...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Στίχοι τραγουδιών

 
 
 

Κάλαντα των Φώτων

 

Από τους Φούρνους της Ικαρίας

Σήμερα τα φώτα και οι φωτισμοί, εορτή μεγάλη και αγιασμοί

Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, κάθετ η κυρά μας η Παναγιά

Με τα θυμιατούρια στα δάκτυλα και τον Αη Γιάννη παρακαλεί

 

Άγιε μου Γιάννη και βαπτιστή, βάπτισε το γιο μου μονογενή

Πώς θε να βαπτίσω Θεού παιδί, αύριο θ’ ανέβω στους ουρανούς

Να καταπατήσω τα είδωλα, να καταθυμιάσω τους ουρανούς

 

Και θε να κατέβω στον ποταμό, δια να βαπτίσω σε το Χριστό

Ουρανός εσχίσθει, Ιησούς Χριστός βαπτίσθει.

 

 

Από τη Μικρά Ασία

Σήμερα είν’ τα φώτα και οι φωτισμοί και χαρές μεγάλες κι αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό κάθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
Καλημέρα, καλησπέρα καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.

Μαρμαροκολώνα πελεκητή και τον αϊ-Γιάννη παρακαλεί
αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή, βάφτισε και μένα Θεού παιδί.
Καλημέρα, καλησπέρα καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.

Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ και τον Κύριο μου παρακαλώ
για να ρίξει δροσιά, δροσιά στη γη, να δροστούν οι βρύσες και τα βουνά
να δροστούν οι βρύσες και τα βουνά, να δροστεί κι ο αφέντης με την κυρά.
Καλημέρα, καλησπέρα καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.

 

 

Από τη Θράκη

Σήμιρα τα Φώτα κι ι φουτισμός, κι χαρά μιγάλη κι αγιασμός.
Kάτου στουν Iουρδάνη τουν πουταμό, κάθιτ’ η κυρά μας η Παναγιά,
σπάργανα βαστάει, κιριά κρατεί κι τουν άγιου Γιάννη παρακαλεί.


Άγιε Γιάννη αφέντη μου Πρόδρουμι, δύνασι βαφτίσεις Θιού πιδί;
Πείγουμι κι θέλου κι προυσκυνώ κι τουν Kύριό μου παρακαλώ,
αύριου ν’ ανέβου στουν ουρανό, να καταθυμιάσου τους ουρανούς


κι θε να κατέβου στουν πουταμό για να σι βαφτίσου σε τουν Xριστό,
να καταπατήσου τα είδουλα, να καταχουνιάσου τα ζούζουλα,
να αγιάσου βρύσις κι τα νιρά, να αγιάσ’ αφέντη μι την κυρά.

 

 

Από τον Έβρο

Σήμερα τα Φώτα κι Φώτισμός κι αύριο ν-Αη Γιάννης Πρόδρομος
κι χαρές μιγάλες στουν Κύρ(γ)ιου μας, Σήμερα κυρά μας η Παναγιά
σπάργανα βαστάει κεριά κρατεί κι στουν Άγιο Γιάννη πάϊνι

Άγιε Γιάννη αφέντη μου Πρόδρομε, δύνεσαι βαφτίσεις Θεού παιδί
Δύνομαι και παραδίνομαι, να βαφτίσω Θεού παιδί
Για να αγιάσουν βρύσες και τα νερά, για ν΄ανέβω πάνω στον ουρανό
για να ρίξω δρόσο και λιβανιά, να καταπραΰνουν τα διαβουλ(ι)κα

 

Πηγή: el.wikisource.org

 
 
 
 
 
 
 
 
Ένα τρεχαντηράκι --- Παραδοσιακό βαλσάκι Μ Ασία

 
Ένα τρεχαντηράκι, ένα τρεχαντηράκι ένα τρεχαντηράκι, βοριάς το 'μπόδισε και μια μελαχρινούλα τζόγια μου αμάν το κληρονόμησε 

Θάλασσα μη θυμώνεις, θάλασσα μη θυμώνεις θάλασσα μη θυμώνεις, μην κάνεις κύματα στην αγαπώ τα στέλνω τζόγια μου τα χαιρετίσματα 

Τα δίχτυα θα πουλήσω, τα δίχτυα θα πουλήσω τα δίχτυα θα πουλήσω και τη βαρκούλα μου κι όλα θα τα χαρίσω τζόγια μου στη Μαριγούλα μου 

Έλα να φιληθούμε, έλα να φιληθούμε έλα να φιληθούμε, σαν τ' άγρια πουλιά που σμίγουν στα κλαράκια τζόγια μου κι αλλάζουνε φιλιά 
 
 

Τα παραδοσιακά Χριστουγεννιάτικα κάλαντα σε περιοχές της Ελλάδας

 

Τα κάλαντα ίσως είναι ένα από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αναλλοίωτα ακόμα και σήμερα σε πολλές περιοχές της χώρας. Είναι συνδεδεμένα, κυρίως, με τις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνια).

 

Μέσα από το τραγούδι οι μικροί και μεγάλοι «καλαντιστές» (τραγουδιστές των καλάντων) εξιστορούν τα γεγονότα των ημερών και παινεύουν τον οικοδεσπότη, την κυρά και το σπίτι. Τα κάλαντα είναι ένα αρκετά παλιό έθιμο και πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι συνδέεται με την Αρχαία Ελλάδα.

 

Οι στίχοι διαμορφώνονται ανάλογα με τις διαλέκτους και τα ιδιώματα της κάθε περιοχής και η μουσική ανάλογα με την παράδοση του κάθε τόπου.

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι περιοχές των Επτανήσων, της Θράκης,  της Ηπείρου, των Κυκλάδων, των Δωδεκανήσων, του Πόντου, της Κρήτης και της Μικρά Ασίας.

 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα παλαιότερα χρόνια τα κάλαντα δεν τραγουδιόντουσαν μόνο, αλλά και παίζονταν από παραδοσιακούς οργανοπαίκτες. Για αυτό τον λόγο, πολλές φορές θύμιζαν περισσότερο παραδοσιακά τραγούδια, παρά κάλαντα.

 

Πανελλήνια

Καλήν εσπέραν, άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας,

Χριστού την θεία γέννησιν, να πω στ᾿ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,

ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «Δόξα εν υψίστοις»

και τούτον άξιόν εστί, η των ποιμένων πίστις.

Αν είστε από τους πλούσιους, φλωριά μην τα λυπάστε,

αν είστε από τους δεύτερους, ξηντάρες και ζολότες

κι αν είστ᾿ από τους πάμφτωχους ένα ζευγάρι κότες.

Και σας καληνυχτίζομε, πάτε να κοιμηθήτε,

ολίγον ύπνο πάρετε, πάλι να σηκωθήτε,

στην εκκλησιάν να τρέξετε με άκραν προθυμίαν

και του Θεού ν᾿ ακούσετε την Θείαν Λειτουργίαν.

 

Πόντου

Χριστός γεννέθεν, χαρά στον κόσμον, ακαλή ώρα, καλή ση μέρα,

ακαλόν παιδίον οψές γεννέθεν, ψες γεννέθεν, ουρανεστάθεν.

Τον εγέννησεν η Παναία, τον ανέσταισεν Αειπαρθένος.

Εκαβάλλκεψεν χρυσόν πουλάριν, εκατήη στο σταυροδρόμιν.

Έρπαξαν ατόν οι σκύλ᾿ Εβραίοι, σκύλ᾿ Εβραίοι και μίλ᾿ Εβραίοι.

Ας σ᾿ αρχοντικά κι άσ᾿ σην καρδίαν, γαίμαν έσταξεν, φλογήν κι άσ᾿ εφάνθεν.

Όπου έσταξεν κι εμυροστάθεν, εμυρίσ᾿ ατόν ο κόσμος όλος.

Να μυρίσ᾿ ατόν κι εσύ, αφέντα, εκατήη στο σταυροδρόμιν.

Έμπα σον νουντάν κι έλα σην πόρτα, έξου στέκουν τα παλληκάρια.

Έβγαλ᾿ τον κισέ και δος παράδας έξου στέκουν τα παλληκάρια.

Και θυμίζουν στον νοικοκύρην, νοικοκύρην και βασιλέαν.

 

Κρήτης

Καλήν εσπέραν, άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας,

Χριστού την θεία γέννηση να πω στ᾿ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρετ᾿ η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,

ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.

Κερά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα

και κρουσταλλίδα του γιαλού και πάχνη από τα δέντρα,

απού τον έχεις τον υγυιό το μοσχοκανακάρη,

λούζεις τον και στολίζεις τον και ’ς το σκολειό τον πέμπεις.

Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ᾿ ένα χρυσό βεργάλι

και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.

Είπαμε δα για την κερά, ας πούμε για την βάγια:

Άψε βαγίτσα το κερί, άψε και το διπλέρι

και κάτσε και ντουσούντιζε είντα θα μας ε-φέρεις,

γι᾿ απάκι, για λουκάνικο, για χοιρινό κομμάτι,

γι᾿ απάκι, για λουκάνικο, για αγριμιού κομμάτι,

κι από τον πίρο του βουτσιού να πιούμε μία γεμάτη.

Κι από την μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι.

Κι αν το ’χει κάμει η γαλανή ας είναι ζευγαράκι.

Κι από το πιθαράκι σου λάδι ’να κουρουπάκι

κι αν είναι ακροπλιάτερο βαστούμε και τ᾿ ασκάκι.

Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα

και φέρε και γλυκό κρασί να πιουν τα παλληκάρια.

Κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα,

ανοίξατε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα.

Δώστε μας για τον κόπο μας, ό,τι ’ναι ο ορισμός σας

και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Και εις έτη πολλά!

 

Πελοποννήσου

Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,

για εβγάτε, δέστε, μάθετε, πως ο Χριστός γεννιέται,

γεννιέται κι αναθρέφεται στο μέλι και στο γάλα,

το μέλι τρών᾿ οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες

και το μελισσοχόρταρο το λούζουντ᾿ οι κυράδες.

Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά γαϊτανοφρύδα,

κυρά μ᾿ όταν στολίζεσαι να πας στην εκκλησιά σου,

βάζεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αγκάλι

και τον καθάριο αυγερινό τον βάζεις δαχτυλίδι.

Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε,

μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε·

εδώ που τραγουδήσαμε πέτρα να μη ραγίσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού πολλούς χρόνους να ζήση.

Δώστε μας και τον κόκορα, δώστε μας και την κότα,

δώστε μας και πέντ᾿, έξ᾿ αυγά, να πάμε σ᾿ άλλη πόρτα.

 

Θράκης

Χριστός γεννιέται, χαρά στον κόσμο, χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια.

Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες, η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.

Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε, τους αρχαγγέλους, τους ιεράρχες.

Σεις αρχαγγέλοι και ιεράρχες, στη Σμύρνη πηγαίν’τε, μαμές να φέρ᾿τε.

Άγια Μαρίνα, Άγια Κατερίνα, στη Σμύρνη πάνε, μαμές να φέρουν.

Όσο να πάνε κι όσο να έρθουν, η Παναγιά μας ηληυτηρώθη.

Στην κούνια το ’βαλαν και το κουνούσαν και το κουνούσαν, το τραγουδούσαν.

Σαν ήλιος λάμπει, σα νιό φεγγάρι, σα νιό φεγγάρι, το παλληκάρι.

Φέγγει σε τούτον το νοικοκύρη, με τα καλά του,

με τα παιδιά του, με την καλή τη νοικοκυρά του…

 

Πηγη: ekklisiaonline.gr

          artic.g

 
 
 
 

Ευχές και παινέματα από τη Θράκη

 

Kι τι τραγούδι νά ’βρουμι ν’ αρέσ’ στου παλικάρι.
Η μάνα που ’χει τουν ιγιό τουν πουλυουκανακάρη,
τουν έλουζι, τουν χτένιζι κι στου σκουλειό τουν στέλνει
για να μαθαίνει γράμματα να γένει γραμματέας,
κι ου δάσκαλους τουν έδειρνι μι μια χρυσή βιργίτσα.


Πααίν’ στου σπίτι τ’ κλαίγουντας κι η μάνα του του λέει:
- Πού είνι γιε μ’ τα γράμματα σ’, σ' απού είνι γιε μ’ ου νους σου;
- Tα γράμματα είνι στου χαρτί κι ου νους μου πέρα διάβη,
πέρα στις ρούσις, στις ξανθιές, πέρα στις μαυρουμάτις,
πο ’χουν του μάτι σαν ιλιά, του φρύδι σαν γαϊτάνι
κι έχουν τα ματουτσίνουρα σαν της ιλιάς τα φύλλα
κι έχουν και τα μαλλιά τ’ς μακριά σαράντα πέντι πήχις.

 

Ήρθαμι στουν αφέντη μας τουν πουλυχρουνιμένου,
μας έδουσι ένα φούρνου ψουμιά κι άλλα τόσα φλουριά.


Όσ’ άστρα ’π’ τουν ουρανό κι φύλλα απ’ τα δέντρα,
τόσα καλά να τ’ δώσ’ Θιός ιδώ που τραγουδούμι.

 

Xέρ' να μη τουν πουνάει,
πουδάρ' να μη τουν πουνάει,
κιφάλ' να μη τουν πουνάει,
καρδιά τ’ να μη τουν πουνάει.
Πέτε παλικάρια μ’ αμήν...

 

Aμήν

 

Πηγή: domnasamiou.gr

 
 
 
 
 
 
 
H Παναγιώτα (Μακεδονία)

Μακεδονικό παραδοσιακό τραγούδι από το χωριό Δρυμός (παλιά Δρυμίγκλαβα) του νομού Θεσσαλονίκης. Τραγουδιέται από γυναίκες, με τη λαβή των χεριών "θηλικωτά" ή χιαστί. Χορεύεται ως συρτό τύπου "στα τρία" με το χαρακτηριστικό γνώρισμα ότι κατά τη διάρκειά του έχουμε ελαφρύ γύρισμα του κεφαλιού ανά ζεύγη που ακολουθείται από ένα μακρόσυρτο επιφώνημα. Το περιεχόμενο του τραγουδιού, αφορά στην άρνηση μιας Ρωμιάς να υποκύψει στις ερωτικές προτάσεις τριών Τούρκων και την προτίμησή της στο θάνατο παρά στην ατίμωση. Είναι γνωστό και τραγουδιόταν και στα γύρω ντόπια χωριά του νομού, όπως στον Πεντάλοφο, τη Λητή, το Μελισσοχώρι, τον Λαγκαδά. 


Οι στίχοι: 

Η Παναϊώτα κίνησι, Παναϊώτα μαρή 

στα σουϊκά τ'ς να πάει, Παναϊώτα η καημένη 

στου δρόμου -ν- απού πήγινει, Παναϊώτα μαρή 

τρεις Τούρκους διασταυρώνει, Παναϊώτα η καημένη. 

Ένας της λέει: "Ώραν καλή", Παναϊώτα μαρή 

κι ου άλλους "Καλημέρα", τρίτους βγάζει τη μαχαίρα. 

- Δώσ' μας φιλί, δώσ' μας τσιμπί, Παναϊώτα μαρή 

για δώσ' μας μαύρα μάτια, μη σι κάνουμι κουμμάτια. 

- Κάλλιου να ιδώ του αίμα μου ν' Αρβανίτη σκυλί 

τη γη να κουκκινίσει, παρά Τούρκους να μι φ'λήσει.

 

Δεν το θαρρούσα ποταμιά (Πωγώνι) - Ηπειρώτικα τραγούδια

 

Παλιό τραγούδι από την περιοχή του Πωγωνίου Ιωαννίνων με συμβολικό περιεχόμενο. Συναντάται στην περιοχή του Πωγωνίου σε τετράσημο ρυθμό (4/4) και συνακόλουθο πωγωνίσιο χορό ή χορό "στα δύο" όπως είθισται να ονομάζεται στο Πωγώνι. Συναντάται σε παραλλαγές και σε άλλες περιοχές της χώρας, όπως π.χ. σε βλαχόφωνα και ελληνόφωνα χωριά στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου (νομοί Ιωαννίνων, Γρεβενών και Τρικάλων) αλλά και σε άλλα μέρη όπως σε χωριά της Καρδίτσας. Οι παραλλαγές αυτές τραγουδιούνται σε τρίσημο ρυθμό (3/4 ή συρτό "στα τρία") και κινούνται στο ίδιο μελωδικό μοτίβο μεταξύ τους. Παραλλαγές συναντώνται ακόμη και στην περιοχή της Θράκης, κυρίως σε εξάσημο ρυθμό και χορούς τύπου "ζωναράδικου" (π.χ. Δε σι θαρρούσα ποταμέ, Τι Κατεβάζει ο Ντούναβος κλπ).

 

Το θέμα του τραγουδιού δεν είναι άλλο από την ζωή και το θάνατο. Μάλιστα, ο ποταμός είναι μια συμβολική μορφή του ίδιου του θανάτου. Κανείς δεν τον περιμένει, αφού κανείς δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει πλήρως ότι το νήμα της ζωής μπορεί να κοπεί ανά πάσα στιγμή. Όπως ακριβώς ένα ήρεμο ποτάμι, μέσα σε δευτερόλεπτα μπορεί να κατεβάσει νερό όσο μια "γεμάτη θάλασσα", έτσι και ο θάνατος έρχεται ακαριαία, τόσο ορμητικά όσο ένα πλημμυρισμένος ποταμός. Καταφέρνει να ανατρέψει τη ζωή, όπως ένα ποτάμι να ξεριζώσει λιθάρια και δέντρα. Σκορπάει τα πλούτη (η "χρυσομηλιά" που παρασύρεται με τα μήλα φορτωμένη) και από αυτόν δεν γλιτώνουν ούτε καν οι νέοι και ρωμαλέοι, ούτε οι "νέοι με τα άρματα", ούτε τα "κορίτσια με τα στόλια τους".

 

Οι στίχοι:

Δεν το θαρρούσα ποταμιά, εμένα η μέση μου λιανή

νερό να κατεβάσεις, μεσούλα γιο γραμμένη.

 

Και τώρα που κατέβασες, μια θάλασσα γεμάτη

σέρνεις λιθάρια ριζωτά, δέντρα ξεριζωμένα

σέρνεις και μια γλυκομηλιά, στα μήλια φορτωμένη.

 

Πηγή: youtube.com (Λύκος Κυνίδας)

 
 
 
Της  Κέρως


 Από την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη)


Η Ανατολική Ρωμυλία, περιοχή σήμερα της νότιας Βουλγαρίας, εκτεί­νονταν από τη Φιλιππούπολη ως τις ακτές του Εύξεινου πόντου. Στην πε­ριοχή αυτή κατοικούσαν Βούλγαροι, Έλληνες και Τούρκοι. Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας ύστερα από τον κριμαϊκό πόλεμο και την κήρυξη της Βουλγαρικής Εξαρχικής Εκκλησίας, οπότε σημειώνεται ρήγμα στις Ελληνο-Βουλγαρικές σχέσεις, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη γη που γεννήθηκαν, έζησαν, δημιούργησαν και πρόκοψαν. Καταφεύγουν στην Ελλάδα με μοναδική αποσκευή τις παραδόσεις τους. Ριζώνουν σε χωριά και κωμοπόλεις της Ροδόπης, του Έβρου και της Ξάνθης και κάποιοι στην Κεντρική Μακεδονία. Η μουσικοχορευτική παράδοση των κατοίκων αυτής της περιοχής είναι από τις πιο πλούσιες και συνάμα από τις πιο όμορφες και εντυπωσιακές παραδόσεις, τόσο χορευτικά όσο και ηχητικά.


Άντε Κέρω, κόρη Κέρω εγώ θέλω να σε παντρέψω
Άντε κόρη, Κέρω κόρη εγώ θέλω να σε παντρέψω

εγώ θέλω να σε παντρέψω και να σε νοικοκυρέψω (2)
Βγαίνει η Κέρω στο μεϊντάνι, σέρνει το χορό γαϊτάνι (2)

Βάζει η Κέρω τη πουλένια κι αστοχάει την ατραζένια (2)

Της Κέρως το φουστάνι στράφτει κι μπαμπάς της την εζάφτει (2)

Να ΄μουνα στη γη μολόχα και στο γιλεκάκι τσ΄ τσόχα (2)

Μπαινοβγαίνει στο χορό η Κέρω και κοπήκαν τα γαϊτάνια (2)

Σήκω Κέρω να διαβούμε είναι νύχτα και φοβούμαι (2)


 

Τριανταφυλλιά μου κόκκινη

 

Παραδοσιακό τραγούδι της αγάπης από το Καβακλί της Ανατολικής Ρωμυλίας (Βόρεια Θράκη ή αλλιώς σημερινή νότια Βουλγαρία). Περιοχή με συμπαγέστατους ελληνικούς πληθυσμούς ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για καβακλιώτικο τραγούδι σε εξάσημο ρυθμό 6/8 (3+3).

Ο χορός ονομάζεται ντιούζκου ή ντιούζκο, τύπου ζωναράδικου.

Το τραγούδι αυτό είναι χαρακτηριστικό ολόκληρης της Θράκης. Οι στίχοι υπάρχουν σε αρκετές παραλλαγές. Τρανό παράδειγμα το τραγούδι "Μωρέ καλή μου λεμονιά" από την Ανατολική Θράκη.

Ο παρεμβαλλόμενος στίχος "Κέρνα μας - κέρνα μας" και "άιντε να κερνάς, να καλοπερνάς", θυμίζει έντονα τραγούδια της Δυτικής Μακεδονίας, με παρόμοιους στίχους.

 

Τριανταφυλλιά μου κόκκινη - κέρνα μας κέρνα μας - ( επαναλαμβάνεται εναλλάξ )

κι που να σι φυτέψου; -άιντι να κιρνάς να καλουπιρνάς - ( επαναλαμβάνεται εναλλάξ )

Να σι φυτέψου στου βουνό, φουβούμι μην παγώσεις,

να σι φυτέψου στου γιαλό φουβούμι μην σι κλέψουν.

Θα σι φυτέψου στην καρδιά κανείς να μην σι πάρει.

 

 

 

 

 

Μωρέ καλή μου λεμονιά

 

Παραδοσιακό τραγούδι της αγάπης από την Ανατολική Θράκη. Χορεύεται ως συρτός χορός και είναι ιδιαίτερα γνωστό και αγαπημένο στην περιοχή της Σηλυβρίας. Οι στίχοι του τραγουδιού είναι γνωστοί, σε διάφορες παραλλαγές, σε ολόκληρη τη Θράκη.

 

Μωρέ καλή μου λεμονιά και πού να σε φυτέψω

να σε φυτέψω στο βουνό, φοβούμαι μην παγώσεις

να σε φυτέψω στην αυλή, φοβούμαι μη σε κλέψουν

θα σε φυτέψω στην καρδιά, εχθροί σου να ζηλέψουν.

 

Πηγή: youtube.com – Greek folk Music

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 



ΠΕΡΑ ΣΤΟΥΣ ΠΕΡΑ ΚΑΜΠΟΥΣ

Τραγούδι με προέλευση από τη Ρόδο Δωδεκανήσων.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 2/4.

Πέρα στους πέρα κάμπους πέρα στους πέρα κάμπους
πέρα στους πέρα κάμπους όπου ‘ναι οι ελιές,
είναι μοναστηράκι είναι μοναστηράκι
είναι μοναστηράκι που πάν’ οι κοπελιές.
Τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλα, τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.
------
Πάω και ‘γώ ο καημένος πάω και ‘γώ ο καημένος
πάω και ‘γώ ο καημένος για να λειτουργηθώ,
να κάνω τον σταυρό μου να κάνω τον σταυρό μου
να κάνω τον σταυρό μου σαν κάθε χριστιανός.
Τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλα, τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.
------
Στην εκκλησιά που μπαίνω στην εκκλησιά που μπαίνω
στην εκκλησιά που μπαίνω θωρώ μια κοπελιά,
να κάνει τον σταυρό της να κάνει τον σταυρό της
να κάνει τον σταυρό της να λάμπει η εκκλησιά.
Τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλα, τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.
------
Ρωτώ ξαναρωτώ ‘τή ρωτώ ξαναρωτώ ‘τή
ρωτώ ξαναρωτώ ‘τή από πού ‘σαι κοπελιά,
από του Άου πέρα από του Άου πέρα
από του Άου πέρα κι από τη γειτονιά.
Τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλα, τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.
------
Όπου ‘χω γέρο(ν) άντρα όπου ‘χω γέρο(ν) άντρα
όπου ‘χω γέρο(ν) άντρα τρία μωρά παιδιά,
ολημερίς με δέρνει ολημερίς με δέρνει
ολημερίς με δέρνει και σκοτώνει ‘μέ’.
Τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλα, τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.
------
Βαρύ σταμνί μου δίνει βαρύ σταμνί μου δίνει
βαρύ σταμνί μου δίνει και κοντό σκοινί,
να ‘ργήσω να γεμίσω να ‘ργήσω να γεμίσω
να ‘ργήσω να γεμίσω για να ‘βρει αφορμή.
Τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλα, τριαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.


Πηγή: kanellatou.gr







Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
(Μοιρολόι)

Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000. Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα. Η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.


Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
 
Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν, μαύρον άμον την νύχταν,
ολονυχτίς τριγύριζεν ολόγερα ‘ς σον κάστρεν,
‘ς σον κάστρεν, ‘ς σα καστρότειχα τη μαυρο-Τραπεζούντας,
που έχ’ τα ρίζας ‘ς σον γιαλόν και την κορφήν ατ’ ‘ς σ’ άστρα
π’ είχεν δέκα καστρόπορτας κι ούλα χαλκοδεμένα,
κι απ’ έξ’ ας σα καστρόπορτας, ορμία και ποτάμια,
ντο έδεναν και έλυναν, γεφύρια σιδερένια…
Όλεν ο κάστρεν έλαμπεν, άμον ντο λάμπ’ ο Ήλεν,
και το παλάτιν έλαμπεν, άμον διαμάντ’ ΄ς σον Φέγκον,
τη Βασιλέα το παλάτ’, τοι Κομνηνών, φωλέα,
π’ έτον τρανόν και θαμαστόν, κάστρεν απάν’ ΄ς σον Κάστρεν.
Κάποτ’ εγέντονε σεισμός, κι η γη όλεν εσείεν,
κι έναν Δεκαπενταύγουστον, κι έναν μαύρον ημέραν
επάρθαν τα κλειδία θε, κι ο κάστρεν εκρεμίεν…
‘Πέμναν τα πόρτας ανοιχτά, το Παλάτ’, δίχως θρόνον
και δίχως τοι παλατιανούς, και χωρίς Βασιλέαν
….κι ο Κάστρεν ο θεόρατον εγέντον κοιμητήρι.
Χρόνια έρθαν και ‘δέβανε, καιροί έρθαν και πάγ’νε…
….Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν, μαύρον άμον την νύχταν,
ολονυχτίς τριγύριζεν γύρω τα καστροπόδια,
π’ επέμναν έρμα κι άκλερα γομάτα κολισιάφτρας…
ολονυχτίς τριγύριζεν, με τα φτερά ανοιγμένα,
και επεστάθεν την Αυγήν, κι εκάτσεν σ’ έναν άκραν
μονάκριβου παρασταρί, δίχως επανωθύρι,
απομεινάρ’ τη Παλατί, κιντέας ντ’ εγομώθεν.
Τερεί απάν, τερεί αφκά, τερεί οπίσ’ και έμπρια…
μακρογουλίζ’, καλοτερεί ‘ς σ’ Ανατολήν και Δύσην,
κι αρχινά να φτουλίγεται άμον χέρα γυναίκα,
κι αρχινά να μοιρολογά, μ’ ανθρώπινον λαλίαν…
********************************************************
Ένα πουλί, μαύρο πουλί, μαύρο όπως η νύχτα,
Ολονυχτίς τριγύριζε ολόγυρα στο κάστρο,
στο κάστρο, στα καστρότειχα, της μαυρο-Τραπεζούντας,
πούχε τις ρίζες στο γιαλό και την κορφή του στ’ άστρα,
πούχε δέκα καστρόπορτες κι όλες χαλκοδεμένες,
κι απέξω απ’ τις καστρόπορτες ορμάνια* και ποτάμια,
που έδεναν και έλυναν, γιοφύρια σιδερένια…
Όλο το κάστρο έλαμπε, σαν όπως λάμπει ο ήλιος,
και το παλάτι άστραφτε, σαν φεγγαροδιαμάντι,
του βασιλιά το ανάκτορο, των Κομνηνών φωλέα
που' ταν τρανή και θαυμαστή, κάστρο πάνω στο κάστρο…
Κάποτε έγινε σεισμός κι η γη όλη εσείστη
κι έναν Δεκαπενταύγουστο και μία μαύρη μέρα
πήραν τα καστροκλείδια του, το κάστρο εγκρεμίστη…
μείναν οι πόρτες ανοιχτές, παλάτι δίχως θρόνο,
και δίχως τους παλατιανούς και δίχως βασιλέα
… το κάστρο το θεόρατο έγινε κοιμητήρι…
Χρόνια ήρθαν και φύγανε, καιροί ήρθαν και πάνε…
…ένα πουλί, μαύρο πουλί, μαύρο όπως η νύχτα,
ολονυχτίς τριγύριζε γύρω τα καστροπόδια,
που έμειναν έρμα κι άκληρα, γεμάτα από σαύρες…
Ολονυχτίς τριγύριζε, με τα φτερά ανοιγμένα,
και την αυγή σταμάτησε κι έκατσε σε μιαν άκρη
μονάκριβου όρθιου καδρονιού, δίχως επανωθύρι,
απομεινάρι παλατιού, που γέμισε τσουκνίδες…
Κοιτάει επάνω, χαμηλά, κοιτάει εμπρός και πίσω…
τεντώνει πέρα το λαιμό σ’ Ανατολή και Δύση,
κι ευθύς ξεπουπουλιάζεται ωσάν γυναίκα χήρα,
κι αρχίζει να μοιρολογά μ’ ανθρώπινη ομιλία...
--------------------------
*) ορμάνια = δάση

Ελεύθερη μετάφραση: Θωμάς Ακριτίδης

Πηγή: Facebook – Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ
          YOUTUBE.COM







Τραγούδια των Βλαχόφωνων του Ν. Σερρών

ΚΑΤΩ ΣΤΗΝ ΑΣΠΡΗ ΠΕΤΡΑ
Κάτω στην άσπρη πέτρα μωρέ μάτια μου,
κάτω στην άσπρη πέτρα μωρέ φρύδια μου.
Κάτω σι γιαλό γιώτισσα κυρά Βιργιώτισσα.
Βαρέσαν τον Γιαννάκη μωρέ μάτια μου,
βαρέσαν τον Γιαννάκη μωρέ φρύδια μου.
Τον αρματολό γιώτισσα κυρά Βιργιώτισσα.
Τούρκοι τον εβαρέσαν μωρέ μάτια μου,
Τούρκοι τον εβαρέσαν μωρέ φρύδια μου.
Κι αρωμιοί τον κλαιν γιώτισσα κυρά Βιργιώτισσα.
Γιαννάκη να' χεις μάνα μωρέ μάτια μου,
Γιαννάκη να' χεις μάνα μωρέ φρύδια μου.
Να' χεις κι αδερφή γιώτισσα κυρά Βιργιώτισσα.
Να' χεις καλή γυναίκα μωρέ μάτια μου,
να' χεις καλή γυναίκα μωρέ φρύδια μου.
Να' ρθει να σε ιδεί γιώτισσα κυρά Βιργιώτισσα


ΑΝΤΙΠΕΡΑ
Αντίπερα, αντίπερα μαύρα μου μάτια (ή καημένη Μάντω).
Αντίπερα (ή Στου Μαυραντή) στ' αλώνι ρόιδο μου (ν)έλα ιδώ ματάκια μου (ν)έμορφα
Ήταν μια μέρα Κυριακή μαύρα μου μάτια.(ή καημένη Μάντω).
Μια μέρα χρυσομέρα ρόιδο μου (ν)έλα ιδώ ματάκια μου (ν)έμορφα.
Βγήκαν (ή πήγαν) να παίξουν τα σπαθιά μαύρα μου μάτια (ή καημένη Μάντω)
Να ρίξουν το λιθάρι ρόιδο μου (ν)έλα ιδώ ματάκια μου (ν)έμορφα.
Το ρίχνει ένας το ρίχνουν δυο μαύρα μου μάτια (ή καημένη Μάντω).
Το ρίχνουν τρεις και πέντε ρόιδο μου (ν)έλα ιδώ ματάκια μου (ν)έμορφα.
Το ρίχνει κόρη ανύπαντρη μαύρα μου μάτια (ή καημένη Μάντω).
Και πάει σι παραπέρα ρόιδο μου (ν)έλα ιδώ ματάκια μου (ν)έμορφα
Δώδεκα χρόνους έκανε μαύρα μου μάτια (ή καημένη Μάντω).
Σε κλέφτικα λημέρια ρόιδο μου (ν)έλα ιδώ ματάκια μου (ν)έμορφα.
Κανείς δε την εγνώρισε μαύρα μου μάτια (ή καημένη Μάντω).
Πως είναι κλεφτοπούλα ρόιδο μου (ν)έλα ιδώ ματάκια μου (ν)έμορφα.







Ριζίτικα τραγούδια

Τα ριζίτικα τραγούδια είναι το παλαιότερο είδος κρητικής μουσικής και προέρχονται κυρίως από τη Δυτική Κρήτη, ωστόσο είναι διαδεδομένα και στην κεντρική και ανατολική Κρήτη. Ρίζες, είναι οι υπώρειες των βουνών. Μια άποψη λέει ότι από τις ρίζες των βουνών έλαβαν την ονομασία τους αυτά τα τραγούδια, από τον Ψηλορείτη, τη Δίκτη και τα Λευκά Όρη. Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι τα τραγούδια της ρίζας, των προγόνων, της γενιάς, τα ονόμασε ο λαός Ριζίτικα. Σήμερα με τον όρο «ριζίτικα» νοούνται όλα εκείνα τα τραγούδια αγνώστων δημιουργών τα οποία έφτασαν στις μέρες μας μεσώ της παράδοσης από περασμένους αιώνες.

«γρίμια κι΄γριμάκια μου
΄λάφια μου ΄μερωμένα
πεστέ μου πο
'ν ο τόποι σας
κα
πο 'ν τ γονικά σας;
- Γκρεμν
'ν μς ο τόποι μας
λέσκες τ
χειμαδιά μας
τ
σπηλιαράκια του βουνού
είναι τ
γονικά μας.»
Ριζίτικο

Τα ριζίτικα τραγούδια δεν έχουν ονόματα, αναφερόμαστε σε αυτά με τον πρώτο τους στίχο, ή με κάποιον άλλο στίχο τους. Τα ριζίτικα τραγούδια δε χορεύονται, χωρίζονται παραδοσιακά σε τραγούδια της τάβλας και της στράτας. Ο Παπαγρηγοράκης Ιδομενέας στο βιβλίο του Τα Κρητικά ριζίτικα τραγούδια, τα ταξινόμησε σε 32 μελωδίες, ενώ βρήκε 31 τραγούδια να έχουν δικές τους μοναδικές μελωδίες, πάντα σε μείζονες κλίμακες. Η μουσική τους είναι σοβαρή και με στοιχεία πόνου. Τυπικά, πρώτα άδεται ένας στίχος από έναν τραγουδιστή και κατόπιν επαναλαμβάνεται χορωδιακά, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο. Δεν υπάρχει πάντα ομοιοκαταληξία, ο στίχος δεν είναι πάντα δεκαπεντασύλλαβος αν και αυτός υπερέχει στατιστικά.

Ο Διγενής είναι ένα μνημείο της κρητικής μουσικής και για πολλούς η επιτομή του ακριτικού κύκλου. Η μουσική του είναι επική και οι στίχοι αψεγάδιαστοι. Εξιστορεί το υπερφυσικό, όχι με κατορθώματα και άθλους, αλλά με το αίσθημα του φόβου. O άνθρωπος τρομάζει στη θέα της γης που είναι έτοιμη να τον υποδεχτεί και ανατριχιάζει στη θέα της πλάκας που θα τον σκεπάσει. Στην περίπτωση του Διγενή αυτά αντιστρέφονται. Στο δεύτερο μέρος ενώ πεθαίνει, δεν ζητά τη θεία βοήθεια να τον πάει στον ουρανό και να τον απαλλάξει από τα δεινά του, άλλα εύχεται να μπορούσε να σκαρφαλώσει μόνος του, να διπλωθεί να κάτσει.

« Διγενς ψυχομαχε, κι γς τόνε τρομάσσει,
κι
πλάκα τν νατριχι, πς θ τόνε σκεπάση,
γιατί από `κειά που κοίτεται, λόγια
ντρειωμένου λέει.
- Νά 'χεν
γς πατήματα, κι΄ ορανός κερκέλια,
ν
πάτου τ πατήματα, νά `πιανα τ κερκέλια,
ν'
νέβαινα 'ς τν ορανό, ν διπλωθ ν κάτσω,
ν
δώσω σεσμα τ' ορανο.»

Ένα ιστορικό ριζίτικο με θέμα τον κρητικό πόλεμο του 1644-1669 μαρτυρά τη διχόνοια μεταξύ των χριστιανών κατά την διάρκεια του πολέμου, και εν ολίγοις εξηγεί τους μαζικούς εξισλαμισμούς που ακολούθησαν την πτώση του κάστρου το 1669.

«Κάστρο και πο 'ν' ο πύργοι σου και τ καμπαναργιά σου,
κα
πού 'ν' ο γιντριωμένοι σου, τ μορφα παλληκάργια;
- Μα μένα ο
γιντριωμένοι μου, τ μορφα παλληκάργια,
μαύρη γς τ χαίρεται 'ς τ μαυρισμένο 'Αδη.
Δ
ν χω μάχη τσ τουρκις, μήδε κακι το χάρου,
μόνο 'χω
μάχη και κακι το σκύλου το προδότη πού μο τ κατάδουδε.»

Ένα από τα παλαιότερα ριζίτικα, το οποίο ο Καβρουλάκης θεωρεί ότι έχει τις ρίζες του στην εποχή του εμιράτου της Κρήτης είναι το παρακάτω:

«πέστειλε με βασιλης τσ βίγλες ν μπαστίσω,
κι ο
λες τσ βίγλες μπάστισα, κι ολες λαγόνεψά τσι,
κι ο
λες τσ βρκα ξυπνητς, κι ολες τσι παραβλεπα,
τ
βίγλα τ Σαρακην ηρηκα κι κοιμτο,
ξύπνα λουβοσαρακηνέ!»
Οι βίγλες εκ του λατινικού vigilare, ήταν καταλύματα στις κορυφές βουνών με θέα ακτές που θεωρούταν επίφοβες για απόβαση εισβολέων. Η έννοια του πρώτου συνθετικού (λουβο-) της λέξης λουβοσαρακηνός φαίνεται ότι έχει χαθεί στο χρόνο.

Το πιο γνωστό ριζίτικο εκτός Κρήτης είναι το Πότε θα κάμει ξαστεριά, το οποίο αναφέρεται σε κάποια βεντέτα του 16ου αιώνα, ανάμεσα στην οικογένεια πιθανόν Γιάνναρη, και εκείνη των Μουσούρων, τους οποίους αναφέρει το τραγούδι σε όλες του τις παραλλαγές. Οι Μουσούροι και ο τόπος κατοικίας τους αναφέρονται επίσης και σε ενετικές πηγές του 16ου αιώνα, όχι με καλά σχόλια. Η παλαιότερη μορφή του τραγουδιού ήταν η εξής:

«Χριστ ν ζώνουμουν σπαθ, κα νπιανα κοντάρι
ν
πρόβαινα 'ς τν μαλ, 'ς τ στράτα τ Μουσούρω
ν
σύρω τργυρ σπαθ κα τ χρυσ κοντάρι
ν κάμω μάνες δίχως γιούς, γυνακες δίχως ντρες»

Το τραγούδι έγινε γνωστό στην Ελλάδα με την παρακάτω μορφή και συνδέθηκε με πολέμους και λαϊκούς αγώνες του 20oύ αιώνα.

«Πότε θα κά-, πότε θα κάνει ξαστεριά
Ορέ, πότε θα φλεβαρίσει, πότε θα φλεβαρίσει
να πάρω το, να πάρω το τουφέκι μου

Να πάρω το, να πάρω το τουφέκι μου
Ορέ, την όμορφη πατρόνα, την όμορφη πατρόνα
να κατεβώ, να κατεβώ στον Ομαλό

Να κατεβώ, να κατεβώ στον Ομαλό
Ορέ, στη στράτα των Μουσούρων, στη στράτα των Μουσούρων
να κάνω μά-, να κάνω μάνες δίχως γιους

Να κάνω μά-, να κάνω μάνες δίχως γιους
Ορέ γυναίκες δίχως άντρες, γυναίκες δίχως άντρες
να κάνω και, να κάνω και μωρά παιδιά

Να κάνω και, να κάνω και μωρά παιδιά
Ορέ να κλαιν δίχως μανάδες, να κλαιν δίχως μανάδες
Πότε θα κά-, πότε θα κάνει ξαστεριά»


Πηγή: el.wikipedia.org





Τουρκόπουλου κι Ρουμιουπούλα
(Ανατολική Ρωμυλία)

Στα δημοτικά τραγούδια βλέπουμε ότι ο λαϊκός δημιουργός δεν διστάζει να κατηγορήσει ακόμη και για προδοσία τον Άγιο, όταν βλέπει ότι δε βρίσκει ανταπόκριση στην βοήθεια που του ζητά.

Ένα μικρό τουρκόπουλο, μικρό διαβουλισμένου,
νι
Ρουμιουπούλα κυνηγάει, ΄υναίκα να την πάρει
κι η Ρουμιουπούλα έφιβγιν στουν Άιου Ιώργ{η} πααίνει,
τουν
ιου Ιώργη προυσκυνά τουν Άιου Ιώργη λέει:
Κρύψι μι, Άιε Ιώργη μου, Τούρκους να μη μι πάρει,
σι τάζου λίτρα μάλαμα και δυό λίτρις ασήμι
κι μι του λαδουτούμαρου δα κουβαλού του λάδι.
Τα μάρμαρα ανοίγουνι την κόρη κρύβουν μέσα.
Νάτου κι του τουρκόπουλου μι τ΄άλουγου καβάλα,
τουν Άιου Ιώργη προυσκυνά, τουν Άιου Ιώργη λέει:
Βοήθα Άιε Ιώργη μου να πάρου Ρουμιουπούλα,
σι τάζου λίτρα μάλαμα και δυό λίτρις ασήμι
και μι του λαδουτούμαρου δα κουβαλού του λάδι,
την πίστη μου δά αλλάξου ΄γώ κι Χριστιανός δα ιένου
κι στ΄όνουμα δα βαφτιστού κι Ιώργου δα μι κράζουν.
Τα μάρμαρα ανοίγουνι την κόρη παραδίνουν.
Η κόρη μο΄ν{ι} συντύχινιν συντύχινιν κι λέει :
-που είιδιτι που άκσιτι τουν Άιου Ιώργη προυδότη,
να παραδίνει χριστιανή στα τούρκικα τα χέρια;

Σουμπέτι Καβακλιώτικο
{Το δημοτικό τραγούδι της Ανατολικής Ρωμυλίας Παπασταϊκούδη Κωνσταντίνα}

Πηγή: Ανατολική Ρωμυλία Έβρου - Facebook






Τ΄ Ηλ΄ το Κάστρον
(Τραγούδι από τον Πόντο)

Όλα τα κάστρα είδα κι όλα γύρισα
κι άμον του Ηλ’ το Κάστρον, κάστρον κ’ έτονε.
Σεράντα πόρτας είχεν κι όλα σίδερα
κι εξήντα παραθύρια κι όλια χάλκενα.

Και του γιαλού η πόρτα έτον μάλαμαν.
Τούρκος το τριγυρίζει, χρόνους δώδεκα,
μηδ’ εμπορεί να παίρει, μηδ’ αφήνει ατο.

Κι ένας μικρός τουρκίτσος, ρωμιογύριστος,
ρόκαν και ροκοτζούπιν βάλ’ σα μέσα του,
αδράχτι και σποντύλι παίρ’ σα χέρια του,
μαξιλαρίτσαν βάλει κι εμπροζώσκεται
κι εγέντονε γυναίκα, βαριασμένισσα.

-Άνοιξον, πόρτα, άνοιξον, καστρόπορτα,
άνοιξον να εμπαίνω, Τούρκοι διώχνε με.
Ν’αηλί εμέν την μάρσαν, τη χιλιάκλερον
και που ναπαιδοποίγω, χειμωγκόν καιρόν.

Άνοιξον, πόρτα, άνοιξον, καστρόπορτα,
άνοιξον να εμπαίνω, Τούρκοι διώχνε με.
Το Κάστρον ‘λογυρίζει και μοιρολογά
κι η κορ’ απέσ’ ακούει και καρδοπονά.

-Κι απ’ όθ’ εμπαίν’ ο ήλεν, έμπα απέσ’ κι εσύ
κι απ’ όθ’ εβγαίν’ ο φέγγον, έβγα έξ’ κι εσύ.
Κι άμον ντ’ ενοίγε η πόρτα, χίλιοι έτρεξαν
κι άμον ντ’ εκαλονοίγε, μύριοι έτρεξαν.

Κι άλλοι την κόρ’ αρπάζνε κι άλλοι τα φλουριά
κι από το παραθύρ’ η κορ’ επήδησε,
σε παλληκάρ’ αγκάλιας ψυχομάχησε.







Μαργελεμένε γεμετζή

Τραγούδι με προέλευση από την Ανατολική Ρωμυλία. 
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 4/4 (2-2).


Αχ μαργελεμένε γεμετζή αχ κ’ αμ’ είδες πράσινο δεντρί,
να ‘χει α… να ‘χει ασημένια φύλλα
μαύρα μά… μαύρα μάτια μαύρα φρύδια.

Αχ και στην κορφή μαλάματα αχ κορίτσια με τα γράμματα,
στη  ρί… στη ρίζα κρύα βρύση
ποιος να πιει ποιος να πιει και να γιομίσει.

Αχ πάγω στη βρύση για νερό αχ βρίσκω τα μάτια π’ αγαπώ,
να πιω να πιω και να γιομίσω
μαύρα μά… μαύρα μάτια να φιλήσω.

Αχ και ‘χασα το μαντήλι μου  αχ καημό που ‘χουν τα χείλη μου,
το χρυ… το χρυσοκεντημένο
μια χαρά μια χαρά ‘χα το καημένο.

Αχ κι όταν μου το κεντούσανε μαζί όλες τραγουδούσανε,
τρία έ… τρία έμορφα κοράσια
σαν του Μάη τα κεράσια.

Αχ η μια κεντάει τον  ουρανό αχ μαύρα τα μάτια π’ αγαπώ,
και η ά… και η άλλη το φεγγάρι
άσπρη σαν άσπρη σαν μαργαριτάρι.

Αχ κι η τρίτη η μικρότερη αχ απ’ όλες ομορφότερη,
ήτασι ήτασι από την Πόλη
και την α… και την αγαπούσαν όλοι.

Αχ και την αγάπησα και ‘γώ αχ να την (ε)πάρω δεν μπορώ,
το σπί… το σπίτι της δεν ξέρω
που να πά… που να πάω να τη γυρεύω.

Αχ παίρνω το δρόμο το δρομί αχ βάσανα πίκρες και καημοί,
παίρνω και παίρνω και το μονοπάτι
βάσανα βάσανα που ‘χει η αγάπη.






Μέσ’ στου Βοσπόρου τα στενά
(Απόστολος Καλδάρας / Πυθαγόρας)

Το τραγούδι περιλαμβάνεται στη συλλογή «Μικρά Ασία» που κυκλοφόρησε το 1972. Το τραγούδησε ο Γιώργος Νταλάρας. Αξιοσημείωτο είναι ότι στα λόγια του προβάλλονται τα κοινά στοιχεία που συνδέουν τον ελληνικό με τον τουρκικό λαό, προωθώντας έτσι κλίμα αδελφοσύνης και φιλίας ανάμεσά τους.


Μες στου Βοσπόρου τα στενά
Ο Γιάννης κλαίει τα δειλινά
Και ο Μεμέτης πλάι του
Πίνει και τραγουδάει του

Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός
Κι εγώ λαός κι εσύ λαός
Εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ
Όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ

Με λίγη αγάπη και κρασί
Μεθάω και ‘γώ μεθάς και ‘συ
Πιες λίγο από το τάσι* μου
Αδέρφι και καρντάση* μου



Τάσι: κούπα κρασιού
Καρντάσης: ο πιστός σύντροφος, ο αδελφός


Πηγή: Παραδοσιακά τραγούδια της Ελλάδας






Πώς το τρίβουν το πιπέρι;

Tο τραγούδι «πώς το τρίβουν το πιπέρι» είναι σκωπτικό και ακούγεται κυρίως την περίοδο της αποκριάς, αλλά και σε τοπικά πανηγύρια σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ο χορός χορεύεται μόνο από άντρες.

Ο τραγουδιστής σε κάθε στροφή αναφέρει διαφορετικό σημείο του σώματος με το οποίο οι χορευτές πρέπει να «τρίψουν» το πιπέρι. Ένας άντρας στέκεται από πάνω τους και τους επιβλέπει και αν δεν τρίβουν σωστά το πιπέρι, τους χτυπάει με ένα ραβδί ή μαστίγιο.

Πώς το τρί βλάχα μου καλή, πώς το τρίβουν το πιπέρι;
Πώς το τρίβουν το πιπέρι του διαβόλου οι καλογέροι;

Με το γό βλάχα μου μωρή, με το γόνατο το τρίβουν.
Με το γόνατο το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
 Άιντε σηκωθείτε παλληκάρια με σπαθιά και με χαντζάρια.

Με την μύ βλάχα μου μωρή, με την μύτη τους το τρίβουν.
Με την μύτη τους το τρίβουν και το ψιλοκοπανίζουν.
 Άιντε σηκωθείτε παλληκάρια με σπαθιά και με χαντζάρια.

Η ιστορία του τραγουδιού που στις μέρες μας έχει χιουμοριστικό χαρακτήρα, εντοπίζεται στα βυζαντινά χρόνια. Οι βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν πολύ το πιπέρι στο φαγητό τους, όπως και άλλα μπαχαρικά, προφανώς για να νοστιμίσει το κρέας και να μη μυρίζει. Το εμπόριο τους ήταν πολύ διαδεδομένο καθώς έμποροι από την Ασία τα εισήγαγαν ακατέργαστα και τα πουλούσαν.

Πολλά μοναστήρια για να βγάλουν χρήματα, αγόραζαν το πιπέρι σε κόκκους και οι καλόγεροι το έτριβαν και το πουλούσαν ακριβότερα, ώστε να έχουν κέρδος. Η δουλειά αυτή όμως ήταν αρκετά σκληρή καθώς γινόταν σε χειροκίνητους μύλους που απαιτούσαν μεγάλη δύναμη στα χέρια. Επιπλέον το τριμμένο πιπέρι δημιουργούσε προβλήματα στα μάτια και την αναπνοή καθώς τινάζονταν πάνω στους καλόγερους. Έτσι κάποια στιγμή καθιερώθηκε να κάνουν αυτή τη δουλειά μόνο οι καλόγεροι που είχαν τιμωρηθεί για κάποιο παράπτωμα. Γι΄ αυτό και ο στίχος λέει «του διαβόλου οι καλογέροι», εννοώντας όσους έχουν κάνει κάποια «αμαρτία». Οι υπόλοιποι συνήθιζαν να λένε στον τιμωρημένο «τώρα θα δεις πως το τρίβουν το πιπέρι» και από εκεί εμπνεύστηκαν οι στίχοι του τραγουδιού.

