...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

 

 

Το Μάραθο (Ιστορία από την Κρήτη)

Από τον Ματθαίο Ι. Τσιριμονάκη

 


 

 

Μιά πεθερά ξάνοιγε αμέτι μωχαμέτι[1] να ζυγώξει τη νύφη τζη. Έλα σου όμως που ο γυιόκας τζη  ήτονε μπουνταλάς[2] και δεν την ήκουγε.

«Ίντα κοντό[3] σου κάνει μανί[4] μου και δε τηνε θέλεις;»

«Δε θωρείς μωρέ παράουρε[5] πως δε γατέει από νοικοκεράτα!»

«Δε τα λες καλά, εγώ τηνε θωρώ νοικοκερά σε ούλα τζη!»

«Τα φαητά απού σου μαγερεύει δε τα τρώνε μουδέ οι σκύλοι!»

«‘Εμένα αρέσουνε μου ετσά απού τα σάζει!»

«Τη βρώμα απού βγάνει η μπούκα τζη δεν τηνε ακούεις, θα σ’ αρρωστήσει στην υστεριά και να δω τότεσας ίντα θα κάμεις;»

«Άλλο και τούτονα μάνα, δεν ακούω γω σκανιά[6] να βγάνει απού τη μπούκα τση, μόνο αλάισε[7]»

«Κακοροίμαλε ούλη μέρα απού σαι δίπλα τζη τηνε συνήθισες!»

 

Έτσα απού τούλεγε η μάνα ντου αρχίνηξε να ψυλλαφτιάζεται[8] και κάνει τση γυναίκας του:

«Θαρρώ πως βρωμά το στόμα σου και θα μ’ αρρωστήσεις!»

«Παράουρος είσαι μωρέ, η μάννα σου λέει τούτεσας τις μπουρνέλες[9]

Έλεε ο γείς τόνα η άλλη τ’ άλλο και στην υστεριά[10] είπανε να πάνε στον Κατή[11] να τωνε λύσει τη διαφορά.

 

Τη ταχυνή[12] φτάνουνε στο τόπο απού δικάζανε και ανειμένανε στην αυλή τη σειρά –ν-τωνε. Εκειά ήτονε φυτρωμένη μιά μαραθέ, θωρεί τηνε η γυναίκα και κόβγει ένα κομμάτι μάραθο και το μασούλιζε.

Ήρθε η σειρά τωνε, ακούει ο Κατής το άντρα και τωνε κάνει:

«Αν είναι ετσά απού τα λες, έχεις δίκιο, μα έλα και συ κερά μου να μυριστώ το στόμα σου να δώ άνε βγάνει κιαμιά αποφορά!»

 

Σιμώνει η γυναίκα, φυσά στη μούρη του Κατή και μοσκοβολά ο κόσμος από το μάραθο.

«Πάρε τη γυναίκα σου άθρωπε, σάλευγε στο σπίτι σου και ξεφορτώσουμε με τσι βρωμιές και τσι αποφορές. Μη ακούεις τσι παραουριές τση μάννας σου, μη σου καταστρέψει το σπίτι!»

 

Μέρες εξάνοιγε να του δώσει συγχώρεση η γυναίκα ντου για τση μπουντάλες απού ΄κάνε και η πεθερά όχι μόνο δε κατάφερε να ζυγώξει τη νύφη τζη μόνο ‘γινε ρεζίλι τω σκυλιώ στο χωριό τζη.

 

Είδετε το λοιπός ίντα μπορεί να κάμει ένα κομματσουλάκι μάραθο.


[1] Οπωσδήποτε

[2] Τρελός (κατά τη μητέρα).

[3] Άραγε.

[4] Μάννα.

[5] Ανώριμε.

[6] Βρωμιά.

[7] Παράταμε.

[8] Μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά.

[9] Χαζομάρες.

[10] Στο τέλος.

[11] Δικαστή.

[12] Το επόμενο πρωί.

 

 

Πηγή: rethemnos.gr

 

 

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

 

 

Το Καλίγωμα

Από τον Γιάννη Γούδα



Η σχέση αλόγου και ανθρώπου, εκείνη τη δύσκολη και για τους δύο εποχή, ήταν κάτι παραπάνω από σχέση στοργής και αμοιβαίας κατανόησης. Στις υποχρεωτικές εργασίες κάθε ιδιοκτήτη αλόγου ή μουλαριού ήταν η περιποίηση, η διατροφή, η καθαριότητα και βεβαίως ο «εξοπλισμός» τους, το «καλίγωμα» ή το «πετάλωμα», δηλαδή το να τους κόψουν τα νύχια και να τους φορέσουν τα καινούργια «σιδερένια παπούτσια» τους, δηλαδή τα πέταλα, για να περπατάνε με περισσότερη σταθερότητα και ασφάλεια στους κακοτράχαλους δρόμους, στα ανώμαλα μονοπάτια, στα σοκάκια και στα καλντερίμια. Ήταν δηλαδή τα σημερινά συνεργεία, όπου πάμε τα αυτοκίνητα για επισκευή και σέρβις...


Η διαδικασία αυτή ήταν δύσκολη, γιατί είχες να κάνεις με ζώο και δεν ήξερες την αντίδρασή του και γινόταν σε τρεις φάσεις:


Στην πρώτη φάση ακινητοποιούσαν το ζώο ο καλιγωτής με τη βοήθεια και ενός δεύτερου ατόμου (συνήθως του ιδιοκτήτη του ζώου), ο οποίος κρατούσε λυγισμένο το πόδι στο οποίο δούλευε ο πεταλωτής.


Κατά τη δεύτερη φάση αφαιρούνταν το παλιό πέταλο (εφόσον υπήρχε) και έκοβαν ή έξυναν την οπλή του ζώου όσο χρειαζόταν, για να μπορέσει να προσαρμοστεί το νέο πέταλο. Το υλικό των πετάλων ήταν σίδηρος (μαλακός κυρίως), γιατί το έδαφος ήταν πετρώδες.


Τέλος, στην τρίτη φάση, τοποθετούσαν το πέταλο στην κάτω επιφάνεια της οπλής και το κάρφωναν με καρφιά που είχαν κλίση προς τα έξω, ώστε να μην τραυματίσουν το κρέας κάτω από την οπλή. Τέλος, γύριζαν ή έκοβαν το τμήμα των καρφιών που προεξείχε προς τα πάνω, για να μην πληγώσουν το δέρμα του ζώου.


Το πέταλο το θεωρούσαν ως γουρλίδικο μέταλλο και πολλές φορές το κρεμούσαν με την καμάρα προς τα κάτω πάνω από την πόρτα του σπιτιού (το έχουν κρεμασμένο ακόμη και σήμερα σε πολλά σπίτια) για γούρι, διότι επικρατούσε η αντίληψη ότι συμβολίζει την καλοτυχία και τη σιδερένια υγεία, καθώς και ότι εξασφαλίζει την οικογενειακή ευημερία και την προστασία.


Ο θυμόσοφος λαός μας δεν άφησε φυσικά ασχολίαστη και αυτήν την τέχνη και έπλασε τις παρακάτω παροιμίες:
«Το καλιγωμένο τ’ άλογο, την πέτρα δεν φοβάται». «Αυτός καλιγώνει και ψύλλο» για τους τετραπέρατους.


Μπαίνοντας πλέον στη δεκαετία του ‘70, τα χρήσιμα αυτά τετράποδα εξαφανίστηκαν και στη θέση τους ήρθαν τα τρακτέρ, τα αγροτικά και τα αυτοκίνητα... Κανείς δεν έχει σήμερα άλογο, εκτός από λίγους συμπολίτες μας, λάτρεις αυτών των πανέμορφων ζώων, που διαθέτουν χρήματα και χρόνο για να τα διατηρούν, ή κάποιων Ιππικών Ομίλων. Και όλα αυτά γιατί έχουν αλλάξει οι ανάγκες των ανθρώπων, αλλά και η τεχνολογία.

 

Πηγή: eleftheria.gr