...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Διάφορα Άρθρα 2


 

 Τη μέρα που ο Γενίτσαρης μαχαίρωσε ένα μπράβο...


 

Άγριες οι νύχτες του ρεμπέτικου πριν και μετά τον πόλεμο. Παρεξηγήσεις και σκοτωμοί για το τίποτα. Οι μουσικοί και οι τραγουδιστές υπέφεραν από τους απαιτητικούς παλικαράδες. Άνθρωποι της νύχτας κρατούσαν τα ηνία της διασκέδασης και κατατρομοκρατούσαν κοινό και ορχήστρες.

Από την πλευρά τους και οι καλλιτέχνες λάμβαναν τα μέτρα τους, πολλοί οπλοφορούσαν και κάποιοι από αυτούς αποδεικνύονταν πιο νταήδες από τους νταήδες.

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης υπήρξε ένας από αυτούς. Όταν το 1952 ένας μπράβος τον απείλησε με τρόπο σκαιό για μια παραγγελιά ο Γενίτσαρης δεν δίστασε να βγάλει το μαχαίρι που έκρυβε κάτω από το μαξιλαράκι της καρέκλας του και να του το χώσει στο λαιμό. Ο άνθρωπος, ευτυχώς, δεν πέθανε αλλά ο Πειραιώτης καλλιτέχνης εγκατέλειψε τα πάλκα στο πλαίσιο ίσως μιας συμφωνίας που έκανε, προκειμένου να μην πέσει θύμα αντεκδίκησης.

 

Το όνομα του μαχαιρωμένου νταή παρέμεινε μυστικό, παρότι κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για έναν από τους πασίγνωστους Κατελάνους, χωρίς αυτό να επιβεβαιώνεται ή να διαψεύδεται από τον Γενίτσαρη.

 

Το 1937 ο Γενίτσαρης έγραψε και κυκλοφόρησε το ζεϊμπέκικο "Εγώ μάγκας φαινόμουνα", τραγούδι που μεταφέρει με εύγλωττο και άμεσο τρόπο την ατμόσφαιρα της χρυσής εποχής του ρεμπέτικου αλλά και τα προσωπικά πιστεύω του δημιουργού.

 

Δυναμική προσωπικότητα ο Μιχάλης Γενίτσαρης εμπλέκεται σε μια σειρά περιστατικά με τους ανθρώπους της νύχτας αλλά και με την Αστυνομία που κάθε άλλο παρά φιλική ήταν απέναντι στο φαινόμενο που σήμερα ονομάζουμε ρεμπέτικο.

https://www.youtube.com/watch?v=lo5v7hQr65o&feature=emb_logo 

Οι στίχοι του τραγουδιού:

 

Εγώ μάγκας φαινόμουνα
να γίνω από μικράκι
μ’ αρέσανε τα έξυπνα
κι έμαθα μπουζουκάκι.

 

Αντί σκολιό μου πάγαινα
μες του Καραϊσκάκη
έπινα διάφορα πιοτά
να μάθω μπουζουκάκι.

 

Οι συγγενείς μου λέγανε
να το απαρατήσω
αυτό το παλιομπούζουκο
για θα τους ξεφτυλίσω.

 

Εγώ όμως δεν το άφηνα
να λείψει από κοντά μου
αυτό το παλιομπούζουκο
που το `χα συντροφιά μου.

 

Πηγή: fosonline.gr




Η επεξεργασία του μαλλιού. ΤΟ ΓΝΕΣΙΜΟ


 

Το γνέσιμο του μαλλιού, γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία: Τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι.

Η ρόκα

Ήταν ένα απλό εργαλείο με το οποίο οι γιαγιάδες μας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό του σπιτιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες, παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια. Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τουλούπες για να τις γνέσουν.
Μια ξύλινη διχάλα με συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα πόντους ήταν στην απλούστερη μορφή της η ρόκα. Οι μερακλήδες όμως έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα, που γύριζαν εύκολα. Διάλεγαν λοιπόν το ξύλο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρό και το έκοβαν σε ένα σταυρό. Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφύονταν από το σταυρό, τα γύριζαν με προσοχή σε σχήμα κύκλου και με διάμετρο γύρω στους τριάντα πόντους για να μπαίνει εκεί η «τουλούπα», το ξασμένο μαλλί με άλλα λόγια.
Οι ροκάδες, δηλαδή αυτοί που έφτιαχναν ρόκες, αλλά και μαγκούρες για τους γέρους και ζέβλες και κρικέλια για τα αλέτρια, τα ξύλα τα ζέσταιναν στη φωτιά για να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα γύριζαν προσεκτικά και με υπομονή και τα έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα ξύλα αυτά, όπως τα είχαν γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από τα σκαριά τους και τα σουλούπια τους. Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους. Επάνω στο στέλεχος έφτιαχναν διάφορα σκαλίσματα - κεντίδια. Χάραζαν το όνομά τους, ολόκληρο ή τα αρχικά, τη χρονολογία κ.ά..

Είναι επίσης γνωστό και το δημοτικό τραγούδι που μιλάει για τη ρόκα.

«Πάρε Μαριώ μ` τη ρόκα σου,
Ωχ, κι έλα τη φράχτη-φράχτη
Βάσανα πω` χει η αγάπη!
Πάρε, Μαριώ μ` τη ρόκα σου
Ωχ, κι εγώ τον ταμπουρά μου
Βάσανα πω `χει η καρδιά μου.»

 

Το αδράχτι

Το αδράχτι, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και έμοιαζε με λαμπάδα. Στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκιστρώνεται το νήμα και στο κάτω μέρος προσαρμοζόταν το σφοντύλι.

Το σφοντύλι

Το σφοντύλι ήταν ένα στρογγυλό και πλακουδερό ξύλο με διάμετρο γύρω στους έξι πόντους,που με το βάρος του έδινε τη δυνατότητα στο αδράχτι να γυρίζει γρήγορα και να στρίβει το μαλλί.


Το γνέσιμο
Κύριο στάδιο της υφαντικής προεργασίας, είναι το γνέσιμο. Το γνέσιμο του μαλλιού ή του λιναριού, ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία και η εργασία αυτή απαιτούσε πολύ υπομονή, προκειμένου να παραχθεί λεπτό νήμα. Έτσι οι γυναίκες έπρεπε να κλέβουν χρόνο για το γνέσιμο, από άλλες εργασίες, ιδιαίτερα αν αυτές ήταν στην ύπαιθρο. Αναγκαστικά, το γνέσιμο έπρεπε να συνδυάζεται με άλλες οικιακές ή αγροτικές δραστηριότητες. Μπορούσαν να γνέθουν όρθιες ή καθιστές ακόμη και περπατώντας. Η ρόκα δεν τις καθήλωνε στην ίδια θέση, όπως τις καθήλωνε ο αργαλειός. Έπαιρναν τη ρόκα τους και γύριζαν από πόρτα σε πόρτα, από γειτονιά σε γειτονιά και από ρούγα σε ρούγα. Έκαναν τη βόλτα τους, μάθαιναν τα νέα του χωριού και παράλληλα γινόταν και η δουλειά τους.

Οι γνέστρες στερέωναν τη ρόκα στη ζώνη της φουστάνας τους ή κάτω από τη μασχάλη τους. Από το λαναρισμένο μαλλί έπαιρναν μια ποσότητα, την τουλούπα και την περνούσαν στη ρόκα, (ηλακάτη). Με το αριστερό χέρι τραβούσαν απαλά λίγο μαλλί από το κάτω μέρος της τουλούπας, που ήταν στερεωμένη στη ρόκα, το έστρωναν με τα δάχτυλά τους και το έστριβαν, μετά πάλι το έστριβαν με τον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού χεριού κι έδεναν την αρχή του νήματος στο αδράχτι. Στη συνέχεια, γύριζαν δυνατά το αδράχτι όπως γυρίζουμε τη σβούρα και έτσι λίγο- λίγο το μαλλί περιστρέφονταν και γίνονταν κλωστή. Η περιστροφή του αδραχτιού επιτυγχάνονταν με τη βοήθεια του σφοντυλιού, ανάποδος κώνος με τρύπα στη μέση για να μπαίνει το αδράχτι.

Αν το νήμα το ήθελαν χονδρό, έπιαναν περισσότερο μαλλί. Αν το ήθελαν λεπτό, έπιαναν λιγότερο. Η άριστη και έμπειρη κλώστρια, είχε τη δυνατότητα να παράγει λεπτοκαμωμένη, καλοστριμμένη και ομοιόμορφη κλωστή.

Οι γνέστρες συνέχιζαν να τραβούν πάλι μαλλί από τη ρόκα, ξαναέστριβαν, τύλιγαν κι έτσι συνεχιζόταν το γνέσιμο. Όταν γέμιζε το αδράχτι έπρεπε να βγάλουν την κλωστή για να μπορέσουν να γνέσουν κι άλλο.

 

Γι’ αυτό είχαν το τυλιγάδι. Το "τυλιγάδι", ήταν ένα ξύλο μακρύ, μια πήχη περίπου, πού είχε διχάλες στις δυο του άκρες. Αν δεν είχαν τυλιγάδι μπορούσαν να το κάνουν και με τα χέρια τους χρησιμοποιώντας τη διχάλα που σχηματίζει ο αντίχειρας και ο δείκτης με τον αγκώνα. Έτσι η κλωστή γινόταν μια κουλούρα.

Πηγή: loganikos.gr

          lispolydrosou.blogspot.com



Τα μοιρολόγια της Μάνης

 

Τα Μανιάτικα μοιρολόγια θεωρούνται ότι αρμόζουν στον τύπο και το χαρακτήρα των γυναικών, αν και αυτό δεν είναι απόλυτο, γιατί σε εξαιρετικές περιπτώσεις και οι άνδρες έχουν συνθέσει μοιρολόγια.

 
Εκφράζουν την ψυχοσύνθεση του λαού που τα δημιούργησε και απεικονίζουν τον κόσμο των αξιών, που καλλιέργησαν οι άνθρωποί της. Πρόκειται για λαϊκά δημιουργήματα που είναι εμπνευσμένα από περιπέτειες προσώπων και οικογενειών και προέρχονται από στιγμές πόνου, κατά τις οποίες δεν χωράει προσποίηση. Αποτελεί τη ρεαλιστική απεικόνιση τρομερών γεγονότων και πράξεων, καθώς και παραγγελίες στο νεκρό να μεταφέρει μηνύματα στους προαπελθόντες νεκρούς, που θα συναντήσει στον Άδη.

 
Οι μοιρολογίστρες είναι πάντα συγγενείς του νεκρού, ποτέ επαγγελματίες. Θεωρείται βαριά προσβολή και ιεροσυλία να πληρώσουν μια μοιρολογίστρα ή να ζητήσει εκείνη χρήματα.

 
Τη γυναίκα που λέει “καλά μοιρολόγια” όλοι τη θαυμάζουν και την τιμούν.
Αντίθετα, όταν μια γυναίκα δεν ξέρει να λέει καλά μοιρολόγια, θεωρείται πνευματικά κατώτερη ή ακοινώνητη.


Το μοιρολόγημα του νεκρού συνεχίζεται μέχρι τη δύση του ηλίου. Όταν νυχτώσει, τα μοιρολόγια σταματούν, γιατί θεωρείται κακή τύχη (γρουσουζιά) αν συνεχιστούν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Είναι έμμετρα στιχουργήματα με θλιβερή υπόθεση. Τραγούδια θρηνητικά, που τα απαγγέλλουν οι άνθρωποι κατά το θάνατο αγαπημένων τους προσώπων.

 

Τα μοιρολόγια και γενικά τα τραγούδια του Χάρου, έχουν παλιά παράδοση και διασώζουν Ομηρικά έθιμα γύρω από το συγκλονιστικό γεγονός του θανάτου. Ο θάνατος για τους αρχαίους Έλληνες, όσο και αν η διδασκαλία τους δέχεται την αθανασία της ψυχής και το χωρισμό της από το σώμα, δεν έπαυε να είναι γεγονός που έφερνε θλίψη και πόνο στους ανθρώπους.

 

Τα πρώτα μοιρολόγια τα βρίσκουμε στον Όμηρο, όπου αναφέρονται νεκρώσιμα τραγούδια της Ανδρομάχης, της Εκάβης, της Ελένης, του Αχιλλέα κτλ., με περιεχόμενο όμοιο σχεδόν με τα σημερινά Ελληνικά μοιρολόγια.

 
Για τον ήρωά τους, τον Έκτορα, οι Τρώες αρχίζουν ομαδικό και ατομικό θρήνο:

«Έλεγε κλαίοντας και ομού στενάζαν κι οι πολίτες
και πρώτη εμοιρολόγησε των γυναικών η Εκάβη:
Τέκνον, τι έπαθα η πικρή! Και ακόμη εγώ θα ζήσω,
αφού μου απέθανες εσύ, που ημέρα νύκτα ήσουν
το ζηλευτό καμάρι μου…».


Από την άλλη μεριά οι Έλληνες κλαίνε τον Πάτροκλο ολόκληρη τη νύχτα:
«Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθον των δακρύων
κι η αυγή τους ήβρε ολόγυρα στο λείψανο να κλαίουν».

 

Ανάλογα μοιρολόγια έψελναν και στους κλασικούς χρόνους γυναίκες «Θρηνωδοί» (μοιρολογίστρες, όπως τις λένε σήμερα), οι οποίες θρηνούσαν τραγουδιστά κατά την εκφορά των νεκρών.

 

Διάσημοι ποιητές, σαν τον Πίνδαρο και το Σιμωνίδη, έγραψαν επικήδεια τραγούδια για τους νεκρούς πλούσιων οικογενειών.

 

Το έθιμο αυτό συνεχίστηκε και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, περνά μέσα από τη Βυζαντινή εποχή, ακμάζει στη μεταβυζαντινή και φτάνει στη νεώτερη εποχή με την πλούσια σε λυρικότητα ποικιλία. Τα σύγχρονα μοιρολόγια αποτελούνται συνήθως από δεκαπεντασύλλαβους στίχους και διακρίνονται σε μοιρολόγια επαινετικά του νεκρού και σε μοιρολόγια του Χάρου.


Το μοιρολόι φτάνει στη μεγαλύτερη ακμή στην περιοχή της Μάνης, αλλά εκεί η εκφραστική του δύναμη μεταβάλλεται σε αφηγηματικό ποίημα-τραγούδι, σε εκτενή πολλές φορές ιστορία του νεκρού.

 

Στη Μάνη, τα μοιρολόγια έχουν σχεδόν υποκαταστήσει τα άλλα τραγούδια. Είναι η μόνη μορφή λαϊκής ποίησης και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, ενώ και σήμερα ακόμα αυτοσχεδιάζουν και δημιουργούν οι Μανιάτισσες.


Στη Μάνη επικρατεί ολόκληρη εθιμοτυπία για τα μοιρολόγια.
Όταν πεθάνει κάποιος, οι γυναίκες του χωριού πηγαίνουν στο «κάθισμα», κάθονται γύρω-γύρω από το νεκρό και αρχίζουν ένα διάλογο με μοιρολόγια. Οι γυναίκες μοιρολογούν το νεκρό ιεραρχικά, που, όταν πρόκειται για άνδρα, ξεκινά από τη μάνα και συνεχίζεται από την αδελφή, την κόρη και, τέλος καταλήγει στη γυναίκα του. Αποτελεί τιμή για την οικογένεια του νεκρού να μοιρολογηθεί από άτομο εκτός της οικογένειας.

 

Τη γυναίκα που λέει ένα μοιρολόι δεν πρέπει να τη διακόψει κανένας και αυτή που θέλει να συνεχίσει ζητά την άδειά της. Το μοιρολόι αρχίζει με το ξενύχτισμα του νεκρού, συνεχίζεται όταν το φέρετρο μεταφέρεται στην εκκλησία και αλλάζει μ’ένα σπασμωδικό κλάμα μέσα στην εκκλησία την ώρα της ακολουθίας. Γίνεται εντονότερο στο δρόμο προς το νεκροταφείο, όπου ενώνεται με τις φωνές των συγγενών του νεκρού και αποκορυφώνεται μπροστά στον τάφο.

 

Οι μοιρολογήτρες, μερικές από τις οποίες κάνουν μεγάλα ταξίδια για να θρηνήσουν ένα μακρινό συγγενή τους ή κάποτε και ανθρώπους που δε συνάντησαν ποτέ, αυτοσχεδιάζουν βασικά τα μοιρολόγια τους δίπλα στο νεκρό, με βάση ορισμένες τυπικές φράσεις που επαναλαμβάνονται σταθερά. Τα μανιάτικα μοιρολόγια είναι μεγάλοι επικήδειοι έμμετροι ύμνοι, στους οποίους ο κλασικός δεκαπεντασύλλαβος του δημοτικού τραγουδιού έχει αντικατασταθεί με δεκαεξασύλλαβο στίχο.


Μπορούν να χωριστούν σε κατηγορίες, όπως και τα μοιρολόγια της υπόλοιπης Ελλάδας, αλλά πρέπει να προστεθούν σε αυτά και τα διάφορα ιστορικά περιστατικά, στα οποία αναφέρονται η ζωή του νεκρού, ο τρόπος του θανάτου του, η κοινωνική σταδιοδρομία και δράση του, ή η πολεμική και στρατιωτική σταδιοδρομία του.


Έχουμε ακόμη μανιάτικα μοιρολόγια νουθετικά και φρονηματιστικά και με πιο γενικό ιστορικό και εθνικό ενδιαφέρον. Τέλος, υπάρχουν και μοιρολόγια που αναφέρονται στην εκδίκηση και είναι τα περισσότερα και τα πιο χαρακτηριστικά της Μάνης.

 

 

ΜΑΝΙΑΤΙΣΣΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΕΙ ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ

Ξυπνα διαμάντι και ρουμπί κι αφρέ του μαλαμάτου
πούχω δυό λόγια να σου πώ του παραπονεμάτου.
Γαρούφαλό μου κόκκινο κι άσπρο μου καριοφίλι
μήτε σε πόρτα φαίνεσαι μήτε σε πανεθύρι.
Γλέντι παιχνίδι του σπιτιού , ξεφάντωμα του τραπεζιού,
μάτια μου, μικρουλάκι μου κι ασημοκαντηλάκι μου.
Δάσκαλοι και γραμματικοί και επιστήμονες γιατροί
θα σας εκάμου ρώτησι,τι στη γυναίκας τα εντός
αθοβολεί βασιλικός κανέλλα και γαρύφαλο;΄
-Τίποτε δεν αθοβολεί,μόν' το παιδί κυκλοφορεί και βγάζει τόση
μυρωδιά πλέα κι απο βασιλικά.

 

 

Πηγή: fairytalesdreams.wordpress.com

          oimaniateseinaipantou.blogspot.com

 

 

 

Γνωρίζετε ότι το «νησί των βρικολάκων» βρίσκεται στην Πελοπόννησο;


 

Μέσα σε ένα υπέροχο υδάτινο περιβάλλον με τυρκουάζ νερά στο απέραντο γαλάζιο, κοντά στο Σοφικό Κορινθίας, βρίσκεται το άγνωστο «νησί των βρικολάκων».

 

Ο τοπικός μύθος που το ακολουθεί αναφορικά με την ονομασία του μας γυρίζει πίσω στο 1848 και αφορά σε τρεις άντρες που ξεκίνησαν την πορεία τους προς τον Κόρφο. Μόλις έφτασαν στον προορισμό τους μέθυσαν και παρά την κακή τους κατάσταση πήραν την βάρκα της επιστροφής. Ωστόσο, έπεσαν σε δυνατή καταιγίδα και δυστυχώς πνίγηκαν.

 

Οι οικονένειές τους μόλις πληροφορήθηκαν για τον θάνατό τους, θέλησαν να τους κηδέψουν, ωστόσο οι κάτοικοι του Σοφικού δεν το επέτρεψαν καθώς υποστήριζαν τον μύθο που έλεγε πως όσοι πνιγούν δεν θάβονται στη γη, αλλά πετιούνται στη θάλασσα. Σε αντίθετη περίπτωση θα τους κυνηγούσε μια βαριά κατάρα, που θα τους μετέτρεπε σε βρικόλακες.

 

Οι συγγενείς των θυμάτων όταν παρέλαβαν τις σορούς, τις μετέφεραν στο κοντινό νησάκι Σιδερώνα, με σκοπό όχι να τις πετάξουν στη θάλασσα αλλά να τις θάψουν στη γη. Οι κάτοικοι του Σοφικού όταν το έμαθαν αργότερα απαίτησαν να απομακρυνθούν και έτσι οι συγγενείς τους τις έθαψαν σε πιο μακρινή τοποθεσία.

 

Εντωμεταξύ, δεν ήταν λίγοι οι κάτοικοι του Σοφικού που καταγγέλανε περίεργες επιδρομές, υποστηρίζοντας ότι ήταν από βρικόλακες. Όταν δε, πληροφορηθήκανε πως οι εν λόγω σοροί θάφτηκαν και πάλι στη γη, απέδωσαν εκεί το όλο κακό που τους βρήκε.

 

Αρκεί να αναφερθεί ότι οι αστυνομικές αρχές είχαν επιστρατεύσει ακόμη και την Ιερά Σύνοδο, η οποία έστειλε στην περιοχή τον αρχιεπίσκοπο Αιγίνης για αγιασμό και εξορκισμό.

 

Το νησάκι Σιδερώνα με την απίστευτη φυσική ομορφιά μετονομάστηκε σε «νησί των βρικολάκων» και σήμερα επιλέγεται από ψαγμένους κολυμβητές.

 

Πηγή: newsbeast.gr




Ο χειρόμυλος «Ας χερομυλίζει η γρα κι ας γούζεται ο γέρος»

(Της Βασιλικής Παπουτσάκη)

 




Ο χειρόμυλος είναι ο απλούστερος τύπος μύλου που λειτουργούσε με τη δύναμη των χεριών του ανθρώπου. Απαραίτητο εργαλείο σε κάθε σπίτι.

 

 «Ο δρόμος κι ο χειρόμυλος αμέλεια δε θέλουν»      

 

Όταν αλέθει ο χειρόμυλος ακούγεται ένας χαρακτηριστικός μακρόσυρτος ήχος.

 

«Ας χερομυλίζει η γρα κι ας γούζεται ο γέρος»  

 

Ο χειρόμυλος αποτελείται από δυο στρογγυλές πέτρινες πλάκες με λείες επιφάνειες. Η διάμετρός τους είναι 0,40 έως 0,50 του μέτρου. Η κάτω πέτρα, που ήταν ελαφρώς κοίλη, της οποίας η επίσημη ονομασία είναι «Μύλη», προέρχεται από σκληρό πέτρωμα, αποτελεί το ακίνητο-σταθερό τμήμα του χειρόμυλου. Στο κέντρο υπάρχει τρύπα στην οποία έχει τοποθετηθεί–σφηνωθεί σταθερά ένας κατακόρυφος ξύλινος άξονας, διαμέτρου 0,04 έως 0,05 του μέτρου. Η επάνω πέτρα της οποίας, η επίσημη ονομασία είναι: Επιμύλιο, Αλέτης, ή Όνος. Είναι πιο λεπτή (από την κάτω) και στο κέντρο της υπάρχει μια κυκλική τρύπα, σχήματος ανεστραμμένου κώνου. Κοντά στην άκρη της υπάρχει άλλη τρύπα, στην οποία σφηνώνεται ξύλινη, κατακόρυφη χειρολαβή. Η πάνω πέτρα τοποθετείται έτσι ώστε η τρύπα που υπάρχει στο κέντρο της να μπει στον άξονα που υπάρχει στο κέντρο της κάτω. Ο χειριστής, με το ένα χέρι του ρίχνει σιτάρι στην κωνική τρύπα και με το άλλο του, την περιστρέφει με τη χειρολαβή. Με τη διαδικασία αυτή, οι κόκκοι του σιταριού πέφτουν ανάμεσα στις δυο πέτρες και συνθλίβονται. Άλεθαν το σιτάρι, τη τη φάβα, το κριθάρι, τα ρεβίθια και άλλα. Κατά διαστήματα, με ένα μπίκο  (εργαλείο σιδερένιο οδοντωτό), χαράζανε την κάτω πέτρα για να γίνει λίγο τραχιά για να μπορεί να τρίβει πιο εύκολα τον καρπό.

 

Η χειρομυλόπιτα

Άλεθαν το σιτάρι στο χειρόμυλο. Κοσκίνιζαν το χοντρό και έβγαζαν το χοντράλευρο. Με αυτό ζύμωναν χωρίς προζύμι μια πίτα χωρίς λάδι στο τηγάνι και την έτρωγαν ζεστή.

 

“Να΄χαμε κι είντα να‘χαμε σαράντ΄αυγά σφουγγάτο και μια χειρομυλόπιτα σαν τ΄ αλωνιού τον πάτο”

 

και

 

«Σα ντη χειρομυλόπιτα θα σε τουλουπανίασω, να σε ρουφώ να σε φιλώ μέχρι να σε χορτάσω» 

 

Πηγή: iscreta.gr

 

 

Έχετε προλάβει το ποδόμακτρο; Το σίδερο δίπλα από τις παλιές πόρτες

 


Ποδόμακτρο: Τα vintage αντικείμενα έχουν μία ιδιαίτερη γοητεία. Έχετε προλάβει το σίδερο που τοποθετούσαν παλιά δίπλα από τις πόρτες των σπιτιών; Ήταν ένα ορθογώνιο σίδερο με πολύ συγκεκριμένη χρήση που σήμερα το βλέπουμε σε αναπαλαιωμένα σπίτια ως δείγμα παλιάς αρχιτεκτονικής ή διακόσμησης.

 

Τι είναι το ποδόμακτρο

Εκείνα τα χρόνια, ο δρόμος δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος όπως σήμερα. Ακόμα και στις πόλεις, οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι και ειδικά κατά τους χειμερινούς μήνες τα παπούτσια γέμιζαν λάσπες. Έτσι, ερχόμενοι απ’ έξω οι ιδιοκτήτες ή οι καλεσμένοι των σπιτιών σκούπιζαν τα παπούτσια τους στο μεταλλικό αυτό σίδερο. Το ποδόμακτρο ήταν συνήθως τοποθετημένο ακριβώς δίπλα από την κύρια είσοδο του σπιτιού και είχε ορθογώνιο σχήμα και διάφορα σχέδια.

 

Μάλιστα, τα αρχοντικά σπίτια είχαν πάντα ένα πιο περίτεχνο σχέδιο στο σίδερο αυτό, το οποίο ήταν πάντα καθαρό και καλοδιατηρημένο. Αντιθέτως, στις πιο φτωχές συνοικίες το ποδόμακτρο ήταν συνήθως σκουριασμένο και λασπωμένο και το σχέδιό του περιοριζόταν σε ένα απλό σίδερο που εξυπηρετούσε στο να διώχνεις τις λάσπες από τα παπούτσια σου.

 

Η χρήση του

Η λέξη ποδόμακτρο προέρχεται από το πόδι και το μάκτρον, όπου μάκτρον είναι ένα αντικείμενο που μας βοηθά να σκουπιστούμε. Το ποδόμακτρο είναι μία παλιά κατασκευή στις εξώπορτες των σπιτιών με πολύ συγκεκριμένη χρήση που ήταν απαραίτητο για τα σπίτια της εποχής εκείνης. Εκτός από τη λέξη αυτή, γνωστό ήταν και ως ”ξελασπωτήρας εξώπορτας” , πράγμα που καθιστά τη χρήση του πιο κατανοητή σε όλους μας. Ήταν κάτι το απαραίτητο για τους χωμάτινους δρόμους της εποχής που εξυπηρετούσε πολύ τους ανθρώπους, γι’ αυτό και υπήρχε έξω από κάθε σπίτι.

 

Σήμερα, το ποδόμακτρο μπορεί να μη χρησιμοποιείται αλλά θεωρείται ένα ρετρό διακοσμητικό από άλλη εποχή που σίγουρα θα συναντήσετε σε μοντέρνα σπίτια με vintage πινελιές ή σε αναπαλαιώσεις κτιρίων της δεκαετίας του ’50.

 

Πηγή: click2athens.gr

 

 

Γιατί λέμε: «Όποιον πάρει ο Χάρος» και «Πάμε σαν τους στραβούς στον Άδη»

 

Πώς προέκυψαν αυτές οι φράσεις;

 

Φράσεις που ακούγονται μακάβριες και ίσως και απόκοσμες, βρίσκονται ωστόσο σε καθημερινή διάταξη στο λεξιλόγιό μας. Και μπορεί να θεωρούμε ότι έτσι απλά… προέκυψαν, ή ότι κάποιος τις είπε και έκτοτε τις υιοθετήσαμε. Παρ’ όλα αυτά, μια διεξοδική αναζήτηση στην ελληνική λαογραφία θα αποδείξει πως τίποτα τελικά δεν έχει προκύψει τυχαία.

 

Πώς προέκυψαν, λοιπόν, οι πασίγνωστες φράσεις «Όποιον πάρει ο Χάρος» ή «Πάμε σαν τους στραβούς στον Άδη»; Διαβάστε την ιστορία τους και σίγουρα θα εκπλαγείτε και εσείς!

 

….Κι όποιον πάρει ο Χάρος

Ο Θεός έστειλε µια φορά τον Χάρο να πάρει την ψυχή µιας πεντάµορφης κοπέλας. Η κοπέλα έπεσε στα πόδια και τον παρακαλούσε, ο Χάρος λύγισε, της χάρισε τη ζωή και γύρισε στον Θεό µε άδεια χέρια. Θύµωσε ο Θεός για την παρακοή του Χάρου, του έδωσε ένα χαστούκι και τον κούφανε, να µην ακούει πια θρήνους και µοιρολόγια και λυπάται. Τον έστειλε άλλη φορά να πάρει την ψυχή ενός λεβεντονιού. Και µόνο που τον είδε ο Χάρος σπάραξε η καρδιά του, άφησε τον λεβεντονιό να χαρεί τη νιότη και την οµορφιά του και γύρισε πάλι στον Θεό µε άδεια χέρια. Καινούργιο χαστούκι του Θεού και ο Χάρος απόµεινε για πάντα στραβός. Από τότε ο Χάρος έγινε σκληρός και αδυσώπητος, παίρνει στην τύχη όποιον βρει µπροστά του, νέο ή γέρο, όµορφο ή άσχηµο, πλούσιο ή φτωχό και οδηγεί την ψυχή του στο υπόγειο βασίλειό του, τον Άδη ή Κάτω Κόσµο.

 

…Πάμε σα στραβοί στον Άδη

Εκεί, λοιπόν, στον Κάτω Κόσµο, που έφερε ο Χάρος τις ψυχές, είναι παγωνιά και µαυρίλα. Οι ψυχές πορεύονται ψηλαφητά, κρατώντας και ακολουθώντας η µια την άλλη. Οι ζωντανοί, για να φωτίσουν λίγο το δρόµο των ψυχών, ανάβουν στους τάφους των νεκρών καντήλια. Το καντήλι πρέπει ν’ ανάβει κάθε βράδυ σαράντα µέρες µετά τον θάνατο. Όταν περάσουν οι σαράντα µέρες, πρέπει ν’ ανάβει κάθε Σάββατο και απαραίτητα τα Ψυχοσάββατα, ώσπου να κλείσουν τρία χρόνια. Αν οι ζωντανοί παραµελούν το άναµµα του καντηλιού, οι ψυχές θλίβονται και αγανακτούν, που οι αγαπηµένοι τους ξέχασαν και πια δεν τους θυµούνται.

 

( Από το βιβλίο του Γιώργου Αλβανού « Το χωριό µου Βασιλικά Λέσβου » )

 

Πηγή: dogma.gr

          thebest.gr

 

 

 

Ανθέμιος και Ισίδωρος – οι σχεδιαστές της Αγίας Σοφίας

(Του ιστορικού Κωνσταντίνου Λαγού)

 


Ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος που σχεδίασαν την Αγιά Σοφιά, σε προχωρημένη ηλικία, υπήρξαν σπουδαίοι επιστήμονες με βαθιά γνώση των μαθηματικών και της φυσικής.

 

Ο Ανθέμιος από τις Τράλλεις και ο Ισίδωρος από τη Μίλητο που σχεδίασαν την Αγία Σοφία δεν ήταν αρχιτέκτονες αλλά επιστήμονες. Το κοινό τους στοιχείο ήταν η βαθιά γνώση των μαθηματικών και της φυσικής.

 

Σύμφωνα με φιλολογικές πηγές της βυζαντινής εποχής, ο Ανθέμιος έκανε πειραματισμούς στη φυσική και επίσης ασχολήθηκε με διάφορες εφευρέσεις και καινοτομίες. Λέγεται ότι έκανε πειράματα με κάτοπτρα και με μηχανές που λειτουργούσαν με ατμό και προκαλούσαν εκρήξεις και λάμψεις. Στη νεότερη εποχή κάποιοι μελετητές ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε ο εφευρέτης της πυρίτιδας αλλά δεν υπάρχει κανένα σχετικό στοιχείο στις πηγές. Όμως ακόμη και αυτή η -λανθασμένη- εντύπωση για τον Ανθέμιο τον Τραλλιανό είναι μία ένδειξη του θαυμασμού που είχαν οι μεταγενέστερες γενιές για το έργο του. Μπορεί να μην ήταν αρχιτέκτονας αλλά είχε γνώσεις πολιτικού μηχανικού καθώς έφτιαξε αντιπλημμυρικά έργα στην πόλη Δούρα. Επίσης, έγραψε πραγματεία για τα κάτοπτρα και για τις κωνικές τομές, οι γνώσεις του στον δεύτερο τομέα τον βοήθησαν στον σχεδιασμό του τρούλου της Αγίας Σοφίας. Εκτός από τον Ανθέμιο και τα άλλα μέλη της οικογένειάς του είχαν σημαντικό έργο ως επιστήμονες και μάλιστα σε διαφορετικούς τομείς: Ο πατέρας και δύο αδελφοί του υπήρξαν σπουδαίοι γιατροί, ένας αδελφός του νομικός και ένας άλλος φιλόλογος.

 

Ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος ήταν περισσότερο θεωρητικός σε σχέση με τον Ανθέμιο. Υπήρξε διάσημος καθηγητής μαθηματικών και φυσικής. Αρχικά δίδαξε στην Αλεξάνδρεια και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν από τους πιο σημαντικούς μελετητές του Ευκλείδη και του Αρχιμήδη και χρησιμοποίησε στοιχεία από τα έργα τους στο σχεδιασμό της Αγίας Σοφίας.

 

Το έργο που σήμερα κρατά ζωντανή τη μνήμη των δύο αυτών λαμπρών επιστημόνων είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την πυρπόληση και καταστροφή του προηγούμενου ναού, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός θέλησε να οικοδομήσει στη θέση του ένα ναό ο οποίος θα ήταν μοναδικός στην ιστορία. Είναι πιθανόν ότι για το λόγο αυτό επέλεξε ως σχεδιαστές δύο από τους μεγαλύτερους επιστήμονες της εποχής του που αν και μαθηματικοί και φυσικοί δεν ήταν αρχιτέκτονες. Η επιλογή τους υπήρξε άκρως πετυχημένη όπως φαίνεται από το αποτέλεσμα. Ο Ανθέμιος και ο Ισίδωρος δούλεψαν αρμονικά ως ομάδα συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο. Θα πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι ο Ανθέμιος πέθανε ενώ η Αγία Σοφία δεν είχε ολοκληρωθεί αλλά η συμβολή του είναι εξ’ ίσου σημαντική με εκείνη του Ισίδωρου που πρόλαβε να τη δει ολοκληρωμένη το 537 μ. Χ. Ο ομώνυμος ανεψιός του (Ισίδωρος ο Νεότερος) έγινε αρχιτέκτονας και μάλιστα ανοικοδόμησε τον τρούλο της Αγίας Σοφίας όταν αυτός κατέρρευσε εξαιτίας ενός ισχυρού σεισμού το 558 μ. Χ., μόλις 30 χρόνια μετά τα θυρανοίξια. Όταν ο ναός λειτούργησε και πάλι με το νέο του τρούλο το 562 μ. Χ., ο Ισίδωρος (ο Πρεσβύτερος) και ο Ανθέμιος είχαν πεθάνει σχεδόν τρεις δεκαετίες πιο πριν, αλλά ζούσε ακόμη ο Ιουστινιανός. Πρόκειται για τον τρούλο που βλέπουμε σήμερα στην Αγία Σοφία.

 

Στη Βιέννη υπάρχει ένα άγαλμα του Ισίδωρου του Μιλήσιου που τον δείχνει όρθιο να κρατά ένα ομοίωμα της Αγίας Σοφίας. Είναι έργο του 19ου αιώνα του Τσέχου γλύπτη Ludwig Simek και διακοσμεί τη στέγη του Kunsthistorisches Museum στο κέντρο της πόλης. Καθώς δεν έχει σωθεί κάποιο πορτραίτο του Ισίδωρου, ο Simek απέδωσε τα χαρακτηριστικά του σπουδαίου επιστήμονα όπως εκείνος ήθελε. Βέβαια έκανε ένα σημαντικό λάθος αφού το άγαλμα δείχνει ένα νεαρό άνδρα ενώ ο Ισίδωρος ήταν περίπου 85 ετών όταν ξεκίνησε να σχεδιάζει την Αγία Σοφία το 532 μ. Χ. (ο Ανθέμιος ήταν νεότερος και περίπου 60 ετών τότε). Στο παράρτημα Κέρκυρας της Εθνικής Πινακοθήκης υπάρχει ένας πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου που απεικονίζει τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο μπροστά στην Αγία Σοφία....

 

 

Πηγή: mixanitouxronou.gr

 

 

 

 

 

O συμβολικός χαρακτήρας του άρτου και του οίνου στις παραδοσιακές κοινωνίες

 

(Γράφει η Τσαμπίκα-Καλλιόπη Ξάνθου
Δικαστική υπάλληλος, απόφοιτη Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών (Ελληνικός Πολιτισμός) ΕΑΠ

 

Ο άρτος και ο οίνος είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με πολλές εκφάνσεις της  ζωής των παραδοσιακών κοινωνιών. Ο μεν άρτος ως ενσάρκωση του καλού, ο δε οίνος με τις εξαγνιστικές και καθαρτήριες ιδιότητές του.

 

Ειδικότερα, οίνος και άρτος αποτελούν συμβολικά και λειτουργικά στοιχεία, τόσο στη θεία κοινωνία ως σώμα και αίμα του Χριστού, όσο και σε έθιμα της γέννησης, του γάμου, αλλά και στα διαβατήρια ταφικά έθιμα.

 

Επιπλέον, εκτεταμένη είναι η χρήση τους στην καθημερινή ζωή και σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, καθώς αποτελούν βασικά στοιχεία της μεσογειακής διατροφής.

 

Για το λόγο αυτό το ψωμί ήταν για τις παραδοσιακές κοινωνίες ένα ιερό τρόφιμο, που δεν έπρεπε να πεταχτεί, ούτε να δοθεί στα σκυλιά, ενώ αν έπεφτε στο έδαφος, τότε έπρεπε να σταυρωθεί και να φιληθεί από αυτόν που το έριξε. Η ιερότητά του αυτή βασιζόταν στην ταύτισή του με το σώμα του Θεανθρώπου και στην παρασκευή του προζυμιού που χρησιμοποιούσαν κατά το ζύμωμα του.

 

Γινόταν μία φορά το χρόνο και συγκεκριμένα την ημέρα του εορτασμού της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου. Κατά την παρασκευή του έπαιρναν τρία κλωνάρια από το βασιλικό που πλαισίωνε το εικόνισμα της Ύψωσης, τα οποία έμπηγαν μέσα στο ζυμάρι αφού πρώτα το σταύρωναν με αυτά τρεις φορές. Η χρήση αυτή του βασιλικού είχε συμβολικό χαρακτήρα, καθώς ο βασιλικός αποτελεί για τον Χριστιανισμό αγιασμένο φυτό, ενώ επιπλέον χρησιμοποιούταν ως γητεία για την ευόδωση της καλλιέργειας των δημητριακών. Συμβολικό άλλωστε χαρακτήρα είχαν και τα μυρωδικά και οι ξηροί καρποί που χρησιμοποιούνταν κατά την παρασκευή και τη διακόσμηση του άρτου.

 

Για παράδειγμα, η χρήση του μπουμπουκιού κρανιάς σχετιζόταν με την υγεία, του ροδιού με την αφθονία, του καρυδιού με τη γεροσύνη και την ευκαρπία, ενώ ο δυόσμος, η μαστίχα, το γαρύφαλλο και η κανέλα συμβόλιζαν τη ζωή, τη δύναμη και το αίμα. Συμβολικός ήταν και ο αριθμός τρία (τρία κλωνάρια βασιλικού, σταύρωση του προζυμιού τρεις φορές), καθώς συμβόλιζε την πληρότητα, αλλά και την αρχή, το μέσο και το τέλος των ανθρώπινων πραγμάτων.

 

Ο συμβολικός χαρακτήρας αυτός του άρτου έχει τις ρίζες του σε προχριστιανικές δοξασίες, που έχουν όμως αντικατασταθεί με χριστιανικούς συμβολισμούς.  

 

Όσον αφορά τον οίνο, ο οποίος ήδη από τα αρχαία χρόνια ήταν βασικό συστατικό της διονυσιακής λατρείας, πέρασε στη χριστιανική λατρεία, ως σύμβολο του αίματος του Θεανθρώπου, ενώ η άμπελος των Ευαγγελίων και των Παραβολών έχει ταυτιστεί με τη ζωή, τη χαρά, την κίνηση, το θαύμα και τον ίδιο τον Χριστό (Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή και ο πατήρ μου ο γεωργός εστί). Εξέχοντα επίσης ρόλο έχει ο οίνος στα διαβατήρια ταφικά έθιμα, στον οποίο έχουν αποδοθεί καθαρτήριες και εξαγνιστικές δυνάμεις, οι οποίες έχουν ομοιότητες με τις προχριστιανικές δοξασίες για τον Κάτω Κόσμο και που στη χριστιανική πίστη σχετίζονται με τη μεταθανάτια ζωή και τη διατήρηση της μνήμης των νεκρών.

 

Τόσο η χρήση του οίνου όσο και του άρτου, με τη μορφή πρόσφορου, σιταριού και κολλύβων, είναι εκτεταμένη σε όλες τις φάσεις των ταφικών εθίμων. Το κρασί χρησιμοποιείται κατά την προετοιμασία του νεκρού και του τάφου του ως καθαρτήρια ουσία, έχοντας τον ίδιο καθαρτήριο συμβολισμό του νερού της βάπτισης, ενώ μαζί με τον άρτο λειτουργείως διαμεσολαβητικό στοιχείο μεταξύ ζωντανών και νεκρών.

 

Συγκρίνοντας τη χρήση του οίνου και του άρτου στις παραδοσιακές κοινωνίες με αυτή στις σύγχρονες καταναλωτικές γίνεται φανερό ότι αν και κάποια από τα είδη των χριστιανικών άρτων, όπως η βασιλόπιτα, η λαγάνα και το χριστόψωμο  έχουν περάσει στη  σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία, όπως και η χρήση του οίνου σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, γίνεται φανερό ότι έχουν χάσει πλέον ένα σημαντικό μέρος του συμβολικού τους χαρακτήρα, μετατρεπόμενα σε καταναλωτικά είδη με στόχο κυρίως τη γευστική ικανοποίηση.  


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Δημητρίου Ν., «Το ζύμωμα και το φούρνισμα του ψωμιού στη Σάμο», περ. Λαογραφία, τόμος 31, 1976-1978, σελ. 219-234, 2) Κουτσουράδη Π., Κως, Λαογραφικές σελίδες, Αθήνα 1993, 3) Μηλίγου-Μαρκαντώνη Μ., Παράδοση και διατροφή. Πρωτογενή Λαογραφικά Είδη. Φρούτα, καρποί, στάρι. Μαγικο-θρησκευτικές επισημάνσεις, Ασπρόπυργος 1992, 4) Σακκάς Δ., Κοινωνιογράφημα Μεγάρων, Αθήνα 1966, 5) Τζαχίλη Ι., «Άνθρωποι και χώρος», Πρακτικά Β΄ Τριημέρου Εργασίας με θέμα Ιστορία του ελληνικού κρασιού, Σαντορίνη 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, εκδ. ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Αθήνα 1992, 6) Τσιμπιρίδου Φ., «Το κρασί σε ταφικά έθιμα του παραδοσιακού πολιτισμού της Μακεδονίας και της Θράκης», Πρακτικά Ε΄ Τριημέρου Εργασίας με θέμα Αμπελοοινική ιστορία της Μακεδονίας και της Θράκης, Νάουσα 17-19 Σεπτεμβρίου 1993, εκδ. ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Αθήνα 1998.

 

Πηγή: www.rodiaki.gr

 

 

 

 

 

28η Οκτωβρίου του 1940: Γιατί είναι η σημερινή ημέρα εθνική επέτειος;

Οι Έλληνες του 1940 αντιστάθηκαν, είπαν ΟΧΙ, δεν υποτάχθηκαν... Ένα ΟΧΙ που τίμησαν και δε δίστασαν να το βροντοφωνάξουν. Πήραν τα όπλα και βρέθηκαν στη μάχη, στον πόλεμο, για να υπερασπίσουν την πατρίδα....Για να πουν ΟΧΙ στην κατοχή. Ας θυμηθούμε τι έγινε τότε...

 

Η Επέτειος του ΟΧΙ μνημονεύει την άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στον Έλληνα Δικτάτορα που έφερε τίτλο Πρωθυπουργού, Ιωάννη Μεταξά.

 

Συνέπεια της άρνησης αυτής ήταν η είσοδος της Χώρας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940. Η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε να εορτάζεται στην Ελλάδα και την Κύπρο κάθε χρόνο ως επίσημη εθνική εορτή και αργία. Επίσης, σε πολλές χώρες του κόσμου, Ελληνικές κοινότητες γιορτάζουν την Επέτειο του Όχι.

 

Λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος και το επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.

 

Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c'est la guerre», (προφέρεται από τα γαλλικά, αλόρ, σε λα γκερ, δηλαδή, Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταμών ιταλικών αιτημάτων.

 

O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή:

 

«Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: "Αυτό σημαίνει πόλεμο". Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε τη θυσία αντί της υποδουλώσεως»

 

Ο Μεταξάς εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα, την άρνηση της υποταγής και αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε ελληνικό δημοσιογραφικό τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Σημειώνεται πως αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.

 

Στις 5 και μισή τα ξημερώματα, ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος με την αιφνιδιαστική εισβολή (το τελεσίγραφο όριζε ότι η επίθεση θα ξεκινούσε στις 6 π.μ.) των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα αμυνόμενη εισήλθε στον πόλεμο.

 

 

Εορτασμός

Το λεγόμενο «Έπος του Σαράντα», το οποίο ακολούθησε, και οι μεγάλες νίκες που ο ελληνικός στρατός κατήγαγε εις βάρος των Ιταλών, καθιερώθηκε να γιορτάζονται κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, την ημέρα της επίδοσης του ιταλικού τελεσιγράφου και της άρνησης του Ιωάννη Μεταξά να συναινέσει.

 

Η Ελλάδα γιορτάζει με την 28η Οκτωβρίου την είσοδό της στον πόλεμο, ενώ οι περισσότερες άλλες χώρες γιορτάζουν την ημερομηνία λήξης του πολέμου.

 

Κάθε χρόνο αυτή τη μέρα γίνεται στη Θεσσαλονίκη, η επίσημη εορτή με κάθε λαμπρότητα, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και άλλων επισήμων, με μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, η οποία συμπίπτει με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της πόλης κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και τη μνήμη του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις γίνονται μαθητικές παρελάσεις, ενώ δημόσια και ιδιωτικά κτίρια υψώνουν την ελληνική σημαία.

 

Κατά στην επέτειο του «ΟΧΙ», τηλεόραση και ραδιόφωνο προβάλλουν επετειακές εκπομπές μνήμης και κάνουν ιδιαίτερη μνεία στην «τραγουδίστρια της νίκης» Σοφία Βέμπο, η οποία με τα πατριωτικά της τραγούδια εμψύχωνε τους στρατιώτες και μετέδιδε τον ενθουσιασμό της προέλασης των ελληνικών δυνάμεων στη Βόρεια Ήπειρο. Σχετικό επίσης επετειακό υλικό παρουσιάζει και όλος ο ελληνικός έντυπος τύπος (εφημερίδες και περιοδικά).

 

Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της Κατοχής. Στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών πραγματοποιήθηκε ο πρώτος εορτασµός στις 28 Οκτωβρίου 1941. Γίνονταν ομιλίες από τους φοιτητές, ενώ μίλησε για την επέτειο την παραμονή και ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο οποίος αρνήθηκε να κάνει µάθηµα την ηµέρα της επετείου με αποτέλεσμα να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο. Στη δεύτερη επέτειο (28/10/1942), ο εορτασμός έγινε στην Πλατεία Συντάγµατος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΕΠΟΝ και ΠΕΑΝ. Υπήρχε ανησυχία για το πώς θα αντιδράσουν οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής, οι οποίοι όμως δεν παρενέβησαν.

 

Εκδηλώσεις και διαδηλώσεις εκείνη την ημέρα έγιναν και σε άλλες πόλεις. Στον Πειραιά πραγματοποιήθηκαν ολιγοπληθείς συγκεντρώσεις, ανέβαινε κάποιος σε μια καρέκλα, έβγαζε ένα σύντομο λόγο, και κατόπιν διαλύονταν, για να αποφύγουν επέμβαση των καραμπινιέρων. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για το τι έγινε στις 28 Οκτωβρίου 1943. Σύμφωνα με τον Ηλία Βενέζη γιορτάστηκε η επέτειος στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, στην πλατεία Κοτζιά (ο Βενέζης ήταν τότε υπάλληλος της τράπεζας). Κατέφθασαν όμως οι Γερμανοί, που είχαν την ευθύνη της αστυνόμευσης πλέον, υποχρέωσαν όσους συμμετείχαν να σταθούν με τα χέρια ψηλά μέχρι το βράδυ, ενώ έστειλαν και είκοσι περίπου από αυτά τα άτομα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κάποια δεν επέστρεψαν.

 

Για πρώτη φορά η επέτειος γιορτάστηκε επίσημα στις 28 Οκτωβρίου 1944 με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου.

 

Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε, το 1952, η γιορτή της Αγίας Σκέπης από την 1η Οκτωβρίου να μεταφερθεί στις 28 Οκτωβρίου, με το αιτιολογικό ότι η Παναγία βοήθησε τον Ελληνικό Στρατό στον πόλεμο της Αλβανίας.

 

 

Πηγή: newsbomb.gr

 

 

 

Μάνος Χατζιδάκις

 

Βιογραφία

 

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη το 1925. Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη.

 

Η μουσική του παιδεία ξεκίνησε σε ηλικία τεσσάρων ετών, κάνοντας μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, ενώ παράλληλα διδάχθηκε βιολί και ακορντεόν.

 

Μετακόμισε στην Αθήνα με την οικογένειά του το 1932 όμως λίγο αργότερα οι γονείς του χωρίζουν και το 1938 ο πατέρας του σκοτώνεται σε αεροπορικό δυστύχημα.

 

Το 1945 γνωρίζεται στο πατάρι του Λουμίδη που βρισκόταν στην γωνία των οδών Αιόλου με Πανεπιστημίου, με τους Νίκο  Γκάτσο, Κάρολο  Κουν, Νάνο Βαλαωρίτη κ.α. Μέσα από τις καλλιτεχνικές τους συναντήσεις έκαναν όνειρα για  μια Ελλάδα που ήταν κατεστραμμένη από τον πόλεμο, κοιτώντας με ελπίδα το μέλλον. Τότε ήταν η περίοδος που ξεκίνησε να γράφει μουσικές για το θέατρο και έκανε την πρώτη κινηματογραφική εργασία του με το έργο «Αδούλωτοι Σκλάβοι» σε σκηνοθεσία του Βίων Παπαμιχάλη.

 

Το 1948 ο Χατζιδάκις έδωσε  την ιστορική  διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική Ελληνική  κοινωνία. Το ρεμπέτικο τραγούδι  που εξέφραζε τα λαϊκά στρώματα, ήταν  απαγορευμένο και παράνομο και η ενέργειά του αυτή έδωσε  προοπτική στην ελληνική μουσική. Ο Χατζιδάκις με την ποιότητα  που είχε  σαν άνθρωπος  και καλλιτέχνης, έβλεπε το αληθινό και το γνήσιο λαϊκό  τραγούδι  που δεν ήξεραν τα ωδεία, τα πανεπιστήμια, η αριστοκρατία και η πολιτεία. Είχε δηλώσει επ’ αυτού: “Ήθελα να δείξω στο ελληνικό κοινό μια αστείρευτη δροσερή πηγή”. Συνθέτες όπως οι: Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Χατζιδάκις κ.α. σε συνεντεύξεις  τους από το 1960 και μετά, υμνολογούσαν  τους ρεμπέτες,  για τον λόγο, ότι  πάνω  στην δίκη  τους μουσική  έγραφαν  τα δικά  τους έργα.

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο (Αγία Ιωάννα, Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας, κ.α.) και το Θέατρο Τέχνης (ΜατωμένοςΓάμος, Όλα τα παιδιά του Θεού έχουν φτερά κ.α.). Στη συνεχεία, συνεργάζεται  με το Ελληνικό Χορόδραμα  της  Ραλλούς Μάνου όπου ήταν για σειρά  ετών ένας από τους βασικούς συνεργάτες. Παράλληλα γραφεί μουσική για πολλές ελληνικές ταινίες όπως «Ο δράκος» που  κατά πολλούς θεωρείται η κορυφαία  ταινία  του ελληνικού κινηματογράφου. Η υπέροχη μουσική επένδυση της ταινίας από τον Χατζιδάκι εναρμονίζεται πλήρως με τον ρεαλισμό των εικόνων με αποκορύφωμα την εκπληκτική σκηνή του ζεϊμπέκικου χορού, που θυμίζει παράσταση αρχαίας Ελληνικής τραγωδίας.

 

Το 1960 πήρε το Όσκαρ για τη μουσική στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Δεν υπάρχει  τίποτα  χειρότερο, έλεγε ο Χατζιδάκις, να σου έρθει  μια επιτυχία, από εκεί που δεν το περιμένεις. Η ταινία ήταν τουριστική και σε αυτή την λογική κινήθηκε όταν έγραψε τη μουσική της. Ήταν ένας προικισμένος συνθέτης με αστείρευτο ταλέντο, που κατάφερε να ταιριάξει την  μουσική του στη λογική της ταινίας, με αποτέλεσμα το μπουζούκι να γίνει γνωστό σε όλη την υφήλιο. Αμέτρητες ήταν οι διασκευές του τραγουδιού «Τα παιδιά του Πειραιά», πράγμα που καταδίκαζε συνεχώς και αυτό τον οδήγησε στη βιαστική και εσφαλμένη ενέργεια να δώσει τα δικαιώματα του τραγουδιού στην «United Artists». Ασχολήθηκε πολύ με το να καταδικάζει τις πολλές διασκευές σπαταλώντας πολλή ενέργεια για το τίποτα.

 

Στη συνέχεια έγραψε μουσική για τον εμπορικό κινηματογράφο. Κάποτε είχε πει στο Φίνο: Εσύ ξέρεις τι θα πει κακός κινηματογράφος αλλά τι θα πει καλός, δεν θα μάθεις ποτέ… Το 1990 σε μια συνέντευξη είχε δηλώσει: Που να το ξέρω ότι 30 χρόνια μετά, ο κόσμος θα ασχολούταν ακόμα με Μανταλένες και  κουραφέξαλα. Στο θέατρο έγραψε μουσική για το «Παραμύθι δίχως όνομα», «Όρνιθες», «Καπετάν Μιχάλης» κ.α. Πολλές από αυτές τις συνθέσεις του έχουν μείνει στην ιστορία και αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό.

 

Το 1967 θα ταξιδέψει στο Μπρόντγουει της Νέας Υόρκης για το ανέβασμα του μιούζικαλ «Ίλια Ντάρλινγκ». Εκείνη την περίοδο τον βρήκε η δικτατορία και όπως είχε δηλώσει, είχε προβλήματα με την εφορία και δεν ήθελε να γυρίσει στην Ελλάδα. Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για την περίοδο της Αμερικής και όπως ανέφερε ο ίδιος, η διαμονή του εκεί τον σπούδασε. Ένα άγνωστο γεγονός είναι η  εισαγωγή  που  έγραψε στο τραγούδι «Prelude» (Προανάκρουσμα), μαζί με τους «Millenium» που ήταν μια ροκ μουσική ομάδα στην Καλιφόρνια. Σε αυτό το κομμάτι, ο ίδιος ο Χατζιδάκις παίζει τσέμπαλο.

 

Στην Ελλάδα θα επιστρέψει το 1972, όπου ηχογραφεί τον «Μεγάλο ερωτικό» και ανεβάζει την παράσταση «Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης». Σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Διαβάζω» το 1982, αναφέρει για το έργο: Ο οδοιπόρος  είμαι  εγώ,  ο οποίος  εκείνο  τον καιρό περιφερόμουν ανά τον κόσμο και  μόλις  είχα  έρθει  στην Ελλάδα. Το μεθυσμένο  κορίτσι  ήταν  η Ελένη Μανιάτη που τότε  ήταν  μαζί  μου, ένα κορίτσι  πέρα από τα καθορισμένα, πέρα από τα όρια  του λογικού. Ο Αλκιβιάδης ήταν ένας νεαρός που πουλούσε τσιγάρα. Λοιπόν, σκέφτηκα ότι μια και δεν έχουμε κοινό μύθο ας τον κατασκευάσουμε, ας ενώσουμε  τον οδοιπόρο, το μεθυσμένο κορίτσι και τον Αλκιβιάδη και φυσικά, αυτό καταλήγει στο φόβο που ήταν το κλίμα εκείνης της εποχής του 1973, ιδίως μετά την άνοδο του Ιωαννίδη. Γι αυτό το έργο μου τελειώνει με το φόβο, χωρίς να θέλω να πω ότι  έκανα αντίσταση. Τώρα το τι περιέχουν οι στίχοι είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας. Περιέχονται πολλά στοιχεία που ενώνουν αυτά τα τρία πρόσωπα. Τα τραγούδια του δίσκου, για το λόγο ότι δεν μπορούν να ακουστούν σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης είναι άγνωστα στο κοινό. Ελπίζω κάποια στιγμή να τα ανακαλύψει στο μέλλον.

 

Το 1975 ο Χατζιδάκις θα αναλάβει αναπληρωτής γενικός διευθυντής στην «Εθνική Λυρική Σκηνή» και διευθυντής στο «Τρίτο  πρόγραμμα». Ο Χατζιδάκις είχε ένα όραμα  για την μουσική  ζωή  στην Ελλάδα και έμεινε στο ραδιόφωνο επτά χρόνια. Πήγε σε μια εποχή που τα χνάρια της χούντας ήταν ακόμη φανερά στην τότε ΕΡΤ και κατόρθωσε με το ύφος και το λόγο του, να τα αλλάξει όλα. Το κρατικό ραδιόφωνο άρχισε να ανοίγει τις πόρτες στους άξιους και αναπτύσσεται μια καινούργια ραδιοφωνική έκφραση. Η ελληνική και παγκόσμια δημιουργία, προβάλλεται με ένα ιδιαίτερο τρόπο που κάνει τον ακροατή να φαντάζεται και να ονειρεύεται. Το τρίτο πρόγραμμα, αν και κρατικό, ήταν το πρώτο ελεύθερο ραδιόφωνο στην Ελλάδα.  Μια εκπομπή που άφησε εποχή στο ραδιόφωνο και στην κοινωνία  ήταν  η παιδική εκπομπή «Εδώ  λιλιπουπολη».

 

Το 1978 ο δήμαρχος των Ανωγείων Γιώργος Κλάδιος ήρθε στην Αθήνα με δική του πρωτοβουλία και έκανε πρόταση στον Χατζιδάκι να διοργανώσει τους μουσικούς αγώνες στα Ανώγεια. Με τη συμπαράσταση των Aνωγειανών,  ο Μάνος Χατζιδάκις κατάφερε  να  καταστήσει τα Ανώγεια σ’ ένα ζωντανό μουσικό πολιτιστικό εργαστήρι.

 

Το 1980  εγκαινίασε τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο.  Ήταν ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ, με κύριο στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων, τόσο στη  μουσική   όσο και  στο χορό και τον κινηματογράφο. Οργάνωσε επίσης τους Αγώνες ελληνικού τραγουδιού στην Κέρκυρα, το 1981 και 1982. Ήταν ένας μουσικός διαγωνισμός που είχε σκοπό την παρουσίαση νέων ελλήνων καλλιτεχνών. Την κριτική επιτροπή αποτελούσαν οι: Δήμαρχος Κέρκυρας, Ελένη  Βλάχου, Νίκη Γουλανδρή, Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Κουρουπός, Σπύρος Σακκάς κ.α. Στο διαγωνισμό, μεταξύ άλλων συμμετείχαν το 1982 και οι Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας, με το τραγούδι «Μια βραδιά στο λούκι», με το οποίο βραβεύθηκαν και έγιναν γνωστοί.

 

Το 1985 είναι διευθυντής   στο   περιοδικό «Τέταρτο» το οποίο καταγράφει  τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Το Τέταρτο, ίσως περισσότερο απ’ όλα, ήταν ένα βαθιά πολιτικό περιοδικό. Η έννοια της πολιτικής, ακόμη και το 1985 που κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος, σχετιζόταν με τα μικροπολιτικά σκάνδαλα, με τις επιφανειακές και εν πολλοίς ανούσιες κομματικές διαφορές και  με το φανατισμό και  τη στενότητα των ιδεών που διακρίνει τους ψηφοφόρους των κομμάτων. «Το Τέταρτο  υπήρξε κατ’ ουσίαν τότε ένα πολιτικό περιοδικό γιατί εγώ βαθιά μέσα μου είμαι πολιτικοποιημένος» έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις.

 

Το 1985 ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος» για να φιλοξενεί ποιοτικές προτάσεις της ελληνικής  μουσικής.

 

Το 1987 παρουσιάζει τέσσερα προγράμματα στο «Μουσικό κέντρο Αθηνών» στην Πλάκα. Συμμετείχαν οι: Έλλη Πασπαλά, Γιώργος Νταλάρας, Αλίκη Καγιαλόγλου, Νίκος Παπάζογλου. κ.α.

 

Το 1989 ο Χατζιδάκις ίδρυσε την «Ορχήστρα των χρωμάτων». Στους τέσσερις κύκλους συναυλιών που οργανώθηκαν από το Νοέμβριο του 1989 έως τον Ιούνιο του 1993, ο Μάνος Χατζιδάκις περιέλαβε, εκτός από κλασικά έργα και πολλά άγνωστα, συνθετών του 20ού αιώνα: Copland, Menotti, Poulenc, Milhaud, Ohana, Hindemith, Nielsen, Ives, Britten, Thomson, Szymanowski, Kurt Weill, Piazzolla, Rota, κ.ά. Έντονη παρουσία είχε και η ελληνική μουσική (Πετρίδης, Βάρβογλης, Παλλάντιος, Ξενάκης, Σισιλιάνος, Μαμαγκάκης, Αντωνίου, Κουρουπός), χωρίς να λείψουν και οι νεώτεροι δημιουργοί (Ανισέγκος, Κριτσωτάκης). Ειδικά αφιερώματα έγιναν στον Μανώλη Καλομοίρη, τον Νίκο Σκαλκώτα, τον Γιάννη Χρήστου και τον Μίκη Θεοδωράκη. Το 1993 ο Χατζιδάκις, στην ερώτηση δημοσιογράφου  στην κρατική τηλεόραση, για το αν  θα ηχογραφήσει  κάποιο νέο του έργο απάντησε: Να ξέρει ο κόσμος πως αν υπάρξει  κάποια  αξιόλογη  δουλειά  θα την κυκλοφορήσω. Αυτή η δήλωση του Χατζιδάκι ήταν βέβαια μια υπεκφυγή στην ερώτηση του δημοσιογράφου, αφού ο ίδιος απέφευγε την δισκογράφηση μεγάλου μέρους του έργου του. Ελάχιστα έργα του από το θέατρο, κινηματογράφο, μπαλέτο, κ.α. έχουν δισκογραφηθεί, ενώ πολλά έχουν μείνει στο αρχείο του και περιμένουν την έκδοσή τους.

 

Στις 15 Ιουνίου του 1994 ο Μάνος Χατζιδάκις ταξίδεψε στην οδό ονείρων.

 

Πηγή: manoshadjidakis.com

 

 

 

 

 

Γρηγόρης Ασίκης






Τραγουδοποιός του ρεμπέτικου και δεξιοτέχνης στο ούτι. Γνώρισε επιτυχία στα χρόνια του μεσοπολέμου. 

Ο Γρηγόρης Ασίκης γεννήθηκε το 1890 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν το τρίτο παιδί του Βίκτωρα Ασίκη από τη Λέσβο και της Μαριάνθης Ασίκη από το Κοντοσκάλι της Κωνσταντινούπολης. Στα 15 του άρχισε να παίζει ούτι και να ξεχωρίζει για τη φωνή του. Τελείωσε το Ελληνικό σχολείο, έμαθε πολύ καλά την Τουρκική γλώσσα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με την κατασκευή μπρούτζινων μεταλλικών κρεβατιών. 

Επαγγελματική καριέρα στο τραγούδι ξεκίνησε στα τέλη του 1922, όταν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή βρέθηκε στην Αθήνα με τη σύζυγό του Ειρήνη Σωτηριάδου και τα δύο παιδιά τους Θανάση και Βίκτωρα. Το ζεύγος Ασίκη εγκαταστάθηκε στον Βύρωνα, όπου απέκτησε άλλα τέσσερα παιδιά, τον Νικόλαο, τον Βασίλη, τον Μανώλη και την Αναστασία. 

Στην αρχή ασχολήθηκε με το επάγγελμά του, την κατασκευή μπρούτζινων κρεβατιών, αλλά οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά κι έτσι προσανατολίστηκε στη μουσική. Έπαιζε ούτι σε ένα λαϊκό μαγαζί της οδού Αθηνάς 33 με την επωνυμία Μικρά Ασία και σύντομα έγινε αποδεκτός από τους ντόπιους μουσικούς. Στα τέλη της δεκαετίας του '60 ηχογράφησε για την Columbia, την Odeon και την Parlophone, παραδοσιακά ρεμπέτικα και αμανέδες. 

Tη δεκαετία του '30 συνθέσεις του τραγουδήθηκαν από γνωστά ονόματα του ρεμπέτικου, όπως η Ρόζα Εσκενάζυ (Γιαννούλα, Η Θεσσαλονικιά, Το Γκαρσόν, Με βρήκες ή σε βρήκα, Τα ξημερώματα), ο Κώστας Ρούκουνας (Αψιλίες, Το κρασί είναι η ζωή μου, Πιπίνα μου), η Ρίτα Αμπατζή (Είσαι Πόντος, Τι τραβούν οι αρραβωνιασμένες, Η Ορφανή, Είσαι Φάντης) και ο Στελλάκης Περπινιάδης (Η Πανούργα). 

Αργότερα εγκατέλειψε τα τραγούδια και τα όργανα της μικρασιατικής σχολής, όπως το ούτι, τη λύρα και το βιολί και έγραψε για το μπουζούκι. Μία από τις αιτίες για τη στροφή αυτή ήταν και η απαγόρευση των αμανέδων από τη λογοκρισία της δικτατορίας Μεταξά το 1936. 

Μερικά από τα νέα τραγούδια του τα ερμήνευσαν ρεμπέτες, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης (Με σκλάβωσε η αγάπη σου), ο Γιάννης Παπαϊωάννου (Για μια μικρή μελαχροινή, Απόψε πια δε βάσταξα) και ο Απόστολος Χατζηχρήστος. 

Ο Γρηγόρης Ασίκης πέθανε στις 7 Οκτωβρίου 1967 στην Αθήνα σε ηλικία 77 ετών. 



Γιαννούλα 
(Στίχοι & Σύνθεση Γρηγόρη Ασίκη) 

Θυμήσου που σ’ αντάμωσα 
Γιαννούλα στο στενάκι 
και από κείνη τη βραδιά 
μ’ έβαλες σε μεράκι. 

Σαν αρχινήσω στη δουλειά 
δεν μπορώ να δουλέψω, 
και οι γονείς σου αν δε δεχτούν 
να ξέρεις θα σε κλέψω. 

Γιαννούλα μου συ έφταιξες, 
με μια ματιά με μπέρδεψες. 
Ούτε Θεό πιστεύεις 
και τόσο με παιδεύεις. 

Φτάνει πλέον πουλάκι μου, 
με βλέπεις υποφέρω, 
και σαν τρελός παραμιλώ, 
τι γίνουμαι δεν ξέρω. 

Τώρα θέλω το λόγο σου, 
για πες μου τι θα κάνεις; 
Βλέπεις για σένα τι τραβώ, 
μη θες να με τρελάνεις. 

Πες μου πού θ’ ανταμώσουμε, 
να πω τα μυστικά μου. 
Δίχως εσένα δεν μπορώ 
και καίγεται η καρδιά μου. 

Πηγή: sansimera.gr 

greekstixoi.gr 









 

 

Ρίτα και Σοφία Αμπατζή

 

 

Η Ρίτα Αμπατζή (Τραγουδίστρια-συνθέτης-στιχουργός), γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1914. Λίγο μετά, το 1916 γεννήθηκε και η αδελφή της Σοφία (Καρίβαλη), δεύτερη τραγουδίστρια της οικογένειας. Ήρθαν χωρίς τον πατέρα τους, που χάθηκε στην μεγάλη καταστροφή και εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά το 1922.


Απο μικρή είχαν όλοι αντιληφθεί τις τεράστιες φωνητικές τις δυνατότητες και έτσι, όταν λίγο πριν απο το '30, βρέθηκε σ' ένα γάμο στην γειτονιά της όπου παίζανε ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης, (ή Μακαρόνας), ο Κώστας Νούρος και άλλοι, μετά απο ένα τραγούδι την "αρπάζουν" όλοι και έτσι άρχισε η καριέρα της.

 

Βέβαια, ακολούθησε αμέσως ένας άτυχος γάμος κι ένα παιδί (όταν ήταν μόλις 16 χρονών), που όμως δεν ανέκοψαν την δισκογραφική της πορεία που αρχίζει τον επόμενο χρόνο. Τραγουδίστρια με πιο "σκληρή" και ρεμπέτικη φωνή, έγινε γρήγορα η μούσα όλων των μεγάλων συνθετών του ρεμπέτικου, όπως των: Παναγιώτη Τούντα, Κώστα Σκαρβέλη, Ιωάννη Δραγάτση ( ή Ογδοντάκη), Ευάγγελου Παπάζογλου, Κώστα Καρίπη, Μανώλη Χρυσαφάκη, Σταύρου Παντελίδη, Στέλιου Χρυσίνη, Δημήτρη Σέμση, Γρηγόρη Ασίκη, Σωτήρη Γαβαλά, Κώστα Τζόβενου και άλλων.

 

Όλοι αυτοί παίρνουν σειρά στις δισκογραφικές εταιρείες για να τραγουδίσει η Ρίτα τα τραγούδια τους. Ενδιαφέρον είναι να σκεφτούμε ότι μερικά απο τα βαριά χασικλήδικα ρεμπέτικα τραγουδήθηκαν απο υην εικοσάχρονη τότε φωνή της Ρίτας Αμπατζή. Μέχρι στιγμής έχουν εντοπισθεί 220 ρεμπέτικα και αμανέδες στην δεκαετία του '30 και ίσως άλλα τόσα δημοτικά. Είναι ένας τεράστιος αριθμός που συναγωνίζεται ακόμα και τη Ρόζα Εσκενάζυ. Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι για να είναι πολύ εμπορικότερος ένας δίσκος, οι εταιρείες έβαζαν απ' τη μια μεριά τραγούδι με τη Ρόζα και απο την άλλη με τη Ρίτα.

 

Η δισκογραφική της πορεία ανακόπτεται οριστικά με την έναρξη του πολέμου. Είναι ακόμη αδιευκρίνηστοι οι λόγοι που τόσο η Ρίτα όσο και η αδελφή της Σοφία, δεν επανεμφανίζονται στην μεταπολεμική δισκογραφία, παρά μόνο σε μερικά 45ρια μετά το '60. Κι αυτό διότι η Ρίτα Αμπατζή παρέμεινε στο πάλκο και πολύ περισσότερο στα εκτός Αθηνών μεγάλα πανηγύρια, αφού με την εκπληκτική και δυνατή φωνή της ερμήνευε καλλίτερα από κάθε άλλη--αν και Σμυρνιά-- τα δημοτικά και βλάχικα τραγούδια.

 

Μετά τον γρήγορο χωρισμό με τον πρώτο της άντρα--τον Γιάννη Τσίπαρη-- που ουσιαστικά δεν ξανασυναντήθηκε ποτέ, έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της με τον καλλιτεχνικό της συνάδελφο --που έπαιζε σαντούρι-- τον Στέλιο Κρητικό, με τον οποίο παντρεύτηκε αργότερα και κάνανε δύο παιδιά. Η Ρίτα Αμπατζή ανήκει στην κατηγορία των σοβαρών τραγουδιστριών και πάντα τραγουδούσε καθιστή στο πάλκο. Παρ' όλα αυτά σκόρπιζε με το δικό της τρόπο το κέφι και τη ζωηράδα στην παρέα και συχνά κατέβαινε για να χορέψει με τους καλούς χορευτές που συμμετείχαν στο γλέντι.

 

Τον τελευταίο καιρό πριν πεθάνει, βασανίστηκε απο την "επάρατη νόσο "που αφαίρεσε τη ζωή απο τις καλλίτερες Ελληνίδες τραγουδίστριες (Στέλλα Χασκίλ, Μαρίκα Νίνου).

 

Πέθανε στις 17 Ιουνίου του 1969.

 

+++

 

Η Σοφία Αμπατζή ή Καρίβαλη γεννήθηκε δύο χρόνια μετά την αδελφή της, την Ρίτα, στην Σμύρνη το 1916. Ήρθαν στην Ελλάδα με την μάνα τους, την Στέλλα, το ’22 με την καταστροφή χωρίς τον πατέρα τους που δεν στάθηκε τυχερός.

 

Η Ρίτα λειτουργεί σα φάρος για την αδελφή της, δείχνοντας το δρόμο που δεν είναι άλλος απ’ το τραγούδι. Το 1935 σε ηλικία 19 χρονών παντρεύεται τον Παντελή Καρίβαλη. Ένα χρόνο μετά, τον Γενάρη του 1936, έξι χρόνια μετά την πρώτη εμφάνιση της Ρίτας στην δισκογραφία, κάνει και η Σοφία το πρώτο της βήμα. Ένα βήμα βαρύ, σίγουρο και ηχηρό, δίπλα σε μεγάλα ονόματα της εποχής.

 

Με την εμπιστοσύνη και την βοήθεια του Σκαρβέλη να την οδηγεί, ηχογραφεί το δικό του ”Πια δεν με γελάς” όπου την συνοδεύει στην κιθάρα ο ίδιος και στο μπουζούκι ο Σπύρος Περιστέρης. Συνεχίζει δίπλα στο Μάρκο, κάνοντας δίδυμο και ηχογραφούν τον ”Πολυτεχνίτη” και το ”Δεν τονε θέλω μάνα μου”.

 

Με την παρότρυνση του Περιστέρη, ο Τσιτσάνης τους δίνει να ερμηνεύσουν το ”Να γιατί γυρνώ μες την Αθήνα” που κυκλοφορεί στον ίδιο δίσκο με τον ”Πολυτεχνίτη”.

 

Στις 20 Ιουνίου του 1936 ο Μάρκος ανοίγει το δικό του μαγαζί όπου εκεί έμελλε η Σοφία να γίνει η πρώτη γυναίκα τραγουδίστρια που θα ανέβαινε σε πάλκο με μπουζούκια. Και τι μπουζούκια ; Η ξακουστή τετράς του Πειραιά …Βαμβακάρης, Παγιουμτζής, Δελιάς, Μπάτης. Μαζί τους και ο άνθρωπος που τη βοήθησε όσο κανένας άλλος ο Σκαρβέλης.

 

Συνεχίζει τις ηχογραφήσεις με τραγούδια των Μάρκου, Σκαρβέλη, Τσιτσάνη, Δερέμπεη, Ασίκη, ένα του Δελιά (το ”Σαν δεν ήξευρες”) που δεν του άρεσε και το πέρασε στο όνομά του ο Τούντας και δύο του συζύγου της Παντελή.

 

Εμφανίζεται σε διάφορα κέντρα ώσπου κάποια στιγμή την αναγκάζει να σταματήσει ο άντρας της. Τελευταία δισκογραφική της εμφάνιση το 1948 με την ”Παλιοχωρίτισσα” που είναι περασμένη στο όνομά της.

 

Η Σοφία πέθανε στην Νίκαια στις 25 Οκτωβρίου του 1995.

 

Πηγή: rembetikoidialogoigmail.blogspot.com

          volos.ert.gr

 

 

 

 

 

Στελλάκης Περπινιάδης

 

 

Ο Στελλάκης Περπινιάδης γεννήθηκε στην Τήνο το 1899. Ήταν το τελευταίο παιδί της 11μελούς οικογένειας από τα οποία έζησαν μόνο τα πρώτα δυο αδέλφια, ο Ηλίας και η Ευγενία. Από το 1900 μέχρι το 1906 έζησε στην Αλεξάνδρεια, μετέπειτα μετακινήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μέχρι και το 1919, ενώ αργότερα βρίσκεται στην Σμύρνη και στην Πόλη ως στρατιώτης του Ελληνικού στρατού.

 

Ο πατέρας του δούλεψε για αρκετά χρόνια στο φούρνο του αδελφού του στον Γαλατά ενώ αργότερα μοίραζε ψωμί στα σπίτια με τη βοήθεια του μικρού Στελλάκη. Παράλληλα με το σχολείο ο μικρός Στελλάκης πήγαινε τακτικά και στην εκκλησία του Άγιου Ιωάννη των Χίων στον Γαλατά όπου έμαθε και να ψέλνει πλάι σε πολύ καλούς ψάλτες της εποχής.