Υπάρχει και μια εκδοχή που θέλει κλέφτες την εποχή της Τουρκοκρατίας να ζήτησαν καταφύγιο σε ένα μοναστήρι. Ο ηγούμενος τους δέχτηκε και τους μεταμφίεσε σε μοναχούς. Όταν έφτασαν οι Τούρκοι και ρώτησαν για τους κλέφτες, ο ηγούμενος απάντησε ότι δεν είχε ιδέα. Οι μεταμφιεσμένοι κάθονταν κάτω και έτριβαν πιπέρι. Κατά διαστήματα ο ηγούμενος τους έδινε εντολή να τρίβουν το πιπέρι με διαφορετικό μέρος του σώματός τους και όπως είπε στους Τούρκους, το έκανε επειδή οι καλόγεροι ήταν τιμωρημένοι. Ο ηγούμενος διάλεξε αυτόν τον τρόπο για να διασκεδάσει τον Τούρκο και να του αποσπάσει την προσοχή. Ο ίδιος ήξερε καλά ότι κάτω από τα ράσα, οι κλέφτες έκρυβαν τα όπλα τους και ήταν έτοιμοι για παν ενδεχόμενο. Γι’ αυτό και ο στίχος λέει: «Άιντε σηκωθείτε παλληκάρια με σπαθιά και με χαντζάρια».

Όποια εκδοχή κι αν ισχύει, το σίγουρο είναι ότι το παραδοσιακό αυτό τραγούδι αντέχει στον χρόνο και συνεχίζει να περνάει από γενιά σε γενιά....

Πηγή: mixanitouxronou.gr





Ξενιτεμένο μου πουλί

Παραδοσιακό τραγούδι της ξενιτιάς από το Πωγώνι Ηπείρου, που χορεύεται στα βήματα του "Πωγωνίσιου χορού". Ονομάζεται αλλιώς και "συρτό στα δύο", "στα δύο", ή "στρωτό". Αποτελεί αδιαμφισβήτητη απόδειξη της τραγικότητας, με την οποία οι Ηπειρώτες βίωσαν την ξενιτιά, η οποία μπορούσε να συγκριθεί, μονάχα με τον ίδιο το θάνατο.

Οι στίχοι:

Ξενιτεμένο μου πουλί
και παραπονεμένο - μωρέ ξένε μου –
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγω 'χω τον καημό σου.

Tι να σου στείλω ξένε μου
ν'αυτού στα ξένα πού 'σαι - μωρέ ξένε μου –
ν' αυτού στα ξένα πού 'σαι;

Σου στέλνω μήλο, σέπεται,
κυδώνι μαραγκιάζει,
σου στέλνω μοσχοστάφυλο,
στο δρόμο σταφιδιάζει.
Σου στέλνω και το δάκρυ μου
σ' ένα φτενό μαντήλι,
το δάκρυ μου 'ναι καφτερό
και καίει το μαντήλι.

Πηγή: youtube






Ντο τα πρες κοτσίδετε (θα σου κόψω τις κοτσίδες)

Παραδοσιακό Αρβανίτικο τραγούδι

Το πιο αγαπημένο ερωτικό τραγούδι των Αρβανιτών, ειδικά στη Νότιο Ελλάδα.
Το έχει τραγουδήσει στα αρβανίτικα και ο Γ. Μαργαρίτης κι είναι από τα τραγούδια που παίζονται πρώτα σε γάμους Aρβανιτών στην περιοχή της Αργολιδοκορινθίας, της Καλαμάτας και της Λακωνίας (περιοχή Μάνης).
Ο ρυθμός του είναι ο αρχαίος ρητός ανάπαιστος (υ υ-)

Aναφέρεται στη συνήθεια των Αρβανιτών να οργανώνουν απαγωγή της νύφης (όταν η οικογένεια δεν ήθελε τον γαμπρό), έθιμο που ακόμα και σήμερα κρατάει σε αρβανιτοχώρια.
Επίσης είναι το πιο χαρακτηριστικό δείγμα ερωτικού τραγουδιού το οποίο αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο έβλεπαν οι Αρβανίτες τον έρωτα, δηλαδή σαν ένα συνονθύλευμα αντιπαλότητας και αγάπης



Ντο τα πρες κοτσίδετε        (θα σου κόψω τα κοτσίδια)
τε τα βερβινιέ γκα σκίντετε  (και θα στα πετάξω στα σκίνα)
Μόι κοτσίδε ντρέδουρε        (Τα κοτσίδια τα στριφτά)
Μόι σα τα κα μπλιέδουρε      (Πόσα σου ‘χω μαζέψει)
Μόι κοτσίδε δραγκόλιε        (Κοτσίδα μου σαν δεντρογαλιά)
τε κε κέσε νε ν’αγκαλιέ      (να σε είχα στην αγκαλιά)
Ντο τα πρες κοτσίδε γκλιάτε  (Θα σου κόψω την μακριά κοτσίδα)
πο τσε ντούρτε γκα ιθάτε     (μόνο ντρέπομαι τον πατέρα σου)
Ντότε βίνιε νόνιε μπρέμε     (Ήθελα να ‘ρθω ένα βράδυ)
πο τσε ντούρπε γκα γιοτέμε   (αλλά ντρέπομαι τη μάνα σου) 
Ντο τα πρες κοτσίδετε        (Θα σου κόψω τα κοτσίδια)
τε τα βερβίνιε γκα σκίντετε  (και θα στα πετάξω στα σκίνα)


Πηγή: imaginistes.wordpress.com






Καραγκούνα

Η Καραγκούνα είναι ένας από τους κυριότερους χορούς της Θεσσαλίας. Άν και είναι χαρακτηριστικός γυναικείος χορός, τα τελευταία χρόνια χορεύεται και από άντρες, οι οποίοι σχηματίζουν δεύτερο εξωτερικό κύκλο.
Ο χορός συνήθως ξεκινάει με τη Σβαρνιάρα ή τη χοντρή Καραγκούνα, όπως τη λένε και η οποία θεωρείται  από τις παλιότερες συνθέσεις της περιοχής, στην οποία χορεύουν συνέχεια μπροστά, προς τη φορά του κύκλου.
Τα βήματα είναι ίδια με αυτά του Συρτού, αλλά πολύ πιο βαριά και αργά.
Αφού τη χορέψουν πολλές φορές ξεκινάνε την Καραγκούνα, η οποία αποτελείται από τρία χορευτικά μοτίβα. Καθένα από αυτά έχει διαφορετικό αριθμό βημάτων, αλλά εκτελούνται σε ισόχρονο κανονικό ρυθμό. Το μουσικό μέτρο είναι 4/4 και 2/4 μπαγιό και η λαβή είναι από τις παλάμες με λυγισμένους αγκώνες.
Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες για την ετυμολογία του ονόματος του χορού.
Η μία είναι ότι προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων καρά και γκουν (μαύρο χώμα, μαυροχωμίτης).
Η δεύτερη από την σύνθεση των λέξεων καρά και Γιουνάν (μαύρος, γνήσιος Έλληνας) και μία άλλη από τις λέξεις καρά και γκούνα (μαύρη γούνα).

Άιντε μωρή …γκού… …γκούνα Καραγκούνα, άιντε δεν σου πρέ… σου πρέπουν τα σεγκούνια,
αμ’ πως ‘δα αμ’ πις ‘δα στο παραθύρι σ’ είδα, αμ’ πως ‘δα αμ’ πις ‘δα την προκοπή σου είδα.
Άιντε θα πουλή… πουλήσω και την στάνη, άιντε να σου πά… σου πάρω  ένα φουστάνι,
αμ’ πως ‘δα αμ’ πις ‘δα στο παραθύρι σ’ είδα, αμ’ πως ‘δα αμ’ πις ‘δα την προκοπή σου είδα.
Άιντε θα πουλή… πουλήσω την κατσίκα, άιντε να σου πά… σου πάρω σκουλαρίκια,
αμ’ πως ‘δα αμ’ πις ‘δα στο παραθύρι σ’ είδα, αμ’ πως ‘δα αμ’ πις ‘δα την προκοπή σου είδα.
Άιντε θα πουλή… πουλήσω και τα γίδια, άιντε να σου πά… σου πάρω και στολίδια,
αμ’ πως ‘δα αμ’ πις ‘δα στο παραθύρι σ’ είδα, αμ’ πως ‘δα αμ’ πις ‘δα την προκοπή σου  είδα.
Άιντε πέρασε ένα καλοκαίρι, άιντε και δε μου δε μου ‘στειλες χαμπέρι,
αμ’ πως ‘δα αμ’ πις ‘δα στο παραθύρι σ’ είδα, αμ’ πως ‘δα αμ’ πις ‘δα την προκοπή σου είδα.

Πηγή: pelop.pde.sch.gr





Καλόγηρος δουλειά δεν έχει
(Παραδοσιακό Θράκης)

Πρόκειται για σκωπτικό χορευτικό τραγούδι από τη Θράκη. Τραγουδιόταν τις απόκριες ή και τις Κυριακές το απόγευμα, όταν γινόταν χορός στις γειτονιές. Τα επαναλαμβανόμενα «τάμπουρ, τούμπουρ» θα μπορούσαν να εκληφθούς ώς ηχοποίητες λέξεις που μιμούνται τον ήχο που κάνουν τα νταουλόξυλα δηλαδή ο κόπανος και η βίτσα πάνω στο νταούλι.

Καλόγηρος δουλειά δεν έχ’ – τάμπουρ τούμπουρ λε λε λε
Καλόγηρος δουλειά δεν έχ’ – τουταμπουρ κι του τούμπουρ
Και τι δουλειά να κάμει – τάμπουρ τούμπουρ λε λε λε
Και τι δουλειά να κάμει – τουταμπουρ κι του τούμπουρ

Ολημερίς πελέκαγε .....
Ολημερίς πελέκαγε .....
Αδράχτια και ροκούλες .....
Αδράχτια και ροκούλες .....

Κι στου παζάρ’ κατέβινι .....
Κι στου παζάρ’ κατέβινι .....
Να πάει να τις πουλήσει .....
Να πάει να τις πουλήσει .....

Τ’ αδράχτια πέντε πούλαγε .....
Τ’ αδράχτια πέντε πούλαγε .....
Κι δέκα τις ροκούλες .....
Κι δέκα τις ροκούλες .....

Κι μι τα γρόσια* πο ‘πιρνι .....
Κι μι τα γρόσια πο ‘πιρνι .....
Σικέρια* αγοράζει .....
Σικέρια αγοράζει .....


Γρόσι: το τούρκικο νόμισμα
Σικέρια: οι καραμέλες


Πηγή: Παραδοσιακά τραγούδια της Ελλάδας








Ντιρλαντά


Παραδοσιακό Καλύμνου/Σφουγγαράδικο

Τραγούδι της δουλειάς από την Κάλυμνο των Δωδεκανήσων. Ανήκει σ’ ένα είδος ρυθμικών, εργατικών τραγουδιών που υποστήριζαν χειρωνακτικές εργασίες. Βοηθούσαν το σώμα να μπει σε ένα ρυθμό, ενώ παράλληλα ψυχαγωγούσαν. Το Ντιρλαντά τραγουδιόταν στα σφουγγαράδικα καϊκια την ώρα της δουλειάς, αλλά φαίνεται πως έδινε ρυθμό και στο τράβηγμα των κουπιών.

Οι σφουγγαράδες αναχωρούσαν κατά το τέλος Μαρτίου συνήθως για τις ακτές της Βόρειας Αφρικής. Το ταξίδι τους διαρκούσε από έξι έως εφτά μήνες. Ζούσαν μέσα στο σκάφος βουτώντας όλη τη μέρα σε τριάντα, σαράντα ακόμα και σε πενήντα μέτρα βάθος για το ψάρεμα των σφουγγαριών. Η εργασία τους ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Κινδύνευαν είτε από την ασθένεια των δυτών, είτε να φαγωθούν από σκυλόψαρο, γεγονός αρκετά συνηθισμένο.

Το Ντιρλαντά είναι «τσιμάρισμα», δηλαδή τραγουδά ένας ενώ οι υπόλοιποι επαναλαμβάνουν μια συγκεκριμένη φράση, στην προκειμένη περίπτωση το «Ω! Ντιρλαντα ντιρλανταντά». Η μελωδία φαίνεται να σχετίζεται με ανάλογες της Βόρειας Αφρικής με την οποία οι Καλύμνιοι είχαν σχέσεις λόγω της σφουγγαράδικης δραστηριότητας του νησιού.

Ω! Ντιρλαντά, ντιρλανταντά,
Ντα ντα ντιρλανταντά
Ω! Ντιρλαντά και τέζα μια
Ντα ντα ντιρλανταντά
Βρε για την Τούρκα τη Ρωμιά
Ντα ντα ντιρλανταντά
Ω! Ντιρλα ντα ντιρλανταντα
Ντα ντα ντιρλανταντά
Ω! Ντιρλαντα κουνέλα μου

Ντα ντα ντιρλανταντα
Βρε και κουνελομάνα μου
Ω! Ντιρλαντα ντιρλανταντά
Βρε η κουνέλα και η βίλα
Βρε φάγαν τα ψωμιά μας όλα.
Ω! Ντιρλαντά, ντιρλανταντά
Ω! Ντιρλαντά, ντιρλανταντά


Βρε του παπά μας το γαδούρι
Βρε έβγαλε κακό στη μούρη
Ω! Ντιρλαντα ντιρλανταντά
Βρε και τα δόντια του περόνια*
Βρε δεν τα τρώει τα μακαρόνια
Ω! Ντιρλαντα ντιρλανταντά
Βρε δεν την τρώει τη μυζήθρα
Βρε που την έχει μες την τρύπα
Ω! Ντιρλαντα ντιρλανταντά


Βρε κι είναι σαν να πάω μπροστά
Να βρω τον κόμπο, το κομπάλι*
Ω! Ντιρλαντα ντιρλανταντά
Βρήκα τον Κίτσο το Γιωργάλη
Ω! Ντιρλαντα ντιρλανταντά
Ω! Ντιρλαντα ντιρλανταντά


Αφότου βγήκε ο ντιρλαντάς,
Βρε μες τις ρίζες της συκιάς
Ω! Ντιρλαντα ντιρλανταντά
Όλοι μαζί τον ντιρλαντά
Ω! Ντιρλαντα ντιρλανταντά
Είμαστε όλοι λεβεντιά
Ω! Ντα, ντα, ντα, ντιρλανταντά
Ντιρλανταντά, ντιρλανταντά....


Περόνια: καρφιά, καρφίτσες
Κομπάλι: πρόκειται για παρατσούκλι κάποιου ναυτικού



Πηγή: Παραδοσιακά Τραγούδια της Ελλάδας










Μια κόρην ετραγούδαε - Κωστί Ανατολικής Θράκης

Παλιό Θρακικό τραγούδι με πολλές κατά τόπους παραλλαγές από το χωριό Κωστί της Ανατολικής Θράκης (επαρχία Αγαθουπόλεως).

Πρόκειται για ένα τραγούδι - Παραλογή, δηλ. πολύστιχο αφηγηματικό τραγούδι με πολλά παραμυθιακά στοιχεία, με τραγικό συνήθως περιεχόμενο και χρονική καταγωγή την ύστερη Βυζαντινή εποχή.

Το θέμα του παρόντος τραγουδιού εστιάζεται κυρίως στο φευγιό, στην ξενιτιά και κατ' επέκταση στην ερωτική εγκατάλειψη και στο τραγούδι-κατάρα της γυναίκας που μένει πίσω.

Μια μεγάλη ομάδα μακρόσυρτων τραγουδιών αφηγούνται ιστορίες για κοπέλες που προδόθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν από τον άντρα που αγάπησαν. Άλλες μετρούν τους μήνες ενόσω τα σημάδια της εγκυμοσύνης γίνονται όλο και πιο φανερά, άλλες πεθαίνουν, άλλες ψάχνοντας το ανέφικτο γιατρικό για να τον θεραπεύσουν, βλέπουν τον αγαπημένο τους να παίρνει άλλη γυναίκα.

Το παράπονό τους -μάλλον οικείο ως εμπειρία σε όλα τα ακροατήρια- συγκλονίζει τη φύση: καράβια αλλάζουν ρότα, γεφύρια ραγίζουν, ποτάμια στέκονται, στοιχειά συγκινούνται.

Εκείνες, ανήμπορες ν' αλλάξουν τη μοίρα, καταφεύγουν στο μόνο όπλο που διαθέτουν οι γυναίκες, καθηλωμένες κι αδύναμες: την κατάρα, την επίκληση δηλαδή της θείας δίκης για τιμωρία της αβάστακτης αδικίας ή στην προκειμένη περίπτωση του αβάσταχτου πόνου.

Οι στίχοι:
Μια κό - βάι - μια κόρην ετραγούδαε (χ2)
μια κόρην ετραγούδαε, επάνω στο γεφύρι.

Και το γεφύρι σειώτανε* και το ποτάμι εστάθη.
- Άλλαξε κόρη μ' τον ήχο και πες άλλο τραγούδι.
- Και τι τραγούδι να σας πω, για να σας φχαριστήσω;
ο άντρας μου αρρώστησε, βαριά για να πεθάνει
και τώρα ξεαρρώστησε κι άλλη γυναίκα παίρνει.


*σειώτανε = σειώταν

Πηγή: youtube.com




Μισιρλού: Το ρεμπέτικο με την παγκόσμια επιτυχία


Η Μισιρλού είναι ένα ρεμπέτικο τραγούδι που γνώρισε μοναδική δόξα παγκοσμίως, καθώς έχει διασκευαστεί πολλές φορές και σε εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής, από τζαζ μέχρι garage rock .

H Μισιρλού
Μισιρλού σημαίνει γυναίκα από το Μισίρι (Μισρ=Αίγυπτος στα αραβικά) και αναφέρεται σε μουσουλμάνα της Αιγύπτου, καθότι τη χριστιανή της περιοχής την ονομάζουμε Αιγυπτιώτισσα.

Η Μισιρλού είναι ένα αργό ζεϊμπέκικο, που πρωτακούστηκε στην Αθήνα γύρω στο 1927 από την κομπανία του Δημήτρη Πατρινού, ενός σμυρνιού μουσικού, που ήρθε στην πρωτεύουσα με το κύμα των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το τραγούδι αναφέρεται στον έρωτα ενός χριστιανού για μια μουσουλμάνα, θέμα – ταμπού για εκείνη την εποχή και όχι μόνο. Η μελωδία είτε προϋπήρχε και ήταν οικείο άκουσμα στον ευρύτερο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είτε αποτελεί ομαδική δουλειά της κομπανίας του Πατρινού. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Πατρινός έγραψε τους στίχους.

Παγκόσμια καριέρα
Η διεθνής πορεία του τραγουδιού ξεκίνησε το 1930 από τις ΗΠΑ, με την κυκλοφορία του από τη δισκογραφική εταιρεία Orthophonic του ελληνοαμερικανού Τέτου Δημητριάδη. Το 1941 ένας άλλος ελληνοαμερικανός, ο μουσικός Νίκος Ρουμπάνης του άλλαξε τον τόνο και τη μελωδία, δίνοντάς του τον ανατολίτικο ήχο με τον οποίο είναι γνωστό σήμερα. Φρόντισε, μάλιστα, να κατοχυρώσει το όνομά του ως συνθέτης του τραγουδιού. Καθώς κανείς δεν του αμφισβήτησε το δικαίωμα αυτό, ο Ρουμπάνης εμφανίζεται ως συνθέτης της Μισιρλούς σε όλο τον κόσμο εκτός από την Ελλάδα.
Αμέσως μετά τη διασκευή του Ρουμπάνη, το τραγούδι εντάχθηκε στο ρεπερτόριο μεγάλων ορχηστρών της εποχής του σουίνγκ, όπως του Χάρι Τζέιμς, του Γούντι Χέρμαν και του Ξαβιέ Κούγκατ.
Όμως, η μεγάλη επιτυχία για τη Μισιρλού ήλθε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 από καλλιτέχνες του Surf-Rock. Την αρχή έκανε ο κιθαρίστας Ντικ Ντέιλ, ένας μουσικός με λιβανέζικες ρίζες (Ρίτσαρντ Μανσούρ το πραγματικό του όνομα), όταν ένας θαμώνας στο κλαμπ που εμφανιζόταν τον προκάλεσε να παίξει ένα σόλο με μία μόνο χορδή της κιθάρας. Αυτός διάλεξε τη Μισιρλού για να ανταποκριθεί στην πρόκληση.
Το 1963, οι σπουδαίοι The Beach Boys παρουσίασαν στο άλμπουμ τους Surfin’ USA μια εκτέλεση του τραγουδιού παρόμοια με αυτή του Ντέιλ, κάνοντας έτσι τη Μισιρλού τμήμα της surf παράδοσης, αλλά και της αμερικάνικης ποπ κουλτούρας.
Το 1994 η Μισιρλού στην εκτέλεση του Ντικ Ντέιλ ήλθε και πάλι στο προσκήνιο, καθώς ακουγόταν στην καλτ ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο Pulp Fiction, ενώ το 2006 ξανάγινε δημοφιλής, όταν αποτέλεσε τη βάση για το τραγούδι των Black Eyed Peas, Pump it.
Αξιοσημείωτη είναι και η εκδοχή του γνωστού κουαρτέτου εγχόρδων The Kronos Quartet, που συμπεριέλαβε τη Μισιρλού στο άλμπουμ τους Caravan (2000) με τον τίτλο Misirlou Twist.

Και οι ελληνικές διασκευές
Στην Ελλάδα, τη Μισιρλού έχουν τραγουδήσει αρκετοί καλλιτέχνες, όπως η Δανάη, η Σοφία Βέμπο, ο Νίκος Γούναρης, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, το ροκ συγκρότημα των Last Drive (άλμπουμ Underworld Shakedown του 1986) και η γκαράζ μπάντα των Sound Explosion (Misirlou the Greek).
Το 2004, η Μισιρλού επιλέχτηκε από την οργανωτική επιτροπή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας ως ένα από τα πιο γνωστά ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών, και ακούστηκε στην τελετή λήξης από την Άννα Βίσση.
Στο τεύχος Μαρτίου 2005 το αγγλικό μουσικό περιοδικό Q δημοσίευσε έναν κατάλογο με τα 100 κορυφαία 100 κιθαριστικά τραγούδια. Η Μισιρλού στη διασκευή του Ντικ Ντέιλ κατέλαβε την 89η θέση.

Οι στίχοι:

Μισιρλού μου, η γλυκιά σου η ματιά
φλόγα μου `χει ανάψει μες στην καρδιά,
αχ γιαχαμπίμπι, αχ γιαλελέλι, αχ
τα δυο σου χείλη στάζουνε μέλι, οϊμέ.

Αχ, Μισιρλού, μαγική ξωτική ομορφιά,
τρέλα θα μου `ρθει, δεν υποφέρω πια,
αχ, θα σε κλέψω μέσ’ απ’ την Αραπιά.

Μαυρομάτα Μισιρλού μου τρελή
η ζωή μου αλλάζει μ’ ένα φιλί,
αχ γιαχαμπίμπι, μ’ ένα φιλάκι, αχ
απ’ το δικό σου το στοματάκι, οϊμέ.
 


Πηγή: in.gr, stixoi.gr








Γαμήλια Πατινάδα
Χορός ελεύθερος και ζευγαρωτός από τη Λευκάδα.
Έχει κυκλικό σχήμα και συνοδεύεται από το τραγούδι «Γαμήλια Πατινάδα».

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ
Οι χοροί της Λευκάδας είναι απλοί, ελεύθεροι, ο καθένας με γνωρίσματα επισημαίνοντας στοιχεία της καθημερινής ζωής των Λευκαδίων. Μερικοί χοροί της Λευκάδας και τα τραγούδια τους, προέρχονται από άλλα μέρη της Ελλάδος με σχετικές παραλλαγές. Έχουν κατά κύριο λόγο κυκλικό σχήμα, είναι ζευγαρωτοί και ορισμένοι συνοδεύονται από τραγούδια. Ένας από αυτούς είναι η «Γαμήλια Πατινάδα».

ΓΑΜΗΛΙΑ ΠΑΤΙΝΑΔΑ
Τραγούδι του γάμου. Ο ρυθμός του κομματιού είναι 2/4.

Όμορφη που είναι η νύφη μας, όμορφη που είναι η νύφη μας,
όμορφη που είναι η νύφη μας μα αλήθεια και το ταίρι,
λαλαλαλα λαλαλαλα λαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.

Είν’ ασημένιος μαστραπάς, είν’ ασημένιος μαστραπάς,
είν’ ασημένιος μαστραπάς με φιλντισένιο χέρι,
λαλαλαλα λαλαλαλα λαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.

Η νύφη μας είν’ όμορφη, η νύφη μας είν’ όμορφη,
η νύφη μας είν’ όμορφη έχει περίσσια χάρη,
λαλαλαλα λαλαλαλα λαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.

Η Παναγιά της έστειλε, η Παναγιά της έστειλε,
η Παναγιά της έστειλε ωραίο παλικάρι,
λαλαλαλα λαλαλαλα λαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.

Ω! Παναγιά κυρά ψηλή, ω! Παναγιά κυρά ψηλή,
ω! Παναγιά κυρά ψηλή και του Χριστού μητέρα,
λαλαλαλα λαλαλαλα λαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.

Απόψε στεφανώνεται, απόψε στεφανώνεται,
απόψε στεφανώνεται αετός την περιστέρα,
λαλαλαλα λαλαλαλα λαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.

Νύφη μου καλορίζικο, νύφη μου καλορίζικο,
νύφη μου καλορίζικο το πρώτο ζυμωτό σου,
λαλαλαλα λαλαλαλα λαλαλαλαλαλαλαλαλαλα.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Χορός οργανικός, ζευγαρωτός. Είναι χορός του γάμου με εύθυμη μουσική, με μικρά συρτά βήματα. Χορεύεται από άντρες και γυναίκες σε 3 βηματισμούς εναλλάξ, ανεξάρτητης χρονικής διάρκειας. Οι γυναίκες φορούν την νυφιάτικη φορεσιά. Χορεύεται ακόμα και σήμερα στους γάμους της Λευκάδος, κυρίως την τελευταία μέρα, όταν η νύφη συνοδεύεται από το πατρικό της στην εκκλησία ή στο σπίτι του γαμπρού.

Πηγές:
http://www.kanellatou.gr/
http://mylefkadapress.blogspot.gr/
epiaspalathon.gr






ΔΕΡΒΕΝΑΓΑΣ (Τραγούδια των Βλαχόφωνων)

Είναι κυκλικός χορός. Παλιότερα, χορεύονταν μάλλον μόνο από άνδρες, γιατί ο ρυθμός του τραγουδιού είναι γρήγορος και οι κινήσεις των χεριών έντονες και όπως είναι γνωστό, ήταν ντροπή για τις γυναίκες να χορεύουν με έντονες κινήσεις. Σήμερα, ο χορός χορεύεται από άνδρες και γυναίκες.

ΔΕΡΒΕΝΑΓΑΣ (ΧΑΤΖΗΣΤΕΡΓΙΟΣ)

Μας ηρθ' ένας Δερβέναγας
(μώρε) ή (πω με) μές' από την πόλη.

Αϊ πιάνει και γρα- Χατζη λαϊ Στέργιουμ
αϊ πιάνει και γράφει μια γραφή.

Πιάνει και γράφει μια γραφή
κι ένα (μωρέ) κομμάτι γράμμα.

Αϊ σε σας βρε βλά- Χατζη λαϊ Στέργιουμ
αϊ σε σας βρε βλάχοι σταϊ Βουνά.

Σε σας βρε βλάχοι σταϊ βουνά
σε σας (μωρέ) βρε τσελιγγάδες.

Αϊ για μάστε χι- Χατζη λαϊ Στέργιουμ
αϊ για μάστε χίλι' αλόγατα.

Για μάστε χίλια αλόγατα
και δυό (μωρέ) χιλιάδες μούλες.

Άι σαν το' μαθε Χατζη λαϊ Στέργιουμ
άι σαν το' μαθε Χατζηστέργιος.

Σαν το' μαθε Χατζηστέργιους
πολύ (μωρέ) το κακοφάνει.

Άι πιάνει (ή παίρνει) και ζώ- Χατζη λάϊ Στέργιουμ
άι πιάνει και ζώνει τ' άρματα..







ΛΕΝΑ (Τραγούδια των Βλαχόφωνων)

ΛΕΝΑ

Γιου ανγκισις λια Λε..., γιο λια Λένο λια,
γιου ανγκισις λια Λε... Λένο σιγκουρ(α).
Τώρα πι νιγκ(α) σιαρ(α), γιο λια Λένο φιάτ(ου) μουσιάτ(ου),
τώρα πι νιγκ(α) σιαρ(α), γιο λια Λένο χρυσουσίτα.

Νια γκι σι λα τα ..., γιο λια Λένο λια,
νια γκι σι λα τα, τατα ουασπιτ(ου).
Σι(ν) τόρκου , σι πουμπάκλου, γιο λια Λένο φιάτ(ου) μουσιάτ(ου),
σι(ν) τόρκου , σι πουμπάκλου, γιο λια Λένο χρυσουσίτα.

Τας νιατάρ αρμά ..., γιο λια Λένο λια,
τας νιατάρ αρμά, αρμάτ(α), τάστι νιου.
Κιντούσια σο κουρνιού(ι), γιο λια Λένο φιάτ(ου) μουσιάτ(ου),
κιντούσια σο κουρνιού(ι), γιο λια Λένο χρυσουσίτα.

Τας νιατάρ κ(ου)μια ..., γιο λια Λένο λιά,
τας νιατάρ κ(ου)μιάσα, φράτινιου.
Κου πατρ(ου)τζατς λιλίλτσι, γιο λια Λένο φιάτ(ου) μουσιάτ(ου),
κου πατρ(ου)τζατς λιλίλτσι, γιο λια Λένο χρυσουσίτα.



ΛΕΝΑ

Που ξεκίνησες καλέ ή βρε Λένα,
που ξεκίνησες καλέ ή βρε Λένα, μόνη σου.
Τώρα πριν βραδιάσει, εγώ κάλε Λένα κορίτσι όμορφο,
τώρα πριν βραδιάσει, εγώ κάλε Λένα κορίτσι χρυσωμένο.

Ξεκίνησα στη θεία μου, καλέ ή βρε Λένα,
ξεκίνησα στη θεία μου, καλέ ή βρε Λένα, μια επίσκεψη.
Να γνέσω (στη ρόκα), το βαμβάκι, εγώ κάλε Λένα κορίτσι όμορφο,
να γνέσω (στη ρόκα), το βαμβάκι εγώ κάλε Λένα κορίτσι χρυσωμένο.

Για να κάνω τη φορεσιά, καλέ ή βρε Λένα,
για να κάνω τη φορεσιά, καλέ ή βρε Λένα, του πατέρα μου.
Καντούσα του πεθερού μου, εγώ κάλε Λένα κορίτσι όμορφο,
καντούσα του πεθερού μου, εγώ κάλε Λένα κορίτσι χρυσωμένο.

Για να κάνω πουκάμισο, καλέ ή βρε Λένα,
για να κάνω πουκάμισο, καλέ ή βρε Λένα, του αδερφού μου.
Με σαράντα λουλούδια, εγώ κάλε Λένα κορίτσι όμορφο,
με σαράντα λουλούδια, εγώ κάλε Λένα κορίτσι χρυσωμένο.







Θέλου να πάου στη Φραγκιά 

Στα μάρμαρα στα μάρμαρα 
Ν’ αρέσω ένα φραγκάκι 
Στα μάρμαρα της Πόλης 
Ν’ αρέσω ένα φραγκάκι 
Στα μάρμαρα της Πόλης. 
Να κάθουμι να το ρουτώ 

Στα μάρμαρα στα μάρμαρα 
Πως πιάνιτι η αγάπη 
Στα μάρμαρα της Πόλης 
Πως πιάνιτι η αγάπη 
Στα μάρμαρα της Πόλης. 
Από τα μάτια πιάνιτι 

Στα μάρμαρα στα μάρμαρα 
Στα χείλη κατιβαίνει 
Στα μάρμαρα της Πόλης 
Στα χείλη κατιβαίνει 
Στα μάρμαρα της Πόλης. 
Κι απου τα χείλη στην καρδιά 

Στα μάρμαρα στα μάρμαρα 
Ριζώνει κι δεν βγαίνει 
Στα μάρμαρα της Πόλης 
Ριζώνει κι δεν βγαίνει 
Στα μάρμαρα της Πόλης.





Τα κανάκια του γάμου
Τραγούδι του γάμου από τη Ρόδο


Έλα Πα- μέλα Πα- μέλα Παναγιά μου σώσε(2)
έλα Παναγιά μου σώσε νουν και λογισμό μου δώσε(2)
να κάμω θε-κιαμάν αμάν να κάμω θέλω την αρχή(2)
να κάμω θέλω την αρχή να σε παινέσω νιόνυμφη(2)
έχεις τα μέ- χεις τα μέ- χεις τα μαλλιά μετάξι(2)
χρυσές μπλεξού- κι αμάν αμάν χρυσές μπλεξούδες τά μπλεξες(2)
χρυσές μπλεξούδες τά μπλεξες και στην πλάτη τά ριξες(2)
έχεις κου- μέχεις κου- μέχεις κούτελο φεγγάρι(2)
έχεις κούτελο φεγγάρι μια χαρά κι ένα καμάρι(2)
έχεις φρυ- έχεις φρύ- έχεις φρύδια συνδεμένα(2)
έχεις μα- μέχεις μά- μέχεις μάτια παχουλένια (2)
έχεις μάτια παχουλένια μάγουλα τριανταφυλλένια(2)
έχεις μυ- μέχεις μύ- μέχεις μύτι σαν κονδύλι (2)
έχεις μύτι σαν κονδύλι κόκκινα τα δυο σου χείλη(2)
έχεις δό- μέχεις δό- μέχεις δόντια ράρι ράρι (2)
έχεις δόντια ράρι ράρι σαν κουμπιά μαργαριτάρι(2)
έχεις στό- μέχεις στό- μέχεις στόμα ζαχαράτο(2)
έχεις στόμα ζαχαράτο σα ροδόσταμο γεμάτο(2)
έχεις ά μέχεις ά μέχεις άγουνο ποτήρι(2)
έχεις άγουνο ποτήρι σαν πολύτιμο ζαφείρι(2)
έχεις το έχεις το έχεις το λαιμό χυτό(2)
έχεις το λαιμό χυτό μάρμαρο πελεκιτό(2)
έχεις μπρά- μέχεις μπρά- μέχεις μπράτσα σαν λαμπάδες(2)
έχεις μπράτσα σαν λαμπάδες όπου λειτουργούν παπάδες(2)
έχεις στή- έχεις στή- έχεις στήθη μαρμαρένια(2)
έχεις στήθη μαρμαρένια και ριζάκια διαμαντένια(2)
έχεις μέ- μέχεις μέ- μέχεις μέση δαχτυλίδι(2)
έχεις μέση δαχτυλίδιι σαν Βενέτικο ποτήρι(2)
έχεις πό- μέχεις πό- μέχεις πόδια σαν κονδύλια(2)
έχεις πόδια σαν κονδύλια να σου πώ τραγούδια χίλια(2)
Έλα Πα- μέλα Πα- μέλα Παναγιά μου σώσε(2)
έλα Παναγιά μου σώσε νουν και λογισμό μου δώσε(2)
να παινέ- να παινέ να παινέσω τον γαμπρό μας(2)
να παινέσω τον γαμπρό μας τούτον πούχουμε εμπρός μας(2)
όμορφος όμορφος όμορφος και παληκάρι(2)
όμορφος και παληκάρι και χαράς την που ατόν πάρει(2)

Τα Κανάκια: Τα παινέματα της νύφης και του γαμπρού.


Πηγή: weebly.com/





Άστρα μη με μαλώνετε

Πώς προήλθε το τραγούδι

Από το χωριό Κρυονέριον ή Μισιργιού ξεκίνησε το πασίγνωστο κρητικό τραγούδι «Άστρα μη με μαλώνετε πως τραγουδώ τη νύχτα», ένα από τα πιο διάσημα κρητικά τραγούδια, που αρέσει ιδιαίτερα όχι μόνο στους Κρήτες. Αυτό, σύμφωνα με μια νέα εκδοχή, που διαβάζει κανείς στο νέο βιβλίο του Σητειακού Γιάννη Κριτσωτάκη.

Το βιβλίο έχει τίτλο «Στση Στείας τα περίχωρα» και στις σελίδες 133-134 ο Γιάννης Κριτσωτάκης γράφει, στο σημείο, που αναφέρεται στο στειακό χωριό «Κρυονέριον ή Μισιργιού»:

«O συνταξιούχος δάσκαλος Στέλιος Τριντάκης και ο Νίκος Πηδητάκης, ηλικίας 97 ετών, μούπανε: στον οικισμό Μισιργιού Σητείας υπήρχε ένας νεαρός βοσκός ονόματι Μιχαλαντωνάκης ή Μιχαλογιαννάκης Νικόλαος του Ιωάννου (1895-1926), εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων της Κοινότητας Παλαικάστρουκαι στο Δημ.Σχολείο Μητάτου, που έπαιζε πολύ καλό μαντολίνο.

Το 1925 είχε πάρει το πρώτο βραβείο σ’ ένα μουσικό διαγωνισμό στο Παρίσι. Επιστρέφοντας από την Γαλλία έζησε ακόμη ένα χρόνο και πέθανε από όγκο στο στομάχι. 

Ο νέος αυτός αγαπούσε παράφορα μια όμορφη κοπέλα, αλλά οι γονείς της δεν τον ήθελαν για γαμπρό τους. Για να απαλύνει τον πόνο του έπαιζε κάθε βράδυ το μαντολίνο στα σοκάκια και τραγουδούσε, μεταξύ άλλων, την μαντινάδα:

Άστρα μη με μαλώνετε, πως τραγουδώ τη νύχτα

πόνο ΄χα μέσα στην καρδιά κι εβγήκα και τον είπα.

Το 1938 ο περίφημος βιολιστής Στρατής Καλογερίδης (1883-1960) πήρε τη μελωδία που λέγεται κοντυλιά τση νύχτας, πήρε και τη μαντινιάδα άστρα μη με μαλλώνετε, καλώπισε τη μελωδία, την έγραψε σε νότες, έβαλε και άλλα δίστιχα και τα έγραψε σε δισκάκι, στην εταιρεία «Οντεόν» με τον τίτλο κρητική νυχτωδία και με τραγουδίστριες τις αδελφές Παπαδάκη.

Στη συνέχεια πήραν τη μελωδία ο Λευτέρης Μανασάκης ή Γαλιανός(1921-1944), που έπαιζε βιολόλυρα και σκοτώθηκε στον εμφύλιο πόλεμο, με τον Λευτέρη Καμπουράκη ή Καστελολευτέρη (1922-2003) από τον Ρουφά Ηρακλείου, που έπαιζε μαντολίνο και αργότερα λύρα, τροποποίησαν την μελωδία, άφησαν τη μαντινιάδα; «άστρα μη με μαλλώνετε», πρόσθεσαν άλλα δίστιχα και έβγαλαν το τραγούδι,που έγραψε ο Καστελολευτέρης το 1946.

Το 1982 αναβίωσαν το τραγούδι ο Μπάμπης Γαργανουράκης και ο Αλέκος Πολυχρονάκης και αργότερα οι Γιώργης Φραγκιουδάκης, Βαγγέλης Πυθαρούλης, Στέλιος Μπικάκης, Μιχάλης Τζουγανάκης και Μανώλης Λυδάκης, μα αποτέλεσμα να γίνει πασίγνωστη η μαντινάδα του Μιχαλογιαννάκη.

(Πηγή: kritikaepikaira.gr)


Οι στίχοι του τραγουδιού:

Άστρα μη με μαλώνετε
που τραγουδώ τη νύχτα 

Ω, γιατί 'χα πόνο στην καρδιά
γιατί 'χα πόνο στην καρδιά
ψηλό μελαχρινάκι μου

γιατί 'χα πόνο στην καρδιά
και βγήκα και τον είπα
Άστρα μη με μαλώνετε
που τραγουδώ τη νύχτα

Στ' άστρα θα πω τον πόνο μου
απού δεν τον μαρτυρούνε

Ω, απού 'χουνε κι υπομονή
αχ-ή, πώς με κατάντησες
απού 'χουνε κι υπομονή
ώρες με τσ' ώρες και γροικούνε
Στ' άστρα θα πω τον πόνο μου
απού δεν τον μαρτυρούνε 

Δεν έτυχε φεγγάρι μου
να 'ρθεις στο χάλι απού 'μαι

Ω, κι έχεις το δίκιο να ρωτάς
αχ-ή, πώς εκατάντησα
έχεις το δίκιο να ρωτάς
γιάηντα στεναχωρούμαι
Δεν έτυχε φεγγάρι μου
να 'ρθεις στο χάλι απού 'μαι 

Έχασα την αγάπη μου
κι εσύ ρωτάς φεγγάρι

Ω, για ήντα τσι νύχτες δεν μπορεί
αχ-ή, καημοί και βάσανα
για ήντα τσι νύχτες δεν μπορεί
ο ύπνος να με πάρει
Έχασα την αγάπη μου
κι εσύ ρωτάς φεγγάρι 

(http://www.youtube.com/watch?v=fJaV0xo70R0)





Γιαβρί (Λέρος)


Άιντε
Όταν σε βλέπω και έρχεσαι - Κι έρχεσαι
Δεν ξέρω τι με πιάνει
-Ελα το γιαβρί μου –
Δεν ξέρω τι με πιάνει

Ρίξε μου μια γλυκιά ματιά - μια ματιά
Τα μέσα μου να γιάνεις
-Ελα το γιαβρί μου –
Τα μέσα μου να γιάνεις

Άιντε
Να αγάπα με, να σ’ αγαπώ - να σ’ αγαπώ
Θέλε με να σε θέλω
-Ελα το γιαβρί μου –
Θέλε με να σε θέλω

Άιντε
Γιατί θα έρθει ένας καιρός - (Ε)νας καιρός
Να θες και να μη θέλω
-Ελα το γιαβρί μου –
Να θες και να μη θέλω

Άιντε
Να αγάπα με τσαμπί, τσαμπί - τσαμπί, τσαμπί
Να σα αγαπώ σταφύλι
-Ελα το γιαβρί μου –
Να σα αγαπώ σαν φίλη

Άντε
Φίλα με εσύ στο μάγουλο - Μάγουλο
Να σε φιλώ στ’ αχείλι
-Ελα το γιαβρί μου –
Να σε φιλώ στ’ αχείλι

Άιντε
Βρε, σύ ήσουν που μου ‘λεγες - Μου ‘λεγες
Αν δε με δεις, πεθαίνεις
-Ελα το γιαβρί μου –
Και αν δε με δεις, πεθαίνεις

Άιντε
Και τώρα κάθεσαι και λες - Βρε, και λες
πού με ‘δες, πού με ξέρεις
-Ελα το γιαβρί μου –
πού με ‘δες, πού με ξέρεις

Άιντε
Σ’ αφήνω με τη καληνυχτια - Καληνυχτια
Ρούδια μου με τα ρούδια
-Ελα το γιαβρί μου –
Ρούδια μου με τα ρούδια

Άιντε
Πάω κι εγώ να κοιμηθώ - Κοιμηθώ
Να πάψουν τα τραγούδια
-Ελα το γιαβρί μου –
Να πάψουν τα τραγούδια






Κείτιτι Ξένους Άρρουστους


Τραγούδι με προέλευση από την Ανατολική Ρωμυλία.Ο ρυθμός του κομματιού είναι 6/8 (3-3) και χορεύεται στα βήματα του «ΖΩΝΑΡΑΔΙΚΟΥ».

Κείτιτι ξένους άρρουστους γυαλένια μ’ γυαλένια μ’,
γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’ στα έρημα τα ξένα.

Μάνα δεν έχει να τουν κλαίει γυαλένια μ’ γυαλένια μ’,
γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’ κύρη να τουν λυπάτι.

Μον’ λάχαν τρεις γειτόνισσες γυαλένια μ’ γυαλένια μ’,
γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’ και τρεις χαροκαμένες.

Η μια τουν πάει κρύου νερό γυαλένια μ’ γυαλένια μ’,
γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’ κι (γι)άλλη αφράτου μήλου.

Κι η τρίτη η μικρότερη γυαλένια μ’ γυαλένια μ’,
γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’ τουν πάει μόσχουσταφύλι.

Σήκου ξένε μ’ να φας να πιεις γυαλένια μ’ γυαλένια μ’,
γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’ σήκου να κουβεντιάσεις.

Εγώ σας λέου δεν μπορώ γυαλένια μ’ γυαλένια μ’,
γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’ κι ‘σείς μι λέτι σήκου.

Για πιάστι μι σηκώστι μι γυαλένια μ’ γυαλένια μ’,
γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’ κι βάλτι μι να κάτσου.

Κι φέρτε τη φυλλάδα μου γυαλένια μ’ γυαλένια μ’,
γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’ κι τ’ αργυρό κουντύλι.

Να γράψου τρεις λιανές γραφές γυαλένια μ’ γυαλένια μ’,
γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’ κι τρεις χαρουκαμένες.

Τη μια να στείλτ’ στη μάνα μου γυαλένια μ’ γυαλένια μ’,
γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’ την άλλ’ στην αδερφή μου.

Την τρίτη την καλύτερη γυαλένια μ’ γυαλένια μ’,
γυαλένια μ’ κρουσταλλένια μ’ να στείλτι στην καλή μου.







ΣΤΟΥΣ ΜΥΛΟΥΣ ΣΤΟΝ ΑΡΓΑΣΤΑΡΑ

Τραγούδι με προέλευση από τον Άγιο Δημήτριο Καρυστίας Ευβοίας.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 8/8.


Στους Μύ… καλέ στους Μύλους στον Αργασταρά,
στους Μύλους στον Αργασταρά στα Τρία Πηγαδάκια.
------
Κάθο… καλέ κάθονταν τρεις μελαχρινές,
κάθονταν τρεις μελαχρινές με τ’ άσπρα φουστανάκια.
------
Η μια καλέ η μια κοιτάει τη θάλασσα,
η μια κοιτάει τη θάλασσα κι άλλη το φεγγάρι.
------
Κι η τρί… καλέ κι η τρίτη η μικρότερη,
κι η τρίτη η μικρότερη κοιτάει το παλικάρι.
------
Στους Μύ… καλέ στους Μύλους είναι οι όμορφες,
στους Μύλους είναι οι όμορφες και στου Γαμπριά οι άσπρες.
------
Και μέ… καλέ και μέσ’ την άκρη στο γιαλό,
και μέσ’ την άκρη στο γιαλό είναι οι μαυρομάτες.
------
Στους Μύ… καλέ στους Μύλους δεν ξαναπερνώ,
στους Μύλους δεν ξαναπερνώ δεν ξανακόβω βόλτες.
------
Γιατί καλέ γιατί μου τα σφαλίσανε,
γιατί μου τα σφαλίσανε παράθυρα και πόρτες.
------
Η Με… καλέ η Μεκουνίδα καίγεται,
η Μεκουνίδα καίγεται το Κάστρο καμαρώνει.
------
Και ο καλέ και ο καημένος ο Γαμπριάς,
και ο καημένος ο Γαμπριάς κλαίει και δε μερώνει.
------
Στους Μύ… καλέ στους Μύλους δεν ξαναπερνώ,
στους Μύλους δεν ξαναπερνώ στον Μάκρωνα δεν πάω.








Ποιος τινάζει τη μηλιά

Ποιος τινα άιντε μοι ποιος τινάζει τη μηλιά
Ποιος τινάζει η μπριρμπίλω η ξανθιά

Ποιος τινα άιντε μοι ποιος τινάζει μυγδαλιά
ποιος τινάει τη μυγδαλιά η μπριρμπίλω η ξανθιά

Πίσω από αίντε βρε πίσω από τη ράχη βρέχει
πίσω από τη ράχη βρέχει η ξανθιά μιλάει και γνέφει

Έχω μη άιντε βρε έχω μήλα και άλλα φρούτα
έχω μήλα και άλλα φρούτα μα δεν τρως εσύ από τούτα




Πώς σπέρνουν οι Καρυώτες

Τραγούδι με προέλευση την Ανατολική Ρωμυλία

Πέρασα, ξεπέρασα, στων Καρυώτων τα χωριά,
Πέρασα, ξεπέρασα, στων Καρυώτων τα χωριά.

Κ είδα πώς τα σπέρνουνε οι Καρυώτες τα κουκιά,
Έτσι δα τα σπέρνουνε οι Καρυώτες τα κουκιά.

Κ είδα πώς τα βγάζουνε οι Καρυώτες τα κουκιά,
Έτσι δα τα βγάζουνε οι Καρυώτες τα κουκιά.

Είδα πώς αλώνιζαν οι Καρυώτες τα κουκιά.
Έτσι δα αλωνίζουνε οι Καρυώτες τα κουκιά.

Είδα πώς τα τρώγαν οι Καρυώτες τα κουκιά,
Έτσι δα τα τρώγανε οι Καρυώτες τα κουκιά.

Συλλογή Αστερίου Ζήκου
Πηγή: Σύλλογος Ανατολική Ρωμυλία Ν. Έβρου





Γιαρενοπούλα

Τραγούδι με προέλευση από την Ανατολική Ρωμυλία. Ο ρυθμός του κομματιού είναι 6/8 (3-3).

Σάββατο βράδυ με διώξαν οι γον(ι)είς μου
Σάββατο βράδυ με διώξαν οι γον(ι)είς μου,
απ’ το σπίτι μας Γιαρενοπούλα μου
απ’ το σπίτι μας Γιαρενοπούλα μου.

Απ’ το σπίτι μας κι απ’ τα γλυκά μου αδέρφια
απ’ το σπίτι μας κι απ’ τα γλυκά μου αδέρφια,
παίρνω ένα δρομί Γιαρενοπούλα μου
παίρνω ένα δρομί Γιαρενοπούλα μου.

Παίρνω ένα δρομί δρομί το μονοπάτι
παίρνω ένα δρομί δρομί το μονοπάτι,
βρίσκω ένα δεντρί Γιαρενοπούλα μου
βρίσκω ένα δεντρί Γιαρενοπούλα μου.

Βρίσκω ένα δεντρί του κάμπου κυπαρίσσι
βρίσκω ένα δεντρί του κάμπου κυπαρίσσι,
δεντρί μ’ δείξε με Γιαρενοπούλα μου
δεντρί μ’ δείξε με Γιαρενοπούλα μου.

Δεντρί μ’ δείξε με χωριό να πάω να μείνω
δεντρί μ’ δείξε με χωριό να πάω να μείνω,
να η ρίζα μου Γιαρενοπούλα μου
να η ρίζα μου Γιαρενοπούλα μου.

Να η ρίζα μου και δέσε τ’ άλογό σου
να η ρίζα μου και δέσε τ’ άλογό σου,
να κι οι κλώνοι μου Γιαρενοπούλα μου
να κι οι κλώνοι μου Γιαρενοπούλα μου.

Να κι οι κλώνοι μου και κρέμα’ τ’ άρματά σου
να κι οι κλώνοι μου και κρέμα’ τ’ άρματά σου,
να κι ίσκιος μου Γιαρενοπούλα μου
να κι ίσκιος μου Γιαρενοπούλα μου.

Να κι ίσκιος μου και πλάγ’ει η αφεντιά σου
να κι ίσκιος μου και πλάγ’ει η αφεντιά σου,
σήκω το πρωί Γιαρενοπούλα μου
σήκω το πρωί Γιαρενοπούλα μου.







Ερθέν Απριλτς κι ο Μάης
(Πόντος)

Ερθέν Απριλτς κι ο Μάης
Κι ολόγερα πρασινίζνε
Πλουμιστά τα τσιτσεκόπα
Ντ’ έμορφα που σκουντουλίζνε

Τα νιάτα χαίρουνταν
Τρέχνε αδά κι ακεί
Έρχουνταν χελιδόνεα
Και κελα’ι’δούν τ’ αηδόνια

Άνοιξη είσαι μάγισσα
Πρασινοφορεμέντσα
Τοι σεβνταλήδες ουλτς μαευς,
Νε σκύλα ΄φορισμέντζα.

Τα νιάτα χαίρουνταν
Έρχουνταν χελιδόνεα
Και κελα’ι’δούν τ’ αηδόνια




Να εινεσε τρανταφυλον
(Πόντος)

Να εινεσε τρανταφυλον
σο σεριμ να κρατοσε
οντες θελω μυρησκουμε
οντες θελω φυλωσε.

Αν θες πουλιμ παντα να ζω
και παντα να λελευσμε
με το γλυκο την καλατσης
τεμον εισαι να λεσμε

την καρδιαμ θα σχιζατω(δις)
εχω δυο καρδιας(δις)
σ’ενα θα βαλω τα καημους(δις)
σ’αλλο τα αροθυμιας(δις)

το αιμαν νερο κινετε
οι ρωμεοι κι τουρκευνε
ο αδερφο τον αδερφο παντα θα αραευνε(δις)
πουλοπαμ ταξιδιαρικα(δις)

εναν μενεμαν φερτε(δις)
τα κιρουκαμ κιο αδερφομ(δις)
αν ζουνε σεμεν πετε(δις)
το αιμαν νερο κινετε
οι ρωμεοι κι τουρκευνε
ο αδερφο τον αδερφο παντα θα αραευνε(δις)







Το φλουρί
(Ανατολική Ρωμυλία)

Παραδοσιακό τραγούδι και χορός από την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη), περιοχή όπου μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι Ελληνικοί πληθυσμοί ήταν συμπαγέστατοι. Το συγκεκριμένο τραγούδι προέρχεται από την Μεσήμβρια Αν. Ρωμυλίας και αναφέρεται στις κοπέλες της Μεσήμβριας, οι οποίες φημίζονταν για την αρχοντιά και τα πλούτη τους. Οι νέοι που τις ορέγονταν έπρεπε πρώτα να κατορθώσουν να "καζαντίσουν το φλουρί" (να εξοικονομήσουν χρήματα) αλλιώς δεν είχαν καμία ελπίδα. Το τραγούδι έχει και μια πιο τραγική διάσταση, καθώς αναφέρει όλες τις πόλεις και χωριά, όπου ζούσαν Έλληνες στα παράλια της Αν. Ρωμυλίας (Μεσημβρία, Αγχίαλος, Μπάνα, Άσπρο κλπ.)

Σαν καζαντίσω το φλουρί, δεν παίρνω χώρο χωριανοί
δεν παίρνω χώρο χωριανοί, θα πάρω μια Μεσημβρινή
Θα πάρω μια Μεσημβρινή, που 'χει τα σπίτια τα ψηλά
Που 'χει τα σπίτια τα ψηλά, στα παραθύρια κρύσταλλα
Στα παραθύρια κρύσταλλα και τα μπαλκόνια δίπορτα
Έχει χρυσές τις κλειδαριές και μέσα νιάτα και ομορφιές
Μεσημβρινή μου κοπελιά, που 'χεις τα νιάτα τα πολλά
Που 'χεις τα νιάτα τα πολλά, αρμάθα έχεις τα φλουριά.
Μεσημβρία, Καστρούπολη, Μπάνα και Άσπρο κ' Αίμονα
Μπάνα και Άσπρο κ' Αίμονα, Αγχίαλο και Κόζακα
Βλάση, Σωζόπολη, Ραβδά, Τζίμο και Αγαθούπολη
Τζίμο και Αγαθούπολη, Βάρνα και Πύργο και Νταουτλί
Θαλασσινή μου κοπελιά, γεμάτη νιάτα κι ομορφιά
Γεμάτη νιάτα κι ομορφιά, χαρά το νιο που σ' αγαπά.







Ντόμνα παραδοσιακό ζωναράδικο

Μουρή Ντόμνα μ΄, Ντόμνα μ΄, Ντόμνα μ΄
πού είσι Ντόμνα μ΄που κοιμάσι;
Πού είσι Ντόμνα μ΄πού κοιμάσι
να ‘ρθου βράδ(ι) να μη φουβάσι
στα λουλούδια μου κοιμάμι

Στα λουλούδια μουρή Ντόμνα μ Ντόμνα μ
στα λουλούδια μου κοιμάμι
μον΄τη μανα μου τη χήρα
καν΄ καέναν δε φουβάμι
μον΄τη μα μουρή Ντόμνα μ Ντόμνα μ μον΄τη μανα μου τη χήρα
κι την αδιρφή μ΄τ΄ν Αφέντρα
που μι δέρνει μι τη θύρα

κι την α μουρή Ντόμνα μ Ντόμνα μ κι την αδιρφή μ΄τ΄ν Αφέντρα
που μι δέρνει μι τη φ΄κέντρα







Παραδοσιακά τραγούδια Δράμας


Ματζουράνα

Στης μαντζουράνας τον ανθό Πλάγιασα για να κοιμηθώ
Λίγο ύπνο για να πάρω Την αγάπη μου για να ειδώ

Όνειρο είδα στον ύπνο μου Παντρεύεται η αγάπη μου
Αχ και παίρνει τον εχθρό μου Για το πείσμα το δικό μου

Με κάλεσε και στην χαρά Να ναι η αγάπη μου καλά
Για να πάω να στεφανώσω Δυο χεράκια να σταυρώσω

Έκανα στεφάνι όλο με φλουρί Να ζει η αγάπη μου να το φορεί
Και σταυρό από ασημί Κάνε μου το, το χατίρι

Άιντε Νικόλα γείτονα Να μ έπαιρνες να γλίτωνα
Άγιε Γιωργή καβαλάρη Κάνε μου αυτή τη χάρη.

Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαυρίδης
Νταχαρέ: Λάζαρος Σαββίδης






Μαραθήκανε τα χόρτα

Μάρα καλέ μαραθήκανε τα κλαδιά
Μαραθήκανε τα χόρτα μες στης Ελενιώς την πόρτα

Κι η Ελενιώ κι Ελενιώ καθότανε Κει στην άκρη το ποτάμι
Ελενιώ ποιος σε ρωτάει Ποτά καλέ ποτάμι για λιγόστεψε

Ποταμάκι κάνε ξέρα θέλω να περάσω πέρα
Να πάω καλέ να πάω να δω τον Γιώργο μου

Τον πολλή αγαπητό μου που ειν’ τα μάτια και το φως μου
Το Γιω καλέ το Γιώργο τον επιάσανε

Και στην φυλακή τον πάνε Ελενιώ δεν σε ρωτάνε
Όσα καλέ όσα φλουριά καζάντισα

Εις τους 'Ορκους θα τα δώσω και τον Γιώργο μ’ θα γλυτώσω
Αν δε καλέ αν δε μου φτάσουνε αυτά

Θα πουλήσω τα προικιά μου και ας μαλώνει η πεθερά μου.


Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαυρίδης
Νταχαρέ: Λάζαρος Σαββίδη







Κοίτα με καλή μου αγάπη

Κοίτα με γλυκιά μου αγάπη κοίτα με γλυκιά
Κοίτα με κοίτα πρώτη μου αγάπη σήμερα είμαι εδώ (δις)

Σήμερα είμαι εδώ αγάπη σήμερα είμαι εδώ
Σήμερα είμαι αύριο δεν είμαι θα πάω στην πόλ (δις)

Θα πάω στην πόλη αγάπη θα πάω στην πόλ
Θα πάω στην πόλη πρώτη μου αγάπη τι να σου φέρω (δις)

Φέρε μου να πιω αγάπη φέρε μου να πιω
Φέρε μου φέρε πικρό φαρμάκι να φαρμακωθώ (δις)


Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαυρίδης
Νταχαρέ: Λάζαρος Σαββίδης







Όλες οι μάνες (μοιρολόι)

Ψηλά στα βράχια, στα κορφοβούνια
Μικρή κοπέλα όπλο κρατάει
Όπλο κρατάει και πολεμάει

Μικρή κοπέλα, γύρνα στο σπίτι
Στην γειτονία σου και στην μαμά σου
Στις αδερφές σου στους αδερφούς σου

Πώς να γυρίσω , εγώ στο σπίτι
Αφού με έχουν για πεθαμένη
Για πεθαμένη και ξεγραμμένη

Όλες οι μάνες Πάσχα γιορτάζουν
Δική μου μάνα κεράκια πλάθει
Να τα μοιράζει για την ψυχή μου

Όλες οι νέες πάν στο νυχτέρι
Οι αδερφές μου λουλούδια πλέκουν
Να τα μοιράζουν για την ψυχή μου

Όλα τα αδέρφια πάνε στα αλώνια
Δικά μου αδέρφια καβάλια φιάχνουν
Να τα μοιράζουν για την ψυχή μου


Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαυρίδης







Η Ευγενούλα η όμορφη

Η Ευγενούλα η όμορφη (δις) το χάρο δε φοβάται (δις)
Γιατί έχει σπίτι υψηλό (δις) και άνδρα παλικάρι (δις)

Σαν το ‘μαθε ο Χάροντας(δις) βαριά του κακοφάνει (δις)
Στέλνει πλευρίτη δυνατή (δις) για να τη θανατώσει (δις)

Πλευρίτωσε και αρρώστησε (δις) βαριά για να πεθάνει (δις)
Μπαίνουν και βγαίνουν οι γιατροί (δις) μα γιατρειά δεν έχει (δις)

Μπαίνει και βγαίνει η μάνα της (δις) και τα μαλλιά τραβάει (δις)
Να και ο Κωνσταντής που έρχεται (δις) από ελαφο-κυνήγι (δις)

Φέρνει τα ‘λάφια ζωντανά (δις) τ’ αρκούδια σκοτωμένα (δις).


Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαυρίδης
Νταχαρέ: Λάζαρος Σαββίδης










Ιβάνα
Παραδοσιακό τραγούδι της Δράμας.

Συνήθως παίζεται με γκάιντα και φωνή όπως για παράδειγμα στον Βώλακα Δράμας.

Ιβάνα, καλέ, Ιβάνα, Ιβάνα Ιβάνα
νερό γεμίζει, γεμίζει Ιβάνα νερό γεμίζει,
γεμίζει Ιβάνης τ’ άλογο ποτίζει,
ποτίζει Ιβάνης τ’ άλογο ποτίζει,
ποτίζει και στην Ιβάνα μιλούσε,
μιλούσε Και στην Ιβάνα μιλούσε,
μιλούσε Ιβάνα, καλέ Ιβάνα, Ιβάνα Ιβάνα,
καλέ Ιβάνα, Ιβάνα δωσ’ μου νερό για να πιω,
για να πιω Δωσ’ μου νερό για να πιω,
για να πιω να πιω για να μεθύσω,
να μεθύσω Να πιω για να μεθύσω,
να μεθύσω Ιβάνε ε βρε Ιβάνε,
Ιβάνε Ιβάνε ε βρε Ιβάνε,
Ιβάνε εσύ για νερό δε διψάς,
δε διψάς Εσύ για νερό δε διψάς,
δε διψάς μον’ θες κορίτσια να γελάς,
να γελάς Ιβάνα, καλέ, Ιβάνα,
Ιβάνα από που με γνωρίζεις,
γνωρίζεις Από που με γνωρίζεις,
γνωρίζεις Ιβάνε ε βρε Ιβάνε,
Ιβάνε Ιβάνε ε βρε Ιβάνε,
Ιβάνε σε γνωρίζω, γνωρίζω,
γνωρίζω Σε γνωρίζω, γνωρίζω,
γνωρίζω τα μάτια σου τρέμουνε,
τρέμουνε Τα μάτια σου τρέμουνε,
τρέμουνε σαν το φύλλο στο νερό, στο νερό
Σαν το φύλλο στο νερό,
στο νερό σαν ψαράκι θαλασσινό, θαλασσινό.

Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαυρίδης
Νταχαρέ: Λάζαρος Σαββίδης








Ελένη κόρη

Ελένη κόρη Ελένη (δις)
Όμορφη μικρή και χαϊδεμένη (δις)
Τα μαύρα μάτια σου Ελένη (δις)
Την καρδιά μου έχουνε καμένη (δις)

Περνώ από την πόρτα σου Ελένη (δις)
Μα η μάνα σου σ' έχει κρυμμένη (δις)
Πότε θα βγεις στην βρύση Ελένη (δις)
Να ανταμώσουμε εκεί Ελένη


Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαυρίδης
Νταχαρέ: Λάζαρος Σαββίδης







Μαρίτσα

Αϊ να πάμε στο βουνό Μαρίτσα μου, (δις)
να μαζέψουμε τσαλιά Μαρίτσα μου. (δις)

Να τα κάνουμε αρμαθιά Μαρίτσα μου, (δις)
για ν' ανάψουμε φωτιά Μαρίτσα μου. (δις)

Εγώ να καίω 'συ να βλέπεις Μάρω μου, (δις)
μέχρι να καώ να λιώσω Μάρω μου. (δις)

Σκόνη στάχτες να μαζεύεις Μάρω μου, (δις)
να σκορπάς στα περιβόλια Μάρω μου. (δις)

Να φυτρώσ' βασιλικός Μαρίτσα μου. (δις)


Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαυρίδης
Νταχαρέ: Λάζαρος Σαββίδης











Μαύρα μου χελιδόνια
Παραδοσιακό τραγούδι της Δράμας.
Τραγουδιέται στον Βώλακα Δράμας με γκάιντα.

Μαύρα μου χελιδόνια κι εσείς άσπρα πουλιά,
όπου ψηλά πετάτε, για χαμηλώσετε,

να γράψω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή,
να στείλω στην αγάπη μου να μη με καρτερεί.

Εδά ήρθα στα ξένα, εδώ παντρεύτηκα,
κακιά γυναίκα πήρα, μάγισσα πιθερά.

Μαγεύει τα καράβια, και όλα τα παιδιά,
εμάγεψε κι εμένα και δεν μπορώ να ‘ρθω.

Μόλις κινήσω να ρθω, φουρτούνες και βροχές,
μόλις γυρίζω πίσω, ήλιος και ξαστεριές.

Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαυρίδης








Μικρός τσομπάνης

Απ' τη ραχούλα κατεβαίνει μικρός τσομπάνης, (δις)
μικρός τσομπάνης μάνα μ' βοσκοπουλάκι. (δις)
Στους ώμους κουβαλάει το κρεβατάκι τ', (δις)
το κρεβατάκι τ' μάνα μ' το γιατάκι τ'. (δις)
Στο χέρι κουβαλάει την αλλαξιά του, (δις)
την αλλαξιά του μάνα μ' τις μπλε σαρβάρες. (δις)

Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαυρίδης
Νταχαρέ: Λάζαρος Σαββίδης








Μαύρο γεράκι

Μαύρο γεράκι μαύρο μου πουλί
Εσύ που πετάς γεράκι μου ψηλά
Εσύ που πετάς γεράκι μου ψηλά
Μήπως είδες την αγάπη μου
Μήπως είδες την αγάπη μου
Ψες αργά είδα την αγάπη σου
Ψες αργά είδα την αγάπη σου
Στην Κωνσταντινούπολη καθότανε
Στην Κωνσταντινούπολη καθότανε
Κίτρινα φλουριά κοπέλα μ’ μέτραγε
Κίτρινα φλουριά κοπέλα μ’ μέτραγε
Και για σένα τα φύλαγε.

Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαύριδης
Νταχαρέ: Λάζαρος Σαββίδης






Προσφυγούλα (Αρχονταγιός)

Άρχοντα γιος, Άρχοντα γιος παντρεύεται (δις)
και παίρνει μια μικρούλα, προσφυγούλα,
μαυρομάτα μου και παίρνει μια μικρούλα,
Προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Σαν τ’ άκουσε, σαν τ’ άκουσε η πεθερά (δις)
πολύ της κακοφάνη, προσφυγούλα,
μαυρομάτα μου πολύ της κακοφάνη,
προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Πιάνει δυο φι-, πιάνει δυο φίδια ζωντανά (δις)
παίρνει τα τηγανίζει, προσφυγούλα,
μαυρομάτα μου παίρνει τα τηγανίζει,
Προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου. ΄

Ελα νύφη, έλα νύφη να φας φαΐ (δις)
ψάρια τηγανισμένα, προσφυγούλα,
μαυρομάτα μου ψάρια τηγανισμένα,
προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Από την πρω-, από την πρώτη πιρουνιά (δις)
καρδιά της φαρμακώθη, προσφυγούλα,
μαυρομάτα μου καρδιά της φαρμακώθη,
προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Ω! πεθερά, ω πεθερά λίγο νερό (δις)
εδώ νερό δε βρίσκεις, προσφυγούλα,
μαυρομάτα μου εδώ νερό δε βρίσκεις,
προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Ω! πεθερά, ω πεθερά λίγο κρασί (δις)
εδώ κρασί δε βρίσκεις, προσφυγούλα,
μαυρομάτα μου εδώ κρασί δε βρίσκεις,
προσφυγούλα, σε κλαιν τα μάτια μου.

Λύρα Μακεδονίας - τραγούδι: Γιώργος Μαυρίδης
Νταχαρέ: Λάζαρος Σαββίδης







Σού ‘πα μάνα
(Παραδοσιακό Πελοποννήσου)

Πρόκειται για ερωτικό τραγούδι από την Πελοπόννησο με πανελλήνια διάδοση. Εντάσσεται στη θεματική των «αταίριαστων ζευγαριών». Έχει κανονιστικό χαρακτήρα υπό την έννοια της εφαρμογής του κανόνα που στην προκειμένη περίπτωση είναι η κοινωνική αποκατάσταση μέσω του γάμου. Παραπέμπει έμμεσα στα ήθη του παλιού καιρού, όταν η «τύχη» κάθε νέας ήταν αρμοδιότητα των γονεών ή των συγγενών. Εκείνοι αποφάσιζαν ποιον θα παντρευτεί, συχνά υπηρετώντας με τον τρόπο αυτό σκοπιμότητες και επιλογές που δεν συνέπιπταν κατ’ ανάγκη με τις δικές της.


Σού ‘πα μάνα, καλέ μάνα, σού ‘πα μάνα πάντρεψέ με,
Σού ‘πα μάνα, πάντρεψέ με, σπιτονοικοκύρεψέ με.

Γέρον άντρα, καλέ μάνα, γέρον άντρα μη μου δώσεις,
Γέρον άντρα μη μου δώσεις γιατί θα το μετανιώσεις.

Γιατί ο γέρος, καλέ μάνα, γιατί ο γέρος τα ‘ξετάζει,
Γιατί ο γέρος τα ‘ξετάζει, στο ψιλό τα λογαριάζει.


Παραδοσιακά τραγούδια της Ελλάδας
















Πουκάτω στην τρανταφυλλιάν

(Παραδοσιακό Κύπρου)


Πρόκειται για πολύ παλιό τραγούδι του γάμου από την Κύπρο. Τα λόγια του μιλούν
για την πέρδικα, σύμβολο γονιμότητας, μητρικής αγάπης και καλής τύχης. Σύμφωνα με
τη λαϊκή φαντασία η πέρδικα, τινάζοντας τα φτερά της, σκορπίζει τα ροδοπέταλα που
στη συνέχεια οι κοπέλες μαζεύουν για να κάνουν το απόσταγμα για το έθιμο του ραντίσματος.
Η διαδικασία του εθίμου που περιγράφεται ακριβέστατα στο ποιητικό κείμενο του
τραγουδιού, γινόταν ως εξής: Το νέο ζευγάρι ραντίζονταν όταν έμπαινε στην εκκλησία.
Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου, κάποια στιγμή, ραίνονταν κατά σειρά οι εικόνες,
οι παπάδες, η νύφη και ο γαμπρός και τέλος οι συμπέθεροι.
Οι νεόνυμφοι ραντίζονταν για τελευταία φορά βγαίνοντας από το ναό.
Το τραγούδι συναντάται σε διάφορες παραλλαγές, σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού
χώρου όπως στη Ρόδο, στη Μακεδονία και αλλού.

Πουκάτω στην τριανταφυλλιάν
Μια πέρτικα ‘χτισεν φουλιάν
Μπαίνει τζαι βκαινει τζαι γεννά
Πασαλλοϊτικα αβκά

Τζαι λάμνει τα φτερούδκια της
Τζαι τα καλατερούδκια της
Τζαι πέφτουν τα τριαντάφυλλα
Τζαι τ’ άσπρα εξηντάφυλλα

Τζι’ οι λυερές τα πιάννουσιν
Στον κόρφον τους τα βάλλουσιν
Τζι αννοίουσιν περπατησιάν
Τζαι παίρνουν τα στην νεκκλησιάν

Πρώτα ραντίζουν τους Αγιούς
Τζι ‘ύστερα τους πνευματικούς
Τζ’ ύστερα νύφφην τζαι γαμπρόν
Τζαι πεθθεράν τζαι πεθθερόν

(Παραδοσιακά τραγούδια της Ελλάδας)









Μαραίνομαι ο καημένος
(Παραδοσιακό Αιτωλοακαρνανίας)

Αχ μαραίνομ’ ο καημένος
ματάκια μου
σαν τον βασιλικό

Αχ όπου το ποτίζεις
ματάκια μου
θαλασσινό νερό

Αχ σγουρέ βασιλικέ μου
ματάκια μου
τι μου μαράθηκες

Ποιος σ’ έβαλε στα λόγια
ματάκια μου
και μ’ απαράτησες







Τούτες οι μέρες το ‘ χουνε
(Παραδοσιακό Κυκλάδων / Νάξος)

Πρόκειται για αποκριάτικο πηδηχτό χορό από τη Νάξο. Η αποκριά, από τα αρχαία χρόνια, αποτελεί για τον ελλαδικό χώρο κορυφαία γιορτή χαράς και ανανέωσης. Περικλείει όλες εκείνες τις συμβολικές πράξεις και τελετουργίες με τις οποίες γίνεται η μετάβαση από το «χειμώνα-θάνατο» στην «άνοιξη-ζωή». Στο ποιητικό κείμενο του συγκεκριμένου τραγουδιού συνυπάρχουν με μοναδικό τρόπο η χαρά και ο διονυσιασμός του γλεντιού με το «ξόρκισμα» του θανάτου.

Τούτες οι μέρες το’χουνε, τούτες οι εβδομάδες
Για να χορεύουν τα παιδιά, να χαίροντ’ οι μανάδες
Δώστε του χορού να πάει, τούτη η γης θα μας εφάει
Τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε.

Χορέψετε, χορέψετε, τα νιάτα να χαρείτε
Γιατί σε τούτο το ντουνιά δε θα τα ξαναβρείτε.
Τούτη η γης με τα χορτάρια, τρώει νιες και παλικάρια
Τούτη η γης με τα λουλούδια, τρώει νιους και κοπελούδια.

Χορέψετε, χορέψετε, παπούτσια μη λυπάστε,
Μα ‘κείνα ξεκουράζονται τη νύχτα που κοιμάστε.
Βάρ’τε τη με το ποδάρι, τούτη η γης θα μας εφάει.
Τούτη η γης θα μας εφάει, βάρ’τε τη με το ποδάρι.

Χαρείτε νιοί, χαρείτε νιες, χαρείτε παλικάρια,
Κι εγώ του χάρου του ‘βαλα σίδερα στα ποδάρια.
Δώστε του χορού να πάει, τούτη η γης θα μας εφάει
Τούτ’ η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε

Πηγή: «Παραδοσιακά Τραγούδια της Ελλάδας»










Μάρω μωρέ Μάρω
(Χορός Μπογδάνος, από Ανατολική Ρωμυλία)

Το τραγούδι «Μάρω μωρέ Μάρω», είναι ένα μικρό μόνο μέρος από ένα πολύ μεγάλο, ιστορικό τραγούδι, που ονομάζεται «Πέρα ‘που τ’ θαλάσσω», δηλαδή «Πέρα από τη θάλασσα». Το τραγούδι αυτό κρατάει πάνω από μια ώρα και αναφέρεται στην ιστορία ενός μικρού γεννήτσαρου.

Στο τραγούδι αυτό, κάποια στιγμή αναφέρεται ότι ο μικρός γεννήτσαρος είναι στον πόλεμο και ξεκουράζεται μαζί με τους συμπολεμιστές του μετά από μια μάχη. Όλοι παίζουν και συναγωνίζονται μεταξύ τους στο «λιθάρι» (κάποιου είδους σφαίρας). Αυτός όμως κάθεται μόνος του σε μια γωνιά λυπημένος. Ο διοικητής του (ο βοϊβοτάς), παρατήρησε ότι κάτι έχει και πήγε κοντά του να τον ρωτήσει τι συμβαίνει. Τότε ο μικρός του είπε ότι είδε το προηγούμενο βράδυ ένα όνειρο και αρχίζει να του το διηγείται.

Είδε λοιπόν στο όνειρό του τον πατέρα του, που μοιρολογούσε για τη γυναίκα του τη Μάρω (μητέρα του μικρού) που είχε πεθάνει (γι’ αυτό και ήταν αξύριστος, μιας και όσοι είχαν πένθος δεν ξυρίζονταν για πάνω από 40 μέρες, πολλές φορές και έναν ολόκληρο χρόνο). Αυτά που αναφέρει για τις φορεσιές είναι η απαρίθμηση της προίκας που είχε η Μάρω.

Το κανονικό τραγούδι είναι έτσι:

Ψες αργά νι διάφ’κα - Χθες αργά πέρασα
Α που τ’ μπούμπα μ’ τις πόρτες - Από του μπαμπά μου την εξώπορτα
Είδα τον μπουμπάκο μ’ - Είδα τον μπαμπάκα μου
Κόμα ξούρστους ήταν - Ακόμα αξύριστος ήταν

Τ’ ν αυλή τριγιουρνούσε - Στην αυλή του τριγυρνούσε
Τη Μάρω ‘τ μοιρουγούσε - Τη Μάρω του μοιρολογούσε
Μάρω μαρή Μάρω - Μάρω μωρέ Μάρω
Καρα Αγκμπουναριώτ’σα - Που πραγματικά είσαι από το χωριό Αγκμπουνάρ
Κι Καραστριμνιώτ’σα - Και από το χωριό Στρίμνι *

Εννιά τσούκνες Μάρω’μ - Εννιά φορεσιές Μάρω μου
Ούλες μπελκωμένες -  Όλες με περίτεχνα κεντήματα
Εννιά χάμπσα Μάρω’μ - Εννιά πουκάμισα Μάρω μου
Ούλα ιράνια -  Όλα σε ουράνιο (γαλάζιο) χρώμα **
Εννιά ζνάρια Μάρω’μ - Εννιά ζωνάρια Μάρω μου
Oύλα μουρκαντένια - Όλα πολύ καλοϋφασμένα
Εννιά πιστιρκίτσες - Εννιά μικρές ποδιές
Ούλες στα φεγγάρια - Όλες με πολύ ωραίο κέντημα
* Το Αγκμπουνάρ και το Στρίμνι είναι χωριά που υπάρχουν ακόμα. Το Αγκμπουνάρ είναι κοντά στο Καβακλί. Το Στρίμνι είναι στη Θράκη. «Καρά» σημαίνει «πραγματικά». Δίνει έμφαση ότι πράγματι η Μάρω καταγόταν από αυτά τα χωριά.

** Όλα τα πουκάμισα που φορούσαν ήταν σε άσπρο χρώμα. Το ότι τα πουκάμισα της Μάρως ήταν σε γαλάζιο χρώμα δείχνει πόσο καλοντυμένη ήταν.

Όσον αφορά τις φράσεις «Ντέ μω ντελιεντέμω» και «καλλίνω ράντω ντουλμπέρω», στην πραγματικότητα δεν έχουν καμιά αξία για το τραγούδι. Είναι καθαρά για την ευκολία του τραγουδιού (όπως βάζουμε το βρε, το άντε μπρε κλπ).

Ντε Μω Ντελιεντέμω σημαίνει :
Ντε = δεν υπάρχει επεξήγηση, είναι μάλλον βοηθητικό

Μω = μωρή

Ντελιεντέμω = Τρελοδήμος

Καλλίνω Ράντω Ντουλμπέρω = όμορφη γυναίκα

* Ευχαριστούμε την κ. Μαρίνα Ζωγράφου για την πολύτιμη βοήθειά της.







Τσαλιά και αγκάθια (ξέσυρτος Ασβεστάδων)

Τραγούδι με καταγωγή από το Ελληνοχώρι Διδυμοτείχου. Τις Κυριακές, μόλις περνούσε ο Οκτώβριος, έως το Πάσχα μαζε'υονταν όλες οι γυναίκες στις γειτονιές "κουμπλούδις" ή στις πλατείες και χόρευαν. Ορισμένες φορές συμμετείχαν και οι άντρες.


Νερ τσαλιά κι αγκάθια πάτησα Χουντου-Χαμαϊδούλα μ' λιμουνιά ώσπου να σ' αγαπήσω, γεια σ' γιαρεντζοπούλα μ' γεια σου. (δις) Νερ κι τώρα που σ' αγάπησα, χουντου-Χαμαϊδούλα μ' λιμουνιά θέλουν να μας χωρίσουν, γεια σ' γιαρεντζοπούλα μ' γεια σου. (δις) Νερ κι μας δι μας ξιχώρισαν χουντου-χαμαϊδούλα μ' λιμουνιά, Τούρκοι μι τα μαχαίρια τς', γεια σ' γιαρεντζοπούλα μ' γεια σου. (δις) Νερ κι τώρα που μας χώρισαν, χούντου-Χαμαϊδούλα μ΄λιμουνιά 'που τς γειτουνιάς τα λόγια, γεια σ' γιαρεντζοπούλα μ' γεια σου. (δις)


Χουντου - κοντή

Χαμαϊδή = γυναικείο όνομα











Αρμένου γιος
Περιοχή: Δυτική Θράκη

Χορεύεται σαν ταπεινός χορός από γυναίκες

Εκτελέσεις

1. Χρόνης Αηδονίδης
2. Νεκταρία Καραντζή


Αρμένου γιος πινέθηκι
γαλανά ματάκια μ’ κι όμορφα
στου βασιλιά κι αφέντη
λάλει καλό μ’ αηδόνι μ’ , λάλει.

Αφέντη μου τη θάλασσα
πιζός θα την αδιάβου

Κι αν τη διαβείς Αρμένου γιε
γαμπρό θε να σε κάμω
γαμπρό στη θυγατέρα μου
που λάμπει σαν τουν ήλιου.

Ξυντήθηκι, ξιαρματώθηκι
στη θάλασσα βουτάει.
μα η θάλασσα φουτούνιασι
τα κύματα αγριεύουν

Θάλασσα πικροθάλασσα
και πικροκυματούσα
τόσες φουρές σι διάβηκα
μι γέλια, μι τραγούδια,
κι τώρα για του στοίχημα
βουλήθης να μι πνίξεις...







Κανελόριζα
Παραδοσιακό Μικράς Ασίας


Πρόκειται για ερωτικό τραγούδι των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Τα παράλια της Μικράς Ασίας
και ιδιαίτερα η Σμύρνη, γνώρισαν σημαντική μουσική ανάπτυξη η οποία ανακόπηκε το 1922 εξαιτίας της Μικρασιατικής καταστροφής. Εκτός από τη Μικρά Ασία, τραγουδιέται σχεδόν
όμοια και στη Θράκη, ενώ μια άλλη εκδοχή του, συναντάμε και στην Κρήτη.

Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
Αγαπώ ξανθή και μαυρομάτα.
Κόρην α – κόρην αγαπώ
Δώδεκα, δώδεκα χρονώ.

Δώδεκα χρονώ, π’ ο ήλιος δεν την είδε
Παρα η μα – παρά η μάνα της.
Παρά η μάνα της κανέλα τη φωνάζει
Κανελό – κανελόριζα.

Κανελόριζα και άνθη της κανέλας
Φούντα της – φούντα της μηλιάς.
Φούντα της μηλιάς, τα μήλα φορτωμένη
Τ’ άκουσα – τ’ άκουσα κι εγώ.

Τ’ άκουσα κι εγώ, πάω να κόψω μήλα,
Μήλα δε – μήλα δεν ήβρα.
Μήλα δεν ηύρα, μον’ τον καημό που πήρα
Πέφτω σ’ α – πέφτω σ’ αρρωστιά.

Πέφτω σ’ αρρωστιά, σε κίνδυνο μεγάλο,
Φέρτε το – φέρτε το γιατρό.







Τι συμβαίνει με τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς;

Τα «Κάλαντα» της Πρωτοχρονιάς έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Λίγοι ίσως γνωρίζουν όλο το περιεχόμενό τους και ακόμα λιγότεροι την προέλευσή τους.
Είναι βέβαιο ότι στο Άσμα που ακούγεται σήμερα στις γειτονιές είναι ενσωματωμένα τουλάχιστον τέσσερα «Άσματα Αγερμού» που μάλλον ανάγονται στη Βυζαντινή εποχή.
Η πρώτη ενότητα είναι μια τυπική ευχή να είναι καλή η Πρωτομηνιά και η είσοδος του Νέου Έτους:

Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά
κι αρχή - Καλός μας χρόνος

Η επόμενη ενότητα όπως φαίνεται προέρχεται από τη «Λόγια» Παράδοση. Κάποιος Διδάσκαλος (ή ιερέας) δίδαξε στους μαθητές του την μεγάλη «Δεσποτική Εορτή» της «Περιτομής του Χριστού» : Ο Χριστός με το Αιγυπτιακό - Σημιτικό Έθιμο της Περιτομής οκτώ ημέρες μετά την γέννησή του «βγαίνει να γνωρίσει τον κόσμο και γίνεται αποδεκτός από τους συμπατριώτες του» :

Αρχή που βγήκεν ο Χριστός
Άγιος και Πνευματικός
στην γήν να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει

Από τη Λόγια Παράδοση φαίνεται να προέρχεται και η τρίτη ενότητα που αναφέρεται στην μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου. Είναι πιθανό μάλιστα να σχετίζεται με τον Αρέθα Επίσκοπο Καισαρείας και με την προσπάθεια να μορφωθούν οι πληθυσμοί της Μ. Ασίας τον 10ο αι. μΧ.

(Προβάλλεται ο Μέγας Βασίλειος ως φορέας της παιδείας - που προτρέπει τους γονείς να μορφώνουν τα παιδιά τους. Προβάλλεται επίσης η ιερή τέχνη του καλλιγράφου που πάντα στην Βυζαντινή εικονογραφία κρατά ειλητάριο («χαρτί»), Κάλαμο («πέννα») και «Καλαμάριον» (θήκη όπου ο γραφέας έβαζε τα 'καλάμια' - με τα οποία έγραφε) :

Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία.
Βαστάει πέννα και χαρτί
χαρτί και καλαμάρι
[με] Το καλαμάρι έγραφε
και [με] το χαρτί ομίλει.
.........
Και στο ραβδί του ακούμπησε να πει το Αλφαβητάρι

Όμως στους στίχους του πρωτοχρονιάτικου άσματος παρεμβάλλονται άλλοι στίχοι που φαινομενικά δεν «δένουν». Για παράδειγμα τι θα πει «Αρχιμηνία - κι αρχιχρονιά - ψηλή μου δενδρολιβανιά»!!

Ή τί θα πει «χαρτί και καλαμάρι - δες κι εμέ το παληκάρι»!!!

Αν και είναι παράξενες για εμάς οι φράσεις αυτές, είναι πολύ απλή η προέλευσή τους. Ιδού η παράξενη και χαριτωμένη ιστορία αυτών των στίχων που παρεμβάλλονται:

Για την τελική διαμόρφωση του άσματος που γνωρίζουμε σήμερα, έπαιξαν ρόλο «Καλανδιστές» που αυτοσχεδίαζαν. Μάλιστα από τον 13ο αιώνα όταν οι «Καντάδες» ήταν της μόδας (και ήταν δύσκολο σε νέους χαμηλών τάξεων να πλησιάζουν και να συζητούν με «αρχοντοπούλες»), κάποιος τολμηρός νέος ενώ έψαλλε τα Κάλαντα στο πρόπυλο ενός αρχοντικού, σκέφτηκε να στείλει «μήνυμα» στην νέα που κρυμμένη τον άκουγε απ' «τα ψηλά τα παραθύρια» και φαινομενικά έκανε πως δεν τον καταδέχεται.

Ο νέος χρησιμοποιεί ωραίες εκφράσεις, έξυπνα κοσμητικά επίθετα και κολακεύει την νέα. Τόσο η τόλμη όσο και η τέχνη του νέου να συνδυάζει στίχους, μας επιτρέπει να υποθέσουμε με επιφύλαξη ότι πρόκειται για μορφωμένο νέο (ίσως Επτανήσιο) της εποχής της Φραγκοκρατίας.

Ας προσέξουμε την αυτοσχέδια προσθήκη : Προσφωνεί την νέα στο μπαλκόνι

«Ψηλή μου δεντρολιβανιά»
«[μοιάζεις με] εκκλησιά μετ' Άγιο θόλος»

Και συνεχίζει ανακατεύοντας τις παρακάτω φράσεις στο Άσμα της Πρωτοχρονιάς :

«Για δεν μας καταδέχεσαι;;»
«Συ είσαι Αρχόντισσα Κυρία».
«Ζαχαρο - καρδιο - ζύμωτη, Δες και εμέ το παληκάρι!!»
«Βασιλικέ μου κατιφέ»
«Άσπρε μου, χρυσέ μου ήλιε!!!»

Σήμερα πολλοί είναι εκείνοι που μη γνωρίζοντας ψάλλουν λάθος τα Πρωτοχρονιάτικα Κάλαντα σε σημείο να μην βγαίνει νόημα : Ο Μέγας Βασίλειος εμφανίζεται να «μην μας καταδέχεται!!!!» ενώ η Καισάρεια «είναι αρχόντισσα Κυρία»(;;;;;).

Γιώργος Ιωαννίδης

Πηγή: users.sch.gr







Κάλαντα





Στα κάλαντα ανιχνεύονται αναλογίες με τα τραγούδια του αγερμού που συνηθίζονταν πριν από πολλές γιορτές στην αρχαία Ελλάδα (αγερμός: χρηματικός έρανος, συναγερμός – αγείρω: συλλέγω επαιτών ή ερανιζόμενος). Τα τραγούδια αυτά λέγονταν, όπως και σήμερα, από σπίτι σε σπίτι με αντίτιμο φιλέματα, δηλαδή τρόφιμα ή χρήματα. Η λέξη «κάλαντα» προέκυψε από το λατινικό καλαντάρι ή καλεντάρι που σημαίνει ημερολόγιο.

Τα κάλαντα έχουν ευχετικό, αφηγηματικό και διδακτικό χαρακτήρα. Σε κάθε γιορτή, αναγγέλουν και εξιστορούν το σχετικό μύθο του κύκλου της ζωής και του χρόνου. Τραγουδιούνται τις παραμονές μεγάλων εορτών από παιδιά ή ενήλικες με οργανική συνοδεία ή συνοδεία από ηχητικά αντικείμενα όπως κουδούνια, τρίγωνα, μασιές κ.ά που, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, ο ήχος τους απέτρεπτε το κακό. Κάλαντα έχουμε τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, αλλά και των Φώτων, του Λαζάρου, την 1η Μαρτίου (χελιδονίσματα) κ.λπ.



Χριστουγεννιάτικα κάλαντα από την Κέρκυρα

Σήμερο οι Μάγοι έρχονται στη χώρα του Ηρώδη
Και ο Ηρώδης ταραχθείς έγινε θηριώδης
Κράζει τους μάγους και ρωτά: «Μάγοι πού θε να πάτε;»
«Εις Βηθλεέμ το σπήλαιον, την πόλιν την αγίαν
Που εκεί γεννάει το Χριστό η Δέσποινα Μαρία».


Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα από την Αστυπάλαια των Δωδεκανήσων

Πάλιν ακούσετ’ άρχοντες πάλι, πάλι να σας ειπώμεν,
Ότι και αύριον εστίν ανά, ανάγκη να χαρώμεν
Και να πανηγυρίσωμεν περί, περιτομήν Κυρίου
Και εορτήν χαρμόσυνον Μεγά, Μεγάλου Βασιλείου.
Ανοίξατέ μας άρχοντες διά να μας δεχθείτε
Και τα ξενιτεμένα σας ευχόμαστε να δείτε
Γλυκιά φωνή να έχετε μέσα στο νέο χρόνο
Να τον δεχθείτε σπίτι σας χωρίς καημό και πόνο
Αν έχεις κόρη όμορφη, βάλε τη να κεράσει
Να της φχιστούμε με καλό να ζήσει να γεράσει.


Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα από την Κρήτη

Ανοίξετε την πόρτα σας τα κάλαντα να πούμε
Και βάλετε και μια ρακή για να σας ευχηθούμε
Ταχιά-ταχιά ‘ν’ αρχιμηνιά, πρώτη γιορτή του χρόνου
Αρχή που βγήκεν ο Χριστός στη γης να περπατήξει
Και βγήκε και χαιρέτηξε ούλους τσι ζευγολάτες*
Κι ο πρώτος που χαιρέτηξε ήταν Άγιος Βασίλης.

«Καλώς τα πάς, Βασίλειε, καλό ζευγάρι* έχεις».
«Καλά το λες, αφέντη μου, καλόν κι ευλογημένον.
Η χάρη σου το βλόγησε με το δεξί τζη χέρι,
Με το δεξί, με το ζερβί*, με το μαλαματένιο*».

Πές μας, να ζεις, Βασίλειε πόσα μουζούρια* σπέρνεις;
«Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε,
Ταγή και ρόβη δεκοκτώ κι από νωρίς στο στάβλο».
«Φέρε καρύδια, κάστανα, πανιέρια μοσχοκάρυα
Και φέρε και γλυκό κρασί να πιουν τα παλικάρια».

Κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι,
Κι αν είν’ κι από τη γαλανή, ας είν’ και ζευγαράκι.
Κι από το λαδοπίθαρο καμιά οκά* λαδάκι,
Κι αν είν’ και περισσότερο, κατούμε εμείς τ’ ασκάκι*.
Τέσσερα-πέντε γράμματα που τα ‘χ’ η περιστέρα,
Ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα.

Ασκάκι: μικρό ασκι, δηλαδή δερμάτινος σάκος για την αποθήκευση υγρών
Ζερβί: αριστερό
Ζευγάρι: τα δυο βόδια που χρησιμοποιούνται για το όργωμα
Ζευγολάτης: γεωργός
Μαλαματένιο: χρυσό
Μουζούρια: μονάδα μέτρησης εδάφους αντιστοιχεί σε δυο στρέμματα
Οκά: μονάδα μέτρησης βάρους, παλαιότερων εποχών










Παν’τι κουρίτσια στο χουρό

Παραδοσιακό τραγούδι και χορός από το Καβακλί Ανατολικής Ρωμυλίας. Ονομάζεται "Παν'τι κουρίτσια στο χουρό". Το τραγούδι φυσικά αναφέρεται στην περιορισμένη θέση της γυναίκας - ιδιαιτέρως της παντρεμένης - στην μικρή κοινωνία του χωριού. Ο ρυθμός είναι εφτάσημος (7/8), ο γνωστός πανελλήνιος ρυθμός του Καλαματιανού (συρτού) και ως τέτοιος χορεύεται.

Πάν'τι κουρίτσια στου χουρό τώρα που έχιτι κιρό,
μιθαύρου παντριβόσαστι κι μ' άντρις μπιρδιβόσαστι.
Δε σας αφήν'ν οι άντροι σας να πάτι στις μανάδις σας,
δε σας αφήν'ν κι τα πιδιά να πάτι ως τη γειτουνιά,
δε σας αφήν(ει) κι η πιθιρά να πάτι όπ' είνι χαρά,
δε σας αφήν(ει) ι πιθιρός να πάτι όπ' είνι χουρός".
"Τους άντρις τους μιθύζουμι κι τους απουκοιμίζουμι
κι τα πιδιά τα δέρνουμι, μαζί μας δεν τα παίρνουμι,
κι την κακιά την πιθιρά, μέρα κι νύχτα νηστικιά,
κι τουν κακό τουν πιθιρό τουν κάνου όπους θέλου ιγώ.
Τουν στρώνου ιδώ, τουν στρώνου ικεί, τουν στρώνου όξου στην αυλή,
τουν βάζου για προσκέφαλου ένα γαϊδουροκέφαλου,
τουν βάνου κι ένα πάπλουμα ένα σακούλι λάχανα.






Λένου
(Ανατολική Ρωμυλία)

«Μουρ’, πού ήσαν, Λένου, µουρ’, πού ήσαν, Λένου,
τώρα βδουµάδα κι αι9-τρεις-ου ηµέρις».
«Στα µαναστήρια, ζουνάρια υφαίνου,
µουρ’, µουκαντέινα µαρµαρουδίµτα».
«Ν-ακούς, µουρ’ Λένου, τι λέει η γάιντα,
τι λέει η γάιντα, τι χουρατεύει.
Η γάιντα λέει κι χουρατεύει:
Τούρκουν αιγάπ’σις, Τούρκουν δα πάρεις».
«Σφάζουµι, µάικου µ’, κόφτουµι µάικου µ’,
τα ρµάνια παίρνου, Τούρκουν δεµ µπαίρνου».
«Κι αν σφαχτείς, Λένου, κι αν κουπείς, Λένου,
Τούρκουν αι9γάπ’σις, Τούρκουν δα πάρεις».
«Λαγός ένουµι, λαγός ένουµι,
τα ρµάνια παίρνου, Τούρκουν δεµ µπαίρνου».
«Κι σύ λαγός-ου κι αυτός αβτζής-ου
κι δα σι κρούξει κι δα σι πάρει».
«Λουλούδ΄ ένουµι, λουλούδ΄ ένουµι,
σ’ κάµποι φυτρώνου, Τούρκουν δεµ µπαίρνου».
«Κι σύ λουλούδι κι αυτός διαβάτης
κι δα σι κόψει κι δα σι πάρει».
«Μιλίσσ΄ ένουµι, µιλίσσ΄ ένουµι,
τα δέντρα πιάνου, Τούρκουν δεµ µπαίρνου».

Ακούστε το τραγούδι:



Πηγή: Σύλλογος Ανατολική Ρωμυλία Ν.Έβρου








Σε ωραίο περιβόλι
(Τσάμικο σε ρυθμό 3/4)

Σε ωραίο μαύρα μου μάτια
σε ωραίο περιβόλι
Αγαπώ ένα χελιδόνι
του μιλώ μαύρα μου μάτια
του μιλώ μα κείνο φεύγει
και από μακρυά μου γνέφει
Χελιδόνι μαύρα μου μάτια
χελιδόνι μου να φεύγεις
χελιδόνι μου να φεύγεις
και τι διάφορο με έχεις











Με γελάσαν τα πουλιά

Το παραδοσιακό αυτό τραγούδι κατέγραψε η Δόμνα Σαμίου στα Αμπελάκια Ορεστιάδας
Έβρου από τον παπά-Παναγιώτη Νικίδη, το 1976.
Τραγούδι που απαντάται με το ίδιο σχεδόν κείμενο σε διάφορες μελωδικές και
ρυθμικές παραλλαγές. Υπάρχουν δισκογραφημένες εκδοχές του της Στεριανής Ελλάδας
ήδη από την εποχή του φωνογράφου (78 στρ.).
Η αμεσότητα και η αλληγορία των στίχων έκαναν το τραγούδι αγαπητό σε
πανελλήνια κλίμακα. Μέσα σε δέκα στίχους συνοψίζει τη λαϊκή σοφία
για τη ματαιότητα του κόσμου - δεν αξίζει να θυσιάζει κανείς
το "σήμερα" στο βωμό του "αύριο". Από αυτήν την άποψη, λειτουργεί
ως παραινετικό τραγούδι, για να "ζήσει" κανείς τη ζωή του όσο είναι νέος (Άνοιξη),
γιατί η ζωή είναι μικρή (Βλέπω το Χάρο να 'ρχεται).
Από αυτή την άποψη ωστόσο, είναι και ένα μοιρολόι και ως τέτοιο λέγεται
σε αρκετά μέρη, στο ξενύχτι του νεκρού. Ο Χάρος είναι η προσωποποίηση του
Θανάτου και υποδηλώνει τον αμετάβλητο φυσικό νόμο, στον οποίο υπάγεται
κάθε μορφή ζωής, ανεξάρτητα από τα στάδια ακμής που θα περάσει.
Οι δυο - τρεις μελωδικές του εκδοχές στο χώρο της Θράκης, λέγονται είτε
αργά (μοιρολόι), είτε σε χορευτικό ρυθμό (συρτό καλαματιανό ή πιο
συχνά συρτό συγκαθιστό)

Mε γέλασαν, με γέλασαν(ε) τα πουλιά
με γέλασαν(ε) τα πουλιά, της άνοιξης τ' αηδόνια.

Με γέλασαν και μου είπανε πουτές δε θα πιθάνω.
Kι έχτισα το σπιτάκι μου ψηλότερο 'που τ' άλλα

μ' εφτά οχτώ πατώματα κι εξήντα παραθύρια.
Στο παραθύρι κάθουμι, τους κάμπους αγναντεύω,

βλέπω τους κάμπους πράσινους και τα βουνά γαλάζια,
βλέπω το Xάρο να 'ρχεται καβάλα στ' άλογό του.

ΑΛΛΗ ΕΚΔΟΧΗ

Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια. Με γέλασαν και μου `πανε, ποτέ δε θα πεθάνω.

Φτιάχνω κι εγώ το σπίτι μου ψηλότερο από τ’ άλλα.
Σαράντα δυο πατώματα, εξήντα παραθύρια.

Στα παραθύρια στέκομαι, τους κάμπους αγναντεύω.
Βλέπω τους κάμπους πράσινους και τα βουνά γαλάζια.

Βλέπω το Χάρο που ’ρχεται καβάλα στ’ άλογό του
Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ ’ αηδόνια.

Με γέλασαν τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου είπανε, ο Χάρος δε με παίρνει.

Μη με παίρνεις Χάρο, μη με παίρνεις
γιατί δε με ξαναφέρνεις.







Φέτο το καλοκαιράκι
(Παραδοσιακό Λέσβου)

Πρόκειται για τραγούδι της αγάπης από τη Λέσβο.
Τα λόγια του τραγουδιού δεν εκφράζουν τίποτα ευθέως.
Αντίθετα, είναι γεμάτα ερωτικούς συμβολισμούς μυητικούς για το «κυνήγι» της αγάπης.
Τέτοιος είναι το πουλάκι που συμβολίζει την αγαπημένη, αντικείμενο του πόθου
του παλικαριού που εδώ έχει το ρόλο του «αφηγητή».

Φέτο το καλοκαιράκι, φέτο το καλοκαιράκι
Άντε, φέτο το καλοκαιράκι, κυνηγούσα ‘να πουλάκι
Κυνηγούσα, λαχταρούσα, να το πιάσω δεν μπορούσα
Άντε, κι έστησα τα ξόβεργά μου, κι ήρθε το πουλί κοντά μου.

Από την πολλή χαρά μου, ήθελα για να πετάξω
Άντε, ήθελα για να πετάξω και στους ουρανούς να φτάσω.
Και στους ουρανούς να φτάσω, άγγελο να κατεβάσω
Άντε, άγγελο να κατεβάσω και τη θάλασσα να αδειάσω.

Και τη θάλασσα να αδειάσω, να την κάνω περιβόλι
Άντε, να φυτέψω λεμονίτσες, όμορφες τριανταφυλλίτσες.
Τη Δευτέρα τις φυτεύω και την Τρίτη τις κλαδεύω,
Άντε, την Τετάρτη βγάζουν φύλλα και την Πέμπτη κάνουν μήλα.

Την Παρασκευή το βράδυ ήρθε κλέφτης να τα πάρει
Άντε, κλέφτη μου μη κλέφτεις μήλα, μη κορφολογάς τα φύλλα.
Τα ΄χει αφέντης μετρημένα, πέντε-πέντε κι ένα-ένα
Άντε, πέντε-πέντε κι ένα-ένα στο τεφτέρι του γραμμένα.







Πιρπιρούνα
(Παραδοσιακό Θράκης)

Το τραγούδι συνόδευε ένα πανελλήνιο και πανάρχαιο έθιμο για την περίοδο της αναβροχιάς.
Το έθιμο σε διάφορες εκδοχές απαντάται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας
καθώς και σε άλλους λαούς.

Η διαδικασία είχε ως εξής:
Στις αρχές του φθινοπώρου, αν δεν είχε βρέξει καθόλου, απελπισμένος ο κόσμος
έφτιαχνε μια πιρπιρούνα. Έπαιρναν ένα ορφανό κοριτσάκι και το τύλιγαν ολόκληρο
με φύλλα και κλαδιά ώσπου να γίνει καταπράσινο.
Το ‘βγαζαν στο δρόμο πολλά κορίτσια μαζί και τραγουδώντας την πιρπιρούνα
το γύριζαν από πόρτα σε πόρτα.
Η νοικοκυρά κατάβρεχε συμβολικά το παιδί που κουνιόταν για να πέσει το νερό στη γη,
να το δει ο Θεός και να βρέξει κι Αυτός.
Τέλος φίλευε φαγώσιμα, δηλαδή αυγά, τυρί, αλεύρι κ.ά.

Πιρπιρούνα περπατεί, του Θιό παρακαλεί
Του Θιό παρακαλεί: Βρέξι Κύργιε μια βρουχή
Μια βρουχή καλή βρουχή, να βραχούν οι τσιούμπανοι,
Τσιούμπανοι, γιαλάδαροι*, μι τα πρόβατά τ’ς μαζί
Κι μι τα γιαλάδια τους, κι μι τα βουβάλια τους.

Βρέξι, Κύργιε, δυο νιρά να καρπίσουν τα σπαρτά,
Να ‘χουμε τρανή σοδειά. Ν-Όσις τρύπις στο δυρμόν*,
Τόσις θημουνιές στ’ αλών΄,
Ν-όσα φύλλα στα κλαδιά, τόσο βιος στ’αφεντικά.
Καλή σοδειά! Και καλό μπερεκέτ’*!

Γιαλάδαροι: οι βοσκοί των αγελάδων
Δυρμόνι: το κόσκινο για το σιτάρι
Μπερεκέτι: αφθονία, τύχη, πλούτος










Δημήτρω παινεμένη

Παραδοσιακό τραγούδι της Ανατολικής Ρωμυλίας (Βόρειας Θράκης, δηλαδή
της σημερινής Νότιας Βουλγαρίας). Πρόκειται για το χορό "Χεριάτικο Τραμπανιστό".
Στην περιοχή αυτή κατοικούσαν από αρχαιοτάτων χρόνων Ελληνικοί πληθυσμοί
οι οποίοι εκδιώχθηκαν τον καιρό των μεγάλων εθνικισμών από τους Βούλγαρους.
Ωστόσο κάποιοι ελάχιστοι ελληνόφωνοι πληθυσμοί επιβιώνουν ακόμη.

Ο χορός και το τραγούδι τραγουδιόταν στη Μπάνα Μεσημβρίας της Ανατολικής Ρωμυλίας.
Το τραγούδι αναφέρεται σε γεγονός που έλαβε χώρα στο χωριό Ραβδά στις
αρχές του εικοστού αιώνος. Η Δημήτρω δεν ήθελε τον αρραβωνιαστικό της Κωσταντή
(φτωχό συγχωριανό της), μον’ ήθελε τον Παναγιώτη Θεοχαράκη,
γραμματικό, από το χωριό Μπάνα όστις της προσέφερε κοινωνική καταξίωση.
Τελικά, ουδέποτε παντρεύτηκαν. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών,
η Δημήτρω ήρθε στην Ελλάδα και ο Παναγιώτης έμεινε στη Μπάνα
όπου σκοτώθηκε από τους Βούλγαρους.

Δημήτρω παινεμένη Δημήτρω ξακουστή
Πρωτοαρραβωνιασμένη στο νιο τον Κωσταντή

Τον Κωσταντή δε θέλει πούναι παιδί φτωχό
Θέλει τον Παναγιώτη το γραμματικό.

Πάρε με Παναγιώτη να πάμε στου Ραβδά
Μάνα μου θα σε κάνει Ραβδιώτικο μπαμπά.

Πάρε με Παναγιώτη απ’ όχω το σοκάλ
Μάνα μου θα σε κάνει μες το Ραβδά μπακάλ(η).
Τι να σου πω Δημήτρω τ’ αρέσω του ντουκάλς
Δε θέλω γω να γίνω μες του Ραβδά μπακάλς.






Μπογδάνος

Παραδοσιακό τραγούδι της Ανατολικής Ρωμυλίας (Βόρειας Θράκης).
Χορευόταν στον Μεγάλο και Μικρό Μοναστήρι της Ανατολικής Ρωμυλίας,
αλλά ήταν γνωστό και στο Καβακλί.

Το τραγούδι και ο χορός ονομάζεται "Μπογδάνος", "Μπογντάνου" ή "Μπογντάνο".

Ο Μπογδάνος έχει μέτρο 7/16 (4.3) ή (2.2.3).
Μπογδάνος θεωρητικά είναι το όνομα κάποιου βουνού της περιοχής που
αναφέρεται στο εν λόγω τραγούδι. Αλλά κανείς δεν μπορεί να προσδιορίσει
με ακρίβεια που ακριβώς βρίσκεται αυτό το βουνό και αν όντως υπάρχει.
Κατ' άλλους η ονομασία Μπογδάνος προέρχεται από το Bogdan, που είναι
σλαβικό αντρικό όνομα. Επίσης, λέγεται πως Bogdania ήταν μια περιοχή κοντά
στη Βάρνα της Βουλγαρίας όπου ζούσαν Ελληνες Θρακιώτες.
Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε κύκλο και η λαβή γίνεται από τις παλάμες
με λυγισμένους αγκώνες. Ο χορός χορεύεται μόνο την περίοδο του Πάσχα
και ιδιαίτερα την ημέρα του Λαζάρου σε κάποιο έθιμο που λέγεται Ρουμπάνα.

Μες στου Μπογδάνου το βουνό
τρεις λυγερές ανέβιναν
κι άλλες δυο-τρεις κατέβιναν
να μάσουν φούντ' αμάραντο
και σκύφτοντας, μαζώνουντας
μόν' βρίσκουν και έναν νιούτσικο
απού 'ταν λαβουμένος για
τουν είδαν και φοβήθηκαν
και πίσω πίσω γύρισαν
κι ο νιούτσικος τις λάλησε
"Μον' μη φοβάστε λυγερές
μόν' λύστε τα μαντήλια σας
και δέστε το χεράκι μου
το ΄να το χέρ' και το πουδάρ'".







Την καρδιά μ’ την κλειδωμένη


Παραδοσιακό τραγούδι από το Καβακλί Ανατολικής Ρωμυλίας σε εξάσημο
ρυθμό 6/8 (3+3) και χορό "ντιούζκου", τύπου ζωναράδικου.
Διάφορες παραλλαγές του τραγουδιού συναντώνται στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης.

Την καρδιά μ' την κλειδουμένη σήμιρα δα την ανοίξου,
σήμιρα δα την ανοίξου, στου χουρό δα τραγουδήσου,
στου χουρό δα τραγουδήσου, έχου αϊγάπη να ιαρντίσου*,
μια μικρή, μια χαϊδιμένη, τρεις μέρις ραβουνιασμένη.
Παλικάρια ίσια ίσια κι ψηλά σαν κυπαρίσσια,
να μη λάχ(ει) κι παντριφτείτι, ούλα δα μιτανουθείτι.
Όποιους είνι παντριμένους πιρπατεί σαν μαγιμένους
κι όποιους είν' ραβουνιασμένους πιρπατεί λουγαριασμένους
κι όποιους είνι παλικάρι πιρπατεί σαν νιο φιγγάρι,
παλικάρια ίσια ίσια κι ψηλά σαν κυπαρίσσια.

*ιαρντίσου=πλανέψω




Πλατανιώτικο Νερό

Παραδοσιακό νησιώτικο τραγούδι από τη Σάμο, το οποίο αποτελεί τραγούδι της ξενιτιάς.
Κάποιος ξενιτεμένος Σαμιώτης αναπολεί διάφορες περιοχές του νησιού,
καθώς και την αγαπημένη του που την άφησε πίσω, όταν ο ίδιος ξενιτεύτηκε.


Να ‘χα νερό απ’ τον πλάτανο να ‘χα νερό απ’ τον πλάτανο,
κρασί απ’ την Kολώνα κρασί απ’ την Kολώνα.
------
Να ‘χα και την αγάπη μου να ‘χα και την αγάπη μου,
να τη φιλώ στο στόμα να τη φιλώ στο στόμα.

------
Το πλατανιώτικο νερό το πλατανιώτικο νερό,
γιατρεύει κάθε πόνο γιατρεύει κάθε πόνο.
------
Κι όποιος το πιει παντρεύεται κι όποιος το πιει παντρεύεται,
Σαμιωτοπούλα μόνο Σαμιωτοπούλα μόνο.
------
Σαμιώτικο γλυκό κρασί σαμιώτικο γλυκό κρασί,
θα πιω για να μεθύσω θα πιω για να μεθύσω.
------
Στην ξενιτιά που βρίσκομαι στην ξενιτιά που βρίσκομαι,
να μη σε λησμονήσω θα πιω για να μεθύσω.


Κατά μία άλλη εκδοχή, το τραγούδι δεν αναφέρεται στον Πλάτανο (το χωριό),
αλλά στην πηγή που βρισκόταν (και βρίσκεται ακόμα) κάτω από τον πλάτανο
που βρίσκεται στη Χώρα, στην διασταύρωση των δρόμων που πάνε στους
Κουμαραδαίους και στους Μυτιληνιούς.
Η κολόνα είναι η μοναδική κολόνα (κίονας) που στέκεται ακόμα στον αρχαίο
ναό της ήρας (Ηραίον).
Στην περιοχή αυτή υπήρχαν (και υπάρχουν ακόμα) πολλά αμπέλια.

Πηγή: Youtube






Τα Τσιμαντριανά κορίτσια

Τραγούδι με προέλευση από τη Λήμνο.

Κυκλικός χορός! Την ονομασία του την πήρε από το χωριό Τσιμάνδρια.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 8/8 (3-3-2).

Τα τσ’μαντριγιανά κορίτσια στείλανε αναφορά,
στον παπά και στο δεσπότη και γυρεύουν παντρειά.
Κι είναι παραπονεμένα τα κουρτσούδια τα καημένα,
κι είναι παραπονεμένα τα κουρτσούδια τα καημένα.
------
Ο δεσπότης απαντάει λάβετε υπομονή,
να ρωτήσω να ξετάξω που ‘ναι οι καλοί γαμπροί.
Να ρωτήσω στα χωριά τον παπά κ’ την παπαδιά,
να ρωτήσω στα χωριά τον παπά κ’ την παπαδιά.
------
Κάτω στη Μεγάλη Χώρα στου Ντουρά το μαγαζί,
εκεί πάνε και συχνάζουν όλο διαλεχτοί γαμπροί.
Τώρα πάνε και αλλού δίπλα μέσ’ του Ψαριανού,
τώρα πάνε και αλλού δίπλα μέσ’ του Ψαριανού.

Πηγή: Youtube







Κόνιαλης
Παραδοσιακό της Καππαδοκίας


Ααααχ!
Κόνιαλη μου σαν σε ιδώ στην αγορά
και με σκέρτσο να μου κόβεις παστουρμά και σουτζουκάκι,
αμάν Κόνιαλη μου,
με το μαχαίρι που κρατάς μου πήρες τη ζωή μου
χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζήσω Κόνιαλη μου.

 Ααααχ!
Κόνιαλη μου θέλω να γλεντήσουμε
στις ταβέρνες με ουζάκι, παστουρμά και σουτζουκάκι να μεθύσουμε
ταίρι μου για να σε κάνω να μιλήσουμε
αμάν, άμαν Κόνιαλη μου μαζί θα ζήσουμε.

Παραδοσιακό τραγούδι των Τουρκόφωνων προσφύγων της Καππαδοκίας,
που το έφεραν μαζί τους από την πατρίδα τους.
Κόνιαλι (Κόνιαλης) στα Τούρκικα είναι η ονομασία των κατοίκων
της Βυζαντινής πόλης Ικόνιο (Κόνια).
Ήταν γνωστό σε ολόκληρη την Μικρά Ασία.
Στον ελληνικό κόσμο, συναντιόταν σε διάφορες παραλλαγές,
ως “Κόνιαλι” στην Καππαδοκία, τραγουδισμένο στα τούρκικα,
ως οργανικός καρσιλαμάς στα παράλια Μ. Ασίας και Πόντου,
ως μιμητικός, σατυρικός “Λαΐσιος” χορός στους Μάρηδες Έβρου,
ως “Κουτσός ή Αϊντίνκους” στην Νέα Βύσσα Έβρου,
ως Ατσίκ Χαβασί των Γκακαβούζηδων στα Χρυσοχώραφα Σερρών,
ως το τραγούδι “Η Βράκα” σε Δωδεκάνησα και Κύπρο,
ως το “Γιαβρί” στη Λέρο.

Πηγή: karamanlidika.gr





Ο ΜΑΗΣ

Τραγούδι εργατικό «του θέρους» με προέλευση από την Κύθνο Κυκλάδων.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 2/4.

Ήρχε ο Μάης μάτια μου ήρχε ήρχε το καλοκαίρι,
ήρχε ο καιρός πουλάκι μου που θα που θα γενούμε ταίρι.
Ήρχε ο Μά… ήρχε ο Μάης στην υγειά του,
ανοίξαν τα ανοίξαν τα σπαρτόπουλά του.

Ανοίξαν τα σπαρτόπουλα φεύγουν τα Θερμιωτόπουλα,
ανοίξαν τα σπαρτόπουλα φεύγουν τα Θερμιωτόπουλα.

Το Μάη και το Θεριστή στη γη στη γη δεντρί δεν πιάν(ι)ει,
μόν’ της αγάπης το δεντρί καρπούς καρπούς και φύλλα βγάνει.

Αχ του Μά… αχ του Μάη αχ του Μάη,
ο καημός ο καημός σου θα με φάει.

Ανοίξαν τα σπαρτόπουλα φεύγουν τα Θερμιωτόπουλα,
ανοίξαν τα σπαρτόπουλα φεύγουν τα Θερμιωτόπουλα.

Ήρχε ο Μάης κι έφερε των κοριτσιώ φακιόλια,
να πάνε να θερίσουνε να τρα… να τρα(γ)ουδούνε κι όλα.

Μάη μου Μάη μου με τα λουλούδια,
και με τα και με τα πολλά τρα(γ)ούδια.

Ανοίξαν τα σπαρτόπουλα φεύγουν τα Θερμιωτόπουλα,
ανοίξαν τα σπαρτόπουλα φεύγουν τα Θερμιωτόπουλα.






Συννέφιασε ο Παρνασσός
Παραδοσιακό Ρούμελης


Συννέφιασε ο Παρνασσός,
βρέχει στα καμποχώρια,
και σύ Διαμάντω νύχτωσες,
που πάς αυτή την ώρα;

Πάω γι’ αθάνατο νερό
γι’ αθάνατο βοτάνι
να δώσω της αγάπης μου
ποτέ να μην πεθάνει





Σαντικλέρι

Αργιλαμάς Γλεντιστάδων Μυτιλήνης


Φοράς το σαντικλέρι και όλο σάζεσαι (2)
να μας τρελάνεις θέλεις, δεν το στοχάζεσαι (2)

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο
Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Βγάλ’τα τα μαύρα, βγάλ’ τα, και βάλε κόκκινα (2)
Και γiνε γυφτοπούλα, και πούλα κόσκινα (2)

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο
Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Βγάλτα τα μαύρα, βγάλ’ τα, και βάλε θαλασσιά (2)
Και θα σε περιμένω στ'ν ακροθαλασσιά (2)
Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο
Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Παραπονιάρικο μο", τι έχεις κι όλο κλαις (2)
Και το παράπονο σο" σε μένα δεν το λες (2)

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο
Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Αν θέλεις να τ'ν έχεις πάντα τ'ν εμορφιά (2)
Βάλε τ'ν άλλ' φούστα, πο’ χει τον φραμπαλά (2)

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο
Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο

Αν θέλεις να τ'ν έχω πάντα τ'ν έννοια σο" (2)
Βάλε τ'ν άλλ' φούστα, τ'ν κουκουρένια σο" (2)

Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο
Τρια λαλαλα λαλα λαλαλα λαλαλα λαλο





Παναηρίτσι Γίνουνταν (ξίσυρτος)


Παναήρι βρε αμαν αμαν
Παναηρίτσι γίνουνταν
Μιγάλου παναήρι

Σε ένα του λέω σ’ένα
Μιγάλου παναήρι
Σε ένα του λέω σ΄ένα

Χουρεύουν δώ κι αμαν αμαν
Χουρεύουν δώδεκα χοροί
Δικαοκτώ παλαίστες

Σε ένα του λέω σ’ένα
Δικαοκτώ παλαίστες
Σε ένα του λέω σ’ένα

Μαζεύτι κόσμους απ΄ουλίς
Μα ου τόπος ήρθε λίγος






Αναθεμάτον που θα πει / Αδελφική αγάπη (Ντρίστα)

ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΟΝ ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΙ
ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΔΕΝ ΠΟΝΙΟΥΝΤΑΙ
ΜΑΥΡΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΔΕΝ ΠΟΝΙΟΥΝΤΑΙ
ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙ ΜΟΥ

ΤΑ ΑΔΕΡΦΙΑ ΣΚΙΖΟΥΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
ΚΑΙ ΔΕΝΤΡΑ ΞΕΡΙΖΩΝΟΥΝ
ΜΑΥΡΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
ΚΑΙ ΔΕΝΤΡΑ ΞΕΡΙΖΩΝΟΥΝ
ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙ ΜΟΥ

ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΙΑ ΕΙΧΑΝ ΜΙΑ ΑΔΕΡΦΗ
ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΞΑΚΟΥΣΜΕΝΗ
ΜΑΥΡΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΞΑΚΟΥΣΜΕΝΗ
ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙ ΜΟΥ

ΤΗΝ ΦΘΟΝΑΓΕ Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ
ΤΗΝ ΖΗΛΕΥΕ Η ΧΩΡΑ
ΜΑΥΡΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
ΤΗΝ ΖΗΛΕΥΕ Η ΧΩΡΑ
ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙ ΜΟΥ

ΤΗΝ ΖΗΛΕΨΕ ΚΙ Ο ΧΑΡΟΝΤΑΣ
ΚΑΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙ
ΜΑΥΡΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ
ΚΑΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙ
ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙ ΜΟΥ




Απόψι είνι σειήσματα (Ζωναραδικος)

Κι απόψι είνι κι αμάν γκελ αμάν
Κι απόψι είνι σειήσματα
Κι απόψι είνι σειήσματα
Σειήσματα, λουγιάσματα

Βαγγέλ΄(ν) τα ρα κι αμάν γκελ αμάν
Βαγγέλ΄(ν) τα ΄ραβουνιάσματα
Βαγγέλ΄(ν) τα ΄ραβουνιάσματα
τ΄ Ζουίτσας τα σειήσματα

Ζουίτσα ντυν΄ κι αμάν γκελ αμάν
Ζουίτσα ντυν΄(ει) τ΄αντίρι
Ζουίτσα ντυν΄(ει) τ΄αντίρι
κι του Βαγγέλη καρτιρί

Βαγγέλ΄ς μας πάει αμάν γκελ αμάν
Βαγγέλ΄ς μας πάει στου Ουζουν-Κιουπρί
για να μας φέρει μπουχασί





Γω στα ξένα περπατούσα (συγκαθιστός)

Εγώ στα ξε καλή μου μάνα,
εγώ στα ξένα περπατούσα
εγώ στα ξένα περπατούσα
τσ’ όμορφες παρατηρούσα
(εγώ στα ξένα περπατούσα
τσ’ όμορφες παρατηρούσα)

Όλα τα καλή μου μάνα,
όλα τα κορίτσια τα `δια
όλα τα κορίτσια τα `δια
με τα γέλια, με τα χάδια
(όλα τα κορίτσια τα'δια
με τα γέλια με τα χάδια)

Μια γαλά καλή μου μάνα,
μια γαλαζοφορεμένη
μια γαλαζοφορεμένη
την καρδιά μου έχει καμένη
(μια γαλαζοφορεμένη
την καρδιά μου έχει καμένη)

Δεν μπορώ, καλή μου μάνα
δεν μπορώ να τη γελάσω
δεν μπορώ να τη γελάσω
το χεράκι της να πιάσω
(δεν μπορώ να τη γελάσω
το χεράκι της να πιάσω)



Ο ΚΥΝΗΓΟΣ


Καντάδα με προέλευση από την Κέρκυρα Επτανήσων.
Ο ρυθμός του κομματιού είναι 2/4.

Κυνηγός που κυνηγούσε εις τα δάση μια φορά,
έτυχε να συναντήσει μίαν έρημο-εκκλησιά
έτυχε να συναντήσει μίαν έ… μίαν έρημο-εκκλησιά.
------
Προχωρεί και μπαίνει μέσα με λυπητερή καρδιά,
βλέπει εκεί που προσκυνούσε μια μικρή καλογριά
βλέπει εκεί που προσκυνούσε μια μικρή μια μικρή καλογριά.
------
Καλογραία μου τσι λέει τ’ όνομά σου επιθυμώ,
τ’ όνομά σου κι ας πεθάνω στο ερημοκλήσι αυτό
τ’ όνομά σου κι ας πεθάνω στο ερη… στο ερημοκλήσι αυτό.
------
Τ’ όνομά μου δε στο λέω γιατί θα με λυπηθείς,
γιατί εσύ ήσουν η αιτία καλογραία να με δεις
γιατί εσύ ήσουν η αιτία καλογραί… καλογραία να με δεις.
------
Έλα πάτησε τον όρκο και παντρέψου μια φορά,
πάρε με τον κυνηγάρη που σ’ αγάπησε πιστά
πάρε με τον κυνηγάρη που σ’ αγά… που σ’ αγάπησε πιστά.
------
Πάει και την αγκαλιάζει τον αγκάλιασε κι αυτή,
και του λέει εγώ πεθαίνω θάψε μου το τό κορμί
και του λέει εγώ πεθαίνω θάψε μου θάψε μου το τό κορμί.
------
Όπου δεις δυο κυπαρίσσια και στη μέση ένα σταυρό,
εκεί μέσα είναι θαμμένος ο μικρός ο κυνηγός
εκεί μέσα είναι θαμμένος ο μικρός ο μικρός ο κυνηγός.
------
Όπου δεις δυο κυπαρίσσια και στη μέση μια μυρτιά,
εκεί μέσα είναι θαμμένη η μικρή καλογριά
εκεί μέσα είναι θαμμένη η μικρή η μικρή καλογριά.


________________________________________________________________






Μπέλα Ολυμπιά




Τραγούδι με προέλευση από τη Γρίβα του Κιλκίς Μακεδονίας. Ο ρυθμός του κομματιού είναι 2/4 και χορεύεται στα βήματα «ιδιότυπου χορού». Στην φωτογραφία η Ολυμπία Κόιου (Μπέλα Λυμπίω) το 1913, με τον Σύζυγο της Πούλκα Ιωάννη, φορώντας την μοναδική παραδοσιακή ενδυμασία της Γρίβας «ά,λα Τούρκα»
Η Ιστορία του Τραγουδιού


Στις πρόποδες του Πάικου, στην επαρχία Παιονίας, στην Μακεδονία, υπάρχει το Ιστορικό κεφαλοχώρι της Γρίβας. Ένα χωριό που κατοικείται από το 817μ.χ. Εκεί, ζούσε μιά κοπέλα, η Ολυμπία Κόϊου, κόρη του μεγαλοκτηνοτρόφου Χρήστου Kόϊου και της Πετρούλας (γιαγιά-Πέτρα) γεννήθηκε το 1896 και ήταν η μεγαλύτερη κόρη της 6μελής οικογένειας και αδερφή των Διονύση (1900), Μαρίας (1903) και του Παππού Κύρου (1910). Ήταν μια πανέμορφη κάτασπρη κοπέλα, ψηλή και ξανθιά, εξ΄ ού και το μετέπειτα προσωνύμιο της «Μπέλα» που σημαίνει όμορφη και στα «Εντόπια».


Τα πανέμορφα χαρακτηριστικά , η κορμοστασιά και η ομορφιά της γρήγορα την έκαναν ξακουστή στην γύρω περιοχή και έγιναν η αιτία, να δημιουργήσει μεγάλη φήμη … κι όλοι να μιλούν γι΄ αυτή θαυμάζοντας τα κάλλη της.Όταν ήταν πλέον σε ηλικία γάμου, άρχισαν και τα προξενιά. Πλούσιοι γαμπροί συνέρρεαν στη Γρίβα, από παντού. Σε καθημερινή βάση, το πατρικό της σπίτι, πριν την πλατεία του χωριού, κατακλύζονταν από υποψήφιους γαμπρούς, μουσικά όργανα και καντάδες.


Η Ολυμπία όμως, παρά τα πάμπολλα ταξίματα και προικιά ήδη αγαπούσε τον Πούλκα Ιωάννη, μετέπειτα άντρα της, Γραμματέα και Πρόεδρο του χωριού, και απέκτησαν 4 παιδιά. Τον Θεόδωρο, την Αθηνά, την Φιλίτσα και τον Χρήστο. Το τραγούδι εξιστορεί την προσπάθεια των επίδοξων γαμπρών, μαζί με τις προσφορές προικός και επίδειξη του πλούτου τους, να πείσουν την Ολυμπία, και τους γονείς της, με τα ταξιματά τους, να τους επιλέξει. Απεβίωσε σε ηλικία 90 ετών (1986) και ενταφιάζεται στο κοιμητήριο του Ι.Ν. Αγίου Αθανασίου Γρίβας.
Στίχοι


Τα όργανα βαρούνε μπέλλα Ολυμπιά
Tα όργανα βαρούνε μπέλλα Ολυμπιά,
γλυκιά μου μάνα Γουμεν’σιώτες πάνε
Γουμεν’σιώτες πάνε τ’ς γκρέντες να πάρουν.

Σα μπροστά πααίνει μπέλλα Ολυμπιά
σα μπροστά πααίνει μπέλλα Ολυμπιά,
γλυκιά μου μάνα ρούσο παλικάρι
ο Κωνσταντίνος τ(ου) Χατζημητσώρη.

