι η φύσις όλη.

Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα,
άστρον λαμπρόν τους οδηγεί, χωρίς να λείψη ώρα.

Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν,
σμύρνα, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.

Και επληρώθη το ρηθέν, προφήτου Ησαΐου,
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου.

Φωνή ηκούσθη εν Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει,
παραμυθήν ουκ ήθελεν, ότι αυτά ουκ έχει.

Ιδού όπως σας είπαμεν όλην τήν υμνωδίαν,
του Ιησού μας του Χριστού, γέννησιν την αγίαν.

Χρόνους πολλούς να χαίρεσθε, πάντα ευτυχισμένοι,
σωματικώς και ψυχικώς να είσθε πλουτισμένοι.

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Κέρκυρας

Σήμερα οι μάγοι έρχονται, στη χώρα του Ηρώδη.
Σήμερα οι μάγοι έρχονται, στη χώρα του Ηρώδη.

Και ο Ηρώδης ταραχθείς, έγινε θηριώδης.
Και ο Ηρώδης ταραχθείς, έγινε θηριώδης.

Κράζει τους μάγους και ρωτά, μάγοι πού θε να πάτε;
Κράζει τους μάγους και ρωτά, μάγοι πού θε να πάτε;

Στης Βηθλεέμ το σπήλαιο, την πόλη την Αγία.
Στης Βηθλεέμ το σπήλαιο, την πόλη την Αγία.

Π’ εκεί γεννάει το Χριστό, η Δέσποινα Μαρία.
Π’ εκεί γεννάει το Χριστό, η Δέσποινα Μαρία.

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Κρήτης

Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού τη θεία Γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται χαίρετ’ η φύσις όλη.

Εντός σπηλαίων τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.

Κερά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα,
και κρουσταλίδα του γιαλού και πάχνη από τα δέντρα.

Aπου τον έχεις τον υιό το μοσχοκανακάρη,
λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σχολείο τον πέμπεις.

Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ’ ένα χρυσό βεργάλι,
και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.

Είπαμε δα για την κερά ας πούμε για τη βάγια,
άψε βαγίτσα το κερί, άψε και το διπλέρι,
και κάτσε και ντουσούντισε ήντα θα μας εφέρεις.

Για απάκι, για λουκάνικο, για χοιρινό κομμάτι,
κι από τον πύρο του βουτσιού να πιούμε μια γεμάτη.

Κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι,
κι αν το ‘χει κάνει η γαλανή ας είναι ζευγαράκι.

κι από το πιθαράκι σου λάδι ένα κουρουπάκι,
κι αν είναι κι ακροπλιάτερο βαστούμε και τ’ ασκάκι.

Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα,
και φέρε και γλυκό κρασί να πιουν τα παλληκάρια.

Κι αν είναι με το θέλημα άσπρη μου περιστέρα,
ανοίξατε την πόρτα σας να πούμε καλημέρα.

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Κυκλάδων

Για σένα κόρη όμορφη ήρθαμε να τα πούμε,
και τα καλά Χριστούγεννα για να σου ευχηθούμε.

Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε φέρτε μας κρασί να πιούμε.

Αν έχεις κόρη όμορφη βάλε τη στο τσιμπίδι,
και κρέμασε την αψηλά να μην τη φαν οι ψύλλοι.

Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε φέρτε μας κρασί να πιούμε.

Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε καράβια ‘ν’ ασημένια,
του χρόνου σαν και σήμερα να ‘ναι μαλαματένια.

Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε φέρτε μας κρασί να πιούμε.

Για σένα κόρη όμορφη ήρθαμε να τα πούμε,
και τα καλά Χριστούγεννα για να σου ευχηθούμε.

Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε,
και του χρόνου να σας πούμε φέρτε μας κρασί να πιούμε.

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Μακεδονίας

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, τώρα Χριστός γιννιέτι. (δις)

Γιννιέται κι βαφτίζιτι, στους ουρανούς απάνου. (δις)

Όλοι οι Αγγέλοι χαίρουντι, κι όλοι δοξολογιούντι. (δις)

Και τα δαιμόνια σκάζουνε, και σκάζουν και πλαντάζουν. (δις)

Σε τούτο το σπίτι πού ‘ρθαμε, μι μάρμαρου στρουμένου. (δις)

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Πελοποννήσου

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
για βγάτε, δέτε, μάθετε, πως ο Χριστός γεννάται.

Γεννάται κι αναθρέφεται, με μέλι και με γάλα,
το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες
και το μελισσοβότανο, το νίβονται οι κυράδες.

Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα,
κυρά μου όταν στολίζεσαι, να πας στην εκκλησιά σου,

Βάνεις τον ήλιο πρόσωπο, και το φεγγάρι αγκάλη,
και τον καθάριο αυγερινό, τον βάζεις δακτυλίδι.

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε, να φάμε και να πιούμε,
παρά σας αγαπούσαμε, κι ήρθαμε να σας δούμε.

Εδώ που τραγουδήσαμε, πέτρα να μη ραγίσει,
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού, πολλούς χρόνους να ζήσει.

Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,
δώστε μας και πέντ’ έξι αυγά, να πάμε σ’ άλλη πόρτα.

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Πόντου

Χριστός γεννέθεν, χαρά σ’όν κόσμον, α, καλή ώρα καλήν ημέραν,
α, καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν, οψε γεννέθεν, ουρανεστάθεν.

Τον εγέννησεν η Παναΐα, τον ανέσταισεν Αειπαρθένος,
εκαβάλλκεψεν χρυσόν πουλάριν, εκατήβεν στο σταυροδρόμιν.

Έρπαξαν ατόν οι χιλ’ Εβραίοι, οι χιλ’ Εβραίοι και μύριοι Εβραίοι,
ας σ’ αρκρεντικά κι ασ’ σην καρδίαν, γαίμαν έσταξεν, φλογήν κι εφάνθεν.

Όπου έσταξεν εμυροστάθεν, εμυρισ’ ατόν ο κόσμον όλον,
α, μυρίσ’ ατόν κι εσύ αφέντα, εκατήβεν στο σταυροδρόμιν.

Διάβα σ’ο ταρέζ κι έλα σην πόρτα, έξω στέκνε τα παλικάρια,
έβγαλ’ τον κισέ και δώσ’ παράδας, έξω στέκνε τα παλικάρια.

Και θυμίζνε σ’ον νοικοκύρην, νοικοκύρην και βασιλέαν.

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Σάμου

Σένα σου πρέπει αφέντη μου καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπά η μέση σου η μαργαριταρένια.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)

Και πάλι ξαναπρέπει σου στα πεύκια να κοιμάσαι,
να πίνεις, να δροσίζεσαι και πάλι αφέντης να ‘σαι.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)

Και πάλι ξαναπρέπει σου καράβι ν’ αρματώσεις,
και τα πανιά του καραβιού να τα μαλαματώσεις.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και τού χρόνου να σας πούμε. (δις)

Πολλά ’παμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε τση κυράς μας.

Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά μαυροματούσα,
πω ‘χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρια στήθη,
και του κοράκου το φτερό το ‘χεις καμπανοφρύδι.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)

Αν έχεις κόρη έμορφη, βάλτην νά μας κεράσει,
να της φχηθούμε όλοι μας, ν’ ασπρίσει, να γεράσει.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)

Κι αν έχεις γιο στα γράμματα, βάλτονε στο ψαλτήρι,
να τ’ αξιώσει ο Θεός, να βάλει πετραχήλι.

Βάλτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε. (δις)

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Σμύρνης

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη,
εν τω σπηλαίο τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων.

Κερά ψηλή, κερά λιγνή, κερά καμαροφρύδα,
κερά μ’ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησία,
έχεις και κόρην έμορφη που δεν έχει ιστορία.

Μήδε στην πόλη βρίσκεσαι, μήδε στην Καισαρεία,
έχεις και γιον στα γράμματα, υγιόν εις το ψαλτήρι,
να τον ‘ξιώσει και ο Θεός, να βάλει πετραχήλι.

 

Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα Χίου

Χριστούγεννα πρωτούγεννα, τώρα Χριστός γεννάται,
γεννάται κι ανατρέφεται με μέλιν και με γάλα.

Το μέλιν τρων οι άρχοντες και το κερίν οι άγιοι,
και το μελισσοβότανον το τρων’ οι αρχοντάδες.

Τούτες οι μέρες εύχουνε, τούτες οι εβδομάδες,
όπου ‘χει ξένον κράζει τον κι οπού δικόν καλεί τον,
κι οπού ‘χει άντρα στην ξενιτιά γραφή του στέλνει να ‘ρτει.

Άντε γραφή μου κι εύρε τον και πιάσ’ τον αφ το χέριν,
και πε του πως τον χαιρετά το γκαρδιακό του ταίριν.

Και πε του πως ειμ’ άρρωστη, βαριά αρρωστημένη,
και στο βαρύ ξενιτεμό δεν ήμουν μαθημένη.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ την πόλη,
οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η κτίσης όλη.

Εν τω σπηλαίο τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.

Ιδού όπου σας είπαμεν με πασάν προθυμίαν,
του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.

Δότε κι εμάς τον κόπον μας, οτ’ είναι ορισμός σας,
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Αν είστε απ’ τους πλούσιους φλωριά μην τα λυπάστε,
αν είστε από τους δεύτερους ξηντάρες και ζολότες,
κι αν είστε απ’ τους πάμπτωχους ένα ζευγάρι κότες.

Και σας καληνυχτίζομεν, πέστε να κοιμηθείτε,
ολίγον ύπνον πάρετε, πάλι να σηκωθείτε.

Στην εκκλησία να τρέξετε με άκραν προθυμίαν,
και του θεού ν’ ακούσετε την Θείαν λειτουργία.

Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, να ειστ’ ευτυχισμένοι,
σωματικά και ψυχικά να είστε πλουτισμένοι.

 

Πηγή: https://www.athensvoice.gr/epikairotita/ellada/829835/kalada-i-istoria-i-simasia-tous-kai-oi-stihoi-ana-periohi/