...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

 

 

Θεσσαλία – Έθιμα Δωδεκαήμερου – Κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς.

 

 

 

Η Θεσσαλία κινείται σε Χριστουγεννιάτικους ρυθμούς, κρατώντας τα εορταστικά έθιμα και τηρώντας τις παραδόσεις των κατοίκων της.

 

Το τάισμα της βρύσης

Οι κοπέλες, τα χαράματα των Χριστουγέννων, αλλού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση “για να κλέψουν το άκραντο νερό” (άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δε βγάζουν λέξη σ’ όλη τη διαδρομή). Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φτάνουν εκεί, την “ταΐζουν”, με διάφορες λιχουδιές, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα ήταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, “κλέβουν νερό” και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.

 

Τα Μπαμπαλιούρια

Στο Λιβάδι Ελασσόνας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά βγαίνουν στους δρόμους τραγουδώντας τα Αγιοβασιλιάτικα κάλαντα και φωνάζοντας “Σουρβάσο”. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς ο επισκέπτης μπορεί να δει στο δρόμο τα “Μπαμπαλιούρια”. Τα “Μπαμπαλιούρια” είναι ένα Πρωτοχρονιάτικο έθιμο, που έχει τις ρίζες του στη Διονυσιακή λατρεία και αναβιώνει και στις μέρες μας. Η στολή τους αποτελείται από το “σαλβάρι”, ένα μάλλινο άσπρο παντελόνι, το οποίο στερεώνουν στη μέση με μια μάλλινη άσπρη ζώνη. Το πουκάμισο που φορούν από πάνω είναι συνήθως άσπρο με φαρδιά μανίκια σαν εκείνο των τσολιάδων. Στα πόδια φορούν άσπρες καλτσοδέτες και τσαρούχια. Στη μέση φορούν ένα χοντρό μάλλινο ύφασμα, διπλωμένο πολλές φορές, όπου επάνω δένουν τα μεγάλα και βαριά κουδούνια. Στο κεφάλι φορούν ειδική μάσκα, από προβιά ζώου, τη λεγόμενη “φουλίνα”. Η μάσκα αυτή είναι άσπρη ή μαύρη και έχει τρία ανοίγματα, δύο στα μάτια και ένα στο στόμα. Στα χέρια κρατούν ένα ξύλινο κυρτό σπαθί που συμπληρώνει τη φορεσιά του κάθε “Μπαμπαλιούρη”.

Έτοιμα πλέον τα “Μπαμπαλιούρια” περιμένουν να τελειώσει η Θεία Λειτουργία για να ξεχυθούν στους δρόμους. Μαζί τους είναι πάντα ο “αδελφογύρτης” ο οποίος κρατάει έναν κουμπαρά και μαζεύει τα χρήματα που προσφέρει ο κόσμος. Πριν ακόμη τελειώσει η Πρωτοχρονιάτικη Θεία Λειτουργία οι “Μπαμπαλιούρηδες” έχουν πάρει θέση έξω από τις τρεις ενορίες του χωριού. Βγαίνοντας ο κόσμος από την εκκλησία τους συναντά και αιφνιδιάζεται αφού περνούν το σπαθί στη μέση τους και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει αν δεν βάλει χρήματα επάνω σ’ αυτό. Μόλις βάλουν τα χρήματα τα παίρνει ο αδελφογύρτης και τους εύχεται Καλή Χρονιά. Μετά τις εκκλησίες τα “Μπαμπαλιούρια” πηγαίνουν στην πλατεία, και με το δυνατό θόρυβο που προκαλούν τα κουδούνια τους, τραβούν την προσοχή των ντόπιων και ξένων επισκεπτών. Φεύγοντας από εκεί, περνούν από τα καφενεία και τις καφετέριες του χωριού, και έπειτα ξεχύνονται στους δρόμους μέχρι αργά το βράδυ. Αυτό το έθιμο έχει σαν σκοπό να διώξει τα κακά πνεύματα, και να είναι ήσυχη και χαρούμενη η καινούρια χρονιά.

Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς σε όλα τα σπίτια κόβεται η κρεατόπιτα με το χρυσό φλουρί, το άχυρο και το πουρνάρι σε τόσα κομμάτια όσα είναι και τα μέλη της οικογένειας. Όποιος βρει το φλουρί θεωρείται ο τυχερός της καινούριας χρονιάς και λέγεται ότι θα ζήσει πλούσια. Όποιος βρει το άχυρο λένε ότι θα παντρευτεί γεωργό και όποιος βρει το πουρνάρι θα παντρευτεί βοσκό.

 

Η Γουρουνοχαρά

Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδος και της Θεσσαλίας είναι η γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά. Λέγεται πως, οι οικογένειες αγόραζαν το γουρούνι, από το μήνα Μάιο και το συντηρούσαν με κολοκύθια και πίτυρα, σε νερό, είτε στο ποτάμι. Το γουρούνι ήταν απαραίτητο για ένα αγροτικό σπίτι, καθώς από το γουρούνι έπαιρναν τη λίπα, το κρέας, τα λουκάνικα κι έφτιαχναν τα γουρνοτσάρουχα. Αποτελούσε ντροπή για το σπίτι εκείνο, που δεν είχε γουρούνι, καθώς θεωρούνταν παρακατιανό, φτωχό κι ανοικοκύρευτο.

Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα. Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Οικογένειες, συνήθως συγγενικές, καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της.

Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως “γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά”. Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν “έλα να σφάξουμε το γουρούνι”, αλλά “έλα, έχουμε γουρουνοχαρά”. Το σφάξιμο των γουρουνιών δεν συνέπιπτε τις ίδιες ημερομηνίες κατά περιφέρειες. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Στεφάνου. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν “γρουνοστέφανος ή γουρουνοστέφανος”. Υπάρχουν όμως και μικρές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο, μετά τα Χριστούγεννα.

Κατά το έθιμο, η νοικοκυρά έδινε μικρή ποσότητα αναμμένης στάχτης και θυμίαμα στο σφαγέα, ο οποίος, αφού θυμιάτιζε τους εργαζόμενους και όλους τους άλλους, για να έχουν την ευλογία του Χριστού και να εξαφανιστούν οι καλικάντζαροι, έριχνε τη στάχτη με το θυμίαμα στο λαιμό του γουρουνιού, για να είναι ευλογημένο και καλό το κρέας του. Ένας άλλος έπαιρνε λίγο αίμα κι επάλειφε τα μικρά παιδιά στο πρόσωπο για να είναι γερά, ανθεκτικά στους ψύλλους, στις αρρώστιες, και να μην επηρεάζονται από τα κακά πνεύματα. Στη συνέχεια, οι άνδρες έγδερναν το γουρούνι, και το δέρμα, αφού το αλάτιζαν, το δίπλωναν στα τέσσερα και το κρατούσαν για να φτιάξουν τα γουρνοτσάρουχα για τις καλοκαιρινές δουλειές τους.

Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά τεμάχια. Το λίπος αυτό, αφού το έλιωναν πρώτα, το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί το θεωρούσαν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.

Στη συνέχεια, τεμάχιζαν το κρέας και τοποθετούσαν αλατισμένα τα κομμάτια σε πλιθάρια, που τα είχαν για φαγητό όλο σχεδόν το χειμώνα και τα μαγείρευαν με τραχανά και πλιγούρι. Επίσης έφτιαχναν και λουκάνικα έκοβαν τα πράσα σε μικρά-μικρά τεμάχια και τα είχαν έτοιμα να γεμίσουν τα λουκάνικα. Μετά το φαγητό, οι άνδρες έκοβαν το κρέας πάνω στην τάβλα, με τα ψαλίδια, το οποίο ανακάτευαν με τα τριμμένα πράσα και το έβαζαν σε χάλκινη κατσαρόλα και τα ζέσταιναν, αφού έριχναν συγχρόνως ρίγανη, πιπέρι και αλάτι. Στη συνέχεια περνούσαν τα λουκάνικα σ’ ένα ξύλινο δοκάρι και τα κρεμούσαν για να στεγνώσουν. Έφτανε πλέον το μεσημέρι. Η τάβλα ήταν έτοιμη για το φαγητό, με ντόπιο κρασί. Τσίπουρο έπιναν κατά την ώρα της δουλειάς.