 

Στην Σμύρνη έμεινε μέχρι την κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο του 1922. Με τις τραγικές μέρες της καταστροφής περνάει με τους μετανάστες στα Μεστά της Χίου (το χωριό της μητέρας του) και καταλήγει στον Πειραιά στην περιοχή της Δραπετσώνας. Μέχρι το 1925 ο Σταλλάκης Περπινιάδης εργάζεται σε χρωματοπωλείο ενώ παράλληλα συνεχίζει την ενασχόληση του ως ψάλτης.

 

Η καλλιτεχνική του καριέρα ξεκινάει με την βοήθεια του μουσικού Μ. Μαργαρώνη, που τον παρακινεί να ασχοληθεί επαγγελματικά με το τραγούδι, του αγοράζει την πρώτη του κιθάρα και του κάνει τα πρώτα του μαθήματα. Ο Στελλάκης Περπινιάδης βγαίνει γρήγορα στο μουσικό στερέωμα τραγουδώντας σε ιδιωτικές γιορτές και γνωστά καφενεία του Πειραιά και της Δραπετσώνας. Για παράδειγμα η μαρτυρία του τραγουδιστή-κιθαρίστα Γιάννη Χατζή-Αγορόπουλου θέλει τον Στελλάκη Περπινιάδη να βρίσκεται, το καλοκαίρι το 1934, στο κέντρο του Σαραντόπουλου, στη Δραπετσώνα μαζί με το Γιώργο Κάβουρα, τον Κώστα Νούρο και άλλους μουσικούς.

 

Στην συνέχεια η «κομπανία των Μικρασιατών» βρίσκεται σε κέντρο στην πλατεία της Κοκκινιάς. Σταυροδρόμι στην καλλιτεχνική του καριέρα είναι η συνάντηση του με τον Παναγιώτη Τούντα το 1929-1930. Τη περίοδο εκείνη ο Παναγιώτης Τούντας του δίνει να τραγουδήσει το «Κουκλί της Κοκκινιάς» σε δεύτερη εκτέλεση (η πρώτη ήταν με τον Κώστα Ρούκουνα), το «Στον Ποδονίφτη» και δυο αμανέδες. Τον πρώτο καιρό ο Στελλάκης Περπινιάδης θα βγάλει μερικά ακόμα τραγούδια (7 με την Odeon και 6 με την Parlophone, και στην συνέχεια θα υπογράψει με την Columbia συμβόλαιο τραγουδιστή. Προς το τέλος του 1930 ανοίγει δικό του κέντρο στα Κουνέλια Χαϊδαρίου όπου περνούν όλα τα μεγάλα ονόματα του ρεμπέτικου χώρου, μεταξύ άλλων και ο καλός του φίλος Γιώργος Κάβουρας, ο οποίος και αφήνει σε αυτό την τελευταία του πνοή από εγκεφαλικό σε ηλικία 34 ετών. Την περίοδο 1946, με την επαναλειτουργία της Columbia στον Περισσό, ο Περπινιάδης εμφανίζεται δυναμικά στην δισκογραφία συνεργαζόμενος με νεότερους συνθέτες.

 

Κατά την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία γνωρίστηκε με μεγάλους δημιουργούς όπως ο Δημήτρης Σέμσης, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Εμμανουήλ Χρυσαφάκης, ο Γιοβάν Τσαούς, ο Κώστας Καρίπης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Στέλιος Χρυσίνης, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Μιχάλης Γενίτσαρης καθώς και νεότερους (όπως ο Γιώργος Μητσάκης, ο Μανώλης Χιώτης,ο Κώστας Καπλάνης, ο Δημήτρης Σωφρονίου κ.ά), «βροντερούς» συνθέτες του ρεμπέτικου τραγουδιού. Σημαντική συνεργασία είχε και με τραγουδιστές και τραγουδίστριες όπως η Ρόζα Εσκενάζυ, η Άννα Πολίτισσα, η Ρίτα Αμπατζή, ο Στράτος Παγιουμτζής και άλλοι.

 

Στα 30 χρόνια της δισκογραφικής του σταδιοδρομίας ο Στελλάκης Περπινιάδης ηχογράφησε περίπου 400 τραγούδια. Σημαντική υπήρξε και η βοήθεια του σε πρώτες εμφανίσεις ή ξεκινήματα πολλών νέων ερμηνευτών όπως η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα Νίνου, την οποία έβαλε να τραγουδήσει το 1947 στο κέντρο «Φλώριδα» της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, κ.α.

 

Γιος του ήταν ο επίσης γνωστός λαϊκός τραγουδιστής Βαγγέλης Περπινιάδης.

 

Πεθαίνει το Σεπτέμβριο του 1977 στο σπίτι του στο Χαϊδάρι.

 

«Το κουκλί της Κοκκινιάς» - Στίχοι

 

Κλαίγω μυστικά, κουκλάκι μου

μην το μάθει ο ντουνιάς

 

κλαίγω μυστικά, κουκλάκι μου

μην το μάθει ο ντουνιάς

 

ότι για σένα λιώνω και πονώ, μικράκι μου

όμορφο κουκλί της Κοκκινιάς

 

ότι για σένα λιώνω και πονώ, μικράκι μου

όμορφο κουκλί της Κοκκινιάς

 

μ’ άναψαν φωτιά μες στην καρδιά τα κάλλη σου

πάρε με, μικρό μου, μέσα στην αγκάλη σου

 

και μες στα φιλιά θα σβήσει ο πόνος της καρδιάς

όμορφο κουκλί της Κοκκινιάς

 

μ’ ανοιξες πληγή, κουκλάκι μου

μες στα φύλλα της καρδιάς

 

μ’ ανοιξες πληγή, κουκλάκι μου

μες στα φύλλα της καρδιάς

 

και η ζωή μου σβήνει πια για σε, μικράκι μου

όμορφο κουκλί της Κοκκινιάς

 

και η ζωή μου σβήνει πια για σε, μικράκι μου

όμορφο κουκλί της Κοκκινιάς

 

μ’ άναψαν φωτιά μες στην καρδιά τα κάλλη σου

πάρε με, μικρό μου, μέσα στην αγκάλη σου

 

και μες στα φιλιά θα σβήσει ο πόνος της καρδιάς

όμορφο κουκλί της Κοκκινιάς

 

 

 

Πηγή: rebetiko.sealabs.net

          el.wikipedia.org

          youtube.com

 

 

 

Σωτηρία Μπέλλου




 

Κορυφαία τραγουδίστρια του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού.

 

Γεννήθηκε στις 22 Αυτούστου 1921 στο χωριό Χάλια της Χαλκίδας. Ήταν μέλος εύπορης οικογένειας και η μεγαλύτερη από τα τέσσερα αδέλφια της. Είχε το όνομα του αγαπημένου της παππού, Σωτήρη Παπασωτηρίου, που ήταν παπάς στο Σχηματάρι. Στο πλευρό του, «ζυμώθηκε» από μικρή με τους εκκλησιαστικούς ήχους και τη βυζαντινή μουσική.

 

Τραγουδίστρια αποφάσισε να γίνει όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο. Οι γονείς της, όμως, είχαν αντιρρήσεις κι έτσι σε ηλικία 17 ετών αποφάσισε να κατεβεί μόνη στην Αθήνα. Εκεί παντρεύτηκε τον Βαγγέλη Τριμούρα, ελεγκτή στα λεωφορεία, με τον οποίο είχε γνωριστεί όσο ήταν ακόμη στη Χαλκίδα. Ο γάμος τους κράτησε μόνο έξι μήνες και η Σωτηρία βρέθηκε στις φυλακές «Αβέρωφ», όταν στον τελευταίο τους καβγά του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο. Στο Εφετείο η ποινή της μειώθηκε από 3,5 χρόνια σε 6 μήνες και αφέθηκε ελεύθερη.

 

Το μαρτύριό της συνεχίστηκε όταν επέστρεψε στο πατρικό της στη Χαλκίδα, καθώς οι δικοί της θεωρούσαν ότι τους ντρόπιαζε. Μην αντέχοντας το καθημερινό ξύλο, αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει την τύχη της στην πρωτεύουσα. Καθώς η μέρα αυτού του ταξιδιού της συνέπεσε με την 28η Οκτωβρίου 1940, πέρασε όλη την περίοδο του πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής κάτω από δύσκολες συνθήκες και κάνοντας διάφορες δουλειές. Ανάμεσα στα άλλα, τραγουδούσε για ένα χαρτζιλίκι σε διάφορα ταβερνάκια, με μια κιθάρα που είχε αγοράσει στο μεταξύ.

 

Μετά την απελευθέρωση και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα και τις διώξεις του Εμφυλίου, όντας ενεργό μέλος του αντάρτικου, την ανακάλυψε σε μια ταβέρνα των Εξαρχείων ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη σύστησε στο φίλο του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο βάρδος του ρεμπέτικου ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να μπουν μαζί στο στούντιο.

 

Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον αξέχαστο Τσιτσάνη («Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή») την καθιέρωσε ως λαϊκή τραγουδίστρια, ενώ τα χρόνια 1948 - 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες. Μεταξύ άλλων, συνεργάστηκε με τους Γιάννη Παπαϊωάννου («Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Άνοιξε, άνοιξε»), Γιώργο Μητσάκη («Ο ναύτης», «Το σβηστό φανάρι»), Απόστολο Καλδάρα («Είπα να σβήσω τα παλιά»), Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη κ.ά.

 

Η καριέρα της γνώρισε μία κάμψη στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας '60. Από το 1966, όμως, κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους, προχωρώντας σε πρωτοποριακές συνεργασίας με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες: Μούτσης («Το φράγμα»), Σαββόπουλος («Το βαρύ ζεϊμπέκικο»), Ανδριόπουλος («Λαϊκά προάστια»), Κουνάδης («Δεν περισσεύει υπομονή»), Λάγιος («Λαός»), Ανδριόπουλος κ.ά.

 

Παράλληλα, ξανατραγούδησε παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας, καθώς και σε μεγάλες συναυλιακές και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

 

Το Μάρτιο του 1993 ήρθε αντιμέτωπη με τα πρώτα σοβαρά προβλήματα υγείας, όταν εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο «Σωτηρία» με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια και πνευμονικό εμφύσημα. Λίγο αργότερα, διαγνώστηκε ότι έπασχε από καρκίνο του φάρυγγα. Έχασε τη φωνή της και δύο ημέρες πριν τα 76α γενέθλιά της, στις 27 Αυγούστου 1997, άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/167


 

 

Το βαπόρι απ' τη Περσία – Η ιστορία του τραγουδιού.

 

7 Ιανουαρίου 1977 το μοτορσίπ "Γκλόρια" πέφτει στα χέρια των ελληνικών λιμενικών αρχών οι οποίες κατάσχουν ούτε λίγο ούτε πολύ 11 τόνους χασίς.

 

Πίσω από αυτό το επεισόδιο, που ενέπνευσε στο Βασίλη Τσιτσάνη την τελευταία μεγάλη του επιτυχία, βρίσκεται ο μυστηριώδης Κάπτεν Νικ, δηλαδή ο πλοίαρχος Νίκος Ξανθόπουλος, πρώην λαθρέμπορος, που την εποχή εκείνη συνεργαζόταν στενά με την Αμερικανική Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών.

 

Η δουλειά κλείστηκε στη Λάρνακα όταν κάποιος ναυτικός τον πλησίασε και του πρότεινε τη μεταφορά 400 σακιών επεξεργασμένης κάνναβης. Ο πλοίαρχος εισέπραξε 150.000 δολάρια προκαταβολικά, ενώ άλλα τόσα τον περίμεναν στο τέλος της διαδρομής που δεν ήταν άλλο παρά το Ρότερνταμ της Ολλανδίας.

Συνεννοημένος με τις Ελληνικές αρχές και λόγω θαλασσοταραχής επιχείρησε να περάσει μέσα από τον Ισθμό, όπου καραδοκούσε σύσσωμο το Λιμενικό Σώμα.

 

Κατασχέθηκε το επίμαχο φορτίο αξίας 4 δισ. δραχμών και συνελήφθησαν δύο Τούρκοι που επόπτευαν τη μεταφορά του, τα "μεμέτια" του τραγουδιού, ενώ ο Κάπτεν Νικ εισέπραξε αμοιβή 1.5 εκατομμυρίου δραχμών.

 

Ο Τσιτσάνης απαθανάτισε το επεισόδιο στο γνωστό μας "Βαπόρι απ΄την Περσία", το οποίο δεν βρήκε φιλοξενία στα ερτζιανά επειδή η δικαστική εξουσία της χώρας το στοχοποίησε ως άσμα που παρωθεί στη χρήση ναρκωτικών. Τουλάχιστον σήμερα ξέρουμε ότι το καράβι δεν προερχόταν από την Περσία αλλά από το Λίβανo και πήγαινε να πιάσει λιμάνι στο Ρότερνταμ ή κατ' άλλους στην Αμβέρσα του Βελγίου.

 

Οι στίχοι του τραγουδιού:

 

Το βαπόρι απ' την Περσία

Το βαπόρι απ' την Περσία
πιάστηκε στην Κορινθία
Τόννοι έντεκα γεμάτο
με χασίσι μυρωδάτο

Τώρα κλαίν' όλα τ' αλάνια
που θα μείνουνε χαρμάνια

Βρε κουρνάζε μου τελώνη
τη ζημιά ποιός τη πληρώνει
Και σ' αυτή την ιστορία
μπήκαν τα λιμεναρχεία

Τώρα κλαίν' όλα τ' αλάνια
που θα μείνουνε χαρμάνια

Ήταν προμελετημένη
καρφωτή και λαδωμένη
Δυο μεμέτια, τα καημένα,
μεσ' στο κόλπο ήταν μπλεγμένα

 

Πηγή: fosonline.gr

 

 

Ελληνικά φαγητά που χάνονται στο πέρασμα των χρόνων

 

Προλάβατε την περίφημη μπομπότα; Η δική σας η γιαγιά σάς έφτιαχνε ζαχαρόψωμο; Τα Χριστούγεννα τρώγατε τσιγαρίδες;

 

Όχι να το παινευτούμε ως χώρα, αλλά η ελληνική κουζίνα – πέρα από το ότι είναι πλούσια σε επιλογές – έχει γεύσεις ασυναγώνιστες, που ενθουσιάζουν τον ουρανίσκο. Και δεν είναι μόνο τα κλασικά φαγητά (μουσακάς, γεμιστά, σουβλάκι, που ζητάνε σαν τρελοί και οι τουρίστες), αλλά και πολλές, πολλές άλλες επιλογές που όρεξη να έχεις να τις ανακαλύψεις και να τις μαγειρέψεις.

 

Υπάρχουν ή μάλλον υπήρχαν και συνταγές που μεγάλωσαν γενιές και γενιές και στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, αλλά και σε εποχές φτώχειας κρατούσαν χορτάτες τις οικογένειες και στήλωναν τους άντρες που πήγαιναν στα χωράφια.

 

Μιλάμε για φαγητά παλιά, ελληνικά, κυρίως της επαρχίας, που είναι γνωστά στις νεότερες γενιές (στη σημερινή είναι λέξεις άγνωστες) και ως τα «φαγητά της γιαγιάς».

 

Αν έχεις μεγαλώσει σε επαρχία ή ζούσε η γιαγιά σου στην επαρχία, όλο και θα σου έφτιαχνε κάποια από τα φαγητά που έδινε εκείνη στα δικά της παιδιά και στομώνανε. Αυτά, λοιπόν, τα φαγητά σήμερα είτε δεν υπάρχουν καθόλου, αφού χάθηκαν στον χρόνο, είτε τα φτιάχνουν σε κάποιες περιοχές, αλλά η σκόνη της λησμονιάς είναι έτοιμη να τα καλύψει και αυτά.

 

Βέβαια, εδώ που τα λέμε, κάποια από αυτά ήταν σωστές «βόμβες» για την υγεία και τα δόντια, όπως το ζαχαρόψωμο. Κι έτσι τώρα που οι διατροφικές συνήθειες έχουν αλλάξει, αυτά πήραν τη θέση τους στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Αλλά ας δούμε παρακάτω κάποια από αυτά τα ξεχασμένα «φαγητά της γιαγιάς».

 

Μπομπότα

Την έχεις σίγουρα ακούσει, ίσως και να την χρησιμοποιείς σε διάφορες εκφράσεις, αλλά ενδεχομένως να μην την έχεις δοκιμάσει ποτέ. Είναι η περίφημη μπομπότα ή αλλιώς η «πίτα των φτωχών». Έχει συνδεθεί με τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, ενώ συνέχιζε να υπάρχει στα ελληνικά τραπέζια και για τα επόμενα χρόνια, αλλά σιγά σιγά άρχισε να ξεχνιέται. Για να επιστρέψει, όμως, τελευταία με νέες εκδοχές.

Ωστόσο, η παλιά, η κλασική η μπομπότα ήταν ένα είδος ψωμιού που υπήρχε σε πολλά φτωχικά σπίτια, που δεν είχαν σταρένιο αλεύρι. Στην πραγματικότητα ήταν χυλός καλαμποκάλευρου με αλατισμένο νερό και λάδι, ενώ αν ήθελαν (και υπήρχε) πρόσθεταν σε αυτόν κι ένα αυγό. Την έψηναν στη γωνιά (όπως έλεγαν οι παλαιοί) στο τζάκι ή στο φούρνο, αφού πρώτα την τύλιγαν με φύλλα κουτσουπιάς ή καρυδιάς και τη σκέπαζαν με ζεστή στάχτη και θράκα.

 

Τσιγαρίδες

Στα χωριά όταν έσφαζαν το χοιρινό, έπαιρναν μικρά κομμάτια λίπους, τα έβραζαν σε καζάνια με νερό και αλάτι και κατόπιν τις αποθήκευαν και μπορούσαν να τις καταναλώνουν μέχρι και έναν χρόνο. Οι τσιγαρίδες μπορείς να πεις ότι ήταν το… μπέικον της εποχής, αφού έμοιαζαν αρκετά οπτικά, αλλά τις χρησιμοποιούσαν κυρίως ως μεζέ σε γιορτές, γλέντια ή τα Χριστούγεννα σε πολλές περιοχές.

 

Ζαχαρόψωμο

Διάσημο πρωινό ή απογευματινό σνακ των παιδικών μας χρόνων. Μία βρεγμένη φέτα ζυμωτό ψωμί πασπαλισμένο με μπόλικη ζάχαρη για φουλ ενέργεια. Και φουλ ζημιά στα δόντια. Είχε και παραλλαγές και μαζί με τη ζάχαρη πασπάλιζαν και κακάο. Άλλη μία επιλογή ήταν φέτα ψωμί (όχι βρεγμένη) στην οποία άλειβαν ζαχαρούχο γάλα.

 

Ρεβιθόψωμο

Όπως έλεγε και η γιαγιά μου, «με το ρεβιθόψωμο στηλώναμε στην Κατοχή». Που σημαίνει ότι ήταν ιδιαίτερα θρεπτικό και χόρταινε η οικογένεια. Το ρεβιθόψωμο φτιαχνόταν με ρεβίθια, αλεύρι και λίγο λάδι.

 

Κλωτσοτυρόπιτα

Σήμερα, τη συναντάς κυρίως σε περιοχές της Ηπείρου. Φτιάχνεται από πρόβειο ή κατσικίσιο γάλα ανακατεμένο με κολοκύθι και καλαμποκάλευρο. Παλαιότερα, όμως, ήταν ιδιαίτερη δημοφιλής ως πίτα, με την οποία χόρταινε ολόκληρη η οικογένεια. Μάλιστα, έπαιρναν μαζί και στα χωράφια για να τους «κρατάει» στην επίπονη δουλειά.

 

Χτυπητό αυγό

Ως παιδί δεν γίνεται να μην έχεις δοκιμάσει χτυπητό (ή χτυπημένο) αυγό. Το τρώγαμε μετά μανίας, κυρίως τα απογεύματα. Πώς φτιαχνόταν; Έπαιρναν τον κρόκο ενός ωμού αυγού και το χτυπούσαν καλά με μία κουταλιά της σούπας. Αν ήθελες, πρόσθεταν και λίγο κακάο.

 

Η κουλούρα της νύφης

Στην πραγματικότητα πρόκειται για έθιμο, που μέχρι και πριν κάποια χρόνια ήταν αρκετά διαδεδομένο σε πολλές περιοχές της χώρας. Σήμερα, κουλούρα του γάμου φτιάχνουν, κυρίως οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, που θέλουν να τηρούν το έθιμο που τους έμαθαν η γιαγιά και η μαμά. Τι είναι η κουλούρα της νύφης; Πρόκειται για ψωμί σε σχήμα κουλούρας, που είναι στολισμένη με διάφορα σχέδια που έχουν τον ιδιαίτερο συμβολισμό τους: τα σταφύλια για παράδειγμα συμβολίζουν την παραγωγικότητα, τα λουλούδια τον βίο ανθόσπαρτο του ζευγαριού και πάει λέγοντας. Την αποκαλούν η «κουλούρα της νύφης», επειδή την φτιάχνει το σόι της νύφης και την προσφέρει την ημέρα του γάμου, όταν ενώνονται τα δύο σόγια.

 

Κουκιά

Τα κουκιά δεν είναι προς εξαφάνιση, εννοείται. Ίσα ίσα, διατροφικά έχουν αρκετά πολύτιμα στοιχεία. Ωστόσο, ως τρόφιμο συνδέονται με διάφορες αλλεργίες, ενώ μπορεί να δημιουργήσουν πρόβλημα σε άτομα που έχουν διαπιστωμένη ανεπάρκεια ενζύμου G6PD. Γενικά, τα κουκιά οι παλαιότεροι τα είχαν «δαιμονοποιήσει» σε μεγάλο βαθμό και δεν επέτρεπαν στα παιδιά να φάνε. Θυμάμαι τους δικούς μου να τρώνε κουκιά ή φάβα από κουκιά κι εμάς δεν μας άφηναν καν να δοκιμάσουμε γιατί θα… παθαίναμε αλλεργία. Κι επειδή μου είχαν κάνει τέτοια «πλύση», δεν έχω φάει ποτέ στη ζωή μου κουκιά, μιας και στην άκρη του μυαλού μου υπάρχει αυτός ο φόβος. Και όπως φαίνεται, στην ίδια θέση είναι και άλλοι πολλοί, που είτε δεν έχουν δοκιμάσει ποτέ κουκιά είτε τα αποφεύγουν γενικότερα. Έτσι, ως φαγητό δεν είναι από τα ιδιαίτερα γνωστά ή από αυτά που μαγειρεύουν συχνά. Παραμένει, όμως, δημοφιλής και αξεπέραστη η φράση… «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω».

 

Βραστογαλιά ή βραστόγαλο

Αυτό και αν έχει συνδεθεί με τα παιδικά χρόνια στο χωριό, το καλοκαίρι, αφού ήταν το πρωινό για πολλά παιδιά. Αλλά και για τους μεγάλους, πριν φύγουν για τα χωράφια. Η βραστογαλιά είναι βρασμένο κατσικίσιο γάλα (ή πρόβειο) με αλάτι, το οποίο έριχνες σε μια γαβάθα και έτριβες σε αυτό μπόλικο ζυμωτό ψωμί.

 

Ψωμοκεφτέδες

Η μαγειρική θέλει φαντασία. Και ακόμα και τις εποχές που δεν υπήρχαν λεφτά για πολλά υλικά, ακόμα και με τα λιγοστά που είχαν στην κουζίνα τους, οι νοικοκυρές δημιουργούσαν. Και μία από αυτές τις δημιουργίες ήταν και οι ψωμοκεφτέδες, που σήμερα τους φτιάχνουν όσες έχουν τη συνταγή της γιαγιάς. Περί τίνος πρόκειται; Για κεφτέδες μπαγιάτικου ψωμιού με τυριά που είχαν στη διάθεσή τους. Τους έπλαθαν και κατόπιν τους τηγάνιζαν και ήταν νοστιμότατοι.

 

Σταρόζουμο

Παλαιότερα, που έφτιαχναν τους δίσκους με τα κόλλυβα για το νεκρό στα σπίτια, το σταρόζουμο έκανε… θραύση. Το στάρι που πάντα περίσσευε, το έπαιρναν και το έβραζαν ξανά μέχρι να γίνει μία πηχτή σούπα. Μετά το έβαζαν σε γαβάθες και πρόσθεταν ζάχαρη, λίγη κανέλλα (αν ήθελαν) και 2 με 3 κουταλιές της σούπας κόκκινο κρασί. Αυτή η εκδοχή ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην Πελοπόννησο, ενώ σήμερα αρκετοί το φτιάχνουν και τη Μ. Παρασκευή. Απλά, δεν είναι τόσο δημοφιλές όσο παλαιότερα.

 

Πηγή: newsbeast.gr 


Αλεξάνδρα: Η ιστορία της θλιμμένης πριγκίπισσας που έδωσε το όνομά της σε μία από τις πιο γνωστές λεωφόρους της Αθήνας

 

Η αλήθεια είναι πως πάρα πολλοί δρόμοι ή δημόσια κτίρια φέρουν τιμητικά το όνομα κάποιου γνωστού προσώπου. Οι ιστορίες του και ο λόγος που πήραν το όνομα, άλλοτε είναι γνωστές και άλλοτε άγνωστες στον πολύ κόσμο. Αλήθεια, πόσοι γνωρίζουν για ποιο λόγο ονομάστηκε «Αλεξάνδρα» η γνωστή και πολυσύχναστη λεωφόρος των Αθηνών;

Όπως και άλλοι λεωφόροι (Αμαλίας, βασιλίσσης Σοφίας, Όλγας κ.α.), το όνομα προέρχεται από μέλος βασιλικής οικογένειας. Όμως, η περίπτωση της Αλεξάνδρας είναι ξεχωριστή και η ιστορία της πριγκίπισσας είναι τραγική. Άλλωστε, η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα – που έδωσε το όνομά της στη λεωφόρο αλλά και στο γνωστό νοσοκομείο/μαιευτήριο -  υπήρξε η «αγαπημένη κόρη των Αθηνών». Και ο θάνατός της το 1891 σκόρπισε «απερίγραπτη θλίψη» στους Έλληνες, όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής.

Η όμορφη πριγκίπισσα

Η Αλεξάνδρα γεννήθηκε στις 30 Αυγούστου του 1870 στη βασιλική έπαυλη Μον Ρεπό της Κέρκυρας. Ήταν το τρίτο από τα οκτώ συνολικά παιδιά του Βασιλιά Γεωργίου Α’ και της Βασίλισσας Όλγας και αδελφή του μετέπειτα Βασιλιά Κωνσταντίνου Α'. Μάλιστα, ως πρωτότοκη κόρη της βασιλικής οικογένειας που ήταν, της αποδόθηκε ο τίτλος της «Πριγκίπισσας της Ελλάδος».

Η Αλεξάνδρα, όμως, ήταν και πάρα πολύ όμορφη: ξανθιά, με καταγάλανα μάτια. Όλοι μιλούσαν για την ομορφιά της, για την οποία θα μπορούσαν να γραφτούν ακόμα και παραμύθια. Η πριγκίπισσα μεγάλωσε στην Αθήνα και υιοθέτησε πλήρως τα ήθη, έθιμα και παραδόσεις.

Όμως, ο κόσμος δεν είχε να λέει μόνο για την ομορφιά της. Η ευγενική της ψυχή ήταν εξίσου όμορφη και λένε πως η νεαρή πριγκίπισσα είχε φίλες κι εκτός παλατιού. Έτσι, δεν άργησαν να της αποδώσουν σύντομα και τον τίτλο της «αγαπημένης κόρης των Αθηναίων».

Όταν η πριγκίπισσα έγινε 19 χρόνων, το Παλάτι αποφάσισε να την παντρέψει με τον μεγάλο δούκα της Ρωσίας, Παύλο, ο οποίος ήταν πρώτος ξάδελφος της μητέρας της και μικρότερος αδελφός του τότε τσάρου Αλέξανδρου. Η Αλεξάνδρα δεν έφερε αντίρρηση και με βαριά καρδιά αναγκάστηκε να αποχωριστεί την αγαπημένη της Ελλάδα.

Ο γάμος και ο τίτλος της «θλιμμένης πριγκίπισσας»

Τα νέα των πριγκιπικών γάμων έκαναν τον γύρο της Ευρώπης και όλοι μιλούσαν για την όμορφη πριγκίπισσα που θα παντρευτεί τον μεγάλο δούκα. Στη Ρωσία υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό το γαλαζοαίματο συνοικέσιο, μιας και για τους Ρώσους, η Αλεξάνδρα ήταν η ορθόδοξη πριγκίπισσα που παντρεύτηκε Μέγα Δούκα μετά τη Σοφία Παλαιολόγου, τη σύζυγο του Ιβαν Γ΄ Βασιλίεβιτς, που βασίλευσε τέλη 16ου-αρχές 17ου αιώνα.

Στην Ελλάδα, πάλι, το κλίμα ήταν εντελώς διαφορετικό. Το γεγονός ότι η αγαπημένη τους Αλεξάνδρα θα έφευγε για τη Ρωσία, σκόρπισε θλίψη και αυτή αποτυπώθηκε και στον Τύπο της εποχής μέσα από θλιβερούς τίτλους.

Αλλά και η ίδια η πριγκίπισσα μόνο χαρούμενη δεν ήταν για τον γάμο. Ήξερε πως δεν μπορούσε να αρνηθεί το συνοικέσιο και ο αποχωρισμός της από την πατρίδα, τής ήταν πολύ δύσκολος. Ιδιαίτερα δύσκολη αποδείχθηκε και η νέα ζωή της στην Αγία Πετρούπολη, την οποία δε μπορούσε να συνηθίσει.

Η θλίψη ήταν μονίμως ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, αποδίδοντάς της έτσι ανεπίσημα τον τίτλο της «θλιμμένης πριγκίπισσας». Όμως, η Αλεξάνδρα ήταν ιδιαίτερα δραστήρια σε κοινωνικό επίπεδο και δεν άργησε να κατακτήσει και τις καρδιές των Ρώσων.

Το τραγικό τέλος

Η Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας (αυτός ήταν ο νέος επίσημος τίτλος της) και ο σύζυγός της έναν χρόνο μετά υποδέχτηκαν την κόρη τους, Μαρία. Λίγους μήνες μετά, έμεινε και πάλι έγκυος, με το Παλάτι να περιμένει με αγωνία τον ερχομό του διαδόχου αυτή τη φορά.

Κι ενώ φαίνονταν πως όλα πήγαιναν καλά, η μοίρα είχε γράψει το δικό της τραγικό παιχνίδι. Στη διάρκεια της γέννας του γιου της Ντιμίτρι έπαθε εκλαμψία και λίγες ώρες αργότερα άφησε την τελευταία της πνοή. Ήταν 24 Σεπτεμβρίου το 1891 και η πριγκίπισσα Αλεξάνδρα ήταν μόλις 21 ετών.

Τα τραγικά νέα σκόρπισαν θλίψη στη Ρωσία και βύθισαν στο πένθος την Ελλάδα. «Ο θάνατός της εις την Ελλάδα επροξένησε απερίγραπτον θλίψιν, ίσως δε ουδεμία τοιαύτη υπήρξε βαθυτέρα και γενικοτέρα αυτής», έγραψε χαρακτηριστικά ο Θ. Βελλιανίτης.

Ο Τύπος της εποχής, επίσης, έγραφε για την τραγική απώλεια. «Όλα τα δημόσια καταστήματα, όλαι σχεδόν αι οικίαι, αι εταιρείαι, αι τράπεζαι, τα φιλανθρωπικά καταστήματα, το Πανεπιστήμιον, η οικοδομούμενη βιβλιοθήκη, τα ξενοδοχεία, όπου κι αν υπήρχε μια οικία, μία καλύβη και είχε μίαν σημαίαν, την είχε στήσει κεκαλυμμένην με πένθος, με καμμίαν εικόνα της βασιλοπούλας, με κανένα κεράκι να καίη πλησίον της και να καπνίζη ολίγο λιβάνι», ανέφερε η Ακρόπολις.

Έδωσαν το όνομά της σε δρόμους, πλατείες και στο μαιευτήριο

Προς τιμήν της αδικοχαμένης πριγκίπισσας, το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων αποφάσισε να δώσει το όνομά της στον δρόμο που συνέδεε το κέντρο της πόλης με τους Αμπελόκηπους. Και κάπως, έτσι, γεννήθηκε η πολυσύχναστη σήμερα, λεωφόρος Αλεξάνδρας.

Επίσης, ο Δήμος Πειραιώς έδωσε το όνομά της στην πλατεία στο άκρο του λιμανιού Ζέας (Πασαλιμάνι), ενώ «Γέφυρα Αλεξάνδρας» ονομάστηκε η σωζόμενη μέχρι σήμερα γέφυρα στο Θησείο. Επιπλέον, με πρωτοβουλία του πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Παύλου Ιωάννου, αποφασίστηκε και η ανέγερση Νοσοκομείου στη μνήμη της.

Στο Μαιευτήριο Αλεξάνδρα (τώρα Γενικό Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) στην Αθήνα έδωσε το όνομά της, προς μνήμην της, ο ανιψιός της Βασιλιάς Παύλος. Το Μαιευτήριο συνδέθηκε με το Πανεπιστήμιο Αθηνών με ειδική αρμοδιότητα στην έρευνα και την καταπολέμηση της μητρικής θνησιμότητας μετά τον τοκετό.

Πηγή: newsbeast.gr



Τρελέ τσιγγάνε: Η ιστορία πίσω από το τραγούδι


Το ρεμπέτικο αυτό τραγούδι που θεωρείται από τα κλασικά του είδους, έχει για ήρωα ένα υπαρκτό πρόσωπο. Ο τρελλός τσιγγάνος υπήρξε στη ζωή της δημιουργού του τραγουδιού, Ιωάννας Γεωργακοπούλου, που σε συνέντευξή της στα Νέα και στον Πάνο Γεραμάνη το 1997 αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Ήταν αντάρτης του ΕΛ.Α.Σ. που όπως λέει η ίδια στη συνέντευξη «αγωνίστηκε κι αυτός για την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους Γερμανούς κατακτητές. Δυστυχώς, όμως, πλήρωσε με τη ζωή του. Εκτελέστηκε από τα Ες-Ες. Ήταν ο αληθινός ήρωας του τραγουδιού που έγραψα στα τέλη του 1943».

Ο Πάνος Γεραμάνης αναφέρει: «Η Γεωργακοπούλου, όταν θυμάται τον αληθινό ήρωα του θρυλικού τραγουδιού, δακρύζει. Δεν θέλει να πει άλλα λόγια, εκτός μία κουβέντα: «Ήταν όμορφος και ρομαντικός». Και άρχισε να ψιθυρίζει τα λόγια του τραγουδιού. «Τρελλέ Τσιγγάνε, για πού τραβάς μέσα στη νύχτα μόνος, πού πας ο χωρισμός σου είναι καημός μέσ’ στην καρδιά μου παντοτινός»

Το τραγούδι αυτό είναι συνδεδεμένο και με άλλες ιστορίες, που έχουν να κάνουν με την έριδα ανάμεσα στην Ιωάννα Γεωργακοπούλου και τον Βασίλη Τσιτσάνη. Έριδα για την πατρότητα του τραγουδιού. Πολλά έχουν γραφεί, πολλοί έχουν μιλήσει, για πολλά χρόνια το «Τρελλέ τσιγγάνε» το διεκδικούσαν και οι δύο, αλλά τελικά το τραγούδι κατοχυρώθηκε στην Ιωάννα Γεωργακοπούλου που είπε σχετικά στη συνέντευξή της: «Ο Τσιτσάνης τό ‘παιξε με το μπουζούκι του και συμπλήρωσε την εισαγωγή πάνω στη δική μου μελωδία. Αργότερα, ο Μάνος Χατζιδάκις, που έγραψε τη μουσική για τη θρυλική ταινία «Στέλλα» και συνεργάστηκε με τον Τσιτσάνη στο τραγούδι «Αγάπη πού ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», χρησιμοποίησε πάλι τη μελωδία του «Τρελλού Τσιγγάνου».

Στο πέρασμα των χρόνων η Ιωάννα Γεωργακοπούλου δεν έμενε σε αυτήν την κόντρα και αναγνώριζε πάντα την αξία του Βασίλη Τσιτσάνη: «Παρά την κόντρα της με τον Τσιτσάνη, η Γεωργακοπούλου λέει πάντα καλά λόγια και σήμερα υποστηρίζει ότι ο μεγάλος λαϊκός βάρδος αντιστάθηκε και πάλεψε με τη γνήσια μουσική του σε μια δύσκολη εποχή» αναφέρει ο Πάνος Γεραμάνης.

Η Ιωάνννα Γεωργακοπούλου ήταν μια σπουδαία τραγουδίστρια που ξεκίνησε να δουλεύει από 16 χρονών και συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους του ρεμπέτικου, του νησιώτικου και του ελαφρολαϊκού τραγουδιού. Τούντας, Στελλάκης, Περπινιάδης, Μάρκος, Στράτος, Τσαουσάκης, Τσιτσάνης, Χιώτης, Μητσάκης, Μπέμπης, Γούναρης και τόσοι άλλοι, βρέθηκαν μαζί της στο πάλκο και στη δισκογραφία αφήνοντάς μας εξαιρετικά κομμάτια που τραγουδιούνται μέχρι σήμερα. Η Ιωάννα ξεκινώντας την καριέρα της προπολεμικά ερμήνευσε συνολικά πάνω από 1.000  τραγούδια, με χαρακτηριστικά τη «Γερακίνα», την «Ψαροπούλα» το εξαιρετικής ερμηνείας «Αργοσβήνεις μόνη».
Η ίδια συνέθεσε στίχους και μουσική στα «Τρελέ τσιγγάνε», «Σ’αγαπώ», «Φυσάει ο μπάτης», «Εξωτικές σειρήνες», πράγμα για το οποίο αισθανόταν πάντα περήφανη.

Γεννήθηκε το 1920 στον Πύργο Ηλείας και στα δύο της χρόνια έχασε τον πατέρα της. Μετακόμισαν στην Αθήνα με τη μητέρα της και τα αδέρφια της σ’ ένα σπίτι στα Θυμαράκια, επί της Λιοσίων. Η μητέρα της δούλευε όπως λέει η ίδια «σαν παραδουλεύτρα όπου έβρισκε, για να μας εξασφαλίσει το καθημερινό φαγητό». Η ίδια από τα 8 της συμμετείχε στην παιδική χορωδία του Αγίου Παύλου, όπου έψελναν τις Κυριακές. Εκεί την άκουσε η Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, τραγουδίστρια και μούσα του Αττίκ, που της άνοιξε την πρώτη πόρτα στην επαγγελματική μουσική.

Η πορεία της μέχρι να καθιερωθεί είχε σκαμπανεβάσματα αλλά τελικά η Ιωαννα Λυκιαρδοπούλου πετυχαίνει να γίνει μία από τις πιο σπουδαίες φωνές του ελληνικού τραγουδιού. Τραγουδούσε πάντα και προς το τέλος της ζωής της σε μικρότερους χώρους, ενώ συνεργαζόταν μ‘ έναν πιστό του ρεμπέτικου τραγουδιού, τον Γιάννη Λεμπέση, τον οποίο εκτιμούσε και ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη. 

