...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Διάφορα άρθρα 4



Ο έρωτας στο ρεμπέτικο τραγούδι

 



Μια κατηγορία των ρεμπέτικων τραγουδιών είναι αυτά που αναφέρονται στον έρωτα και στη γυναίκα. 

 

Ο κόσμος των ρεμπετών, κυρίως της εποχής του μεσοπολέμου, ήταν ένας κόσμος που λειτουργούσε ως αντιπαράδειγμα στον κυρίαρχο τρόπο ζωής και επιβίωνε ενάντια  σε αυτόν. Στο κόσμο αυτό συμμετείχαν και γυναίκες ως τραγουδίστριες, ως φίλες και συντρόφισσες, «αστεφάνωτες»  με άστατη οικογενειακή ζωή. Η γυναίκα στα ρεμπέτικα τραγούδια αναφέρεται ως μητέρα, ερωμένη και (σε λίγα τραγούδια) ως αρραβωνιαστικιά και σύζυγος. Δεν γίνεται διάκριση μεταξύ έγγαμων και ελεύθερων συμβιώσεων και είναι λίγα τα τραγούδια που μιλούν για οικογένεια  και  για παιδιά. Ένα πολύ μεγάλο μέρος των ρεμπέτικων τραγουδιών αφορούν την αχαριστία, την ομορφιά, τη προδοσία, τον έρωτα και τις διαπροσωπικές σχέσεις που δεν συμβαδίζουν με τις απόψεις και τα ήθη της «καλής κοινωνίας».  

 

Όπως γράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος «…τ ρεμπτικα τραγοδια εναι τραγοδια τς καρδις. Κα μνον ποιος τ πλησισει μ γν ασθημα τ νιθει κα τ χαρεται. Γιατ, καρδι μ καρδι μετριται. [] Στ λσια μπρτσα τν ρεμπτηδων συχν βλπω κεντημνη μι καρδι μ φυλλοκρδια, που στ μση της χει τ νομα τς πολυαγαπημνης. Βασικς τ ρεμπτικα τραγοδια εναι λαϊκ σματα τς γπης κα, εδικτερα, τς ρωτικς γκαταλεψεως. Τουλχιστον τ μισ ρεμπτικα χουν τν ρωτα θμα τους, κα τ πι πολλ π' ατ θρηνον τν ρωτικ χωρισμ τν πικρτατη ρφνια. …..  σο κι ν νθρωπος χει βουν τν καρδι δυνατε ν γαπσει πολλς φορς στ ζω του. ρως εναι νας γλυκπικρος φιλτης, σβανο τν ζωντανν, φονες, ψυχοβγλτης, νεκροπομπς πουλιν, λευθερωτς. Ττοιους ρωτες ψλλουν τ' δρφια μου, ο σχατοι ρεμπτες».

 

Οι γυναίκες, εκτός από τις μανάδες,  χαρακτηρίζονται στα ρεμπέτικα «αλανιάρες», «όμορφες», «μάγκισες», «σκανταλιάρες», «αχάριστες», «άπιστες», «γκόμενες αφράτες», «κολπατζούδες», «αγγελοκαμωμένες», «τσαχπίνες», «παραπονιάρες», «μόρτισσες», «μαυρομάτες», «χήρες άπονες», «αρχοντοπούλες», «κακούργες»  κλπ.  

 

Από τα εξαίρετα ερωτικά τραγούδια  διακρίνονται:

 

«Τώρα την καλοκαιριά μικρό μου» (1936) σε στίχους, σύνθεση και ερμηνεία  Μάρκου Βαμβακάρη. 

«Να γιατί  γυρνώ μες την Αθήνα» (1937). Πανέμορφο χασάπικο του  Βασίλη Τσιτσάνη με  ερμηνευτές τον Μάρκο Βαμβακάρη και την Σοφία Καρίβαλη που ήταν αδελφή της Ρίτας Αμπατζή.

«Θα ’ρθω να σε ξυπνήσω» (1937). Τραγούδι σε ύφος λαϊκής καντάδας. Αρχικά ως στιχουργός φέρεται ο Κώστα Μακρής, όμως, σύμφωνα και με τα τελευταία στοιχεία, το τραγούδι ανήκει εξ ολοκλήρου στον Μάρκο Βαμβακάρη. Τραγουδά ο Μάρκος Βαμβακάρης με δεύτερη φωνή την Έλλη Πετρίδου. 

«Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει» (1939). Μουσική: Αντώνης Διαμαντίδης (Νταλγκάς) σε στίχους Κώστα Κοφινιώτη, ερμηνευμένο εκπληκτικά από τον Αντώνη Νταλγκά, ο οποίος εκτός από μεγάλος τραγουδιστής ήταν και αξιολογότατος συνθέτης.

«Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια» (1939). Αφιέρωμα του Μάρκου στη γυναίκα και ιδιαίτερα στο πιο ελκυστικό χαρακτηριστικό της, ιδίως την εποχή που γράφτηκε το τραγούδι, τα μάτια. Εκτός του Μάρκου και του Κώστα Ρούκουνα συμμετέχει και ο Στράτος Παγιουμτζής, το όνομα του οποίου, για άγνωστο λόγο, δεν αναγράφεται στην ετικέτα του δίσκου. Ορχήστρα με μπουζούκι, κιθάρα και μπαγλαμά από τους Βαμβακάρη, Σκαρβέλη και Παγιουμτζή αντίστοιχα. Το τραγούδι αυτό γράφτηκε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μάρκου, για μια γυναίκα στα «Μπούρλα». «Αυτή», λέει ο Βαμβακάρης στα απομνημονεύματά του, «αγάπαγε εμένα πάρα πολύ. Εμένα ήθελε δεν ήθελε αυτόν. Κι έγραψα το τραγούδι γι’ αυτήν». Εννοεί  τα Βούρλα, τον πασίγνωστο οίκο ανοχής την εποχή εκείνη και αυτός που την διεκδικούσε ήταν ο Νίκος Μάθεσης ή «Τρελάκιας» γνωστός στιχουργός αλλά και σκληρός και βίαιος μάγκας. 

«Χαρέμια με διαμάντια» (1940).Τραγούδι, σε μουσική και στίχους του Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος κάνει και δεύτερη φωνή στον ανεπανάληπτο Στράτο Παγιουμτζή.

«Μ’ έχεις μαγεμένο» (Σαν μαγεμένο το μυαλό μου) (1940). Κανταδόρικου ύφους ρεμπέτικο, από τα ωραιότερα του είδους, του Δημήτρη Γκόγκου - Μπαγιαντέρα, ερμηνευμένο από τον ίδιο τον συνθέτη και τον Μανώλη Χιώτη. 

«Το μινόρε της αυγής» (1946). Κορυφαίο ερωτικό τραγούδι και μάλλον το ωραιότερο κανταδόρικο ρεμπέτικο που έχει γραφεί, ύμνος πραγματικός, σε μουσική Σπύρου Περιστέρη και στίχους Μίνωα Μάτσα. Τραγουδούν οι Μάρκος Βαμβακάρης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Γιάννης Σταμούλης. Μπουζούκι: Κώστας Καπλάνης. Κιθάρα: Σπύρος Περιστέρης.

«Αχάριστη» (1947). Τραγούδι του Τσιτσάνη που θεωρείται από τα καλύτερα που γράφτηκαν για τον έρωτα και την προδοσία. Ερμηνεύουν η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, ο Στελλάκης Περπινιάδης και ο συνθέτης.

«Αργοσβήνεις μόνη» (1947). Από τα καλύτερα τραγούδια σε στίχους και μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη. Καταπληκτική ερμηνεία από την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και τον Στελλάκη Περπινιάδη.

 «Ας μην ξημέρωνε ποτέ» (1949). Από τα πιο ωραία ερωτικά τραγούδια, σε μουσική Απόστολου Χατζηχρήστου και στίχους του Κώστα Μάνεση, ερμηνευμένο συγκλονιστικά από τον ίδιο τον συνθέτη και από τον πρώτο του εξάδελφο και πολύ αξιόλογο τραγουδιστή Ευάγγελο Χατζηχρήστο.

«Πριν το χάραμα»(1948). Ένα εξαιρετικό ερωτικό  τραγούδι. Η μουσική είναι του Γιάννη Παπαϊωάννου και οι στίχοι του Χαράλαμπου Βασιλειάδη (Τσάντα) με τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλου. 