Μετά, οι άνδρες έφευγαν για τα σπίτια τους, αλλά το βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι του νοικοκύρη για να φάνε και να γλεντήσουν, να χαρούν και να απολαύσουν τους καρπούς του κόπου τους. Οι γυναίκες είχαν έτοιμα τα φαγητά, όπως πίτες- συνήθως με τυρί- κόκαλα βρασμένα, ψητό στη σχάρα κρέας και άφθονο κρασί από το αμπέλι. Τα μεσάνυκτα κι ύστερα από πολλά τραγούδια και χαρά, όπως κι ευχές προς το νοικοκύρη, έφευγαν για τα σπίτια τους.

Το έθιμο τηρήθηκε μέχρι το 1940. Συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα, μέχρι το 1955, αλλά τα μεγάλα γεγονότα, Κατοχή και εμφύλιος πόλεμος, ανέκοψαν τον ενθουσιασμό και ανέτρεψαν μια παραδοσιακή συνήθεια που κράτησε πολλούς αιώνες. Σήμερα το έθιμο τηρείται και πάλι σε πολλά χωριά της Θεσσαλίας. Στις πόλεις όμως γιορτάζεται στις πλατείες των συνοικιών, με εκδηλώσεις κεφιού και γλεντιού, προσφέροντας άφθονο κρασί και ψημένο χοιρινό κρέας.

Στη Λάρισα γιορτάζεται η γουρουνοχαρά στην πλατεία της συνοικίας Φιλιππούπολης, ανάμεσα από τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά κι αυτό γιατί είναι ένα έθιμο που το έχουν οι κάτοικοι της συνοικίας που έλκουν την καταγωγή τους από την Ανατολική Ρωμυλία, και συγκεκριμένα από την Φιλιππούπολη και το Καβακλί το σημερινό Τοπόλοβγκραντ. Οι γυναίκες της συνοικίας μαγειρεύουν παραδοσιακά φαγητά της Ανατολικής Ρωμυλίας, τα οποία είναι πικάντικα μαγειρεύονται με πολλά καρυκεύματα και μαζί με το ψημένο χοιρινό κρέας και άφθονο κρασί τα προσφέρουν στους επισκέπτες.

Το χριστουγεννιάτικο έθιμο των Φιλιππουπολιτών, ξεκινά από παραμονή Χριστουγέννων με τα παραδοσιακά κάλαντα και ολοκληρώνεται με την γουρουνοχαρά. Ομάδες παιδιών επισκέπτονται οικογένειες Φιλιππουπολιτών και λένε τα κάλαντα, τα οποία είναι ευχές για τον αφέντη, την κυρά, τα παιδιά, τους νέους, τον κυνηγό, για το αμπέλι, το σπίτι και άλλα. Τα παραδοσιακά κάλαντα τελειώνουν με τη προσευχή, η ομάδα των παιδιών και η οικογένεια λένε μαζί την προσευχή. Η νοικοκυρά προσφέρει κρασί και παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο φαγητό όπως «Καρβαβίτσα» γεμισμένο χοιρινό έντερο με χοιρινό κρέας και συκώτια, καβουρμά χοιρινό που μαγειρεύεται στο λίπος και «αρμιά», ολόκληρο λάχανο στην άλμη, μαγειρεμένο με χοιρινό κρέας.

 

Κάλαντα Χριστουγέννων από τη Μαγνησία.

 

Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντας και τον αστέρα βλέπουν
φθάνοντες εις το σπήλαιον βλέπουν την Θεοτόκον
που βάστα στας αγκάλας της τον ακριβόν της τόκον.
Γονατιστοί τον προσκυνούν και δώρα του χαρίζουν
σμύρνα, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.
Την σμύρναν δε ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα,
τον λίβανον-ε ως Θεόν εις όλην την αυλαίαν.
Αφού τον προσεκύνησαν ιδού πάλι μισεύουν
και τον Ηρώδη μελετούν να παν για να τον εύρουν.
Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει τους εμποδίζει
άλλην οδόν να πορευτούν όπου Θεός ορίζει.
Και άλλος πάλι άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
να πάρει και την Μαριάμ εις Αίγυπτον να πάει.

 

 

Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Θεσσαλίας

 

Άγιος Βασίλης έρχιτι, Γινάρης ξημιρώνει,

σαν φέτους παλληκάρια μου, σαν φέτους και του χρόνου.

Ιδώ σι τούτις τις αυλές τις μαρμαρουστρουμένες,

ν'ιδώ 'χουν χίλια πρόβατα κι πιντακόσια γίδια

ν'ιδώ 'χουν κι τουν πιστικό τουν καγκιλουφρυδάτου.

Ρε πιστικέ, ρε πιστικέ, ρε καγκελουφρυδάτι,

ρε τίνους είν' τα πρόβατα, ρε τίνους είν' τα γίδια;

Τ'αφέντη μ' είν' τα πρόβατα, τ' αφέντη μ ́κι τα γίδια

Τ'αφέντη μ' είν' κι του μαντρί του μαρμαρουστρουμένου.

Σαν τα μιρμήγκια πιρπατούν, σαν τα μιλίσσια βάζουν,

Μι την φλουγέρα τα λαλούν, απ' του προυί ως του βράδυ.

Κι' να μικρό μικρουτσικο, μικρό κι χαϊδεμένου

μικρό του έχ' η μάνα του, μικρό κι ου μπαμπάς του

του έλουζι, του χτένιζι κι στου σκουλειό του στέλνει

κι ου δάσκαλος του καρτιρεί μι την χρυσή την βέργα.

Παραπουνέθκε το πιδι, στην μάνα του πααίνει.

Πιδί μου πού 'ν' τα γράμματα, πιδί μου πού 'ν' ο νους σου

τα γράμματα είνι στου χαρτί κι ου νους μου στα πιγνίδια.

 

 

Πηγή:

topoikaitropoi.gr

domnasamiou.gr

flute-mania.com

 

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

 

 

Θράκη - Τα έθιμα του δωδεκαημέρου, κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς

 

 


 

 

Η περίοδος από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνια ονομάζεται στον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό ως Δωδεκαήμερο και τα λατρευτικά έθιμα και οι δοξασίες αυτής της περιόδου πέρασαν στο Χριστιανισμό από τον αρχαίο κόσμο.

 

Όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η νέα θρησκεία απορρόφησε στους κόλπους της τα λατρευτικά έθιμα πολλών αιώνων που τηρούνταν την εποχή του Δωδεκαημέρου, όπως η ανταλλαγή δώρων, τα γλέντια, τα κάλαντα, το σφάξιμο του χοίρου, η κουλούρα, το ποδαρικό, τα μαντέματα στη φωτιά, τα πλουσιοπάροχα γεύματα, οι μεταμφιέσεις κ.ά.

 

Όλα τα έθιμα της περιόδου του Δωδεκαημέρου ήταν συνδεδεμένα με τη δοκιμασία του ανθρώπου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της χειμερινής περιόδου και σαν σκοπό είχαν αφενός να γιορτάσουν τη μετάβαση από το χειμώνα στην αναγέννηση της άνοιξης και αφετέρου να τονωθεί το θρησκευτικό αίσθημα και να εξασφαλιστεί η ευτυχία για τη χρονιά που ερχόταν.

 

Βασικό στοιχείο των εθίμων του Δωδεκαημέρου ήταν ο εξορκισμός του κακού και η ευλόγηση της νέας περιόδου που ήταν καθ’ οδόν. Σ’ αυτήν τη λογική εντάσσονται οι ευχές που διατυπώνονται στα κάλαντα, ο φόβος του κακού ποδαρικού της Πρωτοχρονιάς, αλλά και οι ευχές για την υγεία και την οικογενειακή ευημερία. Έθιμα και δοξασίες που επιβιώνουν μέχρι σήμερα έχουν διατηρηθεί από την αρχαιότητα και περιέκλειαν το φόβο αλλά και την ελπίδα να υπάρξει αφθονία υλικών αγαθών τη νέα χρονιά.

 

Χριστούγεννα

 

Την παραμονή ή προπαραμονή των Χριστουγέννων έχουν προηγηθεί τα "χοιροσφάγια", η σφαγή των γουρουνιών, που το παχύ τους κρέας και το λίπος ήταν η κατάλληλη τροφή για τον βαρύ θρακικό χειμώνα. Το παχύ έντερο των γουρουνιών καθαρίζεται και γεμίζεται με ψιλοκομμένο κρέας, πράσο, ρύζι και μυρωδικά για να αποτελέσει το καθιερωμένο στα περισσότερα μέρη του Έβρου έδεσμα την "μπάμπου".

 

Τα κάλαντα θα ειπωθούν από τα παιδιά και από παρέες μεγάλων και είναι ανάλογα με την καταγωγή των κατοίκων.

Σε πολλά χωριά τα κάλαντα τα έλεγαν μεταμφιεσμένοι "για να πάει καλά η χρονιά", όπως έλεγαν. Άγνωστοι με μεταμφίεση και με συνοδεία γκάιντας έψαλλαν σε κάθε σπίτι ειδικά κάλαντα ανάλογα με τα πρόσωπα της οικογένειας και τα επαγγέλματά τους. Οι μεταμφιεσμένοι αλλού λέγονται "Ρογκάτσια ή Ρογκατσιάρηδες" (Κορνοφωλιά, Μάντρα, Λάβαρα, Ασβεστάδες), αλλού "Μπαμπουδιαρέοι", "Μπαμπούτσιαροι" (Ρήγιο), "Τσαμάλα", "Καμήλα" στα Ρίζια, "Χριστιάσια" (στη Μάνη Διδυμοτείχου με αναπαράσταση γάμου), "Παβγινικό" (στις Καστανιές), "Τεμπελέκια" (στη Νέα Βύσσα), "Κορτοπούλα" (στο Φυλαχτό), κ.α. Στα κάλαντά τους περιέχονται παινέματα για τον κάθε νοικοκύρη και τα μέλη της οικογένειάς του, ενώ βασικό μέρος αποτελούσαν οι στίχοι που έλεγαν κατά τη μετάβαση από το ένα στο άλλο νοικοκυριό.

 

Π' αρχόντου σπίτι βγαίνουμι σ' αρχόντου θε να μπούμι 

σ' αυτά τα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαρουστρουμένα (Βρυσικά).

 

Το βράδυ της παραμονής όλοι θα καθίσουν στο τραπέζι και θα φάνε από τα "Εννιά Φαγιά", λαδερά και συνήθως ξερή τροφή (χαλβάς, ελιές, άζυμη πίττα, λάχανο, πιπεριές, μελιτζάνες, ντομάτες, τουρσί και αλατοπίπερο). Σε πολλά χωριά ο νοικοκύρης ασήμωνε το τραπέζι βάζοντας ένα ποσό κάτω από τη μεσάλα (τραπεζομάντιλο). Τα χρήματα τα έπαιρνε όποιος ξέστρωνε το τραπέζι (συνήθως τα παιδιά).

 

Τα ξημερώματα των Χριστουγέννων όλοι θα εκκλησιαστούν. Το φαγητό της ημέρας είναι η "Μπάμπου" στα περισσότερα μέρη του 'Εβρου που κατοικούνται από εντοπίους ή πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη ενώ στη Σαμοθράκη είναι κομμάτια χοιρινού κρέατος ψητά στη σούβλα που στήνει ο κάθε νοικοκύρης στην αυλή του.

 

Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων στους Πετράδες Διδυμοτείχου, δυο παλικάρια μασκαρεμένα σε αγριάνθρωπους (άντρας και γυναίκα), οι "Μπαρμπουτσιαρέοι", γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι τρομοκρατώντας τα παιδιά και τις γυναίκες και μαζεύοντας δώρα. Το έθιμο, κατάλοιπο των αρχαίων δρώμενων, έχει σκοπό τη βλάστηση της γης και την καρποφορία.

 

Παραμονή πρωτοχρονιάς

 

Σε όλα τα σπίτια της Σαμοθράκης έχουν μέλι με καρύδια και λουκουμάδες. Το βράδυ λίγο πριν έρθει ο νέος χρόνος όλα τα μέλη της οικογένειας ρίχνουν ξερά φύλλα ελιάς στα κάρβουνα, που καίνε στη φωτιά του τζακιού, κάνοντας ευχές. Αν το λιόφυλλο αναποδογυρίσει πάνω στα κάρβουνα η ευχή θα πραγματοποιηθεί.

 

Η βασιλόπιτα σε πολλά μέρη του 'Εβρου, αντί για έναν παρά περιέχει διάφορα σημαδάκια (π.χ. φασόλι, κλαδάκι, σταφίδα, τυρί), όσα τα μέλη της οικογένειας και πλάθεται από πριν, έτσι που να μπορεί να χωριστεί σε ισάριθμα κομμάτια. Κόβεται την παραμονή το βράδυ και μοιράζεται στα μέλη της οικογένειας. Το κάθε μέλος ανάλογα με το σημαδάκι που θα του τύχει, θα έχει μέσα στη χρονιά και τα ανάλογα καθήκοντα (π.χ. άλλος να ευθύνεται για το αμπέλι, άλλος για τα ζώα κ.ο.κ.).

 

Τα Φώτα

 

Την παραμονή ψάλλεται ο μεγάλος αγιασμός και οι χωρικοί του 'Εβρου θα πάρουν από αυτόν και θα ρίξουν στα κτήματά τους. Στα Ρίζια θα ρίξουν στα κτήματα και θα δώσουν στα ζώα τους από τον αγιασμό της ημέρας των Φώτων. Και στον 'Εβρο σε πολλά χωριά, όπως και στην άλλη Ελλάδα, τα παιδιά θα πουν τα κάλαντα των Φώτων.

 

Εκτός από τα παραθαλάσσια μέρη αγιάζονται και τα νερά των ποταμών. Σε χωριά του 'Εβρου, όπου υπάρχουν ποτάμια (Λουτρά, Ρίζια), με το ρίξιμο του σταυρού, ρίχνονται στο νερό για να τον πιάσουν πολλοί που το έχουν τάμα. Αυτός που πιάνει τον σταυρό, τον γυρίζει μετά σε όλα τα σπίτια για να τον προσκυνήσουν.

 

Σε άλλα χωριά (Νέα Βύσσα, Τριφύλλι) έχουν συνήθεια να καταβρέχουν τους γνωστούς με το νερό της βρύσης στις πλατείες (βρεξούδια, βρεχτούρες).

 

Στη Δαδιά της περιοχής Σουφλίου την παραμονή των Φώτων μεταφέρουν την εικόνα της Παναγίας από το Μοναστήρι στην εκκλησία και ψάλλεται ο εσπερινός. Οι γυναίκες μένουν εκεί για να της κάνουν συντροφιά όλη τη νύχτα. Ανήμερα των Φώτων και μόλις τελειώσει η λειτουργία, της οι κινητές εικόνες παραδίδονται από τον παπά της άντρες, οι οποίοι της περιφέρουν τρέχοντας γύρω από το χωριό και από τα ξωκλήσια, φωνάζοντας «Ντάγκα ντάγκα Κύριε Ελέησα». Μετά την επιστροφή των εικόνων στην εκκλησία, ακολουθεί χορός στην πλατεία της εκκλησίας, μέχρι της απογευματινές ώρες.

Υπάρχει η πίστη ότι με την περιφορά των εικόνων πλέκεται της άγιος αδιόρατος κύκλος γύρω από το χωριό, που δεν μπορούν να τον περάσουν τα κακά πνεύματα και να βλάψουν της κατοίκους. 

 

 

Κάλαντα Χριστουγέννων της Θράκης

 

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη
οι ουρανοί αγάλλονται χαίρει η φύσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο Βαςιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων

 

 

Κάλαντα Πρωτοχρονιάς Θράκης

 

Άγιου Βασίλης έρχιτι από την Καισαρεία,

βαστάει εικόνα κι χαρτί, χαρτί και καλαμάρι

του καλαμάρι έγραφι κι του χαρτί μιλούσι,

Βασίλη μ’ πόθιν έρχισι κι πόθιν κατηβαίνεις

Από τη μάνα μ’ έρχομι κι στο σχολειό πηγαίνω,

κάτσε να φάς κάτσε να πιείς, κάτσε να τραγουδήσεις

Ιγώ γράμματα μάθηνα τραγούδια δεν ηξέρω,

και σαν ηξέρεις γράμματα πες μας την αλφαβήτα

Κι στο ραβδί τ’ ακούμπησε να πει την αλφαβήτα,

κι το ραβδί τ’ ήταν ξηρό κι βλάστησε κλωνάρια

Και πάνω στα κλωνάρια του πέρδικες κελαηδούσαν,

δεν ήταν μόνο πέρδικες ήταν κι περιστέρες

Κατέβ’καν πέρδικες να πιουν κι να γεμίσουν,

να βρέξουν τον αφέντη μας τον πολυχρονεμένο

Αν έχεις γρόσια δώσι τα, φλουριά μην τα λυπάσαι,

κι αν έχεις μισοδέκατο δώστο στον Άη Βασίλη

Σ’αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει,

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει.

 

 

 

Πηγή:

e-evros.gr

evros24.gr