...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Λαογραφική Παράδοση 2021



Έθιμα του Δωδεκαημέρου στην Πελοπόννησο



 


Αρκαδία

Αρκετά από τα παραδοσιακά έθιμα της Αρκαδίας για την περίοδο των Χριστουγέννων εξακολουθούν να τηρούνται, κυρίως στα ορεινά χωριά.

Συγκεκριμένα, την παραμονή των Χριστουγέννων οι κάτοικοι τοποθετούν ένα μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι, ώστε να καίει όλη την ημέρα, «για να ζεσταίνει την Παναγία που γεννούσε». Επίσης, οι γυναίκες καθαρίζουν τις εικόνες του σπιτιού, με βαμβάκι και κρασί.

Ένα ακόμα έθιμο είναι το Χριστόψωμο. Οι νοικοκυρές παρασκευάζουν το ψωμί του Χριστού, με κομμάτια από σύκα και στην επιφάνειά του κεντούν στολίδια και πλέκουν σταυρούς.

Ακόμα, σε αρκετά χωριά ζυμώνουν ένα κομμάτι ψωμί που διαμόρφωναν σαν χέρι και το τοποθετούν στον τοίχο κάτω από το εικόνισμα. Αυτό το ψωμί το ονομάζουν το χέρι του Χριστού.

 

Αργολίδα

Στην Ερμιόνη ο «Γιάλα - Γιάλα» είναι η γιορτή των Θεοφανείων. Τα ξημερώματα οι νέοι, που θα βουτήξουν αργότερα στη θάλασσα για να πιάσουν το σταυρό και την εικόνα της Παναγίας, περνούν από σπίτι σε σπίτι, όπου δέχονται κεράσματα και ευχές, τραγουδώντας, το «Γιάλα – Γιάλα».

Την προηγούμενη ημέρα, συγκεντρώνονται στο λιμάνι και στολίζουν τις βάρκες, με φύλλα φοίνικα. Από αυτές τις βάρκες οι νέοι τραγουδούν το «Γιάλα –Γιάλα», μέχρι ο ιερέας να ρίξει στη θάλασσα το σταυρό και την εικόνα της Παναγίας

Στη Νέα Κίο ανήμερα των Θεοφανίων τηρείται το έθιμο του πυροβολισμού των τενεκέδων μέσα στη θάλασσα και η ρίψη του νεότερου καπετάνιου στο νερό.

Μετά τη ρίψη του σταυρού στη θάλασσα, όσοι βούτηξαν για να τον πιάσουν, παίρνουν στα χέρια τους τον νικητή και τον περιφέρουν σ’ όλη την περιοχή, ενώ προηγουμένως έχουν βουτήξει στη θάλασσα τον νεότερο καπετάνιο της πόλης.

Επίσης, μετά το τέλος της τελετής τοποθετούνται στα ανοιχτά πολλοί άδειοι και σφραγισμένοι τενεκέδες που επιπλέουν. Στην συνέχεια οι βαρκάρηδες πυροβολούν τους τενεκέδες, προκαλώντας μεγάλο θόρυβο.

 

Μάνη

Κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου τηρείται το έθιμο της παρασκευής τηγανίδων και χριστόψωμων. Οι τηγανίδες, φτιάχνονται σε διάφορα σχήματα τις ημέρες των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, ενώ όταν η νοικοκυρά παρασκευάζει την τηγανίδα σε σχήμα σταυρού, εύχεται «να σταυρωθούν τα κακά και του χρόνου».

Επίσης, κάθε οικογένεια, κόβει στο εορταστικό τραπέζι των Χριστουγέννων το παραδοσιακό χριστόψωμο, το οποίο είναι στολισμένο με σταυρούς.

 

Μεσσηνία

Αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου οι οικογένειες περιμένουν να έλθει στο σπίτι ένα μικρό παιδί για να τους κάνει ποδαρικό, ώστε ο νέος χρόνος να τα φέρει όλα καλότυχα. Στη συνέχεια του ζητούν να πατήσει ένα σίδερο, για να είναι όλοι υγιείς. Παράλληλα, η νοικοκυρά προσφέρει γλυκά στο παιδί που κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου.

Ακόμη, αν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς έχει καλοκαιρία πιστεύεται πως ο καιρός θα είναι ο ίδιος για 40 μέρες, ενώ αν υπάρχει κακοκαιρία, αυτή θα εξακολουθήσει επίσης για 40 μέρες.

Ένα ακόμη έθιμο είναι το σπάσιμο του ροδιού. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, ο νοικοκύρης παίρνει μαζί του στην εκκλησία ένα ρόδι. Όταν επιστρέφει σπίτι ανοίγει ο ίδιος την πόρτα, ώστε να είναι ο πρώτος που θα κάνει ποδαρικό, κρατώντας το ρόδι στο χέρι. Κατόπιν το ρίχνει κάτω με δύναμη για να σπάσει.

 

Πηγή: ΑΠΕ ΜΠΕ -  newsbomb.gr




Ξανθιώτικα Ήθη και Έθιμα του «Δωδεκαημέρου»

 


Τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα «Φώτα», εκτός των άλλων, προσφέρονται και για την αναβίωση εθίμων του τόπου μας , που πέρασαν από γενιά σε γενιά και τηρούνται μέχρι και σήμερα σε αρκετές περιπτώσεις.

 

Έτσι, ψάξαμε και βρήκαμε με την βοήθεια της Φιλοπρόοδης Ένωσης Ξάνθης και του  εκπροσώπου της κ. Πασχάλη Ξανθόπουλου, χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα ήθη και έθιμα των Ξανθιωτών ή αλλιώς τα έθιμα του «Δωδεκαημέρου» που μέχρι και σήμερα τηρούνται, ίσως περισσότερο στα χωριά, αλλά και πάλι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τους μικρότερους σε ηλικία Ξανθιώτες.

 

Οι Καλικάντζαροι

Τα   δωδεκάμερα  ερχότανε πάντα από το τζάκι, «απ’ ντου μπατζά» οι καλλικάντζαροι, οι «κρακατζέβλλ» όπως τους λένε, ή «καρκατζέλλ» ή τα «καρκατζέλλια» ή οι «καρκατζέβ». Οι νοικοκυρές θυμιάζανε όλες αυτές τις μέρες, για να μην τους κάνουν κακό μέσα στο σπίτι. Κάθε εργόχειρο, κάθε δουλειά έπρεπε να  έχει τελειώσει, ως πού να έρθουν, γιατί μπορούσαν να κάνουν πάλι κακό. Θύμωναν. Οι ηλικιωμένες ετοιμάζανε δώδεκα αδράχτια κλωσμένο βαμβάκι ή μαλλί, να τα βάλουν στο τζάκι, την παραμονή των Χριστουγέννων, για να δουν οι «καρκατζέλλ», ότι οι νοικοκυρές είναι προκομμένες. Κι’ αυτό ήτανε, «για τ’ ουρ» (το γούρι), για το καλό του σπιτιού.  «Αν έβρισκαν πιο λίγα αδράχτια, τα κομματιάζανι. Κι αν δεν ηυρισκαν καθόλ’, κομματιάζανι ρούχα μέσα στου σπίτ’». Όλα τα δωδεκάμερα, όποια γυναίκα πήγαινε στη γειτονιά, είχε στην τσέπη της  κάστανα-ωμά-και καρύδια. «Τα πιτούσι στις κόχις κι ήλιγι, φάτι καρκατζέβ». Τα παιδιά τα φοβερίζανε ότι θάρθουν και θα τα πάρουν, αν δεν καθότανε καλά κι αν δεν ακούγανε τι τους λέγαν οι μεγαλύτεροι.

Πληροφορίες της κ. Εύαγγελινής Μ. Κοπάνου και της κ. Ελένης Αντωνιάδου, που πρόσθεσε: «Τότις ήβγιναν, πιδίμ’, ντ’ νύχτα τα στοιχειά!  Τώρα γίνικαν, στοιχειά οι αθρώπ’ ! Κι τα κουρίτσια γυρίζνι, ως τς έντικα η ώρα!»

 

 Χριστούγεννα

«Γκουχτός» – «Ξάσ’» – «Πίττα γλυκειά» – «Χριστόψουμου».

Τα σπίτια λαμποκοπούν από καθαριότητα. Οι Ξανθιώτισσες είναι πολύ νοικοκυρές. Έχουνε φροντίσει, για όλα. Το βραδυνό τραπέζι πρέπει να χει δώδεκα είδη φαγώσιμα, «για  τα δουδικάμιρα» (— δωδεκάμερα). Απαραίτητος είναι «η γκουχτός». Είναι χοντραλεσμένο σιτάρι- αλέθεται στο χερόμυλο, – πού το βράζουν καλά και γίνεται πιλάφι. Τίποτε δεν προσθέτουν, εκτός από καρύδι κοπανισμένο – από πάνω.  Ο «γκουχτός» μπαίνει στη μέση του τραπεζιού και του τοποθετούν μιαν αναμμένη λαμπάδα. Στο τραπέζι υπάρχει «του ξάσ’» και «η πίττα η γλυκειά».

Το «ξάσ’» είναι νηστίσιμο ριζόγαλο θα λέγαμε. Βράζουνε ρύζι πολύ καλά (η αναλογία είναι: 1 φλυτζ. μεγάλο ρύζι, 3 κουταλιές της σούπας ζάχαρη και 3 νισαστέ), ρίχνουν τη ζάχαρη και το νισαστέ. Το ανακατεύουν καλά και γίνεται, σαν κρέμα. Σερβίρουν στα  πιάτα κι’ από πάνω προσθέτουν καρύδι κοπανισμένο και κανέλλα. Το «ξάσ’» συνηθίζεται και σ’ όλες τις νηστείες. Απαραίτητα όμως την παραμονή των Χριστουγέννων, γιατί ο Χριστός ήθελε να φάγει γλυκό «κι εφαγι ξάσ’».  Κατ’  άλλη πληροφορία λέγεται του «ξάσ’ τσή Παναγίας». «Η πίττα η γλυκειά», γίνεται στις νηστείες κι έχει γέμιση «του ξάσ’». Αφού στρώσουν τα φύλλα, βάζουν το «ξάσ’», από πάνω μπόλικο καρύδι, ανάλογη κανέλλα και πάλι φύλλα. Αντί λάδι μεταχειρίζονται «σαμόλαδου» (= σησαμόλαδο»). Όταν καθήσουν στο τραπέζι, πρώτα θα θυμιάσει η νοικοκυρά κι  έπειτα θα κόψουν το «Χριστόψουμου». Ο γεροντότερος το παίρνει, το τοποθετεί στο κεφάλι του και το τραβά, ως που να κοπεί. Μέσα έχει παρά. Το μοιράζει γύρω κόβοντας με το χέρι και σ’ όποιον πέσει ο παράς είναι τυχερός. Τρώνε πρώτα από μια κουταλιά «γκουχτό» και συνεχίζουν, με τα άλλα νηστήσιμα. Το Χριστόψωμο είναι συνηθισμένο ψωμί, που ψήνεται όμως σε «ταβά» (ταψάκι). Επειδή δεν τρώνε λάδι, αλείφουν τον ταβά με λίγο κερί, για να μη κολλήσει. Επάνω στο Χριστόψωμο σχηματίζουν ένα σταυρό, με σκελίδες από καρύδι.

 *  Παραπέμπουμε τον αναγνώστη στο τέλος της εργασίας, κεφ.: «Οδηγίες».

 Το τραπέζι δεν το σηκώνουν, «για να φάγι η Χριστός». Την άλλη μέρα, τα «Χριστούγιννα», καίνε βούτυρο, ρίχνουν και γυρίζουν το «γκουχτό» και τον τρώνε – εκείνη τη μέρα- όποτε θελήσουν.

Για το «ξάσ’» και «πίττα γλυκειά» μας πληροφόρησε η κ. Χρυσαυγή Ανδρέου. Για τα «Χριστούγιννα», «Χριστόψουμου» και «γκουχτό» η δις Ελένη Κομνηνού και ο κ. Βλάσης Ιωαννίδης, συνταξιούχος καπνεργάτης.

 

Άγιος Βασίλειος

«Βασλόπττα» – Μπουρέκι»

Στο βραδινό τραπέζι την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, η πίττα «μι τουν παρά» θα μπει στη μέση. Στη φρουτιέρα θα μπουν φρούτα διάφορα, ξυλοκέρατα, ξηροί καρποί άλλοι κι’ ένα ρόδι απαραίτητα. Η νοικοκυρά θυμιάζει την πίττα τρεις φορές σταυρωτά και μετά ό γεροντότερος της οικογένειας κόβει την πίττα στο κεφάλι του. Μοιράζει σ’ όλους γύρω κατά ηλικία το κομμάτι τους – αφού βγάλει από ένα κομμάτι, – για το Χριστό και την Παναγία, τον αϊ – Βασίλη, τη δουλειά και το σπίτι, κόβοντας πάντα με το χέρι. Σ’ όποιον πέσει ό παράς είναι ο τυχερός. Το ρόδι την άλλη μέρα το πρωί, το παίρνουν στην εκκλησία, μετά τη λειτουργία το σπάζουν στο κατώφλι του σπιτιού, με μίαν άσπρη πέτρα και το σκορπίζουν στο σπίτι ή και στο μαγαζί, για το καλό. Πολλοί συνηθίζουν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς να κόβουν «μπουρέκι» στο τραπέζι το βράδι και μετά τις δώδεκα κόβουν τη βασιλόπιττα. Το «μπουρέκι» γίνεται με καβουρντισμένο κιμά και φύλλα. Στη γέμιση μπαίνουν κρεμμύδια, καλοβρασμένοι γιοφκάδες, αυγά, γενή-μπαχάρι, πιπέρι. Το «μπουρέκι» έχει και «παρά».

Πληροφορίες Δας Ελένης Κομνηνού.

 

Τα Φώτα

Παραμονή των Φώτων στο βραδινό τραπέζι κόβουν «Χριστόψουμου», το οποίο έχει παρά και θυμιάζουν. Τρώνε εκείνη την ήμερα και «ξάσ’», γιατί νηστεύουν – όπως το περιγράψαμε στο κεφ. «Χριστούγεννα».

 

Πηγή: thraki.com.gr





Μελομακάρονα, κουραμπιέδες, δίπλες, βασιλόπιτα και Χριστόψωμο. Ποια είναι η ιστορία τους;

 

Κάποιοι θα τα φτιάξουν και κάποιοι θα τ’ αγοράσουν, πάντως μελομακάρονα, κουραμπιέδες, βασιλόπιτα, αλλά και χριστόψωμο και δίπλες, δεν θα λείψουν από τα σπίτια μας ούτε κι αυτά τα Χριστούγεννα. Ευκαιρία να μάθουμε, όμως και κάποια πράγματα για την ιστορία τους.

 


Μελομακάρονα
Από τη μακαρία στα Χριστούγεννα
Δεν υπάρχει κάποιος που να μη στάζει μέλι όταν μιλάει για μελομακάρονα. Τα καλύτερα είναι τραγανά εξωτερικά και αρκετά μελωμένα με μέλι εσωτερικά, πασπαλίζονται με άφθονο καρύδι και μοσχοβολούν μπαχαρικά. Η ετυμολογία της λέξης -μέλι και μακαρόνι- είναι ελληνική, με το μακαρόνι να κατάγεται από τη λέξη “μακαρωνία” που ήταν νεκρώσιμο δείπνο κατά τη διάρκεια του οποίου πρόσφεραν τη “μακαρία”, αλλιώς μια πίτα στην οποία με την πάροδο των χρόνων προστέθηκε μέλι και γι’ αυτό ονομάστηκε μελομακάρονο. Κι αν αναρωτιέστε γιατί καθιερώθηκε ως χριστουγεννιάτικο γλυκό, η απάντηση βρίσκεται στο μέλι, που θεωρείται ήδη από την αρχαιότητα σύμβολο ευζωίας και δημιουργίας, ό,τι δηλαδή επιθυμούμε να μας φέρει και κάθε νέο έτος.

 


Κουραμπιέδες
Παράδοση από τα βάθη της Ανατολής
Κανείς δεν έχει καταφέρει να φάει κουραμπιέ χωρίς να πασπαλιστεί έστω και λίγο με άχνη, αλλά η νοστιμιά του αξίζει κάθε θυσία. Για τους τέλειους κουραμπιέδες χρειάζεται καλής ποιότητας φρέσκο βούτυρο, πολλά αμύγδαλα και φυσικά άφθονη ζάχαρη άχνη. Κάποιοι προσθέτουν και ροδόνερο για επιπλέον άρωμα. Όσο για την ιστορία του; Η λέξη κουραμπιές προέρχεται από την τούρκικη λέξη kurabiye που σημαίνει ξηρό μπισκότο, έχει όμως αραβικές ρίζες. Στο ξερό μπισκότο προστέθηκαν αργότερα τα αμύγδαλα και η άχνη και κάπως έτσι φτάσαμε στον γνωστό και αγαπημένο μας κουραμπιέ, που βάζουμε στις πιατέλες σε απανωτές στρώσεις, σαν χιονισμένο βουνό.

 


Βασιλόπιτα
Η πίτα που ανοίγει γλυκά το νέο έτος
Είναι το πρώτο πράγμα που γευόμαστε μόλις αλλάξει ο χρόνος και είναι τόσο γλυκό όσο γλυκό ευχόμαστε να είναι το νέο έτος. Παραδοσιακά την κόβει ο νοικοκύρης του σπιτιού, αφού τη σταυρώσει με το μαχαίρι και τα πρώτα κομμάτια κόβονται συνήθως για τον Χριστό, την Παναγία, το σπίτι, τον φτωχό και μετά ακολουθούν τα μέλη της οικογένειας. Αυτό που περιμένουν όλοι βέβαια είναι σε ποιον θα πέσει το φλουρί που κρύβει μέσα της η βασιλόπιτα και το οποίο υπόσχεται τύχη όλο το χρόνο για τον τυχερό που θα το βρει.
Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση η βασιλόπιτα συνδέεται με τον Μέγα Βασίλειο, επίσκοπο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Όταν ο έπαρχος της Καππαδοκίας επιχείρησε να καταλάβει και να λεηλατήσει την Καισάρεια, ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης να μαζέψουν ό,τι χρυσαφικά μπορούσαν για να τα παραδώσει ως “λύτρα”. Ωστόσο, ο έπαρχος υποχώρησε και προκειμένου ο Μέγας Βασίλειος να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, αγνοώντας σε ποιον ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι εντός των οποίων τοποθέτησε από ένα νόμισμα και τα διένειμε στους κατοίκους.

 


Δίπλες
Όπου γάμος και γιορτές
Από τα πιο παραδοσιακά ελληνικά γλυκά, όμως είναι και οι δίπλες, οι οποίες πρωταγωνιστούν τις μέρες των Χριστουγέννων, ενώ είναι και ένα από τα γλυκά που προσφέρονται στους γάμους. Πρόκειται για μια λεπτή ζύμη στην οποία παραδοσιακά δίνεται σχήμα ρολού -διπλώνει δηλαδή- τηγανίζεται σε καυτό λάδι και στο τέλος τη βουτάμε σε σιρόπι με μέλι. Για περισσότερο άρωμα οι δίπλες πασπαλίζονται με κανέλα, ενώ στη ζύμη τους προστίθενται αβγά (εάν θέλουμε να παραλείψουμε τα αβγά κάνουμε την κρητική συνταγή για ξεροτήγανα). Οι δίπλες συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού και όπως στα μελομακάρονα το μέλι συμβολίζει την ευζωία και τη δημιουργία που θέλουμε να μας φέρει το νέο έτος.

 


Χριστόψωμο
Το πλουμιστό ψωμί των Χριστουγέννων
Το ψωμί του Χριστού είναι από εκείνα τα αρτοποιήματα που δεν λείπουν ποτέ από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Παραδοσιακά ετοιμάζεται 2-3 ημέρες πριν τα Χριστούγεννα, αλλά να είναι καλά οι φούρνοι μπορούμε να το βρούμε κι αυτό έτοιμο και πεντανόστιμο. Φτιάχνεται με τα βασικά υλικά του ψωμιού και η ιδιαιτερότητά του βρίσκεται στη διακόσμηση του, που περιλαμβάνει ένα σταυρό από ζυμάρι στην κορυφή και ίσως και κάποια άλλα σχέδια από ζυμάρι, καθώς και σουσάμι και καρύδια. Από τόπο σε τόπο η παράδοση που σχετίζεται με το χριστόψωμο διαφέρει, αλλά είναι κοινό σημείο ότι δεν κόβεται με μαχαίρι, αλλά με το χέρι.

 

Πηγή: olivemagazine.gr




Τα έθιμα των Χριστουγέννων στην Ήπειρο

 


Η προετοιμασία για τον εορτασμό των Χριστουγέννων στην Ήπειρο ξεκινούσε από τον Νοέμβριο και συγκεκριμένα από την γιορτή του Αγίου Ανδρέα, όπου οι Ηπειρώτισσες έβραζαν τα παραδοσιακά μπόλια, με καλαμπόκι κι άλλα όσπρια. Τον Δεκέμβριο οι νοικοκυρές της Ηπείρου, συνήθιζαν να φτιάχνουν τις τηγανίτες στην πλάκα. Πρόκειται για ένα τοπικό γλύκισμα. Οι τηγανίτες ήταν μελωμένες με ζαχαρόνερο καρύδια και κανέλα.


Aυτά κατά την παράδοση είναι τα σπάργανα του Χριστού. Ακόμη έπλαθαν κουλούρια κι έφτιαχναν γλυκά. Τις τηγανίτες τις έτρωγαν το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Την παραμονή κυρίως στις πόλεις της Ηπείρου τα παιδιά έβγαιναν στις γειτονιές να πούνε τα κάλαντα.

Στα χωριά το έθιμο αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο γιατί τα σπίτια είναι αραιοκατοικημένα και το τσουχτερό κρύο δεν επιτρέπει να περπατούν μικρά παιδιά σε μεγάλες αποστάσεις μέσα στο κρύο. Αυτό διατηρείται ακόμη και σήμερα, καθώς πολύ λίγα παιδάκια στην ευρύτερη περιφέρεια της Ηπείρου τριγυρνούν στα σπίτια για να πούνε τα κάλαντα. 

TA KAΡΥΔΙΑ
Tα καρύδια είναι ένα παραδοσιακό ομαδικό παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά. Οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν ως εξής: Κάποιο παιδί χαράζει στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σ’ αυτή, κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή των καρυδιών, σημαδεύει σκυφτός, και με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, κάποιο άλλο καρύδι.

Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να βγουν από τη γραμμή όλα τα καρύδια.

TΟ ΑΝΑΜΜΕΝΟ ΠΟΥΡΝΑΡΙ
Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Από τότε, λοιπόν, στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, να κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.

Ακόμη και στα Γιάννενα το ίδιο κάνουν. Μόνο που εκεί δεν κρατούν ολόκληρο το κλαρί το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους – είναι μεγάλη πολιτεία τα Γιάννενα – αλλά κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!» Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.

 

 

Κάλαντα Ηπείρου

 

Ελάτε εδώ γειτόνισσες, και εσείς γειτονοπούλες,

τα σπάργανα να φτιάξουμε, και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.

Τα σπάργανα για το Χριστό, ελάτε όλες σας εδώ. (δις)

 

Να πάμε να γυρίσουμε, τα μάγια να σκορπίσουμε,

να βρούμε και την Παναγιά, οπού μας φέρνει τη χαρά.

Τα σπάργανα για το Χριστό, ελάτε όλες σας εδώ. (δις)

 

Κοιμάται στα τριαντάφυλλα, γεννιέται μες στα λούλουδα,

γεννιέται μες στα λούλουδα, κοιμάται στα τριαντάφυλλα.

Τα σπάργανα για το Χριστό, ελάτε όλες σας εδώ,

τα σπάργανα να φτιάξουμε, και το Χριστό ν’ αλλάξουμε.

 

https://www.youtube.com/watch?v=vlzqCNsqR5g

 

 

Πηγή: ipiros.gr

YouTube – ilioskaimple

mpourazani.eu




Τα έθιμα των Χριστουγέννων στα Δωδεκάνησα


 

Με διαφορετικά έθιμα από νησί σε νησί και από χωριό σε χωριό γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στα νησιά της Δωδεκανήσου. Από τα χαρακτηριστικά των εκδηλώσεων είναι ότι οι κάτοικοι της Δωδεκανήσου 40 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, βρίσκονταν σε νηστεία με σκοπό να προετοιμαστούν για τη γέννηση του Χριστού και να απολαύσουν στη συνέχεια το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

 

Κύριο φαγητό στα περισσότερα νησιά της Δωδεκανήσου ήταν και σε γενικές γραμμές παραμένει, παράλληλα με τη γαλοπούλα τα τελευταία χρόνια, το χοιρινό κρέας. Σε αρκετά χωριά της Ρόδου, το σφάξιμο του χοίρου που μεγάλωναν οι οικογένειες γινόταν σε παρέες και με ειδική ιεροτελεστία. Από τα χριστουγεννιάτικα φαγητά ήταν επίσης τα παραδοσιακά «γιαπράκια» (ντολμαδάκια) τα οποία δεν έλειπαν από το τραπέζι. Σε ό,τι αφορά τα γλυκά τόσο στη Ρόδο όσο και στα υπόλοιπα νησιά το χαρακτηριστικό είναι οι δίπλες, οι οποίες εξακολουθούν να παρασκευάζονται και σήμερα.

 

Από τα αξιοσημείωτα των ημερών είναι ότι την ημέρα των Χριστουγέννων οι κάτοικοι της Ρόδου συνηθίζουν να πηγαίνουν οικογενειακά στην εκκλησία και αμέσως μετά να επισκέπτονται τους ηλικιωμένους γονείς και παππούδες για τις σχετικές ευχές. Σε ορισμένα χωριά της Ρόδου ήταν έθιμο να επισκέπτονται ομαδικά, σαν μεγάλη παρέα, το βράδυ των Χριστουγέννων τα σπίτια όσων γιορτάζουν, με τους οικοδεσπότες να είναι «υποχρεωμένοι» να τους κεράσουν όλους. Η περιοδεία της παρέας συνεχίζεται μέχρι πρωίας ενώ αν αντέχουν ξεκινούν και νέο κύκλο επισκέψεων σε αυτούς που γιορτάζουν την επόμενη μέρα (της Παναγιάς).

 

Νίσυρος

Στη Νίσυρο, το βράδυ των Χριστουγέννων ο ιερέας τελεί τρισάγιο και κατόπιν προσφέρει στους πιστούς «ευλογημένα», τα οποία μόλις έφταναν στο σπίτι, τα τοποθετούσαν στο γιορτινό τραπέζι και τα έτρωγαν πρώτα. Στον Αρχάγγελο, στη Σάλακο και σε πολλά άλλα από τα χωριά της Ρόδου, το «Χριστόψωμο» είναι το πρόσφορο που πάνε στον παπά τα Χριστούγεννα. Το γιορτινό τραπέζι των Χριστουγέννων στρώνεται από το βράδυ της παραμονής. Στο κέντρο τοποθετείται το χριστόψωμο και δίπλα το μέλι με πολλούς ξηρούς καρπούς.

 

Κάλυμνος

Στο νησί της Καλύμνου τα παλαιότερα χρόνια ήταν απόλυτα απαραίτητο όλοι οι κάτοικοι του νησιού να παρευρίσκονται στη λειτουργία των Χριστουγέννων. Υπάλληλος της Δημαρχίας που άναβε τα φαναράκια στους δρόμους, έπρεπε να κτυπήσει όλες τις πόρτες των σπιτιών και να ξυπνήσει όλους τους νησιώτες για να πάνε στην εκκλησία. Το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι στην Κάλυμνο περιέχει κόκορα ή χοιρινό με πράσο ή την καθιερωμένη πλέον σ’ όλη την Ελλάδα γεμιστή γαλοπούλα. Το πρωί των Χριστουγέννων, όταν επιστρέφουν από την εκκλησία, πίνουν το ζωμό από τον πετεινό ή τρώνε σούπα που γίνεται με το ζωμό αυτό.

 

Σύμη

Από τις 15 Νοεμβρίου που ξεκινά το σαρανταήμερο της νηστείας για τα Χριστούγεννα, οι Συμιακές άρχιζαν να ετοιμάζουν τα σπίτια τους για τις γιορτές. Καθάριζαν το εσωτερικό των σπιτιών τους, τους φούρνους που είχαν στην αυλή και τη γειτονιά για να είναι καθαρά ώστε να ψήσουν τα κουλούρια και τα γλυκά και για να είναι κάτασπρα και πεντακάθαρα τα σοκάκια και τα σκαλοπάτια. Την ημέρα που εορτάζει ο Άγιος Σπυρίδωνας (12 Δεκεμβρίου) έφτιαχναν τους κουραμπιέδες με αλισίβα (στάχτη) και αμύγδαλα, πουγκιά γεμιστά με σουσάμι, «πανιεράκια» (με γέμιση από καρύδια, τα οποία μοιάζουν με μικρές ατομικές τάρτες), μπακλαβά, «κοπεγχάγη», «σβίγγους» και πάστες. Όλα αυτά τα γλυκίσματα προορίζονταν για το καλάθι που ετοίμαζαν για την πεθερά, για το καθιερωμένο «πεσκέσι» (δώρο στην πεθερά ως ένδειξη τιμής και εκτίμησης προς το πρόσωπό της), όπως αναφέρει η λαογράφος Ειρήνη Σεμερτζάκη. Το καλάθι αυτό κάθε αρραβωνιασμένη και παντρεμένη γυναίκα το ετοίμαζε με φροντίδα και το συνόδευε στο σπίτι της πεθεράς της. Εκτός από τα γλυκά, που ήταν όμορφα τακτοποιημένα και διακοσμημένα με ένα κεντητό μαντήλι, σε ένα μεγαλύτερο καλάθι τοποθετούσαν κρέας και άλλα φαγώσιμα.

 

Κως

Οι γιορτές απ’ τα Χριστούγεννα ίσαμε των Φώτων ονομάζονται «δωδεκάμερα». Την παραμονή των Χριστουγέννων στα χωριά της Κω, ζύμωναν σιταρένιο αλεύρι κι έπλαθαν τα «κουλούρια», τις «κουλούρες» (γιορτινά ψωμιά), τα «ξύσματα» (ψωμιά σιταρένια, ζυμωμένα με ξυσμένη μυζήθρα και μυρωδικά) καθώς και τα «αφρένα» ή «εφτάζυμα» (αρωματισμένα ψωμιά, που το προζύμι τους γίνεται με τον αφρό βρασμένων ρεβιθιών και φύλλων δάφνης). Όλα αυτά τα «Χριστόψωμα», όπως αναφέρει ο συγγραφέας Βασίλης Χατζηβασιλείου, τα άλειφαν με κρόκο αυγού και τα πλούμιζαν με το χτένι. Ανήμερα τα Χριστούγεννα στα χωριά της Κω, νέοι και γέροι, γυρίζουν παρέες κι επισκέπτονται όλα τα σπίτια του χωριού, για να πουν τα κάλαντα και να ευχηθούν «τ’ αποχρόνου». Το κέρασμα στις επισκέψεις αυτές, εκτός απ’ τα γλυκίσματα (κουραμπιέδες και μελομακάρονα) είναι το μαύρο κώτικο κρασί και μεζέδες. Τη γαλοπούλα ή το «πασκάτικο», δηλ. το γουρουνόπουλο, συνήθιζαν να τα σφάζουν, σύμφωνα με το έθιμο, την παραμονή της μεγάλης γιορτής. Λεγόταν πασκάτικο, γιατί τα Χριστούγεννα οι αγρότες της Κω ήθελαν να τα ονομάζουν Πάσχα (επειδή έτρωγαν το κρέας μετά από σαράντα μέρες νηστείας) ξεχωρίζοντάς τα απ’ τη Λαμπρή, την ημέρα εορτασμού της Ανάστασης του Χριστού. Οι σαρμουσάδες είναι ένα παραδοσιακό γλυκό της Κεφάλου της Κω, παρόμοιο με τον μπακλαβά. Γίνεται με χειροποίητο φύλλο, και σουσάμι, από όπου και πήρε το όνομά του (μπορούν να χρησιμοποιηθούν επίσης αμύγδαλα και καρύδια), καρυκεύματα (κανέλα, γαρύφαλλα) και το τυλίγουν σε ρολό και αφού το τηγανίσουν το περιχύνουν με σιρόπι από μέλι.

 

Αστυπάλαια

Στην Αστυπάλαια, τα Χριστούγεννα, υπήρχε το έθιμο να κρεμούν το κατωσάγωνο ενός χοίρου στη καπνοδόχο του τζακιού για να γλιτώσουν από τους καλικάντζαρους. Την παραμονή επίσης των Χριστουγέννων, οι νοικοκυρές της Αστυπάλαιας, ζυμώνουν το “ χριστόψωμο” με ένα καρύδι στη μέση για καλή τύχη.

 

Πηγή: zougla.gr




Tα χριστουγεννιάτικα έθιμα των Κυκλάδων- Μακρόχρονες παραδόσεις με φόντο το Αιγαίο

Χριστόψωμα, καλικάντζαροι και κάλαντα στα πανέμορφα Κυκλαδονήσια



Όπως κάθε περιοχή, έτσι και τα Κυκλαδονήσια έχουν τα δικά τους χριστουγεννιάτικα έθιμα –άλλοτε κοινά, άλλοτε διαφορετικά. Όλα όμως βασίζονται στην καλοτυχία του νοικοκυριού, στην υγεία και στις ευχές για μεγάλη σοδειά ή ψαριά.

 

Πρόκειται για έθιμα με ζωή πολλών δεκάδων χρόνων, προερχόμενα από μια εποχή κατά την οποία η οικονομία των νησιών δεν στηριζόταν στον τουρισμό, αλλά στην αγροτική παραγωγή και στην κτηνοτροφία.

 

Οι προκαταλήψεις δεν λείπουν: στις Κυκλάδες, αν πετάξει κοράκι πάνω από το σπιτικό την Πρωτοχρονιά, σημαίνει κακοτυχία· αλλά αν έρθει στην αυλή περιστέρι, τότε αυτός είναι καλός οιωνός. Σε ορισμένα χωριά, όταν οι άνθρωποι πλένουν το πρόσωπό τους το πρωί της Πρωτοχρονιάς, ακουμπούν πάνω του ένα κομμάτι σίδερο, ώστε να έχουν υγεία όλο τον χρόνο. Οι νοικοκυρές ασπρίζουν αυλές και σπίτια και φτιάχνουν τα γιορτινά γλυκά, ενώ οι άντρες φροντίζουν τα απαραίτητα για τα χοιροσφάγια.

 

Στον Τριπόταμο της Τήνου έχουν το έθιμο που λέγεται «Το Τραπέζι της Αδελφότητας»: μια μακρόχρονη παράδοση, που τηρείται ανήμερα των Χριστουγέννων. Σύμφωνα με αυτό, μία από τις οικογένειες αναλαμβάνει κάθε χρόνο να φροντίζει τον ναό του χωριού. Συγκεκριμένα, υπεύθυνος είναι ο αρχηγός της οικογένειας –ο «κάβος», όπως τον ονομάζουν– ο οποίος πρέπει να διατηρεί το καντήλι μπροστά από την εικόνα της Γέννησης του Χριστού αναμμένο όλον τον χρόνο, μα και να φροντίζει για την καθαριότητα της εκκλησίας. Επωμίζεται επίσης τα έξοδα για τη λειτουργία των Χριστουγέννων, των κεριών και μίας μεγάλης λαμπάδας από αυθεντικό κερί. Κάθε Χριστούγεννα οι δουλειές αυτές αναθέτονται σε μια διαφορετική οικογένεια, όμως, πριν γίνει αυτό, ο προς αποχώρηση «κάβος» παραθέτει τραπέζι σπίτι του στους υπόλοιπους άνδρες του χωριού και στον παπά. Εκείνοι θα πρέπει να έχουν μαζί ψωμί, κρασί, καθώς και τα μαχαιροπίρουνά τους τυλιγμένα σε μια πετσέτα. Το γεύμα είναι πλούσιο και συνήθως περιλαμβάνει σούπα από μοσχαράκι, κρεμμυδάτο κοκκινιστό κρέας, κρέας βραστό και ντολμάδες. Το κρασί σερβίρεται σε ορειχάλκινα κύπελλα που τα λένε «τάσια» και είναι δωρεά των κατοίκων του Τριπόταμου: τα χρησιμοποιούν μόνο εκείνη την ημέρα. Αφού τελειώσει το γεύμα, ο παπάς με κάποιους από τους άνδρες φέρνουν από την εκκλησία την εικόνα της Γέννησης του Χριστού στο σπίτι του «κάβου», την ακουμπούν πάνω στο τραπέζι, ανάβουν κεριά και ο παπάς μοιράζει αντίδωρο και ρωτάει ποιος θα είναι ο επόμενος «κάβος». Όταν αποφασίσουν, βγαίνουν δύο δίσκοι για να ενισχύσουν οικονομικά τόσο τον διάδοχο, όσο και τον παπά. Στη συνέχεια επιστρέφουν την εικόνα στον ναό ψάλλοντας χριστουγεννιάτικους ύμνους. Παρότι η φροντίδα της εκκλησίας και των λοιπών ευθυνών περνάνε στον νέο «κάβο», ο παλιός έχει την υποχρέωση να διατηρεί το καντήλι της εικόνας αναμμένο μέχρι το τέλος του χρόνου.

 

Στη Νάξο, οι προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα ξεκινάνε από το άσπρισμα της αυλής και της οικίας. Οι νοικοκυρές αναλαμβάνουν να είναι το σπίτι καθαρό μέσα-έξω, ενώ οι άντρες ξεκινούν την προετοιμασία για τα χοιροσφάγια. Στη συνέχεια έφτιαχναν φυσικά τα διάφορα παραδοσιακά γλυκίσματα, αλλά και τα χριστόψωμα, τα οποία στόλιζαν με έναν μεγάλο σταυρό από ζυμάρι, ξηρούς καρπούς και διάφορα σχέδια λουλουδιών και ζώων. Δεν ζύμωναν όμως μόνο για το σπίτι, μα και για τα ζώα, καθώς έπρεπε κι αυτά να έχουν υγεία και δύναμη, όπως τα αφεντικά τους. Για το χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο τραπέζι μαγείρευαν αρνάκι γεμιστό με χόρτα και ρύζι: η γαλοπούλα είναι έθιμο μεταγενέστερο και εισαγόμενο.

Άλλο ένα βασικό έθιμο της Νάξου είναι το «χριστοκούτσουρο». Ένα μεγάλο ξύλο, που καίει στο τζάκι για 12 ημέρες –κατόπιν σκορπίζουν τη στάχτη του σε φυτά και ζώα, για ευλογία. Αυτή είναι η μία πλευρά του εθίμου. Η άλλη λέει πως έπρεπε να καίει όλες τις ημέρες, ώστε να μη μπορούν οι καλικάντζαροι να μπουν στα σπίτια από την καμινάδα. Για τον ίδιο λόγο, επίσης, πέταγαν και χοντρό αλάτι στη φωτιά, για να κάνει θόρυβο και να τους διώξει μακριά. Στο χωριό Γλινάδο, πάλι, έχουν το «πάντρεμα» της φωτιάς: τοποθετούν σταυρωτά δύο ξύλα στη φωτιά, ώστε να είναι το ζευγάρι ευτυχισμένο και δεμένο σαν κι εκείνα. Επιπλέον, ενώ τα κάλαντα στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι λίγο-πολύ τα ίδια, στη Νάξο ήταν δίστιχα (τα λεγόμενα «κοτσάκια»), έμοιαζαν με μαντινάδες και είχαν περιπαιχτικό χαρακτήρα. Τα τραγουδούσαν συνοδεία μουσικών οργάνων.

 

Στη Σύρο τα κάλαντα είναι ένα από τα πιο γνωστά έθιμα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μικροί και μεγάλοι ντυμένοι με παραδοσιακές στολές –το Λύκειο Ελληνίδων, συνήθως– τα ψάλλουν κρατώντας ένα στολισμένο καράβι, το οποίο συμβολίζει την καινούρια ζωή των ανθρώπων μετά τη γέννηση του Χριστού. Την παραμονή των Θεοφανίων λένε ξανά τα κάλαντα, αλλά αυτή τη φορά κρατώντας στα χέρια τους φαναράκια φτιαγμένα από πορτοκάλια.

 

Η Μύκονος δεν θα μπορούσε να μην έχει τις δικές της παραδόσεις. Τις ημέρες πριν τα Χριστούγεννα οι νοικοκυρές φτιάχνουν τα παραδοσιακά γλυκά όπως τους κλασικούς κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, τα φοινίκια (που μοιάζουν αρκετά με τα μελομακάρονα), αλλά και τα χριστόψωμα, δύο στον αριθμό: ένα για το σπίτι κι ένα για τα ζώα, ώστε να υπάρχει υγεία και αφθονία. Στις γιορτινές συνταγές περιλαμβάνεται και το χοιρινό λαρδί με χόρτα ή λάχανο (που επίσης συμβολίζει την αφθονία), το ψητό κρέας στο φούρνο, η κρεμμυδόπιτα με ντόπια τυροβολιά και η μελόπιτα με τυροβολιά, μέλι και κανέλα. Στις 27 Δεκεμβρίου, του Αγίου Στεφάνου, κάνουν κι ένα μεγάλο πανηγύρι, ενώ την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ψάλλουν στους δρόμους της Χώρας τα μυκονιάτικα και τα δηλιανά κάλαντα. Των Φώτων, πάλι, στήνουν χορούς με βιολιά και τσαμπούνες –τα λεγόμενα «μπαλόσια», που έχουν βενετσιάνικη καταγωγή. Τα χοιροσφάγια ήταν κι εδώ ένα από τα μεγάλα έθιμα, περιλαμβάνοντας τραπεζώματα, τραγούδια και χορούς.

 

Παραδοσιακά, στην Πάρο τα κάλαντα ψάλλονται το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και ανήμερα το πρωί, μετά τη λειτουργία. Και εδώ, όπως και σε άλλες περιοχές, οι νοικοκυρές φτιάχνουν το χριστόψωμο το οποίο σταύρωνε, έκοβε και μοίραζε ο σπιτονοικοκύρης τα Χριστούγεννα. Των Θεοφανίων έφτιαχναν το Σταυρόψωμο, με έναν ζυμαρένιο σταυρό με καρύδι στη μέση. Αυτό το ευλογούσε ο παπάς που περνούσε από το σπίτι, διαφορετικά ο νοικοκύρης το ράντιζε με αγιασμό, το σταύρωνε και μοίραζε έπειτα τα κομμάτια, κρατώντας το πρώτο για τα ζώα. Στα Θεοφάνια, επίσης, οι άνδρες παρακολουθούσαν τη λειτουργία στην ανδρική Μονή της Λογγοβάρδας (ξεκινά στις δύο τα ξημερώματα), ενώ οι γυναίκες πήγαιναν στην αντίστοιχη τελετή του Ιερού Ναού του Ταξιάρχη. Με τον αγιασμό που λάμβαναν, οι γεωργοί ράντιζαν τα ζώα, το σπίτι, τα χωράφια και τα πηγάδια.

 

Στη Σίφνο, τα παραδοσιακά κάλαντα δεν μοιάζουν πολύ με εκείνα που ξέρουμε ή έχουμε συνηθίσει. Είναι κυρίως αυτοσχέδια τραγούδια στην τοπική διάλεκτο, τα οποία ψάλλονται από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Το περιεχόμενο των τραγουδιών αυτών αφηγείται συναισθήματα και σχολιάζει σκωπτικά πρόσωπα και καταστάσεις. Από πλευράς φαγητού, το χριστουγεννιάτικο τραπέζι έχει χοιρινό κρέας παστό ή στον φούρνο και χριστόψωμα αρωματισμένα με γλυκάνισο.

 

Στη Σέριφο ανήμερα των Χριστουγέννων στήνεται το πανηγύρι του Χριστού, αυτό όμως που κάνει τη διαφορά είναι τα παραδοσιακά κάλαντα. Τα ψάλλουν οι άντρες του νησιού το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, καθώς κατευθύνονται στο σπίτι του παπά για του δώσουν φιλοδώρημα.

 

Στη Σαντορίνη από το γιορτινό τραπέζι δεν λείπει η φάβα, τα κουκιά, αλλά και οι τοματοκεφτέδες, οι οποίοι παρασκευάζονται από τα χαρακτηριστικά ντοματάκια του νησιού. Η παράδοση θέλει επίσης οι μαθητές του σχολείου να δίνουν ένα χρηματικό ποσό στον δάσκαλο –τη λεγόμενη Καληχέρα– και να του λένε τα κάλαντα.

 

Στην Κύθνο το χριστόψωμο ζυμώνεται με γλυκάνισο και μαστίχα, ενώ στην Κίμωλο η παράδοση θέλει ξεροτήγανα ή δίπλες με μέλι και κανέλα. Στην Αντίπαρο, πάλι, την Πρωτοχρονιά ψήνουν κουλουράκια με μαστίχα.

 

Στην Άνδρο τα έθιμα ξεκινούν από τις 6 Δεκεμβρίου που γιορτάζει ο Άγιος Νικόλαος, προστάτης των ναυτικών. Οι προετοιμασίες περιλαμβάνουν άσπρισμα της αυλής και του σπιτιού και συγκέντρωση των απαιτούμενων υλικών από τα οποία θα φτιαχτούν τα γλυκά των ημερών. Πρώτοι και καλύτεροι οι κουραμπιέδες με ανθόνερο και μπόλικο αμύγδαλο, που πρέπει να κρατήσουν μέχρι την Πρωτοχρονιά. Μετά έχουν σειρά τα φοινίκια ή τα μελομακάρονα κι έπειτα το παστέλι, που το τρώνε την Πρωτοχρονιά για να είναι ο χρόνος γλυκός και με αφθονία.

 

Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, στην Αμοργό φτιάχνουν το λεγόμενο «κοφτό»: ένα μείγμα από σιτάρι, το οποίο βράζουν με νερό, κρεμμύδι, τυρί και λάδι, ώστε να πάει καλά η σοδειά. Επίσης σπάνε ρόδι στην πόρτα του σπιτιού για καλή τύχη.

 

Κάθε Χριστούγεννα στην Ανάφη οι γυναίκες του σπιτιού φτιάχνουν το γλυκό του κουταλιού «κουφέτο», με ασπρισμένα αμύγδαλα και κομμάτια γλυκιάς κολοκύθας που βράζουν μέσα σε μέλι. Την Πρωτοχρονιά το ψωμί του γιορτινού τραπεζιού είναι ξεχωριστό καθώς ζυμώνουν το «ζαφοριστό», προσθέτοντάς του κρόκο (ζαφορά), που του δίνει όμορφο κίτρινο χρώμα και ιδιαίτερη γεύση. Παραδοσιακά το ψήνουν στον ξυλόφουρνο.

 

Πηγή: travel.gr






Ο Λευκαδίτικος Γάμος – Τα προξενιά και το ληγατοχάρτι

 

                                    Προικοσύμφωνο 1957. Πηγή: aromalefkadas.gr


Η «νόμιμη» ηλικία για παντρειά στα χωριά και στην πόλη είναι η ηλικία των 18-25 χρόνων. Και, βέβαια, το στοιχείο αυτό δεν είναι καθόλου σταθερό. Εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Γενικά οι νέοι παντρεύονται μικροί, στα χωριά ιδίως. Εφαρμόζουν την παροιμία: «Ή μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου». Οι γυναίκες παντρεύονται πιο μικρές ακόμα. «Άμα ανοίξει η τύχη τους», δεν κάνουν πίσω. Τα παλιότερα, μάλιστα, και πιο δυστυχισμένα χρόνια παντρεύονταν σε πιο μικρότερη ηλικία. Τα κορίτσια δούλευαν σκληρά και βασανιστικά για να στηρίξουν την οικονομία του σπιτιού.

 

Οπωσδήποτε η παντρειά δεν είναι μικρό πράγμα, ιδιαίτερα για τους άντρες που αναλαμβάνουν μεγάλες υποχρεώσεις. «Άσκεφτες παντρειές», σου λένε, δεν προκόβουν. Σαν όριο παντρειάς για τους άντρες βάνουν την απόλυσή τους από το στρατό. Γύρισε το παιδί από το στρατό, γνώρισε και άλλον κόσμο, σοβαρεύτηκε, ωρίμασε. Εκείνοι που προξενεύονται πριν πάνε στο στρατό, θεωρούνται βιαστικοί και επιπόλαιοι. ‘Όσοι όμως έχουν «αδύνατα μέρη», δηλ. αδερφές ανύπαντρες, δεν επιτρέπεται να προηγηθούν. Θα «τις βγάλουν» πρώτα αυτές κι ύστερα θα πάρουν σειρά. Κι αν αποτολμήσουν να ξεστομίσουν κάτι τέτοιο, εκτός από την άρνηση των γονιών θα ‘χουν και τη γενική κατακραυγή. Για τις κοπέλες δεν είναι το ίδιο. Αυτές πρέπει να παντρεύονται ενωρίς, για να ελευθερώσουν και τα αρσενικά, αλλά και γιατί, όσο ξεμένουν, τόσο δυσκολεύουν τα πράγματα.

 

Συνήθως, όμως, οι γονείς παίρνουν την πρωτοβουλία να παντρέψουν το παιδί τους. Και σε κατ’ ιδίαν συνεννοήσεις καταλήγουν σε μια απόφαση, την οποία και ανακοινώνουν στο παιδί τους. Αφού τα κανονίσουν μεταξύ τους, ο πατέρας θα το ανακοινώσει και στ’ άλλα μέλη της οικογένειας κι αφού πάρουν και τη δική τους γνώμη για την κοπέλα, τότε προχωρούν σε προξενιά και στέλνουν προξενητή. Σ’ ένα δημοτικό τραγούδι που καταγράψαμε στην Απόλπαινα, βλέπομε σχετικά:

 

Σ’ όσες χαρές περπάτησα, γάμους και πανηγύρια,
σαν το κορίτσι πού ‘είδα εγώ σ’ αυτό το πανηγύρι,
αλλού δεν το’ ειδα κι έλειωσα ο έρμος σα λαμπάδα.
Σαν το’ειδες, γιεμ’, και σ’ άρεσε, στείλε προξενητάδες.
Στείλε τον Αι-Θόδωρο, τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Κι αν σ’ αρνηθούν την προξενιά, πήγαινε μοναχός σου.

 

Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι όλα αυτά τα συζητούν με πολλή περίσκεψη και προσοχή: Λαμβάνουν υπόψη τους το χαρακτήρα της μέλλουσας νύφης, την οικονομική της κατάσταση, το σόι της, που πρέπει να ‘χει καλό όνομα για να συμπεθεριάσουν -και βέβαια την εξωτερική εμφάνιση και ηλικία της νέας, γιατί χρειάζεται σ’ όλα να ταιριάζουν.

 

Ο προξενητής ή η προξενήτρα πρέπει να είναι πρόσωπο ευυπόληπτο, σοβαρό και εχέμυθο. Προτιμούν πάντως τους ηλικιωμένους. Η ημέρα που θα ανακοινώσει τη συμπεθεριά στους γονείς της νέας δεν έχει σημασία. Προσέχουν όμως να ‘ναι Κυριακή, για να βρίσκονται όλοι στο σπίτι και να ‘χουν και χρόνο να το συζητήσουν καλύτερα. Αν ο προξενητής πάει σε ξένο χωριό, μακρινό, φτάνει εκεί από το βράδυ το Σάββατο και την Κυριακή, μετά την εκκλησία, κάνει την επίσκεψή του. Συνήθως ο προξενητής «βάνει το χέρι στη συνείδησή του» και δεν προσπαθεί να επηρεάσει κανέναν.

 

Σε πολλά χωριά η υποδοχή του προξενητή στο σπίτι του γαμπρού, αν φέρει καλές ειδήσεις, παίρνει πανηγυρικό χαρακτήρα, ιδίως αν έρθει από ξένο χωριό. Πρώτα του φκιάνουν καφέ, αλλά εκείνος, κατά το έθιμο, τον αρνείται, λέγοντας: «καφέ έπια απ’ τα χρυσόχερα της νύφης με διπλό παξιμάδι», γιατί πράγματι η νέα μετά το σώσιμο της συμπεθεριάς, δίνει στον προξενητή δύο παξιμάδια: το ένα να το βουτήξει στον καφέ του και το άλλο να το δώσει στο γαμπρό, σαν απόδειξη της συγκατάθεσης και της αγάπης της.

 

Πάντως, σύμφωνα με τα έθιμα του τόπου, η προξενήτρα στο σπίτι που πάει παίρνει γλυκό και όχι καφέ, για να μη γευτεί την πίκρα του σε περίπτωση άρνησης. Αν όμως της πουν ναι, τότε παίρνει και καφέ με παξιμάδι. Φεύγοντας, αν δεν πάρει απάντηση, φτύνει μέσα στις παλάμες της ή στον τοίχο, λέγοντας: «‘Όπως κολλάει το σάλιο μου, έτσι να κολλήσει και να στεριώσει και το προξενιό που κάνω…».

 

Από τη στιγμή που τα «σώνουν», οι δύο οικογένειες συμπεθεριάζουν και προσφωνούνται αμοιβαία συμπεθεριά. Ο προξενητής ή η προξενήτρα το καυχιέται, που τα «τέλειωσε». ‘Έχει όμως παράλληλα και τα τυχερά της. Όχι βέβαια φανερά… πλερωμή: Δώρα όμως αρκετά, ανάλογα με, την οικονομική κατάσταση του γαμπρού και τη δική της. Η πεθερά της νύφης θα τη φιλέψει σε είδος: Λάδι, φακή, πατάτες κ.λπ. Επίσης η μάνα της νύφης και η ίδια η νύφη κάτι θα της δώσουν κι αυτές. Πολλές φορές μάλιστα η νύφη, αν είναι και ευχαριστημένη, τη φιλεύει και κρυφά.

 

Και φυσικά την προξενήτρα την καλούσαν και στο γάμο. Κατά τη διάρκεια δε της νυφικής πομπής για την εκκλησία, πήγαινε δίπλα στους πιο στενούς συγγενείς. Σε μερικά χωριά συνηθίζουν η πρόταση γάμου από το σπίτι του γαμπρού να μη γίνεται κατευθείαν στους γονείς του κοριτσιού, αλλά σε ένα στενό συγγενή της, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, οπότε και οι διαδικασίες, που αναφέραμε είναι διαφορετικές και ανάλογες. Τον ίδιο δρόμο ακολουθούν και όταν η προξενιά στέλνεται από το σπίτι της νύφης. Πάντως και στις δύο περιπτώσεις η συμφωνία κλείνει, αφού τακτοποιηθούν τα σχετικά με την προίκα: ο γαμπρός θα πει τι ζητάει και η νύφη τι δίνει. Καθαρά πράγματα. Σε σπάνιες μόνον περιπτώσεις οι συγγενείς του γαμπρού δε διατυπώνουν απαιτήσεις. Ό,τι έχει η κοπέλα, λένε. Την παίρνουν και με το πουκάμισο, που λέει ο λόγος. Φυσικά δε λείπουν και τα παζαρέματα. Γι’ αυτό πολλά προξενιά δεν τελειώνουν σύντομα. Συζητούνται και ξανασυζητούνται. Κι όταν μάλιστα υπάρχουν και κρυφές αγάπες στη μέση κι όταν ο γαμπρός είναι εύπορος και η νύφη φτωχιά, και τ’ αντίθετο, τότε «γελάει το χωριό, γελάει ο κόσμος» για τις παρατεταμένες μικροπρεπείς συμφωνίες και αντισυμφωνίες.

 

Οπωσδήποτε, μετά την ευόδωση των διαπραγματεύσεων, και αφού «δώσουν λόγο», κανονίζουν -οι λογοδομένοι πια- πότε θα πάνε το ληγατοχάρτι ή χαρτί, όπως λένε επικρατέστερα το προικοσύμφωνο.

 

Ληγάτο λένε το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας, που δίνουν ως προίκα στη νύφη και ληγατοχάρτι το έγγραφο, που περιέχει αναλυτικά όλα τα στοιχεία της προίκας. Το χαρτί το πηγαίνουν στο σπίτι του γαμπρού οχτώ μέρες μετά το δόσιμο του λόγου. Την ορισμένη μέρα ξεκινά το συμπεθεριακό, αποτελούμενο από πρόσωπα συγγενικά της νύφης, σε ζυγό αριθμό πάντα —δύο, τέσσερα, έξι— και πάει στο σπίτι του γαμπρού. Από τη συνοδεία λείπει ο πατέρας της νύφης, καθώς και η ίδια. Δεν επιτρέπεται να πάνε.

 

Επικεφαλής των συμπεθέρων είναι ο μεγαλύτερος αδελφός ή η μάνα της νύφης, και μαζί τους ένας πρωτοξάδελφος. Τα παλιότερα τα χρόνια -τώρα δε γίνεται- μόλις ξεκινούσαν έριχναν και μερικές τουφεκιές στον αέρα, τις οποίες ακούοντας ο γαμπρός ή κι ο πατέρας του τις ανταπέδιδαν στο πολλαπλάσιο. Μαζί τους είχαν και τον προξενητή, αν απ’ αυτούς στάλθηκε η προξενιά. Στο σπίτι του γαμπρού είναι συγκεντρωμένοι και περιμένουν και λιγοστοί συγγενείς του, προσκαλεσμένοι κι αυτοί, για ν’ ακούσουν το χαρτί. Μπορεί μάλιστα να ‘ρθουν κι από μακριά οι συγγενείς με τα αλογομούλαρα και τα καλούδια τους.

Μόλις φτάσουν οι συμπεθέροι, χωρίς άργητα και πολλές διαδικασίες, μαζεύονται όλοι στο μεγάλο δωμάτιο του σπιτιού, Το πόρτιγο, ή κάποτε και στην κουζίνα, κι εκεί ο αδελφός ή η μάνα της νύφης δίνει με επισημότητα το χαρτί στο γαμπρό να το διαβάσει εις επήκοον όλων. Αν εκείνος -πες- δεν ξέρει γράμματα, το διαβάζει κάποιος από τους δικούς του, Πράγμα που είχαν προβλέψει και ρυθμίσει από πριν. Αν το περιεχόμενο του προικοσυμφώνου ήταν σύμφωνα με την προφορική τους συμφωνία, τότε τελείωνε η συμπεθεριά, άρχιζαν απανωτές ευχές: «να ‘ναι καλορίζικοι» -«καλοφούρτουνοι»- «και στων αλλωνών σας των παιδιώνε» κ.λπ. και επακολουθούσαν τα κεράσματα. Γιατί, βέβαια, ποτέ δεν κερνάνε τους συμπεθέρους, αν δε διαβαστεί το ληγατοχάρτι. Παλιότερα –λένε- μετά το διάβασμα του προικοσυμφώνου έπεφταν πολλές τουφεκιές απ’ τους συμπέθερους. Ύστερα από τα σχετικά κεράσματα επακολουθούσε τραπέζι και ολονύκτιο γλέντι με χορούς και τραγούδια.

 

Τα ληγατοχάρτια συντάσσονται κανονικά από άνθρωπο του σπιτιού ή, έστω, ένα στενό συγγενή της εμπιστοσύνης τους, για λογαριασμό των γονέων, του ενός ή και των δύο, ή του προστάτη αδελφού. Αν οι σπιτικοί δεν ήξεραν και καλά, ή καθόλου, γράμματα, τότε καταφεύγανε σε παπάδες ή ιερομονάχους, πράγμα που σημειωνόταν στο τέλος του προικοσυμφώνου, το οποίο επίσης προσυπέγραφαν και δυο-τρεις μάρτυρες . Σε μερικές περιπτώσεις δεν υπάρχουν μάρτυρες. Κάποτε λείπει και η υπογραφή του συντάκτη. Σε νεότερα προικοσύμφωνα βλέπει κανείς μόνο την υπογραφή του πατέρα ή του αδελφού της νύφης, ή εκείνου που προικοδοτεί την κοπέλα.

 

Στους συμβολαιογράφους δεν καταφεύγανε και πολύ συχνά, ιδιαίτερα οι φτωχοί. Σ’ αυτούς κυρίως πήγαιναν όσοι έδιναν μεγάλη –σχετικά- προίκα. Τα προικοσύμφωνα οι νοτάριοι τα χαρακτήριζαν μάλιστα ως γαμικά συμβόλαια. Όλα τα προικοσύμφωνα αρχίζουν με την επίκληση της Θείας δυνάμεως και τελειώνουν με την ευχή των γονέων: «Ταύτα πάντα και την ευκήν μας».

 

Τέλος, σημειώνομε πως τα ληγατοχάρτια τα διάβαζαν, παλιότερα, τρεις Κυριακές αράδα στην εκκλησία του χωριού, σημειώνοντας το «εις ακρόασιν εις την εκκλησίαν», πράγμα που σήμερα δε συνηθίζεται.

 

Είναι περιττό να τονιστεί η σημαντική αξία, για έναν τόπο, των προικοσυμφώνων από τα οποία βγάζει κανείς συμπεράσματα χρήσιμα για την οικονομική και κοινωνική, ως ένα βαθμό, κατάσταση των ανθρώπων στη συγκεκριμένη εποχή. Ακόμα πληροφορείται για την οικιακή οικονομία, την ενδυμασία, την κτηματική ορολογία κ.λπ. Σαν λαϊκά κείμενα αποτελούν, επιπλέον, αλάθητο δείγμα γλωσσικού ιδιώματος και ύφους και είναι, κατά κανόνα, ασύνταχτα και ανορθόγραφα.

 

Το πρωί της επόμενης ημέρας, μετά το ολονύκτιο γλέντι, σαν θα φύγουν οι συγγενείς της νύφης, παίρνουν μαζί τους γλυκίσματα, μύγδαλα, καρύδια, παξιμάδια, φιλέματα των συμπεθέρων, τυλιγμένα σ’ ένα μαντίλι του κεφαλιού, που το ‘χει αγοράσει ο γαμπρός ως δώρο για τη νύφη. Η νύφη που το περιμένει ανυπόμονα, θα το πάρει στα χέρια της και θα το φορεί συνέχεια και επιδεικτικά ως το πρώτο σημάδι επισημοποίησης του συνοικεσίου. Τότε λένε όλοι στο χωριό πως «της πήγαν το μαντίλι». Συνήθως το μαντίλι αυτό είναι κόκκινο μεταξωτό ή μάλλινο, και το λένε μπέρτα. Μαζί με το μαντίλι στα περισσότερα χωριά του νησιού πηγαίνουν και το δαχτυλίδι.

 

Αν το δαχτυλίδι δεν το πάνε με το μαντίλι, τότε «το πηγαίνει» την επόμενη Κυριακή ο πατέρας του γαμπρού, με συνοδεία κι αυτός, και το βάνει στο δάχτυλο της νύφης ή ο ίδιος ή ο αδελφός της νύφης, αν έχει. Τότε κανονίζουν και το πότε θα γίνουν τ’ αρραβωνιάσματα.

 

«Ο Λευκαδίτικος Γάμος»: Πανταζή Κοντομίχη, Εκδόσεις Γρηγόρη. Αθήνα 1999. ISBN: 960-333-209-7

Πρώτη Δημοσίευση: aromalefkadas.gr

 

Πηγή: karya.gr 









Η νηστεία των Χριστουγέννων: Τι τρώμε τη Μικρή Σαρακοστή

 


Η σημαντικότερη και αυστηρότερη νηστεία ολόκληρου του ορθόδοξου χριστιανικού εορτολογίου είναι η Μεγάλη Σαρακοστή ή σκέτη Σαρακοστή, που ξεκινά από την Καθαρά Δευτέρα και λήγει το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Πολλές μικρότερες περίοδοι νηστείας είναι σκορπισμένες στη διάρκεια του χρόνου και όλες θεσπίστηκαν, επίσημα, με σκοπό την προετοιμασία των πιστών για την έλευση μιας μεγάλης θρησκευτικής γιορτής.

 

Οι νηστείες δεν είναι χαρακτηριστικό της χριστιανικής πίστης. Νηστείες τηρούνταν και στην αρχαιότητα με ωμοφαγία, ξηροφαγία (τροφές χωρίς κρασί και λάδι) ή πλήρη αποχή από την τροφή, μόνο που τότε οι νηστείες δεν αφορούσαν τους πιστούς αλλά τους ιερείς. Με τη σταδιακή μετάβαση από το Δωδεκάθεο στον Χριστιανισμό, οι Έλληνες ήταν ήδη αρκετά εξοικειωμένοι με την έννοια της νηστείας.

 

Μια τέτοια προπαρασκευαστική νηστεία είναι η τελευταία του έτους, γνωστή ως Σαραντάμερο ή Σαρανταήμερο ή Μικρή Σαρακοστή. Λιγότερο αυστηρή από τη Μεγάλη Σαρακοστή αλλά με εξίσου σημαντικά έθιμα και συνήθειες.

 

Ο άγιος Φίλιππος, ο γεωργικός άγιος

Η νηστεία του Σαρανταήμερου ξεκινά από τις 15 Νοεμβρίου και λήγει την Παραμονή των Χριστουγέννων, στις 24 Δεκεμβρίου. Η προηγούμενη ημέρα, η 14η Νοεμβρίου, γιορτή του γεωργικού αγίου Φιλίππου, λέγεται και Μικρή Αποκριά και είναι η τελευταία ημέρα που επιτρέπεται η κατανάλωση κρέατος. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Φίλιππος, φτωχός γεωργός, απόκρευε εκείνη την ημέρα στο χωράφι του: «ο φτωχός ο Φίλιππος όλη μέρα δούλευε και το βράδυ απόκρευε», λέει η χρονογεωργική παροιμία. Το βράδυ που γύρισε κουρασμένος σπίτι του, έδεσε τα βόδια του στο παχνί κι έκατσε να φάει, μα η γυναίκα του, λυπημένη, του είπε πως οι συγχωριανοί του είναι τόσο φτωχοί που δεν έχουν κρέας απόψε στο τραπέζι κι αύριο αρχίζει η νηστεία των Χριστουγέννων (χαριτωμένο πρωθύστερο που καμία σημασία δεν είχε για τους απλούς πιστούς). Αμέσως ο Φίλιππος σηκώνεται, πάει στο παχνί, σφάζει το καλό του βόδι, το λιανίζει και το μοιράζει στους χωριανούς για να αποκρέψουν καταπώς πρέπει. Έφαγε κι ο ίδιος κι έπεσε να κοιμηθεί μα την άλλη μέρα σηκώνεται και τι να δει! Στο παχνί βρίσκει ολοζώντανο και γερό το βόδι που έσφαξε το προηγούμενο βράδυ. Θαύμα! Ο Θεός τον αντάμειψε για την καλοσύνη, τη γενναιοδωρία και για την αλληλεγγύη του (και όχι την «κάθετη» φιλανθρωπία του), απέναντι στους φτωχούς, όπως ο ίδιος, συγχωριανούς του.

Παρά τις παραλλαγές του μύθου, το κοινό τους σημείο είναι η γεωργική ιδιότητα του Φιλίππου που με την πράξη του (να κάνει χωράφι τέτοια μέρα), δίνεται μια δικαιολογία στους αγρότες-ζευγάδες που παλιά, πιεσμένοι από τον χρόνο και τις ανωμαλίες του καιρού, αντί να αργούν και να αποκρεύουν σπίτι τους, δουλεύουν στα χωράφια για την επείγουσα σπορά.

 

Η νηστεία της Μικρής Σαρακοστής

Το Σαρανταήμερο σηματοδοτεί την, για τα καλά, έλευση του χειμώνα με τις μακριές νύχτες και τα μεγάλα κρύα του. Το διάστημα αυτό παραδοσιακά οι πιστοί αποκρεύουν, αποφεύγουν δηλαδή το κρέας, τα αυγά και τα γαλακτοκομικά αλλά η Εκκλησία έχει θεσπίσει ένα αρκετά πολύπλοκο πρόγραμμα διατροφής: τις πρώτες 33 ημέρες (όσες και τα χρόνια του Χριστού), μέχρι δηλαδή τις 17 Δεκεμβρίου, επιτρέπεται το ψάρι εκτός από Τετάρτες και Παρασκευές αλλά και στις 21 Νοεμβρίου, στα Εισόδια της Παναγίας. Από τις 18 μέχρι την Παραμονή των Χριστουγέννων καταλύεται ο οίνος και το λάδι, εκτός από Τετάρτη και Παρασκευή.

Σημασία δεν έχει τόσο αυτό το σχετικά αυστηρό πρόγραμμα όσο το γεγονός ότι το Σαρανταήμερο είναι η περίοδος που ξεκινά ο βαρύς χειμώνας με τα μεγάλα κρύα και τις ατέλειωτες νύχτες του: «του Σαραντάμερου η μέρα καλημέρα-καλησπέρα», λένε για την πικρή διαπίστωση του πόσο έχει μεγαλώσει πια η νύχτα.

 

Είναι μια μελαγχολική εποχή πένθους όπου αναθυμόμαστε τους νεκρούς μας και γίνονται τα Σαρανταλείτουργα ή Σαραντάρια, για τη μνημόνευση από τους παπάδες των ονομάτων των νεκρών κάθε οικογένειας, η οποία προσφέρει στην εκκλησία λειτουργιά (πρόσφορο), κρασί, λιβάνι και κεριά. Παλαιότερα, τα Σαρανταλείτουργα γίνονταν και στα μικρά αναρίθμητα ξωκκλήσια της υπαίθρου, όχι μόνο για τη μνημόνευση των νεκρών αλλά και για να μην ξεχνιούνται οι άγιοι σε αυτά τα απομακρυσμένα και μοναχικά εκκλησάκια που δεν λειτουργιούνται ποτέ παρά μόνο αυτές τις μέρες της μικρής Σαρακοστής.

 

Πολυσπόρια, βαρβάρα και κόλλυβα για τα ζωντανά

Πλήθος οι γιορτές στη διάρκεια του Σαρανταήμερου, όλες συνδεδεμένες με διατροφικές συνήθειες και κανόνες. Στα Εισόδια της Παναγίας (Παναγιάς Πολυσπορίτισσας ή Μεσοσπορίτισσας) στις 21 Νοεμβρίου μαγειρεύουν πολυσπόρια (ανάμνηση της αρχαιοελληνικής «πανσπερμίας» προς τιμή της θεάς των δημητριακών Δήμητρας αλλά και των θεών των νεκρών). Όσπρια και δημητριακά συμμαγειρεύονται σε πιάτα αλμυρά ή γλυκά και καταναλώνονται και προσφέρονται με την ευχή για αφθονία καρπών. Είναι μία από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις όπου παραμένει ολοζώντανη μια συνήθεια στη διάρκεια αλλαγής θρησκείας, από την αρχαιοελληνική στη χριστιανική, αλώβητη και πανίσχυρη.

 

Ακολουθεί η γιορτή του αγίου Αντρέα όπου «αντρειώνει» το κρύο αλλά και αντειεύουν τα σπαρτά, δηλαδή μεγαλώνουν. Από τις 4 μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου έρχονται τα Νικολοβάρβαρα, μια τριπλή γιορτή (αγίας Βαρβάρας, αγίου Σάββα και αγίου Νικολάου), με την παρετυμολογική ερμηνεία των ονομάτων τους: το κρύο «της Αγιαβαρβάρας βαρβαρώνει, του Αη Σάββα σαβανώνει, τ’ Αη Νικόλα παραχώνει». Η αγία Βαρβάρα πιστεύεται ότι προστάτευε τα παιδιά από την ευλογιά η οποία, πριν την εποχή των εμβολίων, άφηνε φρικτά σημάδια στα πρόσωπά τους, τα άφηνε «βλογιοκομμένα» και, για χάρη της αγίας, εκείνη την ημέρα μαγειρεύουν -ακόμη και σήμερα- τη βαρβάρα ή ασουρέ, ένα νόστιμο κολυβοζούμι με καρύδια, ρόδια, σουσάμι και αμύγδαλα. Φτιάχνουν όμως και μελόπιτα, μια απλή αλευρόπιτα που όταν βγει από τον φούρνο την περιχύνουν με μέλι με το οποίο κάνουν κι ένα σταυρό πάνω από την εξώπορτα του σπιτιού. Ανάλογα σημαντική είναι και η γιορτή του αγίου Σπυρίδωνα στις 12 Δεκεμβρίου που, παρετυμολογικά πάντα, θεωρείται ότι προστατεύει από τα σπυριά και την πανώλη, αλλά παράλληλα είναι και προστάτης της σποράς.

 

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, στις 18 Δεκεμβρίου, γιορτάζει ο μικρός αλλά σημαντικός για τους γεωργούς, άγιος Μόδεστος, προστάτης των καματερών και «άγιος των βοδιών», ζώα τόσο ζωτικής σημασίας άλλοτε για τις γεωργικές εργασίες και την επιβίωση της αγροτικής οικογένειας. Εκείνη την ημέρα μάλιστα τα τάιζαν με κόλλυβα και τους έδιναν να πιουν αγιασμό τον οποίο ράντιζαν και στα χωράφια για προστασία από ασθένειες, ακρίδες, κακοκαιρία και κάθε άλλο κακό.

 

Ξεγελώντας την αυστηρότητα

Οι γυναίκες, που για αναρίθμητους αιώνες συντηρούσαν τα έθιμα και τις παραδόσεις και που ήταν αρμόδιες για την τήρηση των νηστειών στα μαγειρέματά τους, προσάρμοσαν τους διατροφικούς περιορισμούς σε ένα πλουσιότατο σύνολο συνταγών χωρίς κρέας και ζωικά προϊόντα. Έτσι, και με τη νηστεία του Σαρανταήμερου, ετοίμαζαν φαγητά ευθυγραμμισμένα με τις επιταγές της νηστείας, αλλά με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: είναι θρεπτικές και θερμαντικές για να δίνουν δύναμη στην αγροτική οικογένεια που εργάζεται σκληρά αυτό το διάστημα με τις πολλές εργασίες και μάλιστα μέσα στο κρύο, είναι χορταστικές γιατί τα στόματα είναι πάντα πολλά και είναι νόστιμες γιατί οι νηστείες είναι άφθονες και πολυήμερες και δεν είναι δυνατόν να στερηθεί η οικογένεια την ωραία γεύση για τόσο μεγάλα διαστήματα.

 

Ετσι, τα φαγητά της νηστείας είναι ένα ξεγέλασμα απέναντι στη θρησκευτική αυστηρότητα, διανθισμένα με έναν απίθανο πλούτο προϊόντων που δίνουν τρομερή ποικιλία και γεύση στο νηστίσιμο φαγητό. Τούτη η νηστεία του Σαρανταήμερου συμπίπτει με με μια ωραία ποικιλία εποχικών υλικών: Μανιτάρια, όσπρια, φρούτα, ξηροί καρποί, λαχανικά και δημητριακά γίνονται πίτες, ζυμαρικά, σούπες, γιαχνιστά, λαδερά, προσφάγια και σιροπιαστά και ζουμερά γλυκά τρομερής φαντασίας και έμπνευσης, σαν απάντηση στη στέρηση: χορτόπιτες και χορτοτηγανίτες, ζουμερά πολυσπόρια, «πιλάφια» από δημητριακά και ξερά φρούτα, φάβες και οσπριοπουρέδες, κολοκυθόπιτες, χειμωνιάτικες μαγειρειές με λαχανικά και φρούτα μαζί, στιφάδα με ξερά φρούτα, τηγανητά με πυκνές αλευρόσαλτσες, φασουλόρυζα και φακόρυζα, μεζέδες με ξερά σύκα διατηρημένα στο τσίπουρο, τηγανιές με μανιτάρια! Όλα τούτα δεν είναι μια πανέξυπνη απάντηση στις απαγορεύσεις της νηστείας και ένα κλείσιμο του ματιού στις λιγοστές απολαύσεις της άλλοτε σκληρής αγροτικής ζωής;

 

Πηγή: gastronomos.gr

 








Χατιρόπαρμαν, ένα ποντιακό έθιμο που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας

«Θάνατος έν’, αέτσ’ έν’»...

 

 

(Φωτ.-εικ.: Χριστίνα Κωνσταντάκη)

 

Χατιρόπαρμαν λεγόταν η συλλυπητήρια επίσκεψη που γινόταν για την παρηγοριά των οικείων αποθανόντος. Μετά την κηδεία, κατά το απόβραδο και ως αργά το βράδυ ή και την επόμενη ημέρα, όλοι οι κάτοικοι του χωριού –ή και από γειτονικούς οικισμούς– πήγαιναν σε παρέες, ανά δύο και τρεις (αντρόγυνα, φίλες, γειτόνισσες και συγγενείς) στο σπίτι του νεκρού για να δώσουν τα συλλυπητήρια στους οικείους του, να παίρνε το χατίρ’.

 

Όλοι έρχονταν με φαγητά μέσα στο σινί, για να καθίσουν και να συμφάγουν με τους τεθλιμμένους, να μη μείνουν εκείνοι νηστικοί.

 

Έτρωγαν μαζί, και φεύγοντας έλεγαν τους παρηγορητικούς λόγους: ο Θεός να σχωρά ’τον (ο Θεός να τον συγχωρέσει), ’λαφρόν η νύχτα τ’ (ελαφριά η νύχτα του) κτλ.

 

Κάποιοι στενοί συγγενείς ή φίλοι διανυκτέρευαν εκεί, αν το έκριναν απαραίτητο. Κι αν κάποιος δεν μπορούσε να ’ρθει τη βραδιά του πένθους, ερχόταν την άλλη μέρα – ακόμη κι έπειτα από ένα ή και δύο χρόνια. Έλεγαν επίσης θάνατος έν’, αέτσ’ έν’ (θάνατος είναι αυτός, έτσι γίνεται).

 

Το χατιρόπαρμαν εξακολουθεί να γίνεται και τώρα σε ποντιακά χωριά.

 

Χατιρόπαρμαν γινόταν και με την ευκαιρία γάμου. Την Πέμπτη πριν από την Κυριακή του γάμου, ή το αργότερο το απόγευμα του Σαββάτου, πριν αρχίσουν να παίζουν τα μουσικά όργανα, δυο-τρεις στενοί συγγενείς του γαμπρού (ο πατέρας, ο θείος, ο νουνός) πήγαιναν μ’ ένα μπουκάλι ούζο και ρακοπότηρα στο χέρι να πάρουν το χατίρ’ από τους οικείους των νεκρών της χρονιάς.

 

Πήγαιναν σπίτι τους και πίνοντας από ένα ποτήρι ούζο έλεγαν: αιωνία η μνήμη, ή ο Θεός να σχωρά ’τον. Έτσι, έπαιρναν την άδεια των οικείων του νεκρού να παίξουν τα όργανα. Αν δεν γινόταν αυτό, εκείνος που είχε πένθος δεν μπορούσε να πάει στο γάμο ή να στείλει δώρο στο γαμπρό. Και το έθιμο αυτό ακόμη τηρείται.

 

  • Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού / Σάββας Παπαδόπουλος.

 

Πηγή: pontosnews.gr








Από τη λαογραφία του τόπου μας «Τα χοιροσφάγια»

 

Γράφει ο Βασίλης Χατζηβασιλείου

 


 

ΤΑ  ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙΑ

Από τον Οκτώβρη ως τα μέσα του Νοέμβρη συναντούσαμε στην Κω ένα παμπάλαιο έθιμο τα λεγόμενα χοιροσφάγια, την εποχή μάλιστα που ανοίγονται και τα καινούργια κρασιά. Κάθε οικογένεια του νησιού, που είχε  τα «θρεφτά» της, έκανε και τα χοιροσφάγια της. Πελώριοι χοίροι, πολλών κιλών, μεταφέρονταν απ’ τον «χοιρόλακκο» και σφάζονταν τα ξημερώματα συνήθως κάποιας Κυριακής του Οκτώβρη, ενώ τ’ άστρα έλαμπαν ακόμη στον ουρανό. Προσκαλούνταν οι συγγενείς και οι φίλοι της οικογένειας σ’ ένα αληθινό ξεφάντωμα γλεντιού, όπου μετά το σφάξιμο, την αποτρίχωση, το τρίψιμο και το τεμάχισμα του χοίρου ψήνονταν στα κάρβουνα ή τηγανίζονταν οι λιχουδιές, όπως η σπλήνα, το συκώτι, οι μπριζόλες  κ. ά.

 

Ανοίγονταν  τότε τα βαρέλια της νέας σοδειάς και το κώτικο κρασί έρεε άφθονο απλώνοντας παντού το μεθυστικό του άρωμα, ενώ τα παιδιά χαιρόντουσαν να παίζουν με τη «φούσκα» (ουροδόχο κύστη) του χοίρου. Οι νοικοκυρές μάζευαν  τα «σίγλινα» ή τις «μπουκκιές» που καβούρδιζαν κι έβαζαν κατόπιν στα «κουζιά» (μικρά πιθάρια) για την «κουμπάνια» του χειμώνα, μαζί με τα «πουμπάρια» (λουκάνικα), την κάτασπρη  «γλίνα» (χοιρινό λίπος) και άλλα παρασκευάσματα.

 

Τα πόδια, το κεφάλι και το λαιμό του χοίρου, αφού  τα έβραζαν, έριχναν στο ζωμό τους χυμό ξυδιού ή λεμονιού, τ’ άφηναν να πήξουν και είχαν τότε την περίφημη «πηχτή». Οι «πιστικοί» (κτηνοτρόφοι), αν έσφαζαν μαύρο χοίρο, κολλούσαν το «μούτσουνό» του στην πόρτα της μάντρας τους, για να διώχνει, όπως πίστευαν, τον κεραυνό και να προστατεύει τη φαμελιά τους απ’ τη βασκανία.

 

Ωραία τοπικά έθιμα που δυστυχώς ο αδυσώπητος χρόνος δεν δίστασε να τα εξαφανίσει.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο μου  «Ιστορία της Νήσου Κω, Τα Λαογραφικά της Κω», Έκδοση Δήμου Κω 1990, σ.675

ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

Πηγή: aegeanews.gr






Έθιμα του γάμου στον Πόντο: Το ξούρισμα του γαμπρού και του κουμπάρου

 



Μερικά από τα έθιμα του γάμου στον Πόντο σχετικά με το ξύρισμα του γαμπρού και του κουμπάρου, είναι τα παρακάτω:

Την Κυριακή ο γαμπρός καθισμένος επάνω σ' ένα σκαμνί, που το λέγανε «γαμπροσκάμν'» ή «νεγαμοσκάμν'», στη μέση του μεγάλου δωματίου του σπιτιού, το οποίο ονόμαζαν «όσπίτ'», ξυρίζονταν από τον κουρέα. Μαζί του ξυριζόταν και ο κουμπάρος, 10-12 συγγενείς, από τους οποίους ο ένας ή οι δύο έπρεπε να είναι συγγενείς της νύφης, και οι καλετέρ'».

Το ξύρισμα άρχιζε αφού πρώτα ο κουρέας ευχόταν το γαμπρό να είναι «καλορίζικος» και σταύρωνε με το ξυράφι το μέτωπο του, παίρνοντας ένα φιλοδώρημα.
Δύο «καλετέρ'» έστεκαν ο ένας από τη μια κι ο άλλος από την άλλη μεριά του γαμπρού και τραγουδούσανε τραγούδια ηρωικά ή ψέλνανε το «άξιον εστίν ως αληθώς...» κλπ.
Οι νέοι σχημάτιζαν γύρω από το γαμπρό δύο χορούς, τον ένα δεξιά και το δεύτερο αριστερά του, τραγουδώντας ο μεν πρώτος τους παρακάτω στίχους:


Έναν πιρνήν πιρνίτζικον Κυριακήν ημέραν
έβγαίν' η κόρ' ας σο λουτρόν κι ο γιό μ' άς σον μπερμπέρην
πάγει να μπερμπερίζεται, να φαίνεται ντιλμπέρης.
Κινάτε δούλοι, στρώσετε 'ς έναν χρυσόν κρεββάτι,
να πέφτ' ο γιό μ' να κοιμηθεί τρία νύχτας κ' ημέρας
ύπνον γλυκύν και νόστιμον απέσ' 'ς σα μανουσάκια.
Κι όντας ξυπνίστ' εντράνεσεν η σερμαγιά τ' επήγεν.
Δώσ' με, κόρη, τα άσπρα μου, δωσ' με την σερμαγιά μου,
κι ούτε τα άσπρα μ' έμειναν ούτε ή σερμαγιά μου.

ο δε δεύτερος χορός τους παρακάτω αντίστροφους στίχους:

Η σερμαγιά σ' εν η νεόνυμφος ολόχρυσον καμάρι,
η σερμαγιά σ' εν η νεόνυμφος μούσχον και μυρωδίαν.
Να ζούνε και να χαίρουνταν και να πολυτεκνούνε.
Αμπέλια με τα κλήματα, θάλασσα με τα κύματα,
'ς σόν ουρανόν θέλω ν' αναβώ, 'ς τα σύννεφα να κάτσω.
να πάρω μελάν' και χαρτίν τα κάλλη σου να γράψω,
να ψάλλω γαμπρέ τ' όνομα σ', νύφε την εμορφία σ'.

Στο Τρούψη ερχόταν την Κυριακή το πρωί ο κουμπάρος, ο οποίος λεγότανε «σαβτίτσης», και ακολούθως ο κουρέας ο οποίος ξύριζε και το γαμπρό και τον κουμπάρο με τη συνοδεία λύρας, ενώ ο κόσμος έξω χόρευε με ζουρνά, νταούλι, κλαρίνο ή λύρα ή τουλούμπαν (γκάιντα).
Όταν δε τελείωνε η περιποίηση τους, διακόπτονταν ο χορός και όλοι οι προσκαλεσμένοι, συνοδεύοντας το γαμπρό, πηγαίνανε να παραλάβουνε τη νύφη από το πατρικό της σπίτι.

(Κ.Σ. Ιορδανίδης)

Στην περιοχή της Ματσούκας (Άγουρσα κλπ.) το «στρούλιγμα», δηλαδή το ξούρισμα και το ντύσιμο του γαμπρού, ανήκε στα καθήκοντα του κουμπάρου.
Τοποθετούσαν το γαμπρό πάνω στο «γαμπροσκάμν'», ο δε κουρέας έδενε γύρω στο λαιμό του ένα μεγάλο ασπροσέντονο ή μια πλατιά μαντίλα, την οποία κρατούσαν από τις άκρες εφτά «μονοστέφανα ζευγάρια». Πρωτόγαμα δηλαδή ζευγάρια, τα οποία οι Ρωμαίοι ονόμαζαν «προνούμπι». Τα ζευγάρια αυτά σχημάτιζαν γύρω από το γαμπρό κύκλο χορού.
Ο κουμπάρος η καμιά φορά και ο κουρέας μετά από το σαπούνισμα του γαμπρού έπαιρνε το ξυράφι στο χέρι και κάνοντας μια κίνηση σταυρού στον αέρα, γύρω στο πρόσωπο του γαμπρού, ρωτούσε την ομήγυρη:

«Με την άδεια σας, να τον ξουρίσουμε;»
«Δεν μπορείς!», απαντούσε η ομήγυρη.
Η ερώτηση αφού επαναλαμβανόταν για δεύτερη και τρίτη φορά σε ύφος παρακλητικό, έπαιρνε τελικά την απάντηση:
«Να τον ξουρίσεις!».
Και τότε άρχιζε ο κουρέας να τον ξυρίζει, ενώ ο λυριτζής έπαιζε ειδικό σκοπό, τα δε «μονοστέφανα» ζευγάρια χορεύανε με αργές και ρυθμικές κινήσεις, μετακινώντας τα δάκτυλα τους και κάνοντας γύρους γύρω από το γαμπρό το γνωστό χορό «ομάλ», τραγουδώντας συγχρόνως εναλλάξ το καθιερωμένο τραγούδι:

«Ξυρίστε άτον, στολίστε άτον, επάρτε άτόν κι ας πάμε».
Ξυρίστε τον, στολίστε τον, πάρτε τον και να πάμε ή
«Στρουλίστε τον αστρούλιγον κι ατόν τση θα στρουλίζ';».
Ξυρίστε και στολίστε τον αξύριστο κι αστόλιστο κι αυτόν ποιος θα τον στολίσει;
Άλλοι απαντούσαν:
«Ας εν καλά o κύρης του, ατόν θε να στρουλίζ».
Τό ίδιο επαναλάμβαναν και για τη μάνα και για τ' αδέλφια του. Αν o γαμπρός τύχαινε να είναι ορφανός, o χορός τραγουδούσε:
«Στρουλίστε τον αστρούλιγον κι ατόν τση θα στρουλίζει»
 Η δε ομήγυρη απαντούσε με λόγια συγκινητικά:
«Ας εν καλά η γειτονιά και όλη η αρχοντιά, ατόν θε να στρουλίζουν».
Ο κουμπάρος που σ' αυτές τις περιπτώσεις είχε το γενικό πρόσταγμα, έδινε τον τόνο του τραγουδιού, τραγουδώντας πρώτος αυτός και μεγαλόφωνα, ενώ οι υπόλοιποι επαναλάμβαναν το τραγούδι σιγότερα. Οι δε ευχές, «σήν ευκήν έσουν». «με την ευκήν των αγίων», έπαιρναν κι έδιναν.
Ο «περπέρ'ς» (ο κουρέας), τον οποίο καλούσε ο κουμπάρος να τον βοηθήσει στο ξύρισμα, άρχιζε συνήθως το έργο του με τις λέξεις:
«Το ξυράφ' κι κόφτ', θέλ' ακόνισμαν».
Κι επαναλάμβανε τις ίδιες λέξεις σε κάθε ξυραφιά, αναγκάζοντας έτσι τον κουμπάρο να το «ακονίσει» με το σχετικό φιλοδώρημα του!
Μετά το τελείωμα του ξυρίσματος ο γαμπρός σηκωνόταν όρθιος και οι δικοί του σπάγανε αμέσως επί τόπου το κάθισμα που καθότανε. Το σπάσιμο αυτό ήταν μια πρόληψη που σήμαινε ότι δεν έπρεπε να ξανακαθίσει ο γαμπρός άλλη φορά στο ίδιο κάθισμα για τον ίδιο σκοπό.
Στη συνέχεια ο κουμπάρος, βαστώντας «το πασλούκ», δηλαδή την κουκούλα (καλύπτρα) του γαμπρού, το ακουμπούσε από τη μια κι από την άλλη σταυρωτά στους ώμους του τρεις φορές: «εσταύρωσεν άτο ς σ' ωμία τ'», φωνάζοντας συγχρόνως τρεις φορές, τουρκικά:
«Σαρτούμ, σαράματουμ!»
Την έδεσε δεν μπόρεσα να τη δέσω.
Στην τρίτη δε σταυρωσιά συμπλήρωναν οι παριστά­μενοι:
«Σαρ πακαλούμ νε ολούρ».
Δέσε να δούμε τι γίνεται.
Και τότε την έδενε επιδεικτικά στο κεφάλι του γαμπρού. Παλιότερα ο γαμπρός αντί για κουκούλα φορούσε φέσι, δεμένο γύρω μέ χρωματιστό μαντίλι:
«φέσ' με το πλουμιστόν τη γιασμάν ολόγερα».
Στην περίπτωση εκείνη ο κουμπάρος σταύρωνε τη «γιασμάν» και την έδενε γύρω στο φέσι.
Μετά από τον κουμπάρο και η μάνα του γαμπρού σταύρωνε στο στήθος του ένα άσπρο μαντίλι και το έδενε στο δεξί μπράτσο του, έκανε δηλαδή το καλούμενο «μαντιλοδέσιμο».
Ύστερα από όλα αυτά όρθιος ο γαμπρός δεχόταν τις ευχές και τα δώρα των καλεσμένων.
Οι τελευταίοι έρχονταν στο σπίτι του γαμπρού μετά από την απόλυση της εκκλησίας και έφερναν ο καθένας από μια πίτα. Πολλοί δε από αυτούς ξανάφευγαν για να ξαναγυρί­σουν την ώρα που θα ξεκινούσε «ο γαμοστόλος», ενώ οι υπόλοιποι δεν το κουνούσαν από το σπίτι του γαμπρού, πίνοντας και χορεύοντας.
Τα δώρα που δεχόταν ο γαμπρός τα λέγανε «χάρια».
«τα χάρια, το στόλισμαν και τ' αρμάτωμαν τη γαμπρού».
Ήταν δε αυτά συνήθως κάλτσες, μαντίλια, ταμπακέρες και χρήματα. Τα τελευταία τα κρατούσε ο κουμπάρος για να του τα παραδώσει αργότερα, όταν δηλαδή θα καλούσε, μετά από το γάμο, τους νεόνυμφους σε ιδιαίτερο τραπέζι:
«'ς σά παιδοστρώδια».
Στο τέλος ο κουμπάρος έβαζε δύο βελόνες σταυρωτά πίσω στη φόδρα του σακακιού:
«'ς σ' αστάρ' του κοντεσί τη γαμπρού»
και στη συνέχεια «ξεθηκάριαζε και ξαναθηκάριαζε» την κάμα του τρεις φορές με αναστραμμένες τις παλάμες και την τοποθετούσε στη ζώνη του κι έτσι πάνοπλος πια ήταν έτοιμος γιά τό «νυφέπαρμαν».
Όλες οι παραπάνω προλήψεις αποτελούσαν μέτρα αμυντικά ενάντια:
«σα μαγείας και ς σό δέσιμον τη γαμπρού», γίνονταν δηλαδή για την απομάκρυνση και την καθήλωση των πονηρών πνευμάτων, τα οποία πίστευαν πως μπορούσαν να επικαλεστούν οι αντίζηλοι και οι μοχθηροί για να του προκαλέσουν ανικανότητα, αφηρημάδες, μελαγχολίες κ.ά. Γι' αυτό πάντοτε φρόντιζαν «να δέσκουν τα δαιμονικά».

(Γ.Ι. Ζερτελίδης - Αν. Παπαδόπουλος - Ε. Χριστοφορίδης).


Στην Κερασούντα την ώρα που ξυριζόταν ο γαμπρός και ο κουμπάρος δύο χοροί τραγουδούσαν εκ περιτροπής το παρακάτω τραγούδι.
Απάνω σε ψηλόν βουνόν αϊτός έριχνε την φωνήν,
Βουνά μου, χαμηλώσατε, δένδρα μου κλίνετε κορφές,
Του Ρήγα γιος παντρεύεται, σήμερα στεφανώνεται.
' Ψηλόν βουνόν θεν' ανεβώ, τρεις κάμπους θε να κατεβώ.
να πελεκήσω μάρμαρα, να φτιάσω μαρμαρόλουτρον.
Θα βάλω κούρνες αργυρές και χελωνάρ ολόχρυσα,
να λούζετ' ο κυρνός γαμπρός ύστερα ο παράνυφος.

(I. Βαλαβάνης: Αρχείο Πόντου).

Ή συνηθέστερα το παρακάτω:

Άκουε του γαμπρού η μάννα, τις νύφες η καλήμαννα
άκουε γλυκά κι όλα που στολίζεται ο γιόκας σου.
Χάλα. μάννα, 'ς την τσέπη σου και βγάλε τα κλειδά σου,
άνοιξε τα σεντούκια σου και βγάλε το τραπολάζι
να στολίζεται ο γιόκας σου του Σουλτάν-μπέη ο γιός

Και στη συνέχεια:
Τα περιστέρα πετούσαν χαμηλά, περδικούλα μου
'ς τους ουρανούς κι απάνω λάμπεις, γαμπρέ μου, λάμπεις,

λάμπεις κι ολολορίζεις και πολλές καρδιές μαραίνεις.

(Αρχείο Πόντου / Τόμ. Α., Ανατ. 1975).


Στα Κοτύωρα την Κυριακή το πρωί, την ίδια ώρα που ντυνόταν η νύφη, ξυριζόταν και ντυνόταν και ο κουμπάρος στο σπίτι του:
«εφόρτσαν τον κουμπάρον».
Ο γαμπρός δε, συνοδευόμενος από τη μουσική, πήγαινε με τους φίλους του, τον έπαιρνε και τον έφερνε στο σπίτι του:
«επήγαν επήραν τον κουμπάρον».
Μόλις δέ φτάνανε, άρχιζε το ξύρισμα και το στόλισμα του γαμπρού, ενώ γύρω του σχηματιζόταν κύκλος πού τραγουδούσε με τη συνοδεία μουσικής τα παρακάτω τραγούδια:

1 .Βάρκα θέλω ν' αρματώσω με οαρανταδυό κουπιά
Με πενήντα παλικάρια θα σε κλέψω μια βραδιά.

2.Ήθελα νάρθω το βράδυ μ' έπιασε ψιλή βροχή.
Κι' ας ερχόσουνα καημένη κι όπως ήτανε βροχή.
Ήθελα να σε ρωτήσω Τούρκα είσαι για Ρωμιά
Για Εγγλέζα, για Φραντζέζα, πούχεις τόσην ομορφιά.

3. Μαύρα τα μάτια π' αγαπώ μαύρα είν' σαν την ελιά
Κι όποιος τα γλυκοφιλήσει χάρο δε φοβάται πια.

Στη διάρκεια του ξυρίσματος του γαμπρού και του κουμπάρου ο κουρέας άφηνε αξύριστη τη μια μεριά του προσώπου, ώσπου να αναγκαστούν να «τάζ'νε» (να τάξουν, να υποσχεθούν) κανένα γλέντι, λέγοντας:

«Τό ξουράφ' κι κόφτ' εκελτεκόθεν, θέλ, ακόνισμαν».

Το ίδιο γινόταν και την ώρα του ντυσίματος τους. Τους κρατούσαν το ένα μανίκι του σακακιού και δεν επέτρεπαν να τα φορέσουν αν δεν έταζαν τα έξοδα για μια διασκέδαση.
 Η φράση δε που λεγόταν όταν ντυνόταν ο γαμπρός ήταν: «εφόρτσαν τον γαμπρόν».

(Ξ. Ξενίτας).

Στην Αργυρούπολη και σε άλλα μέρη της Χαλδίας ο κουρέας που ερχόταν να ξυρίσει το γαμπρό κρατούσε σκόπιμα το ξυράφι αναστραμμένο, ώσπου να αποσπάσει από τη μητέρα του γαμπρού ένα χρηματικό φιλοδώρημα.
Στο Κιουμούς Ματέν, το απόγευμα του Σαββάτου τα όργανα καλούσαν τους άντρες για το ξούρισμα, το οποίο πάντοτε γινόταν στην αυλή του σπιτιού.
Ξυρίζονταν όλοι οι αξύριστοι φίλοι του γαμπρού, ενώ τα όργανα έπαιζαν κι ο κόσμος γύρω τους χόρευε. Όταν δε ερχόταν η σειρά του γαμπρού, ο οποίος ξυριζόταν τελευταίος (απ' αυτό βγήκε και η παροιμία: τελευταίο ξυρίζουν το γαμπρό), η μάνα του, οι αδελφές του, οι θείες του, οι εξαδέλφες του και όλο το συγγενολόι του άρχιζαν να χορεύουν το χορό που λεγόταν «μαντίλα», κρατώντας η καθεμιά από ένα μαντίλι στο χέρι.
Μόλις δε τελείωνε ο χορός τα όργανα έφευγαν για το σπίτι της νύφης, στο οποίο ήταν παρόντες όλοι οι καλούμενοι συγγενείς και φίλοι της.

(Ι.Παπαπέτρου).

 

santeos.blogspot.com





Τα δέντρα στη λαϊκή παράδοση των Ελλήνων

 


Tα Δέντρα, λέει μια παράδοση, «έχουνε ψυχή κι ακούνε και νιώθουνε… Γι’ αυτό, λένε, μια βολά που κοβ’ ένας ένα δέντρο, τ’ άκουγε που βόγγαγε κάθε τσεκουριά που το βάραγε. Και το παράτησ’ ο άνθρωπος και το ‘βανε στα πόδια.». 

 

H αφήγηση, που με πλήθος παραλλαγές συναντιέται σχεδόν σε όλους τους λαούς και εποχές, δεν αποσκοπεί μόνο να συνετίζει όσο, κυρίως, να μεταφέρει το αρχέγονο δέος και τον επιβαλλόμενο σεβασμό προς ένα ξεχωριστό πλάσμα της φύσης.

 

H ιδέα ότι το δέντρο ανήκει στην αμφίβολη και υποβλητική σφαίρα ύπαρξης ανάμεσα στον κόσμο των εμψύχων και στο φυτικό κόσμο, είναι παλαιότατη. Ήταν ήδη αρχαία όταν, στις αρχές του 3ου αι. π.X., ο Καλλιμάχος έγραφε τον Ύμνο στη θεά Δήμητρα: «Tις μοι καλά δένδρεα κόπτει;», ρωτά η θεά – ποιος είναι ο βέβηλος που κόβει την ιερή βελανιδιά της; Hταν ο Eρυσίχθων, που είχε μπει το ιερό άλσος της, όπου υπήρχαν «πίτυς, μεγάλαι πτελέαι και όχναι» – πεύκα, φτελιές μεγάλες και αχλαδιές. Στα χτυπήματα του τσεκουριού η βελανιδιά, δέντρο πελώριο με κορμό δεκαπέντε οργιές χοντρό, αναστέναξε κι από την πληγή έτρεξε αίμα· και η νύμφη που ζούσε μέσα του, πεθαίνοντας μαζί του, προέβλεψε την τιμωρία του ιερόσυλου Ερυσίχθονα, που ήταν να δέρνεται ακατάπαυστα από αιώνια πείνα.

 

Η ανάθεση δένδρων και αλσυλλίων ή δασών σε ιερά αποτελεί έμμεση πρόνοια για την προστασία τους από την αλόγιστη ξύλευση. Η σύνδεση των δέντρων με θεούς, ημίθεους και νύμφες απηχεί αυτήν την πρόνοια, τον σεβασμό και την αγάπη προς τα δέντρα, που, βουβά καθώς είναι, δεν μπορούν να υπερασπιστούν την ύπαρξή τους. Τα δέντρα που ανήκαν σε ιερά από την αρχαιότητα, εκκλησιαστικά και μοναστηριακά δέντρα στα χριστιανικά χρόνια, προστατεύονταν από την κοπή και την κακοποίηση. Oι παραδόσεις τονίζουν εμφατικά την τιμωρία των βέβηλων.

 

Δέντρα στοιχειωμένα

Kάθε που γίνεται λόγος για δέντρα με ψυχή, ο νους πάει στη «Βασιλική δρυ» του Παπαδιαμάντη, στο «…περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον… την άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσαν της δρόσου…», με την «κορυφήν της βαθύκομον ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον», αυτό που στο εναργές όνειρό του το είδε ο Σκιαθίτης ως γυναίκα, «κόρη ερατεινή, Αμαδρυάδα» ενσαρκωμένη στην πελώρια βελανιδιά. O αφανισμός του δέντρου από τον «σχωρεμένο το Βαργένη, που δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του, όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα…» είχε σαν αποτέλεσμα «σαν το ‘κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε. Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο.».

 

O Ν. Γ. Πολίτης διασώζει ανάλογη παράδοση για τη νεράιδα της ιτιάς, από την Αλωνίσταινα Μαντινείας: «Στης Μηλιάς τον κάμπο, στ’ αμπέλια κοντά στην Τουρκόβρυση, ήτανε νια ετιά. Ο συχωρεμένος ο Δημητράς… ανέβηκ’ ένα μεσημέρι να κόψει κλάρες… Hτανε μοναχός, κι έκοψε δυο τρεις κλάρες, ακούει και σειέται η ετιά και σκούζει, «Ωχ! Εγώ ‘μαι, η ετιά. Γιατί με κόβεις; Βάνε στη στιγμή τούς κλώνους στη θέση τους». Ο άνθρωπος που άκουσε το δέντρο να μιλάει, εκατέβηκε λιγοθυμισμένος. Σε τρεις μέρες επέθανε…» (Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 178-9, αρ. 326).

 

«Τα μεγάλα και παλαιά δέντρα είναι στοιχειωμένα, και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθωνται πολλήν ώρα αποκάτω σ’ αυτά, ή να κοιμώνται στον ήσκιο των, για να μην πάθουν. Και όταν κόβουν κανένα απ’ αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν μπρούμυτα καταγής και δε βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου, όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί, και καθώς είναι αγαναχτισμένη τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση όταν κόβουν βάνουν μια πέτρα για να εμποδιστεί να μην έβγει με ορμή η ψυχή του δέντρου. Τι αλλιώς θα τους κάμει κακό και θα τους κοψομεσιάσει…» (ό.π., σ. 177-178, αρ. 324).

 

Yπήρχε επίσης η δοξασία ότι όποιος φυτέψει στοιχειωμένο δέντρο θα πεθάνει: «Πολλά δέντρα θεριακωμένα και μοναχικά είναι στοιχειωμένα, και τα φυλάνε το καθένα το στοιχειό του, γι’ αυτό κανείς δεν κοττάει να τα πειράξει. Και γνωρίζεται εύκολα ποιο δέντρο στοιχειώνει, γιατί πρόωρα μεγαλώνει και δυναμώνει πολύ. Oποιος φυτέψει τέτοιο μεγάλο δέντρο θα πεθάνει, γιατί χωρίς άλλο θα τον πνίξει το στοιχειό.». Tέτοιο δέντρο είναι η καρυδιά, που με τους βαρείς χυμούς που διατρέχουν τις φλέβες της κάνει -όπως και η συκιά κι η ακακία- ίσκιο βαρύ και ανθυγιεινό. Tη βαραίνει, λέει, κατάρα, γιατί «… μαθές, σαν κρεμάσανε τον Χριστό ο Ιούδας ένιωσε τι πράμα είχε καμωμένο και δεν τ’ άντεξε η καρδιά του. Είδε και απόειδε, λέει, και πήε να κρεμαστεί. Δω-κει, δω-κει βρίσκει μια γερή καρυδιά και δένει το σκοινί και κρεμιέται. Κι’ από τότενες, λένε, η καρυδιά έχει ήσκιον βαρύ.» αλλά και τη συκιά «…τηνε καταράστηκε κι ο Χριστός ο ίδιος… Μια βουλά ο Χριστός πάγαινε στη στράτα με τους μαθητές του. Δεν είχανε κουμάντο (φαγητό μαζί τους). Πείναε ο Χριστός και ζύγωσε σε μια συκιά να φάει κάνα σύκο. Τηράει δω, τηράει κει ολόυρα το δέντρο, μα δε βρίσκει σύκο πουθενά. Και τότενες, λέει, την καταράστη, κι η συκιά ξεράθηκε. Κι από τότενες, λέει, ο ήσκιος της συκιάς είναι βαρύς κι άμα πας να γύρεις ‘πο κάτου σε πιάνει το κεφάλι.».

 

H δύναμη του «στοιχειού»

Κλαδιά δέντρων, διαφορετικά κατά περίσταση, χρησιμοποιούνται στη διάρκεια της χρονιάς για στολισμό, επίτευξη γονιμότητας, προστασία από τη βασκανία και γενικά για ευεργετική επίδραση σε ανθρώπους, ζώα και κτήματα. H ελιά, σύμβολο μακροβιότητας, γονιμότητας και ευτυχίας, εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη χρήση στα κρίσιμα περάσματα του κύκλου της ανθρώπινης ζωής (γέννηση και θάνατο) αλλά και του κύκλου του χρόνου: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πρωτομαγιά κ.λπ. Αλλά και το πουρνάρι, η καρυδιά, η κρανιά, η μηλιά κ.ά. χρησιμοποιούνται επίσης στον ετήσιο κύκλο.

 

Την παραμονή των Χριστουγέννων, αρχή του Δωδεκαήμερου, στα σπίτια άναβαν και κρατούσαν συνεχώς αναμμένη όλο το Δωδεκαήμερο, τη φωτιά στην εστία για να διώχνει τους καλλικάντζαρους. Διάλεγαν ξύλα που αργούν να καούν, ακόμη και χλωρά, και τα «πάντρευαν». O αριθμός τους συμβολίζει τον νοικοκύρη του σπιτιού ή το αντρόγυνο κ.λπ. Στα Άγραφα «… βάνουν ξύλο αγριοκερασιάς για στοίχειωμα της νοικοκυράς και κέδρου για στοίχειωμα του νοικοκύρη…»· στη Λευκάδα, αφού τοποθετήσουν στη γωνιά δυο ξύλα (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό, και ένα με παραφυάδες, θηλυκό), χύνουν επάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και κρασί ψάλλοντας… «Ευλογητός ει, Κύριε», (ο νοικοκύρης) ανάβει τα ζευγαρωμένα ξύλα.

Tην Πρωτοχρονιά, στην Ήπειρο ρίχνουν στη φωτιά κλαδί πρίνου, λέγοντας: «… Όσα φύλλα και κλαριά, τόσα γρόσια και φλουριά.», ενώ στη Μάδυτο «θέτουν κλάδον ελαίας ως σημείον υγείας, φλουριά ως σημείον ευτυχίας…». Στην Κίο το βράδυ της παραμονής «… ο νοικοκύρης (έπαιρνε) το κλωνί το ελαιόδεντρο… και το κάρφωνε στον άγιο Βασίλη (την ψημένη πίττα) επάνω κ’ έλεγε: «Χρόνια πολλά. Με το καλό να μπη άη Βασίλης…»».

 

Kατά τη διάρκεια των πρωτοχρονιάτικων αγερμών, στην περιφέρεια Αδριανουπόλεως τα παιδιά γύριζαν τα σπίτια μ’ ένα κλαδί κρανιάς (σουρβάκι) και σούρβιζαν, δηλ. κτυπούσαν τον νοικοκύρην και τους οικείους εις την ράχιν, λέγοντας: «Σούρβα, σούρβα, γερό κορμί, γερό κορμί, γερό σταυρί…». Στη Σινώπη «μόλις ξημερώση την Αρχιχρονιά… ένα κορίτσι έπαιρνεν ένα κομμάτι δάφνα κ’ επήγαινε στα συγγενικά σπίτια να καλαγγιάση το οτσάκι… Πήγαινε ίσια στο τζάκι, έρριχνε τη δάφνα μέσ’ στη φωτιά και καούντανε κ’ έλεγε: «Και του χρόνου, καλές δουλειές»…».

Tην ημέρα των Βαΐων, για να στολίσουν τις εκκλησίες και να μοιράσουν τα βάγια στους εκκλησιαζόμενους, χρησιμοποιούν δάφνες, φοίνικες και ελιές. Στο Λοζέτσι της Ηπείρου, «όσες νύφες γίνουν τη χρονιά μέσα, όλες θα παν του Λαζάρου για τα βάγια. Κάθε νύφη στολίζεται με πράσινο φόρεμα, σαν το χρώμα της βάγιας, και με κόκκινη μάλλινη φούστα από μέσα… Πριν να κινήση η νύφη με τη συνοδεία της, έχει στείλει την κουνιάδα της και την αδερφή της, κορίτσια ανύπαντρα -όχι παντρεμένα, να ‘χουν και μάννα και πατέρα- και πηγαίνουν στο λόγγο. Κόβουν ένα φόρτωμα βάγια… και τα πηγαίνουν (τραγουδώντας) στ’ Αλωνάκι, όπου περιμένουν οι νύφες…».

 

Tο μαγιόξυλο

Tην Πρωτομαγιά σε πολλά μέρη συνηθίζεται το κύλισμα γυναικών και κοριτσιών πάνω στη χλόη, η περίζωση της μέσης με λυγαριά κ.ά., και ο εναγκαλισμός χονδρών δένδρων. Στη Μεσημβρία «οι γυναίκες τη πρωτομαγιά γέντασ’ παρέες – παρέες… και χορεύανε, τραβουδούσανε κ’ ένα: Καλόγερε τ’ αδράχτια σου και άλλα τραβούδια, που ελέγανε και τις αποκριές… Είχανε και μια βηλάρα (φαλλόν) καμωμένη με ξύλο, τη στολίζανε με πρασινάδες και με λουλούδια και τη σερβίριζε η μια στην άλληνα και την λέγανε Μάιο».

 

Στην Κοζάνη «κόπτουν λυγαριάν και την τυλίσσουν περί την οσφύν, διά να γίνουν ευλύγιστοι, αγκαλιάζουν χονδρά δένδρα, διά να παχύνουν και ζήσουν, ως εκείνα, πολλά έτη». Αλλού, τα παιδιά ή και άνδρες γυρνούν την Πρωτομαγιά από σπίτι σε σπίτι κρατώντας το «μαγιόξυλο», κλαδί από κυπαρίσσι ή άλλο δένδρο, ή περιάγουν το «Mαγιόπουλο», άνδρα ή παιδί στολισμένο με άνθη. Στην Πάργα «… γύριζαν τα σπίτια και τραγουδούσαν το τραγούδι του Μαΐου, στεφανωμένα με λουλούδια και κρατώντας στα χέρια τους μεγάλους κλώνους πορτοκαλιάς ή νεραντζιάς, γεμάτους άνθη…».

 

Tης Πεντηκοστής στη Θράκη «καθανίνας παγαίν’ στην εκκλησιά μ’ ένα κλωνί καρυδιά στο χέρ’, για να το βάν’ να γονατίσ’ απάν’. Είναι η μέρα που περνάνε οι ψυχές τση Τρίχας το ιοφύρ’ κι όσες είναι καθαρές μπαίν’ νε στο bαράδεισο, ειδεμή πέφτ’νε μέσ’ στ’ gόλασ’».


[Αικ. Πολυμερου-Kαμηλάκη, Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Καθημερινή.24grammata.com] /ellas2.wordpress.com

 

Πηγή: laikiparadosi.blogspot.com






Λαϊκό Παραμύθι, αινίγματα και παροιμίες


 

Η λέξη «μύθος» σημαίνει στοματικός λόγος, σήμερα όμως δηλώνει τον αφηγηματικό λόγο με θέμα μια εντυπωσιακή ιστορία, ίσως φανταστική, με ήρωες από την ιστορία, την ανθρώπινη κοινωνία ή και την κοινωνία των ζώων. Έτσι έχουμε μύθους για την κοσμογονία ή τους μύθους του Αισώπου. Στην Ελληνική λαογραφία, οι μύθοι έχουν αλληγορική σημασία και θέλουν να διδάξουν ή να παραδειγματίσουν. Οι πρωταγωνιστές μπορεί να είναι μόνο ζώα, ή μόνο άνθρωποι ή και άνθρωποι και ζώα.


Τα παραμύθια είναι οι λαϊκές διηγήσεις. Ό,τι είναι στη λογοτεχνία το μυθιστόρημα, είναι στη λαογραφία το παραμύθι. Είναι μεγάλοι περιπετειακοί μύθοι με κέντρο τον άνθρωπο και φανταστικά και μεταφυσικά στοιχεία όπως δράκους, μάγισσες και φτερωτά άλογα. Έτσι έχουμε τα μυθικά ή ξωτικά παραμύθια, τα διηγηματικά ή κοσμικά, τα θρησκευτικά ή Συναξαρικά παραμύθια και τα ευτράπελα ή σατιρικά. Τα νεοελληνικά παραμύθια, ψυχαγώγησαν στους αιώνες της κλειστής ζωής του, το λαό.


Παράλληλα με τους μύθους και τα παραμύθια, θα βρούμε και τα αστειολογήματα ή αλλιώς τις ευτράπελες ιστορίες που σατίριζαν επαγγέλματα, χαρακτήρες, ή ειρωνεύονταν τρόπους: την ψευτιά, τη φιλαργυρία, την τεμπελιά, κλπ. ή ακόμα και την καταγωγή. Πριν ακόμα γίνουν γνωστά τα ανέκδοτα για τους Πόντιους, σειρά είχαν πάρει οι περισσότεροι νησιώτες π.χ. Κεφαλλονίτες και Χιώτες, οι κάτοικοι «αντίπαλων» χωριών, κλπ.. Μαζί με όλα αυτά, σας έχουμε και κάποια αινίγματα και παροιμίες, για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να τα γνωρίσουν οι νέοι:

 

Η νεράιδα και το μαντήλι της

Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».


Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.


Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ό,τι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.

 

Στα νεοελληνικά χρόνια, θα βρούμε πολλά αινίγματα, διατυπωμένα με λιτότητα, φραστικό ρυθμό, συντομία και έξυπνη αλληγορία. Τα θέματα και τα σύμβολα των αινιγμάτων, παίρνονται από τον αισθητικό αλλά και το νοητό κόσμο. Γενικά το αίνιγμα αντιπροσωπεύει τη γύρω ζωή, αφού αναζητεί τα θέματα και τα σύμβολά του από την υπάρχουσα εμπειρία (ιστορία, παραδόσεις, κοσμοθεωρία, θρησκεία, υλικό βίο, επαγγέλματα, κατοικία, τροφή, ζώα, φυτά). Λειτουργεί δε παιδαγωγικά καθώς ασκεί τη διανόηση μικρών και μεγάλων. Ας δούμε λοιπόν λίγα αινίγματα:

·         Ψηλός, ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει (καπνός)

·         κλειδώνω μανταλώνω, τον κλέφτη βρίσκω μέσα (ήλιος)

·         τα δυο καλά στεκούμενα, τα δύο συμπερπατούμενα, τα δυο που δεν ταιριάζουνε, τα δυο που δε λαγιάζουνε (ήλιος και φεγγάρι)

·         τρεις τη βαστούνε και γεννά, μαύρα τα κάνει τα παιδιά και πίσω της τα’ αφήνει (πέννα)

·         από την γην επλάστηκα ως ο Αδάμ, στην κάμινον εψήθηκα ως οι τρεις Παίδες, τα χείλη μου πολλούς εδρόσισαν, αλλά στο θάνατό μου κανείς δε βρέθηκε να θάψει τα οστά μου (στάμνα)

·         φίδι είδα μεσ’ στο λάδι κι είχε ήλιο στο κεφάλι (λύχνος)

·         γύμνια στέκ’ η κοπελιά μέσα στην ξεροβρουλλιά (η μυζήθρα στο τυροβόλι)

·         μικρή μικρή νοικοκυρά, μεγάλη πίττα φτιάχνει (μέλισσα)


Παράληψη θα ήταν να μη συμπεριλάβουμε εδώ τα σοφά κληροδοτήματα των αιώνων, τις παροιμίες, τα γνωμικά και τις διάφορες εκφράσεις που πέρασαν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, κουβαλώντας τη σοφία του λαού. Και επειδή δεν θα χωρούσαν ούτε σε τόμους βιβλίων αυτά που βρήκαμε, θα δώσουμε εδώ λίγες, τις πιο χαρακτηριστικά και όχι απαραίτητα τόσο γνωστές. Άλλωστε τις πολύ γνωστές τις ξέρετε ήδη!

 

·         Δεν το χω που δεν πεθαίνω, μόνο που ζω κι όλο μαθαίνω

·         Η φτώχια χαμηλώνει τα’ αυτιά

·         Της αδικιάς το γέννημα, σε ποντισμένο μύλο

·         Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια

·         Το πρόβατο που θέλει να φάει ξύλο, πάει και τρίβεται στου τσοπάνη τη μαγκούρα

·         Τι σου λείπει κασσιδιάρη; Σκούφια με μαργαριτάρι

·         Έφτασε ο κόμπος στο χτένι

·         Ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει

·         Όποιος φυτεύει αμυγδαλιές, θα χει και τους τζιτζίκους

·         Πέντε μέτρα κι ένα κόβε

·         Όλα τα χει η Μαριωρή, μόνο ο φερετζές της λείπει

·         Δίνει στο σκύλο άχυρα και στο μουλάρι κρέας

·         Σαν της τρελής τα μαλλιά

·         Σαν τη μύγα μες στο γάλα

·         Χαράς ευαγγέλια

·         Από πέτρα σε λιθάρι

·         Ο ποντικός δεν χώραγε στην τρύπα του, έσερνε και κολοκύθα

·         Έτρεχε ένας μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι

·         Την έπαθε σαν την αλεπού με τα σταφύλια

·         Η αλήθεια είναι λάδι και πλέει

·         Βλέπεις στραβέ; Βλέπει ο θεός

·         Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι να ναι χάρη

·         Βόηθαμε να σε βοηθώ, ν’ ανεβούμε το βουνό

·         Καθένας κλαίει τον πόνο του κι ο μυλωνάς τα’ αυλάκι

·         Όποιος κάηκε στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι

·         Ο θεός δίνει το ντέρτι, ο Θεός και το ντερμάνι (αντοχή)

·         Από πίττα που δεν τρως τι σε μέλλει κι αν καεί

·         Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλα το

·         Δικοί μου όσους κλείνει η πόρτα μου

·         Μην κάμεις, μη σου κάμουνε, μην πεις, να μη σου πούνε

·         Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα

·         Ερωτήσαν την καμήλα, ποιος δρόμος είναι ο καλύτερος; Ο ανήφορος ή ο κατήφορος; Και αποκρίθηκε: Χάθηκε ο ίσιος δρόμος;

·         Βράζει με το ζουμί του

·         Κακή γυναίκα και καπνός σε διώχνουν απ΄ το σπίτι

·         Του Θεού ένα κερί και του διαβόλου δέκα

·         Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά το

·         Ό,τι κάμεις, λάβεις, καρδιά μη σε πονέσει

·         Καινούρια αγάπη πιάνεται, παλιά δε λησμονιέται

 

Πηγή: laikiparadosi.blogspot.com










Ο Νοέμβρης στην Ελληνική Παράδοση





Ο Νοέμβρης, όπως λέει το όνομά του (από το λατινικό novem=εννιά), σύμφωνα με τους Ρωμαίους ήταν ο ένατος μήνας αρχομένης της πρωτοχρονιάς από 1η Μαρτίου, ενώ σήμερα από την πρωτοχρονιά της πρώτης Ιανουαρίου είναι ο ενδέκατος μήνας. Στο στόμα του ελληνικού λαού ο Νοέμβρης έχει ίσως τα περισσότερα ονόματα από όλους.

Τα ονόματα που παίρνει από τους αγίους είναι τα εξής: Αϊ Γιώργης από τη γιορτή του αγίου Γεωργίου του επονομαζόμενου Σποριάρη ή Μεθυστή. Αϊ Ταξιάρχης, Αϊ Στράτηγος ή Αρχαγγελιάτης από την γιορτή των Ταξιαρχών, στις 8. Αϊ Φιλιππιάτης ή μόνο Φιλιππιάτης από τη γιορτή του αγίου Φιλίππου στις 14. Αγιαντρέας και Αντριάς από τη γιορτή του αγίου Αντρέα στις 30.

Από της γεωργικές δουλειές που γίνονται την εποχή αυτή ονομάζεται κατά τόπους Σποριάς, Σποριάτης, Σπαρτής, Σπαρτάρης, Μεσοσπορίτης. Ονομάζεται επίσης Κρασομηνάς από το κρασί ανοίγουν αυτήν την εποχή) και Τρυγομηνάς (στα μέρη όπου έχουν καθυστερημένο τρύγο, όπως λ.χ. στην Οινόη του Πόντου). Ονομάζεται ακόμη και Νειαστής (από το ρήμα νειάζω που σημαίνει οργώνω).

Από τον καιρό, τέλος, που αποτελεί σημαντικό περιεχόμενο του χρόνου, ονομάζεται κατά τόπους Ανακατωμένος, Βροχάρης, Παχνιστής, Σκιγιάτης (γιατί μεγαλώνει η νύχτα και σκιάζεται, λένε, η γη) ή για τον ίδιο λόγο, Χαμένος. Λέγεται επίσης και Μπρουμάρης (όνομα, κυρίως του Δεκέμβρη, από τη ρωμαϊκή γιορτή Brumalia , που έχει σχέση με τις μικρότερες μέρες του έτους γύρω στη χειμερινή τροπή, τις οποίες οι ρωμαίοι ονόμαζαν brumae).

Η δύση του αστερισμού της Πλειάδας (Πούλιας) σημαδεύει τη αρχή του χειμώνα για το λαό μας και τοποθετείται στη γιορτή του αγίου Φιλίππου στις 14 Νοεμβρίου (ενώ η ανατολή της που σημαδεύει την αρχή του καλοκαιριού τοποθετείται στη γιορτή του Κωνσταντίνου και Ελένης στις 21 Μαΐου). Κατά άλλους η δύση της Πούλιας και αρχή του χειμώνα τοποθετείται στη γιορτή του άσημου αγίου Πλάτωνα στις 18 του μήνα όπου μαντεύονται τον καιρό που θα κάνει όλο το χρόνο ή το Σαρανταήμερο των Χριστουγέννων.

Την εποχή αυτή έχουμε την αντιδικία των γεωργών και κτηνοτρόφων λόγω γειτνίασης. Οι Βλάχοι και οι Σαρακατσάνοι χρειάζονται λιβάδια και καλύβες, ενώ από την άλλη μεριά, οι γεωργοί, όσο πληθαίνουν, θέλουν περισσότερο καλλιεργήσιμο χώρο. Είναι φυσικό να υπάρχουν προστριβές. Ωστόσο με την συνεννόηση και με την οργάνωση των χωραφιών σε ζώνες καλλιέργειας, έτσι ώστε να υπάρχει χέρσο μέρος για τους κτηνοτρόφους, λύνεται το πρόβλημα (από τους τσιφλικάδες, τις κοινότητες και το νοίκι που πληρώνουν οι κτηνοτρόφοι). Στα περισσότερα μέρη η πανάρχαια αυτή αντιδικία λύνεται με καλή θέληση σε ατομικό επίπεδο και μετατρέπεται σε αλληλοβοήθεια. Πάντως, ακόμα και εκεί που φαίνεται ότι γεωργοί και κτηνοτρόφοι ότι ορθολογικά έχουν λύσει τις διαφορές τους, διακρίνεται και υποβόσκει ακόμα η ενδόμυχη έχθρα τους. Την απάντηση σε αυτό μας την δίνει ένα έθιμο των πιστικών (κτηνοτρόφων), στην Κω, που γίνεται την ημέρα της επίσημης γιορτής της γιορτής των «Τριών Ανοματών», δηλαδή των τριών Ιεραρχών. Την ημέρα αυτή στέλνουν στην εκκλησιά μια «λειτουργιά» (πρόσφορο), για να μνημονεύσει ο παπάς ζωντανούς και πεθαμένους και σφάζουν το πρώτο «γεμελάκι». Ο πιστικός πρέπει να φάει τη γλώσσα. Την ώρα που τη μασάει τον ρωτάει η γυναίκα του:

Τι είν’ αυτό που μασάς; Κι αυτός απαντάει,

Των ανυχάδων τις γλώσσες.

Ανυχάδες λένε οι πιστικοί τους γεωργούς, επειδή ξύνουν τη γη. «Κείνος ο ανυχάς έξυσε τον κόσμο», λένε, δηλαδή όργωσε όλο τον κόσμο, τόσο άπληστος είναι, που δεν άφησε ακαλλιέργητο τόπο να χορταριάσει για να φάνε τα ζωντανά.

Όπως φάνηκε εδώ, ο Νοέμβρης είναι ο πιο κρίσιμος μήνας, τόσο για το γεωργικό όσο και για τον κτηνοτροφικό τρόπο ζωής. Το περιεχόμενο του είναι για τους γεωργούς η σπορά και για τους μετακινούμενους κτηνοτρόφους το κατέβασμα στα χειμαδιά.

Υπάρχουν, ωστόσο, και ορεινοί πληθυσμοί που δεν μετακινούνται (λ.χ. Πιέρια). Για αυτούς το κρύο και το χιόνι και οι αγέλες των πεινασμένων λύκων, που τους απομονώνει από τον υπόλοιπο κόσμο, τους αναγκάζει να λειτουργήσουν πρακτικά και να προφυλαχτούν. Αποθηκεύουν τροφή για αυτούς και τα ζώα τους και έχουν έτοιμο το τουφέκι τους να σκοτώσουν τον λύκο ή την αρκούδα. Αυτό το πρακτικό μέρος, όμως, δεν τους είναι αρκετό γιατί ξέρουν καλά πως τίποτε δεν εξαρτιέται μόνο από αυτούς: «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». Γιαυτό οι πράξεις τους συνοδεύονται πάντα από μια άλλη σειρά πράξεων και λόγων, που αποβλέπουν στο να επηρεάσουν τις δυνάμεις που υπερβαίνουν τον άνθρωπο. Αυτές οι πράξεις και τα λόγια ανήκουν στο επίπεδο της δεισιδαιμονίας, είναι ένας κώδικας συμπεριφοράς που διέπει τις σχέσεις τους ανθρώπους με το «θείο» το υπερφυσικό. Και σαν κώδικας έχει βέβαια, τη λογική του.



Για να μπορέσουν να απευθυνθούν στο χειμώνα και να τον επηρεάσουν με τις πράξεις και τα λόγια τους, πρέπει πρώτα κάπως να τον ορίσουν και του δώσουν ένα πρόσωπο : Ο άγιος Μηνάς (11 Νοεμβρίου) και ο άγιος Αντρέας (30 Νοεμβρίου) και ο άγιος Φίλιππος (30 Νοεμβρίου). Λένε:

Αϊ Μηνάς εμήνυσε του πάππου –του χειμώνα:

Έρχομαι ή δεν έρχομαι και τ’αϊ- Φιλίππου αυτού είμαι.

Οι κτηνοτρόφοι πιστεύουν πως ο Αϊ Μηνάς «μηνάει» του χιονιού ναρθεί, φέρνοντας μαζι του, φυσικά, και όλους τους κινδύνους του χειμώνα. Από την άλλη μεριά όμως, κάνει και κάτι καλό : «μηνάει», δηλαδή φανερώνει τα χαμένα ζώα και τα προστατεύει από τους λύκους. Για να ενισχύσουν την προστατευτική δύναμη του αγίου, την ημέρα της γιορτής των τσομπάνηδων «ράβουν», όπως λένε, «το στόμα του λύκου». Στο Δάσκιο Ημαθίας, στις 10 του Παχνιστή (Δεκέμβρη) την Παραμονή του Αη Μηνά οι τσοπάνοι δεν άναβαν φωτιά στο μαντρί για να τους φυλάει ο Άγιος από την λυκνιά (λύκους). Η νοικοκυρά θα «ράψει το στόμα του λύκου», δηλαδή θα ράψει ένα μπάλωμα με λίγη στάχτη χωρίς να το βλέπει και με τα χέρια της πίσω. Μια γυναίκα θα τη ρωτήσει τρεις φορές:

-Τι ράβεις αυτού;

-Ράβου του λύκου το στόμα, πέτρες και ξύλα να τρώει κι ανάκαρα (δύναμη) να μην έχει, απαντάει και το ρίχνει ψηλά στο σπίτι.

Στις 30 του μήνα η γιορτή του Αγιαντρέα (Αντριά) είναι από τις πιο σημαντικές των ορεινών της Δ Μακεδονίας. Η γιορτή είναι τριήμερη όπου οι γυναίκες φτιάχνουν ειδικά φαγητά από στάρι και καλαμπόκι. Όποιος τρώει, πρέπει να πει:- Τρώω να παχαίνω (το ειδικό φαγητό λέγεται, άλλωστε, παχιά) και να παχαίνουν τα χωράφια, τα ζωντανά και η γκαστρωμένη να κάνει σερνικό. Και οι άλλοι τον παρακινούν:-Φάε ν’αντρειώσουν τα χωράφια, τα πρόβατα, τα γίδια, τα φοράδια και οι γκαστρωμένες να φκιάξουν παιδιά (δηλαδή αγόρια).

Γιατί άραγε λένε αυτές τις μαγικές λέξεις «προς πρόκλησιν ευφορίας» στην γιορτή του Αγιαντρέα; Μα γιατί, παρετυμολογικά, «ο Αντριάς αντρειεύει όλα αυτά πόχουν ζωή: πρόβατα, γίδια και τα χωράφια». Αντρειεύει επίσης και το κρύο. Έτσι, λένε: Σαν έμπει ο Αντριάς, να καρτεράτε να τ’ασπρίσει, για να πάει καλά η χρονιά, με πλούσια μπερεκέτια». Το χιόνι αυτή την εποχή είναι ευλογία Θεού.

Στον κάμπο, για τους γεωργούς το ίδιο είναι οι γιορτές του αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου) και των Εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου).Την άλλη μέρα από τη γιορτή του αγίου Φιλίππου αρχίζει η αποκριά (νηστεία των Χριστουγέννων).

Το πιο σημαντικό σημάδι του χρόνου για την σπορά είναι η γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου). Γιαυτό, άλλωστε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας η γιορτή της Παναγιάς λέγεται της Αρχισπορίτισσας, της Μεσοαπορίτισσας και της Ξεσπορίτισσας. Την ημέρα αυτή οι γεωργοί έχουν αργία και τρώνε ειδικό φαγητό, τα λεγόμενα πολυσπόρια.

Στην γιορτή, τέλος, του Αϊ Γιώργη του Σποράρη στις 3 Νοεμβρίου αρχίζει σε πολλά μέρη η σπορά και στη γιορτή των Ταξιαρχών ο λαός πιστεύει πως ο Αρχάγγελος Μιχαήλ γράφει στο τεφτέρι του τις ψυχές που θα πάρει μέσα στον χρόνο.



(Πηγή: «Οι 12 μήνες τα Λαογραφικά» Αλκη Κυριακίδου –Νέστορος)



Ημέρα του Αγίου Δημητρίου -  Ήθη και Έθιμα Πρόμαχοι Πέλλας

 


Στο ακριτικό χωριό Πρόμαχοι βιώνονται ακόμη και σήμερα πολλά ήθη και έθιμα τα οποία κληρονόμησαν οι ντόπιοι αυθεντικοί κάτοικοι των Προμάχων από τους προγόνους τους.

Σε μια εποχή που ο θεσμός της παράδοσης και του πολιτισμού ξεπερνά κάθε μορφή αμφισβήτησης και ξενικής επιρροής, οι κάτοικοι των Προμάχων διατήρησαν στο ακέραιο την πολιτιστική τους κληρονομιά, σαν φλόγα άσβηστη, ανεπηρέαστη από άγγιγμα ανέμου.

Τα έθιμα παρουσιάζουν διαχρονικότητα, ποικιλομορφία, κάποια από αυτά ανάγονται στην αρχαιότητα και επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Άλλα τα συναντούμε και σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας, ακόμη και σε γειτονικά κράτη. Κάποια έχουν τροποποιηθεί εν μέρει, άλλα έχουν αντικατασταθεί και ελάχιστα ευτυχώς έχουν εκλείψει.

Τα περισσότερα έθιμα είναι συνυφασμένα και άρρηκτα συνδεδεμένα με τις ασχολίες των κατοίκων, γεωργοί-κτηνοτρόφοι, υλοτόμοι, εργάτες γης, ποτισμένης με το αίμα και τον ιδρώτα των κατοίκων αυτού του δοξασμένου χωριού, που αγωνίστηκαν ώστε να κρατηθεί αναλλοίωτη η πολιτιστική τους κληρονομιά.

Η συσχέτιση των εθίμων για “καλή σοδειά” και “άφθονη παραγωγή” τόσο από την καλλιέργεια των χωραφιών , όσο και από την φροντίδα των κατοικίδιων ζώων (αγελάδες, πρόβατα, χοίροι κτλπ) είναι άρτια συνδεδεμένη με την καθημερινή τους ζωή.

Κάθε έθιμο ωστόσο έχει και το συμβολισμό του.Συχνά ο συμβολισμός είναι γνωστός στους κατοίκους και άρρηκτα ταυτισμένος με αυτό.

 Άλλες φορές ο συμβολισμός των εθίμων γίνεται κατανοητός και εύκολα αντιληπτός από τους κατοίκους, και άλλες πάλι γίνεται δυσνόητος έχοντας τις ρίζες του στο πέρασμα των δεκαετιών.

Το έθιμο το υπαγόρευε μια άγραφη προφορική παράδοση, ιερή και απαραβίαστη, βαθιά ριζωμένη στη ψυχή του κάθε Προμαχιώτη.

Αν θέσουμε το ερώτημα: τι είναι αυτό το έθιμο; γιατί το κάνανε αυτό; η τι σημαίνει; η απάντηση που παίρνουμε από κάποιες νοικοκυρές του χωριού επιβεβαιώνουν ότι τα έθιμα είναι πατροπαράδοτα, λέγοντας:

“Έτσι τα βρήκαμε και μεις από τις γιαγιάδες μας”. Και έτσι γιαγιάδες τώρα οι ίδιες, θέλουν να τα παραδώσουν ακέραια, αναλλοίωτα και με μεγάλη ευλάβεια στα εγγόνια τους.

Την παραμονή λοιπόν του Αγίου Δημητρίου γίνεται αρτοκλασία

Την ημέρα του πολιούχου του χωριού Αγ.Δημητρίου, μετά τη θεία λειτουργία, ο παπάς ευλογούσε ένα κριάρι.

Οι επίτροποι της εκκλησίας το έσφαζαν και το τεμάχιζαν σε μικρά κομμάτια, ώστε να φτάσει για όλους τους πιστούς το λεγόμενο “κουρμπάνι”.

Ο κάθε χριστιανός μπορούσε να πάρει ένα κομμάτι από αυτό το κρέας αφήνοντας στην εκκλησία κάποιο προϊόν: καλαμπόκι, σιτάρι, φασόλια η χρήματα.

Την επομένη του Αγ. Δημητρίου, δηλαδή στις 27 Οκτώβρη γίνεται το πανηγύρι του χωριού, με θεία λειτουργία,γλέντι και όργανα στην κεντρική πλατεία, όπου γεμίζει ασφυκτικά από τους κατοίκους αλλά και από επισκέπτες από γειτονικά χωριά.

Παλαιότερα υπήρχαν λούνα- παρκ, κούνιες, βαρκούλες, τυχερά παιχνίδια κτλπ.

Γιατί γίνεται την επομένη του Αγ. Δημητρίου; Σύμφωνα με την παράδοση κάποιοι ξένοι που ήρθαν στο χωριό προκειμένου να παρευρεθούν στη γιορτή του Αγίου, αποκλείστηκαν από το χιόνι που έπεσε στο χωριό μετά τη θεία λειτουργία, και επειδή δεν μπόρεσαν να φύγουν, το πανηγύρι συνεχίστηκε μέχρι και την επόμενη ημέρα.

Από τότε καθιερώθηκε να γίνεται το πανηγύρι στις 27 οκτωβρίου, ημέρα της γιορτής του Αγίου Νέστορα.

Μια άλλη λαϊκή παράδοση παρουσιάζει τον Άγιο Δημήτριο σαν τον δίδυμο αδελφό του Αγίου Γεωργίου. Τα δυο αδέρφια χώρισαν στη μέση το χρόνο. Ο Άγιος Γεώργιος πήρε το καλοκαίρι και ο Άγιος Δημήτριος - το χειμώνα. Έτσι χωρίζεται και η αγροτική χρονιά - από του Αγίου Γεωργίου μέχρι του Αγίου Δημητρίου είναι ο ανοιξιάτικος-καλοκαιρινός κύκλος και από του Αγίου Δημητρίου μέχρι του Αγίου Γεώργιου, ο φθινοπωρινός και ο χειμερινός.

Τα παλιά χρόνια, η οικοδόμηση των νέων σπιτιών ολοκληρωνόταν στις μέρες γύρω στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Σύμφωνα με το έθιμο, οι αγρότες έπρεπε να σφάξουν ένα κριάρι και να καλέσουν για τον αγιασμό του σπιτιού. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο οι οικοδόμοι γιορτάζουν αυτήν την ημέρα την επαγγελματική τους γιορτή.

Την ημέρα της γιορτής γινόταν το μάντεμα για τον επόμενο χρόνο: αν το φεγγάρι είναι γεμάτο, τότε θα είναι γεμάτα και τα μελίσσια με μέλισσες και με μέλι. Τη νύχτα πριν τη γιορτή, οι βοσκοί πετούσαν στο μαντρί ένα ραβδί. Αν το πρωί τα πρόβατα ήταν ξαπλωμένα πάνω στο ραβδί, τότε ο χειμώνας θα είναι μακρύς, βαρύς και κρύος.

Για το μέλλον, μάντευαν από τον πρώτο επισκέπτη που έμπαινε στα σπίτια τους. Αν ήταν καλός και πλούσιος ιδιοκτήτης, η χρονιά θα ήταν καλή και πλούσια κι αυτή.

 





Το έθιμο της Τζαμάλας --- Θράκη






«Η ΤΖΑΜΑΛΑ» ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ. Λέξη αραβική που σημαίνει καμήλα, μια προσωποποίηση θηλυκής οντότητας με αόριστη γονιμοποιητική σημασία. Το έθιμο αυτό, γονιμοποιητικό δρώμενο της άροσης και σποράς των αγρών, συνηθιζόταν παλαιότερα στην Θράκη, να γίνεται του Αγ. Δημητρίου στις 26/10 ή σε μια άλλη μέρα, ανάλογα με τον χρόνο σποράς, που εξαρτιόταν από τις κλιματολογικές συνθήκες.

Για την καλή χρονιά σποράς, την παραμονή του Αϊ-Δημητρίου έκαναν την Τζαμάλα. Με ξύλα έκαμναν ένα μεγάλο σκελετό καμήλας, τον τύλιγαν με πανιά και προβιές, έβαζαν ουρά, ένα μακρύ κοντάρι για λαιμό, με κεφάλια αλόγου ή βοδιού με δόντια, το σκέπαζαν με προβιά και το στόλιζαν με χάντρες. Πάνω στην καμήλα έριχναν μακρύ χαλί, κάτω απ’ αυτό έμπαιναν 4 άντρες, περπατούσαν και φαινόταν σα να περπατούσε η τζαμάλα. Πάνω της κάθιζαν ένα ψεύτικο παιδί, που το βαστούσε ο τζαμάλης, με καμπούρα και κουδούνια στη μέση του. Ύστερα από το ηλιοβασίλεμα το γύριζαν στα σπίτια με τραγούδια και γέλια… Όσοι πήγαιναν με τη τζαμάλα φορούσαν παράξενα ρούχα, με στεφάνια κληματαριών στο κεφάλι και με λαγήνια ή με κουβάδες στα χέρια για κρασί ή ούζο. Έξω από κάθε σπίτι φώναζαν: «Ε! κερά! Καλή χρονιά, καλό μπερικέτι (=σοδειά) και πολύχρονη…». Για το έθιμο αυτό, πότε γεννήθηκε, είναι απροσδιόριστο. Μεταφέρονταν από γενεά σε γενεά. Ήταν κάτι παραπάνω από πολιτιστική εκδήλωση. Τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια.

Σε καμιά περίπτωση δεν έβλεπες τους πρωταγωνιστές και στο κενό να σαχλαμαρίζουν. Παιζόταν όπως η αρχαία τραγωδία, Θέση και κίνηση παρόμοια με τους πρωταγωνιστές κρατούσε όλο το χωριό, που συνοδεύει την Τζαμάλα. Παιζόταν με τέτοιο τρόπο, που όλη η φιλοσοφία της Τζαμάλας αντικαθρεφτίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το σενάριο δεν είχε στοιχεία φαντασίας. Ας εξετάσουμε το σενάριο και το ξεκίνημα της Τζαμάλας. Αρχές Οκτωβρίου, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου όλο και ψιθυριζόταν: "Πότι θα βρέξει;" Με την πρώτη βροχή να σπείρουν. Και οι σπόροι για την εποχή ήταν, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη. Όλοι οι σπόροι αυτοί προσφέρονταν να κρατηθούν αποκλειστικά άνθρωποι και ζώα στη ζωή. Και τα ζώα δίνανε στον άνθρωπο για την εποχή όλα τα αγαθά, όπως γάλα, τυρί, το μαλλί τους για ρουχισμό, το δέρμα τους για τσαρούχια, αφού για παπούτσια λόγος δεν γίνεται, και τη δύναμη τους, φυσικά, να οργώνουν τη γης, αφού η μηχανή ήταν ανύπαρκτη.

Να, λοιπόν, πόσο ανάγκη είχαν τη βροχή! Την ημέρα κοίταζαν στον ουρανό. Αυτό το διάστημα, το βράδυ βλέπανε όνειρα για βροχή. Ο σχολιασμός συνεχής: "Πότι θα βρέξει;" Όταν άρχιζε να βρέχει, η χαρά ήταν απερίγραπτη. Μικροί και μεγάλοι χόρευαν μες τη βροχή. Σε καμιά περίπτωση δεν μπαίνανε στις στέγες, φοβούμενοι μήπως παρεξηγηθεί ο θεός και σταματήσει η βροχή. Με το μπάσιμο στις στέγες, ερμηνευόταν και αλλιώς: "Φτάνει τόση βροχή: ΣΤΟΠ".

Την επόμενη ημέρα από τη βροχή δε γινόταν σπορά, αφού το χώμα είναι βαρύ. Φτιάχνανε μικρά αλέτρια στα παιδιά τους, παιχνίδια, όπως τα μεγάλα, με ζυγό και βουκένια. Στη θέση για βόδια ζευόταν δύο παιδιά και το τρίτο παιδί κρατούσε το αλέτρι. Χάραζε πρώτα τετράγωνα το χωράφι, έριχνε σπόρο, κάνοντας το σταυρό του, λέγοντας: "Έλα, χριστέ και Παναγιά". Και άρχιζε να οργώνει, σκεπάζοντας το σπόρο. Ονοματίζει και τα βόδια του, δίνοντας τα ονόματα των βοδιών τους. Όλα αυτά γινόταν στην αυλή του σπιτιού με τα χαμόγελα των γονιών τους.

Όταν τα χωράφια φέρνανε τάβι και άρχιζε ο κόσμος να σπέρνει, η οικογένεια, κάθε πρωί που ξημέρωνε, βλέπανε πρώτα τα χωράφια των παιδιών τους. Πράγματι, μέσα στις οκτώ ημέρες φύτρωνε το ευλογημένο. Εδώ η χαρά δεν περιγράφεται. Το άροτρο έως το 1920 παραμένει το πρωτόγονο σίδηρο. Έχει μόνο στη μύτη το υνί, το λεγόμενο, να σκίζει τη γης.

Οι πάντες σπέρνουν. Υπάρχουν φτωχοί και το περισσότερο χωριό δεν έχουν ζευγάρια. Η αιτία, ο πόλεμος, τα σεφέρ (μπεηλίκι). Οι πάντες, αυτοί που γλίτωσαν από τον πόλεμο, αισθάνονται την υποχρέωση να διακόψουν τη δική τους σπορά, να βοηθήσουν και τα θύματα. Το φιλότιμο και η ανθρωπιά είναι αναλλοίωτα. Ο μοναδικός τους στόχος είναι το πως θα κρατηθεί η κοινωνία τους στη ζωή. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, μαζί με τη σπορά, παρακολουθώντας να βγάζουν όλοι σπόρο στο χωράφι.

Έτσι ερμήνευαν τη σπορά.

Αμέσως στο ίδιο καθήκον επαγόταν η ΤΖΑΜΑΛΑ.

Τη θεωρούσαν προσευχή. Αμέσως σχηματιζόταν επιτροπή. Με σοβαρότητα συνεδρίαζε, εξέταζε ένα-ένα τα σπίτια του χωριού. Εάν έβγαζε σπόρο, αυτό ερμηνευόταν. Έστω και ένα στρέμμα να έσπερνε το κάθε σπίτι, η Τζαμάλα έπρεπε να παίξει. Τότε η επιτροπή, το δεύτερο μέτρο, προσδιορίζει την ημέρα που θα παίξει. Τρίτο, ποιοι θα αποτελούν το θίασο. Εδώ πρόσεχαν πολύ, κάνοντας συζήτηση με όλους. Αυτοί που θα προταθούν, να έχουν την έγκριση από όλο το χωριό. Τα πρόσωπα που θα απαρτίζουν το θίασο, οι πρωταγωνιστές, να είναι δοκιμασμένα άτομα. Αυτό είχε μεγάλη σημασία για την επιτυχία της Τζαμάλας. Παιζόταν ένα σοβαρό δράμα..

Αφού γινόταν η επιλογή των ατόμων και η ημερομηνία, ο τόπος της συγκέντρωσης οριζόταν πάντα στην άκρη του χωριού και έξω από το χωριό. Διαφορετικά δε γινόταν, αφού εσώκλειστος χώρος δεν υπήρχε για την εποχή. Και εάν τον είχε, ήταν δύσκολο να χωρέσει ένα χωριό μικρούς και μεγάλους, συν αυτά στη μέση. Χρειαζόταν μεγάλη αλάνα για να γίνει η πρόβα. Και γι' αυτό, επέλεγαν υπαίθριος χώρος.

Η συγκέντρωση του κόσμου γινόταν την ώρα που σκοτείνιαζε. Οι απαιτούμενες ενδυμασίες, κουδούνια μεγάλα, όπλο κλπ, όπως ανέφερα παραπάνω, χρειαζόταν την έγκριση 100% των κατοίκων. Τυχόν παρεξήγηση δεν επιτρεπόταν σε καμιά περίπτωση. Εάν γίνει και παιχτεί δεύτερος θίασος Τζαμάλα, αυτό είχε επιχειρηθεί στο παρελθόν, πολύ παλιά και είχε γίνει φόνος, μεγάλο κακό. Θεωρούνταν γελοιοποίηση της λειτουργίας.

Το έθιμο της Τζαμάλας πρέπει να έρχεται σίγουρα από τα βάθη των αιώνων. Αυτό φαίνεται από όλες τις θέσεις και αντιδράσεις, όταν ανακάλυψαν το σίδηρο και βάλανε το δόρυ στο τόξο, όπως και το υνί, τη μύτη στο άροτρο, δίνοντας τη δυνατότητα να σκίζει το χώμα, σκεπάζοντας πολύ σπόρο. Και βλέποντας οι άνθρωποι την παραγωγή, με τη χαρά τους άρχιζαν να πανηγυρίζουν.

Ακόμα και τα ενδύματα που φοράνε, δέρματα, προβιές και γούνες από ζώα.

Ο θίασος αποτελούνταν και παιζόταν από τρία άτομα, ήταν οι πρωταγωνιστές.

Πρώτος, ένα νέος υψηλός, λεβέντης. Αυτός φορούσε τη γούνα στο κεφάλι, καπέλο με δέρμα, στα πόδια τσαρούχια, στη μέση κουδούνια κρεμασμένα, ο λεγόμενος Τζαμαλάρης.

Δεύτερο πρόσωπο, πάλι νέος, κοντότερος άνδρας. Ντύνεται, προσποιείται τη γυναίκα.

Ο εγωισμός του και η ζήλια δεν τον αφήνουν. Το επαναλαμβάνει με πιο άγριες διαθέσεις. Στις δύο - τρεις το ίδιο επαναλήψεις, αφού η Γκαντίνα του γυρίζει την πλάτη, τότε επεμβαίνει ο Τζαμαλάρης. Τον απωθεί, σπρώχνοντάς τον με δύναμη. Παρά λίγο να πέσει. Ο κόσμος φωνάζει "ο. ο ..Γκια Τζαμάλα, Γκια".

Τώρα ο γέρος γίνεται κάτι άλλο, ρεζίλι. Χάνει τον έλεγχό του, κατεβάζει το όπλο του από την πλάτη. Το ανοίγει, όμως δεν έχει σφαίρες να σκοτώσει τον Τζαμαλάρη. Οι νέοι χορεύουν αδιάκοπα. Ο γέρος καμπουριαστά πλησιάζει προς τους νοικοκυραίους, λέγοντάς τους με άγρια και δυνατή φωνή, προτάσσοντας τους το όπλο: "Βάλτε μέσα στο όπλο μου σφαίρα, βάλτε". Αυτοί απαντούν: "Δεν έχομι". Αυτός φωνάζει: "Βάλτε σφαίρα".

Στην επιμονή του γέρου βγάζει ο νοικοκύρης από την τσέπη του επιδειχτικά μια σφαίρα, τη βάζει μέσα στο όπλο. Όπως το κρατά ο γέρος και με αργά βήματα, κορδωμένος, σαν να έλεγε: "Τώρα εγώ θα σας δείξω", παίρνει θέση γονατιστός και σκοπεύει.



Η Γκαντίνα μπαίνει μπροστά στον Τζαμαλάρη, κάνει προστατευτικό τείχος να τον προφυλάξει από τη σφαίρα. Ο γέρος με διάφορες κινήσεις και ελιγμούς προσπαθεί να ξεγελάσει την Γκαντίνα. Και το πετυχαίνει, κερδίζοντας παιδιού βολές. Πατά τη σκανδάλη. Το όπλο δεν παίρνει φωτιά.

Ο γέρος εξοργίζεται. Κατάλαβε ότι ο νοικοκύρης του έβαλε άδεια σφαίρα μέσα στο όπλο του. Και στην επιμονή του, για δεύτερη φορά εντονότερα, του βάζει πάλι σφαίρα. Επαναλαμβάνονται ίδιες οι κινήσεις, όπως και στην πρώτη φορά.

Τώρα, με αυτόν τον πυροβολισμό ο νέος πέφτει κάτω νεκρός.

Η γκάιντα σταματά να παίζει. Φωνή δεν ακούγεται. Νεκρική σιγή. Η Γκαντίνα σπαράζει από κλάματα επάνω στο πτώμα του συντρόφου της. Ο Γέρος παίρνει βαθιά ανάσα και με αργά βήματα, κορδωμένος, προχωρεί. Αρπάζει την Γκαντίνα με ορμή, με δύναμη από το μπράτσο. Την έσυρε έως έξω από την αλάνα, σπρώχνοντας την με δύναμη στο περιθώριο.

Γυρίζει πίσω, φέρνει βόλτα, τριγυρίζει γύρω από το πτώμα του Τζαμαλάρη, βλέποντάς τον με επιφύλαξη εάν είναι ζωντανός ή πεθαμένος. Τον σκουντά με το πόδι, μήπως κουνηθεί. Και αφού πείθεται ότι είναι νεκρός, τότες τον αρπάζει από το πόδι και με το ένα χέρι τραβά το μαχαίρι το από το ζωνάρι.

Γυρίζει το κεφάλι του προς τους νοικοκυραίους και με ζωηρή φωνή ρωτά: "Θα του γδάρω το τομάρι του. Πώς το θέλετε, προβιά να γίνει ή τουλούμι να βάλετε τυρί;" Ο νοικοκύρης με τη γυναίκα του ανταλλάσσανε γνώμη πώς το θέλουν. Επικράτησε η γνώμη της γυναίκας και αποκρίνονται φωναχτά: "Προβιά το θέλουμε, να καθόμαστε". Και τον γδέρνει. Πάλι ο γέρος τους ξαναρωτά εάν έχουν σκυλιά ή όχι. Απάντηση ήταν: "Έχουμε". Και οπότε ο γέρος φωνάζει τα σκυλιά, λέγοντας: "ω. ω. ω καραμάν".

Δεν πρόλαβε, όμως, να τον σβαρνίσει από το πόδι. Πετιέται ο νέος, ανασταίνεται, αρπάζει το γέρο σαν σκουπίδι, τον απωθεί, κλωτσώντας τον έξω από την αλάνα. Άρχισαν ζητωκραυγές, η γκάϊντα να παίζει.

Παρουσιάζεται η Γκαντίνα, δίπλα στον Τζαμαλάρη και χορεύοντας, ξεκινούν για το επόμενο σπίτι. Τότε και ο νοικοκύρης, όπως σταματά χαρούμενος με τη γυναίκα του, περνούν από μπροστά οι παραλήπτες, που παίρvουv το δικαίωμα σέρνοντας το γαϊδούρι που κουβαλά το σιτάρι, λέγοντας: "Και το χρόνο με υγεία".

Είναι αλήθεια πόσο σωστή είναι η φιλοσοφία της Τζαμάλας. Εξετάζοντας τα πλάνα του θιάσου, πως είναι δυνατόν ο γέρος να σκοτώνει το νέο και αυτός να ανασταίνεται; Δείχνει καθαρά ότι το νέο, η πρόοδος, η εξέλιξη δεν πεθαίνει. Συνεχίζοντας η Τζαμάλα το γύρο στο χωριό, τύχαινε σε σπίτι που ο νοικοκύρης δεν έβγαζε σπόρο για διάφορους λόγους, η Τζαμάλα σε καμιά περίπτωση δεν έπαιζε. Υπήρχε σεβασμός, με την έννοια ότι δε θα 'ταν καλό στην παραγωγή. Παρόλα αυτά, η Τζαμάλα έφερνε ένα γύρο μες την αυλή. Με την είδηση: "δεν έσπειρε", οι πάντες αποχωρούσαν με σεβασμό.

Στην αντίθετη περίπτωση, όταν ο νοικοκύρης έβγαζε σπόρο και δε δεχόταν να παίξει η Τζαμάλα προσωπικά, σε καμία περίπτωση δεν τολμούσε να πει ότι: "Εγώ, φερειπείν, δε θέλω να παίξει η Τζαμάλα στο σπίτι μου".

Αντιδρούσε διαφορετικά. Δήθεν ότι δεν είναι κανείς στο σπίτι. Σώνει και καλά ότι απουσίαζαν. Ήταν δύσκολα να αρνηθεί κανείς, γιατί είχε να αντιμετωπίσει την οργή όλου του κόσμου.

Και δεύτερο, είχε να εισπράξει ταπεινωτικές ενέργειες, όπως πρώτον: ανατροπή του κάρου του επάνω στη σορό, στην κοπριά ή στη σορό τα πουρνάρια, που χρησίμευαν για καψόξυλα στο φούρνο. Και αυτό ήταν δύσκολο να το κατεβάσει, γιατί ήταν αναποδογυρισμένο οι τέσσερις ρόδες προς τα πάνω, σατιρίζοντας δήθεν, έχουν κάνει αερόμυλο.

Αυτή η πράξη της ανατροπής του κάρου γινόταν μεγάλη πλάκα, γέλια. Όπως το κάρο είναι αναποδογυρισμένο στη σορό επάνω, άλλοι γύριζαν τις ρόδες φωνάζοντας: "Άντε χωριανοί, ο μύλος βγάζει ψιλό αλεύρι, ελάτι να αλέσιτι". Γέλια πολλά και την επόμενη ημέρα ακόμα γελούν σχολιάζοντας.

Με το τέλος της Τζαμάλας το σιτάρι το πουλάν. Τα λεφτά που παίρνουν την πρώτη Κυριακή ορίζουν γλέντι στην πλατεία του χωριού. Χορός, τραγούδια, ευχές, καλή χρονιά, καλή σοδιά και το χρόνο με υγεία.

Την Τζαμάλα οι παλιοί την πήγαιναν και την έπαιζαν στην πατρίδα και σε διπλανά χωριά, ακόμα και στα τούρκικα. Ντύνονταν Τζαμάλα μέχρι και ηλικιωμένοι πενηντάρηδες. Άλλοι μάζευαν "το δίκιο", στάρι που τους έδιναν οι νοικοκυραίοι για το παίξιμο παν στο γαϊδούρι.

Κατά την τελετουργική περιφορά της, μάλιστα, τραγουδούσαν το ακόλουθο ελληνοτουρκικό τραγούδι, που διεκτραγωδεί την ασθένειά της και την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται:

Βερίριμ σαμανί, γεμές (της δίνω άχυρο, δεν τρώγει)

Μπεν τσεκέριμ, ο γκελμές (την τραβώ, δεν έρχεται)

Τζαμάλα, τζαμάλα, χούντισι (εμπρός)

Ντι -ντίλι, μάντιλι, ντι -ντίλι,

τση τζαμάλας το παιδί

έβγαλε κακό στο φτι (ή έκαμε κακό στο φτι)

και γυρεύ' να παντρευτεί!

Μπεν τσεκέριμ γετελέ (εγώ τραβάω στο κρεβάτι)

μπου γκιντίορ χεντεγιά (αυτή πηγαίνει στο χαντάκι)

Τζμάλα, τζαμάλα, χούντσισί (εμπρός)

Αφού έκαμναν το γύρο του χωριού έπαιρναν τα όργανα και διασκέδαζαν στο καφενείο ως το πρωί.



Σήμερα το έθιμο συνηθίζεται σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, κυρίως τις Απόκριες.




Η κουρά των προβάτων στην Κρήτη– μια παράδοση που χάνεται



του Κωστή Κοντογιάννη










Η κουρά των προβάτων από τα παλιά τα χρόνια αποτελεί έθιμο για το νησί μας και είναι πλέον παράδοση όπως λένε «η γιορτή των προβάτων».



Αλλά και γιορτή για τον κτηνοτρόφο και για όλους τους καλεσμένους, είναι μια ευκαιρία από αυτές που γυρεύουν συχνά οι κρητικοί για να σμίξουνε να κάνουνε παρέα και να πιούνε κρασί.



Την τάδε ημέρα θα κουρεύω σου λέει το αφεντικό μόνο να φανείς να πιούμενε ένα κρασί και είναι ευχαρίστηση του και το θεωρεί τιμή να έχει κόσμο στην κουρά ν-του και είναι περήφανος που θα δούνε οι καλεσμένοι τα κουδούνια ν-του και τσι κριγιούς και θέλει όλα να είναι στην εντέλεια για να αποφανιστεί και γίνεται μια πραγματική γιορτή. Ανάλογα με το πόσο μεγάλο είναι το κουράδι είναι και ο αριθμός των καλεσμάτων, χωρίς πάντα αυτό να είναι απαραίτητο. Δεν είναι λίγες οι φορές που μαζεύεται ο κόσμος και κουρεύανε πέντε ωζά και τρώνε τα δύο ή πολλές φορές έχουνε δύο ή τρία ωζά πρώτα τα κουρεύαινε και μετά τα σφάζανε και τα τρώνε και η κουρά είναι η πρόφαση για να γίνει η παρέα.



Τη προηγούμενη λοιπόν τσι κουράς σφάζει ο νοικοκύρης τα έχνη που θα του χρειαστούνε για το τραπέζι, ετοιμάζει τα σύνεργα τσι κουράς, ψαλίδες, μπούζαστρα, που θα πει τα σκοινιά που δένουνε τα πόδια των προβάτων και ό,τι άλλο θα του χρειαστεί. Τα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα πήγαιναν με τσι γαϊδάρους ούλα τουτανέ τα σύνεργα στο ν-τόπο τσι κουράς. Στην κουρά όπως και σε κάθε δουλειά του κρητικού υπάρχει ιεραρχία και καταμερισμός εργασίας. Αυτοί που κατέχουνε και κουρεύουνε είναι οι κουρίσκοι που και αυτοί είναι καλοί και μέτριοι και που πολλές φορές ξεσυνορίζουνται ποιος θελά κουρέψει πλιά πολλά ωζά και ποιος θα τα σάζει πλιά όμορφα.



Όσοι δε γ-κατένε να κουρεύουνε είναι οι πιαστάδες οι κουβηλέδες και οι μπουζαστάδες δηλαδή αυτοί που πιάνουνε και δένανε τα πόδια τω προβάτων και τα πηγαίνουνε σ-τσι κουρίσκους να τα κουρέψουνε. Είναι αυτοί που μπαίνουνε μέσα στη μάντρα και λαλούνε τα ωζά και βέβαια, αυτοί που έχουνε αναλάβει ένα σημαντικό κομμάτι, αυτοί που θα μαγειρέψουνε και θα περιποιηθούνε τον κόσμο θα ετοιμάσουνε βραστό, πιλάφι ή μακαρόνια μα αθότυρο, ψητό ή αντικριστό ανάλογα.



Σε όλη την διάρκεια τσι κουράς οι νοικοκύρηδές κουβαλούνε διάφορα εδέσματα, καλιτσούνια, τυρί, σκωτάκια, δροσερευτικά εποχής και κερνούνε το γ-κόσμο μια ρακί και ένα κρυγιό νερό. Μόλις τελειώσει η κουρά είναι στρωμένη και η τάβλα καθίζουνε ούλοι οι καλεσμένοι και ξεκινά ένα γλέντι τρικούβερτο. Οι ευχές πολλές για τον νοικοκύρη, του εύχονται να τα χιλιάσει του χρόνου διπλά να χαρεί τα έχει ν-του και πολλά άλλα, φυσικά δε λείπουνε τα τραγούδια , οι μαντινάδες, τα ριζίτικα, πολλές φορές τα όργανα και ο χορός. Στο τέλος όλοι κάνουνε μια ευχή να είναι καλά να σμίγουνε και του χρόνου και πάνε στα σπίτια τους.



Τώρα λόγω τσι εξέλιξης τσι τεχνολογίας αλλά και τσι παγκοσμιοποίησης, αλλά και λόγω και των αυξημένων υποχρεώσεων όλα αυτά πάνε να γίνουν παρελθόν.



Οι βοσκοί έχουν πολλές δουλειές, οι νοικοκύρηδες κουράζονται και δε θένε τραβάγιες, οι καλεσμένοι το θεωρούνε βαρετή υποχρέωση και λένε από μέσα τους καλιά να μη με καλέσει, θένε να αποφύγουν και το δώρο που εδά τελευταία λόγω μόδας αρχίξανε και πάνε και σ-τσι κουρές. Η τεχνολογία έβγαλε κουρευτικές μηχανές ο καθένας κάμει την δουλεία ν-του γερά-γερά και μοναχός του και αποφεύγει και τη φασαρία.



Τώρα τελευταία έχουμε εξελιχθεί ακόμη περισσότερο και υπάρχουν συνεργεία που συνήθως είναι αλλοδαποί και παίρνουν δύο και τρία ευρώ το πρόβατο χωρίς ο βοσκός να κάνει τίποτα και χωρίς να έχει άλλη υποχρέωση.



Αυτό όμως είναι λυπηρό, με τον τρόπο αυτό θα ξεχάσουμε τα έθιμά μας, θα αποξενωθούμε, θα χαθεί η ταυτότητά μας το μόνο που θα μείνει είναι αντί να σμίγουμε να πίνουμε ένα κρασί και να κάνουμε μία παρέα θα μιλούμε μεταξύ μας μέσα από το facebook και από το κινητό και θα είμαστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων.





Πηγή: rethemnosnews.gr










Οκτώβριος: όνομα, συνήθειες, παραδόσεις, λαϊκή σοφία










Ο Οκτώβριος ή Οκτώβρης είναι ο δεύτερος μήνας του φθινοπώρου και δέκατος όλου του χρόνου στο Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Είναι ένας από τους 7 μήνες που έχουν 31 μέρες (Ιανουάριος, Μάρτιος, Μάιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Δεκέμβριος οι άλλοι).

Ο Οκτώβριος του νότιου ημισφαιρίου: Ο Οκτώβριος αντιστοιχεί στον Απρίλιο. Δηλαδή όταν στο βόρειο ημισφαίριο (όπου ανήκει και η Ελλάδα) είναι 1η Οκτωβρίου και φθινόπωρο, στο νότιο ημισφαίριο είναι σε αντιστοιχία 1η Απριλίου, δηλαδή άνοιξη. Και ασφαλώς όταν στο νότιο ημισφαίριο είναι Οκτώβριος, στην Ελλάδα είναι Απρίλιος. Μην λησμονήσετε να κάνετε το πείραμα με την υδρόγειο σφαίρα και τον φακό που φωτίζει διαφορετικές περιοχές της γης.

Από που πήρε το όνομά του: Η ονομασία του προέρχεται από το λατινικό October, -bris. Octo είναι το οκτώ και ottavo ο έβδομος. Αυτό το otto τροφοδότησε και όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες (otto στα ιταλικά, ocho στα ισπανικά, eight στα αγγλικά, acht στα γερμανικά κ.ο.κ). Οι Ρωμαίοι τον ονόμαζαν και Sementilius (semen = σπόρος), από την σπορά, βασική ασχολία της εποχής.

Γιατί ονομάστηκε «όγδοος» αφού είναι ο δέκατος;

Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο πρωτοχρονιά ήταν η 1η Μαρτίου, έτσι ο Οκτώβριος ήταν ο όγδοος μήνας του έτους. Το 153 π.Χ. η Σύγκλητος καθιέρωσε ως πρώτο μήνα τον Ιανουάριο και έτσι ο Οκτώβριος έγινε ο δέκατος μήνας ενώ το 46. π.Χ. καθιερώθηκε το νέο Ιουλιανό ημερολόγιο από τον Ιούλιο Καίσαρα όπου οι Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος διατήρησαν τα ονόματά τους παρά την αλλαγή σειράς τους (ένατος, δέκατος, ενδέκατος, δωδέκατος).

Πως αλλιώς λέγεται:

Οχτώβρης, Αηδημητριά​της από τη μεγάλη γιορτή του Αγίου Δημητρίου που αποτελεί το ορόσημο του χειμώνα.

Σπαρτής ή Σπαρτάς ή Σποριάς γιατί σπέρνουμε πολλά στις μέρες του και είναι η βασική γεωργική ασχολία.

Παχνιστής γιατί καλύπτονται από πάχνη οι αγροί

Μπρουμάρης​ δηλαδή ομιχλώδης και σκοτεινός.

Τρυγομηνάς (από τον τρύγο) τον ονομάζουν οι Έλληνες του Πόντου, αν και έτσι είναι γενικώς γνωστός ο Σεπτέμβριος και όχι ο Οκτώβριος.

Νειαστής (αρχ.): με πολλά οργώματα (νεάω = οργώνω χέρσα γη).

Χριστιανική Παράδοση: η χριστιανική παράδοση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την γιορτή του Αγίου Δημητρίου στις 26 του μήνα, μεγάλου αγίου της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και πολιούχου της Θεσσαλονίκης. Η γιορτή του Αγίου Δημητρίου με εκείνη του Αγίου Γεωργίου χώριζαν το γεωργικό έτος σε δύο εξάμηνα (τέταρτος, δέκατος μήνας) και πραγματικά σήμαιναν την έλευση του χειμώνα.

Στην αρχαία Ελλάδα: Στην αρχαία Ελλάδα ισοδυναμούσε με το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Βοηδρομιώνα και το πρώτο δεκαπενθήμερο του Πυανεψιών. Η περίοδος αυτή ήταν πλούσια σε γιορτές (Πυανέψια, Θησεία, Θεσμοφόρια κ.α.). Ο Πυανεψιών ήταν ο τέταρτος στη σειρά μήνας στο Αττικό ημερολόγιο και αντιστοιχούσε με το χρονικό διάστημα από μέσα Οκτωβρίου μέχρι μέσα Νοεμβρίου. Ο Πυανεψιών πήρε το όνομά του από τη γιορτή Πυανέψια (Πυάνος+έψω=βράζω κουκιά) που γίνονταν προς τιμήν του θεού Απόλλωνα. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Θησέας, πηγαίνοντας στην Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο, σταμάτησε στη Δήλο και έκανε θυσία στον Απόλλωνα, υποσχόμενος ότι αν κερδίσει την μάχη με τον Μινώταυρο θα του πρόσφερε στολισμένα κλαδιά ελιάς. Επιστρέφοντας ο Θησέας στην πατρίδα του, εκπλήρωσε την υπόσχεσή του με αυτήν την γιορτή. Και που κολλάνε τα κουκιά; Κατά την επιστροφή του στην πατρίδα, τα τρόφιμα τελείωσαν και οι σύντροφοί του μάζεψαν ό,τι μπορούσαν και το μαγείρεψαν κάνοντας φασολάδα. Αυτό το έθιμο διατηρήθηκε προς τιμή του Απόλλων ως Πυανέψια και από εκεί πήρε το όνομά του και ο μήνας.

Με ποιες συνήθειες/φαινόμενα συνδέεται:

Τα πρωτοβρόχια: οι πρώτες αξιοσημείωτες βροχές που τόσο τις έχει ανάγκη το χώμα, τα φυτά, όλα.

Τα σύννεφα πυκνώνουν, τα φύλλα αρχίζουν να πέφτουν, η φύση ξεκινά να χάνει πολύ από το πράσινο χρώμα της, ο ήλιος μικραίνει. Θυμηθείτε τον καταπληκτικό μύθο του Ανήλιαγου εδώ.

3 Οκτωβρίου: Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, πολιούχου Αθηνών.

18 Οκτωβρίου: του Ευαγγελιστή Λουκά.

26 Οκτωβρίου: του Αγίου Δημητρίου, γιορτή που έδωσε τα προσωνύμια «Αι-Δημητριάτης» και «Αι-Δημήτρης» στον μήνα.

Φρούτα και λαχανικά: Ακτινίδια, αχλάδια, λεμόνια, μήλα, ρόδι, σταφύλια, φραγκόσυκα, ροδάκινα, κουνουπίδι, καρότα, κολοκύθια, ραδίκια, κρεμμύδι, λάχανο, μαρούλια, μελιτζάνες, ντομάτες, πατάτες, παντζάρια, πιπεριές, σέλινο, σπανάκι, φασολάκια.

Μαζεύουμε: σπανάκι, κουνουπίδια, λάχανα

Φυτεύουμε: σέλινα, πράσα, μαϊντανό, κρεμμύδια, κουκιά, σκόρδα.

Ανθίζουν: Είναι η εποχή που πρωτανθίζουν τα κυκλάμινα ή αλλιώς αϊδημητριάτικα. «Κυκλάμινο, κυκλάμινο, στου βράχου τη σχισμάδα που βρήκες χρώματα κι ανθείς, που μίσχο και σαλεύεις;» (Γιάννης Ρίτσος)



Η Περπερούνα: ένα από τα πιο γνωστά έθιμα “μαγείας” ήταν η Περπερούνα, με την οποία προσπαθούσαν να προσελκύσουν τη βροχή. Η Περπερούνα γίνεται είτε προς το τέλος της άνοιξης λόγω της ανομβρίας της εποχής είτε αυτήν την εποχή, τον Οκτώβριο, πάλι για προσέλκυση της απαραίτητης βροχής. Στόλιζαν λοιπόν ένα μικρό, φτωχό κορίτσι, κάπου 8-10 ετών, με λουλούδια και πρασινάδες ώστε να πρασινίσει ο κάμπος σαν την Περπερού, το κορίτσι δηλαδή. Τα υπόλοιπα κορίτσια του χωριού, με την περπερούνα στη μέση, πηγαίνουν στα σπίτια και τραγουδούν το τραγούδι της (από Δόμνα Σαμίου οι στίχοι):

Περπερούνα περπατεί

και το Θιό παρακαλεί

για να βρέξει μια βροχή,

μια βροχή, μια σιγανή

για να γέν’ τα στάρια μας

κι τα καλαμπόκια μας.

Μπάρις, μπάρις τα νιρά,

μπάρις, μπάρις τα κρασιά.

(μπάρις=λακκούβες με νερό)

Όταν τελειώσει το τραγούδι, η νοικοκυρά χύνει ένα μικρό κανάτι νερό στο κεφάλη της Περπερούνας και της λέει “καλή βροχή να δώσει ο Θεός” και της δίνει κάτι για το καλό (νόμισμα ή καλούδι).

Παροιμίες:

Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη, έχει οκτώ σειρές στ’ αλώνι ή Οκτώβρης και δεν έσπειρες οκτώ σωρούς δεν έκανες.

Οκτώβρη και δεν έσπειρες καρπό πολύ δεν παίρνεις.

Οκτώβρης και δεν έσπειρες, σιτάρι λίγο θα ‘χεις.

Οκτώβρη και δεν έσπειρες λίγο ψωμί θα πάρεις.

Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες.

Οκτώβρη και δεν έσπειρες, τρία καλά δεν έκαμες.

Οκτώβρης βροχερός, Οκτώβρης καρπερός.

Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια.

Άη Δημητράκη μου, μικρό καλοκαιράκι μου.

Αν δε χορτάσει ο Οκτώβριος τη γη, πούλησε τα βόδια σου και αγόρασε σιτάρι.

Άσπορος μη μείνεις, άθερος δε μένεις.

Οκτώβρης-Οκτωβροχάκης το μικρό καλοκαιράκι.

Τ’ άη – Δημητριού, τι είσαι ‘σύ και τι ‘μαι εγώ λέει το νιο κρασί στο παλιό.

Τ’ Άη Λουκά σπείρε τα κουκιά.

Τα σταφύλια τρυγημένα και τα σκόρδα φυτεμένα.



Αργίες: 28 Οκτωβρίου, γιορτή του ΟΧΙ





Πηγή : Απόστολος Πάππος













Ήθη, έθιμα και παραδόσεις των Ιωαννίνων.



Τα ήθη τα έθιμα και οι παραδόσεις των Ιωαννίνων και των Ελλήνων γενικά, αποτελούν ένα πολύ σημαντικό τμήμα του ελληνικού παραδοσιακού πολιτισμού που διαμορφώθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας/Λατινοκρατίας.



Ήθη και έθιμα είναι δύο λέξεις στενά δεμένες μεταξύ τους. Τα ήθη αποτελούν τους άγραφους κανόνες συμπεριφοράς, τις αντιλήψεις και τις νοοτροποίες μιας κοινωνίας. Τα έθιμα είναι οι ενέργειες, οι πράξεις με τις οποίες εκφράζονται τα ήθη. Παραδόσεις είναι τα έθιμα που κληρονομούνται από γενιά σε γενιά, ή οι διάφοροι θρύλοι γύρω από διάφορα πράγματα, ζώα κ.τ.λ.



Τα έθιμα διακρίνονται σε εκείνα που συνδέονται με τους τρεις κύριους σταθμούς της ανθρώπινης ζωής, τη γέννηση,το γάμο και το θάνατο, σε εκείνα που σχετίζονται με τη λαϊκή λατρεία και σε αυτά που αφορούν την οικιακή ζωή, καθώς και την εργασία.



Τα σχετικά με τον κύκλο της ανθρώπινης ζωής είναι έθιμα προσοχής και απαγορεύσεων.



Τα λατρευτικά έθιμα διακρίνονται σε εκείνα που τελούνται σε έκτακτες περιπτώσεις και σε εκείνα που τελούνται τακτικά σύμφωνα με το εορτολόγιο της εκκλησίας και τις εποχές του έτους.



Τα έθιμα που συνδέονται με την οικιακή ζωή έχουν ως σημείο αναφοράς το σπίτι, που είναι το κέντρο της οικογενειακής ζωής και γι' αυτό θα πρέπει να προφυλαχτεί από κάθε κακό με ένα στοιχείο-φύλακα. Στα οικιακά έθιμα κατατάσσονται και τα έθιμα της φιλοξενίας που έχουν πανάρχαιες καταβολές.



ΗΘΗ: Τα ήθη όπως είπα, αποτελούν άγραφους κανόνες συμπεριφοράς γι' αυτό και δεν μπορώ να γράψω περαιτέρω πληροφορίες.



ΕΘΙΜΑ:Τα έθιμα είναι πάρα πολλά, από τα οποία άλλα ισχύουν σε όλη την Ελλάδα και άλλα μόνο στο νομό Ιωαννίνων. Τα έθιμα θα είναι χωρισμένα σε κατηγορίες και είναι τα παρακάτω:



Σχετικά με τον κύκλο της ζωής:
Για να στεριώσει ένας γάμος οι γονείς βάζουν στα νιογάμπρια διάφορα φυλαχτά
Μετά από γάμο ή κηδεία δεν πρέπει κανείς να κοιτάει πίσω του
Για να βγει γερό ένα παιδί τοποθετούν στην κούνια του διάφορα φυλαχτά


Πιο αναλυτικά:

Το έθιμο του γάμου:

Πριν από το γάμο: Οι αρραβώνες. Γίνονταν με συμφωνία των γονέων, οι μελλόνυμφοι δεν έπρεπε να ιδωθούν από τους αρραβώνες έως και το γάμο. Η τελετή στο σπίτι της νύφης. Η αλλαγή των δαχτυλιδιών(συνήθως από το νονό της νύφης) με την παρουσία του ιερέα (όχι απαραίτητα). Η διακόσμηση του τραπεζιού με τριαντάφυλλα, βασιλικό, πιάτο με ρύζι και κουφέτα.

Την εβδομάδα του γάμου: Ξεκινούσε την Τετάρτη με τη μπογιά, πηγαίνανε συγγενείς του γαμπρού στο σπίτι της νύφης με μια μπουγάτσια με σουσάμι και διάφορα σχέδια πάνω. Όταν πήγαιναν στο σπίτι της νύφης ρίχνανε μια τουφεκιά για το ξεκίνημα του γάμου. Την Πέμπτη από το σπίτι του γαμπρού οι συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν για ξύλα για να μαγειρέψουν όλα τα φαγητά για το γάμο. Στο σπίτι της νύφης ετοίμαζαν τα προικιά. Έρχονταν συγγενείς του γαμπρού και σχεδόν όλο το χωριό, κι έπαιρναν τα προικιά και τα πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Το Σάββατο το βράδυ άρχιζε ο γάμος στο σπίτι του γαμπρού με παραδοσιακή μουσική. Την Κυριακή είχαν όργανα και στο σπίτι της νύφης και τραπέζι σε όλους τους καλεσμένους. Παράλληλα άρχιζαν να στολίζουν τη νύφη τραγουδώντας το χωρισμό της από τη μάνα. Μετά το μεσημέρι φεύγανε από το σπίτι του γαμπρού όλο το ψίκι με πρώτο το Βλάμη κρατώντας το μπαϊράκι και χορεύοντας πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Την έβγαζαν οι γονείς της ως την πόρτα του σπιτιού τους. Ο γαμπρός τη φιλούσε και την κερνούσε ένα κόσμημα και φεύγανε για την εκκλησία. Μπροστά πήγαινε ο γαμπρός με τους γονείς του, πιο πίσω ακολουθούσε η νύφη με τους δικούς της γονείς και όλο το ψίκι ακολουθούσε έως την εκκλησία. Μετά το μυστήριο ακολουθούσε χορός έξω από την εκκλησία. Χόρευαν οι κουμπάροι, οι νεόνυμφοι και οι γονείς. Γυρνούσανε στο σπίτι του γαμπρού όπου η πεθερά κερνούσε τη νύφη μέλι και καρύδι. Εκεί συνεχιζόταν το γλέντι όλο το βράδυ. Τη Δευτέρα συνεχιζόταν το γλέντι, οι καλεσμένοι έφερναν το κανίσκι (αρνί ψητό ή χέλι και κρασί) και το γλέντι συνεχιζόταν έως και την Τρίτη το πρωί οπότε και τελείωνε ο γάμος.*



Βαφτίσια: Οι γονείς μοιράζουν προσκλήσεις στα πολύ κοντινά πρόσωπα. Την ημέρα της βάφτισης μοιράζονται στους παρευρισκόμενους στην εκκλησία σταυρουδάκια και η νονά ντύνει το μικρό, η δε μητέρα κάνει μετάνοιες στη νονά για να της δώσει το παιδί. Μετά την εκκλησία ακολουθεί ένα μικρό φαγοπότι μεταξύ των συγγενών.



Κηδεία: Το βράδυ της ημέρας που πέθανε το άτομο, οι συγγενείς του ξενυχτάνε πάνω από το φέρετρο. Την επόμενη ο νεκρός μεταφέρεται με συνοδεία στην εκκλησία και από κει στο νεκροταφείο. Μετά οι συγγενείς πάνε στο σπίτι του θανόντος και πίνουν καφέ ή κονιάκ.



Σχετικά με τη λατρεία:

Α) Χριστιανικά

Β) Ειδωλολατρικά



Χριστιανικά:
Χριστούγεννα
Φώτα
Πάσχα
Δεκαπενταύγουστος κ.λπ.

Ειδωλολατρικά:
Απόκριες(Καρναβάλι)



Πιο αναλυτικά:

Χριστιανικά:

Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα (τα Δωδεκαήμερα)



Προετοιμασίες:

Οι προετοιμασίες για τα Δωδεκαήμερα αρχίζουν κανονικά λίγες μέρες μετά την 14η Νοεμβρίου, που αρχίζει και η νηστεία για τα Χριστούγεννα. Οι προετοιμασίες αυτές δεν είναι π.χ. το στόλισμα του σπιτιού κ.τ.λ. αλλά η προετοιμασία των ζώων που θα σφαχτούν για το γιορτινό τραπέζι. Το στόλισμα του σπιτιού αρχίζει την 17η Δεκεμβρίου όταν στολίζεται το δέντρο ή το καραβάκι, πλένονται οι κουρτίνες και τα καλύματα των καναπέδων κι όλα τα σχετικά.



Οι γιορτές:

Έτσι φτάνουμε στην παραμονή. Τα παιδιά βγαίνουν για να πουν τα κάλαντα και για να διαδώσουν έτσι τον ερχομό των γιορτών και οι κάτοικοι δίνουν χαρτζιλίκι στα παιδιά. Ανήμερα των Χριστουγέννων όλοι πρέπει να πάνε στην εκκλησία. Το βράδυ γίνεται το χριστουγενιάτικο τραπέζι.

Μετά λίγων ημερών έρχεται η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τα παιδιά βγαίνουν και πάλι για να πουν τα κάλαντα, και πάλι οι κατοικοι δίνουν στα παιδιά το χαρτζιλίκι τους. Την ίδια νύχτα πριν έρθει ο καινούριος χρόνος οι άνθρωποι πηγαίνουν σε νυχτερινά κέντρα για να γιορτάσουν εκεί τον ερχομό του νέου χρόνου.

Αφού πέρασε και η Πρωτοχρονιά πάμε στα Φώτα. Την παραμονή λέγανε τα κάλαντα των Φώτων και ο παπάς γυρνούσε με το σταυρό από σπίτι σε σπίτι κι έκανε αγιασμό για να φύγουν οι Καλικάντζαροι. Ανήμερα των Φώτων οι άνθρωποι πηγαίνουν στην εκκλησία με μια κανάτα με νερό για να το έχουν άγιασμα για όλο το χρόνο.



Πάσχα:

Προετοιμασίες:

Για το Πάσχα δε γίνονται κάποιες ιδιαίτερες προετοιμασίες.



Σάββατο του Λαζάρου:

Αυτή τη μέρα τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους με στολισμένο το "Λάζαρο" και με κύπρους τραγουδούσαν: "Εν τη πόλει Βηθανία".



Μεγάλη Εβδομάδα:

Κυριακή των Βαΐων:

Οι άνθρωποι πηγαίνουν στην εκκλησία για να πάρουν βάγια (κομμάτια δάφνης) και να χτυπήσουν με αυτά τους άλλους λέγοντας "Χρόνια Πολλά".

Η Μ. Εβδομάδα κυλούσε με κατάνυξη έως και τη Μ. Παρασκευή.

Μ. Παρασκευή:

Αυτή τη μέρα τα παιδιά πηγαίνουν στην εκκλησία για να στολίσουν τον επιτάφιο και να χτυπάνε την καμπάνα. Οι δε γυναίκες πηγαίνουν στο νεκροταφείο για να πλύνουν τα μνήματα και να ανάψουν τα καντήλια. Το απόγευμα της ίδιας μέρας όλοι πηγαίνουν στην εκκλησία με κόκκινες λαμπάδες. Στο τέλος περίπου της λειτουργίας ο επιτάφιος συνοδευόμενος από τα εξαπτέρυγα, οδηγείται ή γύρω από την εκκλησία ή από τη μια εκκλησία στην άλλη (αν υπάρχει).

Την άλλη μέρα, Μ. Σάββατο το βράδυ οι άνθρωποι πηγαίνουν στην εκκλησία με άσπρες λαμπάδες και τα παιδιά με τις λαμπάδες που τους χάρισαν οι νονές τους, για να γιορταστεί η Ανάσταση.



Δεκαπενταύγουστος:

Η κοίμηση της Θεοτόκου. Σε άλλα χωριά γίνονται πανηγύρια και σε άλλα όχι.



Ειδωλολατρικά:

Καρναβάλι:

Μετά το πρώτο Ψυχοσάββατο, έρχονται οι Απόκριες. Οι άνθρωποι και ιδιαίτερα τα παιδιά ντύνονται μασκαράδες και περνάνε από τα σπίτια για να πάρουν το γλυκό και το δεκάρικό τους. Στα μεσοχώρια ανάβουνε φωτιές τα λεγόμενα "χαλαούζια" ή "τζαμάλες" και διασκεδάζουν ως αργά το βράδυ.



Σχετικά με την οικιακή ζωή:
Κατά τη θεμελίωση ενός σπιτιού σφάζεται ένας κόκορας του οποίου το αίμα ρίχνεται στα θεμέλια και τον υπόλοιπο κόκορα τον τρώνε οι μάστορες.
Οι γεωργοί περιμένουν την ημέρα του σταυρού για να ευλογηθεί ο σπόρος.
Οι ναυτικοί δεν ταξιδεύουν πριν τα Φώτα κ.τ.λ.

Για τα έθιμα αυτά δεν γνωρίζω περαιτέρω πληροφορίες.



Παραδόσεις-Θρύλοι:

Οι περισσότερες παραδόσεις-θρύλοι είναι σχετικές με την ειδωλολατρεία. Πολλές από αυτές είναι σχετικές με ζώα, με την πρόβλεψη του καιρού κ.τ.λ.



Πιο αναλυτικά:

Καλικάντζαροι:

Η γη στηρίζεται σε ένα δέντρο, και οι καλικάντζαροι προσπαθούν να κόψουν το δέντρο από την 1η Ιανουαρίου. Όταν έρθουν τα Χριστούγεννα οι καλικάντζαροι τρομάζουν από το Χριστό και φεύγουν. Μέχρι να ξαναπάνε στο δέντρο την 1η του Γενάρη το δέντρο ξαναγίνεται και οι καλικάντζαροι πρέπει να ξαναρχίσουν.



Ζώα:

Περιστέρι:

Το περιστέρι θεωρείται ευλογημένο πουλί από το Χριστό. Μια φορά που οι Εβραίοι κυνηγούσαν το Χριστό, εκείνος πήγε και κρύφτηκε πίσω από ένα θάμνο ο οποίος δεν ήταν πυκνός και ο Ιησούς φαινότανε. Τότε το περιστέρι είδε ότι ο Ιησούς κινδύνευε και πήγε μπροστά στο θάμνο και τίναζε τα φτερά του για να μη δουν οι Εβραίοι τον Ιησού. Από τότε ο Ιησούς το ευλόγησε.



Αλεκτρύονας(κόκορας):

Νέος που τον είχε ο Άρης ως υπηρέτη του για να τον ειδοποιεί για τον ερχομό της Αυγής. Ένα βράδυ ο Θεός πήγε στο σπίτι του Ήφαιστου για να δει την Αφροδίτη. Ο Αλεκτρύονας αποκοιμήθηκε. Ο Ήλιος είδε τον Άρη και ειδοποίησε τον Ήφαιστο. Ο Άρης θύμωσε και μεταμόρφωσε τον Αλεκτρύονα σε κόκορα. Από τότε ζει κοντά στους ανθρώπους για να τους ξυπνάει κάθε πρωί.



Κουκουβάγια:

Η κουκουβάγια ήταν μια φτωχή γυναικούλα. Όταν σταύρωσαν το Χριστό, έτρεξε πρώτη να παρηγορήσει την Παναγία. Η Παναγία ευχαριστήθηκε πολύ γι' αυτό. Της έταξε κάθε μέρα μικρά πουλιά να' χει να τρώει. Έτσι εξηγείται γιατί, άμα παρουσιαστεί κουκουβάγια την ημέρα, μαζεύονται πολλά πουλάκια και την ακολουθούν, τιτιβίζοντας δυνατόφωνα.



Μαντική από ζώα:
Όταν το σκυλί ουρλιάζει τη νύχτα κάποιος θα πεθάνει. Όταν το σκυλί ουρλιάζει την ώρα που πηγαίνουν το νεκρό στην εκκλησία, σε σαράντα μέρες κάποιος άλλος θα πεθάνει.
Όταν μια καρακάξα λαλήσει στην αυλή του σπιτιού ή πάνω σ' αυτό, τότε κακό γράμμα θα έχουν.
Όταν τα χελιδόνια πετάν χαμηλά, τότε θα βρέξει, αν πετάνε ψηλά θα κάνει καλή μέρα.
Όταν της κότας της πάρουν ξένοι τ' αυγά από τη φωλιά, θα γίνει μεγάλη ζημιά.
Όταν λαλήσει κουκουβάγια πάνω από ένα σπίτι, κάποιος θα πεθάνει.
Όταν τα πρόβατα είναι χορτάτα και βελάζουν, λένε πως λύκος θα πέσει στο μαντρί.
Όταν μέσα σ' ένα σπίτι φτιάξουν φωλιά τα μυρμήγκια, λένε πως είναι για πλούτη το σπίτι αυτό.
Όταν τα ποντίκια σε τρώνε στο σπίτι, λένε πως κάποια κλεψιά έχεις να περιμένεις.



* Από αυτά τα έθιμα λίγα διατηρούνται σήμερα, κι αν διατηρούνται, τηρούνται τα πιο βασικά. Διάφοροι σύλλογοι προσπαθούν να αναβιώσουν κάποια από αυτά έτσι ώστε να θυμούνται οι παλαιώτεροι, να τα μαθαίνουν οι νεώτεροι και να μη χάνονται με το πέρασμα του χρόνου.







Πηγή: http://gym-eleous.ioa.sch.gr










Οι Γοργόνες στη Λαογραφία






Γοργόνα σε πίνακα του Materhouse





Με την ονομασία γοργόνα περιγράφονται μυθικά πλάσματα της θάλασσας με μορφή γυναίκας από τη μέση και επάνω (με κορμό, χέρια και κεφάλι) και με τη μορφή ψαριού από τη μέση και κάτω (λέπια και ουρά). Οι γοργόνες απαντώνται στη μυθολογία, στη λογοτεχνία και στη λαογραφία πολλών πολιτισμών.



Στη νεότερη ελληνική λαογραφία η Γοργόνα είναι θαλάσσιος δαίμονας που αρπάζει από τα πλοία τους ναύτες και μετά τα βυθίζει, ενώ θεωρείται υπεύθυνη για τους ανεμοστρόβιλους στη θάλασσα. Έχει σώμα γυναίκας, από την μέση και πάνω, και ψαριού, από την μέση και κάτω.



Η Θεσσαλονίκη ήταν Μακεδόνισσα πριγκίπισσα, κόρη του βασιλιά Φιλίππου του Β’ και της Θεσσαλής γυναίκας του Νικησιπόλεως από τις Φερές. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β’, για να εορτάσει την ημέρα γέννησης της κόρης του, η οποία συνέπιπτε με την νίκη των στρατευμάτων του το 353 π.Χ., μεταξύ του μακεδονικού στρατού και της Θεσσαλικής Συμμαχίας στη σημαντική μάχη του Κρόκιου Πεδίου στη Θεσσαλία εναντίον των Φωκιέων, φέρεται να ονόμασε την νεογέννητη κόρη του «Θεσσαλονίκη», από τις λέξεις Θεσσαλών και Νίκη.



Ήταν ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σύζυγος του Κάσσανδρου. Οι γιοί της ήταν οι Αλέξανδρος Ε’ και Αντίπατρος Β’, και μετά τον θάνατο του Κασσάνδρου η Θεσσαλονίκη δολοφονήθηκε από τον Αντίπατρο κατά τη διάρκεια δυναστικής έριδας με τον αδερφό του.



Ο μύθος της γοργόνας θέλει τη Θεσσαλονίκη να χύνει από λάθος το αθάνατο νερό που είχε αποκτήσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Από τη στενοχώρια της, ζήτησε από τους θεούς να μην δει ποτέ τον θάνατο του αδερφού της και να ζει πάντα με την ελπίδα ότι αυτός βασιλεύει. Οι θεοί τη μεταμόρφωσαν σε γοργόνα κι από τότε συνήθιζε να εμφανίζεται σε ανθρώπους μεσάνυχτα Σαββάτου. Κατά τα θρυλούμενα, η γοργόνα ζει στη Μαύρη θάλασσα και συχνά κατεβαίνει στο Αιγαίο. Όταν συναντήσει στον δρόμο της κάποιο πλοίο, το πιάνει από την πλώρη και ρωτάει: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;», αν οι ναύτες απαντήσουν ότι ζει, τους αφήνει να φύγουν τραγουδώντας με την λύρα της. Αν οι ναύτες όμως απαντήσουν ότι ο Αλέξανδρος πέθανε, πετάει το καράβι ψηλά και πέφτοντας στο νερό βυθίζεται παίρνοντας μαζί του και τους ναύτες. Έπειτα η γοργόνα το μετανιώνει για τις ζωές των ναυτών που αφαίρεσε, κλαίει και μοιρολογεί, τόσο, ώστε από τα κλάματα σηκώνεται τρικυμία και θύελλα μεγάλη, που αφανίζει τα πάντα στο πέρασμά της .



Πηγή: iefimerida.gr



larissanet.gr

















Ο Ήλιος και το δημοτικό τραγούδι








Ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί
και το ντουνιά ζεσταίνεις
μένα γιατί μ' αρνήθηκες;
σαν το δεντρί μαραίνομαι,
σαν φύλλο κιτρινίζω χωρίς
εσένα ήλιε μου
μια χαραυγή αχ μαύρη χαραυγή
στο σκότος θα πεθάνω
και συ θα παίζεις θα γελάς



Ακούστε το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=T7Y8ls4-qKY





Ο Ήλιος, η βασικότερη πηγή ενέργειας, αποτελεί παράλληλα και βασική πηγή έμπνευσης και στιχουργίας.


Μου πήραν τον ήλιο μου, αλλά εγώ θα τον βρω.
Κανόνισα μια μυστική συνάντηση μαζί του
όπως εκείνος που πηγαίνει για παράνομο τύπο
ή για παράνομο υλικό. Θα γιομίσω τον κόρφο μου
μεγάλα φύλλα χρυσαφιού και λάμπες για την κρύπτη μου,
πριν μου αφανίσουν την ψυχή να τη κυκλοφορήσω
χέρι με χέρι μες τη νύχτα.


Νικηφόρος Βρεττάκος






Πίσω από μακρινές κορφές ο ήλιος βασιλεύει,
και τ’ ουρανού τα σύνορα χίλιες βαφές αλλάζουν,
πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ολόχρυσες, γαλάζες,
κι ανάμεσά τους σκάει λαμπρός λαμπρός ο Αποσπερίτης.




Κώστας Κρυστάλλης







«Εις την δημώδη ελληνικήν ποίησιν είναι συνηθέσταται ποικιλώταται εικόνες και παρομοιώσεις ειλημμέναι εκ του ηλίου, προς παράστασιν της γυναικείας καλλονής… Πολλά δ’ επίθετα έχομεν με πρώτον συνθετικόν την λέξιν ήλιος προς δήλωσιν υπερόχου καλλονής… Το κάλος του ηλίου λαμβάνεται ως ορος συγκρίσεως προς το ανθρώπινον, προπάντων προς το γυναικείον». (Νικόλαος Γ. Πολίτης)




Ο ήλιος του Μαγιού




Λάμπει ο ήλιος του Μαγιού και καίει τα λιθάρια,
Και η Χάιδω από το Πάπιγκο μαραίνει παλικάρια.
Κίντας κινάει για νερό, κίντας κινάει για πλύμα,
Μ’ αυτή την κόκκινη ποδιά την παραμπογιασμένη.
Και με τα μαύρα της μαλλιά στην πλάτη της ριγμένα,
Λάμπει ο ήλιος του Μαγιού και μάγεψε και μένα.

Ακόμα ο ήλιος ως ιερό ουράνιο σώμα είναι το σύμβολο, εκεί όπου δίνουμε «όρκο τιμής» και δύσκολα, μα πολύ δύσκολα μπορούμε πλέον να τον «καταπατήσουμε!»






Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα ποτέ μην τραγουδήσω,
μ' απόψε για τους φίλους μου, για τους αγαπημένους,
θα πω τραγούδι θλιβερό και παραπονεμένο,
θα κάνω τα βουνά να κλαίν', τους κάμπους να δακρύζουν,
θα κάνω τη μανούλα μου να βγει στο παραθύρι.
- Ποιος είναι αυτός που σαν το γιο μου τραγουδεί,
είχα καιρό δεν τ' άκουσα, εδώ δώδεκα χρόνους,
ο γιος μου είναι στην ξενιτιά.




Εξαιρετικό – υπέροχο εναρκτήριο δημοτικό τραγούδι για κάθε γλέντι.
Ακούστε το εδώ:




https://www.youtube.com/watch?v=ZwPXMprjQ34






Προκειμένου να εξαρθεί «κοσμολογικά» η γυναικεία ομορφιά, τότε συγκρίνεται με τα δυο άστρα. Ήλιο και Φεγγάρι.




Εσύ είσαι ένας ήλιος,
φεγγάρι λαμπερό,
που θάμπωσες το φως μου
και δεν μπορώ να διω.






Στα τραγούδια του γάμου αποδίδεται η «ένωση ανδρός και γυναικός» με τη συνύπαρξη και τη συμβολοποίηση του Ήλιου και του Φεγγαριού.


Ήλιος και φεγγάρι




Ο ήλιος επαντρεύτηκε και πήρε το φεγγάρι,
εκάλεσε και στη χαρά συμπεθερούς τ’ αστέρια·
τα σύγνεφα τους έστρωσε στρώματα για να
κάτσουν,
τους έβαλε προσκέφαλα τις ράχες ν’ ακουμπήσουν,
τους έβαλε και τράπεζα στους κάμπους τα
λουλούδια,
τους έβαλε φαΐ να φαν το μόσκο και τα άνθια.
Κρασί τους έδωσε να πιουν θάλασσες και ποτάμια·
κι απ’ όλα τ’ άστρια τ’ ουρανού Αυγερινός δεν έρθε·
κι αυτού προς το ξημέρωμα Αυγερινός εφάνη,
φέρνει τον ύπνο ζωντανό στα νιόγαμπρα πεσκέσι,
φέρνει και στους συμπεθερούς λυχνάρι να τους
φέξει,
να φύγ’ν να παν στα σπίτια τους, τα νιόγαμπρα
νυστάζουν.




Ζωγράφειος Αγών Α’ σ. 168 (Ήπειρος)




Από «Τα δημοτικά μας τραγούδια»
(επιμ. Γιώργος Ιωάννου, εκδ. «Ερμής»)




Στον ήλιο απευθύνεται και η μάνα για να μάθει νέα από το ξενιτεμένο της παιδί.




Ήλιε μου


Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
Αυτού ψηλά που περπατάς και χαμηλά κοιτάζεις,
Μην ειδες, μην απάντησες τον αγαπητικό μου,
Σε τι βαρέλια κάθεται, σε τι τραπέζι τρώγει,
Τίνος χεράκια τον κερνούν και τα δικά μου τρέμουν,
Τίνος ματάκια χαίρονται και τα δικά μου κλαίνε,
Τίνος μανούλα χαίρεται και με πίνει φαρμάκι;








ΠΗΓΗ: ROMIANEWS / romiazirou.blogspot.com


























Το αμπέλι και το κρασί στην τοπική μας ιστορία και τις λαϊκές μας παραδόσεις








Ο Σεπτέμβρης σηματοδοτεί την έλευση του Φθινοπώρου. Η μέρα αρχίζει σιγά-σιγά να μικραίνει και η φύση παίρνει όψη μελαγχολική. Είναι ο μήνας τού τρυγητού και μια ακόρεστη επιθυμία με κυριεύει να υμνήσω το αμπέλι και το κρασί. Δεν ξέρω αν φταίνε οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας ή ο ενθουσιασμός του αμπελοκαλλιεργητή. Σημασία έχει πως αυτή η εποχή πάντα με κατακτούσε ολοκληρωτικά.

Νιώθω να πλανιέμαι αφημένος σε τόπους μυστηριώδεις και μαγευτικούς. Σε κόσμο φτιαγμένο από τελετουργίες διονυσιακές. Θυμάμαι τους τρυγητές να τραγουδούν στ’ αμπέλια του Σεπτέμβρη. Τα γαϊδουράκια φορτωμένα με κοφίνια, γιομάτα από σταφύλια. Τον εαυτό μου να κρατάει ένα λουρί και να τα συνοδεύει από το αμπέλι μέχρι το σπίτι. Ήταν ένα δρομολόγιο φτιαγμένο από εικόνες μεθυστικές. Στο πατητήρι πατούσαμε τα σταφύλια ξυπόλυτοι. Έτρεχε αδιάκοπα ο κεχριμπαρένιος μούστος κάτω από τα πόδια μας. Κουβάδες πήγαιναν κι έρχονταν για να γεμίσουν τα βαρέλια με το γλυκύτατο νέκταρ. Κι όταν ξεκινούσε η ζύμωση για να μετατραπεί ο μούστος σε θεϊκό κρασί, μια αποπνικτική μυρωδιά απλωνόταν σε όλη τη γειτονιά.

Τα στέμφυλα μεταφέρονταν σε δοχεία για την παρασκευή τού τσίπουρου. Μια τελετουργική διαδικασία η οποία λάμβανε χώρα στα καζαναριά. Οι γυναίκες έβραζαν το μούστο για να φτιάξουν πετιμέζι, ρετσέλια, μουσταλευριά και μουστοκούλουρα. Γλυκίσματα μιας εποχής νοσταλγικής, με γεύσεις και ευωδιές που παραμένουν αλησμόνητες.

Κάθε νοικοκύρης του χωριού είχε και το αμπελάκι του. Το φρόντιζε με μεράκι όλη τη χρονιά, για να πάρει την πολύτιμη σοδειά. Το κρασί και το τσίπουρο δεν έλειπε από κανένα σπίτι. Ήταν το βάλσαμο των ανθρώπων για τις χαρές και τις λύπες της ζωής. Εξάλλου, το κρασί αποτελεί προϊόν παμπάλαιας παράδοσης, που κρατάει από τα προϊστορικά χρόνια. Στα έπη τού Ομήρου γίνεται συχνή αναφορά στον οίνο και τη σχέση που είχε με τους Θεούς και τους ήρωες των Αχαιών και των Τρώων.

Κι εδώ στον όμορφο τόπο μας και στις γόνιμες λοφοπλαγιές του Κόζιακα και του Ιτάμου, οι αρχαίοι κάτοικοι συνήθιζαν να καλλιεργούν τ’ αμπελοτόπια τους. Έφτιαχναν κρασί γλυκόπιοτο για να προσφέρουν σπονδές στους Θεούς. Το απολάμβαναν και οι ίδιοι “κεκραμένο” (ανακατωμένο με νερό), σε συμπόσια και γιορτές. Το θεωρούσαν ίαμα, με ιδιότητες τονωτικές και ευεργετικές για την υγεία τους, όταν –φυσικά- επικρατούσε το «μέτρο».

Οι αρχαίοι Γόμφοιοι λάτρευαν τον Διόνυσο Κάρπιο, Θεό της γονιμότητας, της αμπέλου, του οίνου, της μυσταγωγίας και του κεφιού. Στην αγορά και στις δημόσιες τελετές, οι άνδρες της πόλης είχαν λόγους σοβαρούς να υπερηφανεύονται για το κρασί τους. Γιατί, αν ο μελιηδέας οίνος της Ισμάρου μέθυσε τον κύκλωπα Πολύφημο, το κρασί των Γομφαίων μεθοκόπησε τη λεγεώνα του Καίσαρα. Ο Πλούταρχος, με γλαφυρότητα διηγείται την κρασοκατάνυξη των Ρωμαίων, οι οποίοι περιφέρονταν σουρωμένοι στους δρόμους της πόλης και ξεσπούσαν σε Βακχικά ξεφαντώματα.

Κι όμως, αυτή η υπερβολική οινοποσία τούς απάλλαξε από μια περίεργη αρρώστια που κατάτρωγε τα σωθικά τους. Τα συνταρακτικά γεγονότα των Γόμφων, περιγράφονται με παραστατικό τρόπο και από τον Αππιανό: “Μετά τη μάχη είκοσι επιφανείς γέροντες της πόλης (των Γόμφων) ήταν νεκροί και κείτονταν καταγής στο ιατρείο σαν να ήταν μεθυσμένοι. Ένας καθόταν στο θρόνο σαν να ήταν ο γιατρός που τους έδωσε το φάρμακο”.

Οι Βυζαντινοί, διατήρησαν τη μακραίωνη παράδοση της αμπελοκαλλιέργειας. Η άμπελος κι ο οίνος θεωρούνταν ιερά σύμβολα του Χριστιανισμού. Οι μοναχοί, με ιδιαίτερο ζήλο αναλάμβαναν την περιποίηση των αμπελιών και την παρασκευή του κρασιού. Τα μοναστήρια της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών και του Δουσίκου (Μονή του Αγίου Βησσαρίωνος) κατείχαν εκτάσεις με αμπελοχώραφα, όπως μας πληροφορούν χειρόγραφα του 14ου αιώνα.

Η καλλιέργεια της αμπέλου συνεχίστηκε και στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1454/55, οι κάτοικοι της Μεγάλης Πόρτας πλήρωσαν φόρο 575 άσπρα για τη δεκάτη των αμπελιών και των κήπων. Το 1506, η φορολόγηση του μετρημένου μούστου ήταν 1.280 άσπρα και το 1569/70, η δεκάτη του φόρου για τον μετρημένο μούστο έφτασε τα 2.250 άσπρα.

Σε χοτζέτι που εκδόθηκε το 1485, γίνεται λόγος για τη δεκάτη των αμπελιών που καλλιεργούσαν οι δουσικώτες καλόγεροι. Ενώ, το 1516, εκδόθηκε φερμάνι με το οποίο οι μοναχοί καταγγέλλουν τους κατοίκους της πόλης (εννοεί της Πόρτας), επειδή ποδοπατούσαν με τα κοπάδια τους τ’ αμπέλια του μοναστηριού. Γνωστή ήταν και η μακροχρόνια αντιδικία των κατοίκων της Πόρτας Παναγιάς με τους δουσικιώτες μοναχούς, για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των πορταπαναγιώτικων αμπελιών.

Το 1835, αυτή η διαμάχη πήρε μεγάλες διαστάσεις και οι καλόγεροι υπέβαλαν αναφορά στο Πατριαρχείο. Το 1893, ο Philippson είδε στην Πόρτα Παζάρ και το Μουζάκι να καλλιεργούνται αμπέλια σε εκτεταμένες εκτάσεις. Στην Πύλη η τοποθεσία «Αμπελική» δηλώνει την περιοχή όπου οι χωριανοί είχαν τ’ αμπέλια τους. Αυτό το τοπωνύμιο είναι γνωστό από τα μέσα του 19ου αιώνα (μνημονεύεται σε συμβολαιογραφικές πράξεις).



Στις αρχές του 20ου αιώνα, η εμφάνιση της φυλλοξήρας προκάλεσε τεράστιο πλήγμα στον ελληνικό αμπελώνα. Όσες γηγενείς ποικιλίες κατάφεραν να γλυτώσουν από την καταστροφική αρρώστια, αφανίστηκαν αργότερα από την εγκατάλειψη της υπαίθρου και την εκρίζωση των αμπελιών.



Σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης η λαϊκή μούσα τραγούδησε το αμπέλι και το κρασί. Ο τρύγος υμνήθηκε με τους θαυμάσιους στίχους τού ποιητή μας Κώστα Κρυστάλλη: «Αμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμένο, δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω, να κάμω αθάνατο κρασί, μοσκοβολιά γιομάτο». Στο χοροστάσι η αυλαία του χορού άνοιγε με τον τοπικό χορό μπεράτι: «Μπαίνω μες στ’ αμπέλι σα νοικοκυρά, να κι ο νοικοκύρης που ’ρχεται κοντά, Έλα νοικοκύρη να τρυγήσουμε, κόκκινα σταφύλια να πατήσουμε». Μαζί με το αμπέλι, τραγουδήθηκε η ομορφιά και ο έρωτας. Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της κατηγορίας είναι το παραδοσιακό τραγούδι «Τρεις μαυρομάτες».



«Ωρέ, νάτες, νάτες που ’ρχονται τρεις μαυρομάτες,

κοντούλες και γιομάτες.



Ωρέ, και το δραγάτ’ τον έλεγαν δος μας σταφύλια

και φίλα μας στα χείλια.



Εσείς τ’ αμπέλ’ το ξέρετε, μπάτε και μάστε,

κανέναν μη φοβάστε.



Θέλ’τε σταφύλι πάρετε, θέλ’τε κυδώνι,

κανείς δε σας μαλώνει.



Όσο να μπει κι όσο να βγει η κόρη απ’ τ’ αμπέλι,

μας βγήκε φιλημένη».




Του Βασίλη Πανάγου / Εκπαιδευτικού






Ύψωση Τιμίου Σταυρού: Τα έθιμα της ημέρας









Στις 14 Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία τιμά τον Σταυρό του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως το «καύχημά» Της και η «δόξα» Της. Την ημέρα αυτή, σε αρκετές περιοχές της χώρας, αναβιώνουν διάφορα έθιμα που κρατούν ζωντανή την ορθόδοξη παράδοση.



Η γιορτή του Σταυρού έχει ιδιαίτερη σημασία για τους γεωργούς, διότι αποτελεί την αφετηρία της νέας χρονιάς, ενόψει της σποράς. Οι γεωργοί φέρνουν στην εκκλησία μείγμα από τα δημητριακά που θα σπείρουν για να δεχθούν την ειδική ευλογία του ιερέα: «Βλαστήσαι την γην, και δούναι σπέρμα το σπείροντι, και άρτον εις βρώσιν» («Ευχή επί ευλογήσει του σπόρου»).



Την ημέρα του Σταυρού, οι ναυτικοί συνήθιζαν να σταματούν τα μακρινά ταξίδια με ιστιοφόρα, όπως συμβούλευε η παροιμία: «Του Σταυρού, σταύρωνε και δένε».



Με το βασιλικό που παίρνουν από την εκκλησία, οι νοικοκυρές συνηθίζουν να φτιάχνουν το προζύμι της χρονιάς (Πήλιο, Κορώνη κ.ά).



Όταν ο Γεώργιος Μέγας απεσταλμένος από την Ακαδημία Αθηνών επισκέφτηκε το Κατάλακκο για να καταγράψει τα έθιμα της Λήμνου, οι Λημνιές του είπαν: «κάθε σπίτι, κάθε νοικοκυρά φέρνει ένα κουμάρ’ με νερό στην εκκλησιά, τ’ αφήνουν στη μέση της εκκλησίας, όπου γίνεται ο αγιασμός, και μετά το παίρνουν. Με τον αγιασμό αυτό κάνουν το προζύμι της χρονιάς το κάνουν καινούργιο. Το παλιό το σβούν΄ το ζυμώνουν την τελευταία εβδομάδα».



Ακόμα και οι Τουρκάλες ήθελαν να πάρουν αγιασμό και σταυρολούλουδα. Κάποτε μια Τουρκάλα από την Κώμη ρώτησε κάποιες Λημνιές της Καλλιόπης γιατί το ψωμί τους είναι γλυκό και δε μουχλιάζει.

-Γιατί στη ζύμη μέσα βάζουμε Αγιασμό από τη γιορτή του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου απάντησαν οι Λημνιές.
-Θα μου δώσετε και μένα, ρώτησε η Τουρκάλα. Αμηχανία. Οι Λημνιές βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση. Πως να δώσουν αγιασμό σε μια μουσουλμάνα. Από την άλλη δεν ήθελαν να αρνηθούν. Έτσι της έδωσαν απλό νερό και της είπαν πως ήταν αγιασμός. Και το θαύμα έγινε. Η πίστη της Τουρκάλας ότι το νερό που της έδωσαν οι Λημνιές ήταν αγιασμός, φούσκωσε το ψωμί, το έκανε γλυκό και δεν μούχλιασε. Όταν αργότερα η Τουρκάλα τις ευχαρίστησε εκείνες δεν αποκάλυψαν την απάτη τους.



Στην Αίγινα αναβιώνει ο λεγόμενος «Λειδινός», μία μιμητική παράσταση, με μοιρολογήματα και ταφή ενός ομοιώματος μικρού παιδιού, έθιμο με πιθανότατα αρχαία καταγωγή. Ακολουθεί η προσφορά κολλύβων και η τελετουργία κλείνει με χορούς και τραγούδια.



Οι επιλογικοί στίχοι του μοιρολογιού:
Πάλι θα ρθεις, Λειδινέ μου
Με του Μάρτη τις δροσιές
Με τ’ Απριλη τα λουλούδια
Τσαι του Μάη τις δουλειές…



Ήρθε η ώρα να μας φύγεις,
πάαινε εις το καλό,
τσαι με το καλό να έρθεις
τσ’ όλους να μας βρεις γερούς…



Ο «Λειδινός» («Δειλινός» με αντιμετάθεση δ και λ) είναι ένα δρώμενο, όπου κυριαρχεί το στοιχείο του θανάτου ως προϋπόθεση για τη νέα ζωή, με αυτονόητο τον συμβολισμό που αφορά τον μαρασμό της φύσης και την αναγέννησή της κάθε χρόνο.



Πηγή: ekklisiaonline.gr – newsbomb.gr






Αγία Θεοδώρα Βάστα Αρκαδίας:
Το μικρό εκκλησάκι με τα 17 πλατάνια στη στέγη του
Εορτάζει στις 11 Σεπτεμβρίου








Η διαδρομή προς την Αγία Θεοδώρα Βάστα αποζημιώνει και με το παραπάνω τον επισκέπτη, αφού το τοπίο είναι ειδυλλιακό. Καθώς κανείς πλησιάζει το βουητό των νερών που αναβλύζουν από τα θεμέλια της μικρής εκκλησίας ακούγεται ολοένα και εντονότερο, προκαλώντας στον επισκέπτη δέος μπροστά στο θέαμα που τελικά αντικρίζει.


Δεκαεφτά μεγάλα δέντρα ξεπηδούν από την στέγη ενός μικρού πέτρινου ναϊδρίου στην Αγία Θεοδώρα Βάστα, την ώρα που από τα θεμέλιά της αναβλύζουν τα νερά ενός κεφαλαριού. Γιορτάζει στις 11 Σεπτεμβρίου, ωστόσο χιλιάδες προσκυνητές επισκέπτονται το εκκλησάκι όλο το χρόνο για να προσκυνήσουν και να θαυμάσουν αυτό το μοναδικό σύμπλεγμα. Ένα ανεξήγητο θαύμα της φύσης που κυριαρχεί στο γαλήνιο αυτό τοπίο.
Όσο εντυπωσιακή είναι η εικόνα του μικρού Ναού της Αγίας Θεοδώρας, άλλο τόσο εντυπωσιακή είναι η ιστορία της ζωής της.




Ιστορικά και βιογραφικά στοιχεία για την Αγία Θεοδώρα


Σχετικά με την Οσιοπαρθενομάρτυρα Θεοδώρα, της οποίας η μνήμη τιμάται κάθε χρόνο στις 11 Σεπτεμβρίου στο χωριό Βάστα Αρκαδίας, έχουν ακουστεί πολλές και διάφορες ιστορίες, κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο άρχισε να υπηρετεί το μοναχισμό.
Οι δύο πιο γνωστές ιστορίες αναφορικά με την Αγία Θεοδώρα έχουν ως εξής: σύμφωνα με την πρώτη, η Αγία καταγόταν από μία φτωχή οικογένεια και εφόσον ήταν το μεγαλύτερο παιδί της, εξαιτίας της οικονομικής ανέχειας της οικογένειάς της, αναγκάστηκε να μεταμφιεστεί σε άνδρα και να υπηρετήσει ως μισθοφόρος στρατιώτης.
Τότε τον ερωτεύτηκε μία νεαρή κοπέλα (ως Θεόδωρο πλέον) και επειδή δεν υπήρξε ανταπόκριση από τον Θεόδωρο, η νεαρή τον κατηγόρησε ότι την είχε αφήσει έγκυο.
Έτσι φαίνεται να οδηγήθηκε στο μαρτύριο από την οικογένεια της κοπέλας.


Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, η Αγία καταγόταν από χωριό της Πελοποννήσου, με πιθανότερες τις περιοχές της Αρκαδίας και της Μεσσηνίας. Η οικογένειά της ήταν εξαιρετικά θεοσεβούμενη και προφανώς έτσι ήρθε και εκείνη κοντά στο Θεό.


Αποκορύφωμα της αφοσίωσής της και της αγάπης της γι’ Αυτόν αποτέλεσε η απόφασή της να συνεχίσει τη ζωή της σε μοναστήρι και να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο Χριστό.


Συνέβη όμως το εξής παράδοξο γεγονός: η Αγία Θεοδώρα προτίμησε να εγκαταβιώσει σε ανδρική Μονή και όχι σε γυναικεία. Ωστόσο στη Μονή της Παναΐτσας, όπου και έμενε μεταμφιεσμένη σε άνδρα με το όνομα Θεόδωρος, αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση χάρη στην υπακοή και την ταπεινοφροσύνη της.


Γι’ αυτό και ο Ηγούμενος της είχε αναθέσει εξαιρετικά υπεύθυνες εργασίες στη Μονή. Κατά την περίοδο που έπληττε λιμός την περιοχή ο μοναχός Θεόδωρος επισκεπτόταν τα σπίτια των Χριστιανών αναζητώντας βοήθεια.


Μία από τις γυναίκες όμως που επισκέφθηκε τον κατηγόρησε πως την άφησε έγκυο. Όπως είναι φυσικό, αυτό δεν θα μπορούσε να ισχύει.
Παρόλα αυτά η Αγία Θεοδώρα, αν και αρνήθηκε τις κατηγορίες, ακολούθησε τους γονείς της γυναίκας ως το χωριό Βάστα της Αρκαδίας, όπου και εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό.
Όταν πλέον οι κατήγοροί της αντίκρισαν το γυμνό σώμα της και κατάλαβαν τι είχε συμβεί ζήτησαν συγχώρεση από το Θεό. Σύμφωνα με την παράδοση μάλιστα, η Αγία θεοδώρα φαίνεται να παρακάλεσε το Θεό, πριν τον αποκεφαλισμό της, οι τρίχες του κεφαλιού της να γίνουν δέντρα, το αίμα της ποτάμι για να τα ποτίζει και το σώμα της ναός.


Σύμφωνα με τον Πρωτοσύγγελο της Ι.Μ. Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως, π. Ιάκωβο Κανάκη, η επικρατέστερη άποψη είναι η δεύτερη.


Ο π. Ιάκωβος αναφέρει πως σύμφωνα με την έρευνα της Μητροπόλεως που έχει βασιστεί σε εικόνες και συναξάρια, η Αγία Θεοδώρα παντού εμφανίζεται ως ασκητική φυσιογνωμία και πουθενά ως στρατιώτης.


Η έρευνα της Μητροπόλεως επικεντρώνεται σε δύο πιθανότητες για το λόγο που οδήγησε την Αγία να εγκαταβιώσει σε ανδρώο μοναστήρι: α) με αυτόν τον τρόπο ήθελε να κάνει περισσότερους και ενεργούς ασκητικούς αγώνες και β) έτσι θα χάνονταν πλήρως τα ίχνη της.




Το εκκλησάκι της Αγίας Θεοδώρας


Το εκκλησάκι βρίσκεται κοντά στη Μεγαλόπολη. Το προσκύνημα είναι ανοικτό για το κοινό από το πρωί έως τη δύση του ήλιου και σε αυτό τελούνται παρακλήσεις ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ένα θαύμα της φύσης, αφού το μικρό κτίσμα περιβάλλεται από 17 δέντρα που με την πρώτη ματιά του περιηγητή φαίνεται να προέρχονται κατευθείαν από τη στέγη του και οι κορμοί τους να διακλαδίζονται προς τον ουρανό. Δεν είναι έτσι ακριβώς όμως.