 

Υπάρχουν και τα ερωτικά τραγούδια που  απευθύνονται στην γυναίκα με την επαγγελματική της ιδιότητα.  

 

«Το μοδιστράκι» (1933) του Παναγιώτη Τούντα με την Ρόζα Εσκενάζυ. 

Η «Καπνουλού» (1934) του Δημήτρη Γκόγκου (Μπαγιαντέρα).  Εικάζεται ότι αναφέρεται στη γυναίκα του, Δέσποινα Αραμπαζόγλου, που ήταν καπνεργάτρια στο εργοστάσιο του Κεράνη.

«Η κλωστηρού» (1934) του Μ. Βαμβακάρη με τον ίδιο και τον Κώστα Σκαρβέλη. Είναι ένα σχετικά άγνωστο αλλά συγκλονιστικό τραγούδι, με απαράμιλλη μουσική «ένταση» προς στο τέλος. Τα λόγια είναι απλά και στιβαρά. Κλωστηρού αποκαλούσαν στη Σύρο την εργάτρια σε νηματουργείο. Ο Μάνος Ελευθερίου γράφει πως  η λέξη «κλωστηρού» μέχρι το 1960 τουλάχιστον, ήταν για τις «καθωσπρέπει» κυρίες της Ερμούπολης επίθετο άκρως υποτιμητικό.   

«Η μοδιστρούλα» (1937) του Γιάννη  Παπαϊωάννου σε στίχους Κώστα Μάνεση.

 «Γκαρσόνα» (1937) του Παναγιώτη Τούντα με την Ρίτα Αμπατζή. 

«Δακτυλογράφος» (;) του Παναγιώτη Τούντα με τον Γιώργο Βιδάλη και Τίτο Ξηρέλλη. 

 

Άλλα  τραγούδια μας πληροφορούν για τις αντιλήψεις που υπήρχαν καθώς και για τον τρόπο ζωής κάποιων γυναικών. 

 

Το τραγούδι «Αλανιάρα Μερακλού» (1930) του Μενέλαου Μιχαηλίδη με τη φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ απηχεί τη διάθεση αυτών των γυναικών να διασκεδάσουν  με τον δικό τους τρόπο.

«Ειμ’ αλανιάρα μερακλού, πω πω, μες στην Αθήνα

που ξενυχτώ στα καμπαρέ και τα περνάω φίνα».

 

Τα τραγούδια «Η Λιλή η Σκανταλιάρα» (1931) και «Ασ’ τα κόλπα» (1934) του Παναγιώτη Τούντα,  αναφέρονται  στην ανεξαρτησία των γυναικών. 

 

Το «Γίνομαι άντρας» (1933) του Παναγιώτη Τούντα  (ένα ιδιαίτερα τολμηρό  τραγούδι της εποχής). Το ’χουν τραγουδήσει η Ρόζα Εσκενάζυ και η Ρίτα Αμπατζή και αναφέρεται σε  ένα «αγοροκόριτσο» και κατά  κάποιους  σχολιαστές σε  μια λεσβία. 

«Σαν εμένανε τσαχπίνα δεν είχ’ άλλη στην Αθήνα
γίνουμ’ άντρας πρώτο πράμα με πιστόλι και με κάμα
κι έχω γκόμενα μια δούλα και της τα ’χω πάρει ούλα--
Στον τεκέ όταν θα πάω όλους τους στραβοκοιτάω
και μου λέν’ καλώς τ’ αδέρφι τράβα μια να κάνεις κέφι
κι αρχινούνε τα μαγκάκια γλέντι με μπαγλαμαδάκια--
Μα ένα βράδυ μ’ ανθιστήκαν κι όλ’ απάνω μου ριχτήκαν
και μ’ αρχίσαν στα σορόπια με τη γλώσσα τους τη ντόπια
και φωνάζουν με λαχτάρα αχ, αγοροκοριτσάρα»

 

Το «Είμαι μια τσαχπίνα» (1934) του Θόδωρου Παπαδόπουλου με τραγουδίστρια   τη Ρόζα Εσκενάζυ, εκφράζει αυτό που ο στίχος λέει. 

«Δε με νοιάζει εμένα ο κόσμος τι θα πει

κι ότι κάμω στα κρυφά κι αν μαθευτεί».

 

«Εγώ είμαι  μπολσεβίκα» (1934). Στίχοι- μουσική του Παναγιώτη Τούντα με τη Ρόζα Εσκενάζυ.

 

Το τραγούδι «Δυο χήρες» (1936, Μακρή, Καρίπη, Στελλάκη Περπινιάδη) καταγράφει το ελευθεριακό κλίμα της κοινότητας. 

 

«Μια χήρα από τη Κοκκινιά μια χήρα παιχνιδιάρα

εμάλωσε με μια Σμυρνιά τσαχπίνα και ναζιάρα.

Τον φίλο της της πείραξε κι έχασε τα μυαλά της

κι από τη χήρα η Σμυρνιά εβρήκε τον μπελά της…

Κι έτσι μαλώσανε οι δυο οι όμορφες οι χήρες

όχι σου πήρα τον μικρό όχι εσύ τον πήρες.

Μα έπειτ’ αγαπήσανε και τον ομορφονιό τους

όπως εσυμφωνήσανε τον είχανε κι οι δυο τους».

 

Το «Όλο θέλεις κι όλο θέλεις» (1937) του Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιός) με τη Λέλα Οικονομίδου σατιρίζει και απαξιώνει την έννοια της προίκας. 

«Όλο θέλεις κι όλο θέλεις κι όλο προίκα μου γυρεύεις

θέλεις σπίτι θέλεις λίρες, ψηλά τον αμανέ τον πήρες

μη μου κοκορεύεσαι κι όλο μου κορδίζεσαι

τι μου κοκορεύεσαι, άντε να κουρεύεσαι».

 

Ο Πάνος Σαββόπουλος, ερευνητής του ρεμπέτικου, σταχυολογεί τα γνωρίσματα αυτών των γυναικών. Γράφει: 

«Απαξίωναν το χρήμα, γλεντούσαν ελεύθερα όπως και οι άνδρες, μιλούσαν μάγκικη γλώσσα, διάλεγαν τον σύντροφο σε μια εποχή που ο γάμος ήταν μια πράξη αγοραπωλησίας των γονιών, μπορεί να διάλεγαν και πολλούς συντρόφους, δεν φοβούνταν τους άνδρες, ζούσαν ελεύθερα αγνοώντας την Εκκλησία, την κατεστημένη ηθική και τον ηλίθιο τότε Ποινικό Κώδικα. Τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε πρώιμες φεμινίστριες. Δεν είχαν, βέβαια, συναίσθηση του έμφυλου ρόλου τους. Απλώς ζούσαν έτσι. Θα έλεγα μάλιστα ότι επειδή αναφερόμαστε σε μια περίοδο μετακινήσεων και πολέμων, ο αριθμός τους δεν διέφερε σημαντικά από τους άνδρες [ρεμπέτες]. Ήταν πολλές οι άγνωστες γυναίκες που πέρασαν από το ρεμπέτικο. Έχουμε στοιχεία ότι οι άνδρες τις σέβονταν, ίσως όχι όλοι αλλά οι περισσότεροι. Θεωρούσαν τη γυναίκα ισότιμη. Έμπαινε στον τεκέ, αν ήθελε φούμαρε, χάριζε την ερωτική της εύνοια σε όποιον γούσταρε και ήξερε να προστατέψει την επιθυμία της». 

 

 «Αυτές οι γυναίκες ήταν ελεύθερες χωρίς να χρειάζονται νόµους, ποσοστώσεις και πλακάτ για τη διεκδίκηση µιας πέτσινης ισότητας. Ήταν ελεύθερες µε τη µαγκιά τους και ζούσαν ισότιµα µε τους άνδρες», σηµειώνει στα «ΝΕΑ» ο ερευνητής του ρεµπέτικου τραγουδιού Πάνος Σαββόπουλος[…] «Εχω εντοπίσει 80 ρεµπέτικα που περιγράφουν τις πρώιµες ελληνίδες φεµινίστριες. Αυτές που άδικα κατηγορήθηκαν ως πόρνες. Πώς αλήθεια θα χαρακτηριζόταν µια γυναίκα των αρχών της δεκαετίας του’30 που τραγουδούσε «ούζο πίνω και µεθάω κι όλα τα ποτήρια σπάω» αναρωτιέται µε ρητορικό τρόπο ο Σαββόπουλος και περιγράφει επιτυχίες του ρεµπέτικου που επιβεβαιώνουν τη σηµερινή σεµνοτυφία του κοινού, την ανεπιτήδευτη αλήθεια του µουσικού είδους, την πρωτοποριακή σκέψη των δηµιουργών του ‘30– ακόµη και των πιο συντηρητικών όπως του Παναγιώτη Τούντα ή του Κώστα Σκαρβέλη» (Δ.Μανιάτης, Τα Νέα 2010)

 

Άλλα τραγούδια χαρακτηριστικά των αντιλήψεων και του τρόπου συμπεριφοράς της κοινότητας των ρεμπετών είναι: 

«Στους ποδαράδες μια πολίτισα» (1932) του Αντώνη Διαμαντίδη και τραγούδι από τον  Ζαχ. Κασιμάτη. 

«Γκαρσόν» (1933) του Γρηγόρη Ασίκη με τη Ρόζα Εσκενάζυ. 

«Τράβα ρε αλάνη» (1934) του Κώστα Σκαρβέλη με τη Ρόζα Εσκενάζυ.

«Μαριανθάκη» (1934) του Παναγιώτη Τούντα  σε εκτελέσεις από τις Μαρίκα Πολίτισσα, Ρίτα Αμπατζή και Κάκια Μένδρη.

«Αγιοθοδωρίτισσα» (1935) του Βαγγέλη Παπάζογλου με τον Στελλάκη Περπινιάδη. 

«Είσαι η γυναίκα που μ’ αρέσει» (1955) του Σπύρου Κορώνη με τους Νίνου – Καπλάνη.  

 

«Οι γυναίκες στις μάγκικες παρέες», γράφει η Γκαίηλ Χόστ, «είχαν κάποια ανεξαρτησία, πράγμα σπάνιο για την Ελλάδα. Ζώντας σε μια πόλη κι όντας εργαζόμενες, έστω και σαν πόρνες ακόμη, είχαν τη δυνατότητα να ξεφεύγουν από τους  άντρες τους ή να τους απατούν. Πάντα έκαιγαν τις καρδιές των αντρών τους. Τυπικό παράδειγμα το τραγούδι του Μάρκου. 

Αχ κακούργα πόσο με πληγώνεις

Με τα σκέρτσα σου πως με σκλαβώνεις

Μ έκανες και σαν τρελός γυρίζω

Τη καρδιά μου πια δεν την ορίζω»

 

Την εποχή εκείνη που κοινωνικά αποδεκτό τραγούδι ήταν το δυτικότροπο ή ευρωπαϊκό τραγούδι, το λεγόμενο  ελαφρό τραγούδι, τραγούδια όπως τα προαναφερόμενα δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από την αστική κοινωνία. Όσο και αν δεχτούμε «τη φαντασία των στιχουργών», η θεματολογία  των τραγουδιών είναι «προχωρημένη» και δείχνει πως, στην κοινότητα που ήταν ενταγμένος  ο μάγκας, υπήρχαν αποδεκτές στάσεις ζωής και αντιλήψεις όπως καταγράφονται για παράδειγμα στο «Είμαι μια τσαχπίνα» (1934, Παπαδόπουλου, Εσκενάζυ) που βρισκόταν σε αντίθεση με τον κυρίαρχο τρόπο ζωής.   

 

Μετά τον πόλεμο το τραγούδι σταδιακά αλλάζει, σε ένα κοινωνικό τοπίο που καθορίζεται από τον εμφύλιο και τις πολιτικές λύσεις και επιλογές. Παράγοντες που οδηγούν στην αύξηση και διάδοση των τραγουδιών είναι, μεταξύ άλλων, το ραδιόφωνο, η ανάπτυξη της δισκογραφίας, ο κινηματογράφος και η ανασυγκρότηση της κοινωνικής ζωής. «Ελαφρά» τραγούδια, αρχοντορεμπέτικα, δημοτικοφανή και μεταγλωττίσεις ξένων τραγουδιών. Το ρεμπέτικο υφίσταται αλλαγές, μετασχηματισμούς και αλλοιώσεις και το κοινό που το ακούει μεγαλώνει, άρα και η αγορά για τις δισκογραφικές εταιρείες. Κυρίαρχη θέση ανάμεσα στους τραγουδοποιούς κατέχει ο Βασίλης Τσιτσάνης.    

 

Το ρεμπέτικο τραγούδι από  τα μέσα της δεκαετίας του ’50, στη μορφή που το γνωρίσαμε το μεσοπόλεμο, πεθαίνει και δίνει τη θέση του σε ένα νέο λαϊκό τραγούδι. 

Από το:  

«Ας τα κόλπα

και μην κουρδίζεσαι σε μένα για γαμπρός

πάλι στο είπα

τέτοιο μπαρμπούνι, βρε μαγκίτη μου δεν τρως»

που τραγουδάει η Ρίτα Αμπατζή (1934) με δημιουργό το Παναγιώτη Τούντα, φτάνουμε στο 1957 όπου η Μαίρη Λίντα τραγουδάει το τραγούδι του Μανώλη  Χιώτη: 

«Θα τα βρεις μαζί μου σκούρα

κι ας με παίρνεις γι’ αγγελούδι

θα μου βάλεις την κουλούρα

και θα πεις κι ένα τραγούδι.»

 

Η απόσταση από το «μην κουρδίζεσαι σε μένα για γαμπρός» μέχρι το «θα μου βάλεις την κουλούρα» είναι μεγάλη. Δεν υπάρχουν πλέον στα τραγούδια «αλανιάρες», «μάγκισες» και «μόρτισσες». Τα νέα λαϊκά τραγούδια μιλάνε για «κουλούρες» (Χιώτης), «παράνομους δεσμούς» (Αντώνης Ρεπάνης) και «παράνομη ζωή, παράνομη αγκαλιά, παράνομη αγάπη, παράνομα φιλιά» (Πόλυ Πάνου, 1953). Άλλο οικονομικό περιβάλλον,  άλλος τρόπος ζωής, άλλα τραγούδια.   

 

Στις 31/3/1949 δίνεται η περίφημη και καταλυτική διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκη για το ρεμπέτικο. Το ίδιο έτος ο Μίκης Θεοδωράκης εκφράζει τις πρώτες θέσεις του για το ρεμπέτικο και το 1961 στην Επιθεώρηση Τέχνης γράφει: «[…] το ρεμπέτικο γεννήθηκε μες τους τεκέδες […] Η τόσο φλογερή αλήθεια της Μουσικής τους ριγμένη μπροστά στο λαό σε εποχή που βρίσκεται περικυκλωμένος απ’ την μαλθακότητα της καντάδας και την ψευτιά του ταγκό, παρ’ όλο το εξαθλιωμένο τους περιεχόμενο, τα κάνει να σπάσουν τους σάπιους τοίχους του τεκέ και να ξεχυθούν στις γειτονιές με τις ξύλινες παράγκες, στα εργοστάσια και στα λιμάνια[…]»     

 

Το ρεμπέτικο τραγούδι που κυνηγήθηκε, λογοκρίθηκε,  κατηγορήθηκε και αποκηρύχτηκε από τους «προοδευτικούς», διεμβόλισε όλα τα κοινωνικά στρώματα και τελικά ενσωματώθηκε πλήρως από τη νέα πραγματικότητα. Το τραγούδησαν οι νοικοκυραίοι στα σαλόνια και το χόρεψαν γιάπηδες και νεόπλουτοι  στα σκυλάδικα. Τους μάγκες τους «πάτησε το τρένο» της αντιπαροχής, του εκσυγχρονισμού, της ανάπτυξης, του νεοπλουτισμού και του μοντερνισμού, αλλά τα τραγούδια τους εντάχθηκαν στα όρια του επιτρεπτού και στους κανόνες διασκέδασης της «κόσμιας» συμπεριφοράς. 

 

Τελικά  όπως γράφει (1964) ο Κώστας Ταχτσής,  «τα ζεϊμπέκικα έγιναν καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, καθιερώθηκαν, έχασαν την αιχμή τους, το νόημα τους»  και σύμφωνα με τον Ηλία Πετρόπουλο (1972),  «δίνουμε κάτι που αρνηθήκαμε χρόνια ολόκληρα γιατί η ηθική και ο καθωσπρεπισμός εκείνων των καιρών αναπαυμένα σ’ ανώδυνα άσματα αρνιόταν τις μουσικές μας πηγές».    

 

Πηγή: cretalive.gr




Εργασία στο ρεμπέτικο τραγούδι

 

Του Αλέξανδρου Μαυρικάκη

 


 

Το ρεμπέτικο «γεννήθηκε» στα τέλη του 19ου αιώνα στη Σμύρνη και στην Πόλη, εξελίχθηκε στα λιμάνια των ελληνικών πόλεων και στη συνέχεια πέρασε σε άλλα αστικά κέντρα. Ο τόπος όμως που ολοκληρώθηκε και παρουσιάστηκε ώριμο σε φόρμα και περιεχόμενο, όπως σήμερα το γνωρίζουμε, θεωρείται  ο Πειραιάς. Σε ένα περιβάλλον που επικρατούσε φτώχεια και εξαθλίωση, αβέβαιη  και ευκαιριακή εργασία ανειδίκευτων εργατών, παρανομία και παραβατικότητα, πορνεία, απελπισία και χρήση ουσιών. Το περιβάλλον αυτό δε χαρακτήριζε όλο τον Πειραιά αλλά την ευρύτερη περιοχή της κυρίως Δραπετσώνας και των συνοικισμών της, τα Χιώτικα, τη πλατεία Καραϊσκάκη (μέχρι την πυρκαγιά του 1937 που κατέστρεψε πολλά παραπήγματα), τα Λεμονάδικα και την ευρύτερη περιοχή του λιμανιού. Σύμφωνα με την Γκαίηλ  Χόλστ: «ο Πειραιάς εκείνα τα χρόνια ήταν ένα σκληρό, ανοικτό λιμάνι, γεμάτο αλητεία, φονιάδες, χαρτοπαίκτες, πόρνες και χασίσι…». Και βέβαια το ρεμπέτικο, την περίοδο του μεσοπολέμου, δεν υπήρξε τραγούδι όλου του πειραϊκού λαού ούτε και όλου του  ελληνικού λαού.  

 

Η κοινωνική ομάδα, που ήταν  ενταγμένοι οι ρεμπέτες και οι μάγκες, δεν ταυτιζόταν με τον υπόκοσμο. Μπορεί να μην είχαν κάποιο φωτοστέφανο στο κεφάλι τους αλλά, οι περισσότεροι ήταν σκληρά εργαζόμενοι και ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας και επαγγελματικής αβεβαιότητας. Ο Γρηγόρης Ασίκης  ήταν σιδεράς, ο Αντώνης Καλυβόπουλος μηχανουργός, ο Ιάκωβος Μοντανάρης υπάλληλος τραπέζης, ο Αντώνης Νταλκάς ράφτης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου ψαράς, ο Κώστας Ρούκουνας ξυλουργός, ο Κώστας Σκαρβέλης τσαγκάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής  βαρκάρης, ο Βαγγέλης Σοφρωνίου βιβλιοδέτης, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης σε νεαρή ηλικία παλαιστής, ο Απόστολος Χατζηχρήστος ηλεκτροσυγκολητής και ο Μάρκος Βαμβακάρης εργάτης και αργότερα εκδοροσφαγέας. 

 

Ο Γιώργος  Τσορός ή Μπάτης ή Αμπάτης  χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς.  Γράφει γι’ αυτόν ο Τ. Σχορέλης: «Μέχρις ότου καεί το Καραϊσκάκη, το 1937, διατηρούσε εκεί καφενείο - τεκέ, όπου σύχναζαν όλοι οι μάγκες της εποχής. Στη ζωή του έκανε πολλές δουλειές. Εκτός από το χοροδιδασκαλείο και το καφενείο-τεκέ, πουλούσε φάρμακα για τους κάλους και τα δόντια, έκανε το μικροπωλητή, είχε ενεχυροδανειστήριο κ.ά. Είχε αναπτυγμένο το αίσθημα του χιούμορ και έχουν αφήσει εποχή τα καλαμπούρια του και οι “πλάκες” που 'χε σκαρώσει σε πολλούς, χωρίς την παραμικρή δόση κακίας».

 

Το ρεμπέτικο τραγούδι σαν λυτρωτική έκφραση του προσωπικού βιώματος, αντανακλούσε την συλλογική πραγματικότητα των ανθρώπων της πόλης που ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας και αβεβαιότητας  και βίωναν τις συνέπειες των μεγάλων γεγονότων. Μιλούσε για τα προβλήματα της καθημερινής ζωής, για τα βιώματα του  ρεμπέτη που ήταν βιώματα όλων, για τις προσωπικές σχέσεις και εξέφραζε μια  στάση ζωής που βρισκόταν σε αντίθεση με κατεστημένες αξίες και στερεότυπα. Αποτελούσε μια αδιάσπαστη ενότητα μουσικής- ποιήσεως- χορού (Πετρόπουλος) και «μιλούσε» προς τους άλλους όχι ως «πελάτες» αλλά ως συντρόφους και συμπάσχοντες που είχαν συναντίληψη για τη ζωή. Αποτελεί πηγή πληροφόρησης και καταγραφής της ζωής  του  μικρόκοσμου που ζούσαν οι ρεμπέτες,  για τους μάγκες και  τις γυναίκες που είχαν μαζί τους σχέση,  για ένα κόσμο  που το  political correctness  της εποχής τον θεωρούσε απορριπτέο και τον αντιμετώπιζε με καταστολή. 

 

Όπως γράφει ο Πάνος Γεραμάνης, στα τραγούδια «που φωνογραφήθηκαν σε πλάκες του γραμμοφώνου 78 στροφών, από τότε, δηλαδή, που άνοιξε στην Αθήνα το πρώτο εργοστάσιο παραγωγής δίσκων μουσικής, το περιεχόμενό τους εκφράζει άμεσα (όταν γράφηκαν και κυκλοφόρησαν) τα μεγάλα προβλήματα των ανθρώπων της καθημερινής βιοπάλης. Έδειχνε την αγωνία του κόσμου για ένα καλύτερο αύριο, που όλο φαινόταν, αλλά δεν ερχόταν. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα κομμάτια αναφέρονται στα πιο φτωχά, σκληρά, δύσκολα και τίμια επαγγέλματα: ο εργάτης, ο θερμαστής, το τσαγκαράκι, οι καπνουλούδες, οι φωνογραφιτζήδες, ο ψαράς, οι φάμπρικες, οι σφουγγαράδες».

 

Υπάρχουν τραγούδια που αναφέρονται σε νόμιμα επαγγέλματα όπως:

«Το Τσαγκαράκι» (1931)  του Κώστα Σκαρβέλη που αντιστοιχεί στις μεγάλες απεργίες των τσαγκαράδων.

«Ο Αραμπαζής» (1934) του Μάρκου Βαμβακάρη με ερμηνεία από τον ίδιο.

«Το Μπαρπμεράκι» (1934) του Μπάτη.

«Ο Θερμαστής»  (1934) σε σύνθεση και ερμηνεία Γιώργου Μπατη .
«Ο Χασάπης» (1934) σε σύνθεση και ερμηνεία Μάρκου Βαμβακάρη 

«Ο Αραμπατζής» (1934)  σε σύνθεση και ερμηνεία Μάρκου. 

«Οι Φωνογραφητζήδες» (1936) σε σύνθεση και ερμηνεία από τον Μπάτη. 

«Ο Θερμαστής»   (1940) σε σύνθεση Γιάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη)  και στίχους Χ.Ατσίγγανου.

 
Υπάρχουν τραγούδια που αναφέρονται σε παράνομα επαγγέλματα όπως:  

«Οι Κοντραμπατζήδες» (1936) του Κώστα Ρούκουνα. (Κοντραμπατζής λέγεται ο λαθρέμπορος).   

«Ο Τεκετζής» (1932) του Σπύρου Περιστέρη. (Τεκετζής είναι ο  άνθρωπος της ταβέρνας ή τεκέ που ανεφοδιάζει τους ναργιλέδες με  καπνό).  

«Οι Λαχανάδες» (1934) του Βαγγέλη  Παπάζογλου. (Λαχανάδες στην αργκό λέγανε τους κλέφτες πορτοφολιών, δηλαδή τους πορτοφολάδες. Λάχανο ήταν το πορτοφόλι και «κάναν την κυρία»  σημαίνει «κάναν το κορόιδο») 

«Ο Παπατζής» (1934) του Βαγγέλη  Παπάζογλου. 

«Ο Μπουφετζής» (1935) του Γιώργου  Μπάτη. 

