...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

 

 

Μικρασιατική καταστροφή: Η ζωή πριν τον ξεριζωμό

 

Βεγγέρα το βράδυ με σύκα, καρύδια και κουβέντα, ζεστασιά από το μαγκάλι, δουλειές στο χωράφι, τα κουκούλια, τη θάλασσα και τον αργαλειό αλλά και γιορτές με φαγητό, τραγούδι και χορό, αποκαλύπτουν οι προφορικές μαρτυρίες των Μικρασιατών για τη ζωή τους πριν από τον ξεριζωμό, που σώζονται γράμμα προς γράμμα, λέξη προς λέξη, στο πλούσιο και πολύτιμο αρχείο που διατηρεί το Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης.

 

Μέσα από αυτό ζωντανεύουν οι μνήμες και οι περιγραφές περίπου πεντακοσίων Μικρασιατών, προσφύγων πρώτης γενιάς από το Αξάρι, τη Σμύρνη, την Προύσα, το Αϊδίνι, το Ανταβάλ, την Αρτάκη και άλλες περιοχές, που εξιστόρησαν με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής καθώς και τη ζωή τους πριν και μετά απ' αυτά. Κι ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι μνήμες φαίνεται να ξεθωριάζουν, είτε από τα χρόνια είτε από την ανάγκη των ανθρώπων να ξεχάσουν τα δυσάρεστα, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι τόσο ισχυρές και ξεκάθαρες που αποκαλύπτουν πολύτιμες πληροφορίες για γεγονότα, ήθη και έθιμα, γεωγραφικές πληροφορίες και λαογραφικά στοιχεία.

 

Το Αθηναϊκό Πρακτορείο, στο πλαίσιο φακέλου για τη Μικρασιατική Καταστροφή, ξετυλίγει τις μαρτυρίες των ανθρώπων που την έζησαν, πριν από τον ξεριζωμό, στο ταξίδι της προσφυγιάς και στη νέα πατρίδα.

 


 

Η καθημερινή ζωή μέσα από πλούσιες μαρτυρίες

Πλούσιες αλλά και συναισθηματικά φορτισμένες είναι οι μαρτυρίες των προσφύγων που αφορούν την καθημερινή ζωή, τις συνήθειες των κατοίκων, τα έθιμα και τη λαογραφία του τόπου.

 

Σύμφωνα με τη Φωτεινή Μερτζεμέκη από το Αξάρι, στο χωριό υπήρχε ελληνικό σχολείο όπου πήγαιναν αγόρια και κορίτσια. Οι Έλληνες ήταν χριστιανοί Ορθόδοξοι, μιλούσαν μεταξύ τους ελληνικά και πήγαιναν στην εκκλησία. Γιόρταζαν τις γιορτές καθώς οι Τούρκοι δεν τους το απαγόρευαν και τηρούσαν τα έθιμα βάφοντας κόκκινα αυγά, κάνοντας περιφορά του Επιταφίου και ψήνοντας αρνιά και τσουρέκια.

 

Από τις αναμνήσεις της «ξεπηδούν» το μπακιρένιο μαγκάλι, με το οποίο ζεσταινόταν η οικογένεια, το λαβόμανο (μια κανάτα σε έναν δίσκο για το καθημερινό πλύσιμο) και το παγωτό γλασάδα που πουλούσαν πίσω από τον σταθμό. «Έλα να σε κεράσω μια γλασάδα», έλεγαν οι παγωτατζήδες και η χαρά των μικρών παιδιών ξεχείλιζε... «Το καλοκαίρι πηγαίναμε στα αμπέλια. Εκεί βράζανε καζάνια και τα σταφύλια τα κόβανε, τα βάζανε και τα ζεματούσανε και στρώνανε αντίσκηνα. Τα στεγνώνανε. Σταφίδα γινότανε», διηγείται η κ. Μερτζεμέκη. «Δεν τα πουλούσανε τότε σαν σταφύλια, σταφίδες τα κάνανε και τα βάζανε στα τσουβάλια», εξηγεί.

 

Τα βράδια, τον ελεύθερό τους χρόνο οι άνθρωποι τον περνούσαν με βεγγέρα. «Λέγαμε, απόψε θα 'ρθουμε σε σένα. Πηγαίναμε σε ένα φιλικό σπίτι και εκείνοι ετοιμάζανε σύκα, σπάγανε καρύδια, γέμιζαν τα σύκα με καρύδια, τα βάζανε σε μια πιατέλα και μας κερνούσανε .... Μας κερνούσαν και καφέ, καθόμασταν μέχρι τις έντεκα, δώδεκα και μετά φεύγαμε. Την άλλη μέρα λέγαμε σήμερα να 'ρθείτε να φάτε σε εμάς. Φέρναμε τα κατμέρια, τετράγωνο φύλλο που βάζαμε μέσα τυρί και αυγά, το διπλώναμε ώστε να κάνουμε ένα τετράγωνο και το τηγανίζαμε», αναφέρει η ίδια.