Στην πραγματικότητα οι ρίζες των δέντρων περνώντας μέσα από τους τοίχους καταλήγουν στο έδαφος, ενώ οι κορμοί και τα κλαδιά αναρριχώνται και βρίσκουν διέξοδο από τη στέγη.


Όσον αφορά στο εσωτερικό, μπορούμε να πούμε πως είναι ένας πολύ μικρός χώρος, λιτός, με ξεθωριασμένες από τη φθορά του χρόνου τοιχογραφίες και χωρίς ιδιαίτερους στολισμούς και εκκεντρικότητες.


Όπως μας διαβεβαίωσε ο π. Ιάκωβος Κανάκης οι υπεύθυνοι της Μητροπόλεως έχουν απευθυνθεί σε πολιτικούς μηχανικούς, αλλά και άλλους επιστήμονες όπως αρχιτέκτονες και γεωπόνους, οι οποίοι θεωρούν ως ένα επιστημονικά ανεξήγητο φαινόμενο το ότι τα πλατάνια βρίσκονται τόσα χρόνια και υπό αυτές τις συνθήκες σε αυτή τη θέση.
Σύμφωνα με τον Πρωτοσύγγελο οι επιστήμονες που έχουν κληθεί το θεωρούν κυριολεκτικά θαυμαστό και υπερφυσικό φαινόμενο.
Όπως ανέφερε ο ίδιος το προσκύνημα δεν έχει μόνο Έλληνες επισκέπτες αλλά προκαλεί το ενδιαφέρον και των ξένων επισκεπτών. Ανάμεσά τους βέβαια, θα συναντήσει κανείς και δύσπιστους προσκυνητές που προσπαθούν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο π. Ιάκωβος, να βρουν τη λύση «ανάμεσα στις πέτρες του κτίσματος», χωρίς όμως τελικά να μπορούν να ερμηνεύσουν το γεγονός.




ΠΗΓΗ: https://www.dogma.gr




Ανάπιασμα προζυμιού στην λαική παράδοσή μας








Τό γνωστό "χωριάτικο ψωμί " όπως τό ξέρουμε , είναι αυτό πού πλάθετε μέ προζύμι καί μόνο προζύμι. Τό αποτέλεσμα είναι ένα μεστό, γλυκό καί πραγματικά χορταστικό ψωμί.


Άς δούμε λοιπόν τόν παραδοσιακό τρόπο ζυμώματος.


Μέ τήν φράση "πιάνω τό προζύμι" , εννοείτε πώς τό προζύμι πού έχουμε στήν άκρη από τό προηγούμενο ζύμωμα , τό αναζωγονοποιούμε. Αυτό γίνετε μέ τήν προσθήκη ολίγου θερμού ύδατος καί μέ αλεύρι . Δηλαδή ξαναζωντανεύουμε τό προζύμι καί αρχίζουν νά ενεργοποιούνται οί ζυμομύκητες.


Τί κάνουμε, παίρνουμε τό "στάσιμο" προζύμι, τού ρίχνουμε λίγο νεράκι ζεστό καί λίγο αλεύρι καί τό ανακατεύομε νά ενωθούν τά υλικά. Τό τελικό αποτέλεσμα είναι μιά ολίγον ρευστή μάζα καί όχι ζυμάρι. Μετά τό σκεπάζουμε μέ πετσέτα καί τό βάζουμε σέ θερμό μέρος νά αρχίσει νά γίνετε ή ζύμωση καί νά διογκωθεί καί νά δημιουργήσει φουσκάλες , πράγμα πού δηλώνει πώς έχει γίνει ό "βρασμός" από τούς ζυμομύκητες πού ξαναζωντάνεψαν.


Αυτό πού πρέπει νά ξέρουμε είναι πώς ό σημαντικότερος ρόλος δέν είναι τό πόσο θερμό είναι τό μέρος πού θά τό τοποθετήσουμε γιά νά γίνει , αλλά ό χρόνος πού θέλει από μόνο του νά ενεργοποιηθεί.


Έτσι, συχνά θά ήταν καλό νά ξέρετε πώς τό προζύμι τό "έπιαναν" από τό βράδυ γιά νά έχει τόν χρόνο του καί αυτό , αλλά καί ή νοικοκυρά πού θά πλάσει τήν άλλη ημέρα.


Τώρα. Έχοντας έτοιμο τό προζύμι , σέ μιά λεκάνη βάζουμε 7 κούπες αλεύρι σταρένιο γιά νά φτιάξουμε 2 καρβέλια ψωμί, ρίχνουμε δύο κουταλιές τής σούπας κοφτές αλάτι ,{τό πόσο αρμυρό θέλουμε τό ψωμί μας τό κανονίζουμε μέ τήν γεύση μας }, ανακατεύουμε καί προσθέτουμε στό κέντρο σέ λακκουβίτσα τό προζύμι πού είναι περίπου 2 μέ 2 μιση κούπες τού τσαγιού σέ ποσότητα.


Πλάθουμε τόν άρτο μας , όχι μέ τίς γροθιές μας αλλά, μέ τίς παλάμες μας. Ή διάρκεια τού ζυμώματος είναι όσο θά νιώσουμε καί θά δούμε πώς τό ζυμάρι είναι λείο καί ομοιόμορφο πού σημαίνει πώς έχουν ενωθεί τά υλικά.


Μετά σκεπάζουμε μέ πετσέτα καί μέ μιά κουβέρτα μαλακιά καί ζεστή τήν λεκάνη καί τήν αφήνουμε σέ ζεστό μέρος νά διπλασιασθεί.


Όπως είπαμε καί πιό πάνω, δέν είναι θέμα βίας μέ θερμάστρες ή μέσα σέ ζεστό φούρνο πού λένε πώς γίνεται πιό γρήγορα. Ό χρόνος τής ζύμωσης είναι σημαντικός νά γίνεται χωρίς βία.




Περίπου 4 ώρες σέ θερμό περιβάλλον θά χρειασθούν γιά νά διπλασιασθεί. Επίσης θά παρατηρήσετε πώς έχει ελαφρύνει καί αυτό δηλώνει πώς έχει γίνει ή σωστή ζύμωση.


Μήν αγχώνεστε. Όλα είναι εύκολα . Αιώνες τώρα.


Αφού φουσκώσει τό ζυμάρι, ξαναζυμώνουμε απαλά καί χωρίζουμε σέ δύο μέρη γιά δύο καρβέλια . Βάζουμε μιά λαδόκολλα στό ταψί καί τά τοποθετούμε. Τά αφήνουμε σκεπασμένα μέ τήν πετσέτα γιά μισή ώρα ή τρία τέταρτα νά φουσκώσουνε ξανά. {προσωπικά τοποθετώ τά δύο ζυμαράκια σέ δύο μακρόστενα πλαστικά μπόλ πού έχω στρώσει μέσα λαδόκολλα καί μετά τά μεταφέρω μέ τήν λαδόκολλα στό ταψί γιά φούρνισμα. }


Δέν ξεχνάμε βέβαια νά κρατήσουμε μέρος τού ζυμαριού γιά τό επόμενο προζύμι μας. Κρατάμε περίπου όσο ένα μεγάλο πορτοκάλι. Τό βάζουμε σέ ένα τάπερ καί τό σκεπάζουμε. Τώρα τόν χειμώνα μπορούμε νά τό έχουμε έξω από τό ψυγείο αφού υποτίθεται ότι σέ 4 ή 5 ημέρες θά ξαναζυμώσουμε. Άν τό βάλετε στό ψυγείο, καλό είναι νά τό βάλετε μετά από μιάμιση ημέρα , γιά νά έχει τόν χρόνο νά διπλασιασθεί.


Όταν θά τό ξαναχρησιμοποιήσετε θά πρέπει νά τό βγάλετε από τό ψυγείο τουλάχιστον 4 ώρες πρίν τό "αναπιάσετε".


Τώρα. Τόν φούρνο τόν θερμαίνετε στό μέγιστο στούς βαθμούς. Στό τέρμα όπως λέμε. Έτσι όπως συμβαίνει όταν "καίγανε" τόν φούρνο στά χωριά μέ τά ξύλα. Αφού πυρώνει ό φούρνος , καί είναι έτοιμος γιά νά βάλουνε τό ζυμάρι γιά ψήσιμο, ή θερμότητα πέφτει μετά σιγά- σιγά. Έτσι , όταν πιάσει τούς βαθμούς ό φούρνος μας , φουρνίζουμε καί μετά από 10΄λεπτά κατεβάζουμε τήν θερμοκρασία στούς 200 βαθμούς καί τό αφήνουμε γιά 35΄λεπτά.


Μετά κατεβάζουμε στούς 150 βαθμούς καί κοντά στήν ώρα ξεφουρνίζουμε.


Τό ωραίο σέ αυτό τό αυθεντικό ψωμί μέ προζύμι είναι, πώς τρώγεται καί μετά από 5 ημέρες καί είναι πολύ νόστιμο. Δοκιμάστε το με φέτα ή ελιές καί θά δείτε πόσο χορταστικό είναι. Όσο μπαγιατεύει τόσο γλυκαίνει. Καμμία σχέση μέ τά ψωμιά τού φούρνου πού μετά από μιά ημέρα δέν τρώγονται. Καί είναι σάν λαστιχένια.


Καλή επιτυχία.


Μήν απογοητεύεστε. Λίγη υπομονή καί μετά ή πείρα πού θά αποκτήσετε θά σάς οδηγεί από μόνη της.


Άν θέλετε νά φάτε ένα πραγματικό ψωμί όπως αυτό πού τρώγανε οί πρόγονοί μας εδώ καί αιώνες.


Καί όπως λέει μιά παροιμία τής Εύβοιας : "Όλα είναι υφάδι τής κοιλιάς καί τό ψωμί στημόνι"




Πηγή : laikiparadosi.blogspot.com







Σεπτέμβριος – τα ήθη και τα έθιμα από τη γη του Πόντου







Σταυρίτες λεγόταν σε πολλές περιοχές του Πόντου ο Σεπτέμβριος λόγω της γιορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου).

Ήταν σημαδιακός για τους Ποντίους, καθώς είχαν πολλές προλήψεις και κάθε χρόνο την πρώτη μέρα του μήνα έπαιρναν τις απαραίτητες προφυλάξεις.



Την πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη λοιπόν απαγορεύονταν οι επισκέψεις, γιατί πίστευαν ότι οι ξένοι που έρχονταν στα σπίτια έφερναν γρουσουζιά. Έφταναν σε τέτοιο σημείο υπερβολής, ώστε έδιναν μεγάλη σημασία ακόμα και σε ποιον θα πρωτοδούν έξω από το σπίτι τους, ή ακόμα και στο δρόμο.



Γι’ αυτού του είδους τις αντιλήψεις υπήρχε η διαδεδομένη φράση «Στάμαν Σταυρίτα είδα σε, καλόν να έν ιδέα σ’» (την 1η του Σεπτέμβρη σε είδα, είθε να μου βγει σε καλό). Ο μόνος που γινόταν δεκτός χωρίς επιφυλάξεις εκείνη τη μέρα ήταν ο ιερέας, που φώτιζε τα σπίτια.



Μα αυτή δεν ήταν η μόνη προκατάληψη των Ποντίων. Ο Σεπτέμβριος ήταν η αρχή του φθινοπώρου, η εποχή κατά την οποία πίστευαν ότι τα όνειρα που έβλεπαν οι άνθρωποι γίνονταν πραγματικότητα. Τόσο πολύ πίστευαν στα όνειρα, ώστε όταν συνέβαινε να δουν κανένα δυσάρεστο, καταλαμβάνονταν από μελαγχολία, ενώ στα ευχάριστα δεν έδιναν καθόλου σημασία. Υπήρχε και το ανάλογο ποντιακό δίστιχο το οποίο έλεγε: «Το κακόν τ’ όρομαν πάντα βγών’· καλόν αν έν’ ’κ’ εβγών’» (το δυσάρεστο όνειρο βγαίνει· αν είναι ευχάριστο, δεν βγαίνει). Για την ερμηνεία των ονείρων πολλές φορές κατέφευγαν σε ειδικούς.



Μέσα στον Σεπτέμβρη γίνονταν όλες οι προετοιμασίες για το χειμώνα και εξασφαλίζονταν οι απαραίτητες προμήθειες.



Επίσης ήταν ο τελευταίος μήνας που ανθούσαν πολλά από τα φυτά στον Πόντο, γι’ αυτό συνηθιζόταν και η παροιμία «Ο Σταυρίτες ραντσιπάρτς, έναν σπερτς και πέντε παιρτς» (ο Σεπτέμβριος είναι γεωργός, ένα σπέρνεις – πέντε παίρνεις), που έδειχνε ότι τον θεωρούσαν καλό μήνα για τη γεωργία.



Στον Πόντο υπήρχαν και ψάρια, των οποίων το όνομα προέρχεται από τη λέξη σταυρός επειδή αλιεύονταν τον Σεπτέμβριο. Πρόκειται για τα λεγόμενα «σταυρίδια» που μοιάζουν πολύ με το σκουμπρί. Αφθονούν στη Μεσόγειο και στη Μαύρη θάλασσα.



Αλλά και η δαμασκηνιά, ή όπως την αποκαλούν στα ποντιακά το σταυροκοκύμελον, λεγόταν έτσι γιατί ωρίμαζε τον Σεπτέμβριο, το μήνα της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού.



Τον Σεπτέμβριο άνθιζαν κι άλλα φυτά ή άνθη στον Πόντο όπως το αγροκάστανον, το αγροκοκκύμελον (αγριοκορομηλιά ή αγριοδαμασκηνιά), η κρανέα (είδος θάμνου), η μαντζουράνα, το μούσμουλο, η παπαδίτσα (είδος πόας) και το σταυράχαντον (γαϊδουράγκαθο).





Πηγή pontosnews.gr







Το πανάρχαιο έθιμο των Απαρχών










Αφού το σταφύλι υπήρξε από τα κυριότερα προϊόντα της Ελλάδας, ανάλογες ήταν οι λαϊκές δοξασίες και τα έθιμα που το συνόδευαν.

Μέχρι πριν λίγες δεκαετίες ακόμη, σε περιοχές της Ελλάδας συνεχιζόταν, προσαρμοσμένο στη χριστιανική πραγματικότητα, το πανάρχαιο έθιμο των «απαρχών», όπως αποκαλούνταν οι πρώτοι ώριμοι καρποί του σταφυλιού που προσφέρονταν στους θεούς.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία υιοθέτησε τις αρχαίες «απαρχές». Έτσι άρχισαν οι «απαρχές» να προσάγονται στις εκκλησίες και να διαβάζεται από τους ιερείς ιδιαίτερη ευχή.

Κάθε νοικοκύρης έκοβε τα καλύτερα και πιο ώριμα σταφύλια και οι άλλοι του εύχονταν: Και του χρόνου! Και καλά κρασιά!

Η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία κομίζοντας «προσφορές». Κουβαλούσε κρασί, λάδι και λιβάνι, αλλά κυρίως το καλαθάκι με τα πρώτα διαλεκτά σταφύλια. Ο οικογενειάρχης άφηνε το καλάθι μπροστά στην εικόνα του Χριστού, ενώ ο παπάς το ευλογούσε στο τέλος της λειτουργίας παρακαλώντας τον Θεό για πλούσια σοδειά.

Η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ως σπουδαία δεσποτική εορτή, αποτελεί εξαίρεση μέσα στη σύντομη, αλλά αυστηρή, νηστεία του Δεκαπενταύγουστου. Εθιμικά, λοιπόν σήμερα έχει καθιερωθεί η ιχθυοφαγία.

Σε πολλούς τόπους πιστεύουν ότι την παραμονή το βράδυ, κάποια ώρα, ανοίγουν ξαφνικά οι ουρανοί και φαίνεται το «άγιο φως», σε όσους είχαν την υπομονή και την πίστη να ξαγρυπνήσουν.

Ανήμερα δε, προσφέρουν στους ναούς τα πρώτα σταφύλια της χρονιάς, για να ευλογηθούν από τον ιερέα μετά την θεία λειτουργία, και να διανεμηθούν ως ευλογία στους πιστούς. Σε ορισμένους μάλιστα τόπους προσφέρουν στον ναό το πρώτο λάδι της χρονιάς, για να ευλογηθεί, ώστε η ευλογία να επεκταθεί και στην υπόλοιπη παραγωγή.

Πρόκειται για το αρχαίο έθιμο των απαρχών, της προσφοράς δηλαδή των πρώτων καρπών στον Θεό, μια μορφή αναίμακτης τελετουργικής θυσιαστικής προσφοράς, που πέρασε και στον χριστιανισμό. Ο λαϊκός άνθρωπος, προσκομίζοντας για ευλογία τις απαρχές των καρπών και των γεννημάτων του, αναθέτει ουσιαστικά την ελπίδα της επιβίωσής του στον Θεό, από τον οποίο ζητά ευλαβικά να συνεργήσει, για να επιτύχει η σοδειά, από την οποία εξαρτάται και η επιβίωση ολόκληρης της παραδοσιακής κοινότητας.

Ήδη στους Αποστολικούς Κανόνες επιτρέπεται η προσαγωγή στον ναό σταφυλιών, όχι όμως και άλλων οπωρικών, ενώ ο Θεόδωρος Βαλσαμών, ερμηνεύοντας τον Δ΄ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, ερμηνεύει την εξαίρεση αυτή των σταφυλιών από το ότι το κρασί, που προέρχεται από αυτά, χρησιμοποιείται για την παρασκευή της θείας κοινωνίας.

Έτσι, τα ευλογημένα σταφύλια μοιράζονται και τρώγονται μαζί με το αντίδωρο στην Λέσβο, ενώ στον Μοσχοπόταμο της Πιερίας άφηναν το πρώτο τσαμπί του τρύγου σε κάποιο εικόνισμα του ναού, για να πάει καλά η σοδειά.

Δεν πρέπει εξ άλλου να ξεχνούμε ότι στην Μεταμόρφωση του Σωτήρος είναι αφιερωμένοι οι ναοί των μεγαλύτερων και επιβλητικότερων ελληνικών φρουρίων, γεγονός που δείχνει την σημασία, θρησκευτική και εθνικά αναγεννητική, που ο λαός μας ανέκαθεν έδινε στην μεγάλη αυτή εορτή.

Και φυσικά, ως σπουδαία εορτή είναι και εθιμικά καθιερωμένη αργία, η παραβίαση της οποίας, από κάποιους ασεβείς και φιλάργυρους, επέφερε την άμεση θεϊκή τιμωρία, σύμφωνα με τις παραδόσεις του ελληνικού λαού, για παραδειγματισμό και των υπολοίπων.





Πηγή: dogma.gr








Μερομήνια: Πως υπολογίζονται κατά τη λαϊκή παράδοση










Μερομήνια ονομάζει ο λαός τις δώδεκα (12) πρώτες ημέρες του ογδόου φεγγαριού του έτους. Παρατηρώντας τα καιρικά φαινόμενα αυτών των πρώτων ημερών της, οι άνθρωποι μάντευαν την καιρική κατάσταση των επόμενων δώδεκα (12) στην αρχή φεγγαριών και αργότερα μηνών. Μερομήνια ονομάζονται οι μέρες που γίνεται η πρόβλεψη, από τις λέξεις «μέρα και μήνας» γιατί σε κάθε μέρα απ’ αυτές, αντιστοιχεί ένα πλήρες κύκλος του φεγγαριού (γιόμιση και χάση) ή ένας μήνας. Κατά τον Ν. Πολίτη τα μερομήνια ήταν λείψανα αρχαίων προγνωστικών του καιρού, που έχουν άμεση σχέση με αστρολογικές παρατηρήσεις. Επειδή ο Αύγουστος θεωρείται η αρχή του Χειμώνα, γι’ αυτό στο μήνα αυτό εντοπιζόταν η πρόγνωση του καιρού.


Τα μερομήνια δεν περιγράφονται, είναι θέμα γνώσης και πρακτικής και όχι θεωρίας. Είναι υπόθεση πείρας και αντίληψης που χρήζει μιας ιδιαίτερης προσοχής.


Μπορεί αρκετοί άνθρωποι να παρατηρούν το ίδιο πράγμα αλλά να έχουν διαφορετικές αντιλήψεις και οι προβλέψεις τους να μην ταυτίζονται. Η διαφορά δεν θα είναι ακραία, μα η πρόβλεψη του καθενός μπορεί να μη συμπέσει ως προς την ένταση του φαινομένου.


Είναι κατάλοιπο παλαιών αστρολογικών αντιλήψεων που απόκτησε ο άνθρωπος εξετάζοντας τα καιρικά φαινόμενα με βάση τ’ άστρα. Πίστευαν ότι μπορούσαν να μαντέψουν τον καιρό που θα έχει κάθε μήνας αν εξέταζαν τις πρώτες τρεις ή έξι ή δώδεκα μέρες των μηνών Ιουλίου ή Αυγούστου κατ’ άλλους του Μαρτίου ή Ιανουαρίου.


Τα Μερομήνια (Μήνας+ημέρα) είναι γνωστά και ως Μηναλλάγια (Μήνας+αλλαγή). Σε άλλες περιοχές της χώρας μας είναι γνωστά ως Μεραμήνια, Μηνολόγια, Καταμήνια, Νερομήνια, Κεφαλομήνια, Καταμηνάτα, Αλλαξομήνια, Προφάνερα ή Φανερά, Λογομήνια, Δρίμες, Δρίματα κ.λπ.


Πιστεύεται ότι ο Θεός έδωσε τα μερομήνια σαν σημάδια του καιρού και εμφύτευσε νου και γνώση στους ανθρώπους και τους βοήθησε να μπορούν να τα διαβάζουν ώστε να προγραμματίζουν και να σχεδιάζουν για το επόμενο καλλιεργητικό έτος.


Αν αναλογιστούμε ότι ένα μήνα περίπου μετά τα μερομήνια, άρχιζε το έτος της σποράς. Γνωρίζουμε ότι οι ενοίκια των αγρών άρχιζαν του Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου Ύψωση του Τιμίου Σταυρού εκάστοτε έτους), δηλαδή η καλλιεργητική περίοδος άρχιζε και τέλειωνε αυτή την ημερομηνία.


Εφόσον παρατηρούσαν τα μερομήνια, στην διάρκεια του ενός μηνός περίπου σχεδίαζαν τις εργασίες τους, ανάλογα με τον καιρό που πρόβλεπαν και ανέμεναν.


Τα μερομήνια συσχετίζονται κατ’ αρχήν με το Φεγγάρι, τ’ Άστρα, τον Ήλιο και τους Γαλαξίες. Δευτερέυοντα ρόλο σε αυτή την συσχέτηση έχουν, ο άνεμος, η υγρασία και τα σύννεφα. Ακόμη στην πρόβλεψη δύναται να συμβάλλουν οι ζωντανοί οργανισμοί και τα φυτά.






Προβλέψεις Μερομηνίων 20/21




Πάντως λαμβάνοντας υπόψιν τον καύσωνα του Αυγούστου προβλέπονται τα μερομήνια να δώσουν ζεστές ημέρες από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβρη.


Αρκετές είναι οι προβλέψεις και εκτιμήσεις για τον καιρό μέσα από τα μερομήνια για το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο 2021 έως και το καλοκαίρι του 2022.


Ο Σεπτέμβρης θα έχει πιο χαμηλές θερμοκρασίες χωρίς ωστόσο ιδιαίτερες κακοκαιρίες.


Οκτώβρης και ο Νοέμβρης, προβλέπονται πιο ηλιόλουστοι φέτος τον χειμώνα.


Δεκέμβρης και Ιανουάριος όμως θα χαρακτηρισθούν από έντονες χιονοπτώσεις με διάρκεια και έντονο κρύο.


Ιανουάριος 2022: Βροχές- αέρα-κρύο και αρκετά χιόνια στο τέλος του μήνα.


Φεβρουάριος 2022:Βροχές- αέρα- καταιγίδες.


Μάρτιος 2022: Ήπιος καιρός με ζέστη για την εποχή.


Πάντως λαμβάνοντας υπόψιν τον καύσωνα του Αυγούστου προβλέπονται τα μερομήνια να δώσουν ζεστές ημέρες από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβρη.


Επίσης μεγάλο ρόλο στις προβλέψεις παίζει και ο τόπος από τον οποίο έγινε και το διάβασμα των μερομηνιων για να βγει και μια σχετική πρόβλεψη για τον καιρό…


Ιανουάριος 2022: Βροχές- αέρα-κρύο και αρκετά χιόνια στο τέλος του μήνα.






Πηγή : ekklisiaonline.gr








Ο Σεπτέμβριος στην Παράδοση: το όνομα, οι συνήθειες, οι παραδόσεις







Ο Σεπτέμβριος ή Σεπτέμβρης είναι ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου και ένατος όλου του χρόνου στο Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Είναι ένας από τους 4 μήνες που έχουν 30 μέρες (Απρίλιος, Ιούνιος, Νοέμβριος οι άλλοι τρεις).



Ο Σεπτέμβρης του νότιου ημισφαιρίου: Ο Σεπτέμβρης αντιστοιχεί στο Μάρτη. Δηλαδή όταν στο βόρειο ημισφαίριο (όπου ανήκει και η Ελλάδα) είναι 1η Σεπτεμβρίου και φθινόπωρο, στο νότιο ημισφαίριο είναι σε αντιστοιχία 1η Μαρτίου, δηλαδή άνοιξη. Και ασφαλώς όταν στο νότιο ημισφαίριο είναι Σεπτέμβρης, στην Ελλάδα είναι Μάρτης.



Από που πήρε το όνομά του: Η ονομασία του προέρχεται από το λατινικό September, -bris. Septem είναι το επτά και septimus ο έβδομος. Αυτό το septem, από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα septm- τροφοδότησε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες (sette στα ιταλικά, sept στα γαλλικά, siete στα ισπανικά, seven στα αγγλικά, sieben στα γερμανικά κ.ο.κ).



Γιατί ονομάστηκε «έβδομος» αφού είναι ο ένατος;
Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο πρωτοχρονιά ήταν η 1η Μαρτίου, έτσι ο Σεπτέμβριος ήταν ο έβδομος μήνας του έτους. Το 153 π.Χ. η Σύγκλητος καθιέρωσε ως πρώτο μήνα τον Ιανουάριο και έτσι ο Σεπτέμβριος έγινε ο ένατος μήνας ενώ το 46. π.Χ. καθιερώθηκε το νέο Ιουλιανό ημερολόγιο από τον Ιούλιο Καίσαρα όπου οι Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος διατήρησαν τα ονόματά τους παρά την αλλαγή σειράς τους (ένατος, δέκατος, ενδέκατος, δωδέκατος).



Πως αλλιώς λέγεται:
Τρυγητής/Τρυγομηνάς: είναι ο μήνας του τρύγου του πολύτιμου καρπού των Ελλήνων και όλων των μεσόγειων λαών, του σταφυλιού. "Αύγουστος φέρνει την αυγή κι ο Τρυγητής τη μέρα", δηλαδή τα γεωργικά εισοδήματα αρχίζουν από τον Αύγουστο αλλά το κύριο μέρος της συγκομιδής των γεωργικών προϊόντων γίνεται τον Σεπτέμβριο.
Σταυριάτης/Σταυρίτης: γιατί την 14η μέρα του γιορτάζεται από τους χριστιανούς η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.
Ορτυκολόγος: λόγω της αφθονίας των ορτυκιών που κάθε Σεπτέμβρη ετοιμάζονται να αποδημήσουν σε θερμότερα κλίματα.
Χρονογράφος: λόγω της αρχαίας δοξασίας ότι ο χάρος κάθε Σεπτέμβρη έγραφε στο τεφτέρι του όσους επρόκειτο να πεθάνουν όλη τη χρονιά.



Κάνοντας το συσχετισμό με το "σέμπρο" - τον κολίγο στη σπορά των χωραφιών - στη Λακωνία λένε το γνωμικό: "Στέμπρης σέμπρο γύρευε, ζυγάλετρα 'κονόμα".
Επειδή θεωρήθηκε ότι το "Θεσέβρης" είναι σύνθετο από το «βρίσκω», στη Ρόδο λένε: "Θεσέβρης, θέσε να βρεις" ως προτροπή για σπορά.



Με ποιες συνήθειες/φαινόμενα συνδέεται:
-Άνοιγμα των σχολείων όλων των βαθμίδων σε όλη την επικράτεια
-Η γιορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου)
-Ο τρύγος θεωρείται ακόμη εξαιρετικά σημαντικός σε πολλές περιοχές με αμπέλια.
-Πρώτες δειλές βροχές, πρώτες απόπειρες της φύσης να φύγει από τις υψηλές θερμοκρασίες και το καλοκαίρι. Αυτό βέβαια τα τελευταία χρόνια μάλλον θεωρητικό είναι αφού οι θερμοκρασίες του Σεπτέμβρη θυμίζουν πολύ έντονα Αύγουστο.
-Βασικές αγροτικές εργασίες: όργωμα χωραφιών, συλλογή καπνών, μάζεμα ξύλων, κάψιμο ξερών.
-Φυτεύονται κυρίως τα εξής: μαρούλι, ραδίκι, ρόκα, μαϊντανός, αντράκλα, σπανάκι λάχανο, κουνουπίδι, μπρόκολο, φράουλα.
-Πέφτουν τα μελτέμια του Αυγούστου και προσφέρεται για όσους αγαπούν τη θάλασσα, τα θαλάσσια σπόρ και το ψάρεμα.



Παροιμίες:
Αν ίσως βρέξει ο Τρυγητής, χαρά στον τυροκόμο.
Βοηθάει ο Άη- Γιάννης και ο Σταυρός, γιομίζει το αμπάρι κι ο ληνός.
Θέρος, τρύγος, πόλεμος.
Μάρτη και Σεπτέμβρη ίσια τα μεσάνυχτα (λόγω των ισημεριών, χειμερινής και εαρινής). Στη Θήρα λέγεται μεταφορικά για ανθρώπους που φέρονται στους ανωτέρους τους ως ίσοι προς ίσους.
Στον Τρυγητή σιτάρι σπείρε και στο πανηγύρι σύρε (το Σεπτέμβρη διεξάγονται πάρα πολλά πανηγύρια ανά την Ελλάδα).
Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια.
Τον Τρυγητή τ' αμπελουργού πάνε χαλάλι οι κόποι.
Του Σεπτέμβρη οι βροχές, πολλά καλά μας φέρνουν.
Του Σταυρού αρμένιζε και του Σταυρού δένε.
Του Σταυρού κοίτα και τ' Άη Γιωργιού ξεκίνα.
Του Σταυρού σταύρωνε και δένε.
Του Σταυρού σταύρωνε και σπέρνε.



Έθιμα:

Στις Σαράντα Εκκλησιές, τότε που ζούσαν πολλοί Έλληνες εκεί, καλλιεργούσαν πολλά αμπέλια. Την πρώτη μέρα δε του τρύγου, αχολογούσε ο τόπος απ' τα τραγούδια και τους ήχους των τυμπάνων, σωστό πανηγύρι. Μερικούς αιώνες πιο πίσω, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο τρυγητός, ο τρύγος, εκτός απ' τις λαϊκές εκδηλώσεις έπαιρνε κι ένα επίσημο χαρακτήρα.

Στην Κωνσταντινούπολη, στα τέλη Αυγούστου, γινόταν τελετή όπου έπαιρνε μέρος ο αυτοκράτορας με την αυλή κι ο πατριάρχης. Ο τελευταίος ευλογούσε πρώτα τα σταφύλια, ύστερα τα δοκίμαζε ο αυτοκράτορας και μοίραζε με τη σειρά σ' όλους τους αυλικούς από ένα τσαμπί, ενώ ο λαός τριγύρω ζητωκραύγαζε και φώναζε διάφορες ευχές.

Μέσα στις γενικές συνήθειες του Σεπτέμβρη δεν πρέπει να παραλείψουμε μια καθαρά αστική συνήθεια, που είναι πολύ χαρακτηριστική. Οι Πειραιώτες και οι Αθηναίοι, που δεν είχαν ιδιόκτητα σπίτια και έμεναν με ενοίκιο, μόλις γύριζαν απ' την εξοχή, απ' τις καλοκαιρινές διακοπές τους, φρόντιζαν ν' αλλάξουν σπίτι, έτσι συνηθιζόταν. Έβλεπες, λοιπόν, στους δρόμους ένα ασταμάτητο πηγαινέλα από κάρα, σούστες, καρότσια γεμάτα απ' τα υπάρχοντα των νοικοκυραίων που μετακόμιζαν. Μετά τον πόλεμο του ΄40 η συνήθεια αυτή κάπως περιορίστηκε, γιατί και οι μετακομίσεις ήταν δύσκολες και δαπανηρές, αλλά και γιατί καθιερώθηκε ο θεσμός του ενοικιοστασίου, που προστάτευε τους νοικάρηδες για πολλά χρόνια.

ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
1η ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ (εορτή του αγίου Συμεών του Στυλίτη): Οι έγκυες γυναίκες απείχαν από κάθε εργασία, για να μην γεννηθεί το παιδί τους με το σημάδι του αγίου (Συμεών/ σημαδεύω). Την ίδια μέρα γιορταζόταν η «Αρχιχρονιά», ένα έθιμο, κατάλοιπο των βυζαντινών χρόνων, καθώς οι βυζαντινοί τον είχαν ως πρώτο μήνα του επίσημου ημερολογίου.

I. Στη Χώρα της ΚΩ, το βράδυ της 31ης Αυγούστου, δηλ. της τελευταίας ημέρας του μήνα, αστρονομούν, όπως λένε, δηλ. αφήνουν κάτω από τ' άστρα ένα μεγάλο καρπούζι, με πολλά σπόρια, ένα ρόδι, μια σκελίδα σκόρδο, ένα κυδώνι, ένα φύλλο από τον «πλάτανο του Ιπποκράτη» κι ένα τσαμπί σταφύλι. Το πρωί της «Αρχιχρονιάς» γυναίκες και παιδιά σηκώνονται πριν βγει ο ήλιος και κατεβαίνουν στην παραλία παίρνοντας μαζί, τους «αστρονομημένους» αυτούς καρπούς που φύλαγαν για ένα χρόνο στο εικονοστάσι, τους πετούν στη θάλασσα και βουτάνε στο νερό τους καινούργιους. Βρέχουν το πρόσωπό τους, μαζεύουν θαλασσινό νερό από σαράντα κύματα και βότσαλα από την ακρογιαλιά. Στο δρόμο για το σπίτι σταματούν στον «πλάτανο» και αγκαλιάζουν τον κορμό του για να πάρουν τα χρόνια του και τη δύναμή του.

Στο σπίτι πια κρεμούν την καινούρια «Αρχιχρονιά» στο εικονοστάσι, σα σύμβολο αφθονίας για την καινούρια χρονιά. Ρίχνουν λίγα βότσαλα στα μπαούλα, να μην τρώνε οι ποντικοί τα ρούχα, βάζουν λίγα στις τσέπες τους «για το καλό», σκορπίζουν μερικά στην αυλή και ραντίζουν το σπίτι με θαλασσινό νερό για την γλωσσοφαγιά.

II. Στη ΡΟΔΟ, τη μέρα αυτή κρεμούν στο μεσιά - το μεσαίο χοντρό δοκάρι, που βαστάζει τη στέγη - τη δική τους «Αρχιχρονιά»: ένα άσπρο σακουλάκι γεμάτο στάχυα και σιτάρι. Γύρω απ' αυτό δένουν μια αρμαθιά καρύδια, ένα κρεμμύδι, ένα σκόρδο, ένα κεχρί, καρπό βαμβακιού κι ένα τσαμπί σταφύλι. Αν δεν κάνουν την «Αρχιχρονιά», δεν αρχίζουν καμιά αγροτική εργασία. Την «Αρχιχρονιά» αυτή την ξεκρεμούν από το μεσιά την Πρωτοχρονιά το πρωί. Τα καρύδια και το τσαμπί που γίνεται σταφίδα το τρώνε, ενώ το σιτάρι, το σκόρδο και το κρεμμύδι τα φυλάγουν για να τα ρίξουν μέσα στο σπόρο, όταν θα αρχίσουν τη σπορά. Το θεωρούν καλό ν' ανακατευτούν με το σπόρο οι καρποί της «Αρχιχρονιάς».

III. Στο άλλο άκρο της Ελλάδας, στη ΣΩΖΟΠΟΛΗ ΘΡΑΚΗΣ, οι κάτοικοι, το πρωί της 1ης Σεπτεμβρίου, ράντιζαν ο καθένας με αγιασμό το σπίτι του, τα αμπέλια του και τα δίχτυα του, για να ευλογηθούν και να δώσουν πολλά σταφύλια και πολλά ψάρια αντίστοιχα.

Ένας δάσκαλος, πριν αρκετά χρόνια, στα Χάσια Κοζάνης, διηγείται τι συνέβαινε την πρώτη μέρα που άνοιγαν τα σχολεία:

Στα σχολεία των χωριών τούτων, όταν ανοίξει το σχολείο, έρχονται οι μαθητές, φιλούν το χέρι του δασκάλου. Τους καταγράφει. Έπειτα αρχίζουν με τη σειρά και φέρνουν οι μαθητές μια πίτα, ένα ψωμί, κρασί.

Όταν όμως θα αλλάξουν τα βιβλία ή τις τάξεις, τότε ο κάθε μαθητής θα παρουσιάσει τα νέα βιβλία του στο δάσκαλο να τα ράψει κι ο δάσκαλος τα ράφτει όλα τα βιβλία και τα φυλάγει επάνω στον πάγκο. Οι μαθητές φέρνουν τότε ένα δώρο στο διδάσκαλο, μαντίλι ή τσιράπια ή κότα ή αρνί, ό,τι θέλει ο καθένας, στους δε μαθητές φέρνουν μύγδαλα ή καρύδια ή ζαχαρωτά. Όλοι φέρνουν μικροί και μεγάλοι.



Τότε οι μαθητές σηκώνονται όρθιοι, έρχονται στην παράδοση, στρώνουν μια βελέντζα ή παλτό καταγής. Σηκώνεται ο δάσκαλος, παίρνει το βιβλίο ενός μαθητή της δευτέρας ή της τρίτης κ.λ.π. τάξης στα χέρια και λέγει: «να αξιώσετε το μαθητή αυτό στην Β ή Γ ή Δ τάξη». Όλοι τότε οι μαθητές σηκώνουν εκείνον το μαθητή με τη βελέντζα καθισμένο μέσα και τον σύρουν άνω κάτω και φωνάζουν «άξιος», τον ανεβάζουν και τον κατεβάζουν 3 φορές. Κατόπιν εκείνος φιλεί το χέρι του δασκάλου και παίρνει τα βιβλία. Ο δάσκαλος του εύχεται Καλή Πρόοδο και μοιράζει στα παιδιά ό,τι φρούτα έφερε ο μαθητής. Έτσι όλοι οι μαθητές αξιώνονται, όχι την ίδια μέρα, αλλά τις άλλες. Τέλος με τη σειρά φέρουν ο καθένας στο δάσκαλο το κανίσκι του με το ψωμί, πίτα, αυγά, κρασί, ρακή κ.ά.


Πηγή: elniplex.com

i-diadromi.gr












Η πίτα του Αγίου Φανουρίου ήθη κ έθιμα








Η πίτα του Αγίου Φανουρίου είναι μια νηστίσιμη πίτα που φτιάχνεται στην μνήμη του Αγίου (27/08) και προσφέρεται στους πιστούς ως ευλογία.
Σίγουρα είναι ένα έθιμο που ξεκίνησε από μια ευλαβική χειρονομία των πιστών (κυρίως από το γυναικείο φύλλο και το όνομα του έχει συνδεθεί με την εύρεση απολεσθέντων αντικειμένων αλλά και προσώπων) και δεν νομίζουμε ότι υποκρύπτει κάτι το αντικανονικό ή το άσχημο. Άλλωστε αν επρόκειτο για κάτι το οποίο αλλοίωνε την λατρευτική τάξη και ήταν αντίθετο με την εκκλησιαστική μας παράδοση, η εκκλησία είχε τον χρόνο και τον τρόπο να το διορθώσει και να το αποτρέψει.
"Ο νεοφανής Άγιος Φανούριος είναι, στη λαϊκή μας παράδοση, μέγας ευρετής απωλεσθέντων αντικειμένων. Αυτή ακριβώς η ιδιότητα δημιoύργησε το ιδιότυπο λατρευτικό υπόβαθρο της προσφοράς κατά την ημέρα της εορτής του (27 Αυγούστου) εθιμικών άρτων και γλυκισμάτων, τα οποία, αφού ευλογηθούν από τον ιερέα, μοιράζονται στους παρευρισκομένους.
Η σύνδεση του Αγίου με τα χαμένα αντικείμενα είναι παρετυμολογική: Ο Φανούριος φανερώνει! Η λατρεία του Αγίου Φανουρίου φαίνεται ότι ξεκινά από τη Ρόδο, όπου κατά την παράδοση βρέθηκε η εικόνα του, όταν έσκαβαν σε ερείπια παλαιού ναού έξω από τα τείχη της πόλης. Η αμφίεσή του παρέπεμπε σε στρατιωτικό Άγιο. Σε ειδικά εικονίδια πάνω στην ίδια εικόνα υπήρχαν σκηνές από το μαρτύριο του Αγίου. Ο Μητροπολίτης Ρόδου Νείλος (1355-1369) διάβασε την επιγραφή "Άγιος Φανούριος". Από τη Ρόδο η λατρεία του εξαπλώθηκε στα κοντινά νησιά και κυρίως στην Κρήτη, όπου υπάρχουν σήμερα τρία σπουδαία μοναστήρια στα οποία τιμάται και δεκάδες ναοί.
Στην προσφορά άρτων και γλυκισμάτων προς τον Άγιο Φανούριο ανιχνεύονται απηχήσεις των νεοελληνικών νεκρικών εθίμων, αφού το τάμα προς τον Άγιο σχετίζεται με τη μεταθανάτια τύχη των συγγενικών του προσώπων! Πιο συγκεκριμένα, η πίτα παρασκευάζεται "για να συγχωρέσει ο Θεός τη μάνα του Αγίου" ή "για συγχώριο της μάνας και της αδελφής του", ενώ συχνά προστίθεται στην ομάδα των γυναικών και η αρραβωνιαστικιά του! Ο μελετητής της ελληνικής λαογραφίας Γιώργος Αικατερινίδης κατέγραψε μια ενδιαφέρουσα παράδοση για τη μητέρα του Αγίου στις βρύσες Μεραμπέλλου:
"Η μάνα του Αγίου δεν ηκαμε καλό ποτέ τζη. Μόνο ένα κρομμυδύφυλλο ήδωσε μια βολά σ'ένα διακονιάρη. Σαν απόθανε ήβραζε σ'ένα καζάνι με πίσσα και ο Άγιος αρώτησε: α-Γιάντα η μάνα μου είναι εκειά μέσα;
Ο Μιχαήλ Αρχάγγελος τ'απηλοήθηκε: -Γιατί δεν ήκαμε ποτέ καλό. Να ρίξομε το κρομμυδόφυλλο που ήδωσε κι ανέ τηνέ σηκώσει να βγει επάνω, να σωθεί...
Ερίξανε το κρομμυδόφυλλο και η μάνα ντου βγήκε στα χείλια του καζανιού μαζί με τρεις άλλες γυναίκες που πιαστήκανε κι αυτές από το κρομμύδι. Μα η μάνα ντου τώσε δίνει μια σπρωξιά και πέφτουνε πάλι μέσα. Τοτεσάς λέει ο Αρχάγγελος: Θωρείς πως κι επαέ είναι ακόμη κακή.
Τοτεσάς ο Άγιος Φανούριος ζήτησε μια χάρη: Να μην πηγαίνουνε πράμα γι'αυτόν, μόνο για τη μάνα ντου για να λένε να τση συγχωρέσει ο Θεός..."
Οι παραλλαγές της παράδοσης για την αμαρτωλή μητέρα του Αγίου Φανουρίου που ακούγονται σ'όλη την Ελλάδα είναι δεκάδες. Ακόμη και ως ειδωλολάτρης που δεν ασπάστηκε το Χριστιανισμό αναφέρεται. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σημειώνει στο διήγημά του "Γουτού Γουπατού" - χωρίς να αναφέρει τίποτα περισσότερο : "Όσοι επικαλούνται τον Άγιο Φανούριον οφείλουν να λέγουν: Θεός σχωρέσ' τη μητέρα του Αγίου Φανουρίου. Θεός σχωρέσ' την." (Νίκος & Μαρία Ψιλάκη, "Το ψωμί των Ελλήνων και τα γλυκίσματα της λαϊκής μας παράδοσης")
"Τον Άγιο Φανούριο έκανε αρκετά δημοφιλή η παρήχηση του ονόματός του προς το φαίνω, φανερώνω. Είναι ο Άγιος που φανερώνει τα χαμένα ζώα ή πράγματα και την τύχη. Γι'αυτό στις εικόνες παριστάνεται να κρατά στο χέρι αναμμένο κερί και στην πίστη του λαού έχει θέση μάντη. Εννοείται ότι το αίτημα συνοδεύεται και με ορισμένα τάματα. Π.χ. οι γυναίκες της Παρνασσίδας, όταν έχουν πράγμα χαμένο τάζουν:
Άγιε μου Φανούριε, φανέρωσέ μου το... και θα σου κάνω μια κουλούρα για την ψυχή της μάνα σου! (Η μάνα του Αγίου έχει πολλές αμαρτίες). Ύστερα ονειρεύονται αυτό που έχασαν και το βρίσκουν. Τότε κάνουν μια κουλούρα και τη μοιράζουν στα μικρά παιδιά λέγοντας: "Πάρτε να σ'χωρέστε" (δηλαδή τη μάνα του Αγίου). (Αράχωβα).
Πίτα κάνουν και οι ανύπαντρες για να τους βρει γαμπρό. (Κρήτη)" (Γ.Α.Μέγας, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")
"Για τον Άγιο Φανούριο ο λαός μας λέει πολλά. "Είναι ο Άγιος", λένε οι ξώμαχοί μας, "που φανερώνει τα κλεμμένα ζα και τα χαμένα πράγματα". Καμιά φορά πιστεύουν πως φέρνει και την καλή τύχη στον άνθρωπο. Του φανερώνει το δρόμο τον καλό. "Του φέγγει", λέει ο λαός για κάποιον που τον πάει καλά η τύχη του. "Του φέγγει ο Άγιος Φανούριος". Γι'αυτό στις εικόνες παριστάνεται να κρατάει στο χέρι κερί αναμμένο και να φωτίζει. " (Βασίλη Λαμνάτου, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας")
"Στην Κύπρο, στην Κρήτη και σε άλλες περιοχές, ο Άγιος μπορεί να φανερώσει στην κάθε ανύπαντρη κοπέλα το μέλλοντα σύζυγό της! "Οι ανύπαντρες κοπέλες που θέλουν να παντρευτούν ετοιμάζουν φανουρόπιτα για να φανερωθεί ο υποψήφιος γαμπρός". Στη Σκιάθο "πίτα στον Άγιο τάζουν και οι γυναίκες που τον παρακάλεσαν να τους φανερώσει το γαμπρό που θα κάμουν στην κόρη τους". Στη Φλώρινα, η φανουρόπιτα (που την πάνε οι ελεύθερες κοπέλες στην εκκλησιά) χρησιμοποιείται ως ονειρομαντικό μέσον με ένα κομμάτι που βάζουν κάτω απ'το προσκέφαλο (ο Άγιος θα φανερώσει το μέλλοντα σύζυγο). [...]
Συνήθως η Φανουρόπιτα παρασκευάζεται με επτά ή εννιά υλικά! Η επιλογή των αριθμών αυτών δεν είναι καθόλου τυχαία, μια και είναι γνωστός ο ρόλος των αριθμών στις μαντικές και μαγικές πρακτικές. Τα επτά ή εννιά υλικά φαίνεται να ενισχύουν ακόμα περισσότερο τη δύναμη της πίτας! [...]




Πηγή : laikiparadosi.blogspot.com






15 Αυγούστου: Ο αξέχαστος Δεκαπενταύγουστος

Του π. Ηλία Μάκου.



Στην Ελλάδα ο Δκεαπενταύγουστος, η Κοίμηση της Θεοτόκου, ήταν, είναι και θα είναι μια μεγάλη εορτή. Οι Ορθόδοξοι Έλληνες τιμούμε και υμνούμε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας την Παναγία Μητέρα και την αισθανόμαστε να ικετεύει διαρκώς και ακατάπαυστα τον Χριστό για την επίγεια ευτυχία μας και την αιώνια σωτηρία μας.



Μπορεί φέτος, λόγω του κορωνοϊού, ο εορτασμός να περιοριστεί στις λατρευτικές εκδηλώσεις και αυτές με την τήρηση υγειονομικών μέτρων, ωστόσο, από τη μια άκρη έως την άλλη άκρη της Ελλάδας υπάρχει ένας πλούτος από ήθη και έθιμα την ημέρα αυτή. Κάποια από αυτά σώζονται, κάποια λησμονήθηκαν.



Παλαιότερα οι άνθρωποι άφηναν τις αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές τους και εκκλησιάζονταν οπωσδήποτε το Δεκαπενταύγουστο. Φορούσαν τα καλά τους ρούχα οι άντρες, καθαρά και σιδερωμένα (και ας ήταν μπαλωμένα μερικές φορές) και τις παραδοσιακές φορεσιές τους οι γυναίκες και πήγαιναν στο ναό ή το ξωκκλήσι. Όχι την τελευταία στιγμή, αλλά από τον Όρθρο σχεδόν. Όχι μόνο ασπάζονταν, αλλά και γονάτιζαν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας δείχνοντας τη μεγάλη ευγνωμοσύνη τους προς Εκείνη. Τα παιδιά προπαντός δεν απουσίαζαν και στη λιτανεία που ακολουθούσε, κρατούσαν την εικόνα της Παναγιάς.



Έπαιρναν και φαγητά μαζί τους οι οικογένειες, γιατί στο προαύλιο της εκκλησιάς ακολουθούσε συνήθως γλέντι. Σε ορισμένα χωριά μερικοί νοικοκυραίοι προσέφεραν το φαγητό για όλους. Όλοι αγαπημένοι και αδελφωμένοι έσερναν το χορό. Φρόντιζαν και οι ξενιτεμένοι οπωσδήποτε να είναι στον τόπο τους τον Δεκαπενταύγουστο κοντά στους δικούς τους ανθρώπους. Σε πολλές περιοχές το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου γινόταν σε δύο στάδια. Ο χορός το πρωί μετά από τη λειτουργία και ο μεγάλος χορός το απόγευμα. Και στον πρώτο και στο δεύτερο χορό υπήρχαν μουσικά όργανα. Σύμφωνα με το έθιμο ο πρωινός χορός ήταν μόνο για τους ντόπιους. Ο απογευματινός- βραδινός χορός ήταν τελείως διαφορετικός. Σιγά σιγά διαμορφώνονταν ένα μικρό ημικύκλιο και κατόπιν ένας μεγάλος ανοιχτός κύκλος από άνδρες και γυναίκες. Ήταν πιασμένοι από τους αγκώνες (αγκαζέ). Μετά από τους άνδρες ακολούθησαν οι γυναίκες με σειρά ηλικίας και γάμου. Αυτός ο κύκλος βαθμηδόν μεγάλωνε ακόμα περισσότερο.



Τα πολύ παλαιά χρόνια, σύμφωνα με διασωθείσες μαρτυρίες, οι ανύπαντρες κοπέλες οι οποίες ακόμα δεν είχαν φορέσει τα νυφιάτικα σεγκούνια, δεν συμμετείχαν στο χορό του Δεκαπενταυγούστου, ο οποίος συμβόλιζε την ευγονία των παντρεμένων.



Από τα παλαιότερα θρησκευτικά έθιμα διασώζονται μέχρι τις ημέρες μας η περιφορά από μοναχούς του Επιταφίου της Παναγιάς στα σοκάκια της Πάτμου. Το έθιμο των καβαλάρηδων, που με τα στολισμένα άλογά τους και κατευθύνονται προς το μοναστήρι του Μικροκάστρου Σιατίστης. Η παράδοση με τα φιδάκια, που εμφανίζονται κάθε Δεκαπενταύγουστο στην Παναγιά Φιδούσα, στο Μαρκόπουλο της Κεφαλονιάς. Σύμφωνα με το θρύλο, κάποτε πειρατές απείλησαν την μονή της Παναγίας της Λαγκουβάρδας, που σήμερα φιλοξενεί γυναικεία αδελφότητα. Μετά τις προσευχές των μοναχών, φίδια κύκλωσαν το μοναστήρι, απομακρύνοντας τον κίνδυνο! Αυτή ήταν η αρχή των θαυμάτων και η εικόνα του Μοναστηριού, όπως και όλο το Μοναστήρι, ονομάστηκε Παναγία Φιδούσα. Το θαύμα επαναλαμβάνεται από τότε μια φορά το χρόνο. Θεωρείται μάλιστα κακό σημάδι να μην εμφανιστούν τα φιδάκια κάποια χρονιά (σύμφωνα με μαρτυρίες αυτό δεν συνέβη το 1940 και το 1953, που έγιναν οι καταστροφικοί σεισμοί στην Κεφαλονιά).

Σε εκατοντάδες ανέρχονται οι ναοί πόλεων, χωριών και γραφικών εξοχών, που είναι αφιερωμένοι στην Κοίμηση της Παναγίας. Είναι η λαοφιλέστερη εορτή της καλοκαιρινής περιόδου, αφού πιστοί πλημμυρίζουν τους ναούς και άλλοι ταξιδεύουν για να φτάσουν σε τοπικές θρησκευτικές πανηγύρεις, των οποίων τα πρωτεία, χωρίς να υστερεί καμιά, κατέχει το ιερό νησί Τήνος, με τη θαυματουργή εικόνα της Θεομήτορος.



Όλες οι γενιές των Ελλήνων γαλουχήθηκαν και δεν διαψεύστηκαν με την πίστη ότι η Παναγία έρχεται προστάτης και βοηθός, οδηγήτρια και παρήγορος άγγελος σε όλες τις περιστάσεις της ζωής μας. Γιατί είναι μητέρα μας. Είναι η στοργική μητέρα όλων των Χριστιανών, που την αγαπούν, την σέβονται και την επικαλούνται.

Και γεμίζει ελπίδα η ψυχή μας, όταν σκεφτούμε την Κεχαριτωμένη και Ευλογημένη, που στο άδυτο της ψυχής της ανθεί μυροβόλος ο κήπος των χαρίτων, με όλα τα άνθη της αρετής και της αγιότητας. Είναι πολεμικός νόμος, λέει ο ποιητής, να σέρνει ο νικητής τους νικημένους. Και η Παναγία, πολύ αγαπητή ύπαρξη στον κόσμο ολόκληρο, μας «σαίρνει» νικημένους από την αγάπη της.



Γι’ αυτό κάθε χρόνο, που εορτάζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου, η ελληνική γη δεν στέλνει στο θρόνο της Παναγίας του πένθους τα δάκρυα. Αναπέμπει τα θυμιάματα της ευχαριστίας και τα δοξαστικά των προσευχών.



* * * * * * * *



Τα ήθη και τα έθιμα ενός τόπου κρατούν ζωντανές τις ρίζες του. Οι άνθρωποι μαθαίνουν την παράδοση και την ιστορία τους μέσα από επαναλαμβανόμενες ενέργειες σε καθορισμένες περιστάσεις. Μία από αυτές τις περιστάσεις είναι και το Πάσχα του Καλοκαιριού, ο Δεκαπενταύγουστος, η μεγάλη αυτή γιορτή της Ορθοδοξίας. Ποικίλλουν ανά περιοχή τα έθιμα για την μεγάλη εορτή του Δεκαπενταυγούστου. Η Κοίμηση της Θεοτόκου, συνοδεύεται από παρακλήσεις, κατανυκτικές λειτουργίες, αλλά και πολλά έθιμα.



Πυργί Χίου: Πυργούσικος χορός

Σε ένα από τα διάσημα Μαστιχοχώρια της Χίου, το Πυργί, με την ιδιαίτερη ασπρόμαυρη διακόσμηση των σπιτιών του, υπάρχουν 50 εκκλησίες.

Το Δεκαπεντάυγουστο μετά τη λειτουργία στην εκκλησία της Παναγίας, το πανηγύρι μεταφέρεται στην πλατεία, όπου την τιμητική του έχει ο παραδοσιακός “Πυργούσικος” χορός, με τον γρήγορο και χαρούμενο σκοπό του να παρασέρνει τους πιστούς.



Κουφονήσια: Με τα καΐκια στην Παναγιά

Στα Κουφονήσια εορτάζουν την Παναγία με ξεχωριστό τρόπο και τιμές. Ειδικότερα στο Κάτω Κουφονήσι, στο εκκλησάκι της Παναγίας, το οποίο αποτελεί αξιοθέατο του νησιού και είναι χτισμένο στο μόλο, πάνω σε αρχαία ερείπια. Ανήμερα της εορτής Της, από πολύ νωρίς το πρωί τα καΐκια μεταφέρουν δωρεάν τους πιστούς από το Πάνω Κουφονήσι στο Κάτω, προκειμένου να προσκυνήσουν με ευλάβεια την εικόνα της Παναγίας. Σύμφωνα με το έθιμο ετών, αμέσως μετά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας στο εκκλησάκι της Παναγιάς, προσφέρονται σε όλους τους πιστούς διάφοροι μεζέδες και γλυκίσματα που έχουν φτιάξει ή έχουν αγοράσει οι ίδιοι, λόγω της εορτής. Μάλιστα, τον πρώτο καιρό προσέφεραν μόνο τυρί και σύκα, αλλά με το πέρασμα των χρόνων η συμμετοχή των πιστών στην γιορτή είναι όλο και εντονότερη και οι οικογένειες ετοιμάζουν μεγάλα και εντυπωσιακά πιάτα με τυριά, ελιές, αλλαντικά, κεφτέδες, φρούτα και γλυκά, ενώ τα συνοδεύουν με νερά, αναψυκτικά και κρασί.



Κάλυμνο, τα προσκυνήματα στις εκκλησιές…

Στην Κάλυμνο σε εκκλησίες και ξωκλήσια παίρνουν σάρκα και οστά έθιμα και παραδόσεις. Η Παναγία της Χώρας η Κεχαριτωμένη, η Γλατιανή στ’ Αργινώντα, η Κυρά Ψιλή στο Βαθύ, η Παναγία του Γλυκιού στο λιμάνι,. η Παναγία στους Βοθύνους, η Παναγία της Τελέντου, η Παναγία στην Ψέριμο, η Μυρτιώτίσσα και άλλα μικρά ξωκλήσια. Όλοι αυτοί οι ναοί θα ανοίξουν τις πόρτες τους για να υποδεχτούν ντόπιους και τουρίστες. που θα θέλουν να προσκυνήσουν την Χάρη της Παναγίας.



Όλυμπο της Καρπάθου ο παραδοσιακός Κάτω Χορός

Στην Όλυμπο της Καρπάθου ο Δεκαπενταύγουστος γιορτάζεται με τον πιο κατανυκτικό τρόπο. Οι θρησκευτικές λειτουργίες είναι βαθιά συνδεδεμένες με το πένθος για την Παναγία που “έφυγε”. Αποκορύφωμα του Δεκαπενταύγουστου είναι ο παραδοσιακός Κάτω Χορός που ξεκινά από τους άντρες σε σταθερό αργόσυρτο βήμα και κατανυκτικό βλέμμα. Ακολουθούν οι γυναίκες που είναι ντυμένες με παραδοσιακές στολές.



Άρτα «διπλοκάγκελο»

Στην Άρτα δύο μοναδικά έθιμα, το πρώτο στα ορεινά Θεοδώριανα και το δεύτερο στο Μοναστήρι του Θεοτοκιού, προσδίδουν έντονο θρησκευτικό συναίσθημα στον Δεκαπενταύγουστο. Στα 1000 μέτρα υψόμετρο, εκεί που αρχίζουν τα λιβάδια της Κωστηλάτας στα Θεοδώριανα, βρίσκεται το ξωκλήσι της Παναγιάς και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου. Ο εορτασμός είναι διήμερος και τα έθιμα αναβιώνουν με τον παραδοσιακό χορό «διπλοκάγκελο», αλλά και με τη λιτάνευση της εικόνας από το ξωκλήσι στο χωριό. Το κτύπημα της καμπάνας το πρωί, οδηγεί τους πιστούς στο εκκλησάκι της Κοίμησης της Θεοτόκου στην είσοδο του οροπεδίου της Κωστηλάτας. Εκεί χρειάζεται να περπατήσουν 40 λεπτά με τα πόδια. Όταν τελειώσει η θεία λειτουργία, ξεκινάει η λιτάνευση της εικόνας από το ξωκλήσι μέχρι την πλατεία των Θεοδώριανων. Ανήμερα της γιορτής, αλλά και την επομένη στις 7 το απόγευμα, το κτύπημα της καμπάνας δίνει το σύνθημα.



Πηγή: ekklisiaonline.gr












Δεκαπενταύγουστος-Κοίμηση της Θεοτόκου: Έθιμα στο Αιγαίο και στο Ιόνιο



Δεν υπάρχει νησί στην ελληνική επικράτεια που την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου να μην πανηγυρίζει! Ωστόσο, μερικά ξεχωρίζουν, είτε για τα ιδιαίτερα έθιμά τους είτε για τη μοναδική τους ατμόσφαιρα.



Αιγαίο
Στη Λέσβο, η Παναγιά η Αγιασώτισσα προσφέρει ένα από τα ωραιότερα πανηγύρια του ανατολικού Αιγαίου. Πολλοί προσκυνητές με αφετηρία την πόλη της Μυτιλήνης περπατούν 25 ολόκληρα χιλιόμετρα για να φτάσουν στον αυλόγυρο του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου, όπου και διανυκτερεύουν.
· Στην Ικαρία, την αδιαφιλονίκητη βασίλισσα των πανηγυριών, τα βιολιά αντηχούν μέχρι το ξημέρωμα στη Λαγκάδα, στο Χριστό Ραχών, στο Γιαλισκάρι, στους Κουνιάδους… Την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου το νησί βουλιάζει κυριολεκτικά από επισκέπτες, κυρίως νέους, που φτάνουν εδώ για να σύρουν τον ικαριώτικο χορό, να γευτούν ντόπιο κατσικάκι και δυνατό κόκκινο κρασί και να ξεφαντώσουν μέχρι τελικής πτώσης!



Ιόνιο
· Στη Κεφαλονιά, κοντά στο χωριό Μαρκόπουλο, τα φιδάκια της Παναγιάς προσελκύουν κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητές, που βεβαιώνουν με τα μάτια τους ένα μοναδικό φαινόμενο: κάθε 15 Αυγούστου ακίνδυνα φιδάκια με σταυροειδές σχήμα στο κεφάλι εμφανίζονται στον τρούλο της Παναγιάς της Λαγκουβάρδας. Σύμφωνα με τον μύθο, πρόκειται για τις καλόγριες ενός παλιού μοναστηριού που υπήρχε στη περιοχή, οι οποίες προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των πειρατών παρακάλεσαν την Παναγιά να τις μεταμορφώσει σε φίδια. Στην Παναγιά τη Γραβαλιώτισσα, στο χωριό Πάστρα, οι κρίνοι που τοποθετούνται στην εικόνα της ανθίζουν δυο φορές το χρόνο. Εξαιτίας αυτών των «θαυμάτων» τα δυο χωριά συγκεντρώνουν πλήθος κόσμου στα πανηγύρια τους.
· Στο Σταυρό του Δήμου Αχιλλείων, στις Καρουσάδες και τις Περουλάδες της Κέρκυρας διοργανώνονται τα μεγαλύτερα πανηγύρια του νησιού.



Πηγή: ekklisiaonline.gr
















Ναός της Παναγίας της Αγγελόκτιστης, Κίτι, Κύπρος








Ο αρχιτεκτονικός τύπος του σημερινού ναού ανήκει στην κατηγορία του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο. Η σημερινή του μορφή οφείλεται σε προσθήκες και μετατροπές που έγιναν με την πάροδο του χρόνου. Το 12ο αιώνα, βόρεια του ναού, κτίστηκε καμαροσκέπαστο παρεκκλήσι αφιερωμένο στους ιαματικούς Αγίους Αναργύρους, Κοσμά και Δαμιανό. Στο εξωτερικό της βόρειας πλευράς του παρεκκλησίου ανευρέθηκαν μεσαιωνικοί τάφοι. Πιθανόν ο ναΐσκος να είχε κοιμητηριακό χαρακτήρα. Στα τέλη του 13ου- αρχές 14ου αιώνα, κτίστηκε στη νότια πλευρά του ναού, το λεγόμενο Λατινικό παρεκκλήσι για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών των νέων ηγεμόνων της Κύπρου. Πάνω από την είσοδό του σώζονται τρία οικόσημα, εκ των οποίων το ένα ανήκε στην πλούσια Φράγκικη οικογένεια των Gibelet, κτητόρων του παρεκκλησίου. Στο εσωτερικό του σώζεται η εγχάρακτη ταφόπλακα της Simone Renier de Gibelet, που αποδήμησε το 1302. Ενδέχεται το παρεκκλήσι να είναι σύγχρονο της ταφής της και να είχε και αυτό, όπως και ο ναΐσκος, κοιμητηριακό χαρακτήρα.


Στο εσωτερικό του, ο ναός της Παναγίας της Αγγελόκτιστης κοσμείται με σημαντικές τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, φορητές εικόνες διαφόρων εποχών και με το περίφημο ψηφιδωτό της Παναγίας της Αγγελόκτιστης. Το ψηφιδωτό βρίσκεται στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του Ιερού. Θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά και περίτεχνα εντοίχια έργα του παλαιοχριστιανικού κόσμου. Παρουσιάζει την Παναγία ιστάμενη, να κρατά το μικρό Χριστό στο αριστερό Της χέρι. Δίπλα της παραστέκουν οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Πρόκειται για την αρχαιότερη σωζόμενη, μνημειώδη απεικόνιση της Παναγίας ιστάμενης Αριστεροκρατούσας. Η Παναγία επιγράφεται ως «Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΑ». Το γεγονός αυτό προκαλεί ερωτηματικά γύρω από την θεολογική ερμηνεία της επιγραφής, αφού η Παναγία ως Αγία Μαρία απαντάται, την εποχή αυτή, κυρίως στις μονοφυσιτικές επαρχίες της Ανατολής. Η εικονογράφιση της Παναγίας πιθανόν να αποτελεί πρόδρομο του μετέπειτα γνωστού τύπου της Παναγίας της Οδηγήτριας. Στο εικονοφυλάκιο του ναού, που στεγάζεται στο λατινικό παρεκκλήσι φυλάσσονται 21 φορητές εικόνες.









Ναός της Παναγίας της Αγγελόκτιστης, Κίτι


Πηγή : mcw.gov.cy






Η λατρεία της Παναγίας και η παράδοση









Κείμενο: Στέλλα Κλαδαρά


Εικόνα Παναγία Τρυφώτισα εξ Αίνου-13ος αι.



Ο άνθρωπος έχει την ανάγκη από θειική προστασία και παρηγοριά.

Πρέπει να αισθάνεται πως δεν είναι μόνος αλλά πρέπει να νιώθει πάντα

πως κάποιος ενδιαφέρεται γι αυτόν και τον στηρίζει στο δύσκολο

αγώνα της επιβίωσής του. Ο απλός άνθρωπος νιώθει το Θεό σαν τον

προστάτη του, τον βοηθό του στην καθημερινή ζωή του, τον θέλει να

τον ανακουφίζει στις αρρώστιες και να τον συντρέχει στις δύσκολες

στιγμές. Αυτό όμως που είναι καταφύγιο του και βάλσαμο για την

ελληνική ορθόδοξη ψυχή, είναι η πίστη στην Παναγία.

Η Μητέρα του Χριστού, η Μεγάλη Μάνα της Χριστιανοσύνης, με τα

ήμερα και καλοσυνάτα μάτια της επιβλέπει και προστατεύει όλους από

τον πόνο και τη θλίψη. Είναι η ενσάρκωση της αγάπης, του πόνου και

της παρηγοριάς. Ποιος είναι αυτός που δεν παρακάλεσε την Παναγία να

μεσιτεύσει στο Γιο της για βοήθεια.

Άπειρα είναι τα θαύματα που ο λαός της αποδίδει και πάντα το

όνομά της συνυφάνθηκε με την προστασία των δυναστευομένων,

καταφύγιο των διωκομένων και αδικούμενων.

Την Παναγία δόξασαν οι μεγάλοι υμνωδοί που Την αποκάλεσαν

Αειμακάριστο, Αμόλυντη, Άχραντη, Υπερευλογημένη, Ρόδο αμάραντο,

Ελέους πηγή, Τείχος απροσμέτρητο, Άγκυρα ναυτιλομένων. Αλλά και ο

απλός λαός που επικαλείται της χάρης Tης, της αποδίδει και τα

ονόματα Κοσμοσώτειρα, Τρυφώτισσα, Ελεούσα, Παντάνασσα,

Γρηγορούσα, Γλυκοφιλούσα, Οδηγήτρια, Γιάτρισσα, Κυρά των Αγγέλων,

Γοργοεπήκοη, Παραμυθιά, Παχνιώτισσα, Ηλιόκαλη, Μεγαλόχαρη,

Φανερωμένη, Πλατυτέρα των Ουρανών, Παντοβασίλισσα,

Αρχαγγελιώτισσα κ.ά. Πάνω από 6.000 ονόματα έχουν αποδώσει στη

χάρη Της.

Ο λαός και ιδιαίτερα οι γυναίκες στα δημοτικά τραγούδια μας,

μετέφεραν στο πρόσωπό Της τα γεγονότα σταθμούς που σχετίζονται με

τις φάσεις εκείνες του ανθρώπινου βίου από τη γέννηση ως το θάνατο

όπως η γέννηση, η μητρότητα κ.ά.



Η Παναγία και οι ψυχές



Τη μεγαλοθυμία της Παναγίας, την απέραντη καλοσύνη και αγάπη της,

καθρεφτίζει μια άλλη θρακική παράδοση από την περιοχή της Τσαντώς:

Ένα Μεγάλο Σάββατο η Παναγία είπε πως θέλει να πάγει να δει τις

ψυχές. Την έβαλαν επάνω σε άμαξα, που την έσερναν τριακόσιοι

άγγελοι, και την πήγαν πρώτα εκεί που ήταν οι κριματισμένοι, και είδε

εκείνους που σκοτώσανε άνθρωπο, τους φονιάδες, που έβραζαν μέσα

στη κόλαση. Ο κόχλος του κατραμιού γύριζε και αυτοί εκεί μέσα

καίουνταν.

Άλλοι κρέμουνταν το φίδι στη γλώσσα.

- Γιατί; είπε η Παναγία

- Είπε άδικο.

Άλλος από τη μέση και κατ` μέσα στην κόλαση, μόνο που φαίνουνταν.

Είναι που ξέκοψε που πήγε ένας να αρραβωνιαστεί και η αμαρτία που

έκαμε, άνοιξε η γης και τον πήρε.

Είδε εκείνον που αφιγκριούντανε, έκαναν τις σούγλες και τις έχωναν

μέσα στ` αυτιά τ`.

Είδε εκείνην που βύζανε το τουρκάκι, να κρέμονται τα φίδια στα βυζιά

της. Ακόμα πολλά είδε κι ανατρίχιασε η Παναγία και είπε : «Κύριε μ`,

καλλιότερα να μη γεννιούντανε».

Ύστερα την πήγαν στον Παράδεισο, σ` ένα ωραίο μέρος, που

διασκέδαζαν οι ψυχές, εκεί ευχαριστήθηκε πολύ και χάρηκε. Πηγαίνει

εμπρός στο Θεό και κάμνει μετάνοιες, που άνοιξαν τα χέρια της από τις

πολλές που έκαμε, και τον παρεκάλεσε για χάρη της να βγάλει τις ψυχές

καλές και κακές πενήντα μέρες να γυρνούν έξω, και από τότε από το

Πάσχα ως της Γονατιστής, τις πενήντα της Λαμπρής, τρέχουν έξω οι

ψυχές ευχαριστημένες.

- Δος μου, υιέ μου, τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου,

Ν` ανοίξω τον Παράδεισο κομμάτ` να συργιανίσω.

- Ανοίγω τον Παράδεισο κομμάτ` να εγλεντίσει.

Βλέπει τον Άδη πόρχεται, το μαύρο καβαλάρη,

Βαστάει τους νιους απ` τα μαλλιά, τις γέροι απ` το χέρι

Και τα μικρά παιδιά στη σέλα τα` κρεμασμένα,

Και τα άλλα τα μικρότερα ψηλά στα κυπαρίσσια,

Παίζουν τα χρυσόμηλα κι αλησμονούν τις μάνες.

Βλέπει τις καθάριοι στον ήλιο πυρωμένοι

Βλέπει και τις αμαρτωλοί στην πίσσα κορωμένοι

Πώχουν την πίσσα πάπλωμα και το κατράμι στρώμα

Και το κατρανοτούλουμο το έχουν μαξιλάρι.

Βαστούνε και στα χέρια τους σακούλες βουλωμένες.

- Πάρτε, φτωχοί, τα γρόσια μας, πάρτε και τα φλουριά μας

Και δώστε μας τον ήλιο σας κομμάτ` να πυρωθούμε.

- Δεν τόξερες, φιλάργυρε, οπού θα αποθάνεις,

Να δίνουν τα χεράκια σου, να γράφτουν οι αγγέλοι,

Παλιό ρούχο να έδινες εδώ θε ναν καινούργιο

Φελί ψωμί να έδινες εδώ θε ναν μπιτούνκο (=ακέραιο).

Εδώ δεν περνούν φλουριά, μηδ` άσπρα, μηδ` γρόσια

Περνάει λίμνος και κερί και η καθαρή ψυχούλα.

- Για βγάλτε τις αμαρτωλοί κομμάτ` να πυρωθούνε

Και στις πενήντα της Λαμπρής πάλε μέσα να κλειστούνε.

Στη Θράκη πολλοί γονείς « σκλαβώνουν » τα παιδιά τους στην Παναγία

για να τα έχει γερά. Ο καντηλανάφτης παραλάμβανε το παιδάκι από την

είσοδο της εκκλησίας και φώναζε: « ο Νίκος σκλαβάκι της Παναγίας» .

Το περνούσε εμπρός από την εικόνα της Θεοτόκου και έβαζε στον λαιμό

του χαλκά από « τέλι». Οι γονείς ανάλογα με τις οικονομικές τους

δυνατότητες άφηναν ένα ποσό στο παγκάρι. Το «σκλαβάκι» φορούσε

σαράντα ημέρες τον χαλκά. Μετά τον κρεμούσαν στο εικονοστάσι.

Όταν μεγάλωνε και έφθανε η ώρα να παντρευτεί πήγαινε ο νέος ή η νέα

τάξιμο στην εκκλησία και ξεσκλαβωνόταν.

Αλλά η μάνα του Θεανθρώπου και των ανθρώπων όλων δε θα ήταν

τόσο οικεία και αγαπημένη, αν δεν συνέτρεχε στο κάθε βήμα τους και

στις δύσκολες ώρες τους. Έτσι η Παναγία για τους αγροτικούς

πληθυσμούς της Θράκης, σαν αληθινή αγρότισσα κι αυτή - όμοια με την

αρχαία Δήμητρα - δέθηκε μαζί τους προστάτισσα της Γεωργίας. Πολλά

έθιμα του λαού μας συνδέονται με τις Θεομητορικές εορτές.

Το Γενέθλιο της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου) ο λαός το ονομάζει Παναγία

της «Αποσοδειάς» ή «Καρυδούς » ή «Σταφυλόψης» κι ο κόσμος το

γιορτάζει με λιτανείες και πανηγύρια.

Τα Εισόδια της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου) – οι αγρότες επιδιώκουν να

σπείρουν τα περισσότερα σπαρτά τους ως τη μέρα αυτή γιατί

πιστεύουν ότι φυτρώνουν αμέσως. Αντίθετα όσα σπέρνουν μετά τις 21

Νοεμβρίου κάνουν σαράντα μέρες να πιάσουν. Γι αυτό η λαϊκή

ονομασία της εορτής είναι « Μεσοσπορίτισσα ». Ονομάζεται επίσης και

« Πολυσπορίτισσα » επειδή οι αγρότισσες την ημέρα αυτή αντί για άλλο

έδεσμα, μαγειρεύουν και προσφέρουν στους δικούς τους πολυσπόρια (

χυλό από σιτάρι όπως κολυβόζουμο ή βαρβάρα, καλαμπόκι, κουκιά,

φασόλια) για να εξασφαλίσουν καλή σοδειά. Σε πολλά μέρη τα

πολυσπόρια λέγονται με το αρχαίο όνομά τους « πανσπερμία ».

Άλλωστε και οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν πανσπερμία στη θεά

Δήμητρα και στο Διόνυσο στα Ανθεστήρια και τα Πυανέψια.

Οι αγρότες μας πιστεύουν πως ότι καιρό κάνει την ημέρα των Εισοδίων,

ο ίδιος καιρός θα συνεχιστεί και τις επόμενες σαράντα ημέρες.

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου (25 Μαρτίου) για τους Έλληνες είναι

μεγάλη θρησκευτική και εθνική εορτή. Είναι η μεγάλη ημέρα της

άνοιξης. Ο λαός πιστεύει ότι τότε γυρίζουν τα χελιδόνια. Τα παιδιά

βγάζουν τους «μάρτηδες» ( άσπρη και κόκκινη κλωστή τυλιγμένη στον

καρπό του χεριού) και τους αφήνουν στα δένδρα για να τους πάρουν τα

χελιδόνια. Κατά την Τουρκοκρατία, οι αγωνιστές έβγαιναν στο κλαρί του

Ευαγγελισμού για να «πηδήξουν τη χάρμπα», όπως έλεγαν στη Θράκη

και να «ματώσουν το σπαθί».

Σε πολλές περιοχές την ημέρα αυτή οι κοπέλες θεωρούν καλό να

κάνουν κούνιες και να κουνιούνται.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου (15 Αυγούστου). Στην Ανατολική Θράκη

υπήρχαν δεκαπέντε θαυματουργά αγιάσματα που ήταν αφιερωμένα

στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Οι πιστοί ξεκινούσαν με καρότσια και

βοϊδάμαξα από μακριά για να πάνε στα αγιάσματα να γιορτάσουν και

να πανηγυρίσουν. Πολλοί πρόσπεφταν σαν ικέτες στη χάρη Της για

θεραπεία. Στα αγιάσματα δεν έλειπε και το κουρμπάνι ( θυσία ζώων).

Οι αγρότες μας πιστεύουν πως τα χελιδόνια φεύγουν στις 15

Αυγούστου χαρούμενα επειδή ο κόσμος θέρισε κι αλώνισε.

Χαρακτηριστικοί είναι και οι στίχοι που κελαηδεί το χελιδόνι καθώς

πετά για τις πιο θερμές χώρες :



Θερίσαμ` αλωνίσαμε

Δεμάτια κουβαλήσαμε

Κι εμένα το κουλίκι μου

Στον ποταμό θ`αφήσουνε

Να έρθω να το πάρω



Τα Εννιάμερα της Παναγίας (23 Αυγούστου) εορτάζονται με λιτανείες

και πανηγύρια κοντά στα αγιάσματα.



Βιβλιογραφία :

Καλ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Λαογραφικά Θράκης (τόμος Α`), Αθήνα 1979

Κώστας Θρακιώτης, ΛΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ- Εκδόσεις ΡΗΣΟΣ –

Αθήνα 1991







Το Καλοκαίρι στη Λαική μας Παράδοση











Το Καλοκαίρι, είναι λέξη ελληνική που έχει τις ρίζες της βαθιά απλωμένες στην Ελληνική παράδοση. Σημαίνει την εποχή που ο καιρός είναι «καλός» που πάει να πει ζεστός και όχι βροχερός. Ίσως είναι παγκόσμια μοναδικότητα, που ο λαός μας έχει κρατήσει τον απλό χαρακτηρισμό του καλού καιρού (Καλοκαίρι) στη θέση μιας εποχής του χρόνου (του Θέρους) και μάλιστα με την επιθυμητή του προέκταση σε έξι ή σε οκτώ μήνες. «Από Μαρτιού Καλοκαιριού κι απ' Αύγουστο Χειμώνα». Αποκαλύπτεται έτσι σαν η αιώνια λαχτάρα των ανθρώπων της Ελληνικής υπαίθρου η «καλοκαιριά», γιατί την περίμεναν σαν απολύτρωση από το κρύο, την πενιχρή στέγαση και τον περιορισμό τους γύρω από το τζάκι.


Πέρα από αυτά όμως, το Καλοκαίρι, είναι η εποχή της απολαβής από τη σπορά. «Να θερίσουν ότι έσπειραν». Της ικανοποίησης του μόχθου και της αγωνίας μιας χρονιάς. Η ευλογημένη ώρα που χαρακτηρίζεται από την ένταση και τη σκληρή δουλειά του θερισμού στα χωράφια κάτω από το λιοπύρι και τη ζέστη, που συνεχίζεται με ίδιες συνθήκες στ' αλώνια με τ' αλώνισμα και αποζημιώνεται με τη μοναδική χαρά της συγκέντρωσης στ' αμπάρια του σπιτιού, του χρυσοκίτρινου σιταριού και των άλλων δημητριακών, η ύπαρξη των οποίων καθορίζει τη συνέχεια και τη ζωή στον τόπο μας από αρχαιοτάτων χρόνων!
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός που ο λαός της υπαίθρου ονοματίζει τους δύο πρώτους μήνες του Καλοκαιριού, με ονόματα παρμένα από τη διαδικασία συγκομιδής και επεξεργασίας των δημητριακών. Θεριστής ο Ιούνιος, από το θερισμό τους, και Αλωνάρης ο Ιούλιος από το αλώνισμα.


Αλλά στους δύο προηγούμενους μήνες του Καλοκαιριού, παρά τις επείγουσες και σκληρές δουλειές του θερισμού και του αλωνίσματος, υπάρχουν και κάποιες μεγάλες γιορτές - μικρές ανάσες ξεκούρασης- που γιορτάζονται ανάλογα. Μιλάμε φυσικά για τ' Αι Γιαννιού του Κλήδονα ή λαμπαδάρη ή ριγανά, που παίρνει το όνομα αντίστοιχα από το έθιμο του κλήδονα, από τις φωτιές ή το μάζεμα της ρίγανης, στις 24 Ιουνίου. Μπορούμε να πούμε ότι η γιορτή αυτή έχει καθαρά ειδωλολατρικές καταβολές που έρχονται από τα βάθη των χιλιετιών «.αφού μαζί με τον Αι Γιάννη λατρεύεται με παλιά υποσυνείδητη εθιμολογία, ο ήλιος των θερινών τροπών, ανάβονται διαβατήριες και καθαρτήριες φωτιές, για τον κρίσιμο χρόνο, ασκούνται με τελετουργική δεξιοτεχνία η μαντεία κι η μαντική, εκβιάζεται σχεδόν η καλή τύχη, επιδιώκεται η υγεία και το σωματικό κάλλος, με τη συγκομιδή θεραπευτικών και αρωματικών ανθόφυτων.» Δ. Λουκάτος ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΑ. Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ.


Από τις μεγάλες γιορτές του καλοκαιριού ξεχωρίζει φυσικά και αυτή του Αι Λιά, του αγίου των βουνών στις 20 Ιουλίου, που γιορτάζεται ξεχωριστά από το λαό μας. Η παράδοση για την προτίμηση του Αι Λιά να κατοικεί στα βουνά είναι δανεισμένη από τα αφηγήματα του Ομήρου: «Βαρέθηκε, λέει ο Αι Λιάς τη θαλασσινή ζωή (που έκανε πρωτύτερα με τον Αι Νικόλα) πήρε ένα κουπί στα χέρια του κι έφυγε μόνος του για τα βουνά. Προχωρούσε, όσο οι άνθρωποι γνώριζαν τι κρατούσε, και σταμάτησε μόνο, όταν τον ρωτούσαν ή δεν ήξεραν τι είναι το κουπί και η θάλασσα». Ν. Πολίτη, Παραδόσεις, αρ. 207. (Οδύσσεια 120 - 136)


Οι τρεις μήνες του καλοκαιριού στις σύγχρονες ονομασίες τους κρατούν τα λατινικά τους ονόματα. Ήτοι: Ιούνιος ή Ιούνης, λατ. Iuno που σημαίνει Ήρα. Η θεά στην οποία ήταν αφιερωμένος ο μήνας. Στην Ελληνική αρχαιότητα λεγόταν Ελαφηβολιώνας. Ιούλιος ή Ιούλης, λατ. Iulius (Caesar) ο γνωστός Ρωμαίος αυτοκράτορας. Στην Ελληνική αρχαιότητα λεγόταν Εκατομβαιώνας και Αύγουστος λατιν. Augustus από τον τίτλο του γνωστού ρωμαίου αυτοκράτορα Γάιου Οκταβιανού. Στην Ελληνική αρχαιότητα λεγόταν Βοηδρομιώνας. Ο μήνας αυτός στη σύγχρονη Ελληνική παράδοση απαντάται και σαν «Δριμάρης» από τις δρίμες (ξωτικά) που κατά τη λαϊκή δοξασία τις έξι πρώτες μέρες του γυρίζουν στα λαγκάδια και στα ποτάμια και επηρεάζουν τα νερά. Τις ίδιες ημέρες οι άνθρωποι της υπαίθρου «μηνολογιάζουν», διαβάζουν τα «ημερομήνια», δηλαδή ερμηνεύοντας ανάλογα διάφορα σημάδια στον ουρανό, στη συμπεριφορά των ζώων, στην κατεύθυνση και τη θερμοκρασία του ανέμου, προβλέπουν τον καιρό για όλους τους μήνες του χρόνου, πράγμα πολύ χρήσιμο γι αυτούς, αφού η ζωή τους κυριολεκτικά εξαρτάται από το. «τι καιρό θα κάνει».


Ο Αύγουστος είναι κατά κάποιον τρόπο ο μήνας της ξεκούρασης και του γλεντιού, αφού σ' αυτόν «πέφτουν» και οι μεγάλες γιορτές της Παναγίας στις δεκαπέντε και στις εικοσιτρείς, που για το λαό μας είναι η Λαμπρή του Καλοκαιριού και τις τιμά με ιδιαίτερη λαμπρότητα και τις πανηγυρίζει ανάλογα. Εξ αιτίας αυτής της ανάπαυλας μέχρι ν' αρχίσει, με το έμπα του Φθινοπώρου, η σκληρή δουλειά με τη συγκομιδή των οψιμιών (καλαμπόκια, αραποσίτια, φασόλια, ρεβίθια κλπ), τον τρύγο και αργότερα το λιομάζωμα, ο λαός δικαίως λέει για τον Αύγουστο: «Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δύο φορές το χρόνο»!




Πηγή : arcadians.gr






Ο Αύγουστος στην παράδοση












Ο Αύγουστος ήταν ο έκτος μήνας στο ρωμαϊκό ημερολόγιο και λεγόταν sextilis, αλλά προς τιμήν του Οκταβιανού Αύγουστου τον μετονόμασαν σε Αύγουστ (Σεβαστός) το έτος 8 π.Χ. . Ο ίδιος ο Οκταβιανός το 4 π.Χ. πρόσθεσε μια ακόμα μέρα. Λέγεται ότι το έκανε για να μην υστερεί ο μήνας αυτός ο αφιερωμένος στον ίδιο σε μέρες από τον Ιούλιο που είχε 31 μέρες και ήταν αφιερωμένος στον Ιούλιο καίσαρα. Αντίστοιχος μήνας των αρχαίων Ελλήνων ήταν ο Μεταγειτνιών, ενώ στο Βυζάντιο ήταν ο τελευταίος μήνας και η 31 Αυγούστου λεγόταν κλειδοχρονιά. Ο λαός τον ονόμασε συκολόγο, Δριμάρη, Αλουστος, Πενταφάγης, παχομύγης, τραπεζοφόρος.






Σε αλλοτινές εποχές που οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τις καιρικές αλλαγές και άλλα φυσικά φαινόμενα τις απέδιδαν στα κακά πνεύματα και στις δαιμονικές παρουσίες που ζηλεύουν την ανθρώπινη ευτυχία. Έτσι λοιπόν πίστευαν ότι την όμορφη αυτή εποχή για τους ανθρώπους «χαλούσαν» τα κακά πνεύματα. Είναι οι δρίμες του Αυγούστου ή δρίματα. Η λέξη παράγεται από την λέξη δριμύς. Τα κακοποιά πνεύματα που κυριαρχούν αυτές τις μέρες φέρονται με σκληρότητα στους ανθρώπους και καταστρέφουν τις σοδιές και την υγεία τους. Στην Κύπρο τις αποκαλούσαν «κακαουστιές», κακές μέρες. Πίστευαν ότι διαρκούν από τρεις ως δώδεκα μέρες. Τα ξωτικά αυτά, οι καλικάντζαροι του καλοκαιριού, γυρίζουν στα βουνά και τα λαγκάδια και επηρεάζουν τα νερά. Αντίστοιχες δυσοίωνες μέρες εθεωρούντο και οι έξι πρώτες μέρες του Μαρτίου σχετική παροιμία το επιβεβαιώνει: «Τ΄ Αυγούστου οι δρίμες στα πανιά και του Μαρτιού στα ξύλα», δηλαδή τον Αύγουστο σαπίζουν τα υφάσματα και τον Μάρτιο τα ξύλα.






Τις πρώτες μέρες του Αυγούστου «μηνολογιάζουν», δηλαδή προβλέπουν τον καιρό για όλους τους μήνες του χρόνου. Είναι τα γνωστά μερομήνια. Από τον καιρό των δώδεκα πρώτων ημερών μάντευαν τον καιρό όλου του χρόνου.






Στον Πόντο τις έλεγαν «σαπέας» (από το ρήμα σαπίζω). Στη διάρκεια τους δεν έπλεναν τα ρούχα, γιατί πίστευαν ότι θα σαπίσουν, δεν λούζονταν για να μην πέσουν τα μαλλιά τους, δεν έκοβαν ξύλα για να μην σκουληκιάσουν, δεν έκαναν γάμους ούτε βαπτίσεις. Δεν έμπαιναν στους κήπους για να μην σαπίσουν τα φυτά, δεν έκαναν ούτε τουρσιά. Όλα αυτά τα παθήματα τα έλεγαν «αυγουστιάσματα».






Κατά τη λαϊκή παράδοση ο Αύγουστος είναι ο μήνας που τρέφει τους άλλους έντεκα. Οι περισσότεροι καρποί συλλέγονταν αυτόν τον μήνα. Τα ξακουστά φουντούκια του Πόντου συλλέγονταν τώρα και εξάγονταν σε όλη την Ευρώπη. Καπνός, καρύδια, σταφύλια, δαμάσκηνα, απίδια ωρίμαζαν την εποχή αυτή.






Στα ψηλά μέρη του Πόντου ξεκινούσε το όργωμα των χωραφιών και ξεκινούσε η σπορά. Το όργωμα γινόταν με πρωτόγονο τρόπο, με το ξύλινο αλέτρι του Ησιόδου. Ακολουθούσε η σπορά, με το νέο φεγγάρι πάντα και το καλόπιασμα των βοδιών στα οποία έδιναν από μια χούφτα κριθάρι.






Στην περιοχή του παππού μου, το Επές, την εποχή αυτή αλώνιζαν τα σιτηρά, ζύμωναν ψωμιά με το νέο σιτάρι και έλεγαν ¨νε ΄ν ψωμίν και νε΄ ν καρδίαν (νέο ψωμί και νέα καρδιά).






Τον Αύγουστο γινόταν και οι προεργασίες της επιστροφής των ζώων από τα παρχάρια. Υπάρχει η παροιμία: «Επάτεσα σον Αύγουστον και ση χιονί την άκραν /τα ζα φεύ΄νε ας σον παρχάρ, φεύ΄νε αση ν αντάραν». Κατέβαζαν τα ζώα στα χαμηλά και άφηναν τα πρόβατα έξω στα χωράφια να κοπρίσουν την γη με τα κοπριά και ούρα, «κάθιζαν γιατάχ», δηλαδή έκαναν ένα στρώμα που λίπαινε τα χωράφια.






Ήταν ο μήνας που η καλή πόντια νοικοκυρά ετοίμαζε όλες τις προμήθειες του χειμώνα. Για τις τεμπέλες και τις ανεπρόκοπες έλεγε η λαϊκή παροιμία: «Αυγουστοκοδέσποινα, καλαντογυρεύτρα», δηλαδή η οικοδέσποινα που δεν έκανε καμία δουλειά και έμενε άπραγη τον Αύγουστο, τον Γενάρη θα ζητιανεύει, γιατί δεν θα είχε φροντίσει να έχει αποθέματα.






Όλοι οι πόντιοι τηρούσαν με μεγάλη ευλάβεια τη σαρακοστή του Αυγούστου, τη θεωρούσαν ισοδύναμη με την μεγάλη νηστεία της σαρακοστής. Θυμάμαι τη γιαγιά μου που την τηρούσε με ευλάβεια μέχρι τον θάνατό της στα 98 της χρόνια. Έτρωγε μόνον ψάρι και λάδι στις 6 Αυγούστου, της μεταμορφώσεως του Σωτήρος.






Αύγουστε καλέ μου μήνα να ‘σουν δυο φορές τον χρόνο.






Πηγή : Γιώτα Ιωακειμίδου Φιλόλογος








ΤΟ «ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΤΑΥΡΟΥ» (Αγ. Παρασκευή Λέσβου)









Γίνεται προς τιμή του Αγ. Χαραλάμπους. Πρόκειται για μια ταυροθυσία. Αποτελεί μια γιορτή που διαρκεί 3 ημέρες. Για πρακτικούς λόγους, επειδή δεν είναι εύκολη η μετάβαση στο ξωκλήσι του αγίου την ημέρα της γιορτής του (10/2), το πανηγύρι γινόταν αρχικά την πασχαλινή περίοδο («πριν φύγει το Χριστός Ανέστη»), ή τέλη της ανοιξιάτικης περιόδου, στη συνέχεια μεταφέρθηκε τους καλοκαιρινούς μήνες, Ιούνιο ή Ιούλιο. Καθοριστικό ρόλο έπαιζε η άφιξη κάθε χρόνο των ξενιτεμένων Αγιοπαρασκευιωτών, κυρίως από την Αυστραλία, αφού συνήθως ένας απ’ αυτούς έκανε την καθόλου ευκαταφρόνητη χορηγία για την αγορά του ταύρου, εκτελώντας έτσι κάποιο τάμα του.


Το πρωί της Παρασκευής οδηγούν τον ταύρο, που πρέπει να είναι εκλεκτός (3ετής, ανευνούχιστος & να μην έχει μπει σε ζυγό) μπροστά στο σπίτι του χορηγού. Εκεί υπό τους ήχους μουσικής στολίζουν τον ταύρο. Του κρεμούν στο λαιμό άνθη & στεφάνι και βάφουν τα κέρατά του με χρυσόσκονη. Μικρή επιγραφή στο μέτωπό του δείχνει το όνομα του δωρητή. Στη συνέχεια με μουσική, με λάβαρα, με σημαία & με την εικόνα του αγίου μπροστά, αρχίζει η περιφορά του ταύρου σε όλο το χωριό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας το ζώο μεταφέρεται στην τοποθεσία «Ταύρος», ορεινή & δυσπρόσιτη, 15 χμ Α. της Αγ. Παρασκευής, όπου βρίσκεται και το ξωκλήσι του αγίου.


Από το πρωί του Σαββάτου αρχίζει η ομαδική μετάβαση των πανηγυριστών στον «Ταύρο», απ’ όλο το νησί. Το σούρουπο φέρνουν τον ταύρο, πάλι με μουσική, μπροστά στο εκκλησάκι και ο ιερέας τον ευλογεί με ειδική ευχή. Τον οδηγούν έπειτα στον τόπο της θυσίας. Εκεί, κατά την πίστη που επικρατεί, το ζώο γονατίζει με τη θέλησή του για να θυσιαστεί. Παράλληλα σφάζονται κι άλλα μικρότερα ζώα, με την ευλογία του παπά πάντα, τάματα κι αυτά των πιστών.


Την ευλογία του δέχονται κι οι έφιπποι πανηγυριστές, θεωρείται μάλιστα ότι το πανηγύρι αποβλέπει ιδιαίτερα στην προστασία των φοράδων.


Από το κρέας του ταύρου και με ειδικά κατεργασμένο σιτάρι παρασκευάζεται το λεγόμενο “κεσκέτσι”, που το πρωί της Κυριακής διανέμεται στους πιστούς, για «να πάρουν όλοι τη δύναμη που είχε ο ταύρος».


Η όλη θυσία-γιορτή τελειώνει το απόγευμα της Κυριακής με ιππικούς αγώνες. Ακολουθεί γλέντι όλων των πανηγυριστών στην πλατεία του χωριού.







Έθιμα του γάμου (πριν από πολλές δεκαετίες) σε χωριά της Αργολίδας



Κείμενο: Γιώργος Νικολόπουλος









Η νύφη τον περίμενε στην είσοδο, όχι της εκκλησίας, αλλά του σπιτιού της… Εκεί θα χόρευαν τον Ησαϊα (έτσι γλίτωνε και ο κουμπάρος το στολισμό του ναού)! Χωρίς νυφικό, αλλά με την επίσημη ενδυμασία της βλαχοπούλας, ήταν έτοιμη να υποδεχτεί τον άντρα της ζωής της που πιθανόν να είχε πρωτοδεί λίγες ημέρες νωρίτερα. Μεταξύ τους ωστόσο, ταίριαζαν απόλυτα… Το βεβαίωνε άλλωστε και ο συμβολαιογράφος που έφτιαξε το προικοσύμφωνο!



…Και νάσου στο βάθος του δρόμου οι συμπέθεροι. Μπροστά, στo στολισμένο «όχημα» (ενός ίππου ή έστω ημιόνου) ο γαμπρός και πίσω οι υπόλοιποι «κορναρίζοντας» με κλαρίνα και βιολιά. Εκείνος, σοβαρός και προσεκτικός (για να μη χαλάσει τις τσακίσεις της φουστανέλας), κατέβαινε από το τετράποδο και πλησίαζε τη νύφη για να ξεκινήσει το μυστήριο.



Κάπως έτσι γίνονταν πριν από πολλές δεκαετίες οι γάμοι στα χωριά της Αργολίδας. Σε κάθε χωριό είχαν και τα δικά τους έθιμα (κοινά ή κατ’ αποκλειστικότητα), πολλά από τα οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Για παράδειγμα τα «μελώματα». Αντίθετα, κάποια άλλα, όπως π.χ. τα λερωμένα εσώρουχα του γαμπρού (για να μην τον πιάνουν τα μάγια) αλλά και η επίδειξη του γαμήλιου σεντονιού, μάλλον καταργήθηκαν.



Στη συνέχεια, θα διαβάσετε μερικά από τα έθιμα του γάμου σε χωριά της Αργοναυπλίας. Τα στοιχεία έχουν αντληθεί κυρίως, από το βιβλίο του δημοσιογράφου Κώστα Δ. Σεραφείμ «Τα λαογραφικά της Αργολίδος» (1981). Φυσικά, πολλά από τα έθιμα δεν ήταν αποκλειστικότητα ενός χωριού αλλά ίσχυαν και σε άλλα…



Καρυά
Μία Κυριακή πριν από το γάμο έριχναν τα “αλέσματα”. Στο σπίτι του γαμπρού και της νύφης αντίστοιχα, στρωνόταν από μία κουβέρτα όπου σε αυτή, οι συγγενείς πήγαιναν ένα κόσκινο σιτάρι ανακατεμένο με δεκάρες, καρύδια, αμύγδαλα. Τα παιδιά συναγωνίζονταν ποιο θα έπαιρνε τα περισσότερα με το ξεδιάλυμα. Το σιτάρι μετά τη διαλογή πήγαινε στο μύλο για να αλεστεί και να γίνουν οι πίτες του γάμου.



Αγριλίτσα
Το πρωί της Κυριακής του γάμου, τα πιο όμορφα κορίτσια του χωριού (υποκειμενικές οι κρίσεις) μοίραζαν καλέσματα στα σπίτια των συγχωριανών τους. Το κάλεσμα ήταν τρία γαρύφαλλα και ένα κουφέτο, διπλωμένα σε κόκκινο χαρτί. Στο σπίτι του γαμπρού έστηναν το “μπαϊράκι”: Σ’ ένα καλάμι στερέωναν μια τσεμπέρα (μαντήλι) λευκή με κόκκινες και θαλασσιές κορδέλες σε σχήμα σταυρού. Στην κορυφή κρεμούσαν ένα ρόδι. Το απόγευμα ο γαμπρός μετά το φαγητό πήγαινε με το σόι του στο σπίτι της νύφης έχοντας στη τσέπη του το ρόδι. Αυτό το έσπαζε στην εξώπορτα. Όταν ο παπάς απήγγειλε το “H δε γυνή να φοβήται τον άνδρα” ο γαμπρός ήταν αυτός που πατούσε το πόδι της νύφης για να δείξει ότι θα έχει το “πάνω χέρι”. Αλίμονο όμως αν προλάβαινε να τον πατήσει η νύφη… Μετά το γλέντι ένα ψαροκάικο στη Νέα Κίο περίμενε τους νιόπαντρους για το γαμήλιο ταξίδι στις Σπέτσες, την Κοιλάδα ή τον… μακρινό Πόρο.



Νέα Τίρυνθα
Ο γαμπρός δεν άλλαζε εσώρουχα για να είναι …ακάθαρτος και να μην τον πιάνουν τα μάγια και το “Αμπόδεμα”. Το “Aμπόδεμα” ήταν ένα μαγικό με το οποίο ο άντρας δεν μπορούσε να επιτελέσει τα συζυγικά του καθήκοντα. Σε περίπτωση που η νύφη δεν ήταν παρθένα, τότε ο γαμπρός ζητούσε πανωτίμι, δηλαδή περισσότερη προίκα από αυτή που του είχαν τάξει.



Αχλαδόκαμπος
Στο γαμπρό έδιναν για προίκα τα χαλκώματα (καζάνι, μπακίρι, μασιά, σιδερωστιά, ταψιά, λυχνοστάτη, τετζερέδες, σίδερο, χαβάνι, μπρίκια), το ρουχισμό (μπελαρίνες, γιουρντιά, 12 ταγάρια, 32 ζευγάρια μάλλινες ανδρικές κάλτσες, μαξιλάρες, πουκαμίσα, πουκαμίσα γυναικεία, δύο πουκαμίσες για τον …πεθερό, βράκες γυναικείες, σάισμα, βελέτζες και μια κασέλα).



Παλαιά Επίδαυρος
Όταν πήγαιναν οι νιόπαντροι στο νυφικό κρεβάτι που ήταν στρωμένο με άσπρα σεντόνια, πρώτα έριχναν και κυλούσαν πάνω σε αυτό ένα αρσενικό παιδί, ώστε να κάνουν το πρώτο παιδί αγόρι. Η πεθερά της νύφης ήταν αυτή που πήγαινε πρώτη το επόμενο πρωί στο δωμάτιο για να διαπιστώσει αν χρειάζεται να ζητήσουν την πρόσθετη προίκα (που λέγαμε νωρίτερα)…



Εξοχή
Ένας – ένας, βγαίνοντας από την εκκλησία στον περίβολο, άρχιζε να χορεύει. Όταν έβγαινε η νύφη ήταν υποχρεωμένη να χορέψει με όλους τους συμπεθέρους. Η μάνα του γαμπρού στο σπίτι τηγάνιζε αυγά τα οποία έτρωγαν οι νεόνυμφοι πριν ξεκινήσει το γλέντι. Την άλλη μέρα οι δυο τους πήγαιναν στη βρύση, έβαζαν νερό στο στόμα τους και καταβρέχονταν.



Κεφαλόβρυσο
Προτού γίνει η στέψη, το πρωί της Κυριακής φόρτωναν στην πλάτη της νύφης ένα βαρέλι κι ένα αγοράκι και αυτή πήγαινε στη βρύση ή στο πηγάδι για νερό. Όταν γύριζε τη στόλιζαν, της έβαζαν στα πόδια της ένα ταψί και της έριχναν χρήματα.



Λυγουριό
Αφού ξυριστεί ο γαμπρός, η μητέρα του παίρνει τα αποξυρίσματα και τα φυλάει για να μην του κάνουν μάγια. Όταν στολιζόταν φορούσε από μέσα ένα λερωμένο ρούχο (τουλάχιστον μίας εβδομάδας) ενώ του έβαζαν ακόμη ένα κλούβιο αυγό και ένα μικρό Ευαγγέλιο στην τσέπη. Στη νύφη έβαζαν λίγο ύψωμο από πρόσφορο, μουτζούρα από τηγάνι και βαμβάκι ώστε να φτάσει σε βαθιά γεράματα (να ασπρίσουν τα μαλλιά της σαν το βαμβάκι).



Άγιος Δημήτριος
Δύο παιδιά της ίδιας οικογένειας κάλλιστα μπορούσαν να παντρευτούν την ίδια μέρα. Ωστόσο, δεν μπορούσαν να παντρευτούν ξεχωριστή ημέρα του ίδιου χρόνου.



Λίμνες
Πριν αναχωρήσει η νύφη για την εκκλησία, μπρος από την κύρια είσοδο του σπιτιού, έστρωναν μια τράγινη “προκόβα” (χοντρό υφαντό). Η νύφη γονάτιζε σ’ αυτήν τρεις φορές ενώ οι συγγενείς τη ράντιζαν με αλατόνερο για να φύγουν οι κατάρες.



Αγία Τριάδα
Προτού ξεκινήσει ο γαμπρός για την εκκλησία, η μητέρα του έβαζε στην τσέπη του ένα κομμάτι δίχτυ για να αποφεύγονται οι δολοπλοκίες και ρουφιανιές και πίσω από το αυτί του μουτζούρα από το τηγάνι για να μην τον ματιάσουν.



Μπόρσας
Λίγες ημέρες πριν από το γάμο η νύφη ετοίμαζε τα προικιά της, τα μοσχοέπλενε και τα άπλωνε στην άκρη του χωριού ώστε να τα βλέπουν όλοι. Τα κορίτσια έπιαναν το χορό και διασκέδαζαν με τραγούδια του γάμου μέχρι τα ρούχα να στεγνώσουν. Αλίμονο αν έπιανε καμιά βροχή.



Νέα Κίος
Η μεταφορά της προίκας γινόταν Πέμπτη ή Παρασκευή. Κανείς αρραβωνιασμένος ή παντρεμένος δεν αναλάμβανε να μεταφέρει το στρώμα γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε και χωρισμό του. Αυτό είχε συμβεί πολλές φορές, όπως λένε. Όποιος όμως μετέφερε το στρώμα πληρωνόταν αδρά.



Στην Κρύα Βρύση και τα κοντινά χωριά

Σύμφωνα με τα «Λαογραφικά της Αργολίδας» του Κώστα Σεραφείμ, πριν από αρκετές δεκαετίες, τόσο στην Κρύα Βρύση όσο και στα υπόλοιπα χωριά της περιοχής (Κρυονέρι, Τουρνίκι, Ζόγκα, Ελληνικό), τα κορίτσια που έφταναν σε ηλικία γάμου, με τη συγκατάθεση των γονιών τους που ήθελαν να τα αποκαταστήσουν (ή να τα ξεφορτωθούν) έκαναν “πασαρέλα”.

Στο πίσω μέρος του φουστανιού τους κρεμούσαν ένα μαύρο ύφασμα που σε ελεύθερη μετάφραση σήμαινε: “Ψάχνω για άντρα. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν από τον μπαμπά μου να με ζητήσουν”.



Πολλές φορές όμως, παρά το κούνημα του μαντηλιού – ουράς, δεν έβγαινε τίποτα. Οι πατεράδες δεν έμεναν με σταυρωμένα τα χέρια βλέποντας το κορίτσι τους να μένει στο ράφι. Τις έβαζαν σε ένα γαϊδούρι και έκαναν περιοδείες στα γεινονικά χωριά. Ο πατέρας έλεγε: “Έχω κορίτσι για παντρειά”. Με τη σειρά της η υποψήφια νύφη, χωρίς ιδιαίτερη μετριοφροσύνη συμπλήρωνε: “Πράμα που είμαι”…

Αφού ο γαμπρός γνώριζε από κοντά τι έπαιρνε (η νύφη άλλωστε δεν βρισκόταν σε σακί), κι αφού με τον πατέρα της είχε μια εποικοδομητική συζήτηση που κατέληγε στην υπογραφή προικοσύμφωνου, κανόνιζαν την ημερομηνία. Όπως το Πάσχα πέφτει πάντα Κυριακή έτσι και ο γάμος μόνο Κυριακή μπορούσε να γίνει.



Το πρωί της Παρασκευής από το σπίτι του γαμπρού ξεκινούσε ολόκληρη φάλαγγα από καμιά εικοσιπενταριά φουστανελάδες που πήγαιναν στο σπίτι την νύφης να πάρουν τα προικιά. Στο δρόμο τραγουδούσαν τα γαμήλια σουξέ της εποχής “Σοκάκι μου περήφανο” και “Στην απάνω γειτονίτσα κάθεται μια κοπελίτσα”. Φυσικά και δεν πήγαιναν με άδεια χέρια. Το αντάλλαγμα για να πάρουν τα προικιά ήταν δύο πίτες και μια τσότρα με κρασί.



Η νύφη τους υποδεχόταν με χαρά. Έπαιρνε τα δώρα της και έκανε σε κάθε απεσταλμένο του γαμπρού τρεις υποκλίσεις φιλώντας του το χέρι.

Αφού έβαζε ένα μαντήλι στο καπίστρι του αλόγου, εκείνοι έφευγαν συνεχίζοντας τα άσματα. Εν τω μεταξύ, ο γαμπρός που βρισκόταν σπίτι του (σ.σ. δεν …καταδεχόταν να πάει να πάρει αυτός την προίκα) έκανε… αθλοπαιδιές: Οι γυναίκες έβαζαν σε μια λεκάνη αλεύρι. Στη μέση άνοιγαν μια λακκούβα και έριχναν ένα ασημικό. Τη λακκούβα έπειτα τη γέμιζαν με νερό. Ο γαμπρός έπρεπε να πιάσει με το στόμα του το ασημικό και να το βγάλει έξω. Χαρές και πανηγύρια να δείτε στη συνέχεια. Όλοι άρχιζαν να χορεύουν υπό τη συνοδεία οργάνων.



Το σαββατόβραδο ο γαμπρός συνοδευόμενος από αδέρφια, φίλους και λοιπούς συγγενείς πήγαινε στο σπίτι της νύφης με ένα δωράκι: Κόκκινη μπογιά για να βαφτεί και να είναι την επόμενη όμορφη. Αυτό το έθιμο λεγόταν “Koκκινάδες”.

H τελετή στέψης γινόταν στο σπίτι της νύφης. Αφού ο γαμπρός και το σόι του έφταναν εκεί, ο γαμπρός έπρεπε να γυρίσει τρία κεραμίδια ανάποδα για να στεριώσει το μυστήριο.



Μετά το τέλος του μυστηρίου ακολουθούσε δεξίωση στο σπίτι του γαμπρού. Πριν μπουν στο σπίτι, η νύφη μέλωνε σταυρωτά τον πόρτα για να είναι γλυκαμένοι σε όλη τους τη ζωή. Έπαιρνε μετά ένα ρόδι και το χτυπούσε κι αυτό σταυρωτά. Τους σπόρους του, τους σκορπούσε μέσα στο σπίτι για να είναι γεμάτο από όλα τα καλά.

Η μάνα του γαμπρού, με ένα μεγάλο μαντήλι τραβούσε ενωμένους τους νεόνυμφους μέσα στο σπίτι ενώ οι καλεσμένοι μέσα σ’ ένα κιούπι έριχναν χρήματα (όχι, που θα έμεναν χωρίς δώρο). Η φράση «λίστα γάμου» ήταν τότε άγνωστη…





Πηγή: argolika.gr













Εορτή Αγίου Παντελεήμoνα – 27 Ιουλίου




Ο Άγιος Παντελεήμων (275 - 27 Ιουλίου 305) είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που έδρασε στα τέλη του 3ου αιώνα. Έζησε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας και παρέδωσε μαρτυρικώς τη ζωή του.





Ο Άγιος Παντελεήμων γεννήθηκε περί τα μέσα του 3ου αιώνα στη Νικομήδεια της Βιθυνίας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Παντολέων και προερχόταν από εύπορη οικογένεια της πόλης. Ο πατέρας του ήταν εθνικός, ενώ η μητέρα του είχε ασπαστεί το χριστιανισμό. Ο Παντολέων απέκτησε από μικρή ηλικία καλή εγκύκλια παιδεία και όταν την ολοκλήρωσε σπούδασε την ιατρική, διακρινόμενος όμως και για την ρητορεία του. Οι σχέσεις μάλιστα της οικογένειάς του με το παλάτι ήταν πολύ καλές και σύντομα θα τον έφερναν ως γιατρό στην αυλή του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Ο ίδιος τελικά όμως ασπάστηκε το χριστιανισμό. Η μεταστροφή αυτή συνέβη μετά από γνωριμία με κάποιο ιερέα Ερμόλαο, την εποχή ενός διωγμού κατά των χριστιανών. Λίγο αργότερα θα βαπτιστεί χριστιανός μυστικά και θα προσπαθήσει να πείσει τον πατέρα του να γίνει κι αυτός, όπως και συνέβη.
Ο πατέρας του μετά από λίγο διάστημα πέθανε με αποτέλεσμα να γίνει κάτοχος μεγάλης περιουσίας. Τότε εκποιεί την περιουσία του για να βοηθήσει τους φτωχούς και προσφέρει τις ιατρικές υπηρεσίες του χωρίς χρέωση σε όποιον δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθει. Η πρακτική του αυτή όμως, ώθησε πολλούς ιατρούς να τον καταγγείλουν και να υποδείξουν στα ανάκτορα πως είναι χριστιανός. Έτσι συνελήφθη και οδηγήθηκε στον Αυτοκράτορα. Εκεί κλήθηκε να θυσιάσει στα είδωλα για να αφεθεί ελεύθερος. Ο ίδιος όμως αρνήθηκε, λέγοντας πως δε θα θυσιάσει σε ψεύτικους Θεούς. Τότε μπροστά του έστειλαν ένα παράλυτο, ώστε να τον θεραπεύσει, είτε αυτός, είτε οι ιερείς των ανακτόρων για να φανεί ποιος είναι ο αληθινός Θεός. Ο Άγιος Παντελεήμων θεράπευσε τον παράλυτο, κάτι που προξένησε μεγάλη κατάπληξη. Παρόλα αυτά ο Αυτοκράτορας θέλησε και πάλι να τον μεταπείσει. Ο Παντελεήμων αρνήθηκε και οδηγήθηκε στο μαρτύριο. Άλλοτε έκαιγαν το σώμα του με πυρσούς, άλλοτε τον μαστίγωναν και άλλοτε του έριχναν καυτό λάδι. Σε πολλές από τις περιπτώσεις όμως τα μαρτύρια δεν του προξενούσαν πόνο. Έτσι, για να τον θανατώσουν τον έριξαν στα θηρία, αυτά όμως δεν τον έβλαψαν. Τελικά αποφασίστηκε να τον αποκεφαλίσουν.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 27 Ιουλίου.



Λαογραφικά στοιχεία
Αμέσως μετά την Αγία Παρασκευή, γιορτάζει ο Άγιος Παντελεήμων. Τούτοι οι Άγιοι, διάσημοι για τις θεραπευτικές τους ικανότητες εορτάζονται πανηγυρικά σε πολλά νησιά και χωριά της υπαίθρου μας. Σε πολλές περιοχές, μάλιστα, στο πανήγυρι του Αγίου Παντελεήμονος γίνεται θυσία ζώου και κοινή συνεστίαση των πιστών, το λεγόμενο "κουρμπάνι".



Ο Άγιος αυτός είναι ο κατεξοχήν προστάτης των αναπήρων, καθώς θεωρούνταν ιατρός και μάλιστα ανάργυρος (<α στερητικό+άργυρος,αργύρια, εξ ου και οι Άγιοι Ανάργυροι, επίσης αγίοι θεραπευτές που δεν πληρώνονταν). Εξ ου κι η παροιμία:

"Κουτσοί, στραβοί στον άγιο Παντελεήμονα ξεπεζεύουνε!"



Ο Δημήτριος Λουκάτος ("Καλοκαιρινά") μας διασώζει την εξής λεσβιακή παράδοση (Π.Νικήτα, "Το Λεσβιακό μηνολόγιο") η οποία, όπως αναφέρει, "περιέχει μέσα της και την αρχαία έννοια του ασκληπιακού συμβόλου, του φιδιού": "Παραδίδεται για τον άγιο Παντελεήμονα (και τους Αγ.Ανάργυρους) ότι προσφέρθηκαν να μην πληρώνονται ως γιατροί και γι'αυτό δεν τους πείραζαν οι Χριστιανοδιώκτες. Κάποτε όμως που δέχτηκαν, σαν αμοιβή, ένα αυγό, εκείνοι βρήκαν πρόφαση και τους φυλάκισαν. Τους ζήτησαν να πληρώσουν μεγάλο πρόστιμο, για να τους βγάλουν. Αυτοί, ώσπου να μαζέψουν τα χρήματα, τους έδωσαν εγγύηση ένα χρυσό φίδι. Όταν όμως πλήρωσαν το χρέος τους, οι άλλοι δεν τους έδωσαν πίσω το φίδι. Οι Άγιοι προσευχήθηκαν και ζωντάνεψε το χρυσό φίδι και έπνιξε τους ειδωλολάτρες."

Το πραγματικό του όνομα ήταν Παντολέων, ένεκα όμως της φιλανθρωπίας του, καθώς ελεούσε τους πάντες, μετονομάστηκε σε Παντελεήμων. Και καθώς δε θεράπευε μονάχα, αλλά φρόντιζε και να ελεεί τους πεινασμένους, να προσφέρει άρτο σε όσους δεν είχαν να φάνε, καθιερώθηκε στη συνείδηση του λαού μας ως ο προστάτης των αρτοποιών!


Ο Γεώργιος Μέγας("Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας") καταγράφει:

"Οι τρόποι με τους οποίους ο Άγιος παρέχει πλούσια τις θεραπείες του είναι πολλοί και διάφοροι. Συνήθως οι ασθενείς προσφεύγουν στ'αγιάσματά του.



Στην Κίο όποιος πονούσε πήγαινε στον άγιο Παντελεήμονα κι έπαιρνε ένα βάσταγμα (αφιέρωμα) από την εικόνα του και το κρεμούσε στο εικονοστάσι του. Το είχεν εκεί, ώσπου να γινότανε καλά ο άρρωστος, κατόπιν έκανε κι αυτός ένα όμοιο βάσταγμα κι επήγαινε και τα κρεμούσε και τα δύο στον άγιο Παντελεήμονα.



Στους Παξούς, σύμφωνα με τον Δημήτριο Λουκάτο ("Λαογραφικά Σύμμεικτα Παξών"), "τον έχουνε για τα παιδιά". Την παραμονή της γιορτής του (στα Μαστοράτικα) παίρνουν την πετσέτα του Αγίου και τη βάζουν απάνω τους για να γίνουν καλά. Επίσης λάδι από το καντήλι του. (Και τις άλλες μέρες.)



Ακολουθούν κάποιες ενδιαφέρουσες ποντιακές παραδόσεις σε σχέση με τον Άγιο τούτο. Γράφει ο Ιωάννης Μελετίδης:


"Ο Αγιος Παντελεήμονας ήταν ιδιαίτερα γνωστός και αγαπητός στον Πόντο. Ήταν και είναι γιατρός για όλες τις ασθένειες και τα σωματικά ελαττώματα. Χαρακτηριστικά έλεγαν: "Ούμπαν κοτζοί κι ούμπαν στραβοί στον Αι Παντελεήμονα" (δηλαδή όπου κουτσοί και όπου στραβοί στον άγιο Παντελεήμονα).
Όλοι προσδοκούσαν ότι θα έβρισκαν γιατρειά από τον Άγιο. Μόνο η γερασμένη καρδιά, πίστευαν, δεν παίρνει θεραπεία. "Οι άρρωστοι ολ' χαίρουνταν, ελπίζ' νε να λαρούνταν και μονάχον το γερασμένον η καρδά λαρωμονήν κι παίρει" (δηλ. οι άρρωστοι όλοι χαίρονταν, ελπίζανε να θεραπευτούν και μόνο η γηρασμένη η καρδιά θεραπεία δεν παίρνει).


Στον Πόντο και το Καρς (Καύκασος) υπήρχαν πολλές εκκλησίες και εξωκλήσια στη χάρη του Αγίου. Την ημέρα της γιορτής του Αγίου επικρατούσε αυστηρά αργία από κάθε χειρωνακτική εργασία. Εξαίρεση, από την αργία, αποτελούσε μόνο η βοήθεια σε χήρες, ορφανά και ανήμπορους. Πίστευαν, ακόμη, ότι τα κατάγματα και οι εξαρθώσεις οφείλονταν σε κάποια ασέβεια στον Άγιο.


Η συρροή του κόσμου στα θρησκευτικά πανηγύρια, που είχαν και εμπορικό χαρακτήρα, ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στα εξωκλήσια. Πήγαιναν και από μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια, για να εναποθέσουν τις ελπίδες τους στον Άγιο για τη θεραπεία κάποιας ασθένειας. Μάλιστα, έταζαν ή έφερναν τάματα. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι ενός τραγουδιού: "Τάζ'νε λαμπάδας σον Αέρ' ελάδ' σην Παναϊαν και τριπόπαδοι λουτρούεμαν σον Αε - Παντελεήμον" (δηλ. τάζουν λαμπάδες στον άγιο Γεώργιο, λάδι στην Παναγία και λειτουργία από τρεις παπάδες στον άγιο Παντελεήμονα).



Ακόμα τη βοήθεια του Αγίου την επικαλούνταν και οι Μουσουλμάνοι. Άναβαν κεράκι και έφερναν τάματα. Ίσως κατάλοιπο από την προηγούμενη χριστιανική τους πίστη ή να ήταν κρυπτοχριστιανοί. Μετά τη θεία λειτουργία ακολουθούσε διασκέδαση με χορούς και τραγούδια.


Η παράδοση λέει, ότι όταν κάποτε ο Άγιος ζούσε σ' ένα ερημικό μοναστήρι ο διάβολος θέλησε να τον ενοχλήσει. Ο Άγιος κατάλαβε ότι ο διάβολος χτυπούσε την πόρτα. Αφού πρώτα τον "έδεσε", μετά άνοιξε και του είπε: "Εωσφόρε, εσύ είσαι;
Ο δάβολον εφογώθεν, επαρακάλεσέν ατονε, "άφ'ς με, ας φεύω!... Ατσ' πα ο Άιον έλυσέν ατόνε κι' επήεν εχάθεν" (δηλ. Εωσφόρε, εσύ είσαι; Ο διάβολος φοβήθηκε, τον παρακάλεσε "άφησε με να φύγω"! Ετσι ο Άγιος τον έλυσε και πήγε και χάθηκε"."



ΕΘΙΜΑ

"Το κουρμπάνι του Αγίου Παντελεήμονα"

Το έθιμο αυτό συναντάται στο ομώνυμο χωριό "Άγιος Παντελεήμονας", που βρίσκεται στα όρια του νομού Φλώρινας και Πέλλας. Οι κάτοικοι, αφού έχουν κάνει έρανο και αγοράζουν ένα μοσχάρι, το μαγειρεύουν (Κουρμπάνι) και το προσφέρουν σε όλους τους κατοίκους και επισκέπτες. Το κουρμπάνι είναι ένα έθιμο, από τα χρόνια του Ομήρου που γιορτάζεται σε πολλά μέρη της πατρίδας μας. Στην περιοχή της Βεγορίτιδας οι κάτοικοι τηρούν αυτή την παράδοση τον μήνα Ιούλιο και συγκεκριμένα στις 25 και 26. Ο όρος στην τουρκική γλώσσα σημαίνει θυσία. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για ένα μοσχάρι που «θυσιάζεται» την παραμονή της γιορτής του πολιούχου του χωριού Αγίου Παντελεήμονα. Το κρέας του βράζεται με διάφορα λαχανικά και προσφέρεται στους πιστούς πανηγυριστές που προσέρχονται από τα γύρω χωριά. Έθιμο που θυμίζει γιορτές αρχαίων με τη διανομή των σφαγίων της θυσίας σε όλους του συμμετέχοντες. Ισχυρά ριζωμένο, όπως όλα τα έθιμα του λαού, επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας και εμπλέκει στη διαδικασία και στην τέλεση πολλούς κατοίκους του χωριού. Οι άνδρες θα ασχοληθούν με τη σφαγή, οι γυναίκες με το καθάρισμα των λαχανικών και το βράσιμο και οι νεότερες με τη διανομή στον κόσμο που ανυπόμονα περιμένει στη σειρά. Η όλη τελετουργία συνοδεύεται με άφθονο τοπικό κρασί και με μουσική από τοπικούς οργανοπαίκτες χάλκινων μουσικών οργάνων. Το γλέντι στην κεντρική πλατεία του χωριού κρατά μέχρι τις πρωινές ώρες που ξημερώνει η γιορτή του Αγίου Παντελεήμονα. Το έθιμο αποτελεί το σημαντικότερο κομμάτι του πανηγυριού και είναι η ευκαιρία επιστροφής και συνάντησης των ξενιτεμένων που ξαναγυρίζουν στο χωριό. Ένα ομηρικό «νόστιμον ήμαρ» που κρατάει μέχρι σήμερα.


Η κ. Λαμπαδάρη - Χριστοδουλίδου Τ. θυμάται και μας μεταφέρει στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονα στην Βλάστη Κοζάνης.
Όπως το έθιμο και η λαογραφία επιτάσσει, ανήμερα της γιορτής, νωρίς το πρωί ξεκινούν άλλοι πεζοί και άλλοι καβαλάρηδες, για να ανεβούν στο ύψωμα και να πάρουν την “Χάρη” του Αγίου. Τα θαυμάσια στολισμένα άλογα με τις Βλατσιώτικες αφράτες κόκκινες βελέντζες και τα δαντελωτά υφαντά σεντόνια και μ’ αναβάτες τους “φουστανελοφόρους” νέους, είναι ένα καταπληκτικό – πρωτότυπο και εντυπωσιακό θέαμα. Ανηφορίζοντας γεμάτοι χαρά, ενθουσιασμό, που πηγάζει από τα νιάτα τους, τραγουδούν τα Βλατσιώτικα τραγούδια, τραγούδια αγάπης και νοσταλγίας όπως π.χ. «Σαν κινήσουν οι όμορφες και αυτές οι μαυρομάτες να παν στον Παντελεήμονα ψηλά στο πανηγύρι.» Το θέαμα ήταν και είναι γραφικότατο. Αγναντεύοντας κανείς από το χωριό της Βλάστης τις ράχες που οδηγούν στην εκκλησία, βλέπει ποικιλόχρωμες ανθρώπινες γραμμές να ελίσσονται προς την ανηφόρα του Μουρικίου ανάμεσα στις οξιές. Όλοι θα προσκυνήσουν και θα επικαλεσθούν την χάρη του ιαματικού Παντελεήμονα. Μετά την Θεία Λειτουργία, το εκκλησίασμα και οι επισκέπτες στήνουν το χορό στο αλώνι. Περισσότερο όμως απ’ όλα κι αξέχαστη για όλες εμάς, είναι η επιδεικτική και θορυβώδης κατάβαση των καβαλάρηδων με τα στολισμένα τους άλογα να καλπάζουν υπερήφανα σαν σε παρέλαση, ενώ ο κόσμος τους χειροκροτεί δεξιά και αριστερά από τους δρόμους του χωριού που περνούν. Η γιορτή κορυφώνεται το απόγευμα όταν στα λιβάδια στήνεται ο πρώτος «Τρανός» χορός. Μπροστά οι άντρες με «κορυφαίο» τον γεροντότερο και μετά οι γυναίκες κατά τάξη και σειρά, χορεύουν με βήματα ρυθμικά, βαριά, επιβλητικά, πιστό απεικόνισμα της υψηλής και μεγαλοπρεπούς φύσεως και κληρονομιάς .

Τραγουδούν συνήθως τα Βλατσιώτικα τραγούδια όπως.
– Σήμερα έχουμε καιρό να βγούμε στο σεργιάνι ………
– Κάτου στουν Αγιοθόδωρο, στουν Άγιου Κωνσταντίνου Σουλτάνα Βιργινάδα.
– Κάτου στους τρανούς τους κάμπους και τα πράσινα λιβάδια, έσπειρα σπυρί κριθάρι, φύτρωσε μαργαριτάρι....
– Το βράδυ βγαίνει ο Αυγερινός και του ταχιά η Πούλια…….
– Ου Μήλιους ου πραγματευτής, ου Μήλιους ου στρατιώτης μορ Μάρω Μαριορή….

Τραγούδια που παραπέμπουν σε παλιές χρυσές εποχές παράδοσης και μνήμης
Τραγουδούν έως ότου κάνουν τρείς γύρους.

Παλαιότερα υπολόγιζαν ότι συμμετείχαν 400 περίπου άτομα–χορευτές, οπότε διαλύεται ο χορός με την ευχή όλων. «Και τα χρονάκια μας» και «του χρόνου πάλι εδώ». Οι νέοι συνεχίζοντας το έθιμο, εξακολουθούν το γλέντι στην πλατεία, χορεύοντας κάτω από τους υπέροχους ήχους της τοπικής μουσικής (βιολιών), μέχρι το πρωί. Έτσι τελειώνει ένα πανηγύρι που μένει χαραγμένο τόσο στη σκέψη, στο μυαλό και τις αναμνήσεις του κάθε Βλατσιώτη, αναπολώντας τη Βλάστη της καρδιάς του, που δε σβήνει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Άς ευχηθούμε να συνεχιστεί η τόσο όμορφη «παράδοση και κληρονομιά μνήμης»,από τη μια γενιά στην άλλη.



Ακολουθεί παραδοσιακό τραγούδι από τα Δωδεκάνησα και πιο συγκεκριμένα από την Τήλο, που περιλαμβάνεται στον δίσκο "Νότιες Σποράδες" του Μανώλη Κόττορου. Χορεύεται ανήμερα της γιορτής του Αγίου Παντελεήμονα και οι χορευτές χορεύουν αργά και τελετουργικά, τιμώντας τον Άγιο έξω από τον Ναό του. Το βίντεο παρουσιάζει τα περισσότερα από τα πιο σημαντικά νησιά των Δωδεκανήσων: Τήλος, Σύμη, Ρόδος, Νίσυρος, Πάτμος, Λέρος, Κώς, Ψέριμος, Χάλκη, Κάρπαθος, Κάσος, Κάλυμνος, Αστυπάλαια.



https://www.youtube.com/watch?v=Sln4DOeYP94





Πηγές: http://www.kozan.gr/post/18615#sthash.vWUqsUx9.dpuf, www.inewsgr.com , www.coolnews.gr ,firiki.pblogs.gr , www.google.gr , www.wikipaidia.org

makrydakixr.blogspot.com








Νεράιδες και Δράκοντες



Νεράιδες



Λέγονται και Ανεράιδες ή Ανεράδες. Το όνομά τους προέρχεται από τις Νηρηίδες, τις θαλάσσιες νύμφες που ταυτίστηκαν με τις Νύμφες των πηγών. Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας οι Νεράιδες γίνονται Ξωτικά, Αγερικά, Ανεμικές, Ξωνέρια, Κυράδες, Καλομοίρες, Καλούδες. Εμφανίζονται στα σπήλαια, στις πηγές, κοντά στα πηγάδια, στα ποτάμια αλλά και στους αγρούς και στα αλώνια. Διακρίνονται επίσης σε τοπικές και ξενικές. Οι τοπικές είναι καλές και προστατεύουν τους συντοπίτες τους, ενώ οι ξενικές είναι επικίνδυνες. Οι όμορφες Νεράιδες με μακριά μαλλιά και λευκά φορέματα είναι καλόγνωμες, αν και μπορούν να γίνουν επικίνδυνες. Οι άσχημες και μαυροντυμένες είναι πάντα κακές. Για τους Σαρακατσάνους οι λευκοντυμένες νεράιδες ζουν στις πηγές και τα ρέματα και το σούρουπο μπορεί κανείς να ακούσει τα γέλια τους. Οι μαυροφορεμένες κατοικούν στα σκοτεινά σημεία και τις χαράδρες των βουνών.



Άλλοτε παρουσιάζονται κόρες ωραιότατες λευκοφορεμένες. Άλλοτε σαν ανθρωπόμορφα τέρατα πανύψηλα με δάχτυλα γυρισμένα ξανάστροφα, με κανιά (πόδια) ανάποδα, τα μπρος πίσω και τα πίσω μπρος.


Πιστεύεται ακόμη ότι κατά την εποχή του θερισμού, που οι μητέρες αναγκάζονταν να βοηθούν τους συζύγους τους έπαιρναν μαζί και τα μωρά τους, τα άλλαζαν ή τα παραμόρφωναν. Η συνήθεια αυτή από το 1926 έπαψε να υπάρχει. Αυτό οφείλονταν και στους τότε δασκάλους που διαφώτισαν τους χωρικούς και τους έπεισαν ότι τα βρέφη διατρέχουν πολλούς κινδύνους στην εξοχή. Σ΄ αυτό συνετέλεσε και η εμφάνιση φιδιών κοντά στα παιδιά, ίσως εξ αιτίας του γάλακτος που ιδιαίτερα αγαπούν τα φίδια και απαλλάχτηκαν οριστικά από τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες και οι μητέρες και τα βρέφη και τα μικρότερα παιδιά, που συνόδευαν αναγκαστικά τους γονείς τους κατά την περίοδο του θερισμού για να μεταφέρουν νερό και να τακτοποιούν τα «δρομιά» αγκαλιές από στάχυα. Πολλά παιδιά πλήρωσαν με τη ζωή τους τη συνήθεια αυτή εξ αιτίας ηλιάσεων, κρυολογημάτων και δαγκώματα ακόμη φιδιών.


Οι νεράιδες, τις περισσότερες φορές, εμφανίζονται να χορεύουν. Ο χορός και μάλιστα ο δετός, είναι η πιο προσφιλής ενασχόληση με τη συνοδεία τραγουδιού και μουσικής. Παρουσιάζονται όμως και να πλένουν ή να κουβαλούν νερό ή να καβουρδίζουν καφέ ή να φουρνίζουν ή να φτυαρίζουν θησαυρό γι΄ αυτό θεωρούνται και φύλακες θησαυρών, όπως και τα «στοιχειά» ή να παντρεύονται και στους γάμους τους προσκαλούν και μουσικούς θνητούς. Ακόμη παρουσιάζονται με μορφή ανεμοστρόβιλου. Τότε λέγονται «αγερικά», διότι πιστεύουν ότι όταν σε καιρό νηνεμίας ξεσπάει απότομα ανεμοστρόβιλος, περνούν νεράιδες. Τότε κάμνουν τρεις φορές το σημείο του σταυρού ή αγιάζουν με αγιασμό, για να διαλύσουν τη θύελλα που ξέσπασε.



Οι ώρες που κυρίως παρουσιάζονται οι νεράιδες, όπως και όλα τα πονηρά πνεύματα, είναι το μεσονύκτιο και το «γάργαρο» του μεσημεριού, αλλά και κάθε άλλη ώρα και τα πειράγματά τους βλάπτουν τους θνητούς, που πρέπει να τις αποφεύγουν. Μπορούν να γίνουν επικίνδυνες και να μεταμορφώσουν τους ανθρώπους ή να τους πάρουν τα λογικά, ακόμα και να προκαλέσουν το θάνατο.


Οι νεράιδες, σαν κακοποιά πνεύματα αφαιρούν τη μιλιά (φωνή). Επίσης αλλάζουν τα παιδιά, δηλ. αρπάζουν τα γερά και τα αντικαθιστούν με καχεκτικά, ασθενικά και παραμορφωμένα που ονομάζονται «γεραγιδόσποροι» ή τα «μιλιγανοπαίδια». Αφαιρούν την όραση, άλλοτε το λογικό αυτού που τις παρατηρεί και καμία φορά σκοτώνουν.



Φοβούνται τους ιερείς και διώχνονται με τα εικονίσματα, τον αγιασμό, τα φυλαχτά, τα πατερμά (προσευχές).



Υπάρχει η συνήθεια (πρόληψη) και τώρα ακόμη, να μπαίνουν τη νύχτα σε σπίτι με λεχώνα και ο ίδιος ο σύζυγος πρέπει να μην αφήσει έξω από την πόρτα τα παπούτσια του, γιατί πιστεύουν ότι με αυτά μπορεί να μπει στο σπίτι η Γαλλού και να πνίξει τη λεχώνα ή το βρέφος. Αν είναι γυναίκα δεν πρέπει ν΄ αφήσει την μαντίλα της.





Δράκοντες


Οι δράκοντες είναι μυθικά τέρατα που κατέχουν τα νερά των πηγών (Δρακονέρια). Μύθοι για το δράκο που εμποδίζει τη χρήση του νερού και τον ήρωα που τον σκοτώνει, υπάρχουν σε πολλούς λαούς και θρησκείες. Στη χριστιανική θρησκεία τέτοιος ήρωας είναι ο Άγιος Γεώργιος.


Άλλες φορές, τα στοιχειά των ποταμών παρουσιάζονται πολύ ευαίσθητα και ρομαντικά. Ένα δημοτικό τραγούδι αναφέρει:


«Κόρη ξανθή τραγούδαγε σε πέτρινο γεφύρι
και από το χλιβερό σκοπό, το χλιβερό τραγούδι,
και το γεφύρι ράγισε και το ποτάμι στάθει
και το στοιχειό του ποταμού στην άκρη επετάχθει
κι ένας διαβάτης φώναξε από πέρα από τη ράχη
Αλλαξε κόρη τον ηχό και πες άλλο τραγούδι
για να κινήσει ο ποταμός, να σμίξει το γεφύρι
και το στοιχειό του ποταμού στον τόπο του να πάει».



Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας (Κρήτη, Πελοπόννησος, νησιά του Αιγαίου), πιστεύεται ότι το νερό κοιμάται μία ώρα τη νύχτα. Όποιος θέλει να πιει πρέπει να το ξυπνήσει ταράσσοντάς το απαλά με το χέρι του, αλλιώς το νερό αγανακτεί και του παίρνει το νου.





Η μαγεία του νερού


Ως αέναη πηγή ζωής, το νερό συνδέθηκε με την έννοια της αθανασίας. Του αποδόθηκαν μαντικές ιδιότητες (Έθιμο του Κλήδονα) και η χρήση του στα διάφορα στάδια της ζωής του ανθρώπου απέβλεπε στην κάθαρση και προσέβλεπε στην εξιλαστήρια δύναμή του. Έτσι:



Την ώρα του τοκετού ρίχνουν νερό στην επίτοκο, για να κυλήσει το μωρό «σαν νερό».
Μετά το γάμο, η νύφη κάνει το «κέρασμα της βρύσης», προσφέρει δηλαδή στη βρύση ψωμί ή καρπούς, για να εξευμενίσει τις δυνάμεις του νερού.
Στο θάνατο, χύνεται όλο το νερό του σπιτιού για να ξεπλύνουν το μίασμα του θανάτου και όσοι μετέχουν στην κηδεία πρέπει να πλύνουν τα χέρια τους.
Το νερό της λησμονιάς πίνουν οι νεκροί για να ξεχάσουν τον απάνω κόσμο.
Μύθοι, θρύλοι, παραδόσεις καταδεικνύουν την πανταχού παρουσία του ζωοποιού χθόνιου δώρου.





Πηγή: http://users.sch.gr



















ΛΕΣΒΙΑΚΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ - ΤΑ ΑΔΙΑΝΤΡΟΠΑ - ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ







ΜΕ ΤΗ ΛΕΞΗ : ΚΩΛΟΣ



1.Τουν κώλου σ' πστέβγισι,

τα πκάμσα σ' χέγ'ς. (Αγιάσος).



Μην εμπιστεύεσαι σε ανίδεους ή σε ανίκανους γιατί θα πάθεις ζημιές.



Παραλλαγή :

2.Άμα πστιφτείς στουν κώλου σ',

χέγ'ς του βρατσί σ'.



Παραλλαγή :

3. Τουν κώλου σ' βάγ'ς μάγειρα;

Σκατά σι μαγειρεύγ'.



4. Μ' έναν κώλου γιρνάς,

μ' ένα βιό δε γιρνάς.

Γνωμική παροιμία. Λέγεται για να δείξουν ότι οι περιουσίες μπορεί να μηδενιστούν μέχρι να γεράσει ο άνθρωπος.



5. Τουν έβαλι νέφτ΄στου κώλου τ'.

Τον "ταρακούνησε" για να κάνει γρήγορα τη δουλειά που του ανάθεσε.



6. (Αυτοί) είνι κώλους τσι βρακί.

Είναι πολύ συνδεδεμένοι. Φίλοι που δεν χωρίζουν.

Ανάλογη παροιμία : Είνι νύχ' τσι κριγιάς.

Παραλλαγή :

7....μ' έναν κώλου κλάνιν.



8. Γλυκός ι νύπνους την αυγή;

Γυμνός ι κώλους τη Λαμπρή.

Παρατήρηση για τους υπναράδες που αργούν το πρωί να πάνε στη δουλειά τους. Κάτ' επέκταση : Δεν θα προκόψουν.



Ανάλογη

9. Ι νύπνους θρεύγει μάγουλα

τσι ξιστσιπάζει κώλοι.



Με παραλλαγή:

....τσι ξιβρακώνει κώλους.



10. Δεν είνι : Βρέξι κώλου, φάγι ψάρια.

Για εκείνους που νομίζουν πως όλα είναι εύκολα. Με το να μπεις στη θάλασσα και να βραχείς δε σημαίνει πως θα πιάσεις ψάρια.



Λέγεται και :

11. Σα δε βρέξς κώλου, δε τρως ψάρ'.

Φυσικά με την έννοια πως για να επιτύχεις κάτι, πρέπει να καταβάλεις κόπο.



12. Έχ' τ' κώλου τ' του τραγούδ'.

Για τους αναίσθητους και αδιάντροπους, που ότι και να συμβαίνει γύρω τους αδιαφορούν και σκέφτονται μόνο πως θα περνούν εκείνοι καλά.



13. Έλα άμα συ βαστά ι κώλου σ' !

Πρόκληση σε εκείνους που κάνουν τον "καμπόσο" και απειλούν δυνατότερούς τους.



14. Κώλους άκλαστους δε γίνιτι.

Για αδύνατα πράματα. Λέγεται και για τα ανθρώπινα λάθη, κι ακόμη σα δικαιολογία για κάτι που έγινε άπρεπο.



15. Έχ' κουλουσφίξις.

Σε όσους έχουν επιτακτική ανάγκη να τελειώσουν κάτι που επείγει. Λέγεται επίσης για εκείνους που κάτι σοβαρό τους απασχολεί και δεν βρίσκουν λύση.

Ανάλογη :

16. Τουν πιάσαν κουλουπλάλις *.

* τρεχάματα.



17. Λαλεί, σα του κώλου τουν παγουμένου.

Για τους φλύαρους που δεν λένε τίποτα το ουσιαστικό.



18. Ουρθουγραφία γυρεύγ΄ς απ' τσ' μυλουνούς τουν κώλου.

Μην έχεις απαιτήσεις από άξεστους ανθρώπους.



19. Ας τ' διαόλ' τουν κώλου.

Ανάλογη με την : Ας τ' διαόλ' τη μάνα !

και τη συνηθέστερη : Ας το διάολο !



20. Πάντα ι Γιάννης δε μπορεί

πάντα ι κώλους ιτ πουνεί.

Για εκείνους που είναι συνεχώς παραπονούμενοι.



21. Πήγα να πω τουν πόνου μ',

τσι μι πιάσαν τουν κώλου τ'.

Παράπονο αδικημένου που του γυρεύουν και ρέστα.



22. Εύκουλου είνι, σι ξένου κώλου χίλιις ξλιές.

Μη βγάζεις εύκολα συμπεράσματα κι αποφάσεις για υποθέσεις που αφορούν σε τρίτους. Λέγεται και :



23. Σι ξένου κώλου κατό ραβδιές

στου θκό μ' μήδι μια. (Αγιάσος).



24. Ώρα σ' καλή, τσ ι κώλους μπαρούτ' .

Ειρωνική απάντηση σε μερικούς που με έμφαση και σαν απειλή λένε πως θα φύγουν, ενώ η παρουσία τους είναι αδιάφορη.



Ανάλογη :

25. Ώρα σ' καλή, τσι κώλους τφέτσ' *,

να βρουντά τσι να μη στέτσ'**.

*τουφέκι, **στέκει.



26. Έκανι τσι η ψείρα κώλου.

Πολλές φορές λέγεται και με συνέχεια :

τσ' έχισι του κόσμου ούλου.

Και παραλλαγή :

τσι κατάχισι τουν κόσμου.

Για ανθρώπους άνευ σημασίας που κομπάζουν.



27. Παλαβός (είνι) τσι ι κώλους ιτ.

Για εκείνους που είναι τρελοί, σε όλα τους τα καμώματα.



28. Έλα κώλι μ', φάγι μνι.

Αυτοπαρατήρηση εκείνου, που δεν έκανε σωστά τη δουλειά που ανάλαβε, οπότε τα αποτελέσματα είναι ανάλογα.

29. Αναστινάζου στου τζισμέ*, κλαίγου γιμώζ' η γούρνα, ι κώλους μας εν' έχ' βρατσί τσι του τσιφάλ' μας θέλ' λουλούδια.

*τούρκικη λέξη-βρύση.

Για όσους είναι πέρα από την πραγματικότητα.



30. Αυτή η δλειά θέλ' κώλου τσι σκαμνί.

Συνήθως λέγεται για σπουδαστές, που πρέπει να κάτσουν να διαβάσουν, για να προκόψουν.



31. Όντας είσι μουναχός, παίδιβγι τουν κώλουσ σ΄,

τσ' όντας είσι μι τς αθρώπ', παίδιβγι τη γλώσσα σ'. (Αγιάσος).

Παροιμία συμβουλευτική, αυτονόητη.

Παραλλαγή :

32. Μουναχός παίδιβγι τουν κώλου σ',

τσι μι τ' ασκέρ'*, του στόμα σ'.

*τούρκικη λέξη - πλήθος, πολλοί άνθρωποι.



33. (Αυτός) έχ' τσι στου κώλου τ' μάτια.

Για ανθρώπους που είναι έξυπνοι και δεν μπορείς να τους ξεγελάσεις.



Πηγή : mytilinia-dialektos.blogspot.com










TA ΚΑΖΑΝΑΡΙΑ Μνήμες Από Το Ζάλοβο (Τρίκωμο Γρεβενών)












Ένα πρωϊνό κάποτε,όταν τα ζώα και τα φυτά είχαν μιλιά πιαστήκανε σε άγριο καυγά στ΄αμπέλι,η ψύχα της ρόγας του σταφυλιού με την φλούδα.


-Εσύ είσαι μιά άχρηστη,εγώ έχω την γλύκα και το ζουμί,από εμένα θα βγεί το κρασί,εσύ είσαι ένα στυφό κι άχρηστο πράγμα πού σε φτύνουν οι άνθρωποι, έλεγε η ψύχα.


-Κι όμως έγώ σε κρατώ στην αγκαλιά μου σφιχτά, δίχως εμένα θα έρεβαν τα σωθικά σου,εγώ σε προφυλάγω από τα λιοπύρια καί τις παγωνιές,εγώ παίρνω τα τόσο ωραία χρώματα-κόκκινα,ξανθά, ροδαλά, κεχριμπαρένια που ομορφαίνουν το σταφύλι καί το λιμπίζονται οι άνθρωποι. Απάντησε ή φλούδα.


Δέν άκουγε τίποτα η ψύχα καί ο καυγάς δυνάμωσε, μαζεύτηκε πολύς κόσμος καί όλοι πήραν το μέρος της ψύχας·μονάχα ένας γέρος αμπελουργός στάθηκε παράμερα σκεφτικός καί άκουγε την φλούδα, δίχως να την περιγελάει. Σ΄αυτόν φανέρωσε εκείνη τότε το μυστικό της.


-Άκουσε καλέ μου άνθρωπε,μη με πετάξεις από τις κάδες καί τα πατητήρια·μέσα μου θα βρείς την μεγαλύτερη σπιρτάδα,την Ρακή που στυλώνει την καρδιά του γέρου καί του δουλευτή,που γιατρεύει τον άρρωστο.......






Όταν τελειώνει τον οκτώβριο το τράβηγμα του κρασιού,από τις μεγάλες κάδες στις οποίες γίνεται η ζύμωση του μούστου,καί η μετάγγιση στα βαένια έρχεται η σειρά των τσίπουρων,της φλούδας δηλαδή καί του σκελετού των σταφυλιών (τα στέμφυλα) που απομένουν ως άχρηστο υλικό στον πάτο των κάδων. Αλλά τα τσίπουρα δεν είναι καθόλου άχρηστα, έχουν καί αυτά μέσα τους την σπιρτάδα που θα την μετουσιώσουν σε ρακή τα ρακοκάζανα.Τα ρακοκάζανα που κάποτε δούλευαν νύχτα μέρα,γιατί η φορολογία ήταν σκληρή τότε γιά την προστασία των εργοστασίων οινοπνεύματος.






Τό ρακοκάζανο είναι ένα μπακιρένιο καζάνι, χωρητικότητας περίπου 70 κιλών,στο οποίο εφαρμόζουν ένα όμοιο καπάκι που έχει δύο γερές χειρολαβές,καί στο επάνω μέρος του έχει έναν μακρύ σωλήνα. Γέμιζαν με τσίπουρα καί νερό το καζάνι,το σφράγιζαν καλά, γιά να μην παίρνει ανάσα,καί άναβαν την φωτιά κάτω από το καζάνι. Ή φωτιά δέν έπρεπε να είναι πολύ χαμηλή,ούτε πολύ δυνατή, αλλά σταθερή γιά να μην καούνε τα στέμφυλα καί πάρει άσχημη μυρουδιά η ρακή. Το καζάνι άρχιζε να βράζει, καί το οινόπνευμα που είχαν τα στέμφυλα λόγω των υψηλών σακχάρων εξατμιζόταν·ο ατμός κυκλοφορούσε στον σωλήνα που ξεκινάει από το καζάνι, καί λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας στην πορεία ψύχονταν καί υγροποιόταν,καί κατέληγε μέσω του σωλήνα σ΄ένα κοινό καζάνι καθαρή ρακή.


Ή φωτιά δούλευε λοιπόν, καί το απόσταγμα των τσίπουρων έτρεχε ασταμάτητα·ο πρωτομάστορας του καζανιού είχε τον νου του,γέμιζε το ρακοπότηρο καί δοκίμαζε λίγες γουλιές,έριχνε το υπόλοιπο στην φωτιά που σήκωνε μεγάλες φλόγες. Την πρώτη ποσότητα ρακής (το πρωτοστάλαμα) την φύλαγαν σαν φάρμακο γιά εντριβές ,γιά τα πιασίματα,καί κρυολογήματα,γιατί ήταν πολύ δυνατή. Όταν αργότερα δοκίμαζαν στην φωτιά καί δεν σήκωνε πιά φλόγες αυτό σήμαινε ότι ξεθύμαινε ο χυμός της ρακής,καί τότε έπρεπε να ξεκαζανιάσουν, να πετάξουν δηλαδή τα ξεζουμισμένα τσίπουρα,καί να γεμίσουν το καζάνι με καινούργια. Δέν υπήρχαν τότε γραδόμετρα γιά να μετρήσουν την δύναμη της σπιρτάδας,τους βαθμούς δηλαδή του οινοπνεύματος. Ό έμπειρος μάστορας είχε την δική του πρακτική μέθοδο,γιά τον έλεγχο των βαθμών. Γέμιζε ένα ρακοπότηρο ως την μέση, το καπάκωνε με την παλάμη του καί το χτύπαγε πάνω στον μηρό του,ύστερα τόφερνε γρήγορα κοντά στα μάτια του,καί κοίταζε τις φυσαλίδες που σχημάτιζαν αλυσίδα γύρω από την επιφάνεια του ποτού·από το πλήθος των φυσαλίδων αυτών καί την διάρκεια τους μάντευε τους βαθμούς, καί τους ανακοίνωνε με ύφος έμπειρου χημικού.


-Δέκα οχτώ γράδα έχει φέτος Μήτσιου!!!!


Τις νύχτες πού ξαγρυπνούσαν γιά την απόσταξη των τσίπουρων,μαζευότανε το σόι,οι γειτόνοι,καί οι φίλοι σαν να ήταν γιορταστική συγκέντρωση,καί φυσικά δεν λείπανε οι ψητοί μεζέδες από την φωτιά του καζανιού, παρέα με την καινούργια ρακή.


Μικροί επισκεπτόμασταν καί εμείς τα καζαναριά περισσότερο γιά θελήματα, καί ακόμη θυμάμαι την μυρουδιά της φρέσκιας ρακής, καί την ζέστη που επικρατούσε στον χώρο·εμείς όμως περισσότερο επιγκεντρωνόμασταν στο εξωτερικό μέρος των καζαναριών,καί συγκεκριμένα στο μέρος που πετούσαν τα άχρηστα πλέον τσίπουρα,γιατί εκεί ερχόντουσαν πολλά πουλιά,κοτσίφια, και τσιόνες, καί προσπαθούσαμε να τα πιάσουμε με τις γνωστές πλακαταριές.


Ό φόρος οινοπνεύματος που πλήρωναν οι κάτοικοι γιά το βράσιμο καί την παραγωγή του τσίπουρου ήταν υπέρογκος. Αυτό συνέβαινε μέχρι το 1964,που με την διαταγή 46564/21/10/1964 ο φόρος καταργήθηκε. Τώρα οι άδειες γιά τα καζάνια είναι λιγοστές,δεν δίνονται παρά μόνο μεταβιβάζονται,καί πολλές φορές θεωρούνται περουσιακό στοιχείο,καί γιά αυτό τα ρακοκάζανα είναι περιορισμένα.


Καί κάτι σχετικό καί εύθυμο:


Παέν ή Θειάκου ή Κώστινα να πιεί τσίπουρου απ΄του πουτήρ τ΄μπάρμπα Κώτσιου·κι λέει.


-Ούϊ!!!Δηλητήριου είνι, πως του πίντι;


Κι απαντάει ου Μπάρμπα Κώτσιους.


-Όχ(ι) γιά να ιδείτι τι τραβούμι ιμείς οι Άντρ κάθι μέρα στου καφινείου!!!






Πηγή: Ζτάλιος Χρήστος






Παναγιά η Κ’φή στη Σαμοθράκη







Οι κάτοικοι της Σαμοθράκης έχουν ιδιαίτερη αγάπη και συμπάθεια στο πρόσωπο της μητέρας του Χριστού, την Παναγία. Αυτό φαίνεται από τους πολλούς ιερούς ναούς των χωριών που είναι αφιερωμένοι στη χάρη της καθώς και από τα αμέτρητα εξωκκλήσια και τις θαυματουργές εικόνες που βρέθηκαν με διάφορους τρόπους στο νησί της Σαμοθράκης.


Τώρα έχουμε ένα άλλο εξωκκλήσι της Παναγίας, το οποίο βρίσκεται και αυτό στη Χώρα. Παίρνοντας το δρόμο πάνω από το Σταυί, δηλαδή από την περιοχή Σταυρί που βρίσκεται πάνω από την Χώρα και περνώντας μέσα από το δάσος, οδηγούμαστε σε μονοπάτια που μας βγάζουν ακριβώς στο εξωκκλήσι της Παναγίας της Κ’φής (Κουφής). Το θεωρούσαν θαυματουργό γι’ αυτούς που είχαν πρόβλημα ακοής και γι’ αυτό τον λόγο το ονόμασαν η Παναγιά η Κ’φή.






Άνθρωποι με πρόβλημα ακοής έπαιρναν ένα κεραμίδι από το σπίτι τους ή ακόμα και από το ίδιο το εκκλησάκι και πήγαιναν στην Παναγία, με την ελπίδα της γιατρειάς. Εγώ προσωπικά άκουσα κάποια θαύματα και σίγουρα είναι μια διαδικασία, η οποία γινόταν παλαιότερα στο νησί της Σαμοθράκης, με σεβασμό και αγάπη στο πρόσωπο της Παναγίας. Έτσι λοιπόν, κρατώντας ένα κεραμίδι στο χέρι, ξάπλωναν και κοιμόντουσαν για μια βραδιά στο εξωκκλήσι.






Βασική προϋπόθεση είναι ότι ακουμπούσαν το κεφάλι τους στο κεραμίδι σαν μαξιλάρι από την πλευρά που είχε πρόβλημα το αυτί. Σηκώνονταν την άλλη μέρα το πρωί και τοποθετούσαν το κεραμίδι ακριβώς στην ίδια θέση απ’ όπου το πήραν. Στην συνέχεια έφευγαν για το σπίτι προσμένοντας και ελπίζοντας στην Παναγία να τους βοηθήσει στο πρόβλημα που είχαν. Μια διαδικασία ή έθιμο το οποίο γινόταν στη Σαμοθράκη και οφείλουμε να το καταγράψουμε.






Πηγή : Τάσος Κυριακίδης






Η Αγία Μαρίνα στην Παράδοση






Στις 17 Ιουλίου τιμάται η Αγία Μαρίνα και γιορτάζουν όλες οι Μαρίνες, οι οποίες αντιστοιχούν στο 0,51% του γυναικείου πληθυσμού της Ελλάδας. Η Μεγαλομάρτυς Αγία Μαρίνα γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 289 μ.Χ. και πέθανε από μαρτύρια σε ηλικία μόλις 15 ετών, το 304 μ.Χ. Η μεγαλομάρτυς Μαρίνα είναι προστάτιδα Αγία της Λέρου. Στη Δυτική Χριστιανοσύνη η Αγία Μαρίνα (Αγία Μαργαρίτα) είναι προστάτιδα των εγκύων, του τοκετού, των πασχόντων από ασθένειες του ήπατος, των νοσοκόμων και του Κολεγίου Κουίνς του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ.

Η προέλευση του ονόματος Μαρίνα είναι λατινική. Προέρχεται από το marinus που σημαίνει θαλάσσιος. Έτσι, αν θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε το όνομα Μαρίνα θα λέγαμε ότι σημαίνει η Θαλασσινή. Ωστόσο, με βάση κάποια άλλη προσέγγιση το όνομα Μαρίνα σημαίνει μαραίνω. Όχι οτιδήποτε, αλλά το κακό και εκδιώκει το πονηρό.


Λαογραφία


Ο λαός θεωρεί την Αγία Μαρίνα προστάτιδα των καχεκτικών και φιλάσθενων παιδιών. Παλαιότερα, στην Αθήνα οι μητέρες οδηγούσαν τα παιδιά τους κατά την εορτή της στην ομώνυμη εκκλησία που βρίσκεται στο Λόφο των Νυμφών. Τους φορούσαν καινούργια ρούχα και άφηναν τα παλαιά στον περίβολο του ναού, με την ελπίδα να αποβάλουν τα παιδιά τους τις αρρώστιες από τις οποίες κατατρύχονταν.



Η εορτή της Αγίας Μαρίνας σχετίζεται από τους αγρότες με τα μετεωρολογικά φαινόμενα.

Στην γιορτή της Αγίας Μαρίνας, στη Ζάκυνθο, σύμφωνα με παλιά παράδοση δεν επιτρέπεται να κάνουν μπάνιο, γιατί, όπως πιστεύεται, το πρωί αυτής της ημέρας «ρίχνουν τα μάγια στη θάλασσα» και όποιος κολυμπήσει αυτό το εικοσιτετράωρο κινδυνεύει από την επήρεια τους.




Ο Προφήτης Ηλίας


Η γιορτή που κυριαρχεί τον Ιούλιο είναι του Προφήτη Ηλία, που γιορτάζεται στις 20 του μήνα και δεν εργάζονται για να μην πέφτει χαλάζι. Ο Αϊ-Λιάς θεωρείται ο Άγιος της βροχής γι’ αυτό όταν το καλοκαίρι επικρατεί μεγάλη ξηρασία, με κίνδυνο να καταστραφεί κάθε γεωργική παραγωγή, τη μέρα της γιορτής του εκκλησιάζονται, κάνουν λιτανεία την εικόνα του Αγίου και παρακλήσεις για να βρέξει.










Όταν βροντά και αστράφτει πιστεύει ο λαός μας πως είναι ο Αϊ – Λιάς, που τρέχει στον ουρανό με το πυρφόρο αμάξι του και διώχνει το δράκοντα ή το διάβολο με όπλο τους κεραυνούς σαν άλλος Δίας των αρχαίων.


Επειδή ο Αϊ – Λιας θεωρείται ο Άγιος της βροχής γι’ αυτό και λατρεύεται στις κορυφές των βουνών και λόφων, όπου φαντάζουν φωτεινές, κατάλευκες εκκλησίες, κουρασμένα περιστέρια, θαρρείς, που ξαποσταίνουν.


Την ημέρα της γιορτής όλοι υποβάλλονται στον κόπο, μικροί και μεγάλοι, ν’ ανέβουν εκεί ψηλά να λειτουργηθούν και να προσευχηθούν. Και είναι τόσο ωραία η προσευχή, κει πάνω, γιατί, όπως βρίσκεσαι μακριά από κίνηση και κόσμο, θαρρείς πως βρίσκεσαι πιο κοντά στο Θεό και η προσευχή σου είναι πιο ευπρόσδεκτη.


Για τον προφήτη Ηλία υπάρχει η εξής παράδοση. Ο Αϊ – Λιάς ήταν ναύτης και επειδή έπαθε πολλά στη θάλασσα και πολλές φορές θα πνιγόταν βαρέθηκε τα ταξίδια και αποφάσισε να πάει στο μέρος που να μην ξεύρουν τι είναι θάλασσα και τι είναι καράβια. Βάνει, λοιπόν, το κουπί στον ώμο και βγαίνει στη στεριά και όποιον απαντούσε τον ρωτούσε τι είναι αυτό που βαστάει.


Όσο του έλεγαν “κουπί” τραβούσε ψηλότερα, ώσπου έφτασε στην κορυφή του βουνού. Ρωτά τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί τι είναι και αυτοί του είπαν ότι είναι “ξύλο”. Κατάλαβε, λοιπόν, πως αυτοί δεν είχαν δει ποτέ τους κουπί και έμεινε μαζί τους, εκεί ψηλά.






Μια άλλη παράδοση θρησκευτική αναφέρει πως ο προφήτης Ηλίας, ενώ βρισκόταν στην έρημο κατά την εποχή της μεγάλης ξηρασίας που είχαν εξαπολύσει ο Θεός κατά του ασεβούς Βασιλιά Αχαάβ, τρεφόταν με ψωμί που του κουβαλούσαν τα κοράκια. Γι’ αυτό ο λαός πιστεύει πως τα κοράκια που συμπίπτει να φεύγουν από τον τόπο μας τις μέρες εκείνες πηγαίνουν στάχυα στον Προφήτη Ηλία. Πιστεύουν πως από την ημέρα εκείνη ο καιρός κάνει στροφή προς το χειμώνα “Τ’ Αϊλιός γύρνα ν’ κάπα αλλιώς”.






Ο Προφήτης Ηλίας θεωρείται προστάτης των γουνοποιών γιατί με την μηλωτή του (δορά προβάτου από την αρχαία λέξη μήλο = πρόβατο) επιτελούσε θαύματα και με αυτή κτύπησε τον ποταμό Ιορδάνη και αμέσως σχίστηκε στο μέσο και έγινε δρόμος και πέρασε από ξηράς στην άλλη όχθη μαζί με τον Ελισσαίο και άλλους πενήντα ανθρώπους.








Ο Ιούλιος στην Παράδοση







Στην αρχαία Ελλάδα αποκαλείτο Εκατομβαιών. Ο Ιούλιος ο έβδομος μήνας του Γρηγοριανού ημερολογίου και ο πέμπτος κατά το Ρωμαϊκό, γι αυτό λεγόταν και Quintilios, μετονομάστηκε σε Ιούλιο από τον Ιούλιο Καίσαρα (το 44 π.Χ.).



Από τις 21 Ιουλίου και έπειτα οι μέρες λέγονται Κυνάδες μέρες, γιατί ανατέλει μαζί με τον ήλιο ο Σείριος το πιο λαμπερό αστέρι που είναι ο αστερισμός του μεγάλου Κυνός και κάνει πολλή ζέστη.....


Ένα όνομα που έχει πάρει ο Ιούλιος και έχει περάσει μέσα σε παροιμίες και γνωμικά, είναι το: Αλωνάρης, διότι τότε αλωνίζουν. Μία τέτοια παροιμία είναι και η επόμενη: "Έτσι το χει το λινάρι, για ν ανθεί τον Αλωνάρη", και λέγεται σε περιπτώσεις ανθρώπων ιδιόρρυθμων, με ιδιοτροπίες, διότι το λινάρι ανθίζει τον Ιούλιο, μέσα στις ζέστες και το λιοπύρι.



Στη Ζάκυνθο λέγεται η παροιμία: "Το νερό του Αλωναριού παραλίγο σα φωτιά", για να τονιστεί η ζημιά που προκαλεί η βροχή του Ιουλίου στη σταφίδα. Επίσης και η παροιμία: "Στο κακορίζικο χωριό του Αλωνάρη βρέχει", που δείχνει πως η βροχή μες στον Ιούλιο βλάπτει όλα τα προϊόντα.

Δευτερογιούλης και Γυαλιστής είναι δύο άλλα ονόματα, τα οποία προήλθαν από το όνομα του ρωμαϊκού μήνα Ιουλίου. Του Ιουλίου Καίσαρα. Εφόσον είχε ο Ιούνιος τον χαρακτηρισμό Πρωτογιούλης, ο επόμενος μήνας ονομάστηκε Δευτερογιούλης.



Τέλος, χαρακτηρίζεται Γυαλιστής, γιατί την περίοδο αυτή ωριμάζουν τα φρούτα και "γυαλίζουν" τα σταφύλια.



Παροιμίες για τον Ιούλιο:
Αλωνάρη με τ' αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια.
Από τ' Άη-Λιος ο καιρός γυρίζει αλλιώς.
Γαμπρός αλωναριάτικος, κακό χειμώνα βγάνει.
Έτσι το 'χει το λινάρι να ανθεί τον Αλωνάρη.
Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τ' αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη.
Κάτσε κότα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.
Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη.
Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη.
Ο άη- Λιας κόβει σταφύλια και η αγία Μαρίνα σύκα.
Ο Θεριστής θερίζει, ο Αλωνάρης αλωνίζει κι ο Αύγουστος ξεχωρίζει.
Όρνιθα το Γενάρη, κέφαλος τον Αλωνάρη.
Που μοχθεί το χειμώνα χαίρεται τον Αλωνάρη.
Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη (Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα.
Στο κακορίζικο χωριό τον Αλωνάρη βρέχει.
Τ' Αλωναριού τα κάματα (δυνατή ζέστη), τ' Αυγούστου τα λιοβόρια (ζεστός δυνατός ανατολικός άνεμος).
Την ημέρα τ' άη -Λιός παίρνει ο καιρός αλλιώς.
Της Αγιάς Μαρίνας ρούγα και του Άη Λια σταφύλι και του Αγιού Παντελεήμονα γιομάτο το κοφίνι.
Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή.
Τον Αλωνάρη δούλευε καλό χειμώνα να έχεις.
Τον Αλωνάρη έβρεχε στον ποτισμένο τόπο.



Τραγούδια στα αλωνίσματα δεν ακούγονταν. Κυριαρχούσαν οι φωνές των αλωνιστάδων προς τα ζώα τους. Στο λίχνισμα πάλι, ο άνεμος ήταν το κύριο μέλημα και οι σβέλτες κινήσεις των λιχνιστάδων δεν σήκωναν τραγούδι. Έπειτα η αχυροπάσπαλη κι ο κουρνιαχτός από τα φροκαλίσματα έκλειναν το στόμα.
Έχουμε όμως τραγούδια παλιά με γραφικές σκηνές αλωνίσματος, που μπορούσαν να τραγουδούν στις μετέπειτα ώρες της ξεκούρασης¨


Εγώ περνάω κι αντιπερνάω στης Μαυρουδής τ’αλώνι,
όπου αλωνίζουν δώδεκα κι όπου συμπάζουν δέκα,
κι η Μάρω με τη μάνα της τριγύρω λαγανίζει.
Κι η μάνα της της έλεγε κι η μάνα της της λέει:
-Φεύγα Μαριώ απ’τον κουρνιαχτό, φεύγα κι από τον ήλιο.
-Μάνα τον ήλιο αγαπώ, τον κουρνιαχτό τον θέλω
τον γιο του πρωτολιχνιστή, άντρα θε να τον πάρω.
-Ο γιος του πρωτολιχνιστή πολλά προικιά γυρεύει.
-Σαν τα γυρεύει δώστε τα, καλός είν’ κι ας τα πάρει.
-Γυρεύει βόδια του ζυγού, φοράδα της καβάλλας,
γυρεύει κι ανεμόπαχτο να τρώει η φοράδα μέσα,
γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, χωράφια με τα στάχυα
κι αλώνια καλοπέτρινα και μαρμαροστρωμένα.
-Σαν τα γυρεύει δώστε τα, καλός είν’ κι ας τα πάρει.


Το πρώτο ψωμί που θα ζυμωθεί με το καινούργιο στάρι έχει διάφορες κατά τόπους ονομασίες: τζιτζιροκούλικο, μπουγάτσα. Απ’αυτό το πρώτο ζυμάρι ζύμωναν και μία κουλούρα που την κρεμούσαν στη βρύση για να τρέξουν τα καλά, όπως το νερό. Όποιος πήγαινε πρώτος να πάρει νερό από τη βρύση, έπαιρνε και την κουλούρα.

Η απειλή όμως από τους κινδύνους (φωτιά, βροχή, χαλάζι) ήταν μεγάλη για τα χωράφια και γι’αυτό οι γεωργοί επιζητώντας τη θεϊκή προστασία τιμούσαν με αργία τους αγίους που εορτάζουν τότε. Την Παναγία των Βλαχερνών (2), που προσονομάζεται απ’την τιμωρία όσων δεν τηρούσαν την αργία της Καψοδεματούσα, Καψοχεροβολού, Καψαλωνού, Βουλιάχτρα. Την αγία Κυριακή (7), την αγία Μαρίνα (17).



Ο Ιούλιος ήταν επικίνδυνος μήνας και για τους ανθρώπους κι έτσι οι ιαματικοί του άγιοι τιμούνταν με μεγάλοι ευλάβεια. Οι άγιοι Ανάργυροι (1), η αγία Παρασκευή (26), ο άγιος Παντελεήμονας (27). «Κουτσοί, στραβοί όλοι στον άγιο Παντελεήμονα.»


Ιδιαίτερα σημαντική είναι η γιορτή του προφήτη Ηλία (20), ο οποίος θεωρείται έφορος της βροχής και ρυθμιστής των μετεωρολογικών φαινομένων. Τα εκκλησάκια του βρίσκονται συνήθως πάνω σε υψώματα και βουνοκορφές. Σύμφωνα με την παράδοση που έχει τις ρίζες της στον εξιλασμό του Οδυσσέα (λ 120-136), ο Αη-Λιας ήταν ναύτης που η θάλασσα προσπάθησε πολλές φορές να τον πνίξει. Μετά τα τόσα ταξίδια, πήρε το κουπί στον ώμο και τράβηξε για τη στεριά. Όπου περνούσε, ρωτούσε τους ανθρώπους που συναντούσε τι είναι αυτό που κρατάει στα χέρια του. Κι όσοι του απαντούσαν «κουπί», ξεκίναγε για αλλού. Προχώρησε, προχώρησε κι ύστερα βρέθηκε στα βουνά. Έπεσε πάνω σε έναν τσοπάνη και τον ρώτησε τι ήταν αυτό που βαστούσε. Ο τσοπάνης το κοίταξε καλά καλά και ύστερα του είπε «ξύλο είναι». Ο Αη-Λιας γέλασε ικανοποιημένος και έμεινε από τότε κοντά στους ανθρώπους των βουνών.



* Εορτές:
1. Κοσμάς, Δαμιανός, Αργύρης, Ηρώ, 7. Κυριακή, 8. Προκόπης, Θεόφιλος, Θεοδοσία, 11. Όλγα, Ευφημία, 14. Νικόδημος, 17. Μαρίνα, Μαρίνος, Βερονίκη, 18. Αιμιλιανός, 20. Ηλίας, 22.Μαρκέλλα, 25.Ευπραξία, Ολυμπιάδα, 26. Παρασκευή, Παρασκευάς, Ερμόλαος, 27. Παντελής, 28. Ειρήνης Χρυσοβαλάντου.



Πηγή: i-diadromi.gr













Η ιστορία του Ζαγορίου, τα βουνά, τα ποτάμια, η παράδοση, το γλέντι, τα πανηγύρια του.



Μια φορά κι έναν καιρό, στην περιοχή της Ηπείρου έφτασαν οι πρώτοι Έλληνες, οι Μολοσσοί. Ήταν νομάδες, έψαχναν έναν καλό τόπο γι’ αυτούς και τα κοπάδια τους. Αντίκρισαν τα μεγαλοπρεπή βουνά της Πίνδου και μαγεύτηκαν. Εγκαταστάθηκαν λοιπόν στην Παροραία, στον τόπο δηλαδή «παρά το όρος». Έζησαν καλά. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν μέσα στα χρόνια πολλοί λαοί, όπως οι Σλάβοι, οι οποίοι άφησαν το στίγμα τους, ονομάζοντάς τον τόπο μας Ζαγόρι.



Οι Βυζαντινοί μάς έφτιαξαν εκκλησιές ξακουστές που η ομορφιά τους λάμπει μέχρι σήμερα, μετά ήρθαν οι Τούρκοι. Οι Ζαγορίσιοι τότε ενώθηκαν και φέρθηκαν έξυπνα. Ο Σινάν-πασάς μπορεί να νίκησε στη μάχη αλλά η αλήθεια είναι ότι εμείς κερδίσαμε. Συνθηκολογήσαμε με τον πασά κι εκείνος μας έδωσε «σουρούτια», προνόμια δηλαδή και από τότε Τούρκος στα χώματά μας δεν ξαναπάτησε χωρίς τη θέλησή μας και δεν αλλαξοπιστήσαμε. Είχαμε όμως και τ’ αγκάθι μας, το βοϊνίκο. Κάθε χρόνο έφευγαν τα παλικάρια μας για την Πόλη να πάνε υπηρέτες στ’ άλογα του Σουλτάνου. Άλλοι γυρνούσαν, άλλοι όχι. Εκεί το κλάμα της μάνας ήταν αβάσταχτο μα έκανε υπομονή, γιατί ο τόπος της είχε μεγαλύτερη σημασία και η δική της θυσία ήταν θυσία για όλους.



«Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη, που καβαλίκεψεν ο νιός και πίσω δεν εφάνη»... Πολλοί δε γύρισαν. Άλλοι έμειναν στην Πόλη, άλλοι στη Σμύρνη, στην Οδησσό, στην Αλεξάνδρεια. Μορφώθηκαν, δούλεψαν σκληρά, ασχολήθηκαν με το εμπόριο, πλούτισαν, έγιναν σημαντικοί άνθρωποι αλλά πάντα κουβαλούσαν μέσα τους το Ζαγόρι και τη σκλαβωμένη Ελλάδα. Ο τόπος μας γνώρισε μέρες λαμπρές, οι άνθρωποί μας έστελναν χρήματα και φτιάχτηκαν σχολεία, δρόμοι, γεφύρια και το κυριότερο βοήθησαν στον αγώνα της απελευθέρωσης του τόπου μας. Έμειναν στην ιστορία. Βλέπεις, είναι διάσημοι οι Ηπειρώτες ευεργέτες...



Σαράντα έξι οικισμοί, χωρισμένοι στα τρία. Δυτικό, Ανατολικό και Κεντρικό. Ο χωρισμός δεν είναι τυχαίος. Στηρίζεται στα διαφορετικά φυσικά όρια που δημιουργούνται από τα ποτάμια, τις χαράδρες και τα δάση.



Οι πόρτες των σπιτιών στο Ζαγόρι σε μεταφέρουν πίσω στον χρόνο, σε κάνουν να ζήσεις παλιές στιγμές.

«Ο νους πετάει και στέκεται σε γνώριμο σοκάκι

Στέκει σ’ οξώπορτες βαριές σε γελαστά πεζούλια»

Σου μιλούν, διηγούνται τη ζωή των ανθρώπων. Πρωταγωνιστούν στις στιγμές του αποχωρισμού, στον ξενιτεμό, στις στιγμές χαράς, όταν το νιόπαντρο ζευγάρι περνούσε το κατώφλι και η πεθερά έσπαγε το πιάτο να φύγει το κακό το μάτι κι η νύφη πατούσε το σίδερο για να ’ναι σιδερένια. Κυρίως όμως αφηγούνται τις απλές καθημερινές στιγμές, που είναι όλη η ζωή.



Οι πόρτες διαχώριζαν την ιδιωτική από την κοινωνική ζωή. Σε κλειστές κοινωνίες, όπως αυτές του Ζαγορίου, το ήθος καθοριζόταν από ιδιαίτερα αυστηρούς κανόνες τους οποίους, όταν ο αφέντης του σπιτιού ήταν ξενιτεμένος, η Κυρά-μάνα, ή η μεγάλη αδελφή ή η νύφη αναλάμβαναν να διατηρήσουν. Η ιδιωτική τους ζωή ήταν αυστηρά μυστική και προ- φυλαγμένη, όπως συνήθιζαν να λένε: «Καθένας ξέρ’ τι κλιάει η πόρτα τ’»



Το Ζαγόρι είναι βουνό, είναι χαράδρα, είναι ποτάμι. Οι κάτοικοι, έπρεπε να λύσουν προβλήματα καθημερινής επιβίωσης, επικοινωνίας και ανάπτυξης. Ξεκινά, κάπως έτσι η ιστορία των διάσημων γεφυριών του τόπου. Πολλά από τα γεφύρια του 18ου και 19ου αιώνα χτίστηκαν πάνω στα ερείπια παλιών γεφυριών.



Τα ηπειρώτικα μπουλούκια, οι άνθρωποι που κατασκεύαζαν τα πέτρινα γεφύρια, απέκτησαν γρήγορα μεγάλη φήμη και κύρος. Τους ονόμαζαν κιοπρουλίδες (κιοπρού, τούρκικη λέξη, σημαίνει γεφύρι). Είχαν δική τους γλώσσα επικοινωνίας, «τα κουδαρίτικα», έτσι ώστε να προφυλάσσουν την τέχνη τους. H ιεραρχία στην ομάδα ήταν ιερή, το μπουλούκι είχε αρχηγό, τον πρωτομάστορα (κάλφα), ο οποίος είχε μια σειρά από προνόμια αλλά και από βαριές ευθύνες, ακολουθούν οι μάστορες, οι πετράδες, οι μαραγκοί και τα τσιράκια, τα παιδιά που μάθαιναν την τέχνη.



Το γεφύρι, έπαιρνε το όνομά του, από τον χρηματοδότη της κατασκευής, ή της επισκευής του. Έτσι εξηγείται το ότι ορισμένα γεφύρια έχουν δύο ή και τρία ονόματα.



Ζαγόρι σημαίνει πλάτανος, σημαίνει μεσοχώρι, σημαίνει τραγούδι, σημαίνει χορός. Το μεσοχώρι, είναι το κέντρο του οικισμού, είναι η αφετηρία όλων, εκεί βρίσκεται η εκκλησία, το σχολείο, εκεί βρίσκεται και ο πλάτανος, εκεί ξεκινάει και το πανηγύρι που είναι το σημαντικότερο κοινωνικό γεγονός της ζωής των κατοίκων, που το προσμένουν με αγωνία όλο το χρόνο.



Το κυρίως πανηγύρι είναι βραδινό. Διοργανώνεται προς τιμή της γιορτής του πολιούχου αγίου της κεντρικής εκκλησίας του οικισμού ή των μεγάλων μοναστηριών. Η διάρκειά του ποικίλει από δυο έως τέσσερις μέρες. «Το ζιαφέτι», είναι γλέντι της ημέρας πρωινό ή βραδινό στο οποίο συμμετέχουν λίγα άτομα (25-30), με φαγητό, γίνεται είτε στην ονομαστική εορτή κάποιου είτε στη γιορτή αγίου έξω από την εκκλησία όπως π.χ. του προφήτη Ηλία στη Βίτσα ή του Αγίου Πνεύματος στους Νεγάδες, ή στο Τσεπέλοβο στον Άγιο Ιωάννη τον Ρογκοβό.



Τα όργανα της ορχήστρας είναι το κλαρίνο, το ντέφι, το βιολί και το λαούτο. Τα όργανα σε αντίθεση με τις υπόλοιπες περιοχές της χώρας όπου συνήθως βρίσκονται σε εξέδρα, έξω από το χορό, στο Ζαγορίσιο γλέντι βρίσκονται στο κέντρο του χορού, διότι το κλαρίνο και ο πρώτο- χορευτής πρέπει να έχουν άμεση επαφή.



Το πανηγύρι είναι ιεροτελεστία. Το γλέντι ξεκινάει με τα τραγούδια της τάβλας (ακουστικά, καθιστικά τραγούδια, μοιρολόγια) και στη συνέχεια ακολουθεί ο χορός, ο Ζαγορίσιος. Τα τραγούδια διηγούνται τον έρωτα, το γάμο και την ξενιτιά.



Η μουσική ξεκινάει με οργανικά τραγούδια, όπως η Ποταμιά (συρτό), η φράσια, η γράβα, το Πάπιγκο. Τα πρώτα βράδια του πανηγυριού χορεύουν πρώτοι οι φιλοξενούμενοι, ενώ οι ντόπιοι χορεύουν τελευταίοι. Το χορό ανοίγουν οι ηλικιωμένοι, ως ένδειξη σεβασμού, ύστερα τα νεαρά άτομα, ακολουθούν οι γυναίκες και τέλος οι άντρες οι οποίοι έως εκείνη τη στιγμή παρακολουθούν το χορό και «κερνούν» χρήματα «στα όργανα». Όταν έρχεται η σειρά τους είναι αυτοί που έχουν τον έλεγχο του πανηγυριού, αυτό σημαίνει ότι το κλαρίνο πρέπει να παρακολουθεί και να καταλαβαίνει τις επιθυμίες του πρωτοχορευτή με βάση την αρχοντιά, την περηφάνια και φυσικά τα χρήματα που «ρίχνει» στα όργανα.



Ο Ζαγορίσιος, είναι από τους πιο γνωστούς χορούς. Είναι αργός, στρωτός με κύριο στόχο να αναδειχθεί η γυναικεία ομορφιά και χάρη. Γνωστά τραγούδια είναι η Μπωλονάσενα, η Μπαζαρκάνα, η Αλεξάνδρα, οι κλέφτες, η Γενοβέφα (οργανικό), η Γράβα (οργανικό).



Οι ιστορίες του χορού και του γάμου αφθονούν. Πολλές φορές ενώ είχε ήδη γίνει το προξενιό ο γαμπρός πήγαινε να δει τη νύφη στο χορό, εκεί θα καταλάβαινε.



Οι άντρες χορεύουν τα συρτά, τη Φράσια (οργανικός χορός), τα χαβάδια. Τα συρτά χορεύονται ή προς το τέλος του γλεντιού ή το τελευταίο βράδυ του πανηγυριού, από τους γλεντζέδες. Επίσης χορεύουν τσάμικο, με Ζαγορίσιο βήμα, την Τριανταφυλλιά, την Καλονυχτιά, καθώς και αρκετά πωγωνίσια τραγούδια. Καθώς πλησιάζει η λήξη, ο κάθε οικισμός έχει το δικό του τρόπο αποχαιρετισμού, π.χ. στο Τσεπέλοβο, τα όργανα και ο κόσμος πηγαίνουν στη βρύση του Οικονόμου, εκεί συνεχίζουν το γλέντι, ρίχνουν ο ένας νερό στον άλλον, ώσπου να αποφασίσουν τα όργανα ότι έφτασε το τέλος για αυτή τη χρονιά, αποχαιρετίζονται λέγοντας: «του χρόνου να ‘μαστε καλά να ανταμωθούμε».



Πηγή: athensvoice.gr





Ο εορτασμός του εθίμου του Άι-Γιάννη του Ριζικάρη και του Κλήδονα





Στην Ελαφόνησο
Στις 24 Ιουνίου η ορθόδοξη εκκλησία γιορτάζει το Γενέσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Μαζί με τον Άγιο Γιάννη λατρεύεται ο Ήλιος των θερινών τροπών, ανάβονται διαβατήριες και καθαρτήριες πυρές, ασκούνται η μαγεία και η μαντική (Λουκάτος 1981:43). Στην Ελαφόνησο, την παραμονή της γιορτής ανάβουν φωτιές στις οποίες, μαζί με τα κλαδιά καίνε και τα μαγιάτικα στεφάνια. Άνθρωποι όλων των ηλικιών πηδούν τις φωτιές τρεις φορές συναγωνιζόμενοι ποιος θα πηδήσει πιο ψηλά.

Ένα έθιμο το οποίο διατηρείται ακόμη και στις μέρες μας στην Ελαφόνησο είναι το έθιμο του Κλήδονα. Το βράδυ της παραμονής του Αϊ -Γιαννιού του Ριζικάρη τρία ανύπαντρα κορίτσια, που βρίσκονται στη ζωή και οι δυο γονείς τους, παίρνουν μια πήλινη στάμνα (βίκα) ή τσίγκινο κουβά (σίγκλο) και πηγαίνουν στο “Μεγάλο Πηγάδι” για να φέρουν το “αμίλητο νερό”. Λέγεται έτσι το νερό γιατί σ’ όλη τη διαδρομή (και όταν πηγαίνουν και όταν έρχονται) δε μιλούν ούτε μεταξύ τους ούτε σε όσους συναντούν. Οι νέοι του νησιού αρχίζουν τα πειράγματα και τις αναγκάζουν να μιλήσουν. Τότε πετούν το νερό και πηγαίνουν να φέρουν άλλο. Μετά τα τελικά πηγαινέλα, το φέρνουν στο σπίτι (το οποίο έχει οριστεί για να τελέσουν το έθιμο του Κλήδονα), το ρίχνουν σε ένα πήλινο δοχείο και μέσα εκεί βάζουν τα ριζικά. Τα ριζικά είναι άγουρα φρούτα της εποχής: μήλα, βερίκοκα, αχλάδια. Στα φρούτα χαράσσουν με μαχαίρι το μονόγραμμα εκείνου του οποίου ήταν το ριζικό. Αφού λοιπόν βάλουν στη στάμνα όλα τα ριζικά, σκεπάζουν το στόμιο μ' ένα κόκκινο πανί. Παίρνουν κατόπιν ένα μεγάλο κλειδί εξώπορτας, κλειδώνουν τη στάμνα, τοποθετούν το κλειδί πάνω στο σκεπασμένο στόμιο και το αφήνουν έξω να το δουν τα άστρα. Την επόμενη μέρα το απόγευμα θα "ανοίξουν" τον Κλήδονα με την παρουσία φίλων, γειτόνων και συγγενών. Πρώτα με το κλειδί "ξεκλειδώνουν" τον Κλήδονα. Μετά ανοίγουν τον κλήδονα λέγοντας το παρακάτω δίστιχο:

"Ανοίξετε τον Κλήδονα για τ' Αϊ-Γιαννιού τη χάρη

και όποιος έχει ριζικό να έρθει να το πάρει".



Ένα παλικάρι κάθεται καταγής, δίπλα στον κλήδονα, για να βγάλει τα ριζικά. Οι παρευρισκόμενοι λένε ένα δίστιχο αγάπης για κάθε ριζικό που έβγαζε το αγόρι, όπως:

Υπόσχομαι να σ' αγαπώ,σε όλη μου τη ζήση

ώσπου η καρδιά στο στήθος μου, για πάντα σταματήσει.



Αφού βγάλουν όλα τα ριζικά, τα ξαναβάζουν. Τα βγάζουν τρεις φορές συνολικά από τη στάμνα. Αφού τα βγάλουν όλα και πάρει ο καθένας το ριζικό του, οι κοπέλες βάζουν στο στόμα τους (μπουκώνονται) λίγο νερό από τον Κλήδονα και βγαίνουν στη γειτονιά από διάφορες κατευθύνσεις, μία μία χωριστά, κι όποιο όνομα ανδρικό ακούσουν θα είναι το όνομα εκείνου που θα παντρευτούν.

Κατόπιν τα κορίτσια (επιστέφοντας) φτιάχνουν μια πίτα πολύ αλμυρή και την ψήνουν σε μια πυρωμένη πλάκα. Ύστερα, όπως είναι ζεστή, τη μοιράζονται μεταξύ τους,την τρώνε και πηγαίνουν για ύπνο. Όποιος στο όνειρό τους τους φέρει νερό για να σβήσουν τη δίψα τους, αυτός θα είναι ο μελλοντικός τους σύζυγος.

Καθρεπτομαντεία:

Την άλλη μέρα, στις 12:00 το μεσημέρι,οι ανύπαντρες κοπέλες μπουκώνονται ριζονέρι, το οποίο το είχαν κρατήσει από το προηγούμενο βράδυ και πάνε σε ένα πηγάδι, στο οποίο να μην έχουν ρίξει αγιασμό, σκεπάζονται με μια κόκκινη μπατανία, κρατούν ένα καθρέφτη κι από μια χαραμάδα με φως βλέπουν μέσα στο νερό σημάδια εκείνου που θα πάρουν.



Πηγές

Μέντη Δεληγιαννίδου Ευφροσύνη, υπό έκδοση, Ταξίδι στην Ελαφόνησο του χθες

Λουκάτος Δ, 1981, Τα Καλοκαιρινά, Αθήνα: εκδόσεις Φιλιππότη
Source: https://elafonisos.inspacetime.gr/elafonisos/ethima-giortes/o-ai-giannis-o-rizikaris

elafonisos.inspacetime.gr



Στην Πάρο

Από τις 21 έως τις 23 Ιουνίου στην Πάρο αναβιώνει το έθιμο του «Κλήδονα» κατά το οποίο οι κάτοικοι ανάβουν μεγάλες φωτιές και καίνε τα Πρωτομαγιάτικά στεφάνια (τους «Μάηδες»). Τα άλματα πάνω από τη φωτιά εξορκίζουν τα κακά πνεύματα, ενώ μια άλλη παράδοση θέλει να αποκαλύπτεται στις ανύπαντρες ο μέλλοντας σύζυγος τους. Τα πιο γνωστά πανηγύρια γίνονται στον Πρόδρομο, στη Νάουσα και στην Αλυκή όπου οι θαλασσινοί μεζέδες και η παραδοσιακή μουσική κρατά μέχρι το πρωί.



Πηγή: paros.gr



Στην Αίγινα

Ο κλήδονας αποτελεί ένα έθιμο, που βασίζεται πάνω σε μια ολόκληρη διαδικασία και έχει ως στόχο την αποκάλυψη της μοίρας, του πεπρωμένου, μέσα από μια σειρά πραγμάτων και τελετουργικών, ειδικά για τα νέα κορίτσια που προσπαθούσαν να μάθουν μέσα από τον κλήδονα "τα ριζικά" τους. Τα "ριζικά" δεν είναι ένα έθιμο το οποίο είναι για χρόνια ξεκομμένο ή βαθιά λησμονημένο από την πραγματικότητα του νησιού. Πριν τρεις δεκαετίες οι κάτοικοι της Αίγινας περίμεναν την παραμονή του "Αη Γιαννιού" για να μαζευτούν στις γειτονιές, όχι αναβιώνοντας, αλλά ζώντας τον κλήδονα.

Την παραμονή της γιορτής των γενεθλίων του Αγίου Ιωάννη ανύπαντρες κοπέλες έπρεπε να πάνε στο πηγάδι ή τη βρύση και να φέρουν το "αμίλητο νερό". Αυτό το νερό το μετέφεραν μέσα σε ένα κανάτι το οποίο έπρεπε κατά την Αιγινήτικη διάλεκτο να είναι "άσουρτο" δηλαδή να είναι καινούργιο, να μην έχει χρησιμοποιηθεί. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής από το πηγάδι ή τη βρύση, καμία από τις κοπέλες δεν έπρεπε να μιλήσει, παρόλο που συχνά στο δρόμο τις πείραζαν. Αν κάποια από τις κοπέλες μιλούσε, τότε χαλούσε η μαγεία του πράγματος. Έχυναν το νερό και στη συνέχεια έφερναν καινούργιο.

Στη συνέχεια το τοποθετούσαν σε ένα πήλινο δοχείο ή κανάτι και το σκέπαζαν με ένα κόκκινο πανί. Παλαιότερα, στην Παλιαχώρα το σκέπαζαν με ένα φέσι και το έκλειναν με μια ζώνη. Πριν, είχαν ρίξει σε αυτό τα ριζικά, δηλαδή μικρά αντικείμενα, που μόνο αυτός που το έριχνε γνώριζε ότι ήταν δικό του. Το κόκκινο πανί που κάλυπτε το δοχείο μέσα στο οποίο υπήρχαν τα ριζικά, μπορούσε να κλειστεί και με μία κληματσίδα, μια κληματαριά δηλαδή. Στη συνέχεια το τοποθετούσαν στο λιακωτό ή ανάμεσα στη διχάλα μιας ελιάς, έτσι ώστε το βράδυ να πάρει κάποιο είδος αστρικής ενέργειας, κάτι που προφανώς επέτεινε τη μαγεία της προετοιμασίας. Το επόμενο πρωί το έβαζαν νωρίς μέσα στο σπίτι για να το ανοίξουν το απόγευμα.

Το απόγευμα μαζεύονταν και πάλι όλοι και τότε ένα παιδί που έπρεπε να έχει και τους δύο του γονείς στη ζωή άνοιγε τον κλήδονα, ενώ μια γυναίκα έλεγε: "κλειδώνουμε τον κλήδονα με του Αγιαννιού τη χάρη κι όποια έχει καλό ριζικό να δώσει να τον πάρει".



Πηγή: aeginatoday.gr





«Τα έθιμα του Αϊ-Γιαννιού και του Κλήδονα στον Πόντο»

της Γιώτας Ιωακειμίδου



Το θερινό ηλιοστάσιο, 21 Ιουνίου, είναι πολύ κοντά στον εορτασμό του γενεθλίου του Αγίου Ιωάννου του προδρόμου. Γι’ αυτό ο Αι-Γιάννης έχει πάρει πολλά ονόματα: Αϊ-Γιάννης κλήδονας, Λαμπαδιάρης, Λαμπαδιστής Φανιστής, Λιοτρόπης, Ριγανάς. Ακόμα λέγεται Μελάς και Απαρνιστής (από τους ορνιούς της συκιάς). Οι ονομασίες αυτές κατέληξαν να γίνουν προσωνύμιά του και ο ίδιος να συνδεθεί με δυο εθιμικές εκδηλώσεις, το άναμμα της πυράς και την μαντική λειτουργία του Κλήδονα. Οι τελετουργίες αυτές είχαν μεγάλη εξάπλωση και στην υπόλοιπη Ελλάδα με μικρές διαφορές από περιοχή σε περιοχή.



Χαρακτηριστικό του εορτασμού στις 23-24 Ιουνίου είναι οι φωτιές, ένα πανάρχαιο παγανιστικό έθιμο που έλκει την καταγωγή του στη ρωμαϊκή εποχή και διατηρήθηκε και στο Βυζάντιο. Τον Ζ’ αιώνα απαγορεύτηκε η συνήθεια από την οικουμενική σύνοδο, παρ’ όλα αυτά όμως η συνήθεια επέζησε και κάνει μνεία για αυτήν ο Μιχαήλ Ψελλός. Οι «φωτιές του Αϊ-Γιαννιού» επιβίωσαν σε όλο τον Ελλαδικό χώρο, όπως και στον Πόντο, κυρίως όμως στα παράλια. Το πήδημα της φωτιάς σηματοδοτεί το πέρασμα από την μια ηλιακή περίοδο στην άλλη και είναι πυρολατρική γιορτή, η οποία έχει σχέση με τις πανάρχαιες δοξασίες σχετικά με την μαγική δύναμη της φωτιάς, του ήλιου και την κρίσιμη και διαβατήρια στιγμή των θερινών ηλιακών τροπών. Το καθαρτήριο πυρ καταστρέφει κάθε παλιό και οδηγεί στη νέα ζωή. Οι αρχέγονες εθιμικές «πυρές» έχουν σχέση με την ηλιακή λατρεία και απαντώνται και στους λαούς της Ανατολής.



Το απόγευμα της παραμονής νεαρά κορίτσια γύριζαν στα σπίτια και μάζευαν παλιά αντικείμενα: ψάθες, κόσκινα, ξύλα και ό,τι άλλο προσφερόταν για κάψιμο. Tα συγκέντρωναν στην πλατεία του χωριού, άναβαν τις φωτιές και τις πηδούσαν όλοι λέγοντας: «αέτς να σπάν΄νε οι τουσμάν, αέτς να στραβούνταν οι τουσμάν΄, αέτς να ξεραίνταν τα κεπ’ια και τα χωράφε τουν (έτσι να σκάσουν οι εχθροί μας, έτσι να τυφλωθούν οι εχθροί μας, έτσι να καούν τα χωράφια και οι κήποι τους)». Συνήθως τις φωτιές πηδούσαν άντρες «τ αγούρε λαγγεύ΄νε τα φωτίας» (τα αγόρια πηδάνε τις φωτιές), φωνάζοντας «εξέβαμεν ασό κακον καιρόν και εσέβαμεν σον καλόν» (φεύγομε από τον κακό καιρό και μπαίνουμε στον καλό). Σε άλλα μέρη του Πόντου ξερίζωναν ένα τεράστιο δέντρο και το έκαιγαν.



Συμπλήρωμα της γιορτής είναι και ο κλήδονας, η δοκιμασία της τύχης. Η λέξη είναι ομηρική και σήμαινε αρχικά το προαγγελτικό μήνυμα που προέρχεται από έναν ήχο. Κορίτσια πήγαιναν μυστικά σε εφτά βρύσες του χωριού και έπαιρναν νερό, το οποίο άφηναν κρυφά σε ένα απόμερο μέρος της εκκλησίας. Στα παράλια μέρη του πόντου έπαιρναν θαλασσόνερο από εφτά βίας (βία στα ποντιακά είναι το κύμα της θάλασσας). Την επομένη γύριζαν σε όλα τα σπίτια του χωριού και ζητούσαν αντικείμενα, δαχτυλίδια, κλειδιά, νομίσματα. Το μεσημέρι χτυπούσε η καμπάνα και μαζεύονταν όλοι στην πλατεία, εκεί όπου είχε ανάψει η φωτιά. Μια παντρεμένη γυναίκα, κατά προτίμηση νεόνυμφη ή ένα μικρό κοριτσάκι «πρωτικάρ παιδίν» πρωτότοκος δηλαδή, του έβαζαν ένα πέπλο (συνήθως μαύρο αδιαφανές ύφασμα) στο κεφάλι και κάθονταν ένα γύρω καταγής. Η Πυθία καθόταν πάνω σε ένα σχοινί για να είναι πολλά τα χρόνιας, σαν το σχοινί. Έλεγε το τετράστιχο: «Εμπα ήλε μ΄, χάλα τριήλε μ΄,/ Καλόριζον να έν το ριζικός΄,/ Αι-Γιάννε μ΄,να δις ατόν/ Ένα ζευγάρ βούδε » .



Αυτό το επαναλάμβανε κάθε φορά που τραβούσε ένα αντικείμενο, αλλά άλλαζε τον τελευταίο στίχο και ευχόταν να δώσει αγόρι, γάμο, καλή γέννα, πολλά ζώα κλπ. ανάλογα με τον αποδέκτη. Μετά το τέλος του δρώμενου ξεχύνονταν στα χωράφια. Έτρωγαν, χόρευαν και συζητούσαν τις προφητείες.



Στον Πόντο τον Αϊ-Γιάννη τον έλεγαν Αγιλουτρούπης, από τη λέξη ηλιοτρόπιο, είναι η μέρα που γίνεται η τροπή του ήλιου (24 Ιουνίου). Στην περιοχή του παππού μου, το Επές, λεγόταν Αελουτρούπς (άγιος και ηλιοτρόπιο) και πίστευαν ότι την μέρα αυτή ο ήλιος κάνει τρεις απότομες στροφές και όποιος τις δει θα είναι παντοτινά ευτυχισμένος, φωνάζοντας «τέρεν τέρεν πως κλώσκεται ο ήλον».



Επειδή η γιορτή συμπίπτει με την ημέρα που συνήθως άρχιζαν και τα λουτρά, έγινε παρετυμολογία της λέξης και η δεύτερη λέξη αποδόθηκε σαν «λουτρό». Έτσι στην Σινώπη ξενυχτούσαν εκείνο το βράδυ περιμένοντας να γυρίσει ο ήλιος. Στη συνέχεια έβγαιναν στους δρόμους και όποιον συναντούσαν, τον άρπαζαν και τον έριχναν με τα ρούχα στη θάλασσα. Την γλύτωναν όσοι υπόσχονταν τραπεζώματα και κεράσματα. Στην Οινόη του Πόντου τα μικρά παιδιά γυρνούσαν στα σπίτια και πετούσαν «λαλάτζα» (μικρές πέτρες, από την ομηρική λέξη λάας που σημαίνει πέτρα), τραγουδώντας «τρόπου, τρόπου ήλε, που γυρίζουν τα λαλάτζα σπ εμέτερα και σ΄εσέτερα» (γύρνα, γύρνα ήλιε, όπως γυρίζουν οι πετρούλες στα σπίτια σας και στα σπίτια μας).



Την μέρα αυτή ανέβαιναν και στα παρχάρια και έλεγαν το δίστιχο: «Τα΄Αγε-Λουτροπί τα΄Αγεννί εξέβαν σον παρχάρ».


Πηγή: Schooltime

epontos.blogspot.com







Το έθιμο του Κλήδονα στη Κρήτη



Ο Κλήδονας είναι ένα ελληνικό έθιμο που τελείται στις 24 Ιουνίου, την ημέρα του Αγίου Ιωάννου σε πολλές περιοχές στην Ελλάδα. Από περιοχή σε περιοχή παρατηρούμε διαφορές στην αναβίωση του εθίμου.



Στην Κρήτη συγκεκριμένα το έθιμο αναβιώνει ως εξής:



Την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, οι ανύπανδρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού και κάποια ή κάποιες από αυτές φέρνουν από το πηγάδι ή την πηγή το “αμίλητο νερό”. Επιστρέφοντας στο σπίτι όπου τελείται ο κλήδονας, το νερό μπαίνει σε πήλινο δοχείο, την υδροφόρο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο (μήλο πράσινο ή κόκκινο, κόσμημα, κλειδί κ.α.), το λεγόμενο ριζικάρι.

Στη συνέχεια το δοχείο σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα, το οποίο δένεται γερά με ένα κορδόνι (“κλειδώνεται”) και τοποθετείται σε ταράτσα ή άλλο ανοιχτό χώρο. Εκεί παραμένει όλη τη νύχτα υπό το φως των άστρων. Λέγεται ότι, οι ανύπαντρες που έχουν ρίξει ριζικάρι στο δοχείο, τη νύχτα θα δουν στα όνειρά τους το μελλοντικό τους σύζυγο.



Ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού, αλλά πριν βγει ο ήλιος, η υδροφόρος νεαρή της προηγουμένης φέρνει μέσα στο σπίτι το αγγείο.



Το μεσημέρι, ή το απόγευμα, συναθροίζονται πάλι οι ανύπανδρες κοπέλες και οι υπόλοιποι χωριανοί για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας. Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, η υδροφόρος νεαρή ανασύρει ένα-ένα από το αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο “ριζικό” κάθε κοπέλας και μια άλλη, κάποια που έχει ποιητικό ή μαντικό ταλέντο απαγγέλλει ταυτόχρονα τυχαίες μαντινάδες. Μαντινάδες που είναι επηρεασμένες απλώς και μόνο από τη θέα του ριζικαριού, αφού η μαντιναδολόγος δεν ξέρει σε ποιον ανήκει το κάθε ριζικάρι. Η μαντινάδα που αντιστοιχεί στο αντικείμενο (ριζικάρι) της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνάει το μέλλον της και σχολιάζεται από τους υπόλοιπους, που προτείνουν τη δική τους ερμηνεία σε σχέση με την ενδιαφερόμενη.



Σε κάποιας κοπέλας το ριζικάρι ο αείμνηστος μαντιναδολόγος Καμινοκωστής, είχε πει την εξής μαντινάδα:









Σα μάθει ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να διαβάζει
τότε και συ θα παντρευτείς να κάμει ο κόσμος χάζι….
(Και η κοπελιά αυτή πράγματι μέχρι σήμερα δεν έχει παντρευτεί!)



Μετά που θα βγουν όλα τα ριζικάρια από το υδροφόρο αγγείο, η υδροφόρος νεαρά χύνει το νερό του αγγείου μέσα σε ένα πηγάδι σταυρωτά και στη συνέχεια το σκεπάζει με ένα κόκκινο πανί. Το μεσημέρι ή τα μεσάνυκτα οι κοπέλες, ενίοτε και νεαροί, σηκώνουν προσεκτικά το πανί, ώστε να μη δει φως το νερό του πηγαδιού, και βάζουν μέσα το κεφάλι τους. Συνάμα η υδροφόρος με ένα καθρέπτη κατεβάζει τις ακτίνες του ήλιου ή του φεγγαριού μέσα στο πηγάδι και οι κοπέλες ρίχνοντας με ειδικό τρόπο μια – μια τα ριζικάρια τους μέσα στο πηγάδι και εκεί στα κύματα του νερού του πηγαδιού οι παριστάμενοι βλέπουν υπερφυσικά ή μεταφυσικά φαινόμενα, τα οποία επεξηγούν μετά οι μεγαλύτερες και μυημένες γυναίκες, όπως επίσης και αγαπημένα πρόσωπα που έχουν πεθάνει ή το πρόσωπο που θα παντρευτούν κ.α.



Σύμφωνα με ορισμένους η λέξη «Κλήδωνας» προέρχεται από τη λέξη κλειδί που ανοίγει και κλείνει το κουτί της τύχης, εξ ου και οι μαντινάδες:



Κλειδώνουμε τον κλήδονα μ’ ένα μικιό κλειδάκι,

κι απόης τον αφήνουμε έξω στο φεγγαράκι



Με τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού είδα την ομορφιά σου,

κ’ είπα να πέσω να καώ μέσα στην αγκαλιά σου.



Ένα αστέρι τ ’Αϊ Γιαννιού μήνυμα θα σου φέρει,

το πόσο θέλω να γενώ παντοτινό σου ταίρι


Τ ’Άη Γιαννιού στον Κλήδονα που τις φωθιές πηδούνε,

οι κοπελιές ελπίζουνε καλό γαμπρό να βρούνε.



Ανήμερα τ’ Άη Γιαννιού με καλομοίρας χέρι,

θε να γραφτεί αιώνια πως θα σε κάνω ταίρι


Κιονά τ΄αμίλητο νερό που’ ναι στο κιούπι μέσα,

πίνω το μα κατέχω το ότι δεν έχει μπέσα



Μου το πανε στο Κλήδονα πως θα με κάνεις ταίρι,

μα την αυγή που ξύπνησα σε πήρε το αγέρι


Σας εύχομαι από καρδιάς του Κλήδονα τ΄αστέρι,

στιγμές πολλές στιγμές χαράς στο σπίτι σας να φέρει.



Κρητικοπούλα κοπελιά με το σταμνί στον ώμο,

φέρε τ’ αμίλητο νερό και πρόσεχε στο δρόμο


Στον Κλήδονα χαροκοπούν κι έλα στο πανηγύρι

και στα παλιά μας χωρατά η σκέψη να γιαγύρει.



Του Κλήδονα τα μυστικά κανείς δεν τα κατέχει,

μόνο τ’ αμίλητο νερό που στο κουρούπι έχει.


Ας πιεί τ’ αμίλητο νερό μα μένα μη μου δώσει,

για να της λέω σ’ αγαπώ μέχρι να ξημερώσει


Τα ριζικάρια ρίχνουνε στον Κλήδονα με χάρη,

για να προβλέψουν ποια με ποιόν θα γίνουνε ζευγάρι.



Άσπρο γαρύφαλλο κρατώ, κόκκινο θα το βάψω,

κι αν το πετύχω στην μπογιά, πολλές καρδιές θα κάψω.


Πηγή: cna.gr









Αγίου Πνεύματος: Έθιμα και παραδόσεις



Η εορτή του Αγίου Πνεύματος εορτάζεται πάντοτε ημέρα Δευτέρα, επτά εβδομάδες μετά το Πάσχα και συνδέεται με πολλές παραδοσιακές εκδηλώσεις και έθιμα.



Η εμποροπανήγυρη της Κοζάνης
Στο Δρέπανο Κοζάνης στήνεται εμποροπανήγυρη. Μικροί και μεγάλοι επισκέπτονται το Ναό της Αγίας Τριάδας για να προσκυνήσουν την εικόνα και να ανάψουν ένα κεράκι ζητώντας την επιφοίτηση από το Άγιο Πνεύμα και το πρωί τελείται Πανηγυρική Θεία Λειτουργία.



Το πανηγύρι της Λευκάδας
Στη Λευκάδα, το νησί των ποιητών και των λογίων, κάθε χρονιά στην εορτή του Αγίου Πνεύματος διοργανώνεται ξεχωριστό πανηγύρι στο μοναστήρι της Φανερωμένης, που συγκεντρώνει πλήθος κόσμου από όλα τα μέρη της Ελλάδος.

Σε έναν καταπράσινο πευκόφυτο λόφο, με εκπληκτική θέα προς τον Αϊ-Γιάννη, το μοναστήρι της Φανερωμένης στέκεται αγέρωχο μέσα στους αιώνες αποτελώντας ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία του τόπου.



Ταξίδι στο παρελθόν στη Σίφνο
Στη Σίφνο αναβιώνει ένα από τα ομορφότερα ελληνικά έθιμα. Ύστερα από παράδοση αρκετών χρόνων, το νησί αναβιώνει την επικοινωνία του δικτύου των αρχαίων πύργων-φρυκτωριών και ακροπόλεων της Σίφνου (6ου-3ου αι. π.Χ.) μέσω καπνού και κατόπτρων, των οποίων χρήση για αυτόν το σκοπό έγινε για πρώτη φορά πριν από 2.500 χρόνια. Ταξιδεύοντας στην ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε ότι οι πύργοι αυτοί, χτισμένοι σε στρατηγικά σημεία σε όλη την έκταση του νησιού, αποτελούσαν ένα δίκτυο με σύστημα ανταλλαγής σημάτων, αφού είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν και να στέλνουν μηνύματα μεταξύ τους καθώς και από και προς τις τέσσερις αρχαίες ακροπόλεις του νησιού. Έως σήμερα έχουν καταγραφεί 75 αρχαίοι πύργοι-φρυκτωρίες και σε σχέση με το μέγεθος του νησιού, που είναι μόλις 74 τ.χλμ, πρέπει να αναφέρουμε ότι η αναλογία είναι εντυπωσιακή.



Ιππικοί αγώνες στο Βώλακα Δράμας
Η δημιουργία προστατευτικού κύκλου παίρνει τη δική του ξεχωριστή μορφή στο Βώλακα. Το έθιμο συνδέεται με τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος και στην τοπική εθιμολογία είναι γνωστό ως «μουλαροδρομίες». Σύμφωνα με ανέκδοτη περιγραφή: «Την παραμονή της γιορτής δύο παλικάρια, το ένα από τη μεριά του χωριού και το άλλο από την άλλη (από τον πάνω μαχαλά και τον κάτω μαχαλά όπως λένε), πήγαιναν στην εκκλησία, τους ευλογούσε ο παπάς και τους έδινε ένα χαρτάκι που το πήγαιναν στο εκκλησάκι του αγίου Πέτρου στα σύνορα του χωριού. Τα δυο παλικάρια ξεκινάνε το απόγευμα και κάνουνε τον περίγυρο του χωριού έχοντας σαν τελικό προορισμό τους το εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος που βρίσκεται στο Φαλακρό. Με τον περίγυρο αυτό θέλουν να λάβει υπόψη του το Άγιο Πνεύμα ολόκληρο το χωριό και τα χωράφια τους, να τους φωτίσει και να τους βοηθήσει σε δύσκολες καταστάσεις. Οι γυναίκες κρατούν στα χέρια τους τα «δάκρυα της Παναγίας» (ένα φυτό της περιοχής – με αυτό στολίζουν και τον Επιτάφιο το Πάσχα).» Τα παλικάρια τα ονόμαζαν «συνουργίες» γιατί γύριζαν τα σύνορα. Το πρωί που φθάνουν στο εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος τους περιμένει ο παπάς καθώς και πολλοί άλλοι προσφέροντας τους ούζο και μεζέ. Ο παπάς τους μυρώνει και ξεκινάει τη λειτουργία στο εκκλησάκι. Στη συνέχεια παίρνουν όλοι αγιασμό. Πολλοί είναι ταγμένοι στο Άγιο Πνεύμα και έτσι πάνε αποβραδίς και ετοιμάζουν το γνωστό «κουρμπάνι». Μετά το φαγητό στήνεται ένας μεγάλος χορός που κρατάει μέχρι το μεσημέρι.



Αλλαγή μαντηλιού στα Μετέωρα
Οι αναρριχήσεις στους ΜΕΤΕΩΡΙΤΙΚΟΥΣ βράχους είναι μια πολύ παλιά υπόθεση για την περιοχή. Από πολύ παλιά ντόπιοι, βοσκοί και κυνηγοί κινούμενοι από βιοποριστικούς λόγους αλλά και από το ερευνητικό τους ένστικτο, επιχειρούσαν και κατάφερναν αναβάσεις σε πολύ δύσκολους βράχους. Το έθιμο του ΑΓ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ του ΜΑΝΤΗΛΑ, όπως και αυτό του ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, δείχνει επίσης τη σύνδεση του ντόπιου πληθυσμού με τις αναρριχήσεις: Κάποιος Τούρκος πήγε να κόψει ξύλα στο μικρό δάσος που υπήρχε κάτω από το ασκητήριο του Αγίου Γεωργίου. Κατά τη διάρκεια της κοπής ένας κορμός τον καταπλάκωσε με αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του. Η γυναίκα του βρίσκοντάς τον τραυματισμένο έταξε το φερετζέ της στον ‘Αγιο προκειμένου να γίνει καλά ο άντρας της. Αυτό έγινε και η γυναίκα αφιέρωσε το φερετζέ στον Αγ. Γεώργιο. Από τότε κάθε χρόνο του Αγίου Γεωργίου οι νέοι ανεβαίνουν μια αρκετά επικίνδυνη ανάβαση, αλλάζοντας τα παλιά μαντήλια με νέα που προσφέρονται ως τάματα.

Παρόμοια, την ημέρα του ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ντόπιοι νέοι αλλάζουν το μαντήλι που υπάρχει στην κορυφή του ημίκορφου του ΑΓ. ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ μετά από αναρρίχηση ΙV βαθμού.



Πρωινό Πανηγύρι Αλιμπίστας Αιτωλοακαρνανίας
Την ημέρα του Αγίου Πνεύματος γίνεται ένα πρωινό πανηγύρι στην Αλιμπίστα, ορεινό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, όπου κατοικούν μόνο δύο οικογένειες. Μετά το τέλος της λειτουργίας εκατοντάδες άνθρωποι σχηματίζουν ουρά μπροστά στον πλανόδιο χασάπη, που κόβει ψητά αρνιά με το μπαλτά. Πολλοί φέρνουν για συμπλήρωμα πίτες, τυριά και άλλα φαγητά από τα σπίτια τους. Το πρωινό πανηγύρι, του οποίου οι ρίζες χάνονται στον χρόνο, δεν αποκλείεται να αποτελεί συνέχεια αρχαίων εθίμων, που σχετίζονται με την ανατολή του ήλιου και λατρειών αφιερωμένων στον θεό Απόλλωνα.



Αρχή καλοκαιρινών εκδηλώσεων στη Σμίξη Γρεβενών
Τα έθιμα του τόπου αναβιώνουν με μεγάλο ζήλο οι Σμιξιώτες κάθε καλοκαίρι, αρχής γενομένης του Αγίου Πνεύματος. Τότε οι γυναίκες του χωριού μοιράζουν πίτες, γλυκά και επταζιμίτικο ψωμί (με μυρωδικά) στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου και του Αγ. Αθανασίου.



Πηγή: orthodoxianewsagency.gr

ieramonopatia.gr







Το έθιμο του Κλήδονα: Το άναμμα της φωτιάς και το αμίλητο νερό



Παραμονή και ανήμερα της εορτής της γέννησης του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, Αγιάσος Λέσβου, Πάρος και Αιτωλικό Μεσολογγίου γιορτάζουν με παραδοσιακό τρόπο τα πανάρχαια έθιμα του Κλήδονα και τα Κάψαλα (Αγιστρου)



Ο ΚΛΗΔΟΝΑΣ είναι ένα πολύ παλιό έθιμο και το συναντάμε σε πολλά μέρη της Ελλάδας, αλλά και σε Ευρωπαϊκές χώρες. Είναι μια λαϊκή μαντική διαδικασία, σύμφωνα με την οποία αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου.


Το έθιμο πραγματοποιείται στις 23 και 24 Ιουνίου, που συμπίπτει με το θερινό ηλιοστάσιο.



Η λέξη Κλήδονας είναι αρχαία (ομηρική, Κλήηδών – Κληδών που σημαίνει φήμη, αγγελία, άκουσμα οιωνισμού, μαντική ρήση, ευτυχές μήνυμα). Σύμφωνα με τις παραδόσεις, ο λαός πιστεύει ότι ο Αϊ Γιάννης φέρνει τύχη γι’ αυτό και λέγεται ριζικάρης αλλά και φανιστής γιατί φανερώνει την τύχη.



Η διήμερη γιορτή, παραδοσιακά, περιελάμβανε τρεις φάσεις: την προετοιμασία, όπου παραμονή του Αϊ Γιάννη, γινόταν το άναμμα της φωτιάς και το πέρασμα πάνω από αυτήν καθώς και η μεταφορά του αμίλητου νερού, την έκθεση στα άστρα, και το άνοιγμα του Κλήδονα, ανήμερα της εορτής, με τα ριζικά και στη συνέχεια η γιορτή έκλεινε με διασκέδαση για τους συμμετέχοντες.



Την παραμονή του Αϊ Γιαννιού τα αγόρια της γειτονιάς άναβαν τρεις μεγάλες φωτιές στη σειρά, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει. Για προσανάμματα χρησιμοποιούσαν τα Μαγιάτικα στεφάνια που έφερναν τα κορίτσια. Πάνω από τις φωτιές πηδούσανε όλοι, αγόρια, κορίτσια και παντρεμένες κρατώντας μια πέτρα πάνω από το κεφάλι τους. Λέγανε πως αν πηδήσεις τρεις φορές είναι καλό για την υγεία σου και επιπλέον φεύγουν οι ψύλλοι και οι κοριοί!



Αμέσως μετά, οι ανύπαντρες κοπέλες μαζεύονταν σε ένα από τα σπίτια του χωριού, όπου ανέθεταν σε κάποιο μέλος της συντροφιάς, συνήθως σε μια Μαρία, της οποίας και οι δύο γονείς να είναι στη ζωή, να φέρει από το πηγάδι ή την πηγή το «αμίλητο νερό». Το έλεγαν αμίλητο, γιατί κατά τη μετάβαση των κοριτσιών στη βρύση και κατά την επιστροφή, δεν έπρεπε να μιλήσουν. Επιστρέφοντας στο σπίτι όπου γινόταν ο κλήδονας, άδειαζαν το νερό σε πήλινο δοχείο (γκουμάρι το έλεγαν στην Αγιάσο της Λέσβου), στο οποίο η κάθε κοπέλα έριχνε από ένα αντικείμενο ριζικό ή σημάδι, όπως δαχτυλίδι, σκουλαρίκι, κουμπί, δαχτυλήθρα κτλ. Στη συνέχεια κάλυπταν το δοχείο με ένα πανί και το έβαζαν σε κάποιο σημείο μέσα στο σπίτι ή στο φούρνο ή το κλείδωναν με κλειδαριά.

Το τοποθετούσαν στην ύπαιθρο, ή στην ταράτσα σπιτιού, ή κάτω από τριανταφυλλιά, για να το δουν τη νύχτα τ’ άστρα. Την επομένη το πρωί, το έπαιρναν μέσα στο σπίτι πριν το δει ο ήλιος, ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων.



Ανήμερα, άνοιγε ο κλήδονας από εκείνον που το κλείδωσε. Τα αντικείμενα, καθώς έβγαιναν με τυχαία σειρά στο κάθε ένα, απαγγέλλανε ένα αυτοσχέδιο δίστιχο-προφητεία για τον κάτοχο του σημαδιού. Οταν οι κοπέλες επέστρεφαν στα σπίτια τους, προσέχανε ποιο όνομα ή λέξη θα πρωτοάκουγαν στο δρόμο και το συσχετίζανε με την ανοικτή τύχη τους εκείνη τη βραδιά.



ΑΓΙΑΣΟΣ ΛΕΣΒΟΥ Τα Κάψαλα και ο Κλήδουνας

Στην Αγιάσο, ορεινό κεφαλοχώρι νοτιοανατολικά της Λέσβου (25 χλμ. από Μυτιλήνη), αναβιώνουν τα έθιμα Κάψαλα (Αγιστρου) – Κλήδουνας.

«Αγιστρου» λένε στην Αγιάσο, τη διαδικασία ανάμματος και υπερπήδησης της φωτιάς, προκειμένου να διωχθεί, να εξορκιστεί, να εξαγνιστεί το μίασμα. Ονομασία που προέρχεται από τη λέξη άγος που σημαίνει μίασμα, μόλυσμα.



ΠΑΡΟΣ Ξορκίζοντας τα κακά πνεύματα

Στα χωριά της Πάρου, από τις 21 έως τις 23 Ιουνίου, αναβιώνει το έθιμο του Κλήδονα, όπου οι κάτοικοι ανάβουν μεγάλες φωτιές και καίνε τα Πρωτομαγιάτικα στεφάνια. Τα άλματα πάνω από τη φωτιά εξορκίζουν τα κακά πνεύματα, ενώ μια άλλη παράδοση θέλει να αποκαλύπτεται στις ανύπαντρες ο μέλλοντας σύζυγος τους. Τα πιο γνωστά πανηγύρια γίνονται στον Πρόδρομο, στη Νάουσα και στην Αλυκή όπου οι θαλασσινοί μεζέδες και η παραδοσιακή μουσική κρατά μέχρι το πρωί. Ο Πρόδρομος τιμάει με θρησκευτικές εκδηλώσεις στις 23 και 24 Ιουνίου τον Αγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, πολιούχο του χωριού, ενώ στο πανηγύρι του Κλήδονα συγκεντρώνεται πλήθος κόσμου. Στην Αλυκή στην παραλία γίνεται το κάψιμο των Μάηδων με τη συνοδεία παραδοσιακών χορών και ζωντανής μουσικής. Στη Νάουσα το έθιμο αναβιώνει στον αύλειο χώρο του Αγίου Αθανασίου, στις Λεύκες στην πλατεία Ηρώων με το κάψιμο των Μάηδων, στον Κώστο στην πλατεία του χωριού, στη Μάρπησσα στην πλατεία Παπά –Γιώργη Στάμενα κτλ.



Πηγή: ethnos.gr















Γεωργία και Παράδοση



Η γεωργία αποτελούσε μέχρι πρόσφατα τον κυριότερο κλάδο της οικονομίας μας. Οι βασικές ανάγκες διατροφής που κάλυπταν τα προϊόντα της την ανέδειξαν σε κυρίαρχη απασχόληση όλων των κατοίκων, από τα πολύ παλιά χρόνια.



Τα χωράφια οι γεωργοί τα όργωναν συνήθως 3 με 4 φορές. Τα οργώματα αυτά άρχιζαν με το τέλος του χειμώνα, αλλά τα πιο χρήσιμα όσο και κοπιαστικά επειδή η γη ήταν δυσκολοκαλλιέργητη, ήταν αυτά του καλοκαιριού, που τα χώματα λιάζονταν και η απόδοσή τους ήταν μεγαλύτερη.



Με τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου άρχιζε ο σπαρμός (σπορά). Πρώτα θα έσπερναν τα κουκιά, τις φακές, το βίκο, το ρόβ’, τις βρώμες και τα κριθάρια, τα “βρωμοκρέθαρα” όπως έλεγαν μονολεκτικά τα δύο τελευταία “σπορ’κά”. Τέλη Οκτωβρίου έσπερναν και τα σιτάρια, που, προ του 1930 περίπου, υπήρχαν σε δύο “τσιασίτια” (ποικιλίες), τα “ντόπια” και τα “βρασταμνά”. Μετά την χρονολογία αυτή έκαναν την εμφάνιση τους και άλλα είδη, όπως το λήμνο, το ξυλόκαστρο και το ασπρόσταρο, που συνήθως το έσπερναν στα αμμουδερά χωράφια. Τον σπόρο οι γεωργοί τον ετοίμαζαν από την προηγούμενη χρονιά. Διάλεγαν τα καλύτερα δεμάτια από τη θημωνιά, έσπαναν με τον κόπανο τα στάχυα, καθάριζαν το σιτάρι και το κρατούσαν για τη σπορά του επόμενου χρόνου. Όταν άρχιζε η σπορά, οι γεωργοί συνήθιζαν να βάζουν μέσα στο τσουβάλι, που είχαν το σπόρο, ένα ρόδι και δεν το έβγαζαν, μέχρι να τελειώσει ο σπαρμός. Εύχονταν μ’ αυτό τον τρόπο και τα σπαρτά τους να γίνουν και να μεγαλώσουν, όπως τα σπυριά του ροδιού.



Ο σπαρμός διαρκούσε μέχρι τα Χριστούγεννα περίπου. Πρώτα ο γεωργός μετρούσε μια “σποριά” από το χωράφι του - δέκα βήματα σε πλάτος κι αν το χωράφι είχε μεγάλο μήκος το χώριζε σε “στροφάρια” - και στην έκταση αυτή σκορπούσε στο σπόρο που είχε μέσα σε ένα τρίχινο σάκο, τον “σπαρτοντροβά”, κρεμασμένο στον ώμο του. Μόλις τελείωνε το ρίξιμο του σπόρου σε κάθε σποριά τον σκέπαζε με τη βοήθεια του ξύλινου αλετριού, για να μην μένει εκτεθειμένος στα έντομα, και μετά έσπερνε, κατά τον ίδιο τρόπο, τη δεύτερη σποριά, την τρίτη κλπ. μέχρι να τελειώσει ολόκληρο το χωράφι.



Το όργωμα γινόταν τα παλιά χρόνια με το ξύλινο αλέτρι. Είχε μήκος δυόμισι περίπου μέτρα, αρκετά μεγαλύτερο δηλαδή από το σιδεράλετρο, και όλος ο εξοπλισμός του ήταν ξύλινος εκτός από το σιδερένιο γινί. Το κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες.



Μετά τη σπορά οι γεωργοί μάζευαν τις ελιές τους μέχρι να μεγαλώσουν αρκετά τα σπαρτά και να αρχίσουν το βοτάνισμα των χωραφιών τους. Στα σταροχώραφα φύτρωναν πολλών ειδών παράσιτα και αμέτρητα άλλα φυτά. Το βοτάνισμα όλων αυτών έπρεπε να γίνεται με μεγάλη προσοχή και ήταν πολύ κοπιαστικό. Διαρκούσε από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τον Απρίλιο και το επαναλάμβαναν συνήθως δύο φορές. Με την εμφάνιση των φυτοφαρμάκων οι γεωργοί μας απαλλάχτηκαν απ’ αυτή την κοπιαστική απασχόληση που δεν παρείχε καμία άμεση απόδοση.


Η παραγωγή θα ήταν ικανοποιητική αν έβρεχε το Μάρτιο και τον Απρίλιο, η λαϊκή μούσα δε, τραγούδησε την ευτυχία των γεωργών με τις βροχές των μηνών αυτών, λέγοντας:

Αν Μάρτης βρέξει δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα,

έρε χαρά στο γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα.


Σχετικό με την ανομβρία επίσης ήταν και το παρακλητικό τραγουδάκι “Πιρπιρίτσα” το οποίο έλεγαν συνήθως μικρά γυφτάκια -από την εποχή της τουρκοκρατίας ακόμα έρχονταν γύφτοι και έστηναν τα τσαντίρια τους στις παρυφές του χωριού- και το χόρευαν, αυτοσχεδιάζοντας, με μικρά βηματάκια και πρωτόγονες περιστροφικές κινήσεις, στις αυλές των σπιτιών:



Πιρπιρίτσα πιρπατεί, το Θεό παρακαλεί,

για να κάνει μια βροχή, μια βροχή βασιλική,

για να γίνουν τα σταριά, τα σταριά τα κριθαριά,

να γιουμίσουν τ’ αμπαριά.


Οι νοικοκυρές κατάβρεχαν τα παιδιά, θέλοντας να δείξουν μ’ αυτόν τον τρόπο την επιθυμία τους για βροχή και στο τέλος τα κερνούσαν συνήθως σύκα, καρύδια, κλπ.


Αντίθετα, οι βροχές του Μάη ήταν καταστροφικές. Γι’ αυτό οι γεωργοί έλεγαν:

Στην καταραμένη γη, το Μάη μήνα βρέχει.



Από τα τέλη Μαΐου, ξεκινούσε η περίοδος της συγκομιδής. Πρώτα οι γεωργοί θα μάζευαν τα κουκιά, τις φακές και θα έκοβαν το βίκο, τον οποίο άφηναν στο χωράφι μέχρι να ξεραθεί και στη συνέχεια τον δεματοποιούσαν με τη βοήθεια ειδικής κάσας. Κατόπιν θέριζαν με τη σειρά, τις σικαλιές και τα βρωμοκρέθαρα. Τα σιτάρια τα θέριζαν Ιούνιο με αρχές Ιουλίου.


Έτσι άρχιζε ο θέρος με το δρεπάνι ένα (σιδερένιο εργαλείο σχήματος μισοφέγγαρου με ξύλινη λαβή) στο ένα χέρι, με την “παλαμαριά” στο άλλο, για να μαζεύουν μεγαλύτερες χεροβολιές και την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού. Τις χεροβολιές που θέριζαν τις άφηναν κατάχαμα, τις συγκέντρωναν σε “δρομιά” και όταν τελείωνε ο όργος άρχιζε η δεματοποίησή τους.



Όταν οι γεωργοί θέριζαν όλα τα χωράφια τους και έφταναν στο τελευταίο, άφηναν, σύμφωνα με το έθιμο, λίγα στάχυα αθέριστα για να “ρίξουν το δράκο” όπως έλεγαν. Σύμφωνα μ’ αυτό το έθιμο οι θεριστές έκοβαν και τα τελευταία αυτά στάχυα και τα πετούσαν μαζί με το δρεπάνι τους προς τα πίσω. Κι αν το δρεπάνι έπεφτε “βολικά”, είχε δηλαδή φορά προς τα δεξιά, χαίρονταν και έλεγαν πως την επόμενη χρονιά θα ήταν γεροί, για να ξαναθερίσουν. Κι αν έπεφτε ανάποδα ή κάρφωνε στη γη, έλεγαν πως τάχα κάτι θα πάθαιναν και τον επόμενο χρόνο δεν θα ήταν σε θέση να θερίσουν. Οι γεωργοί όμως που δεν πίστευαν σε τέτοιου είδους προλήψεις ή αντιμετώπιζαν αισιόδοξα την ένδειξη αυτή του “δράκου” έλεγαν αστειευόμενοι πως θα καζαντούσαν και του χρόνου δεν θα είχαν την ανάγκη για να θερίσουν. Ήθελαν μ’ αυτόν τον τρόπο να ξορκίσουν το κακό που κατά βάθος, λίγο-πολύ, όλοι πίστευαν. Όταν τελείωνε ο θερισμός, οι νοικοκυρές στο σπίτι συνήθως ετοίμαζαν ένα γλύκισμα, που το έτρωγαν και έδιναν ευχές για τον επόμενο χρόνο.


Τα δεμάτια οι γεωργοί τα φόρτωναν ανά έξι συνήθως σε κάθε ζώο και τα μετέφεραν στο αλώνι τους, όπου τα συγκέντρωναν σε μεγάλες θημωνιές. Μόλις συγκέντρωναν τα δεμάτια όλων των χωραφιών, σύμφωνα με ένα παλιό έθιμο, κατασκεύαζαν έναν σταυρό από στάχυα και τον τοποθετούσαν στην κορυφή της θημωνιάς, για να τους έχει τάχα ο Θεός γερούς και του χρόνου και να τους δώσει τέτοια ή και ακόμα μεγαλύτερη θημωνιά.



Μετά άρχιζε η πολύπλοκη όσο και κοπιαστική διαδικασία του αλωνίσματος. Το αλώνι ήταν κυκλικό και λίγα εκατοστά πιο χαμηλά από το έδαφος. Είχε και μια μικρή κλίση. Στο κέντρο του αλωνιού ήταν μπηγμένος ένας πάσσαλος. Όλο το δάπεδό του ήταν στρωμένο μ’ ένα ειδικό χώμα, που είχε καλά στρωθεί με τσιμέντο, πράγμα που διευκόλυνε τη συγκομιδή του καρπού. Μερικά αλώνια ήταν λιθόστρωτα. Πρώτα καθάριζαν το αλώνι από τα χόρτα, το σκούπιζαν και στη συνέχεια “κατάστρωναν” το αλώνι, τοποθετούσαν δηλαδή τα δεμάτια το ένα δίπλα στο άλλο σ΄ όλη την έκταση του αλωνιού.



Στην αρχή αλώνιζαν τις βρώμες και τα κριθάρια, συνήθως χωριστά ή και μαζί εάν ήταν λίγα. Τα βρωμοκρέθαρα τα προόριζαν για τροφή των ζώων κατά την περίοδο του χειμώνα. Στη συνέχεια αλώνιζαν τα σιτάρια. Τα ζώα (ένα άλογο ή ένα βόδι δεμένο σε ένα στύλο) σέρνοντας την αδοκάνη γυρνούσαν κυκλικά σε όλη την έκταση του αλωνιού για πολλές ώρες και τα στάχυα άρχιζαν σιγά-σιγά να τεμαχίζονται. Συγχρόνως μερικοί “γύριζαν το αλώνι” με τις δοκράνες (ένα ξύλο με δόντια σιδερένια), ώστε ν’ αλωνίζονται όλα τα στάχυα, διαδικασία που επαναλάμβαναν πολλές φορές. Μετά και τα τελευταία γυρίσματα, όταν το σιτάρι είχε πλέον διαχωριστεί από το άχυρο, οδηγούσαν τα ζώα με την αδοκάνη έξω από το αλώνι και τα ξέζευαν.



Πάνω στο λαμνί ανέβαιναν οι νοικοκυραίοι και με τα καρπουλόια άρχιζαν το λίχνισμα. Το σιτάρι έπεφτε πλέον βαρύ πάνω στο χώμα, ενώ ο αέρας απομάκρυνε το άχυρο. Γι’ αυτόν τον λόγο οι νοικοκυραίοι έφτιαχναν τα αλώνια τους σε ανοιχτά μέρη που τα έπιαναν οι καλοκαιρινοί νοτιάδες. Δίπλα στο σωρό -“ραφίδ’” όπως τον έλεγαν- βρισκόταν μια γυναίκα καθ’ όλη τη διάρκεια του λιχνίσματος, που καθάριζε το σιτάρι απ’ οτιδήποτε άλλο έπεφτε. Όταν τελείωνε το λίχνισμα μετέφεραν το σιτάρι με τον “κούτλο” στο “δρυμώνι”. Αυτό ήταν ένα μεγάλο κόσκινο φτιαγμένο με δέρμα τα παλιά χρόνια και σιδερένιο αργότερα. Το “δρυμώνισμα” ήταν απλό, όσο και κοπιαστικό. Τη μια πλευρά του δρυμωνιού τη στήριζαν στο καρπολόι και την άλλη την κρατούσε ένας ή δύο από τους συμμετέχοντες. Έτσι κοσκίνιζαν όλο το αλώνι, κουβαλώντας με τον κούτλο το σιτάρι και δρυμωνιάζοντας με το δρυμώνι που ήταν και το τελευταίο στάδιο του αλωνισμού. Το σιτάρι στη συνέχεια το έβαζαν σε τρίχινα τσουβάλια των 50 οκάδων -πέντε κούτλους χωρούσε το καθένα- το φόρτωναν στα ζώα και το μετέφεραν στα δωμάτια-αποθήκες των σπιτιών τους. Το άχυρο που έμενε στα αλώνια, το αποθήκευαν στους αχυρώνες (ειδικό αποθηκευτικό χώρο) που υπήρχαν απαραίτητα δίπλα σε κάθε αλώνι ή στο σπίτι τους. Ρίχνονταν στον αχυρώνα από την αχερότρυπα, που βρισκόταν επάνω στο δώμα. Η διαδικασία του αλωνισμού διαρκούσε κατά μέσον όρο δύο μέρες.


Μετά το αλώνισμα οι νοικοκυραίοι πήγαιναν ένα φορτίο σιτάρι σε κάποιον από τους πολλούς ανεμόμυλους που λειτουργούσαν κατά καιρούς στα χωριά και έπαιρναν το ανάλογο αλεύρι. Οι μύλοι αυτοί σταμάτησαν τη λειτουργία τους με την εμφάνιση των αλευρομηχανών, γύρω στα 1930, που δούλευαν με πετρέλαιο. Με το αλεύρι της πρώτης παραγωγής οι νοικοκυρές ζύμωναν και φούρνιζαν το ψωμί στον φούρνο της γειτονιάς.



Τι γινόταν όμως όταν η σοδιά δεν έφτανε για το ψωμί ολόκληρου του χρόνου; Αυτό δεν είναι θεωρητικός υπολογισμός αλλά μια πραγματικότητα που είχαν να αντιμετωπίσουν πολλές φορές αρκετές οικογένειες. Ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο την εποχή πριν από τον θέρο, να έχει τελειώσει το σιτάρι της προηγούμενης σοδειάς και τότε οι νοικοκυραίοι, οι πιο αμελείς συνήθως, αντιμετώπιζαν το πρόβλημα αυτό της έλλειψης σιταριού, με έναν τρόπο που σατιρίστηκε δεόντως από τους ανθρώπους της εποχής. Συγκεκριμένα σε τέτοιες περιπτώσεις οι γεωργοί πήγαιναν κρυφά στα χωράφια τους κι έκοβαν στάχυα, χλωρά σχεδόν. Τα στάχυα αυτά τα άφηναν για λίγες μέρες στον ήλιο να ξεραθούν και μετά τα έσπαναν με τον κόπανο πάνω σε “σαΐσματα” ή κουρελούδες. Το σιτάρι που μάζευαν το άλεθαν και με το αλεύρι έφτιαχναν λίγο ψωμί που μ’ αυτό πόρευαν μέχρι να βγάλουν την καινούρια παραγωγή. Το γεγονός αυτό, όταν γινόταν γνωστό, σατιριζόταν με πολλούς τρόπους την εποχή εκείνη.



Το ερχόμενο φθινόπωρο με τον σπαρμό της άλλης μπάντας άρχιζε ο ίδιος μεγάλος κύκλος, κουραστικός μα και ενδιαφέρον, της καλλιέργειας και παραγωγής του σιταριού.


Σήμερα δεν υπάρχουν πια αλώνια. Ούτε βόδια και ζευγολάτες. Οι βολόσυροι έχουν σαπίσει πεταμένοι σε ταράτσες και αποθήκες. Τα σιδερένια λούρα, οι ζυγοί, οι ζεύλες, οι μουστούχες και τα πανωζεύλια έχουν χαθεί. Οι σύγχρονες θεριζοαλωνιστικές μηχανές μετατρέπουν σε λίγη ώρα τον αθέριστο σιταγρό σε στάρι και πακεταρισμένα σε μπάλες άχυρα.



Πηγή:users.sch.gr












Το μοιρολόι έχει τη δική του ιστορία…











«Πεθαίνει ο Άδωνης ο τρυφερός, και τώρα τι θα κάνουμε» αναρωτιέται η Σαπφώ σ’ ένα ποίημα της. Μα φυσικά το έθιμο «Χτυπάτε το στήθος σας κόρες και σκίστε τους χιτώνες σας».



Οι υποχρεώσεις των ζωντανών προς τους νεκρούς είναι ξεκάθαρες. Το θυμίζει έντονα στον Οδυσσέα ο Ελπήνορας, ο σύντροφος του που τσακίστηκε μεθυσμένος στο παλάτι της Κίρκης. «Μη φύγεις και μ’ αφήσεις άκλαυτο κι άταφο», του λέει, όταν τον συναντάει στην είσοδο του Κάτω Κόσμου.



Στην αρχαία Ελλάδα το κλάμα για το νεκρό ξεκινούσε από τον γόο, αυτοσχέδια τραγούδια από τους στενούς συγγενείς, εμπνευσμένα από την οδύνη και καταλήγουμε στο θρήνο, μελοποιημένες συνθέσεις που ερμηνεύονταν από μισθωμένους επαγγελματίες. Δεν ήταν σπάνιο και το φαινόμενο του καταναγκαστικού θρήνου ειδικά στις κηδείες βασιλέων ή τυράννων, όπου πολλοί μαστιγώνονταν για να βγάλουν δυνατές σπαρακτικές κραυγές.



Οι Χριστιανοί θεωρούσαν άπρεπο τον υπερβολικό θρήνο. Δεν περιορίζονταν να κατακρίνουν τις βιαιότερες συνήθειες, όπως το ξέσχισμα του προσώπου, το ξερίζωμα των μαλλιών και το σκίσιμο των ρούχων. Η εικόνα των γυναικών με τα σκισμένα ρούχα και τα στηθοκοπήματα θεωρήθηκε άσεμνη. Έφτασαν να θεωρούν το θρήνο συνήθεια εγωιστική και εγωκεντρική. Αλλά δεν τους πέρασε… Το μοιρολόι, τραγούδι της μοίρας, παραδοχή του πεπρωμένου και του αναπόφευκτου θανάτου δίπλα στο σώμα του νεκρού, παρέμεινε προνόμιο των γυναικών, όπως και τότε…



Αναπόσπαστο κομμάτι της όλης μεταθανάτιας, ιεροτελεστίας-διαδικασίας, αποτελούν και τα μοιρολόγια, που είναι τραγούδια της Ελληνικής λαϊκής μουσικής παράδοσης, αναφέρονται και ως μοιρολόια, έχουν πένθιμο περιεχόμενο και τραγουδιούνται σε περίπτωση πένθους, κυρίως από γυναίκες συγγενείς ή συγχωριανές του νεκρού, καθώς επίσης από γυναίκες (μοιρολογίστρες) που είναι εξειδικευμένες σ’ αυτό το είδος του τραγουδιού.



Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται, μάλλον, απ’ το «λέγω τη μοίρα», το μοιραίο κακό, αν και, κατά τον Αδαμάντιο Κοραή, η προέλευση της θα πρέπει να αναζητηθεί στο έθιμο του μυρώματος του νεκρού (μυρολογώ = μυρώνω, κλαίω τον νεκρό), ο οποίος μάλιστα πρότεινε την ορθογραφία «μυρολόγι», η οποία πάντως δεν επικράτησε. Πάντως παρόμοια θρηνητικά τραγούδια παρουσιάζονται σε όλους σχεδόν τους λαούς.



Τα μοιρολόγια της ελληνικής παράδοσης, έλκουν την καταγωγή τους από την αρχαιότητα. Οι θρήνοι που αναφέρονται στα Ομηρικά έπη, παρουσιάζουν καταπληκτική ομοιότητα με τα μοιρολόγια των νεοτέρων εποχών τόσο στο τελετουργικό, όσο και στο περιεχόμενο. Στο θρήνο για τον Έκτορα, ο Όμηρος αναφέρεται σε «αοιδούς» και «θρήνων εξέρχους», γεγονός που πιστοποιεί την ιστορική συνέχεια του τελετουργικού. Κάτι ανάλογο με τις σημερινές μοιρολογίστρες πρέπει να υπήρχε και στην Αθήνα, όπως φαίνεται από ένα απαγορευτικό νόμο της εποχής του Σόλωνα.



Στην ουσία, αποτελούν ένα είδος μαγικής και εξορκιστικής τελετουργίας, που βασίζεται στη βαθιά ριζωμένη πίστη ότι ο νεκρός μπορεί να γυρίσει πίσω, να ανακληθεί. Άλλωστε κατά τη βυζαντινή περίοδο τα μοιρολόγια ήταν γνωστά με την ονομασία «ανακλήματα» η «ανακλήσεις».



Τα μοιρολόγια εκφέρονται πάντα από γυναίκες. Ήδη, από τη βυζαντινή εποχή, οι γυναίκες κάθονταν γύρω από τον νεκρό και έλεγαν τα θρηνητικά τραγούδια (εξόδια, καταλόγια, ανακλήματα), ενώ συγχρόνως εκδήλωναν την οδύνη τους με τράβηγμα των μαλλιών, χτυπήματα στο στήθος, γρατζουνίσματα κ.α. Το τελετουργικό αυτό, παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτο μέχρι σήμερα και μαζί με την ολονυχτία αποτελούσε το κύριο στοιχείο του τελευταίου αποχαιρετισμού, του ξοδιάσματος του νεκρού. Η παρουσία της μοιρολογίστρας, η οποία αμειβόταν για να παραβρεθεί στο ξόδι του νεκρού, επιβλήθηκε στο μέτρο που το νεκρικό τελετουργικό εξελισσόταν σε μια λίγο ή πολύ θεσμοποιημένη κοινωνική διαδικασία.



Τα μοιρολόγια μπορεί να είναι παραδοσιακά τραγούδια ή αυτοσχεδιασμοί. Το περιεχόμενο τους εξαρτάται από το φύλο η την ηλικία του νεκρού καθώς και από τη θέση της μοιρολογίστρας μέσα στην οικογένεια (κόρη, σύζυγος, μητέρα κ.α.). Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές. Οι εκκλήσεις για την επιστροφή του νεκρού, οι έπαινοι για τα χαρίσματα του, οι ζοφερές περιγραφές του χάρου και του Κάτω Κόσμου, η απελπισία και η έλλειψη προστασίας της χήρας η των ορφανών ή η οδύνη των συγγενών και φίλων, αποτελούν μερικά απ’ τα πιο συχνά θέματά τους.

Άλλες φορές, ο νεκρός φέρεται να χαιρετάει τον κόσμο και να καλοτυχίζει τα άψυχα φυσικά στοιχεία (βουνά, κάμποι) που δεν πεθαίνουν, ή να αφήνει παραγγελίες στους ζωντανούς οι οποίες, ορισμένες φορές, περιλαμβάνουν και το αίτημα της εκδίκησης, αν ο νεκρός έχει δολοφονηθεί.



Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, τα μοιρολόγια έχουν τα δικά τους τοπικά χαρακτηριστικά, ωστόσο, αυτά που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι τα μοιρολόγια της Μάνης, τα οποία είναι και τα πλουσιότερα από άποψη θεματολογίας. Τραγουδιούνται από γυναίκες που κάθονται κυκλικά στο δάπεδο, αναφέρονται στη ζωή και τη δράση του νεκρού ή έχουν ιστορικό, συμβουλευτικό και παρηγορητικό περιεχόμενο και μπορούν ακόμη και να θίγουν παλιές συμφορές ή βάσανα της ίδιας της μοιρολογίστρας.



Τα πιο τυπικά ωστόσο, αποτελούν εκκλήσεις εκδίκησης, γεγονός που οφείλεται στην ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική δομή του χώρου που καθιστούσε τους φόνους συχνό φαινόμενο. Στη Μάνη, το μοιρολόι ως μορφή τραγουδιού αντικατέστησε προοδευτικά όλα τα υπόλοιπα είδη μουσικής έκφρασης και κατέληξε να συνοδεύει ακόμα και τις αγροτικές εργασίες, όπως η συγκομιδή και το άλεσμα.



Τα μοιρολόγια διατηρούν και εκφράζουν την αρχαία και όχι τη Χριστιανική αντίληψη του θανάτου και για το λόγο αυτό πολεμήθηκαν απ’ την επίσημη εκκλησία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. H προοδευτική εξαφάνισή τους οφείλεται περισσότερο στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών συνθηκών και στην αποσύνθεση της δομής των κοινωνικών και οικονομικών ενοτήτων που χαρακτήριζαν τον Ελληνικό χώρο έως τα τέλη του 190U και τις αρχές του 20oυ αιώνα.



Ενδιαφέροντα όσα αναφέρει για το μοιρολόι στο βιβλίο του «ΑΝΩΓΕΙΑ: Ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους» ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Γιώργος Σμπώκος πρώην δήμαρχος Ανωγείων. «Μοιρολογητής ή μοιρολογήτρα», γράφει, «ήταν ο κάθε Ανωγειανός ή Ανωγειανή. Ο καθένας είχε καθήκον (ιδιαίτερα οι γυναίκες) να μοιρολογήσει το νεκρό του σπιτιού του ή το συγγενή του. Ακόμη και η μη συγγενής, ξενογειτόνισσα, που πρόσφατα έχασε άνθρωπο στενό κι αγαπημένο, θα ‘ρθει με τ’ όμορφο κι απέριττο μπουκέτο της, με το ταπεινό δώρο της (συνήθως τσιγάρα ήταν ο χαιρετισμός σε νεκρό άντρα) κι αφού τα τοποθετούσε πάνω στο νεκρό, άρχιζε να τον ραντίζει μ’ ανθόνερο και με όμορφα τροπάρια να στέλνει τα πονεμένα χαιρετίσματα της στο ακριβό και πολυαγαπημένο πρόσωπο που άρπαξε ο χάρος. Ήταν αδύνατο να ταφεί ο νεκρός χωρίς να μοιρολογηθεί. Και τα μοιρολόγια των πιο πετυχημένων μοιρολογητριών αποστηθίζονταν και με τον ιδιαίτερο σκοπό τους γίνονταν ευρύτερα γνωστά. Τα έλεγαν στις αποσπερίδες, στην εξοχή κι η κάθε γυναίκα ή κόρη τα επαναλάμβανε στον αργαλειό της, ασκούμενη κι αυτή για να φανεί αντάξια στους ακριβούς όταν η σκληρή ώρα του χωρισμού τους θα έφτανε. Και τα μικρά κοριτσάκια ακόμη, με πρησμένα μάτια, κάθονταν κοντά στο λείψανο κι ώρες ολόκληρες άκουαν τις παινεμένες παλιές μοιρολογή-τρες και κατέγραφαν μ’ ανεξίτηλα γράμματα στον άγραφο χάρτη της ψυχής τους ό,τι άκουαν, παίρνοντας έτσι μαθήματα για να συνεχίσουν κάποτε κι αυτά, με τη σειρά τους, την παράδοση και να κρατήσουν ψηλά και πάντα όμορφο και συγκινητικό το ανωγειανό μοιρολόγι. Κι αργότερα δεν έπρεπε να παραξενευτείς, αν περνώντας ακόμη κι απ’ την αυλή του σχολείου, σε ώρα διαλείμματος, έβλεπες και άκουες κάποιες μα-θητριούλες να πηγαινοέρχονται και ν’ αποδίδουν πιστότατα τα μοιρολόγια της μιας ή της άλλης μοιρολογήτρας. Όλα τ’ ανωγειανά μοιρολόγια έχουν στίχους ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους ή εντεκασύλλαβους:



«Της Παναγίας

Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα, σήμερο όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,

σήμερο βάλανε βουλή οι άνομοι Εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά οι τρισκαταραμένοι.

Η Μάρθα και η Μαγδαληνή, και του Λαζάρου η μάνα, του Ιακώβ η αδελφή κι τέσσερες αντάμα,

επήρανε στρατί στρατί, στρατί το μονοπάτι. Το μονοπάτι τσι ‘βγάλε εις του ληστή την πόρτα

«Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου!» Κι η πόρτα ‘πού το φόβο τζη άνοιξε μοναχήν τζη.

Τηρούν δεξά, τηρούν ζερβά, κιανένα δεν γνωρίζουν. Τηρούν και δεξιότερα βλέπουν τον Ά ι Γιάννη.

«Άι μου Γιάννη, Πρόδρομε και Βαπτιστή του Γιου μου, μην είδες ‘με το γιόκα μου και το διδάσκαλο σου;»

«Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω, μούδε και χειροπάλαμα για να σου τον εδείξω.

Θωρείς τον ‘κείνο το λιγνό τον παραπονεμένο; όπου φορεί ποκάμισο στο αίμα βουτημένο;

και που φορεί στη μέσην του το τρίχινο ζωνάρι; και άπου φορεί στην κεφαλή τ’ ακάνθινο στεφάνι;»

«Που ‘ναι μαχαίρι να σφαγώ, πού ‘ναι γκρεμός να δώσω, που είναι κακοθάνατος να κακοθανατώσω;»

«Μούδε μαχαίρι να σφαγείς, μούδε γκρεμός να δώσεις, μούδε και κακοθάνατος να κακοθανατώσεις;»

Διψώ και δώστε μου νερό τ’ αχείλη μου να γράνω. Τ’ αχείλη μου ξεράθηκαν εις το σταυρό επάνω».

Αντί νερό του δώκανε το ξίδι με το σπόγγο. Η Παναγία καθότανε απάνω στο κελί τζη

την προσευχή τζη έκανε για το μονογενήν τζη. Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τον αρωτούσε:

«Δε μου μιλείς, παιδάκι μου, δε μου μιλείς, παιδί μου;» «Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.

Μόνο το Μέγα Σάββατο το τρισευλογημένο, βάλε νερό στο μαστραπά κι αφράτο παξιμάδι

και κάμε την παρηγοριά για να την κάμουν κι άλλοι».

Η Παναγιά ως τ’ άκουσε έπεσε λιγωμένη, ροδόσταμνα τση χύνανε, ώσπου να συνηφέρει.

Η Αγία Ελένη πέρασε εκείνη να την ώρα. «Ποιος είδε γιο εις το σταυρό και μάνα στο τραπέζι;»

Άψαλτη κι αλειτρούγητη να ‘ν’ η Αγιά Ελένη, που δεν επαρηγόρησε τη μάνα την καημένη».



ΠΗΓΕΣ: Διαδίκτυο-Γ. ΣΜΠΩΚΟΥ: «ΑΝΩΓΕΙΑ:Η ιστορία μέσα από τα τραγούδια τους».



Πηγή: agonigrammi.wordpress.com









Πέμπτη της Αναλήψεως: Το πρώτο μπάνιο και η πέτρα η μαλλιαρή



H Πέμπτη της Αναλήψεως είναι η ημέρα που ψάλλεται για τελευταία φορά το «Χριστός Ανέστη» στην Εκκλησία. Είναι ο κύκλος του Πάσχα που κλείνει. Και φυσικά από τη λαογραφία μας δε θα μπορούσαν να λείπουν τα ξεχωριστά ήθη και έθιμα της ημέρας. Με κύρια φυσικά τη συνήθεια για το πρώτο μπάνιο στη θάλασσα και την αναζήτηση της πέτρας της μαλλιαρής.



Κατά την Πέμπτη της Αναλήψεως, σε όποιο σπίτι έμειναν δάφνες, λουλούδια από το Πάσχα πρέπει να καούν. Κι αν καιροφυλακτήσει τα μεσάνυχτα ο πιστός, θα δει τους ουρανούς που ανοίγουν για να περάσει ο Χριστός. «Οσοι είναι καθαροί, ξαγρυπνούν τη νύχτα, να δουν τον Χριστό που «αναλήφεται». Οι άξιοι βλέπουν ένα φως, που ανεβαίνει στον ουρανό…», σύμφωνα πάντα με τη λαϊκή μας παράδοση.



Στη Λήμνο ονόμαζαν τη γιορτή της Αναλήψεως, «Γαλατοπέφτη». Το γάλα της ημέρας της Αναλήψεως δεν το έπηζαν, αλλά το μοίραζαν σε φίλους και γνωστούς και όσο τους έμενε, το έκαναν ρυζόγαλο. Για το λόγο αυτό κι επειδή η γιορτή της Αναλήψεως ήταν πάντα ημέρα Πέμπτη και επειδή μοίραζαν το γάλα την ονόμαζαν «Γαλατοπέφτη».



Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, η Πέμπτη της Αναλήψεως είναι η ημέρα κατά την οποία οι ψυχές των νεκρών, ακόμα και των αμαρτωλών που ήταν στην Κόλαση και από την ημέρα του Πάσχα, της Ανάστασης, ήταν ελεύθερες να κυκλοφορούν στη γη, ανάμεσα στους ζωντανούς και τους οικείους τους, με την Ανάληψη του Χριστού πρέπει να γυρίσουν στον τόπο τους. Είναι πικραμένες γι’ αυτό, αλλά οι δικοί τους τις βοηθούν να βρουν ήσυχα και με ευχαρίστηση τον δρόμο τους. Πάνε στα νεκροταφεία και ανάβουν κεριά στους τάφους και στα χωριά συγκεντρώνονται οι γείτονες στα σπίτια των ανθρώπων που έχουν νεκρούς και κάθονται σιωπηλοί με τα κεριά στο χέρι, ανάβουν κεριά στα παράθυρα, φτιάχνουν κόλλυβα και πίτες και μοιράζουν φαγώσιμα, κάνουν φιλανθρωπίες, για τη συγχώρηση και ανάπαυση των νεκρών τους.



Υπάρχει, όμως και η τρίτη παραδοσιακή διάσταση της γιορτής της Αναλήψεως κι αυτή είναι «η κάθοδος στη θάλασσα». H γιορτή της Αναλήψεως είναι η πρώτη μέρα του καλοκαιριού που ο λαός της υπαίθρου επιτρέπει στον εαυτό του να κατέβει στη θάλασσα και να βουτήξει για κολύμπημα στο νερό. Πριν από την ημέρα αυτήν, η θάλασσα μπορεί να κάνει κακό. Και κατεβαίνει συνήθως το απόγευμα ή το μεσημέρι, μετά τη λειτουργία και βουτά, έστω και μόνο τα πόδια του στο νερό, αφού κάνει τον σταυρό του και μετρήσει, με τις φούχτες του, 40 κύματα, όσες είναι οι μέρες από το Πάσχα.



Οι νοικοκυρές έχουν πάρει μαζί τους μπουκάλια, όπου μαζεύουν νερό της θάλασσας «από σαράντα κύματα» και το φέρνουν στο σπίτι, να ραντίσουν τον χώρο και να πουν: «Οπως ανελήφτηκε ο Χριστός, έτσι να ανεληφτή από το σπίτι μας κάθε κακό. N’ ανεληφτή η κακογλωσσιά, η αρρώστια και το κακό μάτι»! Θα φυλάξουν κιόλας νερό, να το έχουν όλο τον χειμώνα για γιατρικό, σε πρήξιμο ή δάγκωμα ή βάσκαμα ή αρρώστια.



Αλλά και οι κολυμβητές που πρωτομπαίνουν στη θάλασσα πλένονται με το νερό της και λένε: «Αναλείβεται ο Χριστός, αναλείβομαι κι εγώ. Ο,τι κακό έχω απάνω μου να φύγει». H λέξη «ανάληψις» συγχέεται με την «ανάλειψη», κάτι που έχει σχέση με το αλείφομαι και την αλοιφή. Γι’ αυτό, στην Ηπειρο, με πηλό άλειβαν, για να φύγουν, το έκζεμα και τις λειχήνες.



Μάλιστα, στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας «άντρες και γυναίκες συνήθιζαν να μπαίνουν ως τα γόνατα στη θάλασσα και έπαιρναν από 40 κύματα νερό σε ένα μπουκάλι. Σταυροκοπιόνταν και αγναντεύοντας τον ανοιχτό ορίζοντα κατευόδωναν τον Χριστό λέγοντας «Αντε, Χριστέλλη μου, στο καλό!» Κι έψαχναν στον πρόχειρο βυθό της θάλασσας, εκεί στα ρηχά, συνήθεια που γίνεται και στις ακτές της Αττικής, φερμένη από τους πρόσφυγες, να βρουν μια πέτρα με βρύα, την περίφημη «πέτρα μαλλιαρή». Οποιος την εύρισκε την έπαιρνε στο σπίτι του, ως φορέα ευτυχίας!



H πέτρα αυτή με το ρίζωμα και τη βλάστησή της μέσα στη θάλασσα, συμβολίζει όλη τη δύναμη και την ουσία του θαλασσινού στοιχείου που, κατά τον Ευριπίδη, (Ιφιγένεια, η εν Ταύροις, 1193) «κλύζει πάντα τ’ ανθρώπων κακά!». Είναι δηλαδή η θάλασσα καθαρτική και ανανεωτική, ιδιαίτερα την ημέρα της Αναλήψεως, όταν με την παρουσία του Χριστού στους αιθέρες, ουρανός και θάλασσα έχουν αγιασθεί».



Εμείς δεν έχουμε παρά να ευχηθούμε με το καλό, το πρώτο μπάνιο, σε όσους κρατούν τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου μας, τιμώντας την πείρα του λαού μας, που κάνει τη λαογραφία αστείρευτη πηγή γνώσεων και συνέχειας…



Πηγή: ekklisiaonline.gr





Το Ελληνικό Παραδοσιακό Κόσμημα







Ο σεβασμός και η προσήλωση στις παραδόσεις αποτελούν κύριο γνώρισμα των πολιτισμένων λαών. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, όσο περισσότερο εξελίσσονται οικονομικά και πνευματικά οι λαοί, τόσο μεγαλώνει η επιθυμία τους να αγκαλιάσουν με στοργή το παρελθόν τους. Η επιστροφή στις ρίζες λαμβάνει ιδιαίτερες διαστάσεις ειδικά στη χώρα μας, καθώς η Ελλάδα διαθέτει μια πλούσια και αξιοζήλευτη λαϊκή παράδοση. Μια από τις πολυτιμότερες παρακαταθήκες των προγόνων μας στη λαϊκή παράδοση είναι αναμφίβολα η παραδοσιακή φορεσιά και το παραδοσιακό κόσμημα που συνδυάζεται με αυτή.



Η έκφραση της ανθρώπινης δημιουργικότητας μέσα από το κόσμημα διασώθηκε στην Ελλάδα μέσα στους αιώνες. Τα ευρήματα από τους θησαυρούς της Κνωσού και των Μηκυναΐκών τάφων, τα αριστουργήματα της Βεργίνας και τα εξαιρετικά έργα των ελληνορωμαϊκών χρόνων δίνουν στο ελληνικό κόσμημα ξεχωριστή λάμψη. Αξιοσημείωτος σταθμός στην πορεία του τελευταίου, είναι η περίοδος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τα περίφημα δείγματα της κοσμικής και εκκλησιαστικής διακόσμησης. Από τον 15ο αι. και μετά, δηλαδή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, το ελληνικό κόσμημα, που φέρει μέσα του στοιχεία του Βυζαντινού πολιτισμού, δέχεται την επιρροή παραδοσιακών στοιχείων του Ισλάμ αλλά και της Δυτικής Ευρώπης.



Το ελληνικό κόσμημα ωστόσο, κατάφερε να αναπτυχθεί αυτόνομα και να δημιουργήσει το δική του προσωπική ταυτότητα, παρά τις διάφορες επιρροές που δέχτηκε και αφομοίωσε δημιουργικά. Κατά τη μακρόχρονη σκλαβιά των 400 χρόνων, ο υπόδουλος ελληνικός λαός δεν είχε πολλούς τρόπους έκφρασης και έτσι αφιέρωσε στο παραδοσιακό κόσμημα πολύ μεράκι και ευαισθησία. Παράλληλα συνδέθηκε με τις ανθρώπινες δραστηριότητες και τις οικογενειακές χαρές, τα αρραβωνιάσματα, τους γάμους, τα γεννητούρια. Η αγάπη και η στοργή μεταφέρονταν συμβολικά από τη γιαγιά στην κόρη και έπειτα στην εγγονή, όταν το κόσμημα άλλαζε χέρια.



Το παραδοσιακό κόσμημα στον ελληνικό χώρο ομαδοποιείται κατά περιοχή, αφού κάθε περιβάλλον δίνει διαφορετική έμπνευση στον δημιουργό. Έτσι σήμερα έχουμε τα θαυμάσια κοσμήματα της Μακεδονίας και Θράκης, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, της Αττικής, των Κυκλάδων κλπ. Αλλά και μέσα από τις ομάδες διακρίνονται διαφορετικές καλλιτεχνικές τάσεις. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει ποικίλες παραλλαγές πάνω στο ίδιο κόσμημα, όπως επίσης και να συναντήσει το φαινόμενο να μη βρίσκονται δύο ακριβώς όμοια κοσμήματα, αλλά κάθε ένα να είναι ξεχωριστό.



Η παραδοσιακή φορεσιά ενός τόπου και τα στολίδια της δεν φανερώνουν μόνο την καλαισθησία των ανθρώπων. Κάθε στολίδι είχε κι έναν συμβολικό χαρακτήρα που οι άνθρωποι της εποχής εκείνης σέβονταν με θρησκευτική ευλάβεια. Υπήρχαν στολίδια που ήταν σύμβολα απαραίτητα για την προστασία της ζωής και της υγείας, της γονιμότητας, της αγάπης κλπ. Άλλα πάλι κοσμήματα - σύμβολα, λειτουργούσαν σαν ξόρκια ή φυλακτά για να απομακρύνουν τις κακές επιδράσεις. Συνήθως θήκες ασημένιες, δουλεμένες όμορφα με ανάγλυφες παραστάσεις, με αλυσίδες και φλουριά κρύβουν μέσα τους φυλακτά. Πρόκειται για τα λεγόμενα «χαϊμαλιά». Επιπλέον τα κοσμήματα της εποχής αντανακλούσαν τις κοινωνικές διακρίσεις: τη δύναμη της φυλής, της κοινωνικής θέσης ή της οικογενειακής κατάστασης. Για παράδειγμα, το κόσμημα της κεφαλής ή ο τρόπος δεσίματος του μαντηλιού στα μαλλιά φανερώνουν αν μια γυναίκα είναι παντρεμένη ή ανύπαντρη.



Κοσμήματα φορούσαν και οι γυναίκες και οι άνδρες. Στους άνδρες προσέδιδε δύναμη και λεβεντιά, ενώ στις γυναίκες αυτοπεποίθηση και χάρη. Η υλική αξία του κοσμήματος δεν προσδιόριζε την ομορφιά του. Η έννοια του ωραίου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δεξιοτεχνία και το μεράκι του δημιουργού. Εξάλλου το νεοελληνικό κόσμημα απευθύνεται στο σύνολό του στον μέσο άνθρωπο, ο οποίος στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς δεν ήταν δυνατόν να είναι πλούσιος. Η νεοελληνική πολιτιστική παράδοση δεν ασπάστηκε ποτέ τη λατρεία της καλής ζωής και του ευδαιμονισμού. Γι’ αυτό από τα ελληνικά κοσμήματα απουσιάζουν οι θαμβωτικές λάμψεις της πολυτέλειας που αναδίδουν οι πολύτιμες πέτρες στα κοσμήματα άλλων πολιτισμών.



Αγαπητό θέμα, σύμβολο του Βυζαντινού Πολιτισμού, είναι και ο δικέφαλος αετός που συναντάται κυρίως στις πόρπες και στα κιουστέκια. Εκτός από τον δικέφαλο αετό και άλλα πουλιά, όπως φτερωτοί γύπες, παραδείσια πτηνά στολίζουν συχνά τα ελληνική κοσμήματα. Από τον διάκοσμο δε λείπουν τα γεωμετρικά και γραμμικά θέματα, όπως είναι η σπείρα, η έλικα και άλλα λεπτά ρομβοειδή ελάσματα. Τα κοσμήματα αποτελούν απαραίτητο στολίδι και εξάρτημα της γυναικείας κυρίως φορεσιάς. Έτσι έχει δημιουργηθεί μια αξιοθαύμαστη ποικιλία ως προς τη μορφή και τη λειτουργία, ποικιλία όμως που διαφέρει από τόπο σε τόπο.



Τα πιο αντιπροσωπευτικά κοσμήματα της γυναικείας φορεσιάς είναι βασικά τα κοσμήματα της κεφαλής και του κεφαλόδεσμου, τα οποία όχι μόνο στολίζουν αλλά υποδηλώνουν και την κοινωνική θέση, την ηλικία και την κοινωνική τάξη της γυναίκας που τα φορά. Παράλληλα υπάρχουν εξαιρετικές καρφίτσες που συγκρατούν με ποικίλους τρόπους τον κεφαλόδεσμο, αυξάνοντας έτσι τον στολισμό του. Εξίσου εντυπωσιακά είναι τα «σοργούτς» που κοσμούν τον κεφαλόδεσμο στις παραδοσιακές φορεσιές του Δρυμού, της Λυτής και της Πυλαίας.



Τα περιλαίμια στολίζουν το λαιμό και μπορεί να είναι μικρά γιορντάνια, κοσμήματα αλυσιδωτά με νομίσματα ή αρθρωτά με γεωμετρικά επίπεδα στοιχεία ή σταυρούς. Ο κορμός του σώματος από το λαιμό ως τη μέση σε πολλές ενδυμασίες κοσμείται με επιστήθια πλέγματα διακοσμημένα με κοραλλένιες πέτρες και φλουριά που ονομάζονται δίχτυα και απαντώνται κυρίως στη φορεσιά της Αττικής. Το δίχτυ ή το γιορντάνι ήταν γαμήλιο δώρο του γαμπρού και η αξία του καθορίζονταν ανάλογα με τους κόμβους του. Ιδιαίτερος τύπος επιστήθιου κοσμήματος είναι το κορδόνι, που αποτελείται από δέσμη αλυσίδων, όπου κρέμονται σειρές από φλουριά και στο κέντρο των σειρών αυτών κρέμονται ρόδακες διαφόρων μεγεθών που είναι κυρίως γαμήλια δώρα. Επιστήθιο κόσμημα είναι επίσης η κατοστάρα της Εύβοιας που αποτελείται από στρογγυλές μικρές πόρπες και κρεμαστές αλυσίδες. Σημαντική κατηγορία επιστήθιων κοσμημάτων αποτελούν τα κιουστέκια. Βαριά αλυσιδωτά κοσμήματα σε σχήμα σταυρού. Είναι από τα λίγα κοσμήματα που φορούν και οι άνδρες, κυρίως της Ηπείρου και της Στερεάς Ελλάδος.



Οι ζώνες της ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς δίνουν τη δυνατότητα διακόσμησης καθώς είναι υφασμάτινες, με ασημένιες ή επιχρυσωμένες πόρπες. Η ζώνη, καθημερινό εξάρτημα της φορεσιάς, έχει διασώσει μεγάλο αριθμό ειδών ως προς το σχήμα, τη μορφή και τη διακόσμηση. Πόρπες διμερείς, τριμερείς, δισκοειδείς, σε σχήμα φιόγκου ή αμυγδαλόσχημες, συνδυάζουν ποικίλες τεχνικές απόδοσης μοτίβων και υλικών. Πολλές πόρπες συμπληρώνονται με κρεμαστές αλυσίδες και νομίσματα που φθάνουν ως την ποδιά. Σπονδυλωτές ζώνες συναντώνται στη στολή της Καραγκούνας και στη θρακιώτικη.



Τα σκουλαρίκια είναι συνήθως αλυσιδωτά και μακριά. Καμιά φορά στερεώνονται στα μαντήλια λόγω του βάρους τους και φτάνουν μέχρι τον ώμο ενώ άλλες φορές ενώνονται με αλυσίδα στο πίσω μέρος του κεφαλιού.



Τα βραχιόλια είναι αρκετά μεγάλα και στολίζουν συνήθως και τα δυο χέρια από τον καρπό έως σχεδόν τον αγκώνα.



Αξιόλογα επίσης είναι και τα κοσμήματα της πλάτης που στολίζουν μερικές από τις φορεσιές. Επειδή οι ελληνικές ανδρικές τοπικές φορεσιές είναι αυστηρές στο χρώμα και λιτές στη γραμμή τους, είναι λιτές και στη διακόσμηση. Έτσι σε κάθε ανδρική φορεσιά αντιστοιχούν ένα ή δύο το πολύ κοσμήματα με απλές γραμμές. Εξαίρεση αποτελεί σπάνια το βαρύ και μεγάλο κόσμημα.



Σήμερα τα περισσότερα από τα παραδοσιακά κοσμήματα έχουν πλέον χαθεί. Πολλά από αυτά καταστράφηκαν, άλλα λεηλατήθηκαν και άλλα χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο ανταλλαγής κατά τα δύσκολα και σκληρά χρόνια του ελληνισμού. Ωστόσο στις μέρες μας έχουν βρεθεί αρκετά, πολλά από τα οποία στολίζουν τις προθήκες των λαογραφικών μουσείων, ενώ άλλα φυλάσσονται σε ιδιωτικές συλλογές ή σε χέρια απογόνων, ως ενθύμια ιερά. Επίσης πολλά αντίγραφά τους κοσμούν της ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές των συγκροτημάτων που διασώζουν, εκτός των άλλων και τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς. Το παρήγορο είναι ότι το παραδοσιακό κόσμημα εξακολουθεί να εμπνέει και σήμερα τους σύγχρονους δημιουργούς.



(Βιβλιογραφική Επιμέλεια: Λαογραφικός Σύλλογος Βλάχων Βόλου, Αύγουστος 2011. Πηγή: Διάφορα συγγράμματα Και σημειώσεις τεχνιτών παραδοσιακών κοσμημάτων).





Πηγή: laikiparadosi.blogspot.com










Ο Ιούνιος στην ελληνική παράδοση: έθιμα από τον παλιό, καλό καιρό…








Ο Ιούνιος ήταν ο τέταρτος μήνας του αρχαίου ρωμαϊκού ημερολόγιου με 29 ημέρες. Σήμερα είναι ο 6οςμήνας του χρόνου και έχει 30 ημέρες. Κατά μια άποψη πήρε το όνομά του από τη ρωμαϊκή θεά Γιούνο που ήταν αντίστοιχη με την ελληνική Ήρα, στην οποία ήταν αφιερωμένος. Κατά μια άλλη άποψη το όνομα του οφείλεται στον πρώτο ύπατο της Ρώμης Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο. Στις 21 Ιουνίου έχουμε το θερινό ηλιοστάσιο.



Ο Ιούνιος αντιστοιχεί με το τέλος του αρχαίου ελληνικού μήνα Θαργηλίωνα και με τις αρχές του Σκιροφορίωνα. Είναι ο μήνας του θερισμού και πολλών άλλων γεωργικών εργασιών. Έχει πολλές ονομασίες, από τις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι «θεριστής» που προέρχεται από τον θερισμό των σιτηρών. Επίσης Πρωτόλης ή Πρωτογιούλης, δηλ. πρώτος μήνας και αρχή του καλοκαιριού, Αλυθτσατσής (Κάλυμνος), Ρινιαστής (Πάρος), Ορνιαστής (Άνδρος), Λιοτρόπης, Κερασάρης (Γρεβενά) & Κερασινός (Πόντος), γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια.



ΕΡΓΑΣΙΕΣ:

Θερίζουν σιτάρια, κριθάρια, όσπρια, σανά.
Ποτίζουν & σκαλίζουν τα χωράφια.
Φυτεύονται σπανάκια, φασόλια, κουνουπίδια.
«Χαρακώνουν» τ' αμπέλια. Καταπολεμούν τις ασθένειες τους.
Μάζεμα ντομάτας, μελιτζάνας, πιπεριάς, κολοκυθιάς.
Μεταφορά κυψελών στο θυμάρι.
Απογαλακτισμός των ζώων, που είναι 3 μηνών.
Πρώιμο ζευγάρωμα προβάτων.



ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:



ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΜΟΥ: Στο Δρυμό Θεσ/κης & αλλού, το πρώτο δεμάτι σταχυών που δένουν, το στήνουν όρθιο και το προσκυνούν, ενώ ο νοικοκύρης ρίχνει νομίσματα.
Στη Σκύρο σαν αποθερίσουν, αφήνουν δύο λημάρια αποθέρι στο χωράφι άθερα, για χαρά του χωραφιού και για να φάνε τα πουλιά και τα αγρίμια.
Στο Μανιάκι Πυλίας αφήνουν ένα κομμάτι αθέριστο και λένε ότι είναι τα γένια του νοικοκύρη, τον οποίο σηκώνουν στα χέρια ψηλά & τον αφήνουν να πατήσει στη γη, μόνο αν τάξει στους θεριστές κρασί και κότα.
Στην Κάρπαθο χαράσσουν με το δρεπάνι ένα κύκλο, που περιλαμβάνει τα τελευταία στάχυα. Στον κύκλο μπαίνει η νεαρότερη θερίστρια, σταυροκοπιέται και πετάει επάνω το δρεπάνι της φωνάζοντας: «Και του χρόνου, καλαλωνεμένα, καλοφαωμένα, καλοπρουκισμένα!»


ΤΟ ΤΖΙΤΖΙΡΟΚΛΙΚΟ (Νέο Σούλι Σερρών) Η λέξη είναι σύνθετη από το τζίτζιρας (= τζίτζικας) και το κλίκι (= τσουρέκι, το κικλίσκιον των Βυζαντινών). Το ζύμωναν, τον Ιούνιο με Ιούλιο, με το πρώτο αλεύρι από την καινούργια σοδειά σιταριού. Ήταν ένα μικρό καρβέλι, βάρους ενός κιλού περίπου, με μια τρύπα στη μέση, όπου έβαζαν ένα κλωνάρι βασιλικό. Το πήγαιναν στη βρύση της γειτονιάς, στο «σουλ' ναρ», και πριν το τοποθετήσουν κάτω από τη βρύση, απ' το «λουλά», έκοβαν βιαστικά, μικροί μεγάλοι, από ένα κομμάτι. Παράλληλα ακουγόταν και η ευχή: «όπως τρέχ' του νιρό, να τρέχ' κι του μπιρικέτ'». Ό,τι απέμενε, το άφηναν στη μια εσοχή της βρύσης, για να το φάει ο τζίτζικας το χειμώνα.



TΟ «ΣΤΙΦΑΔΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ». Η αρχή αυτού του εθίμου τοποθετείται, σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Όπως λέγεται, ένας χριστιανός, από τα ΣΠΑΤΑ ΑΤΤΙΚΗΣ, κατόρθωσε να αποφύγει τη σύλληψη και τη θανάτωσή του από τους Τούρκους με τη βοήθεια του Αγίου Πέτρου, γι' αυτό κι έταξε να θυσιάσει ένα μοσχάρι στη γιορτή του. Αλλά όταν ήρθε η μέρα αυτή, μετάνιωσε για το τάμα του και θυσίασε ένα αρνί. Το ταμένο όμως ζώο ήρθε μοναχό του και ξεψύχησε μπροστά στην εκκλησία. Το γεγονός αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση και οι Σπαταναίοι άρχισαν από τότε να κάνουν θυσία κάθε χρόνο στον άγιο. Σήμερα αγοράζεται με κοινή εισφορά ένας μεγάλος αριθμός από βοοειδή και με το κρέας τους παρασκευάζεται «στιφάδο». Αντιμετωπίζουν μάλιστα σαν θαύμα το γεγονός, ότι τα μάτια δεν δακρύζουν από το πολύωρο καθάρισμα τόνων κρεμμυδιών. Το πρωί μετά τη θεία λειτουργία, μοιράζεται στους πανηγυριστές, αφού βράσει όλο το βράδυ σε μεγάλα καζάνια.



ΓΙΟΡΤΕΣ:



«Η ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ, ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ». Η γενέθλιος ημέρα της εκκλησίας του Χριστού. Την ίδια μέρα γίνεται μεσολογγίτικη γιορτή στη μνήμη και την ψυχανάπαυση των πεσόντων της Εξόδου, στο μοναστήρι του Αγίου Συμεών, στους πρόποδες του βουνού Ζυγός, κοντά στο Μεσολόγγι (τόπος συνάντησης των «Ελεύθερων πολιορκημένων», αν βέβαια τα είχαν καταφέρει).


«Του Αϊ-Γιαννιού του Λαμπαδάρη ή Φανιστή ή Ριζικάρη ή Ριγανά». Την ημέρα αυτή άναβαν φωτιές συνήθως σε σταυροδρόμια κατά γειτονιές, με ανταγωνιστική διάθεση, κάθε γειτονιά να θέλει να ανάψει τη μεγαλύτερη φωτιά. Σ' αυτήν έριχναν και εύφλεκτα παλιοσύνεργα του χωρικού νοικοκυριού και απαραίτητα το μαγιάτικο στεφάνι. Μικροί & μεγάλοι, πηδώντας τις φωτιές («φωτάρες»-Ίος), κάνουν και μια ευχή για καλή υγεία και απαλλαγή από το κακό. Η ευχή ήταν: «Πηδώ τον χρόνο τον παλιό και πάω στον πιο καλό».



ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:



«Αρχές του θεριστή, του δρεπανιού μας η γιορτή».
«Ο Μάης θέλει το νερό κι ο θεριστής (=Ιούνιος) το ξύδι».
«Από το θέρος ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές».
«Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξίδι» [δηλ. Το κρασί που μπαίνει στα βαρέλια τον Οκτώβρη, ωριμάζει το Γενάρη αλλά τον Ιούνιο έχει γίνει πια ξίδι]
«Θέρος, τρύγος, πόλεμος, στασιό δεν έχουν» [δηλ. Ο θερισμός, ο τρύγος και ο πόλεμος δεν επιτρέπουν ξεκούραση, μέχρι να τελειώσουν]
«Θέρος, τρύγος, πόλεμος, αποσταμό δεν έχουν».
«Μάρτης έβρεχε, Θεριστής τραγούδαγε».
«Μη σε γελάσει ο βάτραχος και το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν" καλοκαιράκι».
«Πρωτόλη (Ιούνιε), Δευτερόλη (Ιούλιε) μου, φτωχολογιάς ελπίδα».
«Το τραγούδι του Θεριστή, η χαρά του Αλωνιστή».
«Τον Ιούνιο αφήνουν το δρεπάνι και σπέρνουν το ρεπάνι».



Πηγή: newsbomb.gr













Αμισός: Ο γάμος και ο θάνατος – Από το πατήκι και το αποκαμάρωμαν έως το σαρανταλείτουργο και την κακοτυχία της γάτας

Για τις προλήψεις, τις δεισιδαιμονίες και τα έθιμα της πόλης γράφει η Θωμαΐς Κιζιρίδου



Όπου υπάρχει δεισιδαιμονία δεν υπάρχει ορθολογισμός. Αντιλήψεις όπως ο παράλογος φόβος του υπερφυσικού και η πίστη ότι τα κακά πνεύματα πάντα μπορούν και εισρέουν στη ζωή του ανθρώπου, επέζησαν μέσα στο χρόνο από την αρχαία εποχή. Έτσι, οι απλοί άνθρωποι του λαού, για ν’ αναχαιτίσουν το κακό, πάντρευαν τη γνώση της εκκλησίας του Χριστού με τις προφορικές παραδόσεις αιώνων, που προέρχονταν από τις αρχαίες θρησκείες.



Πολλές φορές, οι γενεές παραλαμβάνουν προλήψεις κι δεισιδαιμονίες που έχουν εξήγηση και κάποιες που δεν έχουν. Στην κοινωνία του ποντιακού λαού, στον ιστορικό Πόντο, υπάρχουν πολλές δεισιδαιμονίες και προλήψεις, που διαφέρουν ανά περιοχή και κατά συνθήκη. Όλες όμως έχουν έναν κοινό στόχο, να εξευμενίσουν το κακό.



Τα έθιμα από την άλλη, που αποτελούν ένα αόρατο θεμέλιο σε κάθε κοινωνία και μεταδίδονται με ευλάβεια, από γενεά σε γενεά, αναμιγνύονται πολλές φορές αρμονικά με τις δεισιδαιμονίες.



Ο γάμος και ο θάνατος αποτελούν κομβικά σημεία στη ζωή ενός ανθρώπου, μαζί με τη γέννησή του. Στην Αμισό, υπήρχε πλούσια λαογραφία, αναφορικά με τα έθιμα, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες σχετικά με το γάμο και το θάνατο.



Για το γάμο

Όταν κάποιος πήγαινε να ζητήσει τη νύφη από τους δικούς της, με το που εισερχόταν στην οικία τους δεν καθόταν, πριν εξαντληθούν προς το πρόσωπό του τα καλωσορίσματα και οι φιλοφρονήσεις. Τότε μόνο ζητούσε να του φέρουν κάθισμα, που το αποκαλούσαν συμπεθεροσκάμνιν.



Εάν κάποιος πήγαινε για επίσκεψη σε σπίτι φιλικό και τύχαινε να φορά ανάποδα κάποιο ένδυμά του ή τις κάλτσες του, πίστευαν ότι πήγαινε για να πραγματωθεί συμπεθεριό μεταξύ των οικογενειών.



Η πρόσκληση στο γάμο γινόταν με την προσφορά κεριών, που ήταν βαμμένα στη βάση τους με κόκκινο χρώμα, που τα ονόμαζαν κοκκινόκολα κερία.



Πριν από τον γάμο, όταν η νύφη επέστρεφε στο πατρικό της από το λουτρό, έσπαγαν, έκοβαν, στο κεφάλι της λαγάνα, που είχε πρωτίστως ευλογηθεί από τον ιερέα. Αυτό το αποκαλούσαν, νύφες κολλούρι και το έτρωγαν οι νεόνυμφοι, πριν κοιμηθούν μετά τον γάμο.



Όταν συνόδευαν τους μελλόνυμφους προς την εκκλησία, συνήθιζαν να σταυρώνουν τον δρόμο.



Αν κατά τη στιγμή που ο ιερέας έψαλλε το «Ησαΐα χόρευε» η νύφη πατούσε το πόδι του γαμπρού, πίστευαν πως ποθεί να αγαπηθεί και να τιμηθεί από τον γαμπρό και πως η γνώμη του γαμπρού πάντα θα έχει μεγάλη βαρύτητα γι’ αυτήν.



Μετά τη στέψη, όταν επρόκειτο η νύφη να εισέλθει στην οικία του γαμπρού, όπου και θα κατοικούσε το ζευγάρι, πριν μπει μέσα στο σπίτι, πατούσε πάνω σ’ ένα χάλκινο σκεύος, που τ’ ονόμαζαν πατήκι. Αυτό το σκεύος, σε περίπτωση αποχωρισμού του ζευγαριού από το σπίτι των πεθερικών, ανήκε στη νύφη.

Αφού, λοιπόν, εισερχόταν το ζευγάρι εντός της οικίας του γαμπρού, τα πεθερικά τους προζύμωναν, βάζοντας ποσότητα ζύμης στο χέρι του γαμπρού, για να σταυρώσει μ’ αυτήν την εξώπορτα του σπιτιού, καθώς και την κουζίνα του. Παράλληλα τους εύχονταν να φουσκώσουν όπως το ζυμάρι ενώ στη νύφη προσέφεραν να φάει ένα κουτάλι με μέλι, γάλα ή βούτυρο.



Αν μετά τη στέψη των νεονύμφων και κατά τη διάρκεια επιστροφής στο σπίτι του γαμπρού έβρεχε, πίστευαν ότι το ζευγάρι θα είναι ευλογημένο σε όλη του τη ζωή.

Μετά τη λύση των στεφάνων και το λεγόμενο αποκαμάρωμαν της νύφης, δηλαδή την αποκάλυψη του προσώπου της νύφης, που ήταν καλυμμένο με τον πέπλο, πραγματοποιείτο ο χορός των επτά μονοστέφανων ζευγαριών και ενός μοναχού ατόμου, επτά ζευγάρα και το τεκ, όπως αποκαλούσαν αυτόν τον τελετουργικό χορό. Στο χορό συμμετείχε και ο ιερέας που θυμιάτιζε τα ζευγάρια και ταυτόχρονα γινόταν παράκληση προς τον Χριστό να ευλογήσει τον γάμο των νεόνυμφων. Αυτός ήταν ο πρώτος χορός της νύφης. Μαζί οι νεόνυμφοι χόρευαν τρεις κύκλους από αυτόν τον χορό. Κατόπιν, αποχωρούσε μόνο η νύφη, ενώ ο γαμπρός μπορούσε να χορέψει κι άλλους χορούς στη συνέχεια.



Μετά τη στέψη και αργά το βράδυ, οι νεόνυμφοι δεν έπρεπε να ουρήσουν έξω από την οικία. Επίσης να μη χύσουν νερό έξω, αλλά και να μην ανταποκριθούν εάν κάποιος χτυπήσει την πόρτα τους ή τους φωνάξει ν’ ανοίξουν. Κι όλα αυτά για να μην επηρεαστούν από τυχόν κακά πνεύματα που φθονούν την ευλογία που δέχτηκαν με το γάμο τους.



Για μια εβδομάδα μετά τη στέψη, οι νεόνυμφοι φορούσαν τις γαμήλιες φορεσιές τους και δεν έβγαιναν εκτός οικίας.



Αφού είχαν παρέλθει αρκετές μέρες από τη στέψη, η νύφη συνοδευόμενη από την παράνυφό της επισκεπτόταν τους πιο κοντινούς συγγενείς του γαμπρού στις οικίες του κι αφού τους έπλενε τα πόδια, τους πρόσφερε δώρα και δεχόταν δώρα κι από αυτούς.



Όταν κάποιος νεόνυμφος πήγαινε επίσκεψη σε κάποιο φιλικό σπίτι, συνήθιζαν να τον κερνούν ζάχαρη ή ένα κομμάτι άρτου.





Για το θάνατο

Όταν κάποιος πέθαινε, αφού έπλεναν το σώμα του, το σαβάνωναν και του σταύρωναν τα χέρια. Επίσης πίστευαν ότι η ψυχή του για σαράντα μέρες περιφέρεται γύρω από το σπίτι του.



Όταν το πρόσωπο του νεκρού ήταν σκυθρωπό πίστευαν ότι θα πεθάνει και κάποιος άλλος σύντομα.



Αν κατά την κηδεία κάποιου τύχαινε να βρέξει, έλεγαν πως ο εκλιπών ήταν αγαθός και ενάρετος άνθρωπος γι’ αυτό και τα επουράνια τον κλαίνε.



Συνήθιζαν μετά τον ενταφιασμό να προσφέρουν στους παρευρισκομένους κόλλυβα και κόκκινο κρασί, που το έπιναν αφού προηγουμένως εύχονταν υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του εκλιπόντος κι έχυναν λίγο εντός του μνήματος. Κατόπιν, συγγενείς και φίλοι μετέβαιναν στην οικία του εκλιπόντος. Μπαίνοντας στην αυλή, έπλεναν τα χέρια τους σ’ ένα πήλινο σκεύος που περιείχε νερό και ήταν τοποθετημένο δίπλα στην αυλόπορτα του σπιτιού. Κατόπιν εισέρχονταν στην οικία, όπου και η οικογένεια του εκλιπόντος παρέθετε τράπεζα υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του νεκρού.

Οι παραβρισκόμενοι σε μια κηδεία, δεν επέστρεφαν μετά την τελετή απευθείας στα σπίτια τους, αλλά πήγαιναν πρώτα στην οικία του εκλιπόντος ή οπουδήποτε άλλου, για να εγκαταλείψουν εκεί το κακό.



Η οικογένεια του εκλιπόντος, εκτός από τα καθιερωμένα μνημόσυνα, σαρανταημέρου, τριών, έξι, εννέα μηνών κι ετήσιο, πραγματοποιούσαν και σαρανταλείτουργο, δηλαδή επί σαράντα μέρες καθημερινή Θεία Λειτουργία υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του νεκρού.



Επί μια εβδομάδα μετά την κηδεία, συγγενείς και φίλοι πρόσφεραν κάθε απόγευμα εδέσματα στην οικογένεια του νεκρού και συνέτρωγαν μαζί τους, ως ένδειξη παρηγοριάς στο πένθος τους.



Όταν κάποιος πέθαινε μπροστά στο σπίτι του, έριχναν νερό από τα παράθυρα πάνω του, για να πλύνει τη ρομφαία του ο άγγελος που τον συνόδευε.



Θεωρούσαν κακό σημάδι εάν κατά τον ενταφιασμό κάποιου, περάσει πάνω από τον τάφο γάτα, διότι πίστευαν ότι ο νεκρός δε θα λιώσει. Για να καταλυθεί η γρουσουζιά, προσπαθούσαν να κατευθύνουν τη γάτα να περάσει από τον τάφο επτά φορές.



Επίσης, εάν κάποιος είχε στην οικογένεια του ασθενή ή γυναίκα λεχώνα, κατά την επιστροφή του από την κηδεία δεν έμπαινε απευθείας στο σπίτι, αλλά πρώτα αφού περιστρεφόταν επτά φορές γύρω από το σπίτι, έπλενε τα χέρια του έξω και κατόπιν εισερχόταν εντός.



Πηγή: pontosnews.gr



Τα έθιμα του Αγίου Γεωργίου στην Ελλάδα



Ο Άγιος Γεώργιος, αποκαλούμενος από την Ορθόδοξη Εκκλησία «Μεγαλομάρτυρας» και «Τροπαιοφόρος» είναι ένας από τους πιο αγαπημένους αγίους σε ολόκληρο των χριστιανικό κόσμο. Θεωρείται προστάτης του Πεζικού και του Στρατού Ξηράς και στην Ελλάδα είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα μας.



Ως εκ τούτου, συγκεντρώνει πολλές θαυμάσιες διηγήσεις και θρύλους, από τους οποίους ο σπουδαιότερος είναι αυτός που μιλάει για το φόνο του δράκοντα και τη σωτηρία της βασιλοπούλας. Σύμφωνα με την παράδοση, ένας δράκοντας φυλούσε το νερό μιας πηγής κοντά στη Σιλήνα της Λιβύης και το άφηνε να τρέχει μόνο όταν έβρισκε έναν άνθρωπο για να φάει. Το θύμα του οριζόταν με κλήρο από τους κατοίκους της περιοχής, προκειμένου να έχουν νερό και ολόκληροι στρατοί είχαν πολεμήσει με το τέρας, χωρίς αποτέλεσμα. Ο κλήρος έφερε και τη σειρά μιας βασιλοπούλας, την οποία έσωσε ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνοντας το δράκο. Τα ελληνικά έθιμα που αναβιώνουν στη χώρα μας στη μνήμη του Αγίου, συνδέονται συνήθως με αυτή την ιστορία, αλλά και τη σχέση του Αγίου με τον στρατό.

Το έθιμο των «πεχλιβανίδων»

Στην Ξάνθη, στο δημοτικό διαμέρισμα Ολβίου, η ημέρα του εορτασμού του Αγίου Γεωργίου είναι γεμάτη από πολιτιστικά δρώμενα. Από το μεσημέρι μια ομάδα ντόπιων, κρατώντας τα παραδοσιακά όργανα νταούλι και ζουρνά, γυρνούν στις γειτονιές του χωριού, προσκαλώντας τους κατοίκους να παρακολουθήσουν του αγώνες πάλης. Νεαροί παλαιστές από διάφορα μέρη της βόρειας Ελλάδας, οι λεγόμενοι «πεχλιβανήδες», συγκεντρώνονται σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο και παλεύουν, χωρισμένοι σε ζευγάρια. Φορώντας δερμάτινο παντελόνι, που το μαζεύουν μέχρι τα γόνατα και το δένουν σφιχτά στη μέση, παλεύουν μέχρι να ρίξουν κάτω τον αντίπαλο. Νικητής ανακηρύσσεται ο παλαιστής που θα καταφέρει να ρίξει τον άλλον, με τρόπο ώστε να ακουμπήσει την πλάτη του στο έδαφος ή αυτός που θα μπορέσει να κατεβάσει το παντελόνι του αντιπάλου του. Τα χρήματα που μαζεύονται από το κοινό, δίνονται «μπαξίσι» σε αυτόν που θα νικήσει. Το έθιμο λέγεται ότι αναπαριστά τη μάχη του Αγίου Γεωργίου με τον δράκο και ήρθε στην Ελλάδα από τους πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης.



«Δρακοκτονία»

Κάθε χρόνο στην γιορτή του Αγίου Γεωργίου, στο Νέο Σούλι Σερρών γίνεται αναπαράσταση της νίκης του Αγίου στην πάλη του με τον δράκο. Δυο μαυροφορεμένες κοπέλες οδηγούν τη βασιλοπούλα, που σύμφωνα με το μύθο είχε κληρωθεί για να θυσιαστεί από το θηρίο, στην πλατεία του χωριού. Σε μικρή απόσταση τοποθετείται ένα ομοίωμα του δράκου. Αμέσως μετά καταφθάνει ο Άγιος Γεώργιος πάνω σε ένα λευκό άλογο και με το κοντάρι του σκοτώνει τον δράκο και σώζει την βασιλοπούλα και το χωριό. Ακολουθεί γλέντι με χορό, κρασί και παραδοσιακό φαγητό.



Ιπποδρομίες

Ο Άγιος Γεώργιος είναι ένας αγαπημένος Άγιος των Λημνιών, για αυτό και τιμάται ιδιαίτερα στην Ανατολική Λήμνο. Πλήθος κόσμου συμμετέχει κάθε χρόνο στην αναβίωση του εθίμου των ιπποδρομιών, που γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα στο χωριό Καλλιόπη και έχει τις ρίζες του στην Τουρκοκρατία. Προς τιμήν του Αγίου, οι κάτοικοι του χωριού ετοιμάζουν τα άλογα τους για τον αγώνα, ενώ οι καβαλάρηδες φορούν τιμητικά ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό τους. Τη διοργάνωση αναλαμβάνει ο Αθλητικός Ιππικός Εξωραϊστικός Σύλλογος «Κέρος» Καλλιόπης, με τη συνδρομή του Δήμου Λήμνου. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στις ιπποδρομίες συμμετείχαν δυο ομάδες, μια Χριστιανών και μια μουσουλμάνων, οι οποίοι σεβάστηκαν το έθιμο. Μόνο στον πόλεμο του '40 είχε σταματήσει το έθιμο για δυο χρόνια, καθώς δεν υπήρχαν νέοι στο χωριό για να αγωνιστούν. Στις μέρες μας, οι κάτοικοι της Καλλιόπης και άλλων γειτονικών χωριών, εκτρέφουν και προπονούν άλογα, αποκλειστικά και μόνο για να λάβουν μέρος στις Ιπποδρομίες του Αγίου Γεωργίου. Ο νικητής στεφανώνεται στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και βραβεύεται με ένα συμβολικό ποσό. Αμέσως μετά ανοίγει το χορό στο πανηγύρι που διοργανώνεται στην πλατεία του χωριού.



«Πανηγυράκι»

Η Αράχωβα κάθε χρόνο, επί τρεις μέρες, γιορτάζει τον πολιούχο της Άγιο με το ξακουστό «Πανηγυράκι». Οι κάτοικοι της πόλης, κάθε ηλικίας, γιορτάζουν ντυμένοι με τις παραδοσιακές τους φορεσιές, οι άντρες φορώντας φουστανέλα και οι γυναίκες τοπικά φορέματα. Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και σε κλίμα βαθειάς συγκίνησης πραγματοποιείται η λιτανεία της εικόνας του Αγίου Γεωργίου στους δρόμους της πόλης. Κωδωνοκρουσίες και κανονιοβολισμοί γεμίζουν την ατμόσφαιρα, δημιουργώντας ένα κλίμα ευφορίας. Κατά τη διάρκεια των τριήμερων εορταστικών εκδηλώσεων, αναβιώνουν παλιά έθιμα, όπως αθλητικοί αγώνες και πάλη. Τις εντυπώσεις κλέβουν οι γέροντες, οι οποίοι αγωνίζονται στην ανάβαση του ανηφορικού δρόμου πάνω από την εκκλησία. Στο τέλος της γιορτής στρώνεται ένα μεγάλο τραπέζι στην αυλή της εκκλησίας και το γλέντι "ανάβει" με τους παραδοσιακούς ρουμελιώτικους χορούς.



Το έθιμο των μαντηλιών

Κάθε χρόνο ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου αναβιώνει στο Καστράκι Καλαμπάκας το έθιμο των μαντηλιών, με επίκεντρο το εξωκλήσι του Αη Γιώργη του Μαντηλά. Εκεί κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας στο νεότερο εξωκλήσι του αγίου που βρίσκεται στα ριζά του βράχου, στο ερειπωμένο ομώνυμο μοναστήρι, νέοι ζωσμένοι με εκατοντάδες μαντήλια – τάματα πιστών, σκαρφαλώνουν στο απότομο βράχο με τη βοήθεια σχοινιών. Σκοπός τους να κρεμάσουν τα καινούργια μαντήλια – τάματα και να πάρουν τα περσινά, τα οποία κατεβαίνοντας τα μοιράζουν ως φυλαχτό στους προσκυνητές που παρακολουθούν με δέος την ανάβαση καθώς είναι μια προσπάθεια ιδιαίτερα δύσκολη και επικίνδυνη. Το έθιμο των μαντηλιών φέρεται να ανάγεται στην εποχή της τουρκοκρατίας, όταν, όπως αναφέρει η λαϊκή παράδοση, μια Τουρκάλα προσευχήθηκε στον Άγιο να κάνει καλά τον άνδρα της, ο οποίος ενώ έκοβε ξύλα κάτω από το μοναστήρι του Αγίου, έπεσε λιπόθυμος. Ο άνδρας σηκώθηκε εντελώς καλά και η Τουρκάλα για να ευχαριστήσει τον Άγιο πρόσφερε το μαντήλι της. Από τότε η μονή ονομάστηκε Άγιος Γεώργιος Μαντηλάς.



Πηγή: newsbeast.gr /sansimera.gr







Μάϊος λαογραφία - παροιμίες- έθιμα - τραγούδια - ξόρκια











Μάϊος, Μάης, Καλομήνας, Λούλουδος, Τριανταφυλλιάς, Πράσινος, Φουσκοδέντρης, Πενταφάς, Κερασάρης.


"Μάης άβρεχτος, χρονιά ευτυχισμένη"



Ο Μάιος πήρε την ονομασία του από τη ρωμαϊκή λέξη "Μαία", όπως προφερόταν το όνομα της μητέρας του Ερμή Μαίας.


Διατηρούνται επίσης και αρκετές αρχαίες δοξασίες.



Και στην αρχαιότητα και τώρα, είναι μήνας αφιερωμένος στη λατρεία νεκρών, άρα μήνας γρουσούζης πλαισιωμένος με διάφορες προκαταλήψεις, όπως η απαγόρευση των γάμων την περίοδο αυτή.


Υπάρχουν δύο φράσεις που λέγονται με παρόμοιο νόημα: "Τον κόκκινο Μάη", που σημαίνει "ουδέποτε", και το "Ζήσε, μαύρες μου, να φας το Μάη τριφύλλι!". "Το άλογο πέθανε από πείνα στα μέσα του χειμώνα, και του έλεγαν τι θα φάει την άνοιξη"! Η παροιμία αυτή λέγεται σε περίπτωση μακρινών υποσχέσεων, όταν υπάρχουν επείγουσες άμεσες ανάγκες.



Βασισμένη στο ποιμενικό έθιμο του κουρέματος των κοπαδιών τον Μάιο, η παροιμία "Μαθημένο να τ αρνί να κουρεύεται το Μάη", δείχνει ότι κάποιος έχει πλέον συνηθίσει στις απανωτές κακοτυχίες.


Τέλος, θεωρείται κατάρα να γίνεις εργάτης αυτόν τον μήνα, διότι στα χωριά οι εργασίες ξεκινάνε το πρωί και τελειώνουν με το σούρουπο, και ο Μάιος διαθέτει ατελείωτες μέρες.



Αντίθετα, είναι ευχή να ναι κανείς μπιστικός τσοπάνης ξέγνοιαστος, και να απολαμβάνει τις ομορφιές της φύσης: "Να μουν το Μάη μπιστικός τον Αύγουστο δραγάτης"


Στην αρχαία Ελλάδα αποκαλείτο Θαργηλιών.



Ελληνικές παροιμίες για τον Μάιο:
Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, τότε τ' αμπελοχώραφα χαίρονται τα καημένα.
Απρίλης, Μάης, κοντά ειν' το θέρος.
Ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι.
Κάθου, γέρο, λίμενε (περίμενε) να φας το Μάη χορτάρι.
Καλός ο ήλιος του Μαγιού, τ' Αυγούστου το φεγγάρι.
Μάης άβρεχος, μούστος άμετρος.
Μάης άβρεχτος, χρόνια ευτυχισμένα.
Μάης πενταδείληνος και πάντα δείλι θέλει.
Μην πάρεις το Μάη άλογο, μήτε γυναίκα τη Λαμπρή. [δηλ. το Μάιο τα άλογα φαίνονται πιο γερά γιατί τρώνε περισσότερο κι έτσι ο αγοραστής μπορεί να ξεγελαστεί- επίσης οι γυναίκες τη Λαμπρή στολίζονται με τα καλά τους ρούχα και μπορεί κανείς να νομίσει ότι κάποια είναι όμορφη μόνο και μόνο επειδή είναι καλοντυμένη]
Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό.
Ο Απρίλης έχει τ' όνομα κι ο Μάης τα λουλούδια.
Ο Απρίλης με τα λούλουδα κι ο Μάης με τα ρόδα.
Ο Απρίλης ο γρίλλης, ο Μάης ο πολυψωμάς. [δηλ. το μήνα Απρίλιο οι γεωργοί έχουν λίγες αγροτικές εργασίες ενώ τον Μάιο έχουν πολλές και χρειάζονται πολλά ψωμιά για τους εργάτες]
Ο Αύγουστος πουλά κρασί κι ο Μάης πουλά σιτάρι. [δηλ. μπορείς από πριν να κρίνεις τη σοδειά και να καθορίσεις την τιμή]
Ο γάμος ο μαγιάτικος πολλά κακά αποδίδει.
Ο Μάης ρίχνει την δροσιά κι ο Απρίλης τα λουλούδια.
Ο Μάης φτιάχνει τα σπαρτά κι ο Μάης τα χαλάει.
Οντά 'πρεπε δεν έβρεχε κι ο Μάης χαλαζώνει.
Όποιος φιλάει τον Αύγουστο, τον Μάη θερίζει μόνος.
Οπού σπείρει ή δε σπείρει, το Μάη μετανοεί. [δηλ. τότε κάποιος καταλαβαίνει αν έκανε καλά που καλλιέργησε τη γη ή όχι]
Όταν πρέπει δε βροντά και το Μάη δροσολογά.
Στο κακορίζικο χωριό το Μάη ρίχνει το νερό.
Στον καταραμένο τόπο Μάη μήνα βρέχει.
Το Μάη βάζε εργάτες κι ας είναι κι ακαμάτες. [δηλ. όσο κι αν τεμπελιάζουν, θα κάνουν δουλειά γιατί είναι οι μέρες μεγάλες]
Το Μάη εγεννήθηκα και μάγια δε φοβούμαι. [πρόληψη που συνδέει την ονομασία του Μαΐου με τη λέξη μάγια- έλεγαν ότι όσοι είναι γεννημένοι το Μάη δε παθαίνουν τίποτα από μάγια]
Το Μάη με πουκάμισο, τον Αύγουστο με κάπα.
Τον Απρίλη και το Μάη κατά τόπους τα νερά.
Τον Μάη κρασί μην πίνετε κι ύπνο μην αγαπάτε.
Του καλού γεμιτζή (ναύτη) η γυναίκα το Μάη χήρεψε. [δηλ. στη θάλασσα τον Μάιο κάνει ξαφνικές και μεγάλες φουρτούνες]
Των καλών ναυτών τα ταίρια τον Απριλομά χηρεύουν.



ΕΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
Το πρωτομαγιάτικο στεφάνι
Ένα από τα πιο γνωστά έθιμα που εξακολουθεί να μας συνδέει με την παραδοσιακή Πρωτομαγιά, μια γιορτή της άνοιξης και της φύσης με πανάρχαιες ρίζες, είναι το πρωτομαγιάτικο στεφάνι. Ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς συνδέεται με την ανθρώπινη χαρά για την άνοιξη και τη βλάστηση. Απότοκο των δοξασιών αυτών είναι το μαγιάτικο στεφάνι που φτιάχνεται από διάφορα άνθη και καρπούς και κρεμιέται στην πόρτα των σπιτιών. Το μάζεμα των λουλουδιών για το πρωτομαγιάτικο στεφάνι, ενισχύει στη σημερινή εποχή τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, από την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν απομακρυνθεί λόγω του τρόπου ζωής των σύγχρονων πόλεων. Στα μέρη της Μικράς Ασίας, σε κάθε στεφάνι έβαζαν, εκτός από λουλούδια, ένα σκόρδο για τη βασκανία, ένα αγκάθι για τον εχθρό κι ένα στάχυ για την καλή σοδειά. Το μαγιάτικο στεφάνι στόλιζε τις πόρτες των σπιτιών ως του Αϊ - Γιαννιού του Θεριστή και τότε, το καίγανε στις φωτιές του αγίου. Στα Δωδεκάνησα, μαζεύουν ένα λουλούδι που το λένε "ανοιχτομάτη" και πιστεύουν πως όποιος το έχει είναι πάντα γερός και τυχερός.



Το αμίλητο νερό
Σε νησιά του Αιγαίου την Πρωτομαγιά, τα κορίτσια σηκώνονταν την αυγή και έπαιρναν μαζί τους τα λουλούδια, που είχαν μαζέψει από την παραμονή και πήγαιναν στα πηγάδια να φέρουν το «αμίλητο νερό» (αμίλητο γιατί το κουβαλούσαν χωρίς να μιλούν). Όταν το έφερναν στο σπίτι, πλένονταν όλοι με αυτό.



Η Πρωτομαγιά των αγροτών
Οι αγρότες φτιάχνουν το Μάη τους με πρασινάδες, καρπούς, σκόρδο για τη βασκανία και αγκάθι για τον εχθρό. Στις περιοχές της Σμύρνης, την παραμονή της Πρωτομαγιάς, οι αγρότες πήγαιναν στην εξοχή, για να κόψουν οτιδήποτε είχε καρπό: σιτάρι, κριθάρι, σκόρδα, κρεμμύδια, κλαδιά συκιάς με τα σύκα, κλαδιά αμυγδαλιάς με τα αμύγδαλα, κλαδιά ροδιάς με τα ρόδια. Στην Αγιάσο της Λέσβου, φτιάχνουν στεφάνια από όλα τα λουλούδια και βάζουν μέσα "δαιμοναριά", άγριο χόρτο με πλατιά φύλλα και κίτρινα λουλούδια για να δαιμονίζονται οι γαμπροί.
Στη Σέριφο, από το βράδυ της παραμονής, κρεμούν στην πόρτα ένα στεφάνι από λουλούδια τσουκνίδες, κριθάρι και σκόρδο.


Το Μαγιόξυλο
Σε χωριά της Κέρκυρας, οι κάτοικοι περιφέρουν έναν κορμό κυπαρισσιού, σκεπασμένο με κίτρινες μαργαρίτες που γύρω του έχει ένα στεφάνι με χλωρά κλαδιά. Με το μαγιόξυλο αυτό, οι νέοι εργάτες ντυμένοι με κάτασπρα παντελόνια και πουκάμισα και κόκκινα μαντήλια στο λαιμό βγαίνουν στους δρόμους, τραγουδώντας το Μάη.


Το Πήδημα της φωτιάς
Νέοι και γυναίκες μεγάλης ηλικίας μαζεύονται την παραμονή της Πρωτομαγιάς, μόλις δύσει ο ήλιος και ανάβουν φωτιές με ξερά κλαδιά που έχουν συγκεντρώσει αρκετές μέρες πριν. Όσο η φωτιά είναι αναμμένη οι γυναίκες χορεύουν κυκλικούς χορούς γύρω από τη φωτιά και τραγουδούν παραδοσιακά τραγούδια για την Πρωτομαγιά. Τα νέα παιδιά, αφού βρέξουν τα μαλλιά και τα ρούχα τους, πηδούν πάνω από τις φωτιές σαν μία συμβολική πράξη που αποσκοπεί στο να διώξει τον χειμώνα και την αρρώστια. Στην συνέχεια όλοι παίρνουν έναν δαυλό από φωτιά και την πηγαίνουν στο σπίτι τους για να φύγουν όλα τα κακά. Υπάρχουν και άλλα πολλά έθιμα της Πρωτομαγιάς που γιορτάζονται σε διάφορα μέρη της Ελλάδας: το Μαγιόπουλο, το οποίο ονομάζουν ακόμα Φουσκοδένδρι ή Ζαφείρη, γιορτάζεται στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, το έθιμο του Κλήδωνα (είδος λουλουδιού) στο δήμο Κόζιακα, το έθιμο της πιπεργιάς στην Εύβοια, τα Ξόρκια της Πρωτομαγιάς για το διώξιμο των φιδιών στην Ήπειρο, κ.λπ.



Ξόρκια Πρωτομαγιάς
Στην Ήπειρο, την παραμονή της Πρωτομαγιάς, τα παιδιά πηγαίνουν στους κήπους, χτυπώντας μαγειρικά σκεύη και λέγοντας: " Όξω ψύλλος και ποντίκι, Μες' αρνί με το κατσίκι".

Ενήλικες και παιδιά για να προστατεύονται όλο το χρόνο από τα φίδια, τη Πρωτομαγιά δεν έμπαιναν για δουλειές στα χωράφια και ευκαιρίας δοθείσας έλεγαν το ξόρκι εναντίον των φιδιών: Σήμερα Πρωτομαγιά Βγαίνουν τα φίδια απ΄ τη φωλιά Ούτε ήλιος να τα δει Ούτε μπροστά μου να φανεί



Μάγια
Δοξασίες σχετικές με τα μάγια, εξαιτίας της παρετυμολογίας του ονόματός του μήνα, συνδέονταν στην παράδοση του λαού με τον Μάιο και τη βλαπτική του ιδιότητα. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά τα ρωμαϊκά χρόνια τελούνταν γιορτές προς τιμήν των νεκρών. Ήταν ο μήνας των νεκρών και οι θνητοί δεν έπρεπε να τους προσβάλλουν. Σε πολλά μέρη δε γίνονται γάμοι το μήνα Μάιο. Παλιότερα, που η πίστη διατηρούσε στοιχεία δεισιδαιμονίας, μία από τις κουλούρες της Μεγάλης Πέμπτης φυλαγόταν στο εικονοστάσι για να καταναλωθεί την Πρωτομαγιά, για να προστατεύονται τα μέλη της οικογένειας από τα μάγια. Πολλοί πιστεύουν ακόμη και σήμερα ότι ο Μάιος είναι ο μήνας που πιάνουν τα μάγια και οι μάγισσες.
Πιστεύουν ότι τη νύχτα της Πρωτομαγιάς, μπορούν να κλέψουν τη σοδειά, όπως το γάλα των ζώων τους.





Πηγή: i-diadromi.gr















Έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα: Τα «καγκελάρια» και άλλες παραδόσεις της Ηπείρου



Του π. Ηλία Μάκου



Στα νεότερα χρόνια τα ήθη και τα έθιμα (και της Μ. Εβδομάδας και του Πάσχα) μεταβλήθηκαν και αλλοιώθηκαν. Εξασθένισαν τα ήθη, εξασθένισαν και τα έθιμα. Αυτό οφείλεται βασικά και κύρια στον τερματισμό της κλειστής ζωής της αγροτικής κοινωνίας, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος διατήρησης ηθών και δημιουργίας εθίμων.

Η αναπόληση των παλιών εθίμων από τους ηλικιωμένους και οι νοσταλγικές αναμνήσεις, γυρίζει την καρδιά τους σε χρόνια δύσκολα, αλλά στην πραγματικότητα ευτυχισμένα. Μέσα από τα έθιμα ανατρέχουμε στις ρίζες μας, ανακαλύπτουμε τη φυσιογνωμία μας, πιστοποιούμε την ταυτότητά μας, θωρακίζουμε το μέλλον μας, διασφαλίζουμε τη συνέχειά μας, εναρμονίζουμε το χθες με το σήμερα, οικοδομούμε ελπιδοφόρα το αύριο.



Έθιμα Μεγάλης Εβδομάδας

Οι προετοιμασίες για τον εορτασμό του Πάσχα στην Ήπειρο, ξεκινούσαν πριν την Μεγάλη Εβδομάδα. Σχεδόν από τις Απόκριες και μετά άρχιζαν οι έγνοιες και οι δραστηριότητες της νοικοκυράς. Το σπίτι, οι αυλές και οι δρόμοι γύρω από αυτό, έπρεπε να αστράφτουν από καθαριότητα και πάστρα. Με ξυδόνερο, αυτό ήταν το απολυμαντικό, καθάριζαν τα πάντα και ειδικά τα εικονίσματα. Μετά την καθαριότητα των χώρων, ασβεστώνονταν οι τοίχοι (εσωτερικά και εξωτερικά).

Αμφότερα τους έβαφαν με λαδομπογιές, που η μυρωδιά τους ήταν έντονη και απωθητική για πολλές ημέρες.



Το Σάββατο του Λαζάρου όχι μόνο μικρά παιδιά, αλλά και μεγάλοι κάποιες φορές, πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα του Λαζάρου, κρατώντας ένα καλάθι (σπόρτα), που ήταν στολισμένο με λουλούδια και κουδούνια και ο σπιτονοικοκύρης τους φίλευε με αυγά, κουλουράκια, αλλά και χρήματα. Το απόγευμα και με εντολή δασκάλου πολλές φορές, τα παιδιά βοηθούσαν στην ετοιμασία των βαγιών. Έδεναν με σπάγκο δεντρολίβανο και δάφνη και τα ματσάκια τα διένεμε ο παπάς στους πιστούς την Κυριακή των Βαΐων, το απόγευμα της οποίας ξεκινούσε η Μεγάλη Εβδομάδα. Στη διάρκειά της και μέχρι το Μεγάλο Σάββατο, υπήρχε η προσμονή της επιστροφής των ξενιτεμένων ανθρώπων, ενώ τα παιδιά ανέμεναν με λαχτάρα από τους νονούς τη λαμπάδα και τα καινούργια παπούτσια.



Τη Μεγάλη Πέμπτη, από το πρωί οι γυναίκες ζύμωναν τσουρέκια και έβαφαν τα αυγά. Το πρώτο βαμμένο αυγό που έβγαζαν από την κατσαρόλα, το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι και το φύλαγαν εκεί μέχρι το επόμενο Πάσχα. Το αυγό αυτό ήταν κάτι σαν φυλαχτό για το σπίτι, τα χωράφια και τα ζώα. Το αυγό της προηγούμενης χρονιάς θάβονταν στα χωράφια ή στα μαντριά, με την πεποίθηση ότι έτσι τα «γεννήματα» της γης ή των ζώων θα είναι πολλά. Τη βαφή από φυσικά υλικά, συνήθως φύλλα κρεμμυδιού και ξύδι, την κρατούσαν για 40 μέρες μετά, γιατί θεωρούσαν αμαρτία να την πετάξουν νωρίτερα.



Για το στολισμό του Επιταφίου, αν και σήμερα τα λουλούδια αγοράζονται, μικροί και μεγάλοι κατέφευγαν στους κήπους και στους αγρούς και μάζευαν μαργαρίτες, παπαρούνες και τριαντάφυλλα. Στολίστρες ήταν οι γυναίκες και μερικές από αυτές το είχαν σαν τάμα. Κατά κανόνα, εκείνες που ήταν ανύπαντρες, που δεν έκαναν παιδιά και άλλες που είχαν θέματα υγείας.





Το Πάσχα

Το βράδυ της Ανάστασης οι νοικοκυραίοι, γυρνώντας από την εκκλησία και πριν μπουν στο σπίτι, σταύρωναν την εξώπορτα με το Άγιο Φως και μετά άναβαν το καντήλι έτσι ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν το Άγιο Φως όλο το χρόνο στο σπίτι.



Πατροπαράδοτο γεύμα της Κυριακής του Πάσχα, ήταν το σουβλιστό αρνί. Όμως παραδοσιακή θεωρούταν η γάστρα, στην οποία έψηναν το πασχαλινό κρέας.

Συνήθιζαν επίσης να φτιάχνουν πολλών ειδών πίτες. Ακόμα ένα παραδοσιακό τοπικό φαγητό, ήταν η συκωταριά με σπανάκι στη γάστρα το οποίο το έτρωγαν αντί για μαγειρίτσα.



Σε πολλά χωριά, μαζεύονταν οι χωριανοί στις πλατείες ή στις αλάνες, έψηναν, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν όλοι μαζί. Ως προς το σούβλισμα, από νωρίς το χάραμα της Κυριακής του Πάσχα ξυπνούσε ο άντρας κι άναβε τη φωτιά. Κι αφού σχηματίζονταν κάρβουνα, τοποθετούνταν η σούβλα με το αρνί. Το κοκορέτσι ψηνόταν πρώτο.



Οι πασχαλινές εθιμικές και λατρευτικές εκδηλώσεις, ολοκληρώνονταν την Κυριακή του Πάσχα με τον Εσπερινό της Αγάπης. Οι κάτοικοι, ντυμένοι με τα καλά τους, πήγαιναν πάλι στην εκκλησία. Τα αγόρια, σύμφωνα με τις ενθυμήσεις ηλικιωμένου στη Θεσπρωτία, στέκονταν στο προαύλιο της εκκλησιάς και περίμεναν να διαβούν τα κορίτσια. Στα χωριά, που πολιούχος είναι ο Άγιος Γεώργιος, συνήθισαν επίσης να κάνουν γλέντια, τα οποία διαρκούσαν μέχρι την Τρίτη μέρα του Πάσχα.



Ιδιαίτερα Έθιμα

Σε χωριά της Πρέβεζας, όπως οι Παπαδάτες, αλλά και των Τζουμέρκων, ένα λαϊκό δρώμενο ήταν ο «Καγκελάρης». Αποτελούσε ένα σύνολο από δημοτικά τραγούδια, που χορεύονταν στο μεσοχώρι (στο κέντρο του χωριού), από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Παρασκευή της Διακαινησίμου αρχικά και στη συνέχεια τις τρεις πρώτες μέρες του Πάσχα και την Παρασκευή. Προβλεπόταν ιεραρχική κλίμακα για τους χορευτές: Πρώτοι οι γέροι και ακολουθούσαν οι άνδρες, οι νέοι, οι γριές, οι παντρεμένες, οι αρραβωνιασμένες, οι ελεύθερες γυναίκες, οι νέες, το κορίτσια και τα παιδιά. Οι στίχοι των τραγουδιών, τραγουδιούνταν πρώτα από τους κορυφαίους του χορού και επαναλαμβάνονταν από τους χορευτές μια ή δύο φορές, ανάλογα με τις απαιτήσεις του χορού. Εκφραζόταν ένα πλήθος από συναισθήματα για την αίσθηση του θείου, τη φύση, τη γέννηση και τη φθορά, την αγωνία, τον πόνο, την απαντοχή, την αγάπη και το θάνατο.



Στην Άρτα γινόταν το έθιμο της «φωτιάς», το οποίο χάνεται στα βάθη των αιώνων, σε ανάμνηση της πυράς που άναψε έξω από το κυβερνείο του πόντιου Πιλάτου όταν συνέλαβαν τον Ιησού περιμένοντας την απόφαση για την τύχη του το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης. Οι νέοι έφερναν ξύλα στο προαύλιο του ναού, τα έστηναν σε σχήμα κώνου και το βράδυ άναβαν φωτιά αμέσως μετά τη ακολουθία της Σταύρωσης. Εξάλλου το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου έφτιαχναν με ρούχα το ομοίωμα του Ιούδα, το κρεμούσαν σε κρεμάλα και το βράδυ στην Ανάσταση καίγανε το ομοίωμα.



Στο χωριό Γηρομέρι Φιλιατών, αναβιώνει έως τώρα, τη Δευτέρα του Πάσχα, ένα μοναδικό ταφικό έθιμο, που έχει ρίζες στις αρχές του 18ου αιώνα. Αμέσως μετά τη θεία λειτουργία στον κοιμητηριακό ναό της Αγίας Παρασκευής, κάτοικοι και συγγενείς νεκρών, κάνουν «τρισάγιο» με οργανοπαίχτες πάνω από τους τάφους. Οι συγγενείς του νεκρού, παραγγέλνουν το αγαπημένο τραγούδι του όσο ήταν στη ζωή, για να ακουστεί πάνω από τον τάφο του. Έτσι σπάει η νεκρική σιγή και απλώνεται η χαρά της Λαμπρής, ως πρόγευση της ανάστασης των νεκρών.



Πηγή: ekklisiaonline.gr





Πασχαλινά έθιμα στις Κυκλάδες



Το Πάσχα στην Ελλάδα εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο της Εαρινής Ισημερίας και θεωρείται η μεγαλύτερη και πλουσιότερη σε λαογραφικές εκδηλώσεις χριστιανική γιορτή.



Στις Κυκλάδες, το Πάσχα αναβιώνουν πατροπαράδοτα ήθη, έθιμα και παραδόσεις. Τα Πάθη και η Ανάσταση του Χριστού γιορτάζονται με ξεχωριστή λαμπρότητα και κατάνυξη σε κάθε κυκλαδονήσι.










Στην Αμοργό το Σάββατο του Λαζάρου οι νοικοκυρές πλάθουν κουλουράκια σε ανθρωπόμορφα σχήματα τα «λαζαράκια» ή «κουκλάκια». Η Μεγάλη Εβδομάδα ξεκινά με το παραδοσιακό άσπρισμα των σπιτιών και των δρόμων. Τη Μεγάλη Παρασκευή προσφέρονται ψωμί, ελιές και νηστίσιμα γλυκά και κατά την περιφορά του Επιταφίου οι γυναίκες ραίνουν την πομπή με αρώματα. Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, οι νέοι συγκεντρώνονται στα προαύλια των εκκλησιών και συμμετέχουν σε ομαδικά παραδοσιακά παιχνίδια.



Στην Ανάφη, το απόγευμα του Μ. Σαββάτου σε όλο το χωριό είναι διάχυτη η μυρωδιά του ξύλου (αμπελόκλαδα) που καίγεται επί πολύ ώρα για να προετοιμάσει το «φουρνί» να δεχτεί το κατσικάκι σε ταψί με αναφιώτικο τυρί, σκεπασμένο καλά με αλουμινόχαρτο. Η πόρτα του «φουρνιού» σφραγίζεται με λάσπη καθώς και η καπνοδόχος, για να μην περάσει αέρας και καεί το κρέας. Επίσης ξεχωρίζουν το κίτρινο ψωμί ή αλλιώς τυρόπιτα καθώς και τα μελιτερά (με φρέσκια μυζήθρα).



Στην Άνδρο το βράδυ της Ανάστασης οι νέοι τοποθετούν σιδερένιους σωλήνες στο χώμα, τους γεμίζουν με μπαρούτι και τους πυροδοτούν. Την ημέρα της Ανάστασης τρώνε τον παραδοσιακό «λαμπριάτη», ψητό αρνί ή κατσίκι στο φούρνο, γεμιστό με λαχανικά. Στην Παλαιόπολη, στο Κόρθι και σε άλλα χωριά, το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα παίζουν στο δρόμο τα «τσούνια», παραδοσιακό παιχνίδι που μοιάζει με το μπόουλινγκ.



Στην Ηρακλειά, την παραμονή του Πάσχα οι νοικοκυρές ετοιμάζουν μαγειρίτσα και μελιτίνια, γλυκίσματα που φτιάχνονται από φρέσκια ντόπια κατσικίσια μυζήθρα. Το απόγευμα προετοιμάζουν το παραδοσιακό γεμιστό κατσίκι με ρύζι και συκωταριά το οποίο σιγοψήνεται στο ξυλόφουρνο μέχρι το τέλος της Αναστάσιμης ακολουθίας. Την ημέρα του Πάσχα, οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στις αυλές των σπιτιών, ψήνουν αρνιά και διασκεδάζουν με παραδοσιακά τραγούδια και χορό μέχρι την αυγή.



Στην Ίο, το Σάββατο του Λαζάρου οι κάτοικοι φτιάχνουν τα «λαζαράκια», σταφιδόψωμα σε ανθρωπόμορφα σχήματα. Την Μεγάλη Παρασκευή, μετά την Αποκαθήλωση, οι νέοι του νησιού παίζουν τις «μπάλες», ένα παιχνίδι με μικρές σιδερένιες κόκκινες και πράσινες μπάλες. Κατά την Περιφορά των Επιταφίων των δύο Ενοριών του νησιού, τα Εγκώμια ψάλλονται από χορωδίες γυναικών και κοριτσιών. Την εβδομάδα μετά το Πάσχα, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ίου «Η Φοινίκη» αναβιώνει το έθιμο της «κούνιας».



Στα Κουφονήσια, τη Μεγάλη Πέμπτη, μετά το τέλος της ακολουθίας των Παθών, οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στην εκκλησία και στολίζουν τον Επιτάφιο με άνθη. Μια κυρία ψάλλει το μοιρολόι της Παναγίας και οι γυναίκες παραμένουν στην εκκλησία κοντά στον Επιτάφιο μέχρι το πρωί. Τη Μεγάλη Παρασκευή το λιμάνι φωταγωγείται από άκρη σε άκρη με δάδες και γίνεται η περιφορά του Επιταφίου. Ανήμερα του Πάσχα, οι κάτοικοι γεύονται κατσίκι γεμιστό με ρύζι στον φούρνο, το παραδοσιακό φαγητό της ημέρας. Την επόμενη εορτάζεται ο πολιούχος Άγιος Γεώργιος με λειτουργία και λιτάνευση της εικόνας η οποία συνοδεύεται από ψαροκάικα που παραπλέουν της πομπής. Κατόπιν γίνεται πανηγύρι, προσφορά του «πανηγυρά» ο οποίος μετά από κλήρωση διοργανώνει τη γιορτή με δωρεάν προσφορά φαγητών και ποτών.



Στη Κύθνο, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου γίνεται το «συχώριο»: για την ανάπαυση των ψυχών των συγγενών τους οι πιστοί φέρνουν στην εκκλησία κρέας ψητό, κρασί και ψωμί τα οποία έχει ευλογήσει ("διαβάσει") ο παπάς και τα προσφέρουν στους παρευρισκόμενους. Χαρακτηριστικό έθιμο του νησιού είναι αυτό της "Κούνιας". Την Κυριακή του Πάσχα, στην πλατεία του νησιού, στήνεται μία κούνια στην οποία αιωρούνται αγόρια και κορίτσια ντυμένα με παραδοσιακές στολές με απώτερο σκοπό την υπόσχεση γάμου.



Στη Μήλο, στο χωριό Πλάκες, το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται η αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης του Χριστού. Την Κυριακή του Πάσχα πραγματοποιείται το «κάψιμο του Ιούδα», έθιμο που έχει τις ρίζες του στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Την ίδια μέρα λαμβάνει χώρα το έθιμο του «μπαρουτιού» στις αυλές των εκκλησιών του Αγίου Σπυρίδωνα (Τριοβάσαλος) και του Αγίου Γεώργιου (Πέρα Τριοβασάλος).



Στη Μύκονο, οι γυναίκες ασπρίζουν τα σπίτια και πλάθουν τα «Λαζαράκια» ψωμάκια σε σχήμα ανθρώπων. Τη Μεγάλη Παρασκευή γίνεται η περιφορά του Επιταφίου στο Ματογιάννι και το Μεγάλο Σάββατο η Ανάσταση στο μικρό μοναστήρι του Παλαιοκάστρου στην ‘Ανω Μερά και στη Μητρόπολη της Αλευκάντρας. Την ημέρα του Πάσχα οι κάτοικοι διασκεδάζουν στα σπίτια τους και το απόγευμα στη πλατεία του νησιού καίνε τον «Ιούδα». Σειρές με υπαίθριες σούβλες στήνονται στο Γιαλό και στην Άνω Μερά.



Στη Νάξο, το Πάσχα γιορτάζεται σε όλα τα μοναστήρια και τις εκκλησιές του νησιού με θρησκευτική κατάνυξη. Την Μεγάλη Παρασκευή οι κοπέλες καθαρίζουν τις εκκλησιές, στολίζουν τον Επιτάφιο και μετά ακολουθεί η περιφορά. Στο πασχαλινό τραπέζι ξεχωρίζει το παραδοσιακό «μπατούδο», κατσικάκι γεμιστό με εντόσθια, λαχανικά, ρύζι, αυγά και τυρί ψημένο στο φούρνο.



Στην Πάρο, στη Μάρπησσα η περιφορά του Επιταφίου συγκεντρώνει το ενδιαφέρον όλων των επισκεπτών του νησιού. Πλήθος κόσμου, ψάλλοντας τα Εγκώμια του Επιταφίου, ακολουθεί την περιφορά στα γραφικά δρομάκια του χωριού. Στη διαδρομή αυτή, μπορεί κανείς να θαυμάσει τις «Αναπαραστάσεις» από τα Πάθη του Χριστού, όπου μικροί και μεγάλοι ντυμένοι Ρωμαίοι στρατιώτες ή μαθητές του Χριστού, αναπαριστάνουν εκπληκτικά σκηνές από την είσοδο στα Ιεροσόλυμα, το Μυστικό Δείπνο, την προσευχή στο Όρος των Ελαιών, το Μαρτύριο της Σταύρωσης και την Ανάσταση. Η Ανάσταση γιορτάζεται με κοδονοκρουσίες και πλήθος πυροτεχνημάτων και βεγγαλικών. Το μεσημέρι, στο γήπεδο της Μάρπησσας, διοργανώνεται το Τραπέζι της Αγάπης με τον παραδοσιακό οβελία και νησιώτικο γλέντι.



Στη Σαντορίνη, το Σάββατο του Λαζάρου, στις πλατείες των χωριών οι κάτοικοι στήνουν τον Λάζαρο, έναν πελώριο ξύλινο σταυρό τυλιγμένο με αλισμαρί και λουλούδια. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής οι κοπέλες των χωριών στολίζουν τον Επιτάφιο με λουλούδια. Στην Οία, όλες οι Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας γίνονται στην Παναγία την Πλατσανή, την εκκλησία της πλατείας. Στο χωρίο Πύργος μετά την Αποκαθήλωση βγαίνει το «Τάνταλο» στους δρόμους του χωριού για να αναγγείλει το γεγονός και οι καμπάνες ηχούν πένθιμα. Η περιφορά του Επιταφίου στον Πύργο σημαίνεται από μικρές φωτιές σε λυχναράκια. Οι γυναίκες από τις αυλές των σπιτιών ραίνουν την πομπή του Επιταφίου με ροδόνερο. Το Μεγάλο Σάββατο μετά την Ανάσταση όλοι, με μια κουτσούνα και ένα κόκκινο αυγό, πάνε στα σπίτια τους για να φάνε τα «σγαρδούμια». Την Κυριακή του Πάσχα σε αρκετά χωριά του νησιού γίνεται το λαϊκό δικαστήριο του «Οβραίου» (πάνινο ομοίωμα ανθρώπου) ο οποίος καταδικάζεται σε θάνατο, κρεμιέται και καίγεται από τους κατοίκους με αυτοσχέδια δυναμιτάκια και βαρελότα. Στο Εμπορείο οι κάτοικοι βγαίνουν στους δρόμους χτυπώντας μεταλλικά αντικείμενα, ώστε να ξορκίσουν το «κακό».



Στη Σέριφο, το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ όλες οι οικογένειες πηγαίνουν στην εκκλησία με ένα καλαθάκι μέσα στο οποίο τοποθετούν τυρί, κουλούρια και τόσα κόκκινα αυγά όσα τα μέλη της οικογένειας. Μετά τα τέλος της λειτουργίας οι πιστοί μεταφέρουν το αναστάσιμο φως με λαμπάδες ή λιχνοφάναρα και επιστρέφουν στο σπίτι τους όπου με τη φλόγα σχηματίζουν έναν σταυρό στο ανώφλι της πόρτας. Κατόπιν τσουγκρίσουν τα κόκκινα αυγά τρώγοντας ο καθένας από ένα, τελειώνοντας έτσι τη νηστεία. Το Μεγάλο Σάββατο, μετά την Ανάσταση, φτιάχνουν ένα ομοίωμα του Ιούδα το οποίο καίνε συμβολικά.



Στη Σίφνο υπάρχει το έθιμο του αναστάσιμου «χαιρετισμού» που διαρκεί σαράντα ημέρες. Την Μεγάλη Πέμπτη οι νοικοκυρές ετοιμάζουν τα παραδοσιακά «πουλιά της Λαμπρής» (πασχαλινές κουλούρες σε διάφορα σχήματα ζώων και πουλιών) στολισμένα με κόκκινα αυγά. Κατά την εσπερινή ακολουθία, όταν ο παπάς διαβάσει το Έκτο Ευαγγέλιο, οι νέοι και οι νέες φεύγουν από την εκκλησία για να ανάψουν τα καντήλια των ξωκλησιών. Επιστρέφουν αργότερα για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Το Μεγάλο Σάββατο και η Δεύτερη Ανάσταση, την Κυριακή του Πάσχα, είναι ιδιαίτερα κατανυκτικές στην Μονή της Παναγίας της Βρυσιανής, στην Παναγία την Κόχη στον Αρτεμώνα και σε άλλες εκκλησίες και ξωκλήσια του νησιού. Το πασχαλιάτικο αρνί στη Σίφνο ψήνεται στο «μαστέλο» (πήλινο δοχείο) με άνηθο και ντόπιο κόκκινο κρασί. Στο εορταστικό τραπέζι θα βρούμε επίσης τη σπιτική ξινομυζήθρα και τη μελόπιτα, ένα τοπικό γλύκισμα από μέλι, μυζήθρα και αυγά. Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα στην κεντρική πλατεία της Απολλωνίας οργανώνεται από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Σίφνου το κάψιμο του Ιούδα. Σε ορισμένα χωριά γίνονται «τα τσούνια», ένα παιχνίδι ανά ζεύγη όπου με μια ξύλινη μπάλα οι παίκτες επιχειρούν να ρίξουν κάτω τα εννιά ξύλινα «τσούνια».



Στη Σύρο, οι δύο Θρησκευτικές κοινότητες του νησιού, η Ορθόδοξη και η Καθολική, γιορτάζουν μαζί το Πάσχα. Στην Άνω Σύρο οι Επιτάφιοι των Καθολικών ξεκινούν από τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Στην Ερμούπολη ο επιτάφιος των Καθολικών ξεκινάει από τον ενοριακό Ναό της Ευαγγελίστριας, οι επιτάφιοι των Ορθοδόξων από τις ενορίες Αγίου Νικολάου, Κοιμήσεως και Μεταμορφώσεως, περιφέρονται και συναντώνται στην Πλατεία Μιαούλη, όπου γίνεται δέηση. Κατά την περιφορά των ορθόδοξων Επιταφίων ακολουθούν τη λιτανεία πιστοί με κοντάρια όπου βρίσκονται κρεμασμένα χιτώνας, σφουγγάρι και ζάρια, συμβολίζοντας τα πάθη του Χριστού. Στην ορθόδοξη εκκλησία της Ανάστασης, στο λόφο Βροντάδο της Ερμούπολης, η Πρώτη Ανάσταση, το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, συνοδεύεται από ηχηρά χτυπήματα των στασιδιών. Μετά τη λειτουργία της Ανάστασης, οι Καθολικοί κάνουν την περιφορά του αγάλματος του Ιησού τοποθετημένου σε χρυσό ανοικτό κουβούκλιο καλυμμένο με βιολέτες, λεμονανθούς και πασχαλιές και ακολουθούν τα πολύχρωμα λάβαρα των διαφόρων αδελφοτήτων.



Στη Σχοινούσα, την ημέρα του Πάσχα όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώνονται στην κεντρική πλατεία και παίζουν «μπίλιους», παραδοσιακό παιχνίδι παρόμοιο του «μπόουλινγκ».



Στην Τήνο, στο Σκλαβοχώρι η περιφορά του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή είναι απλή και κατανυκτική. Την ίδια μέρα, στη Χώρα, οι περιφορές των Επιταφίων συγκλίνουν στη μαρμάρινη εξέδρα της παραλίας. Ο Επιτάφιος της Ενορίας του Αγίου Νεκταρίου καταλήγει μέσα στη θάλασσα, στη περιοχή Καλάμια στα Κιόνια! Τη Δευτέρα του Πάσχα στο χωριό Κτικάδο αναβιώνει το παλιό έθιμο «Τραπέζι της Αγάπης», ένα γιορταστικό τραπέζι με πασχαλινά εδέσματα. Τη Πέμπτη του Πάσχα στο χωριό Βώλακα (Βωλάξ), στο καθολικό ξωκλήσι της Παναγίας Καλαμάν, μετά την θεία λειτουργία, γίνεται λαμπρό πανηγύρι με μουσική και πασχαλινούς μεζέδες.



Στη Φολέγανδρο, το Μεγάλο Σάββατο όλα τα σπίτια είναι ανοικτά για να δεχτούν την ευλογία της εικόνας της Παναγιάς της οποίας η περιφορά διαρκεί τρεις μέρες και ξεκινάει την Κυριακή του Πάσχα από τη Χώρα και τα στενά του Κάστρου με ομοβροντίες βεγγαλικών. Τη δεύτερη ημέρα η εικόνα περνάει από την Άνω Μεριά και τις αγροικίες, ενώ την τρίτη μέρα κατευθύνεται στον Πετούση και στο Λιβάδι για να καταλήξει στον Καραβοστάση όπου ο ιερέας ευλογεί τα σπίτια και όλα τα σκάφη που βρίσκονται στο λιμάνι. Το βράδυ η εικόνα επιστρέφει στο μοναστήρι της Παναγίας όπου παραμένει μέχρι το επόμενο Πάσχα.



Πηγή: e-kyklades.gr













Ήθη και έθιμα του Πάσχα στη Θεσσαλία



Η άνοιξη έχει μπει για τα καλά και τα λουλούδια επιδεικνύουν την πολύχρωμη φορεσιά τους. Σιγά-σιγά η πλάση ετοιμάζεται και για τον εορτασμό της Ανάστασης του Θεανθρώπου. Η μεγάλη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης γιορτάζεται ποικιλοτρόπως σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.



Ακολουθεί αναφορά στον θεσσαλικό τρόπο εορτασμού του Πάσχα μέσα από έθιμα και παραδόσεις.



Ξεκινώντας από το Σάββατο του Λαζάρου, ένα γνωστό έθιμο στην ευρύτερη περιοχή είναι οι «Λαζαρίνες». Το έθιμο αυτό συνδέεται τόσο με την άνοιξη και την αναγέννηση της φύσης, όσο και με την ανάσταση του Λαζάρου. Την παραμονή της γιορτής, γυναίκες με παραδοσιακές φορεσιές ξεχύνονταν στα περίχωρα για να συλλέξουν μυρωδάτα άνθη. Με αυτά στόλιζαν μικρά πανέρια και κοφίνια που συμπλήρωναν την αμφίεση τους. Έπειτα, με αφετηρία την πλατεία, κατευθύνονταν στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας του εκάστοτε χωριού κι έπαιρναν την Βάια. Όλες μαζί πιασμένες χόρευαν, τραγουδώντας παραδοσιακά άσματα με θρησκευτικές αναφορές. Γυρνώντας στα σπίτια του χωριού, έψελναν τα κάλαντα του Λαζάρου και οι νοικοκυραίοι τις φίλευαν με ό,τι είχαν ευχαρίστηση, συνήθως φρούτα και γλυκίσματα.



Την Κυριακή των Βαΐων, άρχιζαν οι αγρυπνίες, τις οποίες οι Καραγκούνηδες, οι ντόπιοι του κάμπου, παρακολουθούσαν με μεγάλη κατάνυξη ενώ όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα πενθούσαν με ευσέβεια.



Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, οι γυναίκες με τα παιδιά στόλιζαν τον Επιτάφιο φορώντας πένθιμα ρούχα, κυρίως μωβ ποδιές. Έμεναν όλο το βράδυ στην εκκλησία συντροφεύοντας τον Υιό του Θεού και ψάλλοντας λυπητερά άσματα.



Η Μεγάλη Παρασκευή αποτελούσε αγκάθι στη ψυχή του ευσεβούς πιστού. Κανένας δεν εργαζόταν εκείνη την μέρα: ούτε οι άνδρες στα κτήματα ή στα ζώα αλλά ούτε και οι γυναίκες στο νοικοκυριό. Μονάχα πενθούσαν. Αργότερα, κρατώντας πολύχρωμα λουλούδια στα χέρια τους, επισκέπτονταν τον Επιτάφιο και ασπάζονταν τον Εσταυρωμένο με βαθιά συγκίνηση. Τα μικρά παιδιά περνούσαν τρεις φορές κάτω από τον Επιτάφιο για να έχουν την ευλογία του Ιησού Χριστού.

Με αδημονία περίμεναν το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής οπότε και ψάλλονταν τα «Εγκώμια». Στην εκκλησία, οι Καραγκούνηδες κρατούσαν χειροποίητες κηροκουλούρες και όταν τελείωνε η ακολουθία τέσσερις νέοι έπαιρναν στους ώμους τους το κουβούκλιο με τον Επιτάφιο για την περιφορά του, υπό τον πένθιμο ήχο της καμπάνας. Στο τέλος της περιφοράς, στη νότια πύλη του ναού, όλοι περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο για να έχουν τη χάρη του Εσταυρωμένου.



Το Μεγάλο Σάββατο, νωρίς το πρωί, οι πρεσβύτεροι και τα μικρά παιδιά πήγαιναν στην εκκλησία για να μεταλάβουν, ενώ οι γυναίκες κουβαλούσαν φρέσκο νερό από τις βρύσες για ευτυχία, μακριά από τα κακά πνεύματα. Συνήθιζαν ακόμα να πηγαίνουν δώρα στους κουμπάρους με αφορμή τον εορτασμό της Λαμπρής. Αξίζει να σημειωθεί πως η εκκλησία και οι εύπορες οικογένειες έδειχναν την αλληλεγγύη εμπράκτως εκείνες τις ημέρες και πρόσφεραν στους άπορους κρέας, αυγά και γαλακτοκομικά.



Η Λαμπρή για τους απλούς ανθρώπους της Θεσσαλίας είχε πολλές εκφάνσεις. Ήταν η χαρά της ζωής και η σηματοδότηση της επικράτησης του καλού έναντι του κακού και ήταν μέρα διασκέδασης και χαράς. Τα σπίτια είχαν ήδη ασβεστωθεί, οι επίσημες φορεσιές είχαν ήδη πλυθεί και όλη η οικογένεια αδημονούσε για το λαμπριάτικο χτύπο της καμπάνας γύρω στις τρεις το ξημέρωμα. Όλες οι οικογένειες παρευρίσκονταν στη Θεία Λειτουργία ανελλιπώς. Οι άνδρες στο άκουσμα του «Δεύτε λάβετε φως» έσπευδαν για το ποιος θα πάρει πρώτος το Άγιο Φως διότι θεωρούσαν ότι θα έφερνε καλό στην υπόλοιπη οικογένεια. Με αυτή τη φλόγα έκαιγαν και την ουρά των ζώων για να μην τα πιάσει ο οίστρος. Η κίνηση αυτή δείχνει ξεκάθαρα τη σημασία που είχε για την επιβίωση τους η υγεία των ζώων και την αγωνία του απλού ανθρώπου να εξασφαλίσει εξαγνισμό της όποιας αντίθετης κατάστασης. Ακολούθως έψηναν τον οβελία τους και έριχναν τουφεκιές στον αέρα. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας παρακολουθούσαν την ακολουθία της «Αγάπης» όλοι μαζί και έπειτα διασκέδαζαν με άφθονο χορό και τραγούδι, μακριά από έγνοιες και βάσανα.



Ένα άλλο χαρακτηριστικό έθιμο, είναι τα λεγόμενα «Πασχαλόγιορτα». Την Τρίτη ημέρα του Πάσχα, άνδρες και γυναίκες πιασμένοι σε δύο σειρές χόρευαν και τραγουδούσαν χωρίς μουσική και με χορωδιακό τρόπο: Κάθε στίχος τραγουδιέται από τις γυναίκες και ακολούθως επαναλαμβάνεται από τους άνδρες. Στους επισκέπτες προσφέρονταν πασχαλινά ντόπια εδέσματα, όπως κόκκινα αυγά, τσουρέκι και κουλουράκια. Ακολουθούσε τρικούβερτο γλέντι με συνοδεία ζωντανής μουσικής.



Τέλος, σημαντικός σταθμός μετά το Πάσχα, είναι η γιορτή του Αη Γιώργη. Στις περιοχές όπου υπήρχε εκκλησία αφιερωμένη στη μνήμη του Αγίου, τελούνταν το έθιμο του «Αη Γιώργη του Μαντηλά». Νέοι του τόπου, ζωσμένοι στη μέση με μαντήλια, που αποτελούσαν τάματα των πιστών, σκαρφάλωναν σε κάποιον βράχο εκεί κοντά με τριχιές, με σκοπό να κρεμάσουν τα καινούργια και να πάρουν τα περσινά, τα οποία κατεβαίνοντας τα μοίραζαν ως φυλαχτό στους προσκυνητές. Υπάρχουν πολλές εκδοχές για την προέλευση αυτού το εθίμου, με την επικρατέστερη να θεωρεί ότι έχει τις ρίζες του στη Τουρκοκρατία.



Τα παραπάνω αποτελούν τα βασικότερα ήθη κι έθιμα που συναντούσε κανείς στον Θεσσαλικό κάμπο κατά τον εορτασμό του Πάσχα. Σε ορισμένες περιοχές, κάθε χρόνο τελείται αναβίωσή τους για να μαθαίνουν οι νεότεροι και να κρατιέται ζωντανή η σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν. Υπάρχει μια σημαντική διαφορά: Οι τότε πληθυσμοί βίωναν όλα αυτά τα έθιμα ως το μεδούλι τους, σαν ένα αναπόσπαστο τμήμα της ζωής τους και δεν νοούνταν να παραληφθεί η τέλεση κανενός από αυτά· σήμερα τα έθιμα έχουν την χροιά της τυπικής αναπαράστασης κι όχι της πραγματικής βίωσης.



Κλείνω με τα λόγια του Αμερικανού συγγραφέα Henry James:

«Χρειάζεται μια τεράστια ποσότητα Ιστορίας για να δημιουργηθεί έστω και μια μικρή ποσότητα Παράδοσης.»



Καλό Πάσχα σε όλους!

(Πρώτη δημοσίευση στο schooltime.gr – Απρίλιος 2017)

Παναγιώτα Κόττα
Φιλόλογος



Πηγή: schooltime.gr



















Τα έθιμα του Πάσχα στα Δωδεκάνησα



Ιδιαίτερα και ξεχωριστά, με διαφορετικά έθιμα σε κάθε νησί που τηρούνται «ευλαβικά» και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, εορτάζεται το Πάσχα στα Δωδεκάνησα.



Στη Ρόδο το Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν τον «Λάζαρο». Στα παλιά τα χρόνια, αυτήν την ημέρα, κανένας γεωργός δεν πήγαινε στο χωράφι του να εργαστεί, γιατί πίστευαν, πως ό,τι έπιαναν θα μαραινόταν. Επιτρεπόταν μόνο η συγκέντρωση ξερών κλαδιών για το άναμμα των φούρνων τη Μεγάλη Εβδομάδα για το ψήσιμο των κουλουριών. Την Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ οι κάτοικοι ανάβουν τον καλαφουνό. Πρόκειται για μια μεγάλη φωτιά που συμβολίζει το κάψιμο του Ιούδα και η οποία πρέπει να παραμείνει αναμμένη έως την Κυριακή του Πάσχα. Το Μεγάλο Σάββατο οι νεότεροι άνδρες του χωριού μαζεύουν ξύλα από το δάσος και ανάβουν φωτιά έξω από την εκκλησία. Σε αυτήν, μικροί και μεγάλοι πετάνε το Μάρτη και κάνουν από μια ευχή.

Μια σημαντική διαφορά, σε σχέση με τις περισσότερες περιοχές της χώρας, είναι ότι στα Δωδεκάνησα την ημέρα του Πάσχα δεν περιλαμβάνεται στο μενού ο οβελίας, τα κοκορέτσια και τα συναφή εδέσματα. Το τραπέζι της Ανάστασης περιλαμβάνει την παραδοσιακή μαγειρίτσα (το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά το Χριστός Ανέστη) και την Κυριακή μεσημέρι τον «Λαμπριάτη» που είναι αρνί ή κατσίκι στο φούρνο γεμιστό με ρύζι και εντόσθια, που στα χωριά της Ρόδου ονομάζεται «καππαμάς».



Στην Πάτμο, η Μεγάλη Εβδομάδα αποτελεί μία μοναδική εμπειρία. Το έθιμο που κάνει το Πάσχα στην Πάτμο ξεχωριστό, είναι η τελετή του Νιπτήρα, το πρωί της Μ. Πέμπτης, το οποίο αποτελεί την αναπαράσταση του Μυστικού Δείπνου: ο ηγούμενος, όπως ακριβώς ο Ιησούς, πλένει τα πόδια δώδεκα μοναχών που κάθονται γύρω από τη μεγάλη εξέδρα, όπως οι μαθητές στο Μυστικό Δείπνο. Τη Μεγάλη Παρασκευή γίνεται η αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης στη Μονή του Αγίου Ιωάννη και το ίδιο βράδυ όλοι οι επιτάφιοι συναντιούνται στις πλατείες της Σκάλας και της Χώρας. Η Ανάσταση γίνεται επίσης στο μοναστήρι και ανήμερα του Πάσχα, διαβάζεται το Ευαγγέλιο σε επτά γλώσσες.



Εντυπωσιακή είναι η Ανάσταση στο νησί της Καλύμνου, με τους αυτοσχέδιους δυναμίτες που ρίχνονται και οι οποίοι ταρακουνούν στην κυριολεξία το νησί.



Στο νησί της Αστυπάλαιας, από τα χαρακτηριστικά του Πάσχα, είναι η παρασκευή των γαλατοκούλουρων με κατσικίσιο γάλα, ζάχαρη, κανέλλα και το περίφημο ντόπιο σαφράν, ενώ φτιάχνουν επίσης λαμπρόπιτες, που και αυτές περιέχουν σαφράν.



Στη Λέρο, ένα από τα παλαιά έθιμα που υπάρχουν είναι, οι κάτοικοι του νησιού, τα ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής να επισκέπτονται τα νεκροταφεία του νησιού και να φροντίζουν τους τάφους των συγγενών τους ενώ την παραμονή του Μεγάλου Κανόνα πραγματοποιείται στο νησί το έθιμο των «κλημάτων» όπου οι κάτοικοι υπό τον συντονισμό της εκκλησίας συγκεντρώνουν δεμάτια από κλήματα τα οποία τα καίνε φτιάχνοντας καρβουνάκια για τα θυμιατά.



Στην Κάρπαθο τα πασχαλινά έθιμα ξεχωρίζουν στον Όλυμπο, όπου οι κάτοικοι ακολουθούν παραδόσεις πένθους και θρήνου στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, αλλά και λαμπρού εορτασμού, που κορυφώνεται τη Λαμπρή Τρίτη. Αποχωρίζονται τις παραδοσιακές πολύχρωμες στολές τους μόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα, όταν τις αντικαθιστούν με μια «πένθιμη» ενδυμασία. Μετά το συγκινητικό Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής, οι γυναίκες ετοιμάζουν το Μεγάλο Σάββατο, το λαμπριάτικο οφτό για την επόμενη μέρα, δηλαδή κατσικάκι ή αρνί με γέμιση, κυρίως από ρύζι. Τη Δευτέρα του Πάσχα οι γυναίκες πηγαίνουν στους φούρνους, για να φουρνίσουν πασχαλινές πίτες με μυζήθρα και μπαχαρικά και στη συνέχεια στο νεκροταφείο για να ασπρίσουν και να στολίσουν με λουλούδια τους τάφους. Οι Ολυμπίτες στολίζουν τη Λαμπρή Τρίτη τις εικόνες της εκκλησίας με χρωματιστές μαντίλες και τις κουβαλάνε στα χέρια, οδεύοντας ξανά προς το νεκροταφείο.



Στην Κω, ενώ οι μεγάλοι ασχολούνται με τις πασχαλινές δουλειές και τον εκκλησιασμό, τα παιδιά προετοιμάζονται για την Ανάσταση. Παίρνουν μεγάλα κλειδιά από εκείνα που είχαν οι παλιές κλειδαριές, δένουν με ένα σχοινί το κλειδί με μπαρούτι και βάζουν το καρφί στην τρύπα του κλειδιού. Tο βράδυ της Ανάστασης, το χτυπούν δυνατά στον τοίχο για να εκπυρσοκροτήσει. Άλλοι κόβουν μακριές λωρίδες χαρτιού, βάζουν στην άκρη της κάθε λωρίδας μπαρούτι και ένα φιτίλι, την τυλίγουν τριγωνικά, ώστε να προεξέχει το φυτίλι που το ανάβουν και από την ώρα που ο παπάς λέει το «Χριστός Ανέστη». Το πρωί του Μ. Σαββάτου, η εκκλησία στρώνεται με μικρά μοβ μυρωμένα λουλούδια του βουνού που λέγονται λαμπρές. Οι νοικοκυρές φτιάχνουν τις λαμπρόπιττες και το γεμιστό αρνί.



Στο νησί της Κάσου ξεχωρίζουν από τα φαγητά τα κασιώτικα ντολμαδάκια που αποτελούν τοπική σπεσιαλιτέ, τα οποία παρασκευάζουν κατά χιλιάδες(!) οι γυναίκες του νησιού, ενώ από τα πιο χαρακτηριστικά πανηγύρια είναι αυτό του Αϊ Γιώργη στις Χαδιές, την Τρίτη μετά το Πάσχα στο οποίο συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι του νησιού.



Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ - in.gr









Σάββατο του Λαζάρου: Κάλαντα – έθιμα Λαζαρίνες και «λαζαράκια»







Το Σάββατο του Λαζάρου, το έχει περιβάλει ο λαός μας με όμορφα έθιμα.



Εξ αυτών, τα κάλαντα τραγουδούν μόνο κορίτσια, οι λεγόμενες «Λαζαρίνες». Από την προηγούμενη ημέρα έχουν συλλέξει άνθη και με αυτά έχουν στολίσει καλαθάκια με τα οποία γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν.



Το Σάββατο του Λαζάρου θεωρείται μέρα του θανάτου και της ζωής. Σε κάποια χωριά μάλιστα οι αγρότες δεν μαζεύουν τη σοδιά τους γιατί φοβούνται ότι οι καρποί της γης φέρουν τον θάνατο μέσα τους.


O Λάζαρος είναι μια μορφή που εμπνέει σεβασμό στον ελληνικό λαό.

Παλιότερα οι εκδηλώσεις εορτασμού ήταν πολλές και ποικίλες, ωστόσο σήμερα έχουν λησμονηθεί ως επί το πλείστον.



Για παράδειγμα τα κάλαντα για το Σάββατο του Λαζάρου τραγουδιούνται σε ελάχιστες περιοχές, ενώ παλιότερα ήταν από τα πιο ζωντανά έθιμα και έδιναν ιδιαίτερο τόνο στις μικρές κοινωνίες. Τα κάλαντα του Λαζάρου ήταν αποκλειστικά σχεδόν γυναικεία και τα τραγουδούσαν κοπέλες διαφόρων ηλικιών ακόμα και κορίτσια τις παντρειάς που ονομάζονταν «Λαζαρίνες».



Την παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες ξεχύνονταν στα χωράφια έξω από τα χωριά για να μαζέψουν λουλούδια, που με αυτά θα στόλιζαν το καλαθάκι τους την άλλη μέρα, ντυμένες με τοπικές ενδυμασίες φορώντας ειδική στολή. Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισέπρατταν μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα.



Σε πολύ λίγες περιοχές της χώρας τραγουδιούνται σήμερα τα Λαζαριάτικα κάλαντα. Τα λόγια του τραγουδιού άλλοτε αναφέρονται στην ανάσταση του Λαζάρου και είναι συνήθως μέτρια στιχουργήματα και άλλοτε πάλι αποτελούν παινέματα προσώπων που αγγίζουν τα όρια υψηλής ποιητικής δημιουργίας.



Τα έθιμα του Λαζάρου στα χρόνια της σκλαβιάς είχαν κοινωνική σκοπιμότητα.

Στις γυναίκες και ιδίως στα νέα κορίτσια που δεν έβγαιναν συχνά έξω από το σπίτι, επειδή τα ήθη της εποχής και ο φόβος της αρπαγής τους από τους Τούρκους τις περιόριζαν, δίνονταν κάποιες ελευθερίες: γίνονταν αλληλογνωριμίες και νυφοδιαλέγματα και σε λίγο καιρό ακολουθούσαν τα προξενιά, τα αρραβωνιάσματα και οι γάμοι.





Έθιμα από διαφορετικά μέρη της Ελλάδας



O λαός γιορτάζει την πρώτη Λαμπρή, την «Έγερση» του φίλου του Χριστού, του «αγέλαστου» Λάζαρου. Ο φόβος και ο τρόμος για όσα γνώρισε στον άλλο κόσμο άφησαν τόσο βαθιά σημάδια στην ψυχή του Λάζαρου που, λέει η παράδοση, μετά την Ανάσταση του δε γέλασε παρά μόνο μια φορά. Είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει κρυφά. «Βρε τον ταλαίπωρο, είπε. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το ‘να χώμα κλέβει τ’ άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;» και χαμογέλασε.


Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, για να απεικονίσουν την Ανάσταση του Λάζαρου, να συμβολίσουν δηλαδή τη Νίκη του Χριστού απέναντι στο θάνατο, αλλά παράλληλα και για να υποδηλώσουν την ανάσταση της φύσης, έφτιαχναν ένα ομοίωμα του Λάζαρου.



Την παραμονή της γιορτής ή, σε πολλά μέρη, ανήμερα την «πρώτη Λαμπρή», τα παιδιά, κρατώντας το «Λάζαρο», έκαναν τους αγερμούς τους. Γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν τα «λαζαρικά», για να διηγηθούν την ιστορία του αναστημένου φίλου του Χριστού και να πουν παινέματα στους νοικοκυραίους. Στην Ήπειρο μάλιστα, στις κτηνοτροφικές περιοχές, χτύπαγαν ταυτόχρονα και μεγαλοκούδουνα.



Σήμερον έρχεται ο Χριστός, ο επουράνιος θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία, Μάρθα κλάει και Μαρία.
Λάζαρο τον αδελφό της, τον γλυκύ και καρδιακόν της.
Τον μοιρολογούν και λένε, τον μοιρολογούν και κλαίνε.


Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν
Και τη μέρα την Τετάρτη, κίνησε ο Χριστός για να ‘ρθει.
Τότε εβγήκε η Μαρία έξω από τη Βηθανία
και εμπρός του γονατίζει και τα πόδια του φιλεί.


-Αν εδώ ήσουν, Χριστέ μου, δεν θα πέθαιν’ ο αδελφός μου.
Μα και πάλιν εγώ πιστεύω και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασαι αν θελήσεις και νεκρούς να αναστήσεις.
Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει.!


Δεύρο έξω Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς επελυτρώθη, ανεστήθη κι εσηκώθη
Τότε τον Θεόν δοξάζουν και τον Λάζαρο εξετάζουν.
Πες μας, Λάζαρε, τι είδες εις τον Άδην απού πήγες;



Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους,
Δώστε μου νερό λιγάκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς και των χειλέων και μην μ’ ερωτάτε πλέον.



Του χρόνου πάλι να ‘ρθουμε, με υγεία να σας βρούμε,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει,
να ζήσει χρόνια εκατό και να τα ξεπεράσει.



Αυτό είναι τα κάλαντα-τραγούδι του Λάζαρου, που θα θυμούνται σίγουρα οι πιο μεγάλοι και οι πιο νέοι δεν θα έχουν ξανακούσει ποτέ….ξεχασμένο και αυτό με πολλά άλλα δυστυχώς…



Τα «λαζαρικά» από τόπο σε τόπο έχουν πολλές παραλλαγές.

Στη Στερεά Ελλάδα, τη Μακεδονία και τη Θράκη, στο έθιμο έπαιρναν μέρος μόνο κορίτσια, οι «Λαζαρίνες» ή «Λαζαρίτσες», έτσι έβρισκαν την ευκαιρία να γίνουν γνωστές και σαν υποψήφιες νύφες. Για «Λάζαρο» βαστούσαν έναν ξύλινο κόπανο για τα ρούχα, τυλιγμένο με παρδαλά κομμάτια από πανιά, ίδιο μωρό. Σε άλλα μέρη πάλι έντυναν με χτυπητά, πολύχρωμα υφάσματα μια ρόκα, μια κούκλα, έναν καλαμένιο σταυρό και τα στόλιζαν με κορδέλες και λουλούδια.



Στη Σκύρο έπαιρναν την τρυπητή κουτάλα, «τη σιδεροχουλιάρα». Έβαζαν σε κάθε τρύπα και από ένα άσπροπούλι -άσπρη μαργαρίτα- ένα κόκκινο γαρίφαλο για στόμα και σχημάτιζαν το πρόσωπο. Έδεναν σταυρωτά πάνω στην κουτάλα ένα ξύλο, για να κάνουν τα χέρια, της φορούσαν και ένα πουκαμισάκι ή ένα μωρουδίστικο ρούχο και ο «Λάζαρος» ήταν έτοιμος. Γύριζαν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας και οι νοικοκυρές τους έδιναν αυγά, λεφτά ή ό,τι άλλο είχαν. Πάντα όλοι κάτι έβρισκαν να δώσουν. Κι όταν θέλαν για κάποιον να πούνε πως ήταν τσιγκούνης έλεγαν: «Ποτέ του αυγό δεν έδωσε, ούτε τ’ αγίου Λαζάρου!»



Στα Τρίκαλα τα αυγά που συγκέντρωναν οι Λαζαρίνες, οι μητέρες τους τα έβαφαν κόκκινα και τα κρατούσαν σε ξεχωριστό μέρος. Όταν ήθελαν να περιποιηθούν έναν επισκέπτη από αυτά τα αυγά του έδιναν, του Λαζάρου.



Σε μερικά μέρη τη θέση του «Λάζαρου» έπαιρνε ένα καλάθι στολισμένο με λουλούδια και με πολύχρωμες κορδέλες.



Στην Κρήτη έκαναν έναν ξύλινο σταυρό και τον στόλιζαν με ορμαθούς από λεμονανθούς και αγριόχορτα με κόκκινα λουλούδια, τις μαχαιρίτσες.



Στην Κύπρο συναντάμε το έθιμο της αναπαράστασης, στην αρχαιότερη μορφή του. Ο θεός πεθαίνει στην ακμή της νιότης του και αμέσως ανασταίνεται, όπως ο Άδωνης στους αρχαίους Έλληνες. Έντυναν ένα παιδί με κίτρινα λουλούδια, έτσι ώστε ούτε το πρόσωπο του δε φαινόταν. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, όταν άρχιζαν τα άλλα παιδιά να τραγουδούν, ξάπλωνε και υποκρινόταν το νεκρό, όταν όμως έλεγαν το «Λάζαρε δεύρο έξω» σηκωνόταν.



Το ίδιο έθιμο συναντάμε και στην Κω. Το παιδί που αναπαριστούσε το Λάζαρο, τυλιγμένο σε ένα σεντόνι, ήταν και αυτό στολισμένο με κίτρινα λουλούδια. Αμοιβή της παρέας για την αναπαράσταση τα αυγά για το δάσκαλο. Τα πιο μεγάλα παιδιά, οι «πρωτόσχολοι», έπαιρναν την εικόνα του Λάζαρου, την έβαζαν πάνω σε μια ειδική κατασκευή που στόλιζαν με δεντρολίβανο -ήταν, λέει, η Βηθανία, η πατρίδα του- και γύριζαν στις στάνες. Οι βοσκοί τους φίλευαν αυγά, τυριά και μυζήθρες για τις λαμπρόπιτες.



Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες ζύμωναν ανήμερα το πρωί ειδικά κουλούρια, τους «λαζάρηδες», τα «λαζαρούδια» ή και «λαζαράκια». «Λάζαρο αν δεν πλάσεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις» έλεγαν, μια και ο αναστημένος φίλος του Χριστού πίστευαν πως είχε παραγγείλει: «Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει…».





Πηγή: ekklisiaonline.gr










Κόκκινα αυγά: Γιατί τα βάφουμε – Ποιος ο συμβολισμός









Ένα από τα πιο διαδεδομένα έθιμα του Πάσχα, είναι το βάψιμο των αυγών, το οποίο είθισται να γίνεται τη Μεγάλη Πέμπτη.



Το αυγό συμβολίζει τον τάφο του Χριστού που ήταν ερμητικά κλειστός, όπως το περίβλημα του αυγού , αλλά έκρυβε μέσα του τη «Ζωή», αφού από αυτόν βγήκε ο Χριστός και αναστήθηκε.



Μπορεί τα τελευταία χρόνια το αυγά το Πάσχα να βάφονται σε διάφορα χρώματα, όμως η παράδοση τα θέλει κόκκινα. Είναι γεγονός πως τα χρωματιστά αυγά τα συναντάμε στην αρχαιότητα, στη Ρώμη, στην Ελλάδα, στην Κίνα, στην Αίγυπτο, ως δώρα στις ανοιξιάτικες γιορτές μαζί με κουνέλια, τα οποία ήταν το σύμβολο της γονιμότητας.



Πώς ακριβώς όμως, καταλήγουμε στην επιλογή του κόκκινου χρώματος, δεν είναι ξεκάθαρο. Οι εξηγήσεις που υπάρχουν, είναι πολλές. Μία από τις πιο αποδεκτές είναι πως το κόκκινο συμβολίζει το αίμα και τη θυσία του Ιησού. Οι άλλες ερμηνείες, έχουν πρωταγωνίστριές τους, τρεις γυναίκες : Την Παναγία, τη Μαγδαληνή και μία δύσπιστη ανώνυμη γυναίκα.



Μία εξήγηση που δίνεται συχνά, λέει ότι η Παναγία πήρε ένα καλάθι αυγά και τα πρόσφερε στους φρουρούς Του Υιού της, ικετεύοντάς τους να του φέρονται καλά! Όταν τα δάκρυά της έπεσαν πάνω στα αυγά, αυτά βάφτηκαν κόκκινα!



Μια άλλη ιστορία συνδέει το κόκκινο χρώμα με τη Μαρία Μαγδαληνή. Όταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας ενημερώθηκε για την Ανάσταση του Χριστού, τη θεώρησε τόσο απίθανη «όσο και το να βαφτούν τα αυγά κόκκινα». Η Μαρία Μαγδαληνή τότε, χρωμάτισε μερικά αυγά κόκκινα και του τα πήγε για να του επιβεβαιώσει το γεγονός.



Μία παραλλαγή της παραπάνω ιστορίας, θέλει μία γυναίκα να μην πιστεύει την είδηση της Ανάστασης Του Ιησού και να λέει: «Όταν τα αυγά που κρατώ θα γίνουν κόκκινα, τότε θα αναστηθεί και ο Χριστός». Και τότε αυτά έγιναν κόκκινα»!



Κόκκινο είναι και το χρώμα της χαράς. Χαράς για την Ανάσταση του Χριστού.
Είναι παράλληλα όμως και χρώμα αποτρεπτικό. Κόκκινες βελέντζες και κόκκινα μαντίλια κρεμούσαν τη Μεγάλη Πέμπτη στην Καστοριά οι γυναίκες για το καλό. Κόκκινο πανί έβαφαν μαζί με τα αυγά τους στη Μεσημβρία και το κρεμούσαν στο παράθυρο για σαράντα μέρες, για να μην τους πιάνει το μάτι.



Το βάψιμο των αυγών γινόταν τη Μεγάλη Πέμπτη γι αυτό και τη λέγαν Κόκκινη Πέφτη ή Κοκκινοπέφτη. Παλιότερα το συνήθιζαν κι αποβραδίς, πάντοτε τα μεσάνυχτα, με το ξεκίνημα της νέας μέρας. Καινούρια πρέπει να ήταν η κατσαρόλα που θα έβαφαν τα αυγά και ο αριθμός τους ορισμένος και τη μπογιά τη φύλαγαν σαράντα μέρες και δεν την έχυναν, ακόμα και τότε, έξω από το σπίτι.



Τα κόκκινα σαν αίμα αυγά, για να τιμήσουν το αίμα του Ιησού Χριστού, ανταλλάσσονται στην Ελλάδα. Μόνο όσοι πενθούν από πρόσφατο θάνατο οικείου προσώπου δε βάφουν αβγά για το Πάσχα. Αλλά και σε αυτούς θα φέρουν οι συγγενείς και οι φίλοι βαμμένα αβγά και από αυτά θα αφήσουν και στον τάφο του αγαπημένου τους.



Πηγή: vimaorthodoxias.gr














Έθιμα του Πάσχα στο Ηράκλειο της Κρήτης





Ζωντανά παραμένουν τα έθιμα του Πάσχα στο Ηράκλειο και στο Λασίθι, πολλά από τα οποία διατηρούνται και σήμερα, περνώντας από γενιά σε γενιά.



Μεγάλη Πέμπτη

Τη Μεγάλη Πέμπτη οι γυναίκες ασχολούνται με το ζύμωμα και το βάψιμο των αυγών. Έτσι, ζυμώνουν, τις αβγοκοκουλούρες που έχουν πάνω τους από ένα μέχρι τρία κόκκινα αυγά και φτιάχνουν και το κρητικό πασχαλινό τσουρέκι καθώς και τα καλιτσούνια με τη μυζήθρα.



Βασικό παραδοσιακό έθιμο της ιδίας ημέρας είναι και το βάψιμο των κόκκινων αυγών που πριν από χρόνια γινόταν με τα μπατζάρια και την κόκκινη παπαρούνα και σήμερα έχουν αντικατασταθεί από τις βαφές, ενώ και τα αυγά βάφονται πλέον και με άλλα χρώματα, αλλά κυριαρχεί πάντα το κόκκινο.



Ακόμη, τη Μεγάλη Πέμπτη, παλαιοτέρα συνήθως οι γυναίκες έβγαιναν στα χωράφια και τα περιβόλια και μάζευαν λεμονανθούς και αγριολούλουδα προκειμένου να φτιάξουν στεφάνια για να τα τοποθετήσουν το βράδυ της ίδιας ημέρας στον Εσταυρωμένο Ιησού.



Σύμφωνα επίσης με την παράδοση, τη Μεγάλη Πέμπτη, κανένας δεν πρέπει να πιάσει στα χέρια του καρφί, σφυρί ή βελόνα, για να καρφώσει κάτι η να ράψει επειδή θεωρείται αμαρτία καθώς αυτή την ημέρα Σταυρώθηκε ο Χριστός.





Μεγάλη Παρασκευή

Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί και μετά τις «Μεγάλες Ώρες», παιδιά κάθε ηλικίας βγαίνουν στους δρόμους των χωριών και από τις αυλές των σπιτιών μαζεύουν λουλούδια και τα πηγαίνουν στις εκκλησίες για το στολισμό των Επιταφίων.



Επίσης, σε χωριά της Κρήτης τη Μεγάλη Παρασκευή, νέοι και νέες κρατώντας ένα Σταυρό με στεφάνι γυρνούν τους δρόμους των χωριών περνώντας πόρτα- πόρτα, ψάλλουν τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής ή το «το μοιρολόι της Παναγιάς» όπως λέγεται: «σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα Μαύρη Μέρα. Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι. Οι άνομοι και τα σκυλιά οι τρισκαταραμένοι …»



Το βράδυ γίνεται με κατάνυξη η περιφορά του Επιταφίου και σε ορισμένα χωριά η περιφορά δεν γίνεται μόνο στους δρόμους αλλά πηγαίνουν τον Επιτάφιο και στο νεκροταφείο και ο Σταυρός που προπορεύεται του Επιταφίου περνάει μπροστά από κάθε μνήμα προκειμένου ο ιερέας να μνημονεύσει τους κεκοιμημένους.



Στην πόλη του Ηρακλείου κατά την περιφορά συναντώνται οι Επιτάφιοι διάφορων εκκλησιών στο Μεϊντάνι -στον σταυρό της πόλης -όπου αναπέμπονται δεήσεις.


Τέλος, μια συνήθεια που έχει εξελιχθεί σε έθιμο τις τελευταίες δεκαετίες στην πόλη είναι, μετά τον Επιτάφιο, οι Ηρακλειώτες να κατακλύζουν τα ρακάδικα και τα ουζερί για να δοκιμάσουν νηστίσιμους μεζέδες.





Μεγάλο Σάββατο

Το Μεγάλο Σάββατο, μετά την πρώτη Ανάσταση και το «Ανάστα ο Θεός», οι πιστοί με ευλάβεια μεταφέρουν στο σπίτι και εναποθέτουν στο εικονοστάσι τα άνθη από τον Επιτάφιο τα λεγόμενα «καλορίζικα».


Λόγω δε της νηστείας, μέχρι τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι που λένε ακόμη και σήμερα πολλοί:



«Μεγάλο μου Σαββάτο/
και πως θα σε περάσω/
που έχεις πέντε κολατσιά/
και πέντε μεσημέρια/
και ακόμη απομεσήμερα/
και έχεις ακόμη μέρα».



Παλαιότερα, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, μία με δύο ώρες πριν από την Ανάσταση, παιδιά, έπαιρναν το «σημαντήρι» (σήμαντρο) και χτυπώντας το γυρνούσαν από γειτονιά σε γειτονιά, καλώντας τους πιστούς να πάνε στην εκκλησία για την Ανάσταση.





Ανάσταση

Επίσης, πριν την Ανάσταση, τα παιδιά στα χωριά μαζεύουν ξύλα που συνήθως κατά την παράδοση, σε ορισμένες περιοχές τα «κλέβουν» από σπίτια ή τα ζητούν από τους κατοίκους τους και τα αφήνουν στα προαύλια των εκκλησιών για να ανάψουν τη φουνάρα. Πάνω στα ξύλα τοποθετούν ένα ομοίωμα του Ιούδα και την ώρα που ο Ιερέας λέει το «Χριστός Ανέστη» βάζουν φωτιά και τον καίνε ενώ σε κάποιες περιοχές την ώρα που τον καίνε, παράλληλα τον πετροβολούν.



Σε ορισμένα χωριά του Λασιθίου και όταν τα πολιτικά πάθη ήταν σε όξυνση, στο ομοίωμα του Ιούδα έβαζαν μια μάσκα αντιπαθητικού πολιτικού για να τον χλευάσουν και να τον κάψουν.



Την ημέρα της Ανάστασης, οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν επί τρία μερόνυχτα γιατί το θεωρούσαν για καλό ενώ και σήμερα επικρατεί σε πολλές περιοχές η παράδοση πως όποιος χτυπήσει την καμπάνα της Εκκλησίας την αναστάσιμη ημέρα δεν πρόκειται να τον πιάσει πονοκέφαλος όλον τον χρόνο.



Στην Κρήτη παλαιότερα δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο το σούβλισμα. Το Πάσχα το έκαναν οφτό ή αντικριστό, ενώ με τον καιρό επικράτησε ο οβελίας.



Εξ άλλου, τα πυροτεχνήματα παρέμεναν ένα βασικό στοιχείο των ημερών, όχι με κροτίδες και φωτοβολίδες αλλά με αυτοσχέδια μπλακατζίκια ενώ για την δημιουργία δυνατού κρότου χρησιμοποιούσαν παλαιοτέρα και μεγάλα σιδερένια κλειδιά μέσα στα οποία τοποθετούσαν κεφαλές από σπίρτα και στη συνέχεια έβαζαν ένα μεγάλο καρφί μέσα στο κλειδί και τα έδεναν με μια χοντρή κλωστή και στη συνέχεια το χτυπούσαν σε τοίχους προκειμένου να κάμει δυνατό θόρυβο.



Δευτέρα του Πάσχα

Τέλος, τη Δευτέρα του Πάσχα, σε ορισμένες περιοχές του Ηρακλείου και σε αρκετά χωριά, πηγαίνουν στο νεκροταφείο με κόκκινα αυγά, καλιτσούνια και κουλούρια «για να αναγγείλουν το νέο της Ανάστασης» και γίνεται τρισάγιο από τους ιερείς.



Πηγή: ekklisiaonline.gr







Η σημασία του Χριστιανικού Πάσχα

Της Ειρήνης Ταχατάκη





Μετά την Αποκριά όλο και πλησιάζουμε στην Κυριακή του Πάσχα, για να γιορτάσομε την κορύφωση της μεγαλύτερης Χριστιανικής γιορτής, την Ανάσταση του Χριστού μας, που είναι μαζί και γιορτή της νίκης του Σωτήρα πάνω στο μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπινου Γένους, το θάνατο.



Οι Χριστιανοί πήραν τούτη τη Μεγάλη Γιορτή από τους Εβραίους, αλλά της έδωσαν καινούριο περιεχόμενο με την Ανάσταση Κυρίου. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος το 325 μ.Χ. όρισε να γιορτάζεται το Χριστιανικό Πάσχα την α΄ Κυριακή μετά την Πανσέληνο της Εαρινής Ισημερίας για δυο λόγους: 1) για να διαφοροποιηθεί από το Πάσχα των Εβραίων που γιορταζόταν ανήμερα την Πανσέληνο και 2) για να εναρμονιστεί με το ιστορικό Γεγονός της Ανάστασης του Χριστού που συνέβηκε μετά το Εβραϊκό Πάσχα.



Προηγείται, βέβαια, της Μεγάλης Γιορτής η μακρά περίοδος της Μεγάλης Σαρακοστής, που γίνεται η προετοιμασία του πιστού, για να μπορέσει να παραστεί στο Θείο Δράμα και το χαρούμενο Γεγονός της Ανάστασης. Ακολουθεί μετά η χαρμόσυνη περίοδος των πενήντα ημερών που έχομε μέσα σ’ αυτήν κι άλλες κορυφώσεις του θριάμβου του Χριστού: την Ανάληψη που είναι η επιστροφή του Υιού στον Πατέρα, οπότε παίρνει την εκ δεξιών του Πατρός θέση του και την Πεντηκοστή, οπότε στέλνει το Άγιο πνεύμα στους Μαθητές του.



Μέσα στο διάστημα αυτό του Πάσχα έχουν ενταχθεί πολλά λαϊκά έθιμα σε διάφορα μέρη της Πατρίδας μας:



Στην παλιά Αθήνα λ.χ., στη γιορτή της Ανάστασης του Λαζάρου που προεικονίζει το θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού, ζύμωναν κουλούρες και κουκουναρές αλλά αντί για αυγά έβαζαν πάνω καρύδια και τις έπλαθαν μακρουλές σε σχήμα ανθρώπου, γι’ αυτό τις λέγανε «Λαζάρους».



Την επομένη του Λαζάρου είναι η εορτή των Βαΐων με την θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα εκείνη την ημέρα οι Χριστιανοί μαγειρεύουν ψαρικά διάφορα: βακαλάους, κολιούς, μπαρμπούνια κλπ. και λέει ο λαός:



Όταν είναι τω Βαγιώ, τρώμε ψάρι και κολιό

και την άλλη Κυριακή τρώμε το παχύ τ’ αρνί.



Στην Κρήτη λένε:

... και την άλλη Κυριακή, καλιτσούνι και ρακή.



Μια λαϊκή δοξασία αναφέρει πως όταν μαθεύτηκε ότι οι Εβραίοι καταδίκασαν το Χριστό σε Σταυρικό θάνατο, μαζεύτηκαν τη νύχτα όλα τα δέντρα κι αποφάσισαν να μη δώσουν το ξύλο τους για να φτιαχτεί ο Σταυρός. Μα όπως μέσα στους δώδεκα Αποστόλους βρέθηκε κι ένας Ιούδας, έτσι και μέσα στα δέντρα βρέθηκε η λοιδωριά κι αυτή μονάχα δε συμφώνησε. Όλα τ’ άλλα δέντρα την αποκήρυξαν κι είπαν να ‘ναι πάντα αφορεσμένη για την προδοσία της. Γι’ αυτό η λοιδωριά είναι καταραμένο δέντρο κι οι ξυλοκόποι στα βουνά δεν τ’ αγγίζουν για να μη λερώσουν το τσεκούρι τους και μαγαρίσουν την καθάρια όψη της φωτιάς.



Συνάμα όμως, ο Σωτήρας με το Σταυρικό του θάνατο, αγίασε το μέχρι τότε σύμβολο ντροπής, το Σταυρό και το μετέβαλε σε σύμβολο σωτηρίας και το ξύλο του Σταυρού το αποκαλούμε «Τίμιο ξύλο».



Ο προδότης Ιούδας, μετανοιωμένος για την προδοσία του, ήξερε πως ήταν αδύνατον να συγχωρηθεί με τα δάκρυα, όπως έκαμε ο Πέτρος που «έκλαυσε πικρώς» διότι τρεις φορές απαρνήθηκε το Χριστό. Στοχάστηκε, λοιπόν, τη Νύχτα του Δικαστηρίου να κρεμαστεί σε μια συκιά για να βρεθεί στην κόλαση κι έτσι μαζί με τους άλλους νεκρούς να λυτρωθεί και κείνος όταν θα κατεβεί ο Χριστός στον Άδη για να αναστήσει τους νεκρούς. Μα η συκιά όπου κρεμάστηκε λύγισε κι έμεινε εκεί μισοκρεμασμένος και δεν ξεψύχησε παρά μόνο όταν αναστήθηκε ο Χριστός.



Σε άλλα ελληνικά μέρη, τα αυγά που γεννούνται τη Μεγ. Πέμπτη τα πηγαίνουν στην εκκλησία την ίδια μέρα κι άμα διαβαστούν στη λειτουργία, τα θάβουν σταυρωτά στ’ αμπέλια για να μη τα τρώει το βλαβερό σκαθάρι, αλλά προστατεύονται κι από άλλες ασθένειες.



Στην Κρήτη και στη Θράκη συνηθίζουν να κρατούν όλο το χρόνο της περυσινής Πασχαλιάς το αυγό. Το επόμενο Πάσχα το παίρνουν στην Εκκλησία όλη τη Μεγ. Εβδομάδα και «διαβάζεται». Και τη μέρα του Πάσχα το στρίβουν τρεις φορές κατά γης και το σπάνε. Αν το βρουν μέσα γερό το τρώνε και θεωρείται φάρμακο για τον πονόλαιμο.



Στον τόπο μας βάφομε κόκκινα αυγά τη Μεγ. Πέμπτη. Το ίδιο έκαναν και στην παλιά Αθήνα, μα έβαφαν συνήθως τα αυγά της ίδιας μέρας και τα έβαφαν πριν τα Δώδεκα Ευαγγέλια, ύστερα τα τοποθετούσαν κοντά στα εικονίσματα.



Ακόμη, συνηθίζομε στον τόπο μας να φυλάμε κάθε χρόνο μέσα σ’ ένα καθαρό βάζο ένα κομμάτι προζύμι από το ζυμωτό της Μ. Πέμπτης μέχρι την επόμενη χρονιά, οπότε το ανανεώνομε, καίγοντας το παλιό στη φωτιά. Επίσης φυλάμε πάντα λουλούδια Επιταφίου που τα λέμε «καλορίζικα». Τα ξεραίνουμε και μ’ αυτά θυμιάζουμε τις εικόνες ή το σπίτι ή όποιον νομίζομε ότι τον έπιασε το «κακό μάτι».



Στην παλιά Αθήνα φύλαγαν τα κεριά του Επιταφίου και τα άναβαν όταν άστραφτε και βροντούσε, για να μη τους κάψει αστροπελέκι. Κι όταν τ’ άναβαν έλεγαν τους χαιρετισμούς της Παναγίας.



Σ’ όλο τον Ελληνικό χώρο υπάρχει το έθιμο να φέρνουν το Άγιο Φως στο σπίτι μετά την Ανάσταση, με τις λαμπάδες ή σε φαναράκια όταν φυσάει πολύ τη Νύχτα της Ανάστασης, ή ακόμη και με τσιγάρο. Με τη φλόγα της λαμπάδας κάνομε σταυρό πάνω από την είσοδο του σπιτιού, για φύλαξη από κάθε κακό. Στην Κύπρο κάνουν το ίδιο αλλά φέρνοντας το άγιο φως χαιρετούν πρώτα τα δέντρα της αυλής λέγοντας: «Χριστός Ανέστη δέντρα μου».



Ο σπουδαίος ηθογράφος – συγγραφέας Βελισάριος Φρέρης, σύζυγος της γνωστής Ελληνίδας λογοτέχνιδας Μαρίκας Βελ. Φρέρη, καταγόμενος από το γραφικό νησί της Σύρου, γράφει στο θαυμάσιο βιβλίο του «συριανές ηθογραφίες» αρκετά έθιμα του ωραίου νησιού του.

Μεταξύ άλλων: «…το κάθε σπίτι έχει ζυμώσει από τη Μεγ. Πέμπτη Συριανά ψαθούρια, πασπαλισμένα με μπόλικο σουσάμι, «κολλίκια» στολισμένα με κόκκινα αυγά και «λαζάρους» ανθρωπάκια με κόκκινο αυγό για πρόσωπο. Τα θωρούνε και τα ρέγουνται και δε βλέπουν την ώρα ν’ αναστηθεί ο Χριστός, να τα γευτούν. Και τα παιδιά που δεν έχουν «πομονή» σαλιώνουν το δάχτυλό τους και μαζεύουν σουσάμι από τα πανέρια και το τρώνε»



Στην παλιά Αθήνα, τη δεύτερη Ανάσταση γίνονταν «αδερφοποιτοί» τα παλικάρια. Ο παπάς, αφού τους διάβαζε, τους όρκιζε στο Ευαγγέλιο, τους περίζωνε μ’ ένα μακρύ κόκκινο ζωνάρι και τους τραβούσε προς το ιερό. Ύστερα φιλιούνταν, φιλούσαν και του παπά το χέρι, με μάρτυρα πάντα ένα κορίτσι και γίνονταν έτσι πιο δεμένοι κι από αδέλφια.



Στην Κρήτη, όπως και σε πολλά μέρη της ελληνικής Πατρίδας, συνηθίζουν ακόμη και σήμερα το κάψιμο του Ιούδα. Είναι ένα προχριστιανικό έθιμο με χαρακτήρα αποτρεπτικό ή καθαρτικό. Καίνε δηλαδή το δαίμονα του κακού. Την ίδια σημασία έχουν και οι φωτιές που ανάβουν το Πάσχα για να εξορκίσουν λ.χ. το χαλάζι και να προστατέψουν τη βλάστηση από τους κινδύνους που την απειλούν.



Για τους Κρητικούς μα και για όλους τους Έλληνες το ωραιότερο έθιμο είναι ο οβελίας. Εκατομμύρια αρνάκια θυσιάζονται κάθε χρόνο στο γιορταστικό Πασχαλιάτικο ξεφάντωμα που γίνεται στις όμορφες ελληνικές εξοχές.



Τα παλιά χρόνια οι Έλληνες ήσαν ιδιαίτερα λιτοδίαιτοι σε αντίθεση με τους σημερινούς. Φασόλια και λαχανίδες έτρωγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι όπως μας πληροφορεί ο Αριστοφάνης μα και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς. Επί Χριστιανισμού, πάνω στην πραγματική στέρηση προστέθηκε και η θρησκευτική νηστεία. Μόνο το Πάσχα τρώγανε οι παππούδες μας, γι’ αυτό καθιερώθηκε και το ρήμα «πασκάζω» που σημαίνει: «τρώγω πολύ και καλά».



Ύστερα, λοιπόν, από τη νηστεία ολόκληρης Σαρακοστής ο οβελίας, που ψηνόταν και σκορπούσε λαχταριστή κνίσα μέσα στη γιορταστική ατμόσφαιρα, ήταν τ’ όνειρο κάθε πιστού. Τότε, λοιπόν, που τα φαγώσιμα ήταν φτωχικά και η νηστεία Νόμος για κάθε Χριστιανό, ο ερχομός της Λαμπρής πέρα από το θρησκευτικό του χαρακτήρα είχε και την έννοια της καλοπέρασης και της χαράς.



«Αύτη ημέρα ην εποίησεν ο Κύριος, αγαλλιασώμεθα και ευφρανθώμεν εν αυτή» διατρανώνει η Εκκλησία μας.



Πηγή: patris.gr










Όλα του γάμου δύσκολα – η προίκα, οι χωροφύλακες, το αγαρλίκι










Έχω γιο κι έχω χαρά
που θα γίνω πεθερά,
έχω κόρη κι έχω πίκρα
που θα γνέθω μέρα νύχτα.



Αυτό το νανούρισμα αποκοίμισε πολλά κοριτσάκια. Οι ελληνικές οικογένειες δεν δέχονταν τη γέννηση της κόρης με την ίδια χαρά που καλωσόριζαν το αρσενικό παιδί. Ένας λόγος ήταν η προίκα που έπρεπε να της δώσουν, όταν θα ερχόταν η ώρα της να παντρευτεί.



Πολλές οικογένειες άρχιζαν από νωρίς να ετοιμάζουν τα προικιά. Ασπρόρουχα, εσώρουχα, χαλιά, κιλίμια, χράμια, κουβέρτες, λινά, δαντέλες, κεντήματα, σερβίτσια, φαγιάντσες, πορσελάνες, ασημικά, κρύσταλλα, μαγειρικά σκεύη· όλα ανάλογα με την οικογένεια, τη σειρά της και τα ήθη του τόπου. Άλλες τα έφτιαχναν με τα ίδια τους τα χέρια και με πολλά κοπιαστικά νυχτέρια και άλλες τα παράγγελναν σε τεχνήτρες. Πάντως αστικές ή αγροτικές οικογένειες, πλούσιες ή φτωχές έπρεπε να μεριμνήσουν για τα προικιά και για την προίκα. Και τα μεν προικιά ήταν ο εξοπλισμός του σπιτιού, η δε προίκα ήταν το ζωντανό χρήμα ή η ακίνητη περιουσία (ή και τα δύο) που έπαιρνε ο γαμπρός για να ανακουφιστεί από τα βάρη του γάμου.



Πόσοι άντρες δεν αποφάσισαν να παντρευτούν με μόνο κριτήριο την προίκα και πόσες κοπέλες δεν έκαναν έναν αταίριαστο γάμο μόνο και μόνο για να μη μείνουν γεροντοκόρες. Πόσες πλούσιες οικογένειες δεν αγόρασαν τον κατάλληλο σύζυγο για το κορίτσι τους και πόσες κοπέλες δεν έμειναν τελικά στο ράφι, γιατί δεν είχαν προίκα ή δεν είχαν όση προίκα γύρευε ο γαμπρός. Και πόσες οικογένειες δεν εξοντώθηκαν οικονομικά για να δώσουν προίκα. Κι ακόμα πόσα ποινικά αδικήματα δεν έγιναν με αφορμή την προίκα.



Η προίκα είχε μεταβάλλει τον γάμο σε χυδαία συναλλαγή. Όχι βέβαια πως όλοι οι γάμοι γίνονταν έτσι. Όμως ο θεσμός της προίκας καθόριζε το γενικό πλαίσιο.

Στην ταινία «Ο Φανούρης και το σόι του» ο υποψήφιος γαμπρός πάει κι έρχεται για να μάθει αν ο Φανούρης βρήκε τις δέκα λίρες που έλειπαν για να συμπληρωθούν οι τριακόσιες που ζητούσε να του δώσουν προίκα, για να πάρει την αδερφή του Φανούρη. Αλλιώς θα έπαιρνε μια χήρα που του έδινε τετρακόσιες.
Είναι εξαιρετική ταινία και αν δεν την έχετε δει, σας προτείνω να τη δείτε.



Όπως είπαμε, όλοι οι γάμοι δεν ήταν επιχείρηση ούτε όλοι οι γαμπροί ήταν συμφεροντολόγοι. Για την αδερφή του Φανούρη εμφανίζεται ο γαμπρός που έχει αισθήματα και δεν ζητάει προίκα, ο οποίος, σημειωτέον, είναι και ομορφόπαιδο (ο Θεόδωρος Δημήτριεφ στα νιάτα του) σε αντίθεση με τον άλλον που ήταν χάλιας.



Μια και μιλάω για ελληνικές ταινίες, η «Σάντα Τσικίτα» μου φέρνει στον νου τα ζευγάρια που αγαπιόντουσαν, αλλά δεν μπορούσαν να παντρευτούν, γιατί τους έλειπαν τα οικονομικά μέσα να πάρουν «κανα πετσετικό, κανα τετζερεδικό» και να στήσουν ένα στοιχειώδες νοικοκυριό.



Η κοπέλα που περιμένει τον αγαπημένο της να παντρέψει πρώτα την αδερφή του ή τις αδερφές του, μου θυμίζει ότι έχω απομακρυνθεί από το θέμα μου.



Η προίκα ήταν ένας νομικά κατοχυρωμένος θεσμός. Ο Αστικός Κώδικας περιλάμβανε μία σειρά διατάξεων περί προικός, που με την αλλαγή του οικογενειακού δικαίου και την κατάργηση της προίκας το 1982, έχουν καταργηθεί κι αυτές.


Πάνω στον καμβά αυτού του αναχρονιστικού θεσμού είχαν πλεχτεί εξωφρενικές ιστορίες, μικρές ή μεγάλες τραγωδίες, ακόμα και κωμωδίες. Όπως η ιστορία της Μαραζοκούλας, μιας συγγένισσας της γιαγιάς μου στην Αιτωλοακαρνανία, που με μία αγελάδα όλη κι όλη πάντρεψε πέντε κορίτσια. Έδινε την αγελάδα προίκα στον έναν γαμπρό κι ύστερα του την έπαιρνε και την έδινε προίκα στον άλλον. Την ιστορία της Μαραζοκούλας τη λέγανε σαν αστείο. Πίσω της όμως κρύβεται δράμα και μαράζι.


Η λογοτεχνία δίνει ανάγλυφα τη δυστυχία του να είσαι γυναίκα, στις εποχές που το ίδιο το Σύνταγμα της ευνομούμενης χώρας μας δεν αναγνώριζε την ισότητα των δύο φύλων.



Είπαμε πως δεν ήταν όλοι οι γαμπροί συμφεροντολόγοι. Υπήρχαν κι εκείνοι που είχαν ήθος, πεποίθηση στον εαυτό τους και βάσιζαν την εκλογή της συντρόφου στον χαρακτήρα, στα προσόντα και στα ειλικρινή αισθήματα.



Υπήρχαν όμως και κάποιοι που ήταν υποχρεωμένοι εκ του νόμου να πάρουν προίκα, διαφορετικά δεν είχαν το δικαίωμα να παντρευτούν. Εξωφρενικό και απολύτως αληθινό! Καθώς επίσης και εκείνοι που ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν προίκα για να πάρουν τη νύφη.



Ο χωροφύλαξ και η προίξ – Ο γαμπρός είναι υποχρεωμένος να πάρει προίκα



Ο νόμος πρόβλεπε ότι ο χωροφύλακας έπρεπε να πάρει προίκα 45 χιλιάρικα παγκουί (ή σπίτι ή χωράφι αυτής της αξίας), έτσι ώστε να έχει οικονομική άνεση και να μην «είναι ευάλωτος σε πιέσεις». Επίσης η νύφη δια νόμου έπρεπε να είναι ηθική, νομιμόφρων και ανεπίληπτων κοινωνικών φρονημάτων. Τα δε μελλοντικά πεθερικά του χωροφύλακα έπρεπε να είναι από την Ελλάδα ή από συμμαχικές χώρες.


Υπήρξαν κάποιοι χωροφύλακες ερωτευμένοι στο φουλ, που παντρεύτηκαν κρυφά με τον κίνδυνο πάντα να τους ανακαλύψουν, να τους περάσουν από συμβούλιο και να τους αποτάξουν. Όπως υπήρξαν κι άλλοι που μάζεψαν μ’ ένα σωρό κόπους τα χρήματα και τα έδωσαν στους γονείς της άπροικης κοπέλας για να τα πάρουν μετά πίσω ως προίκα.



Παλιότερα τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα. Πριν από τις προσπάθειες της πρώτης Ελληνίδας βουλευτίνας Ελένης Σκούρα*, που εκλέχτηκε τον Ιανουάριο του 1952 και κατάφερε να τροποποιήσει κάπως τις ισχύουσες διατάξεις, οι χωροφύλακες έμεναν υποχρεωτικά και δια νόμου μπακούρια μέχρι τα 45 τους, για να αφοσιώνονται απερίσπαστοι εις το καθήκον των.



Το αγαρλίκι – Ο γαμπρός είναι υποχρεωμένος να δώσει προίκα



Το baba hakki ή πατρικό δικαίωμα ή αγαρλίκι, ήταν ένας εθιμικός κανόνας σύμφωνα με τον οποίο ο μελλόνυμφος ή ο πατέρας του έδινε στον πατέρα της νύφης ένα ποσό για να τον αποζημιώσει για τα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί για την ανατροφή της κόρης του και που του στερούσε τη θυγατέρα του (για την ακρίβεια τα εργατικά της χέρια). Ουσιαστικά με το αγαρλίκι ο γαμπρός αγόραζε τη νύφη ή την καπάρωνε, αν ήταν ανήλικη. Όσο πιο γεροδεμένη ήταν η νύφη, άρα ικανή να κάνει βαριές δουλειές, τόσο μεγαλύτερο το αγαρλίκι.


— Καλή δεν είν’ η νύφ’; ρώτησαν έναν Καραγκούνη πεθερό.
— Στο θέρο θα δείξει.
Οι περισσότεροι γάμοι γίνονταν πριν από την έναρξη των γεωργικών εργασιών, οπότε υπήρχε ανάγκη για πολλά εργατικά χέρια ή μετά το τέλος τους το φθινόπωρο ώστε να μειωθούν τα στόματα που ήταν υποχρεωμένος να ταΐζει ο πατέρας της νύφης.


Αν ο γαμπρός δεν συντηρούσε τη σύζυγό του, πλήρωνε αποζημίωση στον πατέρα της.



Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο γαμπρός δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να δώσει αγαρλίκι. Παράλληλα όμως οι δουλειές έτρεχαν και λόγω της έλλειψης των εργατικών χεριών άρχιζαν οι απαγωγές, καθώς και γάμοι με γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Φυσικά ο πατέρας της νύφης ολοφυρόταν για τη χαμένη του τιμή και δεν σταματούσε μέχρι να λάβει χρηματική ικανοποίηση.



Το αγαρλίκι ίσχυε στους καραγκούνικους πληθυσμούς της Θεσσαλίας και της Θράκης. Ο θεσμός ήταν αναγνωρισμένος από την Εκκλησία. Τις διαφορές που ανέκυπταν (λόγω υπαναχώρησης ή θανάτου ενός από τους δύο) έλυναν τα δικαστήρια.



Τέλος υπήρχε και ο θεσμός του mehr, σύμφωνα με τον οποίο ο μέλλων γαμπρός πρόσφερε στη μέλλουσα νύφη διάφορα δώρα πριν από τον γάμο. Η νύφη αποκτούσε την κυριότητα μόλις γινόταν ο γάμος. Το mehr είχε σκοπό να εξασφαλίσει ή να αποζημιώσει τη γυναίκα σε περίπτωση που λυνόταν ο γάμος με υπαιτιότητα του άντρα.



Ἐν Ἀθήναις τῇ 8ῃ Αὐγουστου 2016
Ἡ καθ’ ὕλην πλήρως ἀναρμόδια διά θέματα γάμου
Τέτη Σώλου





Πηγή: tetysolou.wordpress.com




Ο μήνας Απρίλιος στη λαογραφία







Ο Απρίλιος είναι ο τέταρτος μήνας κατά το Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Κατά το Ρωμαϊκό αποτελούσε το δεύτερο μήνα του έτους.

Ονομάστηκε έτσι από το λατινικό ρήμα aperio, που σημαίνει ανοίγω, επειδή το μήνα αυτό ανοίγουν τα πάντα: τα δέντρα, τα λουλούδια, ο καιρός. Είναι ο κατεξοχήν μήνας της άνοιξης, γι’ αυτό στην αρχαία Ρώμη ήταν αφιερωμένος στη θεά Αφροδίτη. Την τιμούσαν όλες οι γυναίκες με τον ίδιο τρόπο την 1η του μήνα κάθε χρόνο αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο.



Ο Ιωάννης ο Λυδός ένας συγγραφέας του 6ου π.Χ. αιώνα γράφει: «Αι σεμναί γυναίκες (δηλαδή οι αρχόντισσες), «υπέρ ομονοίας και βίου σώφρονος ετίμων την Αφροδίτην», ενώ οι άλλες – «αι του πλήθους γυναίκες», όπως τις λέει – αυτές για να τιμήσουν την Αφροδίτη, πήγαιναν την πρωταπριλιά να λουστούν στα λουτρά των αντρών – πράγμα φυσικά έξω από τα καθιερωμένα – και στα μαλλιά τους φορούσαν στεφάνια από μυρσίνη.



Πρωταπριλιά

Την πρωταπριλιά, όπως ξέρουμε, το ‘χουν σε καλό να λένε ψέματα, να γελούν (με την ενεργητική σημασία του ρήματος), να κοροϊδεύουν τους άλλους. Γιατί άραγε;

Σε κάθε τόπο δίνουν και διαφορετική ερμηνεία. Στην Κομοτηνή το κάνουν «για να γίνουν τα κουκούλια τους», όταν βέβαια είχαν σηροτροφία. Στην Ανατολική Θράκη, για να κάνουν καρπό τα δέντρα τους. Στην Άντρο πάλι, λένε ψέματα την 1η του Μάρτη και όχι την Πρωταπριλιά.

Λέμε αθώα ψέματα με σκοπό να ξεγελάσουμε το «θύμα» μας. Σε κάποιες περιοχές, θεωρούν ότι όποιος καταφέρει να ξεγελάσει τον άλλο, θα έχει την τύχη με το μέρος του όλη την υπόλοιπη χρονιά. Σε κάποιες άλλες πιστεύουν ότι ο «θύτης» θα έχει καλή σοδειά στις καλλιέργειες του. Επίσης το βρόχινο νερό της πρωταπριλιάς, θεωρούν μερικοί, ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Όσο για το «θύμα», πιστεύεται ότι, σε αντίθεση με τον «θύτη», θα έχει γρουσουζιά τον υπόλοιπο χρόνο και πιθανότατα αν είναι παντρεμένος θα χηρέψει γρήγορα.

Σύμφωνα με τον Έλληνα λαογράφο Λουκάτο το έθιμο αυτό αποτελεί ένα σκόπιμο “ξεγέλασμα των βλαπτικών δυνάμεων που θα εμπόδιζαν την όποια παραγωγή” όπως είναι η αρχή του μήνα τόσο για τον Μάρτιο, όσο και τον Απρίλιο υποχρεώνοντας πολλούς να λαμβάνουν διάφορα “αντίμετρα” (αλεξίκανα μέτρα). Επίσης και ο Έλληνας λαογράφος Γ. Μέγας συμφωνεί πως η πρωταπριλιάτικη “ψευδολογία” παραπλανά ελλοχεύουσες δυνάμεις του κακού, έτσι ώστε να θεωρείται από τον λαό ως σημαντικός όρος μαγνητικής ενέργειας (έλξης ή αποτροπής) για μια επικείμενη επιτυχία.



Ο Απρίλιος είναι ο μοναδικός μήνας της χρονιάς που το όνομά του φανερώνει την κατάσταση και τον χαρακτήρα της χρονικής περιόδου που καλύπτει, σε αντίθεση μ’όλους τους υπόλοιπους, που οι ονομασίες τους άγουν την ετυμολογία τους σε θεούς, αυτοκράτορες, ή στην αριθμητική τοποθέτησή τους μέσα στη χρονιά.



Στο αρχαίο αθηναϊκό μηνολόγιο αντιστοιχεί με τον μήνα Μουνιχιώνα, ο οποίος έλαβε το όνομά του απ’τη γιορτή της Μουνιχίας Αρτέμιδος. Το ιερό της θεάς βρισκόταν στον Πειραιά πάνω στο σημερινό λόφο του προφήτη Ηλία και σύμφωνα με την παράδοση είχε χτιστεί από τον μυθικό ήρωα Μούνιχο.



Ο λαός ονομάζει τον Απρίλη Ανθομήνα, γιατί φέρνει πολλά άνθη, Ξεροκοφινά και Τιναχτοκοφινίδη γιατί τότε εξαντλούνται οι φτωχικές συγκομιδές του γεωργού, Αηγιωργίτη απ’τον εορτασμό της μνήμης του Αγ. Γεωργίου (23) και Λαμπριάτη επειδή κατ’αυτόν συνήθως συμπίπτει ο εορτασμός του Πάσχα.



Η γιορτή του Αγίου Γεωργίου θεωρείται χρονικό σύνορο κυρίως για τους κτηνοτροφικούς πληθυσμούς. Ο Αϊ-Γιώργης, μαζί με τον Αϊ-Δημήτρη στις 26 Οκτωβρίου, είναι τα δύο συνόρατα του χρόνου. Απ’ του Αγ. Γεωργίου αρχίζει το θέρος και ανεβαίνουν οι τσοπάνηδες στα βουνά, στις καλοκαιρινές τους βοσκές. Από του Αγίου Δημητρίου πάλι αρχίζει ο χειμώνας και το κατέβασμα στα χειμαδιά.

Το όνομα «Γεώργιος» είναι πνευματική μεταφορά από την αγροτική μας ζωή και βγαίνει από το ουσιαστικό «γεώργιον», που σημαίνει κτήμα ή χωράφι καλλιεργούμενο (ή καλλιεργήσιμο). Γίνεται όμως και επίθετο: «γεώργιος», για τον άνθρωπο που επιδέχεται την πνευματική καλλιέργεια, ή που τον επέλεξε γ’αυτό η Μοίρα ή ο Θεός. («Χριστού γεώργιον» ονομάζεται στην Υμνογραφία του, ο άγιος Γεώργιος).



Ο Αϊ-Γιώργης, ως καβαλάρης δρακοντοκτόνος, έχει σχέση με το νερό, το νερό το πόσιμο, της πηγής του πηγαδιού. Και η στέρηση αυτού του νερού τους μήνες του καλοκαιριού, ιδιαίτερα αν δε βρέξει αρκετά το χειμώνα, είναι στην Ελλάδα βάσανο μεγάλο. Ο Αϊ-Γιώργης είναι όπως το λέει και το δημοτικό τραγούδι, ο ήρωας του παραμυθιού που σκοτώνει το θηρίο. Ποιο είναι το θηρίο; Είναι ο δράκοντας της ζέστης, που βγάνει φλόγες απ’ το στόμα του. Αυτός ο δράκοντας κρατάει το νερό της πολιτείας – έτσι λέει το παραμύθι – και δεν το αφήνει να τρέξει, εξόν κι αν του κάνουνε θυσία τη βασιλοπούλα, αν του τη δώσουνε να τη φάει. Ο Αϊ-Γιώργης σκοτώνει το δράκοντα και σώζει τη βασιλοπούλα. Αυτό είναι το παραμύθι:

Πανηγυράκι γίνεται, κάτω στον αϊ-Γιώργη …;

Έτσι αρχίζει το τραγούδι του αγίου. Και λίγο παρακάτω λέει:

Απόλα, δράκο-μ το νερό, να πιεί το πανηγύρι …;



Άγιος Μάρκος, στις 25 του Απρίλη

Αλαφρή γιορτή που περνάει σχεδόν απαρατήρητη για όλο τον κόσμο, εκτός από τους γεωργούς, που τη σέβονται και κρατούν την αργία της. Δε ζεύουν αλέτρι, δε βαρούν τσαπισιά στο χωράφι. Ο άγιος Μάρκος είναι για τα φίδια. Το όνομα του αγίου παρετυμολογήθηκε από το μαργώνω, μαρκώνω, ναρκώνω. Πιστεύουν, δηλαδή, πως ο άγιος τους προστατεύει από τα φίδια, γιατί τα μαργώνει ή τα ναρκώνει:
Μάρκο, Μάρκο, μάρκωσέ τα (τα φίδια δηλαδή)
Κι αϊ-Γιώργη τύφλωσέ τα.



Η ημέρα έχει πλέον μεγαλώσει αρκετά και δεδομένου ότι οι εργάτες των γεωργικών εργασιών προσλαμβάνονταν από ανατολής μέχρι δύσης του ηλίου, συνέφερε τους γεωργούς ακόμη και οκνηρούς εργάτες να προσλάβουν:

«Τον Απρίλη και τον Μάη, έπαιρνε ακαμάτη εργάτη.»



Για τη βροχή του Απριλίου υπάρχουν πολλές παροιμίες:
«Του Απρίλη η βροχή, κάθε κόμπος και φλουρί.»
«Αν ρίξει Απρίλης τρεις βροχές κι ο Μάης άλλες δύο,
να δεις σταφύλια σαν παιδιά και πίτες σαν αλώνια.»



Ο Απρίλιος με τον Μάιο είναι οι κατεξοχήν μήνες των λουλουδιών:
«Ο Απρίλης με τα λούλουδα κι ο Μάης με τα ρόδα.»



Ο Απρίλης όμως δεν είναι πάντοτε καλοκαιρινός:
«Το κρύο φύλαε ως τ’Απριλιού τις δώδεκα,
ακόμα και στις δεκαχτώ πέρδικα ψόφησε στ’αβγό.»



Απρίλιος, Απρίλης και Αϊγιωργίτης Απρίλης, να πριστεί να σκάσει.



Απρίλη μέρες ζύμωνε κι αν έχεις στράτες πήγαινε.



Απρίλης γρίλης, τιναχτοκοφινίδης (τελειώνουν οι καρποί που είχαν μαζευτεί από την περασμένη σοδειά και τινάζονται έτσι τα κοφίνια).



Αν βρέξει Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα χαρά σε κείνον τον ζευγά
πούχει πολλά σπαρμένα.



Τόση ήταν η αγάπη μας σαν τ’ Απριλιού το χιόνι όπου το στρώνει από βραδύς
και το πρωί το λειώνει (και μεταφορικά για τις σύντομες φιλίες).



Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης πέντε δέκα να δεις το κοντοκρίθαρο
πώς στρίβει το μουστάκι.
Να δεις και τις αρχόντισσες, πώς ψιλοκρισαρίζουν, να δεις και τη φτωχολογιά πώς ψιλοκοσκινάει.



Απρίλη, Απρίλη αφόρετε.



Αν βρέξει ο Απρίλης δώδεκα, κι ο Μάης μια και φίνα, αξίζει τ’ αλαφόπουλο, μ’ όλη την ελαφίνα.



Αν βρέξει ο Απρίλης δυο βροχές, και Μάης μια, θα είν’ το ψωμί σου ψηφορά και το κρασί σου νάμα (πρόσφορο και κρασί για λειτουργία).



Απρίλης, Μάης, κοντά είναι το θέρος.



Απρίλης, Μάης κουκιά μεστωμένα.



Απριλίου δεκαοχτώ, να ‘χεις το μάτι σου ανοιχτό.


Πέρασαν οι δεκαοχτώ, άραξε σ’ ένα αυγό (για τους θαλασσινούς, με τις φουρτούνες)



Και τ’ Απριλιού τις δεκαοχτώ πέρδικα ψόφησε στ’ αυγό (έκανε κρύο).



Απρίλης με τα λούλουδα και Μάης με τα χορτάρια. Και τ’ Αϊ-Γιωργιού να φέξει!



Ο Απρίλης κι αν χιονίζει καλοκαίρι θα μυρίζει.



Όσες πομένουν (απομένουν) τ’ Απριλιού και τρεις από το Μάη (για τον υπολογισμό των ημερών της νηστείας των Αγίων Αποστόλων. (Κρητική παροιμία)



Όλο το χρόνο έτρεμα, ως δώδεκα Απριλίου, αν ρωτάς στις δεκαοχτώ, πέρδικα πάγωσε στ’ αυγό. (παροιμία Λέσβου)



Τον Απρίλη και το Μα (Μάη) κατά τόπους τα νερά (οι τοπικές βροχές).



Πηγή: stilida.com











Ο ΓΙΟΥΚΟΣ: Βιτρίνα και καμάρι της νοικοκυράς!



Του Νίκου Παπακωνσταντόπουλου










Αν «η κουζίνα είναι ο καθρέφτης της νοικοκυράς», όπως συνηθίζουμε να λέμε, τότε η βιτρίνα της, καθώς και βιτρίνα όλου του σπιτιού είναι σίγουρα ο γιούκος!


Η ονομασία του προέρχεται, πιθανότατα, από το τουρκικό yük, που σημαίνει φορτίο, σωρός «χοντρών» ρούχων, από σκεπάσματα και στρωσίδια. Αν και σε όλα σχεδόν τα σπίτια κατείχε περίοπτη θέση στο καλύτερο δωμάτιο, τη «σάλα», θα λέγαμε ότι δεν «τράβαγε» αμέσως το μάτι του επισκέπτη. Η μαστοριά και η λεπτομέρεια τον έκαναν θεατό και αθέατο μαζί, ενώ ο μικρός ή κακοστημένος γιούκος μαρτυρούσε νοικοκυρά ανεπρόκοπη! Ορισμένα αρχοντόσπιτα είχαν ειδική υποδοχή («κοίλωμα») στον τοίχο, για να τοποθετούνται εκεί τα ρούχα και να μην «κλέβουν» από τον υπόλοιπο χώρο. Ήταν παράλληλα και χώρος γνωστός σε όλους, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως σημείο προσανατολισμού για την εύρεση άλλων αντικειμένων, π.χ. θα το βρεις (το αντικείμενο που ψάχνεις) δίπλα, μπροστά, ή πίσω από το γιούκο.


Κάθε «χονρόρουχο» (ή χοντρόσκουτο) με το που τελείωνε η ύφανσή του στον αργαλειό, έπαιρνε τη θέση του εκεί. Με περισσή τέχνη η χρυσοχέρα νοικοκυρά το «έχτιζε» μαζί με τ’ άλλα, έτσι που να μην περισσεύουν γωνίες, να μην κάνει «κοιλιά», να μην «γέρνει», να μη στραβώνει και γενικά να είναι όλο το «στήσιμο» καλά «ζυγισμένο» και πολύ προσεγμένο. Το ύψος του έφτανε και μέχρι το ταβάνι και δεν ήταν λίγες οι φορές που στηνόταν δίπλα κι ένας δεύτερος, μικρότερος.


Εκτός από τα υφαντά (σαΐσματα, μπατανίες, απλάδες, κουρελούδες, κουβέρτες, φλοκάτες κλπ), στο γιούκο οι νοικοκυρές έβαζαν μαζί και τα λίγα «αγοραστά» σκεπάσματα, π.χ. παπλώματα, μάλλινες ή ημισυνθετικές κουβέρτες, σε σημείο και με τρόπο που να φαίνονται περισσότερο, θέλοντας να δείξουν κι εκεί την αξιοσύνη τους. Σχεδόν πάντα ανάμεσα στα ρούχα έκρυβαν και χρήματα, που τα ήξεραν μόνο οι ίδιες, και τα είχαν για το γυρολόγο, τον καλαντζή, το μάστορα, ή και για οποιαδήποτε άλλη άμεση ανάγκη του σπιτιού.


Ένα μεγάλο λευκό και πάντα καθαρό σεντόνι, καρφιτσωμένο με παραμάνες, που όμως δεν ήταν ορατές, τον σκέπαζε και τον τύλιγε πολύ προσεγμένα, τον προφύλασσε από τη σκόνη και τους λεκέδες των εντόμων, κάλυπτε κάθε ατέλεια, δεν «κρέμαγε», ούτε σχηματίζονταν πτυχές. Τα ακόμα παλιότερα χρόνια, τη θέση του σεντονιού είχε μια περίτεχνα υφασμένη πολύχρωμη κουβέρτα ή απλάδα. Και τις μέρες τις γιορτινές, που στο σπίτι μπαινόβγαινε κόσμος, το σεντόνι μπορεί και να έβγαινε, που αποκαλυπτόταν έτσι μια πανδαισία χρωμάτων στα υφαντά, στολισμένη με δαντέλλες, που έδινε στο γιούκο μια ανείπωτη χάρη!


Σ’ αυτόν πρωτοέπεφταν οι ερευνητικές και όχι πάντα διακριτικές ματιές των προξενητάδων που έμπαιναν στο σπίτι για «την ώρα την καλή» των κοριτσιών! Καλός και μεγάλος γιούκος ήταν οπωσδήποτε κι ένα παραπάνω κίνητρο για τον υποψήφιο γαμπρό!


Το «γκρέμισμα» του γιούκου γινόταν συνήθως για κάποια χαρά του σπιτιού, π.χ. για προετοιμασίες γάμου. Τα ρούχα που ξεχωρίζονταν και που θα έπαιρνε μαζί της η νύφη στο νέο της νοικοκυριό, γίνονταν κι αυτά ένας δεύτερος, μικρότερος γιούκος, στολισμένος με κορδέλες και λουλούδια. Την ώρα που πήγαιναν οι «προικολάβοι» να τα παραλάβουν, έβαζαν πάνω σ’ αυτόν ένα μικρό αγόρι, για να γεννήσει η νύφη σερνικά παιδιά!


Στις γαμήλιες προετοιμασίες το πολύ όμορφο και καλοφτιαγμένο αυτό κατασκεύασμα σχεδόν «άδειαζε». Γι’ αυτό η νοικοκυρά/υφάντρα φρόντιζε ν’ αναπληρώσει έγκαιρα το κενό, πριν και μετά την ευτυχισμένη μέρα της κόρης της, γιατί και τα επόμενα κορίτσια «έπαιρναν σειρά». Πόσα ξενύχτια, στ’ αλήθεια, και πόσες μέρες από το πρωί μέχρι το βράδυ έμενε στον αργαλειό για να τα προλάβει! Και πόσες φορές η κούραση την έκανε να «γέρνει» και να την παίρνει για λίγο ο ύπνος επάνω στη σαΐτα της! Άλλες φορές πάλι σιγοτραγουδούσε, είτε για να διώξει τη νύστα, είτε από την αναμονή της χαράς, είτε από μεράκι, καμαρώνοντας η ίδια για τα αραβουργήματά της! Και το χειμώνα, ένα αυτοσχέδιο μαγκάλι με κάρβουνα από τη φωτιά, κάπου δίπλα της ζέσταινε την ίδια και το χώρο, γιατί η παραμονή καθιστή στην ίδια θέση έκανε το κρύο πολύ περισσότερο αισθητό.


Το «γκρέμισμα» γινόταν και μια φορά το χρόνο, κυρίως την παραμονή της Αναλήψεως το βράδυ, που έβγαζαν τα ρούχα και τα άπλωναν επάνω σε φράχτες, σε δέντρα ή μάντρες να αεριστούν και να μην τα τρώει ο σκώρος. Και πριν βγει ο ήλιος το επόμενο πρωί, έπρεπε να έχουν μαζευτεί, για να ταχτοποιηθούν και πάλι στη θέση τους. Κάτω κάτω έβαζαν πάντα τα λιγότερο εύχρηστα, ενώ επάνω εκείνα που χρησιμοποιούσαν περισσότερο οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι, αλλά και όταν χρειαζόταν να σκεπαστούν οι μουσαφιραίοι.


Η εύκολη πρόσβαση στο εμπόριο μετά το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα, που είχε σαν αποτέλεσμα την κατάργηση του αργαλειού, μοιραία κατάργησε και το γιούκο. Έπειτα, οι καλαίσθητες ντουλάπες ήρθαν κυριολεκτικά να τον αφανίσουν, αφού αυτές πλέον φιλοξενούν τα όσα περίτεχνα υφαντά έχουν απομείνει από τα πανάξια χέρια των μανάδων και των γιαγιάδων μας. Έτσι, σήμερα συναντάμε «δείγματα» γιούκων ως εκθέματα σε λαογραφικά μουσεία.



Πηγή: kalavrytanews.com



ellas2.wordpress.com




Έθιμα της 25ης Μαρτίου



Υπάρχουν ορισμένες περιοχές στην Ελλάδα που δίνουν μια άλλη διάσταση στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου και δεν περιορίζονται σε θείες λειτουργίες, καταθέσεις στεφάνων και παρελάσεις, αλλά διοργανώνουν ξεχωριστές εκδηλώσεις που έχουν τις "ρίζες" τους σε βάθος χρόνου...



Στο Ελατοχώρι του νομού Πιερίας, την παραμονή του Ευαγγελισμού, ομάδες μικρών παιδιών και νεαρών ατόμων, έχοντας κρεμασμένα στο λαιμό κουδούνια από τα κοπάδια των προβάτων και κρατώντας στα χέρια φωτιές, γυρίζουν στους δρόμους του χωριού. Σε κάθε σπίτι χτυπούν δυνατά τα κουδούνια, κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο και φωνάζοντας δυνατά να "φύγουν τα φίδια, να φύγουν οι σαύρες, έρχεται ο Ευαγγελισμός με το σπαθί στο χέρι", ενώ στη συνέχεια συγκεντρώνονται στην πλατεία του χωριού και στήνουν μεγάλο γλέντι με κρασί και εδέσματα. «Το έθιμο κρατάει από την εποχή της τουρκοκρατίας έως και σήμερα. Τα παιδιά γυρνούν σε όλο το χωριό, ενώ οι μεγαλύτεροι μαζεύουν κέδρα στην πλατεία του χωριού. Εκεί ανάβουν μεγάλες φωτιές και πηδάνε πάνω από τις φλόγες, ενώ καλωσορίζουνε την άνοιξη με χορούς και παραδοσιακά τραγούδια".



Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε περιοχές της Ηπείρου, την παραμονή του Ευαγγελισμού. Τα παιδιά ξεχύνονται στα χωράφια, χτυπώντας κατσαρόλες και ό,τι άλλο μαγειρικό σκεύος έχουν. Με το θόρυβο που κάνουν πιστεύουν πως διώχνουν τα φίδια, που εκείνη την ημέρα ξυπνούν από τη χειμερία τους νάρκη.



Αντίθετα, στη Σκιάθο, το νησί των Σποράδων, τα τελευταία χρόνια αναβιώνουν την 25η Μαρτίου τα έθιμα "εωθινό" και "λαμπαδηφορία". Το εωθινό σημαίνει το εορταστικό ξύπνημα του νησιού, ανήμερα της γιορτής, στις 5 η ώρα το πρωί. Σε αυτή την εκδήλωση γιορτάζεται η Απελευθέρωση του Γένους. Η λαμπαδηφορία γίνεται στις 8:30 το βράδυ, όπου μαθητές και ενήλικες ξεχύνονται στους δρόμους με λαμπάδες και κεριά. Πρόκειται για ένα έθιμο που πηγάζει από τα χρόνια της τουρκοκρατίας και συνδυάζει την ανάσταση του Χριστού με την ανάσταση του Γένους, παραλληλίζοντας το Άγιο Φως με το φως της ελευθερίας.



Ως έθιμο για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου καθιερώθηκε και ο μπακαλιάρος με σκορδαλιά. Κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, η Εκκλησία επέτρεπε στους πιστούς να φάνε ψάρι μόνο δύο φορές, του Ευαγγελισμού και την Κυριακή των Βαΐων.



Η ιστορία του μπακαλιάρου ξεκινάει με την εποχή των Βίκινγκς, όπου πρωτοεμφανίστηκε σαν εμπορικό προϊόν περί το 800 μ.Χ. Μάλιστα, λέγεται ότι κυνηγώντας βακαλάους, οι Βίκινγκς ανακάλυψαν κατά λάθος το "νέο κόσμο".

Πρώτοι τον πάστωσαν οι Βάσκοι, που ξεκίνησαν το εμπόριο του μπακαλιάρου από το Μεσαίωνα και τον ονόμασαν "ψάρι του βουνού", ενώ στη χώρα μας, ήρθε τον 15ο αιώνα και στο ελληνικό τραπέζι μπήκε κατά τη διάρκεια της σαρακοστιανής νηστείας.



«Αν δεν έχεις να φας ψάρι, να γλείψεις ψαροκόκκαλο» λένε σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ενώ σχετικό είναι και το παιδικό τραγουδάκι: «Του Ευαγγελισμού και των Βαγιώ,/τρώνε ψάρι και κολιό...».



Με εξαίρεση τα νησιά, όπου υπήρχε πάντα φρέσκο ψάρι, στην υπόλοιπη Ελλάδα ο παστός μπακαλιάρος ήταν η φθηνή και εύκολη λύση. Ιστορικά, εκείνοι που έστελναν στην Ελλάδα μεγάλες ποσότητες μπακαλιάρου ήταν οι Άγγλοι, οι οποίοι τον αντάλλασσαν με σταφίδες.



Παλαιότερα πιστευόταν ότι το βράδυ της παραμονής του Ευαγγελισμού ανοίγουν οι ουρανοί και ό,τι προλάβεις να ζητήσεις την στιγμή εκείνη θα το αποκτήσεις. Γι’ αυτό έλεγαν ότι όποιος γεννιέται την ημέρα αυτή είναι τυχερός σε όλη την ζωή. Την ίδια επίσης βραδιά τα δέντρα χαμηλώνουν και προσκυνούν την γη, το φαινόμενο όμως τό βλέπουν μόνο οι δίκαιοι.



Του Ευαγγελισμού θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες γιορτές, γι’ αυτό επιβάλλεται αποχή από κάθε δουλειά. Λέγουν χαρακτηριστικά ότι ακόμη και τα χελιδόνια, που τότε αρχίζουν να επιστρέφουν, αυτήν την ημέρα σταματούν να χτίζουν την φωλιά τους.



Το διώξιμο των φιδιών και των άλλων ερπετών αποτελούσε μεγάλη έγνοια για τον χωρικό αυτή την περίοδο. Σε πολλά μέρη απέφευγαν το σκούπισμα για να μην παρουσιαστούν στο σπίτι φίδια, μυρμήγκια και άλλα ζωύφια. Απαγορευόταν επίσης να φέρουν στο σπίτι χλωρά χόρτα γιατί γίνονται και αυτά φίδια ή ποντίκια. Ούτε νερό επιτρεπόταν να φέρουν γιατί μπορεί να βγει φίδι στο σπίτι ή μπορεί να μπει στο σταμνί ο διάβολος με την μορφή φιδιού.



Πηγή: ekklisiaonline.gr

kiosterakis.gr
















Το έθιμο ο “Λάζαρος” στην Παλαιά Λεπτοκαρυά Πιερίας



Γράφει ο Ιωάννης Τζιόλας, φιλόλογος- αρχαιολόγος



Το πρώτο Σάββατο της Μ. Σαρακοστής, (αμέσως μετά την Καθαρά Δευτέρα) ημέρα που γιόρταζαν οι Άγιοι Θεόδωροι, τα κορίτσια της Παλαιάς Λεπτοκαρυάς στόλιζαν τον “Λάζαρο”. Πρόκειται καθαρά για γυναικεία εκδήλωση και απαγορεύονταν η συμμετοχή των ανδρών. Την παραμονή, τα κορίτσια, αλλά και οι παντρεμένες νεότερες γυναίκες, οργανώνονταν σε μεγάλες παρέες, το πολύ μέχρι δέκα ατόμων. Όμως έπρεπε όλες τους να έχουν σχεδόν την ίδια ηλικία. Σπάνια δεχόντουσαν στην παρέα τους, κάποια πολύ μικρότερή ή πολύ μεγαλύτερή τους.



Έτσι το Σάββατο το πρωί, κάθε κορίτσι έπαιρνε ένα πιάτο γεμάτο άβραστα φασόλια και ένα πιάτο με αλεύρι, ρύζι, λάδι και συγκεντρώνονταν σε ένα σπίτι, που το είχαν ετοιμάσει, από την παραμονή. Επίσης, στις αρραβωνιασμένες κοπέλες, την παραμονή οι πεθερές τους, πήγαιναν στο σπίτι σαν δώρο, όλα τα υλικά, που θα χρειάζονταν για τον “Λάζαρο”. Οι κοπέλες άφηναν τα υλικά στο σπίτι και μοίραζαν τις δουλειές που είχαν να κάνουν. Δυο κοπέλες αναλάμβαναν να μαγειρέψουν τα φασόλια. Άλλες δυο να κάνουν τις πίτες (έκαναν συνήθως δυο, τρεις ή και τέσσερις πίτες).



Όμως οι δουλειές που ήταν πολύ δύσκολες και τις οποίες δεν τις ήξεραν καλά τα κορίτσια, πολλές φορές τις βοηθούσαν και οι σπιτονοικοκυρές του σπιτιού. Τα κορίτσια που περίσσευαν, έπαιρναν ένα κλαδευτήρι, έβγαιναν έξω από την Παλαιά Λεπτοκαρυά και κοντά στο δάσος, έκοβαν ένα μεγάλο κλαδί από την ανθισμένη αγριοκρανιά, την οποία έλεγαν “Ζουκρανιά”. Όλα τα κορίτσια επέστρεφαν στο σπίτι χαρούμενα και στη μέση του δωματίου έβαζαν ένα τραπέζι. Πάνω σ’ αυτό το τραπέζι στερέωναν το μεγαλύτερο κλαδί της “Ζουκρανιάς”.



Όταν τα κορίτσια τέλειωναν με τις δουλειές που είχαν αναλάβει, τότε όλες τους μαζευόντουσαν στον “καλό τον οντά”, δηλ. στο μεγάλο δωμάτιο της υποδοχής. Εκεί λοιπόν έκαναν μικρές αρμάθες με σταφίδες που είχαν αγοράσει και τις κρεμούσαν στο ανθισμένο κλαδί. Επίσης κρεμούσαν και άλλα δώρα, ώστε να στολιστεί “η Λάζαρους”, δηλ. το κλαδί της ανθισμένης αγριοκρανιάς. Έτσι, την ώρα που στόλιζαν “του Λάζαρου”, τραγουδούσαν:



“Άη μου, Λάζαρη, καμαρουμένη,

Ποιος σι στόλισει κι καμαρώνεις;

Η μάνα μ’ μι στόλ’σει κι καμαρώνου.

Έχεις πιθιρά καμαρουμένη.

Έχεις πιθιρό καμαρουμένου”.



Μετά το τραγούδι αυτό και ενώ ακόμα οι πίτες ήταν στο φούρνο και η φασολάδα έβραζε, τα κορίτσια άρχιζαν τα τραγούδια και το χορό. Τραγουδούσαν και χόρευαν όλα μαζί, γύρω από τον στολισμένο “Λάζαρο”. Όμως, μόλις το φαγητό και οι πίτες ήταν έτοιμες, σταματούσαν το χορό και όλες μαζί, ετοίμαζαν το τραπέζι που βρισκόταν στον “καλό τον οντά”. Η κάθε κοπέλα έπαιρνε την μερίδα της και κάθονταν όλες τους μαζί, γύρω από τον στολισμένο “Λάζαρο”. Δεν είχαν τραπέζια για να φάνε, γι’ αυτό και έστρωναν τις μεγάλες “μεσάλες”, δηλ. τα μεγάλα καλά τραπεζομάντηλα.



Πρώτα έτρωγαν τη φασολάδα και μετά την πίτα. Μάλιστα, όταν έκοβαν την πίτα, έβγαζαν και ένα “φιλί”, δηλ. έβγαζαν και ένα κομμάτι για την σπιτονοικοκυρά. Έτρωγαν χαρούμενα και έλεγαν διάφορα “χορατά”, δηλ. έλεγαν διάφορα αστεία. Εκείνη την ημέρα μάλιστα, τα κορίτσια μπορούσαν να ντύνονται καρναβάλια μέσα στο δωμάτιο, όπου είχαν τον στολισμένο “Λάζαρο”. Επίσης τα κορίτσια την ημέρα εκείνη, μπορούσαν να πάνε μέχρι την “Καστανιά”, (πρόκειται για περιοχή στην Παλαιά Λεπτοκαρυά), όπου εκεί μπορούσαν να χορέψουν.



Όταν τελείωναν με τους χορούς και τα τραγούδια, καθάριζαν όλα τα σκεύη και το χώρο που είχαν χρησιμοποιήσει και μοιράζονταν όλα τα φαγητά που περίσσευαν και τα έπαιρναν στο σπίτι τους. Τονίζουμε, πως το στόλισμα του “Λάζαρου”, ήταν καθαρά μία γυναικεία γιορτή. Την ημέρα αυτή, δεν επιτρέπονταν να μπει στο σπίτι ή στο δωμάτιο που στόλιζαν τον “Λάζαρο”, κανένας άντρας. Θεωρούνταν μεγάλη ντροπή και ασφαλώς τιμωρούνταν από τις κοπέλες. Ούτε μικρός αρσενικός, ούτε ο αρραβωνιαστικός ή ο σύζυγος, δεν τολμούσε να μπει στο δωμάτιο. Ήταν η μέρα της γυναίκας.



Η εκδήλωση αυτή ήταν από τις πιο παλιές και πιο σημαντικές εκδηλώσεις στην Παλαιά Λεπτοκαρυά. Πρόκειται για καθαρά “γυναικεία εκδήλωση”. Όμως οι Λεπτοκαρίτισσες δεν ήξεραν το πραγματικό νόημα αυτού του εθίμου. Απλά το τελούσαν, γιατί ήταν “παράδοση” και γιατί μπορούσαν εκείνη την ημέρα να “ξεφαντώσουν”. Ήταν μια ημέρα, που ίσως να είχε σχέση με παλιότερες γυναικοκρατούμενες εποχές.



Τα τελευταία χρόνια ο πολιτιστικός σύλλογος «Πνευματική Κίνηση Λεπτοκαρυάς» αναβιώνει κάθε χρόνο το πρώτο Σάββατο μετά την Καθαρά Δευτέρα (των Αγίων Θεοδώρων) στη Λεπτοκαρυά, το έθιμο του «Λαζάρου». Απαραίτητη προϋπόθεση στην αναβίωση αυτού του εθίμου αποτελεί η αποκλειστική συμμετοχή μόνο των γυναικών, ενώ οι άνδρες αποκλείονται (από το έθιμο) παντελώς. Όμως, δυστυχώς, τα τελευταία δυο χρόνια (λόγω της πανδημίας) η αναβίωση του εθίμου δεν πραγματοποιήθηκε.



Η άντληση αρκετών πληροφοριών, έγινε από το βιβλίο του καθηγητή Γεωργίου Χατζή, «Λεπτοκαρυά». Στην παλαιά Λεπτοκαρυά υπήρχαν πολλά έθιμα, τα οποία σήμερα δεν διατηρούνται και δεν γίνονται σε κανένα σπίτι της σημερινής Λεπτοκαρυάς.



Πηγή: makthes.gr














Καθαρά Δευτέρα – έθιμα: Ο χαρταετός, η νηστεία και όλα όσα γιορτάζουμε!



Οι νοικοκυρές, ετοιμάζουν το νηστίσιμο φαγοπότι της Καθαράς Δευτέρας από την Κυριακή. Από το τραπέζι δε λείπουν ποτέ ο ταραμάς, ο χαλβάς, οι λαγάνες και πολλά άλλα νηστίσιμα εδέσματα. Εκτός όμως από το παραδοσιακό τραπέζι, με αφορμή την Καθαρά Δευτέρα, αναβιώνουν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας ήθη και έθιμα, από τα οποία, μερικά είναι διαδεδομένα σε όλη την Ελλάδα, όπως το πέταγμα του χαρταετού, ενώ άλλα τελούνται σε ορισμένες μόνο περιοχές.



Παρέες βγαίνουν στην εξοχή, παίρνοντας μαζί τους νηστίσιμα φαγητά, και το ρίχνουν στην διασκέδαση και τον χορό. Τα κούλουμα από τόπο σε τόπο γιορτάζονται διαφορετικά, με διάφορες εκδηλώσεις. Παντού επικρατεί κέφι, χορός και τραγούδι. Φέτος βέβαια, μιας και τίποτε από αυτά δεν θα γίνει λόγω των περιοριστικών μέτρων, ας… διαβάσουμε από το σπίτι τι γιορτάζουμε την Καθαρά Δευτέρα, που ευχόμαστε του χρόνου να γιορτάζουμε αγκαλιασμένοι, όλοι μαζί!



Καθαρά Δευτέρα: Από πού πήρε το όνομα

Η Καθαρά Δευτέρα πήρε την ονομασία της από τους Χριστιανούς, γιατί με την έναρξη της νηστείας «καθαρίζονταν» πνευματικά και σωματικά. Η νηστεία διαρκεί για 40 μέρες, όσες ήταν και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο. Όσο για τη λέξη “Κούλουμα”, ετυμολογικά υπάρχουν πολλές εκδοχές ως προς την προέλευση και τη ερμηνεία. Ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, υποστηρίζει ότι η λέξη προέρχεται από το λατινικό «cuuiulus», που σημαίνει αφθονία, αλλά και τέλος. Τα κούλουμα εκφράζουν, δηλαδή, τον επίλογο της Αποκριάς και παράλληλα την έναρξη της περιόδου της Σαρακοστής (σαράντα ημέρες για το Πάσχα). Μια άλλη εξίσου πιθανή θεωρία θέλει τα κούλουμα να προέρχονται από την, επίσης λατινική, λέξη «columna» –που σημαίνει κίονας, κολώνα– κι αυτό γιατί οι Αθηναίοι συνήθιζαν να γιορτάζουν την Καθαρή Δευτέρα στις «κολώνες», δηλαδή στις Στήλες του Ολυμπίου Διός, χωρίς φυσικά να ξεχνούν να πάρουν μαζί τους το χάρτινο σύνεργο του υπαίθριου παιχνιδιού, που τελικά επικράτησε ως έθιμο.



Η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής

Η Καθαρά Δευτέρα είναι η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της νηστείας του Πάσχα. Από τους λαογράφους θεωρείται ο επίλογος των βακχικών εορτών της Αποκριάς, οι οποίες ουσιαστικά αρχίζουν την Τσικνοπέμπτη και τελειώνουν την Καθαρά Δευτέρα. Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος την Καθαρά Δευτέρα «καθαρίζουν» ό,τι απόμεινε από τα μη νηστίσιμα φαγητά της αποκριάς. Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως στην Ήπειρο, οι νοικοκυρές καθαρίζουν τις κατσαρόλες και όλα τα χάλκινα σκεύη από τα λίπη της αποκριάς με ζεστό σταχτόνερο μέχρι ν’ αστράψουν και βάφουν άσπρα τα πεζοδρόμια. Το πιάτο της ημέρας περιλαμβάνει νηστίσιμα, ως αποτοξίνωση από το πλούσιο φαγοπότι της Αποκριάς. Χαλβάς, ταραμάς, ελιές, πίκλες, θαλασσινά, φασολάδα, βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Τα νηστίσιμα συνοδεύονται από τη λαγάνα, ένα είδος άρτου χωρίς προζύμι, με ελλειπτικό σχήμα και πεπλατυσμένος για να ψήνεται εύκολα.



Σχετικός και ο δημοτικός σατυρικός θρήνος:



Τ’ ακούτε τι παράγγειλε η Καθαρή Δευτέρα;

Πεθαίν ο Κρέος, πέθανε, ψυχομαχάει ο Τύρος
σηκώνει ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδος τα γένεια

Μπαλώστε τα σακούλια σας, τροχίστε τα λεπίδια
και στον τρανό τον πλάτανο, να μάσουμε στεκούλια.



Απαραίτητο συμπλήρωμα της Καθαράς Δευτέρας αποτελεί το πέταγμα του χαρταετού, με τα ποικίλα χρώματα και σχέδια, από μικρούς και μεγάλους, πιθανόν για να πετάξουν μακριά κάθε έγνοια του χειμώνα, μια και μπαίνει η άνοιξη και όλα, τουλάχιστον στη φύση, είναι πιο χαρούμενα λόγω της ανθοφορίας και της βελτίωσης του καιρού.