 

Υπάρχουν και τραγούδια  που εκφράζουν παράπονο για την οικονομική/ κοινωνική κατάσταση που οδηγεί στην ανεργία και τη φτώχεια ή σατιρίζουν όσους έχουν λεφτά. 

 

«Πλημμύρα» (1934) του Μάρκου Βαμβακάρη με ερμηνεία από τον ίδιο και την Μαρίτσα Πανδρά. Αναφέρεται στη  μεγάλη πλημύρα του 1934 στην οποία χάθηκαν έξι άνθρωποι από βροχόπτωση πέντε ωρών και προκάλεσε καταστροφές σε σπίτια.   

«Η κρίσης» (1934) του Κώστα Ρούκουνα. Οι στίχοι είναι χαρακτηριστικοί: 

«Οι φόροι και τα κόμματα φέραν αυτή την κρίση
που κάνανε τον άνθρωπο να μη μπορεί να ζήσει

Κι όλο τη φτώχια πολεμά για να την αδικήσει
να βγάλει το ψωμάκι του το σπίτι του να ζήσει

Αλλά κι αυτό αδύνατο για να το κονομήσει
και κάθε μέρα βλασθημά την έρημη την κρίση

Όλος ο κόσμος τα `χασε κι όλοι παραμιλούνε
και κάθε μέρα βλασθημούν την κρίση που περνούνε

“Άντε να ζήσεις φτώχια και να πεθάνεις παλιο κρίση.
Γεια σου Ογδοντάκη μου παιδί μου, γεια σου”

 

«Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική» (1935), Καμβύση- Σέμση με την Ρίτα Αμπατζή.

«Έρημος στη ξενιτιά» (1936) του Κώστα Ρούκουνα. 

«Το παιδί του δρόμου» (1937) του Βαγγέλη Παπάζογλου που γράφτηκε μετά τα γεγονότα του 1936 με τέσσερεις νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Ο Β. Παπάζογλου (Σμύρνη 1896 - Κοκκινιά  1943) ήταν διακεκριμένος μουσικός  με ήθος και αξιοπρέπεια. Αξίζει να αναφερθεί η εξής ιστορία. Όταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, παρ' όλο που υπήρχε προσφορά εργασίας, ο Βαγγέλης Παπάζογλου ήγειρε ηθικό θέμα και μη θέλοντας να παίζει και να χορεύουνε οι «φχαριστημένοι και οι μαυραγορίτες» όπως είπε χαρακτηριστικά, παράτησε την κιθάρα και το τραγούδι και για να μπορέσει να  ζήσει την οικογένεια του, έριξε ένα τσουβάλι στον ώμο και έγινε παλιατζής. Τότε προσβλήθηκε από φυματίωση κι έκανε συχνές αιμοπτύσεις και κατόπιν, η Αγγέλα, η γυναίκα του, πούλησε σχεδόν τα πάντα από το σπίτι για να έχουν λίγο φαγητό.

Οι στίχοι έχουν ως εξής:

Είμαι του δρόμου το παιδί, το παραπονεμένο

και σαν σκυλάκι κάθομαι στους πάγκους το καημένο

Το κρύο έχω πίκρα μου, η ζέστη ειν' η χαρά μου

του καθενός το θέλημα ειν' η παρηγοριά μου

Η πείνα δε με φόβισε, ορφάνια δεν θυμούμαι

βρέθηκα έτσι, στο ντουνιά και δεν παραπονιούμαι

Γεια σου παραπονιάρη Κάβουρα

Κι αν αποθάνω και βρεθεί κανένας και με θάψει

είμαι του δρόμου το παιδί κι εκείνος ας με κλάψει

 

«Φτώχεια μαζί με τη τιμή» (1936) του Π. Τούντα και τραγούδι από τη Ρίτα Αμπατζή.  

«Όσοι έχουνε πολλά λεφτά» (1936) του Μάρκου Βαμβακάρη.  

 

Η κατοχή αλλά και οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις μετά την αντίσταση και τον εμφύλιο δημιουργούν μια νέα σελίδα για το ρεμπέτικο τραγούδι.

 

Κάποια χαρακτηριστικά τραγούδια είναι:  

«Η φτώχεια» (1946) του Απόστολου Χατζηχρήστου  σε στίχους Λελάκη Γιάννη. Τραγουδάει ο Χατζηχρήστος με τον Ι. Σταμούλη (γνωστό ως Μπιρ Αλλάχ). Κορυφαίο τραγούδι για τη φτώχεια που εκφράζει την χωρίς ελπίδα ζωή της φτωχολογιάς      

«Είμ’ εργάτης στο λιμάνι» (1947)του Στέλιου Χρυσίνη  με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και τον Στελλάκη Περπινιάδη.  

«Κάποια μάνα αναστενάζει» (1947) των Τσιτσάνη – Μπακάλη.   

«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» (1947) του Απόστολου Καλδάρα με την Στέλλα Χασκίλ  που γράφτηκε με αφορμή τις συλλήψεις και φυλακίσεις αντιστασιακών στο Γεντί Κουλέ.  

«Ματωμένη Κυριακή» του Βασίλη Τσιτσάνη που στη συνέχεια έγινε «Συννεφιασμένη Κυριακή» (1948) με πρώτη εκτέλεση από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και αναφέρεται στα Τρίκαλα και στην ματωμένη Κυριακή του 1925.  

«Ο εργάτης» (1948) του Απόστολου Καλδάρα με τους Ντούο Χάρμα.     

«Οι  Φάμπρικες ή Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά» (1950)  του Βασίλη Τσιτσάνη  με τους Πρόδρομο Τσαουσάκη και  Μαρίκα Νίνου.

 

Πηγή: cretalive.gr





Οι Σταφίδες καί τά οφέλη τους

 


Οι σταφίδες ωφελούν και ενισχύουν την υγεία

Στο παρελθόν οι σταφίδες αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διατροφής των προγόνων μας, οι οποίοι πίστευαν ότι περιείχε μαγικές και ιδιαίτερα ευεργετικές ιδιότητες. Στην Κρήτη η σταφίδα και ο μούστος αποτελούν, μαζί με το μέλι, τις πιο σημαντικές παραδοσιακές γλυκαντικές ύλες.

 

Οι σταφίδες είναι αποξηραμένα σταφύλια. Η παρασκευή σταφίδας δείχνει την ευρηματικότητα του ανθρώπου να διατηρήσει σε σχεδόν αφυδατωμένη (αποξηραμένη) μορφή το σταφύλι, ένα προϊόν που η φύση το χαρίζει μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες.

 

Σήμερα η σταφίδα θεωρείται μια από τις πλέον θρεπτικές φυτικές τροφές με ιδιαίτερα ωφέλιμα για την υγεία συστατικά. Υπάρχουν αρκετές ποικιλίες σταφίδων, αλλά με βάση το χρώμα και τη γεύση τους διακρίνονται σε μαύρες και σε ξανθές. Οι μαύρες σταφίδες έχουν σκούρο χρώμα και πυκνή γεύση, ενώ οι ξανθές έχουν ανοικτό χρυσαφένιο χρώμα και πιο στυφή γεύση.

 

Χρησιμοποιούνται ως συστατικό για πολλά φαγητά και εξαιρετικά γλυκά, ενώ από μόνες τους αποτελούν ένα ωραίο σνακ ειδικά για αθλητές. Οι σταφίδες γενικά έχουν μεγάλη θρεπτική αξία, είναι δηλαδή πλούσιες σε θρεπτικά συστατικά όμως αποδίδουν και πολλές θερμίδες. Σε 100 γραμμάρια σταφίδας αντιστοιχούν 250 θερμίδες, ενώ ένα φλιτζάνι σταφίδας ισοδυναμεί περίπου με οκτώ φλιτζάνια φρέσκο σταφύλι. Οι σταφίδες αποτελούν καλή πηγή σιδήρου, καλίου και σεληνίου ενώ παράλληλα περιέχουν βιταμίνη Α και βιταμίνες Β και είναι πλούσιες σε φυτικές ίνες.

 

Λόγω των θρεπτικών συστατικών που περιέχουν έχουν ευεργετική επίδραση στην υγεία. Επειδή αποτελούν καλή φυτική πηγή σιδήρου, βοηθούν στην αντιμετώπιση της σιδηροπενικής αναιμίας. Η σταφίδα (σκούρα ή ξανθή) είναι άριστη πηγή καλίου, που έχει αποδειχθεί ως ένα από τα στοιχεία που μειώνει την πίεση του αίματος και την κατακράτηση υγρών. Στην σταφίδα αφθονούν οι φυτικές ίνες, οι οποίες δρουν κατά της δυσκοιλιότητας, των αιμορροΐδων και βοηθούν στη μείωση της χοληστερόλης. Μελέτη του Κέντρου Μελετών και Ερευνών του Los Altos της Καλιφορνίας, έδειξαν ότι 1/4 της κούπας σταφίδα την ημέρα, μειώνει την χοληστερόλη κατά 10%.

 

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι σταφίδες περιέχουν ουσίες που καταπολεμούν βακτήρια στο στόμα τα οποία ευθύνονται για την τερηδόνα και την ουλίτιδα. Οι ουσίες αυτές έχουν την ιδιότητα να καταστέλλουν την ανάπτυξη μικροβίων στο στόμα, να εμποδίζουν την προσκόλλησή τους στα δόντια και τα ούλα και να εμποδίζουν τη δημιουργία οδοντικής πλάκας. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη ότι οι σταφίδες είναι επιβλαβείς για την υγιεινή του στόματος, επειδή είναι γλυκές και κολλούν στα δόντια. Όμως, έρευνες επιστημόνων του πανεπιστημίου του Ιλινόις στο Σικάγο, αποδεικνύουν το αντίθετο. Συγκεκριμένα, σε σταφίδες χωρίς κουκούτσι ανιχνεύθηκαν πέντε φυτοχημικές ουσίες οι οποίες έχουν αντιοξειδωτική και αντιβακτηριακή δράση. Η πιο δραστική από αυτές είναι το ολεανολικό οξύ ενώ λιγότερο δραστικές είναι η ολεανική αλδεϋδη, η βετουλίνη, το βετουλικό οξύ και η φουρφουράλη.

 

Είναι γνωστό ότι η κατανάλωση ζάχαρης ευθύνεται για την αύξηση της οξύτητας και τη δημιουργία της οδοντικής πλάκας. Οι σταφίδες περιέχουν κυρίως φρουκτόζη και γλυκόζη, οι οποίες δεν υποστηρίζουν τη δημιουργία της οδοντικής πλάκας.

 

iatros24.gr




Τα μυστικά του ζεστού σπιτιού από τα παλιά χρόνια


Κάτι παραπάνω ήξερε: 10 μυστικά της γιαγιάς για να κρατά το σπίτι και την οικογένεια ζεστή στο παρελθόν!




Tα κρύα έχουν πιάσει πια για τα καλά και αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να προσθέσουμε κάποια παραπάνω χρήματα στον μηνιαίο προϋπολογισμό μας για να ζεσταθούμε. Πραγματικά, αυτό μας κάνεις να αναρωτιόμαστε πως ζεσταίνονταν οι άνθρωποι πριν ανακαλυφθεί η κεντρική θέρμανση. Ωστόσο, οι παππούδες μας και ειδικά οι γιαγιάδες μας είχαν πάντα έναν τρόπο για να ζεσταθούμε ακόμα και χωρίς κεντρική θέρμανση. Δείτε παρακάτω 10 τρόπους που είχαν οι γιαγιάδες μας στο παρελθόν για να ζεσταίνεται ολόκληρη η οικογένεια.

1. Έψηναν περισσότερο

Όλοι ξέρουμε, ότι η χρήση του φούρνου ζεσταίνει το σπίτι. Μετά το ψήσιμο κάποιου φαγητού, οι γιαγιάδες πάντα άφηναν την πόρτα του φούρνου ανοιχτή για λίγο για να ζεσταθεί το σπίτι.

2. Έκαναν μόνωση στο εξωτερικό του σπιτιού

Η μόνωση δεν είναι μόνο για το εσωτερικό του σπιτιού. Για τον λόγο αυτό οι παππούδες μας έβαζαν σακούλες με φύλλα και μπάλες σανού για να κρατούν το σπίτι ζεστό.

3. Κάλυπταν τους τοίχους

Κρέμαγαν πετσέτες ή κουβέρτες στους τοίχους του σπιτιού που κρατούσαν το εσωτερικό ζεστό.

4. Έβαζαν κουβέρτες στα παράθυρα

Η ζέστη φεύγει ευκολότερα από τα παράθυρα και γι’ αυτό οι παππούδες μας τα κάλυπταν με κουβέρτες για να κρατάνε την ζέστη μέσα.

5. Αξιοποιούσαν τον ήλιο

Τις μέρες που είχε ήλιο άνοιγαν τις κουρτίνες και άφηναν τις ακτίνες του ήλιου να ζεστάνουν το σπίτι .

6. Σφράγιζαν αχρησιμοποίητα δωμάτια

Όσο μεγαλύτερο είναι ένα σπίτι, τόσο περισσότερη θέρμανση χρειάζεται. Οι γιαγιάδες έκλειναν τις πόρτες των αχρησιμοποίητων δωματίων, ώστε η ζέστη να παραμένει μόνο τους κύριους χώρους του σπιτιού.

7. Έβαζαν κάλτσες κάτω από τις πόρτες

Χρησιμοποιούσαν οτιδήποτε μπορούσε να μπλοκάρει την είσοδο του αέρα από το κάτω μέρος της πόρτας, όπως εφημερίδες, κάλτσες ή οποιοδήποτε άλλο ύφασμα.

8. Είχαν συχνά το μάτι της σόμπας

Κρατώντας το σπίτι υγροποιημένο, το βοηθάτε να παραμείνει ζεστό. Πριν γίνουν γνωστοί οι υγραντήρες, οι γιαγιάδες έβαζαν μια κατσαρόλα από χυτοσίδηρο στο μάτι της σόμπας με φλούδες από εσπεριδοειδή.

9. Έβαζαν πολλά χαλιά

Πολλή από την θερμότητα στα σπίτια χάνεται από το πάτωμα, οπότε οι γιαγιάδες έβαζαν μερικά παραπάνω χαλιά τον χειμώνα.

10. Χρησιμοποιούσαν κρεβάτι με ουρανό

Οι άνθρωποι παράγουν πολλή θερμότητα, όταν κοιμούνται και τα κρεβάτια με ουρανό κρατούν μέσα αυτή την ζέστη.



Πηγή : athensmagazine.com

 

 

Το διάβασμα της σπάλας του αρνιού

 


Η σπάλα είναι το τελευταίο επάνω κόκαλο του μπροστινού ποδιού του αρνιού ή του κατσικιού με σχήμα τριγωνικό με φαρδιά και λεπτή επιφάνεια, η λεγόμενη ωμοπλάτη που ενώνει το πόδι με το υπόλοιπο σώμα του ζώου.

Το διάβασμα των σημαδιών της σπάλας του αρνιού λέγεται «ωμοπλατοσκοπία» και οι ρίζες του προφητικού διαβάσματος ξεκινούν από την αρχαιότητα. Από τους αρχαίους προγόνους μας, οι οποίοι πίστευαν πολύ στη δύναμη των οιωνών, πίστευαν ότι η σπάλα του αρνιού έχει σημάδια που σου δίνουν την δυνατότητα να μαντέψεις μελετώντας τα προσεχτικά. Αυτού του είδους η παράδοση διατηρείται ακόμη και σήμερα. Ιδιαίτερα οι βοσκοί, από πατέρα σε γιο, μεταβιβάζουν αυτήν την απόκρυφη επιστήμη με τις «προφητικές» γνώσεις της «ωμοπλατοσκοπίας» και για το πώς να προφητεύουν το μέλλον παρατηρώντας τα σημάδια της πλάτης του ψημένου αρνιού ή κατσικιού.

 

Όπως προείπα, οι καλύτεροι «ωμοπλατοσκόποι» ήταν βοσκοί, οι οποίοι γνώριζαν ότι τα καλά και τα κακά μαντάτα ήταν γραμμένα στο κόκαλο της πλάτης. Δεν είναι και λίγοι αυτοί που μέχρι και σήμερα γνωρίζουν πώς να διαβάζουν τα σημάδια. Το κυριότερο και βασικότερο από όλα που πρέπει να προσέξει αυτός που κάνει την «ωμοπλατοσκοπία» είναι ότι το ζωντανό πρέπει να είναι του κοπαδιάρη ή του σπιτιού.