«Θα τραγουδώ μέχρι τη στερνή μου ώρα. Ακόμη και στο σπίτι μου, όταν μένω μόνη, τραγουδώ παλιά τραγούδια μου κι ό, τι μου ‘ρθει εκείνες τις στιγμές», έλεγε η Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Έφυγε από τη ζωή το 2007 σε ηλικία 87 ετών γεμάτη από εμπειρίες, μουσική, ζωή και αφήνοντάς μας για πάντα τον «Τρελλό Τσιγγάνο».


Στίχοι:

Τρελέ τσιγγάνε, για που τραβάς
μέσα στη νύχτα μόνος πού πας
ο χωρισμός σου είναι καημός
μες στην καρδιά μου παντοτινός


Τι φεύγεις μόνος και βιαστικός
σα να `σουν ξένος περαστικός
σκλάβα σου μ’ έχεις παντοτινά
πάρε κι εμένα στα μακρινά


Τρελέ τσιγγάνε τι με κοιτάς
έρημη μόνη με παρατάς
πάμε τσιγγάνε, πριν την αυγή
θα `ρθω μαζί σου και όπου βγει



Πηγή: pagenews.gr  
          greeklyrics.gr








Δελιάς: «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» και ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια
(Του Κώστα Μπελιά)



Ο Ανέστος Δελιάς ή Ανέστης ή Ανεστάκι, γνωστός και με το παρατσούκλι Αρτέμης. Tο πραγματικό όνομά του ήταν Αναστάσιος Δέλλιος, (1912 - 31 Ιουλίου 1944). Οργανοπαίκτης, συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, σημαντική ενότητα του ρεμπέτικου τραγουδιού, «ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια», όπως είχε πει γι' αυτόν ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Το ρεμπέτικο του χρωστά πολλά όπως το «Μέσα στης Πόλης το χαμάμ» (ή Το χαρέμι στο χαμάμ) που ηχογραφήθηκε το 1935 σε αυθεντικές εκτελέσεις με τον Παγιουμτζή, τον Παπαϊωάννου, αλλά και πολλούς άλλους. Άλλα τραγούδια του ήταν η «Αθηναίισσα», «Έκανες τη φιγούρα σου μάγκα στη γειτονιά μου», «Για ένα παλιό σακάκι», «Δεν είδανε τα μάτια μου τέτοια καλή γυναίκα», «Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Ο πόνος του πρεζάκια», «Ο Νίκος (Μάθεσης) ο Τρελλάκιας», «Όταν μπουκάρω στον τεκέ», «Πάρε ένα γυαλί και κόψε το λαιμό σου», «Η πρέζα», «Βρε μάγκα μου το μαχαίρι σου» (ή Το κουτσαβάκι), «Φιγουρατζής» κ.α..
Γιος φημισμένου σαντουρίστα -Παναγιώτης Δέλλιος από τη Μικρά Ασία με το προσωνύμιο Μαύρος Γάτος-, ανιψιός λαϊκού βιολιστή -Μιχάλης Δέλλιος- γεννήθηκε το 1912 στη Σμύρνη. Στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Δραπετσώνα ήρθε το 1920.

Μικρός έπαιζε κιθάρα αλλά περίπου το 1930 ο Βαμβακάρης του έμαθε το μπουζούκι. Ο Βαμβακάρης γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Ο Δεληάς ήταν ένα παιδάκι και κα­θόταν εκεί στο Καστράκι, εκεί που καθόνταν οι πρόσφυγες. Εκεί υπήρχανε όλοι οι τεκέδες. Επηγαίναμε κι αυτός λοιπόν ετραβιότανε με τους τεκέδες κι έπαι­ζε κατ' αρχήν κιθάρα. Εγώ τον έβαλα μπροστά να μάθει μπου­ζούκι, κι όπως και έμαθε. Αυτός ήταν πολύ καλό παιδί αλλά τον έφαγε η πρέζα. Εμείς τότε δεν τον εζυγώναμε».

Το 1934, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη δημιούργησαν την πρώτη επίσημη ρεμπέτικη κομπανία στην Ελλάδα. Ήταν η «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Πρωτοέπαιξαν στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά, το καλοκαίρι του 1934.

Πέθανε στις 31 Ιουλίου του 1944 από υπερβολική δόση ηρωίνης στη διάρκεια της Κατοχής σε νεαρή ηλικία, περίπου 32 ετών. Τον βρήκαν νεκρό σε ένα καροτσάκι, έξω από τον τεκέ του Ντανάκουλη στο Μεταξουργείο, έχοντας στα χέρια του το μπουζούκι του και αφήνοντας πίσω του ελάχιστα ηχογραφημένα τραγούδια. Όπως ο Γιώργος Μπάτης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Γιοβάν Τσαούς και άλλοι ρεμπέτες που σταμάτησαν το 1937 να ηχογραφούν, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς επέβαλε λογοκρισία, την οποία δεν μπορούσαν να ανεχθούν.

Ο Δελιάς παρασύρθηκε στην ηρωίνη από τη φιλενάδα του Κούλα με το παρατσούκλι Σκουλαρικού, γυναίκα από τις κακόφημες συνοικίες των Βούρλων. Παρά τις επίμονες προσπάθειες των φίλων του, δεν κατάφερε να απεμπλακεί.

Ο Στέλιος Κερομύτης (Κηρομύτης) ή «Μπούμπης» ή «Αριστοκράτης», ρεμπέτης, τραγουδιστής, και οργανοπαίκτης -κυρίως τρίχορδο μπουζούκι- της εποχής είχε περιγράψει τη σχέση τους μιλώντας στον Λευτέρη Παπαδόπουλο στο βιβλίο «Να συλληφθεί το ντουμάνι» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004): «Όπως κοιμότανε λοιπόν ο Ανέστης μαζί της, να πούμε, τώρα τον εγουστάριζε βέβαια, ήθελε να τον κάνει κτήμα της. Του έκανε ένα γιουχ, δηλαδή όπως παίρνουμε ένα χαρτί, να πούμε, το στρίβουμε και το κάνουμε σαν χωνάκι, έτσι όπως το τσιγάρο. Του ‘βαζε λοιπόν την πρέζα στο χωνάκι. Αυτός κοιμότανε, να πούμε, αυτή παρακολουθούσε την αναπνοή του. Με το που έκανε να αρχίσει να κοιμάται, του ‘βαζε το χωνάκι.
Έτσι την έπαιρνε την πρέζα αυτός. Mία, δύο, τρεις, πέντε. Δεν το καταλάβαινε. H ηρωίνη τώρα, αν την πιεις πέντε φορές, τσιμπήθηκες. Tην άρπαξες. Την τέταρτη φορά, λοιπόν, σηκώθηκε, κρυάδες, κομάρες, ρίγους, η κοιλιά του τον πόναγε».
«Μου το είχε πει ο ίδιος εμένα, μετά. Της λέει, ρε συ Κούλα, της λέει, τι έχω, δεν ξέρω τι έχω, τρέμω, ξέρω γω. Ρίξε μου ρούχα απάνω μου. Μπα, τίποτα δεν έχεις, λέει, θα σου δώκω, λέει, μια σκόνη, λέει, που είναι, λέει, για τις κρυάδες, λέει, γι’ αυτά. Μόλις την ήπιε, ουπ, έγινε στα γρήγορα καλά. Την άλλη μέρα άρρωστος πάλι. Σου λέει, ας πιω άλλη μια ψιλούλα μήπως γίνω πάλι καλά. Και αυτό ήτανε, Λευτέρη μου. Μία, δύο, τρεις, τον έκανε πρεζάκια».

Ο Δελιάς, το 1938 εξορίστηκε στην Ίο ως τοξικομανής. Με την προτροπή όμως του επίσης εξόριστου στην Ίο, Γενίτσαρη θα ξεμπλέξει από την ηρωίνη. Στήριγμά του η, ερωτευμένη μαζί του, Νταίζη Σταυροπούλου, μια εξαιρετική φωνή της εποχής. Την φώναζαν και «θηλυκός Στράτος» διότι η φωνή της έμοιαζε με του Στράτου Παγιουμτζή, κι αυτό τον εξόργιζε.

Όταν ο Δελιάς γύρισε από την εξορία πήγε με τη Νταίζη Σταυροπούλου στη Θεσσαλονίκη. Δούλεψε εκεί για μικρό διάστημα και τελικά επέστρεψε στην Αθήνα και στην ηρωίνη. Με τη βοήθεια του Παγιουμτζή και του Γκόγκου κατάφερε και πάλι να την κόψει, αλλά για λίγο. Με τον ξάδελφό της, το Μήτσο τον Καρυδάκια και τη φιλενάδα του Μαριάνθη βρέθηκε κάποιο βράδυ στη μάντρα του Σαραντόπουλου κι εκεί γνώρισε τον Δελιά. Τη βραδιά εκείνη περιέγραψε η ίδια στον μουσικό ερευνητή Κώστα Χατζηδουλή (περιοδικό Λαϊκό Τραγούδι): «Μου είπανε να είμαι πολύ προσεκτική, όταν θα μπαίναμε στο μαγαζί. Να μην κοιτάω ούτε δεξιά ούτε αριστερά, παρά μόνο μπροστά κατευθείαν στο πάλκο, γιατί οι άντρες που πήγαιναν εκεί ήταν ζόρικοι, πολύ σκληροί και ψόφαγαν για παρεξήγηση. Με κοίταζε ο Ανέστης, τον κοίταζα κι εγώ… Και τότε ερωτευθήκαμε ο ένας τον άλλο…».

Πηγή: fosonline.gr





Βασιλικός ο αρωματικός. 








Γιατί οι αρχαίοι Έλληνες τον θεωρούσαν καταραμένο, ενώ οι Χριστιανοί φυτό του Σταυρού και μεγάλη ευλογία. Το έφερε ο Μέγας Αλέξανδρος από τις Ινδίες 


Ένα γνωμικό αναφέρει πως «όπου φυτρώνει βασιλικός δεν φυτρώνει το κακό». Το συγκεκριμένο βότανο έχει συνδεθεί με τη χριστιανική παράδοση καθώς η παράδοση αναφέρει ότι φύτρωσε στο σημείο που ήταν θαμμένος ο σταυρός, όπου είχε σταυρωθεί ο Χριστός. Γι’ αυτό μοιράζουν βασιλικό στις εκκλησίες στη γιορτή της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου. 


Έχει την επιστημονική ονομασία Ώκιμον το βασιλικόν – Ocimum basilicum και ανήκει στην οικογένεια των χειλανθών, ονομάζεται ακόμα και Βότανο του Αγίου Ιωσήφ. Διαθέτει στα φύλα του αιθέρια έλαια και ευγενόλη στην οποία οφείλει τη υπέροχη μυρωδιά του, ενώ περιέχει διάφορες χημικές ουσίες οι οποίες δίνουν τη χαρακτηριστική μυρωδιά του κάθε είδους. Έχει θεραπευτικές και χαλαρωτικές ιδιότητες. 


Η λέξη βασιλικός προέρχεται από το «βασιλέα». Ο Μέγας Αλέξανδρος έφερε τον βασιλικό στην Ελλάδα από την εκστρατεία του στις Ινδίες, όπου θεωρείται ο τόπος καταγωγής του και είναι το ιερό φυτό των Ινδουιστών. Ο μύθος θέλει την όμορφη Τούλσι – στα ινδικά ο βασιλικός – να μεταμορφώνεται σε φυτό για να γλυτώσει από τον έρωτα του θεού Βισνού.


Σήμερα υπάρχουν περισσότερες από 60 ποικιλίες. Ανάλογα το είδος υπάρχει και η ανάλογη ονομασία όπως αθάνατος, πλατύφυλλος, σγουρός.


Διατηρείται ακόμα και σε σκέτο νερό βγάζοντας ρίζες ενώ δημιουργείται σαν νεογενές φυτό μέσα από τη φύτευση σπόρου.


Λέγεται επίσης πως όταν η Αγία Ελένη έφτασε στην Παλαιστίνη για να βρει τον σταυρό του Χριστού είδε έναν θάμνο από τον οποίο ανάβλυζε μια έντονη μυρωδιά. Το εξέλαβε ως θεϊκό σημάδι και ξεκίνησε να σκάβει στη ρίζα του, όπου τελικά βρήκε το ιερό σύμβολο του χριστιανισμού. Από εκεί πιθανόν πηγάζει και το χριστιανικό έθιμο να πηγαίνουμε βασιλικούς στην εκκλησία στις 14 Σεπτέμβρη, την ημέρα του Σταυρού.


Αντιθέτως, οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την έντονη μυρωδιά του κατάρα. Δεν το είχαν σε υπόληψη γιατί θεωρούσαν ότι ήταν το αγαπημένο φυτό των σκορπιών που φώλιαζαν κάτω από τα φύλλα του.


Οι Ρωμαίοι το θεωρούσαν ερωτικό φίλτρο. Οι Αιγύπτιοι τον χρησιμοποιούσαν μαζί με άλλα φυτά στις ταριχεύσεις και οι Γαλάτες σε τελετές εξαγνισμού μαζί με νερό πηγής.


Στην Ελλάδα ο βασιλικός θεωρείται το φυτό του καλοκαιριού και είναι συνδεδεμένος με την καλή τύχη....


Πηγή: mixanitouxronou.gr







Πώς βγήκε από τους Βυζαντινούς η λέξη «Γύφτος».









Σήμερα, η λέξη «γύφτος» θεωρείται υποτιμητική. Την ίδια αρνητική χροιά έχει και στις περισσότερες γλώσσες του δυτικού κόσμου. Στην πραγματικότητα προέρχεται από τα ελληνικά και δεν είναι παρά ένας απλός γεωγραφικός προσανατολισμός.


Υπολογίζεται ότι οι πρώτοι Αθίγγανοι έφτασαν στην Ευρώπη πριν από 1500 χρόνια και για πολλούς αιώνες ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στα Βαλκάνια. Μία μεγάλη μερίδα επέλεξε την Πελοπόννησο. Λόγω του μελαψού δέρματος και των σκούρων χαρακτηριστικών τους, στον ελλαδικό χώρο επικράτησε η εσφαλμένη αντίληψη ότι είχαν έρθει από την Αίγυπτο. Μάλιστα, όσο τα χρόνια περνούσαν, οι νέες γενιές Ρομά πίστευαν ότι πράγματι είχαν τις ρίζες τους στην Αίγυπτο.


Η αλήθεια ήταν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των φύλων Ρομά προερχόταν από τη Βόρεια Ινδία και είχε κατέβει στην Ευρώπη μέσω Περσίας και Αρμενίας. Ωστόσο, η ονομασία Αιγύπτιοι, στην Ελλάδα είχε ήδη επικρατήσει. Περί τον 15ο αιώνα που οι τσιγγάνοι άρχισαν να μετακινούνται μαζικά προς τη Δύση, ο όρος εξαπλώθηκε ραγδαία. Σε επίσημα ελληνικά κείμενα της περιόδου, αναφέρονταν κανονικά ως Αιγύπτιοι. Στην καθομιλουμένη, είχε προκύψει μία απλοποιημένη παραλλαγή της λέξης, Αίγυπτος. Η λέξη «γύφτος».


Οι Ευρωπαίοι, ακολουθώντας τη λογική των Βυζαντινών, υιοθέτησαν τον ίδιο όρο. Στα αγγλικά επικράτησε το «gypsies», στα ισπανικά το «gitanos» (από το Egiptanos), στα γαλλικά το «gitans», στα αλβανικά το «evgjit».


Με τα χρόνια, η ρατσιστική διάθεση των ντόπιων έναντι στα τσιγγάνικα φύλα και η έκδηλη απόρριψη του νομαδικού και άναρχου τρόπου ζωής που είχαν επιλέξει, έδωσαν στον όρο «γύφτος» αρνητική χροιά. Σήμερα, προτιμάται το «τσιγγάνος» ή το «αθίγγανος», ενώ η επίσημη ονομασία που έχει καθιερωθεί παγκοσμίως είναι «Ρομά» -από το σανσκριτικό «ρομ» που σημαίνει περιπλανώμενος μουσικός.


Πηγή: mixanitouxronou.gr
Πηγή εικόνας: Flickr






«Τα πήρες όλα κι έφυγες» - Η ιστορία του τραγουδιού


Η δεκαετία του ’80 είναι για τον Στράτο Διονυσίου «χρυσή». Γιατί μπορεί ο λαϊκός τραγουδιστής να είχε θητεία από τη δεκαετία του ’60 σε δισκογραφία και κέντρα, πρέπει όμως να περάσουν σχεδόν δεκαπέντε χρόνια για να διεμβολίσει τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα ακόμη και αυτά που τότε πρωτοφόρεσαν τη λεοντή της ευμάρειας των μεταπολιτευτικών χρόνων, μετά την κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ και του Αντρέα Παπανδρέου. Με το «Υποκρίνεσαι» στα χείλια όλων που έχει προηγηθεί ο Διονυσίου το σωτήριο έτος 1981, τη χρονιά που τα ζιβάγκο κυβερνούν και οι θυρωροί των πολυκατοικιών περήφανοι για κάποιον από τους ένοικους των πολυκατοικιών τους, ηχογραφεί τον Νοέμβριο τον δίσκο «Όλα είναι δανεικά» στην εταιρεία Μinos.


Ανάμεσα στα τραγούδια του άλμπουμ -πουλάει πάνω από 100 χιλιάδες-υπάρχει κι ένα που ξεχωρίζει, ίσως παραξενεύει το παραδοσιακό κοινό του Στράτου. Και αυτό είναι το «Τα πήρες όλα» σε μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη και στίχους του Γιάννη Πάριου- οι δύο δημιουργοί τότε συνδέθηκαν καλλιτεχνικά και φιλικά κάνοντας μεγάλες επιτυχίες.


Ο συνθέτης και σολίστας του μπουζουκιού Θανάσης Πολυκανδριώτης περιγράφει: «Το καλοκαίρι του 1981 στο Βανκούβερ πέρασα τη μεγαλύτερη δοκιμασία μου. Φεύγουμε για περιοδεία στην Αμερική με τον Πάριο και τη Γαλάνη και παίζουμε στη Monica Civic Audi Topium, από εκεί στο Σαν Φρανσίσκο και δίνουμε την τελευταία συναυλία στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ. Ενώ όλοι γυρίζουν στην Ελλάδα, εγώ παίρνω το αεροπλάνο και πάω στο Βανκούβερ, στη Σούσα Κατσούρη- αδελφή της γυναίκας μου, Μάγδας. Τρεις ολόκληρους μήνες έμεινα εκεί και δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω αυτήν τη μεγάλη δοκιμασία που πέρασα.


Εκεί η Σούλα μου είχε κλείσει ραντεβού με τον γιατρό, ειδικό στις παθήσεις αρθρώσεων. Ύστερα από μια εβδομάδα εξονυχιστικών εξετάσεων μου είπε ότι ήμουν κλινικά υγιής και πως αν ήθελα να ξαναπαίξω μπουζούκι χωρίς προβλήματα θα έπρεπε για τρεις μήνες να απέχω εντελώς από αυτό. Μην έχοντας άλλη επιλογή, τηλεφώνησα στη Μάγδα και την παρακάλεσα να έρθει μαζί με τις κόρες μου για να περάσουμε τις δύσκολες μέρες για να μην μπω στον πειρασμό να παίξω.


Τότε πήρα την μεγάλη και οδυνηρή απόφαση να απομακρυνθώ από το στούντιο με τα ατελείωτα παιξίματα καθημερινά και να περιοριστώ στα δικά μου τραγούδια και σε κάποιες σημαντικές συνεργασίες. Το διάστημα που έμεινα εκεί, το μπουζούκι ήταν στα πόδια του κρεβατιού μου, πολλές φορές ανοικτό στη θήκη του. Καμιά φορά το έπαιρνα στα χέρια μου πολύ χαλαρά και το χάιδευα με τα δάκτυλα όπως με την κλασική κιθάρα. Έτσι έγραψα δεκατρείς μελωδίες εκ των οποίων «Να σου θυμίσω», «Έλα μου» που τα είπε ο Βοσκόπουλος, «Ένα καημός», «Βάζω το κλειδί στην πόρτα» που τα είπε η Διαμάντη.


Το κομμάτι «Τα πήρες όλα» το είπε ο Στράτος, σε στίχους του Γιάννη Πάριου, ο οποίος το έγραψε και μου το έδωσε σε ένα μπλοκάκι μέσα στο αεροπλάνο και σε πτήση της Ολυμπιακής κατά την περιοδεία μας». Ο Πολυκανδριώτης μόνο με το δάκτυλο και νότα νότα μπόρεσε να γράψει τη μουσική πάνω στον στίχο και έστειλε το ντέμο στον πεθερό του Γιώργο Καραχάλιο, ο οποίος το πήγε στον Μάκη Μάτσα.


Ο Διονυσίου μάλιστα στην αρχή αρνήθηκε σθεναρά να πει το «Τα πήρες όλα» άλλαξε όμως γνώμη μετά τη διορατική επιμονή του ίδιου του Μάτσα. Ο Στράτος δεν το ήθελε γιατί η δομή του τραγουδιού δεν ήταν συνηθισμένη. Το άκουσμα των συγχορδιών έχει μουσική συγγένεια με την αμερικανική soul. Μάλιστα όπως τονίζει στα «ΝΕΑ» ο Πολυκανδριώτης: «Η κλίμακα του τραγουδιού είναι ραστ με χουζάμι και η πτώση του από ματζόρε στο μινόρε, πράγμα που ο Στράτος δεν μπορούσε να χωνέψει. Πάντως αυτή ακριβώς την πτώση την εκτέλεσε αριστουργηματικά και κανείς δεν μπόρεσε να το επαναλάβει».


Το κομμάτι έκανε υπόγεια και υπέργεια διαδρομή όταν το έλεγε ο Στράτος στα Δειλινά, στη μεγάλη συναυλία για το λαϊκό τραγούδι στο ΟΑΚΑ, την ίδια εποχή που άναψαν εκατοντάδες αναπτήρες και ο κόσμος τραγουδούσε το ρεφρέν, ενώ σε συναυλία το 1986 στο Ισραήλ ο κόσμος τραγουδούσε και το κουπλέ στα ελληνικά.


Μάλιστα τα τελευταία χρόνια παίχτηκε -υπό τον Πολυκανδριώτη- και ταξίδεψε από την Κρατική Ορχήστρα της Ραδιοτηλεόρασης των Τιράνων και από την State Opera της Βουδαπέστης στο Ανόβερο μέχρι και την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ. Πάνω απ’όλα συντροφεύει τις μεγάλες και μικρές ερωτικές πτώσεις των κοινών θνητών....


Οι στίχοι:


Δε θέλω να γυρίσεις και ας με καίει τόσο.
Παράτα με να ζήσεις, δεν έχω να σου δώσω.


Τα πήρες όλα κι έφυγες, μα απ’ τον καημό δεν ξέφυγες
Σε πνίξανε οι πίκρες
Τα πήρες όλα κι έφυγες, μα τίποτα δεν έδωσες
Γιατί εσύ δεν είχες


Δε θέλω να γυρίσεις, αλήθεια σου μιλάω.
Τι χώρια, τι κοντά σου, το ίδιο θα πονάω.


Τα πήρες όλα κι έφυγες, μα απ’ τον καημό δεν ξέφυγες
Σε πνίξανε οι πίκρες
Τα πήρες όλα κι έφυγες, μα τίποτα δεν έδωσες
Γιατί εσύ δεν είχες


ΠΗΓΗ: Ένα τραγούδι μια ιστορία, Τα Νέα, Δημήτρης Μανιάτης, Μαρία Μαρκουλή, Χάρις Ποντίδα
Mixanitouxronou.gr
Stixoi.info








Πόλεις της Ελλάδας και περιοχές της Αττικής που άλλαξαν όνομα


Δεδέαγατς, Ζητούνι, Σάλωνα, Κατσικάδικα και Κουκουβάουνες, μαντεύετε για ποιες γνωστές περιοχές πρόκειται;


Θα μπορούσε να είναι κι ένα κουίζ για δυνατούς λύτες. Για εκείνους που παίζουν την ιστορία, αλλά και τη γεωγραφία στα δάχτυλά τους. Να βρεις το παλιό όνομα μιας πόλης. Γιατί βλέπετε, στο πέρασμα των χρόνων ουκ ολίγες πόλεις της Ελλάδας, αλλά και αρκετές περιοχές στην Αττική αποχωρίστηκαν το όνομα τους, αντικαθιστώντας το με ένα καινούργιο.


Σε κάποιες περιπτώσεις, που είναι και πιο πρόσφατες το παλαιότερο όνομα χρησιμοποιείται ακόμα. Σε άλλες, χάθηκε στη… σκόνη του χρόνου. Μάλιστα, πολλές είχαν τούρκικη ονομασία, αφού κατά την τουρκοκρατία πολλά μέρη πήραν τουρκικά ονόματα.


Ας δούμε, λοιπόν, πώς λέγονταν παλιά πολύ γνωστές ελληνικές πόλεις και η ιστορία πίσω από την αλλαγή του ονόματός τους.


Το Δεδέαγατς που αντικαταστάθηκε από το όνομα ενός βασιλιά
Ο λόγος για την Αλεξανδρούπολη, μία σύγχρονη χρονικά πόλη, η οποία ιδρύθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από αλιείς από την Αίνο και τα χωριά Μάκρη και Μαρώνεια. Τότε, πήρε το όνομα Δεδέαγατς (ακόμα Δεδεαγάτς ή Δεδέ-Αγάτς) όπου στα τούρκικα σημαίνει «δέντρο του παππού». Λέγεται ότι η ονομασία αυτή βασιζόταν σε τοπική παράδοση σχετικά με ένα σοφό δερβίση, που πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στη σκιά ενός τοπικού δέντρου και τελικά τάφηκε δίπλα σε αυτό. Άλλη μία εκδοχή θέλει το τότε όνομα να οφείλεται στις βελανιδιές που σκίαζαν την παραλία. Όταν απελευθερώθηκε η πόλη (14 Μαΐου 1920) οι αρμόδιες τοπικές Αρχές καθώς και η Ιερά Μητρόπολη, ζητώντας τη γνώμη και του ιατρού Αχιλλέα Σαμοθράκη, αποφάσισαν να μετονομάσουν την πόλη από Δεδέαγατς σε Νεάπολη. Ωστόσο, το 1920 όταν ο βασιλιάς της Ελλάδας, Αλέξανδρος Α΄ επισκέφθηκε την πόλη, οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να της δώσουν το όνομα Αλεξανδρούπολη, προς τιμήν του.


Ποια ήταν η Νιβεάστα;
Το χωριό ονομαζόταν Νιβεάστα, βλάχικη ονομασία που κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από τη φράση Ni vista, που σημαίνει αόρατο, λόγω της τοποθεσίας του. Και το κράτησε και χρόνια μετά την απελευθέρωση από τον τούρκικο ζυγό. Τη σημερινή ονομασία, Νυμφαίο την πήρε το 1928.


Πήρε το όνομα προς τιμή του παππού του Μ. Αλεξάνδρου
Από τον 15ο αιώνα λεγόταν Συροβίτσεβο και η ονομασία αυτή (με διάφορες παραλλαγές) απαντάται μέχρι την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Το σημερινό όνομα Αμύνταιο το πήρε το 1928 και είναι, όπως λέγεται, προς τιμήν του τοπικού άρχοντα της Λυγκηστίδας, Αμύντα, παππού του Μεγάλου Αλεξάνδρου.


Πολλές οι εκδοχές για το όνομα της Λαμίας
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μία περίπτωση με εξαιρετικό ενδιαφέρον, αλλά και διάφορες εκδοχές γύρω από ένα όνομα. Η Λαμίαλοιπόν, μέσα στο βάθος των χρόνων άλλαξε και αυτή όνομα. Το Λαμία ήταν το αρχικό της και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την προέλευση του ονόματος. Μία εκδοχή λέει πως το πήρε από τον Λάμο, τον γιο του Ηρακλή και Ομφάλης. Άλλη μία υποστηρίζει ότι το όνομα το πήρε από τη Λαμία, τη Βασίλισσα των Τραχινίων και κόρη του Ποσειδώνα. Κάποια στιγμή, το όνομα αυτό αντικαθίσταται από το Ζητούνι, αλλά με βεβαιότητα πότε και από ποιον έγινε η αλλαγή, κανείς δεν μπορεί να πει. Ωστόσο, ως Ζητούνι τη συναντάμε στην 8η Οικουμενική Σύνοδο, στα 869. Ενώ υπάρχουν πολλές εκδοχές και πώς προέκυψε το Ζητούνι. Επίσης, δεν είναι γνωστό πότε πήρε πίσω το αρχικό της όνομα Λαμία.


Τα ιστορικά Σάλωνα
Είναι τραγουδισμένα: «Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά» λέει ο στίχος του παραδοσιακού τραγουδιού. Είναι, όμως και ιστορικά, αφού τα Σάλωνα ήταν η πρώτη πόλη της Ρούμελης που ξεσηκώθηκε το 1821. Ο λόγος για την Άμφισσα, αλλά είναι από τις περιπτώσεις εκείνες, λόγω ιστορίας που ο κόσμος γνωρίζει καλά και το προηγούμενο όνομα. Το Άμφισσα ήταν το αρχικό όνομα της πόλης, η οποία στις αρχές του 13ου αιώνα μετονομάστηκε από τους Φράγκους κατακτητές σε La Sole που στα ελληνικά είναι.. (τα) Σάλωνα. Κι εδώ για την προέλευση της ονομασίας υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Μία από αυτές λέει πως το όνομα αποτελεί παραφθορά της λέξης Σαλονίκη και δόθηκε στην Άμφισσα από τον Βασιλιά της Θεσσαλονίκης, Βονιφάτιο Μομφερρατικό, ο οποίος κατέλαβε την Άμφισσα και την υπόλοιπη νότια Ελλάδα. Όπως και να έχει, η Άμφισσα πήρε πίσω το αρχαίο όνομά της μετά το τέλος της οθωμανικής περιόδου.


Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν, και οι ιστορίες πίσω από την αλλαγή του ονόματος σε αρκετές περιοχές στο λεκανοπέδιο της Αττικής.


Η αριστοκρατική περιοχή της Αθήνας με τα κατσίκια
Ποιος θα το έλεγε πως στο αριστοκρατικό Κολωνάκι κάποτε υπήρχαν κατσίκια και πως βόρεια της πλατείας υπήρχαν καλύβες βοσκών. Και μάλλον για το λόγο αυτό, η περιοχή ονομαζόταν παλιά, Κατσικάδικα!


Η Μαγκουφάνα και η ιστορία της κωφής κοπέλας
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60 λεγόταν Μαγκουφάνα και σύμφωνα με μία από τις εκδοχές που κυκλοφορούν γύρω από το όνομά της, αυτό προήλθε από μία κοπέλα της εποχής γύρω στα 1840, την «Μαγκούφα Άννα» η οποία ήταν κωφή και άρρωστη από φυματίωση και μετακόμισε στην περιοχή για να θεραπευθεί. Και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό της. Φυσικά, αναφερόμαστε στην Πεύκη.


Οι περίφημες Κουκουβάουνες
Σε παλιές ελληνικές ταινίες ακούγαμε συχνά την περιοχή Κουκουβάουνες. Είναι η σημερινή Μεταμόρφωση ενώ για το αρχικό της όνομα μία εκδοχή υποστηρίζει ότι οφείλεται στις πολλές κουκουβάγιες που υπήρχαν στην περιοχή.


Το Κακοσάλεσι του Γιάννη Μηλιώκα
«Στου σπιτ’ στου Κακοσάλεσ’ δε ματαξαναγυρνώ» τραγουδούσε ο Γιάννης Μηλιώκας και μάλλον αρκετοί δεν θα γνωρίζουν ότι αναφερόταν στο παλιό όνομα της Αυλώνας. Κακοσάλεσι, λοιπόν, λεγόταν μέχρι το 1927, αλλά οι μεγαλύτεροι και για τα επόμενα χρόνια επέμεναν να την αποκαλούν με το παλιό της όνομα.


Ο Μπύθουλας της Μαντάμ Σουσού
Η αλήθεια είναι πως όταν ακούμε «Μπύθουλας» αυτομάτως στο μυαλό όλων έρχεται η Μαντάμ Σουσού του Δημήτρη Ψαθά. Άλλωστε, ζούσε εκεί με τον ιχθυοπώλη σύζυγό της, Παναγιωτάκη, όμως ήταν τόσο φαντασμένη που όταν τη ρωτούσαν που μένει, απαντούσε με νόημα στην… Ακαδημία Πλάτωνος. Ο Μπύθουλας, λοιπόν, ήταν μια γειτονιά του Κολωνού, όπου λίμναζαν στάσιμα νερά σε έναν ξεροπόταμο.


Πηγή: newsbeast.gr













Βαγγέλης Παπάζογλου









Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, γνωστός και ως Αγγούρης (Ντουρμπαλί Σμύρνης, 1896 - Κοκκινιά, 27 Ιουνίου 1943) ήταν Έλληνας διακεκριμένος λαϊκός μουσικός και τραγουδοποιός, από τους κορυφαίους προπολεμικούς ρεμπέτες.


Βιογραφία
Γεννήθηκε το 1896 στο Ντουρμπαλί, ένα μικρό χωριό λίγο έξω από την Σμύρνη. Πήγε μόνο μέχρι την τρίτη δημοτικού στο ελληνικό σχολείο, αφού ακολουθούσε στη δουλειά τον πατέρα του, που ήταν σιδηροδρομικός και αναγκαζόταν να μετακινείται στις περιοχές της Σμύρνης.


Υπήρξε αυτοδίδακτος μουσικός. Από παιδάκι έπαιζε μαντολίνο και αργότερα έμαθε κιθάρα, βιολί και μπάντζο. Συμμετείχε στην περίφημη Εστουδιαντίνα «Τα Πολιτάκια» ως δεύτερο μαντολίνο (με πρώτο τον Σπύρο Περιστέρη και τον Παναγιώτη Τούντα). Εκεί γνωρίστηκε με τους άλλους μεγάλους Σμυρνιούς μουσικούς Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα, τους Ογδοντάκηδες, το Δημήτρη Σέμση ή Σαλονικιό που γύρω στο 1920 ήταν στη Σμύρνη παίζοντας βιολί κ.ά. Αν και αυτοδίδακτος, κατόρθωσε με τη βοήθεια του μαέστρου Σπύρου Περιστέρη να μάθει τη μουσική σημειογραφία. Έτσι πάρα πολλές παρτιτούρες των τραγουδιών του διασώθηκαν μέχρι σήμερα.


Με την απελευθέρωση της Σμύρνης το 1919, κατατάσσεται ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό που βρέθηκε στην Ιωνία, συμμετέχει στη Μικρασιατική εκστρατεία, αφού κατάφερε προηγουμένως το 1913, να αποφύγει τον τουρκικό στρατό, χρησιμοποιώντας τα έγγραφα ενός πρώτου ξαδέρφου του που είχε πεθάνει πολύ νέος. Μετά την καταστροφή της Σμύρνης, έρχεται ως πρόσφυγας στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στην Κοκκινιά του Πειραιά.


Στην Ελλάδα έπιασε κατευθείαν δουλειά ως μουσικός. Το πρώτο μαγαζί στο οποίο δούλεψε επίσημα ήταν αυτό του «Θεοφράστου» στις Τζιτζιφιές, το 1923. Εκεί γνώρισε τη τραγουδίστρια και κόρη του σημαντικού μουσικού δάσκαλου της Σμύρνης Δημήτρη Μαρωνίτη, Αγγελική Μαρωνίτη, με την οποία παντρεύτηκαν το 1927. Στα 1929 η Αγγέλα τυφλώνεται και στα 1936 αποσύρεται οριστικά από τα πάλκα αφού της το απαγορεύει ο Βαγγέλης. Κατοικώντας μαζί πλέον στην Κοκκινιά, δεν αποκτούν παιδιά και έτσι όμως, αποφασίζουν και υιοθετούν τον ανηψιό της Αγγέλας, Γιώργη Παπάζογλου.


Στη δισκογραφία πρωτοεμφανίζεται το 1933 με τρία τραγούδια του: «Αν ήμουν άντρας», «Αργιλέ μου» και «Ο Νικοκλάκιας». Έχει έντονη παρουσία μέχρι το 1937, οπότε έρχεται σε ρήξη με τη Μεταξική λογοκρισία, αρνούμενος δημόσια να λογοκριθούν τα τραγούδια του από «αμόρφωτους ανθρώπους», με αποτέλεσμα την εξαφάνισή του από τη δισκογραφία. Έτσι από το 1937 και μετά, μόνο ένα τραγούδι από τα δεκάδες που είχε, φωνογραφήθηκε στο όνομά του: «Να μη λες το μυστικό σου» με τον Κώστα Ρούκουνα στα τέλη το 1938. Συνεχίζει όμως να παίζει σε κέντρα, γάμους και πανηγύρια ανά την Ελλάδα, αλλά και να γράφει τραγούδια. Πολλά από αυτά τα χάρισε σε άλλους συνθέτες και τραγουδιστές.


Όταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, παρ' όλο που υπήρχε προσφορά εργασίας, ο Βαγγέλης Παπάζογλου ήγειρε ηθικό θέμα και μη θέλοντας να παίζει και να χορεύουνε οι «φχαριστημένοι και οι μαυραγορίτες» όπως είπε χαρακτηριστικά, παράτησε την κιθάρα και το τραγούδι και για να μπορέσουν να ζήσουν, έριξε ένα τσουβάλι στον ώμο και έγινε παλιατζής. Τότε προσβλήθηκε από φυματίωση κι έκανε συχνές αιμοπτύσεις και κατόπιν, η Αγγέλα πούλησε σχεδόν τα πάντα από το σπίτι για να έχουν λίγο φαγητό. Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, απεβίωσε τελικά από τη φυματίωση στις 27 Ιουνίου 1943.


Σήμερα, η οδός στην Κοκκινιά όπου και βρίσκεται η οικία που κατοικούσε, έχει μετανομαστεί από Κίμωνος σε Βαγγέλη Παπάζογλου και επίσης με προσπάθειες της οικογένειάς του έχει διατηρηθεί η οικία του.




Βάλε με στην αγκαλιά σου
Συνθέτης: Βαγγέλης Παπάζογλου


Βάλε με στην αγκαλιά σου
για να κοιμηθώ κοντά σου,
βάλε με, φως μου, βάλε με
και πριν να φέξει βγάλε με.


Μη φοβάσαι τη μαμά σου
βάλε με στην κάμαρά σου
Βάλε με, φως μου, βάλε με
και πριν να φέξει βγάλε με.


Βάλε μ’ από το πορτί σου
για να κοιμηθώ μαζί σου,
βάλε με, φως μου, βάλε με
κι από τη μάντρα βγάλε με.


Πηγή: el.wikipedia.org & Yutube.com









Όταν φτιάχνανε μπουζούκια με μεράκι…
(του Γιώργου Μουσταΐρα)


Όταν μιλάμε για μπουζούκια θα πρέπει να τα γνωρίσουμε. Ας δούμε, κατ’ αρχάς την "τοπογραφία" του μπουζουκιού, όπως μας την περιγράφει ένας ειδήμων, ο Μάρκος Βαμβακάρης: «Το μπουζούκι έχει το σκάφος του, με το καπάκι του από πάνω και το μάνικό του. Το μάνικο επάνω έχει την πλάκα του, όπου είναι αυτά τα τάστα του. Αυτά ανάμεσα από δύο τάστα δεν έχουν ονομασία. Επάνω στο μάνικο τα κλειδιά του με την κορδατούρα του, δηλαδή τα τέλια του μπουζουκιού».


Παλιά τα μπουζούκια, αντί για κλειδιά, είχαν στριφτάρια από ξύλο και αντί για τάστα είχαν άντερα. Σημαντικό ρόλο στην ηχητική απόδοση του μπουζουκιού παίζει η κατασκευή του. Καθοριστική της "φωνής" του οργάνου είναι η ποιότητα του ξύλου από το οποίο κατασκευάζεται το καπάκι και το σκάφος, όμως το τελικό αποτέλεσμα διαμορφώνεται από όλες τις λεπτομέρειες της κατασκευαστικής διαδικασίας.


Η δεξιοτεχνία του οργανοπαίκτη, λοιπόν, πρέπει να συνδυάζεται με το κατάλληλο όργανο για να μπορούμε να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και ο μπουζουκτσής ενδιαφέρεται σοβαρά για την ποιότητα του μπουζουκιού του και έχει αυτός τον τελευταίο λόγο για το πώς θα κατασκευαστεί, αν δεν το κατασκευάζει ο ίδιος.


Ο Μάρκος Βαμβακάρης θυμάται: «Είχα κονομήσει ένα ξύλο μουριάς από τζαμί τούρκικο. Αυτό το ’χα φέρει από την Άνδρο που πήγα κι έπαιξα. Κι εκεί είδα μια γυναίκα που το ’κοβε κάθε μέρα και το ’παιρνε. Τί είναι αυτό; Να, λέει, ήτανε σε ένα τζαμί. Μεγάλο, πολύ μεγάλο, μακρύ δεκαπέντε μέτρα μπορώ να σου πω ήτανε. Ήτανε χρήσιμο ξύλο, χιλίων χρονών. Αυτά τα μπουζούκια από δω, τα κόκκινα, είναι πολύ παλιά τα ξύλα τους, μουριές μαύρες. Όσο πιο παλιά τα ξύλα, τόσο πιο καλά. Και με τα χίλια δυο, λοιπόν, της παίρνω ένα κομμάτι και όταν ήλθα εδώ πέρα έκανα έξι μπουζούκια, έξι».


Οργανοποιοί που άφησαν εποχή
Ολόκληρη επιστήμη η κατασκευή του μπουζουκιού και μεγάλη η φήμη που απέκτησαν, ως ήταν επόμενο, οι κατασκευαστές τους. Ήσαν ο Αιγινήτης Δημήτρης Μούρτζινος, ο Κωνσταντής Ντέλης από τη Σύρα (Μάρκος Βαμβακάρης: «μέχρι τώρα τα μπουζούκια αυτουνού που υπάρχουνε τ’ αγοράζουνε, όπως ήτανε τα βιολιά του Στραντιβάριους»). Ήταν ο ψυχογιός και μαθητής του Ζοζέφ Τερζιβασιάν, ο Αγκόπ Τσακιριάν, ήταν ο Γρηγόρης Απαρτιάν, ο Κυριάκος Πεζμαζόγλου ή Λαζαρίδης απ’ τον Πειραιά («...εγώ τους έφτιαχνα πρώτα τα όργανά τους. Σε όλους έφτιαξα όργανα. Και τα μπουζούκια του Γιοβάν Τσαούς, εγώ τα έφτιαξα. Παράξενα όργανα αυτά, ο ίδιος τα παράγγελνε. Έτσι τα ήθελε»).
Ήταν ο Καρύδας από τα Πετράλωνα (Βασίλης Τσιτσάνης: «πήρε τη μαντόλα (ο πατέρας) και την πήγε σ’ έναν οργανοποιό που της μάκρυνε το "χέρι" κάι την έκανε μπουζούκι. Αυτό το θυμάμαι και σαν όνειρο. Το ’φτιάξε ένας περίφημος οργανοποιός, ο Καρύδας»). Ο πιο φημισμένος, όμως, οργανοποιός κατασκευαστής τριχόρδου είναι ο Βασίλης (Νικηφόρος Μεταξάς: «το καλύτερο ταμπούρ στην Ανατολή είναι του Βασίλη» - περιοδικό ΝΤΕΦΙ, αρ. 15).


Αυτοί, λοιπόν, οι οργανοποιοί μαζί με άλλους, λιγότερο φημισμένους ομότεχνούς τους, άφησαν εποχή, αλλά άφησαν και μαθητές διαδόχους. Αξίζει να αναφέρω κάποιους από τους άξιους συνεχιστές των παραπάνω, όπως τον Αρη Απαρτιάν, τον Λάζαρο Τερζιβασιάν, τον Αράμ Τσακιριάν, τον Οννίκ Τσακιριάν, τον γιό του Κάρολο και τον Παναγιώτη Βάρλα. Από τους νεότερους, χωρίς να αγνοώ κανέναν, στέκομαι στον Διονύση Μάτσικα και στον νεότερο Παναγιώτη Τουλίκα.


Τι "χάλασε" το μπουζούκι
Ο Παναγιώτης Βάρλας σε μια έρευνα του περιοδικού ΝΤΕΦΙ (αρ. 13) στο ερώτημα «τι κάνει ένα μπουζούκι καλό ή κακό;» απαντά: «Τον βασικότερο ρόλο τον παίζει το καπάκι. Το πάχος, τα χωρίσματά του, η ποιότητα τού ξύλου και η κλίση που θα έχει. Επίσης, παίζει ρόλο το σκάφος, το μήκος της ταστιέρας και το ύψος που θα έχει ο καβαλάρης. Γενικά, θα έλεγα ότι το μπουζούκι έχει χαλάσει με όλα όσα το στολίζουν.
»Παλαιότερα το όργανο είχε λιγότερες φιγούρες, ήταν πιο όμορφο. Με τις φιγούρες και η φωνή άρχισε να κόβεται και παλιόξυλα μπήκαν πάνω στα όργανα χωρίς να φαίνονται. Τελικά οι φιγούρες και οι ντούγιες πάνω στο σκάφος είναι για να "παραμυθιάζεται" ο κόσμος και ν’ ανεβαίνει η τιμή». Η βλαχομπαρόκ, λοιπόν, αισθητική του νεοελληνικού κρατιδίου σε όλο της το μεγαλείο ακόμα και στην κατασκευή μπουζουκιών!


Ο Λάζαρος Τερζιβασιάν, μιλώντας στην ίδια έρευνα, που προανέφερα, μας δίνει μια εικόνα της: «Έπειτα υπάρχει και η αισθητική αντίληψη, που και αυτή διαμορφώνεται από την αγορά. Εδώ, βέβαια, έχουμε οδηγηθεί σε λάθη. Απαίτηση του καταναλωτή ήταν οι φιγούρες στα μπουζούκια και κοίτα τι τερατουργήματα γεννήθηκαν στη δεκαετία του ’60. Θυμάμαι μια φορά που ήρθε ένας μπουζουξής στον πατέρα μου και του ζήτησε να τοποθετήσει χρυσές πλάκες στην ταστιέρα. Ήταν φυσικό να τον κυνηγήσει ο πατέρας».


«Τα ξύλα έχουν την καλή τους και την ανάποδη», λέει ο Αράμ Τσακιριάν. Γι’ αυτόν, η κατασκευή παραδοσιακών εγχόρδων είναι οικογενειακή παράδοση: ο πατέρας και ο αδελφός του έφτιαχναν όργανα για τον Μπάτη, τον Μανώλη Χιώτη, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Χάρη Λεμονόπουλο και άλλους μεγάλους μουσικούς, ενώ ο ίδιος έχει φτιάξει για τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Λάκη Καρνέζη, τον Γιάννη Σταματίου "Σπόρο" κ.ά


Φτιαγμένα στις φυλακές
«Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να πετύχεις τον ήχο που θέλεις. Για να κάνεις ένα μπουζούκι μπάσο, ας πούμε, μπορείς να κάνεις πολύ λεπτό το ηχείο, δηλαδή το σκάφος του. Μόνο που μετά από ένα μήνα θα βουλιάξει το καπάκι. Το καπάκι είναι το πιο σημαντικό. Εκεί γίνονται οι δονήσεις.


Το σκάφος, από την άλλη, δίνει όγκο στον ήχο και είναι αυτό που δυσκολεύει τη βιομηχανική παραγωγή του μπουζουκιού, γιατί δεν είναι ένα ξύλο μονοκόμματο. Έχει κομμάτια ή χαρακιές, τις ντούγιες. Όσο για τα σκαφτά σκάφη, δεν έχουν τόσο καλό ήχο όσο φημολογείται. Τα έφτιαχναν στη φυλακή επειδή δεν είχαν εργαλεία. Όντως έχουν αξία, αλλά από άποψη δουλειάς και όχι ήχου».


Τα ξύλα που χρησιμοποιούνται για τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες είναι «πεύκο για το καπάκι, έβενος για την ταστιέρα και παλίσανδρος, κελεμπέκι, μαόνι ή καρυδιά για το υπόλοιπο όργανο». Οι υποψήφιοι αγοραστές που δεν έχουν και μεγάλη γνώση του οργάνου συνήθως το κοιτούν από αισθητικής πλευράς.
«Δεν κοιτούν αν έχει σκεβρώσει το ξύλο. Κοιτούν αν έχει πολλές ντούγιες, οι οποίες δεν επηρεάζουν καθόλου τον ήχο. Μπορεί ακόμη να πληρώσουν ακριβά για ένα μπουζούκι χωρίς να ξέρουν ακριβώς γιατί: επειδή έχει καλά ξύλα, έχει δουλευτεί καλά ή επειδή έχει στολίδια και είναι φιγουράτο;» (Σοφίας Κωνσταντινίδου, "Μάγοι της Μουσικής", περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, αρ. 5)


Μπουζούκια με μεράκι
Ας γυρίσουμε, όμως, πάλι πίσω στο παρελθόν. Τότε, που «μέσα στις φυλακές εσκαλίζανε τα μπουζούκια, τα κάνανε γόνατα να πούμε. Τα γόνατα βγαίνανε μέσα από τις φυλακές. Τα γόνατα είναι από ξύλο μουριάς, το καλύτερο ξύλο», όπως μας διευκρινίζει ο Μάρκος Βαμβακάρης. Στα "Ρεμπέτικα τραγούδια" του Ηλία Πετρόπουλου έχει καταγραφεί με λεπτομέρεια η κατασκευή ενός μπαγλαμά από δύο ποινικούς το 1941, στις φυλακές του Παύλου Μελά, στη Θεσσαλονίκη.


Θυμάται ο Χρίστος Μ.: «Εγώ ήμουνα βοηθός μαγείρου και επειδής είχα το ελεύθερο, βρήκα ένα κούτσουρο και το δούλευα στο μαγειρείο για σκάφος -να κάνουμε δηλαδή το σκάφος του μπαγλαμά, δηλαδή το δούλευα με φωτιές. Ναι! έπαιρνα φωτιές και τις έβαζα απάνω στην περιοχή την ίσια. Το άλλο μέρος με το μαχαιράκι το κάναμε κυκλικό. Έβαζα φωτιές και μ’ ένα κουτάλι το ’ξυνα.
»Αυτό το βιολί κράτησε μήνες. Όταν τελείωσε το σκάφος το παρέδωσα στον Μπίλιο, ο οποίος έκανε μετά τον μάνικα. Για να κολλήσουμε τον μάνικα, όμως, βγάλαμε ψαρόκολλα από τα κρεβάτια. Ξύσαμε όλα τα κρεβάτια της φυλακής. Μετά τον κολλήσαμε. Κάναμε και τα κλειδιά από ξύλο. Και τάστα βάλαμε από χοντρό σύρμα, το οποίο βρήκαμε τυχαίως. Όλη αυτήν τη δουλειά την έκανε ο Μπίλιος. Χορδές πάλι ο Μπίλιος...». Φτιάχνανε τα μπουζούκια με μεράκι και παίζανε τα ντουζένια οι παλιοί μπουζουξήδες. Και γλεντούσαν την παλιοζωή.


Επισκευάζοντας ένα μπουζούκι του Ζοζέφ
Και αντί επιμέτρου ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από συνέντευξη του Νικηφόρου Μεταξά: «Υπάρχει ένα ωδείο (στην Τουρκία) τουρκικής μουσικής, όπου διδάσκουν στα παιδιά την οργανοποιία. Ο κάθε οργανοπαίκτης μαθαίνει πρώτα να φτιάχνει το όργανό του, να το καταλαβαίνει πρώτα, να καταλαβαίνει τα ξύλα, την αίσθηση του ξύλου, γιατί ένα ξύλο μπορεί να δώσει όμορφο ήχο και ένα άλλο όχι» (Νικηφόρος Μεταξάς, περιοδ. ΝΤΕΦΙ, αρ. 15).


Πηγή: slpress.gr






Θερινό ηλιοστάσιο: η καρδιά του καλοκαιριού και τα έθιμα


Το Θερινό Ηλιοστάσιο, είναι η μεγαλύτερη ημέρα του έτους που ξεκινά και επίσημα το καλοκαίρι, λαμβάνει χώρα στις 21 Ιουνίου.


Από την Κυριακή 22 Ιουνίου 2020 και μετά οι μέρες θα αρχίσουν σιγά-σιγά να μικραίνουν, έως ότου σχεδόν εξισωθούν με τις νύχτες κατά τη φθινοπωρινή ισημερία, ενώ στο χειμερινό ηλιοστάσιο του Δεκεμβρίου θα υπάρχει πια η μικρότερη ημέρα.


Όπως κάθε χρόνο, το θερινό ηλιοστάσιο εγκαινιάζει αστρονομικά την έναρξη του καλοκαιριού στο βόρειο ημισφαίριο, όπου ανήκει και η Ελλάδα.


Τι είναι το Ηλιοστάσιο
Ηλιοστάσιο ονομάζεται η χρονική στιγμή κατά την οποία ο άξονας της Γης εμφανίζεται στραμμένος όσο περισσότερο προς ή μακριά από τον Ήλιο και συμβαίνει κατά την ετήσια τροχιά της Γης γύρω από αυτόν.


Αυτό ισοδυναμεί με τον Ήλιο να βρίσκεται στο βορειότερο ή νοτιότερο (ετήσιο) του ουρανού που βρίσκεται ποτέ το μεσημέρι, όπως εμφανίζεται σε εμάς πάνω στην επιφάνεια της Γης.


Για περιοχές της Γης εκτός των Τροπικών (δηλαδή με γεωγραφικό πλάτος μεγαλύτερο από 23.5 μοίρες ή μικρότερο από -23.5 μοίρες), τα ηλιοστάσια είναι επίσης οι ημέρες κατά τις οποίες ο Ήλιος φτάνει το ψηλότερο (θερινό ηλιοστάσιο) ή το χαμηλότερο σημείο (χειμερινό ηλιοστάσιο) που έχει το μεσημέρι στη διάρκεια ενός χρόνου.


Η ημέρα του ηλιοστασίου είναι είτε η μεγαλύτερη (το Καλοκαίρι-Θερινό ηλιοστάσιο) είτε η μικρότερη (το Χειμώνα-Χειμερινό ηλιοστάσιο) μέρα του έτους για όλες τις περιοχές της γης, εκτός από αυτές που βρίσκονται εντός των Τροπικών.


Η λέξη προέρχεται από το “ήλιος” και το “στέκομαι”/”στάση” επειδή κοντά στα ηλιοστάσια (λίγες ημέρες πριν ή μετά) ο Ήλιος φαίνεται να επιβραδύνει τη φαινομενική κίνησή του προς τα βόρεια ή προς τα νότια (κίνηση στην απόκλιση), μέχρι που την ημέρα του ηλιοστασίου αυτή η κίνηση μηδενίζεται και αντιστρέφεται. Εξίσου ορθό ετυμολογικώς είναι και το συνώνυμο “ηλιοτρόπιο”.


Με την ευρύτερη σημασία, ο όρος “ηλιοστάσιο” σημαίνει και την ημέρα που παρατηρείται αυτό το φαινόμενο, δύο φορές τον χρόνο, τον Ιούνιο και τον Δεκέμβριο. Τα ηλιοστάσια, όπως και οι ισημερίες, συνδέονται αναπόσπαστα με τις εποχές του έτους.


Τα ηλιοστάσια συμβαίνουν και για τους άλλους πλανήτες.
Ορίζονται αντίστοιχα ως οι χρονικές στιγμές κατά τις οποίες ο άξονας περιστροφής του πλανήτη εμφανίζεται στραμμένος όσο περισσότερο προς ή μακριά από τον Ήλιο και συμβαίνει κατά την ετήσια τροχιά του πλανήτη γύρω από αυτόν.


Γιορτές και έθιμα
Πολλοί πολιτισμοί γιόρταζαν ή γιορτάζουν ακόμα, τόσο το χειμερινό όσο και το θερινό ηλιοστάσιο, όπως και τις ισημερίες, πράγμα που αντικατοπτρίζεται και σε κοντινές ημερολογιακά φαινομενικά άσχετες θρησκευτικές εορτές.


Οι τρεις μεγάλες συνιστώσες του Χριστιανισμού (Ορθόδοξοι, Καθολικοί και Προτεστάντες) γιορτάζουν τη γέννηση του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στις 23 ή στις 24 Ιουνίου, γνωστή στην Ελλάδα ως γιορτή του “Αϊ-Γιάννη του Φανιστή”, αρκετά σημαντική ώστε σε κάποια μέρη (Σωζόπολις Ανατολικής Ρωμυλίας) ολόκληρος ο Ιούνιος να αναφέρεται ως “Αϊγιαννίτης”.


Η 24η Ιουνίου είναι από τις μεγαλύτερες καλοκαιρινές γιορτές της ελληνικής παράδοσης, αφού η γιορτή του Αϊ Γιάννη του Κλήδονα (ή Ριγανά, ή Ριζικάρη) συνοδεύεται από το παραδοσιακό έθιμο με το πέρασμα πάνω από τις φωτιές.
Το προσωνύμιο “Κλήδονας” προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη “κλήδων” που σημαίνει προγνωστικός ήχος και χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει τον συνδυασμό των τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής. Ουσιαστικά ο “Kλήδονας” σχετίζεται με μια λαϊκή μαντική διαδικασία, η οποία λέγεται ότι αποκαλύπτει στις άγαμες κοπέλες την ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου. Σύμφωνα με το έθιμο, την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, οι ανύπαντρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού και μία από αυτές πηγαίνει στο πηγάδι να φέρει το “αμίλητο νερό” και στη διαδρομή μέχρι το σπίτι δεν πρέπει να μιλήσει σε κανέναν. Στο σπίτι το νερό μπαίνει σε πήλινο δοχείο, στο οποίο η κάθε κοπέλα ρίχνει ένα προσωπικό της αντικείμενο, τα λεγόμενα ριζικάρια και στη συνέχεια σκεπάζουν το δοχείο με κόκκινο ύφασμα και το δένουν ενώ παράλληλα προσεύχονται στον Αϊ Γιάννη και τοποθετούν το δοχείο σε ανοιχτό χώρο, όπου μένει όλη νύχτα. Την ίδια εκείνη νύχτα λέγεται ότι τα κορίτσια θα δουν στα όνειρά τους το μελλοντικό τους σύζυγο.


Παράλληλα, την παραμονή της γιορτής του Αϊ Γιάννη, αναβιώνει και το γνωστό έθιμο με τις φωτιές: Στη πλατεία του χωριού στήνεται μια μεγάλη φωτιά πάνω από την οποία πηδάνε όλοι οι κάτοικοι του χωριού. Σύμφωνα με την παράδοση, η φωτιά, επιφέρει την κάθαρση και οι άνθρωποι απαλλάσσονται από το κακό.


Στην Αρχαία Ελλάδα τη νύχτα του Ηλιοτρόπιου, άναβαν φωτιές και οι νέοι πηδούσαν πάνω από τις φλόγες τρεις φορές, ανταλλάσσοντας ερωτικούς όρκους, πηδούσαν πάνω από τις φωτιές για να εξαγνίσουν τον εσωτερικό τους κόσμο απελευθερώνοντας κάθε αρνητισμό.


Πηγή: pentapostagma.gr
ecozen.gr








Κουτσαβάκια: Οι μάγκες της παλιάς Αθήνας








Τα κουτσαβάκια ή οι κουτσαβάκηδες, ήταν οι λαϊκοί μάγκες της Αθήνας από την εποχή του Όθωνα ακόμα, αλλά πολλαπλασιάστηκαν κατά την βασιλεία του Γεωργίου του Α’. Πήραν το όνομά τους από τον Δημήτρη Κουτσαβάκη, έναν παλιό μάγκα και καβγατζή του Πειραιά, που την εποχή του Όθωνα ήταν δεκανέας του Ιππικού. Το παρουσιαστικό του και το βάδισμά του το μιμήθηκαν όλοι οι μελλοντικοί εκπρόσωποί του αθηναϊκού υποκόσμου.


Οι περισσότεροι από αυτούς δεν ήταν πραγματικά αυτό που λέμε μάγκες. Μάλλον ψευτοπαλληκαράδες ήταν που προσπαθούσαν να πουλήσουν την εικόνα τους και να εκβιάσουν τους πιο αδύνατους. Μια άλλη άποψη λέει πως το Κουτσαβάκης προέρχεται από βάδισμα τους, αφού κούτσαιναν λίγο. Και πως αυτό ήταν το τρόπαιο τους, μετά από συμπλοκή με την αστυνομία.


Οι κουτσαβάκηδες έδρασαν στην Αθήνα και συγκεκριμένα στου Ψυρρή. Ούτε η αστυνομία δεν τολμούσε να μπει τότε στην γνωστή συνοικία. Η ατιμωρησία βασίλευε στις τάξεις τους και όλο και περισσότεροι ήθελαν να γίνουν κουτσαβάκια, για να κάνουν ότι θέλουν, παραβιάζοντας τον νόμο. Για πολλούς ήταν ήρωες, ενώ για άλλους, κοινοί εγκληματίες.


Ήταν περήφανοι για το μουστάκι τους και το σακάκι, το οποίο δεν φορούσαν με τον παραδοσιακό τρόπο. Φορούσαν το ένα μανίκι και το άλλο το άφηναν να κρέμεται, κάτι που τους βοηθούσε μάλιστα στο να κουτσαίνουν ή να βαδίζουν μονόπατα.


Το μανίκι που κρεμόταν προκαλεί απορίες για την χρησιμότητά του. Ωστόσο υπάρχει μια εξήγηση γι’ αυτό. Ο λόγος ήταν για να προλάβουν σε περίπτωση επίθεσης από μέλος άλλης συμμορίας να τυλίξουν το χέρι τους και να το προτάξουν για να προστατευτούν από το μαχαίρωμα. Τα αλληλομαχαιρώματα ήταν σχεδόν καθημερινά.


Το 1893, συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία. Ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης διορίστηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη και έβαλε στόχο να εξαφανίσει τους κουτσαβάκηδες και την ανομία μέσα στην οποία ζούσαν. Ο τρόπος του; Λίγο πιο σκληρός από τον μέσο όρο. Προσπαθούσε να τους ταπεινώσει, είτε κόβοντας το μισό μουστάκι, είτε κουρεύοντας τους με την ψιλή, είτε κόβοντάς τους το μανίκι που κρεμόταν. Έπαιρνε τα όπλα τους, την τιμή τους δηλαδή και τα πουλούσε για παλιοσίδερα.


Η πλατεία ηρώων στου Ψυρρή ήταν το ορμητήριό τους για περίπου μισό αιώνα. Τα εγκλήματά τους ήταν πολλά, αλλά κυρίως ήταν οι λεγόμενοι «αγαπητικοί» των γυναικών που έκαναν πιάτσα στην περιοχή. Οι κάτοικοι πάλι, τους έδιναν κάτι σαν φόρο, για να τους παρέχουν την προστασία τους.


Ο Μπαϊράκταρης έγινε ο ήρωας αυτών των κατοίκων και εχθρός των κουτσαβάκηδων, που σιγά σιγά σταμάτησαν την δράση τους ντροπιασμένοι. Κάποιοι παρέμειναν με αυτό το παρουσιαστικό αλλά μεμονωμένα, ενώ σκόρπισαν σε όλη την Αθήνα, μην έχοντας πλέον ως άβατο τη συνοικία του Ψυρρή.


Από τότε, το προσωνύμιο μάγκας, έχει αποκτήσει τεράστια διαφορά με τα κουτσαβάκια. Οι τελευταίοι θεωρούνται θρασύδειλοι χωρίς «μπέσσα», ενώ ο μάγκας είναι ο ντόμπρος, ο φιλότιμος, που δεν χρησιμοποιεί το θάρρος του για να κάνει κακό. Έτσι τα κουτσαβάκια έχουν μείνει στην ιστορία με αρνητικό πρόσημο.


Τους κουτσαβάκηδες διακωμώδησαν πολλοί νεότεροι Έλληνες ηθοποιοί του κινηματογράφου, όπως ο Νίκος Φέρμας αλλά κυρίως, σε αντίθεση με το ύψος του, ο Νίκος Ρίζος. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου τον ακολουθεί κατά ίδιο βάδισμα και κινήσεις ο Κώστας Χατζηχρήστος στο τέλος της ταινίας Της κακομοίρας. Άλλη μία διακωμώδηση κουτσαβάκη ήταν αυτή του Σωτήρη Μουστάκα στην ταινία Μήτσος ο Ρεζίλης.


Πηγή: e-daily.gr







Οι άγνωστοι "δρόμοι" του μπουζουκιού


Άρθρο του Γιώργου Μουσταΐρα


Ένα σαμπάχ για την αυγή,
να ξεκινήσει η μέρα
Κι ένα χιτζάζ το δειλινό
και πάμε παραπέρα.


Ένας δημοσιογράφος ρώτησε κάποτε τον Μάρκο Βαμβακάρη «γιατί οι νέοι συνθέτες δεν γράφουν καλά τραγούδια» και ο Μάρκος απάντησε: «Γιατί δεν κρατάνε το μακάμι».


Έτσι απλά, με δυο λόγια, ο μεγάλος λαϊκός συνθέτης έδωσε την πραγματικότητα της ρήξης με την παράδοση. Το μουσικό "σήμερα" έκοψε σχεδόν οριστικά τις διασυνδέσεις του με το πλούσιο, όμορφα δομημένο και γνήσια ελληνικό μουσικό χθες, δίνοντας γην και ύδωρ και τείνοντας ευήκοον ους στις ξένες μουσικές της Δύσης και της Αφρικής. Όμως, οι ρίζες της δικιάς μας μουσικής βρίσκονται στην ημετέρα Ανατολή.


Σύμφωνα με τους μουσικολόγους C.Sachs, B.Nethl, P.Collaer, Mahmut R. Gazimihal, Παπαϊωάννου, Δραγούμη, Μυλωνά, Ανωγιαννάκη και Λάβδα, η μουσική των Βυζαντινών, η ελληνική δημοτική μουσική και το ελληνικό λαϊκό τραγούδι της πόλης, ανήκουν στον μεγάλο ανατολικό μουσικό χώρο μαζί με την αραβική, την περσική και την ινδική μουσική.


Παρ’ όλες τις μεγάλες διαφορές κουλτούρας, ιστορίας, γεωγραφικής θέσης και κοινωνικών συνθηκών που χωρίζουν αυτούς τους λαούς, υπάρχουν βασικοί μουσικοί κανόνες και μουσικές δομές που ενώνουν τη μουσική έκφραση σε μια μεγάλη ενότητα, πολύ διαφορετική από τη δυτική μουσική ενότητα, από τον δυτικό μουσικό χώρο.


Γι’ αυτούς τους βασικούς κανόνες, γι’ αυτές τις μουσικές δομές, χρησιμοποιείται μεταξύ των βυζαντινών ο όρος "ήχος", μεταξύ των Αράβων ο όρος "μακάμ", μεταξύ των Περσών ο όρος "περντέ", για τους Ινδούς ο όρος "ράγκας" και για τους μουσικούς του ρεμπέτικου ο όρος "δρόμος" και ο όρος "μακάμ", όπου χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο με τους Άραβες. Τον ίδιο εξάλλου όρο χρησιμοποιούν επίσης και οι Τούρκοι.


Η λέξη "δρόμος" έχει την έννοια "μουσικός δρόμος". "Μακάμ" είναι αραβική λέξη που σημαίνει μουσική φόρμα, ένα σύνολο από νότες που αποτελεί τη μουσική βάση, τον μουσικό καμβά ή φόντο, επάνω στον οποίο μπορεί να δημιουργηθεί ένα τραγούδι ή ένας μουσικός αυτοσχεδιαστικός ρυθμός.


Αυτές οι μουσικές φόρμες, αυτοί οι μουσικοί "δρόμοι" δεν αντιπροσωπεύουν όρους καθαρά τεχνικούς, αλλά είναι συνδεδεμένοι με τον τρόπο εκτέλεσης κάθε τραγουδιού ή κάθε μουσικού αυτοσχεδιασμού. Είναι δηλαδή συνδεδεμένοι με αυτό που το τραγούδι ή το μουσικό θέμα θέλει να εκφράσει, με την εποχή του χρόνου και τη συγκεκριμένη ώρα της ημέρας, κατά τη διάρκεια της οποίας παίζεται το ανάλογο τραγούδι ή ο μουσικός αυτοσχεδιασμός. Η έκφραση συναισθημάτων και καταστάσεων βγαίνει μέσα από εκείνο το ιδιαίτερο χρώμα που δίνει η διαφορετική σε κάθε μακάμι διαδοχή διαστημάτων.


Οι 64 δρόμοι
Επίσης, οι μουσικοί "δρόμοι", "ήχοι" ή "μακάμ" μπορεί να είναι συνδεδεμένοι με μαγικά ή θρησκευτικά σύμβολα και σημεία, με διάφορες λατρείες θρησκευτικές ή μαγικές ή με το μουσικό κλίμα που αυτές θέλουν να δημιουργήσουν. Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά και τους κανόνες μπορούν να βρεθούν στις βυζαντινές μουσικές φόρμες. Ειδικά, μάλιστα, όταν θεωρείται ο θρησκευτικός χαρακτήρας της βυζαντινής μουσικής και οι αυστηροί του κανόνες στον τρόπο εκτέλεσης της ψαλμωδίας κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και στις διαφοροποιήσεις των "ήχων" στις διάφορες θρησκευτικές γιορτές.


Σημειώνουμε δε ότι οι εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής μιας παραδοσιακής κοινωνίας –μεταξύ αυτών και η μουσική– εμπεριέχουν μια βαθύτατη συμβολική και μια λογική άρρηκτα συνδεδεμένη με το σύνολο των ενεργειών της εν λόγω κοινωνίας.


Εκτός από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τους ιδιαίτερους κανόνες και τη χρήση των διαφόρων μουσικών σχημάτων, πολλά αραβικά μακάμ, βυζαντινοί ήχοι και περσικά περντέ είναι μουσικά ταυτόσημα, με διαφορετικά οπωσδήποτε ονόματα στις διαφορετικές γλώσσες: αραβική, περσική ή ελληνική» (βλ. Μαρία Κωνσταντινίδου "Κοινωνιολογική Ιστορία του Ρεμπέτικου").


Ο φημισμένος τραγουδιστής Κώστας Ρούκουνας (το Σαμιωτάκι) έχοντας υπηρετήσει με επιτυχία τα κύρια είδη της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής (δημοτικό, σμυρνέικο, ρεμπέτικο) μιλώντας στον Ηλία Πετρόπουλο για τους δρόμους, λέει:


«Οι δρόμοι είναι η βάση του τραγουδιού... Είναι χουζάμ, φερ’ ειπείν, ραστ, χιτζάζ, σαμπάχ, νεαβέντ, ουσάκ, κουρντί, ουσάκ-νεβά, καρτζαχάρ, σεγκιάχ (είναι ένα πράμα σαν το χουζάμ, κάνει παραλλαγή με μισή φωνή) -φτάνουν τόσα, άλλα δεν χρειάζεται, πού να πεις τόσα.
Απάνω σ’ αυτούς τους δρόμους στηρίζεται το κάθε τραγούδι.... Οι νέοι γράφουνε και δεν ξέρουν τι δρόμος είναι...Τους δρόμους τους μαθαίναμε απ’ τους πιο παλιούς. Ρωτούσαμε και τους μαθαίναμε με το αυτί».


Ο γνωστός στιχουργός Κώστας Βίρβος, που έχει δώσει στίχους για να δημιουργηθούν αρκετά σημαντικά νεώτερα λαϊκά τραγούδια, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του "Μια ζωή τραγούδια" αναφέρει ότι στο λαϊκό μας τραγούδι μεταχειριζόμαστε 64 δρόμους και παρουσιάζει τους 12 σπουδαιότερους από αυτούς, όπως, τού τους υπαγόρευσε ο συνθέτης Θόδωρος Δερβενιώτης.


Ραστ, είναι ο πλάγιος τέταρτος εκ του ΝΙ ή ο ευρωπαϊκός
ματζόρε (π.χ. "Το διαβατήριο" του Θ. Δερβενιώτη).
Χιτζάζ, είναι ο πλάγιος δεύτερος εκ του ΠΑ («Η νυχτερίδα» του Μπαγιαντέρα).
Ουσάκ, ο πρώτος ήχος εκ του ΠΑ (ο τρίφωνος) («Ομορφη Πειραιώτισσα» του Καπλάνη).
Σαμπάχ (ΠΑ), παράγεται από τον πλάγιο πρώτο ήχο και παίρνει ύφεση στο ΔΙ και στο ΖΩ («Η στεναχώρια» του Καλδάρα).
Κιουρδί, παράγεται από τον πλάγιο πρώτο (ΠΑ) με ύφεση στο ΒΟΥ («Ίσως» του Δερβενιώτη).
Χουσεϊνί, πλάγιος του πρώτου εκ του ΚΕ («Στο τραπέζι που τα πίνω» του Καλδάρα).
Εβίτς, ο βαρύς ήχος εκ του ΖΩ («Ο Μεμέτης»)
Σεκιάχ, ο τέταρτος ήχος (λέγετος) εκ του ΒΟΥ («Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι» του Δερβενιώτη).
Χουζάμ, ο δεύτερος ήχος εκ του ΔΙ.
Νεχαβέντ, το ευρωπαϊκό μινόρε με χαμηλωμένη την έβδομη βαθμίδα («Σταλαγματιά-σταλαγματιά» του Τζουανάκου).
Χιτζασκιάρ, πλάγιος του τέταρτου που μετατρέπεται σε χρωματικό ήχο, είναι παραπλήσιος του Χιτζάζ («Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά» του Καλδάρα).
Καρτσιγιάρ, αποτελείται από δύο ήχους (πρώτος και δεύτερος) («Γλυκοχαράζει ο Αυγερινός» του Γιάννη Τατασόπουλου).




Εδώ πρέπει να τονίσω ότι οι δρόμοι είναι χωρισμένοι σε DUR (ματζόρε) και MOLL (μινόρε).

Στους δρόμους Ντουρ (ματζόρε) ανήκουν οι Ραστ, Χουζάμ, Χιτζάζ, Χιτζασκιάρ.
Στους δρόμους Μολλ (μινόρε) ανήκουν οι Νεχαβέντ, Ουσάκ, Σαμπάχ, Κιουρδί.


Πηγή: slpress.gr






Το παραμύθι, στη λαογραφική παράδοση


Της Στέλλας Γιαννοπούλου


Κατά διαστήματα έχουν γίνει συζητήσεις που αφορούν τις ιδέες και τις αξίες που προβάλλονται μέσα από τα παραμύθια, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο και ζωντανό είδος του πολιτισμού. Είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι, τα παραμύθια, έχουν σημαντική ηθικοπλαστική δύναμη και διαμορφώνουν προσωπικότητες. Έτσι χρησιμοποιήθηκαν, και καλό είναι να χρησιμοποιούνται, για την ηθική διαπαιδαγώγηση και τη γνωστική καλλιέργεια του παιδιού. Κατά τον κ. Μερακλή, το παραμύθι εντάσσεται στη λαϊκή τέχνη. Μέσα από αυτά τα λαϊκά αναγνώσματα λαμβάνουμε πολύ σημαντικές πληροφορίες για το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργούνται, ανά-δημιουργούνται, εξελίσσονται και ανθούν.

Το λογοτεχνικό αυτό είδος ξεκίνησε πριν αρκετές χιλιάδες χρόνια ως μέσω διαπαιδαγώγησης, ως θεσμός που ένωνε την κοινωνία, αλλά και ως τρόπος λεκτικοποίησης σημαντικών ζητημάτων που την απασχολούσαν, αναπαράγοντας τα κοινωνικά ζητήματα και τους προβληματισμούς.


Τα πρώτα γνωστά λαϊκά παραμύθια συνδέθηκαν με τα ομηρικά έπη, τους μύθους του Αισώπου και τη μυθοπλαστικότητα του Ηροδότου. Τα κείμενα αυτά μέσα από το υπερφυσικό περιεχόμενό τους προσπάθησαν να γίνουν πιστευτά από τον ακροατή. Μέσα από αυτά, ο ακροατής ανανεωνόταν, ανακουφιζόταν, διασκέδαζε, αλλά κάποιες φορές προβληματιζόταν και έθετε υπαρξιακά ερωτήματα.

Κατά την περίοδο της αναγέννησης, το παραμύθι περνάει από την προφορικότητα στον γραπτό λόγο και η αναπαραγωγή και μετάδοσή του ακολουθεί ραγδαία αύξηση. Κάθε εποχή και περιοχή, παρουσιάζει τα παραμύθια με το δικό της τρόπο. Προκαλεί εντύπωση ότι πολλές ιστορίες που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές, με μεγάλη χιλιομετρική απόσταση, παρουσιάζουν εκπληκτικές ομοιότητες, χωρίς ωστόσο να χάνεται η ταυτότητα της κάθε ιστορίας.


Ωστόσο, αν και, όπως είπαμε, τα παραμύθια παρουσιάζουν πολλές και ενδιαφέρουσες ομοιότητες, συγχρόνως αποτελούν αντικαθρέφτισμα της εθνικής ιδιοτυπίας ενός λαού.


Συγκεκριμένα παρατηρούμε παραλλαγές:


Στη γλώσσα, καθώς το παραμύθι είναι αφήγηση που χρησιμοποιεί κατά κόρον το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. Αυτό σημαίνει ότι εμπεριέχει τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες του γεωγραφικού χώρου, όπου εξελίσσεται.

Επιπλέον, στα ονόματα των ηρώων, διότι στα παραμύθια πολύ συχνά δίνονται ονόματα από την τοπική ιστορία και αρκετά συχνά από τους θεούς που λατρεύονται στην περιοχή. Κάθε πολιτισμός οικειοποιείται τους ήρωες της ιστορίας και τους προσδίδει δικά του χαρακτηριστικά, που συνδέονται με την ιδιαίτερη κουλτούρα του τόπου.

Στα επαγγέλματα. Παρατηρούμε ότι διηγήσεις που προέρχονται από τη νησιώτικη Ελλάδα αναφέρονται σε ιστορίες με ναυτικούς, σε αντίθεση με ιστορίες ορεινών περιοχών, που αναφέρονται σε βοσκούς.

Τέλος, μέσα από τα παραμύθια μπορούμε να λάβουμε πληροφορίες για τις ενδυμασίες, τον τρόπο ζωής, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου και φυσικά καθρεφτίζουν τις συνθήκες της περιοχής μέσα στην οποία εξελίσσονται.


Εν κατακλείδι, τα παραμύθια αποτελούν μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών που αξιοποιούνται και επιβάλλεται να αξιοποιούνται από διάφορες επιστήμες, ώστε να κατανοηθούν καλύτερα οι κοινωνίες και οι συνθήκες που τα δημιούργησαν


Πηγές
Αναγνωστοπούλου Δ. (2010). Αναπαραστάσεις του γυναικείου στη λογοτεχνία, Αθήνα. Πατάκη.
Αυδίκος Ε, (1994). Το λαϊκό παραμύθι: Θεωρητικές προσεγγίσεις. Αθήνα. Οδυσσέας.
Καπλάνογλου Μ. (2002). Παραμύθι και αφήγηση στην Ελλάδα: Μια παλιά τέχνη σε μια νέα εποχή. Αθήνα. Πατάκη.
Μερακλής Μ. (2004). Ελληνική Λαογραφία, Κοινωνική Συγκρότηση, Ήθη και Έθιμα, Λαϊκή Τέχνη. Αθήνα. Οδυσσέας.


maxmag.gr





Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ - Η «Παναγιά της Νίκης».







Η διάσημη εικόνα που ζωγράφισε ο Γιάννης Τσαρούχης μετά το όραμα ενός στρατιώτη στο μέτωπο. Τι απέγινε το εκκλησάκι που χτίστηκε στο σημείο με έρανο του στρατεύματος;


Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν ήταν λίγοι οι στρατιώτες που ανέφεραν ότι σε δύσκολες στιγμές στο μέτωπο, αναζήτησαν στήριγμα στο θεό και προσευχήθηκαν στην Παναγία για να τους προστατεύσει.


Κάποιοι από αυτούς που βρέθηκαν σε μεγάλη δοκιμασία, ανέφεραν ότι είχαν δει ακόμα και οράματα με την μορφή της Παναγίας. Η διήγησή τους εκείνες τις δύσκολες ώρες του πολέμου, διαδόθηκαν σαν αστραπή μέσα στο στράτευμα. Μία τέτοια αναφορά έγινε η αφορμή για να εμπνευστεί και να ζωγραφίσει ο Γιάννης Τσαρούχης την περίφημη «Παναγία της Νίκης».


Η ιστορία του εικονίσματος ξεκίνησε όταν ένας στρατιώτης έγραψε αναφορά στο στρατηγό Κατσιμήτρο για το όραμά του. Ο ανθυπασπιστής Νίκος Γκάτζαρος είχε βγει για ένα περίπατο και περιγράφει την ασυνήθιστη εικόνα που αντίκρισε: «ο αήρ είχε πάψει να φυσά, ο ουρανός ήταν αστεροειδής και κατά την επιστροφή, ούτε 10 βήματα δεν είχε κάνει, του εμφανίζεται και του κόβει το δρόμο μια γυνή μαυροφόρα, έχουσα σεμνή την εμφάνισή της». Το πρόσωπο της διακρινόταν στο ημίφως. Εκείνος αιφνιδιάστηκε από το θέαμα και έπεσε στα γόνατα στο έδαφος. Πήγε να την ασπαστεί, ενώ τα μάτια του ήταν συγκινημένα, τα πόδια και τα χέρια του έτρεμαν. Τότε άκουσε φωνές: «Είμαι η Παναγία. Μη φοβείσαι παιδί μου. Εγώ ενεμφανίσθη να σου είπω τρεις λόγους. Τους οποίους να μη λησμονήσεις». Του είπε ότι πρώτον η Ελλάδα θα βγει νικηφόρα από τον πόλεμο, δεύτερον ότι ο πόλεμος κηρύχθηκε εναντίον της Ελλάδος για να γνωρίσει ο κόσμος ότι αφορμή είναι η απομάκρυνσή του από την χριστιανική θρησκεία και τρίτον ότι το δίκαιο πάντα υπερισχύει της βίας.


Αρχικά ο ανθυπασπιστής ανέφερε ότι πέρασε την παρουσία για κάποια Αλβανή κατάσκοπο και ύψωσε το ρεβόλβερ του για να την πυροβολήσει, όμως τότε η γυναίκα ύψωσε την παλάμη της και του είπε: «Μη χτυπάς, έχω να σου πω κάτι: τη Λαμπρή θα είσαστε σπίτι σας».


Ο στρατιώτης κατευθύνθηκε προς τη σκηνή του, το αναφέρει στον στρατηγό Κατσιμήτρο και ο ανθυπασπιστής Νίκος Γκάτζαρος διέταξε αμέσως να γίνει έρανος γιατί θέωρησε ότι στο σημείο που εμφανίστηκε η Παναγία της θα πρέπει να γίνει μικρός ναός. Η ιστορία του στρατιώτη διαδόθηκε γρήγορα στο στράτευμα. Ένας λοχαγός φώναξε κάποιον φαντάρο που ήξερε να ζωγραφίζει. Ήθελε μια εικόνα που θα κοσμούσε το εκκλησάκι που θα χτιζόταν στο Γκολέμι. Εκεί, δηλαδή που ο ανθυπασπιστής ανέφερε, ότι είχε δει την Παναγία.


Ο στρατιώτης που ζωγράφισε την εικόνα, ήταν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο οποίος στρατεύθηκε το 1939 και υπηρέτησε στο Κούτσι, στην Αλβανία. «Μπογιές είχε μαζί του ο λοχαγός μου, ο μακαρίτης Γεωργόπουλος, με την ελπίδα ότι θα μπορέσω να κάνω σκηνές από μάχες. Αυτές οι μπογιές εχρησίμευσαν στην αρχή του πολέμου για να καμουφλαριστούν τα νίκελ του αυτοκινήτου του διοικητού», αφηγήθηκε ο Τσαρούχης στο βιβλίο «Μαρτυρίες ’40-’41» του Κ. Χατζηπατέρα. Καμβά για να ζωγραφίσει δεν είχε και έψαχνε να βρει απεγνωσμένα. Σε γράμμα του, μαρτυρεί ο ίδιος, βρήκε ένα καπάκι από ένα κιβώτιο ρέγκας, το οποίο μύριζε έντονα. Πάνω σε αυτό ζωγράφισε την περίφημη «Παναγιά της Νίκης». Ως πρότυπο είχε μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια.


Η εικόνα παρίστανε την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της. Αριστερά έδειχνε τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και δεξιά τους στρατιώτες που χτίζουν το εκκλησάκι. Επειδή ο λοχαγός έμενε μακριά από το σημείο που ο Τσαρούχης ζωγράφισε την εικόνα έστειλε ένα μοτοσικλετιστή για να τον παραλάβει και να πάρει την εικόνα. Το έργο είχε ήδη αποκτήσει φήμη θαυματουργής εικόνας.


Η μαρτυρία του Τσαρούχη: «Καθώς πηγαίναμε προς τον διοικητή, έφραξαν σχεδόν τον δρόμο Έλληνες στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί κι είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας. Ήδη το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει την φήμη θαυματουργής εικόνας και οι στρατιώτες οι Αρτινοί, σε έξαλλη θρησκευτική έκσταση, απαιτούσαν η θαυματουργή εικόνα να μείνει ένα βράδυ τουλάχιστον στην κατασκήνωσή τους. Άκουγες φωνές, από παντού. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: «Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά». Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός, δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη με ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα εσάλπισε. Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. «Βρε συνάδελφε», μου είπε ένας, «βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;»


Το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε από τον έρανο υπολογίστηκε γύρω στις 800 χιλιάδες δραχμές, ένα τεράστιο ποσό αν λάβει κανείς υπόψιν τα οικονομικά δεδομένα των στρατιωτών του μετώπου. Η εκκλησία χτίστηκε στο Γκολεμί, στο σημείο που ο στρατιώτης είδε το όραμα με την Παναγία, η οποία όπως έχουν καταθέσει μάρτυρες καταστράφηκε επί Χότζα.


H αρχική φωτογραφία επιχρωματίστηκε από τον Χρήστο Καπλάνη και δημοσιεύτηκε στη σελίδα Past in Color. Χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από την βιογραφία του Τσαρούχη «ΜΑΤΗΝ ΩΝΕΙΔΙΣΑΝ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ ΜΟΥ», Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ....


Πηγή: mixanitouxronou.gr







Καρσιλαμάς


Ο Καρσιλαμάς ή Γαρτσιλαμάς ανήκει στους Αντικρυστούς χορούς. Αντικρυστά εννοούμε πως οι χορευτές χορεύουν ο ένας απέναντι από τον άλλο.


Αλλιώς ο καρσιλαμάς ονομάζεται: Αντικρυστός, Καρσιλαμάς και Καρτσιλαμάς. Στα αστικά κέντρα συνοδεύεται με ρεμπέτικη μουσική. Η λέξη έχει την ετυμολογία της στην τουρκική λέξη Karşilama.


Τον χορό αυτόν τον συναντάμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας όπως στην Σύρο στις Κυκλάδες, στην Ίμβρο, στην Λέσβο, στη Μακεδονία, στην Μικρά Ασία, στην Κύθνο, στην Θράκη, στα Γιαννιτσά, στην Καππαδοκία στην Καισάρεια Καππαδοκίας, στην Μαγνησία.


Σύρος Κυκλάδες:
Αντικρυστός χορός που ονομάζεται Ψαράδικος Συριανός. Παράδειγμα τραγουδιού : "Επήρα οκτώ χιλιάδες απ' το μπακαρά και θ' ανάψω φίνο γλέντι σ' όλη τη μαγκιά...". {Πρίντεζης 1981, 163}


Ίμβρος:
Στην περιοχή χορευόταν από δύο άντρες οι οποίοι ήταν ο ένας απέναντι στον άλλο. Τα χέρια τους ήταν απλωμένα πλάγια στο ύψος των ώμων και με δύο δάχτυλα, τον μέσο και τον αντίχειρα, έκαναν μαντινάδες και κρατούσαν τον χρόνο για τα βήματά τους. Υπάρχει ο "βαρύς" όπως το "Πιγκί" και ο "Ελαφρύς" Καρσιλαμάς όπως η "Καλαμιά". {Ξεινός 1987, 125}


Βορειοδυτική Θράκη:
Ο Καρσιλαμάς (Αντικρυστός) όπως και ο Συρτός Συγκαθιστός έχουν ίδιο ρυθμό 9/8, όμως από τα μουσικά όργανα που εκτελείται ακούγεται διαφορετικός. Είναι Κυκλικός χορός που έχει τα δικά του βήματα και τις δικές του ρυθμικές παραλλαγές των 9/8. Τα σημερινά του βήματα μοιάζουν με του Συγκαθιστού και του Συρτού Συγκαθιστού. Η διαφορά ανάμεσα τους είναι πως ο αντικρυστός χορεύεται από ζευγάρια άντρας με γυναίκα, αντίθετα με τον Συγκαθιστό που είναι ανακατεμένοι. {Καβακόπουλας 1981 , 30}


Ανατολική Θράκη:
Η λέξη Καρσιλαμάς προέρχεται από την Τούρκικη λέξη (καρσί= αντίκρυ όπως και το ποντιακό γαρσί = αντίκρυ). Χορεύεται στις γαμήλιες τελετές όπου κρατάνε οι γυναίκες μαντήλια μπροστά από τα πρόσωπα τους, έτσι ώστε να φαίνονται μόνο τα μάτια τους για να χορεύουν παίζοντας κρυφτό με τους συγχορευτές τους ή γυρνάνε τα μαντήλια τους κυκλικά μέχρι να διπλωθεί και στη συνέχεια αντίθετα να ξεδιπλωθεί. Χρησιμοποιούν ακόμα και τα δάχτυλα των χεριών για να κρατήσουν τον ρυθμό. {Μωυσιάδης 1986, 186}


Καππαδοκία:
Όπως και στην Ανατολική Θράκη, έτσι και στην Καππαδοκία ο Καρσιλαμάς χορεύεται κρατώντας ένα μαντήλι, στον γάμο που μεταφερόταν η νύφη από το σπίτι στην Εκκλησία και αντίστροφα. Το μουσικό μέτρο είναι 9σημο (2.2.2.3). Τα βήματα είναι 8 σε 2 μουσικά μέτρα. Καθώς χορεύουν σπάνε τα γόνατα και στρίβουν οι φτέρνες προς τα μέσα του ποδιού. {Κόκκινος 1987 , 313}


Καισάρεια Καππαδοκίας:
Στη περιοχή αυτή το μουσικό μέτρο αποδίδεται σε 4/4 και χωρίς συνοδεία κροτάλων ή κουταλιών. Πολύ λιγότερο χρησιμοποιείται ο 9σημος ρυθμός σε σχέση με τα Μικρασιατικά παράλια. {Τυροβολά 1992, 126}


Μακεδονία:
Ονομάζεται Καρσιλαμάς ή χορός Πανωκάτω. Εδώ χορεύεται από δύο σειρές χορευτών που έχουν απόσταση τρία μέτρα. Ο ρυθμός είναι 9/8 και αποτελείται από άντρες και γυναίκες που χορεύουν απέναντι από τον άλλο. Κρατάνε στο δεξί χέρι ένα μαντήλι όλοι οι χορευτές, που το κουνάνε σύμφωνα με τον ρυθμό της μουσικής. {Metallinos & Schumacker 1975 , 49}


el.wikipedia.org







Παναγιώτης Τούντας








Ο Παναγιώτης Τούντας (1886 – 23 Μαϊου 1942) ήταν Έλληνας συνθέτης. Είναι ο διασημότερος συνθέτης της Σμυρναϊκής Σχολής και ανήκει στην ομάδα των Μικρασιατών μουσικών που μετά την καταστροφή του 1922, διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο τραγούδι στην Ελλάδα. Ο Παναγιώτης Τούντας γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1886 από ευκατάστατους γονείς, που του έδωσαν την δυνατότητα να ασχοληθεί απο μικρός με τη μουσική.


Βιογραφία
Άρχισε από παιδί να παίζει μαντολίνο και στις αρχές του 20ού αιώνα συμμετείχε στη Σμυρνέικη Εστουδιαντίνα του Σιδέρη, που έμεινε γνωστή με το όνομα "τα Πολιτάκια". Συμμετείχε σε διάφορα μουσικά σχήματα που έκαναν περιοδείες εκτός Σμύρνης, για την ψυχαγωγία των Ελλήνων της διασποράς και ταξίδεψε στην Αίγυπτο, την Αβυσσηνία, την Ελλάδα και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες με ελληνική παροικία.


Τα πρώτα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή, έπαιζε σε διάφορα κέντρα σαν μαντολινίστας. Το 1924 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του ελληνικού παραρτήματος της γερμανικής "ODEON" στην Αθήνα. Μέχρι να κατασκευαστεί το εργοστάσιο δίσκων στην Ελλάδα, συνεργάζεται σχεδόν με όλες τις δισκογραφικές εταιρείες και διηύθυνε τις περισσότερες ηχογραφήσεις που γίνονταν στην Ελλάδα. Τον ίδιο χρόνο ηχογραφεί τη "Σμυρνιά" με την αθηναϊκή εστουδιαντίνα του Τάσου Μαρίνου και γίνεται ο πρώτος Έλληνας λαϊκός συνθέτης που το όνομά του αναγράφεται σε ετικέτα δίσκου.


Το 1931 αναλαμβάνει καλλιτεχνικός διευθυντής της ελληνικής "ODEON" και της "HIS MASTER’S VOICE" και παραμένει στη θέση αυτή μέχρι το 1940. Τα τραγούδια που πέρασε στη δισκογραφία είναι γύρω στα 350 και έχουν ερμηνευτεί από όλους τους προπολεμικούς τραγουδιστές της εποχής, όπως ο Κώστας Ρούκουνας, Στελλάκης Περπινιάδης, Μαρίκα η Πολίτισσα (Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου), Κώστας Καρύπης (όταν έκανε καριέρα ερμηνευτή, και πριν πλασαριστεί ως δημιουργός), Κώστας Νούρος, Ρόζα Εσκενάζυ, Ρίτα Αμπατζή, Αντώνης Νταλγκάς, Ευάγγελος Σωφρονίου, Ζαχαρίας Κασιμάτης, Γιώργος Βιδάλης, Στράτος Παγιουμτζής, Δημήτρης Περδικόπουλος, Ισμήνη Διατσέντε, Νταίζη Σταυροπούλου, Νότα Καλλέλη, Κάκια Μένδρη Ιωάννα Γεωργακοπούλου.


Ο Παναγιώτης Τούντας ζει σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα κάνει τα πρώτα του βήματα. Παρά τα εμπόδια και το φόβο από τις συντηρητικές κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου, ο δημιουργός έδειξε ένα ασυνήθιστο ενδιαφέρον για τα πολιτικά θέματα, ενώ είναι αυτός που εισήγαγε την έννοια της «τιμημένης εργατιάς» μέσα στο λαϊκό τραγούδι. Γράφει τραγούδια που εκφράζουν τους φτωχούς και δείχνουν περιφρόνηση απέναντι στον πλούτο και τους πλούσιους.


Το 1932, με το «μανδύα» ενός ερωτικού τραγουδιού, ο Τούντας «πέρασε» τον «Εργάτη» με τη συγκλονιστική ερμηνεία του Κώστα Ρούκουνα: «Εκατό δραχμές τη μέρα παίρνω / τζιβαέρι μου / πες της μάνας σου πως θέλω / να σε κάνω ταίρι μου / Είμαι εργάτης τιμημένος / όπως όλη η εργατιά / και τεχνίτης προκομμένος / λεοντάρι στη δουλειά». Τραγούδι ταξικής συνειδητοποίησης, ο «Εργάτης» εκφράζει την περηφάνια του προλεταριάτου όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλη την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει.


Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Π. Τούντας είδε με συμπάθεια, ακόμη και με θαυμασμό την προσπάθεια της γυναίκας να βγει από το σπίτι και να κατακτήσει τον εργασιακό στίβο και να χειραφετηθεί. Στην περιβόητη «Μπολσεβίκα» του - λέξη ταμπού και εξαιρετικά επικίνδυνη για την εποχή με την οποία τιτλοφόρησε το τραγούδι του ο Π. Τούντας, η Ρόζα Εσκενάζυ ως γκαρσόνα δίνει μια εικόνα ανεξάρτητης γυναίκας: «Εγώ είμαι η Μπολσεβίκα / με τ' αλάνια θα γλεντώ / ρετσίνα θα ρουφάω / γλυκά τραγουδάω / μεγαλεία δεν ψηφάω / και τους μάγκες θ' αγαπώ». Η «Μπολσεβίκα» θυμίζει τις άλλες περήφανες γυναικείες φυσιογνωμίες του δημιουργού, που προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις, όπως τη «μόρτισσα Κική» που περιφρονεί τα πλούτη και θέλει να βρει άντρα εργάτη, όπως τραγούδησε στο «Φτώχεια μαζί με την τιμή» η Ρίτα Αμπατζή: «Δε θέλω πλούτη και καλά / μ' αρέσει η φτώχεια και η εργατιά / κι αν παντρευτώ με τον καιρό / άντρα εργάτη θε να βρω / φτώχεια μαζί με την τιμή / θέλω να ζήσω μια στιγμή». Η αναφορά στις κοινωνικές διαφορές είναι κάτι σύνηθες στη δημιουργία του Τούντα, ενώ τραγούδια του που αναφέρονται σε επαγγέλματα («Το σωφεράκι», «Τα ψαραδάκια», «Η γκαρσόνα» κ.λπ.), συνέπεσαν με αγώνες του εργατικού κινήματος της χώρας μας.


Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η Χαρούλα Αλεξίου, και ο Θέμης Ανδρεάδης επαναφέρουν τα τραγούδια του στο προσκήνιο και μέχρι τις σήμερα ο Γιώργος Νταλάρας, η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, ο Αγάθωνας Ιακωβίδης, ο Μπάμπης Τσέρτος, ο Μπάμπης Γκολές και πολλοί άλλοι εξακολουθούν να τα ερμηνεύουν.


Πέθανε στις 23 Μαίου του 1942, στην Κατοχή, από ρευματισμούς.




Μπάρμπα Γιαννακάκης


Στίχοι: Πάνος Τούντας
Μουσική: Πάνος Τούντας
Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Διαμαντίδης, Νταλγκάς


Βρε μη φοβηθείς τον άνθρωπο,
Λούλα μου, Μαρικούλα μου
ωρέ όσο θεριό και να΄ναι
λέλε ναι κουρμπάν


Ωρέ και να μασά τα σίδερα,
Λούλα μου, ωρέ Λούλα μου,
Ωρέ και να τα καταπίνει,
λελε ναι Κουρμπάν


Άιντε, άιντε, Μπάρμπα Γιαννακάκη
Που΄ναι, που΄ναι, πουν το Μαρικάκι
Ψαράκια τηγανίζει μεσ΄το μαγεριό,
Εγώ θα σου το πάρω και θα το παντρευτώ


Αχ Γιαννάκη Μπιρ όκα
άλτα γκέλ γιαρίμ οκά


Ωρε αυτόν τον βλάμη π΄ αγαπάς,
Λούλα μου, κορούλα μου,
ωρε πες του να μεταλάβει
ναι λελε κουρμπάν,


ωρέ μια Κεριακή ξημέρωμα,
Λούλα μου, μανούλα μου,
ωρε δύο πιστολιές θα λάβει,
ναι λελε Κουρμπάν


Άιντε, άιντε, Μπάρμπα Γιαννακάκη
Που΄ναι, που΄ναι, πουν το Μαρικάκι,
Ψαράκια τηγανίζει μεσ΄το μαγεριό
Εγώ θα σου το πάρω και θα το παντρευτώ


άιντε, άιντε όπα της
δώσε και τη προίκα της όπα,
γεια σου Μαρικάκι
Άιντε, άιντε, Μπάρμπα Γιαννακάκη
Που΄ναι, που΄ναι, πουν το Μαρικάκι,
Ψαράκια τηγανίζει μεσ΄το μαγεριό
Ας τα κι ας καούνε κι έβγα να σε ιδώ
άιντε, άιντε, όπα της, δώσε και τη προίκα της
[αχ Γιαννάκη όπα της δωσε και την προίκα της]


Πηγή:
el.m.wikipedia.org
tvxs.gr




Πώς λέγονταν παλιά οι γειτονιές της Αθήνας;


Πού βρίσκονταν τα Κατσικάδικα; Πώς λέγονται σήμερα οι Κουκουβάουνες; Πού είναι το Τουρκολίμανο και ποια γειτονιά γνωρίζουν οι κάτοικοι της και ως Μαγκουφάνα; Ακολουθήστε μας, σε μια βόλτα στα παλιά τοπωνύμια των περιοχών της Αθήνας.

Κατσικάδικα: Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ακόμα σχεδιαζόταν η Πλατεία Δεξαμενής, το Κολωνάκι αποκαλούταν Κατσικάδικα, και βόρεια της πλατείας δεν υπήρχαν παρά καλύβες βοσκών. Τα κατσικάκια τους, μάλιστα, έφαγαν –στην κυριολεξία– την πρώτη απόπειρα δεντροφύτευσης του Λυκαβηττού.

Κουκουβάουνες: Λεγόταν η σημερινή Μεταμόρφωση, πριν η μανία να καταργήσουμε τα αρβανίτικα τοπωνύμια «χτυπήσει» την Αττική, και γίνουν τα Λιόσια Ίλιον, η Χασιά Φυλή, το Μενίδι Αχαρνές και το Λιόπεσι Παιανία.

Λοιμικό: Ήταν το Ελληνικό μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Αν δεν το μαντέψατε, το όνομα προέρχεται από ένα λοιμοκαθαρτήριο που υπήρχε στην περιοχή.

Μαγκουφάνα: «Θύμα» κι αυτή της από-αρβανιτοποίησης των αττικών τοπωνυμίων, άλλαξε το όνομά της σε Πεύκη με διάταγμα που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το 1960.

Μπραχάμι: Εντάξει, αυτό το ξέρετε –κυρίως επειδή οι παλαιότεροι κάτοικοι του Αγίου Δημητρίου και της Δάφνης αποκαλούν ακόμα έτσι τη γειτονιά τους.

Τουρκολίμανο: Κι αυτό θα το έχετε ακουστά, αν γνωρίζετε έστω και έναν Πειραιώτη άνω των 40. Είναι το Μικρολίμανο του Πειραιά, που κάποια στιγμή αποφασίσαμε πως παραέχει πολλά τούρκικα τοπωνύμια. Το Πασαλιμάνι έμεινε, το Τουρκολίμανο έφυγε.

Κακοσάλεσι: «Στου σπιτ’ στου Κακοσάλεσ’ δε ματαξαναγυρνώ» τραγουδούσε ο Γιάννης Μηλιώκας τότε που η Αυλώνα αποκαλούταν ακόμα από τους γηραιότερους κατοίκους της με το όνομα που είχε ως το 1927 –και το οποίο σήμαινε «κακό πέρασμα», επειδή το ορμητήριο των κλεφτών εκεί δυσκόλευε το πέρασμα των Οθωμανών.

Βουρλοπόταμος: Είναι η σημερινή Αμφιθέα, του Παλαιού Φαλήρου, η οποία τότε δανειζόταν το όνομά της από το ρέμα που την διέσχιζε.

Λεβί: Ένα από τα πιο άγνωστα παλιά τοπωνύμια της Αθήνας, το εβραϊκό Λεβί έγινε αργότερα επίθετο –ο Δημήτρης Λεβής ήταν ο τελευταίος ιδιοκτήτης της αγροικίας στον Ελαιώνα, που δάνειζε το όνομά της στην γειτονιά γύρω της.

Αλώνια: Λεγόταν το Θησείο μέχρι και τα πρώτα χρόνια της ανεξάρτητης Αθήνας –τότε που εκπονήθηκε το πρώτο σχέδιο πόλης, από τους Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Υπήρχαν όντως αλώνια στην πλατεία έξω από τον σταθμό του ηλεκτρικού, τα οποία μάλιστα σημειώνονται στα σχέδια των Κλεάνθη και Σάουμπερτ.

Επιμέλεια: Ηρώ Κουνάδη


Πηγή: in2life.gr








Μάχη της Κρήτης







Μάχη της Κρήτης (Γερμανικά Luftlandeschlacht um Kreta) ονομάζεται η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα από το πρωί της 20ής Μαϊου 1941, όταν ξεκίνησε η αεραπόβαση των Γερμανών με συνθηματικό όνομα «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) εναντίον του νησιού, ως την 1η Ιουνίου.


Με την επιχείρηση αυτή οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί από τις αγγλοελληνικές συμμαχικές δυνάμεις, ωστόσο αυτή τους η επιτυχία κόστισε τόσο πολύ ώστε να μην επιχειρήσουν ξανά άλλη αεροπορική έφοδο της ίδιας κλίμακας κατά τη διάρκεια του πόλεμου.


Σήμερα, η μάχη της Κρήτης θεωρείται η πρώτη μεγάλη αεραποβατική επιχείρηση και παραμένει μοναδική στο ότι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός κατελήφθη εξ ολοκλήρου από αέρος. Η μάχη θεωρείται επίσης πολύ σημαντική για τους Κρητικούς, λόγω της αναπάντεχης σθεναρής αντίστασης που πρόβαλλαν εναντίον των αριθμητικά ανώτερων Γερμανών και του μεγάλου τιμήματος που είχε η επίθεση, και η επακόλουθη κατοχή, στον πληθυσμό του νησιού.


Μαντινάδες για τη Μάχη της Κρήτης


Εχθροί από τον ουρανό την Κρήτη την πατήσαν
με όπλα τη λυγίσανε μα δεν την καταχτήσαν.


Ο ναζισμός τση Κρήτης μας δεν τση ξεχνά ποτές του
γιατί στην Κρήτη εξέγραψε τσ´ αλεξιπτωτιστές του.


Οι ουρανοκατέβατοι, οι χιτλεροναζήδες
στην Κρήτη επάνω εχάσανε τση νίκης τσι ελπίδες.


Τση Κρήτης τ´ άγια χώματα, τα αιματοβαμμένα
αιματοποτιστήκανε και το Σαράντα ένα.


Πέτρες και ξύλα οι Κρητικοί επιάσαν κι οπλιστήκαν
του Χίτλερ οι φασίστες του επά εξεφτυλιστήκαν.


Κανάκης Ι. Γερωνυμάκης


Σημ.: Η δεύτερη μαντινάδα διακρίθηκε το 2001 σε πανελλήνιο διαγωνισμό του Δήμου Χανίων και του Συνδέσμου Φιλολόγων του Ν. Χανίων με θέμα τη ´Μάχη της Κρήτης´!


Πηγή: el.wikipedia.org
haniotika-nea.gr








Σμύρνη 1908.


Ο εμπορικός δρόμος είναι γεμάτος με ελληνικές, τουρκικές και ιταλικές σημαίες. Η φωτογραφία του γάλλου Βίκτορ Φόρμπιν αποτυπώνει την πολυεθνικότητα, μερικά χρόνια πριν από την καταστροφή. Κάθε μαγαζί έχει διαφορετική σημαία που προφανώς υποδηλώνει την εθνικότητα του ιδιοκτήτη της κάθε εμπορικής επιχείρησης.







Photograph by Victor Forbin, Service Historique de la Défense, Vincennes Η αρχική ασπρόμαυρη φωτογραφία του Victor Forbin. Πηγή: Service Historique de la Défense, Vincennes
Επιχρωματισμός: Christos Kaplanis, Past in Color


Στη φωτογραφία διακρίνεται ένα ελληνικό φαρμακείο με την επιγραφή «φαρμακείον και χημείον Αργυρόπουλου» και ακριβώς απέναντι το «φαρμακείο Γιαννάκου». Διακρίνονται Τούρκοι που φορούν το παραδοσιακό φέσι, που ήταν ευρέως διαδεδομένο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε αντίθεση με το ευρωπαϊκό καπέλο του διερχόμενου Έλληνα ή Λεβαντίνου της εποχής. Στο βάθος στέκονται πλανόδιοι μικροπωλητές.


Η Σμύρνη είχε ανεπτυγμένο εμπόριο και υπήρξε από τις πρώτες πόλεις που διατηρούσε εμπορικές και πιστωτικές σχέσεις με τη Δυτική Ευρώπη, τον 18ο και 19ο αιώνα. Στην πόλη υπήρχε έντονη οικονομική δραστηριότητα των εμπόρων, κυρίως από Έλληνες, Αρμένιους και Εβραίους και σε μικρότερο βαθμό από τους Τούρκους.


Με την απογραφή του 1891 η οποία έγινε από το αγγλικό προξενείο, η ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης αριθμούσε 207,000 κατοίκους. Από αυτούς οι Έλληνες ήταν 107.000, Τούρκοι 52.000, Εβραίοι 23.000, Αρμένιοι 12.000, Ιταλοί 6.500, Γάλλοι 2.500, Αυστριακοί 2.200 και Άγγλοι 1.500.


Λίγο πριν τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 αποκλειστικά στην πόλη της Σμύρνης ζούσαν 370.000 κάτοικοι, εκ των οποίων οι 165.000 ήταν Έλληνες, 80.000 ήταν Οθωμανοί Τούρκοι, 55.000 Εβραίοι, 40.000 Αρμένιοι, 6.000 Λεβαντίνοι και 30.000 άλλων εθνικοτήτων.


Στη Σμύρνη δέσποζε το ελληνικό στοιχείο, καθώς επικρατούσα γλώσσα ήταν η ελληνική. Η πόλη, εκτός από το ανεπτυγμένο εμπόριο ήταν πρωτοπόρος και στις πολιτισμικές εκδηλώσεις, καθώς πολλοί πλούσιοι Έλληνες είχαν επαφές με χώρες της Ευρώπης. Ως εκ τούτου, οι Τούρκοι αποκαλούσαν τη Σμύρνη ως «Γκιαούρ Ιζμίρ» (Άπιστη Σμύρνη), ενώ για τους Ευρωπαίους ήταν το Παρίσι του Λεβάντε.


Μέχρι το 1922 η πόλη διακρίνονταν στον «Πάνω Μαχαλά» (Μελαντία, Μπασμανέ), ο οποίος βρισκόταν προς τον Πάγο και ήταν το αρχαιότερο τμήμα της πόλης, όπου διέμεναν κυρίως εύποροι Τούρκοι, Εβραίοι και λίγοι Έλληνες και στον «Κάτω Μαχαλά» ή «Κάτω Πόλη», νεώτερο τμήμα, όπου διέμενε ο κυρίως χριστιανικός πληθυσμός, οι Αρμένιοι (νότια), και οι Έλληνες (βορειότερα των Αρμενίων), μέχρι και την έναντι ΒΔ ακτή το λεγόμενο Κορδελιό.


Η κάτω πόλη περιελάμβανε την Αρμενοσυνοικία (που συνόρευε με την εβραϊκή συνοικία του Πάνω Μαχαλά) με το ναό του Αγίου Στεφάνου και την ελληνική συνοικία με το ναό του Αγίου Γεωργίου, την αγορά «Μεγάλες Ταβέρνες», τη συνοικία «Γυαλάδικα», όπου ήταν και ο περίφημος ναός της Αγίας Φωτεινής.


Βορειότερα ήταν ο Φραγκομαχαλάς (συνοικία καθολικών), η συνοικία των Νοσοκομείων και μακρύτερα η συνοικία Φασουλάς, όπου αμέσως μετά άρχιζε δια της κεντρικής οδού Τράσα (τα), (εσωτερική παράλληλη προς τη προκυμαία), η αριστοκρατική συνοικία με την πλατεία της Καλλιθέας (Μπέλα Βίστα) και τον παράλληλο δρόμο, το γνωστό εκ παραφθοράς «Παραλλέλι» με τις επαύλεις των εύπορων Σμυρναίων.


Συνέχεια της οδού των Τράσων ήταν τα Σχοινάδικα, το Κερασοχώρι, και το βουλεβάρτο Αλιότι προς το σιδηροδρομικό σταθμό Αϊδινίου. Ακολουθούσε η συνοικία της Πούντας με Ιταλούς και Μαλτέζους κατοίκους και ενδότερα οι λαϊκές συνοικίες του «Αγίου Τρύφωνα» ή Τσικουδιά, τα «Ταμπάκικα» (βυρσοδεψεία), τα «Μορτάκια» ή Λυγαριά, καθώς και η πέρα του σταθμού Κασαμπά η συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου με συνέχεια αυτής τα «Χιώτικα», όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οι οίκοι ανοχής.


Στη μεγάλη πυρκαγιά που έβαλαν οι Τούρκοι το 1922 καταστράφηκε σχεδόν όλος ο Κάτω Μαχαλάς από την Αρμενοσυνοικία μέχρι και τα Σχοινάδικα.


Σήμερα η Σμύρνη είναι η Τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας μετά την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, με πληθυσμό 3.210.465 κατοίκους (απογραφή 2008). Είναι ο σημαντικότερος εισαγωγικός και εξαγωγικός λιμένας της Τουρκίας, επιβεβαιώνοντας την κομβική θέση του διαχρονικά....

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr/smyrni-1908-i-polyethniki-poli-poy-oi-eyropaioi-apokaloysan-quot-to-parisi-toy-levante-quot-kai-oi-toyrkoi-quot-gkiaoyr-izmir-quot-oi-ellines-itan-protoi-se-plithysmo-emporio-kai-grammata/







Βαγγέλης Περπινιάδης









Λαϊκός τραγουδιστής και συνθέτης. Γεννήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1927 στην Κοκκινιά και ήταν γιος του παλιού και διάσημου ρεμπέτη Στελλάκη Περπινιάδη.


Έκανε τα πρώτα του βήματα ως ψάλτης στην Οσία Ξένη της Κοκκινιάς και το 1947 πέρασε στο τραγούδι από τα «ταλέντα» του Μίμη Τραϊφόρου.


Γρήγορα καθιερώθηκε στο λαϊκό και το δημοτικό τραγούδι, με μεγάλες επιτυχίες, όπως: «Τα νέα της Αλεξάνδρας», «Αχ γιατί δεν μ' αγαπάς», «Γύρισε κοντά μου», «Μαχαραγιάς», «Δεν θέλω παλάτια και λεφτά», «Το μεροκάματο του πόνου». Ερμήνευσε, όμως, και τραγούδια έντεχνων συνθετών, όπως των Χρήστου Λεοντή, Δημήτρη Μπουκουβάλα και Γιώργου Κατσαρού.


Από την «Ανάσταση Ονείρων» του Χρήστου Λεοντή (1966) βγήκαν μεγάλες επιτυχίες με τη φωνή του Βαγγέλη Περπινιάδη και της Ρίας Νόρμα, όπως: «Πού να χωρέσει τ' όνειρο» και «Θα 'ρθεί το βράδυ βροχερό». Ο Βαγγέλης Περπινιάδης υπήρξε και υμνογράφος ποδοσφαιρικών ομάδων. Συνέθεσε και τραγούδησε δύο τραγούδια για τον Ολυμπιακό (1963 και 1965), ένα για τον Παναθηναϊκό και ένα για την ΑΕΚ, την οποία συμπαθούσε ιδιαίτερα.


Εκτός από τα τραγούδια που έγραψε και ερμήνευσε ο ίδιος, τραγούδησε συνθέσεις γνωστών μεγάλων συνθετών του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, όπως των Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Μπαγιαντέρα, Παπαϊωάννου, Χιώτη, Περιστέρη, Μανισαλή, Βίρβου, Ροβερτάκη, Δημόπουλου και άλλων γνωστών δημιουργών.


Το πρώτο τραγούδι που φωνογράφησε ήταν το «Σουρουπώνει» του Κώστα Καπλάνη, το 1953, σε δίσκο 78 στροφών, όταν έκανε σεγκόντο στην Άννα Χρυσάφη. Από το 1955 φωνογραφεί δικές του συνθέσεις που γίνονται επιτυχίες: «Κλάψτε με φίλοι», «Άσ' τα νάζια βρε Μαρίτσα», «Βρε Μαριώ μου είσαι γλύκα». Οι μεγαλύτερες επιτυχίες του, όλων των εποχών, ήταν «Τα νέα της Αλεξάνδρας» του Κώστα Γιαννίδη (1960) και «Ένας κύκλος και μια κούκλα» (1964), δικό του τραγούδι.


Στη δισκογραφία και στο πάλκο είχε κοντά του, ως δεύτερη φωνή, τις τραγουδίστριες Βούλα Γκίκα, Έλλη Γκίλα, Άννα Μπέλλα, Ρία Νόρμα, Ρία Κούρτη, Ρούλα Καλάκη, Νίτσα Αντωνάτου, Μαίρη Μπονίτα, Γιώτα Σύλβα. Κατά τη συνεργασία του με τον Χρήστο Λεοντή, ο Βαγγέλης Περπινιάδης όταν ήταν ντουέτο με τη Ρία Νόρμα (1964-'66), έδωσαν συναυλίες στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στο Θέατρο Βεάκη (της οδού Στουρνάρη) και στο Κηποθέατρο Δάφνης, στο Ηράκλειο Κρήτης.


Ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της ζωής και του τραγουδιού για τον Βαγγέλη Περπινιάδη ήταν οι εμφανίσεις του στα πανηγύρια, γεγονός που τον κράτησε πολύ ψηλά στη συνείδηση του κόσμου. Επί 50 χρόνια τραγουδούσε και διασκέδαζε τον λαό στα πανηγύρια της Αττικής και της υπόλοιπης Ελλάδας. Παράλληλα, έκανε τον γύρο του κόσμου και τραγούδησε για τον Ελληνισμό, σε Αμερική, Αυστραλία, Καναδά και Ευρώπη.


Πέθανε στις 12 Μαΐου του 2003, ύστερα από μάχη με τον καρκίνο. Στο προσκέφαλό του τις τελευταίες στιγμές ήταν η σύζυγός του, τα πέντε του παιδιά (δύο γιοι και τρεις κόρες), δεκατέσσερα εγγόνια και δύο δισέγγονα.




Τα νέα της Αλεξάνδρας


Σ' τ' ορκίζομαι Βαγγέλη μου
για κάτσε να τα πούμε
στο τάβλι αυτό που παίζουμε
στο ούζο που θα πιούμε


Σ' τ' ορκίζομαι Βαγγέλη μου
Βαγγέλη να σε θάψω
αυτή θα την εκδικηθώ
αυτή θα την εκάψω


Για άκουσε τα νέα
της Αλεξάνδρας
που μου 'λεγε "δεν ξέρω
τι θα πει άντρας"


Κι εχτές τ' απομεσήμερο
βγήκε για να ψωνίσει
κι η ώρα πήγε τέσσερις
κι ακόμα να γυρίσει


Και ψάχνοντας και ψάχνοντας
τη βρήκα στου Μιχάλη
να παίρνει τα σκονάκια της
μαζί με το μπακάλη


Αυτά λοιπόν τα νέα
της Αλεξάνδρας
που μου 'λεγε "δεν ξέρω
τι θα πει άντρας"


Και σήμερα ξεκίνησε
να πάει για τη μοδίστρα
που κάθεται σ' ένα στενό
κοντά στη Βαγγελίστρα


Και μου 'παν πως την είδανε
να βγαίνει χέρι χέρι
μαζί με το Χαράλαμπο
από το Ροζικλαίρι


Αυτά λοιπόν τα νέα
της Αλεξάνδρας
που μου 'λεγε "δεν ξέρω
τι θα πει άντρας"



Πηγή: SanSimera.gr







Ο «χορός» του Ζαλόγγου


Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκειά ζωή
Κι εσύ δύστυχη πατρίδα, έχε γεια παντοτεινή.
Στη στεριά δε ζει το ψάρι, ούτε ανθός στην αμμουδιά
Κι οι Σουλιώτισσες δε ζούνε, δίχως την ελευθεριά!


Ο Δεκέμβριος του 1803 βρήκε τους Σουλιώτες εξαντλημένους από τις κακουχίες. Για αρκετό καιρό αντιστέκονταν σθεναρά στον Αλή Πασά που τους πολιορκούσε. Η κούραση και η πείνα είχαν καταβάλει τους ανυπότακτους ορεσίβιους Θεσπρωτούς και αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν μαζί του.


Συμφώνησαν να εγκαταλείψουν τα χωριά του Σουλίου και εκείνος να μην τους πειράξει. Τηρώντας τη συμφωνία, οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και άρχισαν να εγκαταλείπουν την πατρίδα τους. Ο Αλή Πασάς όμως, δεν κράτησε τον λόγο του και έστειλε περίπου 3.000 Τουρκαλβανούς να τους καταδιώξουν.


Η μια ομάδα, με αρχηγούς τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κουτσονίκα, κατευθύνθηκε προς την κορυφή του όρους Ζάλογγο, ενώ η άλλη κινήθηκε προς την Πάργα. Σώμα πολλών Τουρκαλβανών με αρχηγούς τους Μπεκίρ Τζογαδούρο, Άγο Μουχουρδάρη και Μέτζο Μπόνο τους έστησαν ενέδρα, αλλά συνάντησαν αναπάντεχη αντίσταση. Οι Σουλιώτες αμύνθηκαν με πάθος, αλλά η μάχη ήταν άνιση και δεν κατάφεραν να αντέξουν πολύ. Ανάμεσά τους ήταν και περίπου 60 γυναίκες, πολλές από τις οποίες σε κατάσταση εγκυμοσύνης. Οι Σουλιώτισσες γνώριζαν καλά ότι μια από τις τακτικές του Αλή Πασά ήταν ο εξευτελισμός των γυναικών, τις οποίες άρπαζε και τις πουλούσε στα σκλαβοπάζαρα τις Τουρκίας.


Για να αποφύγουν τη σκλαβιά και τους αναπόφευκτους βιασμούς, αποφάσισαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους, αλλά και στη ζωή των παιδιών τους. Υπολογίζεται ότι, στις 18 Δεκεμβρίου, μία μία, στέκονταν στην άκρη του γκρεμού. Έριχναν πρώτα τα παιδιά τους και στη συνέχεια έπεφταν και αυτές. Λέγεται ότι ήταν πιασμένες από το χέρι, δίνοντας την εντύπωση ότι χορεύουν. Τραγουδούσαν το τραγούδι «Έχε γειά, καημένε κόσμε». Η ιστορική έρευνα για το συγκεκριμένο τραγούδι δείχνει ότι γράφτηκε μετά το περιστατικό.


Ο θάνατος των γυναικών στο Σούλι θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες πράξεις αυτοθυσίας της προεπαναστατικής περιόδου. Η ιστορικός Μαρία Ρεπούση αμφισβήτησε με τον τρόπο της το ιστορικό γεγονός, χαρακτηρίζοντάς το «εθνικό μύθο». Σε ραδιοφωνική συνέντευξή της είπε: «Μέσα στην ιστορία και τη διαδρομή, κάθε λαός που χειρίζεται την ιστορία του και για συγκεκριμένους λόγους, δημιουργεί διάφορους εθνικούς μύθους, οι οποίοι χρειάζονται για εθνικοπατριωτικούς λόγους». Η δήλωσή της προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων κι εκείνη δεν θέλησε να γίνει πιο σαφής. Πάντως, αρκετές είναι οι αναφορές στο γεγονός από ιστορικούς, αλλά και περιηγητές της εποχής στην περιοχή που κατέγραψαν τις πληροφορίες. Στις αναφορές αυτές, υπάρχουν λεπτομέρειες που διαφέρουν, όπως ο αριθμός των γυναικών και το κατά πόσο υπήρξε χορός πριν από την πτώση. Όμως, το ιστορικό γεγονός της αυτοκτονίας για να μην πέσουν σκλάβες μαζί με τα παιδιά τους στα χέρια των Τούρκων, επιβεβαιώνεται από όλους.


Η μοναδική συγκεκριμένη μαρτυρία για τον Χορό του Ζαλόγγου προέρχεται από τον αξιωματικό του Αλή πασά, Σουλεϊμάν αγά, αυτόπτη μάρτυρα του περιστατικού. Το αφηγήθηκε στον εξισλαμισμένο γάλλο μισθοφόρο Ιμπραήμ Μανσούρ Εφέντι, ο οποίος τη συμπεριέλαβε σε βιβλίο του που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1828 με τις αναμνήσεις του από την αυλή του Αλή Πασά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια κι άρχισαν ένα χορό, που τα βήματά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός και οι αγωνία του θανάτου τόνιζε τον ρυθμό του… Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μία διαπεραστική και μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται μαζί με όλα τα παιδιά τους».


Ο Πρώσος διπλωμάτης και περιηγητής Γιάκοπ Μπαρτόλντι (1779 – 1825) είναι ο πρώτος που κατέγραψε το γεγονός μεταξύ 1803 και 1804, ενώ βρισκόταν στα Ιωάννινα, χωρίς να αναφέρεται στον χορό.
Ο αγωνιστής του ‘21 και συγγραφέας απομνημονευμάτων Χριστόφορος Περραιβός (1773 – 1863) είναι ο πρώτος Έλληνας συγγραφέας που αναφέρεται στον Χορό του Ζαλόγγου στη δεύτερη έκδοση της «Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας» (1815). Στην έκδοση, όμως, του 1857 δεν κάνει αναφορά σε χορό.
Το 1888 ο Συριανός λόγιος και ιστορικός Περικλής Ζερλέντης (1852-1925) διατύπωσε επιφυλάξεις και αμφιβολίες για τον Χορό του Ζαλόγγου, ύστερα από επιτόπια έρευνα, χωρίς να αμφισβητεί το γεγονός της αυτοθυσίας των Σουλιωτισσών.
Χρόνια αργότερα, ο φιλόλογος Αλέξης Πολίτης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, υποστήριξε σε άρθρο του στο περιοδικό «Ο Πολίτης» (2005), ότι το τραγούδι που συνόδευε το χορό, το πασίγνωστο «Έχε γειά, καημένε κόσμε», αναφέρεται για πρώτη φορά μόλις το 1908.
Το τραγούδι του Ιωάννη Θ. Σακελλαρίδη το οποίο περιγράφει το ιστορικό γεγονός, διαδόθηκε τα νεώτερα χρόνια και εντάχτηκε στη δημοτική παράδοση. Ενώ ζούσε ακόμα ο Σακελλαρίδης θεωρήθηκε από πολλούς δημοτικό, και γι΄αυτό όσες φορές τραγουδήθηκε αντιμετωπίστηκε ως τέτοιο.


Πηγή: mixanitouxronou.gr








Πέντε μάγκες του Περαία


Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία χασικλίδικα ρεμπέτικα και για το πλέον χαρακτηριστικό τραγούδι, που επισημαίνει με σαφήνεια τη διαφορά ανάμεσα στους χρήστες του χασίς και σε αυτούς της ηρωίνης. Είναι ταυτόχρονα περιγραφικό της διάθεσης από την οποία διακατέχονταν οι χασικλήδες απέναντι στους πρεζάκηδες. Μάλιστα είναι γραμμένο την εποχή που πλησίαζαν η εφαρμογή της νομοθεσίας που απαγόρευε το χασίς και το κλείσιμο των τεκέδων. Ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά της Κρεμμυδαρούς, παλιάς ονομασίας της Δραπετσώνας.


Το τραγούδι είχε πανελλήνια απήχηση την εποχή της κυκλοφορίας του, αφού, όπως σχολιάζει εφημερίδα, «Οι πέντε μάγκες ξεκίνησαν μεν από τον Πειραιά, αλλά σύντομα κατέλαβαν όλη τη χώρα, αφού όπου σταθείς κι όπου βρεθείς τους συναντάς μπροστά σου».


Ο Αντώνης Καλυβόπουλος, που πρώτος το ερμήνευσε, ήταν μηχανουργός από τον Πειραιά και ερασιτέχνης τραγουδιστής. Το τραγούδι έτυχε αναρίθμητων σύγχρονων εκτελέσεων και εξακολουθεί να αποτελεί επιτυχία.


Το τραγούδι αναφέρεται σε διαβόητους νταήδες της πόλης και στην ουσία δεν πρόκειται για πέντε αλλά για έξι άντρες.


Αργύρης Τζώρτζης. Λιγομίλητος και τζερεμές μπλεκόταν συνεχώς σε καβγάδες. Προστατευόμενος του μεγαλόμαγκα Νίκου Σκριβάνου, τον οποίο έτρεμε όλος ο Πειραιάς. Ο Αργύρης Τζώρτζης σύχναζε στην Πειραϊκή, στο Ξαβέρι και στην Τρούμπα.


Βαγγέλης Βετούλας. Με σωματοδομή που φόβιζε και φίλους του ακόμη. Στέκι του ο Κερατόπυργος στο Κερατσίνι. Παλιός κοντραμπατζής στο λιμάνι και νταλαβερτζής στη Δραπετσώνα και στα Βούρλα.


Ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας είναι ο πιο γνωστός από τους «πέντε» μάγκες ως μείζων στιχουργός της πρώτης ρεμπέτικης περιόδου. Γεννήθηκε στη Σαλαμίνα το 1907. Δέκα χρόνια αργότερα η οικογένειά του μετακινήθηκε στον Πειραιά, στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, στο Τελωνείο. Ο Νίκος Μάθεσης, στα δεκαπέντε του χρόνια, άρχισε να εργάζεται στην Κεντρική Ψαραγορά του Πειραιά καθώς ο πατέρας του ήταν ένας από τους πιο επιφανείς ιχθυέμπορους της εποχής. Από εκεί μπήκε, αργότερα, στην πιάτσα του λιμανιού. Στην πρωτόγονη βαρβαρότητα του Πειραϊκού κόσμου, που ο ίδιος χαρακτήρισε κόλαση γεμάτη από εγκλήματα κάθε λογής, ο Μάθεσης αναδείχθηκε σε πρωτοπαλίκαρο και νταή. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου έλαμψε το άστρο του στα στέκια της μαγκιάς με το ψευδώνυμο Νίκος Τρελάκιας. Το 1938 έφτασε στο φόνο, όταν ευρισκόμενος εν αμύνη, πυροβολησε τον Στρίγκλα, το φόβητρο της Φρεαττύδας.
Τραγούδια του άρχισαν να ηχογραφούνται από το 1930, και σύντομα καθιερώθηκε ως επιφανής στιχουργός του ρεμπέτικου.. Συνεργάστηκε με γνωστούς συνθέτες της προπολεμικής μουσικής σκηνής, με τον Μπάτη και τον Ανέστη Δελιά μεταξύ των άλλων. Στον Στελλάκη Περπινιάδη έδωσε, το 1934, το γνωστό χασάπικο, τη «Γάτα», θαυμάσια λαϊκή αλληγορία. Τραγούδια του ερμήνευσε και η Ρόζα Εσκενάζυ. Συνεργάστηκε επίσης με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Σταύρο Τζουανάκο και τον Βασίλη Τσιτσάνη. Το τραγούδι του Τσιτσάνη «Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά» (1950), σε στίχους του Μάθεση, υπήρξε σουξέ της εποχής. Μετά τον θάνατό του ηχογραφήθηκε από τον Γιώργο Νταλάρα, το ανέκδοτο τραγούδι του «Ένας λεβέντης έσβησε», το οποίο είχε γράψει σε μουσική Μανώλη Χιώτη για τον θάνατο του Άρη Βελουχιώτη. Η εκτέλεση αυτή περιλαμβάνεται στον δίσκο «Τα ρεμπέτικα της κατοχής» (1980).


Μαρίνος Βογιατζής. Ο…ταξιτζής. Αχώριστος φίλος του Μάθεση. Μόνιμος θαμώνας στα μαγαζιά της Τρούμπας και στα Λεμονάδικα. Ογκώδης με παχύ μουστάκι και πάντα δίπλα του τον …Μούργο, τον αγαπημένο του σκύλο.


Τα αδέρφια Κώστας και Σωτήρης Περιβόλας εκλαμβάνονται συλλήβδην ως ένα άτομο στο τραγούδι. Παράνομοι και ονομαστοί μπράβοι που στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων. Μητέρα τους η Έλλη Τενεκίδου που αναφέρεται ως η περίφημη Έλλη στο τραγούδι «Η Έλλη θέλει σκότωμα θέλει καρμανιόλα, γιατί άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα…».
Στην πραγματικότητα η Έλλη αδικείται από τη ρεμπέτικη μυθολογία. Ο άντρας της, ο Γιάννης Περιβόλας την εγκατέλειψε μόνη με τους δυο γιους και τρεις θυγατέρες. Ο Κώστας περιγράφεται ως θηρίο σωστό που όταν καβγάδιζε ρωτούσε εξαρχής τον αντίπαλο «Θες να σου σπάσω πρώτα χέρι, κεφάλι ή πλευρά;»
Για τη ζωή του κυκλοφορούν αντιφατικές φήμες. Άλλοι τον θέλουν να σκοτώνεται μπαμπέσικα στα Μανιάτικα ή στην Αγιά Σοφιά, άλλοι να βασανίζεται από τον δωσίλογο Πλυτζανόπουλο στο μπλόκο της Κοκκινιάς αλλά τελικά να αποδρά και να διασώζεται. Ο αδερφός του Σωτήρης βαρύμαγκας και εριστικός, δημοκρατικών πεποιθήσεων, πυροβόλησε κάποιον αντιβενιζελικό στη Γέφυρα του Ρεμπέτη και κλείστηκε στη φυλακή της Αίγινας. Στα απόνερα του εμφυλίου κινδύνεψε να εκτελεστεί αλλά σώθηκε από τύχη παίρνοντας χάρη.


Για αυτά τα… καλά παιδιά, που ωστόσο αντιπροσωπεύουν μια πρωτόγονα γοητευτική εποχή του Πειραιά στις αρχές του εικοστού αιώνα, γράφτηκε το τραγούδι από τον Γιοβάν Τσαούς πιθανόν σε συνεργασία με τη γυναίκα του.


Ακούστε το τραγούδι:


https://www.youtube.com/watch?v=DSx12cfMidQ




Στίχοι: Αικατερίνη Χαρμουτζή
Μουσική: Γιοβάν Τσαούς - Γιάννης Εϊτζερίδης ή Ετζιρείδης 1936
Ερμηνεία : Αντώνης Φρουδάκης
Μουσικοί: Βασίλης Μιχαηλίδης: τζουρά,
Αντώνης Φρουδάκης: τραγούδι και μπουζούκι,
Δημήτρης Κοσμίδης: κιθάρα,
Ιωάννα Άντριους: ούτι


Πέντε μάγκες του Περαία πέρναγαν απ' τον τεκέ
Ένας είπε απ' την παρέα πά’ να πιούμε ναργιλέ
Μπήκαν μέσα να φουμάρουν φώναξαν τον τεκετζή
Πιάσε ένα ναργιλέ αφράτο με Περσίας τουμπεκί


Δύο τάλιρα τον δίνεις τρία θα πληρώσουμε
Αν η γκλάβα θα γεμίσει θα σε προτιμήσουμε
Φούμαραν και ήταν τζούρα φώναξαν τον τεκετζή
Δεν κατάλαβαν μαστούρα ήταν σκέτο τουμπεκί


Εσύ νόμιζες πως έχεις τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις μήτε και πρεζάκηδες
Πάν’ εκεί στο βουναλάκι έχω ζούλα ναργιλέ
πάμε μάγκες να τον πιούμε να μην πάμε στον τεκέ


Εσύ νόμιζες πως έχεις τίποτα κορτάκηδες
Ούτε πιτσιρίκια έχεις μήτε και πρεζάκηδες
Αν θα κλείσουν τους τεκέδες Πειραιά Κρεμυδαρού
Τότε πια θα κουβαλάω στη σπηλιά την κουρελού.




Πηγές:


fosonline.gr
youtube.com






Ρόζα Εσκενάζυ







Κορυφαία ερμηνεύτρια του ρεμπέτικου και του σμυρναίικου τραγουδιού.


Η Ρόζα Εσκενάζυ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ των ετών 1883 - 1890 από γονείς Εβραίους, σεφαρδίτικης καταγωγής (Ισπανοεβραία). Το πραγματικό όνομά της ήταν Σάρα Σκενάζι.


Γύρω στο 1900 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Δέκα χρόνια αργότερα και παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, η Ρόζα ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία ως χορεύτρια σε θέατρα και κέντρα διασκέδασης, ενώ σύντομα άρχισε και να τραγουδά, ελληνικά, τούρκικα και αρμένικα τραγούδια.


Στα μέσα της δεκαετίας του '20 κατέβηκε στην Αθήνα κι έπιασε δουλειά ως τραγουδίστρια στα στέκια των μουσικών της προσφυγιάς. Ο Παναγιώτης Τούντας δεν άργησε να την ανακαλύψει κι έτσι το 1928-29 έκανε τις πρώτες της ηχογραφήσεις. Γρήγορα έγινε αρκετά γνωστή και κατά τη δεκαετία του 1930 ηχογράφησε πάνω από 500 ρεμπέτικα, σμυρναίικα και δημοτικά τραγούδια, ενώ συνεργάστηκε με μεγάλους συνθέτες της Σμύρνης και της Πόλης, όπως ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Ιάκωβος Μοντανάρης, ο Ιωάννης Δραγάτσης (ή Ογδοντάκης), ο Κώστας Τζόβενος, ο Σπύρος Περιστέρης, ο Κώστας Καρίπης, ο Γρηγόρης Ασκίκης, ο Σωτήρης Γαβαλάς, ο Μανώλης Χρυσαφάκης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου και άλλοι.


Τα δημοφιλέστερα τραγούδια της: Δημητρούλα, Τα κεριά τα σπαρματσέτα, Ναυτάκι, Χαρικλάκι, Κάτω στα λεμονάδικα, Μπαμπέσα, Καναρίνι μου γλυκό, Αμανές, Μπαμ και μπουμ, Μη βιάζεσαι μικρή μου θα σ' αρραβωνιαστώ, Γύφτισσα, Λιλή η σκανταλιάρα, Σέρβικος πολίτικος, Έλα φως μου, Μού 'χεις πάρει το μυαλό, Αερόπλανο θα πάρω, Πατρινιά, Μαρικάκι μου, κ.ά.


Η Ρόζα Εσκενάζυ υπήρξε η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που τραγούδησε σε πάλκο. Άψογη ερμηνεύτρια, με ύφος, τεχνική και πάθος, αποτέλεσε σημείο αναφοράς και πρότυπο όλων των μετέπειτα τραγουδιστριών. Τραγική σύμπτωση, το ρεμπέτικο του τεκέ, που τόσο ιδανικά υπηρέτησε, έμελλε να σβήσει με αφορμή ένα δικό της τραγούδι: Το Πρέζα όταν Πιεις στάθηκε η αφορμή για την επιβολή της Μεταξικής λογοκρισίας, που άνοιξε το δρόμο στη σχολή Τσιτσάνη, θέτοντας στο περιθώριο τους ρεμπέτες του μεσοπολέμου.


Τη δεκαετία του 1940 και πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ταξίδεψε ως τραγουδίστρια στα Βαλκάνια, την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή. Μετά τον πόλεμο, έκανε περιοδείες στις Η.Π.Α. και την Τουρκία. Παρέμεινε "μάχιμη" ως τα γεράματά της, διατηρώντας τις ωραίες ανατολίτικες φορεσιές της (σαλβάρια) που είχε από τα νεανικά της χρόνια.


Μετά το 1977 έπασχε από άνοια και παρουσίαζε κρίσεις αμνησίας. Πέθανε στο σπίτι της, στην Κηπούπολη Περιστερίου, στις 2 Δεκεμβρίου του 1980.

Πηγή: sansimera.gr/biographies






Αυτός ήταν ο Σαλονικιός του Στράτου Διονυσίου που έτρεμαν όλοι







Όσοι από τους θαμώνες γνώριζαν ποιος ήταν, ήξεραν ότι μετά την είσοδο του στο μαγαζί θα ήταν καλό το βλέμμα τους να μη διασταυρωθεί με το δικό του. Όσοι δεν είχε τύχει να μάθουν για το ποιόν του, διαπίστωναν γρήγορα περί τίνος επρόκειτο από τη βαριά ατμόσφαιρα και τα τρομαγμένα πρόσωπα που προκαλούσε απλώς και μόνο η παρουσία του.
Κι αν κάποιος είχε τσούξει ένα ποτηράκι παραπάνω και νόμιζε ότι τον παίρνει για… μαγκιές, θα ένιωθε με επώδυνο τρόπο στο πετσί του ότι ο νεοεισελθών δεν μπήκε στο νυχτερινό κέντρο για καλό…
Το παρουσιαστικό του θα μπορούσε να ξεγελάσει, αλλά θα έπρεπε να ήταν μεγάλη η θολούρα για να παραφερθεί κανείς, αφού ο γοητευτικός γενειοφόρος άνδρας συνήθιζε να αφήνει το όπλο πάνω στο τραπέζι προκειμένου να «δηλώσει» εξαρχής ποιος είναι το αφεντικό. Δεν είχε καμία αναστολή να «μαρκάρει» με οποιοδήποτε τρόπο την περιοχή του. Και όταν έπεφτε η νύχτα, περιοχή του ήταν απ’ άκρη σ’ άκρη όλη η Θεσσαλονίκη.
Ήταν ο νταής της πόλης, ο διαβόητος «Σαλονικιός». Ο τελευταίος άνθρωπος με τον οποίο θα ήθελες να μπλέξεις τη δεκαετία του ’70 στη Θεσσαλονίκη.
Γεννημένος στο Κολλινδρό Πιερίας, ο κατά κόσμον Γιάννης Γκουλιόβας εξελίχθηκε σε κακοποιό ολκής, ξεκινώντας την καριέρα του στο έγκλημα το 1965, όταν συνελήφθη πρώτη φορά για κλοπή μοτοσυκλέτας.
Μόνιμος τρόφιμος των αναμορφωτηρίων και των φυλακών, έχτισε πολύ γρήγορα το μύθο του ως «προστάτης» και νταβατζής. Σκληρός και αδίστακτος, ήταν ικανός να τραβήξει πιστόλι η μαχαίρι ακόμα και για ασήμαντες αφορμές. Μπροστά στην επίδειξη ισχύος δεν λογάριαζε τίποτα και κανέναν. Το ζην επικινδύνως ήταν το σλόγκαν του. Δεν ήταν όμως επιλογή μόνο για τον εαυτό του. Και όσοι ήταν γύρω του διέτρεχαν κίνδυνο ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Όπως οι δύο νεαρές πόρνες, που είχε υπό την προστασία του και τις «ξεζούμιζε» ερωτικά και οικονομικά. Ήταν γνωστές ως «παλλακίδες» του, καθώς τις εμφάνιζε συχνά – πυκνά στις παράνομες χαρτοπαιχτικές λέσχες, όπου εκδήλωνε το πάθος του για τον τζόγο και ειδικά για την πόκα.
Κυκλοφορώντας επιπλέον με πολυτελή αυτοκίνητα, ο Σαλονικιός έδινε στίγμα όπου κι αν πήγαινε. Οι αστυνομικές αρχές ήταν διαρκώς στο κατόπι του, καθώς το ποινικό μητρώο του ήταν «κατάμαυρο» πριν ακόμα κλείσει 30 χρόνια ζωής: Παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, μαστροπεία, εκβιασμοί, κλοπές, ληστείες, φθορά ξένης περιουσίας, απλές και επικίνδυνες σωματικές βλάβες και αντίσταση κατά της αρχής.
Ο Γιάννης Γκουλιόβας γεννήθηκε στο Κολλινδρό Πιερίας. Τα γράμματα δεν τα… «έπαιρνε», κάποια τέχνη δεν έμαθε, του άρεσε το εύκολο χρήμα και κάπως έτσι η πορεία του χαράχτηκε από πολύ νωρίς.
Πριν ακόμα ενηλικιωθεί συλλαμβάνεται για πρώτη φορά για κλοπή μοτοσικλέτας. Από εκεί και πέρα αναμορφωτήρια και φυλακές έγιναν το δεύτερο σπίτι του. Όπως συνηθίζεται, όταν κάποιος δεν βρεθεί πίσω από τα κάγκελα από κάποια άσχημη συγκυρία ώστε να επιστρέψει γρήγορα στο κοινωνικό σύνολο, «μπαίνει μαθητούδι και βγαίνει πρύτανης» στο έγκλημα.
Από το 1965 και μετά η φήμη του Γκουλιόβα αρχίζει να λαμβάνει διαστάσεις «θρύλου». Λημέρι του πλέον έχει γίνει η Θεσσαλονίκη και έτσι αποκτά και το προσωνύμιο του. Ο «Σαλονικιός» είναι ο πλέον γνωστός νταής της πόλης. Νταβατζής, σκληρός και άκρως επικίνδυνος δεν διστάζει να τραβήξει πιστόλι ή να βγάλει μαχαίρι δια ασήμαντον αφορμή ή ακόμα και για επίδειξη δύναμης, χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι.
Μπαίνει μέσα στα νυχτερινά κέντρα της πόλης και αφήνει το όπλο του πάνω στο τραπέζι, προκειμένου να στέλνει μήνυμα σε όσους (με άγνοια κινδύνου) ήθελαν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία του.
Η αστυνομία βρίσκεται διαρκώς στο κατόπι του και δεν τον αφήνει ήσυχο, παρά το γεγονός πως αυτός δεν δείχνει να ενοχλείται. Το να μπαινοβγαίνει στις φυλακές δεν είναι κάτι που τον ενοχλεί. Πιθανότατα το έβλεπε και σαν ευκαιρία για νέες γνωριμίες ή… ξεκούραση. Στον «Σαλονικιό» άρεσε να επαναλαμβάνει τη φράση που είχε πει ο αναρχικός Κλεμάν Ντυβάλ στο δικαστήριο που παρουσιάστηκε ύστερα από κλοπή και επίθεση κατά των αστυνομικών: «Ο αστυφύλακας με συνέλαβε εν ονόματι του νόμου. Κι εγώ τον χτύπησα εν ονόματι της ελευθερίας».
Το ποινικό του μητρώο περιελάβανε κάτι περισσότερο από τον… μισό ποινικό κώδικα! Παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, μαστροπεία, εκβιασμοί, κλοπές, ληστείες, φθορά ξένης περιουσίας, απλές και επικίνδυνες σωματικές βλάβες, αντίσταση κατά της αρχής και η λίστα τελειωμό δεν έχει.
Όσο ο «Σαλονικιός» αύξανε την δράση του, τόσο μεγάλωνε η φήμη του, τόσο πιο αδίστακτος και «αχόρταγος» γινόταν. Κυκλοφορούσε με πολυτελή αυτοκίνητα, έπαιζε μεγάλα ποσά στον ιππόδρομο και σύχναζε σε παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες προκειμένου να παίζει την αγαπημένη του πόκα.
Όσοι ξέρουν έλεγαν πως ο Γκουλιόβας εμφανιζόταν σε αυτά τα μέρη με δυο νεαρές πόρνες από τις οποίες έπαιρνε τις εισπράξεις της βραδιάς και στη συνέχεια τις ανάγκαζε να μένουν δίπλα του και να τον φροντίζουν. Όταν δεν γινόταν αυτό, δεν δίσταζε να τις χτυπά ακόμα και δημόσια.
Από ένα σημείο και έπειτα ο «Σαλονικιός» άρχισε να φυλάγεται καλύτερα από τους αστυνομικούς οι οποίοι τον κατεδίωκαν διαρκώς διότι σε βάρος εκκρεμούσαν μια… στοίβα εντάλματα σύλληψης καθώς ολοένα και πλήθαιναν όσοι έσπευσαν στις αρχές προκειμένου να καταγγείλουν (ανώνυμα τις περισσότερες φορές) την εγκληματική του δράση.
Ένας από αυτούς τους ανθρώπους ήταν και η γνωστή τραγουδίστρια Μπέμπα Μπλανς (Αγγελική Μούτση) η οποία ένα βράδυ, τρομοκρατημένη κατέληξε στο αστυνομικό τμήμα και ζήτησε από τον αξιωματικό υπηρεσίας να της επιτρέψει να κοιμηθεί εκεί γιατί κάποιος την κυνηγούσε για να της χαράξει το πρόσωπο. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του αστυνομικού η τραγουδίστρια δεν έλεγε το όνομα του ανθρώπου που την κυνηγούσε γιατί, όπως είχε πει, φοβόταν για τη ζωή της.
Τελικά, η Μπέμπα Μπλανς αποκάλυψε στους αστυνομικούς αυτό που ήδη υποψιάζονταν. Πίσω απ' όλα αυτά βρισκόταν ο «Σαλονικιός» ο οποίος εκβίαζε την τραγουδίστρια και της είχε αποσπάσει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές απειλώντας την πως αν δεν υπακούει θα της κάνει κακό.
Κάτι το γεγονός πως ο αστυνομικός κλοιός στη Θεσσαλονίκη είχε στενέψει γύρο του, κάτι ότι η νύχτα της Αθήνας τον «τραβούσε», ο «Σαλονικιός» δεν άργησε να… επεκταθεί και στην πρωτεύουσα. Σχεδόν αμέσως έπιασε «δουλειά» και άρχισε να δικτυώνεται. Άρχισε πουλώντας προστασία σε διάφορα μικρά μπαρ σε κακόφημες γειτονιές ενώ παράλληλα έκανε κλοπές και εκβιασμούς. Φαίνεται, ωστόσο, πως το 1977 η τύχη του Γκουλιόβα είχε πλέον στερέψει.
Μια νύχτα ο «Σαλονικιός» κάνει την… καθιερωμένη του γύρα στα μαγαζιά που πουλούσε προστασία για να κάνει τις εισπράξεις. Φτάνει έξω από το μπαρ «Greek Saloon» στην οδό Φυλής. Θεωρώντας τον εαυτό του άτρωτο, «παρκάρει» το αυτοκίνητό του στη μέση του δρόμου, διακόπτοντας την κυκλοφορία και μπήκε μέσα στο μαγαζί ψάχνοντας τον ιδιοκτήτη.
Ένα περιπολικό της Άμεσης Δράσης που περνούσε τυχαία, όμως, από το σημείο «κόλλησε» στην κίνηση. Ο συνοδηγός πήγε στα πρώτα αυτοκίνητα για να ρωτήσει τι είχε συμβεί. Όταν ο αστυνομικός ενημερώθηκε πως ο οδηγός τους αυτοκινήτου είχε μπει μέσα στο μπαρ, μπήκε και εκείνος προκειμένου να τον αναζητήσει.

Όταν τον είδε ο «Σαλονικιός» προσπάθησε να διαφύγει, αφού πρώτα πέταξε το όπλο του. Ο αστυνομικός προσπάθησε να μπλοκάρει την έξοδο αλλά ο Γκουλιόβας του έσπασε ένα μπουκάλι στο κεφάλι. Αν και ζαλισμένος και μέσα στα αίματα ο ένστολος συνέχισε να τον καταδιώκει. Ο κακοποιός πρόλαβε και μπήκε στο αυτοκίνητό του, έβαλε μπροστά και ξεκίνησε αλλά ο αστυνομικός τον πρόλαβε. Πιάστηκε από την πόρτα του οδηγού και με το αυτοκίνητο εν κινήσει πυροβόλησε τον δράστη τρεις φορές χωρίς να τον τραυματίσει. Στη συνέχεια ο αστυνομικός εγκατέλειψε την προσπάθεια και ο Γκουλιόβας κατάφερε να διαφύγει.
Από το περιστατικό στην οδό Φυλής και έπειτα η σύλληψη του «Σαλονικιού» έγινε κάτι σαν ζήτημα τιμής για τους αστυνομικούς που ήταν πλέον αποφασισμένοι να μην αφήσουν σε χλωρό κλαρί τον 30χρονο πλέον κακοποιό. Αυτό που περίμεναν ήταν ποτέ θα έχουν μια αξιόπιστη πληροφορία προκειμένου να την αξιοποιήσουν.
Μπορεί στη Θεσσαλονίκη ο Γκουλιόβας να έκανε κουμάντο, ωστόσο, στην Αθήνα είχε αποκτήσει πολλούς εχθρούς και έτσι αυτή η «αξιόπιστη πληροφορία» που έψαχναν οι αστυνομικοί δεν άργησε να έρθει. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1977, ένας άγνωστος άνδρας ενημέρωσε την Ασφάλεια πως ο «Σαλονικιός» βρισκόταν σε μια χαρτοπαικτική λέσχη στην οδό Σύρου στην Κυψέλη.
Η πληροφορία θεωρείται έγκυρη και έτσι μερικά λεπτά αργότερα περιπολικά αλλά και συμβατικά αυτοκίνητα της Ασφάλειας γεμάτα με ένστολους και αστυνομικούς με πολιτικά περικυκλώνουν την λέσχη, «κόβοντας» στον Γκουλιόβα κάθε πιθανότητα διαφυγής.
Ένας αστυνομικός μπήκε μέσα στη λέσχη και φωνάζοντας δυνατά, ρώτησε «ποιος είναι ο Σαλονικιός». Αμέσως στράφηκε στο νεαρό με το μούσι και το μακρύ μαλλί και απευθυνόμενος σε εκείνον επανέλαβε: «εσύ είσαι ο Σαλονικιός»; Ο κακοποιός αμέσως σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε προς την τουαλέτα με στόχο να διαφύγει. Αστυνομικοί με πολιτικά που ήδη είχαν μπει μέσα στη λέσχη, ωστόσο, τον ακινητοποίησαν και τον συνέλαβαν.
Ο Γκουλιόβας, ωστόσο, δεν ήταν διατεθειμένος να παραδοθεί έτσι εύκολα. Με μια απότομη κίνηση κατάφερε και απέφυγε τους αστυνομικούς που τον κρατούσαν και έβγαλε σε έναν από αυτούς μαχαίρι φωνάζοντάς του «πίσω γιατί θα σε ξεκοιλιάσω». Όταν έκανε ένα βήμα μπροστά για να τον χτυπήσει, ο αστυνομικός τράβηξε το όπλο και τον πυροβόλησε στο στήθος. Το τέλος για τον «Σαλονικιό» ήρθε, λίγο αργότερα, μέσα στο ασθενοφόρο που τον μετέφερε στο Γενικό Κρατικό.


Ο Σαλονικιός
(Χρήστος Νικολόπουλος – Μανώλης Ρασούλης)


Άιντε, κάντε όλοι στην μπάντα
να βγει να χορέψει, ο Σαλονικιός
Άιντε, κάντε του λεζάντα
την βραδιά να κλέψει, ο Σαλονικιός


Οι μπαγλαμάδες ν' αρχίσουν τσιφτετέλια
ν' ανάψουνε τα τέλια, ολοταχώς
Και τα μπουζούκια να κάψουν το πατάρι
χορεύει και γουστάρει, ο Σαλονικιός


Γλέντι όμορφο και φίνο
φούντωσε κι απόψε, ο Σαλονικιός
Άιντε, στην υγειά του πίνω
να 'ναι πάντα ωραίος, ο Σαλονικιός


Πηγή:
Mixanitouxronou.gr
madata.gr









Τσακιτζής – ο λαϊκός ήρωας Ελλήνων και Τούρκων





Ο Τσακιτζής ήταν μυθικός λαϊκός ήρωας Τούρκων και Ελλήνων της Μ. Ασίας, της Αν. Ρωμυλίας και της Πόλης. Ο Τσακιτζής ήταν ένας ληστής-αντάρτης (Ρομπέν των δασών) υπερασπιστής των φτωχών, που στα δημοτικά άσματα της εποχής (19ος-20ος αιώνας) έκλεβε τους πλούσιους για να βοηθήσει τους φτωχούς και να παντρέψει άπορες κοπέλες.


Μέσ' της Σμύρνης τα βουνά
και τα άγρια τα νερά
με λεν εμένα Τσακιτζή
αχ παλικάρι στην καρδιά
αχ λεοντάρι στην καρδιά
Κάθε μια μου τουφεκιά
είναι και παλικαριά
με λεν εμένα Τσακιτζή
αχ παλικάρι στη καρδιά
αχ λεοντάρι στην καρδιά


Ο μύθος γύρω απ’ το όνομά του, πατάει τόσο πολύ μέσα στα χωράφια της ιστορικότητας του αληθινού προσώπου, που είναι αδύνατον πια να ξεχωρίσεις τον έναν απ’ τον άλλον, τον αληθινό Τσακιτζή, τον κλέφτη, τον ληστή, απ’ τον λαϊκό ρομαντικό επαναστάτη, που “βοηθούσε τους φτωχούς και τιμωρούσε τους πλούσιους”.


Ο Çakırcalı Mehmet Efe, πιο γνωστός ως ‘Çakıci/Τσακιτζής’ γεννήθηκε το 1872 σε ένα χωριό στην περιοχή του Αϊδινίου, το Αγιασουλούκ, το οποίο υπάρχει μέχρι και σήμερα. Ο πατέρας του, Αχμέτ Τσακιτζής, ζούσε κι εκείνος σε μια κατάσταση ημιπαρανομίας και έπεσε νεκρός απ’ τα χέρια των ζαπτιέδων (Τούρκων χωροφυλάκων), σε ενέδρα, μετά από διαταγή του βαλή (διοικητή) της Σμύρνης. Έως εκείνη τη μέρα, ζούσε κυνηγώντας ο ίδιος ληστές για χάρη του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, και ο θάνατός του θεωρήθηκε ‘μπαμπέσικος’.


Και όπως συμβαίνει και σε πολλές ιστορίες Ελλήνων λήσταρχων να έχουν ως αφετηρία τους, ένα γεγονός που πρόσβαλε την τιμή τους, έτσι συνέβη και με τον Τσακιτζή. Βλέποντας μόλις στα 11 του χρόνια, τον πατέρα του νεκρό, και στη συνέχεια τη μητέρα του ατιμασμένη, ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση, βγαίνοντας στο βουνό.


Για τον Τσακιτζή, εχθρός πια ήταν το κράτος, οι διοικητικές δομές του, οι εκπρόσωποι της κρατικής εξουσίας, οι πλούσιοι, οι τσιφλικάδες και τα τσιράκια τους. Ή τουλάχιστον έτσι τα αντιλαμβανόταν τότε η λαϊκή φαντασία, προκειμένου να ‘νομιμοποιήσει’ ηθικά τη δράση του, καθώς όπως είπαμε και στην αρχή, η αλήθεια με το φανταστικό είναι συνυφασμένα.


Η ληστοσυμμορία του Τσακιτζή έκανε κουμάντο γύρω απ’ την περιοχή της Σμύρνης, εκμεταλλευόμενοι την αποσύνθεση της σουλτανικής εξουσίας. Σύμφωνα με τον Νέαρχο Γεωργιάδη στο βιβλίο του ‘Ρεμπέτικο και Πολιτική’:


“Άρχισε να αποσπά με τη βία μεγάλα ποσά απ’ τους πλουσίους, τους τσιφλικάδες, τους προύχοντες, και τους τοκογλύφους και να τα χρησιμοποιεί προς όφελος των οικονομικά αδυνάτων. Έκανε δωρεές, προίκιζε φτωχές κοπέλες, έχτιζε γεφύρια, βρύσες… Οι πλούσιοι Τούρκοι, Ρωμιοί, Εβραίοι και άλλοι διαμαρτύρονταν στις αρχές και ζητούσαν την εξόντωσή του. Όμως οι φτωχοί, ανεξάρτητα από φυλή και θρησκεία, τον αγαπούσαν, τον προστάτευαν και του έπλεκαν τραγούδια στα ελληνικά, στα τούρκικα, στα αρμένικα”.


Ένα σχετικό ελληνικό τραγούδι έλεγε:
“Εσείς βουνά τσ’ Ανατολής, κάνετε παραπέρα,
αφήστε λεύτερο τον καθαρό αγέρα
εις τον Μεχμέτη Τσακιτζή, τ’ αντρείο παλικάρι.


Ο μύθος τον θέλει να έχει σκοτώσει γύρω στα 800(!) άτομα, ενώ άλλοι κάνουν λόγο μέχρι και για 1200. Η λαϊκή φαντασία τον ήθελε ασύγκριτο στο βόλι, γρήγορο, παμπόνηρο, ατρόμητο αλλά και ακριβοδίκαιο, πολύ σκληρό όταν θεωρούσε ότι ερχόταν αντιμέτωπος με την αδικία. Λέγεται ότι είχε κάψει ζωντανούς εννιά λησταντάρτες, μέλη της συμμορίας του, επειδή τα είδε να βασανίζουν μια χωριατοπούλα.


Δεν θεωρούσε ότι είχε σκοτώσει ποτέ του κανέναν χωρίς να το αξίζει.
Οι χωριάτες τον αγαπούσαν, τον προστάτευαν και εκείνος τους παρακινούσε να μην πληρώνουν φόρους στον Σουλτάνο, απαγορεύοντας στους φοροεισπράκτορες να έρχονται στην περιοχή που είχε κάτω από τον έλεγχό του. Σε διαφορετική περίπτωση, τους περίμενε ο θάνατος.


Έτσι κι αλλιώς, υπήρχε μια λαϊκή νομιμοποίηση στη συνείδηση του κόσμου για τους ληστές στην περιοχή των Βαλκανίων, η οποία συνεχίστηκε και στα μεταεπαναστατικά χρόνια στη χώρα μας. Κλασικό παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας που μας έρχεται από το 1850, περιγράφεται και στο βιβλίο ‘Ληστές’ του Ιωάννη Κολιόπουλου. “Η μητέρα ενός ληστή όταν τη ρώτησαν κατά τη διάρκεια της δίκης του γιου της για τους λόγους που τον φυλάκισαν, απάντησε με αφέλεια: ‘Δεν έκανε τίποτα, τον έπιασαν δια λεβεντιά’. Τελικά, η κλοπή που είχε διαπράξει εκείνος ο ληστής ήταν καθώς φαίνεται η προϋπόθεση για να παντρευτεί την κόρη ενός πλούσιου τσέλιγκα”.


Ένας απ’ τους πολλούς μύθους που κυκλοφορούν γύρω απ’ τη δράση του Τσακιτζή, θέλει μια μέρα ένα κορίτσι καθώς μάζευε σταφύλια και τραγουδούσε ένα άσμα με στίχους που τον αποθέωναν, να λιποθυμά απ’ τον τρόμο, με το που εκείνος εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά της. Όταν συνέρχεται, της εξηγεί ποιος είναι και κολακευμένος απ’ το τραγούδι της, της δίνει για προίκα πολλά γρόσια και στη συνέχεια εξαφανίζεται.


Κάποια άλλη φορά, απροσδιόριστη χρονικά, ο πιο φανατικός διώκτης του, Σαΐτ Πασάς, περνάει από μπροστά του, καβάλα στο άλογο, χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι ο Τσακιτζής του έχει στήσει ενέδρα. Βρίσκεται σε απόσταση βολής αλλά ο ληστής του τη χαρίζει. Στη συνέχεια κατεβαίνει στο χωριό και αφηγείται πώς τον άφησε να ζήσει γιατί τον είδε έτσι καμαρωτό και νέο, και “δεν του πήγαινε η καρδιά να τον χτυπήσει. Του έστειλε μάλιστα και γράμμα ότι πέρασε δυο φορές από μπροστά του στα πενήντα αμέτρα και δεν τον χτύπησε”.


Η δράση του Τσακιτζή συνέπεσε χρονικά με το κυνηγητό που έφαγαν οι ζεϊμπέκηδες απ’ το επίσημο κράτος στο τέλος του 19ου αιώνα, γι’ αυτό και θεωρείται ότι στο πρόσωπό του βρήκαν ενσάρκωση πολλές αδέσποτες ιστορίες της εποχής εκείνης. Οι ‘Ζεϊμπέκοι’ ήταν μία ιδιαίτερη μειονότητα του πληθυσμού της Προύσας και του Αϊδινίου της Μικράς Ασίας, οι οποίοι ήταν μονίμως υπό διωγμό εξαιτίας της παραβατικής συμπεριφοράς τους. Για την καταγωγή τους πολλοί ερίζουν. Κάποιοι τους θέλουν ως εξισλαμισμένους χριστιανούς και το γεγονός ότι ο Τσακιτζής ήταν ο καπετάνιος τους, τον έκανε πολύ δημοφιλή και στους Έλληνες, όχι μόνο κατοίκους εκείνων των περιοχών, αλλά και στην Παλαιά Ελλάδα, προτού καν έρθουν οι πρόσφυγες. Οι Έλληνες τον είχαν πλάσει στο μυαλό τους ως κρυπτοχριστιανό, μία αυθαιρεσία που τους “βόλευε” πολύ.
“Τσακιτζή, δεν εβαρέθης τα σμυρνέικα χωριά;
Δεν περνάς και στην Ελλάδα να παντρέψεις τα ορφανά;”,


αναρωτιόταν ένα απ’ τα πρώτα ρεμπέτικα που γράφτηκαν με θέμα τη δράση του, ενώ μάλλον το πιο γνωστό ως σήμερα παραμένει εκείνο που ηχογράφησε και η Ρόζα Εσκενάζυ στις αρχές της δεκαετίας του ’30
“Τη θρησκεία δεν κοιτά,
Τούρκα αν είσαι η Ρωμιά”


Το 1912 θα πέσει νεκρός από τον Ριουστού Κομπάς, σύμφωνα με το βιβλίο ‘Τσακιτζής’ του Τούρκου συγγραφέα Yasar Kemal, ο οποίος προσπάθησε να ξεχωρίσει τον ιστορικό Τσακιτζή από εκείνον του μύθου.


Να πώς περιγράφει ο δολοφόνος του πώς προσπάθησε να τον εξοντώσει:
“Αφήνω την καταδίωξη κι αρχίζω και σκέφτομαι. Γιατί δε μπορούμε να συλλάβουμε αυτούς τους αντάρτες; Από τη μια δυο τσαπατσούληδες, δυο ατζαμήδες αντάρτες κι από την άλλη η οργάνωση και η μέθοδος του κράτους. Γιατί μένουμε άπραγοι; Γιατί είμαστε ανίκανοι; Μετά από πειράματα και δοκιμασίες δυο μηνών διδάχτηκα ότι οι αντάρτες δεν ήταν έτσι από το κεφάλι τους. Ο λαός, μια μερίδα προύχοντες και οι αντάρτες ήταν ενωμένοι. Εμείς λέμε πως θέλουμε να πιάσουμε τους αντάρτες, κι αυτοί μας δείχνουν λαθεμένο δρόμο, γίνονται πληροφοριοδότες των συμμοριών, τους ετοιμάζουν λημέρια. Να φτιάξω και γω ένα δίκτυο οργάνωσης, όπως έχουν και οι άνθρωποι των ανταρτών. Έπειτα να οργανώσω ένα απόσπασμα από ζανταρμάδες, κι από κάποιους ανθρώπους του λαού, που δεν πάνε με τη μεριά του αντάρτη. Χρόνος χρειάζεται. Μυαλό και σωστός σχεδιασμός χρειάζεται”.


Και συνεχίζει ο συγγραφέας του βιβλίου:
“Ο Ριουστού παγίδευσε τον Τσακιτζή χρησιμοποιώντας πολύ μεγάλη μαεστρία και τον σκότωσε χάρη στην απίστευτη τόλμη του αδερφού του, που χώθηκε σ ένα νερόλακο και σκαρφάλωσε με υπεράνθρωπες προσπάθειες μια πολύ απότομη βραχοπλαγιά. Το πτώμα του όμως το βρήκαν αποκεφαλισμένο και γδαρμένο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο, τέτοια εντολή είχε δώσει στα παλληκάρια του. Το αναγνώρισε η πρώτη του γυναίκα. Το κρέμασαν από τα πόδια και το άφησαν εκτεθειμένο σε κοινή θέα στο κέντρο της πλατείας του Ναζιλλί, αλλά πολύς κόσμος έκλαιγε και το πήρε πολύ βαριά που εκτέθηκε δημόσια, κρεμασμένο ανάποδα το σώμα ενός τόσο γενναίου ανθρώπου”.


Πηγή:
el.wikipedia.org
oneman.gr





Tο τραμ το τελευταίο – η ιστορία του τραγουδιού


Στα τέλη της δεκαετίας του 40 η φράση «να προλάβουμε το τελευταίο τραμ» είχε κομβική σημασία γιατί αν δεν γινόταν πραγματικότητα είχε ατέλειωτο, και συχνά και επικίνδυνο, ποδαρόδρομο.


Αυτό το γνώριζαν πολύ καλά και ο Αλέκος Σακελλάριος με το Χρήστο Γιαννακόπουλο που υπέγραφαν κείμενα για επιθεωρήσεις που μαγνήτιζαν τον κόσμο αλλά και ο χαρισματικός μαέστρος Μιχάλης Σουγιούλ.

Ο Σακελλάριος που έμενε στην οδό Καρόλου, έπρεπε να πάρει ταξί ή τραμ για να πάει στο σπίτι του συνεργάτη Γιαννακόπουλου, στη Σόλωνος και να πιάσουν τα μολύβια τους, να ανταλλάξουν ιδέες και να γράψουν ιστορίες και ιστορία….

Όμως τα πειρατικά ταξί εκείνη την εποχή και ειδικά τις νυχτερινές ώρες, ήταν και δυσεύρετα και ακριβά. Το τραμ των 12, το τελευταίο, ήταν η μόνη επιλογή.


Στίχοι του τραγουδιού:


Εσούρωσα κι αργήσαμε, μα όσο και να φταίω
περπάτα να προλάβουμε το τραμ το τελευταίο

Ντράγκα ντρουγκ το καμπανάκι
Ντράγκα ντρουγκ μες στο βραδάκι
Ντράγκα ντρουγκ το καμπανάκι
να μάς πάει κούτσα κούτσα στο παλιό μας το τσαρδάκι

Περνούν πολύ μιζέρικα τα νιάτα μας τα έρμα
αλλ’ άνοιξε το βήμα σου, να φτάσουμε στο τέρμα

Ντράγκα ντρουγκ κι αν βρούμε θέση
θα στρωθείς και θα σ’ αρέσει
Ντράγκα ντρουγκ κι αν βρούμε θέση
λίγο απάνω σου να γείρω, γιατί έχω γίνει φέσι

Εμείς με τραμ πηγαίνουμε και άλλοι με ταξάρες
Για μας τα ντόρτια κι οι διπλές και γι άλλους οι εξάρες

Ντράγκα ντρουγκ το καμπανάκι
Ντράγκα ντρουγκ μες στο βραδάκι
Ντράγκα ντρουγκ το καμπανάκι
Ντράγκα ντρουγκ τι κρίμα που `ναι να `σαι τόσο φτωχαδάκι


Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος
Μουσική:Μιχάλης Σουγιούλ






Πηγή: lavitaradio.gr, youtube.com








Σοφία Βέμπο





Τραγουδίστρια και ηθοποιός, η Σοφία Μπέμπου -όπως ήταν το πραγματικό της όνομα- γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1910 στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Τσαριτσάνη του νομού Λάρισας και κατόπιν στο Βόλο, όπου οι γονείς της εργάστηκαν ως καπνεργάτες.


Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της πορεία τυχαία το 1930, τραγουδώντας σ' ένα ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι της. Τρία χρόνια αργότερα κατέβηκε στην Αθήνα, όπου προσελήφθη από τον θεατρικό επιχειρηματία Φώτη Σαμαρτζή στο «Κεντρικόν», προκειμένου να συμμετάσχει στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 1933». Την ίδια περίοδο υπέγραψε και το πρώτο της συμβόλαιο στη δισκογραφική εταιρία Columbia, ερμηνεύοντας ερωτικά τραγούδια της εποχής και λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής της η καταξίωση δεν άργησε να έρθει.


Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 ανέλαβε την εμψύχωση των ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο με πατριωτικά και σατυρικά τραγούδια, ενώ πρωταγωνίστησε σε επιθεωρήσεις που προσάρμοζαν το θέμα τους στην πολεμική επικαιρότητα. Όταν τα ναζιστικά στρατεύματα εισήλθαν στην Αθήνα φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή, όπου συνέχιζε να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα. Έγινε σύμβολο του έθνους, ταύτισε το όνομά της με το αλβανικό έπος και χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης».


Το 1949 απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο. Σε μια εποχή που θέατρα έκλειναν και μετατρέπονταν σε κινηματογράφους, η Βέμπο επανέφερε την επιθεώρηση, ανεβάζοντας έργα που διατήρησαν ζωντανή την παράδοση της λαϊκής σάτιρας και καθιέρωσαν τους μεγάλους κωμικούς μας. Ταυτόχρονα, έβαλε τα θεμέλια μιας καινούριας εποχής για το ελληνικό τραγούδι, λανσάροντας το «αρχοντορεμπέτικο».


Όλα αυτά τα χρόνια, η Σοφία Βέμπο διατηρούσε δεσμό με τον συγγραφέα και στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο, με τον οποίο παντρεύτηκε τελικά το 1957.


Το 1959 πρωταγωνιστεί στην κινηματογραφική ταινία «Στουρνάρα 288», όπου υποδύεται μια διάσημη τραγουδίστρια που ξεχάστηκε από τους θαυμαστές της κι εργαζόταν ως καθηγήτρια πιάνου. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή της το 1955 στην κλασσική «Στέλλα» και το 1938 στην «Προσφυγοπούλα», όπου είχε κάνει και το ντεμπούτο της στη μεγάλη οθόνη.


Στα μέσα της δεκαετίας του '60 άρχισε να αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας αποσύρθηκε οριστικά. Την περίοδο 1967-1974 συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα. Τη βραδιά του “Πολυτεχνείου” άνοιξε το σπίτι της κι έκρυψε φοιτητές, τους οποίους αρνήθηκε να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα της.


Πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατράπηκε σ' ένα πάνδημο συλλαλητήριο.


Πηγή sansimera.gr





Από που βγήκε η φράση «45 Γιάννηδες ενός κοκκόρου γνώση».


Σύμφωνα με έρευνες, 8 στους 100 άντρες στην Ελλάδα έχουν το όνομα «Γιάννης». Ακόμα πιο συχνή είναι η παρουσία του ονόματος στις ελληνικές παροιμίες. «Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει», «Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει», «Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα». Και η λίστα δεν τελειώνει.


Βέβαια, μία από τις πιο γνωστές και χαρακτηριστικές δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτική για το 8% του αντρικού πληθυσμού. «Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση» συνηθίζουμε να λέμε για πολλά άτομα που «την πατάνε» με ανόητο τρόπο.


Η επικρατούσα θεωρία για την προέλευση του ρητού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στην κεφαλονίτικη λαογραφία υπάρχει ένας διαδεδομένος μύθος.


Σύμφωνα με αυτόν, σε ένα μικρό χωριό του νησιού κατοικούσαν κάποτε 45 οικογένειες. Συμπτωματικά, οι νοικοκυραίοι και των 45 λέγονταν Γιάννηδες. Εκτός από κοινό όνομα, μοιράζονταν και κοινή νοοτροπία. Είχαν την συνήθεια να μην ενεργούν ποτέ ξεχωριστά, αλλά όλοι μαζί σαν μάζα. Ωστόσο, δε φημίζονταν για τις αποφάσεις που έπαιρναν, ούτε για την ευφυΐα τους.


Μία χειμωνιάτικη μέρα, λοιπόν, αυτό έμελλε να αποβεί μοιραίο. Μια δυνατή καταιγίδα είχε ως αποτέλεσμα να ξεχειλίσει το ποτάμι του χωριού και να καταστρέψει τις περιουσίες τους. Τότε, όλοι οι συνονόματοι άντρες συναντήθηκαν για να βρουν μια λύση. Για πρώτη φορά δε μπορούσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους.


«Ντροπή σας να μαλώνετε για ασήμαντα πράγματα. Εγώ θα σας υποδείξω τον τρόπο να εκδικηθείτε το ποτάμι, αρκεί να μου υποσχεθείτε ότι θα με υπακούσετε», ακούστηκε μία φωνή. Ξαφνικά όλοι σιώπησαν και στράφηκαν στο μέρος του μυστήριου ομιλητή. Τότε συνειδητοποίησαν ότι η φωνή προερχόταν από έναν κόκκορα. Το κορδωμένο πτηνό φαινόταν ταλαιπωρημένο από την πλημμύρα. Παρόλα αυτά, ο τόνος του απέπνεε αποφασιστικότητα και σιγουριά και οι Γιάννηδες αποφάσισαν να το εμπιστευτούν.


«Πάρτε ρόπαλα στα χέρια και πάμε να διώξουμε το ποτάμι από τον τόπο μας, να μην γυρίσει πίσω, να μην ξαναπεράσει από εδώ». Έτσι, όλοι οι συγχωριανοί μαζί, σαν «μπουλούκι», ακολούθησαν τον κόκκορα ως το ποτάμι χωρίς δεύτερη σκέψη.


Μόλις έφτασαν στις όχθες του, ο κόκκορας τους πρόσταξε να πηδήξουν μέσα και να αρχίσουν να δέρνουν τα νερά με τα ρόπαλα «μέχρι να του δώσουν να καταλάβει ότι είναι ανεπιθύμητο στο χωριό». Οι Γιάννηδες υπάκουσαν στον «αρχηγό» και ένας ένας άρχισαν να πέφτουν στα παγωμένα και ορμητικά νερά. Το αποτέλεσμα ήταν να πνιγούν όλοι.


Με τα χρόνια, ο γνωστός μύθος συνοψίστηκε από τους Κεφαλονίτες σε μία παροιμιώδη φράση. Σύντομα και περιεκτικά: «Σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός κοκκόρου γνώση»....

Πηγή: mixanitouxronou.gr









«Ανθισμένη Αμυγδαλιά» - σε ποια αναφέρεται το ποίημα του Δροσίνη;







Η γυναίκα για την οποία ο Δροσίνης έγραψε την «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» ήταν η 16χρονη εξαδέλφη του. Το ποίημα τραγουδήθηκε από τους φαντάρους που ονειρεύονταν τις «χαρές» της ειρήνης.


Το παρασκήνιο στο ποίημα του Γεώργιου Δροσίνη, “Ανθισμένη Αμυγδαλιά”, αφορά μία χαριτωμένη μούσα. Ήταν η ξαδέλφη του, Δροσίνα Δροσίνη.


Η ιστορία είναι η εξής: η Δροσίνα ήταν 16 χρόνων και φοιτούσε στο Αρσάκειο, όταν ο εξάδελφός της επισκέφτηκε την οικογένειά της στα Πατήσια. Ο Δροσίνης είχε μόλις γυρίσει απ’ τη Γερμανία, όπου σπούδαζε Ιστορία της Τέχνης. Νέος, όμορφος, καλλιεργημένος, ήταν τέλειος “δάνδης” της εποχής. Η Δροσίνα όμορφη, γλυκιά και πολύ φρέσκια.


Ένα πρωί, ο Δροσίνης άνοιξε το παράθυρο να μπει φως και είδε τη νεαρή ξαδέρφη του στον κήπο, να κάθεται κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο. Σύμφωνα με το ποίημα, το δέντρο ήταν μια αμυγδαλιά. Άλλοι λένε ότι, στην πραγματικότητα, ήταν μια νεραντζιά. Η κοπέλα κούνησε τον ανθισμένο δέντρο και τα άνθη την έλουσαν. Η σκηνή τον ενθουσίασε και ο νεαρός ποιητής έγραψε το θρυλικό ποίημα.


Την εποχή εκείνη, ο Δροσίνης δημοσίευε τα ποιήματά του, με το ψευδώνυμο “Αράχνη”. Η “Ανθισμένη Αμυγδαλιά” δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1882, στο σατυρικό περιοδικό “Ραμπαγάς”. Το τραγούδι του πολέμου Η “Ανθισμένη Αμυγδαλιά” μελοποιήθηκε από τον Γεώργιο Κωστή, ένα ράπτη απ’ το Άργος, κατά τη διάρκεια της επιστράτευσης του 1885.


Η Βουλγαρία είχε μόλις καταλάβει την περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας και στα Βαλκάνια είχαν ξεσπάσει αναταραχές. Τότε, αποφασίστηκε γενική επιστράτευση η οποία διήρκεσε οχτώ μήνες. Οι ελληνικές δυνάμεις προχώρησαν μέχρι τα ελληνοτουρκικά σύνορα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία για να είναι σε ετοιμότητα. Τότε γράφτηκε η μελωδία. Αποτέλεσμα της επιστράτευσης, ήταν ότι το μελοποιημένο ποίημα του Γεώργιου Δροσίνη, διαδόθηκε σε όλο το στράτευμα. Κάθε στρατιώτης σιγοτραγουδούσε, για τα άνθη που έλουσαν τα μαλλιά και την πλάτη μίας κοπέλας, καθώς όδευε προς ένα πιθανό πόλεμο.


Από τους στρατιώτες, έφτασε και στον υπόλοιπο κόσμο. Έγινε και καντάδα, που ακουγόταν κάτω από τα παράθυρα των ωραίων δεσποινίδων της εποχής. Σε όλη την Ελλάδα δεν υπήρχε άνθρωπος, που να μην το ψιθύρισε σε μια ρομαντική στιγμή ή να μην το τραγούδησε σε μία παρέα.


Αργότερα, η Δροσίνα παντρεύτηκε τον δικηγόρο Μελέτιο Μελετόπουλο, με τον οποίον απέκτησαν έξι παιδιά. Πέθανε τη δεκατία του ’60, στα 101 της. Τελικά έγινε πράγματι “γρηά με κάτασπρα μαλλιά”.


Ο Γεώργιος Δροσίνης γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 1859 και πέθανε το 1951, κι αυτός σε πολύ μεγάλη ηλικία. Ήταν 90 ετών.


Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά
με τα χεράκια της
κι εγέμισ’ από άνθη η πλάτη η αγκαλιά
και τα μαλλάκια της.
Κι εγέμισ’ από άνθη…


Αχ, σαν την είδα χιονισμένη την τρελή
γλυκά τη φίλησα
της τίναξα όλα τ’ άνθη από την κεφαλή
κι έτσι της μίλησα:
Της τίναξα όλα τ’ άνθη…


Τρελή, σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη χιονιά
τι τόσο βιάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει η βαρυχειμωνιά,
δεν το στοχάζεσαι;
Μονάχη της θε να `ρθει…


Του κάκου τότε θα θυμάσαι τα παλιά
τα παιχνιδάκια σου
σκυφτή γριούλα με τα κάτασπρα μαλλιά
και τα γυαλάκια σου.
Σκυφτή γριούλα…...



Πηγή: mixanitouxronou.gr






Ρεμπέτικο τραγούδι: Ύμνος ή μήπως Αφορισμός;
Της Καλλιόπης Τσιχλάκη







Η ρεμπέτα, οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο
Είναι δύσκολο να προσεγγίσεις χωρίς παραλήψεις και ανακρίβειες ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της μουσικής μας κληρονομιάς όπως είναι το ρεμπέτικο τραγούδι. Θα επιχειρήσω απλά να δώσω ένα στίγμα, ελπίζοντας να προσφέρω μια μικρή γεύση.


Ξεκινώντας από την προέλευση των λέξεων «ρεμπέτης, ρεμπέτικο» κατά τον Ν. Σαραντάκο και μετά από μια εκτενή έρευνα που έκανε, προέρχονται από τη «ρεμπέτα». Αυτή με τη σειρά της από τα τούρκικα, μάλλον από τη λέξη rabιta (που σήμαινε ‘στρατιωτικός καταυλισμός, ιδίως μεθοριακός’ αλλά στη συνέχεια, στην ανατολική Μεσόγειο του 19ου αιώνα είχε πάρει τη σημασία «ξενώνας, καραβανσεράι» και «τεκές, άσυλο»).


Οι περίοδοι του ρεμπέτικου
Υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι μελετητές του ρεμπέτικου τραγουδιού που έχουν ασχοληθεί με την ιστορία του αλλά και με την εξέλιξή του.
Ένας από αυτούς, ο Ηλίας Πετρόπουλος, χωρίζει την ιστορία του ρεμπέτικου σε τρεις περιόδους:
- 1922-1932 – Η εποχή που κυριαρχούν τα στοιχεία από τη μουσική της Σμύρνης.
- 1932-1942 – Η κλασική περίοδος.
- 1942-1952 – Η εποχή της ευρείας διάδοσης και αποδοχής.


Το ξεκίνημα
Σαν πρώτο ξεκίνημα αυτού του νέου ακούσματος θεωρούνται οι αρχές του 19ου αιώνα, στις φυλακές του ελληνικού κράτους. Γι’ αυτά τα τραγούδια κάνουν αναφορά και μεγάλοι λογοτέχνες όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Καρκαβίτσας κ.ά.
Μέχρι τότε στην Ελλάδα κυριαρχούσαν οι οπερέτες. Ένα είδος που, σαφώς, δεν εξέφραζε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Άρχισαν να γράφονται και ελληνικές καντάδες, επτανησιακές κυρίως, που και αυτές όμως είχαν τις ρίζες τους στις ιταλικές οπερέτες.


Σιγά σιγά άρχισαν να ανοίγουν τα καφέ σαντάν και αργότερα τα καφέ σαντούρ που μετονομάστηκαν σε καφέ αμάν. Όλα αυτά, βέβαια, μετά την ίδρυση του Ωδείου Αθηνών. Άρχισαν να γράφονται επιθεωρήσεις και να διευρύνεται σταδιακά ο μουσικός κύκλος.


Οι πρώτες αλλαγές
Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν το ‘22 με την Μικρασιατική καταστροφή και τους πρόσφυγες που έφεραν μαζί τους άλλα ακούσματα.


Τα τραγούδια τους σε συνδυασμό με τα δημοτικά και τα νησιώτικα, αποτέλεσαν τη βάση που οδήγησε στην δημιουργία των ρεμπέτικων.


Τα ρεμπέτικα είναι, κυρίως, τραγούδια των πόλεων και, ιδιαίτερα, των λιμανιών, όπως η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη, η Σύρος, η Θεσσαλονίκη, ο Πειραιάς.


Η ιστορία του ρεμπέτικου
Στην πρώτη περίοδο του ρεμπέτικου, έτσι όπως την έχει χωρίσει ο Πετρόπουλος, τα τραγούδια αναφέρονται, κυρίως, σε παραβατικές πράξεις και σε ερωτικές σχέσεις. Αρχίζουν να γράφουν ρεμπέτικα οι Σμυρνιοί συνθέτες. Τα θέματά τους είναι διάφορα, χωρίς να αναφέρονται σε συγκεκριμένα γεγονότα ή καταστάσεις.


Στην κλασσική περίοδο του ρεμπέτικου κυριαρχεί το πειραιώτικο στυλ με εκφραστή το Μάρκο Βαμβακάρη. Το 1937 εμφανίζεται ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μανόλης Χιώτης.


Το 1937, από το καθεστώς του Μεταξά επιβάλλεται λογοκρισία. Το περιεχόμενο των τραγουδιών γίνεται πιο ανάλαφρο ή καμουφλαρισμένο. Οι αναφορές στο χασίσι, τους τεκέδες και τα καπηλειά εκλείπουν.


Ρεμπέτικα τραγούδια γράφονται και κατά τη διάρκεια της κατοχής. Δεν υπάρχει, όμως, δισκογραφία γιατί τα εργοστάσια παραμένουν κλειστά μέχρι το 1946.


Οι ερμηνευτές
Ο Βασίλης Τσιτσάνης με την Μαρίκα Νίνου, ο Μανόλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου είναι κάποιοι από τους γνωστότερους ερμηνευτές. Οι περισσότεροι παλιοί ρεμπέτες μένουν, όμως παραμένουν στο περιθώριο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πεθαίνουν αρκετοί από τους Σμυρνιούς συνθέτες και οι άλλοι με δυσκολία προσπαθούν να επιβιώσουν, κυρίως, γυρίζοντας στα πανηγύρια και ταξιδεύοντας, με όλες τις δυσκολίες, στα ελληνικά νησιά.


Στη συνέχεια, γύρω στο 40, κάνει την εμφάνισή της η Σωτηρία Μπέλλου, ενώ στην δεκαετία του 1950, ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.


Το ρεμπέτικο κερδίζει διαρκώς έδαφος και εισχωρεί και στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις με επέκταση της θεματολογίας του και τροποποίηση των χώρων στους οποίους ακούγεται.


Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, οι περισσότεροι ερευνητές τοποθετούν τον θάνατο του αυθεντικού ρεμπέτικου και την δημιουργία του λαϊκού τραγουδιού. Χρησιμοποιούνται, βέβαια, μουσικά όργανα ίδια και εξακολουθούν να υπάρχουν και οι διφωνίες και το πάλκο, όμως, πια, το αρχικό στοιχείο που χαρακτήριζε το ρεμπέτικο τραγούδι, είχε εξαλειφθεί.


Τα μουσικά όργανα
Τα βασικά όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι το τρίχορδο μπουζούκι, η κιθάρα, ο τζουράς, ο μπαγλαμάς, το ακορντεόν, το βιολί, το πιάνο, τα κουτάλια, τα ζίλια.


Στις παλαιότερες ηχογραφήσεις, ακούγονται σαντούρι και βιολί, κανονάκι και ούτι. Ακούγεται και ο ήχος που παράγεται από το χτύπημα ενός κομπολογιού σε ένα ποτήρι.


Ένας σημαντικός παίκτης μπουζουκιού είναι ο Ιωάννης Χαλκιάς ή Jack Gregory, ο οποίος ζούσε στη Αμερική.


Οι επιρροές του ρεμπέτικου
Η μεγάλη αποδοχή των επιθεωρήσεων οδήγησε πολλούς μουσικούς να αρχίσουν έναν πόλεμο κατά του «αμανέ» με μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Αι Αθήναι». Ήδη, εκπρόσωποι του κωμειδυλλίου έγραφαν τραγούδια γύρω από τα προβλήματα των λαϊκών τάξεων. Λογοτέχνες χρησιμοποιούσαν στα διηγήματά τους παρόμοια θέματα. Ακόμα και ο ορκισμένος εχθρός της ανατολίτικης μουσικής Θεόφραστος Σακελλαρίδης έβαλε στις Εκκλησιάζουσες έναν αμανέ και έναν ζεμπέκικο χορό. Ακόμα και στο Θέατρο Σκιών δημιουργήθηκε μια φιγούρα μάγκα, κουτσαβάκι του Σταύρακα. Τα πρώιμα ρεμπέτικα αρχίζουν να ηχογραφούνται στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Ο Θάνος Ζάχος εισάγει στην επιθεώρηση «Σκούπα», τον τύπο του μάγκα, εισπράττοντας μεγάλη αποδοχή.


Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου «αφορίζει» στην εφημερίδα Εμπρός τον αμανέ, προτείνοντας διώξεις και τη φορολόγηση για το σαντούρι. Οι Απάχηδες των Αθηνών με τους Θάνο Ζάχο και Πέτρο Κυριακού στους ρόλους του Καρούμπα και του Καρκαλέτσου, τύπων του ρεμπέτικου, έδωσαν άλλο ένα κτύπημα στους επικριτές του ρεμπέτικου.


Ρεμπέτικο- Τα τραγούδια
Υπάρχουν μερικές εκατοντάδες τραγούδια που έχουν γραφτεί, τραγουδηθεί από γνωστούς ή και άγνωστους δημιουργούς. Τραγούδια που σηματοδοτούν εποχές, που καυτηριάζουν γεγονότα, που θρηνούν, που ακόμα εξυμνούν ή και κατακρίνουν.


Κάποια έκαναν τους δημιουργούς τους και τους ερμηνευτές τους να περάσουν στο πάνθεον των πρωτεργατών και να παραμείνουν στην μνήμη των μετέπειτα γενεών και να χρησιμοποιούνται σαν εφαλτήρια για νέα μουσικά ρεύματα αλλά και κάποιες φορές σαν πηγή έμπνευσης για το ξεκίνημα νέων καλλιτεχνών.


Θα υπάρχουν πάντα οι επικριτές τους αλλά και πολλοί υποστηρικτές τους. Κάποιοι θα τα θεωρούν υπαίτια μιας ηθικής κατάπτωσης αλλά και κάποιοι άλλοι θα τα θεωρούν σαν κομμάτια της ροκ μουσικής που, χρησιμοποιώντας στοιχεία από την βυζαντινή μουσική, τα δημοτικά τραγούδια και την απλή αλλά και πολλές φορές αργκό διάλεκτο, πέρασαν στο ευρύ κοινό που στερείτο μουσικής παιδείας, τη μουσική της διασκέδασης, της αναζήτησης, του πόνου, της προσφυγιάς.


Μικρές δόσεις ρεμπέτικου


«Τι σου λέει η μάνα σου για μένα;»
Μουσική έχει γράψει ο Κώστας Σκαρβέλης, στίχους η αδερφή του Δήμητρα, εκτέλεση με τον Στράτο Παγιουμτζή που είχε και το παρατσούκλι «ο τεμπέλης». Όλοι από τη Μικρά Ασία:
Έννοια σου και δε θα μου γλιτώσει/ όλα τα σπασμένα αυτή θα τα πληρώσει/ θα την κάνω εγώ ν’ αναστενάζει/ να πονεί να κλαίει και να φωνάζει/ να πονεί να κλαίει και ν’ αναστενάζει.




«Αργοσβήνεις μόνη»
Το 1947 ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια όλων των εποχών. Η Ι. Γεωργακοπούλου και ο Σ. Περπινιάδης τραγουδάνε σε οριεντάλ ρυθμό.
ΑΧ! Στης ζωής τη στράτα αργοσβήνεις μόνη δίχως να χεις καμιά συντροφιά μαυρομάτα! Πως κλαίω και θρηνώ για τα γλυκά σου νιάτα! Αν σε απάτησε και σε τραυμάτισε ο έρωτας, ο έρωτας που φωτίζει τα μάτια σου, τα πανάκριβα παλάτια σου, η αγάπη μου θα σε γιατρέψει και τ όνειρο σου το παλιό θα ζωντανέψει.




«Ο Πασατέμπος»
Ο Μανώλης Χιώτης έγραψε αυτό το τραγούδι το 1946 σε στίχους Γιώργου Γιαννακόπουλου. Η ερμηνεία είναι των Ιωάννας Γεωργακοπούλου και του Στελλάκη Περπιανίδη.
Αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ Τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα Και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε Ο πασατέμπος σου για να περνά η ώρα Κάθε σου φίλημα το βρίσκω πια πικρό Και τον καημό μου δεν μπορείς να τον γλυκάνεις Μαζί μου έρχεσαι μπαμπέσικο μικρό Γιατί γυρεύεις κόνξες σ’ άλλονε να κάνεις Φύγε λοιπόν αφού το θες αλλού να πας Κι άσ’ τες τις μουρμούρες και τις κλάψες και τις γκρίνιες Κι όταν θα σμίξεις με τον μάγκα π’ αγαπάς Να μην του πεις ότι για πασατέμπο μ’ είχες.


«Πως θα περάσει η βραδιά»
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου με καταγωγή από τη Μικρά Ασία, βρέθηκε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έγραψε ένα «αντρικό» κομμάτι που ερμηνεύεται από γυναίκα, τη Σωτηρία Μπέλλου.


Πώς θα περάσει η βραδιά και πώς θα ησυχάσω που σκέφτομαι εσένανε μην τύχει και σε χάσω.Πολλές γυναίκες γνώρισα εσένα σε φοβάμαι να μη σε ξεμυαλίσουνε γι’ αυτό και δεν κοιμάμαι.Η αγωνία μου αυτή με τρώει και με δέρνει να ξημερώσει ήθελα γιατί ύπνος δε με παίρνει.


Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο:
Η ρεμπέτα, οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο. Ανακτήθηκε από https://sarantakos.wordpress.com/2013/12/11/rembeta/
Ρεμπέτικα. Ανακτήθηκε από https://el.wikipedia.org/wiki/Ρεμπέτικα
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ. Ανακτήθηκε από https://www.mousikes-diadromes.gr/photos/item/180-i-istoria-tou-rempetikou-tragoudiou/180-i-istoria-tou-rempetikou-tragoudiou
10 ρεμπέτικα που αξίζει να χτίσεις μουσείο γι’ αυτά. Ανακτήθηκε από https://popaganda.gr/stories/10-rempetika-pou-axizi-na-chtisis-mousio-gi-afta/


Πηγή: maxmag.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου