...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

«Το μήλο που 'ναι στη μηλιά» (Περιστερά Θεσσαλονίκης)

«Το μήλο που 'ναι στη μηλιά» (Περιστερά Θεσσαλονίκης) | Μακεδονικά τραγούδια

 



Συγκινητικό τραγούδι της ξενιτιάς σε επτάσημο ρυθμό (7/8) και συνακόλουθο συρτό χορό από το χωριό Περιστερά του νομού Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τραγούδι γνωστό και στην περιοχή της Βισαλτίας Σερρών, όπου τραγουδιέται σε άλλη μελωδία και σε άλλο ρυθμό, αλλά με σχεδόν ίδια λόγια. Πρόκειται για τραγούδι που έχει το ίδιο θέμα με το γνωστό νοτιοελλαδίτικο τραγούδι «Για ιδέστε τον αμάραντο».

Η ξενιτιά δεν υποφέρεται, ο χωρισμός από αγαπημένα πρόσωπα και ειδικά από τη μάνα οδηγεί τον στιχουργό να ευχηθεί να μην είχε υπάρξει ποτέ. Να είχε προτιμήσει η μητέρα του να έτρωγε το μήλο που θα οδηγούσε σε αποβολή, ώστε να μην γεννηθεί και ζήσει την ξενιτιά και τον πόνο του αποχωρισμού.

 

Τραγούδι: Μαρία Κώττη και μεικτή χορωδία της Περιστεράς

Κλαρίνο: Παπαγεωργίου Μανώλης

Λαούτο: Γιάννης Κάκαλος

Τόπος ηχογράφησης: Περιστερά Θεσσαλονίκης

Έτος ηχογράφησης: 1969 Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας

 

Το τραγούδι:

 

https://www.youtube.com/watch?v=LL0MOKsYUyk

 

 

Οι στίχοι:

 

Το μή - αμάν - το μήλο που 'ναι στη μηλιά*

το μήλο που 'ναι στην μηλιά,

το κοκκινοβαμμένο.

Δεν πέφτει, δε μαραίνεται, ούτε πουλιά το τρώνε.

 

Το τρών' τα ελάφια και ψοφούν,

τ' αγρίμια κι απορρίζουν*,

να το 'τρωγε κι η μάνα μου,

να μη με κάνει εμένα.

 

Κι αν μ' έκανε τι μ' ήθελε κι αν μ' έχει τι με θέλει;

εγώ στα ξένα περπατώ, στα ξένα τριγυρίζω.

 

*ή «το μήλο, το γλυκόμηλο»

*απορρίζουν = αποβάλλουν

 

 

Πηγή: youtube.com - #Greek_folk_music #Macedonian_folk_song #Greek_Macedonia

Φωτογραφία: pemptousia.gr

 

Ο μοναχικός θρήνος

Ο μοναχικός θρήνος

Του Διονύση Χαριτόπουλου

 



 

 



Το ζεϊμπέκικο δύσκολα χορεύεται.

Δεν έχει βήματα· είναι ιερατικός χορός με εσωτερική ένταση και νόημα που ο χορευτής οφείλει να το γνωρίζει και να το σέβεται.

 

Είναι η σωματική έκφραση της ήττας. Η απελπισία της ζωής. Το ανεκπλήρωτο

όνειρο. Είναι το «δεν τα βγάζω πέρα». Το κακό που βλέπεις να έρχεται. Το

παράπονο των ψυχών που δεν προσαρμόστηκαν στην τάξη των άλλων.

 

Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται ποτέ στην ψύχρα ει μη μόνον ως κούφια επίδειξη. Ο

χορευτής πρέπει πρώτα «να γίνει», να φτιάξει κεφάλι με ποτά και όργανα, για να

ανέβουν στην επιφάνεια αυτά που τον τρώνε.

 

Η περιγραφή της προετοιμασίας είναι σαφής:

Παίξε, Χρήστο, το μπουζούκι,

ρίξε μια γλυκιά πενιά,

σαν γεμίσω το κεφάλι,

γύρνα το στη ζεϊμπεκιά.

(Τσέτσης)

 

Ο αληθινός άντρας δεν ντρέπεται να φανερώσει τον πόνο ή την αδυναμία του·

αγνοεί τις κοινωνικές συμβάσεις και τον ρηχό καθωσπρεπισμό. Συμπάσχει με τον

στίχο ο οποίος εκφράζει σε κάποιον βαθμό την προσωπική του περίπτωση, γι’ αυτό

επιλέγει το τραγούδι που θα χορέψει και αυτοσχεδιάζει σε πολύ μικρό χώρο

ταπεινά και με αξιοπρέπεια. Δεν σαλτάρει ασύστολα δεξιά κι αριστερά· βρίσκεται

σε κατάνυξη. Η πιο κατάλληλη στιγμή για να φέρει μια μαύρη βόλτα είναι η

στιγμή της μουσικής γέφυρας, εκεί που και ο τραγουδιστής ανασαίνει.

 

Ο σωστός χορεύει άπαξ· δεν μονοπωλεί την πίστα. Το ζεϊμπέκικο είναι σαν το

«Πάτερ Ημών». Τα είπες όλα με τη μία.

 

Τα μεγάλα ζεϊμπέκικα είναι βαριά, θανατερά:

Ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα

του θανάτου η καμπάνα και για μένα.

(Τσιτσάνης)

 

Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου,

όλοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου.

(Βαμβακάρης)

 

Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει μάγκα*· πρέπει να είσαι για να το χορέψεις. Οι

τσιχλίμαγκες με το τζελ που πατάνε ομαδικά σταφύλια στην πίστα εκφράζουν

ακριβώς το χάος που διευθετεί η εσωτερική αυστηρότητα και το μέτρο του

ζεϊμπέκικου.

 

Το ζεϊμπέκικο δεν χορεύεται σε οικογενειακές εξόδους ή γιορτές στο σπίτι·

απάδει προς το πνεύμα. Πόσο μάλλον όταν υπάρχουν κουτσούβελα που κυκλοφορούν τριγύρω παντελώς αναίσθητα.

 

Είναι χορός μοναχικός.

 

Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, ο τόπος δεν σηκώνει άλλον. Είναι προσβολή

να ενοχλήσει μια ξένη κι απρόσκλητη παρουσία. Γι’ αυτό κάποιοι ανίδεοι

αριστεροί διανοούμενοι ερμήνευσαν την επιβεβλημένη ερημία του χορού με τα δικά τους φοβικά σύνδρομα· αποκάλεσαν το ζεϊμπέκικο «εξουσιαστικό χορό», που

περιέχει, δήθεν, μια «αόρατη απειλή». Είδαν, φαίνεται, κάποιον σκυλόμαγκα να

χορεύει και τρόμαξαν. Όμως, και έναν κυριούλη αν ενοχλήσεις στο βαλσάκι του,

κι αυτός θα αντιδράσει.

 

Το ζεϊμπέκικο δεν είναι γυναικείος χορός.

Απαγορεύεται αυστηρώς σε γυναίκα να εκδηλώσει καημούς ενώπιον τρίτων· είναι

προσβολή γι’ αυτόν που τη συνοδεύει. Αν δεν είναι σε θέση να ανακουφίσει τον

πόνο της, αυτό τον μειώνει ως άντρα και δεν μπορεί να το δεχτεί. Και στο μάτι δεν κολλάει.

 

Μια γυναίκα δεν είναι μάγκας· είναι θηλυκό ή τίποτα. Κι ένας άντρας, πρώτα

αρσενικό και μετά όλα τ’ άλλα. Αυτό είναι το αρχέτυπο. Κι αν το εποικοδόμημα

γέρνει καμιά φορά χαρωπά, η βάση μένει ακλόνητη. Εξαιρούνται οι γυναίκες

μεγάλης ηλικίας που μπορεί να έχουν προσωπικά βάσανα: χηρεία ή πένθος για

παιδιά.

(Κι όμως είδα σπουδαίο ζεϊμπέκικο από δύο γυναίκες· τη Λιλή Ζωγράφου, που

αυτοσχεδίαζε έχοντας αγκαλιάσει τον εαυτό της από τους ώμους με τα χέρια

χιαστί σαν αρχαία τραγωδός· και μια νεαρή πουτάνα σε ένα καταγώγιο των

Τρικάλων, πιο αυτεξούσια απ’ όλους τους αρσενικούς εκεί μέσα.)

 

Η μεγάλη ταραχή είναι οι χωρικοί. Σε πλατείες χωριών, με την ευκαιρία του

τοπικού πανηγυριού ή άλλης γιορτής, κάτι καραμπουζουκλήδες ετεροδημότες

χορεύουνε ζεϊμπέκικο στο χώμα· προφανώς για να δείξουνε στους συγχωριανούς

τους πόσο μάγκες γίνανε στην πόλη. Οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έχουν μπει στο νόημα κι ούτε μπορούν να εννοήσουν. Τα δικά τους ζόρια είναι κυκλικά·

έρχονται, περνάνε και ξαναέρχονται σαν τις εποχές του χρόνου. Δεν είναι όλη η

ζωή ρημάδι. Γι’ αυτό χορεύουν εξώστρεφα, κάνουν φούρλες, σηκώνουν το γόνατο ή όλο το πόδι, κοιτάνε τους γύρω αν τους προσέχουν, χαμογελάνε χορεύοντας.

Μιλάνε με τον Θεό των βροχών και του ήλιου, όχι τον σκοτεινό Θεό του

χαμόσπιτου και των καταγωγίων.

 

Δεν γίνεται καν λόγος για το τσίρκο που χορεύει επιδεικτικά, σηκώνει τραπέζια

με τα δόντια και ισορροπεί ποτήρια στο κεφάλι του. Ή τη φρικώδη καρικατούρα

ζεϊμπέκικου που παρουσιάζουν οι χορευτές στις παλιές ελληνικές ταινίες και

προσφάτως στα τηλεοπτικά σόου.

 

Το ζεϊμπέκικο είναι κλειστός χορός, με οδύνη και εσωτερικότητα. Δεν

απευθύνεται στους άλλους. Ο χορευτής δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον.

Περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, τον οποίο τοποθετεί στο κέντρο του

κόσμου. Για πάρτη του καίγεται, για πάρτη του πονάει και δεν επιζητεί οίκτο

από τους γύρω. Τα ψαλίδια, τα τινάγματα, οι ισορροπίες στο ένα πόδι είναι για

τα πανηγύρια. Το πολύ να χτυπήσει το δάπεδο με το χέρι «ν’ ανοίξει η γη να

μπει».

 

Και, όσο χορεύει, τόσο μαυρίζει.

Πότε μ’ ανοιχτά τα μπράτσα μεταρσιώνεται σε αϊτό που επιπίπτει κατά παντός

υπεύθυνου για τα πάθη του και πότε σκύβει τσακισμένος σε ικεσία προς τη μοίρα

και το θείο.

 

Τα παλαμάκια που χτυπάνε οι φίλοι ή οι γκόμενες καλύτερα να λείπουν. Ο πόνος

του άλλου δεν αποθεώνεται. Το πιο σωστό είναι να περιμένουν τον χορευτή να

τελειώσει και να τον κεράσουν. Να πιούνε στην υγειά του· δηλαδή να του γιάνει

ο καημός που τον έκανε να χορέψει.

 

Ειπώθηκε πως το ζεϊμπέκικο σβήνει.

Ο αρχαϊκός χορός της Θράκης που τον μετέφεραν οι ζεϊμπέκηδες στη Μικρά Ασία

και τον επανέφεραν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες του 1922 έχει ολοκληρώσει τον

ιστορικό του κύκλο· δεν έχει θέση σε μια νέα κοινωνία με άλλα αιτήματα και

άλλες προτεραιότητες.

Μπορεί και να γίνει έτσι.

Αν χαθούν η αδικία, ο έρωτας και ο πόνος· αν βρεθεί ένας άλλος τρόπος που οι

άντρες θα μπορούν να εκφράζουν τα αισθήματά τους με τόση ομορφιά και ευγένεια, μπορεί να χαθεί και το ζεϊμπέκικο.

 

Όμως βλέπεις μερικές φορές κάτι παλικάρια να γεμίζουν την πίστα με ήθος και

λεβεντιά που σε κάνουν να ελπίζεις όχι απλώς για τον συγκεκριμένο χορό, αλλά

για τον κόσμο ολόκληρο.

———

* Ο μάγκας είναι άντρας σεμνός, καλοντυμένος και μοναχικός. Δεν είναι

επιδεικτικό κουτσαβάκι και αλανιάρης. Όπως αναφέρεται και στο Μείζον Ελληνικό

Λεξικό, «μάγκας: έξυπνος και με συμπεριφορά που ταιριάζει σε άντρα».

 

Πηγή: https://www.tanea.gr/2002/09/14/lifearts/culture/o-monaxikos-thrinos/

 

 

Φορεσιά της Επισκοπής

Φορεσιά της Επισκοπής

 

Νυφική και γιορτινή ενδυμασία με τον λευκό σαγιά από την Επισκοπή Ημαθίας. Αρχές 20ού αιώνα. Συλλογή ΠΛΙ, Ναύπλιο

 

Ως φορεσιά της Επισκοπής αναφέρεται η τοπική γυναικεία ενδυμασία στην Επισκοπή Νάουσας Ημαθίας και σε άλλα δέκα ή δώδεκα περίπου πεδινά χωριά στα βορειανατολικά της Νάουσας. Η συγκεκριμένη φορεσιά πήρε την ονομασία της από το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής, την Επισκοπή.

Μοιάζει αρκετά με τη φορεσιά της Βεργίνας Βέροιας και του Ρουμλουκιού. Είναι ίσως από τις λίγες γνωστές φορεσιές που οι γυναίκες ύφαιναν ολομόναχες, με εξαίρεση το κέντημα που κοσμούσε το νυφικό καβάδι, το οποίο αγόραζαν έτοιμο.

Η γυναικεία φορεσιά της Επισκοπής χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: στις φορεσιές με το σιγκούνι, με το καβάδι και με το φουστάνι. Γενικά ήταν παρόμοιες και μόνο η νύφη και η νιόπαντρη είχαν πιο ακριβά υφάσματα στις φορεσιές τους, περίτεχνα χρυσοποίκιλτα σχέδια όπως και διαφορετικό κεφαλόδεσμο. Η φορεσιά αποτελείται από το κουσούλι, το καβάτι (καβάδι), το σαγιά ή σαγκιά ή σαϊκ, το κοντόσι, το ζουνάρι, την ποδιά, τη ζώνη με τα ασημένια κολάνια, τα τσουράπε ή τσάρνε και τα τσούλια ή τσέλια.

 

Το κουσούλι

Νυφικό πουκάμισο από την Επισκοπή Ημαθίας. Αρχές 20ού αιώνα. Συλλογή ΠΛΙ, Ναύπλιο

 

Το κουσούλι ή πουκάμισο, το έραβαν και το κεντούσαν μόνες τους οι γυναίκες, όπως και όλα τους τα πουκάμισα -καθημερινά, γιορτινά και νυφικά. Όλα σχεδόν είχαν στα τελειώματα του υφάσματος ένα λεπτό κρεμεζί σκούρο γαϊτάνι, όπως επίσης και εσωτερικά στην τραχηλιά του πουκαμίσου. Όλα τα κουσούλια ήταν βαμβακερά, αλλά τα νυφικά και τα γιορτινά είχαν πιο περίτεχνο διάκοσμο με μεταξωτά κεντήματα, ασημί και χρυσές κλωστές ανάμεσα. Τα σχέδια που χρησιμοποιούσαν είχαν επίσης ονόματα ανάλογα με το κέντημα που απεικόνιζαν, το χτένι, η ρέδα, το κρυφτεξούλι. Τα κεντημένα πουκάμισα ονομάζονταν βιζάνο ή κουσούλια.

 

Το καβάδι

Γυναίκα με νυφική φορεσιά από την Επισκοπή Ημαθίας. Αρχές 20ού αιώνα. Συλλογή ΠΛΙ, Ναύπλιο

 

Το καβάδι ή καβάτ ήταν κατακόρυφα ανοιχτό μπροστά, φοριόταν πάνω από το πουκάμισο-κουσούλι και κάτω από τον σαγιά. Είχε άσπρο, χοντρό βαμβακερό ύφασμα –του αργαλειού. Τα μανίκια του ήταν στενά και μακριά ενώ στο ύψος του αγκώνα είχαν άνοιγμα και φάρδαιναν για να μπορούν οι γυναίκες να τα ανασηκώνουν για να δουλέψουν. Μετά την ύφανση, το ύφασμα πήγαινε στο ράφτη για τα κεντήματα μ’ ένα δεύτερο ύφασμα σκούρο, ριγωτό, βαμβακερό για τα καθημερινά καβάδια ή μ’ ένα βελούδινο με σταμπωτά λουλούδια ύφασμα για το νυφιάτικο καβάδι. Το νυφιάτικο καβάδι είχε κεντήματα στα μανίκια, στον ποδόγυρο και στην τραχηλιά με χρυσογάιτα, τεχρίλια και χρυσά πλεχτά κουμπιά. Όταν τριβόταν ένα καβάδι (από τη χρήση) το φυλούσαν και το έβαφαν μαύρο για να το φορέσουν στα γηρατειά τους οι γυναίκες.

 

Ο σαγιάς
Ο σαγιάς ή σαγκία ή το σαϊκ μπαίνει πάνω από το καβάδι. Η σαγκία, ο καλοκαιρινός σαγιάς, ήταν ραμμένη με το ίδιο ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για το καβάδι, βαμμένη γαλάζια σκούρα η καθημερινή και η γιορτινή, ενώ την κεντούσαν με ανοιχτόχρωμα μετάξια. Η νυφιάτικη σαγκία είναι στολισμένη στα μανίκια, τον ποδόγυρο και την τραχηλιά με σκούρες μεταξωτές κλωστές και σκούρες κρεμεζιές μικρές φούντες, ενώ κεντημένο είναι και το κομμάτι ύφασμα (άσπρος χασές) στα πλαϊνά εσωτερικά κομμάτια της σαγκίας, που φαίνονται όταν την ανασήκωναν προς τα πίσω. Το σαϊκ, ο χειμωνιάτικος σαγιάς[1], ακολουθεί τα πρότυπα της σαγκίας, όμως οι νέες γυναίκες χρησιμοποιούσαν λευκό μάλλινο σαγιάκι, ενώ οι ηλικιωμένες μαύρο.

 

Το κοντόσι, το ζουνάρι, η ποδιά
Το κοντόσι, ένα γιλέκο χωρίς μανίκια, το φορούσαν οι γυναίκες της Επισκοπής το χειμώνα πάνω από το σαϊκ. Ήταν από χοντρό μάλλινο ύφασμα, το σαγιάκι, και φοδραρισμένο με γούνα. Το ζουνάρι ήταν ριγωτό με μαλλιά σε διάφορα χρώματα –κόκκινο, καφέ, κίτρινο, πράσινο και μαύρο. Ήταν ραμμένο λοξά για να σφίγγει τη μέση τους, το έδεναν πάνω από το σαγιά και στερέωναν την ποδιά πάνω του. Σπανιότερα, έδεναν την ποδιά πάνω από το καβάδι, φορούσαν το σαγιά και έδεναν τη ζώνη από πάνω. Η ποδιά - η καθημερινή- είναι συνήθως μαύρη, μάλλινη, με πολύχρωμα γεωμετρικά σχέδια και κατακόρυφες ρίγες. Η νυφική ποδιά είναι υφασμένη από μάλλινο, κόκκινο στιμόνι με χρυσή και ασημί κλωστή και φουντάκια που την κοσμούν στα δύο πλάγια χαμηλά.

 

Η ζώνη, τα τσάρνε, τα τσούλια
Η ζώνη ήταν μια λωρίδα από μάλλινο, μεταξωτό ή βελούδινο ύφασμα, χρυσοκεντημένη και με γαϊτάνια στις άκρες. Έκλεινε μπροστά με θηλυκωτάρια, τα επονομαζόμενα και κολάνια και την φορούσαν οι νύφες και οι νιόπαντρες πάνω από το ζουνάρι και την ποδιά. Τα τσάρνε ή τσουράπε ήταν πλεγμένα από τις γυναίκες και έφταναν λίγο κάτω από τα γόνατα. Είχαν σχέδια και κορδόνια για να τα δένουν, αφού μοιάζουν πολύ με κάλτσες. Τα καθημερινά τσάρνε είχαν πολύχρωμα σχέδια στα δάχτυλα και στις φτέρνες σε μαύρο μαλλί, ενώ τα νυφικά ήταν πλεγμένα με άσπρο μαλλί. Τα τσούλια ή τσέλια ήταν ένα είδος παπουτσιών, σαν παντόφλες.

 

Κεφαλόδεσμος και κοσμήματα
Οι γυναίκες ανάλογα με την ηλικία τους και τις περιστάσεις έβαζαν και διαφορετικό κεφαλόδεμα. Ο νυφικός κεφαλόδεσμος αποτελούταν από το καλπάκι με τη φούντα, τις άλυσες (αλυσίδες) με τα φλουριά, την κεντημένη τράκμα με τα φλουριά, τις άλυσες με τους παράδες ή τη μουνίστα, την κάρπα και τα πέρια. Τα κορίτσια και οι χρόνια παντρεμένες σχημάτιζαν τον κεφαλόδεσμό τους με τη μαύρη σκούφια, την κάρπα, το άσπρο τσεμπέρι και τα πέρια, ενώ τα κοσμήματα της φορεσιάς είναι το ασημένιο κολάνι, η τόκα, το γιορντάνι, και το κιουστέκι με τον ασημοσουγιά.

 

Πηγές

 

Πηγή: https://ifadi.gr

Η ναυτική τραγωδία που έγινε τραγούδι

Η ναυτική τραγωδία που έγινε τραγούδι

 

 

Το «Υδρα» σε φωτογραφία στην εφημερίδα «Ακρόπολις» φ. 3.8.1937

 

 

Μια αυγουστιάτικη νύχτα του 1937 συγκλονίστηκε ο Πειραιάς από σπαραχτικές κραυγές και κλάματα που ακούγονταν από τη θάλασσα, λίγα μέτρα μακριά από την ακτή της Πειραϊκής, κοντά στην έξοδο του λιμανιού.

 

Ανδρες, γυναίκες και μικρά παιδιά, που επέστρεφαν τραγουδώντας από εκδρομή στην Αίγινα με το πετρελαιοκίνητο ιστιοφόρο «Ανάστασις», εκλιπαρούσαν για τη σωτηρία τους, καθώς βρέθηκαν στο νερό μετά τη σύγκρουση του τρεχαντηριού με το ατμόπλοιο «Υδρα». Η ναυτική τραγωδία, στην οποία έχασαν τη ζωή τους σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση περισσότερα από 25 άτομα, ανάμεσά τους μικρά παιδιά και ολόκληρες οικογένειες, συγκλόνισε το πανελλήνιο και ενέπνευσε τον φημισμένο ρεμπέτη Κώστα Ρούκουνα να γράψει ένα τραγούδι και να συνθέσει τη μουσική. Το τραγούδι με τίτλο «Οι αδικοπνιγμένοι» έγινε δίσκος (από την ODEON, με στοιχεία: GA 7048), αλλά φαίνεται ότι εξόργισε τον δικτάτορα Ι. Μεταξά, που ήθελε να ξεχαστεί η τραγωδία και διέταξε την απόσυρση του δίσκου μόλις κυκλοφόρησε. Ετσι, πριν συμπληρωθεί ένας μήνας από το ναυάγιο και ενώ ακόμα εκβράζονταν πτώματα στην Πειραϊκή, από την Αστυνομία «κατεσχέθησαν αι πλάκες γραμμοφώνων “οι αδικοπνιγμένοι”, αίτινες αναφέρονται εις τας περιστάσεις του ναυαγίου του Σαρωνικού», όπως έγραφε στις 27 Αυγούστου 1937 η πειραϊκή εφημερίδα «Θάρρος».

 

Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ακρόπολις» μετά την τραγωδία

 

Το ναυάγιο είχε γίνει το βράδυ της Κυριακής 1η Αυγούστου, περίπου στις 10.30. Τότε το «Ανάστασις», ένα μικρό τρεχαντήρι, τύπου ψαροκάικου, έφτανε στον Πειραιά. Είχε ξεκινήσει λίγο μετά τις 8 το βράδυ από τη Σουβάλα της Αίγινας με κυβερνήτη τον ιδιοκτήτη του, Χαράλαμπο Λεούση, 60 χρόνων, μηχανικό τον 18χρονο γιο του, Θανάση, και ναύτη τον Αντώνη Λυκούρη. Επίσης, επέβαινε η 10χρονη κόρη του κυβερνήτη, Σταματίνα, που έχασε τη ζωή της.

 

Ο αριθμός των επιβατών ήταν για μέρες αδιευκρίνιστος αλλά τελικά φαίνεται ότι συνολικά επιβάτες και μέλη του πληρώματος ξεπερνούσαν τα 60 άτομα. Το ταξίδι περιγράφεται ευχάριστο, με ήσυχη θάλασσα και πολύ κέφι για τις οικογένειες και τα παιδιά που επέστρεφαν από εκδρομή, μέχρι που φάνηκε να βγαίνει από το λιμάνι του Πειραιά το ατμόπλοιο «Υδρα».

 

Το «Υδρα», κατασκευασμένο το 1899 στην Τεργέστη, ήταν ένα «διάσημο» πλοίο του Αργοσαρωνικού την περίοδο του Μεσοπολέμου. Το αποκαλούσαν «Υδράκι» καθώς, με μήκος μόλις 46,5 μέτρα και πλάτος περίπου 6,5, ήταν από τα μικρότερα πλοία αλλά με την ταχύτητα των 10 μιλίων που ανέπτυσσε ήταν από τα ταχύτερα της ακτοπλοΐας.

 

Για πολλά χρόνια το «Υδρα» ανήκε στην εταιρεία του Υδραίου Ιωάννη Λεούση αλλά από το 1933 είχε περάσει στην ιδιοκτησία της Αργολικής Ατμοπλοΐας του Σπετσιώτη Κ.Ε. Πετσαλή. Τον επόμενο χρόνο από το δυστύχημα περιήλθε στον Υδραίο Παναγ. Πρωτοπαπά, για να βυθιστεί τελικά το 1941 στον κόλπο της Ελευσίνας σε βομβαρδισμό γερμανικών αεροπλάνων.

 

Το μοιραίο βράδυ αναχώρησε περίπου στις 10, με καπετάνιο τον 54χρονο Μόσχο Διαμαντόπουλο και 8μελές πλήρωμα, για το δρομολόγιό του για Λεωνίδιο, με ενδιάμεσους σταθμούς Αίγινα και Σπέτσες. Είχε 23 επιβάτες και φορτίο.

 

Τα δύο σκάφη διασταυρώθηκαν έξω από το λιμάνι και λόγω λανθασμένων χειρισμών το «Υδρα» εμβόλισε το τρεχαντήρι σε απόσταση περίπου 500 μέτρων από την ακτή, μπροστά από το Παλατάκι. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή.

«Ενας τρομερός ήχος συνώδευσε την πρόσκρουσιν και ολόκληρον το τρεχαντήρι κυριολεκτικώς συνεκλονίσθη», περιέγραφαν εφημερίδες της εποχής, που σημείωναν ότι ακολούθησαν «κραυγαί, οιμωγαί, επικλήσεις προς τα άγια, ευφάνταστος πανικός».

 

Από την πρόσκρουση πολλοί επιβάτες του τρεχαντηριού τινάχτηκαν στη θάλασσα, κάποιοι έπεσαν κάτω και ορισμένοι όρμησαν στο «Υδράκι» για να ανέβουν σε αυτό, όπως έκανε ο διασωθείς 18χρονος γιος του κυβερνήτη.

 

Μοιραίο λάθος χαρακτηρίστηκε τότε η εντολή του πλοιάρχου του «Υδρα» να κάνει το πλοίο «πίσω ολοταχώς» για να αποκολληθεί από το «Ανάστασις». Οπως είχε γραφτεί, η κίνηση αυτή προκάλεσε δίνη με δυσμενείς συνέπειες για πολλούς που είχαν πέσει στη θάλασσα και επιτάχυνε τη βύθιση του ιστιοφόρου, που χάθηκε σε βάθος 60 μέτρων.

 

Το τρεχαντήρι «Ανάστασις» μετά την ανέλκυσή του

 

Συγκλονιστική μορφή ένας άντρας, ονόματι Νίκος Χάλαρης, που ταξίδευε με τον γιο του. Μέσα στη σύγχυση που επικράτησε μετά τη σύγκρουση έχασε το παιδί και δίπλα του βρέθηκε ένα άλλο αγόρι. Νομίζοντας ότι είναι ο γιος του, άρπαξε το αγόρι στην αγκαλιά του και έπεσαν στη θάλασσα, από όπου διασώθηκαν αργότερα από βενζινάκατο του Λιμενικού. Εκεί διαπίστωσε συγκλονισμένος ότι είχε διασώσει ένα άλλο παιδί, τον πεντάχρονο Σπύρο Τσιλιβάκο, του οποίου οι γονείς χάθηκαν στο ναυάγιο, όπως χάθηκε και ο γιος του.

 

Στην επιχείρηση διάσωσης διακρίθηκε ο Μανώλης Παρλαμάς, ένας Πειραιώτης, ιδιοκτήτης κέντρου κοντά στο Παλατάκι, που ήταν τότε σχεδόν ερημική περιοχή. Οι θαμώνες του άκουσαν πρώτοι τις κραυγές από τη θάλασσα και ο Παρλαμάς παίρνοντας το σκάφος του κέντρου με κυβερνήτη τον Παπανικολάου και τον νεαρό μηχανικό Εμαν. Τοράκη έσπευσαν να προσφέρουν βοήθεια. Διέσωσαν 9 ναυαγούς και περισυνέλεξαν 7 σορούς. Ο Παρλαμάς στα χρόνια της Κατοχής ανέπτυξε μεγάλη αντιστασιακή δράση και εκτελέστηκε από τους ναζί.

 

Για τις αιτίες της σύγκρουσης υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των πραγματογνωμόνων. Κάποιοι έριξαν ευθύνη και στους δύο πλοιάρχους και κάποιοι μόνο στον πλοίαρχο του «Υδρα». Τελικά στη δίκη, που έγινε τον Μάιο του 1938 στο Πλημμελειοδικείο Πειραιά, καταδικάστηκε σε 10μηνη φυλάκιση μόνο ο πλοίαρχος του «Υδρα».

 

Για την τραγωδία ο Κώστας Ρούκουνας έγραψε το παρακάτω τραγούδι με τίτλο «Οι αδικοπνιγμένοι», του οποίου τα στοιχεία κατέγραψε ο Σπ. Παπαϊωάννου στην έκδοση της δημοτικής παράταξης «Το Λιμάνι της Αγωνίας»: «Ο Πειραιάς και το ρεμπέτικο τραγούδι - Ημερολόγιο 2006».

Δυο καπετάνιοι κάνανε μεγάλη απροσεξία / Και τόσος κόσμος πνίγηκε χωρίς καμιά αιτία
Κοσμάκη δώστε προσοχή ν’ ακούστε τα χαμπάρια, / Απ’ όξω από τον Πειραιά τράκαραν δυο καράβια!
Το ένα η «Ανάστασις», το άλλο το «Υδράκι» / Απέναντι στου Παρλαμά σκορπίσαν το φαρμάκι
Σκεφτείτε τώρα, βρε παιδιά, με κλάματα να κράζουν / Γυναίκες, άντρες και παιδιά «σώστε μας» να φωνάζουν [φωνή: Ε, ρε τι άδικο κακό ήταν αυτό]
Ετσι τους ήτανε γραφτό άδικα να πνιγούνε / Κι όσοι τους περιμένανε στα μαύρα να ντυθούνε [x2].

 

 

Πηγή: www.efsyn.gr – Σταύρος Μαλαγκονιάρης