...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2023

 Γιωργίτσα

 

Τραγούδι της αγάπης από την Ερυθραία, Αλάτσατα της Μικράς Ασίας

 



 

Ερυθραία ονομάζεται η Ιωνική χερσόνησος ανάμεσα στη Χίο και στη Σμύρνη. Η Ερυθραία στις αρχές του αιώνα λόγω της γεωγραφικής και ιστορικής της θέσης είχε δεχτεί επιδράσεις από την Ανατολή αλλά και το χώρο του Αιγαίου, ήταν ένα μωσαϊκό που είχε όλα τα χαρακτηριστικά της μετάβασης από την κλειστή αγροτική κοινωνία στην αστικοποίηση. Η μουσικοχορευτική παράδοση της Ερυθραίας παρουσιάζει μια ενότητα αλλά με τοπικές ιδιομορφίες, τα Αλάτσατα, το Ρεϊζντερέ, και η Κάτω Παναγιά είχαν ομοιογένεια στο περιεχόμενο των τραγουδιών και των σκοπών, τα απομονωμένα Καράμπουρνα και ειδικά το Μελί εκπλήσσουν με την ποικιλία των χορών αλλά και την παλαιότητα των τραγουδιών και η περιοχή των Βουρλών, του Σιβρισαρίου είναι πιο κοντά στην Σμυρναίικη παράδοση. Οι χοροί της Ερυθραίας ήταν ανάλογοι με την κοινωνική τάξη, οι φραγκοφορεμένοι αστοί, χόρευαν πόλκα, βαλς, φοξ, καντρίλιες και ότι ευρωπαϊκό ήταν της μόδας, ενώ η μεγάλη μάζα του λαού χόρευε τους πατροπαράδοτους χορούς. Οι χοροί της Ερυθραίας κατατάσσονται κυρίως σε δύο μεγάλες κατηγορίες, οι οποίες δηλώνουν και τον τρόπο που αυτοί χορεύονται: στους συρτούς-μπάλλους και στους καρσιλαμάδες. Έχουμε ακόμα τον ζεϊμπέκικο και το «παρεξηγημένο» τσιφτετέλι. Η «Γιωργίτσα» είναι αργός καρσιλαμάς από τα Αλάτσατα της Ερυθραίας. Ο χορός αυτός ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους γιατί είναι ο μοναδικός καρσιλαμάς που χορεύεται μόνο από γυναίκες και πολύ σπάνια από άντρες.

 

Ακούστε το τραγούδι

https://www.youtube.com/watch?v=vXWnBhzsCL0

 

Στίχοι

 

Εγώ 'λεγα να σ' αγαπώ, Γιωργίτσα μου
Κανείς να μη- κανείς να μην το ξέρει
Τώρα το μάθαν οι δικοί, Γιωργίτσα μου
Το μάθανε- το μάθανε κι οι ξένοι


Έλα Γιούλα, Γιούλα, Γιούλα, έλα πάρε με
Άνοιξε τις δυο σου αγκάλες, μέσα βάλε με


Το γιασεμί στην πόρτα σου, Γιωργίτσα μου
Άνθισε και- άνθισε και θα δέσει
Τ' αγγελικό σου το κορμί, Γιωργίτσα μου
Στα χέρια μου- στα χέρια μου θα πέσει


Έλα Γιούλα, Γιούλα, Γιούλα, έλα πάρε με
Άνοιξε τις δυο σου αγκάλες, μέσα βάλε με


Μάζεψ' εσύ τα γιασεμιά, Γιωργίτσα μου
Κι εγώ τα βε- κι εγώ τα βελονιάζω
Πούλησε την αγάπη σου, Γιωργίτσα μου
Κι εγώ την α- κι εγώ την αγοράζω


Έλα Γιούλα, Γιούλα, Γιούλα, έλα πάρε με
Άνοιξε τις δυο σου αγκάλες, μέσα βάλε με


Έλα Γιούλα, Γιούλα, Γιούλα, έλα πάρε με
Άνοιξε τις δυο σου αγκάλες, μέσα βάλε με

 

 

Πηγή: domnasamiou.gr

Youtube.com

Youtube.com – Kourostatis

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

 

Το σφάξιμο του χοίρου στο Μαλεβίζι Κρήτης

Γράφει η Ρίκη Ματαλλιωτάκη

 

 


 


Το σφάξιμο του χοίρου βέβαια δεν μπορεί να πει κανείς πως είναι αποκλειστικά Κρητικό έθιμο αφού στην πραγματικότητα οι ρίζες του είναι κατάλοιπο μιας ειδωλολατρικής λατρείας που ξεκίνησε από την Ελληνική αρχαιότητα, και πέρασε στην περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας όπου οι Ρωμαίοι θυσίαζαν χοίρους στα  Σατουρνάλια, που γιορτάζονταν στις 17-25 Δεκεμβρίου και τους αφιέρωναν στον Κρόνο και στη Δήμητρα πιστεύοντας ότι με τη θυσία αυτή οι θεοί θα είναι ευνοϊκοί μαζί τους και θα τους δώσουν καλή σοδειά.

 

Το έθιμο διατηρήθηκε αναλλοίωτο και στο Βυζάντιο, όπως επίσης και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και φτάνοντας στο σήμερα ίσαμε τουλάχιστον το 1970 δεν υπήρχε κανένα σπίτι στην ενδοχώρα της Κρήτης που να μην έχει το δικό της χοίρο, τον οποίο μεγάλωνε ολοχρονίς, ώστε όταν θα έρθει η ώρα του να είναι παχύς, παχύς.

 

Το έθιμο των χοιροσφαγίων στην Κρήτη συνδέθηκε άμεσα με την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, με την διαδικασία της σφαγής να έχει τα χαρακτηριστικά γιορτής αφού όλη η οικογένεια, από παιδιά μέχρι γέρους, μαζεύονταν και παρακολουθούσαν αυτό που στη σημερινή εποχή φαντάζει  βάρβαρο κι αδιανόητο… τη σφαγή ενός ζωντανού ζώου που ουρλιάζει!

 

Όντως, οι κραυγές του χοίρου εκείνη τη στιγμή είναι κάτι απερίγραπτα φρικιαστικό, τόσο που έχει καταγραφεί πως ο οπλαρχηγός του 1866 Ιωάννης Αναγνώστης Κατσαντώνης από το χωριό Άνω Μέρος της επαρχίας Αμαρίου, γέρος πια (αρχές του εικοστού αιώνα), έφευγε από το χωριό όταν έσφαζαν τους χοίρους, γιατί οι σκληρές τωνε (οι κραυγές τους) του θύμιζαν, όπως έλεγε, τα ουρλιαχτά των χριστιανών όταν τους έσφαζαν οι Τούρκοι.

 

Δυστυχώς όμως για να συντηρηθούν τότε οι άνθρωποι έπρεπε να γίνει κουρμπάνι το ζώο, αφού με το κρέας και το λίπος του οι άνθρωποι  έφτιαχναν πολλών ειδών φαγητά τα οποία μάλιστα μπορούσαν να αποθηκεύσουν και να περάσει η οικογένεια για μήνες ολάκερους, καμιά φορά κι ίσαμε τα επόμενα Χριστούγεννα.

 

Ο Νίκος Καζαντζάκης στο βιβλίο του “Αναφορά στον Γκρέκο”, βοηθά τη φαντασία μας να αναπολήσει μια  τέτοια στιγμή με το παρακάτω απόσπασμα:

"Την παραμονή των Χριστουγέννων στα χωριά της Κρήτης εσφάζανε τσι χοίρους (αρχαία χοιροσφάγια), αναθρεμμένους από τον κάθε νοικοκύρη κυρίως με βελάνια (βελανίδια) και χουμά (τον ορρό του γάλακτος που μένει από την τυροκόμηση, μέσα στο οποίο όμως ρίχνανε και λάδια που έμεναν στα τσικάλια κι έτσι ο χουμάς γινόταν ζουμί –ένα ιδιαίτερα θρεπτικό μίγμα για πόση). Από το χοιρινό κρέας παρασκευάζονταν οματές (ή στην ανατολική Κρήτη, ομαθιές), τσιλαδιά (με τη χοιροκεφαλή, η λεγόμενη πηχτή), απάκια (λουρίδες ψαχνού κρέατος καπνισμένες στο τζάκι, συχνά με φασκομηλιές και άλλα μυρωδικά βότανα), λουκάνικα, σύγλινα (κομμάτια κρέας μισοβρασμένα και αποθηκευμένα σε κουρούπι (κιούπι) μαζί με τη γλίνα (το λίπος) που τα βοηθούσε να διατηρηθούν πολλούς μήνες –μετά γίνονταν σφουγγάτο (ομελέτα) ή μαγειρεύονταν με πατάτες κ.λ.π.".

 

Όλα τα παραπάνω βέβαια είναι γενικές πληροφορίες, επειδή όμως το κάθε μέρος-ας το χωρίζει και μια ασκελιά δρόμος από το άλλο- έχει και τα "δικά του χούγια", ας δούμε πώς γίνονταν η σφαγή των χοίρων σε ένα χωριό που τότε ανήκε στην επαρχία Μαλεβιζίου, κι από το οποίο έχει παιδικές μνήμες η γράφουσα.

 

Θυμάμαι λοιπόν πως το γουρουνάκι στο σπίτι του χωριού δεν το συναντούσα μόνο στις Χριστουγεννιάτικες διακοπές που πήγαινα, αλλά και όλο τον προηγούμενο χρόνο και μάλιστα ήταν ένα από τα ζωντανά περιωπής, τόσο το πρόσεχαν, το φρόντιζαν και το καλοτάιζαν!

Επομένως πως να φανταστώ η έρμη πως οι θείοι και οι γείτονες που κατέφταναν στο σπίτι την καθορισμένη μέρα, με τον πιο δυνατό απ΄ όλους να κρατά το μαχαίρι, θα έκαναν αυτό το γουρουνάκι το πεντανόστιμο μεζέ που θα έτρωγα μετά για καιρό;  Βλέπεις, εκτός του ότι εμείς είμαστε άλλα παιδιά τότε- πιο καθυστερημένα να το πω;-την επίμαχη στιγμή του καρφώματος κάποια γυναίκα φρόντιζε να μας απομακρύνει από το σημείο, κι ευτυχώς εδώ που τα λέμε γιατί έτσι δεν έχω φορτώσει τις μνήμες μου με τα απαίσια ουρλιαχτά του πονεμένου ζώου που πιθανόν τότε και να μην με πολυενδιέφεραν, αφού αμέσως μετά γινόταν χαμός ανάμεσα στην πιτσιρικαρία για το ποιος θα είναι ο τυχερός που θα του δώσουν τη φούσκα, την ουροδόχο κύστη του χοίρου δηλαδή, για να την κάνει μπάλα και να παίζει.

 

Αμέσως μετά ο ίδιος άντρας που το έσφαξε με την πρώτη μαχαιριά, γιατί αλίμονο του αν χρειάζονταν και δεύτερη, το έγδερνε κιόλας, το τεμάχιζε, και στη συνέχεια το κρέας πήγαινε στα χέρια των γυναικών. Ήταν η σειρά τους πια να το αναλάβουν για να αρχίσουν να γεμίζουν τις επόμενες ημέρες τα λουκάνικα, που κατόπιν τα κρεμούσαν στο τζάκι και σου έσπαγαν τη μύτη από την περίφημη μυρωδιά τους:

Να φτιάχνουν τα απάκια, το καπνιστό κρέας σαν να λέμε σήμερα.

Να φτιάχνουν την τσιλαδιά από το κεφάλι και τα ποδαράκια του γουρουνιού.

Να φτιάχνουν ομαθιές, τα έντερα του χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι δηλαδή,
τσιγαρίδες, κομμάτια μαγειρεμένου λίπους με μπαχαρικά, να φτιάχνουν σύγλινα.

Και τι δεν έφτιαχναν…

 

Κι όλα όσα έφτιαχναν είχαν μια γεύση που πουθενά αλλού δεν την έχω βρει έκτοτε όσο κι αν την αναζήτησα,  πουθενά αλλού πλην μόνο μέσα στις αναμνήσεις μου και σε στιγμές όπως αυτήν εδώ που τις καταγράφω….

 

Κάποιες πληροφορίες από agonaskritis.gr

 

Πηγή: maleviziotis.gr

Τρίτη 6 Ιουνίου 2023

 

Ο ρεμπέτης Μπαγιαντέρας

 


 

Το ρεμπέτικο δεν είναι ένα απλό είδος μουσικής. Είναι μια ολόκληρη ιστορία η οποία σε πολλά της σημεία τέμνεται από την ιστορία της χώρας. Άνθρωποι όπως ο Μπαγιαντέρας, είναι αυτοί που έχτισαν τον θρύλο αυτής της μουσικής.

 

«Ραψωδός της αντίστασης» και «υμνητής της ελευθερίας». Έζησε τη ζωή του στα «κόκκινα». Έμπλεξε με τα ναρκωτικά και όταν κατάλαβε πως αυτή η ζωή δεν κάνει για εκείνον αποτοξινώθηκε μόνος του και από τότε δεν ήπιε ξανά ούτε… πορτοκαλάδα με ανθρακικό. Ο Μπαγιαντέρας τυφλώθηκε πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε, αλλά ούτε καν αυτό το τραγικό γεγονός δεν ήταν ικανό να τον σταματήσει από το να γράψει τη δική του ιστορία στην ελληνική λαϊκή μουσική. Τα τραγούδια του παραμένουν ακόμα και σήμερα «ζωντανά».

 

Ποιος ήταν ο Μπαγιαντέρας

Ο υπαξιωματικός του βασιλικού ναυτικού, Γιάννης Γκόγκος έκανε μαζί με τη σύζυγό του 22 παιδιά! Το «στερνοπούλι» του, γεννήθηκε το 1903 στο Χατζηκυριάκειο. Μια από τις πιο «ζόρικες» γειτονιές του Πειραιά. Ζόρικος ήταν και ο Δημήτρης, το τελευταίο παιδί της οικογένειας. Πήγε στο σχολείο, το τελείωσε και μετά σπούδασε ηλεκτρολόγος. Αλλά δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά. Εκείνος αγαπούσε τη μουσική. Τη λάτρευε. Πριν καν κλείσει τα 17 του χρόνια, ήξερε να παίζει μαντολίνο και κιθάρα. Είναι η εποχή που άρχιζε να μαθαίνει μπουζούκι και αργότερα θα μάθει και μπαγλαμά.

 

Το μπουζούκι ήταν ο μεγάλος του έρωτας. «Γνωρίστηκαν» όταν ο Δημήτρης Γκόγκος ήταν στη φυλακή επειδή όντας φαντάρος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 ετών επειδή προμήθευε με εκρηκτικά φίλους του ψαράδες! Όταν βγήκε από τη φυλακή, άρχισε να χτίζει το όνομά του. Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα», του Έριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Έτσι απέκτησε και το παρατσούκλι του.

 

Τη δεκαετία του 1930 είναι πλέον ένα αναγνωρίσιμο όνομα στα ρεμπέτικα στέκια του Πειραιά. Σε όποιο στέκι και να έπαιζε, οι Πειραιώτες έκαναν ουρές για να τον ακούσουν. Είναι η περίοδος που συναντά, γνωρίζει και συνεργάζεται με ιερά τέρατα του ρεμπέτικου όπως ο Βαμβακάρης, ο Παγιουμτζής και ο Μπάτης. Το 1937 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο στην Columbia με τίτλο «οι Καπνεργάτριες», με το τραγούδι «η καπνουλού» αφιερωμένο στη σύντροφο της ζωής του, καπνεργάτρια και στιχουργό Δέσποινα Αραμπατζόγλου.

 

Πάνω στο απόγειο της καριέρας του ο Δημήτρης Γκόγκος βρίσκεται να «παλεύει» με τον Μπαγιαντέρα. Από τη μια ένας ευαίσθητα κοινωνικά άνθρωπος, έντονα πολιτικοποιημένος. Από την άλλη άνθρωπος της νύχτας. Με κακές παρέες. Ο Μπαγιαντέρας εθίζεται σε σκληρές ουσίες αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεται πως αυτά τα οποία πιστεύει και πρεσβεύει έρχονται σε αντίθεση με την τοξικομανία. Μόνος του αποφασίζει να κλειστεί σε ένα δωμάτιο και ν’ αποτοξινωθεί. Χρόνια αργότερα ο Τάσος Σχορέλης στη «Ρεμπέτικη ανθολογία» του θα γράψει γλαφυρά πως «τα έκοψε όλα μαχαίρι. Μέχρι το τέλος της ζωής του δεν κάπνισε ούτε ένα τσιγάρο, δεν ήπιε ούτε πορτοκαλάδα με ανθρακικό»!

 

Όταν καθαρισε από τα ναρκωτικά γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκεται στα βουνά της Πίνδου. Πολεμάει και γράφει τραγούδια που υμνούν τον ηρωισμό των Ελλήνων φαντάρων, την ελευθερία και την αντίσταση. «Έχω τ’ αγρίμια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια, με τα τσακάλια τριγυρνώ μέρες, αυγές και βράδυα. Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γη έχω για στρώμα και το ΕΑΜ μεσ’ στην καρδιά, γι’ αυτό θα μπω στο χώμα», τραγουδά στο «σου στέλνω χαιρετίσματα».

 

Τυφλώθηκε στο πάλκο ενώ έπαιζε μπουζούκι

Όταν οι Ναζί κατέλαβαν την Ελλάδα, ο Μπαγιαντέρας επέστρεψε στην Αθήνα και μέσω της μουσικής προσπάθησε να βγάλει τα προς το ζην. Τον Ιούνιο του 1941, παίζει μουσική στο Μαρούσι, στο μαγαζί «Πειραιεύς», μαζί με τον Γιάννη Σταμούλη (γνωστό ως Μπιρ-Αλλάχ). Από την αβιταμίνωση τού έχει παρουσιαστεί γλαύκωμα. Δεν σταματάει να εργάζεται, ωστόσο, γιατί οι καιροί ήταν δύσκολοι. «Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μία μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα. Έτσι, μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανόταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από ‘κει και έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς» είχε πει ο ίδιος ο ρεμπέτης περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο έχασε την όρασή του.

 

Όταν ήρθε η απελευθέρωση ο Μπαγιαντέρας έζησε μια μεγάλη περίοδο μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση. Για λίγο καιρό θα δουλέψει στα λαϊκά κέντρα και μετά θα βγει στη «σφουγγάρα», δηλαδή θα γυρίζει από στέκι σε στέκι (με τη βοήθεια της κόρης του) βγάζοντας «δίσκο»!

 

Για περίπου 20 χρόνια ο Δημήτρης Γκόγκος ήρθε αντιμέτωπος με την ανέχεια αλλά και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η προσπάθεια αναβίωσης του ρεμπέτικου, που έγινε επί χούντας, ανακούφισε κάπως τη φτώχεια του. Είναι απ’ τους πρώτους που συμμετείχαν σε συναυλίες στις μπουάτ της Πλάκας, όπου εκτός απ’ τα παλιά θ’ ακουστούν πολλά απ’ τα ανέκδοτα τραγούδια του. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ξαναζωντάνεμα του κλασικού ρεμπέτικου, που ξεκίνησε εκείνα τα χρόνια και συνεχίστηκε απ’ τον Μαρίνο Γαβριήλ (Μαρινάκη), τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον Σπύρο Καλφόπουλο, τον Μπιρ Αλλάχ κ.ά. Αυτή, όμως, ήταν μια μικρή αναλαμπή. Μετά ο Μπαγιαντέρας βυθίστηκε και πάλι στη φτώχεια.

 

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναγκάστηκε ακόμη και να ζητιανέψει για να επιβιώσει. Στις 18 Νοεμβρίου 1985 άφησε την τελευταία του αναπνοή σε ένα δωμάτιο του «Ευαγγελισμού» μετά από ουρολοίμω­ξη και λοίμωξη του αναπνευστικού.

 

Πηγή: reader.gr