Η μάνα τ’ς δεν τη δίνει μπέλλα Ολυμπιά
η μάνα τ’ς δεν τη δίνει μπέλλα Ολυμπιά,
πάει κι ο Θάνος Μπούζας γλυκιά μου μάνα
πάει κι Θάνος Μπούζας κι ο Γιάννης Πούλκας.

Πάν’τα παλικάρια μπέλλα Ολυμπιά
πάν’τα παλικάρια μπέλλα Ολυμπιά,
γλυκιά μου μάνα να πάρουν τη’Λυμπία
να πάρουν τη’Λυμπία στην εκκλησιά.


--------------------------------------------------------------------------------------------------------



Μιλήσσω (Α. Ρωμυλία)



Από το Cd "Από τη Βόρεια Θράκη (Ανατολική Ρωμυλία)" με το μουσικό σχήμα "ΟΡΦΕΑΣ".


Τραγουδά η Μαρίνα Ζωγράφου.


Το Κέντρο Μελέτης Παραδοσιακών Χορών «Κύκλος», από την ίδρυση του ακόμη, αφιέρωσε την πλειοψηφία των δραστηριοτήτων του στη μελέτη των παραδοσιακών χορών και της παραδοσιακής μουσικής. Αρωγοί σ' αυτή την προσπάθεια τα μέλη μας πρώτιστα, αλλά και πολλοί φίλοι του σωματείου. Φίλοι του είναι και τα παιδιά που απαρτίζουν τη μουσική ομάδα «Ορφέας» και είναι μεγάλη η χαρά των μελών του που το πάθος τους για την παράδοση μετουσιώνεται σε δημιουργία. Οι μουσικοί αυτοί βασίστηκαν στους παραδοσιακούς δρόμους γνωστών μελωδιών της Ανατολικής Ρωμυλίας και δημιούργησαν έναν ήχο γεμάτο με ιδιαίτερες πινελιές, μουσικές που ναι μεν δεν είναι οι άκρως παραδοσιακές, εμπεριέχουν όμως βαλκανικά ακούσματα. Ο στίχος παραμένει ο αυθεντικός παραδοσιακός, μια κατάθεση γνωριμίας με αρκετά άγνωστα στους πολλούς τραγούδια. Ο «Κύκλος» στηρίζει αυτή την προσπάθεια με ικανοποίηση και ενθαρρύνει όλους τους νέους μουσικούς, που αφιερώνουν τις ώρες τους στην ανακάλυψη της μουσικής μας παράδοσης, να εμπνευστούν απ' αυτήν και να δημιουργήσουν. Όσο βαθύτερα γνωρίζουμε την παράδοσή μας τόσο πιο έντιμα θα την αντιμετωπίσουμε, τόσο περισσότερες γερές βάσεις δημιουργίας θα ανακαλύψουμε. Μωρ μηλίσσω πως κοιμάσι μοναχή Δεν κοιμούμι μοναχή, 'γω 'χουν άντρα γκαϊταντζή 'Γω 'χουν άντρα γκαϊταντζή και *μπασιάκου **φιουρτζή Και μπασιάκου φιουρτζή, 'γω 'χου δώδικα αϊγουρί 'Γω 'χου δώδικα αϊγουρί με τι σένα δεκατρείς *Μπασιάκος = Κουνιάδος **Φιουρτζής = Ο οργανοπαίχτης φλογέρας



--------------------------------------------------------------------------



Το παναήρ΄ ήταν πουλύ

*** Οι στίχοι μας δόθηκαν από την Μαρίνα Ζωγράφου ***

Του παναήρ' ήταν πουλύ κι η τόπους ήταν λίγους
Σαράντα δίπλων' ο χορός, εξηντά δυο τραπέζια
Κι οσ' έρουνταν σουμπέτευαν
κι του Θιό Δουξάζουν

για να μην έρθ' η Τσαμβοϊδάς, χαλάσει του παναήρι
Μα να κι Τσάμπους π' έφτασιν σα φίδι πυρουμένου
Στέκουν γιρόντια τουν τιμούν, παλλκάρια τουν κιρνάνι
κι αυτός μόνο τους ίλιγιν, κι αυτός μόνο τους λέει:

Δεν ήρθα ιγώ για του φαϊ, για πίι κι για κουβέντα
μον' ήρθα να παλαίψουμι μι τους πεχλιβανοί σας
Ποιος έχει χέρια σίδερα κι νύχια ατσαλένια
να έρθει να παλέψουμι, να δούμι ποιός δ' ανκήσει
Κανένας δεν του έκρινι, μεσ' απ' του παναήρι
της χήρας γιος τουν έκρινι, της χήρας αντρειουμένους
Ιγώ 'χω χέρια σίδερα κι νύχια ατσαλένια
βρε έλα να παλέψουμι, να βαριοχτυπηθούμι.

Πόθιν κάρφωσ' η Τσάμβοϊδας, γαϊτάνια αίμα τρέχει
πόθιν κάρφωσ' της χήρας γιός, τα όρνια κρας χορταίνουν
Κι η Τσάμβοϊδας γονάτισε κι η Τσάμβοϊδάς φουνάζει:
- Άσε με της χήρας γιέ, της χήρας παλληκάρι
τα κρέα μου τα ξέσχισες, τα όρνια θα μι φάνι.

Της χήρας γιός τους φώναξε, σ' χήρας του παλληκάρι
Βρε φέρι μας κρύο νιρό, να πιώ κι ιγώ κι η Τσάμπους
Κανένας δεν τουν έκρινε μέσα απ' του παήρι.
Η μάνα τ' μόν' τον έκρινι, κι αυτή μον' τουν ακούει
τουν Τσάμπο πάει κρύο νιρό, τουν γιό της πάει φαρμάκι





Ο Τσάμβοϊδας

Το παναγύρ' ήταν πολυ κι ο τόπος ήταν 'λίγος.
Σαράντα δίπλων' ο χορός, εξήντα δυώ τραπέζια.
Κι όσ' έρχονταν σεμπέτευαν κι όλ' τον Θεό δοξάζουν.
Να μη έρτη ο Τσάμβοϊδας, χαλάσ' το παναγύρι.

Μον' να! Κι ο Τσάμβος πώφθασε σαν φείδι πυρωμένο.
Στέκουν γερόντια τον τιμούν, παλληκάρια τον κερνούσαν,
Κι αυτός μόνον τους ήλεγε κι αυτός μόνον τους λέγει:
Δεν ήρτα 'γω για φάει, για πιεί(ν) και για την κουβέντα.

Μον' ήρτα να παλαίψουμε, με τους παχλεβανοί σας.
Ποιος έχει γέρια σίδερα και νύχια τσελικένια,
Για νάρτη να παλαίψουμε, να διουμ' ποιος θα νικήση,
Και κάνας δεν τον έκρινε μεσ' απ' το παναγύρι,

Της χήρας υις τον έκρινε, της χήρας ανδρειωμένος,
Εγώ 'χω χέρια σίδερα και νύχια τσελικένια,
Βρε, έλα να παλαίψουμε και να βαρυοριχτούμε.
Πόθεν καρφώσ' ο Τσάμβοϊδας γαϊτάνια αίμα τρέχουν.

Πόθεν καρφώσ' της χήρας υιός, τα όρνια κρέας χορταίνουν.
Κι ο Τσάμβοϊδας 'γονάτισε κι ο Τσάμβοϊδας φωνάζει:
Αφής με, αφής της χήρας υιός, χήρας το παλληκάρι.
Τα κρέα μου τα 'ξέσχισες, τα όρνια θα με φάνε.

Και της χήρας υιός, μον' φώναξε, της χήρας το παλληκάρι.
Βρε, φέρτε μας κρυό νερό, να πιω κ' εγώ κι ο Τσάμος.
Και κάνας δεν τον έκρηνε μεσ' απ' το παναγύρι.

Η μάννα τ' μον' τον έκρηνε κι αυτή μον' τον ακούει.
Tον Τσάμο πάει κρυό νερό, τον υιό της πάει φαρμάκι.





Τσάμπουινας


Παναϊρίτσι ίνιταν στου Σίδιρουν τ' αλώνι.
Σαράντα δίπλουν ι χουρός, ιξήντα δυο τραπέζια.
Κι ούλ' έτρουαν κι ούλ' έπιναν κι ούλοι του Θιό παρακαούν.
Ούλοι του Θιό παρακαούν, του Θιό παραδουξάζουν:

“Μπουλάκ' να μη έρθ' ι Τσάμπουινας κι μας χαλάσ' του παναϋρ,
κι μας χαλάσ' του παναϋρ' κι μας χαλάσ' του ζέφκι”.
Του λόγου δεν απόσουσαν, τη συντυχιά δε λέγουν
μωρ' να κι ι Τσάμπους πόφτασιν.

Σαν άνιμους-ου χύθηκιν, σαν φίδι πυρουμένου.
Μικροι τρανοί σηκώνθηκαν, τουν Τσάμπου καλμιρνούνι,
σηκώθκαν γερ' κι τουν τιμούν, σηκώθκαν κι παλκάρια.
“Καλώς τουν Τσάμπου πόφτασιν να φάμι κι να πιούμι.

Τιων χρονών κρασί έχου 'γω τουν Τσάμπου να κιράσου”.
“Δεν ήρθα 'γω να φάει ια πιεί κι ουδέ για το κρασί σας.
'Γω ν-άκ'σα έχτι παναϋρ', 'γω ν-άκ'σα έχτι ζέφκι
κι ήρθα να παλέψουμι μι τους πεχλιβαναίοι σας

μι τους πιχλιβαναίοι σας κι μι τα παλικάρια σας.
Ποιος έχτι χέρια σίδηρα κι νύχια τσιουλικέινα,
ποιος έχτι χέρια σίδηρα κι την πιρτσιά δυο πήχεις”.
Καένας δεν πϊήθηκιν 'πού τόσουν κόσμου μέσα,
καένας δεν πϊήθηκιν 'πού τόσου παναϊρι.

'Σ χήρας ν-υιός πϊήθηκιν, 'ς χήρας του παλικάρι,
'ς χήρας ν-υιός πιήθηκιν, 'ς χήρας ι Κουσταντίνους.
“Ιγώ έχου χέρια σίδηρα κι νύχια τσιουλικέινα,
ιγω έχου χέρια σίδηρα κι την πιρτσιά δυο πήχεις”.
Σαλντίστηκαν κι πιάστηκαν.

Τρεις μέρις μόνοι πάλιβαν κι τρεις μιρουνυχτίτσις.
Κι 'πόθιν πιάσ' ι Τσάμπουινας τα όρνια κρας χουρταίνουν
κι 'πόθιν πιάσ' 'ς χήρας ι υιός χαντάκια ιμάτα ιόμα.
Να! τ' Κώστα η μάνα πόριτι μι δυο μπούκλις στα χέρια.
Η νιά βαστά γλυκό κρασί κι η άλλη του φαρμάκι.

Συσείθηκαν τα χέρια της, σιανάλλαξιν τις μπούκλις.
Τουν Τσάμπου διν' γλυκό κρασί κι τουν υιό τς φαρμάκι.
Κ' η κόρη που τουν αιγαπά απού μακρά αγναντεύει.
“Βρε μαύρι μ, μαύρι μ' Κώσταντα, βρε μαύρι Κουσταντίνι,
η μάνα σ' σι φαρμάκουσιν ' πού τόσουν κόσμου μέσα,
η μάνα σ' σι φαρμάκουσιν 'πού τόσου παναϊρι”.

“Ας είνι, ας είνι, κόρη μου, μ απάλλαξιν κι μένα
μ απάλλαξιν κι μένα-ια 'πού τα βαριά γκουρέσια”


-------------------------------------------------------


Του παναήρ' ήταν πουλύ κι η τόπους ήταν λίγους
Κι ούλ' έτρουαν κι ούλ' έπιναν κι ούλοι του Θιό παρακαούν.
Ούλοι του Θιό παρακαούν, του Θιό παραδουξάζουν:
“Μπουλάκ' να μη έρθ' ι Τσάμπουινας κι μας χαλάσ' του παναϋρ,
κι μας χαλάσ' του παναϋρ' κι μας χαλάσ' του ζέφκι”.
Του λόγου δεν απόσουσαν, τη συντυχιά δε λέγουν
μωρ' να κι ι Τσάμπους πoύ ηρθ ι που μεσ απ'τα μελια
“Καλώς τουν Τσάμπου πόφτασιν να φάμι κι να πιούμι.
“Δεν ήρθα 'γω για φάει για πιεί κι ουδέ για το κρασί σας.
μον ήρτα να παλέψουμι με τους πεχλιβαναίου σας




________________________________________________


Έχε γεια Παναγιά


Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Εκτελέσεις: Δόμνα Σαμίου


Στο Γαλατά ψιλή βροχή και στα Tαταύλα μπόρα
βασίλισσα των κοριτσιών είναι η Mαυροφόρα.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε.

Στο Γαλατά θα πιω κρασί, στο Πέρα θα μεθύσω,
και μες απ' το Γεντί Kουλέ κοπέλα θ' αγαπήσω.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε

Γεντί Kουλέ και Θαραπειά, Ταταύλα και Nιχώρι,
αυτά τα τέσσερα χωριά 'μορφαίνουνε την Πόλη.

Έχε γεια Παναγιά τα μιλήσαμε,
όνειρο ήτανε, τα λησμονήσαμε


____________________________________________________________________




ΓΙΑΡΟΥΜΠΙ


Τραγούδι ερωτικού περιεχομένου με προέλευση από τη χερσόνησο της Ερυθραίας Μικρά Ασία

Ερμηνεία:Σωτήρης Στασινόπουλος
Ηχογραφήθηκε στη Ν. Υόρκη το 1925
Ορχήστρα με κλαρίνο Τσάρλυ Μακεδόνας (Κώστας Γκαντίνης)
και σαντούρι (Ζέρβας).


Στίχοι:

Εσύ ήσουνα που μο 'λεγες
εσύ ήσουνα που μο 'λεγες

Μα αν δεν με ειδείς πεθαίνεις
μα αν δεν με ειδείς πεθαίνεις, βάι , βάι , βάι

Γιαρούμπι σ' αγαπώ
Γιαρούμπι θα σε πάρω

Με παπά και με κουμπάρο
Μαριγάμπα τα ποτήρια σπάστα, βάι , βάι , βάι

Την αγαπώ τη μάγισσα
την αγαπώ τη μάγισσα

Ν' αφουγκραστώ μιλάει
ν' αφουγκραστώ μιλάει, βάι , βάι , βάι

Γιαρούμπι σ' αγαπώ
Γιαρούμπι δε σε θέλω

Γιαρούμπι σ' αγαπώ
Γιαρούμπι, ρούμπι ράκι

Συ με πότισες φαρμάκι
συ με πότισες φαρμάκι, βάι , βάι , βάι

Ετούτα είναι βάσανα
ετούτα είναι βάσανα

Κι όχι τα περασμένα
κι όχι τα περασμένα, βάι , βάι , βάι

Γιαρούμπι σ' αγαπώ
Γιαρούμπι θα σε πάρω
Μαριγάμπα που 'σπασες τη λάμπα
Μαριγάμπα τα ποτήρια σπάστα αχ , βάι , βάι , βάι


Πληροφορίες:

~Τραγούδι σε δίσημο ρυθμό, που χορεύεται σαν νησιώτικος συρτός, αλλά και σαν μπάλλος. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1903 από τον Hubert Pernot που κατέγραψε στην Χίο, αναφέροντας όμως ότι προέρχεται από τη Σμύρνη. Επίσης ο Samuel Baud Bovy το κατέγραψε στην Κω τη δεκαετία του '30 και αναφέρει ότι προέρχεται από τις μουσουλμανικές χώρες της Μεσογείου.

~Γιαρούμπι= ίσως σημαίνει "ρουμπίνι μου"

~Η Μαριγάμπα ήταν χορεύτρια. Τέλη 19ου-αρχές 20ού. Συνόδευε κομπανίες κλαριντζήδων που έπαιζαν σε καφενεία και σε τούρκικα αρχοντικά στη Δυτική Ελλάδα. Το τραγούδι μπορεί να είναι παλιότερο, αλλά το συγκεκριμένο στιχάκι είναι γι' αυτήν. (Πηγή: Δ. Μαζαράκη, Το λαϊκό κλαρίνο). Σήμερα συνήθως λένε "Μαριγίτσα".


Άλλοι στίχοι :


Δεν ημπορώ δεν ημπορώ τα μάτια μου,
δεν ημπορώ δεν ημπορώ τα μάτια μου,
ψηλά να τα σηκώσω ψηλά να τα σηκώσω βάϊ βάϊ αμάν.

Και τσι καημέ… και τσι καημένης μου καρδιάς,
και τσι καημέ… και τσι καημένης μου καρδιάς,
αγέρα να τσι δώσω αγέρα να τσι δώσω βάϊ βάϊ αμάν.

Γιαρούμπι χάνομαι Γιαρούμπι πεθαίνω,
εγώ για ‘σένα(νε) σκίζω τη γης και μπαίνω,
Μαριγίτσα τσίκι-τσίκι σπάσ’ ‘τά,
Μαριγίτσα τσίκι-τσίκι σπάσ’ ‘τά τα βραχιολάκια σου.

------

Ποια θάλασσα ποια θάλασσα ποιος ποταμός,
ποια θάλασσα ποια θάλασσα ποιος ποταμός,
ποια βρύση δε θολώνει ποια βρύση δε θολώνει βάϊ βάϊ αμάν.

Ποιος έχει αγά… ποιος έχει αγάπη στην καρδιά,
ποιος έχει αγά… ποιος έχει αγάπη στην καρδιά,
και δεν το φανερώνει και δεν το φανερώνει βάϊ βάϊ αμάν.

Γιαρούμπι χάνομαι Γιαρούμπι πεθαίνω,
Γιαρούμπη σ’ αγαπώ σκίζω τη γης και μπαίνω,
Γιαρούμπη τα ποτήρια σπάσ’ ‘τά
Γιαρούμπη τα ποτήρια σπάσ’ ‘τά με τα χεράκια σου.

------

Ποιος πληγωμέ… ποιος πληγωμένος έγιανε,
ποιος πληγωμέ… ποιος πληγωμένος έγιανε,
να βρω και ‘γώ το θάρρος να βρω και ‘γώ το θάρρος βάϊ βάϊ αμάν.

Να βρω και ‘γω να βρω και ‘γω παρηγοριά,
να βρω και ‘γώ να βρω και ‘γω παρηγοριά,
πως δε με παίρνει ο χάρος πως δε με παίρνει ο χάρος βάϊ βάϊ αμάν.

Γιαρούμπι χάνομαι Γιαρούμπι πεθαίνω,
εγώ για ‘σένα(νε) σκίζω τη γης και μπαίνω,
Μαριγίτσα τσίκι-τσίκι σπάσ’ ‘τά,
Μαριγίτσα τσίκι-τσίκι σπάσ’ ‘τά τα βραχιολάκια σου.

Γιαρούμπι χάνομαι Γιαρούμπι πεθαίνω,
Γιαρούμπη σ’ αγαπώ σκίζω τη γης και μπαίνω,
Γιαρούμπη τα ποτήρια σπάσ’ ‘τά
Γιαρούμπη τα ποτήρια σπάσ’ ‘τά με τα χεράκια σου.

________________________________________________________________



Δέντρο είχα στην αυλή μου (Δεντρίτσι) – Ζωναράδικος

Παραδοσιακός χορός και τραγούδι σε 6σημο ρυθμό από την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη), περιοχή με πολύ συμπαγείς Ελληνικούς πληθυσμούς έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Δέντρο- δέντρο, δεντρουλάκι, δέντρο είχα στην αυλή μου.
Δέντρο είχα στην αυλή μου και μηλιά μες στο μπαχτσέ μου
δέντρο είχα στην αυλή μου και νερό δεν το χορταίνω.
Κι νερό δεν το χορταίνω, ρίχνω δάκρυ και φαρμάκι
ρίχνω δάκρυ και φαρμάκι, έπεσαν τα φύλλα τ' όλα.
Έπεσαν τα φύλλα τ' όλα κι έσκυψα να τα μαζώξω
κι έσκυψα να τα μαζώξω, βρίσκω ένα δαχτυλίδι.
Βρίσκω ένα δαχτυλίδι, ασημένιο, χρυσαφένιο
ασημένιο, χρυσαφένιο έχει τ' όνομα γραμμένο.
Έχει κι τ' όνομα γραμμένο, έχει το Μέγα Κωνσταντίνο
έχει το Μέγα Κωνσταντίνο και το Μέγα το Βασίλειο.




_____________________________________________________________________________


Βώλακας Δράμας ---- Κοίτα με γλυκιά μου αγάπη

Κοίτα με γλυκιά μου αγάπη κοίτα με γλυκιά Κοίτα με κοίτα πρώτη μου αγάπη σήμερα είμαι εδώ (δις)

Σήμερα είμαι εδώ αγάπη σήμερα είμαι εδώ Σήμερα είμαι αύριο δεν είμαι θα πάω στην πόλ (δις)

Θα πάω στην πόλη αγάπη θα πάω στην πόλ Θα πάω στην πόλη πρώτη μου αγάπη τι να σου φέρω (δις)

Φέρε μου να πιω αγάπη φέρε μου να πιω Φέρε μου φέρε πικρό φαρμάκι να φαρμακωθώ (δις)


____________________________________________________________________________



ΕΛΑ ΝΑ ΣΕ ΦΙΛΗΣΩ (ΜΠΑΛΛΟΣ)



Είναι ο πιο αγαπημένος σκοπός του μπάλλου στ' Αλάτσατα. Όλοι ήξεραν να παίζουν αυτό το ρυθμό με το ταψί ή το τουμπελέκι.
Τα δίστιχα, πειραχτικά, επαινετικά και κυρίως ερωτικά, είναι ανεξάντλητα και αποτελούν ωραίο δείγμα αυτοσχέδιας ποιοτικής δημιουργίας της στιγμής. Μ' αυτό έβγαζαν όλη τη νύχτα, γλεντώντας και χορεύοντας, συνήθως στους λουτρουμάδες και τις Απόκριες. (ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΝΤΑΡΑΣ)

ΣΤΙΧΟΙ:

Ποια είν' αυτή που μπρόβαλε και στο χορό εμπήκε (δις)
κι από τις νοστιμάδες της ο ήλιος εβγήκε.
Έλα να σε φιλήσω
και φίλα με κι εσύ
και σαν το μαρτυρήσω
μαρτύρα το κι εσύ.

Σαν τι τραγούδι να σου πω, πουλί μου να σ' αρέσει, (δις)
που 'χεις αγγελικό κορμί και δαχτυλίδι μέση.
Έβγα στο παραθύρι
κρυφ' απ' τη μάνα σου
και κάνε πως ποτίζεις
τη μαντζουράνα σου.

Τσαχπίνικα μην περπατείς, κόντρα μην αρμενίζεις, (δις)
γιατ' η καρδιά είναι γυαλί και μου τηνε ραγίζεις.
Έλα να σε φιλήσω
και γρήγορα να πας
να μη σε δουν γειτόνοι
και πουν πως μ' αγαπάς.

Ψηλέ λιγνέ μου τσελεμπή, αφράτε και δροσάτε, (δις)
το μάθανε πως μ' αγαπάς και θαρρετά περπάτειε.
Εσύ 'σαι το σταφύλι
κι εγώ το τσάμπουρο,
φίλα με συ στα χείλη
κι εγώ στο μάγουλο.

Τραγούδι: Κλ. Τζοανάκη, Β. Γεώργατζη και Μ. Τζοανάκη.

Διευκρινήσεις:
Kόντρα μην αρμενίζεις: μην πας αντίθετα (ναυτικός όρος)
Τσελεμπής: προύχοντας, άρχοντας (τουρκικά celep)
Τσάμπουρο: το στέλεχος του τσαμπιού που συγκρατεί τη ρώγα.
(Επιμέλεια: Θοδωρής Κοντάρας).

Το τραγούδι αυτό, συμπεριλαμβάνεται στον δίσκο του Λυκείου των Ελληνίδων (LCGW 108), με τίτλο «Τραγούδια και χοροί από τα Αλάτσατα και την Ερυθραία της Μικράς Ασίας".




_______________________________________________________________________________



Παραδοσιακό Μακεδονικό τραγούδι από την κωμόπολη Άσσηρος (παλιά Γιουβέζνα) της περιοχής του Λαγκαδά, στο νομό Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τραγούδι της αγάπης, ένα από τα πιο αγαπημένα των Ασσηριωτών σε επτάσημο ρυθμό τύπου "ράικο" ή "τρεχάτος" (7/16). Η κίνηση του χορού είναι ο απλός συρτός τύπου "στα τρία". Περίπου, με την ίδια μελωδία και ταυτόσημο ρυθμό αποδίδεται το "Μυγδάλου μ΄" στο κοντινό χωριό Δρυμός, ενώ τραγούδι με κοινούς στίχους υπάρχει στο Μελισσοχώρι, με τίτλο "Μαριγούδα".
Η δημοσίευση είναι απόσπασμα από την εκπομπή του Γιώργη Μελίκη, "Ο Τόπος και το τραγούδι του", αφιερωμένη στη μουσικοχορευτική παράδοση της Ασσήρου Θεσσαλονίκης.

Ένα καράβι πάησι Θουδώρα κι τ' άλλου έρχιτι
μαρή Θουδώρα, κι τ' άλλου έρχιτι.
Μόν' το δικό μ' καράβι Θουδώρα, πάησι δεν έρχιτι
μαρή Θουδώρα, πάησι δεν έρχιτι.

Λάμπειν ο ήλιος, λάμπει Θουδώρα, στα παραθύρια σου,
λάμπουν κι τα φλουρούδια σ' Θουδώρα πάνου στα στήθια σου.
Τ' άσπρο του φουστανούδι σ' Θουδώρα π' αλάργα φαίνιτι*,
μην του παραφουσκώνεις Θουδώρα, μι κακουφαίνιτι.
Αν ήξερα που ήσουν Θουδώρα, να στείλω προυξενιά
να στείλω την κουρδέλα σ' Θουδώρα, μ' εξήντα δυο φλουριά.

*ή "π' ανακατεύιτι"






________________________________________________________________________









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου