...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

 

 

Οι χτίστες ή μαστόροι

Από τον Γιάννη Γούδα

 


 

Λιγοστός κι άγονος ο τόπος μας, δεν ήταν δυνατόν να θρέψει τους κατοίκους του, μόνο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έτσι πολλοί, για ν’ αντιμετωπίσουν τη φτώχεια και να ημερέψουν κάπως τη μοίρα τους, έπαιρναν τον δρόμο για κοντινούς στην αρχή, μακρινούς αργότερα τόπους και μπουλούκια μπουλούκια τραβούσαν για όπου νόμιζαν πως θάβρισκαν δουλειά, σαν χτίστες.


Η κάθε παρέα αποτελούνταν από τους χτίστες, με πρώτους τους πελεκάνους για το σκάλισμα των αγκωναριών, που έμπαιναν στις γωνίες του σπιτιού και τους βοηθούς ή παραγιούς που έκαναν τη βοηθητική δουλειά των μαστόρων. Όλοι τους αναγνώριζαν γι’ αρχηγό τον πρωτομάστορα, άνθρωπο με πείρα, που έκανε τα παζάρια για την τιμή, χάραζε τα σχέδιά τους, έπαιρνε τα χρήματα από τον νοικοκύρη να τα μοιράσει και γενικά έκανε κουμάντο για όλα.


Την παραμονή της αναχώρησής τους, δέχονταν στο σπίτι τους συγγενείς και φίλους, όσους πήγαιναν να τους ευχηθούν το «η ώρα η καλή και καλές δουλειές» και νυχτιάτικα την άλλη μέρα φόρτωναν στα 4-5 μουλάρια, που θα έπαιρναν μαζί τους, τα ρούχα και τα εργαλεία και κινούσαν. Σχεδόν ποτέ δεν τραβούσαν προς ένα ορισμένο μέρος, αλλά έπαιρναν σβάρνα τα χωριά με τη σειρά κι όπου εύρισκαν δουλειά, στρώνονταν. Όταν συμφωνούσαν να χτίσουν κάτι, σπίτι συνήθως, έπεφταν με τα μούτρα στη δουλειά, από τα χαράματα ως αργά το βράδυ, με μια μικρή διακοπή για το κολατσιό κι άλλη μια πιο μεγάλη για το μεσημεριανό φαγητό, να πάρουν άνθρωποι και ζώα μια ανάσα.


ΤΟ ΧΤΙΣΙΜΟ
Μόλις άνοιγαν τα θεμέλια, τ’ αφεντικό καλούσε τον παπά, να διαβάσει αγιασμό. Μαζεύονταν οι πλησιέστεροι συγγενείς, οι μαστόροι κι ο παπάς διάβαζε τις ευχές και τις παρακλήσεις. Με το σκόλασμα, ο πρωτομάστορας σ’ ένα μεγάλο αγκωνάρι χάραζε ένα σταυρό και το έβαζε στην ανατολική γωνιά των θεμελίων, έτσι ώστε ο σταυρός να είναι από κάτω και χτυπούσε με το σφυρί πάνω του τρείς φορές, για να είναι το σπίτι στέρεο. Ο νοικοκύρης έσφαζε έναν κόκκορα και έριχνε το αίμα του πάνω στο αγκωνάρι με το σταυρό, αλλά και σε όλο το θεμέλιο. Στη συνέχεια ασήμωναν το «θεμέλιο λίθο» και τα λεφτά τα μοιράζονταν μεταξύ τους οι μαστόροι, ενώ με το κρέας του ζώου, που θυσίασαν, ετοίμαζαν το πρώτο από τα δύο πλούσια δείπνα (το άλλο γινόταν στο τέλος), με τις ευχές «Καλορίζικο, να ζήσετε να το χαρείτε».


Κι έχτιζαν χωρίς να λογαριάζουν το κρύο της άνοιξης ή το κάμα του καλοκαιριού και χαίρονταν καθώς έβλεπαν τα τοιχώματα κάθε μέρα και πιο ψηλά, γιατί οι παραγιοί πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα. Άλλοι κουβαλούσαν με τα ζώα την πέτρα από το κοντινό νταμάρι και άλλοι με τον τενεκέ να φέρουν νερό για να κάνουν λάσπη κι ύστερα με την κοπάνα στο ώμο να την ανεβάζουν ψηλά στη σκαλωσιά και με βιασύνη μάλιστα, να προκάνουν τους μαστόρους, που δεν είχαν καιρό για χασομέρια.


Τη σκληρή ζωή τους, την κούραση της ημέρας και την αγρύπνια της νύχτας, βρίσκαν πάντα την ευκαιρία ν’ απαλύνουν τα βράδια όταν, αφού αμολούσαν για βοσκή τα ζώα κι έτρωγαν το λιτό και λίγο φαγητό τους, έπαιρναν με τη φλογέρα κάποιο σκοπό, παλεύοντας να τον μάθουν πιο καλά οι αρχάριοι, με τρόπο συγκινητικό οι παιδεμένοι.


Η κάθε Κυριακή και η μεγάλη γιορτή, σήμαινε για τους μαστόρους ανάπαυση. Τη μέρα αυτή θα λούζονταν, θα πλένανε τα ρούχα τους, θα τα μπάλωναν, θα έκαναν το καλύτερο φαγητό και θα πήγαιναν το απόγευμα και καμιά βόλτα στο καφενείο του χωριού να πιούν τον καφέ τους και να μάθουν και κανένα νέο.


Κι όταν το χτίσιμο τέλειωνε και βάζαν τα ξύλα για τη σκεπή, οι μαστόροι «έριχναν τα μαντήλια». Οι νοικοκυραίοι, οι συγγενείς και οι φίλοι, τους πήγαιναν δώρο μια πετσέτα ή ένα καλό μαντήλι κεφαλιού ή κάτι άλλο σχετικό, τα έπαιρνε ο «καλλίφωνος» της παρέας, τα ανέβαζε όσο πιο ψηλά μπορούσε, κι έλεγε δυνατά ν’ ακουστεί σ’ όλο το χωριό : «Το καλώς όρισες και το μπαξίσι του (ανέφερε το όνομα του δωρητή). Να ζήσει, να ζήσει η γυναίκα του και τα παιδιά του» και ό,τι άλλο επαινετικό σοφιζόταν εκείνη τη στιγμή, ενώ οι μαστόροι χτυπούσαν με τα σφυριά ή τα σκεπάρνια, τα καδρόνια για να κάνουν θόρυβο, να τ’ ακούσουν όλοι και να παρακινηθούν να προσφέρουν κι εκείνοι. Στη συνέχεια τα κρεμούσαν σε ένα σχοινί, στερεωμένο σε δύο καδρόνια και όταν οι προσφορές τελείωναν, τα μοιράζονταν οι μαστόροι μεταξύ τους, αφού πρώτα έβγαζαν το πιο καλό για τον πρωτομάστορα.


Ο πρωτομάστορας παράδινε στον νοικοκύρη το σπίτι. Εκείνος έστρωνε τότε το δεύτερο πλούσιο τραπέζι με κρέας, πίτα, τυρί, κανένα αυγό και μπόλικο κρασί, αφού η μέρα το καλούσε, να μη πιούν νερό και οι μαστόροι έτρωγαν και έπιναν με την ψυχή τους. Τώρα που η εργασία τελείωσε, ο νοικοκύρης πλήρωνε όσα χρήματα είχαν συμφωνήσει και η «παρέα» (όλα τα μαστόρια δηλ.) ευχαριστημένη και ικανοποιημένη, έφευγε για άλλο μέρος, να πιάσει καμιά άλλη δουλειά.


Με την περιοχή της Θεσσαλίας, οι μαστόροι της Κόνιτσας είχαν καλή σχέση. Ομάδες μαστόρων «παρέες ή μπουλούκια, όπως τα έλεγαν» έρχονταν στον Λαρισινό κάμπο και γενικά σε όλη τη Θεσσαλία. Στην Καρδίτσα και στο Φανάρι, όπου έκαναν το μαχαλά «Μαστόρ’κα», στη Δρακότρυπα, στην Αγιά και στο Μεγαλόβρυσο, στο Πουρνάρι και στο Συκούριο. Οι τόποι όμως που τράβηξαν τους πιο πολλούς (όχι απαραίτητα όμως εκεί όλους σαν μαστόρους), είναι ο Αμπελώνας και ο Τύρναβος. Μια λαϊκή παροιμία λέει : Η λίγδα στον παστό τρέχει. Και αλήθεια και οι δύο αυτές περιοχές ήταν ολόκληρες παστό. Το μυρίστηκαν και ήλθαν πολλοί.

 

Επίσης αρκετοί εγκαταστάθηκαν και εργάστηκαν εντατικά στον Βόλο και ειδικά στα χωριά του Πηλίου, καθώς και στα Τρίκαλα. Ασχολούνταν με το κτίσιμο αρχοντικών σπιτιών, εκκλησιών, καμπαναριών, σχολείων, γεφυριών κ.λ.π. Όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου ήταν άνθρωποι σεμνοί, υποδείγματα τιμιότητας, άριστοι οικογενειάρχες και προπαντός ακούραστοι δουλευταράδες.


Τέτοια ήταν η ζωή των μαστόρων, σκληρή και άχαρη, χωρίς καμία απόλαυση. Σήμερα όλα αυτά, ανήκουν στο παρελθόν. Τα μαστοροχώρια ρήμαξαν, τα μαστόρια σιγά-σιγά μειώθηκαν και είναι πολύ δύσκολο να βρεις κάποιον να σου φτιάξει ακόμα και αυτές τις «σταλαματιές» στο σπίτι σου. Έτσι τα έφεραν οι καιροί!

 

 

Πηγή: eleftheria.gr

 

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

 

 

Ο πετεινός στις ελληνικές λαϊκές θρησκευτικές αντιλήψεις

Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης, Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

 

 


 

Στην ελληνική λαογραφία ο πετεινός είναι πτηνό με ιδιαίτερη συμβολική θέση. Το λάλημά του θεωρείται αποτρεπτικό των δαιμόνων και ορόσημο για τη λήξη των μαγικών πράξεων. Με τη δυνατή και χαρακτηριστική του φωνή ο πετεινός, κατά πάγια λαϊκή αντίληψη, αποδιώχνει τα φαντάσματα, τα δαιμονικά και τα κακά πνεύματα. Έχει λοιπόν αποκτήσει τον κύριο ρόλο του διώκτη του κακού κατά τη λαϊκή δεισιδαιμονική αντίληψη, νοοτροπία που έχει παλαιότατη καταγωγή, καθώς και στην αρχαία Περσία ο πετεινός ήταν το ιερό πουλί του ήλιου, κατά τις δοξασίες του Ζωροαστρισμού.

 

Η λέξη «αλεκτοροφωνία» δηλώνει κατά βάσιν έναν τρόπο παραδοσιακού υπολογισμού του χρόνου, δηλαδή την περίοδο από το μεσονύκτιο μέχρι το λυκαυγές, οπότε και ακούγονται πολλά λαλήματα πετεινών. Οι αλεκτοροφωνίες είναι κατά βάσιν τρεις: μία περί το μεσονύκτιο, μία λίγο αργότερα και η τελευταία για το χάραμα. Στη λαογραφία η αλεκτοροφωνία επισημαίνει την έναρξη της ημέρας, άρα και την έναρξη των αγροτικών και κτηνοτροφικών εργασιών στις παραδοσιακές κοινότητες.

 

Υπάρχει όμως και βαθύτερη μεταφυσική, πλην της χρηστικής, θέση της αλεκτοροφωνίας στον ελληνικό παραδοσιακό πολιτισμό. Σύμφωνα με μία παλαιά αντίληψη, το λάλημα του πετεινού, ως δυνατός ήχος προερχόμενος από ένα ζώο στο οποίο αποδίδονται μαγικές και μαντικές ιδιότητες, είναι αλεξιτήριο των δαιμόνων. Γι’ αυτό και πίστευαν ότι το λάλημά του εκδιώκει τα κάθε είδους διαιμονικά, αφού συν τοις άλλοις επισημαίνει την έλευση της ημέρας και οι δαίμονες των λαϊκών παραδόσεών μας δεν αντέχουν το ηλιακό φως. Ετσι, μαζί με τα δαιμονικά και τα φαντάσματα, τα κάθε είδους δαιμονικά πνεύματα δηλαδή που τρέπονται σε φυγή, διαλύονται και όλες οι μαγικές πράξεις που σχετίζονται με αυτά, ώστε το λάλημα του πετεινού να θεωρείται στην παραδοσιακή μαγεία ορόσημο για την παύση της τέλεσης μαγικών και μαντικών πράξεων.

 

Γι’ αυτό και σε πολλές λαϊκές επωδές είναι συνηθέστατη η τελετουργική αποπομπή του κακού ή της ασθένειας σε τόπο όπου «δεν ακούγεται λάλημα πετεινού». Σε πολλά ελληνικά μαγικά χειρόγραφα ορίζεται ρητώς ότι η μαγική πράξη πρέπει να γίνει σε τόπο όπου να μην ακούγεται φωνή πετεινού, λόγω της αποτρεπτικής αξίας που της αποδίδεται. Η φωνή μάλιστα του μαύρου πετεινού θεωρείται από τα ισχυρότερα αντιβασκάνια μέσα. Τέλος, στην περίπτωση που ο πετεινός θα αρχίσει να φωνάζει σαν κότα, ή η κότα θα βγάλει φωνή πετεινού, ο ελληνικός λαός πιστεύει ότι κάποια μεγάλη συμφορά θα πλήξει το αντίστοιχο σπιτικό, πιθανότατα δε ο αιφνίδιος θάνατος του νοικοκύρη ή της νοικοκυράς, γι’ αυτό και πιστεύεται ότι το αντίστοιχο ζώο θα πρέπει να σφαγεί αμέσως.

 

Για τον λόγο αυτό το πετεινάρι απεικονίζεται συχνά στα κεντήματα, όχι μόνο του ελληνικού αλλά και των υπολοίπων βαλκανικών λαών, δεδομένου ότι ως αποτρεπτικό σύμβολο αλλά και ως πτηνό που κατά παράδοση συνδέεται με τις χθόνιες θεότητες, έχει και προφανή για τον λαό γονιμική δύναμη και σημασία. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που ο πετεινός, μαζί με την κότα, έχουν σημαντική θέση σε πολλά γαμήλια έθιμα όλων των ινδοευρωπαϊκής καταγωγής λαών, κατά κύριο λόγο δε, αποτελούν το τελετουργικό έδεσμα που προσφέρεται στους νεονύμφους και τους συγγενείς τους τη νύχτα του γάμου, ή κατά την πρώτη επίσκεψη του ζευγαριού στο σπίτι της νύφης, στα λεγόμενα «πιστρόφια», οκτώ μέρες μετά τον γάμο.

 

Σε πολλούς μάλιστα σλαβικούς λαούς – κυρίως στους Ρώσους και τους Βούλγαρους – ο κόκορας τοποθετείται στα πόδια της νύφης την ώρα που αυτή πορεύεται προς το ναό για την τέλεση του μυστηρίου του γάμου, ενώ κόκορας τοποθετείται και στην άμαξα που μεταφέρει τα προικιά της νύφης στο σπίτι του γαμπρού. Σε διάφορες ελληνικές περιοχές, ιδίως δε στην Κασσάνδρα της Χαλκιδικής και στην Κύπρο, σφάζουν κόκορα στο κατώφλι του σπιτιού, την ώρα που μπαίνουν μέσα η νύφη και ο γαμπρός μετά την γαμήλια τελετή. Φροντίζουν μάλιστα το αίμα του πετεινού να βάψει «το γοβάκι της νύφης», τρώνε το κρέας του και το κεφάλι του το κρεμούν μέσα από την πόρτα του σπιτιού όπου θα κατοικήσει το νέο ζευγάρι.

 

Η αποτροπαϊκή και η γονιμική σημασία του συντέλεσαν ώστε ο κόκορας να συνδεθεί σε πολλές ελληνικές και ευρωπαϊκές λαϊκές εθιμικές πρακτικές και δοξασίες με τον ίδιο τον γαμπρό. Στους Γερμανούς για παράδειγμα, οι γαμπροί που πάνε να κατοικήσουν στο σπίτι της νύφης φέρνουν μαζί τους ένα σκέπασμα με την παράσταση πετεινών, ενώ οι νότιοι Σλάβοι, ακριβώς επειδή θεωρούν τον κόκορα σύμβολο του γαμπρού, τον φέρνουν στο ναό επικεφαλής της γαμήλιας πομπής.

Οι ταυτίσεις αυτές, και μάλιστα στα ισχυρώς διαβατήρια γαμήλια έθιμα, φανερώνουν πόσο ισχυρή στην λαϊκή συνείδηση είναι η συμβολική και μεταφορική, η τελετουργική δηλαδή αξία και σημασιοδότηση του πετεινού. Γι’ αυτό και οι Γερμανοί πιστεύουν πως αν πεθάνει ο κόκορας του σπιτιού, θα τον ακολουθήσει στον τάφο και ο πατέρας της οικογένειας, και το κρέας του πετεινού αποτελεί διατροφικό taboo για τους συζύγους.

 

Ορισμένοι μάλιστα μελετητές, όπως ο G. Weicker, πιστεύουν ότι στις λαϊκές δοξασίες, διαχρονικά, ο πετεινός ταυτίζεται με την ανθρώπινη ψυχή και σχετίζεται με το χθόνιο φίδι, αλλά και με τις χθόνιες θεότητες και λατρείες των διαφόρων λαών, εντάσσεται δηλαδή στον αιώνιο γονιμικό κύκλο ζωή – θάνατος – ζωή, που συνέχει και διαπερνά τα συστήματα λαϊκής πίστης και λατρείας πολλών λαών. Είναι γνωστό για παράδειγμα, ότι οι αρχαίοι πρόσφεραν κόκορες ως θυσία στον Ασκληπιό και ότι ο κόκορας ως αιματηρή θυσία συνεχίζει να προσφέρεται μέχρι σήμερα σε περιπτώσεις καθαγιασμού νέων θεμελίων οικοδομημάτων, αλλά και ως προσφορά σε αγίους, όπως για παράδειγμα συμβαίνει κατά τη λαϊκή λατρεία του αγίου Δημητρίου στο Διδυμότειχο, μέχρι και σήμερα.

 

Από τη μία πλευρά λοιπόν έχουμε τον πετεινό στη λατρεία των νεκρών, και από την άλλη έχουμε τον πετεινό ως «αποδιοπομπαίο τράγο» της θυσίας, γεγονός που κάνει την Αλκη Κυριακίδου-Νέστορος να ερμηνεύσει την παρουσία και τη συμβολική χρήση του ως ένα είδος συμβολικού δαίμονα της βλάστησης, που κυριαρχεί στις λαϊκές τελετές για την αιωνιότητα της ζωής και την μετά θάνατο αναγέννηση. Ας προστεθεί εδώ ότι ο πετεινός θεωρείται και ζώο που προσημαίνει τις επερχόμενες μετεωρολογικές αλλαγές, γι’ αυτό και στο λάλημά του δίνονται από τον λαό και ποικίλες μετεωρολογικές ερμηνείες.

 

Πηγή: dogma.gr

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2022

Γιαλό, γιαλό, Καληνυχτιά, Γιατζιλαριανοί : Στίχοι, πληροφορίες και ιστορία του τραγουδιού

 

Γιαλό, γιαλό, Καληνυχτιά, Γιατζιλαριανοί : Στίχοι, πληροφορίες και ιστορία του τραγουδιού

 

Στίχοι

Την καλησπέρα σου ’φερα, δώσ’ μου την καληνύχτα,

εγώ δουλειά δεν είχα εδώ, μόνο για σένα ήρχα.

 

Έβγα να σε δω,

έβγα να σε δω,

έβγα να σε δω

να παρηγορηθώ.

 

Τα μάτια σου με κάψανε μα ’γω τα καμαρώνω,

σαν κάνω μέρες να τα δω, κλαίω και δε μερώνω.

 

Γιαλό, γιαλό, γιαλό,

ψαράκια κυνηγώ

κυνήγα τα και συ

αγάπη μου χρυσή.

 

Όλοι μου λεν να σ’ αρνηθώ, δεν ξέρω τι να κάνω,

και ’γω μια ώρα αν δε σε δω, το νου μου τονε χάνω.

 

Μαλών’ η μάνα της,

μαλών’ η μάνα της,

μαλώνει κι αδερφός της

πως πέφτω αντάμα της.

 

[Άσπρο γαρύφαλλο κρατώ κόκκινο θα το βάψω

κι αν το πετύχω στη μπογιά πολλές καρδιές θα κάψω.

 

Σ’ αφήνω την καληνυχτιά, χρουσό μου πορτοκάλι,

και αύριο την ταχινή1 τα ξαναλέμε πάλι.

 

Σ’ αφήνω την καληνυχτιά, θέσε2, γλυκά κοιμήσου

και στ’ όνειρό σου να με δεις σκλάβο και δουλευτή σου.

 

Οι Γιατζιλαριανοί, οι Γιατζιλαριανοί,

οι Γιατζιλαριανοί δε βγάλαν αχινιοί,

άλλος ένανε, άλλος ένανε,

άλλος ένανε κι άλλος κανένανε3.]

 

1 νωρίς το πρωί.

2 στρώσε.

3 Τα δυο πρώτα πρόσθετα δίστιχα είναι από την καταγραφή της Δόμνας το 1988 (βλ. παρακάτω) ενώ τα δυο τελευταία μαζί με το τσάκισμα "οι Γιατζιλαριανοί" μάς το έστειλε ο φιλόλογος και μελετητής Θοδωρής Κοντάρας (2018).

 

Πληροφορίες

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Μικρά Ασία ΤΟΠΟΣ: Ερυθραία, Αλάτσατα ΕΙΔΟΣ: Δίστιχα ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ: Της αγάπης ΡΥΘΜΟΣ: 4σημος ΧΟΡΟΣ: Συρτός ΘΕΜΑ: Ερωτικός καημός

 

Η ιστορία του αλατσατιανού τραγουδιού «Γιαλό, γιαλό» ή «Καληνυχτιά» ή «Γιατζιλαριανοί

Το τραγούδι είναι αλατσατιανό συρτό και το διέσωσε η Αλατσατιανή Κλεονίκη Τζοανάκη, όπως πολλά άλλα τραγούδια και χορούς της Ερυθραίας, και το δίδαξε στη Δόμνα Σαμίου και σε άλλους.

 

Η Δόμνα ηχογράφησε το τραγούδι το 1984, για πρώτη φορά στη δισκογραφία, τραγουδισμένο από την Κλεονίκη Τζοανάκη, συνοδευμένη από τις Νεοερυθραιώτισσες Μαρία Τζοανάκη, Βάσω Γεώργαντζη, Λένα Τσολακίδου και κοπέλες του Ομίλου Ελληνικών Λαϊκών Χορών «Ελένη Τσαούλη». Κυκλοφόρησε ως «Γιατζηλαριανή» (από λάθος) στο δεύτερο LP με μικρασιάτικα τραγούδια με τίτλο «Μικρασιάτικα Τραγούδια 2», τον Ιούνιο του 1991.

 

Η Κλεονίκη τραγουδούσε με το τουμπελέκι της συχνότατα το συρτό αυτό, στο οποίο κολλούσε όσα δίστιχα –σχεδόν πάντα ερωτικά– της έρχονταν στο νου εκείνη την ώρα. Πάντα όμως το πρώτο ή το δεύτερο τσάκισμα (ρεφρέν) ήταν το:

 

Γιαλό, γιαλό, γιαλό,

ψαράκια κυνηγώ,

κυνήγα τα κι εσύ,

αγάπη μου χρυσή.

 

Η ίδια η Κλεονίκη και πολλοί άλλοι Αλατσατιανοί πρόσφυγες στη Νέα Ερυθραία το αποκαλούσαν με τρεις τίτλους, αξεχώριστα ονομάζοντας την ίδια μελωδία πάντοτε. Πότε το ‘λεγαν «Γιαλό, γιαλό», πότε «Καληνυχτιά» και πότε «Γιατζιλαριανοί». Τον τελευταίο στίχο με «τσι Γιατζιλαριανοί» τον χρησιμοποιούσαν ιδίως τις Απόκριες, ψεγαδιάζοντας αρκετά περιπαικτικά τους στεριανούς κατοίκους του χωριού Γιατζιλάρι, που δεν ξέραν καθόλου από θάλασσα και ψάρεμα, με το ακόλουθο δίστιχο, που έδωσε και τον τίτλο:

 

Οι Γιατζιλαριανοί, οι Γιατζιλαριανοί,

οι Γιατζιλαριανοί δε βγάλαν αχινιοί,

άλλος ένανε, άλλος ένανε,

άλλος ένανε κι άλλος κανένανε.

 

Σημειωτέον ότι τα ανατολικά αλατσατιανά τιμάρια (χωριά), όπως το Σεούτι, τα Τσικούρια (πατρίδα της Κλεονίκης), το Ζίγκουι, το Πυργί, το Σάφτερε κ. ά. είχαν πολλά αλισβερίσια με το Γιατζιλάρι, που ανήκε στα Βουρλά.

 

Η Δόμνα από λάθος κατάλαβε «Η Γιατζιλαριανή», όταν η Κλεονίκη της είπε «να πούμε τις Γιατζιλαριανοί». Έτσι, ο λανθασμένος τίτλος του τραγουδιού διαιωνίζεται μέχρι σήμερα, ως αναφορά σε κοπέλα από το Γιατζιλάρι, πράγμα που δεν ισχύει.

 

Το τραγούδι ονομάζεται επίσης «Καληνυχτιά», επειδή συχνά το τραγουδούσαν στο τέλος των γλεντιών με ανάλογα δίστιχα.

 

Ακόμη και σήμερα όσες γυναίκες το τραγουδούν ακόμη στη Νέα Ερυθραία, αξεχώριστα κι αδιάκριτα ονομάζουν το τραγούδι με τους τρεις τίτλους του, όπως και παλιά γινόταν ανάλογα με την περίσταση, κυρίως όμως το λένε «Γιαλό, γιαλό», σαν πιο καθιερωμένο στα γλέντια, στα χορευτικά και στις παραστάσεις.

 

Αυτά για την αποκατάσταση της παρεξήγησης.

 

Θοδωρής Κοντάρας (2018)

Φιλόλογος

 Παντελής Θαλασσινός Γιατζιλαριανοί

Πηγή : domnasamiou.gr