 

Όταν έρχεται η κουβέντα στα Μικρασιάτικα φαγητά, οι πληροφορίες ρέουν σαν νεράκι: ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στους κεφτέδες από ρεβίθια, τα ντολμαδάκια, τα σαρμαδάκια, και τους τζιγεροσαρμάδες ενώ η ηλικιωμένη γυναίκα προσκαλεί την ερευνήτρια για φαγητό και δίνει λεπτομερείς οδηγίες: «παίρνω τη σκέπη του αρνιού... τη σκωταριά την κόβουμε βούκες βούκες ... κρεμμυδάκια, άνηθο, δυόσμο τα ανακατεύουμε... σε μια γιαουρτόκουπα βάζεις τη σκέπη, δυο-τρεις κουταλιές από αυτό, τα σκεπάζ, και τα βάζεις σα καπελάκια στο ταψί και στο φούρνο και ύστερα γίνεται ένα φαΐ, να τρως και να μην χορταίνεις...».

 

Όσο για τα μαγαζιά και τα ψώνια, η κυρία Φωτεινή λέει: «Άμα θέλαμε μεγάλα μαγαζιά για προίκα να ψωνίσουμε -πώς τώρα πάμε στη Θεσσαλονίκη- πηγαίναμε στη Σμύρνη και ψωνίζαμε». Στα γλέντια του γάμου, ο Ιωάννης Δανιηλίδης από το Ανταβάλ αναφέρει ότι παίζανε κλαρίνο και ούτι και χορεύανε καρσιλαμά και σιρούκ, χορούς σταυρωτούς, ενώ η κυρία Φωτεινή θυμάται ακόμη και τα τουρκικά έθιμα του γάμου: «είχε ένα λουτρό και οι Τουρκάλες άμα θα κάνανε γάμο το Σάββατο πήγαιναν και λούζαν τη νύφη. Είχε ένα μεγάλο δωμάτιο και είχε καρέκλες και εκεί πέρα καθόντουσαν και κερνούσαν και τραγουδούσανε και χορεύανε εκεί πέρα και εμείς βλέπαμε».

 

 

Δουλειά και εργασία

Μπορεί οι σκηνές αυτές της καθημερινής ζωής να έχουν αποτυπωθεί στα παιδικά μάτια των προσφύγων, όμως η καθημερινότητα απαιτούσε αγώνα και σκληρή δουλειά. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ασχολούνταν με τη γεωργία, τους μεταξοσκώληκες, το ψάρεμα και το εμπόριο ενώ κάποιους τους έπαιρναν στρατιώτες στον Τουρκικό στρατό. Άλλοι είχαν καταστήματα, έφτιαχναν χαλιά, ήταν τσαγκάρηδες, τεχνίτες και ράφτες.

 

«Ο μπαμπάς μου είχε μεγάλο μαγαζί, μπαχτό (σ.σ. υφαντά στον αργαλειό) πουλούσε, ψιλικατζίδικο στην αγορά και το μισό ήταν πατάρι και απάνω τότε δεν είχε τσιγάρα, είχε μηχανή, τσιγαρόχαρτα έβγαζε. Είχε οκτώ υπαλλήλους και κόβανε τσιγαρόχαρτα και τα πουλούσανε», επισημαίνει η κ. Μερτζεμέκη.

 

Ιδιαίτερη αναφορά στους μεταξοσκώληκες κάνουν ο Γρηγόρης Γεωργόπουλος από το Αρμουτλί Νικομήδειας και η Ελένη Γαβριηλίδου - Τσεπραηλίδου από το Γιαϊλαντσίκ της Μικράς Ασίας. Ο Αριστοτέλης Ροδίτης από τους Ελιγμούς σημειώνει ότι η ενασχόληση της μητέρας του είχε να κάνει με τα οικιακά και είχε στην κατοχή της κουκούλια για να φτιάχνει μετάξι. Το σπίτι του, όπως λέει, είχε δύο πατώματα, στο πρώτο έμενε η οικογένεια και στο δεύτερο η μητέρα φύλασσε τα κουκούλια.

 

Χειροποίητα χαλιά έφτιαχνε η μητέρα της Μαρίας Μαρκούτσογλου από τη Σπάρτα Ικονίου, που, όπως τονίζει, είχε ολόκληρη παραγωγή από χειροποίητα χαλιά που έφτιαχναν οι νοικοκυρές.

 

Από την άλλη πλευρά, η οικογένεια του Ιωάννη Δανιηλίδη από το Ανταβάλ της Καππαδοκίας είχε πολλά στρέμματα αμπέλια και μεγάλη παραγωγή κρασιού, ενώ η Φωτεινή Τολούδη Κοσμά από την Απολλωνιάδα του νομού Προύσης αναφέρει ότι στην περιοχή ζούσαν Έλληνες και Τούρκοι που ασχολούνταν με τη γεωργία (κυρίως τα αμπέλια και της ελαιώνες) αλλά και με το ψάρεμα και το εμπόριο. Ο δικός της πατέρας ήταν στρατιώτης στον τουρκικό στρατό.

 

Παντοπώλης ήταν ο πατέρας του Γιώργου Καράμπελα από το Βόρι στον Μαρμαρά, αλλά ο ίδιος από 14 ετών έγινε τσαγκάρης. Κατάστημα είχε και ο Αναστάσης Καζασίδης από το Ελ Μαλί στην περιοχή της Αττάλειας ενώ εκείνος μάθαινε την τέχνη του ράφτη.

 

Όσο για την καθημερινή ζωή, ο Ιωάννης Δανιηλίδης αναφέρει ότι «οι άντρες πήγαιναν στη δουλειά και μετά στα καφενεία και παίζανε κουμάρι.Oι γυναίκες πάλι πλέκανε με τον αργαλειό και πουλούσανε τα πλεκτά στους Τούρκους».

 

Οι σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων

Κοινό στοιχείο στις μαρτυρίες και τις συνεντεύξεις των προσφύγων της πρώτης γενιάς από τη Μικρά Ασία είναι οι αναφορές τους στις ομαλές σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις επισημαίνεται ότι «ο πόλεμος δημιούργησε την έχτρα». Η Φωτεινή Τολούδη - Κοσμά από την Απολλωνιάδα του νομού Προύσης που έζησε εκεί ως τα οκτώ της χρόνια αφηγείται ότι εκείνη την εποχή ο πληθυσμός της συγκεκριμένης περιοχής ήταν 80% Έλληνες και 20% Τούρκοι που συμβίωναν αρμονικά. Η ελληνική κοινότητα είχε τον πρόεδρό της ο οποίος είχε μεγάλη πολιτική ισχύ και συνεννοούνταν με τα άλλα εκτελεστικά όργανα του τουρκικού κράτους.

 

Τη ζωή στο Ανταβάλ της Καππαδοκίας περιγράφει ο Ιωάννης Δανιηλίδης: «Οι κάτοικοι του χωριού ήταν όλοι Έλληνες Ορθόδοξοι με τουρκικά ονόματα. Ελληνικά δε μιλούσαν, μόνο τουρκικά αλλά γράφανε με ελληνικά γράμματα. Στο σχολείο είχαν Έλληνες δασκάλους και δασκάλες και μάθαιναν επίσης γαλλικά και αραβικά. Ελληνική ιστορία δεν μαθαίνανε.... Οι πληθυσμοί ήταν ανάμεικτοι, Τούρκοι και Έλληνες, αλλά οι σχέσεις μεταξύ τους ήταν γενικά καλές και επίσης οι Έλληνες θέριζαν τα χωράφια των Τούρκων. Ωστόσο πολλές φορές οι Τούρκοι έρχονταν για να πάρουν τους Έλληνες στο στρατό τους και επειδή οι Έλληνες κρυβόντουσαν, οι Τούρκοι έπιαναν και έδερναν τις γυναίκες τους». Η Δέσποινα Δανιηλίδου αναφέρει ένα περιστατικό όπου οι Τούρκοι σκότωσαν έξι επτά Έλληνες που έκοβαν ξύλα.

 

 

Η ιστορία και τα γεγονότα όπως τα έζησαν...

Όλα τα παραπάνω αποτυπώνουν ένα κομμάτι μόνο από τις περιγραφές και τις αφηγήσεις των προσφύγων πρώτης γενιάς που έχουν καταγραφεί και διασώζονται πλέον στο Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού. «Όταν πηγαίνουμε σε έναν πρόσφυγα για να καταγράψουμε την ιστορία και τα γεγονότα που έζησε, ξέρουμε ότι δεν θέλουμε ούτε να του μάθουμε την ιστορία, ούτε εκείνος να μας μάθει την ιστορία, απλώς θέλουμε να μας αφηγηθεί τη δική του ιστορία.....» εξηγεί στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η ιστορικός του Αρχείου, Μαρία Καζαντζίδου.