Καθαρά Δευτέρα: Το έθιμο του χαρταετού

Ο χαρταετός που πετάμε την Καθαρά Δευτέρα, δεν είναι απλώς ένα ακόμα παιχνίδι, που ίπταται στον αέρα εδώ και χιλιάδες χρόνια. Το πέταγμά του στα ύψη και ο χορός του με τον άνεμο, ψηλά στον καταγάλανο ουρανό, υποδηλώνει την ανάταση, την κάθαρση της ψυχής μετά το διονυσιακό ξεφάντωμα της Αποκριάς. Μολονότι ο χαρταετός πρωταγωνιστεί στα δικά μας Κούλουμα, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι πατρίδα του είναι η μακρινή Ανατολή. Η ιστορία του χαρταετού έχει βαθιές ρίζες στην αρχαία Κίνα ξεπερνώντας τα 2.400 χρόνια ζωής. Αρχικά, βέβαια, υλικό κατασκευής των χαρταετών δεν υπήρξε το χαρτί, αλλά το ξύλο. Οι λαοί της Ανατολής χρησιμοποιούσαν τους χαρταετούς σε μαγικές τελετές, θρησκευτικές εκδηλώσεις και σε τελετουργίες για τον εξορκισμό του κακού. Πίστευαν ότι όσο ψηλότερα ανεβεί ο αετός τόσο πιο τυχεροί θα είναι. Ο αυτοκράτορας της Κίνας Γουέν Χσουν έκανε πειράματα πτήσεων με αετούς φτιαγμένους από μπαμπού, χρησιμοποιώντας για επιβάτες τους κρατούμενούς του. Οι τυχεροί που επιζούσαν κέρδιζαν την ελευθερία τους. Μια από τις πιο εντυπωσιακές γιορτές με χαρταετούς που χορεύουν στους αιθέρες πραγματοποιείται εδώ και χιλιάδες χρόνια στη Βόρεια Ινδία, για την υποδοχή της άνοιξης, με εντυπωσιακές τελετές που έχουν τις ρίζες τους στην ινδουιστική μυθολογία. Για τον ίδιο λόγο, στη Λαχώρη του Πακιστάν κάθε Φεβρουάριο γίνονται πανηγυρικές εκδηλώσεις, που επανα- φέρουν στη μνήμη παγανιστικές συνήθειες του παρελθόντος.Αλλά και στην ελληνική αρχαιότητα, ο χαρταετός δεν ήταν άγνωστος. Αναφέρεται ότι ο αρχιμηχανικός Αρχύτας του Τάραντα -4ος αι. π. Χ.- χρησιμοποίησε στην αεροδυναμική του τον αετό, ενώ υπάρχει και ελληνικό αγγείο της κλασικής εποχής με παράσταση κόρης, η οποία κρατά στα χέρια της μια μικρή λευκή σαΐτα (είδος αετού) με το νήμα της, έτοιμη να την πετάξει.



Πιθανότατα βέβαια, τα πειράματα ή τα παιχνίδια των Αρχαίων Ελλήνων με τους αετούς θα πρέπει να γίνονταν με πανί τουλάχιστον ως το Μεσαίωνα, καθώς η χώρα μας δεν διέθετε σε αφθονία το χαρτί. Πολύ αργότερα ο Μάρκο Πόλο γυρίζοντας από τα ταξίδια του, φέρνει το χαρταετό στην Ευρώπη του Μεσαίωνα, όπου τον περιγράφει και για τις επικίνδυνες επανδρωμένες πτήσεις του. Τα νεότερα χρόνια, πολλές λεπτομέρειες για την παρουσία του χαρταετού στη Γηραιά Ήπειρο έχουμε το 1450 στη Γερμανία και το 1606 στην Ισπανία. Στη δεύτερη περίπτωση, ένας κληρικός αναφέρει στο ημερολόγιό του ότι χρησιμοποιούσαν τον χαρταετό σαν παιχνίδι χαράς την ημέρα του Πάσχα. Ακολουθούν οι χρόνοι της επιστημονικής χρησιμοποίησης των χαρταετών (ή και υφασματαετών) ώσπου το 1752 στην Αμερική ο Βενιαμίν Φραγκλίνος εκτέλεσε το διάσημο πείραμά του, διαπιστώνοντας με τεχνητό αετό τον ηλεκτρισμό της ατμόσφαιρας και του κεραυνού, οπότε και κατασκεύασε το αλεξικέραυνο. Το 1880 ο Αυστραλός Hargrave σχεδίασε έναν τεράστιο αετό για μετεωρολογικές παρατηρήσεις.

Υπάρχει προφορική παράδοση που αγγίζει τα όρια του μύθου, ότι τη μεγάλη γέφυρα του Νιαγάρα την άρχισαν, ρίχνοντας απέναντι με χαρταετό το πρώτο σχοινί.

Ο Χαρταετός έφθασε στην Ελλάδα πρώτα από τα λιμάνια Ανατολής (Σμύρνη-Χίο-Κωνσταντινούπολη), τα λιμάνια της Επτανήσου, της Σύρας, των Πατρών και ακολούθησαν τα αστικά κέντρα, όπου μπορούσε κανείς να αγοράσει σπάγκο και χρωματιστό χαρτί. Η κατασκευή ενός χαρταετού σήμερα είναι σχετικά εύκολη υπόθεση καθώς υπάρχουν όλα τα τεχνικά μέσα. Απαιτείται βέβαια κοφτερό μυαλό από τον κατασκευαστή, επιδέξια χέρια και φυσικά φαντασία!

Ο χαρταετός στη μακραίωνη ιστορία του χρησιμοποιήθηκε με διάφορους τρόπους, για τη μέτρηση της θερμοκρασίας και της ταχύτητας των ανέμων, για μελέτες της ατμόσφαιρας και του ηλεκτρισμού, αλλά ακόμα και για αεροφωτογραφίσεις. Για το πέταγμα του χαρταετού πρέπει με προσοχή να επιλέγουμε ανοιχτούς χώρους χωρίς ηλεκτροφόρα καλώδια. Ακόμη να είναι μακριά από γκρεμούς και ποτέ σε ταράτσες, εξ αιτίας των δυστυχημάτων από τις πτώσεις.

Πάντως, έχει τη δύναμη, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους για κάθε χώρα, να ξεσηκώνει όλο τον κόσμο, μικρούς και μεγάλους και να τους παρασύρει σ’ ένα διαφορετικό παιχνίδι, επίπονο και επίμονο, αγωνιώδες και πολύχρωμο, με επιτυχίες ή απογοητεύσεις, αλλά πάντοτε ένα πανηγύρι συγκινήσεων, συναγωνισμού και χαράς.



Καθαρά Δευτέρα: Αθυροστομία

Η έντονη αθυροστομία και η καυστική σάτιρα είναι από τα χαρακτηριστικά της Καθαράς Δευτέρας σε πολλούς εορτασμούς της ανά την επικράτεια.



Αλευροπόλεμος

Ο Αλευροπόλεμος στο Γαλαξίδι, είναι ένα έθιμο που διατηρείται από το 1801. Εκείνα τα χρόνια, παρόλο που το Γαλαξίδι τελούσε υπό την τουρκική κατοχή, όλοι οι κάτοικοι περίμεναν τις Αποκριές για να διασκεδάσουν και να χορέψουν σε κύκλους. Ένας κύκλος για τις γυναίκες, ένας για τους άντρες. Φορούσαν μάσκες ή απλώς έβαφαν τα πρόσωπά τους με κάρβουνο. Στη συνέχεια προστέθηκε το αλεύρι, το λουλάκι, το βερνίκι των παπουτσιών και η ώχρα.



Βλάχικος Γάμος στη Θήβα

Είναι ένα έθιμο που φθάνει στις μέρες μας περίπου από το 1830, μετά την απελευθέρωση των ορεινών περιοχών. Οι Βλάχοι, δηλαδή οι τσοπάνηδες από τη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Ρούμελη, εγκατέλειψαν τότε την άγονη γη τους και βρήκαν γόνιμο έδαφος νοτιότερα. Το θέαμα είναι έξοχο, η γαμήλια πομπή πολύχρωμη, η μουσική που τη συνοδεύει (πίπιζες, νταούλια κ.ά.) εξαιρετικά ζωντανή.



Του Κουτρούλη ο Γάμος στη Μεθώνη Μεσσηνίας

Καρναβαλίστικος γάμος, που κρατάει από τον 14ο αιώνα. Στις μέρες μας, το ζευγάρι των νεονύμφων είναι δύο άντρες, που μαζί με τους συγγενείς πηγαίνουν στην πλατεία, όπου γίνεται ο γάμος με παπά και με κουμπάρο. Διαβάζεται το προικοσύμφωνο και ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι.



Η αναπαράσταση της εκτέλεσης μιας γερόντισσας

Στη Μεσσήνη Μεσσηνίας γίνεται η αναπαράσταση της εκτέλεσης μιας γερόντισσας, της γριάς Συκούς, που κατά την παράδοση, κρεμάστηκε στη θέση Κρεμάλα της πόλης, με εντολή του Ιμπραήμ Πασά, επειδή είχε το θάρρος, εξηγώντας του ένα όνειρο που είχε δει, να του πει ότι η εκστρατεία του και ο ίδιος θα είχαν οικτρό τέλος από την αντίδραση και το σθένος των επαναστατημένων Ελλήνων. Μετά την αναπαράσταση, μπορεί κάθε επισκέπτης να “κρεμαστεί” από τους ψευτοδήμιους της κρεμάλας. Το απόγευμα της Καθαράς Δευτέρας γίνεται η παρέλαση με μαζορέτες, άρματα, μεταμφιεσμένους μικρούς και μεγάλους και χορευτικά συγκροτήματα.



Μπουρανί στον Τύρναβο

Μπουρανί είναι μία χορτόσουπα δίχως λάδι, γύρω από την προετοιμασία της οποίας στήνεται ολόκληρο το σκηνικό του παιχνιδιού με φαλλικά σύμβολα και τολμηρά πειράγματα από τους μπουρανίδες.



Λαϊκό Δικαστήριο Ανήθικων Πράξεων

Στην Κάρπαθο λειτουργεί το Λαϊκό Δικαστήριο Ανήθικων Πράξεων. Κάποιοι κάνουν άσχημες χειρονομίες σε κάποιους άλλους και συλλαμβάνονται από τους Τζαφιέδες (χωροφύλακες) για να οδηγηθούν στο Δικαστήριο, που το αποτελούν οι σεβάσμιοι του νησιού. Τα αυτοσχέδια αστεία και τα γέλια ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι.



Κορδελάτοι ή Λεβέντες

Στις κοινότητες Ποταμιά, Καλόξιδο και Λιβάδια της Νάξου οι κάτοικοι ντύνονται Κορδελάτοι ή Λεβέντες. Οι Κορδελάτοι είναι φουστανελοφόροι και η δεύτερη ονομασία τους Λεβέντες αποδίδεται στους πειρατές. Από κοντά τους ακολουθούν και οι ληστές, οι Σπαραρατόροι, που αρπάζουν τις κοπέλες για να τις βάλουν με το ζόρι στο χορό και στο γλέντι, που κρατάει ως το πρωί.



Η καμήλα
«Τέσσερα τεμάχια σανίδων έχουν καρφωθεί έτσι ώστε να είναι ευθυγραμμισμένο παραλληλεπίπεδο, η περιφέρεια δηλαδή της καμήλας. Ο σκελετός καλύπτεται μετά με κουβέρτες χρώματος σταχτί και μέσα στην κατασκευή μπαίνουν δυο ντελικανίδες και της δίνουν «ζωή»…». Ένα έθιμο, που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, είναι αυτό της καμήλας που αναβιώνει κάθε Καθαρή Δευτέρα, στο χωριό Κάινα του Δήμου Αποκορώνου στην Κρήτη. Στην αναβίωση του εθίμου συμμετέχουν οι κάτοικοι του χωριού που αρχίζουν από νωρίς το πρωί τις ετοιμασίες για την κατασκευή της καμήλας, αλλά και του μουτζουρώματος. Τα παιδιά μαζεύονται σ' ένα σπίτι και βοηθούν το ένα το άλλο για να φτιάξουν τις πρωτότυπες στολές.

Η Καμήλα είναι ένα Διονυσιακό έθιμο και πρωτοεμφανίστηκε τον 19ο αιώνα. Κατασκευάζεται από μια ξύλινη σκάλα, δύο κοφίνια που αποτελούν τις δύο καμπούρες της καμήλας, μία παλέτσα (είδος νάιλον πανιού που χρησιμοποιείται για τη συλλογή του ελαιοκάρπου) και το σκελετό του κεφαλιού ενός γαϊδάρου.



Το έθιμο του Καδή ή Καντή
Το έθιμο της Κρήτης έχει τις ρίζες του στο Αμάρι, στον Αγιο Βασίλειο, στον Μυλοπόταμο, σε περιοχές της Μεσαράς και σε άλλα μέρη. Ο Καδής ήταν ο άρχοντας. Είχε το γενικό πρόσταγμα για ότι συνέβαινε εκείνη την ημέρα στο χωριό. Σχηματίζονταν πομπές με επικεφαλής τον Καδή και πήγαιναν σ’ όλα τα σπίτια. Ο Καδής δεν μπορούσε να είναι τυχαίο πρόσωπο, αλλά αντίθετα απαραίτητη προϋπόθεση να ήταν σεβαστός από όλους. Να πίνει μα να μην μεθά. Να κατέχει όλους τους χωριανούς. Να είναι σοβαρός αλλά να κάνει και καλαμπούρια. Στις μέρες μας, την Καθαρά Δευτέρα, ο Καντής βγαίνει στο χωριό μαζί με την παρέα του και προστάζει καλαμπούρια και φάρσες στα σπίτια των κατοίκων.



Ο Αϊ Γιώργης
Σε αυτό το έθιμο της Κρήτης, ένας άντρας παριστάνει τον Αϊ Γιώργη νεκρό. Τον μοιρολογούν και του ζητούν συγχώρεση. Ο Άγιος παραμένει ακίνητος. Ένας «ασεβής» τρώει το σφουγγάτο του Αγίου, ο οποίος και δυσαρεστείται από την ασέβεια. Τότε, όλοι μαζί οι "μουζωμένοι" αναζητούν τον κλέφτη του σφουγγάτου, ακουμπώντας ένας – ένας τον Άγιο λέγοντας: «να κολλήσω επαέ από μια αν έφαγα εγώ το σφουγγάτο». Κάποιος, κάποια στιγμή… κολλάει πάνω στον Άγιο. Ο νεκρός Άγιος σηκώνεται και αγκαλιάζει το κλέφτη του σφουγγάτου, κολλώντας τον πάνω του. Ο δράστης πια έχει αποκαλυφθεί και αρχίζουν οι γύρω του να τον χτυπούν με τον στρούμπο (ένα ύφασμα που στην άκρη του έχει ένα κόμπο). Αν ο δράστης ξεφύγει, ο Άγιος σηκώνεται και τον κυνηγάει.





Στη Σκύρο, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι με παραδοσιακές ενδυμασίες κατεβαίνουν στην πλατεία του νησιού, όπου χορεύουν και τραγουδούν τοπικούς σκοπούς.



Στον Αρχάγγελο της Ρόδου οι εκδηλώσεις της Καθαράς Δευτέρας κορυφώνονται με τα “μουζώματα” και τα “αλευρώματα” , παράλληλα με το γλέντι, τις μεταμφιέσεις και την σάτιρα.



Στα Μεγάλα Καλύβια, του νομού Τρικάλων, κάθε χρόνο την Καθαρά Δευτέρα και για παραπάνω από έναν αιώνα γίνεται αναπαράσταση του παραδοσιακού καραγκούνικου γάμου.



Στον Πεντάλοφο Κοζάνης, οι ντόπιοι δεν πετούν χαρταετό την Καθαρά Δευτέρα, αλλά αυτοσχέδια, μικρά αερόστατα που έχουν κατασκευάσει οι ίδιοι.



Πηγή: alphafreepress.gr

ekriti.gr/
















Ξεχωριστά αποκριάτικα έθιμα στην Ελλάδα



Σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδας γνωστά ή άγνωστα αποκριάτικά έθιμα αναβιώνουν μέχρι σήμερα, κρατώντας ζωντανή την ελληνική παράδοση.



Για τους περισσότερους, οι Απόκριες συνδέονται με τα μεγάλα καρναβάλια, τις παρελάσεις μεταμφιεσμένων ή τους ξέφρενους χορούς. Σε αρκετούς όμως νομούς και γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας ωστόσο, σώζονται έθιμα και παραδόσεις που μεταφέρονται αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά μέχρι και τις μέρες μας. Διονυσιακού χαρακτήρα, αρχαιοελληνικής προέλευσης, με παγανιστικές επιρροές, τις περισσότερες φορές έντονα σκωπτικά και με σατυρική διάθεση, τα αποκριάτικα έθιμα ανά την Ελλάδα, συνδέονται άλλοτε με την ιστορία και τους θρύλους της περιοχής και άλλοτε πάλι αποτελούν απλώς μια αφορμή διαφυγής από την καθημερινότητα. Η προετοιμασία σε αρκετές περιπτώσεις ξεκινάει μόλις ανοίγει το Τριώδιο, ενώ κορυφώνεται πάντοτε την τελευταία Κυριακή των Αποκριών, όπου σε κάθε περιοχή στήνεται μεγάλο γλέντι μέσα από έθιμα που διαρκεί μέχρι το πρωί της Καθαρής Δευτέρας.



Κάποια από αυτά μάλιστα δεν είναι τόσο γνωστά αλλά αξίζουν την προσοχή μας. Μπορεί φέτος να μην μπορούμε να τα ζήσουμε από κοντά, ωστόσο μέσα από το αφιέρωμα του travel.eleftheriaonline έχετε την ευκαιρία να μεταφερθείτε σε αυτά έστω νοητά, βάζοντας ίσως ορισμένες επιλογές στην ατζέντα σας για τα επόμενα χρόνια.



«Το στοιχειό της Χάρμαινας» στην Άμφισσα

Η Χάρμαινα είναι μια συνοικία της Άμφισσας στην οποία ήταν για αιώνες συγκεντρωμένα όλα τα εργαστήρια που ασχολούνταν με την κατεργασία του δέρματος, τα περιβόητα Ταμπάκικα ή Ταμπακαριά. Σε πολύ μικρή απόσταση, περίπου 500 μέτρων από το ιστορικό Κάστρο της πόλης, είχαν τα εργαστήριά τους οι ταμπάκηδες που επεξεργάζονταν τα δέρματα στην ξακουστή πηγή με το νερό που είχε την ιδιότητα να προσδίδει στα δέρματα το χαρακτηριστικό στιλπνό κίτρινο χρωματισμό τους. Προστάτης των ταμπάκηδων και τρόμος για τον υπόλοιπο πληθυσμό, ήταν το «Στοιχειό της Χάρμαινας» που κάνει την εμφάνισή του στα σκαλιά της εκκλησίας του Αι – Νικόλα, συνοδευόμενο από «ντβετσικάδες», «μποτζινάκηδες», «αράπηδες», «αχυρένιους», όλα πλάσματα που αντιπροσωπεύουν ψυχές σκοτωμένων ανθρώπων που τριγυρνούν ανικανοποίητες στην περιοχή. Αυτά τα αλλόκοτα και υπερφυσικά πλάσματα κατεβαίνουν προς την πλατεία, μαζί με παρατρεχάμενα ξωτικά και ένα πλήθος δερματοφόρων και κουδουνοφόρων, για να αναμετρηθεί σε μια πάλη μέχρις εσχάτων. Η μεγάλη γιορτή της αναπαράστασης γίνεται το βράδυ του Σαββάτου, παραμονή της Κυριακής της Τυρινής και αποτελεί την κορύφωση των εορταστικών εκδηλώσεων της πόλης. Ένα γνήσιο λαϊκό γλέντι με φωτιές και παραδοσιακές μουσικές στήνεται στην πλατεία Κεχαγιά, όπου οι επισκέπτες τρώνε ζεστό πατσά, χωριάτικο ζυμωτό ψωμί, τις διάσημες ελιές Αμφίσσης, ντόπιο τσίπουρο και κόκκινο κρασί.



Βενετσιάνικος γάμος στη Ζάκυνθο

Ο «Βενετσιάνικος γάμος στο Τζάντε» είναι ένα δρώμενο εμπνευσμένο από την μακρόχρονη ιστορία των νησιών του Ιονίου. Μεταφέρει το κοινό στην εποχή των ευγενών (Κόντηδων) και των λαϊκών (Ποπολάρων), όταν οι πρώτοι με τις ακριβές φορεσιές τους απολάμβαναν την ισχύ και τα πλούτη τους και οι δεύτεροι με τη συμμετοχή τους στα κοσμικά γεγονότα της εποχής βίωναν την γενναιοδωρία των πρώτων. Το δρώμενο, αναπαριστά από το 2004 και κάθε χρόνο την περίοδο των Αποκριών τη γαμήλια τελετή στη Ζάκυνθο του 16ου αιώνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις που έφεραν οι Βενετσιάνοι στο νησί. Στην διάρκειά του εκατοντάδες νέοι και νέες του νησιού φορούν τις πανέμορφες αρχοντικές φορεσιές εκείνης της εποχής και αποτυπώνουν με μεγαλοπρεπή τρόπο τον «Βενετσάνικο γάμο στο Τζάντε». Η μεγαλειώδης πομπή του Βενετσιάνικου γάμου, αρχίζει από τη πλατεία του Αγίου Παύλου, εκεί που παλιά άρχιζε ο πολεοδομικός ιστός της πόλης. Από εκεί διασχίζει την Λεωφόρο Αλεξάνδρου Ρώμα, και καταλήγει στην ιστορική πλατεία του Αγίου Μάρκου. Εκεί και πάνω σε περίλαμπρο πάρκο οι άρχοντες της πόλης, ο γαμπρός και η νύφη και ο λαός που ακολουθεί, υπογράφουν ενώπιον του «Νοδάρου» (συμβολαιογράφου) τα προικοσύμφωνα και ξεκινά με χορούς και τραγούδια το γαμήλιο γλέντι. Στη διάταξη της πομπής του «Βενετσιάνικου Γάμου» βρίσκονται τυμπανιστές και σημαιοφόροι. Ακολουθούν οι νεόνυμφοι και οι κοντινοί συγγενείς τους.



Το έθιμο των Φανών στην Κοζάνη

Η κοζανίτικη Αποκριά δεν είναι κάποιο έθιμο που αναβιώνει τις ημέρες του εορταστικού δωδεκαημέρου. Πρόκειται για μια ζωντανή διονυσιακή γιορτή που επαναλαμβάνεται από τους κατοίκους της τους τελευταίους τρεις αιώνες. Πυρήνας αυτής της γιορτής είναι ο Φανός. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, οθωμανική περίοδος, απελευθέρωση, πόλεμοι, πληθώρα δυσκολιών, όσο κι αν άλλαξε το αρχιτεκτονικό και χωροταξικό ανάγλυφο της πόλης -από τα αρχοντικά και τα χαμόσπιτα της εποχής έχουν μείνει ελάχιστα έως καθόλου στην πόλη για να θυμίζουν τον παλιό εαυτό της - η κοζανίτικη Αποκριά δεν άλλαξε, αλλά προσαρμόστηκε στο πνεύμα των καιρών, στο μέτρο των επιθυμιών και του πάθους των ανθρώπων. Το τραγούδι στο πολύ ιδιαίτερο κοζανίτικο γλωσσικό ιδίωμα κυριαρχεί και για κάποιον που δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένος μπορεί και να σοκάρει. Πιασμένοι χέρι χέρι, άντρες και γυναίκες γύρω από τη φωτιά λένε τραγούδια της λεβεντιάς, της αγάπης, τραγούδια του έρωτα, τραγούδια με έντονο το στοιχείο του αυτοσαρκασμού, της καθημερινής περιπέτειας των ανθρώπων αλλά και τραγούδια που οι γέροντες του Φανού λένε ότι «είναι μόνο για μεγάλους». Επαναλαμβάνουν με πάθος τα ρυθμικά τα λόγια του αρχιτραγουδιστή, όπως για παράδειγμα τις ιστορίες του παπά- Ραγκαβέλα. Οι φανοί της Κοζάνης στηρίζονται στην αυθόρμητη συμμετοχή των κατοίκων της, οι οποίοι τον ετοιμάζουν και πρωτοστατούν στο γλέντι με τα παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια ή τα λεγόμενα «ξινέτροπα ή τα σκωπτικά». Οι Φανοί σε όλη την πόλη ανάβουν κατά τις 8 το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς, κι αμέσως οι άνθρωποι της γειτονιάς ξεκινούν το τραγούδι. Το κρασί ρέει άφθονο, οι παραδοσιακές κοζανίτικες πίτες, τα γνωστά «κιχί», κυκλοφορούν παντού και ο κύκλος γύρω απ' τη φωτιά μεγαλώνει. Μην διστάσετε να πιαστείτε χέρι χέρι στον κύκλο που σχηματίζεται αυθόρμητα γύρω από τη φωτιά και να επαναλαμβάνετε τα λόγια του αρχιτραγουδιστή. Τα υπόλοιπα θα’ρθουν μόνα τους. Είναι τόσο όμορφα δομημένη αυτή η αρχαιολατρική τελετή που δύσκολα μπορεί κάποιος να αντισταθεί. Στο τέλος θα «συλλάβετε» τον εαυτό σας να τραγουδά με πάθος όχι μόνο τα τραγούδια του Φανού, ή τα σκωπτικά που διακωμωδούν άνδρες και γυναίκες αλλά και τα «σκληρά» με τα αθυρόστομα λόγια που λέγονται τα μεσάνυκτα. Αυτή εξάλλου είναι και η πιο χαρακτηριστική στιγμή σε όλη τη διάρκεια των αποκριάτικων εκδηλώσεων στην Κοζάνη.



Οι «Μπουμπούνες» της Καστοριάς

Οι «Μπουμπούνες» είναι μεγάλες φωτιές που ανάβουν στις πλατείες της Καστοριάς. Πρόκειται για προχριστιανικό έθιμο, που επέζησε έως τις μέρες μας. Την Κυριακή της μεγάλης Αποκριάς, μικροί και μεγάλοι συγκεντρώνονται στη γειτονιά τους και ανάβουν τη φωτιά, ενώ ορχήστρες με πνευστά και χάλκινα παίζουν τοπικούς σκοπούς. Τα κεράσματα που έχουν ετοιμάσει οι άνθρωποι της γειτονιάς και το κόκκινο κρασί «δίνουν και παίρνουν», με το γλέντι να διαρκεί έως τα ξημερώματα. Οι μεγαλύτερες «μπουμπούνες» είναι της μεσαιωνικής πλατείας Ντουλτσό, της γειτονιάς του Απόζαρι, της πλατείας Ομονοίας και της γειτονιάς του παλαιού Νοσοκομείου.



Τζαμάλες στα Γιάννενα

Στις γειτονιές της πόλης των Ιωαννίνων θα ανάψουν εβδομήντα μεγάλες φωτιές, γιατί η νύχτα της Αποκριάς, παραδοσιακά, έχει τη δύναμη της φωτιάς. Με το έθιμο της Τζαμάλας στήνεται ένα ολονύχτιο πανηγύρι στις γειτονιές της πόλης, μέχρι το ξημέρωμα της Καθαράς Δευτέρας. Οι πολιτιστικοί σύλλογοι, σε συνεργασία με το Πνευματικό Κέντρο, έχουν ήδη αρχίσει τις ετοιμασίες, φροντίζουν για τα ξύλα, την άμμο και το κρασί. Μεγάλοι κορμοί δέντρων και κούτσουρα τοποθετούνται στο κέντρο της κάθε γειτονιάς μέσα σε κύκλο από ψιλή άμμο και διάμετρο τουλάχιστον 6 μέτρων. Οι φωτιές ανάβουν μόλις δύσει ο ήλιος, μετά τον εσπερινό της Κυριακής της Αποκριάς. Το γλέντι αρχίζει με κλαρίνα, χορούς, αλλά και ζεστή φασολάδα. Το τσίπουρο ρέει άφθονο και για όλους, ενώ από τις παρέες δεν λείπουν τα πειράγματα και οι ευρηματικές ατάκες. Το έθιμο έρχεται από το μακρινό παρελθόν με ιδιαίτερους συμβολισμούς. Αποτελεί μια ιεροτελεστία εξαγνισμού, στηρίζεται στην πίστη ότι η φωτιά έχει την δύναμη να διώχνει το κακό. Μέσα στο χρόνο, και ανάλογα με τις συνθήκες και τα ζητούμενα της κάθε εποχής, έχει το δικό της συμβολισμό. Επί Τουρκοκρατίας οι Γιαννιώτες έπαιρναν ειδική άδεια από τη διοίκηση της πόλης για την τέλεση του εθίμου, και ο χορός γύρω από τη φωτιά έβγαζε τον πόθο των σκλαβωμένων για τη λευτεριά.



Το έθιμο του Μπέη στη Θράκη

Έντονα σκωπτικό, με σατιρική διάθεση και θεατρικά στοιχεία, το αποκριάτικο έθιμο του «Μπέη» ή «Κιοκπέκ Μπέη», με ρίζες στα χρόνια της τουρκοκρατίας, διασώζεται μέχρι σήμερα σε αρκετά χωριά του βόρειου Έβρου, αναβιώνοντας μνήμες οικογενειακές και ιστορικές, μνήμες που αποτελούν ακόμη έναν συνδετικό κρίκο του παρελθόντος με το παρόν των Θρακών. Την Κυριακή της Τυρινής, από νωρίς το πρωί, ο «Μπέης» τούρκος αξιωματούχος, μαζί με τη σύζυγό του, τη μπέινα κι έναν ιδιόμορφο και πολυμελή θίασο με πρόσωπα που διαφοροποιούνται από χωριό σε χωριό (ο Αράπης, ένα αστείο πρόσωπο μαυρισμένο με καπνιά από τους ξυλόφουρνους που υπήρχαν στις αυλές των σπιτιών, ο Κατής, δικαστής, με τους τέσσερις ακολούθους του, ο κλητήρας, ο χωροφύλακας, ο ταμίας, ο γιατρός, η τσιγγάνα, ο αρκουδιάρης και η αρκούδα, κ.ά. όλοι άνδρες μεταμφιεσμένοι) επισκέπτονται τα σπίτια του χωριού, με πρώτο αυτό του ιερέα, με τον Μπέη να εισπράττει το φόρο που αποδίδονταν στον κατακτητή, να μοιράζει ευχές, να σατιρίζει τους πάντες και να δέχεται και ο ίδιος τα πειράγματα, τόσο της συνοδείας του, όσο και των συγχωριανών του, στους οποίους εύχεται καλή σοδειά, αλλά επιβάλλει και διάφορες ποινές. Στη σύντομη περιοδεία του ο θίασος συγκεντρώνει διάφορα κεράσματα, αλλά και σπόρους, καθώς το έθιμο συνδέεται άμεσα με την επίκληση για τη γονιμότητα της γης, τη μαγική υποβοήθηση της γης να βλαστήσει. Το απόγευμα, ο θίασος, αλλά και όλοι οι κάτοικοι του χωριού, συγκεντρώνονται στην πλατεία, όπου υπό τους ήχους της γκάιντας, του ζουρνά και του νταουλιού, γίνεται αναπαράσταση του οργώματος και της σποράς, με τον Μπέη να πετά στον αέρα σπόρους σιταριού, καλαμποκιού, βαμβακιού κ.ά. και δύο από τα μέλη του θιάσου, συχνά οι Αράπηδες, να παίρνουν τη θέση των βοδιών στο ζυγό του ξύλινου άροτρου. Το έθιμο ολοκληρώνεται με την πάλη ανάμεσα σε δύο εκ των μελών του θιάσου, όπως τον Αράπη με τον Κατή, μία πάλη που αναπαριστά την αντίσταση στον κατακτητή και με χορό όλων των παριστάμενων, άφθονο φαγητό και κρασί και κυρίως διάθεση που αρμόζει σ’ ένα αποκριάτικο γλέντι.



Καμουζέλες σε Κω, Λέρο και Σύμη

Την Κυριακή της Αποκριάς στην περιοχή γύρω από τον Κέφαλο και την Αντιμάχεια αναβιώνει το έθιμο με τις «καμουζέλες», που κρατάει εδώ και μισό αιώνα στο νησί της Κω. Οι «καμουζέλες» ή ελαφάκια, στα παλιά τα χρόνια, ήταν μασκαράδες βαμμένοι με κάρβουνα, σκεπασμένοι με χράμια (πολύχρωμες υφαντές κουβέρτες) και κραδαίνοντας την κοκάλα γύρναγαν στους δρόμους του χωριού πειράζοντας και διασκεδάζοντας τους κατοίκους. Το έθιμο, επίσης, περιλαμβάνει πλούσια παραδοσιακή μουσική, ευτράπελα, άφθονο ούζο, κρασί και παραδοσιακούς μεζέδες, ενώ αργά το βράδυ γίνεται το κάψιμο του στοιχειού. Στη Λέρο και τη Σύμη, οι Καμουζέλες γιορτάζονται με μασκαράτες και τους αυτοσχέδιους ποιητές που σκαρώνουν περιπαικτικά στιχάκια τα οποία απαγγέλλουν παιδιά ντυμένα καλογεράκια πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι.



«Χέι» και «Κοντοσούβλι γίγας» στην Αμφίκλεια

Οι Απόκριες στην Αμφίκλεια μυρίζουν παράδοση και κοντοσούβλι. Το προτελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς, η κάθε γειτονιά ανάβει τη δική της φωτιά, ενώ οι κουδουνοφόροι ξορκίζουν το κακό για να έρθει η Άνοιξη χωρίς εμπόδια. Το τριήμερο της Καθαρής Δευτέρας οι εκδηλώσεις κορυφώνονται, με το παραδοσιακό άναμμα της φωτιάς (Χέι), τόσο στις γειτονιές του χωριού, όσο και στο μεγάλο Χέϊ, στην πάνω Πλατεία του χωριού, με χορούς κουδουνοφόρων μασκαράδων, με τύμπανα και πνευστά. Την Κυριακή (της Τυρινής) παρασκευάζεται από το πρωί ένα κοντοσούβλι γίγας, μήκους 120 μέτρων, το οποίο δίνει τον τόνο, τη μυρωδιά και τη γεύση που μόνο στη Ρούμελη γνωρίζουν να δίνουν.



Πηγή: travel.eleftheriaonline.gr
































Νηστεία και παραδόσεις της Τυρινής εβδομάδας



Βρισκόμαστε στην εβδομάδα που είναι γνωστή ως «η Τυρινή», την τελευταία εβδομάδα πριν την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Αυτήν την εβδομάδα οι πιστοί καταλύουν ψάρι, τυρί, γάλα και αυγά όμως από την Κυριακή της Απόκρεω δεν καταλύουν κόκκινο κρέας.



Η εβδομάδα της Τυρινής τελειώνει την Κυριακή 14 Μαρτίου, γνωστή και ως Τυρινή, όταν και ξεκινάει για τη φετινή χρονιά η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Η εβδομάδα της Τυρινής αποτελεί την τελευταία εβδομάδα προετοιμασίας των πιστών, του Τριωδίου, για την νηστεία. Στη Νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής μπαίνουμε σταδιακά κατά την περίοδο του Τριωδίου, περίοδο πνευματικής προετοιμασίας για την είσοδό μας σε αυτήν.



Με την Κυριακή της Τυρινής κλείνει η προπαρασκευαστική περίοδος των τριών εβδομάδων του Τριωδίου και μπαίνουμε στην Μ. Τεσσαρακοστή.



Κατά την τυρινή εβδομάδα στα χωριά της Αρκαδίας, όλοι οι χωριανοί προμηθεύονταν γάλα, για να φτιάξουν τις ξυπόλυτες γαλόπιτες, τις μακαρονόπιτες και τις τυρόπιτες και να πήξουν τα γιαούρτια. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τα γαλακτερά φαγητά και τα γλυκίσματα για να κεράσουν τις μπούλες και τους φίλους. Τα ψάρια επιτρέπονταν όλη την εβδομάδα.



Το Σάββατο της Τυρινής

Το Σάββατο της Τυρινής οι γυναίκες έφτιαχναν τα ψυχούδια, τα μικρά στρογγυλά ψωμάκια με τη σφραγίδα στη μέση σαν πρόσφορο. Αυτήν την ημέρα μαζεύονταν τα παιδιά στα νεκροταφείο, έπαιρναν από ένα ψυχούδι και προσεύχονταν. Οι γυναίκες μαζί με τα ψυχούδια, έχουν ένα σίδερο του σιδερώματος με αναμμένα κάρβουνα, για να ρίξουν μαζί με λιβάνι, επάνω στο μνήμα. Στις ψυχές, προτού φύγουν από το νεκροταφείο, άφηναν μια μπουκιά ψυχούδι μουσκεμένο στο κρασί.



Κυριακή της Τυρινής

Το μεσημέρι το τραπέζι περιελάμβανε το τυροζούμι (αραιή άρμη), βακαλάο πλακί ή ψητό στη μπουγάνα με σκορδαλιά. Συνοδευόταν από γαλόπιτα ξυπόλυτη, γιατί δεν είχε φύλλο. Το βράδυ ετοίμαζαν μακαρόνια με μπόλικη μυζήθρα και με χοιρινό λίπος που συνοδευόταν από τηγανητό βακαλάο και κρασί.



Έθιμα διατροφής την Κυριακή της Τυρινής

Στην Αρκαδία υπάρχει η παράδοση τα ανύπαντρα νεαρά άτομα να κλέψουν ένα κομμάτι μακαρόνι και να το βάλουν κάτω από το μαξιλάρι τους για να ονειρευτούν ποιον θα παντρευτούν.



Οι κοινότητες των Βλάχων των ορεινών περιοχών της κεντρικής Ελλάδας φτιάχνουν παραδοσιακές γαλατόπιτες, τυρόπιτες ή πίτες με τραχανά.



Στο νησί της Καρπάθου κατά την παράδοση όλοι καλούνται στο σπίτι του δημάρχου, όπου υπάρχει ένας μεγάλος μπουφές με ψάρι, γαλακτοκομικά προϊόντα, γλυκά φτιαγμένα µε μυζήθρα, πουτίγκα ρυζιού και ποτό, που ονομάζεται σιτάκα καρυκευμένο με βούτυρο και μέλι.



Στη Μήλο και την Κέα τα υπολείμματα του φαγητού από τη γιορτή της Τυροφάγου μένουν στο τραπέζι μέχρι το επόμενο πρωί, για την περίπτωση που το φάντασμα του σπιτιού πεινάσει την νύχτα. Έθιμο της Τυροφάγου είναι το βραδινό γεύμα να τελειώνει με αυγά, βρασμένα ή ψημένα στο τζάκι.



Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, τα μέλη της οικογένειας βάζουν τα αυγά τους κοντά στην θράκα του τζακιού για να ψηθούν και περιμένουν να δουν ποιανού το αυγό θα «ιδρώσει» πρώτο (σημάδι ότι αυτός ή αυτή θα έχουν καλή χρονιά). Ο συμβολισμός αυτής της παράδοσης είναι ότι σφραγίζεται το στόμα με αυγό και ανοίγει το στόμα με αυγό το Πάσχα.



Παλιό έθιμο στην Καστοριά είναι το χάσκαρις: ένα αυγό δένεται στο άκρο μίας κλωστής και περνάει γρήγορα από στόμα σε στόμα. Το άτομο που καταφέρνει να το πιάσει είναι ο νικητής.



Πηγή: orthodoxianewsagency.gr

















Ήθη και έθιμα της Κω και αναμνήσεις από τα παλιά καρναβάλια



Άρχιζει το Τριώδιο για να τελειώσει με τις Απόκριες, ως την Καθαρά Δευτέρα. Πάντα ο Μάρτης δεν θα λείπει από την Σαρακοστή, ούτε ο Φλεβάρης θα λείψει από το Τριώδιο.



Ξετυλίγουμε ή ‘ξεστρουφίζουμε’ το Αποκριάτικο γαϊτανάκι των αναμνήσεων μας, για να θυμηθούμε πόσο ζωντανά γιορτάζονταν τα παλιότερα χρόνια οι Απόκριες.



Εκεί στα χαμηλόκτιστα, ζεστά σπίτια των φιλόξενων όμορφων χωριών μας, όταν οι καθημερινές αποσπερίδες ξεκινούσαν από το απόγευμα, για να συζητήσουν οι άνδρες για τα μαξούλια τους και οι γυναίκες να κουτσομπολέψουν τις ζωηρές και τους μπερμπάντηδες του χωριού, ‘νάσου’ και κτυπούσαν την πόρτα οι καμουζέλλες, τα αλαφάκια και οι μουτζουρωμένες με φούμο δηλ καπνιά, μασκαράδες.



Οι κάτοικοι των χωριών περίμεναν κυρίως τις Απόκριες για να διασκεδάσουν, να πιουν το κρασάκι, τη ρετσίνα, το ουζάκι ή τη ρακί τους, να μερακλώσουν και να αρχίσουν τα πειράγματα ή τα χωρατά.



Οι πιο τολμηροί, άντρες ντύνονταν γυναίκες και οι πιο τολμηρές γυναίκες, ντύνονταν άντρες. Άλλωστε ερχόταν η μεγάλη Σαρακοστή και τα γλέντια, τα πανηγύρια και τα τραπεζώματα, μαζί με τα πλούσια κρεοφάγια, σταματούσαν.



Έτσι για το κέφι, οι άντρες φόραγαν τις μακρόσυρτες λουλουδάτες φούστες και τις χρωματιστές γυναικείες πουκαμίσες, έβαζαν και στο στήθος τους από ένα ζευγάρι κάλτσες και έκρυβαν τα μουστάκια τους, με μια χάρτινη αυτοσχέδια μουτσούνα, για να μην τους αναγνωρίσουν. Οι γυναίκες πάλι, έβαζαν τα παντελόνια και τα πουκάμισα των ανδρών, μαζί με τις λαστιχένιες μπότες, έριχναν και στο πρόσωπο τους ένα διάφανο καλσόν και άντε να τις γνωρίσουν. Άλλες φορές πάλι κάλυπταν το πρόσωπο τους με φούμο, δηλ τη μαύρη σκόνη της παρασκιάς, από το τζάκι ή με μια αυτοσχέδια χάρτινη μουτσούνα ή μάσκα.



Γυρνούσαν τις γειτονιές, κτυπώντας κυρίως τα βράδια τις πόρτες, ξαφνιάζοντας τα σπίτια των λεσπέριδων που εκείνη την ώρα αποσπέριζαν. Καρδιά του Χειμώνα που σημαίνει αγρανάπαυση, για τους γεωργό-κτηνοτρόφους. Πριν μπουν στα κτήματα, ένα διάλειμμα και λίγο χουζούρι ήταν αρκετό, για να ξεκουραστούν από τον κάματο της δουλειάς. Οι νεαρότεροι πάλι, διασκέδαζαν με διαφορετικό αποκριάτικο τρόπο και ντύσιμο. Έβαζαν παρδαλά ρούχα, σκέπαζαν τα πρόσωπα τους με φούμο και μουτσούνες ή με χοντρά τσουβάλια και γυρνούσαν με την Κοκάλα. Αυτή ήταν μια αποστεωμένη κεφαλή γαιδάρου, σκεπασμένη καλά με μάλλινα, πολύχρωμα υφαντά χράμια. Έδεναν στην γαιδουρο-κεφαλή ένα σχοινί και τραβούσαν την κάτω σιαγόνα, όπου είχαν κρεμάσει μια κουδούνα και την ονόμαζαν μασέλα ή κοκάλα. Αυτή την κρατούσαν στερεωμένη σε ένα κοντάρι, σκεπασμένο με μια ριγέ κουρελού. Σε μερικά χωριά, ντύνονταν ανάλογα και παρίσταναν τα υποζύγια. Έτσι μασκαρεμένοι, προκαλούσαν τον γέλωτα και το κέφι στις γειτονιές τους.



Όλοι γίνονταν μια παρέα και μαζί με άλλους τρελούς μασκαράδες, γυρνούσαν τις γειτονιές των χωριών και της πόλης, τρομάζοντας τα παιδιά και τις γριές. Έπιναν και τραγουδούσαν ‘ήρθαν οι Αποκριές που χορεύουν οι λωλές ή ήρθαν οι Αποκριές που τρελαίνουν τις γριές’. Μετά από τόσο θόρυβο και τα επίμονα χτυπήματα, τους άνοιγαν οι νοικοκυρές και κερνούσαν τις παρέες ούζο ή ρακί, κρασί ή ρετσίνα. Κυρίως όμως τους πρόσφεραν τα νόστιμα κατιμέρια. Αυτά συνήθως τα συναντάμε στην Αντιμάχεια και είναι μακρόστενα στριφτά τυροπιτάκια, που τα μελώνουν με σιρόπι, μέλι και κανέλλα.



Οι μασκαράδες της γειτονιάς, έφευγαν χορτασμένοι από το ποτό και τα πεντανόστιμα κατιμέρια. Μεθυσμένοι και γεμάτοι κέφι, τριγυρνούσαν χορεύοντας στους δρόμους και στις γειτονιές. Όμορφες διασκεδαστικές εικόνες, που τις ζήσαμε και αργότερα μεταφέρθηκαν στα χορευτικά κέντρα της Κω.



Τότε που τα μπουζούκια και οι μουσικό-ταβέρνες ήταν στο απόγειό τους, όλοι και όλες περιμέναμε για να κλείσουμε τραπέζι, να πάμε τις Απόκριες και να χορέψουμε μέχρι τελικής πτώσεως. Φυσικά να δούμε και τους μασκαράδες, τις καμουζέλλες και όλους τους μεταμφιεσμένους, να περνάνε από όλα τα χορευτικά κέντρα και εμείς να προσπαθούμε να λύσουμε το γρίφο, για το ποιος μας χαμογελούσε σαρκαστικά, ποιος μας έλεγε πειρακτικά, πιπεράτα αστεία ή ποιος τους κορόιδευε όλους.



Στις μέρες μας, όπως όλα ξεθώριασαν, ατόνησαν και τα ήθη και έθιμα των Απόκρεω, που κρατούσαν μέχρι και την καθαρά Δευτέρα, όπου το έθιμο του αετού γέμιζε τον ουρανό ή το γαϊτανάκι του καρναβαλιού, με τις πολύχρωμες κορδέλες γυρνούσε σε μια πλατεία.



Τελευταία μόνο τα παιδάκια ντύνονται και μεταμφιέζονται τις τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς είτε στα Σχολεία τους είτε στα σπίτια τους. Επίσης οι διάφοροι Πολιτιστικοί Σύλλογοι ιδίως στα χωριά, προσπαθούν να κρατήσουν το έθιμο του καρναβαλιού και των μασκαράδων όσο μπορούν ζωντανό. Μετά το τέλος της Αποκριάς την καθαρά Δευτέρα, ξεχύνονταν όλοι στην εξοχή. Άλλοι διάλεγαν βουνό, άλλοι θάλασσα. Άπλωναν το υφαντό τραπεζομάντιλο, κάτω από την πλατύφυλλη μουριά ή τον αειθαλή αβράμυθα και μαζεύονταν όλοι συγγενείς, φίλοι αλλά και γνωστοί, γύρω από το υπαίθριο τραπέζωμα.



Τα νηστίσιμα φαγητά, είχαν την τιμητική τους. Πρωταγωνιστές οι ελιές, πράσινες τσακιστές ή μαύρες χαμάδες. Ο χαλβάς, τα θαλασσινά, το τουρσί, τα νερόβραστα χόρτα, η κάπαρη, όλα χωρίς λάδι, ακολουθούσαν τα φρούτα εποχής, όπως μήλα και πορτοκάλια. Επίσης κατανάλωναν νερόβραστα όσπρια μαζί με ταραμοσαλάτα ή σκορδαλιά, έτρωγαν ακόμη και κοπανισμένα αβραμύθια και Καλύμνικα λουμπουνάρια βραστά. Στο τέλος γλυκαίνονταν με την λευκή, σπιτική μαγειριά, φτιαγμένη από αλεύρι νισεστέ και πασπαλισμένη με κανέλλα και τριμμένα καρύδια ή αμύγδαλα. ‘Η φτώχεια και η νηστεία, θέλουν την καλοπέραση τους.’ Λέει ο θυμόσοφος λαός μας.



Δυστυχώς εφέτος θα περάσουμε την φαιδρά και χαρούμενη περίοδο της Αποκριάς, κλεισμένοι στα σπίτια μας, λόγω της φονικής πανδημίας, ούτε θα γευτούμε στην εξοχή τα Σαρακοστιανά εδέσματα της Καθαράς Δευτέρας. Ας ευχηθούμε και ας προσευχηθούμε, η μακρόχρονη καταιγίδα της πανδημίας, να εξελιχτεί σε βραχύχρονη μπόρα, που θα περάσει και θα την διαδεχτεί η υγιής και ελεύθερη διακίνηση και επικοινωνία, των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.



Ξανθίππη Αγρέλλη (5/3/2021)



Πηγή: vimatisko.gr
















Κέρκυρα: Ενετικά έθιμα του καρναβαλιού που χάθηκαν στο χρόνο



«Ξετυλίγοντας» το κουβάρι της ιστορίας της Κέρκυρας, βρίσκει το καρναβάλι στο νησί να ξεκινά περίπου στα τέλη του 14ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά την επίσημη ένταξη της Κέρκυρας στη Βενετοκρατία, το 1386.



Οι γιορτές του καρναβαλιού, που ετυμολογικά σημαίνει αποχή από το κρέας, καθώς προέρχεται από το «φραγκικό λεξιλόγιο» από τις λέξεις carne-vale (κρέας-χαίρε δηλαδή αποχή από το κρέας ), ήρθαν επισήμως στο νησί με τους Βενετσιάνους, που γιόρταζαν την αλλαγή του χρόνου την Κυριακή της Τυροφάγου με την πρώτη μέρα του νέου έτους την Καθαρά Δευτέρα. Βέβαια, δεν αποκλείεται στο νησί να προϋπήρχαν σημάδια μεταμφιέσεων, γλεντιού και αθυροστομίας, καθώς τα καρναβάλια έχουν τις ρίζες τους στις αρχαίες ελληνικές Διονυσιακές γιορτές. Τα καρναβάλια κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας ξεκινούσαν την ημέρα των Θεοφανείων και ολοκληρωνόταν την Κυριακή της Τυροφάγου.



Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, ήταν πως τις ημέρες εκείνες οι ανύπαντρες γυναίκες, ή οι χήρες επιτρεπόταν να βγαίνουν στους δρόμους, ασυνόδευτες, φορώντας μάσκα για να μην γίνονται αναγνωρίσιμες.



Παρότι τις ημέρες του καρναβαλιού υπήρχε μία πλήρης ισοπέδωση των κοινωνικών τάξεων, εντούτοις οι ευγενείς είχαν την ίδια αμφίεση, φορούσαν μαύρο μεταξωτό μανδύα με καλύπτρα, τρίκωχο καπέλο και λευκές μάσκες, ενώ οι γυναίκες φορούσαν χρυσοκέντητες τουαλέτες και μόνο μαύρες μάσκες.



Στην Κέρκυρα οι γιορτές των καρναβαλιών διεξάγονταν στην κατεδαφισθείσα σήμερα, Porta Reale, τον σημερινό μεγάλο πεζόδρομο της «χώρας» που κατακλύζεται από εμπορικά καταστήματα.



Στον επίσημο χορό του Βενετού άρχοντα του νησιού, σύμφωνα με το βιβλίο της Αλίκης Νικηφόρου-Τεστόνε «ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΤΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ» λάμβαναν μέρος οι Σύνδικοι, οι Δικαστές, τα μέλη του Κονκλάβιου και Ευγενείς Κερκυραίοι. Ο συνολικός αριθμός των καλεσμένων δεν ξεπερνούσε τα σαράντα άτομα, ενώ οι γυναίκες απαγορευόταν να παρευρίσκονται σε γεύματα, καθ’ όλη τη διάρκεια του καρναβαλιού, εκτός αν είχαν συγγενικό δεσμό με τον οικοδεσπότη.



Τα γεύματα που ακολουθούσαν τις επόμενες μέρες ήταν προς τιμήν των αξιωματούχων του βενετικού στόλου που παρευρίσκονταν στο νησί, περιείχαν πλούσια εδέσματα, ενώ το κρασί έρρεε άφθονο.



Κυρίαρχο στοιχείο των ημερών ήταν τα «μπομπάρια», δηλαδή τα καλαμπούρια.

Όπως αναφέρεται στο «corfu meseum», για πρώτη φορά τα «μπομπάρια» τα συναντάμε στη Βενετία, ως momaria από το 1441, στις επίσημες εκδηλώσεις όπως τα καρναβάλια. Αργότερα μετατράπηκαν σε κωμωδίες με υπόθεση. Σήμερα μπορούμε να τα συγκρίνουμε και με τα «πετεγολέτσα» έθιμο που αναβιώνει μέχρι και σήμερα στο νησί κατά τη διάρκεια της Αποκριάς.



Οι μάντσιες, δηλαδή τα πειράγματα σε μικρά θεατρικά, εξελίχθηκαν σε καβαλκίνες, μεγάλες χοροεσπερίδες μεταμφιεσμένων που φορούσαν περίτεχνες τουαλέτες, με πολύ υψηλό εισιτήριο για την ενίσχυση των ηθοποιών.



Το θέατρο ήταν αναπόσπαστο κομμάτι από τα καρναβάλια στην Κέρκυρα.

Ιδιαίτερη μνεία κάνει και ο Καζανόβας, στα απομνημονεύματα του, όταν υπηρέτησε στην Κέρκυρα ως ανθυπολοχαγός του βενετσιάνικου στρατού το 1747-1750.



Ιστορικά στοιχεία φέρουν όμως και το θίασο από τη Commedia dell' Arte να έρχεται για τις μεγάλες αυτές γιορτές στο νησί, ενώ το σίγουρο είναι πως φιλοξενήθηκαν πολλά χορευτικά διάσημα μπαλέτα και όπερες της εποχής. Το San Giacomo, λέσχη της εποχής, με αίθουσα θεάτρου έζησε λαμπρές νύχτες. Σήμερα είναι το παλιό Δημαρχείο της Κέρκυρας.



Σε όλες αυτές τις γιορτές και τα καρναβαλιστικά στοιχεία προστέθηκαν με τα χρόνια νέα έθιμα, όπως «η μασκαράτα των τρελών».



Στον κόσμο των Βενετσιάνων ευγενών, των προνομιούχων Κερκυραίων, του στρατού, των ανωτέρω υπαλλήλων και των αξιωματικών του στόλου, μεταξύ άλλων, επικρατούσε και η χαρτοπαιξία, με τα τέσσερα τότε καζίνο του νησιού, να βρίσκονται στην ακμή τους.



Τα γλέντια τελείωναν την Κυριακή της Τυρινής, όπου γινόταν ο μεγάλος χορός. Εκείνη τη νύχτα έπεφταν και οι μάσκες.



Μπορεί η Ενετική κυριαρχία να τελείωσε στην Κέρκυρα στα τέλη του 18ου αιώνα όμως άφησε πίσω της μνήμες και πολιτιστικά δρώμενα που υιοθετήθηκαν και ενσωματώθηκαν στα κερκυραϊκά έθιμα δίνοντας μία μοναδική ιδιαιτερότητα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη.



Πηγή: cretalive.gr
















Οι Απόκριες και η Καθαρά Δευτέρα στη Σμύρνη



Οι απόκριες στην Σμύρνη μας, ήταν εκδήλωση χαράς και συμμετείχαν σχεδόν όλοι.

Οι μασκαράδες της Σμύρνης ονομάζονταν «ΚΟΥΔΟΥΝΑΤΟΙ» και πετύχαιναν το στόχο τους μόνο αν δεν τους αναγνώριζαν οι γνωστοί.


Οι άντρες ντυνόντουσαν γυναίκες, οι φτωχοί πλούσιοι, οι γριές νέες και κάποιοι πιο τολμηροί ντυνόντουσαν αγωνιστές της επανάστασης του 1821 μπροστά στους τούρκους!



Οι χοροί και οι γιορτές αυτή την περίοδο έδειχναν το κοσμοπολίτικο πρόσωπο της Σμύρνης.



Αυτή την περίοδο γινόταν ένας φιλανθρωπικός χορός από την Ελληνική Λέσχη της Σμύρνης μας, υπέρ του Νοσοκομείου «Άγιος Χαράλαμπος». Από την Κυριακή που άρχιζε η αποκριά, άρχιζαν οι διασκεδάσεις στα σπίτια, στις αυλές, στις πλατείες και στους δρόμους. Κολομπίνες με δαντελωτές φούστες και χειροποίητες στολές, χόρευαν τσιφτετέλια, βάλς και καντρίλιες. Άλλοι φορούσαν παλιά ρούχα ή μεταμφιεζόντουσαν σε διάφορα ζωάκια (μικρά ή μεγάλα).


Καβαλιέροι, φορώντας φράκο, σμόκιν και μαύρα λουστρίνια παπούτσια, χόρευαν με ντάμες ντυμένες με την Παριζιάνικη μόδα. Σημαντικές ήταν οι παρελάσεις των μεταμφιεσμένων με τον ανθοπόλεμο και τον σοκολατοπόλεμο που γινόταν στην οδό Τρασών σε μια συνοικία, όπου ζούσαν κυρίως μεγαλοαστοί της Σμύρνης.



Ταυτόχρονα σε άλλη πλευρά της Σμύρνης γινόταν ένα είδος πανηγυριού για τους νέους στο δρόμο που ένωνε δύο συνοικίες, τον Άη-Δημήτρη και τον Άη-Τρύφωνα. Εδώ, αντί για ανθοπόλεμο, γινόταν ο πόλεμος με το «ΝΤΑΡΙ» δηλαδή το καλαμπόκι. Οι νέοι είχανε διάφορα όργανα που προξενούσαν θόρυβο και πετούσε ο ένας στον άλλο κορδέλες και σερπαντίνες.



Στην οδό Τρασων γινόταν παρέλαση με άμαξες. Μέσα σε αυτές τις άμαξες, οι νέοι είχαν καλάθια με μπουκετάκια από μενεξέδες και ζουμπούλια όπως και νόστιμα σοκολατάκια, (ειδικά για την περίσταση, δηλ. ελαφριά για να μην τραυματίζουν).
Έριχναν λοιπόν στις κοπέλες αυτά που είχαν στο καλάθι τους και τις «πολεμούσαν», ενώ με τον τρόπο αυτό, έδειχναν και την συμπάθεια τους σε κάποιες από αυτές….., οι δε κοπέλες, απαντούσαν με σερπαντίνες…
Οι άμαξες αυτές, ξεκινούσαν από το Φασουλά και έφταναν στην πλατεία της Καλλιθέας (ΜΠΕΛΑ ΒΙΣΤΑ). Από εκεί, πήγαιναν αριστερά στον παράλληλο δρόμο της προκυμαίας και επέστρεφαν πάλι πίσω, κάνοντας τον κύκλο των τετραγώνων.
Η παρέλαση αυτή ξεκινούσε στις τρεις το μεσημέρι και σταματούσε όταν βράδιαζε.



Βέβαια το γλέντι συνεχιζόταν στα σπίτια μέχρι το πρωί. Στις αυλές και στα σπίτια έστηναν χορό και τραπέζια με πάρα πολλές λιχουδιές και Σμυρναίικα γλυκά, μεταξύ των οποίων και τα υπέροχα γλυκά της αποκριάς τα αυγοκαλάμαρα!


Την Κυριακή της Τυρινής έφτιαχναν τυρόπιτες και γαλακτομπούρεκο.


Την τελευταία μέρα του γλεντιού συνήθιζαν να τρώνε ένα αυγό για να έχουν το στόμα τους κλειστό και να τηρήσουν την νηστεία μέχρι το Πάσχα.


Την Καθαρά Δευτέρα έφτιαχναν ταχινόπιτα, ταραμοσαλάτα, χαβιαροσαλάτα, έβραζαν ρύζι με ζάχαρη και κρόκο ή χοσάφι από ξερά βερίκοκα, δαμάσκηνα , σταφίδες, ξύσμα πορτοκαλιόυ και λίγη ζάχαρη. Το πρωί της Καθαράς Δευτέρας, άκουγες στους δρόμους τους τσιγγάνους οι οποίοι κρατούσαν διάφορα σκεύη και μάζευαν τα «ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ», δηλαδή όλα τα φαγητά που είχαν να κάνουν με κρέας, γιατί η νηστεία τη Μεγάλη Εβδομάδα στη Σμύρνη ήταν παραπάνω από υποχρεωτική. Αυτοί λοιπόν οι τσιγγάνοι φώναζαν «ΜΑΝΤΖΑ ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ» δηλαδή μάζευαν μακαρόνια για να τα χρησιμοποιήσουν στα χοιροστάσια τους και κοντά σε αυτά μάζευαν και τα κρεατικά.



Ο σμυρναιογράφος Γ. Θ. Κατραμόπουλος στο βιβλίο του «Η Σμύρνη των Σμυρνιών», 2002, από την «Ωκεανίδα», με φωτογραφίες που έφερε στις τσέπες του φεύγοντας από τη Φωτιά, μας αφηγείται:
Οι απόκριες στη Σμύρνη εορτάζοντο επιδεικτικώς. Εκτός από τους χορούς, οι οποίοι εγένοντο στις διάφορες λέσχες, είχαμε τις παρελάσεις των μεταμφιεσμένων, τον ανθοπόλεμο και τον σοκολατοπόλεμο, τα οποία εγένοντο στην οδό των Τράσων, σε μια συνοικία όπου είχαν τα σπίτια τους οι μεγαλοαστοί της Σμύρνης. Ταυτόχρονα, εγένετο και λαϊκό πανηγύρι για μας τους νέους, τότε φυσικά, σε άλλη πλευρά της Σμύρνης, στον δρόμο που ένωνε δύο ηρωικές συνοικίες, τον Αϊ-Δημήτρη και τον Αϊ-Τρύφωνα. Σ’ αυτό το γλέντι, σ’ αυτό το πανηγύρι, εμείς οι νέοι αντί ανθοπόλεμο και σοκολατοπόλεμο είχαμε πόλεμο με νταρί, όπως λέγαμε το καλαμπόκι. Τότε εμείς οι νέοι και οι νέες, έχοντας διάφορα όργανα που προκαλούσαν θόρυβο, αλληλοπολεμούσαμε. Πεταλάκια -ο χαρτοπόλεμος εδώ- κορδέλες – οι σερπαντίνες, όπως τις λέμε, και άφθονο καλαμπόκι ήσαν τα όπλα με τα οποία γλεντούσαμε!


Ο άλλος εορτασμός στις Απόκριες, ο πιο εντυπωσιακός, εγένετο στην οδό των Τράσων, όπου εκτός από τις ομάδες των μεταμφιεσμένων που παρήλαυναν, είχαμε και ατελείωτες σειρές από άμαξες. Μέσα σε αυτές οι νέοι της εποχής είχαν πλάι τους καλάθια γεμάτα με μπουκετάκια από λουλούδια, κατά προτίμηση μενεξέδες και ζουμπούλια και άφθονα μικρά σοκολατάκια – ειδικώς κατασκευασμένα από την εταιρεία «Nestl». Παρήλαυναν και ωραία μπουκέτα από κοπέλες και νέους στους δρόμους. Παρήλαυναν οι άμαξες και πολεμούσαν τις κοπέλες που εγέμιζαν τα παράθυρα της οδού των Τράσων. Εμείς τα παιδιά καθόμαστε πίσω από τις κοπέλες και μαζεύαμε τον σωρό από τα σοκολατάκια που τους πετούσαν οι νέοι. Οι κοπέλες απαντούσαν βομβαρδίζοντας τους νέους με άφθονες σερπαντίνες και έτσι εγέμιζαν οι άμαξες και οι δρόμοι. Οι άμαξες αυτές ξεκινούσαν περίπου από τον Φασουλά, όπου άρχιζε η οδός των Τράσων, έφθαναν έως την πλατεία της Μπελαβίστα, έκαναν αριστερά πηγαίνοντας την παράλληλο της προκυμαίας και επέστρεφαν πάλι κάνοντας δύο, τρεις και περισσότερες φορές τον κύκλο των τετραγώνων. Η παρέλαση αυτή άρχιζε γύρω στις τρεις μετά μεσημβρίαν και όταν πλέον εβράδιαζε κατέληγε σε διάφορα φιλικά σπίτια, όπου συνεχιζόταν ο εορτασμός μέχρι πρωίας πολλές φορές.



Κάποια από τα μουσικά σύνολα που λειτουργούσαν στην Σμύρνη ήταν τα εξής:



-Εστουδιαντίνα του βιολιστή Κώτσου Βλάχου
-Ελληνική Εστουδιαντίνα της Σμύρνης
-Ορχήστρα Σταμάτη και Χρήστου Μπόγια
-Ορχήστρα των Ογδοντάκηδων
-Ελληνική χορωδία Σμύρνης
-Η χορωδία Μελετσιάνου

https://youtu.be/nLnIimHe1HI




Η λέξη εστουδιαντίνα δεν πέρασε σε κανένα από τα γλωσσάρια της Μικράς Ασίας, ούτε διατηρήθηκε επί μακρόν ως μουσικός όρος πέρα από τη χρήση της στην Ελλάδα μεταξύ 1924 και 1930 από τον Γεώργιο Σαβαρή, στην ίδρυση της Πανελλήνιας Εστουδιαντίνας. Χρησιμοποιούνταν όμως συχνά μεταξύ των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής, αφού χαρακτήριζε από τις αρχές του 20ού αιώνα πλήθος οργανικών και φωνητικών συνόλων που ιδρύονταν στις διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας όπου υπήρχαν Έλληνες. Προέρχεται από το λατινικό studium (=σπουδή, κόπος, επιμέλεια) και συναντάται στα ισπανικά, στα ιταλικά και στα γαλλικά, ως etude= σπουδή, μάθηση. Θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «μουσικό σπουδαστήριο».


Το μουσικό αυτό σχήμα προέρχεται από τη Δύση, όπου είχε όμως διαφορετική μορφή και ρεπερτόριο. Ο Θεόδωρος Συνοδινός, καταγράφει την εμφάνιση μιας ισπανικής προελεύσεως Εστουδιαντίνας το 1886 στην Αθήνα, η οποία αποτέλεσε το σημαντικότερο μουσικό γεγονός της χρονιάς, όπου παρέστη και η βασίλισσα Όλγα. Στον μουσικό αυτό οργασμό που επικρατούσε στη Σμύρνη και στα προάστιά της δημιουργούνται δεκάδες ψυχαγωγικά κέντρα και στέκια όπου εμφανίζονται, μόνιμα ή ευκαιριακά, οι «παιγνιδιατόροι» και οι «τραγουδιστάδες», όπως : του Τσαλκιτζήμπαση ή Απόλλων ο Μουστιγέτης, ο Ποσειδών, ο καφενές του Γιάννη του Καραβά, ο καφενές του Μίλτη και το μόνιμο στέκι που είχαν στην προκυμαία Τα Πολιτάκια, το κέντρο Μελισσουργοί.



Για να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε στην νεώτερη ζωή της νεότερης Ελλάδας η περίφημη αυτή Σμυρναική Εστουδιαντίνα αρκεί να αναλογιστούμε ότι όλοι οι μεγάλοι μουσικοί και τραγουδιστές της Σμύρνης οι οποίοι διαμόρφωσαν το νεότερο ελληνικό τραγούδι «μαθήτευσαν» ή συνεργάστηκαν μαζί της.



Το φαινόμενο της διάδοσης των αστικών λαικών τραγουδιών της Σμύρνης και της Πόλης ενισχύθηκε από τη «νεοσύστατη» δισκογραφία των αρχών του 20ού αιώνα, η οποία μέσα από τους δίσκους γραμμοφώνου μετέφερε τις μελωδίες του μικρασιατικού χώρου σε ευρύτερες περιοχές του ελληνισμού. Το γεγονός ότι οι πρώτες μαζικές ηχογραφήσεις ελληνικών τραγουδιών πραγματοποιήθηκαν είτε σε περιοχές υποδουλωμένες, όπως η Πόλη, η Σμύρνη, η Θεσσαλονίκη, πριν από το 1912, είτε στις ΗΠΑ, την πρώτη τριακονταετία του 20στού αιώνα, είναι γεγονός μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία, αφού κατά τεκμήριο οι ηχογραφήσεις πραγματοποιούνται εντός του γεωγραφικού χώρου κάθε κράτους.


Είναι αξιοσημείωτο ότι τα ίδια περίπου πρόσωπα που εκφράζουν το «δυτικότροπο» ρεύμα του σμυρναίικου τραγουδιού, με τις χορωδίες, τις μαντολινάτες και τις εστουδιαντίνες, θα συνυπάρξουν με αυτούς οι οποίοι θα αποτελέσουν, τόσο στη Σμύρνη λίγο πριν από το 1922 όσο και στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, τους εκφραστές–δημιουργούς και ερμηνευτές–του άλλου ρεύματος της ανατολικής–μονοφωνικής μουσικής.



πηγές: Σύλλογος Μικρασιατών Ανατολικής Αττικής rembetikoidialogoigmail.blogspot.gr

constantinoupoli.com

YouTube









Η Καθαρά Δευτέρα στον Πόντο










Στον Πόντο η Καθαρά Δευτέρα δεν ήταν ημέρα γιορτής, γλεντιού και πετάγματος του χαρταετού. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ημέρα γενικού καθαρισμού όλων των σκευών και αντικειμένων, που είχαν σχέση με το φαγητό.



Σαχταροδευτέρα

Την Καθαρά Δευτέρα, ή αλλιώς «Σαχταροδευτέρα» (από τη χρήση της στάχτης για τον σχολαστικό καθαρισμό των μαγειρικών σκευών, όπως θα δούμε παρακάτω) οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία, κοινωνούσαν και παίρνανε το αντίδωρο.



Η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής ξεκινούσε την Καθαρά Δευτέρα. Από την ημέρα αυτή όσοι αντέχανε κρατούσανε νηστεία για 40 ημέρες. Μάλιστα τις τρεις πρώτες ημέρες δεν τρώγανε τίποτα και δεν πίνανε ούτε νερό!



Από το προηγούμενο βράδυ, τα παιδιά φιλούσαν το χέρι του παππού, της γιαγιάς, του πατέρα και της μητέρας τους. Αγκαλιάζονταν τα αδέρφια, ανταλλάσσοντας φιλιά.



Τη Σαρακοστή τα καφενεία ήταν ανοιχτά. Ο κόσμος πήγαινε, αλλά ΔΕΝ χόρευε κανένας. Ενώ κάθε Παρασκευή πηγαίνανε στην εκκλησία, στους Χαιρετισμούς.


Καθαρισμός σκευών

Για τον τελειότερο καθαρισμό των σκευών χρησιμοποιούσαν την «κατενή». Η «κατενή» είναι η γνωστή στους παλαιότερους ως «αλισίβα». Σε ένα καζάνι έβραζαν νερό με στάχτη και μ’ αυτό καθάριζαν τα μεταλλικά και ξύλινα σκεύη και αντικείμενα.



Τα «κρεατοκούρα» (τα ξύλινα κούτσουρα που επάνω έκοβαν τα κρέατα και έφτιαχναν και κιμά) όχι μόνο τα έπλεναν, αλλά και τα έξυναν με αιχμηρά εργαλεία. Για να εξαφανιστεί κάθε ίχνος λίπους που ενδεχομένως είχε εισχωρήσει στο ξύλο.



Παρομοίως έξυναν και τα «κοβλάκια» (ξύλινα δοχεία για βούτυρο) και τα «καρσάνια» (ξύλινες λεκάνες). Τα χάλκινα σκεύη αφού τα έπλεναν, τα έτριβαν με στάχτη, για να γυαλίσουν. Επί πλέον καθάριζαν και τα διάφορα στρωσίδια του σπιτιού.


Ο Κουκαράς

Οι Πόντιοι μάθαιναν τα παιδιά τους από μικρή ηλικία να κρατάνε νηστεία. Ένα βοήθημα για το σκοπό αυτό ήταν ο «Κουκαράς», ένα έθιμο που ξεκινούσε την Καθαρά Δευτέρα. Ο «Κουκαράς» είχε διπλή χρησιμότητα, ήταν ένα αυτοσχέδιο ημερολόγιο, αλλά και ένας πρώτης τάξεως μπαμπούλας!



Ο Κουκαράς αποτελούνταν από ένα μεγάλο κρεμμύδι (ή και πατάτα), επάνω στο οποίο κάρφωναν, σε ημικύκλιο, 7 φτερά από κότα ή κόκορα. Όσες και οι εβδομάδες της νηστείας. Έξι φτερά ήταν σκούρα και το έβδομο λευκό και συμβόλιζε τη Μεγάλη Εβδομάδα. Κάθε εβδομάδα που περνούσε αφαιρούσαν και ένα φτερό, μέχρι να τελειώσουν όλα, με το τελείωμα της νηστείας.



Οι γυναίκες στον Πόντο κατασκεύαζαν τον Κουκαρά, κρυφά από τα παιδιά τους.

Χωρίς να γίνει αντιληπτό από τα παιδιά της οικογένειας, κρεμούσαν τον Κουκαρά από το ταβάνι, πολύ νωρίς την Καθαρά Δευτέρα. Έτσι όταν ξυπνούσαν τα παιδιά, τον αντίκριζαν να κρέμεται από το ταβάνι και να κουνιέται. Μάλιστα εάν δεν συμμορφώνονταν με το κράτημα της νηστείας, τα φοβέριζαν ότι θα τα φάει ο Κουκαράς. Με τρόπο φυσούσαν τον Κουκαρά, που καθώς κουνιόταν και περιστρέφονταν, προκαλούσε τον φόβο…



«Θα χολιάσκεται και θα σείεται ο κουκαράς!»



Πηγή: lelevose.gr



mavropouloskostas.wordpress.com







Ο Μάρτιος στην Παράδοση







Στο Ιουλιανό και αργότερα στο Γρηγοριανό ημερολόγιο έχει 31 ημέρες. Από τις 19 μέχρι τις 23 Μαρτίου ο ήλιος μπαίνει στον αστερισμό του Κριού. Στις 21 Μαρτίου πραγματοποιείται η αστρονομική έναρξη της άνοιξης με τη λεγόμενη «εαρινή ισημερία», δηλ. την ίση χρονική διάρκεια ημέρας και νύχτας. Το όνομα του είναι ρωμαϊκής καταγωγής. Είχε οριστεί ως ο μήνας του θεού Μαρς, που αντιστοιχεί με τον Άρη, το θεό του πόλεμου των αρχαίων Ελλήνων. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν αφιερωμένος στον Mercurius δηλ. τον Ερμή. Οι μεγάλες καιρικές μεταβολές του, έδωσαν αφορμή στη λαϊκή φαντασία να πλάσει μύθους, θρύλους, παροιμίες και παραδόσεις, που αναφέρονται στα βασικά γνωρίσματα του.



Αρκετοί μύθοι ζητούν να αιτιολογήσουν, γιατί ο Μάρτης μια γελά και μια κλαίει. Σύμφωνα με κάποια αθηναϊκή παράδοση ο Μάρτης έχει δυο γυναίκες, την μια πολύ όμορφη και φτωχή, την άλλη πολύ άσκημη και πολύ πλούσια. Ο Μάρτης κοιμάται στη μέση. Όταν γυρίζει προς την άσκημη, κατσουφιάζει, μαυρίζει και σκοτιδιάζει όλος ο κόσμος, όταν γυρίζει από την όμορφη, γελάει, χαίρεται και λάμπει όλος ο κόσμος. Αλλά τις περισσότερες φορές γυρίζει από την άσχημη γιατί αυτή είναι πλούσια και τρέφει και τη φτωχή και όμορφη.



Άλλες ονομασίες:

Ανοιξιάτης, Κλαψομάρτης, Πεντάγνωμος, Φυτευτής και Βαγγελιώτης (λόγω Ευαγγελισμού)



Έθιμα – Προλήψεις:



«ΜΕΡΟΜΗΝΙΑ».

Οι πρώτες μέρες του Μάρτη. Μέρες δηλ. που από τις καιρικές συνθήκες τους μπορούν να γίνουν σχετικές προγνώσεις για όλο το χρόνο.


«ΜΑΡΤΗΣ» (1/3).

Πανελλήνιο έθιμο της πρωτομαρτιάς. Είναι η συνήθεια να δένουν οι μητέρες στο χέρι ή στο πόδι των παιδιών τον λεγόμενο «Μάρτη», κορδόνι από λευκό και κόκκινο νήμα, για να τα προφυλάξουν από τις ακτίνες του μαρτιάτικου ήλιου, οι οποίες θεωρούνται πολύ επικίνδυνες. Για ν’ αποτρέψουν την επίδραση του ήλιου έδεναν στον καρπό του χεριού ή και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού τον «μάρτη», δηλαδή μια λινή κλωστή, άσπρη και κόκκινη ή και χρυσή, στριμμένη, αφού πριν την κρέμαγαν σε κλώνους τριανταφυλλιάς και την εκθέσουν τη νύχτα στα άστρα. Τον «μάρτη» τον φορούσαν ως την Ανάσταση. Τότε τον έβγαζαν και τον έδεναν στην τριανταφυλλιά, για να πάρουν το χρώμα της. Αλλού τα παιδιά κρατούν τον «μάρτη» μέχρι να πρωτοδούν χελιδόνι ή πελαργό.



Το δεύτερο κακό που ο λαός φοβάται, τις τρεις πρώτες, τις τρεις μεσαίες και τις τρεις τελευταίες ή τις δέκα-δώδεκα πρώτες μέρες του Μαρτίου, είναι οι Δρίμες, όντα δαιμονικά, που κάνουν κακό στα ξύλα, ρούχα και σώματα. Όσα πανιά πλυθούν τότε, λιώνουν, όσα ξύλα κοπούν, σαπίζουν. Γι’ αυτό ή αποφεύγουν ολότελα να πλύνουν τις μέρες αυτές ρούχα ή, αν πλύνουν, ρίχνουν στο νερό πέταλο, γιατί το σίδερο, όπως πιστεύουν, είναι γιατρικό, αποτρέπει δηλαδή τα δαιμόνια. Επίσης δε λούζονται, δεν κόβουν ξύλα και αποφεύγουν και άλλες εργασίες.



«ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑ» (1/3).

Πρωτομαρτιάτικο έθιμο της Β. Ελλάδας & των νησιών του Αιγαίου. Ένα μελωδικό καλωσόρισμα της Άνοιξης με ειδικά τραγούδια που λέγουν τα παιδιά γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι κρατώντας στεφάνι λουλουδιών ή ένα κλαδί από κισσό & ομοίωμα χελιδονιού, που έχει ένα «μαγικό χαρακτήρα»:
Χελιδόνα έρχεται, από Μαύρη θάλασσα.
Θάλασσα επέρασε. Έκατσε και λάλησε…
Μάρτης μας ήρθε, τα λουλούδια ανθίζουν,
Όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα υγεία και χαρά…


Στην περιοχή του Πύργου Ηλείας τραγούδαγαν:
χελιδονάκι πέταξε, ήβρε κήπον κι έκατσε,
και γλυκοκελάηδησε, Μάρτη, Μάρτη μου καλέ.
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ και Απρίλη θαυμαστέ,
τα πουλάκια αβγά γεννούν κι αρχινούν να τα κλωσούν.



Τα παιδιά, με το τραγούδι τους, επικαλούνται τα αληθινά χελιδόνια, να έρθουν στον τόπο τους και μαζί μ’ αυτά η άνοιξη. Η νοικοκυρά παίρνει λίγα φύλλα κισσού από το καλάθι της χελιδόνας, τα τοποθετεί στο κοτέτσι, για να γεννούν πολλά αυγά οι κότες και δίνει ένα ή δυο αυγά στα παιδιά που ξεκινούν για άλλο σπίτι. Όπως είναι γνωστό, ο βαθυπράσινος κισσός είναι σύμβολο της αειθαλούς βλαστήσεως και θεωρείται μέσο ικανό να μεταδώσει τη θαλερότητα και τη γονιμότητα στις όρνιθες και τα άλλα ζώα.


Έπαιρναν για αμοιβή γλυκίσματα και χρήματα, κάτι ανάλογο με την αμοιβή από τα κάλαντα, δίνοντας ευχές για ευημερία και ευγονία. Πρόκειται για έθιμο που κατάγεται από την αρχαιότητα, όπως αποδεικνύει το «χελιδόνισμα», δηλαδή το τραγούδι της χελιδόνας, που μας παρέδωσε ο Αθήναιος γύρω στα 200 μ.Χ., αλλά ανάγεται σε πολύ παλιότερα χρόνια. Η ομοιότητα του τραγουδιού με το σημερινό όχι μόνο εννοιολογική αλλά εν μέρει λεκτική, είναι ολοφάνερη.



ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ (9 Μαρτίου)
Στη συνείδηση του λαού ο αριθμός 40 είναι ιερός. Γι’ αυτό και οι άγιοι Σαράντα, που μαρτύρησαν το 320 στη Σεβάστεια, λατρεύονται ιδιαίτερα από το λαό. Όλες οι συνήθειες και οι προλήψεις της ημέρας αυτής βάση έχουν τη θρησκευτική ή τη μαγική σημασία του αριθμού 40.

Συνηθίζονται οι σαραντόπιττες, δηλαδή πίτες με σαράντα φύλλα, ή 40 τηγανίτες ή φαγητά από 40 ειδών χόρτα ή όσπρια που τα μοιράζουν για την ψυχή των ζωντανών.
Κοινότατη είναι η παροιμία: Σαράντα φας, σαράντα πιείς, σαράντα δώσ’ για την ψυχή



ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.

Ταυτισμένη με τα Κούλουμα (ομαδική έξοδος στις εξοχές), το Γαϊτανάκι (το γαϊτανάκι ήταν ένας ειδικός χορός, στον οποίο τα καρναβάλια κινούνταν γύρω από ένα ψηλό κοντάρι, κρατώντας πολύχρωμες ταινίες, δεμένες στην κορυφή του κονταριού, "πλέκοντας" μ΄αυτό τον τρόπο το γαϊτανάκι) και το πέταγμα χαρταετών [τσερκένια (Σμύρνη), ουτσουρμάδες (Κων/πολη), πουλία (Πόντος), πετάκια (Θράκη), αετός- μύλος- ψαλίδα- άστρο-φωτοστέφανο (κυρίως Ελλάδα), φυσούνα (Επτάνησα)]. Επίσης χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι η αθυροστομία, τα αλληλοπειράγματα, τα σκώμματα, η σάτιρα & το νηστίσιμο τραπέζι με τα τουρσί, κρεμμυδάκια φρέσκα, ραπανάκια, ταραμά, αλάδωτα όσπρια, τους χαλβάδες, τα θαλασσινά, τα ντολμαδάκια, μα πάνω απ’ όλα την γνωστή σε όλους μας λαγάνα (είδος ψωμιού άζυμου, δηλ. χωρίς προζύμι).



«ΚΥΡΑ-ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ»
Έθιμο που συναντάται σε όλη την Ελλάδα. Για τη μεγάλη νηστεία του Πάσχα (40 ημερών), παρίσταναν τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν μία γυναίκα με όλα τα χαρακτηριστικά της νηστείας: ξερακιανή, αυστηρή, χωρίς στόμα, με χέρια σταυρωμένα (γιατί είναι όλο προσευχή), με σταυρό στο κεφάλι και με 7 πόδια, όσες και οι βδομάδες για το Πάσχα. Την έφτιαχναν από χαρτόνι ή πανί παραγεμισμένο με πούπουλα και την κρεμούσαν από το ταβάνι (σαν είδος ημερολογίου, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ημερολόγια). Κάθε βδομάδα (ημέρα Σάββατο) που περνούσε έκοβαν κι από ένα πόδι μέχρι να φτάσει το Πάσχα. Το τελευταίο πόδι το έβαζαν μέσα σ’ ένα ξερό σύκο ή σ’ ένα καρύδι. Όποιος το ‘βρισκε ήταν ο τυχερός.
Σε μερικά μέρη, αντί του σκίτσου, οι γιαγιάδες έφτιαχναν την Κυρά-Σαρακοστή με νηστίσιμο ζυμάρι. Αφού την έψηναν, την έβαζαν στα εικονίσματα. Κάθε Σάββατο κατέβαινε από τη θέση της για να της κοπεί ένα πόδι.


Το τραγούδι της Κυράς Σαρακοστής είναι:
Την Κυρά Σαρακοστή, που είναι έθιμο παλιό
οι γιαγιάδες μας την έφτιαχναν με αλεύρι και νερό.
Για στολίδι της φορούσαν στο κεφάλι της σταυρό
μα το στόμα της ξεχνούσαν, γιατί νήστευε καιρό.
Και τις μέρες τις μετρούσαν με τα πόδια της τα επτά
έκοβαν ένα τη βδομάδα μέχρι να ‘ρθει η Πασχαλιά.


«Η ΦΟΒΕΡΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΑΡΑ» (Πόντος).

Ο Κουκαράς ήταν ένα σκιάχτρο, που έφερνε σε θεογνωσία τους μικρούς κι ανήξερους. Ήταν ένα κρεμμύδι μεγάλο με μουστάκες (ίνες της ρίζας του), μαυρισμένο καλά. Και οι μουστάκες του καψαλισμένες για να μαυρίζουν κι αυτές. Μάτια άσπρα, φτιαγμένα με κιμωλία. Στα πλευρά του-στη μεγάλη διάμετρο της μέσης του-ολόγυρα μπηγμένα κάθετα και σε ίσα διαστήματα μεταξύ τους, 7 φτερά από κότα, ισάριθμα με τις εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής. Το έδεναν από την ουρά και το κρέμαγαν νωρίς το πρωί της Καθαρής Δευτέρας από τη μέση της οροφής της τραπεζαρίας.



25η ΜΑΡΤΙΟΥ.

Η επέτειος της Εθνεγερσίας & ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Τότε οι βοσκοί της Κρήτης οδηγούν τα αιγοπρόβατα από τα χειμαδιά στα ορεινά μέρη, σύμφωνα με την παροιμία: «Κούρευε, κουδούνωνε και στα όρη ανέβαινε».

Ορισμένες λαϊκές συνήθειες έχουν βάση την αντίληψη ότι η εαρινή περίοδος αρχίζει την ημέρα του Ευαγγελισμού. Έτσι στην Ήπειρο τα παιδιά παίρνουν ένα ταψάκι ή ταβά χωματένιο, το χτυπούν μ’ ένα κουτάλι και λένε: Φευγάτε, φίδια, γκουστερίτσια, σήμερα είναι του Ευαγγελισμού!

Αλλού τα κορίτσια βγαίνουν στους αγρούς, κάθονται πάνω στα σπαρτά και τ’ αγκαλιάζουν. Αλλού κάνουν κούνια και κουνιούνται (τραγούδια καλημεριστά). Η αποχή από κάθε εργασία την ημέρα αυτή είναι, εξαιτίας δεισιδαιμονικών φόβων, απόλυτη: δε σαρώνουν, δε βγάζουν νερό από το πηγάδι, ούτε λάδι από το κιούπι, δεν ανοίγουν σεντούκι, δεν πάνε στα περιβόλια κλπ.
Την ημέρα του Ευαγγελισμού καμιά γυναίκα δεν έπρεπε να μείνει έγκυος, έλεγε ο λαός, γιατί το παιδί θα γεννηθεί ανήμερα τα Χριστούγεννα. Και τα παιδιά που γεννιούνται Χριστούγεννα δεν προκόβουν ή γίνονται καλικαντζαράκια. Στη Σωζόπολη Θράκης λένε πως ούτε τα χελιδόνια φτιάχνουν τη φωλιά τους αυτή τη μέρα. Τόσο μεγάλη γιορτή είναι.



«ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ». Λέγονται οι τελευταίες μέρες του Μάρτη. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν μια γριά που θέλησε να κοροϊδέψει τον Μάρτιο, νομίζοντας ότι γλίτωσε αρνιά και κατσίκια από το κρύο και το χιόνι του, είπε:
-Πριτς, Μάρτη μου, τα γλίτωσα τα κατσικάκια μου!
Αυτός όμως έκαμε τις τελευταίες μέρες του τόσο δυνατή κακοκαιρία, που η γριά και τα ζώα πέτρωσαν από το κρύο.



ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
«Aν κάνει ο Mάρτης δυο νερά κι ο Aπρίλης πέντε-δέκα, να δεις το κοντοκρίθαρο πως στρίβει το μουστάκι, να δεις και τις αρχόντισσες πως ψιλοκλεισιρίζουν, να δεις και τη φτωχολογιά πως ψιλοκοσκινάει».
«Mάρτης άβροχος, μούστος άμετρος».
«Mάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης. Και σαν τύχει και θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».
«O Mάρτης το πρωί χιόνισε, κι ο γάιδαρος ψόφησε (από το κρύο). Το μεσημέρι βρώμισε (από τη ζέστη), και το βράδυ τον πήρε το ποτάμι (από τη βροχή)».
«Tο Mάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια».
«Αλί στα μαρτοκλάδευτα και τ’ απριλοσκαμένα» [δηλ. Το Μάρτη δεν πρέπει να κλαδεύεται τίποτα και τον Απρίλη να σκάβεται η γη]

«Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεντόνα».

«Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης, παρά Μάρτης λιοπυριάρης».
«Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές» [δηλ. Καλύτερα το Μάρτη να ‘χει κρύο παρά ζέστη]

«Μάρτη και Σεπτέμβρη ίσια τα μεσάνυχτα» [ισημερία]
«Μάρτης βρέχει; Ποτέ μην πάψει».
«Μάρτης έβρεχε, Θεριστής τραγούδαγε».
«Μάρτης είναι, χάδια κάνει, πότε κλαίει, πότε γελάει».
«Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα» [δηλ. μη νομίσεις ότι ο καιρός θα είναι κακός όλη την ημέρα και δεν πας στη δουλειά σου]
«Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος ώρα στον ήλιο, ώρα στον τοίχο» [δηλ. εκεί που κάθεσαι στον ήλιο, πιάνει κρύο και πας δίπλα στο τζάκι]
«Οπού ‘χει κόρη ακριβή, του Μάρτη ήλιος μην τη δει».
«Ούτε ο Αύγουστος χειμώνας, ούτε ο Μάρτης καλοκαίρι».

«Τα λόγια σου είναι ψεύτικα σαν του Μαρτιού το χιόνι, που το ρίχνει από βραδύς και το πρωί το λιώνει».
«Τον Μάρτη κι αν τον αγαπάς φίλο μην τον κάνεις».
«Τσοπάνη μου την κάπα σου, το Μάρτη φύλαγέ την»





Πηγή: http://users.sch.gr/vaxtsavanis/martios.html


















Λευκαδίτικο καρναβάλι: Από το παρελθόν στο παρόν

Του Άγγελου Χόρτη



Το Λευκαδίτικο καρναβάλι έχει τις ρίζες του στο 1882 με 1883. Το έθιμο του γλεντιού, της ψυχαγωγίας και της μεταμφίεσης αγαπήθηκε και καθιερώθηκε στην χώρα μας από τις αρχές του 19ου αιώνα. Η παλαιότερη αποκριάτικη εκδήλωση στην Ελλάδα φαίνεται να έχει τις ρίζες της στην Πάτρα. Μια πόλη όπου το καρναβάλι έχει αποκτήσει ιδιαίτερη φήμη. Το Πατρινό Καρναβάλι στις μέρες μας είναι το μεγαλύτερο που πραγματοποιείται στην Ελλάδα. Τα βασικά στοιχεία που έκαναν το καρναβάλι να αγαπηθεί ιδιαίτερα είναι οι μεταμφιέσεις, η σάτιρα, το ξεφάντωμα, τα «πειράγματα» και το γλέντι. Επίσης, αγαπήθηκαν και τα κατά τόπους ιδιαίτερα έθιμα που αναπτύχθηκαν μέσα στα χρόνια.



Πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια των τριών εβδομάδων πριν από την Καθαρά Δευτέρα, όπου αρχίζει η Μεγάλη Σαρακοστή. Η λέξη «καρναβάλι» ετυμολογικά προέρχεται από την λατινική «carnevale». Αποτελείται από τα συνθετικά carne (κρέας) και vale (περνάει), δηλαδή «αποκριά». Ονομάστηκε έτσι επειδή την δεύτερη εβδομάδα του Τριωδίου, οι χριστιανοί έτρωγαν κρέας χωρίς να νηστεύουν και πραγματοποιούσαν γλέντια και φαγοπότια χωρίς περιορισμούς.



Το καρναβάλι στη Λευκάδα – Η αρχή

Έκανε την αρχή ο ζωγράφος Σπύρος Γαζής τον 19ο αιώνα, συγκεντρώνοντας περίπου 200 άτομα και παρελαύνοντας μαζί τους στην κεντρική αγορά της πόλης. Ήταν όλοι μεταμφιεσμένοι. Λόγω του μικρού πληθυσμού του νησιού την εποχή εκείνη, ο αριθμός των διακοσίων συμμετεχόντων θεωρήθηκε ιδιαίτερα σεβαστός. Ωστόσο, στο άμεσο μέλλον, λόγω των δύσκολων κοινωνικών συνθηκών, το Λευκαδίτικο καρναβάλι θα πάψει να διοργανώνεται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.



«Χορεύουν τα μπλε, χορεύουν τα κόκκινα»: Μια φράση που προκαλεί συγκίνηση στους παλιούς Λευκαδίτες

Στις μέρες μας, ρωτώντας τον γηραιότερο πληθυσμό της Λευκάδας, λίγοι μπόρεσαν να ξεχάσουν τις αποκριάτικες εκδηλώσεις στον θρυλικό κινηματογράφο «Πάνθεον» τη δεκαετία του ’60, μέσα σε ένα στενό του ιστορικού κέντρου. Γύρω στο 1961, με πρωτοβουλία του Εθνικού Ωδείου Λευκάδος, το καρναβάλι της Λευκάδας επανήλθε δριμύτερο και πιο αναβαθμισμένο. Ο κινηματογράφος «Πάνθεον» φιλοξενούσε εκείνη την εποχή τις αποκριάτικες εκδηλώσεις. Όταν ο καμπέρ φώναζε από το μικρόφωνο «χορεύουν τα κόκκινα», καλούσε στην πίστα για χορό τα ζευγάρια που είχαν στο πέτο τους ένα κόκκινο ύφασμα. Το φορούσαν για να διαχωρίζονται από αυτούς που είχαν μπλε ύφασμα και κατά συνέπεια να μην υπάρχει συνωστισμός στην πίστα. Τα ζευγάρια χόρευαν βαλς, τανγκό, ρούμπα κ.ά., ενώ οι σερπαντίνες κατέκλυζαν τον εναέριο χώρο.



Η σάτιρα

Το 1967 αποτέλεσε ένα έτος πολιτικής αστάθειας για τη χώρα, όπου τελικά έφερε και τη χούντα των Συνταγματαρχών. Το Λευκαδίτικο καρναβάλι διεκόπη ξανά όπως και κάθε άλλη εκδήλωση. Επανήλθε το 1970 με ιδιαίτερη δημιουργικότητα και έντονη σατιρική διάθεση. Άλλωστε, υπήρχαν πολλά και έντονα ερεθίσματα για σάτιρα εκείνη την εποχή, λόγω πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών.



Ένα πρόσωπο που άφησε όνομα στο νησί για την εύστοχη σατιρική του ματιά εκείνη την εποχή, ήταν ο Θρασύβουλος (Βούλης) Βρεττός. Ήταν άκρως καυστικός και δεν του ξέφευγε τίποτα και κανένας. Ο ίδιος, το 1972, είχε γράψει χαρακτηριστικά για το Λευκαδίτικο καρναβάλι «O Λευκαδίτης απ΄ όταν γεννηθεί έχει στο αίμα του την αποκριά, ζει το καρναβάλι γιατί το νιώθει, πραγματικά και δίνεται σ’ αυτό ολόψυχα και το περιμένει σαν μια όαση μέσα στην χειμωνιάτικη επαρχιώτικη πλήξη. […] Σκασίλα του αν την άλλη μέρα θα βρει κενωμένο φαΐ ή αν θα βγει έξω κουρελής. Όλα τα θυσιάζει για μιας βραδιάς ξεφάντωμα καρναβαλιού…».



Τα αποκριάτικα έθιμα στη Λευκάδα

Στο τέλος του καρναβαλιού, οι Λευκαδίτες καίνε τον καρνάβαλο στον Πόντε. Πρόκειται για ένα έθιμο που οδεύει σταδιακά προς το χρονοντούλαπο της ιστορίας. Κοντά στο 1905, εμφανίζεται στη Λευκάδα και το γαϊτανάκι. Πρόκειται για ένα Φράγκικο έθιμο, κατά το οποίο τύλιγαν κορδέλες διαφόρων χρωμάτων γύρω από ένα κοντάρι, έπιανε ο καθένας μια κορδέλα και χόρευαν γύρω από το κοντάρι.



Το Λευκαδίτικο καρναβάλι τα τελευταία χρόνια

Οι καρναβαλικές εκδηλώσεις των τελευταίων χρόνων, πριν τον κορονοϊό, φαίνεται να άφησαν ικανοποιημένους τους Λευκαδίτες. Ήταν μια σειρά από εκδηλώσεις που σε γενικές γραμμές και για τα επαρχιακά δεδομένα, δείχνει να άφησε θετική εντύπωση στα απαιτητικά μάτια του κοινού που στις μέρες μας έχει πολλές εναλλακτικές για θέαμα.



Πηγές

Το παλιό Λευκαδίτικο καρναβάλι. Ανακτήθηκε από: lefkastour.gr. (Τελευταία επίσκεψη: 20/02/2021).

Το Λευκαδίτικο καρναβάλι στο πέρασμα του χρόνου. Ανακτήθηκε από: aromalefkadas.gr. (Τελευταία επίσκεψη: 20/02/2021).

Οι μάσκαρες της παλιάς Λευκάδας. Ανακτήθηκε από: aromalefkadas.gr. (Τελευταία επίσκεψη: 20/02/2021).

Διαφάνηκε καθαρά και φέτος η ποιοτική στροφή του Λευκαδίτικου καρναβαλιού. Ανακτήθηκε από: kolivas.de. (Τελευταία επίσκεψη: 20/02/2021).

Το εντυπωσιακό καρναβάλι της Λευκάδας και τα… φιλιά των παρουσιαστών στα Γιάννενα. Ανακτήθηκε από: epirus-tv-news.gr. (Τελευταία επίσκεψη: 20/02/2021).

Απόκριες. Ανακτήθηκε από: el.wikipedia.org/wiki/Απόκριες (Τελευταία επίσκεψη: 20/02/2021).

https://www.maxmag.gr/agnosti-ellada/leykaditiko-karnavali/






H Γιαννούλα η «Κουλουρού» από την Πάτρα







Λίγες μέρες πριν τις Απόκριες, κάθε Τσικνοπέμπτη, στην Πάτρα αναβίωνε το έθιμο της Γιαννούλας της «Κουλουρούς». Πίσω από τον αστικό μύθο που συνδέθηκε με το καρναβάλι όμως, κρύβεται μια δραματική ιστορία μιας ταλαιπωρημένης γυναίκας και έτσι τελικά δόθηκε τέλος στο αμφιλεγόμενο έθιμο.



Ποια ήταν όμως η Γιαννούλα η «Κουλουρού»;



Η Γιαννούλα ήταν υπαρκτό πρόσωπο, γεννήθηκε το 1868 στην Πάτρα και έζησε στην Άνω Πόλη. Πουλούσε κουλούρια για να ζήσει ενώ ο μεγάλος της καημός ήταν να παντρευτεί, κάτι που δεν συνέβαινε όσο περνούσαν τα χρόνια. Αυτόν της τον καημό εκμεταλλεύτηκε μια παρέα Πατρινών, περίπου το 1910, που της έταξαν ότι θα της βρουν γαμπρό και θα την παντρέψουν.



Η πρώτη «απόπειρα» ξεκίνησε το 1914, καθώς την έπεισαν ότι πρόκειται να γίνει ο γάμος, με την Γιαννούλα να εμφανίζεται ως νύφη στους κεντρικούς δρόμους και στα στέκια της πόλης, συνοδευόμενη από μία παρέα πλακατζήδων και ένα μεγάλο πλήθος κόσμου. Το όλο θέαμα ωστόσο κατέληξε στον θρήνο της Γιαννούλας, καθώς η πομπή βρήκε την εκκλησία κλειστή και ο δήθεν γαμπρός συνελήφθη μπροστά της από στρατονόμους.



Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον «γάμο» πήρε μέρος και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Γ. Ουίλσον. Η μία εκδοχή αναφέρει ότι της έταξαν γάμο με τον «Ιούλσο», όπως τον έλεγε η ίδια, ενώ η άλλη ότι είναι πλούσιος συγγενής της που θα της έφερνε εκατομμύρια και γαμπρό από την Αμερική για να την παντρέψει. Και στις δύο περιπτώσεις, η Γιαννούλα κατέβαινε στο λιμάνι για να τον υποδεχτεί, κατά την τελευταία Κυριακή του καρναβαλιού. Όμως, φτάνοντας εκεί, με το πλήθος να τη συνοδεύει, δεν υπήρχε κανείς να την περιμένει. Η Γιαννούλα πάλι ξεσπούσε σε κλάματα και βίωνε για άλλη μια φορά τον εξευτελισμό των συμπολιτών της. Γυρνούσε στο σπίτι της ντροπιασμένη και μόνη.



Τη δεκαετία του ‘30, η Γιαννούλα είχε γίνει θρύλος για την πόλη αλλά ήταν πλέον πολύ μεγάλη και είχε πάρει απόφαση ότι δεν θα παντρευτεί ποτέ. Πέθανε μόνη και φτωχή, μετά το ‘40 στην Κατοχή.



Η Γιαννούλα δεν δικαιώθηκε ποτέ και η δραματική πλευρά της ιστορίας της ξεχάστηκε, κρατώντας μόνο το περιπαικτικό κομμάτι του εθίμου, μετατρέποντάς την στην πιο διάσημη γυναίκα της Πατρινής Αποκριάς.





Πηγή: AgrinioTimes















Τα Συμόγιορτα. Έθιμα του Φλεβάρη



Κάθε φορά που ασχολείται κανείς με τη λαϊκή παράδοση και αυτή τη μαγική ατμόσφαιρα της ελληνικής υπαίθρου που ήξερε να χρωματίζει τους μήνες και τις μέρες του ενιαυτού, αισθάνεται μία αδιόρατη μελαγχολία για πράγματα που χάθηκαν από εποχές που δεν διέθεταν ούτε ένα μικρό κλάσμα των μηχανών της χαράς -της δήθεν χαράς- που έχουμε σήμερα. Μαζί, αισθάνεται και μία νοσταλγία για ιστορικές περιόδους που, καθώς δεν τις ζήσαμε, φαίνεται πως κυκλοφορούν στο αίμα μας, στο –τρόπον τινά- εθνικό μας DNA και σε ανύποπτες στιγμές αναδύονται και μας θυμίζουν. Και αφού το παρελθόν δεν επιστρέφει, επιστρέφει αυτή η νοσταλγία ως ένα μέτρο ποιότητας της χαράς και της κοινοτικότητας, που τόσο πια έχει φτηνύνει.



Ιδιαίτερα για τον Φεβρουάριο, δεν έχουμε κρατήσει έθιμα, τουλάχιστον σε ευρεία κλίμακα. Ο Ιανουάριος όλο και κάτι έχει να μας δώσει, τουλάχιστον μέσα στην πρώτη εβδομάδα του. Αυτό όμως το χρονικό κενό μέχρι τις Απόκριες θεωρείται πλέον για την συλλογική μας μνήμη μια περίοδος νέκρας από πλευράς εθίμων. Κι όμως, υπήρχαν πολλά έθιμα με νόημα αλλά και με σαφή την ανάγκη να ενισχυθούν οι δεσμοί της κοινότητας και να βρει το «ιερό» τρόπο να φτάσει μέχρι την καθημερινότητα.



Ο Φεβρουάριος αρχίζει με τρεις γιορτές που με ένα κοινό όνομα λέγονται Συμόγιορτα και τιμώνται πολύ από το λαό. Αυτές είναι του αγίου Τρύφωνα, της Υπαπαντής και του αγίου Συμεών (1-3 Φεβρουαρίου). Η πρώτη είναι κατεξοχήν αγροτική γιορτή. Ο άγιος Τρύφωνας θεωρείται φύλακας των αμπελιών και προστάτης των αγρών, καθώς πιστεύεται ότι έχει εξουσία εναντίον των ποντικών και της κάμπιας. Γι΄ αυτό και στις εικόνες του παριστάνεται με κλαδευτήρι στο χέρι, ενώ στο κόλλυβο που καταθέτουν στην εκκλησία οι Αγχιαλίτες, είναι ζωγραφισμένος ο άγιος Τρύφωνας με το σταφύλι. Κηπουροί και αμπελουργοί κάνουν στην εκκλησία αγιασμό και αρτοκλασία με κόλλυβα. Από τον αγιασμό αυτό δεν πίνουν, ούτε τον παίρνουν μέσα στο σπίτι, αλλά μόνο ραντίζουν αμπέλια και κήπους.



Πολλές και διάφορες είναι και οι τοπικές συνήθειες. Π.χ. στην Ήπειρο κάνουν κουλούρες και τις κυλούν στα αμπέλια, τα χωράφια και τους κήπους τραγουδώντας:



Τρύφωνα πολύκαρπε

έλα δω στ΄ αμπέλι μου

και στο χωραφάκι μου

να φάμε και να πιούμε.



Στη Στενήμαχο έσφαζαν βόδι (κουρμπάνι) για να ευχαριστήσουν τον άγιο και μοίραζαν τα κομμάτια στους κατοίκους. Μετά τη λειτουργία γινόταν και αγώνας πάλης στην πλατεία. «Παλεύουν δύο αντρειωμένοι και όποιος νικήσει παίρνει βραβείο ένα αρνί.



Στον Δρυμό της Μακεδονίας, ταυτόχρονα με το ράντισμα, παραχωρούν και το «κλικούδ΄ τ΄ καλλ΄κάντζαρου» (που θυμιάζεται Χριστούγεννα, άη Βασίλη και Φώτα) και το κόκκινο αυγό της Μεγάλης Πέμπτης. Τα κόβουνε μικρά κομματάκια και το θάβουν στ΄ αμπέλια και στα γεννήματα).



Η Υπαπαντή γιορτάζεται σε ανάμνηση της συνάντησης του Συμεών με τον μικρό Ιησού (Λκ. 2,25), αλλά στη γλώσσα του λαού έγινε Αποπαντή, Πακουή ή Πακού, δηλαδή η Αγία που ακούει, η Παναγία. Λέγεται και Παναγία η Μυλιαργούσα, επειδή οι μύλοι αργούν «και να τους βάλεις μπροστά, σταματούν και δεν αλέθουν» (Κρήτη). Οι γεωργοί τιμούν τη γιορτή: τη φυλάνε για το χαλάζι (Αιτωλία) και κάνουν προβλέψεις σχετικά με τον καιρό, π.χ.



«Ότι καιρό κάνει της Υπαπαντής, θα κάνει 40 μέρες ύστερα (Αιτωλία) ή όλον τον Φεβρουάριο» (Μάτραι Θράκης).



Αλλά στη δυτική Κρήτη

«Όντον είναι καλή μέρα της Υπαπαντής, έχει πολύ χειμώνα πίσω»



Ο άγιος Συμεών, κοινώς άγιος Συμιός, (που έδωσε το όνομά του και στις δύο προηγούμενες γιορτές, εξαιτίας της παρετυμολογίας του ονόματός του από το σημειώνω = κάνω σημάδι) τιμάται κατεξοχήν από τις έγκυες, που την ημέρα αυτή απέχουν από κάθε εργασία και παίρνουν ειδικές προφυλάξεις από φόβο, μην γεννηθεί το παιδί σημειωμένο.



Π.χ. στη Σύρο

«οι έγκυες γυναίκες το βράδυ, που θα πέσουν να κοιμηθούν την ημέρα εκείνη, πρέπει να βγάλουν τα ρούχα ανάποδα και να περάσουν ύστερα τα χέρια τους στις πλάτες ή στα μεριά τους, ώστε κι αν βγει τίποτα, να βγει πίσω και να μην φαίνεται».



Και παντού

«Τ΄ άη Συμιού δεν κόφτουνε με το μαχαίρι τίποτα, ούτε ψαλίδι ανοίγουν, ούτε ξύλα κόπτουνε με την τσεκούρα για τα σημεία, καμία έγκυο που΄ναι, να μην πάθει το παιδί τίποτε».



Μια λαϊκή παροιμία λέει: «Η Παπαντή διώχνει τις γιορτές με τ΄ αντί», αυτό σημαίνει ότι στις αρχές του Φεβρουαρίου σταματούν οι γιορτές, που από τα Χριστούγεννα διαδέχονται η μία την άλλη. Σταματά τότε και η αργία και η σκόλη.



Δύο όμως ακόμη γιορτές της 10ης και 11ης Φεβρουαρίου, του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγίου Βλασίου, γιορτάζονται με μεγάλες τιμές και σεβασμό, προπάντων από τους αγρότες.



Ταύρος σφάζεται στο πανηγύρι του Αγίου Χαραλάμπους στο χωριό Αγία Παρασκευή της Λέσβου. Αλλά ο άγιος δεν λατρεύεται μόνο στους βοσκούς και γενικά τους κτηνοτρόφους. Θεωρείται ότι προστατεύει και από την πανώλη και πολλές είναι οι παραδόσεις οι σχετικές με την καταδίωξη της ασθένειας αυτής από τον Άγιο και τη σωτηρία πόλεων και χωριών από αυτόν. Γι΄ αυτό και ποικίλες είναι οι προσφορές και τα αφιερώματα στην εικόνα του. Κυρίως, του αφιερώνουν κάθε χρόνο ή κάθε 3 ή 4 χρόνια, μία ποδιά ή ένα πουκαμισάκι, που κατασκευάζεται, με ολότελα μαγικό τρόπο, από μονομερίτικο πανί. Οι γυναίκες και τα κορίτσια τού χωριού μαζεύονται τη νύχτα σε ένα σπίτι και ξεκουκίζουν βαμβάκι και υφαίνουν. Το πανί που με αυτό τον τρόπο κατασκευάζεται μονόμερα, με πολλές μαγικές διατυπώσεις, έχει εξαιρετική μαγική δύναμη. Όπως φαίνεται, με μονομερίτικο πανί κατασκευάστηκε κάποτε, σε καιρό επιδημίας, πουκάμισο, από το οποίο θα πέρασαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Πετάχτηκε και η ασθένεια και σώθηκε το χωριό. Αυτό θα παρέμεινε συνήθεια ν αφιερώνεται ένα τέτοιο πουκάμισο στον άγιο Χαράλαμπο, που θεωρείται διώκτης της πανώλης.



Ο άγιος Βλάσιος θεωρείται ότι φυλάγει και προστατεύει από τον λύκο, το τσακάλι και τα άγρια ζώα. Γι΄ αυτό και οι χωρικοί έχουν αργία την ημέρα της γιορτής του (11 Φεβρουαρίου).



Στην Πυλία, π.χ.

Δεν τυροκομάνε, δεν κάνουνε δουλειά στο σπίτι τους. «Όγοιος θέλει να δουλέψει παίρνει ένα σακούλι και ναι βελόνα και το ράφτει από πίσω του. Τότε ρωτάει ο άλλος: – Τι ράφτεις; -Ράφτω πέτρες και ακόνια/και του λύκου τα σαγίνια. Το λέει τρεις φορές και απέκει πάει και δουλεύει».



Στην Αιτωλία

τη φυλάνε οι γεωργοί, προπάντων δεν φορτώνουν τα ζώα, ούτε και οι γυναίκες φορτώνονται πάνω στα ξύλα, γιατί αυτός ο άγιος είναι μουσκαροπνίχτης, ανοίγει δηλαδή σε ποτάμια τα μοσχάρια τους, αν φορτωθούν.



Έθιμο της ημέρας αυτής είναι και η συνεστίαση αυτών που πηγαίνουν στην εκκλησία. Στο τραπέζι τοποθετούνται ειδικά φαγητά, π.χ. φαγητό από σιτάρι κομμένο, μαγειρεμένο με μέλι και βούτυρο, το λεγόμενο, στον Πόντο, Χασούλ, ή Μάη φαγητό από κρέας προβάτων η κατσίκας, που «θυσιάζονται» στον περίβολο της εκκλησίας. Στην Κέρκυρα μοιράζουν χειμωνικό (καρπούζι).



Βασική πηγή: Γ. Α. Μέγα, Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας, εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ, Αθήνα 1992.



Πηγή: pemptousia.gr





Αρχή Τριωδίου: Ήθη και έθιμα από την Ελλάδα



Aρχίζει η περίοδος του Τριωδίου, των τριών αυτών εβδομάδων κατά τις οποίες οι χριστιανοί προετοιμάζονται για τη νηστεία της μεγάλης Τεσσαρακοστής. Κατά την έναρξη του Τριωδίου, θα ακούσουμε στην εκκλησία την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου και θα θυμηθούμε μέσω του Ευαγγελίου την αξία της ταπείνωσης και τις συνέπειες της έπαρσης. Αυτή η εβδομάδα, που τελειώνει με την Κυριακή του Ασώτου, της γνωστής αυτής παραβολής, λέγεται και Προφωνή ή Προφωνέσιμη, διότι παλιά «προφωνούσαν», δηλαδή διαλαλούσαν εκείνη την περίοδο ότι αρχίζουν οι Απόκριες.



Η δεύτερη εβδομάδα ονομάζεται Κρεατινή ή της Κρεοφάγου, διότι αποτελεί την τελευταία εβδομάδα πριν τη Τεσσαρακοστή, κατά την οποία επιτρέπεται το κρέας.

Σ΄ αυτήν τη βδομάδα λοιπόν, ανήκει και η Τσικνοπέμπτη, η οποία πήρε το όνομά της από τη λέξη «τσίκνα», δηλαδή τη μυρωδιά του ψημένου κρέατος και από την ημέρα Πέμπτη.



Σε κάποιες περιοχές ονομάζουν τη βδομάδα πριν την Τσικνοπέμπτη «σφαγαριά», γιατί λίγες μέρες πριν αρχίζει η διαδικασία σφαγής των γουρουνιών, τα λεγόμενα «χοιροσφάγια».



Κάθε οικογένεια έτρεφε για έναν χρόνο ένα γουρούνι, το οποίο θα αποτελούσε το φαγητό της Τσικνοπέμπτης. Στις Σέρρες, το γλέντι μετά το φαγητό συνεχίζεται, καθώς οι πιο τολμηροί νέοι πηδάνε ανάμεσα από τις φλόγες που είχε ψηθεί το κρέας.



Στην Πάτρα, υπάρχει το έθιμο της «κουλούρας». Η παράδοση λέει ότι μια κοπέλα, η Γιαννούλα η Κουλουρού, είχε διαδώσει ότι ένας ναύαρχος ονόματι Ουίλσον, ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της και θα πήγαινε η ίδια στο λιμάνι ντυμένη νύφη να τον υποδεχτεί. Εκείνη τη μέρα, γίνεται αναπαράσταση αυτής της ιστορίας, καθώς η «νύφη» κατεβαίνει στο λιμάνι, συνοδευόμενη από φίλους και γείτονες, οι οποίοι χορεύουν και διασκεδάζουν.



Στην παλιά πόλη της Κέρκυρας, πραγματοποιείται το έθιμο των «Κουτσομπολιών», ή «Πετεγολέτσα», το βράδυ της Τσικνοπέμπτης. Στην Πιάτσα της πόλης, στήνεται ένα μικρό θεατρικό, όπου οι ντόπιοι υποδύονται τους κουτσομπόληδες και ψιθυρίζουν ο ένας στο αυτί του άλλου, διάφορες ιστορίες.



Η τρίτη εβδομάδα ονομάζεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή απαγορεύεται το κρέας και καταναλώνονται μόνο γαλακτοκομικά προϊόντα. Τα πιο παλιά χρόνια υπήρχε η παράδοση, την Κυριακή της τελευταίας αυτής βδομάδας να μαζεύονται όλες οι οικογένειες σε κάποιο συγγενικό σπίτι, συνήθως των πιο ηλικιωμένων, για να φάνε όλοι μαζί και να διασκεδάσουν και να χορέψουν ως το ξημέρωμα.



Το κατεξοχήν φαγητό εκείνης της ημέρας ήταν τα μακαρόνια, τα οποία τα έφτιαχναν οι νοικοκυρές με μεγάλη προσοχή και επιδεξιότητα. Το βράδυ οι ανύπαντρες κοπέλες έπαιρναν ένα μακαρόνι και το έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν αυτόν που θα παντρευτούν. Το τραπέζι εκείνης της μέρας ήταν κάποτε πολύ σημαντικό για την οικογένεια. Οι πιο ηλικιωμένοι σήκωναν το φαγητό ψηλά και έλεγαν: «άξια η τάβλα μας (το τραπέζι μας), άξια και τιμημένη!».

Το τραπέζι δεν έπρεπε να συμμαζευτεί παρά μόνο το επόμενο πρωί αλλιώς θεωρούνταν γρουσουζιά.



Όμως η πιο σημαντική λεπτομέρεια αυτής της παράδοσης ήταν ότι πριν αρχίσει το φαγητό, οι συγγενείς ζητούσαν συγχώρεση από τους πιο ηλικιωμένους κι αλληλοσυγχωρούνταν, ώστε να αρχίσουν τη Σαρακοστή με καθαρή καρδιά και ήσυχη συνείδηση. Η διαδικασία αυτή έδινε δύναμη στους χριστιανούς για την περίοδο της νηστείας που θα ακολουθούσε.



Γενικότερα, το Τριώδιο αποτελεί περίοδο προετοιμασίας για τη Τεσσαρακοστή.

Μέσα από τις κοινές τους συνήθειες, τα έθιμα, αλλά και την κοινή τους πίστη, οι χριστιανοί παίρνουν κουράγιο και δύναμη, έρχονται πιο κοντά ο ένας με τον άλλον, ανακουφίζονται ψυχικά από τον λόγο του Ευαγγελίου και περιμένουν πιο γαλήνιοι και πιο «καθαροί» την Ανάσταση του Κυρίου.



Πηγή: www.ekklisiaonline.gr























Σημασία και χρησιμοποίηση του μαντηλιού στον ελληνικό χορό

Της Δώρας Στράτου



Το μαντήλι παίζει μεγάλο ρόλο στην ζωή των ανθρώπων και στα διάφορα έθιμα της κάθε χώρας. Στην αρχαία Ελλάδα το λέγανε σουβάριον ή σωδάριον καθώς λέγεται, στην Δωρική γλώσσα. Ήταν ένα κομμάτι ύφασμα πού το μεταχειρίζονταν οι αρχαίοι μας πρόγονοι για να σκουπίζουν τον ιδρώτα τού προσώπου τους. Οι Ρωμαίοι πού μιμούνταν τούς Έλληνες το χρησιμοποιούσαν επίσης για να σκουπίζουν τον ιδρώτα. Διέθεταν όμως και ειδικά μαντήλια για το στόμα και την μύτη καθώς και μεγαλύτερα μαντήλια για την προφύλαξη τού κεφαλιού.



Αναφέρεται μάλιστα και περίπτωση όπου «ή αρπαγή τού μαντηλιού από της κεφαλής της κόρης υποχρεοί ταύτην να αρραβωνιασθή τον αρπάσαντα». Σιγά σιγά διαδόθηκε η χρήσις τού μαντηλιού σ' ένα σωρό περιπτώσεις πού θα μάς ενδιέφερε να τις απαριθμήσουμε εδώ.Το μαντήλι με έχει παιδέψει για πολλά χρόνια μπορώ να πω μάλιστα απ' την αρχή. Και αυτό γιατί συνεχώς μού έκαναν σχετικές ερωτήσεις οι θεατές, είτε στην Ελλάδα, στο θέατρό μας, είτε στο εξωτερικό, τους δημιουργούσε πάντα ένα ερωτηματικό. Αλλά τα ίδια ερωτηματικά δημιουργούσε και σε μένα. Βέβαια στον ελληνικό παραδοσιακό χορό, ο πρωτοχορευτής, που κάνει πολλά τερτίπια και επίδειξη δεξιοτεχνίας, συνήθως βασίζεται στον δεύτερο χορευτή πού τον κρατά και τον προσέχει, ιδίως στα Τσάμικα, τα Καλαματιανά, αλλά και σε πολλούς άλλους χορούς. Κι ο πρωτοχορευτής δεν μπορεί να χορέψει με άνεση αν δεν έχει τον δικό του «βαστάζο» ας πούμε. Ιδίως στα ζεστά κλίματα που μπορεί εύκολα να σπάσει κανένα πόδι ή χέρι ή πλάτη κιόλας. Και ο ελληνικός χορός βασίζεται συνήθως στους άνδρες. Οι άνδρες κάνουν όλες τις δύσκολες φιγούρες, τα εντυπωσιακά πηδήματα, κι ο κάθε χορευτής έχει το δικό του ύφος, τη δικιά του διάθεση, τα δικά του τσακίσματα. Οι γυναίκες πρέπει να είναι σεμνές και χαμηλοβλεπούσες. Γι' αυτό και οι γυναικείοι χοροί είναι συνήθως συρτοί.



Μπορεί και το μαντήλι να το χρησιμοποίησαν με το πέρασμα τού χρόνου από σεμνότητα για να μην ακουμπάει το χέρι τού νέου στο χέρι της νέας, ή για να μην ακουμπάει το ιδρωμένο χέρι τού χορευτή στο χέρι τού διπλανού του και γλιστρήσει στον χορό του.


Το μαντήλι το βλέπουμε σε χρησιμοποίηση γενικά, σε όλα σχεδόν τα διαμερίσματα της Ελλάδας. Έχει τη δική του υπόσταση, ύπαρξη, αλλάζει κίνηση με την αλλαγή της μουσικής φράσης, σαν να το μεταχειρίζεται όπως ένα απαραίτητο μουσικό όργανο. Ποια θα μπορούσε να είναι άραγε ή εξήγηση αυτής της συνεχούς μεταχειρίσεως τού μαντηλιού; και με τόσους διαφορετικούς τρόπους;


Και ήρθε μιά μέρα πού είδα επιτέλους καθαρή την πιθανή - έστω μία πιθανή - εξήγηση. Χάρη στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με τη θαυμάσια, από κάθε πλευρά, έκθεση Σενιέ και χάρη στα ανεκτίμητα γράμματα της μητέρας τού Αντρέα Σενιέ, - του μεγάλου γαλλοέλληνα ποιητή πού λάτρευε την Ελλάδα - και τις διάφορες φωτοτυπίες που μού παρεχώρησαν, για μιά μελέτη. Αλλά και χάρη στον φίλο Καθηγητή Πανεπιστημίου Δημήτρη Λουκάτο, τον γνωστότατο λαογράφο, πού μού υπέδειξε να πάω να δω αυτή την Έκθεση. Πιστεύω απόλυτα πώς το γεγονός ότι δεν υπάρχει σχεδόν ποτέ ελληνικός χορός χωρίς μαντήλι - με εξαίρεση εκείνους πού έχουν πολεμική προέλευση, όπως ό Πυρρίχιος - μάς οδηγεί να πιστέψουμε στην ανάγκη της βαθύτερης σημασίας του και να αρχίζουμε να προσέχουμε περισσότερο κάθε εκδήλωση και κάθε κίνηση τού μαντηλιού σχετικά με το χορό. Γιατί βασικά το θέμα μαντήλι μάς ενδιαφέρει πολύ.


Υπάρχει χορός στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης - αλλά και αλλού - πού σε ορισμένες στιγμές στρίβουν το μαντήλι να γίνεται σαν σκοινί σε αντικριστό χορό. (Γουμένιτσα, - Κιλκίς - Μακεδονίας). Με βάση αυτή την κίνηση μεταχειρίστηκαν το μαντήλι αργότερα σε διάφορες άλλες χορευτικές εκφράσεις, πχ. στην Αλεξάνδρεια, στο χορό «Κερά-Μαρία», όπου ή πρωτοχορεύτρια κρατάει το μαντήλι και το μεταχειρίζεται όπως ή πρωτοχορεύτρια τής αρχαιότητας τα κρόταλα. Η φιγούρα αυτή, πολύ εντυπωσιακή, γίνεται ακόμα πιο πιστευτή όταν δει κανείς μιά αναπαράσταση χορού σε αρχαίο αγγείο με τη χορεύτρια να μεταχειρίζεται τα κρόταλα κατά τον ίδιο τρόπο πού η γυναίκα της Αλεξάνδρειας κρατάει και μεταχειρίζεται το μαντήλι. Το μαντήλι δε αυτό παίρνει μιά σημασία και μιά βαρύτητα εντελώς ξεχωριστή, τόσο πού σχεδόν είναι σαν ή πρώτη χορεύτρια να κρατάει μουσικό όργανο και να διευθύνει μ' αυτό το χορό. Στην Αλεξάνδρεια, είχα τύχη να βρω τον πιο αντιπροσωπευτικό τύπο τού γνήσιου χορού με την βαρύτητα και την εσωτερικότητα τη Μακεδονική. Η φυσιογνωμία αυτής της γυναίκας, η έκφραση τού προσώπου της, το αυστηρό βλέμμα, το σώμα, ή εσωτερικότητα, μαζί με την καταπληκτική ενδυμασία και τον κεφαλόδεσμο πού φορούν οι γυναίκες τού Ρουμλουκίου - μιά περιφέρεια από πενήντα χωριά πού συντελούν το Ρουμλούκι, - ήταν τόσο επιβλητική πού νόμιζε κανείς ότι έβλεπε τον Μέγα Αλέξανδρο να ξεκινά για τα πέρατα τού κόσμου για να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρό του, να κατακτήσει, να εκπολιτίσει και να ενώσει τον κόσμο όλο. Η Κυρά Ελισάβετ Γιαννοπούλου, σε καθήλωνε και σε παρέσυρε σ' αυτά τα ονειροπολήματα! Ο χορός αυτός ο τόσο επιβλητικός και αργός - και πρέπει να πω αρκετά δύσκολος - ονομάζεται με το πιο απίθανο όνομα! Τον λένε «Τι κλαις Κερά-Μαρία;. Συμβαίνει πολύ συχνά στα τραγούδια μας και στους χορούς μας, να μην έχουν σχέση τα λόγια τού τραγουδιού με το ύφος τού χορού. Πιστεύω ότι αυτό θα οφείλεται σε διαθέσεις τής στιγμής ή της εποχής όπως δηλαδή όταν κάποιος εντυπωσιάζεται με μιά κοπέλλα, ή αρραβωνιάζεται με την αγαπημένη του κτλ, και βάζει λόγια δικά του στη μουσική τού χορού.


Ο οραματισμός της κυρίας Σενιέ για τον πέπλο της Αριάνδης όχι μόνο, είναι βάσιμος κατά την γνώμη μου, αλλά και δίνει μιά εξήγηση τής υπάρξεως και χρησιμοποιήσεως τού μαντηλιού στον παραδοσιακό μας χορό.
Ο Φ. Κουκουλές μάς λέει ότι ο πέπλος πού φορούσαν πάνω από το κεφάλι τους οι αρχαίες χορεύτριες εξελίχτηκε με τον καιρό σε μικρές «χειρίδες, στους βυζαντινούς χρόνους. Τα φορέματά τους ήταν μακριά και καμιά φορά στολισμένα με χρυσά κεντήματα. Το γνώρισμα δε των χορευτών και χορευτριών ήταν ότι από τούς αγκώνες και κάτω έφεραν μακράς χειρίδας, αίτινες ηδύνατο να αναδιπλωθώσι προς τα επάνω, συνέχειαν ίσως τού υπέρ την κεφαλήν κυκλικώς ανεμιζομένου πέπλου». Βέβαια ή ενδυμασία συντείνει πολύ στην ολοκλήρωση τής εικόνας ενός χορού: στην περιφέρεια τού Ρουμλουκίου, οι ενδυμασίες και ιδίως ο κεφαλόδεσμος είναι συνταρακτικοί. Ο κεφαλόδεσμος πολύπλοκος στην κατασκευή του και αβάστακτος στο κεφάλι τής χορεύτριας είναι καμωμένος από διάφορα κομμάτια - ανάμεσά τους και ένα ξύλινο αυγό! - κρόσια, κεντήματα, λουλούδια διαφόρων χρωμάτων και πολλά ασημένια κοσμήματα έτσι πού το σύνολο αυτό δίνει την εικόνα περικεφαλαίας αρχαίων ελλήνων πολεμιστών.


Η δεύτερη ανακάλυψη για το μαντήλι, μού ήρθε εντελώς ξαφνικά από έναν ηλικιωμένο χορευτή πού έφερα από το Σοχό της Μακεδονίας και μού άνοιξε καινούργιους και απρόβλεπτους ορίζοντες. Υπάρχει ένας χορός πού λέγεται «Σιγανός», και χορεύεται από άντρες συνήθως, πού κάνουν ό καθένας κατά το κέφι του ορισμένα «τερτίπια». Είναι όμως δύσκολος χορός γιατί είναι πολύ αργός και πρέπει ό χορευτής να έχει έλεγχο γερό στα αργά βήματα και τις αργές στροφές πού κάνει επίσης και στο πώς μεταχειρίζεται το μαντήλι πού βαστάει στο δεξί του χέρι. Εκοίταξα για ώρες την πρόβα αυτού τού χορού με τον χορευτή πού είχα επισημάνει... τόσο καταπληκτικός ήταν, ώστε δεν χόρταινα να κοιτάζω, αλλά και να προβληματίζομαι στο τι ακριβώς κάνει και τι μού θυμίζουν αυτά πού έκανε σαν βηματισμούς όσο και σαν περίεργους σχηματισμούς με το μαντήλι... Δεν είχα ξαναδεί τέτοια κίνηση, τέτοια άνεση να στέκει με το ένα μόνο πόδι και το άλλο το - αριστερό - τυλιγμένα γύρω από το δεξί, με τέτοια μαστοριά, θα ‘λεγε κανείς ότι γεννήθηκε με το ένα πόδι διπλοτυλιγμένο στο άλλο. Αδύνατος, ψηλός όλο του το σώμα ένα νεύρο με αυτή την απίθανη ισορροπία και ρυθμό πού ήταν σαν να άρχιζε η κίνησή του από τη στιγμή πού άρχιζε να ρίχνει την ανάσα του στο Ζουρνά ο οργανοπαίκτης! Με ένα μαντήλι στο χέρι συνόδευε, θα ‘λεγα τη μουσική φράση πού χόρευαν τα πόδια του αλλά και το κορμί του όλο, και σε κάθε μουσική φράση, σε κάθε αλλαγή της μουσικής φράσης, το μαντήλι έπαιρνε ενεργό μέρος σαν να ‘τανε μουσικό όργανο κι αυτό. Όταν ό χορευτής στεκότανε έξαφνα με το ένα πόδι και το άλλο διπλωμένο στο όρθιο πόδι, πάνω σε μουσική φράση τού ζουρνά, πού έκανε σαν «αραβουργήματα» μουσικά, ακολουθούσε με το μαντήλι αυτά τα μουσικά ανεβοκατεβάσματα, σαν το μαντήλι να «ήταν μουσικό όργανο κι αυτό, ή κανένα τραγούδημα πουλιού, ή σαν να ζωγράφιζε στον αέρα φανταστικά τραγούδια, με το νταούλι πού κρατούσε το ρυθμό και έδινε το «γιόμισμά» του στη μελωδία τής κινήσεως τού μαντηλιού». Το μαντήλι ήταν ένα με το χέρι του, σαν προέκταση τού χεριού του. Σε όλο αυτό το διάστημα στέκονταν ακίνητος και ολόϊσιος σαν λαμπάδα! Μετά ακολουθώντας τη μουσική και το κτύπημα τού νταουλιού, ξεκινούσε, σαν κυνηγός πού ψάχνει το θήραμα, με το κεφάλι σε κίνηση και τα πόδια αργά-αργά, σαν να ψάχνει προσεκτικά, μην το ακούσει - το υποτιθέμενο ζώο - πού ψάχνει να βρει, ή τυχόν ο άνθρωπος... Γιατί μπορεί και να ψάχνει άνθρωπο, αφού δεν ξέρουμε, τουλάχιστον εγώ δεν βρήκα την απάντηση σ' αυτό το ψάξιμο. Φυσικά κύριο θέμα για μένα ήταν το μαντήλι.


Και από κει πια θυμήθηκα και το μαντήλι, όπως το κρατούνε και το σείουν οι γυναίκες της Γουμένιτσας-Κιλκίς (Μακεδονία), σ' ένα χορό πού χορεύεται μόνο από γυναίκες, και πού σού φέρνει αμέσως στη σκέψη την επίκληση για τη βροχή. Ανεβάζουν το χέρι, σείοντας το μαντήλι τρεμουλιαστά, προς τον ουρανό, στέκουν για λίγο, και φωνάζουν «Ιη-η-η» και το κατεβάζουν αργά-αργά σείοντάς το και πάλι στη γη. Αυτό γίνεται τρεις φορές. Σαφώς δε σού θυμίζει επίκληση. Και είναι σαν να κάνουν επίκληση στο Θεό για να στείλει τη βροχή για τη βλάστηση της γης. Στην ιεροτελεστία της Ελευσίνας αναφέρει ο Καθηγητής Αρχαιολόγος-Ακαδημαϊκός Γεώργιος Ε. Μυλωνάς στο βιβλίο του «Ελευσίς και τα Ελευσίνια Μυστήρια», ατένιζαν προς τον ουρανό και φώναζαν δυνατά «βροχή», κατόπιν κοίταξαν κάτω στη γη και φώναζαν «σύλληψη». Είναι δε αξιοπερίεργο ότι γύρω-γύρω στο χείλος ενός πηγαδιού κοντά στην πύλη τού Διπύλου των Αθηνών ήταν χαραγμένη μιά επιγραφή πού λέει τα παρακάτω: «Ω Πάν, ώ Μην έχετε καλή διάθεση, ωραίες Νύμφες, βροχή, ξεχείλισμα». Η επιγραφή ήταν χαραγμένη πάνω σ' ένα κεραμίδι πού περικύκλωνε το άνοιγμα τού πηγαδιού. (Προσπάθησα να βρω τα κομμάτια τού κεραμιδιού, πού είχαν κατατεθεί στο Μουσείο Επιγραφών). Δυστυχώς όμως χάθηκαν μετά τον πόλεμο τού 1940-44. Το επιφώνημα πάλι θυμίζει το αρχαίο επιφώνημα «Ιη Παιάν»:.... «Μέσα από την ιστορία η χαρακτηριστική επωδός «Ιηη παιάν» φαίνεται να μην έχει παραγκωνισθεί...» γράφει η Λίλιαν Λόουερ αυθεντία στους αρχαίους χορούς και τις ομοιότητες με αυτούς πού υπάρχουν, στην Ελλάδα. Μετά το επιφώνημα αυτό πιάνονταν από την ζώνη ή μιά της άλλης - χορός «ζωναράδικος» - και ξανασταματούν πάλι για την επίκληση πού επαναλαμβάνεται, όπως είπαμε, τρεις φορές.


Στη Γουμένιτσα υπάρχει και ένας παραδοσιακός χορός μικτός - δηλαδή άντρες και γυναίκες - πού, καθώς μού είπαν οι χορευτές πού προέρχονται από την περιφέρεια αυτή, χορεύεται όταν ό γαμπρός ξυρίζεται πριν να πάει στην εκκλησία για να παντρευτεί. Το μαντήλι το μεταχειρίζονται κατά πολλούς τρόπους οι χορευτές σ' αυτόν το χορό: α) Το βαστούν όρθιο σε τριγωνικό σχήμα κρατώντας το από τις μύτες, τεντωμένο μετά β) το φέρνουν οριζόντια και γ) σε ορισμένη μουσική φράση, το στρίβουν και το ξεστρίβουν σαν σκοινί, συνέχεια, ανάλογα με τον μουσικό ρυθμό και με το χορευτικό βήμα σαν το μαντήλι να είχε ζωή και ακολουθούσε τη μουσική.


Στη Νάουσα πάλι, στον αποκριάτικο χορό «Μπούλες», ιδίως, έχουν ένα παράξενο δέσιμο μαντηλιού στο δεξί τους χέρι πού κινείται και δίνει τον τόνο, την έκφραση στην όλη κίνηση τού χορευτή: το δένουν στον καρπό έτσι πού να εξέχει από τη μέσα πλευρά τού χεριού και έτσι όπως το κρατούνε, κάνει σαν προέκτασή του. Δεν μπόρεσα να καταλάβω την έννοια τού δεσίματος αυτού. Συνήθως το έχει έτσι δεμένο ο πρωτοχορευτής και το κινεί ανάλογα με τη μουσική φράση, επιδεικτικά... θεωρείται απαραίτητο και δεν είναι παραδεκτό από τούς χορευτές να μην το δέσουν έτσι. Το χέρι με το μαντήλι υψώνεται συνέχεια. Μπορεί ίσως να υπονοεί μιά κάποια σημαία, πού δεν τολμούσαν, φυσικά, να την κρατήσουν στα χέρια επιδεικτικά, επί Τουρκοκρατίας;


Καμμιά φορά το μαντήλι το ανεμίζουν - σε πολλούς αν όχι σε όλους τούς χορούς - με το χέρι ακολουθώντας τη μουσική φράση, μιά δεξιά και μιά αριστερά, σαν μιά προέκταση τής κινήσεως, και αν δεν υπήρχε το μαντήλι, ή κίνηση τού χεριού ενδεχομένως θα ήταν ξερή κίνηση αναπόφευκτα ανέκφραστη. Υπάρχουν κινήσεις χωρίς μαντήλι, αλλά ή κίνηση τους αυτή ξεκινά από τον ώμο, και τότε το χέρι από τον καρπό κι ύστερα υποκαθιστά το μαντήλι σε έκφραση, αλλά περιορισμένου τύπου. Αυτό το πρόσεξα σε μιά κοπέλλα Σαρακατσάνισσα πού χόρευε πρώτη στον Τσάμικο - την Τσαούση από τις Σέρρες (Μακεδονία) - και μού έκανε κατάπληξη όταν συνειδητοποίησα αυτά πού γράφω πάρα πάνω. Δέχτηκα για πρώτη φορά, ότι υπάρχει τρόπος - εξαρτάται φυσικά από τον χορευτή ή την χορεύτρια - να επεκτείνεις την κίνηση τού μπράτσου έτσι ώστε το χέρι να αντικαθιστά το μαντήλι. Αλλά αυτό μού φαίνεται καθαρά προσωπικό ταλέντο.


Στους χορούς τού Δρυμού-Μακεδονίας, έχουν διαφορετικούς τρόπους οι γυναίκες να μεταχειρίζονται το μαντήλι. Πάντα με τη μουσική, σαν να είναι όργανο μουσικό και συμπληρωματικά το μαντήλι. Έξαφνα, σε σχέδιο τριγώνου το κρατούν με το ένα χέρι από τη μιά γωνία τού τριγώνου και με το άλλο χέρι από την άλλη πλευρά, και το πάνε πίσω από το κεφάλι, τραβώντας το μιά δεξιά και μιά αριστερά, ή πάλι το κρατούν ακίνητο - ανάλογα με την μουσική φράση τού χορού. Γιατί σε άλλο χορό της ίδιας περιφέρειας, το κρατούν από την μιά μύτη με το χέρι, και ακολουθώντας πάντα τη μουσική και τα βήματα το ανεμίζουν μιά δεξιά και μιά ανάποδα - δηλαδή μιά προς τα έξω και μιά προς τα μέσα, με το μπράτσο σε σχήμα γωνίας.


Στην Κέρκυρα, στο «χορό της νύφης» πού μάς έδειξαν οι χορεύτριες της κ. Λ. Αργυρού, ό νέος παίρνει το μαντήλι από τη νέα χορεύοντας όπως ο χορός αυτός αναπαριστά ένα τοπικό έθιμο. Τα μαντήλια έχουν ειδικό κόκκινο χρώμα και σχέδια κίτρινα και είναι πολύ μεγάλα. Ο νέος - χορευτής - παίρνει ένα-ένα τα μαντήλια πού τού δίνουν οι κοπέλλες, κάνοντας διάφορες χαιρετούρες χορεύοντας, για να τις ευχαριστήσει για το μαντήλι. Σε άλλο χορό Κερκυραϊκό πού τραγουδιέται από τούς χορευτές - αφορά ένα Γιαννάκη πού τον σκότωναν και τον κλαίνε τα κορίτσια - το μαντήλι παίζει πάλι ρόλο βοηθώντας τις κοπέλλες να λικνίζονται συνάμα με τη μουσική και να μεταχειρίζονται το μαντήλι σε τριγωνικό σχήμα με το ρυθμό τού σώματος πού ακολουθεί ναζιάρικα τη μουσική. Η ενδυμασία αυτή, γιατί η Κέρκυρα έχει και άλλες πολλές ενδυμασίες, είναι από την περιφέρεια Λευκίμης όπου υπάγονται 22 περίπου χωριά και βρίσκεται στο νοτιότατο άκρο τής Κέρκυρας. Τη φορούσαν σε κάθε γιορτή και σε εξαιρετικές περιστάσεις. Ήταν η ενδυμασία τού γάμου πού φορούσε ή νιόπαντρη για ένα χρόνο και μετά δεν την ξανάβαζε. Η φορεσιά βοηθάει πολύ στο λίκνισμα τού κορμιού και είναι πολύ ωραία, αλλά πολύ επηρεασμένη φυσικά από τη Δυτική Ευρώπη.


Σ' έναν Θρακιώτικο χορό πού τον ονομάζουν «Μαντηλάτο», οι χορευτές - άνδρες και γυναίκες - κρατούν ό καθένας από ένα μαντήλι με τα δυό τους χέρια από τις δύο άκρες σε τρίγωνο σχήμα. Το κρατούν στο ύψος των ματιών τους και το κουνάνε ρυθμικά, σύμφωνα με τη ρυθμική αλλαγή τού μέτρου - και τού ποδιού συνεπώς. Το σείουν τεντωμένο μιά δεξιά και μιά αριστερά. Θα ‘λεγε κανείς ότι σκεπάζουν και ξεσκεπάζουν το πρόσωπό τους, είτε από κοκεταρία, είτε από παιγνίδισμα.


Οι Ελληνίδες της Κύπρου μεταχειρίζονται το μαντήλι άνετα και σε διάφορα σχήματα: σε ένα χορό π.χ. βαστούν το μαντήλι από τις δύο άκρες σε σχήμα τριγώνου και μιά το αντικρίζουν ή μιά κοπέλλα με την άλλη σε σχήμα όρθιο και μιά το μεταχειρίζονται σε σχήμα σταυρού. Την έννοια αυτού τού σχήματος δεν την ξέρω αλλά και κανείς δεν βρέθηκε να μάς την εξηγήσει με μιά κάποια υπευθυνότητα.


Σ' ένα χορό των Μεγάρων, τον ζεϊμπέκικο πού τον χορεύουν γυναίκες αντικριστά, μεταχειρίζονται σ' όλη τη διάρκεια τού χορού, το μαντήλι, μάλιστα μεγάλο μαντήλι, με το οποίο «συνοδεύουν» - θα μπορούσε κανείς να πει - τις στροφές και τον μουσικό τονισμό. Επίσης και στο Καγκελλευτό, χορό μικτό, μεταχειρίζονται συνέχεια το μαντήλι, το οποίο στριφογυρίζουν μιά ψηλά μιά χαμηλά. Τουλάχιστον έτσι μάς τον έδειξαν κάτοικοι τού Μενιδίου και οργανοπαίκτες, πού μάλλον δεν λαθεύονται συνηθισμένοι όπως είναι από τα πανηγύρια.


Πιο σημαντική είναι ή χρήση τού μαντηλιού των Ελληνίδων από τα Φάρασσα της Καππαδοκίας Μ. Ασίας: δύο μεγάλα μαντήλια, κάθε χορεύτρια κρατά ένα στο κάθε χέρι, και ανάλογα με το μουσικό ρυθμό τα κινεί: Μιά πηγαίνει το χέρι, από τον ώμο και κάτω προς τα δεξιά και μιά πηγαίνει προς τ' αριστερά, πάντα με τη μουσική φράση και με το ρυθμό. Φορές-φορές τα τυλίγουν και τα ξετυλίγουν κρατώντας τα πάντα από τη μιά άκρη - όπως τυλίγει κανείς και ξετυλίγει ένα κουβάρι.


Στα Κύθηρα, σ' ένα χορό πού λέγεται Κομπιάνικος και καθώς λένε οι κάτοικοι είναι χορός τού «Θησέα» παίζει πάλι μεγάλο ρόλο το μαντήλι. Το κρατά ή πρώτη χορεύτρια σε ορισμένη φάση τού χορού και κάποτε παίρνει και το δεύτερο μαντήλι πού μέχρι μιά ορισμένη μουσική φράση ό βαστούσε μιά άλλη χορεύτρια, σχηματίζοντας έτσι δυό σειρές. {Όταν δηλαδή βρίσκονται οι δυό σειρές}. Όταν δηλαδή βρίσκονται οι δυό σειρές παράλληλες, τότε ή πρωτοχορεύτρια παίρνει και τα δύο μαντήλια, ένα στο κάθε της χέρι και οδηγεί τις άλλες, υποτίθεται, για να βγουν από τον Λαβύρινθο. Μερικοί λένε ότι ό χορός αυτός χορεύεται μόνο από γυναίκες, άλλοι πάλι λένε ότι χορεύεται από γυναίκες αλλ' επικεφαλής είναι πάντα ένας άνδρας.


Στη Ζάκυνθο έχουν επίσης έναν «Αρχαίο Χορό», όπως τον ονομάζουν επάνω σε ένα βουνό. Δύσκολη η συγκοινωνία, επομένως ευκολότερα να μην ξεχαστούν οι παλιοί χοροί τους. Και εκεί βρήκαμε χωρίς να το περιμένουμε, το χορό Λαβύρινθο όπου υπάρχουν δύο σειρές χορευτών, μιά σειρά γυναίκες και πίσω μιά σειρά άνδρες και ο πρωτοχορευτής σε δεδομένη στιγμή εκεί πού βαστάει τις δύο σειρές των χορευτών με τα δυό χέρια, από τα μαντήλια πού βαστούν, πιάνει πια και τις δύο με το ένα χέρι και περνά ανάμεσα στους χορευτές, έτσι πού να σχηματίζεται αμέσως ή αίσθηση ότι περνούν όλοι, οδηγούμενοι από έναν άνδρα - τον Θησέα - μέσα από τον Λαβύρινθο και βγαίνουν στην ύπαιθρο πια ελεύθεροι. Ο «Αρχαίος Συρτός» όπως τον λένε, χορεύεται και τραγουδιέται χωρίς μουσικά όργανα, στο ορεινό χωριό Άγιος Λέων Ζακύνθου.


Η απόκρια στη Σκύρο φαίνεται ότι είναι πολύ Διονυσιακή, και τα έθιμα έχουν κρατηθεί με πολύ σεβασμό και αγάπη. Στο έθιμο της Απόκριας, με τούς μασκαρεμένους με τα πάμπολλα κουδούνια στη μέση τους, τούς οποίους παρακολουθούν άνδρες ντυμένοι γυναικεία με ένα μαντήλι στο χέρι ό καθένας, γίνεται μεγάλη φασαρία. Αλλά ακόμα μεγαλύτερη γίνεται με τις υποτιθέμενες γυναίκες πού στριφογυρίζουν σαν «μυίγες» γύρω από τούς γέρους κουνώντας επίμονα το μαντήλι γύρω στο κεφάλι τους.


Θα αναφέρω και απόσπασμα βιβλίου ενός Κρητικού πού μιλά για τη σημασία τού μαντηλιού στο χωριό του: «Απόψε ακόμη στο γάμο ό κόσμος είναι περισσότερος και το γλέντι βράζει ούλη τη νύχτα. Χωρίς στ' άλλους χορούς πού χορεύουν, θα χορέψουν και τη ντάμα μιά δυό φορές. Η ντάμα είναι χορός σερτός κι ετούτος, μα εκείνο πού αλλάζει είναι ότι: Δένουμε δυό τρία μαντηλάκια σταυρωτά, πού ό κόμπος τους είναι στη μέση και γύρου γύρου οι άκρες. Τη κάθα άκρη βαστά μιά γυναίκα με τη ζερβή τζη χέρα και στη δεξιά άλλο ένα μαντηλάκι. Ετούτο το άλλο μαντηλάκι πιάνει ένας άντρας, ή λύρα παίζει και ούλοι μαζί χορεύουν. Ο λυρατζής γ' ή ένας άλλος κάνει τον διαιτητή και φωνάζει αριθμούς. Έναααα! Τσ' αφήνει να χορέψουν ένα δυό κύκλους και φωνιάζει, δύοοοο! Στο τρία ό κάθε άντρας πού χορεύει αφήνει το μαντηλάκι τσή ντάμας του και πρέπει να προλάβει ν' αρπάξει το μαντηλάκι τσή άλλης ντάμας πού χορεύει απ' ομπρός του, γ' ή όποιας μπορέσει. Πρέπει να είναι σβέλτος και πιτήδειος, γιατί παραμονεύουνε κι άλλοι απ' όξω απού το χορό κι όποιος μπροκάμει».


Συνηθίζονται επίσης πολύ συχνά τα μαντήλια σαν διακοσμητικά τού αντρικού ντυσίματος σε γιορτές και πανηγύρια. Μεγάλα μαντήλια με κρόσια πολλά πάλι σε σχήμα τριγώνου, φορούν οι άντρες κάτω από τα σελάχια, πού φοριούνται με τις αστικές φουστανέλλες και τα γιορτινά. Ή πάλι, τα φορούνε γύρω από το λαιμό, ιδίως σε ορισμένα νησιά. Τα μαντήλια αυτά είναι μεγάλα, μεταξωτά, με κρόσια γύρω-γύρω, και πολύχρωμα.


Πηγή: Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί, Δώρα Ν. Στράτου, εκδ. Ο Ε Δ Β, παρούσα εκδ. 2002, εκτύπωση Κλάδης Χαρ. Βιβλιοδεσία Κανόπουλος Γεώργ

Πηγή: http://www.egolpion.com/BA4621FB.el.aspx
http://ellinwnparadosi.blogspot.com












Οι Σαρακατσάνοι





(Σαρακατσάνοι γαμπρός και νύφη)



Οι Σαρακατσάνοι είναι ένα νομαδικό φύλο, που άφησε το νομαδικό τρόπο ζωής μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου πολέμου, και τον ημινομαδικό, τις τελευταίες δεκαετίες. Οι επιστήμονες που ασχολήθηκαν με την καταγωγή τους, συμφωνούν ότι πρόκειται για ένα ελληνικότατο φύλο. Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων, αποτέλεσε η περιοχή των Αγράφων και ο ευρύτερος ορεινός όγκος της Πίνδου, από όπου και διασκορπίστηκαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Το γλωσσικό τους ιδίωμα, οι παραστάσεις και τα σχέδια στις φορεσιές και τα υφαντά, οι δοξασίες τους, οι προλήψεις τους και βέβαια το περικεντρικό ορθό καλύβι, παραπέμπουν στην Αρχαιότητα (Αγ. Χατζημιχάλη, Γ. Καββαδίας, Δ. Μαυρογιάννης κ.α.). Άλλοι τους θεωρούν σαν τους αρχαιότερους της Ευρώπης (Πουλιανός).



Οι Σαρακατσάνοι λόγω της νομαδικής τους ζωής μετά τον διασκορπισμό τους, αναπτύχθηκαν σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο, προς ανεύρεση καλύτερων βοσκοτόπων. Έτσι δημιουργήθηκαν τρεις γεωγραφικές ομάδες Σαρακατσάνων:


Οι Μωραΐτες, που παλαιότερα ξεκαλοκαίριαζαν στον Μωριά, απ’ όπου πήραν και το όνομά τους. Σήμερα είναι εγκατεστημένοι στη Θεσσαλία και λίγοι στην Κεντρική Μακεδονία, όπου ξεκαλοκαίριαζαν τα τελευταία χρόνια. Μεγάλη υποομάδα των Μοραϊτών είναι οι Σαρακατσάνοι της Ηπείρου, οι επονομαζόμενοι Ηπειρώτες.



Οι Κασσανδρινοί που παλαιότερα ξεκαλοκαίριαζαν στη Χαλκιδική, απ΄ όπου πήραν το όνομά τους και τώρα είναι εγκατεστημένοι κυρίως στην Κ. Μακεδονία.

Οι Πολίτες (επειδή κινούταν σε περιοχές που ελέγχονταν διοικητικά από την Κωνσταντινούπολη) που σήμερα είναι εγκατεστημένοι στη Αν. Μακεδονία και Θράκη.



Σήμερα οι Σαρακατσάνοι αποτελούν ένα ζωντανό κομμάτι της σύγχρονης Ελληνικής Κοινωνίας. Μετά την κτηνοτροφία ασχολήθηκαν και με τη γεωργία, και τα τελευταία χρόνια με το εμπόριο και τις επιστήμες. Η ανάγκη διατήρησης της παράδοσης, τους ώθησε στην δημιουργία των Συλλόγων, που είναι οι σύγχρονοι θεματοφύλακες της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Σήμερα στον Ελλαδικό χώρο υπάρχουν 43 Σαρακατσάνικοι Σύλλογοι που έχουν δημιουργήσει την Π.Ο.Σ.Σ. (Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσάνων) το 1981. Στη Βουλγαρία υπάρχουν Σαρακατσάνοι που και εκείνοι έχουν οργανωθεί σε Ομοσπονδία με 19 επίσημα οργανωμένους συλλόγους.



Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των σαρακατσάνικων χορών είναι ο αργός ρυθμός τους, αφενός διότι δεν είχαν την συνοδεία μουσικών οργάνων, αφετέρου λόγω του βάρους της φορεσιάς τους που συνοδεύονταν από τα περίφημα κουστέκια (στολίδια). Πολλοί από τους χορούς χαρακτηρίζονται «κλέφτικοι» αφού χορεύονταν αποκλειστικά από τους άνδρες. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι στους μικτούς χορούς οι άνδρες χορεύουν μπροστά και οι γυναίκες ακολουθούν και μάλιστα ο τελευταίος στην σειρά άνδρας πιάνεται με μαντήλι με την πρώτη στην σειρά του χορού γυναίκα.



Οι Σαρακατσάνικοι χοροί είναι οι εξής:



Συρτός Χορός:

Ο Συρτός χορεύονταν από τους Σαρακατσάνους, όπως και από τους Έλληνες της υπόλοιπης Ηπειρωτικής Ελλάδος. Είναι ένας χορός 12 βημάτων με μέτρο 2/4 (Σε αντιδιαστολή με τον Καλαματιανό που έχει μέτρο 7/8). Είναι μικτός χορός, που τον χόρευαν δηλαδή μαζί και άνδρες και γυναίκες σε ένα κύκλο. Οι άντρες χορεύουν μπροστά και οι γυναίκες πίσω. Ο τελευταίος άντρας με την πρώτη στη σειρά του χορού γυναίκα, πιάνονται με μαντήλι και ποτέ χέρι με χέρι, ενώ έπρεπε να έχουν και συγγένεια.

Συρτός στα Τρία:

Επίσης μικτός, πανελλήνιος χορός που απαντά στους Σαρακατσάνους. Είναι χορός 6 βημάτων, με μέτρο 2/4 και λίγο πιο αργός από τον συρτό.

Κάτσα:

Είναι κλέφτικος, ανδρικός χορός. Χορεύονταν κυρίως από τους Σαρακατσάνους της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ένα κάθισμα των χορευτών, που ονομάζεται »κάτσα». Έχει δύο μέρη, το αργό και το γρήγορο. Το πρώτο μέρος είναι κυρίως τραγουδιστικό με βήματα πολύ αργά. Το δεύτερο μέρος είναι γρήγορο και τα βήματα είναι ζωηρά. Στους Σαρακατσάνους της περιοχής μας, η κάτσα ήταν ο επίσημος χορός που χορευόταν από το γαμπρό τη μέρα του γάμου. Φυσικά δεν υπήρχε Σαρακατσάνικο γλέντι χωρίς «κάτσα».



Κτσάδικος:

Επίσης κλέφτικος χορός με μέτρο με ζωηρά κουτσά (κ’τσα) βήματα, που δίνουν ένα πολύ λεβέντικο και περήφανο ύφος στον χορό αυτό. Αποτελείται και αυτός από δύο μέρη, αργό και γρήγορο. Στο αργό έχουμε περήφανα αργά βήματα και στο γρήγορο μέρος του χορού, έχουμε ζωηρές κάτσες και αναπηδήσεις.

Σταυρωτός:

Είναι και αυτός κλέφτικος χορός με μέτρο. Δεν χορευόταν από γυναίκες. Υπάρχουν δύο παραλλαγές αυτού του χορού. Η μία, η παλαιότερη χορεύεται από τέσσερα άτομα που σχηματίζουν σταυρό μεταξύ τους (απ’ όπου και το όνομα σταυρωτός). Οι χορευτές δεν πιάνονται μεταξύ τους με λαβή, αλλά από τις άκρες δύο μαντηλιών σε σχήμα σταυρού. Η άλλη νεότερη χορεύεται από δύο άτομα, τα οποία στέκονται ο ένας δίπλα από τον άλλο με αντίρροπη διεύθυνση και χορευόταν από άτομα που γινόταν σταυραδέρφια (Άτομα, δηλαδή, που ενώ δεν είχαν συγγένεια αίματος, ήταν πολύ καλοί φίλοι και αισθανόταν την ανάγκη να γίνουν αδέρφια). Είναι ο θεσμός της αδελφοποιίας, που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, και είναι πολύ διαδεδομένος στους Σαρακατσάνους.



Τσάμικος:

Είναι ένας ανδρικός χορός με μέτρο 3/4 . Είναι πανελλήνιος χορός όμως οι Σαρακατσάνοι χόρευαν έναν χαρακτηριστικά αργό τσάμικο, με χορευτικές φιγούρες μόνο του πρωτοχορευτή. Άλλωστε, επειδή τραγουδούσαν με το στόμα και χόρευαν (χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων) και λόγω του βάρους της φορεσιάς και των στολιδιών (κουστέκια) δεν ήταν δυνατό να χορεύουν γρήγορους χορούς, γιατί θα κουραζόταν εύκολα. Προφανώς ο τσάμικος είναι η απλοποιημένη μορφή της κάτσας, γι’ αυτό στους Σαρακατσάνους της Μακεδονίας και Θράκης εισήλθε αργότερα με το γραμμόφωνο.



Διπλός Χορός:

Είναι ένας μικτός χορός, (που χορεύονταν από άνδρες και γυναίκες κυρίως της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης). Έχει αργό και γρήγορο μέρος. Το αργό είναι τραγουδιστικό με αργά βήματα, ενώ το γρήγορο είναι συρτός στα Τρία. Ο χορός διπλώνει και ξεδιπλώνει στις αντίστοιχες φράσεις του τραγουδιού.



Περιγελαστικοί χοροί:

Οι χοροί αυτοί, χορευόταν από τους Σαρακατσάνους τις μικρές ώρες των γλεντιών τους. Είναι ανδρικοί χοροί με εύθυμα λόγια, με αναπαραστάσεις και μιμήσεις που έδιναν αστείο τόνο στους χορούς αυτούς.



Στο Ζωνάρι:

Μικτός χορός, όπου οι χορευτές πιάνονται μεταξύ τους με ειδική λαβή από τα ζωνάρια τους. ‘Έχει αργό, με μικρά βήματα, μέρος και ένα γρηγορότερο και πιο περήφανο.



Οι Σαρακατσάνοι τραγουδούσαν τα τραγούδια τους, μόνο «με το στόμα», χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Τα όργανα και οι ορχήστρες μπήκαν στη Σαρακατσάνικη μουσική παράδοση, τα νεότερα χρόνια για καθαρά πρακτικούς λόγους και υπό την επίδραση του ραδιοφώνου και του γραμμοφώνου. Τα Σαρακατσάνικα τραγούδια ήταν αντιφωνικά. Δηλαδή, έλεγε η μία παρέα τον ένα στίχο, σταματούσε, τραγουδούσε η δεύτερη παρέα τον ίδιο στίχο και συνέχιζαν το τραγούδι οι πρώτοι. Σε κάποια γλέντια τους συνόδευαν οι ήχοι της τζαμάρας και του ταψιού. Τα τραγούδια αυτά, δεν χορεύονταν.



Η τζαμάρα ήταν το μόνο Σαρακατσάνικο μουσικό όργανο, ένα είδος φλογέρας, με τρία μέρη που βγάζει ένα βραχνό παραπονιάρικο ήχο, πολύ διαφορετικό από τον οξύ της φλογέρας. Στα τραγούδια με το «ταψί» οι δύο παρέες τραγουδούσαν αντιφωνικά, ενώ κάποια μεγάλη σε ηλικία συνήθως Σαρακατσάνα, «γύρναγε», δηλαδή στριφογύριζε επιδέξια το ταψί σε κατακόρυφο άξονα με το χέρι της, στο οποίο φορούσε πολλά δαχτυλίδια. Αυτά κροτάλιζαν πάνω στο ταψί παράγοντας ένα μοναδικής αρμονίας, μεταλλικό ήχο.



Όταν χόρευαν οι Σαρακατσάνοι, πάλι τραγουδούσαν «με το στόμα». Τα τραγούδια τους άγγιζαν όλα τα θέματα. Της ξενιτιάς (αφού έφευγε κάποιο προσφιλές πρόσωπο στα ξένα), του γάμου, νυφιάτικα, της αγάπης, περιγελαστικά – σκωπτικά, αλλά και μοιρολόγια (Υπήρχαν άλλωστε και «ειδικές» μοιρολογίστρες). Τις θεματικές ενότητες των Σαρακατσάνικων τραγουδιών, μπορεί να δει κανείς και στα βιβλία με τα Σαρακατσάνικα τραγούδια, που κυκλοφορούν τελευταία.



Ο γάμος ήταν η μεγαλύτερη κοινωνική εκδήλωση της ζωής των Σαρακατσάνων. Φυσικά είναι αδύνατο να γίνει πλήρης καταγραφή του σε λίγες σελίδες. Θα περιοριστούμε σε ένα χρονολόγιο του γάμου με απλές αναφορές, για να ξαναφέρουμε στην μνήμη των παλιών και να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον των νεότερων.



Ο γάμος (χαρά) διαρκούσε επτά ημέρες. Συνήθως ξεκίναγε Τετάρτη και τελείωνε («χάλαγε») τη Τρίτη. Κάθε μέρα γινόταν συγκεκριμένα έθιμα. Την πρώτη μέρα του γάμου (Τετάρτη ) ξεκινά ο γάμος στο κονάκι του γαμπρού. Την ίδια μέρα «έπιαναν» τα προζύμια για την «κλούρα» του γάμου. Η Πέμπτη κυλούσε χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Το απόγευμα της Παρασκευής, πριν δύσει ο ήλιος, ράβονταν ο φλάμπουρας από τον «μπράτιμο». Στο κονάκι της νύφης πιάνανε τα προζύμια και η νύφη έπαιρνε τη θέση της πίσω από το «τσόλι». Το Σάββατο ξύριζαν το γαμπρό και ξεκινούσε για το κονάκι της νύφης φορώντας τα ρούχα του «ζυϊασμένα» από τη μάνα του. Όταν πλησίαζαν το κονάκι της νύφης πήγαινε πρώτα μια επιλεγμένη ομάδα- πάντα μονός αριθμός- οι «σχαριάτες». Μετά έφθανε όλο το συμπεθεριό με το γαμπρό που διανυκτέρευε σε συγγενείς της νύφης. Όλο το βράδυ περνούσε με χορό και τραγούδι. Το πρωί της Κυριακής φίλευαν τους συμπεθέρους. Ο μπράτιμος, ο νουνός (έτσι λεγόταν ο κουμπάρος) και τα κουνιάδια «πόδεναν» τη νύφη, έβαζαν στο κεφάλι της τον πέπλο ( κούκλος) και την περνούσαν το ζωνάρι. Μετά έφευγαν για τις στέψεις αφού ο γαμπρός ζωνόταν και μπατσαλίζοταν από τον πεθερό. Μετά τις στέψεις έφθαναν χωριστά στο κονάκι του γαμπρού. Τη νύφη τη δέχονταν ο πεθερός με τάματα για να «ξεπεζέψει» ενώ η πεθερά με το πιάτο από «ζαχαράτα». Τη Δευτέρα το γλέντι ξεκινούσε με το γαμπρό και τη νύφη να χορεύουν με το μπράτιμο στη μέση. Το απόγευμα είχαμε το ξεσάκιασμα της προίκας της νύφης και το βράδυ γλέντι με χορό και τραγούδια. Την Τρίτη ήταν το τελευταίο τραπέζι και γλέντι με τους συμπεθέρους. Το μεσημέρι ο γάμος τελείωνε.



Μετά από μέρες οι γονείς της νύφης επισκέπτονταν τους νεόνυμφους και ακολουθούσε η εθιμοτυπική επίσκεψη της νύφης στους δικούς της, τα «πιστρόφια».

Πηγές: Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών (Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσάνων) και το κείμενο αναδημοσιεύεται από το users.sch.gr/epap/





Πηγή: ellas2.wordpress.com












Ο Φεβρουάριος στην Παράδοση







Ο δεύτερος μήνας του έτους κατά το Γρηγοριανό Ημερολόγιο που έχουμε υιοθετήσει είναι ο Φεβρουάριος, με 28 ημέρες στα κοινά έτη και μία παραπάνω (29) στα δίσεκτα.



Στα λατινικά η λέξη Φεβρουάριος προέρχεται από το ρήμα februum που σημαίνει εξαγνίζω. Η λατινική λέξη februa σημαίνει καθαρκτικός και το ουδέτερο του πληθυντικού του februa σήμαινε καθαρτήριος αλλά και τη θρησκευτική γιορτή που γίνονταν τον μήνα Φεβρουάριο στη Ρώμη (Februa ή Februatio).



Ο Φεβρουάριος αντιστοιχούσε προς τον αττικό μήνα Ανθεστηριώνα.



Με την καθιέρωση του Ιουλιανού ημερολόγιου (46 π.χ.) περιορίστηκαν οι μέρες του μήνα αυτού από 30 που ήταν ως τότε σε 29, και την εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου του αφαιρέθηκε μια ακόμη ημέρα, που προστέθηκε στον μήνα Αύγουστο προς τιμήν του Αυτοκράτορα.



Το ελληνικό Φλεβάρης (άσχετο όσο κι αν δείχνει ότι ταιριάζει με το Φεβρουάριος) προέρχεται από τις φλέβες της γης, τα υπόγεια νερά που αναβλύζουν το μήνα αυτόν από τις πολλές του συνήθως βροχές. Ο Φεβρουάριος αντιστοιχούσε προς τον αττικό μήνα Ανθεστηριώνα ενώ οι Ρωμαίοι τον αφιέρωναν στο θεό Ποσειδώνα λόγω ακριβώς των συχνών του βροχών. Στην Ελλάδα έχει λάβει διάφορες λαϊκές ονομασίες όπως Κουτσοφλέβαρος, Φλιάρης, Κούντουρος, Κούτσουλος (Κύπρος), Ληψομήνας, Κουτσός, Κουτσούκης (Πόντος), Κλαδευτής, Μικρός, Μεθυσμένος (γιατί πίστευαν πως δεν ήξερε τι του γίνεται και τι κάνει) και Γκουζούκης.



Γιορτές και Έθιμα



1 Φεβρουαρίου - Του Αγίου Τρύφωνα

Ο Άγιος Τρύφωνας θεωρείται φύλακας των αμπελιών.



2 Φεβρουαρίου - Της Υπαπαντής

Γιορτάζεται σε ανάμνηση της συναντήσεως του Συμεών με το παιδίον Ιησού (Λουκ., 2.25). Τότε γίνονται προβλέψεις. «Ό,τι καιρό κάνει της Υπαπαντής, θα βαστάξει σαράντα ημέρες». Αν είναι καλός ο καιρός στις 2 Φεβρουαρίου, ο βαρύς χειμώνας θα διαρκέσει πολύ ακόμα. Από τις 2 Φλεβάρη σταματούν οι γιορτές και μαζί η αργία και η σχόλη.



3 Φεβρουαρίου - Του Αγίου Συμεών

Ο Άγιος τιμάται από τις εγκύους, που έλεγαν παρετυμολογώντας: «για να μη γεννηθεί το παιδί σημειωμένο».



10 Φεβρουαρίου - Του Αγίου Χαραλάμπους
Ο Άγιος είναι προστάτης και θεραπευτής των λοιμικών νοσημάτων και ιδιαίτερα της πανώλης. Αν σ΄ένα χωριό υπήρχε η υποψία πανώλης και υπήρχε εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο, τότε ξεκινούσε η λεγόμενη περίζωση. Έδεναν στην πόρτα της εκκλησίας μια κλωστή ή ένα μικρό λευκό ύφασμα. Ξετύλιγαν το κουβάρι της κλωστής και μ αυτό κύκλωναν όλα τα σπίτια. Άφηναν το χωριό περιζωσμένο για σαράντα μέρες που ο αριθμός αυτός πάντα παρείχε στους ανθρώπους την απόλυτη προστασία. Τις κλωστές αυτές και από το κουβάρι και από το λευκό ύφασμα τις έκαναν φυλακτά.



11 Φεβρουαρίου – Του Αγίου Βλασίου
Ο Άγιος Βλάσης ήταν ο φύλακας των κοπαδιών και προστάτης κατά του λύκου, του τσακαλιού και των άγριων ζώων. Εκείνη την ημέρα υπήρχε το έθιμο της κοινής εστίασης και το ειδικό φαγητό ήταν στάρι κομμένο, μαγειρεμένο με μέλι και βούτυρο το λεγόμενο Χασούλ ή φαγητό από κρέας προβάτων ή κατσικών.



19 Φεβρουαρίου - Της Αγίας Φιλοθέης
Η Αγία Φιλοθέη είναι μαζί με τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, πολιούχος της Αθήνας.



22 Φεβρουαρίου - Της Αγίας Ανθούσας
Το όνομα Ανθή, Άνθη ή Ανθούλα στην λαογραφική του εξήγηση θέλει την επιδίωξη της υγείας και της ομορφιάς.



23 Φεβρουαρίου - Του Αγίου Πολύκαρπου
Ο Άγιος είναι προστάτης των γεωργών και των περιβολιών.





Εργασίες κατά το μήνα Φεβρουάριο:

Φυτεύουν πατάτες.
Προετοιμάζουν τα χωράφια για να σπείρουν ανοιξιάτικα σιτηρά & ενισχύουν τα φθινοπωρινά, λιπαίνοντάς τα.
Κλαδεύουν αμπέλια & δέντρα.
Καθαρισμός μαντριών.
Συντήρηση κοπριάς σε λάκκους.
Σβάρνισμα χωραφιών.





Παροιμίες για το μήνα Φεβρουάριο:

- Χιόνια του Φλεβαριού, χρυσάφι του καλοκαιριού.

- Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη, φλέβισέ το.
- Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό.
- Καλοκαιριά της Παπαντής, Μαρτιάτικος χειμώνας.
- Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει.
- Ο Φλεβάρης κι αν χιονίσει, πάλι άνοιξη θ' άνθίση.

Μα αν κάμει και πεισμώσει, μες τα χιόνια θα μας χώσει.

- Παπαντή καλοβρεμμένη, ή κοφίνα γεμισμένη.

- Φλεβάρης κουτσοφλέβαρος, έρχεται κούτσα κούτσα, όλο νερά και λούτσα.

- Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει και λησμόνησε να πάψει.

- Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς
Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς.

- Ο Φλεβάρης φλέβες ανοίγει και πόρτες σφαλάει.
- Άσπρος Φλεβάρης, χαρούμενος ο χωραφιάρης.
- Θύμωσε ο Φλεβαράκης, πλάκωσε ο χιονάκης.
- Κάλλιο Μάρτης με παλούκια παρά Φλεβάρης με μπουμπούκια.
- Ο Φλεβάρης αν θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει.
- Στις δέκα εφτά του Φλεβάρη θα ζεσταθεί το νύχι του βοδιού [δηλ. αρχίζει να ζεσταίνει ο καιρός]
- Τα γέρικα γαϊδούρια Φλεβάρη ψοφάνε.
- Φυλάξου από τον διάβολο κι από Φλεβαριάτικο κρύο.



Πηγή: ekklisiaonline.gr

laikiparadosi.blogspot.com














Μύθοι και θρύλοι για τις νεράιδες της Ελλάδας

(Της Δημοσιογράφου Μπάκα Σουζάνας)




Ο χαρακτηρισμός: «Μία Ελλάδα, μόνον Θρύλοι» είναι, θα έλεγα, ο πιό κατάλληλος γιά την χώρα μας!



Υπάρχουν παντού, διάφορες ιστορίες για τις ονομασίες αρκετών χωριών, περιοχών και σημείων, που πήραν το όνομά τους από κάτι περίεργο.



Πολλές από αυτές τις ιστορίες αναφέρονται σε όμορφες γυναίκες που, όλη την ημέρα, χόρευαν, τραγουδούσαν, ήσαν πάντοτε χαρούμενες κι’ ευτυχισμένες! Πολλοί από τούς θρύλους τις θέλουν να είναι «ερωτικός στόχος» γιά κάθε άντρα, χωρίς αυτό να σημαίνει πάντα κάτι καλό.



Βασικό στοιχείο γιά τις νεράϊδες είναι ότι κατοικούσαν κοντά ή μέσα σε νερό. Λίμνες, ποταμοί και όχθες, είναι τα κύρια στοιχεία κάθε ιστορίας.



Στο Ασώματο υπάρχει ένα πηγάδι όπου οι κάτοικοί του το έχουν ονομάσει: «Σκαλοπήγαδο». Την ονομασία του αυτή την πήρε γιατί έχει σκαλοπάτια στο εσωτερικό του. Στο σημείο αυτό, λοιπόν, πήγαιναν οι άντρες τα κορίτσια τους για να τους εκφράσουν τον ερωτικό τους πόθο, με την δικαιολογία ότι, στο βάθος τού πηγαδιού, κατοικούσαν νεράϊδες που, με το τραγούδι τους, θα κάνανε την στιγμή «μαγική»!



Άλλη μία περιοχή είναι: το Πάμφορο. Το «Ρέμα τής Νεράϊδας». Στο συγκεκριμένο ρέμα, οι κάτοικοι πιστεύουν πως, στο παρελθόν, ήταν το σπίτι τών νεραϊδών. Αυτό το έλεγαν διότι οι γυναίκες τής περιοχής πήγαιναν εκεί, γιά να μαζέψουν νερό ή ακόμη και γιά να πλύνουν τα ρούχα τους. Επειδή ήσαν όλες μαζεμένες, χόρευαν καί τραγουδούσαν γύρω από το ρέμα με μαγευτικές φωνές, που προσέλκυαν όλους τούς άντρες τού χωριού.



Συνεχίζουμε με μία όχθη κοντά στη Γρατίνη. Η όχθη, αυτή, ονομάζεται: «Αμυγδαλόρεμα», καί περνά από την περιοχή: «Σουλούκια», όπου βρίσκεται και η επομένη ιστορία μας.



«Σουλούκια» είναι η ονομασία γιά τις νεράϊδες, στην τουρκική γλώσσα. Πιστεύεται πως, οι νεράϊδες που κατοικούν εκεί, όταν εμφανίζεται κάποιος μεταμορφώνονται σε βδέλλες. Η συγκεκριμένη όχθη είναι γεμάτη από τέτοιες και έτσι, ο μύθος αυτός συνδέεται μέχρι καί σήμερα, με την περιοχή αυτή.



Το 2007, μία παρέα παιδιών που πήγε στην Χαλκιδική, γιά ελεύθερο camping, πήγε γιά νυχτερινό μπάνιο στην θάλασσα. Πίσω από τούς βράχους, ανάμεσα από λίγα δέντρα, άκουσαν φωνές, γέλια, και τραγούδια από γυναίκες! Στην αρχή δεν έδωσαν σημασία και καθώς η ώρα περνούσε, έβλεπαν λίγο καπνό να βγαίνει πίσω από τούς βράχους. Πήγαν γιά να δούν τι συμβαίνει, αλλά δεν υπήρχε κανείς εκεί, συνεπώς, ούτε καί φωτιά! Την επομένη, ο ένας από την παρέα, πήγε στο σημείο εκείνο και αντίκρυσε πολύ μικρές φωτίτσες τριγύρω! Μικρά κλαδάκια για προσάναμα καί πολύ μικρές σε έκταση, φωτιές.



Μία ακόμη φημισμένη περιοχή, είναι τα Τρίκαλα, όπου κουβαλάει, τουλάχιστον δύο ιστορίες!



Η πρώτη, λαμβάνει μέρος στο βουνό τών Τρικάλων καί στο χωριό: «Νεράϊδα».



Στο βουνό πήγαιναν όλοι οι βοσκοί με τα ζώα τους. Ένα βράδυ, ένας νεαρός βοσκός έμεινε εκεί. Στην προσπάθειά του να κοιμηθεί, ξύπνησε από τις φωνές και τα τραγούδια κοριτσιών με μελωδικές φωνές! Μη μπορώντας να κοιμηθεί, πήγε κρυφά να κατασκοπεύσει τι γινόταν. Κρυμμένος πίσω από ένα βραχάκι, είδε πολλές πανέμορφες νεαρές να χορεύουν, να γελούν καί να είναι ξέγνοιαστες! Γυρνώντας στο σπίτι του το πρωί, δεν μπορούσε να βγάλει απ’ το μυαλό του μία από τις κοπέλες που παρατηρούσε όλο το βράδυ! Έτσι, πήγε στη μητέρα του, τής είπε τι συνέβει καί ότι ήθελε αυτή η μία, να μείνει γιά πάντα κοντά του! Η μητέρα του τού είπε να πάει να την βρεί, χωρίς εκείνη να τον καταλάβει, να τής πάρει το μαντίλι καί εκείνη, θα έμενε γιά πάντα κοντά του! Όμως τον πρόσταξε, να μην τής το δώσει ποτέ ό,τι καί να τού λέει! Έτσι κι’ έκανε. Πήγε το ίδιο βράδυ, έκανε κατά λέξη όλα όσα τού είπε η μητέρα του καί, όντως, η κοπέλα έμεινε κοντά του. Τα χρόνια περνούσαν καί, παρά τα παρακάλια τής όμορφης νεαρής, ο βοσκός δεν τής έδινε το μαντίλι! Μέχρι τη στιγμή που έκαναν ένα παιδί. Μετά την γέννηση τού παιδιού τους, η κοπέλα ζήτησε ξανά το μαντίλι της, εφ’ όσον πιά δε θα μπορούσε να πάει πουθενά, λόγω τού παιδιού τους. Ο βοσκός την έβαλε να υποσχεθεί, τρείς φορές γι’ αυτό καί, έπειτα, τής το έδωσε πίσω. Μόλις πήρε η νεαρή το αγαπημένο της μαντίλι, εξαφανίστηκε! Κάθε βράδυ ο βοσκός την άκουγε που έμπαινε κρυφά από το παράθυρο, θήλαζε το παιδί της καί τού έβαζε καθαρά ρούχα! Γιά ακόμη μία φορά, ο νεαρός ζήτησε την βοήθεια τής μητέρας του. Τότε, εκείνη τού είπε να κάνει την ίδια ακριβώς διαδικασία, μόνο που αυτή τη φορά, να κάψει τη μαντίλα! Καί όπως ήταν φυσικό, το έκανε. Η γυναίκα πιά μέσα στη δυστυχία της, καθώς έβλεπε τις αδερφές της να απομακρύνονται καί να χάνονται, πήγε στη μέση τής πλατείας, τραγούδησε ένα αρχαίο τραγούδι τών νεράϊδων καί ξεψύχησε! Στο σημείο εκείνο φύτρωσε ένα πλατάνι, το οποίο υπάρχει μέχρι καί σήμερα. Το χωριό ονομάστηκε από τότε: «Νεράϊδα».



Η δεύτερη ιστορία μιλάει γιά ένα βρυσάκι, όπου διέμεναν καί εκεί νεράϊδες. Kαί επειδή πήγαιναν όλοι καί τίς ενοχλούσαν, το βρυσάκι στέρεψε.



Μία ακόμη ιστορία γιά νεράϊδες, που μεταμορφώνονται σε βδέλλες, είναι σ’ ένα χωριό νότια τής Αρίσβης που πλέον, ονομάζεται: «Άβδελλα» δηλαδή: «Βδέλλα». Παλαιότερα, ονομαζόταν καί αυτό: «Σουλούκια», γιατί δεν υπήρχε πόσιμο νερό. Μόνο βδέλλες!



Επιπλέον, στο «Βούρκος Ιάσμου» κοντά στην Βιστωνίδα, υπήρχε μία λίμνη που, με την σειρά της, ονομάστηκε: «Σουλουκλού Γκιόλ», γιά τις ωραίες οπτασίες που συναντούσαν οι κάτοικοι. Στη συνέχεια, η λίμνη ξεράθηκε.



Υπάρχει, όμως, καί η «άλλη όψη τού νομίσματος».



Ότι δηλαδή, ήθελαν να βλάψουν τούς ανθρώπους!



Το χωριό με την ονομασία: «Σκοτινά», είναι ένα παράδειγμα πίστης προς τις νεράϊδες.



Λέγεται πως, όταν στο παλαιό χωριό τών Σκοτινών δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, μέχρι πριν από λίγο καιρό καί όταν έπεφτε ο ήλιος, έβγαιναν μικρά πλασματάκια στη λίμνη καί απαγόρευαν σε όλους να περάσουν! Οι κάτοικοι φοβισμένοι, εγκατέλειψαν τελείως το χωριό καί, στη συνέχεια, έφτιαξαν μία νέα αποικία που την ονόμασαν: «Νέα Σκοτινά».



Σ’ ένα χωριό τής Ροδόπης, πιστεύουν ότι αν τούς φιλήσει στον ύπνο τους νεράϊδα, μαυρίζουν! Το μεγαλύτερο μέρος τού πληθυσμού στο χωριό, είναι Ρομά.



Η πιό γνωστή ιστορία, είναι γιά την νεράϊδα τής «Κολοπετινίτσας». Μία ξανθιά νεράϊδα. Το κανονικό της όνομα είναι: «Τριταία». Υπάρχει ένα σημείο όπου εμφανίζεται η όμορφη νεράϊδα τα ξημερώματα, βγαίνει μπροστά σε όποιον πάει στο σημείο αυτό καί βγάζει κραυγές, κάνοντάς τους να φύγουν! Βέβαια, ποτέ κανένας δεν έμεινε γιά να μάς πεί τι θα μπορούσε να γίνει μετά.



Τέλος, υπάρχει η ιστορία γιά τις νύμφες που τραγουδούν καί μαγεύουν τα θύματά τους, κυρίως άντρες, με σκοπό να τούς αιχμαλωτίσουν καί να τούς κάνουν δούλους τους.



Ιστορίες υπάρχουν πολλές… Μύθοι καί θρύλοι, με τούς οποίους πολλοί μεγάλωσαν…



Τι είναι: «μύθος», καί τι: «πραγματικότητα», δεν το ξέρει, σίγουρα, κανείς…



Για τον ΕΟΕ

Μπάκα Σουζάνα Δημοσιογράφος



Πηγή: eoellas.org

fainareti.wordpress.com














Τριών Ιεραρχών: Έθιμα από τον ποντιακό ελληνισμό



Την 30η Ιανουαρίου εκάστου έτους τιμάται η μνήμη των Αγίων Τριών Μεγάλων Ιεραρχών και Οικουμενικών διδασκάλων, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου. Ο λαός του ονομάζει και “Τρείς Άρχοντες” και την ημέρα της μνήμης τους εορτάζουν ο Αρχοντής και η Αρχόντω (Αρχοντούλα).



Οι κάτοικοι του χωρίου Χόψα της Χαλδίας ζητούσαν τη βοήθεια του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στην εξεύρεση χαμένου ζώου ή προβάτου που αποπλανήθηκε απ την αγέλη ή το ποίμνιο κατά την επιστροφή του κοπαδιού απ τη βοσκή. Η σχετική επίκληση ήταν έμμετρη για το “δέσιμο” του λύκου:



«Αέννες ο Χρυσόστομον είχ̌εν ζά και πρόατα, σην αυλήν εβόσ̌κιζαν, εκοιμέθεν, είχ̌εν ατα, εκοιμίστεν εχάσεν ατα. Ε, κυρά Μαγδαλενή και το κείται σο κουνίν, άρκον κι’ α̤ρκόπουλον, ο λύκον κι’ ο λυκόπουλον, τ’ Αέρ’ το κλειδίν σο στόμαν ατ’»



Που σημαίνει:
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε βόδια και πρόβατα και τ’ άφησε να βόσκουν στην αυλή. Έπεσε να κοιμηθεί και τα είχε, αποκοιμήθηκε και τα έχασε.
Ε ! κυρά Μαγδαληνή, αυτό που βρίσκεται στην κούνια, είτε αρκούδα είτε αρκουδόπουλο, είτε λύκος είτε λυκόπουλο, του Αγίου Γεωργίου το κλειδί να κλείσει το στόμα του.



Έτσι πίστευαν ότι θα δενόταν το στόμα του λύκου ή της αρκούδας και την άλλη μέρα θα έβρισκαν σώα τα ζώα τους.



Στο χωριό Χάρσορα του Πόντου, συνήθως μετά τη θεία λειτουργία, όλο το εκκλησίασμα ξεκινούσε για το σχολείο. Μπροστά πήγαιναν τα εξαπτέρυγα, ο δίσκος των κολλύβων, ο ιερεύς με τα άμφιά του και κατόπιν οι έφοροι, οι δάσκαλοι με τους μαθητές τους, οι επίτροποι και όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Ακολουθούσε η τελετή στη μεγάλη αίθουσα του σχολείου όπου ο ιερέας ευλογούσε τα κόλλυβα, ο δάσκαλος εκφωνούσε τον πανηγυρικό λόγο της ημέρας, οι μαθητές έψαλλαν το τροπάριο των τριών Ιεραρχών και στη συνέχεια τραγουδούσαν και άλλα εθνικά τραγούδια. Κατόπιν, δύο μέλη της σχολικής επιτροπής και ο ταμίας, έβγαζαν τον δίσκο, στον οποίο ο κάθε χωριανός προσέφερε είτε χρήματα είτε άλλα αντικείμενα αξίας, συναγωνιζόμενοι μάλιστα για το ποιος θα προσφέρει το κάτι παραπάνω, μιας και το σύνολο των προσφορών προοριζόταν για την ενίσχυση των σχολείων, την πληρωμή των δασκάλων και την αποτροπή του αναλφαβητισμού.



Πηγή: ekklisiaonline.gr














Κρητικός Γάμος









Ο Κρητικός γάμος και η Κρητική βάφτιση, πρόκειται για ξεχωριστές εκδηλώσεις που μπορεί να διαρκέσουν αρκετές μέρες, ώστε να εκδηλωθεί πλήρως η χαρά των φίλων και των συγγενών.



Κρατώντας πολύ στενούς τους οικογενειακούς δεσμούς, δίνουν καταρχήν μεγάλη έμφαση στην έγκριση και συμμετοχή της οικογένειας. Ο πατέρας και αρχηγός της οικογένειας είναι ο υπεύθυνος για την έγκριση του γάμου και το μελλόνυμφο ζευγάρι οφείλει, όχι μόνο να ακολουθήσει την συμβουλή του αλλά και να αποδεχτεί την πιθανή αντίθετη γνώμη του.


Μετά την επίσημη έγκριση του πατέρα, με την παρουσία παπά, πραγματοποιείται η τελετή την μνηστείας και, αφού συνταχθεί το προικοσύμφωνο, που ορίζει τις οικονομικές λεπτομέρειες του γάμου, ορίζεται η ημερομηνία του μυστηρίου.


Μερικές μέρες πριν από το γάμο, ο πατέρας της νύφης και του γαμπρού στέλνουν κάποιο, τον λεγόμενο «καλεστή», για να ανακοινώνει σε συγγενείς και φίλους την ημερομηνία και τον ιερό ναό που θα τελεστεί ο γάμος και συνάμα να τους προσκαλέσει για το μυστήριο. Σήμερα αντί του καλεστή, έχουμε τα προσκλητήρια του γάμου στα οποία αναγράφονται και μαντινάδες.



Στο νέο μας ξεκίνημα σας θέλουμε κοντά μας
Να μοιραστούμε όλοι μαζί τη μέρα της χαρά μας.



Αν υπάρχει έριδα μεταξύ της οικογένειας του γαμπρού ή της νύφης με κάποιον από τους καλεσμένους, γίνεται συμφιλίωση (ανακωχή, δηλαδή κάτι ως η «Ολυμπιακή εκεχειρία»). Άρχοντας θεωρείται εκείνος ο πατέρας που έχει την δυνατότητα να καλέσει στο γάμο του παιδιού του όλο το χωριό και όλες τις αρχές.


Μέχρι την ημέρα του μυστηρίου οι συγγενείς και φίλοι στέλνουν δώρα, τα λεγόμενα “κανίσκια” που είναι ένα καλάθι με λάδι, τυρί, κρασί και πατάτες. Στο νέο ζευγάρι δίδονται και τα καλούμενα «χαρίσματα» (φάκελοι με χρήματα) ή ακριβά είδη σπιτιού, ώστε να βοηθηθεί στο στήσιμο του νέου τους σπιτιού.


Όταν οι καλεσμένοι φέρουν τα δικά τους δώρα στο σπίτι που θα μείνει το νέο ζευγάρι, τους προσφέρεται κρητικό κέρασμα, δηλαδή καρύδια, αμύγδαλα, νόστιμες σπιτικές δίπλες με μέλι (ξεροτήγανα), τσικουδιά ή κρασί κ.α. Σε όσους συμμετέχουν στη προετοιμασία του γάμου, προσφέρονται νόστιμες σπιτικές δίπλες με μέλι και η περίφημη κρητική κουλούρα με τον υπέροχο στολισμό, που φτιάχνεται μόνο σε αυτές τις περιπτώσεις.


Στο σπίτι της νύφης μαζεύονται οι κοπελιές την Παρασκευή προ του γάμου και κατασταίνουν (ετοιμάζουν) τα προικιά της νύφης. Τα προικιά ή προυκιά είναι τα διάφορα κινητά περιουσιακά στοιχεία και κυρίως τα υφαντά, τα κεντήματα, τα πλεκτά κλπ. Στη συνέχεια τα προικιά μεταφέρονται πάνω σε στολισμένα άλογα που ακολουθούνται από την πομπή συγγενών και φίλων, ενώ ακούγονται πυροβολισμοί και κρητικές μαντινάδες με συνοδεία μουσικών, στο σπίτι που πρόκειται να στεγάσει τους νεόνυμφους, για να περάσουν όλοι οι χωριανοί και να τα δουν. Εκεί η νύφη με τις φίλες της στολίζει και το κρεβάτι όπου θα κοιμηθεί με το γαμπρό, κατά την ώρα των οποίων λέγονται ωραίες μαντινάδες, όπως:



Ρύζι να τση πετάξετε απάνω στα προικιά τση
Για να ριζοβλαστώσουνε και τα παιδόγγονά τση



Την Κυριακή, δηλαδή την ημέρα του γάμου, και πριν ξεκινήσουν η νύφη και ο γαμπρός για την εκκλησία προκειμένου να γίνει το μυστήριο, γίνεται και το στόλισμα της νύφης από τις φίλες της, καθώς και το ξύρισμα – στόλισμα του γαμπρού από τους φίλους του, κατά την ώρα των οποίων λέγονται ωραίες μαντινάδες, όπως:



Αστράφτει στον ήλιο ο χρυσός και μες τη νύχτα τα’ άστρο
Αστράφτει και η νύφη μας στο νυφικό της άσπρο.

Ντύσου στολίσου μερακλή γαμπρέ και ξεκινούμε
Κι η νύφη αναμένει σε κι ας μη καθυστερούμε



Αν η νύφη είναι από άλλο χωριό ή από απομεμακρυσμένη γειτονιά, γίνεται το λεγόμενο «ψίκι». Δηλαδή νέοι φεύγουν από το σπίτι του γαμπρού με άλογα ή ημίονους, συναγωνιζόμενοι ως τις ιπποδρομίες και πάνε στο σπίτι της νύφης προκειμένου να της ανακοινώσουν το ευχάριστο νέο, δηλαδ ή ότι ο γαμπρός δεν αθέτησε την υπόσχεσή του για γάμο, καθώς και ότι έρχεται σε λίγο μαζί με τους καλεσμένους του, για να γίνει ο γάμος. Ο πρώτος καβαλάρης που θα φέρνει τη χαρμόσυνο είδηση στη νύφη παίρνει μια ωραία κουλούρα από τα ίδια της τα χέρια και η ίδια βάζει και στο κεφάλι του αλόγου ένα άσπρο κρουσσαλιδάτο μανδήλι (τα κρόσσια στο άσπρο μανδήλι είναι τα δάκρυα της χαράς). Στη συνέχεια ο νικητής με το άλογό του πάει μπροστά και οδηγεί τη νύφη με την πομπή των μεταφορικών μέσων στην εκκλησία όπου θα γίνει ο γάμος.



Αν η νύφη είναι από το ίδιο χωριό με το γαμπρό, ο γαμπρός με τον κουμπάρο και τους καλεσμένους πάνε με πομπή στο σπίτι της νύφης, για να την πάρουν και να την οδηγήσουν στην εκκλησία. Μπροστά στην πομπή πάνε τα μουσικά όργανα, με νυφικούς σκοπούς και μαντινάδες, ακολουθούν ο γαμπρός με τον κουμπάρο και πίσω τους οι καλεσμένοι. Δεν ακολουθούν την πομπή οι γονείς του γαμπρού. Αυτοί θα παραμείνουν σπίτι αναμένοντας το γιο τους να τους φέρει τη νύφη ευλογημένη. Απλώς ο πατέρας ή ο μεγάλος αδελφός του γαμπρού, αφού ρίξει με το όπλο του τρεις μπαλωθιές (στο όνομα του πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος) και λέγοντας «Ει στο όνομα του πατρός και του υιού και του Αγίου πνεύματος – η ώρα η καλή παιδί μου», δίνει το έναυσμα για να ξεκινήσει η πομπή. Η πομπή από το σπίτι του γαμπρού συνοδεύεται από μαντινάδες και ντουφεκιές και καταλήγει στο σπίτι της νύφης. Εκεί μια μαντινάδα τραγουδισμένη από γλυκιά γυναικεία φωνή πείθει την οικογένεια της νύφης να ανοίξει την πόρτα που μέχρι τότε παραμένει κλειστή.



Ανοίξετε την πόρτα σας να δείτε το γαμπρό μας
Τέτοιο σγουρό βασιλικό δεν έχει το χωριό μας.



Και από μέσα από το σπίτι της νύφης ακούγεται:



Σιγά-σιγά μη βιάζεστε κι η πόρτα μας θ’ ανοίξει,
γιατί έχει η νύφη αδέλφια και γονείς να τσ’ αποχαιρετίσει.



Μετά μπαίνει ο γαμπρός μέσα στο σπίτι με μια ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα και αφού χαιρετά και φιλά το χέρι των γονιών της νύφης, παίρνει την ευχή τους, ζητά το χέρι της νύφης, για να την οδηγήσει στην εκκλησία. Η νύφη, ύστερα από κάλεσμα των γονιών της, βγαίνει από το ιδιαίτερο δωμάτιο της και δίνει το χέρι της στο γαμπρό και παράλληλα του δίδει ένα γλυκό ερωτικό φιλί. Το χτύπημα της καμπάνας ειδοποιεί τους μελλόνυμφους πως πρέπει να κατευθυνθούν προς την εκκλησία.


Ο γαμπρός, μετά από αυτό, βάζει δεξιά του τη νύφη και ξεκινούν για την εκκλησία. Μπροστά πάνε τα όργανα, μετά το ζευγάρι και μετά οι καλεσμένοι με τα όπλα τους και το ρύζι ή στάρι που θα ρίξουν στην εκκλησία συμβολικά, για να «ριζώσει» το νέο ζευγάρι. Όταν φτάσουν στην εκκλησία ακούγονται οι μαντινάδες:



Ανοίχτε πόρτες της χαράς, πόρτες της εκκλησίας

Στ’ ανδρόγυνο που γίνεται το ταιριαστό ζευγάρι
Να το βλογήσει ο Θεός και ευλογημένο να ‘ναι
Και αυτοί και οι απόγονοι κι αυτοί και τα παιδιά τους.



Μετά τη τελετή, το ζευγάρι φτάνει στο σπίτι του γαμπρού, όπου η μητέρα του ταΐζει τη νύφη μελοκάρυδο και χαράζει σταυρό στη πόρτα, ενώ η νύφη χύνει μέλι στην είσοδο και σπάει ένα ρόδι, για να γίνει ο γάμος γλυκός σαν το μέλι και καρπερός σαν το ρόδι.



Πρόβαλε μάνα του γαμπρού και πεθερά της νύφης
Να δεις τον όμορφό σου γιο μια κόρη σου τη φέρνει



Το γλέντι ξεκινά με τραγούδια που λέει πρώτο το ζευγάρι και συνεχίζεται με χορό και φαγοπότι. Τα φαγητά του γάμου είναι κυρίως βραστό αρνί ή γίδα, πιλάφι ή μακαρόνια με ανθότυρο, γουρουνόπουλο ψητό κ.α.


Την επόμενη μέρα, μόλις ξυπνήσει το ζευγάρι, αρχίζει ο «Αντίγονος». Δηλαδή ακολουθεί ένα νέο πανηγύρι όπου τρώγονται όσα φαγητά έχουν μείνει. Στα γλέντα αυτιά ακούγονται πολλές μαντινάδες, όπως οι εξης:



Σήμερα γάμος γίνεται σ’ ωραίο περιβόλι
Σήμερα αποχωρίζεται η μάνα από την κόρη





Πηγή: kritesad.gr

tokrikri.gr

kritipoliskaihoria.gr

















Το έθιμο της Καμήλας και ο Γάμος της Μανιώς στη Γαλάτιστα



Στη Γαλάτιστα της Χαλκιδικής, κάθε χρόνο στις 5, 6 και 7 Ιανουαρίου αναβιώνει το έθιμο της «Καμήλας» και του «Γάμου της Μανιώς». Το έθιμο έχει τις ρίζες του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και βασίζεται στο γεγονός της αρπαγής της όμορφης Γαλατσάνας Μανιώς από τον Αγά του χωριού με σκοπό να την κλείσει στο χαρέμι του.



Τα παλικάρια του χωριού, με επικεφαλής τον αγαπημένο της Μανιώς, μη μπορώντας να ανεχτούν την αρπαγή και την προσβολή, αντέδρασαν και αποφάσισαν να πάρουν πίσω την κοπέλα! Σοφίστηκαν λοιπόν το τέχνασμα της Καμήλας, κάτι παρόμοιο με το Δούρειο Ίππο. Έτσι κατασκεύασαν μια υποτυπώδη καμήλα και κρυμμένοι μερικοί κάτω από αυτή και άλλοι μασκαρεμένοι από έξω ακολουθούσαν για να μη προκαλέσουν υποψίες.



Οι νέοι λοιπόν του χωριού έστησαν ένα γλέντι και μαζί με την «καμήλα», κατευθύνθηκαν στους τουρκομαχαλάδες, όπου γινόταν γιορτή και γλέντι των τούρκων με αληθινές καμήλες.



Καθώς χόρευαν και έπιναν οι Γαλατσάνοι, ανάμεσα στους τούρκους, πλησίασαν στο αρχοντικό του Αγά. Οι τούρκοι βλέποντας το κέφι των νέων, άνοιξαν τις πόρτες του οντά κι άρχισαν κι αυτοί να πίνουν και να γλεντούν μαζί τους με αποτέλεσμα να αφήσουν αφύλαχτο το δωμάτιο όπου κρατούσαν τη Μανιώ! Τότε ο αγαπημένος της με τη βοήθεια των φίλων του ελευθέρωσε τη Μανιώ, την έκρυψε κάτω από την «καμήλα» και την πήγε στο χωριό, όπου την επόμενη μέρα έγινε ο γάμος της με το παλικάρι, ώστε να μη μπορούν να την ξαναπάρουν πίσω οι τούρκοι.



Από τότε και κάθε χρόνο, ανήμερα των Θεοφανίων, αναβιώνει το έθιμο της καμήλας σε ανάμνηση εκείνου του γεγονότος. Την ημέρα λοιπόν των Φώτων κατασκευάζεται το ομοίωμα της καμήλας, το οποίο είναι ένας ξύλινος σκελετός με επένδυση από χοντρά ρούχα υφαντά, ενώ στο εσωτερικό του είναι τοποθετημένα μεγάλα κουδούνια με τέτοιο τρόπο, ώστε να βγάζουν αρμονικό ήχο! Οι νέοι του χωριού, ντύνονται με τις τοπικές ενδυμασίες.



Πηγή: blog.moudaniwn.gr














Έθιμα των Θεοφανείων στην Κω και την Κρήτη



Τα Θεοφάνεια ή Φώτα, είναι μεγάλη ετήσια χριστιανική εορτή της ανάμνησης της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή. Εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου και είναι η τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου (εορτών των Χριστουγέννων).



Ας δούμε πώς γιορτάζονται στην Κω και την Κρήτη.



Κως

Την παραμονή των Θεοφανείων οι αγρότες κυρίως της Αντιμάχειας, της Καρδάμενας και της Κεφάλου έχουν έθιμο να κάνουν τις «μαρμαρίτες», δηλ. τηγανίτες, που το όνομά τους πήραν από το μάρμαρο, πάνω στο οποίο ψήνονται. Οι μαρμαρίτες γίνονται από ζυμάρι ανεβατό, ανακατωμένο με αρκετό νερό και ταραγμένο ώστε να γίνει νερουλό. Μ’ ένα «αγκλούπιν» (νεροκολοκύθα) ή κανάτι, χύνουν το ζυμάρι πάνω σε «καϊνατισμένο» (πυρακτωμένο) μάρμαρο. Το ζυμάρι απλώνεται κυκλικά, γεμάτο από άπειρες μικρές οπές σαν το σφουγγάρι. Αφού ψηθούν οι μαρμαρίτες, τρώγονται βουτηγμένες στο μέλι ή στο «πετουμέζι» την παραμονή των Φώτων, που είναι μέρα νηστίσιμη, ενώ τις άλλες μέρες τηγανίζονται, αφού βουτηχτούν σε χτυπημένο αυγό και πασπαλίζονται με ζάχαρη ή βρέχονται με μέλι ή πετουμέζι.



Την παραμονή των Θεοφανείων φέρνουν από την εκκλησιά το «μικρό αγιασμό» μαζί μ’ ένα κλαδί ελιάς και «λαντουρούν» το σπίτι, τις αυλές και τα χωράφια. Από το πρωί της ίδιας μέρας οι παπάδες γυρίζουν και αγιάζουν, ψάλλοντας το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε…», ενώ τα μικρά παιδιά τραγουδούν τα ακόλουθα κάλαντα των Φώτων:



Ο μήνας έχει σήμερα πέντε Γενουαρίου

κι όλοι μας εορτάζουμε τα Φώτα του Κυρίου.



Όλοι οι παπάδες περπατούν με το Σταυρό στο χέρι

και μπαίνουν μες τα σπίτια μας και λεν’ τον «Ιορδάνη».



Βοήθεια να έχετε τον Μέγα Ιωάννη,

το σώμα σας και η ψυχή νάχουν χαρά μεγάλη.



Εσχίστηκαν οι ουρανοί και βγήκε περιστέρι,

μα περιστέρι δεν ήταν, μον’ ήταν τ’ Άγιο Πνεύμα.



Και τ’ Άγιο Πνεύμα έφυγε, να πάει να μαρτυρήσει

πως ο Χριστός βαφτίζεται σ’ Ανατολή και Δύση.



Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον Τάφο,

εκεί δεντρί δεν ήτανε και δέντρο εφυτρώθει.



Το δέντρο ήταν ο Χριστός κι η ρίζα η Παναγία

και τα περικλωνάρια του ήταν η μαρτυρία,

που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα Πάθη*.

Κ’ εις έτη πολλά!!!



(*Με τη φράση αυτή ο λαϊκός στιχουργός συνδέει τα Άγια Θεοφάνεια με την άλλη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, το Πάσχα, γι αυτό και καταλήγει ο στίχος του στα Πάθη του Χριστού.)



Ανήμερα των Φώτων, μετά τη Λειτουργία, τελείται πανηγυρικά στις εκκλησιές ο «Μέγας Αγιασμός» και στη συνέχεια γίνεται η κατάδυση του Σταυρού στη θάλασσα, για να αγιασθούν και τα νερά. Πολλοί είναι οι νέοι που θα βουτήξουν στο κρύο νερό για να πιάσουν τον Σταυρό, ενώ τρία λευκά περιστέρια-που συμβολίζουν την Αγία Τριάδα- αφήνονται να πετάξουν πάνω από το χώρο της τελετής. Εκείνος που θα πιάσει τον Σταυρό θεωρείται τυχερός κι ευλογημένος.



Κρήτη

Στην Κρήτη πιστεύουν πως τα μεσάνυχτα ακριβώς ανοίγουν οι ουρανοί και τα «δέντρα σκύβουν να προσκυνήσουν τη Χάρη του Θεού». Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της μεγάλης αυτής εορτής είναι η εμφάνιση της τριαδικής θεότητας, η επιφάνεια.


Την παραμονή των Φώτων ο παπάς έκανε το μικρό αγιασμό. Από αυτό παίρνανε και ραντίζανε τα δέντρα του κήπου τους, τα σπαρτά τις ελιές και τα αμπέλια.


Την παραμονή νηστεύουν για να πιουν την επαύριο το μεγάλο αγιασμό. Την ημέρα αυτή της νηστείας ψήνανε τα "παλικάρια". Βράζανε σιτάρι και το αναμειγνύανε με καρπούς από ρόγδι, σταφίδες, ζάχαρη και μυρωδικά.


Την ημέρα αυτή ταΐζανε και τα ζώα με σπόρους. Βράζανε κριθάρι, σιτάρι, κουκιά, παπούλες. Ό,τι είχε ο καθένας. Από αυτά δίνανε μια χούφτα σε κάθε ένα ζώο.


Την ημέρα των Φώτων ο παπάς έκανε το μεγάλο αγιασμό. Οι γεροντότεροι θυμούνται ότι το μεγάλο αγιασμό τον πίνανε μέσα στην εκκλησία. Δεν έκανε να τον βγάλουνε έξω, μόνο αν τον πήγαιναν σε κάποιο άρρωστο.


Η γιορτή των Φώτων γιορτάζεται και στη Κρήτη με τον παραδοσιακό τρόπο και τον αγιασμό των υδάτων όπως και σε όλες τις περιοχές της χώρας.


Το έθιμο που διατηρείται και σήμερα σε κάποια χωριά της ενδοχώρας ήταν να γυρίζει ο παπάς σε όλο το χωριό από πόρτα σε πόρτα και με το σταυρό και τον βασιλικό να αγιάζει τα σπίτια και τους πιστούς.


Στη νότια Κρήτη το έθιμο της ευλογίας των κουδουνιών επικρατεί μέχρι σήμερα. Από την παραμονή των Φώτων, κτηνοτρόφοι της περιοχής φέρνουν μερικά κουδούνια από το κοπάδι τους στο μοναστήρι. Εκεί τοποθετούνται κάτω από το σημείο που θα γίνει ο Μεγάλος Αγιασμός. Παραμένουν εκεί όλη τη νύχτα και αγιάζονται ενώ ανήμερα των Φώτων οι κτηνοτρόφοι τα παίρνουν και τα κρεμούν στα ζώα του κοπαδιού τους. Οι κτηνοτρόφοι πιστεύουν ότι ο αγιασμός των κουδουνιών μεταφέρει την κάθαρση και την ευλογία στο ίδιο το κοπάδι.



(Από τη σελίδα του Λαογραφικού Ομίλου Λάζαρου και Μανώλη Χνάρη)



Πηγές: vimatisko.gr

maleviziotis.gr



















ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ Ή ΓΕΝΑΡΗΣ










Ο Γενάρης, όπως και όλοι οι μήνες του ημερολογίου μας, του Παγκοσμίου Χριστιανικού ημερολογίου, οφείλει τ' όνομά του στους Αρχαίους Ρωμαίους στο Θεό του Ιανό, που προς τιμή του τον ονόμασαν έτσι. Δεν είχε όμως απ' την αρχή την τιμή ν' αποτελεί τον πρώτο μήνα του χρόνου. Αττικός μήνας: ΓΑΜΗΛΙΩΝ (15 Ιανουαρίου - 15 Φεβρουαρίου).


Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν σαν Πρωτοχρονιά την 21η Ιουνίου (του μηνός Σκιροφοριώντος όπως τον έλεγαν) και οι Ρωμαίοι την 1η Μαρτίου. Η τελευταία είχε διατηρηθεί να γιορτάζεται και από τους Έλληνες της Ανδριανουπόλεως, πριν τους διώξουν οι Τούρκοι από την Ανατολική Θράκη. Η πρώτη Ιανουαρίου καθιερώθηκε σαν πρωτοχρονιά από τους Ρωμαίους το 153 π.Χ. Την ημέρα αυτή συνήθιζαν να εκλέγουν τους ανώτατους άρχοντες, τους ύπατους και με την ευκαιρία επιδίδονταν σε τελετές και θορυβώδεις διασκεδάσεις. Από αυτούς την πήραν αργότερα οι Βυζαντινοί και την καθιέρωσαν (περί το 1000 μ.Χ.).




Γεωργικές εργασίες


Προετοιμάζουν τα γεωργικά τους εργαλεία, όταν υπάρχουν βροχές ή χιόνια.
Μεταφέρουν κοπριά στα κτήματα.
Εκχερσώνουν χωράφια ή διορθώνουν φράχτες.
Κάνουν αποστραγγιστικά χαντάκια.
Ανοίγουν λάκκους γύρω από τα δέντρα για να δεχτούν περισσότερη βροχή ή τα ασβεστώνουν.
Σπέρνουν πρώιμα μπιζέλια, κουκιά, κρομμύδια.
Φυτεύουν τα φυλλοβόλα δέντρα (κερασιά, βυσσινιά, βερικοκιά, ροδακινιά), αγκινάρες, φράουλες, σπαράγγια.
Λιπαίνουν τα δέντρα με χωνεμένη κοπριά.
Κλαδεύουν ελαιόδεντρα.
Επισκευάζουν και βάφουν τις κυψέλες.
Αρχίζουν το άρμεγμα των προβάτων.
Οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό κιλίμια και βελέντζες, έπλεκαν και έραβαν.






Παροιμίες


Σ' όσους μήνες έχουν «ρο», μπάνιο με ζεστό νερό.
Χιόνισ' έβρεξ' ο Γενάρης, oλ' οι μύλοι μας θ' αλέθουν.
Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξετάζει.
Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα 'ν' τον αλωνάρη.
Κόττα, πίτα το Γενάρη, κόκοτα τον Αλωνάρη.
Κόψε ξύλο το Γενάρη και μη καρτερείς φεγγάρι.
Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξύδι.
Του Γενάρη το ζευγάρι διάβολος θε να το πάρει.
Του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο μέρας μοιάζει.
Ο λαγός και το περδίκι κι ο καλός ο νοικοκύρης το Γενάρη χαίρονται.
Εγέλασεν ο Γενάρης.
Του Γεναριού το φεγγάρι είναι σαν του Αλωνάρη.
Ο Γενάρης δε γεννά μήτε αυγά μήτε πουλιά, μόνο κρύο και νερά.
Του Γενάρη το φεγγάρι την ημέρα σιγοντάρει.
Οποιος θε να βαμπακώσει, τον Γενάρη θε ν' οργώσει.
Κόψε ξύλο τον Γενάρη και μην καρτερείς φεγγάρι.
Όποιος σπέρνει το Γενάρη, παίρνει την ανεμοζάλη.
Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει.
Αρχιμηνιά, καλή χρονιά, με σύγκρυα και παγωνιά.
Χαρά στα Φώτα τα στεγνά και τη Λαμπρή βρεμένη.
Γενάρης χωρίς χιόνι, κακό μαντάτο.
Τ' Αλωναριού τα μεσημέρια , και του Γεναριού οι νύχτες.
Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις.
Οι γεναριότικες νύχτες, για να περάσουν θέλουν συντροφιά και κουβέντα.
Έκαμε κι ο Γενάρης ήλιο.
Γενάρη, μήνα του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου.
Χαρά στα Φώτα τα στεγνά και τη Λαμπρή βρεμένη.
Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη, φλέβισέ το.
Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη.






Γιορτές και Έθιμα


Μήνας γιορτών μπορεί να ονομαστεί με τις πολλές γιορτές που έχει ο Γενάρης.
Η πρώτη μέρα του μήνα είναι η πρωτοχρονιά και γιορτάζεται σ' όλο τον κόσμο με λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια και πολλές εκδηλώσεις. Αυτή η ημέρα καλύπτεται από ένα πλήθος λαϊκών εθίμων, με πράξεις και ενέργειες μαγικές, που έχουν την προέλευσή τους στα βάθη των αιώνων. Οι ελληνικές λαϊκές παραδόσεις, θέλουν τον Άγιο Βασίλειο είτε ζευγολάτη που γυρίζει και ευλογεί τα χωράφια, είτε οδοιπόρο ή μάντη. Τη μέρα αυτή γιορτάζεται η μνήμη του Αγίου Βασιλείου, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες της εκκλησίας. Ο Αγιος Βασίλης ενσαρκώνει για το λαό, το πνεύμα του καινούργιου χρόνου. Η καλοσυνάτη μορφή του με τη λευκή γενειάδα, τα κάτασπρα μαλλιά το γλυκό χαμόγελο, το μειλίχιο βλέμμα, δεσπόζει παντού, τριγύρω μας τις μέρες τις γιορτινές. Αυτή την εικόνα η λαϊκή φαντασία έπλασε και ριζώθηκε στην ψυχή μας. Και τον οραματιζόμαστε να έρχεται από τη μακρινή Καισάρεια, φορτωμένος δώρα και χίλια καλά. Από το Βυζάντιο και συγκεκριμένα από το χειρόγραφο του δωδεκάτου αιώνα, έχουμε το επόμενο αλφαβητάριο, που θυμίζει παρόμοια νεοελληνικά που τα λένε σήμερα τα παιδιά.


Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς στη Σιάτιστα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας κάνουν τυρόπιτα ή κολοκυθόπιτα γλυκειά και μέσα βάζουν νόμισμα τον παρά που λένε. Πριν αρχίσει το φαγητό κόβουν την πίτα σε κομμάτια για κάθε άτομο στο σπίτι, χωράφια, αμπέλια και ζώα και κατόπιν ψάχνουν να βρουν το νόμισμα. Όποιος βρει το νόμισμα είναι τυχερός της χρονιάς και κάτι καλό θα του συμβεί.
Με την ημέρα της Πρωτοχρονιάς συνδέθηκαν διάφορες προλήψεις, όπως η επιλογή από την οικογένεια του ατόμου το οποίο θα περάσει πρώτο το κατώφλι του σπιτιού, το πρωί της πρώτης του έτους για το "ποδαρικό". Την ίδια μέρα αποφεύγουν να προσφέρουν ο,τιδήποτε, έξω από το σπίτι, ούτε να ρίξουν νερό έξω απ' αυτό.


Στις 6 Ιανουαρίου είναι η γιορτή των Φώτων, που θεωρείται μεγάλη Χριστιανική γιορτή, γιατί τότε αγιάζονται τα νερά. Αυτή η γιορτή συμβολίζει την παλιγγενεσία του ανθρώπου και ο λαός τη λέει "Μεγάλη γιορτή, Θεότρομη". Είναι η μέρα που βαφτίσθηκε ο Χριστός απ' τον Αη-Γιάννη τον Πρόδρομο στ' άγια νερά του Ιορδάνη. Και από τότε πιστεύεται πως κάθε φορά, την ημέρα των Αγίων Θεοφανείων αγιάζονται τα νερά της βροχής ο λαός μας το λέει αγιονέρι, που πέφτει απ' τον ουρανό και αγιάζει τα σπαρτά και τα χορτάρια της γης. Την βροχή τη λένε αγιασμένη και χαίρονται το δάκρυ της. Το αγίασμα που παίρνει απ' την εκκλησία, ο λαός μας, την ημέρα των Φώτων, το κρατάει με μεγάλη ευλάβεια και πιστεύει απόλυτα στη θαυματουργή δύναμή του. Μ' αυτό αγιάζει τα χωράφια, σπαρτά, τις γωνιές των σπιτιών, τα μαντριά, τα ζωντανά και όλο το βίο του, απ' άκρη σ' άκρη. Ένα μπουκάλι, γιομάτο αγιασμό και κλεισμένο καλά, θα το πάρει στα αμπέλια του. Εκεί, θα σκάψει, συνήθως στη μέση τ' αμπελιού, και θα το χώσει στο χώμα για να φυλάει τ' αμπελόχτημα από κάθε αρρώστια και κακό. Οι ζευγολάτες, πιστεύουν πως ξημερώνοντας τα Φώτα, το βράδυ στο παχνί τους μιλούν ακόμα και τα καματερά τους. Κουβεντιάζουν, λένε και αυτά με το Χριστό. Φτάνει βλέπεις, ο Χριστός ίσαμε εκεί, γιατί αυτά τον πρωτοζέσταιναν την ώρα της Γέννεσής του, μέσα στη θεία σπηλιά, όταν τον κυνηγούσε η ανθρώπινη κακία, μ' οδηγό το συμφέρον των ολίγων. Την παραμονή των Φώτων γίνεται στην εκκλησία ο αγιασμός και ο παπάς γυρίζει όλα τα σπίτια με το σταυρό και τ' αγιάζει. Λένε τότε την παροιμία "Σαν ο Παπάς με το σταυρό".


Παράλληλα η έκτη Ιανουαρίου αποτελεί ένα ορόσημο για τη λαογραφία των ευρωπαϊκών χωρών. Έθιμα παλιά, συνήθως προχριστιανικά στις ρίζες τους επιζούν και συνεχίζουν τον εορτασμό τους προσκολλημένα στο χριστιανικό εορτασμό των Θεοφανείων. Πολλά απ' αυτά συνδέονται με πρωτόγονες λαϊκές δοξασίες γύρω από τις χειμερινές τροπές του ήλιου. Πόσο γνωστή λαογραφικά, είναι η νύχτα της παραμονής των Θεοφανείων και πόση έχει ασκήσει επίδραση σε θρύλους ευρωπαϊκούς, γίνεται αμέσως φανερό, αρκεί μόνο να θυμηθούμε τον όρο "Δωδέκατη νύχτα". Μέσα στη νύχτα αυτή σμίγουν και συναδελφώνονται τα τραγικά και τα ευτράπελα. Και λέγεται δωδέκατη, γιατί είναι η τελευταία του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων. Στη Γερμανία και την Αυστρία όλα τα καταστρεπτικά δαιμόνια διώχνονται τη νύχτα των Θεοφανείων, κυνηγημένα από τους δυνατούς θορύβους που κάνουν μεταμφιεσμένοι και μη. Ανάλογα συμβαίνουν και σ' άλες ευρωπαϊκές χώρες, με περισσότερη ιδιόρρυθμη εκδήλωση στην Πορτογαλία και στην Αγγλία.
Στη Σιάτιστα τα Θεοφάνεια γίνονται τα καρναβάλια "Τα μπουμπουσάρια" και για το λόγο αυτό συγκεντρώνεται πολύς κόσμος στη Σιάτιστα. Η λέξη "Μπουμπουσάρια" είναι παραφθορά του ονόματος "Εμπουσα". Ηταν δε Εμπουσα κατά τις δοξασίες των προγόνων μας φάσμα νυχτερινό με πόδια γαϊδάρου, που άλλαζε μορφές από τη μια στιγμή στην άλλη και τρόμαζε τα παιδιά.Επίσης τα Θεοφάνεια στη Σιάτιστα μετά τη θεία λειτουργία και συγκεκριμένα μετά την εκφώνηση του "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου στου Κύριε..." η εκκλησία δονείται από το εκκωφαντικό "Κύριε Ελέησον...".
Μετά την απόλυση της εκκλησίας οι επίτροποι, κρατώντας ένα κουδούνι γυρίζουν στα σπίτια και μοιράζουν από ένα κομμάτι γλυκειά πίτα παίρνοντας χρήματα για την εκκλησία. Η πίτα αυτή έχει μέσα της ένα φλουρί. Σε όποια οικογένεια πέσει το φλουρί δίνεται η τιμή να παρασκευάσει την πίτα για τα θεοφάνεια της επόμενης χρονιάς.


Οι επίτροποι που μοιράζουν αυτή την πίτα λέγονται "Πνιχτάδες" ίσως από το πνίξιμο του σταυρού στο αγίασμα κατά την τελετή του Αγιασμού.


Στις 7 του μήνα είναι η γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου του Βαπτιστή.
Στις 17 του μήνα είναι η γιορτή του Αγίου Αντωνίου και στις 18 του Αγίου Αθανασίου. Του Αγίου Αθανασίου η ημέρα μεγαλώνει μια ώρα. Γι' αυτό πολλοί λένε "Αη-Θανάσης ήλθε, καλοκαίρι ήλθε".
Στις 20 Ιανουαρίου είναι η γιορτή του Αγίου Ευθυμίου.


Για τους Αγίους Αντώνιο, Αθανάσιο και Ευθύμιο υπάρχει ο εξής μύθος:


"Οι τρεις Αγιοι πήγαιναν μαζί. Ο Αγιος Ευθύμιος ήταν σπανός και οι άλλοι δυο δεν τον ήθελαν. Κάποτε σ' ένα ταξίδι τους στην έρημο σηκώθηκαν οι δυο πρωί - πρωί και έφυγαν. Για να τους προκάνει ο Αγιος Ευθύμιος στη βία του επάνω, κόλλησε το κεφάλι του γαϊδάρου στο μουλάρι (γι' αυτό από τότε το μουλάρι έχει αυτιά γαϊδάρου) καθώς οι άλλοι φεύγοντας έκοψαν τα κεφάλια απ' τα δυο ζώα, που ήταν του Αγίου Ευθυμίου. Τους πρόκαμε και επειδή ήξερε την αιτία που δεν τον ήθελαν, έπιασε με τα δυο του χέρια το πρόσωπό του και αμέσως φύτρωσε μια γενειάδα που ακούμπησε στη γη.
Στις 30 Ιανουαρίου είναι η γιορτή των Τριών Ιεραρχών του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Η γιορτή των μεγάλων αυτών ιεραρχών είναι η γιορτή των ελληνικών και χριστιανικών γραμμάτων. Την ημέρα αυτή στη Σιάτιστα τελείται πανηγυρική θεία λειτουργία καθώς και μνημόσυνο των ευεργετών των σχολείων της πόλης.


Πηγή : mhnes-12.weebly

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου