...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2023

 

ΑΦΟΥΣΗΣ («Δεν ημπορώ τα πάθη μου») - Κάσος

 



 

Ο Σκοπός «του Αφούση» είναι ο πλέον χαρακτηριστικός και αγαπημένος σκοπός της νήσου Κάσου στα Δωδεκάνησα, πάνω στον οποίον, όπως συμβαίνει κατά κόρον με τους σκοπούς στα Δωδεκάνησα, έπλεκαν αυτοσχέδια δίστιχα οι τραγουδιστάδες και μουσικοί της νήσου.

 

https://www.youtube.com/watch?v=OnU0VBtUbCg

 

Οι στίχοι:

Άιντες, δεν ημπορώ τα πάθη μου,

να το πω, για να μην το πω;

της πέτρας να τα λέω

της πέτρας να τα λέω.

 

Άιντες, κι η πέτρα να μη μου μιλά

σ' αγαπώ, μα τι να πω

να κάθομαι να κλαίω,

της πέτρας να τα λέω.

 

Άιντες, κάθομαι, συλλογίζομαι

σ' αγαπώ δυο-τρεις φορές

όπως το συναξάρι,

όπως το συναξάρι

 

άιντες, πως είν' η θάλασσα αρμυρή

σ' αγαπώ δυο-τρεις φορές.

κι ανάλατο το ψάρι,

όπως το συναξάρι.

Ο Αφούσης ή Αντράς (Αντρέας) ήταν υπαρκτό πρόσωπο και έζησε στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου στην Κάσο. Λέγεται πως ήταν ένας έξυπνος και μορφωμένος άνθρωπος και μάλιστα δούλευε ως δάσκαλος στην νήσο Κρήτη, όπου και είδε μπρος στα μάτια του να σφάζουν τον πατέρα του. Το τραυματικό αυτό γεγονός τον σημάδεψε για πάντα. Επέστρεψε στο νησί του, επιδεικνύοντας όμως αλλόκοτη συμπεριφορά. Έτσι, περιφερόταν στους δρόμους του νησιού ξυπόλυτος, με τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε ένα μάλλινο ζωνάρι στη μέση και ξεκουμπωμένο πουκάμισο. Στο χέρι του κρατούσε ένα καλάθι και τον συνόδευε πάντα ο πιστός του σκύλος, ο Λεονταρής. Χρησιμοποιούσε μια σπηλιά ως σπίτι, ενώ είχε το συνήθειο να φοράει 6-7 καπέλα μαζί, κάτι που αποτυπώνεται και σε μία μοναδική φωτογραφία που φέρεται να τον απεικονίζει.

Ο Αφούσης ήταν από χρόνια ερωτευμένος με μια κοπελιά από το νησί, όμως μετά από την κατάσταση στην οποία περιήλθε, η οικογένεια της κοπελιάς αυτής την πάντρεψε με έναν ναυτικό. Ο ναυτικός λίγο μετά τον γάμο τους χάθηκε σε κάποιο ναυάγιο και έτσι η κοπέλα έμεινε για όλη την υπόλοιπη ζωή της χήρα. Κατά καιρούς όταν επανερχόταν η μνήμη του Αφούση και θυμόταν το αίσθημά του, ξεροστάλιαζε έξω από το κονάκι της. Η χήρα βλέποντάς τον σε αυτή την τραγική κατάσταση, τον λυπόταν και πολλές φορές του πρόσφερε ένα πιάτο ζεστό φαΐ. Πάντα με το φόβο μην την δει κανένα κακό μάτι από την γειτονιά και αρχίσουν τα σχόλια.

 

Ο Αφούσης πολλές φορές επέμενε να την δει και όταν βράδιαζε και αυτή δεν ανταποκρινόταν, για να του ανοίξει την πόρτα της, ξεκίναγε τις μαντινάδες… «(Β)άλε φωδιά στο λύχνο σου, να φέξ’ η κάμαρή σου… Αντράς, κερά μου, στέκεται ομπρός εις την αυλή σου…»

 

Παρά την ψυχολογική και διανοητική του κατάσταση, ποτέ δεν έβλαψε κανέναν και γνώριζε όλους τους κατοίκους του νησιού ξεχωριστά. Οι συμπατριώτες του όταν γλεντούσαν τον επιζητούσαν πάντα στην παρέα τους, γιατί με ένα ποτηράκι ο Αφούσης άρχιζε να διηγείται διάφορες ιστορίες και μύθους ή να ταιριάζει στίχους προκαλώντας την ευθυμία τους. Η πιο συχνή του φράση ήταν: «Εγώ Αφούσης παλλαρός;…» (δηλ. τρελός). Σε ανθρώπους πάλι που τον ρωτούσαν ποιος είναι, αυτός απαντούσε στερεότυπα: «Ντροπή σας να ρωτήξετε τους άλλους να σας πούσι… Ούλοι σας θα γνωρίζετε εμένα τον Αφούση…».

 

Ο Αφούσης, μεγάλος πια, εξασθενημένος και άρρωστος βαριά, όταν κατάλαβε το τέλος του, πλάγιασε σε ένα εγκαταλελειμμένο χάλασμα. Η απουσία του έγινε αισθητή από τους ανθρώπους του χωριού, που τον αναζητούσαν μέρες. Κάποια παιδιά τον ανακάλυψαν και τον μετέφεραν στον καφενέ του Κώστα του Μιχ. Διάκου. Τότε όλοι έτρεξαν να του συμπαρασταθούν στις τελευταίες του στιγμές. Σε κάποια στιγμή του παραληρήματος του, γιατί ο Αφούσης είχε 40 πυρετό, άρχισε να τραγουδά γλυκά τον σκοπό «γιαέλι», λέγοντας: «Σήμερον είμ’ ακόμ’ εδώ, αύριο θα πεθάνω… Και θα με πάρουν στο Χριστό σαν ένα καπετάνο…». Πράγματι, την επομένη ο Αφούσης πέθανε. Λέγεται δε πώς ποτέ νεκρός δε συγκέντρωσε τόση μεγάλη συνοδεία.

 

Ο λαός της Κάσου όχι μόνο αγάπησε τον Αφούση, τον τρελό του χωριού, αλλά για να τον θυμάται, διέσωσε κάποιους στίχους από τη μελωδία που συχνά μονολογούσε στη μοναξιά του ο Αφούσης.

 

ΔΙΣΚΟΣ: ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ - Σκοποί και τραγούδια

ΦΟΡΕΑΣ: Οργανισμός Πολιτιστικής Ανάπτυξης, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Δωδεκανήσου

Μουσική Επιμέλεια: Μανώλης Καρπάθιος, Παντελής Αναστασόπουλος

Τραγούδι - Κασιώτικη λύρα: Δημήτρης Περσελής

 

 

Πηγή: youtube.com - greek_folk_music

visitgreece.gr

 

 

Η θάλασσα στη λαϊκή παράδοση

 

 

 



 

 

Σύμφωνα με κοσμογονικούς μύθους η θάλασσα ήταν αρχικά ενωμένη με τον ουρανό, απομακρύνθηκαν όμως με τον καιρό για διάφορους λόγους. Λέει μια παράδοση γνωστή στη Πελοπόννησο και σε άλλα μέρη: «Όταν ήταν κολλητά ο ουρανός και η γη, επειδή ήταν μεγάλη η στενοχώρια και δεν μπορούσαν να υποφέρουν συμφώνησαν ο Θεός και η Θάλασσα να δώσουν ο ένας τού άλλου κλωτσιές, όσο που να λάβει ο Ουρανός το ύψος και η Θάλασσα το βάθος που χρειάζονταν. Πρώτος κλώτσησε ο Ουρανός και η Θάλασσα έγινε βαθύτερη. Κλώτσησε και η Θάλασσα και ο Ουρανός υψώθη αρκετά, αλλ’ επειδή χρειαζόταν περισσότερο ύψος, κλώτσησε άλλη μια φορά τη Θάλασσα. Αυτή, όμως, φθόνησε το Θεό και ήθελε να έχει περισσότερο βάθος από το ύψος τού Ουρανού για να είναι καλύτερη. Γι αυτό δεν κλώτσησε και αυτή, κατά τη συμφωνία. Ο Ουρανός παραπονέθηκε στο Θεό, και ο Θεός θύμωσε και για να παιδέψει τη Θάλασσα για την περηφάνιά της, την χαλίνωσε με τρεις τρίχες από ουρά αλόγου. Από τότε μουγκρίζει η Θάλασσα και φοβερίζει τον Ουρανό, αλλά δεν μπορεί να σπάσει το χαλινάρι. Μερικοί, όμως, λένε πως κατόρθωσε ως τα τώρα να κόψει τις δύο τρίχες, και μόνο μια τη βαστά. Αν κόψει και αυτή θα ξαπολυθεί και θα πνίξει όλη την οικουμένη».
Η δοξασία ότι η θάλασσα έχει «χαλινωθεί» εκφράζεται και έμμετρα σε τραγούδι τής Κύπρου:

«Η θάλασσα τον ουρανό πολλά τόν φοβερίζει γιατί τήν εχαλίνωσε χαμαί και μουγκαρίζει».

Οι (εξαιρετικά εύθραυστες βέβαια) «τρίχες» αλόγου, με τις οποίες είναι δεμένη η θάλασσα, φαίνεται πως υπονοούν την άμμο, η οποία πιστεύεται ότι αποτελεί φραγμό στην ορμή της θάλασσας. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται στους στίχους ενός ποντιακού τραγουδιού:

«Οντεν εχτίστεν κιβωτός κ’ εθεμελιώθεν κάστρος, και μαργιλών’ (=περιβάλλεται) η θάλασσα τριγύ­ρου με την άμμον...»

Θαλασσινός δαίμονας της νεοελληνικής μυθολογίας, που αποτελεί επέκταση του αρχαίου μύθου για τις Γοργόνες, τις Σειρήνες και τη Σκύλλα. Η Γοργώ, όπως λεγόταν από τους αρχαίους, ήταν κόρη της Γης και σκοτώθηκε στη γιγαντομαχία από την Αθήνα. Στα νεώτερα χρόνια μυθολογείται ως αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου που από τη μέση και κάτω είχε ουρά ψαριού, γιατί τιμωρήθηκε επειδή είχε κλέψει από τον αδερφό της το αθάνατο νερό. Γύριζε στις θάλασσες και ρωτούσε τους ναυτικούς: "Ο βασιλιάς Αλέξανδρος απέθανε, για ζει;". Κι αν εκείνοι δεν της απαντούσαν "ζει και βασιλεύει", αυτή τους βούλιαζε το πλοίο "μ' ένα χτύπημα της ουράς της". Η Γοργόνα αποτελεί αγαπητό θέμα στη λαϊκή τέχνη και παρασταίνεται από ξύλο πάνω στην πλώρη των πλοίων. Επίσης πολλοί ναυτικοί την απεικονίζουν με τατουάζ πάνω στο σώμα τους. Η νεοελληνική λογοτεχνία, ιδίως η θαλασσινή, αφιερώνει πολλά διηγήματά της στο μύθο της Γοργόνας.
Η θάλασσα, εκτός από τη γνωστή παράδοση για τη Γοργόνα, συνδέεται και με πολλές άλλες διηγήσεις για στοιχειά και στοιχειωμένους τόπους, για βουλιαγμένες πολιτείες, μαγεμένες σπηλιές, απολιθωμένους ναυτικούς κ.λπ., και έχει αποτελέσει πολύ αγαπητό θέμα στη δημοτική ποίηση.
 Κύριος τού υγρού στοιχείου στη χριστιανική παράδοση είναι ο άγιος Νικόλαος (διάδοχος τού Ποσειδώνα και άλλων συναφών αρχαίων θεοτήτων). Οι ναυτικοί ημερεύουν την αγριεμένη θάλασσα ρίχνοντας στα κύματα αντίδωρο ή κόλλυβα από την ημέρα τής εορτής τού αγίου ή βυθίζοντας το εικόνισμά του στο νερό.

 

 

 

 

 

 

 

 

Το θαλασσινό νερό, πολύ περισσότερο από ό,τι το κοινό νερό, θεωρείται από αρχαιότατους χρό­νους άριστο μέσο καθαρμού.
Γενικότερα, θεωρείται πολυδύναμο στοιχείο, που εξασφαλίζει ευτυχία και υγεία. Από την αντίληψη αυτή εξηγείται η συχνή αναφορά τής θάλασσας και του θαλασσινού νερού σε λατρευτικό έθιμα και σε άλλες εκδηλώσεις Στη Μεθώνη, π.χ., πρωί πρωί την Πρωτοχρονιά κοίταζαν πρώτα τη θάλασσα και τα βουνό, πιστεύοντας ότι έτσι εξουδετέρωναν προληπτικά κάθε κακό για τον καινούργιο χρόνο που άρχιζε.
Την ίδια μέρα, στον Πόντο και σε άλλα μέρη κορίτσια και γυναίκες κατέβαιναν στη θάλασσα κα αφού εναπόθεταν στο ακρογιάλι προσφορές από σιτάρι και αλάτι, έπαιρναν νερό, με το οποίο, ράντιζαν τα σπίτια τους, για καλοχρονιά.
Όπως πιστεύεται, τα νερά τής θάλασσας γίνονται γλυκά και πίνονται την ημέρα των Θεοφανίων, όταν γίνει ο μεγάλος αγιασμός. Η αντίληψη για γλυκά νερά απηχεί επίσης παλιές δοξασίες που εκφράζονται με διάφορες κοσμογονικές - αιτιολογικές παραδόσεις. Έτσι, και στη Νάξο, π.χ. λέγουν ότι «στην αρχή που ο Θεός έκαμε το, κόσμο, το νερό τής θάλασσας ήτανε γλυκό σαν το νερό τού πηγαδιού, μ’ από τότες που απόμεινε όλο στο ίδιο μέρος, χωρίς να κουνιέται καθόλου ερμύρισε (= έγινε αλμυρό) και δεν πίνεται».
Στην πίστη που υπάρχει για τις θαυματουργικές, δυνάμεις του θαλασσινού νερού, και μάλιστα του αγιασμένου, στηρίζεται η συνήθεια να ρίχνουν τη ημέρα των Θεοφανίων καθώς και την επομένη τού αγίου Ιωάννου, αρρώστους στη θάλασσα, με την πεποίθηση ότι θα γίνουν καλά, ή ρίχνουν τους νιόγαμπρους για ευτυχία. Στην αντίληψη, εξάλλου, για εξαγνισμό και ανανέωση τής δύναμής τους στηρίζεται το έθιμο να πλένουν τα εικονίσματα τού σπιτιού ή τα γεωργικά τους εργαλεία στη θάλασσα.
Η πίστη στην εξαγνιστική και ζωογόνα δύναμη τής θάλασσας φανερώνεται έντονα κατά την ημέ ρα τής Αναλήψεως, που παλιότερα αποτελούσε τη χρονική αφετηρία για τα θαλασσινά λουτρά τής χρονιάς. Την ημέρα αυτή το θαλασσινό νερό θεωρείται ότι αποκτά ιδιότητες ισοδύναμες σχεδόν με τού αγιασμένου νερού. Οι νοικοκυρές κατεβαίνοντας στη θάλασσα έπαιρναν από σαράντα κύματα νερό και επιστρέφοντας ράντιζαν όλους τους χώρους τού σπιτιού με την ευχή: «Όπως αναλήφτηκε ο Χριστός, έτσι να αναληφτεί και από το σπίτι κάθε κακό». Όμοια ευχή έκαναν και όταν έμπαιναν στη θάλασσα, ενώ πλένονταν με το νερό της: «Όπως αναλήφτηκε ο Χριστός. αναλήβομαι κι εγώ. Ό,τι κακό έχω πάνω μου να φύγει». Από το νερό που φέρνουν στο σπίτι κρατούν λίγο όλο τον χρόνο, για φυλαχτό τού σπιτιού και αντιβασκάνιο.
Τής Αναλήψεως επίσης, αλλά και σε άλλες εορτές (Πρωτοχρονιά κ.λπ.), συνηθίζουν σε πολλά μέρη να φέρνουν στο σπίτι από τη θάλασσα μια πέτρα «μαλλιαρή», δηλαδή με βρύα πάνω της. Πιστεύεται ότι η πέτρα αυτή, από τη συνεχή επαφή της με το υγρό στοιχείο και με τα βρύα που την καλύπτουν δίνοντάς της χνουδωτή όψη, απο­κτά μαγικές ιδιότητες. Γι’ αυτό τη φυλάγουν όλο τον χρόνο σ’ ένα σεντούκι ή σε μια γωνιά του σπιτιού, για να χαρίζει πλούτο και να διώχνει μακριά το κακό.

 

 

 

 

 

 

 

 

Στην Κύπρο, τη Δευτέρα τού Αγίου Πνεύματος, που έχουν την τοπική λαϊκή γιορτή τού «Κατακλυ­σμού» (λέγεται έτσι, γιατί «κατακλύζουν», δηλαδή καταβρέχουν με νερό ο ένας τον άλλο, πηγαίνουν με εκκλησιαστική πομπή στα παράλια μέρη και ρίχνουν τον σταυρό στη θάλασσα. Την ημέρα αυτή οι Κύπριοι την αποκαλούν «αϊγ-Γιαλόν. Όλοι όσοι πηγαίνουν ραντίζονται με θαλασσινό νερό.
Στην Κω, την 1η Σεπτεμβρίου κατεβαίνουν στην παραλία αγόρια και κορίτσια πρωί πρωί και ρίχνουν στη θάλασσα τη λεγόμενη «αρκιχρονιά» (μια αρμαθιά από Ρόδι σταφύλι, κυδώνι, σκόρδο και φύλλα από τον πλάτανο τού Ιπποκράτη), που όλο τον χρόνο τον
  κρατούν στο εικονοστάσι τού σπιτιού. Αφού βουτήξουν στη θάλασσα την καινούργια αρκιχρονιά, παίρνουν μαζί τους νερό, το οποίο επιστρέφοντας; στα σπίτια τους χύνουν στις τέσσερις γωνιές για τη «γλωσσοφαγιά», όπως λέγουν.
Το νερό της θάλασσας θεωρείται ακόμη κατάλληλο και σε άλλες περιστάσεις και περιπτώ­σεις. Σε πολλά μέρη (Πάρο, Ζάκυνθο, Χίο κ.α.) βουτούσαν πριν από τον γάμο τον γαμπρό στη θάλασσα, για να μην τον πιάσουν μάγια, και στην παλιά Αθήνα μια γριά οδηγούσε τους νεόνυμφους στη θάλασσα και εκεί, αφού τούς τύλιγε με μια κληματσίδα, τούς άφηνε για να τούς καταβρέξουν σαράντα κύματα.
Η θάλασσα, τέλος, παρατηρείται και για καιρικές προγνώσεις. Έτσι, το μικρό κύμα σε ώρα νηνε­μίας, η θόλωση, τα ρεύματα, το βαθυκύανο χρώμα κατά περιοχές ή ζώνες και άλλα σημεία της επιφάνειάς της προαναγγέλλουν ανάλογες καιρι­κές μεταβολές. Στους Παξούς, π.χ., πιστεύουν ότι «άμα έρχεται η θάλασσα (= κύμα), πίσω έρχεται αγέρας» και στην Ηλεία λέγουν «κύματα μουγγά κοντινή κακοκαιριά
  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.: Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα Γ.Ν. Αικατερινίδης, Ν. Γ. Πολίτης, «Δημώδεις κοσμογονικοί μύ­θοι». Λαογραφικά Σύμμεικτα, τόμ. Β΄, εν Αθήναις 1975, σ. 90-129 - Τού ίδιου, Παραδόσεις, εν Αθήναις 1904, Μέρος Α΄, σ. 122-123 (αριθ. 218-219), Μέρος Β΄ σ. 805-806/ Δ. Πετρόπουλος, «Τής Αναλήψεως τα έθιμα. Κατέβασμα στη θάλασσα. "Πέτρα μαλλιαρή". Νέα Εστία, τόμ. 43, τεύχ. 492 (Ιαν. 1948), σ. 777-779 Δ. Σ. Λουκάτος, «Θαλασσινές παραδόσεις στην Επτάνησο». Πρακτικό Τρίτου Πανιονίου Συνεδρίου, τόμ. Β', εν Αθήναις 1969, σ. 58-68

 

Πηγή: http://5dim-pyrgou.ilei.sch.gr/

 

 

 

 

 

 

 

 


Τρίτη 4 Ιουλίου 2023

Ο Μισεμός -- Παραδοσιακό τραγούδι από την Νάξο

 

Ο Μισεμός -- Παραδοσιακό τραγούδι από την Νάξο



Ο Μισεμός είναι παραδοσιακό τραγούδι που απαντάται στην περιοχή της Νάξου. Δισκογραφικά πρωτοερμηνεύθηκε από την Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη το 1969 (Νησιώτικα Τραγούδια Νο2).

Πρόκειται για ένα τραγούδι που αναφέρεται στην ξενιτιά και τον χωρισμό που προκύπτει ως απόρροια αυτής. Η εν λόγω εκδοχή του κομματιού υπόκειται στα αισθητικά κριτήρια του σχήματος μας αποτελώντας έτσι μια διαφορετική προσέγγιση στην αισθητική που προστάζει η προέλευσή του. 


Στίχοι 


Ακόμα δεν εμίσεψες κι αρχίνησα να κλαίω 

Και τση καημένης θάλασσας παράπονα να λέω 

Γω(εγώ) δε χολιώ(θυμώνω) το μισεμό μήτε το χωρισμό σου 

Μόνο χολιώ το θώρακα* π’ α’ βάλεις στο λαιμό σου


*Ο θώρακας ήταν το επικίνδυνο σκάφανδρο που έβαζαν οι δύτες στον λαιμό τους




Πηγή :  Το κανάλι youtube του παραδοσιακού συγκροτήματος Pentaichon

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2023

 

O χορός των κουταλιών και το γαμήλιο θήμισμα στις «αποσκευές» των προσφύγων

 

Ο μουσικολόγος και εθνομουσικολόγος Παύλος Γαϊτανίδης μιλάει για την παραδοσιακή μουσική που αναδεικνύεται σε μουσική ταυτότητα

 


(Φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ)

 

Στο χορό των κουταλιών, που φέρει την «καταγωγή» του από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας, οι χορευτές κρατούν από τέσσερα ξύλινα κουτάλια, δύο στο κάθε χέρι. Η ύπαρξη των κουταλιών δεν είναι τυχαία, αφού ο ήχος τους, καθώς χτυπούν μεταξύ τους, κρατά τον ρυθμό ανάλογα με το τραγούδι που συνοδεύει την κίνηση. Συνδεδεμένος, άλλωστε, με μια σημαντική περίοδο της καθημερινότητας των Ελλήνων της Καππαδοκίας, εκείνη του θερισμού, ο τελετουργικός χορός του αλωνιού παλιά χορευόταν στα αλώνια και έτσι οι χορευτές και οι χορεύτριες πατούσαν την παραγωγή τους. Σήμερα χορεύεται από άνδρες και γυναίκες, σε κύκλο και με λαβή των χεριών σταυρωτά, στις περιοχές όπου βρέθηκαν οι πρόσφυγες από την περιοχή.

 

Περισσότερο γνωστός είναι ο χορός Σέρρα, ο εμβληματικός ποντιακός Πυρρίχιος ο οποίος έχει εγγραφεί στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και προήλθε από διασταυρώσεις μοτίβων αρχαίων πυρρίχιων χορών και έφτασε στις μέρες μας διατηρώντας τον αρχικό της πυρήνα.

Τους χορούς αυτούς, που κλείνουν μέσα τους τις παραδόσεις, τα βιώματα, τις συνήθειες και τη μουσική τους ταυτότητα μετέφεραν στις νέες πατρίδες τους οι Έλληνες πρόσφυγες, μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης. Τους κράτησαν, άλλωστε ζωντανούς, διατηρώντας ένα στοιχείο συνοχής και ενίσχυσης της πολιτισμικής τους ταυτότητας και χρησιμοποιώντας τους ως μέσο έκφρασης συναισθημάτων όπως η χαρά, η λύπη, η αγάπη, η νοσταλγία, η ξενιτιά, η εγρήγορση και η ελπίδα.


(Φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ)

 

Με αφορμή τη σχετική παρουσίασή του στο συνέδριο με θέμα «Ο προσφυγικός κόσμος στην Ελλάδα μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης: Ιστορία, εκπαίδευση, πολιτισμός, μνήμη», που πραγματοποιείται στη Φλώρινα, ο μουσικολόγος και εθνομουσικολόγος Παύλος Γαϊτανίδης εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι η παραδοσιακή μουσική αναδεικνύεται σε μουσική ταυτότητα και αποτελεί σύμπλεγμα της μουσικής, των τραγουδιών και του χορού. Η μουσική είναι η οικεία έκφραση του λαού που αποδίδεται με τα μουσικά όργανα ενώ τα τραγούδια απηχούν κάθε πτυχή της ζωής και ο χορός αντανακλά το ύφος, το ήθος, την ιδιοσυγκρασία και γενικά την αισθητική του λαού.

Χοροί από τον Πόντο, την Κωνσταντινούπολη και την Καππαδοκία

Χαρακτηριστικές, άλλωστε, περιπτώσεις μιας τέτοιας έκφρασης είναι το «θήμισμαν» ένας τελετουργικός, μυστηριακός χορός από τον Πόντο που τελείται μετά το γάμο, από το απόγευμα της Κυριακής μέχρι το πρωί της Δευτέρας. Σε αυτόν συμμετέχουν επτά μονοστέφανα ζευγάρια (που έχουν κάνει δηλαδή μόνο έναν γάμο) και ένα άτομο ανύπαντρο ενώ το νέο ανδρόγυνο βρίσκεται ανάμεσα στα ζευγάρια που κρατούν αναμμένες λαμπάδες στα χέρια.

Στη βυζαντινή περίοδο ανάγεται ο πολίτικος χασάπικος που αποτελούσε χορευτική μίμηση μάχης με σπαθιά της συντεχνίας των Ελλήνων κρεοπωλών στη Μακεδονία και την Κωνσταντινούπολη.

 

(Φωτ.: ΑΠΕ-ΜΠΕ)

 

Καρσιλαμά, τέλος, χόρευαν αντικριστά στα παράλια της Μικράς Ασίας, τη Σμύρνη, την Καππαδοκία, το Ικόνιο και άλλες περιοχές ενώ στην Ελλάδα σήμερα ο χορός χορεύεται στα νησιά του Αιγαίου, τη Σύρο, την Κύθνο, την Ίμβρο, τη Λέσβο αλλά και στη Θράκη και τη Μακεδονία.

Η συνοχή της πολιτισμικής ταυτότητας των Ελλήνων προσφύγων

«Η πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων προσφύγων έχει μία διαχρονική και διακριτή συνοχή. Πέρα από τα βιολογικά και τα κοινωνιολογικά του χαρακτηριστικά στηρίζεται στις εθιμικές και πολιτιστικές του παραδόσεις καθώς και στις υψηλές αξίες και τα πρότυπα ζωής. Μέρος αυτών αποτελεί η παραδοσιακή του μουσική» τόνισε ο Παύλος Γαϊτανίδης στο συνέδριο που διοργάνωσαν το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών «Επιστήμες της Αγωγής, Ζητήματα ιστορίας, ιστορικής εκπαίδευσης και εκπαιδευτικής πολιτικής», το Εργαστήριο Τοπικής ιστορίας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης και το Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, η Ελληνική Εταιρεία ιστορικών της Εκπαίδευσης, η Περιφερειακή Ενότητα Φλώρινας και ο Δήμος Φλώρινας.

 

Ανά γεωγραφική περιοχή, άλλωστε, διαφοροποιούνται μουσικά όργανα και μουσικές ή χοροί με χαρακτηριστικά παραδείγματα από τη Σμύρνη (βιολί, ούτι, σαντούρι, καρσιλαμάς, συρτός, μπάλος), την Προποντίδα και την Κωνσταντινούπολη (πολίτικη λύρα, ούτι, σαντούρι, καρσιλαμάς, μπάλος, πολίτικο χασάπικο), τον Πόντο και την Τραπεζούντα (λύρα, κεμεντζές, ζουρνάς, νταούλι, θήμιγμα/θύμιγμα, κοτσαγγέλ’/κοτσαγκέλι, σέρρα) αλλά και την Καππαδοκία (κεμανές, βιολί, ντέφι, ίσος, κόνιαλι, χαρμάν γερί/τόπος του αλωνιού).

Ο ίδιος σημείωσε ότι το ρεπερτόριο της παραδοσιακής μουσικής, συστηματικά ή ευκαιριακά, μπορεί να περιλαμβάνει ορισμένα δάνεια ανατολικής ή γενικά ξένης προέλευσης ωστόσο, όπως υπογράμμισε «η παραδοσιακή μουσική των Ελλήνων προσφύγων, η οποία βασίζεται στους τρόπους της αρχαιοελληνικής και κατ’ επέκταση στους ήχους της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής ακολουθεί τις ίδιες προδιαγραφές και διαδικασίες λειτουργίας και τελετουργίας ενώ είναι στενά συνδεδεμένη με τα εθιμοτυπικά δρώμενα».

 

• Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ / Π. Γιούλτση.

Pontosnews.gr