Η ίδια επισημαίνει ότι το αρχείο είναι ο μόνος δημόσιος φορέας στη βόρεια Ελλάδα με τόσες πολλές καταγραφές προφορικών μαρτυριών και διευκρινίζει ότι πρόκειται για πάνω από 1500 μαρτυρίες προσφύγων από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και την ανατολική Θράκη. Ειδικά για τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, σημειώνει ότι είναι όλοι οι ανταλλάξιμοι, στους οποίους η συνθήκη της Λωζάννης συμπεριέλαβε όλο τον πληθυσμό. «Είναι όλοι οι Χριστιανοί που από το 1912 με ΄14 εγκατέλειψαν τον τόπο καταγωγής τους και ήρθαν στην Ελλάδα, ως το 1924 που ολοκληρώθηκε η ανταλλαγή» προσθέτει.

 

Το αρχείο αυτό που ιδρύθηκε το 1994 περιλαμβάνει μια τεράστια γκάμα αρχειακών τεκμηρίων, από περιγραφές μαχών και αιτίων διεξαγωγής μιας σύγκρουσης, μέχρι συνταγές, τραγούδια, γλωσσικά ιδιώματα, λαογραφικά στοιχεία, γι’ αυτό και το μελετούν, διάφοροι ερευνητές, γιατροί, εκπαιδευτικοί, αρχιτέκτονες, γλωσσολόγοι, φιλόλογοι, λαογράφοι κ.ά.

 

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

          m.tvxs.gr

 

 

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

 

 

Το παραδοσιακό, δημοτικό τραγούδι

 

Στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης είναι επιτακτική ανάγκη να γνωρίσουμε και να διατηρήσουμε την παράδοσή μας.

 

Γράφει ο Κώστας Παναγόπουλος για την MusicHeaven

 

 


 

 

 

Η λαϊκή μουσική μας παράδοση είναι βασικό και αναπόσπαστο κομμάτι του λαϊκού μας πολιτισμού.

 

Δημοτικό και «αστικό»

«Δημοτικό» λέγεται το λαϊκό τραγούδι της υπαίθρου, του χωριού  και των μικρών επαρχιακών πόλεων. Σε διάκριση από το «αστικό» λαϊκό, το τραγούδι δηλαδή των αστικών περιοχών (μεγάλες πόλεις - αστικά κέντρα). Και ενώ το αστικό λαϊκό είναι τραγούδι κλειστού χώρου και έχει πανελλήνια ομοιομορφία, το δημοτικό είναι ανοιχτού χώρου (γιορτές, γάμοι, πανηγύρια) και παρουσιάζει τοπική ποικιλομορφία και παραλλαγές.

 

Η δημιουργία του δημοτικού τραγουδιού

Το δημοτικό τραγούδι είναι ανώνυμη δημιουργία, προϊόν προφορικής παράδοσης. Κάθε δημοτικό τραγούδι δεν είναι δημιούργημα ενός ατόμου. Έχει συλλογικό χαρακτήρα και είναι κοινό δημιούργημα και κτήμα, πνευματικό εργαλείο και τρόπος έκφρασης του λαού. Ένας αυτοσχέδιος λαϊκός δημιουργός, με στιχουργική επιδεξιότητα και αναπτυγμένο μουσικό αίσθημα, δημιουργεί από εσωτερική παρόρμηση κάποιους στίχους, προσαρμοσμένους σε μελωδία γνωστή ή που δημιουργεί ο ίδιος. Στη συνέχεια επαναλαμβάνει το τραγούδι άλλος, προσαρμόζοντάς το στα δικά του συναισθήματα. Έτσι τροποποιημένο το παραλαμβάνει τρίτος κ.ο.κ. Με τον καιρό το όνομα του αρχικού δημιουργού ξεχνιέται και το τραγούδι μετουσιώνεται σε πνευματικό προϊόν της κοινότητας.

 

Κάθε νέο τραγούδι  είναι συνήθως ανασύνθεση γνωστών παραδοσιακών στοιχείων, τα οποία ο ανώνυμος δημιουργός διασκευάζει και εμπλουτίζει. Περνώντας από γενιά σε γενιά διαμορφώνεται, τροποποιείται ή προσαρμόζεται, σύμφωνα με τα τοπικά χαρακτηριστικά και τις ιστορικές συνθήκες. Εκτός από το γλέντι και τη διασκέδαση, το δημοτικό τραγούδι είχε και χρηστικό, λειτουργικό και τελετουργικό χαρακτήρα. Απλωνόταν σε όλες τις όψεις της κοινωνικής ζωής, συνδεόταν με τη λατρεία και διατηρούσε την ιστορική μνήμη. Βασικό στοιχείο του δημοτικού τραγουδιού είναι η στενή σχέση ανάμεσα στον λόγο (στίχο) και τη μουσική, που γεννιούνται ταυτόχρονα. Οι στίχοι φτιάχνονται  “τραγουδιστά”. Αντίθετα από το έντεχνο τραγούδι, όπου μελοποιείται ένα ήδη υπάρχον  ποίημα.

Υπολογίζεται ότι υπάρχουν πάνω από 20 χιλιάδες δημοτικά τραγούδια!

 

Οι παραλλαγές

Η ομήγυρη και η κοινωνική πραγμα­τικότητα αναπλάθει και αναπροσαρμόζει την παράδοση. Έτσι τα τραγούδια υφίστανται πολλές αλλοιώσεις και γι’ αυτό σώζονται διάφορες τοπικές παραλλαγές. Η μελωδία  συνήθως παραμένει αμετάβλητη, παρά την αλλοίωση των στίχων.

Η σύνθεση νέων μελωδιών δεν είναι εύκολη και  συχνά χρησιμοποιούνται παλιές, γνωστές μελωδίες σε νέα τραγούδια. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλες οι μελωδίες των δημοτικών τραγουδιών διατηρήθηκαν αμετάβλητες στο πέρασμα των αιώνων, ούτε ότι όλες έχουν αρχαία προέλευση.  Όσo περισσότερες παραλλαγές παρατηρούνται, τόσο περισσότερο καταξιωμένο είναι το τραγούδι.

 

Η παλαιότητα

Όπως η ελληνική γλώσσα έφτασε ως εμάς διαρκώς εξελισσόμενη, έτσι και η παραδοσιακή μας μουσική. Η αντιστοιχία με αρχαία  μετρικά κλπ. πρότυπα δείχνει μια αδιάκοπη συνέχεια.

Οι λέξεις δημοτικό (από το δήμος=λαός) και τραγούδι (από το τραγωδία) δείχνουν ότι έχει πανάρχαιες ρίζες. Βέβαια για μουσική που μεταδίδεται προφορικά απουσιάζουν γραπτές μαρτυρίες. Πάντως δημοτικά τραγούδια έχουν καταγραφεί σε χειρόγραφα που σώζονται στο Άγιο Όρος.

 

H δημοτική μουσική, συνέχεια της βυζαντινής λαϊκής μουσικής, έχει αρχαία ελληνικά αλλά και άλλης προέλευσης (αραβοπερσικά κλπ) στοιχεία. Υπάρχουν τραγούδια που παρέχουν ενδείξεις για τον τόπο και τον χρόνο δημιουργίας τους. Για τα περισσότερα όμως η χρονολόγηση είναι δύσκολη.

 

Η επιμονή, με την οποία ο λαός μας διατήρησε για χιλιάδες χρόνια τη γλώσσα, τα έθιμα και τις δοξασίες του, καθώς και επιστημονικές, λαογραφικές μελέτες, ενισχύουν την άποψη ότι στο δημοτικό τραγούδι επιβιώνουν και στοιχεία παλαιότερων εποχών. Τα παλαιότερα δημοτικά τραγούδια για τα οποία έχουμε πληροφορίες είναι τα ακριτικά του 9ου-11ου αιώνα.

Χελιδονίσματα, κάλαντα,  νανουρίσματα, τραγούδια του γάμου, παραλογές, μοιρολόγια κλπ. έχουν αρχαία καταγωγή.

Oι συρτοί χοροί αναφέρονται σε επιγραφή του 6ου αιώνα π.Χ.

Υπάρχουν τραγούδια που χρονολογούνται από την προκλασική αρχαιότητα, πχ. το «ήλθε, ήλθε χελιδών».

Πολλά έχουν τις ρίζες τους στη βυζαντινή περίοδο, αλλά τα περισσότερα δημιουργήθηκαν τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της επανάστασης του 1821 (π.χ. κλέφτικα).

Αποδεικτικό στοιχείο της σχέσης με την αρχαιότητα είναι και  ο δεκαπεντασύλλαβος ιαμβικός στίχος.

 

Η μουσική

Όπως η εκκλησιαστική, έτσι και η δημοτική  μουσική είναι μονοφωνική και τροπική και δεν ακολουθεί τη δυτική τονική αρμονία. Ακολουθεί  τους «ήχους» της Βυζαντινής μουσικής και της Ανατολικής παράδοσης, που έχουν τις ρίζες τους στο αρχαιοελληνικό μουσικό σύστημα διαστημάτων, τετραχόρδων, τρόπων κλπ.

Οι συνηθέστεροι «ήχοι» («δρόμοι», «μακάμια») των δημοτικών μας τραγουδιών είναι ο Α΄ ήχος ( μακάμ Ουσάκ)  και ο πλάγιος του Β΄ ( μακάμ Χιτζάζ). Η ποικιλία είναι μεγάλη, με τσακίσματα, γυρίσματα, ποικίλματα, γλιστρήματα, κυματισμούς, έλξεις και μελίσματα και οι ρυθμοί πολύπλοκοι. Χαρακτηριστική μουσική έκφραση είναι και ο ελεύθερος αυτοσχεδιασμός (ταξίμι).

 

Η μουσική είναι κυρίως φωνητική. Τα όργανα απλά συνοδεύουν, υπάρχουν όμως και οργανικά κομμάτια. Υπάρχουν και πολυφωνικά τραγούδια ( Ήπειρος), σε πεντατονικές κλίμακες.

Η διάδοση του δημοτικού τραγουδιού έγινε παράλληλα με την εκκλησιαστική μουσική. Οι καλύτεροι ψάλτες διακρίνονταν και σαν τραγουδιστές και αντίστροφα και οι περισσότεροι δεν γνώριζαν παρασημαντική. Τα περισσότερα τραγούδια είναι χορευτικά. Υπάρχουν όμως και «καθιστικά» (του «τραπεζιού», της «τάβλας»), αργού, ελεύθερου ρυθμού.

 

 Από πλευράς ρυθμών, υπάρχει εντυπωσιακή πολυρυθμία,  με χρήση ρυθμών άγνωστων στην ευρωπαϊκή μουσική και εναλλαγή ρυθμών στο ίδιο τραγούδι. Διακρίνουμε ρυθμό:

δίσημο (2/8, 2/4): μπάλος, συρτός, σούστα, χασάπικο, χασαποσέρβικο, πεντοζάλι, αγέρανοι, πωγωνίσιο, κότσαρι (Πόντου) κλπ.
τρίσημο (3/8, 3/4): τσάμικος, ηπειρώτικο «στα 3»

τετράσημο (4/8): γκάιντες, ζωναράδικα, ομάλ (Πόντου)

πεντάσημο (5/8, 5/4) Τσακώνικος, Ζαγορίσιος, Παιντούσκα κλπ.

εξάσημο (6/8)
επτάσημο (7/8): Καλαματιανός (επίτριτος), μαντηλάτος
οχτάσημο (8/8) : Συγκαθιστοί Δυτικής Μακεδονίας και Ηπείρου, μπεράτι.
εννιάσημο (9/8, 9/4): Αντικρυστοί, καρσιλαμάδες, φυσούνι , ζειμπέκικοι.

12/8: Μακεδονίτικα, Θρακιώτικα. 

 

Ο στίχος

Γλώσσα και μουσική, συγγενή μεταξύ τους, στο δημοτικό τραγούδι σχεδόν ταυτίζονται.

Λόγος, μουσική και χορός είναι αλληλένδετα, από τα αρχαία χρόνια. Ο στίχος  αντλεί το υλικό του από την προφορική λαϊκή παράδοση. Χαρακτηρίζεται από απλότητα, λιτότητα και χάρη, λυρισμό, πλούτο ιδιωματισμών, αφθονία επωδών, αποκοπή και επανάληψη συλλαβών και ποιητική φαντασία.

Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κυριαρχεί απόλυτα. Ακολουθούν ο ιαμβικός δωδεκασύλλαβος και ο τροχαϊκός στίχος.

Η ομοιοκαταληξία σπανίζει.

Κάθε στίχος εκφράζει ένα πλήρες και ολοκληρωμένο νόημα. Η γλώσσα είναι ζωντανή και παραστατική, ο λόγος λιτός και πυκνός, με κυριαρχία ρήματος και ουσιαστικού και αποφυγή περιττών επιθέτων. Στερεότυπες λέξεις, φράσεις ή στίχοι  επαναλαμβάνονται σε πολλά τραγούδια. Παμψυχισμός και προσωποποιήσεις (τα άψυχα και έμψυχα συμπεριφέρονται ως ανθρώπινες οντότητες). Συμβατικά πρόσωπα (τα πουλιά λειτουργούν ως μαντατοφόροι). Πρόσωπα που έχουν συγκεκριμένο ρόλο. Σχήματα λόγου (υπερβολές, αντιθέσεις, προσωποποιήσεις, μεταφορές, επαναλήψεις). Χρήση συμβολικών αριθμών, συνήθως το 3 και τα πολλαπλάσιά του, το 7, το 40  κλπ.

 

Είδη δημοτικών τραγουδιών

Ιστορικά, που πηγάζουν από ιστορικά γεγονότα.

Κλέφτικα, που εγκωμιάζουν τον βίο των αρματωλών και κλεφτών.

Ακριτικά, που αφηγούνται άθλους ηρώων, όπως του Διγενή Ακρίτα.

Παραλογές, πχ του γιοφυριού της Άρτας, του νεκρού αδελφού.

μοιρολόγια

διάφορα άλλα: καθιστικά, της αγάπης, νυφιάτικα, νανουρίσματα, κάλαντα, της ξενητιάς, εργατικά, λατρευτικά, μαντινάδες, παιδικά, αποκριάτικα, γνωμικά, χελιδονίσματα, ταχταρίσματα, ριζίτικα, σατιρικά κ.λ.π.

Ανάλογα με τον τόπο: Στεριανά (Ηπειρώτικα, Μωραίτικα, Ρουμελιώτικα,  Θρακιώτικα, Μακεδονίτικα), νησιώτικα, Μικράς Ασίας ( Σμυρνέικα, Πολίτικα), Ποντιακά, Ανατολικής Ρωμυλίας κλπ.

 

Μουσικά όργανα

Σε κάθε περιοχή, ανάλογα με τα τραγούδια και τους χορούς της, χρησιμοποιούνται και διαφορετικά μουσικά όργανα:

Έγχορδα: λαούτο,  ταμπουράς, βιολί, λύρες (αχλαδόσχημη -«Κρητική», φιαλόσχημη, Ποντιακή ή Θρακιώτικη -«κεμετζές»), σαντούρι, κανονάκι, ούτι, μπουζούκι  κ.ά.

Αερόφωνα: κλαρίνο, φλογέρα, ζουρνάς, σουραύλι κ.ά.

Κρουστά: νταούλι, ντέφι (νταιρές), τουμπελέκι (νταραμπούκα ή στάμνα), τουμπί ή τουμπάκι (μικρό τύμπανο), ζήλια  κ.ά.

άσκαυλοι (τσαμπούνες –από τη λέξη συμφωνία-, ασκομαντούρες, γκάιντα)

Νησιώτικη «ζυγιά»: λύρα (ή βιολί) και λαούτο. Συχνά προστίθεται σαντούρι. Ή τσαμπούνα και τουμπάκι.

Στεριανή ζυγιά: ζουρνάς και νταούλι.

Στεριανή «κομπανία»: κλαρίνο, βιολί, λαούτο, σαντούρι.

Το κλαρίνο ήρθε από την Τουρκία από γύφτους γύρω στο 1835 και γρήγορα καθιερώθηκε σαν το κυριότερο και αντιπροσωπευτικότερο όργανο της δημοτικής μας μουσικής.

Με τη λέξη «βιολιά» ή «κλαρίνα» ο λαός εννοεί γενικά τα όργανα και με τη λέξη βιολιτζήδες, κλαριτζήδες ή «γύφτοι» γενικά τους οργανοπαίχτες.

Στη Βόρειο Ελλάδα προστέθηκαν χάλκινα πνευστά και ακορντεόν, που συνηθίζονται στη λαική μουσική Βαλκανικών χωρών. Το ακορντεόν και ο πρόγονός του «αρμόνικα» έχει χρησιμοποιηθεί  και παλιότερα σε παραδοσιακά, κυρίως από Μικρασιάτες. Ηλεκτρική κιθάρα, ντραμς και ηλεκτρονικό αρμόνιο χρησιμοποιούνται επίσης τελευταία, αλλά είναι ξένα προς το ύφος της δημοτικής μουσικής.

 

Η μελέτη των δημοτικών τραγουδιών

Το ενδιαφέρον για τη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού άρχισε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, από Ευρωπαίους περιηγητές. Οι εκδόσεις δημοτικών τραγουδιών ενδιαφέρονταν κυρίως για τους στίχους και όχι για τη μουσική. Μετά την επανάσταση του 1821, Έλληνες μελετητές συνέχισαν την έρευνα των Ευρωπαίων με σκοπό τη διάσωση του εθνικού θησαυρού. Έγιναν έτσι και μουσικές καταγραφές, τόσο με Βυζαντινή, όσο και Ευρωπαϊκή σημειογραφία, που για τους ξένους ήταν δύσκολο να γίνουν.

 

Το δημοτικό τραγούδι σήμερα

Τα δημοτικά τραγούδια διασώθηκαν με την προφορική παράδοση, τελικά δε και με τη δισκογραφία  και τραγουδιούνται και σήμερα. Ζυμώθηκαν με την ελληνική ιστορία, ιδιαίτερα κατά τη μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας και την επανάσταση του 1821. Αποτέλεσαν έτσι πολύτιμο συστατικό της ιστορικής πορείας του λαού μας, κρατώντας ζωντανή την εθνική του μνήμη και την εθνική του συνείδηση.  Η εμμονή στην παράδοση αποτέλεσε άμυνα στον κατακτητή. Έτσι διατηρήθηκε η γλώσσα, τα έθιμα, η πίστη κλπ. Αυτή αντιστάθηκε και  στην εισβολή της δυτικοευρωπαϊκής μουσικής μετά την απελευθέρωση.

 

Η σχετική αδιαφορία για τη μουσική μας κληρονομιά οφείλεται στις τάσεις «εκδυτικισμού» ήδη από τον 19ο αιώνα, τη μαζική αστικοποίηση αγροτικών πληθυσμών κλπ. Με τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους, οι μεγάλες πόλεις άρχισαν να παίρνουν αστικό χαρακτήρα. Αυτό συντέλεσε στο να ατονίσει το δημοτικό τραγούδι προς όφελος της  ευρωπαϊκά προσανατολισμένης μουσικής. Το δημοτικό τραγούδι παρέμεινε ζωντανό στην ύπαιθρο, αλλά η επιτεινόμενη αστυφιλία υπέσκαπτε την κοινωνική διάρθρωση  που το στήριζε. Η αστυφιλία επιτάθηκε τα χρόνια του μεσοπολέμου και κορυφώθηκε μετά την κατοχή και τον εμφύλιο. Η «εσωτερική μετανάστευση» άλλαξε ριζικά τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και οι μικροαστοί πρώην επαρχιώτες αποκήρυσσαν ό,τι θύμιζε την καταγωγή τους και θεωρείτο «χωριάτικο», «βλάχικο».

 

Στη νεοελληνική κοινωνία χάθηκε η συνέχεια της προφορικής παράδοσης. Οι παραδοσιακοί, αυτοδίδακτοι «δημοτικοί» τραγουδιστές και οργανοπαίχτες εμπόδισαν την εξαφάνιση του δημοτικού τραγουδιού, που δεν σταμάτησε να δημιουργείται. Έχουμε τραγούδια για τους βασιλιάδες, για τον πόλεμο του 1897, για τους  μακεδονομάχους, για τους βαλκανικούς πολέμους, για τη Μικρασιατική καταστροφή, για τον πόλεμο του 1940, για την εθνική αντίσταση, μοιρολόγια κλπ.

 Το δημοτικό τραγούδι ενέπνευσε μεγάλους συνθέτες, όπως τον θεμελιωτή της εθνικής μουσικής μας σχολής Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962).

 

Σήμερα, με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, των ΜΜΕ, της μουσικής «βιομηχανίας»  και την παγκοσμιοποίηση, το δημοτικό τραγούδι βρίσκεται σε κάμψη και πολλοί το αντιμετωπίζουν σαν «μουσειακό» και «νεκρό» είδος. Η παραδοσιακή μας μουσική άργησε πολύ να μπει στη μουσική μας εκπαίδευση, που υπήρξε μονομερώς προσανατολισμένη στη δυτικοευρωπαϊκή μουσική, η οποία δεν κατάφερε να εκφράσει παραδοσιακά τους Έλληνες.

Σε πολλές περιοχές (Κρήτη, Μακεδονία, Ήπειρος κ.α.) η δημοτική μουσική συνεχίζεται  και αναπλάθεται. Τα τελευταία χρόνια πολλοί νέοι ενδιαφέρονται για την παράδοση, μαθαίνουν παραδοσιακά όργανα και  η παραδοσιακή μουσική διδάσκεται σε ωδεία, μουσικά σχολεία και Πανεπιστήμια. Επίσης πολλοί είναι οι καλλιτέχνες και οι πολιτιστικοί σύλλογοι που αγαπούν, σέβονται και υπηρετούν την παράδοση. Στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης είναι επιτακτική ανάγκη να γνωρίσουμε και να διατηρήσουμε την παράδοσή  μας. Το δημοτικό τραγούδι δεν θα πάψει να υφίσταται, όσο οι Έλληνες θα συνεχίζουν να γλεντούν, να γιορτάζουν, να παντρεύονται, να νοσταλγούν ή και να μοιρολογούν.

 

 

Bιβλιογραφία

Ν. Γ. Πολιτης: Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, Αθήνα 1932

Μανώλης Καλομοίρης : Η ζωή μου και το έργο μου, Νεφέλη, Αθήνα 1988

Γεώργιος Θεοφιλόπουλος: Δημοτικά τραγούδια, Νάκας, Αθήνα 1984

Αναστασία-Βαρβάρα Τζάλλα, Συνοπτική Ιστορία της Μουσικής, Βόλος 1992

Δημήτριος Μάρκου: Δημοτικά τραγούδια, Αθήνα 1997

Mανόλης Χανιώτης : Παραδοσιακή μουσική Πάρου-Αντιπάρου, Αθήνα 2001

Αντώνιος Ξεπαπαδάκος, 590  Παραδοσιακά Μανιάτικα τραγούδια Πανελλήνιας Ακτινοβολίας

 Ελληνική Δημιουργία: Το δημοτικό μας τραγούδι, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1994

Βούλα Δαμιανάκου: Μανιάτικα Μοιρολόγια, Αθήνα 1997

Κυριάκος Καλαιτζίδης, Το ούτι, Εν χορδαίς, Θεσσαλονίκη 1996

Ίντερνετ

 

Πηγή: musicheaven.gr