 

Πρέπει όπως λένε το άρνί ή το κατσίκι βασικά να μην είναι μικρό σε ηλικία αλλά μεγάλο. Επίσης να έχει κοιμηθεί τουλάχιστον δύο νύχτες στην αυλή του σπιτιού, κατά προτίμηση κάτω από τα αστέρια σε περίπτωση καλοκαιριάς ή διαφορετικά στο παχνί του σπιτιού. Εάν κάποιος στο χαρίσει, τότε τα σημάδια που θα διαβάσει ο «ωμοπλατοσκόπος» «μιλάνε» για αυτόν που στο χάρισε και όχι για αυτό που σε ενδιαφέρει προσωπικά.

 

Έτσι κοιτάζοντας την σπάλα βλέπουν πως θα πάει το κοπάδι (κοιτάζοντας στο Σταυρό), αν πεθάνει κάποιος (κοιτάζοντας στην κοιλότητα της άρθρωσης) και μάλιστα μπορούν να διακρίνουν αν θα είναι ο νοικοκύρης (αν η βούλα είναι στα δεξιά) ή η νοικοκυρά (αν η βούλα είναι στα δεξιά), αν φονευθεί κάποιος από το σπίτι ( οπότε θα υπάρχει τρύπα στην επιφάνεια), αν ο νοικοκύρης θα έχει καλή σοδειά, αν η χώρα πάει καλά σε περίπτωση πολέμου και άλλα πολλά τα οποία έχουν σχέση όχι με κάποιο γενικό πρότυπο διερεύνησης της σπάλας αλλά είναι σχετικά με την εμπειρία και την ικανότητα του κάθε ενασχολούμενου με το θέμα.

 

Η «ωμοπλατοσκοπία» έρχεται από πολύ παλιά, από τον 11ον αιώνα. Αρχικά μετεδίδετο εμπειρικά, υπήρξε όμως και πραγματεία περί του θέματος, ο Μιχαήλ Ψελλός έχει γράψει σχετικά.

 

Σύμφωνα με γραπτό χειρόγραφο του πρώτου ημίσεως του 13ου αιώνος το οποίο παρεδόθει από Τούρκους και βαρβάρους (όπως αναφέρει στον τίτλο του), είναι καταγεγραμμένος ο τρόπος της εξέτασης της ωμοπλάτης του ζώου και της εξαγωγής των συμπερασμάτων.

 

Εκτενώς για το θέμα έχει γράψει, μεταξύ άλλων και ο Γ. Α. Μέγας : «ωμοπλατοσκοπία» πραγματεία η οποία εκτίθεται στην λαογραφία του Ν. Πολίτιου 9-10, 1926 – 1929 και η οποία παρατίθεται εδώ: «ωμοπλατοσκοπία».

 

Εργασία :ΚΟΜΙΑΝΟΣ ΠΙΠΗΣ, komianos.wordpress.com

Πηγή: maleviziotis.gr

 

 

 

 

 

Το κελάρι της καλής νοικοκυράς στον Πόντο

Γράφει η Θωμαΐς Κιζιρίδου

 


 

«Το κελάρι», σκίτσο Χρήστου Δημάρχου. Πηγή: Αρχείον Πόντου, τόμος 38

 

Κάθε Πόντια νοικοκυρά φρόντιζε από το καλοκαίρι μέχρι και το φθινόπωρο να εφοδιάσει το σπιτικό της με τα τρόφιμα της χρονιάς, τα κουμάγιας, όπως τα έλεγαν. Τα τοποθετούσε μέσα στο κελάρι που υπήρχε σε κάθε σπιτικό, πλούσιο και φτωχό.

Το κελάρι ήταν ένα δωμάτιο, συνήθως δίπλα στο μαγειρείο του σπιτιού, διαμορφωμένο με ράφια και πάγκους σύμφωνα πάντα με τις ανάγκες τις κάθε οικογένειας, για να τοποθετούνται εκεί τα καλά και τα καλωσύνας, όπως αποκαλούσαν τις προμήθειες της χρονιάς. Επίσης, από το καλοκαίρι μέχρι και το φθινόπωρο η Πόντια νοικοκυρά παρασκεύαζε αγόγγυστα και σε μεγάλες ποσότητες μακαρόνια, μαρμελάδες, τυροκομικά, παστά, καβουρμάδες, τουρσιά, και ό,τι ήταν απαραίτητο για να τραφεί η οικογένεια τους δύσκολους μήνες του χειμώνα. Πολλές φορές  οι ορεινές περιοχές αποκλείονται από το χιόνι μήνες.

 

Στα ράφια και στους πάγκους του κελαριού υπήρχαν:

 

Καβουρμά

Κάθε οικογένεια έσφαζε ένα μεγάλο ζώο, αγελάδα, μοσχάρι, βόδι, και παρασκεύαζε καβουρμά ή γαβουρμά, που ήταν τσιγαρισμένο κρέας με το λίπος του. Έκοβαν το κρέας σε μικρά κομματάκια και το τσιγάριζαν με  αλάτι και μπόλικο λίπος. Το συντηρούσαν σε πήλινα στρογγυλά δοχεία, τα κιούπια, όπου το τοποθετούσαν για να πήξει και να πάρει στρογγυλό σχήμα. Το κάθε κομμάτι το λέγανε τέκιριν. Χοίροι, λόγω απαγόρευσης από τους μωαμεθανούς, δεν εκτρέφονταν στα σπίτια. Πολλές φορές όμως οι Έλληνες κρυφά κυνηγούσαν αγριόχοιρους στα βουνά. Σε αυτήν την περίπτωση παρασκεύαζαν καβουρμά από χοιρινό κρέας. Η καβουρμά έμενε στα πήλινα δοχεία μέχρι το Πάσχα. Την κατανάλωναν σκέτη με ψωμί ή τη μαγείρευαν με πατάτες, με κρεμμύδια, με λάχανα, με φασόλια, ακόμη και με αυγά. Η ελάχιστη ποσότητα που παρασκεύαζε η κάθε οικογένεια ήταν ένα κιούπι. Αναμφισβήτητα αποτελούσε από τις βασικές τροφές των Ποντίων, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη λαϊκή ρήση: «Πατείς τρως την καβουρμάν, τισαεύκεσαι σ’ ορμάν», δηλαδή όποιος τρώει την καβουρμά, αντέχει τόσο πολύ στο κρύο που  μπορεί να κοιμηθεί ακίνδυνα στο δάσος.

 

Παστουρμά

Η ονομασία παστουρμάς προέρχεται από το τουρκικό ρήμα bastırmak, που σημαίνει πιέζω. Για την παρασκευή χρησιμοποιούσαν κομμάτια από μοσχαρίσιο ψαχνό κρέας, άριστης ποιότητας. Αλάτιζαν πολύ καλά τα κομμάτια και για οκτώ μέρες τα τοποθετούσαν σε χώρο και πάνω τους έβαζαν βαριές πέτρες. Κατόπιν, τα άπλωναν στον ήλιο ή και στον αέρα, για να στεγνώσουν καλά και αμέσως μετά άλειφαν την επιφάνειά τους με μίγμα από τσεμέν, σκόρδο, πιπέρι, κύμινο και άλλα μπαχαρικά. Στη συνέχεια κρεμούσαν το κρέας για να ξεραθεί καλά, περίπου 20 μέρες, και ο παστουρμάς ήταν έτοιμος. Τον κατανάλωναν σκέτο, με ψωμί ή τηγανητό μ’ αυγά ή ακόμη και ψητό στα κάρβουνα. Για το τσεμέν αξίζει να σημειωθεί πως τα σπέρματά του είχαν φαρμακευτικές ιδιότητες. Εκτός από τη χρήση του στην επιφάνεια του παστουρμά, το είχαν ως τονωτικό αφέψημα για να καταπολεμήσουν την κόπωση, αλλά και για ν’ ανοίξει η όρεξη.

 

Σουτζούκια

Από κατάλληλο μέρος του σφαχτού, ψιλόκοβαν τα ψαχνά, τόσο που τα έλιωναν, πρόσθεταν λίπος και μπαχαρικά και αφού κάλυπταν ποσότητα με έντερο από το ζώο παρασκεύαζαν τα σουτζούκια. Τα στέγνωναν στον ήλιο πολύ καλά και τα διατηρούσαν κρεμασμένα στο κελάρι ή τοποθετημένα σε πήλινα δοχεία. Τα έτρωγαν με ψωμί ή τα τηγάνιζαν με αυγά.

 

Ψαρικά

Το δημοφιλέστερο και ευρείας κατανάλωσης ψάρι στον Πόντο ήταν το χαψί. Πρόκειται για ένα είδος γαύρου, που δεν υπάρχει στις ελληνικές θάλασσες. Έχει μια ιδιαίτερη γεύση και νοστιμιά και είναι επιδεκτικό παστώματος.  Ιδιαίτερα η παραλία Σουρμένων φημιζόταν για τη μεγάλη παραγωγή σε χαψία. Η ποσότητα της αλίευσης, πολλές φορές ξεπερνούσε τη διατροφική κατανάλωση και το πλεόνασμα το μοίραζαν δωρεάν στους φτωχούς Τούρκους ή το έκαναν λίπασμα στα χωράφια. Τα παστά χαψιά τα τιμούσε δεόντως όλη η οικογένεια, γι’ αυτό και η κάθε νοικοκυρά πάστωνε το λιγότερο έναν μεγάλο τενεκέ. Η διαδικασία παστώματος σε κάθε σπίτι ήταν ιδιαίτερη και κάπως τελετουργική. Αφού μετέφεραν τα χαψία από τον γιαλό, μαζεύονταν στην προκειμένη περίπτωση πολλές νοικοκυρές μαζί και έκαναν αργατία, βοηθούσαν δωρεάν η μια την άλλη στην εργασία του κουλίσματος, του αποκεφαλισμού και καθαρίσματος των ψαριών από τα εντόσθια. Μετά το κούλισμα έπλεναν τα ψάρια και τ’ αλάτιζαν με πολύ αλάτι. Τα έκαναν είτε βαρύπαστα, τοποθετώντας τα σε τενεκέ ή κιούπι σε στρώσεις, με πολύ αλάτι και φύλλα δάφνης και τα κρατούσαν όλο το χρόνο, είτε μελίπαστα, με λίγο αλάτι και σε μικρή σχετικά ποσότητα και σχεδόν άμεση κατανάλωση. Πάνω από κάθε κιούπι ή τενεκέ τοποθετούσαν βαρύ αντικείμενο.

 

Όσπρια 

Απ’ όλα τα όσπρια μόνο τα φασόλια χρησιμοποιούσαν και τα μαγείρευαν με ποικίλους τρόπους. Η κάθε νοικοκυρά προμηθευόταν γενναία ποσότητα για τις ανάγκες του χειμώνα. Συνήθιζαν ν’ αποκαλούν τα φασόλια το κρέας τ’ εφτεχού.

 

Αλεύρι και ζυμαρικά

Η κάθε νοικοκυρά προμηθευόταν μεγάλη ποσότητα αλευριού για την παρασκευή πρωτίστως του ψωμιού της οικογενείας. Οι πιο εύπορες οικογένειες αποθήκευαν μόνο αλεύρι από σιτάρι, ενώ οι φτωχές αλεύρι από καλαμπόκι. Με το αλεύρι που αγόραζαν και αποθήκευαν, παρασκεύαζαν και σπιτικά ζυμαρικά, όπως μακαρίνα, μακαρόνια με γάλα, αυγά και αλάτι μέσα στο αλεύρι. Αφού άνοιγε τη ζύμη σε φύλλο και την τεμάχιζε, άφηνε τη μακαρίνα να στεγνώσει σε σκιερό μέρος, απλωμένη σε σιντόνι για μια εβδομάδα. Επίσης, παρασκεύαζε εβριστέν ή υβριστόν, που είναι και αυτά χειροποίητα ζυμαρικά, χωρίς όμως την προσθήκη γάλακτος και αυγών, και ροδισμένα στο φούρνο. Επίσης η Πόντια νοικοκυρά παρασκεύαζε φυλλωτά ή γιοχάδες, πολύ λεπτά φύλλα ζύμης, ψημένα πάνω στο σατζ’, ένα σιδερένιο θολωτό έλασμα τοποθετημένο σε πυροστιά. Αφού τα έψηνε, τα στοίβαζε το ένα πάνω στο άλλο και τα διατηρούσε τυλιγμένα σε βαμβακερό ύφασμα. Από τους γιοχάδες θα έφτιαχνε το χειμώνα περέκι, πίτα με τυρί.

 

Δημητριακά

Απαραίτητα η νοικοκυρές παρασκεύαζαν κορκότον, δηλαδή χονδροαλεσμένο σιτάρι. Ο τρόπος παρασκευής ήταν ο εξής: Αρχικά αποφλοίωναν το σιτάρι. Κατόπιν, αφού το μούσκευαν λίγο, το κοπανούσαν για ν’ απομακρυνθούν οι φλούδες του, τα σανία.  Αμέσως μετά  το ξέραιναν και το άλεθαν στο μύλο.

Πολλές φορές  παρασκεύαζαν κορκότον και από κριθάρι και καλαμπόκι, λαζούδ’. Το κορκότον το χρησιμοποιούσαν ως υποκατάστατο του ρυζιού, προσθέτοντάς το κυρίως σε σούπες. Επίσης, κατά την καλοκαιρινή περίοδο ήταν εποχή και για πλιγούριν, που η διαδικασία παρασκευής του απαιτεί και πάλι αργατία, ομαδική εργασία. Χρησιμοποιούσαν άσπρο χονδρό σιτάρι με τον εξής τρόπο: Καθάριζαν το σιτάρι, το έβραζαν σε μεγάλα καζάνια και το άπλωναν στον ήλιο να στεγνώσει καλά. Κατόπιν και πάλι το καθάριζαν σπυρί-σπυρί, αφού το άπλωναν πάνω σε τραπέζι. Στη συνέχεια και πάλι το έβρεχαν και το κοπάνιζαν με ειδικό κόπανο σ’ ένα μεγάλο λίθινο γουδί, το τιμπέκιν. Για μία ακόμα φορά  το στέγνωναν στον ήλιο, για να ξεχωρίσει ο φλοιός του σιταριού από τον καρπό. Τέλος, αφού το χονδροάλεθαν σε χερόμυλο, χερομύλ’, το αποθήκευαν.

 

Γαλακτοκομικά

Για τη χειμερινή περίοδο ιδιαιτέρως, που τα ζώα δεν παρήγαγαν και μεγάλη ποσότητα γάλακτος, παρασκεύαζαν από το καλοκαίρι τσορτάνια, που ήταν σβόλοι από μυζήθρα αποξηραμένη στον ήλιο. Τα αποθήκευαν σε βαμβακερές πάνινες σακούλες, ν’ αερίζονται καλά και τα χρησιμοποιούσαν σε φαγητά που πρόσθεταν πασκιτάν’, κυρίως στις σούπες. Επίσης παρασκεύαζαν τσοκαλίκ’, σακουλίσιο γιαούρτι, αλατισμένο και πολύ καλά στραγγισμένο από υγρά. Για να το πετύχουν αυτό, έβαζαν πάνω στη σακούλα το τσοκαλίκ’, πλατιά και βαριά πέτρα. Σχετική είναι και η φράση που συνήθιζαν να λένε: «Λίθωσον το σακούλ’ να υλίζ’ καλά το τσοκαλίκ’», δηλαδή πίεσε καλά με την πέτρα το σακούλι, να στραγγίσει καλά το γιαούρτι. Κατόπιν, το τοποθετούσαν σε πήλινο δοχείο, το σφράγιζαν και το κατανάλωναν τους χειμερινούς μήνες.

 

Στο κελάρι επίσης υπήρχαν: Τουρσιά, κυρίως από λάχανο, ξεραμένα φρέσκα φασολάκια σε αρμαθιές, πατίτζα, που αφού πρώτα τα έβραζαν κατόπιν τα στέγνωναν στον ήλιο. Ακόμα, υπήρχαν πήλινα δοχεία με ρετσέλια, μαρμελάδες από σύκο, βερίκοκο, ροδάκινο, άγριες φράουλες.

 

Επίσης, τζίρα, αποξηραμένα φρούτα, όπως μήλα, δαμάσκηνα, σύκα, αχλάδια, που μ’ αυτά παρασκεύαζαν κομπόστα, χοσάφ’, κόκκινες καυτερές αποξηραμένες πιπεριές σε αρμαθιά, ξερά σκόρδα, κρεμμύδια, ξηροί καρποί, όπως φουντούκια και καρύδια, καθώς και παστίλα, που ήταν γλυκός χυλός μούρων, αποξηραμένος στον ήλιο. Πολλές φορές στο χυλό πρόσθεταν και ψιλοκομμένο φουντούκι.

 

Θωμαΐς Κιζιρίδου

 

Πηγή: pontosnews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου