...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Διάφορα άρθρα







Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου


Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ήταν μια γυναίκα με πάθη. Έζησε σε πολύ δύσκολα χρόνια, έξω από τα συντηρητικά στεγανά της εποχής της. Κάπνιζε, ερωτευόταν με πάθος και έπαιζε τζόγο σε πολυτελή σαλόνια.

Γεννήθηκε στο Αϊδίνι το 1893 και μεγάλωσε σε μία ευκατάστατη οικογένεια. Σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα της. Η απώλεια αυτή επηρέασε καθοριστικά τη ζωή της. Από τότε είχε μανία με το εμπόριο. Της άρεσε να πουλάει και να αγοράζει συνεχώς.

Στα 17 της η εντυπωσιακή Ευτυχία βρισκόταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων των νέων του Αϊδινίου. Η μοίρα όμως της επιφύλαξε έναν άντρα πολύ διαφορετικό από εκείνο των ονείρων της. Το 1911 οι γονείς της την πάντρεψαν με τον πλούσιο έμπορο, αλλά και κατά 20 χρόνια μεγαλύτερό της, Κωστή Νικολαΐδη. Απέκτησαν δύο παιδιά. Η εισβολή του τουρκικού στρατού στο Αϊδίνι και οι βαρβαρότητες στις οποίες επιδόθηκαν μαζί με τους Τσέτες έκαναν την οικογένειά της να εγκαταλείψει τη Σμύρνη. Για τα επόμενα τρία χρόνια η Ευτυχία μαζί με τη μητέρα της και τις δυο κόρες της έζησαν αναγκαστικά στην ασιατική Σπάρτη και στην Αττάλεια. Ήταν μία μορφή αιχμαλωσίας.

H Ευτυχία Παπαγιαννοπούλπου έζησε τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας Στα χρόνια της ιδιότυπης αιχμαλωσίας δεν είχαν οικονομικούς πόρους. Η καπάτσα Ευτυχία βρήκε όμως τον τρόπο να βγάλει χρήματα. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ξεπεράσει τα βιοποριστικά της προβλήματα ρίχνοντας χαρτιά. Είχε μάθει την «τέχνη» από μικρή καθώς παρακολουθούσε την υπηρέτρια, που είχαν σπίτι τους να ρίχνει τα χαρτιά και να παίζει ζάρια. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε και έβγαλε πολλά χρήματα.

Μετά την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου άρχισε ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Όλοι οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να προωθηθούν στην Αττάλεια και από εκεί στη Ρόδο ή τη Λέρο. Χιλιάδες μικρασιάτες αναζήτησαν μια διέξοδο διαφυγής. Ανάμεσά τους ήταν και η Ευτυχία με τη μητέρα της και τις 2 της κόρες. Ο άντρας της είχε σωθεί και αυτός και έφτασε στην Ελλάδα με άλλο καράβι. Συναντήθηκαν ξανά στον Πειραιά και μαζί εγκαταστάθηκαν στο Χαλάνδρι. Η προσαρμογή όμως δεν ήταν εύκολη. Λίγα χρόνια αργότερα η Ευτυχία αποφάσισε να γίνει ηθοποιός. Η απόφαση να ακολουθήσει το όνειρο της, την ωθεί να χωρίσει τον σύζυγο της, αφήνοντας πίσω της μια μεγαλοαστική ζωή για να παίξει στα μπουλούκια. Πολλοί όμως υποστήριξαν ότι πίσω από το χωρισμό αυτό κρυβόταν ένας νέος έρωτας. Αυτός ήταν ο ηθοποιός Νίκος Αλέξιου, ο οποίος υπήρξε και μέντορας της στα πρώτα της βήματα. Αν και χωρίς διαζύγιο συστηνόταν παντού ως Αλεξίου.

Ο έρωτας της ζωής της ήταν ο Γεώργιος Παπαγιαννόπουλος, ένας αστυφύλακας με καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Το 1932 πέθανε ο Νικολαΐδης, ο πρώτος της άντρας. Έτσι ο δρόμος ήταν πλέον ανοιχτός ώστε η Ευτυχία και ο Παπαγιαννόπουλος να ανέβουν τα σκαλιά της εκκλησίας. Η Ευτυχία Νικολαΐδη γίνεται πλέον Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και με αυτό το επίθετο μένει στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Στον ελεύθερο της χρόνο έγραφε ποιήματα και στίχους. Ωστόσο δεν σκεφτόταν να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη στιχουργία. Όμως όλα άλλαξαν όταν γνώρισε τη Μαρίκα Νίνου που είχε προσωπική και επαγγελματική σχέση με τον Τσιτσάνη.

Στην αρχή η Παπαγιαννοπούλου ήταν διστακτική καθώς ένιωθε ποιήτρια κι όχι στιχουργός. Αυτό το πρόβλημα το έλυσε ο Τσιτσάνης. Ξεκίνησε να γράφει στίχους μετά τα 50 της γι΄ αυτό και ονομάστηκε «γριά» του ελληνικού πενταγράμμου. Η γραφή της ήταν δυνατή και ιδιαίτερη. Έγραφε ακόμη και πάνω σε χαρτί περιτυλίγματος από τον μπακάλη ή από τον χασάπη. Όταν είχε έμπνευση αξιοποιούσε ό,τι είχε διαθέσιμο. Έγραφε τραγούδια πίσω από λογαριασμούς νερού και σε πακέτα τσιγάρων. Η ίδια δεν έδειχνε να συνειδητοποιεί την αξία των στίχων της. Υπήρχαν φορές που ξεχνιόταν. Χαρακτηριστικά όταν δεν είχε σπίρτα, έστριβε το χαρτί, το έβαζε πάνω στη σόμπα για να το ανάψει και έκαιγε έτσι ό,τι στίχους είχε γράψει πάνω του.

Άθελα της παραβίασε ένα γυναικείο άβατο και έγινε η πρώτη γυναίκα που εισέβαλε στον ανδροκρατούμενο χώρο του στίχου. Οι συνεργασίες της διαδέχονταν η μία την άλλη. Τσιτσάνης, Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Καλδάρας, Χιώτης, Μαίρη Λίντα και Μαρινέλα είναι κάποια από τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου στα οποία έδωσε τους στίχους της.

Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου πέθανε στις 7 Ιανουαρίου 1972....

Πηγή: mixanitouxronou.gr









«Τα τρένα που φύγαν». Η ιστορία του τραγουδιού

Του Ηρακλή Ευστρατιάδη

Το τραγούδι «Τα τρένα που φύγαν» σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου και στίχους Βασίλη Ανδρεόπουλου και Βαγγέλη Γκούφα γράφτηκε το 1965 για τις ανάγκες του θεατρικού έργου «Μην πατάτε τη χλόη», που ήταν κάτι μεταξύ μιούζικαλ και επιθεώρησης.

Ένα από τα θέματα -νούμερα- της παράστασης ήταν και η μετανάστευση, μάστιγα της δεκαετίας του ’60 και όχι μόνο. Στη συγκεκριμένη ωστόσο δεκαετία, η μετανάστευση παρουσίασε μία από τις μεγαλύτερες εξάρσεις της. Το πρόβλημα ήταν τεράστιο. Ξενιτεύτηκαν σχεδόν 1.000.000 Έλληνες. Δεν ήταν δυνατόν ένα τόσο σημαντικό θέμα της εποχής να έμενε έξω από τις επιθεωρήσεις. Έτσι παρουσιάστηκε και στο θεατρικό έργο «Μην πατάτε τη χλόη».

Στο συγκεκριμένο νούμερο πρωταγωνιστούσε ο Κώστας Βουτσάς. Μαζί με άλλους ηθοποιούς του θιάσου υποδύονταν μια παρέα φίλων που έφευγαν για μετανάστες με τρένο στη Γερμανία. Τότε τραγουδούσαν στη σκηνή το υπέροχο τραγούδι «Τα τρένα που φύγαν».

Τόσο το νούμερο αυτό όσο και το τραγούδι είχαν πολύ μεγάλη απήχηση. ‘Έτσι οι σεναριογράφοι του έργου και στιχουργοί Βασίλης Ανδρεόπουλος και Βαγγέλης Γκούφας πρότειναν στον Κώστα Βουτσά να τραγουδήσει «Τα τρένα που φύγαν» σε δίσκο. Ο Βουτσάς αρνήθηκε: «Εγώ παιδιά δεν είμαι τραγουδιστής. Είμαι ηθοποιός». Έτσι το τραγούδι το είπε τελικά η Βίκυ Μοσχολιού.

Στίχοι
Τα τρένα που φύγαν αγάπες μου πήρανε.
Αγάπες και κλαίνε, ποια μοίρα τις μοίρανε;

Δως μου χέρι να πιαστώ να πιαστώ, να κρατηθώ,
ένα γέλιο, μια ματιά κι ανασταίνετ’ η καρδιά.

Το τρένο σε πήρε πουλί, χελιδόνι μου.
Σε τύλιξ’ η νύχτα κι ορφάνεψα μόνη μου.

Δως μου χέρι να πιαστώ να πιαστώ, να κρατηθώ,
ένα γέλιο, μια ματιά κι ανασταίνετ’ η καρδιά.

Πηγή: Μία ιστορία… ένα τραγούδι του Ηρακλή Ευστρατιάδη, εκδόσεις Τoubi’s...
         
mixanitouxronou.gr








Πώς προέκυψαν οι φράσεις «όποιον πάρει ο Χάρος» και «πάμε σαν τους στραβούς στον Άδη»;

Φράσεις που ακούγονται μακάβριες και ίσως και απόκοσμες, βρίσκονται ωστόσο σε καθημερινή διάταξη στο λεξιλόγιό μας. Και μπορεί να θεωρούμε ότι έτσι απλά… προέκυψαν, ή ότι κάποιος τις είπε και έκτοτε τις υιοθετήσαμε. Παρ’ όλα αυτά, μια διεξοδική αναζήτηση στην ελληνική λαογραφία θα αποδείξει πως τίποτα τελικά δεν έχει προκύψει τυχαία.

Πώς προέκυψαν, λοιπόν, οι πασίγνωστες φράσεις «Όποιον πάρει ο Χάρος» ή «Πάμε σαν τους στραβούς στον Άδη»; Διαβάστε την ιστορία τους και σίγουρα θα εκπλαγείτε και εσείς!

….Κι όποιον πάρει ο Χάρος
Ο Θεός έστειλε µια φορά τον Χάρο να πάρει την ψυχή µιας πεντάµορφης κοπέλας. Η κοπέλα έπεσε στα πόδια και τον παρακαλούσε, ο Χάρος λύγισε, της χάρισε τη ζωή και γύρισε στον Θεό µε άδεια χέρια.

Θύµωσε ο Θεός για την παρακοή του Χάρου, του έδωσε ένα χαστούκι και τον κούφανε, να µην ακούει πια θρήνους και µοιρολόγια και λυπάται.

Τον έστειλε άλλη φορά να πάρει την ψυχή ενός λεβεντονιού. Και µόνο που τον είδε ο Χάρος σπάραξε η καρδιά του, άφησε τον λεβεντονιό να χαρεί τη νιότη και την οµορφιά του και γύρισε πάλι στον Θεό µε άδεια χέρια.

Καινούργιο χαστούκι του Θεού και ο Χάρος απόµεινε για πάντα στραβός.

Από τότε ο Χάρος έγινε σκληρός και αδυσώπητος, παίρνει στην τύχη όποιον βρει µπροστά του, νέο ή γέρο, όµορφο ή άσχηµο, πλούσιο ή φτωχό και οδηγεί την ψυχή του στο υπόγειο βασίλειό του, τον Άδη ή Κάτω Κόσµο.


Πάμε σα στραβοί στον Άδη…
Εκεί, λοιπόν, στον Κάτω Κόσµο, που έφερε ο Χάρος τις ψυχές, είναι παγωνιά και µαυρίλα. Οι ψυχές πορεύονται ψηλαφητά, κρατώντας και ακολουθώντας η µια την άλλη.
Οι ζωντανοί, για να φωτίσουν λίγο το δρόµο των ψυχών, ανάβουν στους τάφους των νεκρών καντήλια. Το καντήλι πρέπει ν’ ανάβει κάθε βράδυ σαράντα µέρες µετά το θάνατο.

Όταν περάσουν οι σαράντα µέρες πρέπει ν’ ανάβει κάθε Σάββατο και απαραίτητα τα Ψυχοσάββατα, ώσπου να κλείσουν τρία χρόνια.

Αν οι ζωντανοί παραµελούν το άναµµα του καντηλιού, οι ψυχές θλίβονται και αγανακτούν, που οι αγαπηµένοι τους τούς ξέχασαν και πια δεν τους θυµούνται.

Πηγή: pronews.gr






Μες της Πεντέλης τα βουνά !! Το ρεμπέτικο για το «Χτικιό»

«Τον Χάρο ψάχνω για να βρω, μα δεν τον εγνωρίζω». Οι στίχοι που συγκίνησαν τον Στράτο Παγιουμτζή να γράψει ένα ρεμπέτικο για το «χτικιό» που βασάνιζε έναν φίλο του.

 To τραγούδι «Μες στης Πεντέλης τα βουνά» φωνογραφήθηκε το 1940 και αναφέρεται στη φυματίωση, που σάρωσε όχι μόνο τον ελληνικό αλλά και τον παγκόσμιο πληθυσμό. Οι ασθενείς υπέφεραν απομονωμένοι στα σανατόρια, τα οποία βρίσκονταν λόγω του υγιεινού κλίματος κοντά σε πευκώδεις περιοχές, όπως της Πεντέλης. Το συγκεκριμένο τραγούδι έχει τη δική του ιστορία και είναι εμπνευσμένο από έναν άνθρωπο που υπέφερε πραγματικά στο σανατόριο της Πεντέλης και τελικά υπέκυψε από τη φυματίωση.

Ο τραγουδιστής Στράτος Παγιουμτζής είχε έναν φίλο φυματικό στο σανατόριο της Πεντέλης, ο οποίος ζητούσε από τον Στράτο να πάει να τον δει. Ο Παγιουμτζής παρ’ όλη την αγάπη που του είχε, δεν πήγαινε γιατί τραγουδούσε μέχρι τα χαράματα στα κέντρα, κουραζόταν πολύ και την άλλη μέρα ξυπνούσε αργά το μεσημέρι. Έτσι ανέβαλε συνεχώς την επίσκεψη στον φίλο του. Η γυναίκα του Στράτου, η Ζωή, καθημερινώς τον πίεζε: «Βρε πήγαινε» του ΄λεγε, «να τον δεις, γιατί οι μέρες του ανθρώπου δεν ξέρουμε πόσες θα’ ναι, μπορεί να μην τον προλάβεις».

Έτσι μία ημέρα τελικά ο Παγιουμτζής το αποφάσισε, ξεκίνησε για το σανατόριο της Πεντέλης και βρήκε τον φίλο του, που τον περίμενε με μεγάλη λαχτάρα. Αφού συναντήθηκαν πάνω στην κουβέντα του είπε: «Εγώ Στράτο μου αυτό που σου ζητάω είναι να φτιάξεις ένα τραγούδι για μένα. Έχω γράψει κάτι στιχάκια, παρ΄τα και άμα σ’αρέσουν καν’τα τραγούδι, ειδεμή γράψε άλλα…»

Ο Στράτος διάβασε τους στίχους και φεύγοντας υποσχέθηκε στον φίλο του πως θα τα διορθώσει και θα τα κάνει τραγούδι. Πράγματι ο Παγιουμτζής με τη συνεργασία του Γιάννη Παπαϊωάννου και του Νίκου Βασιλάκη, διόρθωσαν τους στίχους, έβαλαν τη μουσική και έτσι έφτιαξαν τη γνωστή μεγάλη επιτυχία «Μες στης Πεντέλης τα βουνά».

Στίχοι:

Μες στης Πεντέλης τα βουνά
στα πεύκα τριγυρίζω
τον Χάρο ψάχνω για να βρω μανούλα μου
μα δεν τον εγνωρίζω

Ένα γλυκό ξημέρωμα
τον Χάρο ανταμώνω
μες της Πεντέλης τα βουνά μανούλα μου
και του μιλώ με πόνο

Χάρε του λέω άσε με
ακόμα για να ζήσω
έχω γυναίκα και παιδιά μανούλα μου
πες μου πού θα τ’ αφήσω

Με βλέπει και χαμογελά
κι αρχίζω πια να σβήνω
μου λέει με δυνατή φωνή μανούλα μου
σε παίρνω δε σ’ αφήνω

Πηγή: Μια ιστορία… ένα τραγούδι, του Ηρακλή Ευστρατιάδη,
Toubi’s
Mixanitouxronou.gr




















Βασίλης Τσιτσάνης: «Τρέχει ο νους μου προς τα περασμένα»
229



Μία φθινοπωρινή ημέρα του ’36 ένας νεαρός απ’ τα Τρίκαλα, ονόματι Βασίλης, στο δρόμο για την Αθήνα, βρίσκεται  στριμωγμένος σε σμήνος κόσμου. Έχει ελάχιστα λεφτά στην τσέπη του, κρατάει  λίγα τετράδια που έχει γραμμένες τις μελωδίες και τους στίχους και μια βαλίτσα που έχει μέσα μερικές αλλαξιές ρούχα. Ένα αγόρι με την αθωότητα της επαρχίας που έμελλε να σημαδέψει την ελληνική μουσική. Μέσα στην φασαρία και το πλήθος, χάνει την βαλίτσα του. Όταν η βαλίτσα τελικά βρεθεί σε μία αποθήκη, ο αποθηκάριος τον αναγκάζει να πει τι έχει μέσα η βαλίτσα, βγάζοντας ένα-ένα τα ρούχα στο πεζοδρόμιο για να πειστεί ότι είναι δικά του. Στο θέαμα, πολύς κόσμος που έχει μαζευτεί τριγύρω, τον περιγελά. Σύντομα, όλος αυτός ο κόσμος θα τραγουδάει με καημό τα τραγούδια του και θα ξέρει το όνομά του. Βασίλης Τσιτσάνης.

Τα πρώτα χρόνια
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννιέται στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915 από γονείς Ηπειρώτες. Μεγαλώνει σε μία φτωχή οικογένεια που αντιμετωπίζει  πολλά δεινά και απώλειες μιας και απ’ τα δεκατρία παιδιά που γεννιούνται, επιζούν μόνο τα τέσσερα. Ήδη απ’τα πρώτα του χρόνια έχει μουσικά ακούσματα, αφού ο πατέρας, αν και τσαρουχάς στο επάγγελμα, έχει μαντολίνο, με τα οποίο παίζει τραγούδια και μουσικές του τόπου του. Δεν τον αφήνει ούτε να το αγγίξει το μπουζούκι, αφού εκείνη την εποχή ήταν συνυφασμένο με την παρανομία και το περιθώριο. Έτσι, όταν ο πατέρας του λείπει απ’το σπίτι, ο μικρός Βασίλης πηγαίνει κρυφά, παίρνει το μαντολίνο και παίζει μέχρι να μάθει. Σε ηλικία 11 ετών, όντας μαθητής Δημοτικού, χάνει τον πατέρα του και κληρονομεί το μαντολίνο του, το οποίο μετατρέπει σε μπουζούκι, ενώ παράλληλα αρχίζει μαθήματα βιολιού, προσπαθώντας να διευκολύνει οικονομικά την οικογένειά του. Απ’ τα 14 του χρόνια, ξεκινάει να γράφει τραγούδια και να συμμετέχει σε τοπικές εκδηλώσεις, σε μια εποχή που το μπουζούκι είναι το αντώνυμο της κοινωνικής καταξίωσης και περιωπής.

Η αρχή της καριέρας
Στα τέλη του 1936, στα 22 του πλέον χρόνια, κατεβαίνει στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά, όμως η αγάπη για την μουσική και η βαθύτατη φιλοδοξία του να γίνει ένας σπουδαίος λαϊκός συνθέτης τον οδηγούν να κάνει την πρώτη του εμφάνιση στις μουσικές σκηνές. Εκεί γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον παραπέμπει στην δισκογραφική εταιρεία Odeon, όπου ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι με τίτλο «Σ’έναν τεκέ μπουκάρανε». Η εταιρεία, ακούγοντας τα τραγούδια του Τσιτσάνη, του λέει να πάει να βρει τον Μάρκο Βαμβακάρη. Έτσι, η συνεργασία με τον Μάρκο Βαμβακάρη δεν θα αργήσει να έρθει και θα φέρει στον συνθέτη την αγάπη για το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και την ανάγκη να το διαφοροποιήσει. Η «Αρχόντισσα» είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε, αλλά μαζί μ’αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια, όπως τα «Να γιατί γυρνώ», «Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου» και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια, ο Τσιτσάνης εισάγει ήδη ένα νέο είδος λαϊκού τραγουδιού, πολύ διαφορετικό για τα μέχρι τότε δεδομένα.

Λογοκρισία του ρεμπέτικου τραγουδιού
Η Μεταξική δικτατορία επιβάλλει εμβατήρια και απαγορεύει τόσο τους ρεμπέτικους στίχους που δηλώνουν την χρήση ναρκωτικών, όσο και τις μελωδίες με ανατολίτικο ρυθμό. Τότε, ο Τσιτσάνης εισάγει στο ρεμπέτικο τραγούδι δυτικές μελωδίες και έτσι αρχίζει αυτό το είδος της μουσικής που μέχρι χθες βρισκόταν στο περιθώριο, να απευθύνεται πλέον σε ένα ευρύτερο κοινό. Το μόνο τραγούδι που δεν υπέστει λογοκρισία ήταν «ο Σακαφλιάς» που αναφερόταν σε έναν Πειραιώτη φυλακισμένο, ο οποίος δολοφονήθηκε στα Τρίκαλα από συγκρατούμενούς του, που ενδεχομένως να ήταν και γνώριμο του πρόσωπο.

Βασίλης Τσιτσάνης & Θεσσαλονίκη
Σταθμός θα αποτελέσει για τον Τσιτσάνη το διάστημα της στρατιωτικής του θητείας, στο τάγμα διαβιβαστών, στη Θεσσαλονίκη από τον Μάρτιο του 1938. Ο Τσιτσάνης δεν είναι υπεύθυνος στρατιώτης για τις απαιτήσεις της δικτατορίας, γεγονός που τον οδηγεί πολλές φορές στο πειθαρχείο. Εκεί θα γράψει τα πιο σπουδαία του τραγούδια. Την ίδια περίοδο θα συναντηθεί και με τη 18χρονη Ζωή Σαμαρά, τη γυναίκα της ζωής του, με την οποία θα αποκτήσουν αργότερα τα δύο τους παιδιά, τον Κώστα και την Βικτώρια.

 «Ουζερί Τσιτσάνης»
Την περίοδο της Κατοχής, ο Βασίλης Τσιτσάνης ανοίγει ένα κουτούκι, που θα αποδειχθεί στη συνέχεια σημείο αναφοράς. Το μαγαζί αυτό, είναι το θρυλικό «Ουζερί Τσιτσάνη» στην οδό Παύλου Μελά 22 στην Θεσσαλονίκη. Είναι μικρό και λιτό. Χωράει μόλις 10 τραπέζια, τα οποία όμως γεμίζουν κάθε βράδυ που τραγουδάει ο Τσιτσάνης. Οι Γερμανοί δεν επισκέπτονται το κέντρο του, ίσως επειδή δεν είναι εξοικειωμένοι σε αυτό το είδος μουσικής. Περνούν μόνο για λίγα λεπτά για να βεβαιωθούν πως όλα είναι ήρεμα. Άλλωστε, ο ρόλος τους είναι να σκοτώσουν Έλληνες Εβραϊκής καταγωγής, ανάμεσα σε αυτούς και κάποιους φίλους του Τσιτσάνη. Τότε γράφει, λοιπόν, τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» που θα χαράξει τόσο τον ίδιο, όσο και ολόκληρη την ελληνική μουσική. Εκείνη την περίοδο γράφει επίσης τα τραγούδια :«Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», τα οποία θα ηχογραφήσει αργότερα στην Αθήνα. Ο πόνος και οι δυσκολίες της Κατοχής θα αποτελέσουν έμπνευση για να δημιουργήσει ένα έργο πολυσήμαντο και ένα έργο που έχει μέσα τον καλύτερο μουσικό του κόσμο. Γι’αυτό το έργο θα παραμιλήσει αργότερα όλη η Ελλάδα. Το «Ουζερί Τσιτσάνης» έχει θαμώνες από κάθε κοινωνική τάξη. Μέσω του μαγαζιού, τα τραγούδια του Τσιτσάνη έχουν γίνει επιτυχίες και στην Αθήνα, πριν ακόμη γραμμοφωνηθούν. Αυτό γιατί το λιμάνι της Θεσσαλονίκης είχε σύνδεση με την Αθήνα και οι έμποροι-ναυτικοί που πηγαίνουν στο μαγαζί τα μεταφέρουν.

Η επιστροφή στην Αθήνα και η «απονήωση»
Μετά την λήξη του πολέμου ο Τσιτσάνης, μαζί με την σύζυγό του και την κόρη τους, κατεβαίνουν στην Αθήνα. Σύντομα, με τις πληγές του πολέμου να είναι ακόμη ανοιχτές, ξεσπάει ο Εμφύλιος. Ο συνθέτης τώρα γνωρίζει ευρεία καταξίωση. Κυκλοφορούν, λοιπόν, οι επιτυχίες «Είμαστε Αλάνια», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα Βουνά», «Πέφτεις σε Λάθη», «Ξημερώνει και Βραδιάζει» και «Καβουράκια», ενώ παράλληλα φωνογραφεί το «Μην απελπίζεσαι (Κάνε λιγάκι υπομονή)» στις 11 Νοεμβρίου του 1948 με τη Σωτηρία Μπέλλου, το οποίο αφενός γίνεται τραγούδι-σύμβολο της Ελλάδας του Εμφυλίου, όπως και το «Κάποια μάνα αναστενάζει», ηχογραφημένο έναν χρόνο πριν το ’47, με τις φωνές της Στέλλας Χασκήλ, του Μάρκου Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη.

Εκείνη την εποχή, έχει δίπλα του νέες φωνές, όπως  η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. που ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).

Όπως έχει πει χαρακτηριστικά «το κάθε τραγούδι μου είναι για έναν συγκεκριμένο λαιμό. Τα τραγούδια μου τα τραγουδούν, όπως θέλω εγώ και όχι όπως ξέρουν». Με την Σωτηρία Μπέλλου και την Μαρίκα Νίνου δούλεψαν σκληρά, με την Νίνου όμως μοιράστηκαν τον θρίαμβο. Μαζί σφραγίζουν μία ολόκληρη εποχή, με ηχογραφήσεις σαν τη «Σεράχ», τα «Καβουράκια», τη «Ζαΐρα» και το «Γεννήθηκα για να πονώ». Έτσι, ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν συστήνει μόνο το λαϊκό τραγούδι στην αστική τάξη. Παράλληλα, συνδέεται και με το κίνημα της χειραφέτησης των γυναικών. Είναι η περίοδος που η Μαρίκα Νίνου σηκώνεται από το πάλκο και μιλάει για πρώτη φορά  μέσα απ’ τα τραγούδια του Τσιτσάνη σε α’ πρόσωπο για τα συναισθήματα της γυναίκας. Επιπλέον, είναι ο πρώτος που εισάγει το μουσικό κέντρο από τα μέχρι τότε κουτούκια.

Βασίλης Τσιτσάνης: Πίσω απ’ τα τραγούδια…

Συννεφιασμένη Κυριακή: Ο ίδιος έχει γράψει ότι ένα συνταρακτικό γεγονός συνέβη, ξημερώνοντας Κυριακή, εκείνα τα καταραμένα Χριστούγεννα της Κατοχής. Φεύγοντας από το μαγαζί για να πάει στο σπίτι του, στο παγωμένο χιόνι είδε ζεστό το αίμα κάποιου σκοτωμένου παλικαριού, ενώ είχε ακόμη τα μάτια του ανοιχτά. Μετά από λίγες ώρες, περπατώντας στο λιμάνι, ακούει έναν ναυτικό να φωνάζει: «τι βαριά που είναι σήμερα αυτή η  Κυριακή!». Όταν πήγε σπίτι του, ξεκίνησε να γράφει την «Συννεφιασμένη Κυριακή», το οποίο θα αγαπήσουν αργότερα όλοι οι Έλληνες.

Αρχόντισσα: Η Αρχόντισσα, το τραγούδι το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως η αρχή των όλων, αναφερόταν σε ένα υπαρκτό πρόσωπο. Συγκεκριμένα, μιλούσε για τον ανεκπλήρωτο έρωτα ενός φίλου του και συμμαθητή του με μία κοπέλα αριστοκρατικής Αθηναϊκής οικογένειας, ονόματι Ελίζα. Ο φίλος του την αγάπησε παράφορα, όμως αυτή τον περιφρόνησε, όπως γράφει ο ίδιος στο ημερολόγιό του. Η Ελίζα ήταν χήρα και δεν μπόρεσε να ξεπεράσει ποτέ τον χαμό του συζύγου της. Όταν ο Τσιτσάνης συνάντησε κάποια στιγμή την Ελίζα  και την είδε σε άσχημη κατάσταση, κατάλαβε πως η υγεία της είχε κλονιστεί. Οι γιατροί της χορηγούσαν υπνωτικά χάπια, τα οποία την εξαντλούσαν. Κατέληξε αλκοολική και τα βράδια έβγαινε από το σπίτι της και έβριζε τους Γερμανούς, με αποτέλεσμα ένας να την εκτελέσει επί τόπου το 1941. Με αυτόν τον τραγικό τρόπο, έφυγε  από τη ζωή στα 30 της χρόνια. Ο Τσιτσάνης έμαθε το συμβάν περίπου 7 χρόνια από τον θάνατό της, αφού υπηρετούσε στο αλβανικό μέτωπο, έπειτα από τηλεφώνημα στο σπίτι της Ελίζας. Η Ελίζα είχε υποσχεθεί στον Βασίλη Τσιτσάνη ότι δεν θα φύγει ποτέ από τη ζωή του. Και δεν έφυγε ποτέ. Ζει πάντα μέσα απ’ την Αρχόντισσα.

Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα:  Ο Βασίλης Τσιτσάνης και η Μαρίκα Νίνου γνωρίστηκαν το 1949, όταν εκείνη τραγουδούσε στο κέντρο Φλόριδα. Ο συνθέτης τότε εμφανιζόταν στο μαγαζί «του Τζίμη του χοντρού» μαζί με την Σωτηρία Μπέλλου. Κάποια στιγμή, η Σωτηρία Μπέλλου έπρεπε να εγκαταλείψει το σχήμα και τότε ο Τσιτσάνης ζήτησε από τον Περπινιάδη, την Μαρίκα Νίνου, για να την αντικαταστήσει.  Ο έρωτας δεν άργησε να έρθει,  παρά το γεγονός ότι ήταν και οι δύο παντρεμένοι με παιδιά. Ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε ξεκαθαρίσει την θέση του πως δεν ήθελε να χαλάσει τον γάμο του, όμως η Μαρίκα Νίνου προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον μεταπείσει. Το 1954 μία σοβαρή νόσος χτύπησε την Μαρίκα Νίνου και ο Τσιτσάνης την πήγε στον καλύτερο γιατρό, ο οποίος της σύστησε θεραπεία στην Αμερική. Η Μαρίκα ζήτησε από τον Τσιτσάνη να πάει μαζί της στην Αμερική, όμως εκείνος αρνήθηκε, αφού η σύζυγός του ήταν ήδη έγκυος στο δεύτερο παιδί. Λίγο πριν η Μαρίκα Νίνου φύγει για την Αμερική, ο Τσιτσάνης της έγραψε ένα τραγούδι, το «τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα». Εκείνη πήγε στο στούντιο, χωρίς να γνωρίζει τους στίχους. Όταν τους διάβασε, συνειδητοποίησε πως δεν είναι ένα απλό τραγούδι, αλλά ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα που έπρεπε η ίδια να ερμηνεύσει. Η Νίνου όταν το διάβασε, λύγισε, και βγήκε έξω απ’ το στούντιο για να μη την δουν που κλαίει. Μετά από λίγο μπήκε στο στούντιο και ηχογράφησε το τραγούδι, για μία μόνο φορά. Είναι αυτό που τελικά ηχογραφήθηκε. Η Νίνου έφυγε για την Αμερική. Του χωρισμού τους έφτασε η ώρα τρία χρόνια μετά. Η Νίνου φεύγει απ’ την ζωή σε ηλικία 39 ετών…
Κι αφού μας πήρε πια η κατηφόρα
καλύτερα από τώρα να χωρίσουμε
Αφού δε γίνεται μαζί να ζήσουμε…

 «Ινδοκρατία»
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Βασίλης Τσιτσάνης έχει γνωρίσει τεράστια επιτυχία, η οποία έχει εξασφαλίσει οικονομικά τόσο τον ίδιο, όσο και την οικογένειά του. Εκείνη την εποχή αρχίζουν να παίζουν ινδικές ταινίες στο κινηματογράφο με μουσικές ερωτικού περιεχομένου που θα έρθουν να ταράξουν την πορεία του λαϊκού τραγουδιού. Τώρα κάνουν την εμφάνισή τους νέοι συνθέτες, οι οποίοι για να σταθούν στην μουσική βιομηχανία της εποχής, αντιγράφουν ινδικές μελωδίες, παρουσιάζοντάς τες σαν δικές τους. Ο Βασίλης -όσο κάθε άλλη φορά- προσπαθεί να σώσει το λαϊκό τραγούδι από την εισβολή ξενόφερτων  «ινδοαραβοτουρκικών» μελωδιών. Όμως την εποχή εκείνη, οι επιτυχίες του συνθέτη είναι λίγες και οι θαμώνες στα μαγαζιά περιορισμένοι. Οι περιοδείες του σε μέρη στα οποία χτυπάει η καρδιά των ξενιτεμένων είναι η μόνη του διέξοδος. Δεν αλλάζει το ύφος του, αλλά το προσαρμόζει, κρατώντας την βαθιά λαϊκή του ταυτότητά.

Το θρυλικό κέντρο Χάραμα
Την δεκαετία του ’60 τα ινδικά ακούσματα φεύγουν και το λαϊκό τραγούδι αρχίζει να αφορά μέχρι και την αστική τάξη. Ο Βασίλης Τσιτσάνης αρχίζει να δουλεύει στο θρυλικό κέντρο Χάραμα με συχνούς θαμώνες τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Μάνο Χατζιδάκι που αγαπούν ιδιαίτερα την μουσική του. Το μαγαζί έχει ονομαστεί Χάραμα απ’ το τραγούδι του Παπαϊωάννου «Πριν το χάραμα μονάχος», μιας και εκείνη την εποχή τραγουδούσε εκεί. Το Χάραμα, με οικοδεσπότη τον Βασίλη Τσιτσάνη, γίνεται στέκι για καλλιτέχνες, μαχόμενους, δημοσιογράφους, διανοούμενους, φοιτητές και εργάτες.  Ανάμεσα στους θαμώνες, βρισκόταν συχνά και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος αγαπούσε ιδιαίτερα τον συνθέτη και διασκέδαζε με τις πενιές του, χορεύοντας τις περίφημες ζεϊμπεκιές. Το μαγαζί χαρακτηρίστηκε ως η «μητρόπολη της αθηναϊκής νύχτας». Στην κουζίνα του κέντρου ηχογραφήθηκε ο δίσκος του Τσιτσάνη που κατέκτησε το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross! Τα ξημερώματα της 15ης Φεβρουαρίου 1980 ο Τσιτσάνης περίμενε να φύγει και ο τελευταίος πελάτης και τότε ηχογράφησε μετά το τέλος του προγράμματος με τους μουσικούς Γιάννη Δεδέ και τον Μ. Μαλλίδη τον δίσκο «Το χάραμα Τραγούδια και ταξίμια του Βασίλη Τσιτσάνη». Το Χάραμα είναι το μαγαζί που συνδέεται με τον Τσιτσάνη μέχρι το τέλος της ζωής του…

 «Ό,τι και αν πω δεν σε ξεχνώ»
18 Ιανουαρίου. Η ημέρα που γεννήθηκε… Η ημέρα που έφυγε. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, εκείνος ο νεαρός από τα Τρίκαλα που κατέβηκε απ’ το τρένο, γεμάτος όνειρα και με μία κρυφή φιλοδοξία να μπει στις καρδιές όλων των Ελλήνων, άφησε την τελευταία του πνοή στο Λονδίνο, στο δωμάτιο του νοσοκομείου στις 18 Ιανουαρίου του 1984. Την ίδια ημέρα οι γαλλικές εφημερίδες θα γράψουν: «Για τον λαό του είναι πάνω και από βασιλιάς, είναι ένα σύμβολο. Χωρίς αυτόν, η ελληνική μουσική δεν θα ήταν ποτέ αυτό που είναι σήμερα». 
Ο Βασίλης Τσιτσάνης κατάφερε να βγάλει το λαϊκό τραγούδι από το περιθώριο και να το ριζώσει στις καρδιές όλων των Ελλήνων τόσο, ώστε να μην χαθεί ποτέ. Έκανε τραγούδι τις γειτονιές που μεγάλωσε, τα νυχτερινά κέντρα που δούλεψε, τους δρόμους που περπάτησε, τον πόνο του πολέμου που έζησε, τα μέρη που λησμόνησε και τις γυναίκες που αγάπησε. Κάθε του βίωμα και ένα τραγούδι.

Κατά τον μουσικολόγο Λάμπρο Λιάβα, ο Τσιτσάνης, «έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απομακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας το ρόλο του ρεφρέν».

 «Κι εγώ τους αναστεναγμούς τους παίζω κομπολόι», γράφει στο τραγούδι «Αντιλαλούνε τα βουνά» και αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος ολόκληρης της μουσικής του διαδρομής. Αν χρωστάμε, λοιπόν, κάτι στον μεγάλο σύνθετη, αυτό δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα ευχαριστώ για τις μέρες μας που έκανε τραγούδια…

Πηγές
  • Βασίλης Τσιτσάνης “Μηχανή του Χρόνου “
  • Έλληνες του Πνεύματος και της Τέχνης Βασίλης Τσιτσάνης
  • Bασίλης Τσιτσάνης Συνέντευξη του 1972
  • Αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη στην ΕΡΤ 1984
  • Μουσείο Τσιτσάνη
  • Maxmag.gr








«Πάρε το δαχτυλίδι μου που γράφει το όνομα μου» - Η ιστορία του τραγουδιού

«Πάρε το δαχτυλίδι μου που γράφει το όνομα μου» είπε ο Μητσάκης όταν η κοπέλα που έβγαινε του παραπονέθηκε ότι δεν την αγαπάει και το έκανε τραγούδι

Ο Γιώργος Μητσάκης έγραψε το τραγούδι «Πάρε το δαχτυλίδι μου» το 1958 όταν την είχε «ψωνίσει με μία κοπέλα», όπως έλεγε ο ίδιος και το θεωρούσε ένα από τα πλέον αγαπημένα του τραγούδια. Εκείνη την περίοδο εμφανιζόταν στο κέντρο «Ροσινιόλ» στις Τρεις Γέφυρες.

Στο μαγαζί αυτό γνωρίστηκε και ξετρελάθηκε με μία από τις πελάτισσες, τη Σούλα, η οποία αργότερα έφυγε για μόνιμη εγκατάσταση στο Λονδίνο. Ο Μητσάκης τότε είχε ένα αυτοκίνητο Όπελ και με αυτό πήγαινε τη Σούλα βόλτες, πότε στο βουνό και πότε στη θάλασσα για φρέσκο ψάρι. Έπειτα από κάμποσο χρονικό διάστημα που έβγαιναν, εκείνη κάποια στιγμή του είπε παραπονιάρικα μέσα στο αυτοκίνητο: «Γιώργο ξέρω ότι δεν μ΄ αγαπάς».

Τότε ο Μητσάκης για να της αποδείξει το αντίθετο, έβγαλε το δαχτυλίδι του, που ήταν χαραγμένο επάνω το όνομα του και της το χάρισε λέγοντας της: «Πάρε το δαχτυλίδι μου που γράφει τ’ όνομα μου και πίστεψε με πως σ’ αγαπώ». Αυτή η φράση που της είπε του έμεινε στο μυαλό.

Αργότερα στο σπίτι του το ίδιο βράδυ, την έκανε τραγούδι, που έμελλε να εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του και να γνωρίσει πολλές επανεκτελέσεις.

Την πρώτη εκτέλεση ερμήνευσε ο Στέλιος Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα το 1958.

Στίχοι

Πάρε το δαχτυλίδι μου
που γράφει τ’ όνομά μου
και πίστεψε πως σ’ αγαπώ
με όλη την καρδιά μου.

Βάλε το δαχτυλίδι μου
που γράφει τ’ όνομά μου
για να μη με ξεχνάς ποτέ
μακριά μου όταν θα `σαι,
να το φοράς στο χέρι σου
κι εμένα να θυμάσαι.

Μοίρα καλή μας ένωσε
μες στη ζωή για πάντα,
τον έρωτά μας δεν μπορεί
κανείς να εμποδίσει,
εμάς μονάχα ο θάνατος
μπορεί να μας χωρίσει.

Πηγή: μία ιστορία… ένα τραγούδι, του Ηρακλή Ευστρατιάδη, εκδόσεις Toubi’s...
         
mixanitouxronou.gr






Μάρκος Βαμβακάρης



Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια Καθολικών (για τον λόγο αυτό αργότερα απέκτησε και το παρατσούκλι «Φράγκος»). Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα, ενώ από μικρή ηλικία ο μικρός Μάρκος συνόδευε τον τελευταίο παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα πανηγύρια. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, ο Μάρκος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία κ.ά.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο μεγάλος αυτός μύστης του ρεμπέτικου τραγουδιού, ήταν Συριανός. Από κει ξεκίνησε και το νησί του που τότε ήταν μεγάλο και κραταιό λιμάνι του Αιγαίου, ήταν πάντα παρόν στα τραγούδια του. Στη Σύρο υπάρχουν πολλοί καθολικοί, άλλωστε και η περίφημη «Φραγκοσυριανή» του αναφέρεται σε μια καθολική κοπέλα από τη Σύρο, όπως λέει και ο τίτλος του τραγουδιού. Όπως γράφει στ’ απομνημονεύματα του, την είδε ένα βράδυ καθώς έπαιζε και δίχως να τη γνωρίσει ποτέ, έγινε η μούσα του γι αυτό το λαϊκό αριστούργημα. Ο Μάρκος ήταν κι αυτός καθολικός, γεγονός που τον οδήγησε αργότερα σε μπελάδες καθώς η καθολική εκκλησία στα θέματα γάμου και διαζυγίου ήταν και είναι πολύ πιο αυστηρή από την Ορθόδοξη.

Το 1917 σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τη Σύρο αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού, ο οποίος κατρακύλησε, χτύπησε ένα σπίτι και σκότωσε μια γυναίκα που βρισκόταν μέσα. Αυτό τον εξανάγκασε να βγάλει άρον-άρον ένα εισιτήριο με το καράβι και να φύγει για τον Πειραιά. Αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένειά του.  Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης (φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα «καρβουνιάρικα») και περίπου από το 1925 μέχρι το 1935 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθηνών.

Ο Βαμβακάρης πέρασε την εφηβεία του στον Πειραιά, δουλεύοντας στα καρβουνάδικα. Κουβαλούσε κάρβουνο στην πλάτη του και αμειβόταν με τον τόνο.

Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του άκουσε κατά τύχη το Νίκο Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι, γεγονός που τον συνεπήρε και άλλαξε τη ζωή του και άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και να γράφει τα πρώτα του τραγούδια.

Συμμετείχε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, το Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Το 1933, έπειτα από την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη,  ο Μάρκος φωνογράφησε το πρώτο εμπορικά επιτυχημένο τραγούδι με μπουζούκι στην Ελλάδα, το «Καραντουζένι» (ή «Έπρεπε να 'ρχόσουνα ρε μάγκα μου») ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, παρόλες τις επιφυλάξεις που είχε για την ποιότητα της φωνής του. Η επιτυχία αυτής της ηχογράφισης σημάδεψε την ιστορία της Ελληνικής Δισκογραφίας, αφού από τότε ξεκίνησαν πολλοί μεγάλοι συνθέτες του ρεμπέτικου όπως ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Σπύρος Περιστέρης και ο Παναγιώτης Τούντας να κάνουν ηχογραφήσεις συνοδεία λαϊκης ορχήστρας με μπουζούκια.

Η περίοδος λίγο πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων, το 1935 έγραψε και φωνογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» (το γνωστότερο ίσως τραγούδι του), το οποίο όμως έγινε πολύ μεγάλη επιτυχία 25 χρόνια αργότερα με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο ίδιος αφηγείται για τη δημιουργία του τραγουδιού:
«Όλος ο κόσμος της Σύρου μ' αγαπούσε πολύ, διότι κι εγώ ήμουν Συριανός και το είχαν καμάρι οι Συριανοί. Κάθε καλοκαιράκι με περίμεναν να πάω στη Σύρα να παίξω και να γλεντήσει όλη η Σύρα μαζί μου. Το 1935 πήρα μαζί μου τον Μπάτη, τον αδερφό μου τον μικρό και τον πιανίστα Ροβερτάκη και πήγα για πρώτη φορά στη Σύρο, σχεδόν είκοσι χρόνια αφ' ότου έφυγα από το νησί. Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν... Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:
Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
Λες και μάγια μου 'χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά...
Ούτε και ξέρω πώς την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή.»

Στα 19 του γνώρισε και παντρεύτηκε τη γυναίκα του Ελένη, την οποία φώναζε χαϊδευτικά «Ζιγκοάλα». Ήταν πανέμορφη και ο Μάρκος την αγαπούσε παθολογικά. Όμως η Ελένη δεν τον τίμησε διότι σύντομα άρχισε να τον απατά με τον καλύτερο φίλο του και κουμπάρο τους, τον Σήφη. Τα μάτια του Μάρκου άνοιξε ο μεγάλος του αδερφός Φραγκίσκος. Του είπε ότι η Ελένη τον απατούσε και τον ξεφτίλιζε στην κοινωνία, αλλά όταν ο μικρός Μάρκος αρνήθηκε να τον πιστέψει, αυτός έβγαλε έναν σουγιά, έκοψε ένα κομμάτι απ’ το αυτί του και του το έδωσε ως τεκμήριο ειλικρίνειας. Τυπική σκληρή ρεμπέτικη χειρονομία.

Ο Μάρκος τον πίστεψε, χώρισε τη γυναίκα του και απευθύνθηκε στον καθολικό επίτροπο για να ζητήσει διαζύγιο. Η Ορθόδοξη εκκλησία έδινε διαζύγιο για λόγους μοιχείας, η καθολική δεν έδινε ποτέ και για κανέναν λόγο. Ο καθολικός μητροπολίτης του το αρνήθηκε και τότε ο Μάρκος έκανε αίτηση για διαζύγιο στα δικαστήρια, υποστηρίζοντας ότι ο γάμος του ήταν νομικά άκυρος.
Πράγματι, ο Μάρκος ήταν καθολικός, η Ελένη ορθόδοξη, αλλά είχαν κάνει μόνο καθολικό γάμο. Το πρωτοδικείο Πειραιά τον δικαίωσε και για λόγους καθαρά τυπικούς έκρινε τον γάμο με την Ελένη άκυρο.

Η Ελένη, αν και έζησε τελικά όλη της τη ζωή με τον Σήφη, τα πρώτα χρόνια κυνηγούσε τον Μάρκο απαιτώντας διατροφή την οποία αυτός δεν έδινε. Επειδή μάλιστα τον έφερνε στα δικαστήρια ζητώντας τα δικαιώματα από τραγούδια του, ο Βαμβακάρης ηχογράφησε πάρα πολλά απ’ αυτά με το ψευδώνυμο «Ρόκος» που ήταν το παρατσούκλι του πατέρα του ή καταχωρημένα στο όνομα φίλων του. Αν και έγραψε τα απομνημονεύματα του γέρος και η ζωή των δύο είχε κυλήσει, ο Μάρκος δεν συγχώρησε ποτέ την Ελένη για την απιστία της. Τη στόλισε με κοσμητικά επίθετα που μόνο από το στόμα ενός ρεμπέτη μπορούσαν να βγουν. Φαίνεται ότι δεν την ξεπέρασε ποτέ.

Το 1937 συμβιβάζεται με τη λογοκρισία του καθεστώτος Μεταξά και προσαρμόζει τους στίχους του αφαιρώντας το βαρύ χασικλίδικο ύφος, κάτι που έπειτα από χρόνια αναγνωρίζει ο ίδιος πως ήταν μια δημιουργική μεταστροφή. Ήταν τόσο δημοφιλής που στη μια από τις τρεις φορές που επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη και έδωσε συναυλία συγκεντρώθηκε για να τον ακούσει 50 000 κόσμος στην πλατεία του Λευκού Πύργου. Στο τραγούδι «Το 1912» υμνεί τη Θεσσαλονίκη, ενώ παραδόξως ως τότε δεν είχε κάνει ούτε μια αναφορά σε κάποιο τραγούδι του για τον Πειραιά, την πόλη όπου ζούσε και δημιουργούσε. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου ερμηνεύει δικά του τραγούδια, αλλά και του Σπύρου Περιστέρη, με στίχους προσαρμοσμένους στο ελληνοϊταλικό έπος («Γειά σας φανταράκια μας», «Το όνειρο του Μπενίτο» κ.ά.).

Αφού κατάφερε να επιβιώσει την περίοδο της κατοχής, παντρεύτηκε το 1942 για δεύτερη φορά την Ευαγγελία με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά (δύο εκ των οποίων πέθαναν και από τ' άλλα τρία, τον Βασίλη, τον Στέλιο και τον Δομένικο, οι δύο τελευταίοι έγιναν γνωστοί μουσικοί). Η Βαγγελιώ ήταν επίσης ορθόδοξη κι αυτή τη φορά ο Μάρκος θέλησε να τα κάνει όλα κανονικά, δηλαδή να παντρευτεί και στις δυο εκκλησίες. Όμως η καθολική εκκλησία δεν αναγνώριζε την ακύρωση του πρώτου του γάμου, συνεπώς τον θεωρούσε ακόμα παντρεμένο με την Ελένη και του αρνήθηκε γάμο με τη Βαγγελιώ. Μόλις έκαναν τον Ορθόδοξο γάμο, η καθολική εκκλησία του απαγόρευσε τη συμμετοχή στη θεία κοινωνία, ποινή πολύ βαριά, ένα βήμα πριν τον αφορισμό. Ο Μάρκος στεναχωρήθηκε πολύ διότι πίστευε στον Θεό και πάλευε ως το τέλος της ζωής του να αρθεί αυτή η τιμωρία. Το κατάφερε μετά από δυόμισι δεκαετίες, το 1966, έξι μόλις χρόνια πριν τον θάνατο του.

Μετά την απελευθέρωση και κατά την περίοδο 1948-1959, περνάει δύσκολες ώρες, καθώς η ελληνική μουσική βιομηχανία, τα ηνία της οποίας περνούν σε χέρια ανθρώπων που ο Μάρκος Βαμβακάρης είχε βοηθήσει να αναδειχτούν, φέρεται αχάριστα στον πρωτοπόρο του μπουζουκιού που θεωρείται πια «ξεπερασμένος». Γίνεται προσπάθεια να αλλάξει ο χαρακτήρας της Ελληνικής Λαϊκής Μουσικής εισάγοντας ρυθμούς από την Ινδία. Οι δισκογραφικές εταιρίες παύουν να τον καλούν για ηχογραφήσεις και τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα τού αρνούνται τη συνεργασία. Περνά σοβαρές περιπέτειες με την υγεία (παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα) και την οικονομική του κατάσταση

Ο Μάρκος Βαμβακάρης καταφέρνει να επιβιώσει αλλά και να αποκαταστήσει το πρόβλημα υγείας του πηγαίνοντας στα ιαματικά λουτρά της Ικαρίας. Το 1954 επισκέφτηκε τη Σύρο όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό και παρέμεινε για έναν χρόνο.

Αυτά μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης απεβίωσε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών, στο διαμέρισμα όπου κατοικούσε στη Νίκαια, συνεπεία νεφρικής ανεπαρκείας που του δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης. Την επόμενη μέρα του θανάτου του, κηδεύτηκε στο Γ' Νεκροταφείο Αθηνών στη Νίκαια, όπου ενταφιάστηκε κανονικά παρουσία καθολικών ιερέων. Όπως δήλωσε σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή ο γιος του Μάρκου Δομένικος, για την κηδεία του πατέρα του η οικογένειά του αναγκάστηκε να καταφύγει σε δάνειο προκειμένου να καλύψει τα έξοδά της.

Πηγή: newsit.gr, Wikipedia.org
















Ο θρύλος της λεπρής πριγκίπισσας που θεραπεύτηκε σε μια σπηλιά πίνοντας νερό που έμοιαζε με γάλα.

Στο μικρό παραδοσιακό χωριό, το Άγιο Γάλα, που αποτελεί και ένα από δυτικότερα κατοικημένα σημεία της Χίου, ξεχωρίζει το μοναδικό ομώνυμο σύμπλεγμα τουλάχιστον τριών σπηλαίων, το μεγαλύτερο από τα οποία φτάνει σε βάθος περίπου 200 μέτρων.


Στην είσοδο και στο εσωτερικό των σπηλαίων, βρίσκονται δύο ιδιαίτεροι ναοί. Σήμερα στον βυζαντινό ναό της Παναγίας Αγιογαλούσαινας έχει διασωθεί μόνο το μοναδικό ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1721 και η παράσταση της Πλατυτέρας.


Σύμφωνα με την παράδοση, στην περιοχή του χωριού Άγιο Γάλα, η οποία παλιότερα ονομαζόταν Άγιος Θαλελαίος, βρέθηκε εξόριστη από τον ίδιο της τον πατέρα μία όμορφη πριγκίπισσα που έπασχε από τη νόσο του Χάνσεν. Η λεπρή κοπέλα βρήκε καταφύγιο στο σπίτι μιας μαυροφορεμένης γυναίκας, η οποία τη φρόντιζε και την προστάτευσε. Ένα βράδυ η γυναίκα είδε στον ύπνο της ένα παράξενο όραμα και αμέσως έτρεξε να το πει στην πριγκίπισσα. Εκμυστηρεύτηκε στην κοπέλα να πάει στο σπήλαιο και να πιει νερό από την πηγή του για να γίνει καλά. Η πριγκίπισσα πίστεψε στα λόγια της μαυροντυμένης γυναίκας, έκανε αυτό που της είπε και θεραπεύτηκε. Αμέσως μετά, πήγε στον βασιλιά πατέρα της και του ζήτησε να χτίσει μια εκκλησία δίπλα στο σημείο που πήγαζε το θεραπευτικό νερό. Ο πατέρας της συμφώνησε και άρχισαν οι εργασίες. Καθώς το έδαφος δεν ήταν ομαλό στο συγκεκριμένο σημείο, οι τεχνίτες αποφάσισαν να χτίσουν το εκκλησάκι στην απέναντι πλευρά.

Κάθε πρωί που επέστρεφαν στη δουλειά τους, έβλεπαν ότι τα εργαλεία τους είχαν μετακινηθεί στο σημείο που είχε αρχικά υποδείξει η νεαρή κοπέλα για το χτίσιμο της εκκλησίας. Η εκκλησία τελικά χτίστηκε στην είσοδο του σπηλαίου και ονομάστηκε Παναγία Αγιογαλούσαινα, εξαιτίας του λευκού σταλακτικού υγρού που πηγάζει από σταλακτίτη σε σχήμα μαστού, το οποίο μοιάζει με γάλα και θεωρείται ότι περιέχει θεραπευτικές ιδιότητες, δηλαδή πρόκειται για αγίασμα.







Υπολογίζεται ότι το εκκλησάκι χτίστηκε μεταξύ 12ου και 13ου αιώνα, ενώ παλιότερα ήταν μοναστήρι. Ο κυρίως ναός του ανήκει στον βυζαντινό τύπο του συνεπτυγμένου εγγεγραμμένου σταυροειδή με τρούλο. Η είσοδος στον ναό της Παναγίας Αγιογιαλούσαινας γίνεται από μία πόστα με μαρμάρινο περίβλημα, ενώ η πρόσβαση στον ναό γίνεται είτε μέσα από το σπήλαιο του Αγίου Γάλακτος είτε από τον δρόμο που διασχίζει ρεματιά της περιοχής.

Ελάχιστα αντικείμενα και δείγματα από αγιογραφίες έχουν σωθεί στο εσωτερικό του ναού, που σε μερικά σημείο είναι πλακόστρωτος και σε μερικά όχι.

Πέρα από την σχεδόν αναλλοίωτη παράσταση της Πλατυτέρας έχει απομείνει και το μοναδικής καλλιτεχνίας ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού, μπροστά από το Ιερό Βήμα. Πρόκειται για ένα σπάνιο αριστούργημα, πλούσια κοσμημένο, χαρακτηριστικό της ξυλογλυπτικής της Χίου που χρονολογείται από το 1721.

Στο εσωτερικό του σπηλαίου είναι χτισμένο και το παρεκκλήσι της Αγίας Άννας, ωστόσο ταξιδιώτες καταφτάνουν στο νησί και στο χωριό, κυρίως τον δεκαπενταύγουστο, όπου εορτάζει η Παναγία Αγιογαλούσαινα, ενώ το πανηγύρι που γίνεται εννέα μέρες αργότερα, στις 23 Αυγούστου, αποτελεί το μεγαλύτερο πανηγύρι της Χίου και πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες.

Στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, οι κάτοικοι του Αγίου Γάλακτος ονομάζονται Αγιογαλούσοι και Αγιογαλούσαινες. Μπορεί το μικρό χωριό το 2011 να μετρούσε μόλις 38 μόνιμους κατοίκους, η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή χρονολογείται περίπου από το 6000 π.Χ. Στο σπήλαιο, ακριβώς κάτω από την τοποθεσία του σημερινού χωριού, υπολογίζεται ότι εγκαταστάθηκαν άνθρωποι κατά την πρώιμη Νεολιθική εποχή και παρέμειναν εκεί μέχρι περίπου το 2700 π.Χ. Διάφορα πήλινα αντικείμενα, αλλά και κόκαλα ζώων υποδείκνυαν ότι το σπήλαιο μπορεί να χρησιμοποιήθηκε ως ιερός χώρος λατρείας και θυσίας από την Αρχαϊκή έως και τη Ρωμαϊκή εποχή.

Αλλά και νεότερες ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στα δύο σπήλαια του συμπλέγματος επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη δραστηριότητα στο εσωτερικό τους. Αγγεία και μικροαντικείμενα από πηλό, εργαλεία και θαλασσινά όστρεα της Νεολιθικής εποχής οδήγησαν τους επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι της περιοχής είχαν έφεση στη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά και μια έντονη καλλιτεχνική και πνευματική δραστηριότητα, κυρίως από τα πολλά λατρευτικά αντικείμενα που βρέθηκαν στην εσωτερικό του σπηλαίου και στην ευρύτερη περιοχή....

Πηγή: mixanitouxronou.gr













Το «κρυφό σχολειό» του Πηλίου


Επί Τουρκοκρατίας δεν υπήρχαν σχολεία και οι προσπάθειες για εκπαίδευση βασίζονταν σε πρωτόγονα μέσα. Μερικοί καλόγεροι και λαϊκοί που ήξεραν ανάγνωση και γραφή μάζευαν τα παιδιά στους νάρθηκες εκκλησιών, σε σκοτεινά κελιά ή ακόμη και σε σπήλαια και τους μάθαιναν την αλφαβήτα.

Στην περιοχή του Πηλίου, ένα τέτοιο ιδιότυπο σχολείο κρυβόταν στην βραχώδη ακτογραμμή ανάμεσα στην Φακίστρα και την Νταμούχαρη. Για να φτάσει κανείς σε αυτό το απόκρημνο σημείο, δυσκολευόταν να προσανατολιστεί και να βρει το μυστικό πέρασμα που ξεκινούσε από την Τσαγκαράδα. Σήμερα έχει δημιουργηθεί ένα ασφαλές, αλλά κουραστικό μονοπάτι και ο επισκέπτης μπορεί να προσεγγίσει το σημείο, όπου ο θρύλος αναφέρει ότι στη μικρή σπηλιά ασκήτευε ένας καλόγερος από το 1668. Ως μοναδική συντροφιά είχε την εικόνα της Παναγιάς της Μεγαλομάτας.

Ο καλόγερος συνήθιζε να βάζει μια σανίδα στα βράχια, η οποία επέτρεπε στα παιδιά από την Τσαγκαράδα να περνάνε. Όταν την έβγαζε, το μικρό σπήλαιο αποκοβόταν τελείως από τον κόσμο. Τα μαθήματα γίνονταν συνήθως βράδυ, υπό το φόβο των διώξεων.
Δυστυχώς, το μέτρο ασφάλειας δεν αποδείχθηκε αποτελεσματικό. Όταν «προδόθηκε» η κρυψώνα, έφτασαν στην περιοχή πειρατές. Αγκυροβόλησαν στον όρμο και άρχισαν να αναζητούν την σπηλιά. Πίστευαν ότι στο εσωτερικό της κρύβονταν σπουδαίοι θησαυροί. Όταν την εντόπισαν αναρριχήθηκαν στα βράχια και κατάφεραν να ανέβουν σε υψηλότερο επίπεδο. Από εκεί έριξαν σκοινιά και κατάφεραν να μπουν μέσα. Όταν συνειδητοποίησαν ότι δεν υπήρχαν εκεί θησαυροί και αντικείμενα αξίας, απογοητεύτηκαν και σκότωσαν τον ανήμπορο καλόγερο. Αυτό ήταν το τραγικό τέλος του δασκάλου του κρυφού σχολειού της Φακίστρας.

Σήμερα, μέσα στη σπηλιά υπάρχουν ακόμη τα πέτρινα ερείπια, ενώ λίγο παραδίπλα, σε άλλη μικρότερη σπηλιά, σώζεται το εκκλησάκι της Παναγιάς της Μεγαλομάτας. Η εικόνα της Παναγίας, που κάποτε κρατούσε συντροφιά στο γέρο δάσκαλο, πλέον έχει μεταφερθεί στην Τσαγκαράδα. Και τα δύο σπήλαια είναι επισκέψιμα με πεζοπορία και προσελκύουν τους περιηγητές που θέλουν να ανακαλύψουν την κρυφή ιστορία και τη γοητεία του Πηλίου....

Πηγή
: mixanitouxronou.gr





Από που βγήκε η έκφραση «χτύπα ξύλο»

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΡΔΑΡΗΣ

Είναι χωρίς αμφιβολία μια από τις ποιο γνωστές προλήψεις με ολόκληρες γενιές να την μαθαίνουν και να την διαδίδουν στις επόμενες. Όμως από που προκύπτει ότι αν χτυπήσεις ξύλο δεν θα γίνει κάτι κακό;

Σύμφωνα με τον συγγραφέα και ηθοποιό Τάκη Νατσούλη ο οποίος επί δεκαετίες συγκέντρωνε λαογραφικό υλικό, το οποίο μετέπειτα ανέλυε και εξέδιδε σε βιβλία, η φράση προέρχεται από τους αρχαίους Έλληνες. Σύμφωνα με αυτή την εξήγηση οι αρχαίοι Έλληνες χτύπαγαν το ξύλο του κορμού των δένδρων επειδή εκεί κατοικούσαν οι νύμφες. Έτσι μπορούσαν να επικαλεστούν την προστασία τους και να μην τους συμβεί κάτι κακό. 

Το ίδιο φαίνεται να υποστηρίζεται και στο βιβλίο Firestone, Allie. "Knock on Wood: Superstitions and Their Origins" σε μια παραλλαγή. Στο Knock on Wood η προέλευση του εθίμου προέρχεται από την γερμανική λαογραφία όπου επίσης υπερφυσικά όντα ζούσαν σε δέντρα και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για προστασία. 

Όταν κάποιος χρειαζόταν μια χάρη ή να έχει καλή τύχη τότε ανέφερε αυτή την επιθυμία σε ένα δέντρο και στη συνέχεια άγγιζε το φλοιό, κάτι που αντιπροσώπευε το πρώτο «χτύπημα». Το δεύτερο "χτύπημα" ήταν για να ευχαριστήσει τα όντα που θα του εκπλήρωναν την ευχή. Επιπλέον το χτύπημα υποτίθεται ότι εμπόδιζε τα κακά πνεύματα που μπορούν να ακούσουν την ομιλία  και να παρέμβουν. 

Πηγή: e-radio.gr







Με μπάλο, χασάπικο, ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλι και καρσιλαμά: Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και το τραγούδι τους

Από τη Μαρία Σταμπούλογλου - Iστορικό-Φιλόλογο

Η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και το άμεσο επακόλουθό της, ο ξεριζωμός των χιλιάδων Μικρασιατών Eλλήνων από τις εστίες τους και η εγκόλπωσή τους στην ελληνική κοινωνία, υπήρξε μια εποποιία μοναδική για την ελληνική Iστορία. Οι πρόσφυγες, ερχόμενοι στην Ελλάδα, βιώνουν τη διαδικασία μιας μοναδικής σε διαστάσεις οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής κατολίσθησης. Από αφέντες έχουν γίνει δούλοι, από πλούσιοι, φτωχοί, από νοικοκυραίοι, περιπλανώμενοι, από «ηνίοχοι» της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στα παράλια της Μικράς Ασίας, κοινωνικά «παράσιτα» μιας κοινωνίας που δεν είχε τη δύναμη να τους απορροφήσει. Μαζί όμως με τα 1,5 εκατομμύρια πρόσφυγες ήρθαν και 1,5 εκατομμύρια αγωνίες, ελπίδες, ματιές που διψούσαν για ζωή. Με την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα θα γίνουν το προζύμι της προόδου, καθώς θα εξελιχθούν σε βασικούς μοχλούς ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας με την εργατικότητα, το επιχειρηματικό και φιλελεύθερο πνεύμα τους. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 γίνεται μια ώσμωση σε κοινωνικό και κατ' επέκταση σε πολιτιστικό επίπεδο.

Και όπως οι πρόσφυγες αποτέλεσαν ένα αξιόλογο και δημιουργικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, έτσι και τα τραγούδια τους μπόλιασαν τη μουσική κουλτούρα της χώρας και διαμόρφωσαν νέα ήθη και τρόπους χορού, ζωής και διασκέδασης. Έτσι, τη δεκαετία του 1920 επικρατεί η Σμυρναίικη και Πολίτικη Σχολή του τραγουδιού, με μαζικές ηχογραφήσεις μετά το 1924-25. Πρόκειται για λαϊκά, ανάλαφρα τραγούδια, με καταβολές κυρίως από τη δημοτική μουσική παράδοση. Τα θέματά τους είναι χαρούμενα, σχετικά με τη διασκέδαση και τον έρωτα, ενώ απουσιάζει από αυτά η αίσθηση της αδικίας και της περιθωριοποίησης που χαρακτηρίζει τα τραγούδια του περιθωρίου και του υποκόσμου, εκτός από τους αμανέδες. Τα όργανα που κυριαρχούν είναι το βιολί, το σαντούρι και το ούτι, τα οποία συχνά συνοδεύονται με κιθάρα, μαντολίνο, κλαρίνο, σάζι, φλάουτο, τουμπερλέκι, ντέφι με κυμβαλάκια και την κόψα ή κόξα (απόγονος της βυζαντινής πανδουρίδας). Το μπουζούκι ήταν περισσότερο γνωστό στην Ελλάδα και λιγότερο στη Μικρά Ασία. Το όργανο που διέδωσαν οι Μικρασιάτες ήταν το σαντούρι. Οι ρυθμοί των μικρασιάτικων τραγουδιών είναι ποικίλοι: καλαματιανός, μπάλος, χασάπικος, ζεϊμπέκικος, τσιφτετέλι, καρσιλαμάς.

Οι εκατοντάδες Μικρασιάτες μουσικοί, οργανοπαίκτες και τραγουδιστές έδωσαν μια νέα κατεύθυνση στη λαϊκή ψυχαγωγία. Κύριοι εκπρόσωποι της Σμυρναίικης Σχολής ήταν οι Β. Παπάζογλου, Π. Τούντας, Σ. Παντελίδης, Γ. Δραγάτσης, Δ. Σεμσής, Σ. Περιστέρης και Α. Δελιάς, ενώ αντίστοιχα της Πολίτικης οι Κ. Σκαρβέλης, Α. Διαμαντίδης, Γρ. Ασίκης, Κ. Καρίπης, Λ. Σαβαΐδης, Μ. Φρατζεσκοπούλου. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι πρώτοι καλλιτεχνικοί διευθυντές των δύο μεγαλύτερων δισκογραφικών εταιρειών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου ήταν Μικρασιάτες. Ο Κ. Σκαρβέλης από την Πόλη ήταν διευθυντής της Columbia και ο Σ. Περιστέρης από τη Σμύρνη της Odeon.

Τη δεκαετία του 1920 τα τραγούδια των προσφύγων εμπλουτίζουν το ρεπερτόριο των καφέ αμάν που ήταν πολύ διαδεδομένα στην Ελλάδα από το τέλος του 19ου αιώνα. Πρόκειται για ένα είδος λαϊκού καφενείου στο οποίο παιζόταν συνήθως πλήθος ελληνικών δημοτικών τραγουδιών και λαϊκών τραγουδιών των αστικών κέντρων της Ανατολής (Σμύρνη, Πόλη). Τα σμυρναίικα τα τραγουδούσε στα καφέ αμάν μια γυναίκα ή ένας άνδρας με τη συνοδεία λύρας, λαγούτου, βιολιού, σαντουριού ή και με ντέφι, ούτι ή τουμπερλέκι. Συχνά υπήρχαν και δύο αρτίστες, η μία για να τραγουδά και η άλλη για να χορεύει. Οι μουσικοί των καφέ αμάν ήταν στην πλειονότητά τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και Αρμένηδες. Τελικά, τα καφέ αμάν έπαψαν να υφίστανται μετά από ειδική απαγορευτική διάταξη του καθεστώτος του Μεταξά το 1937, με την οποία απαγορεύτηκαν οι αμανέδες.

Οι πρόσφυγες, όταν έρχονται στην Ελλάδα, φέρνουν μια άλλη αντίληψη για τη ζωή, καθώς έχουν συνηθίσει σε έναν άλλο τρόπο ζωής, κοσμοπολίτικο. Ήταν πιο ανοιχτοί, πιο κοινωνικοί, και η διασκέδασή τους περιλάμβανε όλα τα μέλη της οικογένειας. Με τον ερχομό των προσφύγων εισάγεται και καθιερώνεται η γυναίκα τραγουδίστρια στο πάλκο. Θα λέγαμε ότι οι πρόσφυγες είχαν μια παιδεία στη διασκέδαση. Στους προσφυγικούς συνοικισμούς στήνεται ένα νέο σκηνικό ζωής, στο οποίο κυριαρχούν οι ανατολίτικες μελωδίες, τα αγαπημένα μουσικά όργανα των προσφύγων, οι γλωσσικοί ιδιωματισμοί, οι λέξεις με σμυρναίικο ή πολίτικο χρώμα. Όλα αυτά αποτελούν έναν νέο κώδικα επικοινωνίας που φέρνει τους πρόσφυγες πιο κοντά μεταξύ τους, καθώς τους θυμίζουν τις χαμένες πατρίδες αλλά και τη νέα, κοινή τους μοίρα. Παραγκωνισμένοι σε μια ξένη γη, έχουν ακόμη τη δυνατότητα να χαίρονται τις ομορφιές της ζωής, να τραγουδούν, να ερωτεύονται κι έτσι να προεκτείνουν την ύπαρξή τους μέσα στον χρόνο.

Εδώ ακριβώς είναι το σημείο όπου οι πρόσφυγες, χωρίς να τραγουδούν το περιθώριο, το βιώνουν στην πιο σκληρή του διάσταση. Η άμυνα και η περιχαράκωση τους κάνουν ένα με τους απόκληρους της κοινωνίας που, οδεύοντας προς έναν γρήγορο, αστικό εκσυγχρονισμό, αποκλείει ζωτικά στοιχεία του πληθυσμού της. Τότε γίνεται η συγχώνευση μικρασιάτικου τραγουδιού και τραγουδιού του περιθωρίου που προϋπήρχε από τα τέλη του 19ου αι. μέχρι τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού στην αυθεντική του μορφή. Από τη συγχώνευση αυτή γεννιέται το ρεμπέτικο τραγούδι. Τη δεκαετία του 1930 μικρασιάτικο και ρεμπέτικο γίνονται ταυτόσημες μουσικές έννοιες που συμπορεύονται για να εκφράσουν τους πόθους και τους καημούς των προλεταριακών στρωμάτων των πόλεων στην ασταθή και εύθραστη κοινωνία του Μεσοπολέμου.

Επομένως, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι η μεταπήδηση του ρεμπέτικου από την κλειστή ατμόσφαιρα της φυλακής, της παρανομίας και του περιθωρίου στον ανοιχτό ορίζοντα των κέντρων διασκέδασης των προσφυγικών συνοικιών αποτελεί το μεγάλο ποιοτικό του άλμα. Από τραγούδι του υποκόσμου τείνει να κατακτήσει τις ευρύτερες προλεταριακές μάζες των συνοικισμών. Σε μια πρώτη φάση η αλληλεπίδραση ανάμεσα στα δύο είδη τραγουδιού, στα μικρασιάτικα που παίζονταν στα καφέ αμάν και στα ρεμπέτικα που παίζονταν στις ταβέρνες, είχε δύο συνέπειες: α) τη συμμετοχή των γυναικών στη ρεμπέτικη κομπανία και β) το κοινωνικό άνοιγμα των τραγουδιών. Τα τραγούδια γίνονται πιο χαρούμενα, σε ανατολίτικο στυλ. Σε μια δεύτερη φάση, και σε σχέση με την κοινωνική παράμετρο, υποχωρεί το μικρασιάτικο ύφος για να δώσει τη θέση του στο βαρύ πειραιώτικο ρεμπέτικο. Στη λαϊκή ορχήστρα υποχωρούν τα σαντουροβιόλια και κυριαρχούν τα μπουζούκια και ο μπαγλαμάς.

Το 1934 δημιουργείται η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία με τη θρυλική τετράδα: M. Βαμβακάρης, Στρ. Παγιουμτζής, Γ. Μπάτης, Α. Δελιάς. Άλλοι μουσικοί και οργανοπαίχτες και ερμηνευτές που μεσουρανούν τη δεκαετία του '30 είναι οι Μ. Γενίτσαρης, Δ. Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, Α. Χατζηχρήστος, Γ. Παπαϊωάννου, Σ. Κερομύτης, Κ. Ρούκουνας, Ι. Εϊτζιρίδης ή Γιοβάν Τσαούς, Σ. Περπινιάδης, Π. Τούντας, Γ. Κάβουρας, Γ. Ροβερτάκης, Σ. Περιστέρης, Κ. Καρίπης, Ρ. Αμπατζή, Σ. Καρίβαλη, Μ. Παπαγκίκα, Ρ. Εσκενάζυ κ.ά. Ιδιαίτερα ο Μάρκος Βαμβακάρης, τόσο μουσικά όσο και κοινωνιολογικά, με τη ζωή και το έργο του θα αναδειχθεί στον κατεξοχήν εκπρόσωπο του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του '30 το ρεμπέτικο θα έχει μεγάλη απήχηση στα φτωχά, περιθωριοποιημένα στρώματα των πόλεων, καθώς ζυμώνεται με τους καημούς και τα βάσανά τους, με τη διάψευση των ονείρων τους. Ως αντιστάθμισμα και μέσα από το τραγούδι τα λαϊκά στρώματα θα διαμορφώσουν μια άλλη κοσμοθεωρία, έναν κόσμο αντισυμβατικό και ελεύθερο, που αρνείται να καλουπωθεί, να ενσωματωθεί στους καπιταλιστικούς μηχανισμούς μιας κοινωνίας που οδεύει προς την εκβιομηχάνιση. Το ρεμπέτικο τραγούδι, κυνηγημένο και απαγορευμένο για μεγάλο διάστημα, ήρθε αντιμέτωπο με την ηθική της εποχής. Έπρεπε να περάσει ο «οδοστρωτήρας» της Κατοχής, να ισοπεδωθούν οι κοινωνικές τάξεις, να «αλεστούν» οι κοινωνικές προλήψεις, να «καβουρντιστεί» η σοβαροφάνεια και έτσι, μαζί με την απελευθέρωση της χώρας, να έρθει και η απελευθέρωση του τραγουδιού. Μετά το 1940 το ρεμπέτικο σταδιακά μετατρέπεται σε λαϊκό τραγούδι ευρείας αποδοχής, καθώς η κοινωνική βάση των φτωχών και των απόκληρων διευρύνεται και διαμορφώνεται μια καλά οργανωμένη εργατική τάξη. Μεταβατικό στάδιο σε αυτή την αλλαγή, ένα υπέροχο μουσικό πέρασμα που θα μας ταξιδεύει σε κόσμους μαγικούς και ονειρεμένους, το τραγούδι του Β. Τσιτσάνη...

Πηγή: lifo.gr












Ποιος είναι ο «Μερακλής» ;

Του Μιχάλη Γελασάκη



Έχουμε ακούσει ή έχουμε πει πολλές φορές τη φράση «Αυτός μεράκλωσε» ή από τους παλιότερους ακούγεται καμιά φορά -κυρίως για γλέντια και χαρές- ότι αυτοί «μπήκαν στα μεράκια». Η λέξη «Μεράκι» έχει τούρκικη ρίζα και σημαίνει έντονη επιθυμία ή καημός. Για αυτό λέμε «αυτός έχει μεράκι να…».

Αυτό το μεράκι είναι που οδήγησε στο παρατσούκλι Μερακλής και αργότερα στον χαρακτηρισμό μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς.

Ο Μερακλής ήταν προσωνύμιο που εμφανίστηκε στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα και σιγά σιγά διαδόθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πολλές φορές συναντάμε στην ιστορία συγκεκριμένα πρόσωπα να γίνονται συνώνυμα καταστάσεων, συμπεριφορών κλπ. Τέτοια παραδείγματα είναι ο Γιαγκούλας, η Ψωροκώσταινα κ.ά. Έτσι συνέβη και με τον Μερακλή.

Ο Μερακλής ήταν ένας γέρος φουστανελοφόρος. Αρχικά εύζωνας και αργότερα φύλακας στην περιοχή του Ζαππείου. Φορούσε επιμελώς μέχρι τον θάνατό του την παραδοσιακή ενδυμασία του τσολιά με τη φουστανέλα, τα τσαρούχια και όλα τα συναφή. Γεννήθηκε το 1845 σε ένα χωριό της Λαμίας. Είκοσι χρόνια αργότερα εντάχθηκε στο τάγμα των Ευζώνων. Το 1878 πολέμησε για την Ελλάδα, παρασημοφορήθηκε και με την επιστροφή του έγινε φύλακας στην ευρύτερη περιοχή του Ζαππείου.

Όταν έγινε δεκτός στους εύζωνες, από την περηφάνεια του, εμφανίστηκε στην πλατεία του χωριού με την κοντή ευζωνική φουστανέλα και το φέσι βαλμένο στραβά ώστε να φαίνονται οι κατσαρές του αφέλειες, αφού εκτός των άλλων ήταν και ένας γόης της εποχής. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πάντα ήταν περιποιημένος και φροντισμένος, κάνοντας πολύ ώρα να ετοιμαστεί σχολαστικά, αφιερώνοντας αρκετό χρόνο και για την περιποίηση του μεγάλου «μύστακος» που διατηρούσε, ήταν αρκετά για να του προσδώσουν τον τίτλο «Μερακλής». Από το 1865 και μετά αυτός ο τίτλος θα υποκαταστήσει επί της ουσίας το πραγματικό του όνομα και θα τον ακολουθεί μέχρι το τέλος της ζωής του.

Είχε γίνει σήμα κατατεθέν της εποχής για το εντυπωσιακό παρουσιαστικό του που φρόντιζε καθημερινά με επιμέλεια. «Ο Μερακλής με τον αρειμάνιον μύστακα, που τον βάφει με καραμπογιά»*, έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής. Οι καιροί άλλαξαν, μπαίνοντας στον 20ο αιώνα οι άντρες, ειδικά της πρωτεύουσας, είχαν αφήσει προ πολλού τις φουστανέλες και είχαν υιοθετήσει το ευρωπαϊκό ντύσιμο. Κοστούμια, γραβάτες, δερμάτινα παπούτσια, παπιγιόν και καπέλα. Με τα χρόνια ο Μερακλής έγινε μία γραφική φιγούρα. Γερασμένος και αλκοολικός περιφερόταν γύρω από το Ζάππειο μόνος, ζώντας μέσα στην ξύλινη καλύβα του φύλακα.

Ο Ρουμελιώτης, απόστρατος δεκανέας των ευζώνων Δημήτριος Στεργιόπουλος ή Μερακλής σε ηλικία 83 ετών αποφάσισε να μιλήσει για πρώτη φορά σε εφημερίδα. Ήταν πλέον γέρος και κανείς δεν του έδινε σημασία. Όλη του η σύνταξη γινόταν κρασί και ρετσίνα στις ταβέρνες της Πλάκας. Κάθε πρώτη του μήνα που έπρεπε να πάει για τη σύνταξή του γινόταν δημόσιος περίγελος στους δρόμους και στα γραφεία, αφού πήγαινε με τα απαραίτητα δικαιολογητικά κρυμμένα μέσα στον κόρφο του.

Η συνέντευξή του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος (23/07/1928) με την υπογραφή του συνεργάτη της εφημερίδας, Κ. αθ. (διατηρήθηκε η ορθογραφία της εποχής)

«[…] Τάμα τοχα να πάω μια μέρα να απισκεφθώ τον Μερακλή. Και μ’ έφερε ο δρόμος χθες κατά το σούρουπο στο λημέρι του. Τον ευρήκα, ή μάλλον ευρήκα το κάτισχνο φάσμα του, σε μια κατάστασι αξιοδάκρυτη, και αγωνίστηκα πολύ για να το σύρω με τα δυο μου χέρια έξω στον ήλιο, να κάτσουμε σε δυο καρέκλες ο ένας απέναντι στον άλλον, και να τον βάλω να μου διηγηθή. Το μικροσκοπικό καμαράκι του, που έλαμπε άλλοτε από πάστρα και ομορφιά, όπως ο ίδιος, έχει ρημάξη από την εγκατάλειψι. Είνε ο Συρανώ ντε Μπερζεράκ στην Πέμπτη πράξι του τέλους του. Ζωντανός άδοξος νεκρός. Για να μη λείπει μάλιστα καμμία λεπτομέρεια, έχει χτυπήση το κεφάλι του – κάποια νύχτα μεθυσμένος έπεσε κάπου κι ετραυματίσθηκε. Τα μάτια του είνε μισόκλειστα. Πλάι του μια χρωματιστή κάρτ-ποστάλ με τον Βασιλέα Γεώργιον τον Α’ και φύρδην μίγδην ένα ξυράφι, μια κουβαρίστρα με κλωστή – το θηρίο, έχει το κουράγιο να καλλωπίζεται και να μπαλώνεται σ’ αυτή την ηλικία μόνος του – και σαν παράσημα μέσα σε βιτρίνες οι «σαρδέλλες», τα ποστοκαλλιά γαλόνια του δεκανέως, το εύσημον που του έδωσε η πατρίς για τας υπηρεσίας του! Τάχει ακουμπισμένα ως είδος ιερόν κειμήλιον. Με τι καμάρι που τα φορούσε άλλοτε, όταν έβγαινε να κάμη τη βόλτα του στο Ζάππειο, και σειώντας και κουνιώντας επερνούσε κι εστεκότανε μπροστά στις ξανθοπλόκαμες γκουβερνάντες του Βορρά να τις συγκινήση με το λιγερό του παράστημα.

– Άιντε, μωρέ, μην τα λιές ‘φτούνα και μ’ καις την καρδιά!

Ο Μήτσος έκλαψε, κι έβγαλε ένα χρωματιστό μαντήλι να σκουπίση τα μάτια με τα τρεμάμενα γεροντίστικα χέρια του. Ποτέ δεν εξακριβώθη έως τώρα η ακριβής ταυτότης και η βιογραφία του Μερακλή, γιατί ο ίδιος δεν καταδεχότανε να μιλή για τον εαυτό του, αλλά και γιατί κανένας δεν ετολμούσε να τον υποβάλη σε ανάκρισι. Τώρα θέλει να μιλήση, αισθάνεται την ανάγκη της εξομολογήσεως στον πνευματικό, κάνει τον απολογισμό του ενώπιον του Θεού. Εγεννήθηκε το 1845 στη Φτέρη της Λαμίας, θυμάται πολύ καλά την έξωσι του Όθωνος και τον ερχομό του Γεωργίου, και στα 1865 «ετράβηξε κλήρο» και κατετάχθη στα ευζωνικά.

- Αι, ρε ασικλήσι και λεβεντιά όταν μια Κυριακή πρωί την ώρα που αμόλαγε η εκκλησία, εφάνηκε στην πλατέα του χωριού του με την κοντή ευζωνική φουστανελλίτσα του και με το κρεμεζί φεσάκι βαλμένο στραβά ν’ αφίνη έξω τις κατσαρές του αφέλειες.

Από τότε κι’ όλας τον πρωτοείπαν Μερακλή. Και τούμεινε. Επί εξηντατρία χρόνια έκτοτε δεν άκουσε να τον φωνάζουν αλλιώς. Τ’ όνομά του ήταν γραμμένο στα χαρτιά και αν δεν το ξέχασε και ο ίδιος, είνε γιατί το ακούει στη θυρίδα του ταμείου των συντάξεων κάθε πρώτη του μηνός. Το γράφει άλλως τε τραβώντας και μία τζίφρα κάτω από την υπογραφή του: Του τώμαθε στο λόχο ο διοικητής του, ο Πάνος Κολοκοτρώνης, τον έβαλε κάτω και τον εβασάνιζε ένα μήνα να ζωγραφίζη ένα-ένα τα γράμματα: «Δημ. Στεργιόπουλος, δεκ. εύζ.»!

Γιατί ο Μερακλής επήρε το γαλόνι του διακριθείς είς τας πολεμικάς επιχειρήσεις του 1878, μετά δεκαπενταετή «ευδόκιμον» υπηρεσίαν, όταν μας εξεχωρήθη Ήπειρος και Θεσσαλία από το Βερολίνιον συνέδριον. Είχε μέλλον στο στρατό. Στον τοίχο του δωματίου είνε κρεμασμένα πένθιμα τα κλέη: η σκουριασμένη ξιφολόγχη και η λερή χιλιομπαλωμένη φουστανέλλα του. Πριν δεχθή την πρόσκλησι μου να βγούμε έξω και να μιλήσουμε, παίρνει την τσατσάρα και φτιάνει προχείρως τα μαλλιά του, ενώ με τα δύο χέρια κατόπιν αγκιστρώνει επιμόνως το μπαμπακένιο μουστάκι του, και η όψις του φωτίζεται ολόκληρη από μια διάθεσι κοκκεταρίας – παληά παράδοσις του σώματος των ευζώνων, ολωσδιόλου σπαρτιάτικη.

- Και, λοιπόν, αλήθεια, πως βρέθηκες στην Αθήνα, Μερακλή;

- Αφ’ τα ‘φτούνα. Που να στα λέω πλιά! «Ανδραγαθήσας» έγινα δεκανεύς. Και αφού δεν ήταν άλλος πόλεμος, μ’ έφεραν στην ανακτορική φρουρά. Όταν επήρα τη σύνταξη μου, δραχμάς δεκαέξ κι εξήντα, εμπήκα δασοφύλαξ στο Ζάππειο. Ωρέ, ζωή. Αλλά τώρα με βασανίζει ου Θειός για τα’ αμαρτίες μου. Ιέχου σκνίπα, νογάς τι θα πη;

Η γεροντική ασθένεια του Μερακλή είνε μία άγρια και αδιάκοπη φαγούρα σε όλο το σώμα του. Θαρρεί ότι έχουν τρυπώση σκνίπες και τον τρώνε μέσα στο αίμα του. Η πάθησίς του όμως φαίνεται ότι προέρχεται μάλλον από το κρασί, γιατί και τώρα ακόμα που δεν έχει καμμία απολύτως όρεξη για φαΐ, και δεν τρώει σχεδόν τίποτα, όλη του τη σύνταξη, που έχει αυξηθεί σιγά σιγά σε οχτακόσιες δραχμές το μήνα, την ξοδεύει στις ταβέρνες της Πλάκας. Δεν πίνει ούτε γάλα, ούτε καφέ. Ρετσίνα από το πρωί ίσαμε το άλλο πρωί. Παραπονιέται όμως ότι εχάλασαν τα κρασά τον τελευταίο καιρό.

- Τα σπιρτώνουνε κακόν καιρό νάχουνε οι θεομπαίχτες!

Για τους έρωτες του, είνε ανένδοτος. Ούτε λέξη δεν αφίνει να διαφύγη του έρκους των οδόντων του. Από την έκφραση που παίρνει όμως οσάκις, του φέρνω τη συζήτηση στα ειδύλλια του, φαίνεται ότι εγλέντησε καλά τα νειάτα του. Τον είχαν ερωτευθή και κυρίες της ανωτάτης τάξεως, ντόπιες και ξένες, αυλικές και περιηγήτριες. Υπήρξε γόης με την πρωτόγονή του αφέλεια. – Και συ, Μήτσο, δεν ερωτεύθηκες καμμιά στη ζωή σου ποτέ;

- Χάι, χάι!…

Και διακοπτόμενος από αναστεναγμούς αφίνει τη μνήμη του να πετάξη πίσω πολύ μακρυά στο παρελθόν, και θυμάται με πόνο τη Βασιλική, τη Βασιλικούλα, στην Αταλάντη, που είχε μια φορά όταν εγύρισε «ανδραγαθήσας δεκανεύς» από τον πόλεμο.

- Ήτανε στα χρυσά ντυμένη. Και με γυρέψανε οι μπαρμπάδες της. Κορίτσ’ σαν τα κρύα νριά, νιράιδα σουστή, πρώτο μπόι, παπαδοπούλα του χουριού, χαμηλοβλεπούσα, ορφανή.

Δεν την επήρε όμως. Δεν την καταδέχτηκε και τώρα μετανοεί. Είναι το χαμένο όνειρο της ευτυχίας του που έπεσε στο δρόμο του κι’ αυτός το προσπέρασε:

- Ας όψεται ου Λέκκας ου Σπύρ’ς, ου αρχίστρος. Ιφτούνος δεν μ’ άφησε να παντιφτώ. Μη, μι λιέει, μην το κάνεις αύτο, μη μ’ το ματαλιές. Θα σι χάσουμε. Κι’ απόμ’ να έρμους κι σκότεινους, μαγκούφ’ς και άκληρους, ποιός; Ιγώ, οι Μίτσους οι Στεργιόπ’λους οι Μερακλής, τ’ καμάρι τ’ βζωνικού. Να παραδέρνου σαν τν άδικια κατάρα, Αγιάννης ου Καλυβίτ’ς στου Ζάππειου…

Μήπως θάθελες, Μερακλή να φροντίσουμε να σε βάλουμε σε κανένα Νοσκοκομείο να σε κυττάξουν οι γιατροί, στο Γηροκομείο να ησυχάσης, σε κανένα Άσυλο; Ο Μήτσος εθύμωσε, προσεβλήθη πολύ!

- Δεν τα’ κ’ νάου βήμα. Δεν πάου πουθ’νά. Ιδώ θα μείνου να παραδώσου ψυχή στον Κύριου. Δεν μ’ έβαλαν φύλακα; Κλαράκι με κλαράκι τάχου φυλαγμένα μερόνυχτα αυτίνα π’ βλέπ’ς γύρου σου. Αυτίνη ν’ η τιμή μου, να πιθάνου πιστός. Αμ’ άμα μιβγάλης απού ’δώ, πάει κι’ όλας τα τίναξε ου Μερακλής. Δε βλέπ’ς πως μι βασανίζει ου Θειός, μεγάλ’ η χάρι του για τσ’ αμαρτίες μου;…

Και ο Μερακλής αναλύθηκε πάλι σε δάκρυα. Τον εβοήθησα από τις μασχάλες να τον βάλω στο κελλί του. Αυτόν τον ασίκη που περνοδιάβαινε σα σπίθα εδώ και λίγα χρόνια κι’ εγλυκοκύτταζε λιγωμένος τα θηλυκά. Μ’ αποχαιρέτησε, και καθώς έφευγα τον είδα ν’ αρπάζη με δίψα μια μποτίλλια και να την κολλάη στα χείλη του. Έχει ανάγκη να λησμονήση, αφού όλοι τον ελησμόνησαν…


*Καραμπογιά: θειικό υποξείδιο του σιδήρου, που χρησιμοποιείται για να βαφεί κάτι σκούρο, αλλά και στην ανθοκομία.

Πηγή: mixanitouxronou.gr








Ο Αργαλειός




Εμπρός στα υπερσύχρονα υφάσματα με την αόρατη ύφανση, ο αργαλειός με τις καθαρές του ευδιάκριτες πλέξεις, μοιάζει αρχαίος. Και όντως είναι!   Η ιστορία του αργαλειού ξεκινά ήδη από τα μέσα της 7ης χιλιετίας, ενώ προστάτιδα της υφαντικής τέχνης κατά την αρχαιότητα φαίνεται να είναι η Θεά Αθηνά, γι’ αυτό ονομαζόταν και «Εργανή Αθηνά».

Επίσης όλα τα μινωικά και μυκηναϊκά ανάκτορα της 2ης χιλιετίας διέθεταν εργαστήρια με κατακόρυφους αργαλειούς. Πρώτες αναφορές έχουμε από τον Όμηρο, ο οποίος τον αναφέρει ως ιστό (ραψωδία α:- Πηνελόπη –Μνηστήρες). Η Πηνελόπη ύφαινε τη μέρα και ξεΰφαινε τη νύχτα για να ξεγελά έτσι τους «μνηστήρες», που την περίμεναν να τελειώσει το «διασίδι» της.

Η σχέση με τον αργαλειό βέβαια συνεχίστηκε αδιάκοπη και τα μετέπειτα χρόνια και είναι πολλά τα δημοτικά τραγούδια που μεταφέρουν το κλίμα και τη σχέση της υφάντρας με τον αργαλειό της.  « Κι όλη μέρα τακ τακ τακ, τουκ τουκ τουκ, το πέταλό σου κάνει     και το πανί σου κι η απαντή σου, σε πειρασμό με βάνει….!!» (Μουντάκης / Κρήτη) «Πέτα σαΐτα μου γοργή με το ψηλό μετάξι, να ‘ρθει ο καλός μου τη Λαμπρή να βρει χρυσά ν’ αλλάξει. Τάκου τάκου ο αργαλειός μου, τάκου κι έρχεται ο καλός μου. Μαντήλι από το δάκρυσμα δεν του ‘μεινε στα ξένα, αρχοντοπούλες τον ζητούν κι αυτός πονεί για μένα. Τάκου τάκου στην αυλή μου, ώσπου να ‘ρθει το πουλί μου.» (Σκοποί/ Σοφία Βέμπο 1947)

Την μεγαλύτερη άνθηση της, η ελληνική υφαντική την γνώρισε το 18ο και 19ο αιώνα, με την γενική αναγέννηση του Ελληνισμού.   Κατά τους νεότερους χρόνους ο αργαλειός ήταν το πιο απαραίτητο και πολυτιμότερο εργαλείο για το κάθε νοικοκυριό. Στην Κρήτη ο αργαλειός ονομαζόταν αργαστήρι δηλ. εργαστήριο. Ο αργαλειός κάλυπτε όλες τις ανάγκες της οικογένειας, από είδη ρουχισμού μέχρι και κλινοστρωμνές και μέσω αυτού οι κοπέλες των χωριών ύφαιναν την προίκα τους για το γάμο τους.

Τα έργα διακρίνονταν για τους χρωματικούς τους συνδυασμούς και τον πλούτο των διακοσμητικών τους θεμάτων. Οι κύριες πρώτες ύλες για την ύφανση ήταν κυρίως το πρόβειο μαλλί, το βαμβάκι, το λινάρι και το μετάξι, προϊόντα που τα έβρισκαν σχετικά εύκολα και αυτό γιατί ήταν κτηνοτρόφοι και γεωργοί. Μετά τη νηματοποίηση έπρεπε το νήμα να βαφτεί με χρώματα που προέρχονταν από ρίζες, φύλλα ή καρπούς. Από το ριζάρι (= φυτό) έβγαζαν το ονομαστό κόκκινο χρώμα, οι φλούδες των φρέσκων καρυδιών δίνουν το μαύρο, το λουλάκι το γαλάζιο και τα φύλλα της άσπρης μουριάς, σε συνδυασμό με λίγα φύλλα μηλιάς, το κίτρινο καναρινί. Στη συνέχεια έβραζαν τα νήματα σ’ αυτά τα χρωματικά διαλύματα, ρίχνοντας λίγο λάδι, ξύδι και αλάτι για να μην ξεβάφουν.  

Ακολουθώντας την ιδιαίτερη καλλιτεχνική της αντίληψη, η κάθε περιοχή δημιούργησε τη δική της ξεχωριστή παράδοση επάνω στα κιλίμια. Τα κιλίμια της κάθε περιοχής ξεχωρίζουν για το χρώμα τους, τα σχέδια τους και ήταν συνδεδεμένα με την ιστορία της, τη γεωγραφία και τον πολιτισμό της. Τα σχέδια ποικίλουν από πολύ απλά με γεωμετρικά ή θρησκευτικά σύμβολα έως πολύ διακοσμημένα με λουλούδια και ζωικά μοτίβα. Αυτά τα μοτίβα συχνά είναι πολύ χαρακτηριστικά και προσδιόριζαν το όνομα των κιλιμιών. Τα περισσότερα κιλίμια υφαίνονται και αφήνονταν ως κληρονομία για τις επόμενες γενιές. Από τα πιο εντυπωσιακά έργα της κεντητικής αποτελούν τα «Πολύμορφα και Πολυώνυμα κιλίμια» για τον τοίχο, που στολίζουν τους εσωτερικούς χώρους των αιγαιοπελαγίτικων και βορειοελλαδίτικων σπιτιών.

Εξίσου πανέμορφες «οι Κόκκινες Πατανίες» της Κρήτης με τις στενές πλευρές τους. Αποτελούν ένα από τα ωραιότερα δείγματα της νεοελληνικής υφαντικής. Ας αναφερθεί ότι τα τρίφυλλα κλινοσκεπάσματα ακόμη στολίζουν τους τοίχους του σπιτιού της νύφης την ημέρα του γάμου σε κάποια χωριά. Τα ωραιότερα δείγματα αυτής της υφαντικής τεχνοτροπίας προέρχονται από τα χωριά Κισσάμου της Δυτ. Κρήτης. Τα «Γερακίτικα κιλίμια» αναφέρονται ακόμη και σε προικοσύμφωνα και για την ποιότητα κατασκευής τους και τα εμπνευσμένα παραδοσιακά τους σχέδια οι Γερακίτικοι τάπητες έχουν κερδίσει διεθνή βραβεία και επαίνους.

Σήμερα αποτελούν βασική υποδομή στην παραδοσιακή διακόσμηση ενός σπιτιού. Πλέον οι γυναίκες υφαίνουν παραδοσιακά και διαθέτουν τα κιλίμια τους σε διάφορα μόνιμα  εκθετήρια ή εκτίθενται σε μουσεία λαϊκής τέχνης. Τα κομψά δημιουργήματα της λαϊκής αυτής τέχνης πέρα από την χρηστική τους αξία ήταν και ένας τρόπος καλλιτεχνικής έκφρασης των γυναικών, γιατί κυρίως οι γυναίκες ύφαιναν, αφήνοντάς μας μια πολύτιμη πολιτιστική κληρονομιά την οποία και μπορούμε να συνεχίσουμε.

Πηγή: arakna.org
 




Πετρολούκας Χαλκιάς – η βιογραφία του όπως τη διηγείται ο ίδιος






(Από τους M. Hulot και Βασίλη Καψασκη)















Γεννήθηκε στο Δελβινάκι Ιωαννίνων. Δεν έχει τελειώσει το σχολείο, αλλά ξέρει ότι το κλαρίνο είναι ο απόγονος του αρχαίου αυλού, που έχει μέσα του όλα τα συναισθήματα του ανθρώπου






Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Δελβινάκι Ιωαννίνων το 1934 και όταν ξέσπασε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος περάσαμε όλα τα κακά, τα πάνδεινα. Τα θυμάμαι όλα, γιατί ήμουν 6 χρονών. Ότι βγήκαμε από το σπίτι μας όταν πέρασαν τη μεθόριο της Αλβανίας οι Ιταλοί, ότι μας είπαν να ξαναγυρίσουμε στα χωριά μας, τα πτώματα στον δρόμο, άλλα από δω, άλλα από κει, αυτοκίνητα αναποδογυρισμένα, τη μεγάλη πείνα του '41. Με έπαιρνε η γιαγιά, περνούσαμε στην Αλβανία και διακόνευε ψωμί. Έλεγε «το παιδί θα μου πεθάνει, δεν έχουμε να φάμε» και μας έδιναν ξεροκόμματα. Έτσι ζήσαμε. Θυμάμαι τότε που μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό, σκότωσαν ανθρώπους κι έκαψαν σπίτια – μεγάλο κακό. Μας έλεγαν να φύγουμε τα γυναικόπαιδα και να πάμε στα Ζαγόρια, γιατί πίστευαν πως δεν θα πήγαιναν εκεί οι Γερμανοί, αλλά δεν το κάναμε.






Το '45 έγινε ο Εμφύλιος, με τον οποίο περάσαμε χειρότερα. Δεν έφτανε η πείνα, είχαμε και τον πόλεμο μεταξύ μας. Τη μία μέρα ερχόταν ο ελληνικός στρατός κι έλεγε «μη φοβάστε», την άλλη μέρα έρχονταν οι αντάρτες. Ο πατέρας μου τότε ήταν ακόμα στρατιώτης – «γεροσοφούληδες» τους λέγανε. Φύγαμε ανταρτόπληκτοι και πήγαμε στα Γιάννενα.






Στα Γιάννενα έπαιρνα το κλαρίνο του πατέρα μου για να μάθω, αλλά εκείνος δεν με άφηνε. Κάποια στιγμή που ήρθε με άδεια με πήρε και με πήγε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων για να γίνω μηχανικός. Ήμουν 12 χρονών, δεν μου άρεσε το γκαράζ, έφυγα. Πήρα ένα ξύλο, το τρύπησα με ένα πυρωμένο σίδερο, του άνοιξα έξι τρύπες κι έφτιαξα ένα δικό μου κλαρίνο, αυτοσχέδιο. Έτσι έμαθα να παίζω. Έπειτα, που γύρισε ο πατέρας μου από τον στρατό, έπαιζα κρυφά, δεν του είχα πει ότι ήξερα.






Κάποια στιγμή κάλεσαν τα παιδιά με τα οποία παίζαμε να πάμε σε ένα πανηγύρι, αλλά δεν είχα κανονικό κλαρίνο. Τότε, ένας μπάρμπας της μάνας μου, ο Δήμος ο Χαρισιάδης, μου λέει: «Παίξε να σε ακούσω. Αν ξέρεις να παίζεις, θα σου δώσω το δικό μου». Έπαιξα, κι επειδή το κανονικό μου φάνηκε πιο εύκολο από το ξύλινο, τα πήγα καλά. Έτσι, με δανεικό κλαρίνο πήγαμε στο πανηγύρι του διπλανού χωριού. Όλοι οι μουσικοί ήμασταν παιδάκια. Δεν είχαμε ξαναπαίξει σε κοινό, αλλά τα πήγαμε καλά και ο κόσμος μας πετούσε λεφτά. Με αυτά τα λεφτά αγόρασα το πρώτο μου κλαρίνο.






Ο πατέρας μου απολύθηκε από στρατιώτης το '47 και κατέβηκε στην Αθήνα. Τότε, πλέον, όλοι ήξεραν ότι παίζω καλά –μόνο ο πατέρας μου δεν το ήξερε– και με προσκάλεσαν στον χορό των απανταχού Δελβινακιωτών που γινόταν στην Αθήνα. Στις διαφημίσεις του ραδιοφώνου με αποκαλούσαν «το 12χρονο παιδί-θαύμα με το κλαρίνο» και με κάλεσαν να πάω στη Ραδιοφωνία. Ο πατέρας μου άκουσε στο ραδιόφωνο του καφενείου τη διαφήμιση που έλεγε «Πέτρος Χαλκιάς από το Δελβινάκι», έμαθε ότι είμαι στην Αθήνα και ότι θα παίξω ζωντανά, πήρε ταξί και ήρθε στη Ραδιοφωνία. Μόλις βγήκα από το κτίριο και τον είδα, μου κόπηκαν τα πόδια. Έτρεμα ολόκληρος, κοκκίνισα. Μου λέει: «Έκανες αυτό που ήθελες. Εγώ σε έστειλα στο συνεργείο κι εσύ αγόρασες κλαρίνο, αλλά μη φόβασαι, εντάξει. Σου δίνω ευχή και κατάρα: αν γίνεις ο καλύτερος, ο πρώτος, τότε έχεις την ευχή μου, αλλά αν είσαι κλαρινάκι, την κατάρα μου να 'χεις». Δεν είπα τίποτα, έφυγα, αλλα έβαλα σκοπό της ζωής μου να γίνω ο καλύτερος. Ξεκίνησα να γράφω τραγούδια με τον Καβακόπουλο, που έγιναν ανάρπαστα.






Στα 18 πήγα στο χωριό μου επίσκεψη ως Αθηναίος. Στο πηγάδι όπου με άφησε το λεωφορείο μια κοπέλα έπαιρνε νερό. Τη βλέπω ζαλωμένη με τις βαρέλες στην πλάτη και της λέω: «Γεια σου, Μαρία». Μου απαντάει: «Μάθαμε ότι θα φάμε κουφέτα, θα παντρευτείς στην Αθήνα». «Ποιος το είπε αυτό;», τη ρωτάω. «Έτσι λένε», μου λέει. «Τι να κάνω; Aφού εδώ δεν με θέλει καμία», της απαντάω εγώ. «Ρώτησες καμία και σου είπε όχι;», με ξαναρωτά. «Ρωτάω εσένα», της λέω. «Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα. Πήρες φόρα. Ξέρεις πώς πρέπει να γίνει το σωστό». Έτσι πήγα στον πατέρα της και τη ζήτησα. Κι έτσι παντρεύτηκα. Στον γάμο μου είχα τον Τάσο Χαλκιά, το Μήτσο Χαρισιάδη, το Φίλιππα Ρούντα, είχα δέκα κλαρίνα. Το βράδυ, στις εντολές, στο «πίνουμε εις υγείαν των νεονύμφων» κ.λπ., λέω «Να σας πω κι εγώ κάτι. Το πρώτο κρασί το πίνω στην πρώτη μου αγάπη». Αγρίεψαν ο πεθερός και η πεθερά. Άρχισε μια φασαρία. Νόμιζαν ότι έλεγα για γυναίκα. Συνεχίζω: «Δεν τελείωσα τη φράση μου. Η πρώτη μου αγάπη είναι το κλαρίνο, η δεύτερη είναι η γυναίκα μου».






Μετά τον γάμο, στις αρχές της δεκαετίας του '50, έρχομαι πάλι στην Αθήνα. Έβγαλα κι άλλα τραγούδια κι έγινε χαμός. Λαμβάνω, τότε, ένα γράμμα από την Αμερική με μια πρόταση να πάω εκεί για να μου βγάλουν long play. Δώδεκα τραγούδια, έξι από τη μία πλευρά κι έξι από την άλλη. Μου έδιναν τα εισιτήρια και 1.000 δολάρια, ήταν πολύ καλά λεφτά. Έτσι, πήγα στην Αμερική λίγο πριν το 1960 – πρόλαβα και τον Κένεντι.






Βγάλαμε το long play, θρίαμβος! Όλα τα καλά κλαρίνα ήταν εκεί εκείνη την εποχή: ο Βασίλης, ο Σαλέας (ο παλιός), ο Τάσος ο Χαλκιάς. Παίζαμε στους χορούς που διοργάνωνε η Ομογένεια και γινόταν χαμός. Τότε πήγα να παίξω σε ένα μαγαζί αραβοτούρκικο που είχε θαμώνες Τούρκους, Αρμένιους, Έλληνες, Άραβες και πολλούς άλλους. Είχε και χορεύτριες, belly dancers. Εν τω μεταξύ, όλο το συγκρότημα που έπαιζε ήταν Τούρκοι κι εγώ δεν είχα ιδέα από τη μουσική αυτή. Ήξερα να παίζω μόνο ηπειρώτικα. Τους λέω: «Ρε παιδιά, δεν τα ξέρω εγώ αυτά, αλλά να δοκιμάσω». Το αφεντικό απάντησε: «Περάσανε πολλοί, Πέτρο, και δεν μπορέσανε». Μου δίνει δέκα τραγούδια σε μια κασέτα και μου λέει να τα μάθω μέσα σε δύο μέρες. Το κλαρίνο το είχα πάντα μαζί μου, μέρα-νύχτα, ακόμα και στο κρεβάτι μου. Είχανε βγει κάτι μαγνητόφωνα τότε που πατούσες το κουμπί και το τραγούδι ξαναγυρνούσε από την αρχή. Άκουγα προσεκτικά ξανά και ξανά το καθένα μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος και μετά ονειρευόμουν ότι το 'παιζα. Μόλις ξυπνούσα, άρπαζα το κλαρίνο και το 'παιζα στ' αλήθεια. Το μάθαινα στον ύπνο μου. Σε δύο μέρες τα έμαθα και τα δέκα κι έπιασα δουλειά στο μαγαζί.






Στο Σωματείο Μουσικών της Αμερικής, που είχε οκτώ εκατομμύρια μέλη, γράφτηκα υποχρεωτικά. Σε κάθε συνέλευση σηκωνόταν ο πρόεδρος, που ήταν ελληνικής καταγωγής, έδειχνε σε έναν χάρτη διαφορετικά μέρη του κόσμου και ρωτούσε αν υπάρχει κάποιος να μας δείξει τη μουσική παράδοση καθενός. Κάποια φορά έφτασε και στην Ελλάδα. Ένα παιδί που ήταν εκεί σηκώθηκε κι άρχισε να παίζει με το μπουζούκι του τα «Παιδιά του Πειραιά». Μόλις τελείωσε, σηκώνομαι κι εγώ και λέω: «Δεν ξέρω καλά αγγλικά, αλλά αν κατάλαβα, δεν θέλετε νεοελληνική μουσική, θέλετε κάτι παραδοσιακό. Εγώ παίζω αρχαία μουσική». Παραγγέλνει ο πρόεδρος και μου φέρνουν ένα κλαρίνο. Στη σκηνή βρίσκοταν ο ίδιος, που έπαιζε πιάνο, ένας μαύρος κιθαρίστας, Αμερικανός, πολύ διαβασμένος, και ένας Σκοπιανός ντράμερ. Με ρωτάει: «Τι θα παίξεις, κύριε Χαλκιά; Για να σε βοηθήσω». Του λέω: «Συγγνώμη, πρόεδρε, αλλά σε αυτό που θα παίξω δεν θα μπορέσετε να με ακολουθήσετε». Ήταν 1.200 άτομα στην αίθουσα. Οι καλύτεροι μουσικοί. Μόλις ο πρόεδρος εξήγησε στον Αμερικανό τι είπα, εκείνος σχολίασε πως λέω μεγάλες κουβέντες: «Εγώ έσκισα τα παντελόνια μου μέχρι να μάθω κιθάρα. Διαβάζω, γράφω απταίστως και τα κάνω όλα». Τότε ο Σκοπιανός του λέει: «Έι, περίμενε, οι Έλληνες έχουν διαφορετικούς ρυθμούς, πράγματα που εμείς εδώ δεν τα έχουμε». Πριν παίξω, τους ζήτησα να μεταφράσουν κάτι για τους υπόλοιπους. «Πείτε τους ότι εμείς στην Ελλάδα δεν έχουμε ένα χρώμα μουσικής. Έχουμε όλα τα χρώματα που υπάρχουν στον πλανήτη κι ένα χρώμα που δεν το έχει κανένας. Είναι άλλα τα θρακιώτικα, άλλα τα μακεδονικά, άλλα τα ποντιακά, άλλα τα νησιώτικα, άλλα τα κρητικά, άλλα τα πελοποννησιακά και τα ηπειρώτικα, που δεν τα έχει κανένας στον κόσμο». Δύο συνθέτες που κάθονταν μπροστά αναρωτήθηκαν αν είμαι τρελός. «Παίξε μόνος», μου λένε, «να σε ακούσουμε». Κι αρχίζω να παίζω κοιτάζοντάς τους στα μάτια, γιατί αν τον πελάτη τον «πιάσεις» και παίξεις αυτό που θέλει η ψυχή του, σηκώνεται στα ουράνια. Και είχα «πιάσει όλους τους μουσικούς» εκεί μέσα. Μόλις τελείωσα, χειροκροτήματα, σφυριχταριές, φώναζαν «κι άλλο, κι άλλο». Έρχονται οι δύο συνθέτες, μου δίνουν συγχαρητήρια και ο ένας μου λέει: «Aυτή η μουσική που έπαιξες για ηπειρώτικο μοιάζει με την τζαζ την αμερικανική. Μήπως κλέψατε κάτι από εμάς και το παρουσιάζετε έτσι;». Μου εξηγεί ο πρόεδρος, που έκανε τον διερμηνέα, και απαντάω: «Είναι δυνατόν ποτέ ο πατέρας να κλέψει από το παιδί του;». Οι Έλληνες που ήταν μέσα χειροκρότησαν. «Συγγνώμη», μου λέει αυτός και μου ζητάει να παίξω κάτι. Εγώ του έπαιξα για ειρωνεία μια μελωδία, ένα ηπειρώτικο και πιάνει και γράφει το «That's the way (I like it)» που έγινε παγκόσμιο σουξέ. Ήταν ένας από τους KC and The Sunshine Band! Όταν έγραψε το τραγούδι, ήρθε και με ξαναβρήκε και με ρώτησε: «Κύριε Χαλκιά, γιατί στην Ελλάδα δεν εκμεταλλεύεστε αυτήν τη μουσική και όταν ερχόμαστε εκεί ακούμε μπουζούκια;». Δεν την αγάπησε καμία κυβέρνηση την παραδοσιακή μουσική. Κανείς δεν φρόντισε να την πουλήσει όπως της αξίζει σε ολόκληρο τον κόσμο.






Αφού έμαθαν ο Μπένι Γκούντμαν και ο Λιούις Άρμστρονγκ ότι έγινε ένα τέτοιο περιστατικό, ήρθαν μια μέρα στο μαγαζί όπου έπαιζα. Με παρακολούθησαν να παίζω και κάποια στιγμή ζήτησαν από τον σερβιτόρο να με φωνάξει. Πήγα στο τραπέζι τους μαζί με τον σερβιτόρο για να μεταφράζει. Ο Μπένι Γκούντμαν του ζήτησε να με ρωτήσει πώς έπαιξα όλα αυτά τα τραγούδια χωρίς αναλόγιο, πώς ήταν είναι δυνατόν να τα ξέρω όλα απ' έξω. «Εμείς είμαστε παραδοσιακοί, δημοτικοί μουσικοί της Ελλάδας. Δεν γράφουμε και δεν διαβάζουμε μουσική, αλλά ό,τι περνάμε στα κομμάτια, το κρατάμε στο μυαλό μας», του είπα. Με ξαναρωτάει: «Γιατί δεν είχες αναλόγιο; Δεν πήγες στο σχολείο;». Τον κοίταξα και του λέω: «Γεννήθηκα το 1934 και από το '40 μέχρι το '48 είχαμε πόλεμο. Πήγα δύο χρόνια στο σχολείο για να μάθω να γράφω και να διαβάζω. Τίποτε άλλο». Γυρνάει στον Άρμστρονγκ και του λέει: «Αυτά τα κακά μάς έκανε ο πόλεμος. Φαντάσου τι θα έκανε αυτός ο άνθρωπος, αν έγραφε και διάβαζε!».






Δούλεψα καλά στην Αμερική. Κάθε δύο χρόνια, όμως, ανανέωνα την άδεια παραμονής γιατί δεν είχα πράσινη κάρτα. Κάποια στιγμή, το 1966, Έλληνες μουσικοί που είχαν την αμερικανική υπηκοότητα πήγαν στον πρόεδρο του Σωματείου Μουσικών της Αμερικής και του είπαν να ενημερώσει την Αμερικανική Υπηρεσία Ιθαγένειας και Μετανάστευσης για να με απελάσουν. «Έρχονται οι ξένοι και μας παίρνουν τις δουλειές», του είπαν, «κι εμείς, οι Αμερικανοί, δεν έχουμε να φάμε». Ο πρόεδρος μου έστειλε μια επιστολή που έγραφε ότι εντός 24ωρών έπρεπε να εγκαταλείψω το αμερικανικό έδαφος, διότι «τέτοιου είδους μουσικούς έχουμε πολλούς». Παίρνω έναν δικηγόρο, πάω στον διευθυντή της υπηρεσίας και επειδή δεν μπορούσα ακόμα να συνεννοηθώ στα αγγλικά, και αυτός του λέει: «Αν αύριο, τέτοια ώρα, είναι εδώ, θα τον δέσω με χειροπέδες». «Πες του», του λέω, «ότι θα φύγω, θα πάω στην πατρίδα μου, αλλά τέτοιους μουσικούς εδώ δεν έχετε». «Μπορείτε να μου το αποδείξετε αυτό;», ρώτησε ο διευθυντής και εγώ του είπα να πάρει τους καλύτερους μουσικούς που έχει και να τους φέρει να με συνοδεύσουν. Όχι να παίξουν μαζί μου, να με συνοδεύσουν. Ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να διαβάσει μουσική και, πράγματι, βρήκε μουσικούς και τους έφερε να με συνοδέψουν. Αρχίζω τα βαριά ηπειρώτικα, εκείνοι σαστίζουν γιατί δεν ξέρουν τι να παίξουν και τότε ο διευθυντής δίνει μία και ρίχνει τα πράγματα κάτω από το γραφείο και διατάζει να φωνάξουν την αστυνομία. Όταν ήρθαν οι αστυνομικοί τους ζήτησε να συλλάβουν τον πρόεδρο του Σωματείου Μουσικών. Όταν τον ρώτησαν γιατί, τους απάντησε ότι η τελευταία εγκύκλιος που κυκλοφόρησε στην Ουάσινγκτον έλεγε πως ό,τι δεν το έχει η Αμερική, το κρατάει. Και αυτός όχι μόνο δεν θέλησε να το κρατήσει, θέλησε να το διώξει κιόλας. Ευτυχώς, η υπόθεση έληξε εκεί και δεν τον συνέλαβαν. Ο διευθυντής μού έβγαλε την πράσινη κάρτα και μου είπε: «Αύριο, έλα στο γραφείο μου στις 11 το πρωί. Δεν σε κρατάμε με το ζόρι, αν θέλεις όμως να μείνεις, θα σε κάνω Αμερικανό». Του ζήτησα να φέρω και τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου, τα' αδέρφια μου, τον πατέρα μου και τη μάνα μου που ήταν στην Ελλάδα κι αυτός απάντησε ότι θα έφερνε όλους τους συγγενείς α' βαθμού. Και πράγματι έμεινα, και έφερα και την οικογένειά μου.






Έκανα καλές δουλειές εκεί, πληρωνόμουν καλά. Σιγά-σιγά μάζεψα 400.000 δολάρια και αποφάσισα να επιστρέψω στην Ελλάδα, να τα επενδύσω και να μείνω. Είχα προγραμματίσει να να έρθω πρώτα εγώ στην Αθήνα και μετά η γυναίκα και τα παιδιά μου. Μια Κυριακή βράδυ που ήμουν σ' έναν γάμο μέθυσα και φεύγοντας το πρωί με ρωτάει ο ταξιτζής «πού πάμε;» και του απάντησα «στο αεροδρόμιο» – μετά κενό. Είχα κλείσει εισιτήριο για την επόμενη μέρα, αλλά μάλλον το άλλαξα στο αεροδρόμιο, δεν θυμάμαι καθόλου πώς έφυγα. Μπαίνω στο αεροπλάνο και σε όλο το ταξίδι κοιμόμουν. Όταν προσγειωθήκαμε, έρχεται η αεροσυνοδός, με ξυπνάει και μου λέει: «Φτάσαμε στην Αθήνα!». Η γυναίκα μου είδε ότι δεν πήγα στο σπίτι και ειδοποίησε την αστυνομία, νόμιζε ότι με σκότωσαν. Τότε δεν υπήρχαν κινητά να ειδοποιήσεις, είχαμε και 7 ώρες διαφορά.






Τις μέρες που ήρθα στην Αθήνα, το 1980, έκανε ο Άλκης Στέας έναν διαγωνισμό για το δημοτικό τραγούδι και την παρουσίαση ανάλογων εκπομπών στην τηλεόραση. Μαζεύτηκαν όλα τα κλαρίνα. Εμένα δεν με γνώριζε κανένας γιατί μετά από είκοσι χρόνια στην Αμερική με είχαν ξεχάσει. Παίρνω το κλαρίνο μου και πάω να μπω στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Τους είπα «είμαι κι εγώ μουσικός». «Έχεις δηλώσει συμμετοχή;». «Όχι». Έρχεται ο Άλκης Στέας και μου λέει: «Δεν γίνεται να παίξετε χωρίς να έχετε δηλώσει, αλλά περιμένετε, αν έχουμε χρόνο στο τέλος θα σας δώσουμε δύο λεπτά». Στα χρόνια που έλειπα οι κλαριντζήδες είχαν προσθέσει καθένας κι από ένα λιθαράκι στο δημοτικό τραγούδι και είχε πάρει τροπή. Εγώ το κρατούσα όπως ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Αφού τελείωσαν όλοι και σηκώθηκα κι εγώ να φύγω, λέει ο Στέας: «Μισό λεπτό, να δώσουμε δύο λεπτά και στον απόδημο ελληνισμό της Νέας Υόρκης, να δούμε πώς κρατάει τη δημοτική παράδοση». Είχαν σηκωθεί να φύγουν και ήταν όλοι όρθιοι. Μόλις άκουσαν το κλαρίνο, πέταγαν σκούφους στον αέρα, σφύριζαν, χειροκροτούσαν. Συνέχισα να παίζω και οι άνθρωποι της επιτροπής, μαζί με τον πρόεδρο, μπήκαν στον χορό. Μετά ήρθαν και μου έβαλαν το σήμα της τηλεόρασης και ξεκίνησα να δίνω εκπομπές. Μαζί με τον Αντώνη Κυρίτση κάναμε 1.000 τραγούδια, που τότε μου έδιναν καλά λεφτά από την ΑΕΠΙ. Έπαιρνα 100 χιλιάδες δραχμές τον χρόνο από ποσοστά, από τις οποίες τις 30 τις έπαιρνε η εφορία. Μετά από 3-4 χρόνια, τα 100 χιλιάρικα έγιναν εννιά, γιατί τόσα μου έβγαζε η ΑΕΠΙ, και όλο και μειώνονταν.






Οι μουσικές είναι τρεις, η πεντατονική, η βυζαντινή και η ευρωπαϊκή. Η πεντατονική με τη βυζαντινή έχουν κάποια στοιχεία που είναι κοντά-κοντά, ενώ η ευρωπαϊκή λέει «τόνος, ημιτόνιο». Η βυζαντινή και η πεντατονική από τον τόνο ως το ημιτόνιο έχουν άλλες τέσσερις φωνές. Η πεντατονική, το ηπειρώτικο, είναι η μουσική των αρχαίων Ελλήνων. Μου έκανε μια τιμητική βραδιά ο πρύτανης του πανεπιστημίου και μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Του έκανα μια ερώτηση: «Ξέρουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες βγάλαν τον αυλό και την άρπα, δεν μας είπε ποτέ κανένας τι παίζαν αυτοί». «Πεντατονική» μου λέει. Την πεντατονική την καταλαβαίνουν και τα ζώα. Το φίδι, αν του παίξεις φλογέρα, σηκώνεται ν' ακούσει. Οι παλιοί στο χωριό μου έλεγαν ότι κάποτε μια ομάδα οργανοπαίχτες κάπου παίζανε και τέλειωσαν στις 3 το πρωί. Επειδή έκανε κρύο κι έβρεχε, έμειναν σε μια σπηλιά. Στη σπηλιά όπου πήγαν ήταν μια αρκούδα. Την ξύπνησαν κι αυτή αγρίεψε και τότε ο γεροντότερος τους συμβούλεψε: «Μην τρέξετε, βγάλτε τα όργανα και παίξτε, μη φοβάστε». Έτσι σώθηκαν. Θυμάμαι ότι σε κάποιο μέρος που με κάλεσαν ένα άλογο, κάθε φορά που έπαιζα, σηκωνόταν στα πίσω πόδια, όρθιο. Μόλις σταματούσα, έπεφτε.






Οι Έλληνες της ξενιτιάς, ο απόδημος ελληνισμός, είναι δύο φορές Έλληνες. Και είναι και δυστυχισμένοι, γιατί αν γνωρίσει κανείς δύο πατρίδες, δεν είναι πουθενά ευχαριστημένος. Για το μόνο που έχω μετανιώσει είναι που έφυγα από την Αμερική. Ήμουν καλύτερα εκεί, από πολλές πλευρές, αλλά ο πόνος της νοσταλγίας και τα παιδικά μου χρόνια δεν με άφηναν σε ησυχία – γι' αυτό γύρισα. Όταν πρωτοπήγα στην Αμερική, το 1958, απόρησα γιατί είδα πράγματα που δεν τα είχαμε εδώ ακόμα. Είδα την τηλεόραση και αναρωτιόμουν: «Τι είναι αυτός που βγαίνει μέσα από το κουτί; Καραγκιόζης;». Ντρεπόμουν να ρωτήσω. Είδα παράξενα πράγματα. Η Αμερική, τότε, ήταν η χώρα του μέλλοντος. Κι ακόμα η χώρα του μέλλοντος είναι. Και είναι περίεργο που μόλις έρχομαι εδώ, θέλω να πάω πίσω, γιατί στην Αμερική έζησα 20 χρόνια από τη ζωή μου, έχω φίλους εκεί, έχω αφήσει μέρος της ζωής μου εκεί. Όμως, μόλις βρεθώ εκεί, θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα.






Το κλαρίνο μιλάει. Είναι ο απόγονος του αυλού, ένα όργανο που εκφράζει τον πόνο, την αγάπη, τη χαρά, την ευτυχία, τα πάντα. Υπάρχουν τραγούδια πεντατονικής που πολλοί τα ακούνε και κλαίνε. Έχουν όλα τα συναισθήματα που έχει ο άνθρωπος και το κλαρίνο μπορεί να τα εκφράσει.






Η παραδοσιακή μουσική σήμερα έχει εξελιχθεί και δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Κάθε γενιά κάτι εξελίσσει. Θυμάμαι ότι παλιά, όταν έπαιζα κλαρίνο, έπαιρνε νούμερο χορού κάθε τραπέζι και σηκώνονταν 8-10 άτομα να χορέψουν. Κι εγώ κοίταγα τα βήματα του πρώτου που χόρευε κι έφτιαχνα μελωδία πάνω στα βήματά του. Τώρα δεν είναι έτσι, ανεβαίνουν όλοι μαζί, 50 άτομα, τα κοριτσάκια με τα αγόρια τρίβονται στον χορό και η κατάσταση είναι «βαράτε βιολιτζήδες». Λες κι είναι αρκούδες. Και όλα τα νέα κλαρίνα προσπαθούν να μιμηθούν το δικό μας μοτίβο. Έχω παίξει εκατομμύρια τραγούδια με το κλαρίνο μου, ενώ ένας νέος κλαριντζής σήμερα δεν ξέρει να παίξει περισσότερα από 40 κομμάτια. Μπορώ να καταλάβω και από πού έχει κλέψει καθένας που παρουσιάζει ένα νέο κομμάτι σαν δικό του. Πάω πολλές φορές, τα βλέπω και γελάω.






Όσο μπορώ, θα παίζω. Μέχρι να πεθάνω. Κι έχω αφήσει εντολή στα παιδιά μου να με θάψουν μαζί με το κλαρίνο, να το βάλουν δίπλα μου, μέσα στην κάσα. Όταν ο άνθρωπος περάσει τα 70 βλέπει τις απόψεις που είχε στα 30 και ή γελάει ή κλαίει. Του φαίνονται λάθος. Σημασία έχει να προσπαθεί να διορθώσει τα λάθη του.






Πηγή: lifo.gr






















Πώς πήρε το όνομά της η Πλάκα






Η Πλάκα περιοριζόταν παλαιότερα στην περιοχή που είναι και σήμερα το μνημείο του Λυσικράτους, το αποκαλούμενο από τους νεότερους «Φανάρι του Διογένη». Η ονομασία της περιοχής προκάλεσε στο παρελθόν πολλές ζωηρές συζητήσεις ακόμη και αντεγκλήσεις μεταξύ ιστορικών και ερευνητών.






Ο πιο γνωστός στους παλαιότερους και σπουδαίος Αθηναιογράφος, Δημ. Καμπούρογλου, υποστήριζε ότι η ονομασία Πλάκα οφείλεται σε μια μεγάλη μαρμαρόπλακα, η οποία βρέθηκε κάποτε κοντά στη μικρή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Αλεξανδρινού, που υπήρχε στις ανατολικές υπώρειες της Ακρόπολης, κοντά στην οδό Θέσπιδος.






Ο Καμπούρογλου δεν ανέφερε αν ήταν η πλάκα αυτή ανάγλυφη ή ενεπίγραφη ή οπωσδήποτε σημαντική και γι΄αυτό ο επίσης σπουδαίος μελετητής της ιστορίας της Αθήνας, Δημήτριος Σισιλιανός, στο βιβλίο του «Παλαιαί και νέαι Αθήναι», θεωρεί απίθανη ή και ασήμαντη αυτή την εκδοχή. Δεν θεωρεί δηλαδή ότι η μαρμαρόπλακα επέσυρε την προσοχή των κατοίκων σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ονομάσουν από αυτή όλη τη συνοικία Πλάκα.






Το αρβανίτικο «Πλιάκα» σημαίνει παλιά


Ο Σισιλιανός θεωρεί πιο πιθανό σενάριο η ονομασία να βγήκε, όπως του είχε πει κάποιος Ψύλλας, από το αρβανίτικο «Πλιάκα», που σημαίνει γριά, παλιά. Υπογραμμίζει πάντως ότι «οι περί τας Αθήνας αλβανόφωνοι εκαλούν την συνοικία ταύτην «πλιάκα Αθήνα», δηλαδή, «παλιά Αθήνα», γι’ αυτό και απέμεινε η ονομασία Πλάκα, όταν εξελληνίστηκε η αλβανική λέξη. «Σίγουρα η καταγωγή της ονομασίας της Πλάκας μένει αμφίβολη».






Ο αρχιτέκτονας και πολεοδόμος Κώστας Μπίρης, που είχε γράψει πολλά και αξιόλογα βιβλία για την πόλη της Αθήνας και για τα τοπωνύμια, υποστήριζε ότι η λέξη Πλάκα ήταν αρβανίτικη και είχε προέλθει από τους Αρβανίτες μισθοφόρους του στρατού, που έμειναν μετά τα Ορλωφικά άνεργοι και οι Τούρκοι τους εγκατέστησαν ως εποίκους στην περιοχή της γειτονιάς, που ήταν γύρω από το μνημείο του Λυσικράτους. Αυτοί οι Αρβανίτες την είπαν Πλάκα, επειδή στη γλώσσα τους σημαίνει «παλιά» και ήταν πράγματι μια πολύ παλιά γειτονιά, μια παλιά συνοικία της Αθήνας. Προσθέτει μάλιστα ο Μπίρης ότι το προσωνύμιο είναι μεσαιωνικό και ότι για πρώτη φορά γίνεται αναφορά σε ανώνυμο σημείωμα «Περί Αττικής» της Βιβλιοθήκης των Παρισίων, χρονολογούμενο στον 17ο αιώνα.






Η πρώτη αναφορά στο τοπωνύμιο


Η Λίζα Μιχελή στο βιβλίο της «Η Αθήνα των Ανωνύμων» υπογραμμίζει ότι «αυτό καθαυτό το τοπωνύμιο Πλάκα αναφέρεται για πρώτη φορά σε ένα χειρόγραφο σημείωμα που ανακάλυψε το 1862 στην Αυτοκρατορική τότε, Εθνική σήμερα βιβλιοθήκη του Παρισιού, ο γερμανός φιλόσοφος Detlfsen και αφορά μόνο τον γύρω από το Μνημείο του Λυσικράτους χώρο».






Ο Κ. Μπίρης λέει ακόμη ότι πρώτος ο J. Hahn το 1833 παρατήρησε ότι το τοπωνύμιο είναι η αρβανίτικη λέξη πλακ’, που σημαίνει παλαιός, γηρασμένος. Επανέλαβε την ερμηνεία αυτή ο Παύλος Καρολίδης και την υποστήριξε το 1925 ο αλβανομαθής Π. Φουρίκης. Ο Μπίρης σημειώνει επίσης πως ο Καμπούρογλου «αποστρεφόμενος το γεγονός ότι υπήρξαν Αρβανίτες εις τας Αθήνας, έπλασε την υπόθεσιν ότι κάποια πλάκα θα υπήρχε εκεί κάπου εις την οδό Θέσπιδος».






Κατά τον Μπίρη και ο Α. Χατζής έδωσε μια άλλη εξήγηση. Είπε ότι η ονομασία οφείλεται στη μορφή του εδάφους σε κείνο το σημείο και σημαίνει «επίπεδος γη, πεδιάς». Κι αυτή όμως την εξήγηση την απορρίπτει γιατί η ανηφορική αυτή συνοικία της Αθήνας όπως αναφέρει δεν διακρινόταν σε σύγκριση προς άλλες ως επίπεδη γη και ως πεδιάδα.






Πηγή: Στης Πλάκας τις ανηφοριές, εκδόσεις Φιλιππότη, του Γιάννη Καιροφύλα
mixanitouxronou.gr






















Απόστολος Καλδάρας




















O Απόστολος Καλδάρας γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας (στη συνοικία «Αραπάτικα» ή «Προσφυγικά» στις 7 Απριλίου 1922 και πέθανε στις 8 Απριλίου 1990.






Πατέρας του ήταν ο Κώστας Καλδάρας, έμπορος κηροπλαστικής και μητέρα του η Μαρία Συκαρά. Ήταν και οι δύο από το Μέτσοβο.






Τα πρώτα του μουσικά ακούσματα ήταν τα προσφυγικά τραγούδια της συνοικίας του. Τα τραγουδούσε και η μητέρα του που ήταν πρόσφυγας.






Καθώς ήταν καλός μαθητής στο σχολείο οι γονείς του τον έβλεπαν να γίνεται επιστήμονας. Φοίτησε στην Γεωπονική Σχολή Θεσσαλονίκης, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε τις σπουδές του! Τότε έγραψε και το πρώτο του τραγούδι «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι», που ακόμη και σήμερα είναι το ίδιο ζωντανό...






Από την ημέρα εκείνη αφοσιώθηκε στην σύνθεση. Έγραψε πάνω από 1.200 τραγούδια, που, όχι μόνο τραγουδιούνται ακόμη αλλά έχουν την ίδια την παλιά επιτυχία.






Από τα πιο γνωστά τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα είναι το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο», «Συ μου χάραξες πορεία», «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά», «Άμα θες να κλάψεις κλάψε», «Στ’ Αποστόλη το κουτούκι», «Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι» και πολλά άλλα…






Είναι ο μόνος κλασικός λαϊκός συνθέτης που έγραψε και έντεχνο λαϊκό τραγούδι, κάνοντας και εκεί επιτυχίες, χωρίς να χάνει τίποτε από το λαϊκό στοιχείο! Ανάμεσα στα τραγούδια αυτά είναι τα: «Όνειρο απατηλό», «Γιε μου», «Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα», «Ένα αστέρι πέφτει πέφτει» κ.τ.λ.






Έγραψε δύο ολόκληρα έργα την «Μικρά Ασία» σε στίχους του Πυθαγόρα, και τον «Βυζαντινό Εσπερινό» σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ο τελευταίος μεγάλος δίσκος του κυκλοφόρησε το 1990 και έχει τίτλο «Μπαλάντες του περιθωρίου».






Ο Α. Καλδάρας συνεργάσθηκε με τους μεγαλύτερους στιχουργούς ,όπως τον Κώστα Βίρβο, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, τον Πυθαγόρα και άλλους… Στίχους έγραφε και ο ίδιος.






Τραγούδια του είπαν όλοι οι μεγάλοι ερμηνευτές όπως οι Πάνος Γαβαλάς, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μανόλης Αγγελόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, Χάρις Αλεξίου, Βίκυ Μοσχολιού, Σταμάτης Κόκοτας κ.α.






Έκλεισε τα μάτια του στις 8 Απριλίου του 1990 στην αγκαλιά της γυναίκας του, Λούλας, και του μοναχογιού του, Κώστα, που είναι και αυτός συνθέτης! Πέθανε στο σπίτι του όπως ο ίδιος επιθυμούσε. Τον τελευταίο καιρό που είχε αντιληφθεί πως το τέλος πλησίαζε, έλεγε και ξανάλεγε στους δικούς του ότι ήθελε να πεθάνει σπίτι του που τόσο φρόντιζε και αγαπούσε, και όχι σε κάποιο ψυχρό νοσοκομείο…






Δισκογραφία:


(1969) Εβίβα ρεμπέτες


(1971) Ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδά Απόστολο Καλδάρα


(1971) Σήμερον


(1972) Μικρά Ασία


(1973) Βυζαντινός εσπερινός


(1974) Για ρεμπέτες και για φίλους


(1974) Ροβινσώνες


(1975) Σκόρπια φύλλα


(1976) Τα σήμαντρα


(1977) Τελευταία νύχτα


(1978) Τα ορθόδοξα


(1979) Δέκα χρόνια τραγούδι


(1980) 30 Χρόνια Καλδάρας


(1983) 30 Χρόνια Καλδάρας Νο2


(1983) Τα παράπονα μου


(1984) Όταν μιλούν τα τέλια


(1984) Οι μεγάλοι του ρεμπέτικου Νο15


(1990) Αφιέρωμα στον Απόστολο Καλδάρα


(1990) Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι


(1990) Τα κλασσικά του Απόστολου Καλδάρα


(1991) Στον Απόστολο με αγάπη






Πηγές:


www.musicheaven.gr


Επιμέλεια-Προσαρμογή: Χριστίνα Κωσταβάρα


tralala.gr
















Ήθη και έθιμα, η φυσιογνωμία ενός Λαού


Γράφει ο Νίκος Ζυγογιάννης






Ο όρος ήθος σημαίνει το σύνολο των ψυχικών χαρακτηριστικών κάθε ανθρώπου. Ήθη λέγονται οι αντιλήψεις ενός λαού για την ηθική και κοινωνική συμπεριφορά. Είναι οι γενικές αρχές Δικαίου, οι θεμιτοί τρόποι συμπεριφοράς του κοινωνικού ανθρώπου, που μεταβάλλονται με τη μεταβολή του χρόνου, που διαφέρουν από τόπο σε τόπο και απηχούν την τρέχουσα ηθική μιας κοινωνίας. Δηλαδή τα ήθη ορίζουν αξίες, σχέσεις, συμπεριφορές. Είναι τα αισθήματα, οι νοοτροπίες που χαρακτηρίζουν μια εποχή (π.χ. η καταναλωτική τάση του σύγχρονου αστού, η προτίμησή του σε πρακτικές λύσεις, όπως είναι τα τυποποιημένα είδη διατροφής, η αντίληψή του για το γάμο κ.τ.λ.). Όλα αυτά αποτελούν ένα είδος κανόνων και νόμων, μια μορφή δικαίου, άγραφου, που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε εθιμικό. Αλλά και το Γραπτό Δίκαιο δεν είναι αυθαίρετο δημιούργημα του νομοθέτη, αλλά προϊόν του πνεύματος του λαού. Υπάρχει μια συμφωνία των ηθών με τις απαιτήσεις του δικαίου. Για παράδειγμα, στις συναλλαγές των ανθρώπων οι νόμοι καθορίζουν ως δίκαιο ό,τι η κοινωνία θεωρεί ως ηθικό: απαγορεύεται η αισχροκέρδεια, θεωρείται άκυρη κάθε πράξη που αποτελεί εκμετάλλευση της ανάγκης του άλλου.






Όταν, όμως, οι αντιλήψεις αυτές πάρουν και μια σταθερά επαναλαμβανόμενη τελεστική, περισσότερο ή λιγότερο τελετουργική μορφή, γίνονται έθιμα, όπως είναι τα γαμήλια έθιμα. Γίνονται δηλαδή συνήθεια με καθολικό χαρακτήρα, που τηρείται από όλα τα μέλη της κοινωνικής ομάδας. Τα στοιχεία του εθίμου είναι: α) το ιστορικό: μακρόχρονη και ομοιόμορφη άσκηση, δηλ. ορισμένη συμπεριφορά των κοινωνιών που επαναλαμβάνεται ομοιόμορφα επί αρκετό χρόνο, ώστε να παγιωθεί ως κανόνας Δικαίου β) το ψυχολογικό: η πεποίθηση των κοινωνιών ότι, με τη συμπεριφορά τους εφαρμόζουν κανόνα δικαίου και ότι αν δεν τηρήσουν τη συμπεριφορά αυτή, θα έχουν κυρώσεις. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται είναι η γενική κατακραυγή και η ηθική καταδίκη από μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Τα έθιμα διακρίνονται σε γενικά (ισχύουν σε όλη τη χώρα) και τοπικά (ισχύουν σε ορισμένη περιοχή). Υπάρχουν, επίσης, έθιμα επαγγελματικά και θρησκευτικά.κ.λ






Η έννοια των εθίμων προσεγγίζεται καλύτερα με το συσχετισμό τους με την έννοια των ηθών (λέμε ήθη και έθιμα). Στα νεότερα χρόνια η σχέση ηθών και εθίμων μεταβλήθηκε. Ήθη πάντα υπάρχουν. Αλλά δε δημιουργούνται νέα έθιμα. Αυτό σχετίζεται με τον τερματισμό της κλειστής ζωής της αγροτικής κοινωνίας, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος δημιουργίας εθίμων. Γιατί εκεί συνέτρεχαν οι λόγοι που ευνοούσαν τη δημιουργία και διατήρησή τους (έντονη πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις, που έπρεπε, λατρευτικά, να καταστούν ευεργετικές, διάθεση ελεύθερου χρόνου, συλλογική ζωή). Υπάρχει, εντούτοις, μια τάση διατήρησης παλιών εθίμων, έστω κι αν εξέλιπαν οι αιτίες που τα είχαν δημιουργήσει. Το τελετουργικό, η παραστατικότητα και η θεαματικότητα του εθίμου ασκούν αρκετά ισχυρή γοητεία, ώστε να παρατηρείται, τις τελευταίες δεκαετίες, μια σκόπιμη αναβίωση των παλιών εθίμων, που προσφέρονται ως ένα είδος θεατρικής παράστασης, ή θεάματος…






Τα ήθη και έθιμα, τα δημοτικά τραγούδια και οι παροιμίες, οι παραδόσεις και οι θρύλοι αποτελούν το λαϊκό πολιτισμό που είναι ο καθρέφτης ενός λαού. Μελετώντας τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, αντικρίζει κανείς ένα λαό απλό και αληθινό, συγκροτημένο πάνω σε στέρεο προσανατολισμό, με πίστη στο παρελθόν και αισιοδοξία για το μέλλον, με ιδανικά και αξίες. Και αυτό, γιατί υπάρχει αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, τον αρχαίο και το νεότερο. Κάθε έθιμο και δοξασία του λαϊκού πολιτισμού προχωρεί στα βάθη του παρελθόντος, φτάνοντας όχι μόνο στους κλασικούς χρόνους, αλλά μερικές φορές στα βάθη της προϊστορίας.


Αναμφίβολα, λοιπόν, μέσα από το λαϊκό πολιτισμό αναζητάμε τις ρίζες μας και ανακαλύπτουμε τη φυσιογνωμία μας ως λαός, πιστοποιούμε την ταυτότητά μας, θωρακίζουμε τη συνέχιση του έθνους μας. Εναρμονίζουμε το χθες με το σήμερα και χτίζουμε το αύριο…





Νίκος Ζυγογιάννης


Καθηγητής










Πηγή: olympia.gr



















Βιτσέντζος Κορνάρος και «Ερωτόκριτος»






Κ' εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ' έχου


μα θέλω να φανερωθώ, κι όλοι να με κατέχου


Βιτσέντζος είν' ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος


που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.


Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,


εκεί 'καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.


Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση


το τέλος του έχει να γενή όπου ο Θεός ορίσει


( Ερωτόκριτος, Βιτσέντζος Κορνάρος)






Ερωτόκριτος, ένα ποίημα, ύμνος στην Αγάπη και τα έθιμα μιας άλλης εποχής, μύθος ή αλήθεια, ό,τι και αν είναι, αποτελεί ένα αριστούργημα της κρητικής ποίησης που γοητεύει και συγκινεί μέχρι και σήμερα.






O Βιτσέντζος Κορνάρος ήταν Κρητικός ποιητής. Ο Βιτσέντζος ήταν ο μικρότερος γιος του Ιακώβου Κορνάρου και της Ζαμπέτας Ντεμέτζο, γόνος εξελληνισμένης και αρχοντικής βενετσιάνικης οικογένειας, πιθανότατα με μεγάλη περιουσία.






Γεννήθηκε στις 26 ή 29 Μαρτίου 1553, στο χωριό Τραπεζόντα Σητείας, πατρογονικό φέουδο της οικογένειάς του και βαφτίστηκε το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου.






Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, συγγραφέας του αφηγηματικού ποιήματος Ερωτόκριτος και του θρησκευτικού δράματος Θυσία του Αβραάμ.






Έμεινε στην περιοχή της Σητείας, κυρίως στα χωριά Τραπεζόντα και Πισκοκέφαλο, ως το 1587-1590, δηλαδή ως τα τριανταπέντε του χρόνια περίπου, «ζώντας τη ζωή του φεουδάρχη γαιοκτήμονα, μέσα σ΄ έναν πολυπρόσωπο κόσμο υπηρετών και δουλοπαροίκων, που ήταν όλοι τους Ελληνορθόδοξοι».






Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο, στις 20 Μαρτίου 1585, κοντά στους δύο αδελφούς του, τον Ιωάννη Φραγκίσκο και τον Ανδρέα, όπου απέκτησε, από προίκα ή με αγορές, μεγάλη περιουσία.






Είχε μεγάλα φιλολογικά ενδιαφέροντα και ήταν ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της Ακαδημίας των Stravaganti του Χάνδακα ή Ακαδημία των Παράξενων, που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας.






Στις 8 Σεπτεμβρίου 1590 παντρεύτηκε, στο ναό της μονής της Αγίας Αικατερίνης των καλογραιών, με την Μαριέτα Ζένο, με την οποία απέκτησε και δύο κόρες, την Κατερούτσα και την Ελένετα.






Από το 1591 ανέλαβε διοικητικά αξιώματα, ενώ κατά την διάρκεια της πανούκλας (1591 -1593) ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Υπήρξε επίσης μέλος του Συμβουλίου των Ευγενών του Χάνδακα.






Ο Βιτσέντζος μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του στο Χάνδακα επισκέπτεται τακτικά και ως το θάνατό του την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Σητεία. Μάλιστα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από το τέλος του 1598 ως το τέλος του 1600, βρίσκεται κυρίως στην περιοχή της Σητείας, όπου εξακολουθούσε να διατηρεί σημαντική περιουσία.






Η ημερομηνία του θανάτου του δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη, ωστόσο πιστεύεται πως μπορεί να ήταν η 12η Αυγούστου 1613 ή κατά άλλους μέχρι στις 24 Απριλίου 1614, από άγνωστη αιτία και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.






Ο ποιητής Βιτσέντζος Κορνάρος έγραψε τα έργα «Ερωτόκριτος» και «Θυσία του Αβραάμ». Στα δύο ποιήματα αυτά ο Κορνάρος, όπως λέγεται από τους κριτικούς της λογοτεχνίας, με μια σπάνια δύναμη, κατόρθωσε να μετουσιώσει τα πρότυπά τους σε δραματικά έργα με μία άψογη τεχνική, μία ανώτερη ποιητική πνοή και με τέλεια ψυχογραφημένους χαρακτήρες.






«...όποιος του πόθου εδούλεψε εισέ καιρό κιανένα


ας έρθει για ν' αφουκραστή ο,τί 'ναι εδώ γραμμένα...»










Ερωτόκριτος :






Είναι μία έμμετρη μυθιστορία που συντέθηκε στην Κρήτη τον 17ο αιώνα. Αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους στην Κρητική Διάλεκτο.






Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο (που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος) και την Αρετούσα και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο.






Μαζί με την Ερωφίλη του Γεώργιου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στη μουσική με την οποία έχει μελοποιηθεί. Το έργο ήταν πολύ δημοφιλές και κυκλοφορούσε σε χειρόγραφα όλον τον 17ο αι.


Το 1713 τυπώθηκε στη Βενετία από έναν κρητικό, ο οποίος είχε συγκεντρώσει πολλά χειρόγραφα του έργου, στα οποία στηρίχθηκε για να παραδώσει μια αρκετά έγκυρη και αξιόπιστη έκδοση. Δεν σώζεται κανένα από τα χειρόγραφα του έργου εκτός από ένα ανολοκλήρωτο, του 1710. Είναι διακοσμημένο με καλαίσθητες μικρογραφίες , αλλά λιγότερο έγκυρο ως προς την παράδοση του κειμένου σε σχέση με τη βενετσιάνικη έκδοση, γιατί αλλοιώνει σε κάποια σημεία τον ιδιωματικό χαρακτήρα της γλώσσας. Πιθανότατα σταμάτησε να αντιγράφεται μετά την κυκλοφορία της έντυπης έκδοσης του έργου, το 1713. Ακολούθησαν πολλές ανατυπώσεις της αρχικής έκδοσης και η πρώτη νεότερη έκδοση έγινε το 1915 από τον Στέφανο Ξανθουδίδη.






Του Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,


και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·


και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,


μα στο Καλό κ' εις το Κακό περιπατούν και τρέχουν


και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,


του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·


αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,


ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν


σ' μιά Κόρη κ' έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι


σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.


Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,


ας έρθει για ν' αφουκραστεί ό,τ' είν' εδώ γραμμένα·


να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει


πάντα σ' αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.






Η απήχηση του έργου ήταν πολύ μεγάλη. Παρατηρούνται επιδράσεις του σε μαντινάδες και επιπλέον στην Κρήτη δημιούργησε μυθολογική παράδοση: τα ονόματα των ηρώων έχουν επιβιώσει ως σήμερα ως βαφτιστικά και η λαϊκή φαντασία ονόμασε «παλάτι του Ηράκλη» τις στήλες του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα. Η μεγάλη διάδοση του έργου μαρτυρείται από λόγιους και ξένους περιηγητές καθ' όλον τον 18ο και 19ο αι, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι άνθρωποι στην Κρήτη γνώριζαν όλο το έργο απ' έξω. Ακόμα και ο Γιώργος Σεφέρης αναφέρει ότι στη Σμύρνη στις αρχές του 20ου αι. η κατανόηση του έργου ήταν πολύ εύκολη, παρά την έντονα ιδιωματική γλώσσα.






Η μεγαλύτερη όμως απόδειξη της απήχησης του έργου είναι η επίδραση που άσκησε στη νεοελληνική ποίηση. Παραδείγματα ποιημάτων επηρεασμένων από τη στιχουργική του είναι Ο Κρητικός του Δ.Σολωμού, το Μήτηρ Θεού του Α. Σικελιανού, ο Επιτάφιος του Γ. Ρίτσου, ο Νέος Ερωτόκριτος του Παντελή Πρεβελάκη






Δεν έλειψαν βέβαια και οι αρνητικές εκτιμήσεις του έργου. Αρκετοί λόγιοι του 18ου αι. το θεωρούσαν κατώτερο ανάγνωσμα λόγω της λαϊκής γλώσσας και μάλιστα ο Διονύσιος Σολωμός είχε διασκευάσει το έργο σε μια λόγια, «ανώτερη» όπως πίστευε, γλωσσική μορφή. Ο Κάλβος επέκρινε το έργο ως μονότονο και ο Ιάκωβος Πολυλάς το απέρριπτε εξαιτίας της ιδιωματικής γλώσσας.






Το έργο διασκευάστηκε σε θεατρική μορφή από τον Δ. Συναδινό το 1929, με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο ρόλο της Αρετούσας και το 1966 ο Νίκος Κούνδουρος τον διασκεύασε σε κινηματογραφικό σενάριο. Το έργο επίσης έχει μελοποιηθεί πολλές φορές και είναι δημοφιλέστατο άκουσμα στην Κρήτη.






ΠΗΓΕΣ :


Wim F. Bakker- Arnold F. van Gemert, «Εισαγωγή» στο: Η θυσία του Αβραάμ. Κριτική έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996


Wikipedia.gr


Cretalive.gr


http://zhtunteanagnostes.blogs...






















ΤΣΙΦΤΕΤΕΛΙ ΤΟ ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΟ


Άρθρο από τον κ. Ανδρέα Άδαλη






Όταν ακούμε αυτή την λέξη, το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό, είναι ο χορός της κοιλιάς, τουρκάλες, φιδίσια γυναικεία λάγνα κορμιά να λικνίζονται τινάζοντας κάθε τόσο τα στήθη τους, αφαλούς, φερετζέδες, στολίδια, τραπέζια και γαρύφαλλα.






Το τσιφτετέλι όμως, ήταν παραδοσιακός χορός πιθανόν από τη Μικρά Ασία, την Τουρκία και διαδεδομένος σε όλα τα Βαλκάνια, όπου χορευόταν αντικριστά και όχι μόνο από γυναίκες, αλλά και από άνδρες. Ζευγάρια που χόρευαν αντικριστά στα βήματα του μπάλου, αλλά και κλειστά βήματα. Τριαράκια, που συνηθίζουμε να τα λέμε.






Οι άνδρες παίζοντας ποτηράκια και οι γυναίκες ζίλια, δίχως αυτό να αποκλείει τα ζίλια και από τους άνδρες. Βέβαια τα ζίλια παίζονται κυρίως στην Ανατολή. Σε άλλες περιοχές χορευόταν με κουτάλια. Εξαιρείται το Σμυρναίικο τσιφτετέλι, το οποίο περιέχει λικνίσματα, οπότε είναι καθαρά γυναικείο. Οι κινήσεις και το ντύσιμο λοιπόν, είναι σοβαρά και αξιοπρεπή.






Οι μελετητές αναφέρουν ως πιθανότερο τόπο προέλευσής του την αρχαία Ελλάδα, καθώς υποστηρίζουν πως πρόκειται για τον αρχαιοελληνικό χορό του Αριστοφάνη, τον «Κόρδακα», δίχως όμως αυτό να είναι και απόλυτα τεκμηριωμένο.






Η ετυμολογία του, πιθανόν να προέρχεται από το ότι παιζόταν σε διπλή χορδή (Τσιφτέ)-(Τέλι). Οι μουσικοί, τοποθετούσαν τις δύο ψηλότερες χορδές τού βιολιού κοντά τη μία με την άλλη και τις κούρδιζαν στην ίδια νότα, με διαφορά μας Οκτάβας, ώστε η μελωδία να παίζεται με οκτάβες και να ηχεί ενισχυμένη.






Σήμερα το τσιφτετέλι είναι γνωστό ως «χορός της κοιλιάς», όπως αναφέρουν οι περισσότεροι μελετητές ότι η καταγωγή του ήταν από την κεντρική Ασία, οπότε τον διαχωρίζουν σε Ελληνικό και σε Οριεντάλ. Οι Ελληνίδες δεν ξέρουν να τον χορεύουν σωστά, απλά ξεβιδώνονται στα τραπέζια δεχόμενες με έπαρση τα λουλούδια των ανδρών.






Δύο πολύ γνωστά τσιφτετέλια που χορεύονται και από άνδρες και από γυναίκες αντρικριστά, σε σωστούς χορευτικούς συλλόγους είναι:


1. Σε καινούργια βάρκα μπήκα


2. Θα σπάσω κούπες






Πηγή: xoreytis.gr






















Χορός Τσέστος ή «στον τόπο»






Είναι χορός που τον συναντάμε στους πρόσφυγες από τα χωριά της περιοχής Καβακλί, θεωρείται καθαρά ανδρικός και οι Ακμουβαριώτες τον θεωρούν αυτοτελή χορό. Ίσως όμως πρόκειται για τρόπο παιξίματος της μουσικής και τρόπο εκτέλεσης του χορού από τους άνδρες, αφού το ρυθμικό σχήμα και το χορευτικό του μοτίβο είναι ίδια με αυτά του ορθού χορού.






Οι άνδρες χορεύουν πιασμένοι από τα ζωνάρια σε ανοιχτό κύκλο και σε μικρό αριθμό χορευτών, επειδή απαιτείται απόλυτος συντονισμός. Πολλές φορές ο χορός αποτελεί εξέλιξη του ορθού χορού από ομάδες ανδρών, ενώ οι γυναίκες συνεχίζουν να εκτελούν το χορευτικό μοτίβο του ορθού χορού. Ο χορός χαρακτηρίζεται από τις πολλές παραλλαγές (φιγούρες) που εκτελούν οι χορευτές συντονισμένα, καθοδηγούμενοι από τις εναλλαγές της μουσικής.






Η μορφή που περιγράφεται παρακάτω χορεύεται από πρόσφυγες που προέρχονται από το Μεγάλο Μοναστήρι της περιοχής Καβακλί, οι οποίοι χρησιμοποιούν κυρίως το ονομασία «Τσέστος».






Όταν ο οργανοπαίχτης παίζει τη μελωδία κάποιου τραγουδιού, τότε οι χορευτές εκτελούν το χορευτικό μοτίβο του ορθού χορού χωρίς παραλλαγές. Κατά τη διάρκεια του χορού και όταν δημιουργείται κατάλληλο κλίμα, ο οργανοπαίχτης περνά σε ελεύθερες μελωδίες (γυρίσματα) αυξάνοντας ελαφρώς και την αγωγή, ώστε να ανεβαίνει η ένταση. Τότε λέμε ότι παίζει «Στον Τόπο». Με την αλλαγή του παιξίματος αλλάζει και ο τρόπος εκτέλεσης του χορού από τους άνδρες, «χορεύουν στον τόπο». Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται και σ’ άλλες περιοχές της Ελλάδας και υπονοεί την ικανότητα του χορευτή να κινείται σε μικρό χώρο πραγματοποιώντας πολλές παραλλαγές (φιγούρες). Οι παραλλαγές αυτές εκτελούνται ομαδικά από τους άνδρες και το πέρασμα των χορευτών από την εκτέλεση του βασικού χορευτικού μοτίβου στη φάση «στον τόπο» γίνεται με μόνον οδηγό τη μουσική. Αυτό προϋποθέτει έμπειρο μουσικό, όπως λένε χαρακτηριστικά ο οργανοπαίχτης πρέπει να σου δείχνει που να πατάς. Προϋποθέτει επίσης καλή γνώση της μουσικής και των αλλαγών της από πλευράς χορευτών. Με λίγα λόγια η σωστή ανάπτυξη του χορού, την ώρα της «παράστασης», εξαρτάται από τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ οργανοπαίχτη και χορευτών, αφού η αντιστοιχία στην εξέλιξη μουσικής κα χορού που προκύπτει είναι απόλυτη.






Με τον τρόπο λοιπόν που αναπτύσσεται ο χορός παρουσιάζει τις εξής φάσεις: στην αρχή, και ενώ οι οργανοπαίχτες παίζουν κάποια βασική μελωδία τραγουδιού, οι χορευτές χορεύουν επαναλαμβάνοντας το χορευτικό μοτίβο του Ορθού χορού, εκτελώντας το στρωτά στη δεύτερη φάση και όταν οι οργανοπαίχτες αλλάζουν το «παίξιμο» τους, παίζουν δηλαδή ελεύθερες μελωδίες (γυρίσματα), «στον τόπο», τότε και οι χορευτές χορεύουν στον «τόπο», δηλαδή πραγματοποιούν παραλλαγές πάνω στο χορευτικό μοτίβο του χορού. Οι παραλλαγές αυτές αποτελούνται από νέα κινητικά μοτίβα, που αντικαθιστούν μέρος του χορευτικού μοτίβου. Τα μοτίβα αυτά περιλαμβάνουν είτε διαφορετικές κινήσεις, που όμως δεν αλλάζουν αριθμικά, είτε διαφορετικό είδος κινήσεων που αυξάνουν και αριθμικά σε κάποιους χρόνους.






Η ονομασία «Τσέστος» (=συχνά –πυκνά), δικαιολογείται ακριβώς από αυτή την πυκνότητα των κινήσεων. Οι παραλλαγές (φιγούρες) αυτές περιλαμβάνουν συνήθως γρήγορες εναλλαγές των ποδιών, χτυπήματα των ποδιών μεταξύ τους, που γίνονται στο πρώτο μέρος του χορευτικού μοτίβου και ρυθμικά χτυπήματα των ποδιών στο έδαφος, στο κλείσιμο του δευτέρου μέρους του χορευτικού μοτίβου. «Όταν χόριυαμι σκώνιταν κουρνιαχτός» Κάθε παραλλαγή μπορεί να εκτελείται 2-3 φορές. Οι παραλλαγές δεν έχουν ονόματα και οι χορευτές κατορθώνουν να τις εκτελούν όλοι μαζί συντονισμένα με την εξάσκηση και τηνεμπειρία. Ο συντονισμός επιτυγχάνεται καλύτερα από άτομα την ίδιας ηλικίας με τις ίδιες χορευτικές εμπειρίες. Αναφέρθηκε από ορισμένους πληροφορητές, ότι παλιότερα οι καλοί χορευτές χρησιμοποιούσαν παραγγέλματα για τις φιγούρες, (όπως μπροστά, πίσω, πλάι) και κάποιες κραυγές ή επιφωνήματα. Έτσι προσπαθούσαν να προτρέψουν ο ένας τον άλλο στην εκτέλεση των παραλλαγών, αφού η ένταση του χορού είναι μεγάλη, στην επανάληψη κάποιας φιγούρας, ή ακόμα να μη χάσουν το ρυθμό τους. Συνήθως οι κραυγές που ακούγονται είναι «αίντε, όπα, ίχα». Στη φάση αυτή η ένταση του χορού αυξάνει και, μολονότι οι κινήσεις γίνονται στο έδαφος (δηλαδή με όλο το πέλμα), αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κινείται το κορμί σχεδόν στο ίδιο ύψος χωρίς σκαμπανεβάσματα.






Η εξέλιξη του χορού ολοκληρώνεται στην Τρίτη φάση. Εδώ ο οργανοπαίχτης από το παίξιμο «στον τόπο» επανέρχεται στη μελωδία του τραγουδιού, και αυτό καθοδηγεί αυτόματα τους χορευτές να κάνουν ένα «κάθισμα» (σούστα ή κάτσιμο).






Το κάθισμα αυτό γίνεται στο κλείσιμο του δευτέρου μέρους του χορευτικού μοτίβου και από κει και πέρα επανέρχονται οι χορευτές στο μοτίβο του ορθού χορού, στη χαλάρωση. Ο χορός «στον τόπο» είναι αυτός, στον οποίον οι καλοί χορευτές επιδείκνυαν το ταλέντο και την τεχνική τους (ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικό γνώρισμα των καλών χορευτών και δεν μπορούσαν όλοι να τον χορέψουν). Οι άνδρες που δεν μπορούσαν να χορέψουν «στον τόπο» αρκούνταν στην επανάληψη του βασικού χορευτικού μοτίβου στρωτά ή πηδηχτά, ανάλογα με τις αλλαγές της μουσικής.






Είναι χορός που χορευόταν σ’ όλες τις περιστάσεις και η διάρκεια του χορού καθοριζόταν από τη διάθεση και την αντοχή των χορευτών γιατί, πράγματι είναι πάρα πολύ κουραστικός. Για τον ίδιο χορό συνηθίζονται και άλλες ονομασίες, όπως π.χ. ντιούζκους από τους καβακλιώτες και «Τσέστος», όνομα που συνήθως χρησιμοποιούν οι Καρυώτες, καθώς και οι Μεγαλομοναστηριώτες και οι Μικρομοναστηριώτες, ενώ η ονομασία «στον τόπο» είναι γνωστή σε όλα τα χωριά της περιοχής. Το Βασικό χορευτικό μοτίβο είναι, όπως προαναφέραμε, ίδιο με του ορθού χορού. Όταν το παίξιμο της μουσικής γίνεται «στον τόπο», τότε τα βήματα γίνονται έντονα και ελαφρώς πηδηχτά και πολύ μικρά, σχεδόν επί τόπου.






Πηγή: Διπλωματική εργασία με θέμα «Οι χοροί της Θράκης (Διαχρονική-συγκριτική προσέγγιση» της φοιτήτριας Μπέρτι-Παπαδημητρίου Σοφίας του Αριστοτελείου Παναπιστημίου Θεσσαλονίκης, Τμήμα Φυσικής Αγωγής & Επιστημών Αθλητισμού, τομέας Ανθρωπιστικών Σπουδών – Ειδικότητα στους Ελληνικούς Παραδοσιακούς Χορούς. Επιβλέπων: Πραντσίδης Ιωάννης, Επίκουρος Καθηγητής






















ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ



















Το Φραγκοκάστελο είναι ένα βενετσιάνικο κάστρο στην επαρχία των Σφακίων, όπου διαδραματίστηκε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της κρητικής ιστορίας. Πρωταγωνιστής ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης, από το Δελβινάκι της Ηπείρου. Άνθρωπος σπουδαγμένος στην Ιταλία, που εμπορευόταν καπνό στην Τεργέστη. Η παράδοση αναφέρει πως βαπτίστηκε χατζής στον Ιορδάνη ποταμό, σε ένα από τα ταξίδια του στους Αγίους τόπους κι έτσι προέκυψε το Χατζή- Μιχάλης.






Αφού το 1816 έγινε μέλος της φιλικής εταιρίας, ξεκίνησε τον αγώνα εναντίον των Τούρκων. Εν αρχή οργανώνει το πρώτο ελληνικό ιππικό σώμα με δική του χρηματοδότηση και εν συνεχεία προσπαθεί να βοηθήσει τον Εμίρη Μπασίρ εναντίον των Οθωμανών με την ελπίδα ότι έτσι θα αποδυνάμωνε τον τούρκικο στρατό στην Ελλάδα, κάτι που δεν το κατάφερε τελικά.






Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, απελευθέρωσε την Κάρυστο και πολέμησε δίπλα στον Καραϊσκάκη στη Μάχη του Φαλήρου, μετά από τις μάχες που προηγήθηκαν στην Πελοπόννησο εναντίον του Ιμπραήμ Πασά. Το 1827 τον καλούν στην Κρήτη κι εκεί αναλαμβάνει την ηγεσία των επαναστατών.






Η κρητική επανάσταση ξεκινάει λοιπόν από τα Σφακιά με επιτυχία. Στην προσπάθεια του να αντισταθεί στον Αλβανό πασά της Κυδωνίας Μουσταφά Ναϊλή πασά, που στρατοπέδευσε στις Βρύσες Αποκορώνου, στήνει ενέδρα και στις 8 Μαΐου, με τμήμα του ιππικού και πεζών, με την συνεργασία των Μανουσογιαννάκη και Δεληγιαννάκη, σκοτώνουν 40 Τούρκους και αιχμαλωτίζουν πολλούς.






Έπειτα ο Νταλιάνης καταλαμβάνει το Φραγκοκάστελο, κατασκευάζει τρεις προμαχώνες και μένει εκεί με 500 άντρες και 100 ιππείς. Στις 17 Μαΐου, ο Μουσταφά με 8.000 πεζούς, 400 ιππείς και 6 κανόνια, φτάνει στο καψόδασος και το ξημέρωμα της 18ης Μαΐου ξεκινάει την επίθεση για μια άνιση μάχη. Τα πυρομαχικά των Ελλήνων τελειώνουν κι έτσι οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν το Φραγκοκάστελο σκοτώνοντας τους όλους. Ο Χατζημιχάλης αναγκάζεται να βγει από το φρούριο με τους ιππείς, ώστε να μπορέσουν οι υπερασπιστές στους προμαχώνες να μπουν εντός αυτού, όμως η πύλη ήταν γεμάτη νεκρούς, τόσο που έφραξε, οπότε ψάχνοντας άλλο σημείο πρόσβασης, περικυκλώθηκε από τους Τούρκους στρατιώτες. Συνεχίζοντας να πολεμάει μέχρι τελευταία στιγμή, σπάει το σπαθί του και σκοτώνεται το άλογό του. Ήταν πλέον αδύνατον να αντισταθεί κι έτσι έπεσε νεκρός αποκεφαλισμένος. Το κεφάλι του οι Τούρκοι στέλνουν τρόπαιο στην Μουσταφά Ναϊλή πασά. Η πολιορκία συνεχίστηκε για επτά ημέρες κι έτσι στις 24 Μαΐου ο Μουσταφά ήρθε σε συμφωνία με τους υπερασπιστές του κάστρου να το παραδώσουν.






Αφού κατέστρεψε τους πύργους του κάστρου προς την ξηρά ο Μουσταφά έφυγε νικητής προσωρινά όμως, αφού 1.000 Σφακιανοί ορκίζονται εκδίκηση για το θάνατο του Χατζημιχάλη κι έτσι ακολουθεί άλλη μια μάχη κατά την οποία πέφτουν νεκροί 1.800 Τούρκοι στρατιώτες. Αναφέρουν οι Σφακιανοί πως ήταν προτιμότερο οι Έλληνες να δώσουν τη μάχη στα βουνά στις (Μαδάρες) αφού ήταν καλύτερο σημείο άμυνας και όχι στο πεδινό Φραγκοκάστελο, όμως ο Νταλιάνης ήταν άφοβος, κουζουλός πολεμιστής δίχως εμπειρία σε τέτοιο πόλεμο στα πεδινά, οπότε, έκανε λάθος να υποτιμήσει τις δυνάμεις του Μουσταφά.






Πέρασε ο καιρός και η άμμος κάλυψε τα πτώματα. Η θρησκευτική παράδοση λέει πως αν οι ψυχές δε διαβαστούν, ζουν παγιδευμένες μεταξύ της ζωής και του θανάτου, δεν ησυχάζουν κι έτσι έφτασε η στιγμή κάποια ξημερώματα Μαΐου, κάποιοι βοσκοί και ψαράδες να δουν πάνω από τη μονή του Αγίου Χαραλάμπους, μια στρατιά από ανθρώπινες σκιές ,πεζούς και καβαλάρηδες, με όπλα και σπαθιά, να οδεύουν προς τη Θάλασσα.






Οι ντόπιοι ονόμασαν το οπτικό αυτό φαινόμενο “Δροσουλίτες” γιατί η εμφάνιση του, γίνεται μόνο με τη δροσιά της αυγής κατά το τέλος του Μάη (Τριανταφυλλά) με τις πρώτες δέκα μέρες του Ιούνη (θεριστή). Έτσι υπέθεσαν ότι πρόκειται για τις ψυχές του Χατζημιχάλη Νταλιάνη και των πολεμιστών του. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οι γερμανοί, έριξαν με τα πολυβόλα θεωρώντας τις σκιές αντάρτες.






Προσωπικά δεν μπορώ να πιστέψω στα φαντάσματα, όμως δεν μπορώ να διαψεύσω μια καλή μου φίλη από το Ηράκλειο, που ξημέρωσε στην παραλία του Καστελίου, προκειμένου να δει τους “Δροσουλίτες” και όντως τους είδε και μάλιστα δεν ήταν μόνη αλλά είχε και μάρτυρες φίλους της που μπορούν να το επιβεβαιώσουν. Μάλλον πίστεψαν τόσο πολύ ότι θα δουν το φαινόμενο που πράγματι το είδαν, κάτι που ονομάζεται Αυθυποβολή.






Ερμηνείες υπάρχουν αρκετές.






Α) Μια εξήγηση μιλάει για φαινόμενο ανωτέρου αντικατοπτρισμού, από στρατιώτες της Λιβύης, κάτι που δεν ισχύει αφού η απόσταση είναι μεγαλύτερη των 40 χιλιομέτρων και οι στολές εντελώς διαφορετικές.



Β) Άλλη εξήγηση μιλάει για διάθλαση του φωτός ανάλογο με το ουράνιο τόξο.



Γ) Οι παλιοί είναι πεπεισμένοι ότι πρόκειται για φαντάσματα και αναφέρουν πως ο εγγονός του Χατζημιχάλη, Χρήστος Νταλιάνης, το 1928 απευθύνθηκε στην ΕΨΕ (εταιρία ψυχικών ερευνών) η οποία χαρακτήρισε το φαινόμενο μεταφυσικό.



Δ) Μια άλλη εξήγηση έχει σχέση με τη θέση του ήλιου που τις πρώτες δέκα ημέρες του Ιουνίου βρίσκεται ελάχιστα πιο χαμηλά για 10 περίπου λεπτά. Σε αυτό το 10λεπτο, εξ’ αιτίας της ιδιομορφίας του εδάφους και των πολλών λόφων που σχηματίζουν οροσειρά, διακρίνεται μια κίνηση αντίθετης κατεύθυνσης των σκιών προς την ομίχλη της πρωινής δροσιάς.



Ε) Υπάρχει η άποψη ότι το φαινόμενο δημιουργείται συνήθως από την άπνοια και την υψηλή υγρασία γιατί παρόμοια φαινόμενα εθεάθησαν και σε άλλα μέρη της Κρήτης.



Στ) Υπάρχουν βέβαια και οι απόψεις ότι το φαινόμενο, παρουσιάζεται όταν φυσάει ελαφρύ νοτιαδάκι και όχι με άπνοια και υψηλή υγρασία και συνήθως τους 2 τελευταίους μήνες της Άνοιξης και καθόλου τον Ιούνιο.



Η) Οι βασικοί παρατηρητές υπήρξαν βοσκοί και ψαράδες, μάλιστα στα Σφακιά όταν ρώτησα νέους μου απάντησαν πως δεν έχουν δει ποτέ κάτι παράξενο, αλλά κάποιοι παππούδες 100 χρονών ισχυρίζονται ότι έχουν ζήσει το φαινόμενο αρκετές φορές. Όλα αυτά λοιπόν ενισχύουν την άποψη ότι το φαινόμενο είναι μύθος και μάλιστα δεν είναι ο μόνος μύθος που έχουν στην Κρήτη, αφού η ιστορία της, είναι γεμάτη δεισιδαιμονίες και νεράιδες, κι αυτό της προσθέτει περισσότερη γοητεία






Άρθρο αφιέρωμα από τον κ. Ανδρέα Αδαλη.






Πηγή: xoreytis.gr



















Γιάννης Παπαϊωάννου – Το προσφυγάκι από τη Μικρά Ασία που έγινε δεξιοτέχνης του μπαγλαμά
















«Καπετάν Αντρέας Ζέπος», «Πως θα περάσει η Βραδιά», «Πριν το χάραμα», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», είναι μερικά από τα αγέραστα τραγούδια που χάρισε ο Γιάννης Παπαϊωάννου στο λαϊκό τραγούδι.






Καθήκον του θεωρούσε να ψυχαγωγεί τον κόσμο που ερχόταν στο μαγαζί του για να ξεδώσει από τα προβλήματα της καθημερινότητας.






Δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, βιρτουόζος του μπαγλαμά, υπηρέτησε το ελληνικό πεντάγραμμο με τη γραφή, τη μουσική και τη φωνή του. Στα κομμάτια του είχε στοιχεία καντάδας, μπάλου και ακούσματα από τη Μικρασία, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ως την ηλικία των οχτώ χρόνων. Τότε ορφάνεψε από τον πατέρα του, κάτι που λύγισε οικονομικά την οικογένεια, ενώ ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή, που ολοκλήρωσε την τραγωδία τους.






Το μεροκάματο και η βιοπάλη


Στην Ελλάδα ήρθε πολύ μικρός. Είχε να θρέψει τη μητέρα και τον εαυτό του. Έμειναν μαζί σε μια τσιμεντένια παράγκα στις Τζιτζιφιές. Γρήγορα ρίχτηκε αμέσως στη βιοπάλη και εγκατέλειψε το σχολείο σε μικρή ηλικία, όπως πολλά προσφυγόπουλα. Έπιασε δουλειά ως ψαράς, στο πλευρό του φημισμένου Ανδρέα Ζέπου, τον οποίο θα έκανε αργότερα τραγούδι. Εργάστηκε ως μαραγκός, σε οικοδομές, σε συνεργεία αυτοκινήτων και χαμάλης στο λιμάνι του Πειραιά, κουβαλώντας αμμοχάλικο που το φόρτωνε στα ζώα.


Όταν έγινε γνωστός συνθέτης βοήθησε όσους βρέθηκαν κοντά του. Καταφύγιο στις δυσκολίες αναζητούσε στη μουσική. Έτσι το 1928 ξεκίνησε να παίζει φυσαρμόνικα, αλλά τον κέρδισε προσωρινά το ποδόσφαιρο. Έπειτα από σοβαρό τραυματισμό του στον «Φαληρικό», όπου έπαιζε τερματοφύλακας, η μητέρα του έκανε δώρο ένα μαντολίνο για να παρατήσει τη μπάλα. Ρίχτηκε στη βιοπάλη και παράτησε το σχολείο.






Πως λάτρεψε το μπουζούκι


Κάποιο μεσημέρι σε ένα ταβερνάκι άκουσε το δίσκο το «Μινόρε του τεκέ», του Γιάννη Χαλκιά. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε μπουζούκι. Το ερωτεύτηκε και το υπηρέτησε πιστά έως το τέλος της ζωής του. Θέλησε να αγοράσει ένα μπουζούκι. Χρήματα όμως δεν είχε. Αλλά και να είχε, η μάνα του δε θα τον άφηνε. Το μπουζούκι ήταν κακόφημο εκείνη την εποχή. Ο Γκινόπουλος, το αφεντικό του στη δουλειά, είχε ένα μπουζούκι. Όταν ο νεαρός ξεμπέρδευε από τη δουλειά, το άρπαζε κρυφά και μάθαινε τις πρώτες πενιές.


«Μπουζούκι, μου ’λεγε, έφερες εδώ πέρα, να σηκωθείς να φύγεις, και δως του τα ίδια και τα ίδια. Με έδιωξε. Έδιωξε η μάνα το παιδί για το μπουζούκι! Λες και ήταν φονικό όργανο. Κακόμοιρο όργανο, πόσα δεν τράβηξες κι εσύ μαζί με εμάς; Άσχετα αν σήμερα αυτό το όργανο το έκαναν μπαλαρίνα, όπως και τα λαϊκά τραγούδια», έγραφε στην αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα».


Επαγγελματικά με το τραγούδι ασχολήθηκε από το 1933 και μέσα σε δυο χρόνια το πρώτο δικό του τραγούδι ήταν στα στόματα όλων, αν και επισήμως σε δίσκο θα κυκλοφορούσε το 1937: ήταν η σπουδαία «Φαληριώτισσα», που έγινε αμέσως επιτυχία και του έδωσε έτσι τη δυνατότητα να συνεχίσει στα μουσικά πάλκα.


Από τότε το 20χρονο παιδί από τις Τζιτζιφιές γνώρισε όλους τους γνωστούς ρεμπέτες και έγραψε πλήθος τραγουδιών που τον καθιέρωσαν στην πρώτη γραμμή των Ελλήνων λαϊκών συνθετών. Η μεταξική δικτατορία απαγόρευσε δια νόμου το ρεμπέτικο και εισήγαγε τη λογοκρισία όχι μόνο στους στίχους, αλλά και στη μουσική. Ο Παπαϊωάννου τότε μαζί με τον Χιώτη πήγαν μέχρι το γραφείο του Μεταξά για να τον πείσουν να ελαφρύνει τη λογοκρισία και να δώσει άδειες στα τραγούδια τους.


Η συνεργασία με τον Τσιτσάνη: «Ήταν πολύ εργάτης, ακούραστος»...
Πολέμησε ως φαντάρος στην Αλβανία το 1940, ενώ την ίδια περίοδο έγινε μέλος της γνωστής «Πειραιώτικης Κομπανίας»: Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Στέλιος Κερομύτης και Ανέστης Δελιάς. Έπαιξε μαζί τους σε όλη την Ελλάδα.


Ο Παπαϊωάννου βρισκόταν στη μεγάλη του ακμή και σε όποιον έγραφε τραγούδια, σκαρφάλωναν στις πρώτες θέσεις της δισκογραφίας.


Σύντομα ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ακολούθησαν τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Εκείνος πιστός στη μουσική του συνέχιζε να παίζει και να ψυχαγωγεί όσο μπορούσε το κοινό. Σε ένα από αυτά μάλιστα, γνώρισε και τη γυναίκα του, Ευδοξία Καμπούρη, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά.






Ο «μπαρμπα- Γιάννης» έγινε ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που ταξίδεψε στην Αμερική


Το 1953 ταξίδεψε στο εξωτερικό για να τραγουδήσει στους απόδημους Έλληνες. Έτσι άνοιξε τον δρόμο και για άλλους δημιουργούς. Δύο χρόνια αργότερα ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Από τότε υπήρξαν αχώριστο δίδυμο. «Ήταν πολύ εργάτης, ακούραστος», έλεγε ο Τσιτσάνης για τον φίλο του. Υπήρξαν στενοί συνεργάτες, κουμπάροι και γεννημένοι την ίδια ημέρα. Ο Παπαϊωάννου στις 18 Ιανουαρίου του 1913 και ο Τσιτσάνης στις 18 Ιανουαρίου του 1915.






Το ψάρεμα ήταν το μεγάλο του πάθος. Μάλιστα πολύ συχνά, τα χαράματα, όταν έφευγε από το νυχτερινό κέντρο, έτρεχε να βρει την ψαρόβαρκα του. Ο μπαρμπα-Γιάννης ήταν ψαράς, όπως είχε δηλώσει και στο δικαστήριο, τότε που πήγε και υπερασπίστηκε τον Σαββόπουλο για το «Ντιρλαντά».






«Κανείς δε μπορεί να μου παραβγεί στο ψάρεμα. Γιατί εγώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είμαι ψαράς.»






To τροχαίο που του κόστισε τη ζωή


Τα ξημερώματα της 3ης Αυγούστου 1972 ο Παπαϊωάννου έφυγε με το αυτοκίνητο του από το κέντρο που εμφανιζόταν στις Τζιτζιφιές με τον Τσιτσάνη, με προορισμό τα Βασιλικά Σαλαμίνας, όπου διέμενε τους καλοκαιρινούς μήνες. Στη λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου, στο Πέραμα, κάποιος πεζός πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά του και στην προσπάθεια του να τον αποφύγει, ο Παπαϊωάννου έπεσε με ταχύτητα πάνω σε κολόνα της ΔΕΗ. Το τιμόνι του αυτοκινήτου καρφώθηκε στο στήθος του. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, αλλά το χτύπημα ήταν τόσο ισχυρό, που απέβη θανατηφόρο.






Ο Στέλιος Καζαντζίδης, μετά από λίγες μέρες ζήτησε από τον Πυθαγόρα και τον Χρήστο Νικολόπουλο να γράψουν ένα τραγούδι για τον «μπάρμπα Γιάννη» ως ελάχιστο φόρο τιμής στον μεγάλο δημιουργό. Ο Καζαντζίδης δεν ξέχασε ποτέ τον Παπαϊωάννου, ο οποίος τον επέβαλε στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Το 1952 ο Παπαϊωάννου έγραψε το τραγούδι «Βαλίτσες» και το έδωσε να το τραγουδήσει ένας άγνωστος τραγουδιστής. Αυτός ήταν ο Καζαντζίδης, που έκανε την πρώτη του επιτυχία με κομμάτι του Παπαϊωάννου. Ακολούθησαν και άλλες μεγάλες επιτυχίες όπως: «Εχθές αργά το δειλινό», «Εγώ θα σε γλυτώσω», «Δεν σε ρωτώ ποια ήσουνα», «Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει».


Το τραγούδι «Μπάρμπα Γιάννης» που ερμήνευσε ο Καζαντζίδης ηχογραφήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1972, σχεδόν ένα μήνα μετά το αυτοκινητιστικό δυστύχημα του Παπαϊωάννου. «Μπάρμπα Γιάννη γέρασες, πολλές φουρτούνες πέρασες, κι από κοντά μας ήρθε ο Χάρος να σε πάρει».






Την ίδια εποχή έγραψε και ο Βασίλης Τσιτσάνης ένα τραγούδι για το θάνατο του αγαπητού του φίλου Γιάννη Παπαϊωάννου με τίτλο «Ένα τραγούδι για τον Γιάννη», το οποίο ερμήνευσε η Πόλυ Πάνου.


Πηγή: mixanitouxronou.gr

























Ποιος ήταν ο Ανδρέας Ζέπος;
















Ο ψαράς με τη μεγάλη καρδιά


Οι Ζέποι, οικογένεια εμπόρων, ήρθαν στον Πειραιά από το Νέο Φάληρο, περιοχή του Αϊβαλί, το 1913. Στις αρχές του 1914 η μητέρα, η Παρασκευούλα φέρνει στον κόσμο το τέταρτο παιδί της, τον Ανδρέα, ο οποίος από μικρή ηλικία έδειξε την ικανότητά του στο ψάρεμα. Το 1938 ο Ανδρέας από μούτσος γίνεται καπετάνιος στο καΐκι του πατέρα της αρραβωνιαστικιάς του και δύο χρόνια μετά φεύγει για το αλβανικό μέτωπο. Επιστρέφοντας, παντρεύεται την Κατίνα, μετακομίζει στο Μοσχάτο, αγοράζει ένα δυνατό τρεχαντήρι και «πιάνει την καλή». Στην κατοχή βγάζει τόνους ψάρια τα οποία δεν σταματά να μοιράζει στους φτωχούς και κυρίως σε οικογένειες που έχουν μικρά παιδιά. Στον Πειραιά ο Ζέπος θεωρείται τοπικός ήρωας, ένας φιλάνθρωπος προσφυγικής καταγωγής που μοιράζει φαγητό στα συσσίτια, βαφτίζει άπορα και παντρεύει ορφανές κοπέλες. Τελειώνοντας το ψάρεμα, όμως, ο καπετάνιος, αν και τίμιος οικογενειάρχης, δεν επιστρέφει απευθείας στο σπίτι.






Η αδυναμία στο αλκοόλ


Ο καλόκαρδος Ζέπος ήταν ένας από τους πιο γνωστούς γλεντζέδες στις ταβέρνες του Φαλήρου και πολλά από τα χρήματα που έβγαλε τα σκόρπισε στα μπουζούκια. Ειδικά μετά το θάνατο της μητέρας του, άρχισε να πίνει ασταμάτητα και κάθε βράδυ ξενυχτούσε χωρίς αύριο. Τελικά η αγάπη του για το ποτό και η ανιδιοτέλειά του σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ποτέ του δεν λογάριαζε το χρήμα για τον εαυτό του, του κόστισαν στην κυριολεξία τη ζωή του. Η αρχή του τέλους ήρθε όταν ο θρυλικός καπετάνιος μπήκε εγγυητής στο δάνειο ενός φίλου του και όταν αυτό δεν καλύφθηκε, η τράπεζα ζήτησε το χρέος από εκείνον. Μην έχοντας κομπόδεμα, ο Ζέπος αναγκάστηκε να πουλήσει το καΐκι του για να ξεπληρώσει και να δουλέψει είτε ως μανάβης είτε κουβαλώντας ψάρια άλλων καπετάνιων στις ταβέρνες του Πειραιά. Κι όσο μαράζωνε, τόσο έπνιγε τον πόνο του στο ποτό. Τελικά πέθανε άφραγκος από κίρρωση του ύπατος το 1969 σε ηλικία 55 ετών. Η λατρεμένη του ψαροπούλα, την οποία είχε κατασχέσει η Αγροτική Τράπεζα, αφού πέρασε από πολλά χέρια, κατέληξε σε συγγενή της οικογένειας Περατικού και σήμερα βρίσκεται αραγμένη σε μόλο στην Αντίπαρο, έχοντας πλέον γραμμένο στην πλώρη το όνομα του αξέχαστου καραβοκύρη του.






Η γνωριμία με τον Παπαϊώαννου


«Καπετάν Ανδρέα Ζέπο χαίρομαι όταν σε βλέπω» έγραψε και ερμήνευσε ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο οποίος στην αυτοβιογραφία του αναφέρει πως στα χρόνια της Κατοχής δούλεψε για ένα διάστημα στο ψαράδικο του καπετάνιου και αυτός ήταν ο βασικός λόγος που ο Παπαϊώαννου ένιωθε ευγνωμοσύνη για τον Ζέπο. Οι δύο άνδρες γεννημένοι αμφότεροι το 1914 και Μικρασιάτες μεγάλωσαν στις ίδιες γειτονιές του Πειραιά, γνωρίζονταν από παιδιά και πιθανότατα να ήταν μακρινοί συγγενείς. Η ιστορία λέει πως ο Παπαϊωάννου έγραψε τους περίφημους στίχους του τραγουδιού καθισμένος στην πλώρη του καϊκιού του. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι δυο τους πέρασαν πολλές βραδιές παρέα, αφού ο Γιάννης Παπαϊωάννου τραγουδούσε σ’ ένα από τα μαγαζιά στα οποία σύχναζε ο Ζέπος, στον Καούδη στις Τζιτζιφιές και παρέμειναν φίλοι μέχρι τέλους. Το διαχρονικό τραγούδι του Παπαϊωάννου ηχογραφήθηκε το 1946 και η πρώτη εκτέλεση ανήκει στον Οδυσσέα Μοσχονά. Έγινε επιτυχία ενώ ο καπετάνιος ήταν ακόμα εν ζωή και πολλοί καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος το πρωτοάκουσε, όντας εξόριστος στην Ικαρία, έχουν επαινέσει τον καθαρό λαϊκό στίχο του. Μάλιστα το 1962 ο Μάνος Χατζιδάκις το συμπεριέλαβε στο δίσκο «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», με διασκευές γνωστών ρεμπέτικων τραγουδιών. Αυτό που δεν ξέρουν οι πιο πολλοί είναι πως μετά το θάνατο του καπετάνιου, γράφτηκε ένα ακόμη τραγούδι προς τιμήν του με τίτλο «Ο Ζέπος εκουράστηκε», αυτή τη φορά σε στίχους Ηλία Λυμπερόπουλου και ερμηνεία Βαγγέλη Περπινιάδη.










Στίχοι του τραγουδιού «Καπετάν Ανδρέα Ζέπο»






Στίχοι: Γιάννης Παπαϊωάννου


Μουσική: Γιάννης Παπαϊωάννου






Μια ψαροπούλα


Είναι αραγμένη


Μπρος στ’ ακρογιάλι


Το Ζέπο περιμένει






Καπετάν Αντρέα Ζέπο


Χαίρομαι όταν σε βλέπω


Χαίρομαι όταν σε βλέπω


Καπετάν Αντρέα Ζέπο






Όλοι καλάρουνε


Μα δεν πιάνουν ψάρια


Καλάρει ο Ζέπος


Και πιάνει καλαμάρια






Έγια μόλα έγια λέσα


Έχει ο σάκος ψάρια μέσα


Έχει ο σάκος ψάρια μέσα


Έγια μόλα έγια λέσα






Μέσ’ απ’ το τσούρμο του


Βγαίνουνε ιππότες


Έξ είν’ απ’ την Κούλουρη


Κι έξ Αϊβαλιώτες






Καπετάν Αντρέα Ζέπο


Χαίρομαι όταν σε βλέπω


Χαίρομαι όταν σε βλέπω


Καπετάν Αντρέα Ζέπο






Έγια μόλα έγια λέσα


Έμπα στη βαρκούλα μέσα


Έμπα στη βαρκούλα μέσα


Έγια μόλα έγια λέσα














Στίχοι του τραγουδιού «Ο Ζέπος εκουράστηκε»






Στίχοι: Ηλίας Λυμπερόπουλος


Μουσική: Γιάννης Παπαϊωάννου






Παντέρημος στα κύματα




της θάλασσας ο βράχος,




ο Ζέπος εκουράστηκε




να περπατά μονάχος.










Καπετάν Αντρέα Ζέπο,




το καΐκι σου θα βλέπω




έρημο, τώρα, στο γιαλό




και το δάκρυ μου για σένα,




θα το βρέχει, το θολό.








Τα ταβερνάκια γύρισε


για υστερνή του τσάρκα


και καπετάνιος μπάρκαρε


στου χάροντα τη βάρκα.






Καπετάν Αντρέα Ζέπο,


το καΐκι σου θα βλέπω


έρημο, τώρα, στο γιαλό


και το δάκρυ μου για σένα,


θα το βρέχει, το θολό.






Πηγή: nou-pou.gr


stixoi.gr





















Ποια είναι η ιστορία της γκλίτσας: Από τον Θεό των βοσκών Πάνα ως τους αγρότες με τις κατσούνες τους












Η ιστορία της Γκλίτσας, ξεκινάει από τα αρχαία ακόμη χρόνια. Ο θεός Πάν, ο οποίος θεωρείται και ως ο θεός των βοσκών, εμφανίζεται σε πολλές παραστάσεις κρατώντας μία γκλίτσα στο ένα χέρι και τον αυλό του στο άλλο.






Επίσης, ο Μωϋσής, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Χριστός ως ποιμήν των ανθρώπων, όλοι τους κρατούσαν ένα είδος γκλίτσας στα χέρια τους.

Την γκλίτσα, με την σημερινή της μορφή την συναντούμε επί εποχής Βυζαντίου και τουρκοκρατίας. Την εποχή εκείνη, χρησιμοποιείται κυρίως από βοσκούς, ως μέσον για να καθοδηγούν τα κοπάδια τους αλλά και να αντιμετωπίζουν κινδύνους από επιθέσεις αγρίων ζώων. Εκτός όμως από τους βοσκούς, γκλίτσες χρησιμοποιούν και οι απλοί άνθρωποι, γέροντες κυρίως, οι οποίοι τις έχουν ως υποστήριγμα στο βάδισμά τους και ως μέσον προστασίας.






Παλιότερα, που ασχολούνταν συστηματικά με την κτηνοτροφία, κατασκεύαζαν δύο ειδών γκλίτσες. Την "Τσοπάνικη" και τη "Γεροντική".






Η "Τσοπάνικη" είχε μεγάλη κεφαλή, με μεγαλύτερη καμπούρα και μακρύ μπαστούνι. Συνήθως ήταν μονοκόμματη. Δηλαδή, η γυριστή κεφαλή, που ήταν συνήθως ασκάλιστη, αποτελούσε προέκταση του μπαστουνιού και λύγιζε με το καψάλισμα. Η "Τσοπάνικη" ονομάζεται αλλιώς και "Λαγούσα", "Στροβολέγγα" και "Στραφαγκούλα". Διευκόλυνε τον βοσκό να συλλαμβάνει από μακριά το πισινό πόδι των γιδοπροβάτων και όταν επιτηρούσε τα ζωντανά του, να στηρίζεται άνετα.






Η "Γεροντική" είναι μικρότερη και καλλιτεχνικότερη και χρησιμεύει για συντροφιά και αποκούμπι των ηλικωμένων κυρίως, καθώς και πρόχειρο όπλο για προφύλαξη από εξαγριωμένα αδέσποτα σκυλιά ή από ερπετά.






Η γκλίτσα, πολλές φορές έδειχνε και την ιδιότητα του κατόχου της. Οι γκλίτσες που χρησιμοποιούσαν οι απλοί άνθρωποι και οι βοσκοί ήταν απλές με λίγο κέντημα. Οι γκλίτσες των ζωεμπόρων, εμπόρων, τσορμπατζήδων κ.λ.π. ήταν περισσότερο διακοσμημένες. Οι γκλίτσες των τσελιγκάδων, των αρχόντων, προυχόντων κ.λ.π. ήταν οι λεγόμενες "βαρειές" γκλίτσες, με πολλές παραστάσεις και κεντήματα. Αυτές ήταν και οι πιο ακριβές.






Οι γκλίτσες κατασκευάζονται κυρίως από ξύλο. Η βέργα είναι κυρίως από κρανιά ενώ η κεφαλή είναι από ξύλο κρανιάς, ελιάς, κέδρου, αγριομηλιάς, οξιάς, νεροπλάτανου κ.λ.π. Το ξύλο πρέπει να είναι σκληρό και καθαρό. Το κόψιμο των ξύλων γίνεται πάντα τον χειμώνα, προτού ανέβουν οι χυμοί στις ρίζες και στην συνέχεια τα ξεραίνουν για να χάσουν τους χυμούς και να πραγματοποιηθεί έτσι το "σκότωμα" των ξύλων, ώστε να μην σκεβρώνουν με τον καιρό. Για να ισιώσουν τα ραβδιά, τα καψαλίζουν στην φωτιά, γι’ αυτό μερικά διατηρούν την καψάλα.



Η εργασία συνήθως γίνεται με ένα μόνο εργαλείο το οποίο ονομάζεται "Κοπίδι" ή "Τρυπητάρι" (είδος σουγιά). Οι παραστάσεις είναι συνήθως ζώα (φίδια, άλογα, σκυλιά, τράγοι, δράκοι κ.λ.π.) ή και κάποιες ανθρώπινες μορφές.






Η γκλίτσα, έχει διάφορα ονόματα, σε διάφορες περιοχές, όπως επίσης και διαφορετικές μορφές και διακόσμηση. Τα ονόματα που συναντούμε είναι : στην αρχαιότητα "Κορύνη" ή "Ράβδος". Αργότερα, συναντούμε τις λέξεις "Αγκούλα (Αγκύλη)", "Αγκιουλίτσα", "Αγκλούτσα", "Γκλίτσα", "Κλούτσα", "Αγκούτσα", "Ράβδα", "Γιδόγκλιτσα", "Στραβολέγκα", "Ματσούκα", "Κατσούνα", "Τσομπανίκα" κ.λ.π.






Πηγή: glitses.blogspot.gr/p/blog-pare.html


m.eirinika.gr
















Οι ρετσινάδες του Θριασίου






Πολλά χρόνια πριν από την άφιξη των πρώτων καμινάδων, η Ελευσίνα ζούσε από τα προϊόντα της γης. Ο τόπος ήταν σε γενικές γραμμές ξηρός και άνυδρος, παρόλα αυτά η πεδιάδα έξω από την κωμόπολη παρέμενε εύφορη και προμήθευε τους κατοίκους με άφθονο σιτάρι, κριθάρι, ελιές και σταφύλια. Μεγάλος πλούτος, όμως, κρυβόταν και στα βουνά που περικλείουν το Θριάσιο Πεδίο. Οι πευκόφυτες πλαγιές του Πατέρα στα δυτικά και βορειοδυτικά, του Κιθαιρώνα στα βόρεια και της Πάρνηθας στα βορειοανατολικά. συντηρούσαν τις οικογένειες πολυάριθμων Αρβανιτών ρετσινάδων.






Ατιε ντι πονιτσιζ ντι κηρίνιε πίσσ-ζ


Το ρετσίνι της Ελευσίνας ήταν προϊόν με μεγάλη ζήτηση και οι Αρβανίτες της περιοχής το εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο. Στην Επανάσταση του 1821, το ρετσίνι αποτελούσε απαραίτητο συστατικό των μπουρλότων, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι των χωριών κοντά στο Θριάσιο να στέλνουν μεγάλες ποσότητες στην Ύδρα και στις Σπέτσες. Εξίσου απαραίτητο για τα ιστιοφόρα της εποχής ήταν το κατράμι, που παράγεται από τη θέρμανση δαδερού ξύλου του πεύκου. Το κατάμαυρο παχύρρευστο υλικό που προκύπτει από αυτή τη διαδικασία ήταν περιζήτητο από τους ναυπηγούς.






Όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες βιομηχανίες, το ρετσίνι μπορούσε να μετατραπεί σε νέφτι (χρήσιμο στην παραγωγή χρωμάτων) και σε κολοφώνιο (συστατικό για μελάνια, κόλλες, βερνίκια, σαπούνια, αναψυκτικά, έμπλαστρα και αλοιφές). Μεγάλες ποσότητες ρετσινιού χρησιμοποιούνταν επίσης για την παραγωγή ρετσίνας (σε αναλογία 19 κιλά ρετσίνι για 500 κιλά μούστου). Αλλά και στα αρβανίτικα σπίτια του Θριασίου χρησιμοποιούσαν πευκόξυλο εμποτισμένο με ρετσίνι (δαδί) για φωτισμό, όπως δηλώνει ο στίχος «Ατιε ντι πονιτσιζ ντι κηρίνιε πίσσ-ζ» (εκεί στην πονίτσα [=εσοχή] δυο κεράκια δαδί).






Εδώ το καλό το πεύκο


Οι ρετσινάδες έβγαιναν στα δάση στις αρχές Απριλίου. Η δουλειά απαιτούσε αρκετή προετοιμασία, δεδομένου ότι συχνά έπρεπε πρώτα απ’ όλα να ανοίξουν δρόμο προς τα πεύκα που θα εκμεταλλεύονταν εκείνη τη χρονιά. Οι περισσότερες δασικές εκτάσεις ήταν δημόσιες, οπότε τα πεύκα έβγαιναν σε δημοπρασία. Οι έμποροι ή οι βιομήχανοι που πλειοδοτούσαν, νοίκιαζαν στη συνέχεια τα δέντρα στους ρετσινάδες, είτε για ορισμένη ποσότητα προϊόντος (οπότε ο ρετσινάς ήταν ελεύθερος να πουλήσει το υπόλοιπο σε όποια τιμή ήθελε ή μπορούσε) είτε για συγκεκριμένη τιμή (ο ρετσινάς θα λάμβανε σταθερό μεροκάματο ανά ποσότητα ρετσινιού).






Για μια τιμή τα κάνεις όλα


Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η Ελλάδα είχε έσοδα 200 εκατομμυρίων δραχμών από την εξαγωγή προϊόντων με ρετσίνι, αλλά τα 130 εκατομμύρια πήγαιναν στο κράτος και σε μια μικρή ομάδα εμπόρων και βιομηχάνων, ενώ τα υπόλοιπα μοιράζονταν σε δεκαπέντε χιλιάδες εργάτες. Οι περισσότεροι ρετσινάδες του Θριασίου ήταν μονίμως χρεωμένοι στους εμπόρους και τους μαγαζάτορες της περιοχής, τουλάχιστον μέχρι την ίδρυση του παραγωγικού συνεταιρισμού ρητινοσυλλεκτών Μάνδρας, ο οποίος έπαιρνε δάνεια από την Αγροτική Τράπεζα, πλειοδοτούσε στους πλειστηριασμούς για τα δημόσια δάση και νοίκιαζε τα πεύκα στους παραγωγούς σε χαμηλές τιμές.


Μεγάλη βοήθεια πρόσφερε και ο Σύλλογος Ρητινοσυλλεκτών, ο οποίος προσπαθούσε να διαπραγματευτεί καλύτερες τιμές και παρακινούσε τους ρετσινάδες να μην βγουν στο δάσος αν δεν συμφωνήσουν οι έμποροι. Υπάρχουν, μάλιστα πληροφορίες, για μία απεργιακή κινητοποίηση, που οργάνωσε ο Σύλλογος: καθώς οι ρετσινάδες δεν πήγαιναν στα πεύκα, οι έμποροι αποφάσισαν να στείλουν τις δικές τους οικογένειες για να μαζέψουν ρετσίνι, οι εργάτες όμως έστησαν μπλόκο στη γέφυρα της Δεξαμενής και εμπόδισαν τα αυτοκίνητα να αναχωρήσουν.






Νιε κονάκι με λαμπαρίνα


Η δουλειά στο δάσος δεν ήταν εύκολη. Οι Αρβανίτες ρετσινάδες διάλεγαν τοποθεσίες κοντά σε νερό και προσβάσιμες με τα μεταφορικά μέσα της εποχής (αρχικά αμάξι με άλογα ή μουλάρια, μετέπειτα αμάξια). Εκεί έφτιαχναν τα κονάκια τους (πρόχειρα καταλύματα, συχνά από λαμαρίνα και πλίνθους) με τα στοιχειώδη για τη διαβίωσή τους (ξύλινα ράφια για τα ρούχα, κλαδιά από θάμνους για στρώμα κατάχαμα, φούρνο για το ψήσιμο του ψωμιού). Η τροφή βασιζόταν στις παστές ελιές και μόνη απόλαυση τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού ήταν το νερό που φυλούσαν σε δερμάτινα ασκιά. Πολλοί ρετσινάδες γύριζαν από τα βουνά το φθινόπωρο τσακισμένοι και άρρωστοι από τους ελώδεις πυρετούς της περιοχής.






Πόσα καρόκια πεύκα;


Τα βασικά εργαλεία του ρετσινά ήταν το σκεπάρνι και το καρόκι. Με το σκεπάρνι πελεκούσαν τα δέντρα. Υπήρχαν δύο συστήματα: το σοφικίτικο και το κουντουριώτικο. Οι εργάτες που ακολουθούσαν το πρώτο σύστημα άνοιγαν μικρές εντομές στα δέντρα, ενώ το κουντουριώτικο απαιτούσε μεγάλη εντομή για να βγει πολύ ρετσίνι. Η διαφορά δεν ήταν μόνο θέμα προσωπικής προτίμησης, αλλά ήταν συνάρτηση των οικονομικών της παραγωγής ρετσινιού. Οι «σοφικίτες» είχαν συνήθως ιδιόκτητα δάση, οπότε μπορούσαν να πελεκήσουν όσα δέντρα ήθελαν. Οι «κουντουριώτες» νοίκιαζαν τις εκτάσεις που εκμεταλλεύονταν, επομένως έπρεπε να βγάλουν όσο το δυνατόν περισσότερο ρετσίνι από τα πεύκα, ώστε να μην πληρώνουν νοίκι για παραπάνω δέντρα.


Το καρόκι ήταν ένα δοχείο για τη μεταφορά του ρετσινιού (συνήθως χωρούσε σχεδόν 22 κιλά ρετσίνι) και συγχρόνως μονάδα μέτρησης της παραγωγικότητας του πευκοδάσους. Κάθε έκταση έλεγαν ότι είχε «χ καρόκια πεύκα», αλλά ο αριθμός των δέντρων που απαιτούνταν για να γεμίσει ένα καρόκι εξαρτιόταν από την τοποθεσία. Μία εύφορη και καλοποτισμένη έκταση έδινε πολύ ρετσίνι και το καρόκι γέμιζε με 20-25 πεύκα. Τα δέντρα που μεγάλωναν σε ξηρές και βραχώδεις περιοχές έδιναν πολύ λιγότερο ρετσίνι και συνεπώς απαιτούσαν περισσότερη δουλειά από τους εργάτες.






Οι φύλακες των δασών


Δεδομένου ότι τα πευκοδάση ήταν βασική πηγή εισοδήματος για τις οικογένειές τους, οι ρετσινάδες ήταν πολύ προσεκτικοί κατά την παραμονή τους εκεί και προστάτευαν τα δάση από τις πυρκαγιές. Ο καθαρισμός μονοπατιών και η αφαίρεση των χαμηλών κλαδιών των δέντρων (απαραίτητες εργασίες για τη συλλογή του ρετσινιού) αφαιρούσε επικίνδυνη καύσιμη ύλη από τα δάση και μείωνε τον κίνδυνο φωτιάς (αλλά και την έντασή της όταν αυτή εκδηλωνόταν). Δυστυχώς, οι δύσκολες συνθήκες εργασίας, η φτώχεια αλλά και οι γενικότερες οικονομικές εξελίξεις οδήγησαν το επάγγελμα του ρετσινά στον αφανισμό. Οι νέοι εγκατέλειψαν τα βουνά, οι βιομηχανίες της Ελευσίνας έκλεισαν, τα δάση εξαφανίστηκαν. Όποτε όμως συναντούμε κάποιο πεύκο στις αυλές, τα πάρκα ή τα πεζοδρόμια της πόλης, ας μνημονεύουμε έναν ολόκληρο κόσμο που κάποτε ζούσε στα πευκοδάση του Θριασίου.






Πηγή: proseleusis.com
























Συρτάκι ή ο χορός του Ζορμπά.






Από τους πιο δημοφιλείς ελληνικούς χορούς, ιδιαίτερα από τους ξένους, σε όλο τον κόσμο χάρις στην αθάνατη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη στην ταινία «Ζορμπάς ο Έλληνας» που γυρίστηκε το 1964.






Από τότε δεν υπάρχει σημείο στον πλανήτη που να μην έχει ακουστεί η μουσική και να μην έχει παρασύρει τον κόσμο σε ένα αδιάκοπο χειροκρότημα...






Δεν έχει καμία σχέση, όπως το Χασάπικο και το Ζεϊμπέκικο, με την παλιά Eλληνική μουσικη και χορευτική παράδοση. Η ύπαρξή του οφείλεται στη μουσική της ταινίας «Ζορμπάς ο Έλληνας». Είναι ένας χορός που χορεύεται σε μία χορογραφία με κινήσεις από χασάπικο, χασαποσέρβικο και μια παραλλαγή καλαματιανού. Σε ένα συνδυασμό αργών και γρήγορων κινήσεων, χορεύεται σε συνεχής εναλλασσόμενους σχηματισμούς γραμμών και κύκλων από τους χορευτές, με πιο δημοφιλείς τους σχηματισμούς γραμμών (ακορντεόν).






Οι χορευτές, όταν δεν κινούνται ελεύθερα, κρατιούνται από τα μπράτσα των διπλανών τους. Κύριο χαρακτηριστικό του χορού αυτού είναι η συχνή εναλλαγή ρυθμού από τα αργά μέρη της μουσικής σε γρήγορα.






Χορεύεται ακόμα και από τους Έλληνες σαν χασαποσέρβικο. Δυστυχώς, ακόμα και οι Έλληνες δεν γνωρίζουν να χορεύουν την χορογραφία. Ελάχιστοι είναι αυτοί που κάποια στιγμή καταφέρνουν να το χορέψουν έστω και μία φορά σωστά, αφού για να μπορέσουν να το χορέψουν θα πρέπει να μάθουν πρώτα καλό χασάπικο και χασαποσέρβικο. Επίσης να έχουν αντοχή και να θυμούνται και μετρούν βηματισμούς και εναλλαγές μίας πολύ γρήγορης στο φινάλε χορογραφίας περίπου τεσσάρων λεπτών.






Το όνομα «Συρτάκι» προέρχεται από τη λέξη «Συρτός».






Το φημισμένο "sirtaki dance" του Ζορμπά αποτέλεσε το πιο αποτελεσματικό μέσο τουριστικής προβολής της χώρας μας.






Η φήμη του Ζορμπά ακόμα και σήμερα συνεχίζει να εξαπλώνεται αδιάκοπα, αφού η μουσική ακούγεται σχεδόν σε κάθε εκδήλωση στο εξωτερικό, που θυμίζει Ελλάδα.










Πηγή: pro-dance.gr

















Μαντινάδα






Η μαντινάδα ή πατινάδα ή κοτσάκι είναι ποίημα που αποτελείται από δυο στίχους που συνήθως είναι δεκαπεντασύλλαβοι σε ομοιοκαταληξία ή και τέσσερα ημιστίχια που δεν ομοιοκαταληκτούν απαραίτητα. Αποτελεί μέσο αυθόρμητης λαϊκής έκφρασης σε αρκετά μέρη της Ελλάδας, κυρίως όμως ως κατηγορία του νησιώτικου ελληνικού τραγουδιού στην Κρήτη, που είναι ξακουστή για τις μαντινάδες της.






Αυτό το είδος της έμετρης λαϊκής έκφρασης στις Κυκλάδες και ιδιαίτερα στην Απείρανθο της Νάξου λέγεται "κοτσάκι". Αντίστοιχα ονόματα αυτού του είδους είναι επίσης τα λιανοτράγουδα, οι ρίμες, οι παρόλες, τα "στιχάκια" ή τα "δίστιχα" άλλων περιοχών της Ελλάδας.






Ειδικότερα, η κρητική μαντινάδα διακρίνεται για την ιδιάζουσα έκφραση, το μεστό της φράσης και αντανακλά τα αισθήματα, τη σκέψη και τη ζωή του κρητικού λαού. Αντλεί τη θεματολογία της από ποικίλους τομείς και ανάλογα διακρίνονται σε σκωπτικές μαντινάδες, ερωτικές, ευκαιριακές και φιλοσοφικές. Είτε ως φιλοσοφία, είτε εκφράζοντας παράπονο , η μαντινάδα επί αιώνες συνοδεύει τους Κρητικούς σε όλες τους τις στιγμές και στις εκδηλώσεις, στο σημείο που όσοι δεν είναι από την Κρήτη την θεωρούν αποκλειστικά κρητική ποιητική δημιουργία.






Η Κρητική μαντινάδα είναι δίστιχο με δεκαπεντασύλλαβους και ομοιοκατάληκτους στίχους στην διάλεκτο της Κρήτης. Κάθε μαντινάδα έχει αυτοτελές νόημα παρά την περιορισμένη έκταση της. Υπάρχουν ωστόσο και οι μαντινάδες που λέγονται σε απάντηση άλλης μαντινάδας. Στην περίπτωση αυτή η μια συμπληρώνει την άλλη και δεν ισχύει ο κανόνας του αυτοτελούς νοήματος.






Οι περισσότερες αφορούν την αγάπη και τον έρωτα αλλά δεν λείπουν οι σατυρικές, της ξενιτιάς, διδακτικές, πειρακτικές, του αρραβώνα και του γάμου, για θέματα της καθημερινότητας και φυσικά για τον θάνατο και την απώλεια αγαπημένων προσώπων.






Οι μαντινάδες λέγονται σε γλέντια με τη συνοδεία της λύρας, ή χωρίς όργανα σε παρέες, στο καφενείο, σε καθημερινές συζητήσεις. Οι περισσότερες σπάνια γράφονται σε κάποιο τετράδιο, και ακόμα λιγότερες τυπώνονται σε κάποιο βιβλίο. Πολλές λέγονται και ξεχνιούνται, αλλά οι καλύτερες αποστηθίζονται και περνούν από στόμα σε στόμα.










Ιστορία






Το όνομα "μαντινάδα" θεωρείται εξελληνισμένος τύπος του ενετικού "mantinada" που είναι ταυτόσημο με το ιταλικό "mattinata". Όμως αυτό το είδος υπήρχε και προ της Ενετοκρατίας όπως αποδεικνύεται σε βυζαντινό χειρόγραφο του 15ου αιώνα όπου περιέχονται τα "Καταλόγια" (βυζαντινά λαϊκά νυκτερινά τραγούδια) τα οποία και είναι μαντινάδες όπως για παράδειγμα τα δύο ακόλουθα βυζαντινά:






Εψές επερνοδιάβαινα, κόρη, εκ της γειτονιάς σου


κι η γειτονιά σου μ΄ ήννοιωσεν και συ κόρη εκοιμάσου.(!)






Όλοι δοξεύουν μ΄ άρματα, όλοι με τα δοξάτια (αντί δοξάρια)


κι εσύ εκ το παραθύρι σου δοξεύεις με τα μάτια. (!)






Αλλά και στην ελληνική αρχαιότητα παρατηρούνται τέτοια άσματα, του αρχαίου "κώμου" των υπερεύθυμων που κατά ομάδες μετά από γλέντι (ευωχία) περιερχόμενοι τους δρόμους τραγουδούσαν «εκωμαόδουν» τα αισθήματά τους κάτω από τα παράθυρα των εκλεκτών τους. Χαρακτηριστικό το δίστιχο του αλεξανδρινού ποιητή Καλλίμαχου που αποκαλεί την καλή του Κωνώπιον:






Ούτως υπνώσαις, Κωνώπιον ως εμέ ποιείς


κοιμάσθαι ψυχροίς τοίσδε παρα προθύροις


(=Έτσι νάδινε ο Θεός να κοιμάσαι κι εσύ Κωνώπιον όπως


κι εμένα με κάνεις να ξαγρυπνώ μπρός στα κρύα σου παράθυρα)






Συνεπώς ως είδος λαϊκού τραγουδιού φέρεται να είναι αρχαίο ελληνικό.






Οι Κρητικοί επηρεάστηκαν από τους Ενετούς ποιητές και την ευρωπαϊκή ποίηση και άρχισαν να χρησιμοποιούν την ομοιοκαταληξία, κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι τότε. Καθοριστική φαίνεται να ήταν η επίδραση του Ερωτόκριτου στην επινόηση και την εξέλιξη της μαντινάδας. Πως άλλωστε να μην επηρεάσει τους ανθρώπους της Κρήτης, το ερωτικό ποίημα του Βιτσέντζου Κορνάρου με τους 10.000 στίχους του, που από τη στιγμή της δημιουργίας του (1590 μ.Χ) απαγγέλλονται και τραγουδιούνται διαρκώς αποσπάσματα του;






Αυτό που διαφοροποιεί την Κρήτη, είναι ότι η παραγωγή μαντινάδων συνεχίζεται αμείωτη, ειδικά στα χωριά της Κρήτης. Αντίθετα στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο έχει σταματήσει ή μειωθεί δραματικά. Η Κρήτη καταφέρνει να συνδυάζει την παράδοση με την προσαρμογή στις τεχνολογικές εξελίξεις, άγνωστο ως πότε. Μερικές φορές μάλιστα, ο συνδυασμός αυτός γίνεται με πολύ χιούμορ, όπως φαίνεται από την παρακάτω μαντινάδα:






«PC με modem έβαλα επάνω στο μητάτο,
για να πουλώ στο Ιντερνετ το γάλα των προβάτω».


* Μητάτο = πετρόχτιστο καταφύγιο των βοσκών στα βουνά της Κρήτης.










Μαντινάδες, δείγματα






Πολλές μαντινάδες υμνούν την αγαπημένη. Έτσι, μια μαντινάδα λέει:


Μοσχοκανελοκόκκαλη, κανελοζυμωμένη


Γαρεφαλοχνωτάτη κι ακριβαναθρεμμένη.






Επίσης, μπορεί να εκφράζει θαυμασμό για τη χάρη και την αβρότητά της:


Άσπρης μυρθιάς μυρτόφυλλο/πράσινης δάφνης φύλλο,


Στρογγυλομηλοπρόσωπη κι εθάμπωσες τον ήλιο.






Εξάλλου, μπορεί να γίνεται έπαινος και για το σαγηνευτικό της βλέμμα:


Μάθια ζαχαροξάνοιχτα, ζαχαροπαιγνιδάτα


Που χαμηλοξανοίγετε και γνέφετε κλεφτάτα.






Άλλοτε εκφράζονται οι μυστικοί πόθοι του ερωτευμένου:


Για σένα καρυδαρρωστώ κι αμυγδαλοδιαβαίνω


Και σταφυλομαραίνομαι κι ανθρώπου δεν το λέω.






Ακόμη, η μαντινάδα μπορεί να αποτελεί και όρκο αγάπης:


Μες στη φωθιά να καίγωμαι, σαν το κερί να λιώνω,


Άθος να γίνει το κορμί για σε, δε μετανιώνω.






Πολλές φορές στα δίστιχα εκφράζεται και το μαρτύριο των ερωτευμένων:


Κλαίω, πονείς, πονώ και κλαις, κλαις και πονείς και κλαίω


Και καίγομαι και κλαις εσύ, και καίγεσαι και κλαίω.






Προτρέπει και σε υπομονή:


Ως έχεις την απομονή, έχε και την ολπίδα


Με τον καιρό το γιασεμί αθεί και βγάνει φύλλα.






Ο πόνος του χωρισμού επίσης περιγράφεται πολλές φορές:


Μισεύγεις, κλαίνε τα πουλιά, μαραίνονται τα δάση


Άχι, τον έρμο τον καιρό, και πότε θα περάσει.






Άλλοτε είναι πρόκληση και πείσμα:


Αγάπη δίχως πείσματα, δίχως καημό και πόνο


Είναι αγάπη ψεύτικη, ψευθιάς αγάπη μόνο.






Άλλοτε γνωμικό:


Μην τόνε κλαις τον αετό όπου πετά όντε βρέχει


Μα κλαίγε το μικρό πουλί, οπού φτερά δεν έχει.






Άλλοτε πείραγμα ή αστεϊσμός:


Ήμουνε κράχτης πετεινός κι εδά στα γεραθειά μου


Να με τζιμπούν οι γι-όρνιθες δεν το βαστά η καρδιά μου.






Άλλοτε λεβεντιά:


Λεβεντης είναι αυτός που η ψυχή του κλαίει


μα το κεφάλι έχει ψηλά και μήτε λέξη λέει.










Χαίρομαι που μαι Κρητικός κι όπου σταθώ το λέω.
Με μαντινάδες τραγουδώ, με μαντινάδες κλαίω.






Στην Κρήτη πάει η λεβεντιά και η αντρειοσύνη αντάμα
και μαντινάδα γίνεται το γέλιο και το κλάμα.






Της Kρήτης την παράδοση με εβλάβεια στηρίζω
και όπου σταθώ και όπου διαβώ μια Kρήτη ζωγραφίζω.






Χώμα κρατώ και διασκορπώ από τον Ψηλορείτη
και το σκορπίζω να γενεί όλος ο κόσμος Κρήτη!






Θεέ μου σε παρακαλώ τον ουρανό ν’ αλλάξεις
και βάλε τ’ άστρα στην σειρά μια Kρήτη να μου φτιάξεις…






Όλοι εμείς οι φοιτητές στην ξενιτιά που ζούμε,
την Κρήτη,και να θέλουμε, στιγμή δε την ξεχνούμε!






’νοιξε μέσα μου καημός, φωτιά που δε μισεύγει
και κάθε κτύπος της καρδιάς εσένανε γυρεύγει






Μετρώ τ’αστέρια τ’ουρανού μα λείβεταί μου ένα
φαίνεται πως δε σε μέτρησα αγάπη μου εσένα!






Να ‘μουν νιφάδα του χιονιού κι ας ζήσω λίγο χρόνο,
να κάθομαι στα χείλη σου να με φιλάς να λιώνω!






Μέχρι να στέκεται ντουνιάς κι ο έρωτας θα ζήσει,
γιατί ‘ναι δώρο του Θεού και χάρισμα απ’ τη φύση!






Ήθελα χτύπος της καρδιάς, να ‘μαι κι αναπνοή σου
να κρέμεται από πάνω μου ολόκληρη η ζωή σου.






Στάσου στον ήλιο απέναντι φως μου να σ’ αντικρύσει
να πέσει απο τη ζήλια του στη θάλασσα να σβήσει!






Τα μάτια σου είναι θάλασσα, ήλιος το πρόσωπό σου
η άνοιξη μπορεί να ‘ρθεί μ’ ένα χαμόγελό σου!






Φαντάστηκα την ’νοιξη με δίχως τον Απρίλη
μα δε φαντάστηκα ποτέ πως με προδώσαν φίλοι!






Οι δρόμοι μας τελειώσανε μα πως να ξεχαστούμε
οι αναμνήσεις μια ζωη στην σκέψη μου θα ζούνε!






Τι χωρισμός, ,τι θάνατος, η λέξη αλλάζει μόνο,
αφού η καρδιά και για τα δυο νιώθει τον ίδιο πόνο.






Θα σ’ αγαπώ ως αγαπά ο γάιδαρος τα χόρτα,
η γάτα τα γατάκια τζη κι ο πετεινός την κότα!






Hacker θα γίνω της καρδιάς τους κωδικούς να σπάσω
να σ’ έχω σ’ ένα cd-rom να μην σε ξαναχάσω!






Γίνε μωρο μου Internet να γίνω ιστοσελίδα
κάθε που ανοίγεις το P.C να ΄μαι αρχική σελίδα!






Aχ και νά ‘ταν κινητό μωρό μου η καρδιά σου,
για να κατέχω μόνο εγώ το πίν του έρωτα σου!!






Πηγή:


cretanmagazine.gr


el.wikipedia.org



















Το Κρητικό Μαχαίρι
















Η Ιστορία του Κρητικού Μαχαιριού


Στην Μυκηναϊκή Ελλάδα από το 1.500 π.Χ. και μετά, κατασκευάστηκαν θαυμάσια αμφίστομα χάλκινα και ορειχάλκινα μαχαίρια, τα οποία το εμπόριο και το κίνητρο του κέρδους τα μετέφερε ακόμα και σε άλλους μακρινούς ευρωπαϊκούς τόπους, αφού το εξαγωγικό εμπόριο όπλων άνθισε στη Μυκηναϊκή εποχή.






Την ίδια εποχή της Μυκηναϊκής ακμής, στη Μινωική Κρήτη η οποία μας κληροδότησε αρκετά λαμπρά έργα ενός προηγμένου και ταυτόχρονα ιδιόμορφου πολιτισμού, κατασκευάστηκαν αξιόλογα μαχαίρια, ελάχιστα δείγματα των οποίων έφτασαν μέχρι την εποχή μας. Στο μουσείο του Ηρακλείου μάλιστα, φυλάσσεται αγαλματίδιο πολεμιστή από τη Σητεία, Μινωικής εποχής, οπλισμένου με μαχαίρι το οποίο παρουσιάζει μερικές ομοιότητες με τα σύγχρονα Κρητικά μαχαίρια. Αξίζει ιδιαίτερα να τονιστεί ότι, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, τα αγχέμαχα όπλα και τα πολεμικά κράνη γεννήθηκαν στην Κρήτη, αφού εφευρέτες τους θεωρούνται οι Κουρήτες, ακόλουθοι του Δία.






Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, την εποχή της Βενετοκρατίας υπήρχαν μαχαιράδικα στο Ηράκλειο της Κρήτης, εγκαταστημένα στην ίδια ακριβώς θέση που βρίσκονται και σήμερα.






Μετά την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης, οι μεταλλουργοί του νησιού συνέχιζαν να κατασκευάζουν εξαίρετα μεταλλουργικά προϊόντα, μεταξύ των οποίων και μαχαίρια, τα οποία κατά το 19ο αιώνα με τις επανειλημμένες επαναστάσεις των Κρητικών οι οποίοι διψούσαν για ελευθερία, αποκτούν ξεχωριστή αξία.






Ακόμα και οι ιστορικοί δεν έχουν καταφέρει να ξεδιαλύνουν τη σύγχυση σχετικά με το εάν το κρητικό μαχαίρι έχει ή όχι την απόλυτη σχέση ή αποτελεί συνέχεια των όσων ακούγονται για ταύτιση του κρητικού μαχαιριού με το τούρκικο.


Μέχρι σήμερα η άποψη που κυριαρχεί είναι ότι το κρητικό μαχαίρι συγγενεύει με το Μπιτσάκ (Μπιτσάκ σημαίνει μαχαίρι, μπιτσακτσής σημαίνει μαχαιράς και μπιτσακτσίδικα σημαίνει μαχαιράδικα) και η τεχνοτροπία του ξεκίνησε με την κατοχική άφιξη των Τούρκων στο νησί, το 1669.






Το Κρητικό μαχαίρι με τη μορφή την οποία διατήρησε μέχρι την εποχή μας, γεννήθηκε κατά τα τέλη του 18ου αιώνα κι έχει σχήμα που θυμίζει "σαΐτα".






Τα μέρη του Μαχαιριού






Η ΛΕΠΙΔΑ: Η λεπίδα ή λάμα του μαχαιριού, γινόταν παλαιότερα από γνήσιο κοινό ατσάλι, ενώ σήμερα επικράτησε το ανοξείδωτο. Λέγονται σκαφιδωτά γιατί η πάνω πλευρά της λάμας του μαχαιριού μοιάζει με σκάφη ή αυλάκι, εκεί στο σημείο όπου φάρδαινε η ράχη της λάμας και σχημάτιζε ένα «Τ».


Η σημαντική διαφορά του κρητικού μαχαιριού από το μπιτσάκ, είναι ότι το τούρκικο μαχαίρι είναι πιο ίσιο, πιο μυτερό στη απόληξη της λάμας του, σε αντιθέση με το γνήσιο κρητικό, που η κυρτότητα του τελειώματος της λάμας είναι εμφανής.


Η ατσάλινη λεπίδα του είναι γεροδεμένη κι έχει μία μόνο κόψη, ενώ η αντίθετη προς την κόψη πλευρά, η "ράχη" του μαχαιριού, είναι επίπεδη, ισχυροποιημένη προς τη βάση της και λεπταίνει σταδιακά όσο πλησιάζει προς την άκρη για να καταλήξει σε μία οξύτατη αιχμή η οποία έχει μια ελαφριά κλίση προς τα επάνω. Το μήκος της λεπίδας ποικίλει. Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα οι Κρητικοί μαχαιροποιοί κατασκεύαζαν υπερμεγέθη μαχαίρια, το μήκος των οποίων έφτανε μέχρι και τα 0,80 εκ. του μέτρου. Οι τεράστιες αυτές μαχαίρες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως σπάθες.


Εκείνες τις εποχές δεν γράφανε πάνω στις λάμες μαντινάδες που γράφουνε σήμερα για τουριστικούς λόγους, αλλά είχαν διαφορετικούς συμβολισμούς όπως αντικριστούς δράκους, το κυπαρίσσι που θεωρείται σύμβολο μακροζωϊας ή ανθόμορφες παραστάσεις με λουλούδια κλπ.






Η κατασκευαστική ιδιομορφία της αιχμής του Κρητικού μαχαιριού, έχει ως αποτέλεσμα να του προσδίνει μεγάλη διατρητική ικανότητα.






Η ΜΑΝΙΚΑ: Η λαβή του Κρητικού μαχαιριού ονομάζεται "μανίκα". Το σχήμα της είναι ποικιλόμορφο. Τρεις όμως είναι οι επικρατέστεροι τύποι. Στον έναν το τελείωμα της λαβής θυμίζει ράμφος πουλιού, στον άλλον η λαβή έχει το τελείωμα που είχαν τα ναυτικά γιαταγάνια το 18ο και 19ο αιώνα και στον τρίτο, τον κλασικό Κρητικό τύπο, το τελείωμα της λαβής σχηματίζει " V ". Αυτό το σχήμα " V " της λαβής είναι το πλέον διαδεδομένο κι εμφανίζεται μόνο στα Κρητικά μαχαίρια, χαρίζοντας τους τυπολογικά μια σχηματική μοναδικότητα, αφού σε κανέναν άλλον τόπο πάνω στον πλανήτη δεν κατασκευάζουν μαχαίρια με τέτοια λαβή.






Η ιδιόμορφη αυτή λαβή είναι κατασκευασμένη πάντοτε από ζωική ύλη, κέρατο ή κόκαλο, ενώ στα πολυτελέστερα από τα Κρητικά μαχαίρια είναι κατασκευασμένη από ελεφαντόδοντο. Όσες λαβές δεν είναι φιλοτεχνημένες από το πολύτιμο αυτό υλικό, είναι κατασκευασμένες από λευκό κόκαλο, προερχόμενο κυρίως από βοδινά πόδια, το οποίο οι μαχαιροποιοί και σήμερα ακόμη, βράζουν με νερό, στάχτη και ασβέστη για πέντε περίπου ώρες, ακριβώς όπως έκαναν και πριν δύο αιώνες, για ν' αποκτήσει μία λαμπερή λευκότητα κι ύστερα το λειαίνουν πριν το χρησιμοποιήσουν.






Σπανιότερα όμως τα μαχαίρια είχαν σκουρόχρωμες λαβές που ονομάζονται "μαυρομάνικα", κατασκευασμένες από κέρατο. Τα πλέον γερά και ανθεκτικά για λαβές κέρατα, είναι εκείνα του κριαριού και του τράγου. Από τα κριαρίσια προτιμούν τα "χρυσαφένια με νερά", ενώ τα βουβαλίσια κέρατα είναι περισσότερο στιλπνά και λαμπερά, αλλά υπόκεινται σε φθορά ταχύτερα απ' ότι τα τραγίσια κέρατα.






TΟ ΦΟΥΚΑΡΙ: Το φουκάρι, η θήκη δηλαδή της λεπίδας είναι η μισή δουλειά ενός μαχαιριού λένε οι μαστόροι του. Μεγάλη αισθητική αξία παρουσιάζουν τα αργυρά "φουκάρια", οι θήκες των "ασημωτών" μαχαιριών. Τα αντικείμενα αυτά συγκεντρώνουν επάνω τους τη ξεχωριστή αρτιότητα της τέχνης των Κρητικών αργυροχόων, καθώς και την ιδιόμορφη καλλιτεχνική τους έκφραση, η οποία εκδηλώνεται έντονα και εκφραστικά πάνω στις κυλινδρικές επιφάνειες των αργυρών θηκών των μαχαιριών.






ΚΡΟΣΙΑ, ΖΕΚΙ, ΚΑΜΤΖΕΣ, ΤΣΕΜΠΕΡΛΙΚΙ, ΜΑΣΑ: Στο ασημένιο μαχαίρι το μήκος του είναι 35-50 πόντους. Το μέγεθος της λαβής είναι το μισό περίπου της λεπίδας, ενώ του φουκαριού τα 2/3 του συνολικού. Εκτός το φουκάρι, τη μανίκα και τη λάμα, υπάρχουνε μερικά μικρότερης σημασίας κομμάτια, διακοσμητικά περισσότερο, που οι μαχαιράδες τα ονοματίζουνε ξέχωρα στη γλώσσα τους.






Στο ασημωτό φουκάρι, κρεμιέται μια θαυμάσια δουλεμένη φούντα από ασήμι που καταλήγει σε κυκλικές άκρες ή και πραγματικά μικρά πολύτιμα νομίσματα, που τα λένε ξόμπλια, κρόσια, κρεμαστάρια ή φλουράκια.






Σε όλα τα μαχαίρια το δέσιμο της λεπίδας με τη λαβή με ασήμι ή μπρούντζο το λένε περμανέ ή καμτζέ, ενώ μερικά παράλληλα δακτυλίδια στη βάση του φουκαριού είναι το ζέκι. Όταν η ρίζα της λάμας μπει και στερεωθεί στη λαβή σκεπάζεται – κυρίως στα ασημένια με κατάληξη λαβής V – από μια λουρίδα ασήμι στολισμένη με σχέδια, για λόγους πρακτικούς μα και αισθητικούς το τσεμπερλίκι.






Στην άκρη της μάνικας κι ανάμεσα στα δύο σκέλη της, έκαναν μια τρύπα βάζοντας ένα μικρό εξάρτημα, άγνωστο στους πολλούς, τη μασά. Μια μικρή ατσάλινη τσιμπίδα 4-5 εκ. που η κορυφή της, από ελεφαντόδοντο, στο μέγεθος ενός κουμπιού, εξήχε στο βάθος της λαβής. Τη χρησιμοποιούσαν οι παλιοί καπνιστές για να τακτοποιούν τα καρβουνάκια του ναργιλέ τους αλλά και να χτενίζουν το μουστάκι τους με το σκαλιστό σαν χτένι, πώμα της μασιάς.






Η συναισθηματική αλλά και πρακτική πολεμική αξία του Κρητικού μαχαιριού συνεχίστηκε και στον αιώνα μας, αφού το Κρητικό μαχαίρι υπήρξε απαραίτητο συμπλήρωμα της πολεμικής εξάρτησης του Κρητικού παλικαριού στο Μακεδονικό αγώνα, στους Βαλκανικούς πολέμους, στη Μικρασιατική εκστρατεία, ακόμα και κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου όπου οι Κρητικοί αντάρτες ήταν οπλισμένοι και με το παραδοσιακό τους Κρητικό μαχαίρι, σύμβολο της Κρητικής αντρειοσύνης και του πνεύματος αντίστασης της Κρήτης εναντίον κάθε κατακτητή.






Πηγές :


Wikipedia


Λαογραφικό Μουσείο Κρήτης,


Νίκος Βασιλάτος, «Το Κρητικό Μαχαίρι»


kritesad.gr































Τσάμικος






Ο Τσάμικος είναι παραδοσιακός ελληνικός χορός. Το όνομα του χορού Τσάμικος, προέρχεται από την περιοχή της Τσαμουριάς (ή αλλιώς Τσάμικο) της Ηπείρου, ή από τα περίχωρα του ποταμού Καλαμά (Θύαμης, Τσάμης, Τσάμικος), στην ευρύτερη περιοχή στην Παραμυθιά της Ηπείρου.






Με το πέρασμα του χρόνου, ο χορός Τσάμικος χορεύεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στην Ελλάδα. Χορεύεται στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας και γι’ αυτό θεωρείται (όπως και ο καλαματιανός) πανελλήνιος χορός.






Χορεύεται σε κύκλο με ρυθμό 6/8 (αργός) ή 3/4 (γρήγορος).






Ο Τσάμικος λέγεται και Κλέφτικος επειδή αγαπήθηκε και χορεύτηκε πάρα πολύ από τους κλέφτες κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Σαν ηρωικός χορός πρωτοχορεύτηκε από άνδρες, αλλά αργότερα στον κύκλο του χορού προστέθηκαν και οι γυναίκες. Είναι κατα κύριο λόγο ανδρικός χορός και θεωρείται ο πιο λεβέντικος ελληνικός παραδοσιακός χορός. Ο Τσάμικος μετά από κάθε μάχη και νίκη είχε την τιμητική του.






Ο Τσάμικος χορεύεται σ’ όλη τη Στεριανή Ελλάδα με κάποιες ιδιαιτερότητες. Μια από τις ιδιαιτερότητες είναι ο ρυθμός της μουσικής. Ενδεικτικά, οι κινήσεις των χορευτών στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο είναι απελευθερωμένες, με πηδήματα κλπ, ενώ στην Ήπειρο, κυριαρχεί το αργό, βαρύ πάτημα.






Ο χορός Τσάμικος χορεύεται σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμους, βαφτίσια, πανηγύρια. Επίσης χορεύεται και από χορευτικά συγκροτήματα διαφόρων πολιτιστικών συλλόγων.






Η έκφραση των χορευτών που χορεύουν στις κοινωνικές εκδηλώσεις είναι πιο αυθόρμητη και διαφέρει από αυτή των χορευτών που ανήκουν στα χορευτικά συγκροτήματα, που αναγκαστικά είναι πιο στυλιζαρισμένη και τυποποιημένη λόγω της επιβαλλόμενης εμφάνισης. Η έκφραση των χορευτών επηρεάζεται και από τα λόγια του τραγουδιού, τον τρόπο εκτέλεσης, το χώρο αλλά και την ποιότητα της απόδοσης του μουσικού οργάνου.






Οι κινήσεις πρέπει να εναρμονίζονται με το ιστορικό του τραγουδιού.
Ο κορυφαίος πρέπει να βιώνει το τραγούδι και να ανταποκρίνεται στο ύφος αυτού και δε θα πρέπει να παρασύρεται σε υπερβολές. Ο κορυφαίος στο Τσάμικο πρέπει να εκστασιάζεται αλλά να μην επιδίδεται σε κατάχρηση κινήσεων.
Ο κορυφαίος πρέπει να γνωρίζει ποιες κινήσεις του ταιριάζουν και όχι να αντιγράφει κινήσεις που δεν του ταιριάζουν και είναι πέρα των δυνατοτήτων του.






Ο χορός έχει τα ίδια βήματα καθ’ όλη τη διάρκεια του χορού και δεν αλλάζουν τα βήματα κάποια στιγμή ενώ χορεύεται. Το άτομο που χορεύει στη μία άκρη και οδηγεί τους άλλους, συνηθίζει να κάνει φιγούρες και συγκεντρώνεται περισσότερο ο χορός στο άτομο αυτό. Π.χ μπορεί να σταματάει το χορό και να αρχίζει να κάνει φιγούρες, και τότε οι άλλοι μένουν στάσιμοι και παρακολουθούν το άτομο αυτό, και μετά μπορεί να συνεχίσει το χορό με βήματα που χαρακτηρίζουν το χορό.






Πηγή: pare-dose.net


pro-dance.gr














Η ιστορία του Χασάπικου χορού






Μπορεί στις μέρες μας να θεωρείται λαϊκός χορός στη σύγχρονη μορφή του, αλλά διασώζεται και στην παραδοσιακή του μορφή και πάνω απ' όλα, θα πρέπει να θεωρείται παραδοσιακός χορός. Πίσω του κρύβεται μια λαϊκή φιλοσοφία και η ιστορία μας.






Μορφές του χορού αυτού ήταν γνωστές από παλαιότερα χρόνια σε αρκετά μέρη του ελληνικού ή Ελληνόφωνου Χριστιανικού χώρου: Θράκη, Μικρά Ασία, Ανατολική και κεντρική Μακεδονία, νησιά ανατ. Αιγαίου, Δωδεκάνησα και αλλού. Περισσότερο όμως στην Κωνσταντινούπολη και την περιοχή της.






Ο τρόπος που τον χόρευαν δεν είναι γνωστός λεπτομερώς, τα βήματα και η περιγραφή έμοιαζε και μοιάζει με την παράθεση τελετουργικών κινήσεων σε μια προσπάθεια σύνδεσης του χορού με την αρχαιότητα, με τον τρόπο στάσης και τακτικής κίνησης, στο στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή την αναπαράσταση τις στάσης των πολεμιστών του.






Οι χορευτές «στέκονται σε σειρά ο ένας δίπλα στον άλλον και κρατιόνται από τους ώμους για να είναι ακόμα πιο σφιχτά δεμένοι. Κάνουν το ίδιο βήμα και φαίνονται σαν να είναι όλοι ένα σώμα».






Πρόκειται χορό που χόρευαν ομάδες κρεοπωλών (η συντεχνία τους) μία φορά το χρόνο το Πάσχα. Αν και τα στοιχεία είναι ανεπαρκή, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, ότι μάλλον ο χορός που περιγράφεται είναι ο χασάπικος που ξέρουμε ή κάποιος κατευθείαν πρόγονός του, ο οποίος από την Κων/πολη διαδόθηκε στη γειτονική Μακεδονία (ή και αντίστροφα!).






Η ρεμπέτικη μουσική σε ένα μεγάλο ποσοστό αποτελείται από συνθέσεις γρήγορου και αργού χασάπικου, με πιο γνωστή τη Φραγκοσυριανή του Μ. Βαμβακάρη. Το Ρεμπέτικο τραγούδι για πολλά χρόνια έκανε το χασάπικο πολύ δημοφιλές σαν άκουσμα, όπως και το Ζεϊμπέκικο. Σαν χορός έγινε δημοφιλέστερος τα τελευταία σαράντα χρόνια.






Ο χασάπικος με λίγα λόγια, θεωρείται σήμερα ότι έχει καταγωγή από τη Μ. Ασία (Βυζάντιο) και ανάγεται στον χορό των μακελάρηδων, ο οποίος συνηθιζόταν σε συνοικία της Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι τυχαίο που υπάρχει και στη Σίφνο χασάπικος, προφανώς γιατί εκεί βρέθηκαν πολλοί Κωνσταντινουπολίτες.






Ήταν αρχικά ανδρικός χορός. Τον χόρευαν κυρίως χασάπηδες. Οι περισσότεροι ήταν αρβανίτες, που κυκλοφορούσαν επιδεικνύοντας προκλητικά ότι οπλοφορούσαν και τους έτρεμαν όλοι. Επί τουρκοκρατίας χασάπικο βέβαια χόρευαν και οι Τούρκοι καθώς και οι αρναούτηδες, γι' αυτό τον χασάπικο τον χορό τον ονόμαζαν και αρναούτικο.






Ο χασάπικος χορεύεται σήμερα με τα χέρια πιασμένα από τους ώμους, από δυο-τρία άτομα και τέσσερα άτομα, άντρες και γυναίκες, με βήματα και φιγούρες που απαιτούν συγχρονισμό, πειθαρχία και ακρίβεια, αντίθετα με τον αυτοσχεδιασμό του ζεϊμπέκικου. Ένας παραδοσιακός βλάχικος χασάπικος, με σλαβικές επιδράσεις, χορεύεται στην Ήπειρο.






Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 και ο τρόπος που χορεύεται συνήθως, έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Ενώ ήταν καθαρά παραδοσιακός χορός, με την μεγάλη διάδοση του μπουζουκιού και του μπαγλαμά, άρχισε να χορεύεται και στις πόλεις.






Είναι ο πλέον διαδεδομένος Ελληνικός χορός στο εξωτερικό. Συχνά οι ξένοι το μπερδεύουν με το συρτάκι ή το χασαποσέρβικο.






Ο βασικός λόγος που δεν χορεύεται τόσο συχνά είναι ο τρόπος που χορεύεται. Χωρίς να είναι δύσκολος, απαιτεί όσοι τον χορεύουν στην ίδια γραμμή, να κάνουν κάθε στιγμή την ίδια κίνηση και στον ίδιο ρυθμό. Ο ρυθμός του δεν είναι σταθερός: κάθε φιγούρα έχει δικό της ρυθμό.






Η γραμμή του χασάπικου δεν κινείται κυκλικά, αλλά μπρος, πίσω, δεξιά και αριστερά με μέτωπο προς τους θεατές. Αυτό τον κάνει ιδιαίτερα θεαματικό, αλλά και δύσκολο.






Χορογραφήθηκε και εξελίχθηκε επηρεασμένος από τον παλιό Ελληνικό κινηματογράφο, σε κάτι τελείως διαφορετικό από την αρχική του προέλευση. Οι ταινίες της εποχής ήταν όλες εμπλουτισμένες με μουσικές και χορευτικές σκηνές σε νυχτερινά κέντρα στις οποίες συμμετείχαν και χόρευαν οι πρωταγωνιστές και χορευτές. Αυτό έκανε το χασάπικο πολύ δημοφιλές και την πρώτη επιλογή στις διάφορες σχολές χορού για χρόνια. Πάρα πολλοί άνθρωποι γνωρίζουν να χορεύουν τον χασάπικο σε μια όμοια σχεδόν, με μικρές παραλλαγές, χορογραφία. Η χορογραφία είναι φανερό ότι είναι φτιαγμένη από τις κινηματογραφικές χορευτικές σκηνές.






Ο χασάπικος, έχει πολλές όμορφες φιγούρες, που πρέπει να είναι ρυθμικά συγχρονισμένες και είναι δύσκολο κάποιος εάν δεν το έχει διδαχθεί συστηματικά να ακολουθήσει τους χορευτές. Στις μέρες μας έχει προωθηθεί τόσο ώστε να θεωρείται, κυρίως από τους ξένους, ο πιο αντιπροσωπευτικός ελληνικός χορός, γνωστός όμως ως το συρτάκι.






Πηγή: pro-dance.gr











Προκαταλήψεις για το θάνατο










Ενώ ο κόσμος σήμερα βλέπει τις προκαταλήψεις σαν κάτι αστείο, είναι απίστευτο το πόσοι απο εμάς θα χτυπήσουν ξύλο για να αποφύγουν την μοίρα, θα ενώσουν χιαστί τα δάχτυλα τους για καλή τύχη, ή θα αποφύγουν απλά να περάσουν κάτω απο σκάλα «απλά γιατί ποτέ δεν ξέρεις».










Εδώ θα δείς μερικές προκαταλήψεις που υπάρχουν στις μέρες μας σχετικά με το θάνατο, και ίσως μερικές εξηγήσεις για αυτή την οπτική των πραγμάτων. Μπορείς να τις πάρεις όσο σοβαρά θες!










Τα πουλιά είναι κακοί οιωνοί.







Πουλιά, όπως τα κοράκια και οι κουκουβάγιες, συχνά έχουν κατηγορηθεί για προάγγελους θανάτου. Επειδή μπορούν πολύ εύκολα να μετακινηθούν ανάμεσα στη γή και στον ουρανό, οι άνθρωποι συχνά πιστεύουν ότι οι φτερωτοί φίλοι μας συνδέουν τον παρόν, με παράλληλους κόσμους. Δεν πρέπει να μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός προκαταλήψεων συνδέεται με τα πτηνά και το θάνατο. Όταν ένα πουλί πετάξει σε ένα σπίτι, μέσα από μια πόρτα ή ένα παράθυρο και σταθεί σε μια καρέκλα, πολλοί το θεωρούν σημάδι θανάτου για κάποιον στο χώρο. Ομοίως, όταν κάθεται ένα πουλί και κοιτάει μέσα στο παράθυρο, ή αν χτυπάει το ράμφος του στο τζάμι, είναι ένα δυσοίωνο σημάδι. Το να δείς μια κουκουβάγια τη μέρα, ή αν ακούσεις τον ήχο της ό,τι ώρα και να είναι, τότε υπάρxει πιθανότητα θανάτου.







Μια γυναίκα όταν είναι έγκυος πρέπει να αποφεύγει τις κηδείες.







Αρκετοί πολιτισμοί υποστηρίζουν αυτή την παραδοσιακή θεωρία. Μια πιθανή εξήγηση, είναι ότι το πνεύμα του νεκρού θα στοιχειώσει το αγέννητο παιδί, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια έντονη αρνητική ενέργεια εξαιτίας της κηδείας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποβολή. Άλλη μια προκατάληψη που σχετίζεται με αυτό, είναι ότι αν μια έγκυος γυναίκα αποφασίσει να πάει σε μια κηδεία, θα πρέπει να αποφεύγει να κοιτάξει τον νεκρό. Και πάλι, ένας υποδόριος φόβος ότι το πνεύμα θα προκαλέσει το αγέννητο παιδί να εισέλθει στη γή των νεκρών.







Κράτα την αναπνοή σου όταν περνάς από νεκροταφείο.




Ομοίως με την παραπάνω προκατάληψη, υπάρχει η θεωρία ότι πρέπει να κρατάμε το στόμα μας κλειστό για να αποτρέψουμε το πνεύμα μας να αφήσει το σώμα μας. Το να κρατήσουμε την αναπνοή μας όταν περνάμε από το νεκροταφείο υποτίθεται αποτρέπει τα πνεύματα των νεκρών να εισέλθουν στο σώμα μας.







Ο κεραυνός μετά την κηδεία σημαίνει ότι ο νεκρός πήγε στον Παράδεισο.







Αυτή η θεωρία εμφανίζεται στη βίβλο, όπου λέει ότι ένας αρχάγγελος φυσάει την σειρήνα του, για να ξυπνήσει τους νεκρούς και να ανακοινώσει την επιστροφή του Χριστού στην τελευταία παρουσία του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι σε άλλες παραδοσιακές ιστορίες, αν ένας κεραυνός χτυπήσει κατά τη διάρκεια της κηδείας, αυτό σημαίνει ότι ο νεκρός πάει σε ένα πιο όμορφο μέρος. Προφανώς η διαφορά εξαρτάται απο τις τελετουργίες της ταφής.










Τα λουλούδια φυτρώνουν μόνο στους τάφους καλών ανθρώπων.







Αν αυτός/ή που απεβίωσε έκανε μια καλή ζωή, λουλούδια φυτρώνουν στον τάφο του και φανερώνουν την είσοδο του/της στον Παράδεισο. Ένας τάφος όμως που είναι καλυμμένος μόνο με άγρια χόρτα σημαίνει ότι νεκρός/ή ήταν κακός/ιά. Η προέλευση αυτής της προκατάληψης έχει χαθεί ανάμεσα στα χρόνια, αλλά πάντα ο κόσμος σχετίζει τα λουλούδια με κάτι καλό και όμορφο, ενώ η απουσία τους δηλώνει κακία, απόγνωση κ.τ.λ.










Θάψτε τους νεκρούς με το κεφάλι τους να βλέπει προς τη δύση.







Ίσως να μην το έχεις προσέξει αλλά θα μπορούσες να εκπλαγείς αν συνειδητοποιούσες πόσα νεκροταφεία θάβουν τους νεκρούς με τα κεφάλια τους να βλέπουν τη δύση και τα πόδια τους την ανατολή. Η ανατολή συμβολίζει την γέννηση και την ανανέωση, ενώ το ηλιοβασίλεμα συμβολίζει το κακό και τον θάνατο. Δεν μας κάνει εντύπωση, ότι κατά τη Χριστιανική παράδοση η συντέλεια θα αρχίσει από την ανατολή και γι αυτό το λόγο πολλά νεκροταφεία θάβουν τους νεκρούς, ώστε να κοιτούν την ανατολή και να περιμένουν.










Ακούμπησε ένα κουμπί σου αν δείς νεκροφόρα.







Πολλές προκαταλήψεις έχουν να κάνουν με τις νεκροφόρες, είναι το μέσο το οποίο μεταφέρει τους νεκρούς, άρα υπάρχει μεταξύ θανάτου και κηδειών. Μια απο τις πιο ασυνήθιστες πεποιθήσεις, είναι να ακουμπήσεις ένα κουμπί στα ρούχα σου, ώστε να αποτρέψεις να είσαι ο επόμενος που θα μεταφέρει. Μια βάση για αυτή την προκατάληψη είναι ότι όταν ακουμπάς το κουμπί, σε κρατάει σε σύνδεση με τον ζωντανό κόσμο.










Πέτα αλάτι πάνω από τον αριστερό ώμο σου.







Το να χυθεί αλάτι θεωρείται ένας κακός οιωνός για πάρα πολλούς λόγους, που αφορούν τη ζωή, τις αξίες και ό,τι σημαντικό υπάρχει σε αυτή. Η παράδοση μας λέει ότι ο Ιούδας, ο απόστολος που πρόδωσε το Χριστό, έριξε κάτω αλάτι κατά τη διάρκεια του μυστικού δείπνου, κάτι που μπορούν πολλοί να παρατηρήσουν στον διάσημο πίνακα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Η προέλευση αυτή της προκατάληψης είναι η ιδέα ότι στον δεξί μας ώμο κάθεται ένας άγγελος και στον αριστερό ο διάβολος. Το να πετάξεις αλάτι πάνω από τον αριστερό σου ώμο σημαίνει ότι τυφλώνεις τον διάβολο και αποτρέπεις το πνεύμα του να σε ελέγξει όσο εσύ μαζεύεις ό,τι έριξες. Δυστυχώς, η πραγματική προέλευση αυτής της θεωρίας έχει χαθεί για πάντα. Πολλοί πιστεύουν ότι το να πετάξεις αλάτι από τον ώμο σου απλά σου φέρνει τύχη, και δεν έχει καμία σύνδεση με κάτι κακό.










Με τον θάνατο είναι συνδεδεμένες κάποιες δοξασίες και δεισιδαιμονίες, όπως:

Όταν ψυχορραγεί ο ετοιμοθάνατος πρέπει να τον εγκαταλείψουν οι συγγενείς και φίλοι από το δωμάτιο που βρίσκεται για να φύγει το συντομότερο.

Αν κάποια γάτα πηδήσει το φέρετρο θα πεθάνει κι άλλος άνθρωπος. Για να μη συμβεί αυτό, αλλά και για να μην βρυκολακιάσει ο νεκρός, σε κάποιες περιπτώσεις τις έκρυβαν κάτω από το καζάνι.

Την ώρα που βγάζουν το φέρετρο από το σπίτι, σπάνε ένα πιάτο για να μην πάρει κι άλλον από το σπίτι ο χάρος.

Όταν πηγαίνουν τον νεκρό στην εκκλησία, αν ο παπάς γυρίσει πίσω και δει κάποιον, αυτός θα πεθάνει εκείνη τη χρονιά.

Η χήρα και άλλα μέλη της οικογένειας δεν εκκλησιάζονται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά το θάνατο συγγενικών προσώπων τους.

Μέχρι να σαραντίσει ένας νεκρός οι δικοί του δεν τρώνε κρέας, γιατί θεωρείται ότι είναι απ’ αυτόν. Για το λόγο αυτό το γεύμα μετά την κηδεία περιλαμβάνει συνήθως ψάρι και ποτέ κρέας.

Νεόνυμφοι δεν πρέπει να πάνε σε μνημόσυνο ούτε να φάνε κόλλυβα, γιατί θα τους συμβεί κάποιο κακό.







Πηγή: verywell.com




Singleparent.gr




perivoliderelidomokou.gr






















Κωνσταντίνου & Ελένης: Τι γιορτάζουμε σήμερα-







Η ιστορία των Αγίων σήμερα είναι μία από τις σημαντικότερες γιορτές του χριστιανισμού, αυτή του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης.





















Σήμερα είναι μία από τις σημαντικότερες γιορτές του χριστιανισμού, αυτή του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης.




Γιατί όμως ένας αυτοκράτορας και η μητέρα του αγιοποιήθηκαν και γιορτάζουν σήμερα;




Ιδού η ιστορία τους







Ο Μέγας Κωνσταντίνος







Κατά την περίοδο που ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας ο Μέγας Κωνσταντίνος κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκεία και προωθήθηκε η χριστιανική πίστη η οποία μέχρι τότε ήταν υπό διωγμό.







Την εποχή που ο πατέρας του Κωνστάντιος υπηρετούσε στα Ανάκτορα, ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια, κατέχοντας το αξίωμα του Χιλίαρχου.







Όταν όμως οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτήθηκαν από τα αξιώματά τους, στο αξίωμα του Αυγούστου προάχθησαν ο Κωνστάντιος για τη Δύση και ο Γαλέριος για την Ανατολή. Όταν πέθανε ο Κωνστάντιος (306) ο στρατός της δύσης αναγνώρισε ως Αύγουστο τον Κωνσταντίνο.







Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, ανακηρύχθηκε σε Αύγουστο κατόπιν της νίκης του εναντίον του Μαξεντίου. Ο ιστορικός Ευσέβιος, αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος δεν γνώριζε καλά-καλά σε ποιόν ακριβώς Θεό να προσευχηθεί για να αντιμετωπίσει τον Μαξέντιο.







Όταν, όμως, άρχισε να αναπέμπει παρακλήσεις, μετά το μεσημέρι φάνηκε στον ουρανό ένα σημείο, ο Σταυρός με την περίφημη επιγραφή «εν τούτῳ νίκα». Έτσι, έχοντας τη βεβαιότητα της θείας συμπαράστασης επιτίθεται εναντίον του Μαξεντίου, τον οποίο καικατατρόπωσε.







Μετά τα γεγονότα αυτά και αφού πλέον είναι ο μόνος άρχων της Αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος θα πάρει μια απόφαση που έμελλε να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας: μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη σε ένα ψαροχώρι του Βοσπόρου και πάνω στο παλαιό Βυζάντιο οικοδομεί την Κωνσταντινούπολη. Αξιοσημείωτο γεγονός, μεταξύ άλλων, είναι η υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313, το οποίο προέβλεπε να σταματήσουν οι διωγμοί και να αποφυλακισθούν οι πιστοί. Το διάταγμα υπογράφηκε με την ευκαιρία του γάμου του Λικινίου με την αδελφή του Κωνσταντία.




Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ξεκινούν και οι πρώτες έριδες στο σώμα της Εκκλησίας. Η πρώτη βόμβα που θα ταράξει τα θεμέλιά της είναι ο Άρειος ο οποίος θα υποστηρίξει τη μια και μόνη φύση του Ιησού Χριστού. Ο Κωνσταντίνος αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα που προκαλούσαν οι αιρέσεις στη συνοχή της Αυτοκρατορίας συγκαλεί την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325, η οποία και αποφάνθηκε ότι ο Άρειος διδάσκει αιρετικές απόψεις.




Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την γνωστοποίηση των σχετικών αποφάσεων προς όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο Άρειος, όμως, και οι ομόφρονές του παραπλάνησαν τον Κωνσταντίνο ασκώντας την φιλολογική και φιλοσοφική τους τέχνη έπεισαν τον Κωνσταντίνο ότι η διδασκαλία τους δεν αφίσταται από το δόγμα της Οικουμενικής Συνόδου.







Αποτέλεσμα της επέμβασης αυτής του Αρείου ήταν η σύγκληση νέας συνόδου το 327 μ.Χ., η οποία ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία και αποκατέστησε τους ομοφρόνους του Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από πλευράς Ορθοδόξων, γι’αυτό, τόσο ο Αλεξανδρείας Ά Αλέξανδρος, όσο και ο Μέγας Αθανάσιος δεν συμβιβάστηκαν με τις αποφάσεις της Συνόδου, παρόλο που ο Αυτοκράτορας απειλούσε με καθαίρεση.







Ακολούθως, νέα Σύνοδος αιρετικών Επισκόπων, που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330, καθαίρεσε και εξόρισε τον ο Άγιο Ευστάθιο, Επίσκοπο Αντιοχείας και στη συνέχεια, το 335, άλλη Σύνοδος, που έγινε στην Τύρο της Συρίας, επέβαλε την ποινή της καθαιρέσεως στον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος, ως εκ τούτου ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να τον ακούσει, αλλά ο Αυτοκράτορας, στην αρχή, δεν αποδέχτηκε την πρόταση του Αθανασίου, παρά μόνο όταν ο μεγάλος αυτός θεολόγος είπε σε αυτόν: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ».







Μετά την ακρόαση, και αφού ο Κωνσταντίνος κάλεσε όλους αυτούς που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Τύρου, ο Ευσέβιος Νικομηδείας παρουσιάστηκε, με άλλο επιχείρημα ενώπιον του Αυτοκράτορα, αυτή τη φορά, θέτοντας το θέμα της δήθεν παρεμπόδισης της μεταφοράς σιταριού. Ο Αυτοκράτορας εξόρισε, τελικά, τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας, όμως δεν επικύρωσε την απόφαση της Συνόδου εκείνης και παράλληλα δεν προχώρησε σε αναπλήρωση της επισκοπικής έδρας της Αλεξάνδρειας. Το ζήτημα του Αρείου έλυσε την περίοδο εκείνη η Πρόνοια του Θεού, αφού την παραμονή της πανυγηρικής αναγνώρισης του Αρείου, αυτός απέθανε με φρικτό τρόπο ενώ βρισκόταν στο αποχωρητήριο.




Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος σε όλη του τη ζωή λάτρευε τον θεό Ήλιο, λίγο πριν πεθάνει αποφάσισε να βαπτισθεί χριστιανός. Κατά το μυστήριο είπε και την περίφημη φράση: «Νυν αληθεί λόγω μακάριον οιδ’ εμαυτόν, νυν της αθανάτου ζωής πεφάναι άξιον, νυν του θείου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα». Από τότε και μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 σε προάστιο της Νικομήδειας δεν ενδύθηκε βασιλικό μανδύα. Ή κοίμησή του σημειώθηκε εννέα χρόνια μετά την κοίμηση της μητέρας του σε ηλικία 63 ετών και έγινε την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος.







Η Αγία Ελένη







Η Αγία Ελένη ήταν η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας (Γιάλοβα Μ. Ασίας) στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη γέννησή της, η Ελένη γνωρίστηκε με τον Κωνστάντιο Χλωρό, αξιωματούχο της Αυτοκρατορίας, τον οποίο παντρεύτηκε το 270, με βάση πρόνοια ειδικού νόμου, ο οποίος επέτρεπε το γάμο αξιωματούχων με γυναίκες λαϊκής καταγωγής. Ο Κωνστάντιος ήταν συγγενής του Κλαυδίου, ο οποίος βασίλευσε πριν από τον Διοκλητιανό και προσελήφθη στα ανάκτορα από τον Διοκλητιανό. Καρπός του γάμου της Ελένης και του Κωνστάντιου ήταν ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα μονοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον οποίο η Αγία Ελένη γέννησε στη Ναϊσσό της Μοισίας (Νίσσα Σερβίας).







Προκειμένου, όμως, ο Κωνστάντιος να προβιβαστεί από τον Διοκλητιανό σε Καίσαρα Γαλατίας, Ισπανίας και Βρεττανίας χώρισε την Αγία Ελένη και παντρεύτηκε την ανιψιά του Μαξιμιανού Θεοδώρα. Τότε, η Αγία Ελένη μαζί με τον Κωνσταντίνο παρέμειναν υπό φρούρηση του Διοκλητιανού και στη συνέχεια του Γαλέριου, για να μπορούν να ελέγχουν τον Κωνστάντιο. Ωστόσο, η ανάληψη του Καισαρικού αξιώματος από τον Κωνστάντιο λειτούργησε ευνοϊκά για την Εκκλησία, αφού ακόμη και κατά την περίοδο των διωγμών, που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός, οι πιστοί σε αυτή την περιοχή δεν καταδιώχτηκαν. Επίσης, με την άνοδο του Χλωρού στο αξίωμα αυτό ανοίχθηκε ο δρόμος και για τον γιό του Κωνσταντίνο.




Η Αγία Ελένη επανήλθε στη δημόσια ζωή κατά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε Καίσαρα το 306, οπότε ο Κωνσταντίνος την έφερε κοντά του στα Τρέβηρα και ακολούθως την πήρε μαζί του στη Ρώμη, όταν επρόκειτο να ανακηρυχθεί σε Αύγουστο. Η Αγία ανακηρύχθηκε σε Αυγούστα από τον Κωνσταντίνο, όταν αυτός παρέμεινε μονοκράτορας νικώντας τον Λικίνιο, ενώ στην πορεία λειτούργησε ως σύμβουλος και συνεργάτιδά του. Αυτή η αγάπη και ο σεβασμός του Κωνσταντίνου προς την μητέρα του φάνηκε και με την ύψωση δύο στηλών στη μεγάλη πλατεία «Φόρος», η μία στο όνομα της Αγίας Ελένης και η άλλη στο όνομά του, και ανάμεσα τους ένας σταυρός, που έφερε την επιγραφή: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν». Επίσης, για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ» όνομα και τη μορφή της και μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολη.







Ακόμη, μεταξύ άλλων, παραχώρησε στη μητέρα του το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου έκτισε μία εκκλησία, ώστε αυτή να μπορεί να επιτελεί φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο. Στη συνέχεια, η Αγία Ελένη, με τη συγκατάθεση του Κωνσταντίνου, ανάλαβε η ίδια την ευθύνη της ανοικοδόμησης ναών και το κτίσιμο νέων εκκλησιών και ευαγών ιδρυμάτων σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει σχετικά: «Ελένη Αυγούστα…ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».







Όταν βρήκε τον Τίμιο Σταυρό







Πέραν όμως της ζωής και του έργου της Αγίας Ελένης στο πλευρό του γιου της, το πιο σημαντικό γεγονός που σφράγισε την ίδια ήταν η μετάβασή της στους Αγίους Τόπους. Εκεί σύμφωνα με την Παράδοση, κατόπιν θεϊκού σημείου, βρήκε τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου το 326 μ.Χ. Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, λοιπόν, καθ’ υπόδειξη του Αγίου Κυριάκου, που ήταν Εβραίος και τότε λεγόταν Ιούδας, αλλά και με βάση μία παράδοση που έλεγε ότι μετά την Αποκαθήλωση ο Τίμιος Σταυρός πετάχθηκε σε λάκκο, κοντά στον Γολγοθά, άρχισε αμέσως τις σχετικές έρευνες.




Επειδή όμως επρόκειτο για υπέρογκη εργασία, οι έρευνες στράφηκαν στο μέρος εκείνο, όπου βλάστανε το λουλούδι βασιλικός, του οποίου η ευωδία ήταν έντονη. Ο χρονογράφος Γεώργιος μοναχός σημειώνει το γεγονός της ευρέσεως ως εξής: «Μαθών δε ο Επίσκοπος (Μακάριος), τα της Βασιλικής ελεύσεως…πάντας παρακάλεσε ησυχία να κάμουσι και σπουδαιοτέραν ευχήν υπέρ τούτου, στον Θεό προσέφερε… Τούτου δε γενομένου, ευθύς θεόθεν εδείχθη στον Επίσκοπο ο τόπος, όπου ο ακαθάρτου δαίμονος, ο ναός και το άγαλμα της Αφροδίτης υπήρχε. Τότε η βασίλισσα, πλήθος πολύ τεχνιτών και εργατών συγκέντρωσε και εκ βάθρων το αισχρό οικοδόμημα κατέστρεψε. Τούτου δε γενομένου, ανεφάνη το θείον Μνήμα, ο τόπος του κρανίου και τρεις καταχωμένοι σταυροί…Αμηχανία και θλίψη κατέλαβε την Βασίλισσα, αφού κανείς δεν γνώριζε ποιός είναι ο Τίμιος Σταυρός.




Ο δε Επίσκοπος μετά πίστεως έλυσε την απορία…Γυναίκα άρρωστη, υπό πάντων απεγνωσμένη και τα λοίσθια πνέουσα, έφεραν μεταξύ των σταυρών…Με τη σκιά του Τιμίου Σταυρού η ασθενούσα…ευθέως αναπήδησε, δοξάζουσα μετά μεγάλης φωνής τον Θεό…Η δε Βασίλισσα Ελένη, μετά χαράς μεγάλης παρέλαβε τον Σταυρό…και μέρος αυτού παρέδωσε στον Επίσκοπο της πόλεως» (Γεώργιος Μοναχός, Περί της ευρέσεως του σταυρού, 110.620-621).







Επίσης, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι στον Γολγοθά βρέθηκαν τρεις σταυροί, από τους οποίους ο ένας διαγνώστηκε ότι ανήκει στον Ιησού Χριστό. Το Συναξάρι της εορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού αναφέρει: «διαπορούσης δε της Βασιλίσσης (δηλ. της Αγίας Ελένης), τίς αν είη ο του Κυρίου Σταυρός, διά της εις θανούσαν γυναίκα χήραν θαυματουργίας δείκνυται• και ανέστη τη τούτου προσψαύσει• των δε λοιπών δύο σταυρών των Ληστών μηδέν εις τούτο ενδειξαμένων εις θαυματοποιΐας υπόδειγμα».Μετά το σημείο αυτό η Αγία Ελένη αποφάσισε να οικοδομήσει επί τόπου το ναό της Αναστάσεως, ένα ακόμη ναό επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και άλλους δύο, ένα στο όρος της Αναλήψεως και ένα στο ορός Θαβώρ.







Κατόπιν, η Αγία Ελένη αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας μαζί της τεμάχια του Τιμίου Ξύλου. Στην πορεία της πέρασε για δεύτερη ορά από την Κύπρο. Έτσι αποβιβάστηκε νότια του νησιού κοντά στο σημερινό Ζύγι. Η περιοχή στην οποία αποβιβάστηκε, υπήρχε ένα ποτάμι, το οποίο τότε ονομάστηκε βασιλοπόταμο, κοντά στο οποίο εναπόθεσε τους σταυρούς – κατά την παράδοση, επειδή οι τρεις σταυροί είχαν παραμείνει μαζί για πολλά χρόνια, τους αποσύνδεσε, έσμιξε τα ξύλα τους και τους ξαναέφτιαξε. Από το ξύλο του υποποδίου του σταυρού του Χριστού έφτιαξε, επίσης, ένα άλλο μικρό σταυρό.




Εκεί, εξαντλημένη καθώς ήταν, η ογδοντάχρονη Αγία, έγειρε για να ξεκουραστεί λίγο, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία της προς την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με την Παράδοση κατά τη διάρκεια του ύπνου της, ένας νέος με αγγελική μορφή της είπε: «Σεβαστή μου βασίλισσα, είμαι απεσταλμένος του Παναγάθου Θεού, για να σου εκφράσω το θέλημά Του. Όπως εκεί στα Ιεροσόλυμα έκτισες ναούς, για να δοξάζεται και να υμνείται ο Θεός, έτσι κι εδώ, σε τούτο το νησί το ευλογημένο, πρέπει να πράξεις το ίδιο. Να κτίσεις κι εδώ ιερό ναό, τον οποίο μάλιστα να θεμελιώσεις με το Τίμιο Ξύλο, για να προσκυνείται και να δοξάζεται στους αιώνες ο Σταυρός του Κυρίου από τους κατοίκους αυτού του τόπου. Εδώ θα ζουν Χριστιανοί μέχρι τη συντέλεια του κόσμου».







Η Αγία όταν ξύπνησε, διέταξε αμέσως να γίνει όπως ο λαμπρός εκείνος νέος της υπέδειξε. Ο ένας όμως από τους μεγάλους σταυρούς είχε εξαφανιστεί και εθεάθη στην κορυφή του βουνού Όλυμπος. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκε το Τίμιο Ξύλο, το οποίο προς στιγμή είχε χαθεί. Τότε, η Αγία Ελένη με τους συνεργάτες της έκτισαν ναό τον οποίο εγκαινίασαν με το τίμιο Ξύλο και από τότε (327) το βουνό αυτό ονομάζεται Σταυροβούνι, όπου μέχρι σήμερα υπάρχει η ομώνυμη Ιερά Μονή.




Κατόπιν η Αγία αναχώρησε για την Βασιλεύουσα, όπου ο Κωνσταντίνος υποδέχθηκε τον Τίμιο Σταυρό, τους τέσσερις Ήλους (=καρφιά) και την μητέρα του με κάθε λαμπρότητα. Σημειώνουμε ότι απ’αυτούς τους τέσσερις Ήλους, οι δύο τοποθετήθηκαν στο Στέμμα, το οποίο φορούσε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.







Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 81 περίπου ετών (328-329) ενώ σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του Τιμίου Ξύλου φυλάγεται στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου στο Άγιο Όρος.







Πηγή ιν.γρ






















Προλήψεις και δεισιδαιμονίες.







Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες ήταν δημιουργήματα της αμάθειας, της άγνοιας, της ανασφάλειας, του φόβου και της αβεβαιότητας των απλοϊκών ανθρώπων. Ήταν όμως κι ένας αποτελεσματικός τρόπος για να μεταδίδουν τρόπους καλής συμπεριφοράς, όχι μόνο στα μικρά παιδιά αλλά και στους μεγάλους. Η επιστήμη στις μέρες μας έχει κάνει τεράστια άλματα. Ανακαλύψεις που πριν από δυο - τρεις αιώνες φαίνονταν αδιανόητες κι ασύλληπτες, έχουν τώρα γίνει πραγματικότητα με αποτέλεσμα να καλυτερέψει σε μεγάλο βαθμό η ποιότητα της ζωής μας. Παρόλα αυτά υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που δεν έχουν απελευθερωθεί από τις προλήψεις και δεισιδαιμονίες του παρελθόντος.







Σας παραθέτομε μερικές απ` αυτές:




Αστέρι: Είναι γουρσουζιά να μετράς τ` αστέρια, αλλά αν δεις κάποιο να πέφτει και κάνεις στα γρήγορα μιαν ευχή, σίγουρα θα πραγματοποιηθεί.




Βασιλικός: Ένα τέτοιο φυτό δίπλα στην είσοδο του σπιτιού σας θα σας φέρνει τύχη κι ευτυχία. Επίσης, αν προσφέρετε ένα κλωναράκι βασιλικό σε κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο που φεύγει μακριά, θα επιστρέψει σύντομα κοντά σας.




Βρέφος: Στο νεογέννητο βρέφος εκτός από κάποιο χρυσό, ασημένιο ή έστω και συνηθισμένο νόμισμα, συνήθιζαν να χαρίζουν ένα σακουλάκι με αλάτι κι ένα μεγαλύτερο με ζάχαρη. Τα δώρα αυτά θα συνέτειναν ώστε ν` αποκτήσει σφιχτό μυαλό όπως το αλάτι και καρδιά γλυκιά και μαλακή όπως η ζάχαρη.




Γάμος: Ο γάμος που γινότανε σε χρόνο δίσεκτο, θεωρείτο καταδικασμένος γι` αυτό και τον απόφευγαν.




Έγκυος: Όταν μια γυναίκα έμενε έγκυος απέφευγε να το αποκαλύψει για να βγει το μωρό όμορφο. Αν επιθυμούσε κάποιο φρούτο ή κάποιο φαγητό έπρεπε οπωσδήποτε να το φάει, διαφορετικά θα έβγαινε το σχήμα του πάνω στο σώμα του μωρού. Επίσης η έγκυος γυναίκα έπρεπε κατά τη στιγμή του τοκετού να φωνάζει και να καλεί κοντά της το Χριστό, την Παναγία και όλους τους Αγίους. Η Αγιότητά τους θ` ανταποκρινότανε στο κάλεσμά της και θα παρευρίσκονταν δίπλα της, οπότε θα έδιναν και στο παιδί τις ευχές και τις ευλογίες τους, έτσι όχι μόνο θα γεννιότανε γερό και δυνατό το παιδί, αλλά θα ήτανε τυχερό κι ευλογημένο.







Επισκέπτης: Αν κάποιου επισκέπτη παρατραβούσε η επίσκεψή του, του έριχναν λίγο αλάτι κάτω από το κάθισμά του ή έβγαιναν στην αυλή και μ` ένα ξύλο ανακάτευαν την αλουσίβα.







«Εις υγεία»: Είναι μεγάλη γρουσουζιά να κάνεις «εις υγεία» με κάποιο πρόσωπο και μετά ν` αφήνεις το ποτήρι σου κάτω χωρίς να πιείς. Γρουσουζιά είναι επίσης να τσουγκρίζεις με άδειο ποτήρι. Μα ούτε και με το νερό πρέπει να κάνεις «εις υγεία».







Καθρέφτης: Αν σπάσει καθρέφτης, θ` ακολουθήσουν εφτά χρόνια με συμφορές και δυστυχίες.







Καφές: Το χύσιμο του καφέ θεωρείται καλός οιωνός.







Λάδι: Το χύσιμο του λαδιού θεωρείται κακός οιωνός. Επίσης, το λάδι δεν πρέπει να μετακινείται το βράδυ.







Μαύρος γάτος: Αν δεις ξημέρωμα μαύρο γάτο, η μέρα σου θα πάει στραβά.







Νύχια: Την Τετάρτη, την Παρασκευή και το δωδεκαήμερο δεν πρέπει να κόβονται τα νύχια. Και φυσικά ούτε τα νύχια του βρέφους κόβονταν πριν σαραντίσει.







Παπούτσια: Δεν πρέπει να μπαίνουν ανάποδα γιατί φέρνουν στη ζωή μας αναστάτωση.




Πέταλο αλόγου: Φέρνει γούρι και καλή τύχη.







Προξενητής: Έπρεπε να φορά ένα ρούχο του από την ανάποδη και να φεύγει από την ίδια πόρτα που μπήκε, αν ήθελε να πετύχει το προξενιό.







Πρωτοχρονιά: Την ώρα που αλλάζει ο χρόνος καλό είναι να σπάτε ένα ρόδι. Αυτό θα βοηθήσει να έχετε πλούσια και γλυκιά χρονιά όπως ακριβώς είναι και το φρούτο αυτό.







Σκόρδο: Κρεμιέται σε περίοπτη θέση του σπιτιού για να διώχνει το κακό μάτι.







Σκούπισμα: Όταν κάποιο μέλος της οικογένειας έφευγε για ταξίδι δεν σκούπιζαν μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Μα ούτε και την ώρα που βασίλευε ο ήλιος σκούπιζαν.




Τρίτη και 13: Η Τρίτη θεωρείται άσχημη κι εφιαλτική για τους προληπτικούς μέρα. Ημέρα Τρίτη ήταν που έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων. Ο δε αριθμός 13 συμβολίζει το δέκατο τρίτο μαθητή του Χριστού, ο οποίος τον πρόδωσε. Με λίγα λόγια χαλά την ομορφιά και την αρμονία του αριθμού δώδεκα, που ήταν οι αφοσιωμένοι μαθητές του Χριστού.







Χρήματα: Αν βρεις στο δρόμο σου κάποιο νόμισμα να το πάρεις, έστω κι αν είναι μικρό. Θα σου φέρει τύχη κι επιτυχία στη δουλειά σου.







Ψαλίδι: Όταν το ψαλίδι παραμένει ανοιχτό γινόμαστε στόχος κουτσομπολιών.




Ψωμί: Το ψωμί δεν πρέπει να τοποθετείται στο τραπέζι ανάποδα, αλλά ούτε και να δρασκελίζονται τα ψίχουλά του (πολουβίδκια). Ούτε όμως να πετάμε και τα κομμάτια που μας απομένουν, γιατί θα δει ο Θεός την ασέβειά μας και θα μας τιμωρήσει με πείνα.







Τ` ακόλουθα ήταν σε όλους γνωστά, ακόμη και στα μικρά παιδιά:




Αν σε τρώει η μύτη σου θα κλάψεις.




Αν σε τρώει το δεξί σου χέρι θα δώσεις χρήματα.







Αν σε τρώει το αριστερό σου χέρι θα πάρεις χρήματα.







Αν σε τρώει η πλάτη σου κάποιος θα σε δείρει.







Αν πετάει το δεξί σου μάτι θα δεις αγαπημένο πρόσωπο.







Αν πετάει το αριστερό σου μάτι θα δεις κάποιον που δεν συμπαθείς.







Αν σφυρίζει το δεξί σου αφτί σε επαινούν, αν το αριστερό σου σε κακολογούν.







Αν φτερνίζεσαι κάποιοι μιλούν για σένα.







Αν αφήνετε ανοιχτές τις ντουλάπες σας, θα γίνετε στόχος κουτσομπολιών.







Το γέλιο της Παρασκευής είναι κλάμα του Σαββάτου.







Αν πάρεις σαπούνι από το χέρι κάποιου θα τον μισήσεις.







Να φοβάσαι τη γυναίκα τη δασύτριχη και τον άντρα το σπανό.







Αν κοιταχτείς στον καθρέφτη γύρω στα μεσάνυχτα θα δεις το χάρο σου.







Δουλειές που αρχίζουν Τρίτη και τελειώνουν Σάββατο δεν στεριώνουν.







Αν κάποιο παιδί την ώρα που κοιμάται τρίζει τα δόντια του, θα πεθάνουν οι γονείς του.




Αντιγόνη Χριστοδουλίδου







Πηγή: kadares.org
















Ποντιακοί χοροί







Όταν μιλάμε για τους ποντιακούς χορούς και τα τραγούδια, αλλά και για κάθε άλλο πολιτιστικό στοιχείο, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι: Ποντιακό είναι κάθε τι που δημιουργήθηκε στην ευρύτερη περιοχή του Πόντου, με όλες τις επιδράσεις και τις παραλλαγές του.







Οι ποντιακοί χοροί χορεύονται σε κύκλο από άντρες και γυναίκες, που κρατούν το σώμα στητό, τα πόδια λίγο ανοιχτά, πιάνονται από τους καρπούς και έχουν τα χέρια άλλοτε υψωμένα κι άλλοτε με λυγισμένους αγκώνες προς τα κάτω. Τα μικρά βήματα των χορευτών τα ακολουθούν πιστά ρυθμικές και συγχρονισμένες κινήσεις των μελών του σώματος, ιδίως των γλουτών.







Οι χοροί συνοδεύονται με την ποντιακή λύρα (κεμεντζέ), που συνήθως την παίζει ένας από τον όμιλο χορεύοντας και τραγουδώντας δίστιχα, αλλά μερικές φορές στέκεται και στη μέση του κύκλου. Στις υπαίθριες γιορτές μεταχειρίζονται το τουλούμ ή ασκί (γκάιντα) και ζουρνά-νταούλι ή κεμεντζέ-ντέφι. Οι ποντιακοί χοροί είναι ομαδικοί (συνήθως και κυκλικοί, εκτός του Κοτσαγκέλ), γι’ αυτό η έναρξη δε γινόταν από ένα συγκεκριμένο άτομο αλλά από ομάδα ατόμων.







Ο αντιπροσωπευτικότερος ποντιακός χορός είναι η «Σέρα» (ή Τρομαχτόν ή Λάζικον) – από το όνομα ενός ποταμού κοντά στην Τραπεζούντα – που πολλοί τον ταυτίζουν με τον αρχαίο πυρρίχιο. Πρόκειται για πολεμικό ανδρικό χορό, που τον χόρευαν με την παραδοσιακή μαύρη στολή τους, με το κεφάλι σκεπασμένο με ένα μαύρο μαντήλι χαρακτηριστικά δεμένο και με όπλα. Έχει ομαδικό χαρακτήρα και χορεύεται από άνδρες. Χορευόταν στην αρχαιότητα στα Μεγάλα Παναθήναια κάθε 4 χρόνια, στα Μικρά Παναθήναια κάθε χρόνο, με πλήρη πολεμική στολή, καθώς και στα Διοσκούρια της Σπάρτης. Ονομάζεται και πυρρίχιος χορός, διότι οι κινήσεις των χορευτών μιμούνται αντίστοιχες κινήσεις αρχαίου Έλληνα πολεμιστή, σε ώρα μάχης. Και γι’ αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα που έχει ο χορός, κατατάχθηκε μεταξύ των διασημότερων χορών, όλου του κόσμου.







Πασίγνωστος είναι επίσης και ο χορός Κότσαρι (προέρχεται από την περιοχή του Καρς). Είναι χορός μεικτός, κυκλικός και από τους γνωστότερους χορούς στους μη Ποντίους. Είναι ίσως ο πιο φημισμένος ποντιακός χορός μετά τον Πυρρίχιο χορό. Τ’ όνομά του προέρχεται από τον τρόπο που χορεύεται και συγκεκριμένα από τα 2 κουτσά (κοτσά) βήματα που εκτελούνται μάλιστα με ταυτόχρονο χτύπημα της φτέρνας (κότσ’ ) στο έδαφος. Παλαιότερα εθεωρείτο ανδρικός χορός, κατατασσόμενος από μελετητές στους δύσκολους «βουνίσιους» πολεμικούς χορούς, αργότερα όμως επιτράπηκε να συμμετέχουν σ’ αυτόν και γυναίκες.







Ένας άλλος ιδιαίτερος ποντιακός χορός, είναι «Ο χορός των μαχαιριών» (λέγεται και «Πιτσάκ»). Στο χορό αυτό, παίρνουν μέρος μόνο 2 χορευτές οι οποίοι κρατούν μαχαίρια, με τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Πολλοί θεωρούν ότι το Πιτσάκ (πιτσάκοιν), κλείνει το χορό Σέρρα, ο οποίος είναι ομαδικός, προσθέτοντας ότι τα 2, πλέον, δυνατά παλικάρια συνεχίζουν την όρχηση και μετά τη Σέρρα, όταν οι υπόλοιποι χορευτές κουράζονταν και αποσύρονταν.







Το πιτσάκ’ είναι γνωστός χορός στον Πόντο από την αρχαία εποχή και η πλοκή του χορού είναι παρόμοια μ’ αυτήν που παρουσιάζει ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση, όταν χορεύθηκε από δύο Θράκες στην Ορντού (Κοτύωρα). Όπως και τότε, έτσι και στον Πόντο, ο χορός χορευόταν από 2 χορευτές που κρατούσαν μαχαίρια, με κατάληξη τον εικονικό θάνατο του ενός. Ο νικητής της διαμάχης κέρδιζε την καρδιά μιας νέας κοπέλας, για χάρη της οποίας και δίδονταν αυτή η διαμάχη. Ακολουθώντας τη μουσική πηδούσαν με λυγισμένα γόνατα και συνέκρουαν τα μαχαίρια ως μαχόμενοι πολεμιστές. Χορεύεται και σε πολλά μέρη της Καππαδοκίας.







Συνολικά οι ποντιακοί χοροί ανέρχονται σε πάνω από 50 (αναφέρονται ονομαστικά παρακάτω).







Οι ποντιακοί χοροί έχουν έντονο «χρώμα». Τα χρωματικά αυτά στοιχεία είναι: Η εκστατική κίνηση του κεφαλιού, που άλλοτε στήνεται ψηλά, άλλοτε σκύβει χαμηλά, άλλοτε στρέφεται δεξιά και άλλοτε γυρνάει αριστερά. Το «τρόμαγμαν», δηλαδή η τρεμουλιαστή κίνηση ολόκληρου του κορμιού ή μόνο των ώμων, το βίαιο ανεβοκατέβασμα των χεριών, μαζί με, ή χωρίς κραυγές, το σφιχτό πιάσιμο των ώμων απο τα διασταυρωμένα χέρια, το εκστατικό ύφος των χορευτών, που τους κάνει συχνά να μοιάζουν σαν υπνωτισμένοι, ή αντίθετα, η ζωηρή κίνηση των χεριών μπρός-πίσω, το βρόντημα του παδαριού στο έδαφος, επιτόπου, σαν να γίνεται επίκληση ή φοβέρισμα των δαιμόνων της γης, ο μετεωρισμός άλλοτε του δεξιού ποδιού κι άλλοτε του αριστερού, τα ελαφρά πηδήματα ή τα ζωηρά άλματα, που ποιός ξέρει τι συμβόλιζαν η παράσταιναν, οι εναλλασσόμενοι ρυθμοί, άλλοτε αργοί κι άλλοτε ζωηροί στον ίδιο χορό.







Αναφέρουμε κάποιους από τους χορούς του Πόντου:




Διπάτ’: Χορός της Τραπεζούντας, συναντάται και με άλλες διαφορετικές ονομασίες όπως ‘Κοδεσπαινιακόν, Γιαβαστόν κα. Είναι παμποντιακός ομαδικός μεικτός χορός με μορφή κυκλική και ονομάζεται και ομάλ’ Τραπεζούντας. Πήρε την ονομασία του, από τα 2 ρυθμικά πατήματα από τα οποία αποτελείται ο βαρύς, ήρεμος και ευγενικός ρυθμός στον οποίο χορεύεται το διπάτ’. Είναι χορός τελετουργικός με έκδηλη την ηθική πραότητα, την ευγένεια και τη σεμνότητα της ψυχής και είναι ανάλογος με τους αρχαίους σεμνοπρεπούς θρησκευτικούς χορούς. Στον Πόντο διπάτ’ χόρευαν κυρίως άτομα σεβαστής ηλικίας, γι’ αυτό ονόμαζαν τον χορό ‘κοδεσπενακόν ομάλ’, αφιερωμένος χορός δηλαδή στις οικοδέσποινες των ποντιακών οικογενειών. Απ’ αυτήν ακριβώς την ονομασία του θεωρείται από πολλούς μελετητές ότι έλκει την προέλευσή του από τον αρχαίο τελετουργικό χορό προς τιμήν της Θεάς Εστίας, προστάτιδας της οικογένειας.

Στον Πόντο το διπάτ’ ήταν χορός με τον οποίο άρχιζαν όλες οι μεγάλες εκδηλώσεις, τόσο της οικογενειακής όσο και της κοινωνικής ζωής.

Διπλόν Ομάλ: Χορός της περιοχής Κιουμούσ Ματέν.

Έταιρε ή Εταιρέ: Χορός από την Τραπεζούντα. Είναι μεικτός, τελετουργικός και κυκλικός χορός χωρίς να κλείνει ο κύκλος. Ανήκει στην κατηγορία των χορών που έχουν σα βάση τον χορό τίκ, μόνο που ο συγκεκριμένος χορός έχει πιο αργό ρυθμό και το ιδιόμορφο μελωδικό χρώμα της περιοχής της Άνω Κατσούκας. Ο χορός συνοδεύεται από το δημοτικό τραγούδι «π’ ερνιξόν με έταιρε» απ’ όπου πήρε και την ονομασία του. Από θεματική άποψη, είναι χορός του αγροτικού βίου γι’ αυτό και οι κινήσεις των χεριών των χορευτών, συμβολίζουν το βίαιο άρπαγμα της κόρης από τον έτερο και το πέρασμά της από τα ορμητικά νερά που τους χώριζαν. Παρόμοιος χορός είναι και το «καλόν κορίτσ’», ονομασία που την πήρε από το δημοτικό ομότιτλο τραγούδι που τον συνοδεύει.

Κελ-Κίτ: Χορός που πήρε το όνομάτου από την ομώνυμη κωμόπολη μεταξύ Νικόπολης και Σεβάστειας, η ονομασία είναι τούρκική και σημαίνει «έλα και φύγε».

Κόνιαλι: Χορεύονταν σχεδόν σε όλο τον Πόντο και ιδιαίτερα στην περιοχή της Νικόπολης.

Καλόν κορίτς: Ποντιακός χορός που προέρχεται από την περιοχή της Ματσούκας, κοντά στην Τραπεζούντα. Πήρε την ονομασία του από το στίχο του τραγουδιού: «Καλόν κορίτς, καλόν κορίτς καλόν κ ευλογημένον σην χόραν φαίνεται άχκεμον, σε μέν εν φωταγμένον» (Καλό κορίτσι κι ευλογημένο, στους ξένους φαίνεται άσχημη, σε μένα πανέμορφη). Είναι μια μορφή διπλού τικ.

Κοτσαγγέλ: Είναι χορός μεικτός και τελετουργικός. Είναι ο τελευταίος από τους τελετουργικούς χορούς του γάμου κι ο μόνος από τους ποντιακούς χορούς που δεν έχει καθορισμένη μορφή και φορά. Το σχήμα του δε, είναι άλλοτε κυκλικό κι άλλοτε ελικοειδές, με ποικιλία στροφών. Μελετώντας κανείς το χορό κοτσαγγέλ’ σε σχέση με τους χορούς της αρχαίας Ελλάδας, τόσο ως προς τον τύπο ( μορφή και σχήμα) όσο και από την άποψη του τι εκφράζει, μένει κατάπληκτος από την ομοιότητα που παρουσιάζει με τον αρχαίο χορό γέρανο, και τους μεικτούς ομηρικούς χορούς από νέους και νέες. Το κοτσαγγέλ’ δεν ήταν ο τελευταίος χορός μόνο του γάμου, αλλά και κάθε κοινωνικής εκδήλωσης. Χορεύοντας το κοτσαγγέλ’, οι χορευτές περιφέρονταν στα διάφορα μέρη του σπιτιού και της αυλής. Η φορά του χορού είναι κυρίως προς τα δεξιά, αλλά με σύνθημα του πρώτου μπορεί ν’ αλλάξει προς τ’ αριστερά. Το όνομά του το πήρε από τις μικρές απότομες ( κοτσές) στροφές (καγγέλια).

Κότσ’ ή τη Κότσος: Παμποντιακός χορός, Κυρίως όμως χορευόταν στις περιοχές Αμισού, Κοτυώρων, Κερασούντας και στην ευρύτερη περιοχή της Χαλδίας. Είναι κυκλικός χορός, με πανάρχαια προέλευση, και τις περισσότερες φορές ο κύκλος του δεν Κλείνει. Αυτό ακριβώς δίνει τη δυνατότητα στον πρωτοχορευτή ή την πρωτοχορεύτρια να δημιουργεί προσωπικές φιγούρες. Είναι χορός ζωηρός και εύθυμος, δίχως να ξεφεύγει από τα ήθη της εποχής. Γι’ αυτό και έδινε διέξοδο για χορευτική έξαρση κυρίως στις γυναίκες και στα κορίτσια του Πόντου, πράγμα που λειτουργούσε ως αντιστάθμισμα στους ζωηρούς ανδρικούς πολεμικούς χορούς. Έτσι επικράτησε να χορεύεται από γυναίκες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τον χορεύουν άνδρες. Το όνομά του, το πήρε απ’ το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό χτύπημα της φτέρνας (κότσ’) των ποδιών των χορευτών.

Λαχανά: Κυκλικός χορός που χορεύεται από άνδρες και γυναίκες. Πήρε την ονομασία του, από τ’ ομώνυμο δημοτικό τραγούδι, από το οποίο και συνοδεύεται. Ανήκει στην κατηγορία των χορών ομάλ’, χοροί που χορεύονταν σε πολλές περιοχές του Πόντου και ανάλογα με την περιοχή έπαιρναν και τ’ όνομά τους.

Λέτσι: Χορός της περιοχής Κάρς. Είναι κυκλικός ομαδικός χορός και στον Πόντο τον χόρευαν μόνο άνδρες. Ανήκει στους τοπικούς χορούς και χορευόταν από Ποντίους των περιοχών του Αντικαυκάσου. Θεωρείται παραλλαγή του χορού λέτσινα.

Λέτσινα: Χορός της περιοχής Κάρς. Είναι κυκλικός, μεικτός χορός και κατατάσσεται στους πολεμικούς χορούς. Χορευόταν σε ορισμένες περιοχές του Ανατολικού Πόντου και του Κάρς. Τ’ όνομά του προέρχεται από τ’ όνομα ενός αρπακτικού πουλιού, είδος γερακιού, το λετσίν. Εξάλλου, μια απλή παρατήρηση στο κάρφωμα των δακτύλων των ποδιών των χορευτών στο έδαφος, φέρνει στο νου, τα γαμψά νύχια και το ράμφος του γερακιού. Στον Πόντο λετσίνα χόρευαν μόνο άνδρες.

Ομάλ’ (Κάρς): Χορός της περιοχής Κάρς. Είναι ομαδικός, κυκλικός χορός με έκδηλη την ηθική πραότητα, γι’ αυτό και ονομάζεται ομάλ’ που σημαίνει ομαλά. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες που κρατιούνται χέρι-χέρι με οριζόντιους τους πήχεις και κατακόρυφους τους βραχίονες. Είναι μάλιστα τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, ώστε ο πήχης του ενός χορευτή σχεδόν ακουμπά τον πήχη του άλλου. Ομάλ’ στον Πόντο χόρευαν σε πολλές περιοχές, γι’ αυτό και παρουσιάζεται με πολλές παραλλαγές. Επικρατέστεροι από τους ομάλ’ χορούς είναι των περιοχών Κάρς, Κερασούντας, Τραπεζούντας και Γαράσαρης.

Πατούλα: Χορευόταν σε όλο τον Πόντο. Από τους γνωστότερους χορούς σ’ όλο τον Πόντο. Είναι χορός κυκλικός και χορεύεται από άνδρες και γυναίκες. ο ρυθμός του προσομοιάζει με το διπάτ’ με τη διαφορά ότι είναι γρηγορότερος και περισσότερο εύθυμος. Το ύφος του φανερώνει ότι πρόκειται για χορό σχετιζόμενο με το έθιμο της απαγωγής. Εδώ, μόνο, που εξυπακούεται η εκούσια απαγωγή μιας κόρης που oι γονείς της αρνούνται να την παντρέψουν με το νέο που αγαπά. Ο χορός ήταν γνωστός και με τ’ όνομα «πιπιλομμάταινα», σύμφωνα με το τραγούδι που συνοδεύει τον χορό.

Σαμψόν: Χορός αμφιβόλου προέλευσης. Πιθανές περιοχές προέλευσης, Σαμψούντα και Όφη.

Σαρί κουζ’ (Πάφρα): Χορός από την Πάφρα. Είναι χορός μεικτός, ημικυκλικός, παρόμοιος με τη Τρυγόνα, αλλά περισσότερο «ανοικτός», σ’ ότι αφορά τα βήματα και τις χορευτικές φιγούρες. Είναι συμβολικός χορός και ανήκει στον κύκλο των αγροτικών χορών, μιας και η όλη κινησιολογία του μας παραπέμπει στην εργασία του θερισμού. Η ξανθή κοπέλα, η σαρήκιουζ, παριστάνει το στάχυ, που βολοδέρνει στον αέρα. Τις κινήσεις αυτές αναπαριστά μια χορεύτρια, ώσπου μπαίνει ο κύριος χορευτής μ’ ένα δρεπάνι στο χέρι και αποπειράται να κόψει την κοπέλα-στάχυ. Στη συνέχεια, εμφανίζεται επί σκηνής ο χορός ( δίκη αρχαίου χορού, βέβαια). Μπροστά πηγαίνουν οι άνδρες χορευτές με δρεπάνια στα χέρια και με κινήσεις ρυθμικές «θερίζουν». Ταυτόχρονα, μια άλλη κοπέλα μ’ ένα λαγήνι στο χέρι κι ένα τάσι, προσφέρει νερό εναλλάξ σ’ όλους τους χορευτές. Εκείνοι πίνουν, σκουπίζουν τον ιδρώτα τους. Στο περιθώριο δε, άλλες κοπέλες-χορεύτριες εκτελούν παρεμφερείς, με το θερισμό, εργασίες.

Σερρανίτσα ή Εικοσιένα ή Χεριανίτσα ή Χεϊριανίτσα: Προέρχεται από την περιοχή Χερίανα, νοτιοδυτικά της Αργυρούπολης.

Τσουρτούγουζους: Ποντιακός χορός που στα τούρκικα σημαίνει πλάτη κοπέλας (τσούρτ=πλάτη, κούζ=κόρη). Είναι από το Κιουμούς Ματέν. Ξεκινάει πολύ αργά και χορεύεται σαν διπλό τικ με τα χέρια σε διαρκή κίνηση. Στην πορεία ο ρυθμός αυξάνεται μέχρι να γίνει πολύ γρήγορος. Παίζεται με βιολί, ούτι και κεμανέ, σπανιότερα με ζουρνά. Υπάρχει μόνο ένας σκοπός του χορού χωρίς τραγούδι. Ο ρυθμός είναι δίσημος 2/4.

Τίκ’: Χορός των περιοχών Κιουμούσ’ Ματέν, Ατά Παζάρ και Πάφρας. Είναι κυκλικός, μεικτός χορός, η ονομασία του οποίου σημαίνει ολόρθα ( τίκια ), υπονοώντας τη στάση που παίρνουν οι χορευτές στη διάρκεια του. Επιπλέον, ενώ χορεύουν οι συμμετέχοντες, φωνάζουν τίκια ή έμορφα. Άλλωστε η ορθή στάση των χορευτών αποδεικνύει την ελληνικότητα του συγκεκριμένου χορού, γιατί σε αντίθεση με τους ανατολικούς χορούς, οι ελληνικοί χοροί χορεύονται σε ορθή στάση. Και αυτό που κυρίως τους διακρίνει, όπως άλλωστε και τους αρχαιοελληνικούς είναι η μη κίνηση της μέσης. Το τίκ όταν χορεύεται επί τόπου, ονομάζεται «σο γόνατον» ενώ άλλη μορφή του χορού είναι το «μονόν τίκ», χορός της περιοχής Ματσούκας. Αξίζει ν’ αναφερθεί, ότι το τίκ χορεύεται και από τους Τούρκους, που ενώ ισχυρίζονται ότι ο χορός είναι τουρκικός, τον ονομάζουν απλώς χορόν.

Τρομαχτόν Τίκ’: Χορός με προέλευση το Κάρς και διαδόθηκε σε ολόκληρο σχεδόν τον Πόντο. Ο χορός αυτός έχει ίσως το γνησιότερο ποντιακό χαρακτήρα από όλους τους χορούς που χορεύονταν στη γενικότερη περιοχή του Πόντου. Στο χορό αυτό βρίσκει ίσως τελειότερη την έκφρασή της, όλη η μαγεία του ποντιακού χορού. Ετυμολογικά η ονομασία του προέρχεται από το ρήμα τρομάζω – τρέμω, και με τη λέξη «τρομαχτόν» εννοείται το τρέμουλο ολόκληρου του σώματος, όταν ο χορευτής στηρίζεται στη μύτη του πέλματος κι ανεβοκατεβάζει την πατούσα. Ο Παντελής Μελανοφρύδης σε σχετικά άρθρα του υποστηρίζει, ότι το τρομαχτόν τίκ προήλθε από τη Σέρρα. Κι αυτό επειδή η Σέρρα χορευόταν από ενόπλους χορευτές και οι Τούρκοι απαγόρευαν στους Έλληνες να φέρουν όπλα, αναγκάστηκαν οι Πόντιοι να χορεύουν μόνο το μέρος της Σέρρας που έμοιαζε με το τίκ, δηλαδή το τρομαχτόν. Ο χορός αυτός φαίνεται να χορεύεται όλος επί τόπου. Στον Πόντο τον χόρευαν μόνο άνδρες και συνήθως στις περιοχές των Κοτυώρων και του Κάρς.

Τρυγόνα: Χορευόταν σε ολόκληρο σχεδόν τον Πόντο. Είναι μεικτός, ομαδικός, κυκλικός χορός που αποπνέει έναν κεφάτο πρωτογονισμό. Είναι ο μοναδικός ποντιακός χορός που έχει φορά προς τ’ αριστερά κι όχι προς τα δεξιά. Είναι συμβολικός χορός και ανήκει στον κύκλο των αγροτικών χορών. Σύμφωνα με την ερμηνεία που τον αποδίδεται, η γυναίκα ενός μυξιάρη και οκνηρού άνδρα ( που δεν ήταν ικανός ούτε ξύλα από το δάσος να φέρει στο σπίτι του) η Τρυγόνα, αναγκάζεται να πάει αυτή στο βουνό να κόψει ξύλα και να τα μεταφέρει. Οι κινήσεις του χορού παρουσιάζουν το κόψιμο των ξύλων, όπως άλλωστε περιγράφει και το δημοτικό τραγούδι που συνοδεύει το χορό «έστεκεν κι εποίνεν ξύλα, η Τρυγόνα ». Στον Πόντο, Τρυγόνα χόρευαν μόνο οι γυναίκες.

Χερενίτσα: Είναι μεικτός, ομαδικός χορός. Το όνομά του προέρχεται από τη λέξη χερροίανα, διότι εικάζεται ότι επινοήθηκε ή χορευόταν αρχικά σ’ αυτή την περιοχή. Ο χορός έχει συνολικά 21 βήματα, τα οποία αν εξαιρέσουμε ορισμένες χορευτικές φιγούρες επαναλαμβάνονται συνεχώς, γι’ αυτό ο συγκεκριμένος χορός ονομάζεται και εικοσιένα. Πριν αρχίσει ο χορός, οι χορευτές στέκονται σχεδόν σε στάση προσοχής, κρατώντας ο ένας το χέρι του επομένου. Το σώμα και το κεφάλι έχουν «λεβέντικη» στάση.







Πηγή: pare-dose.net




























Κρητική λύρα - από πού κρατάει η σκούφια της;
























Η ετυμολογική προέλευση της λέξης «λύρα» είναι σκοτεινή: το λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας αναφέρει πως η αρχαία ελληνική λέξη «λύρα» είναι αγνώστου ετύμου. Βέβαια, η αρχαιοελληνική λύρα, είναι εκείνο το έγχορδο όργανο, που παιζόταν με τα δάχτυλα ή με δοξάρι, με ποικίλο αριθμό χορδών, συνήθως επτά ή εννιά, και συνόδευε τραγούδι ή απαγγελία.







Τώρα, η κρητική λύρα, αυτό το τρίχορδο, τοξωτό, απιδόσχημο, δηλαδή με το σχήμα του αχλαδιού, μουσικό όργανο, που κατέχει κεντρική θέση στη κρητική μουσική, είναι η πιο δημοφιλής παραλλαγή της βυζαντινής λύρας που χρησιμοποιείται σήμερα. Μοιάζει πολύ με τη λύρα της Κωνσταντινούπολης (πολίτικη, ή ρωμέικη λύρα, ή λυράκι).







Στο νησί, στην Κρήτη, οι ειδικοί εικάζουν πως η λύρα έφτασε τον 12ο αιώνα, από τα Δωδεκάνησα. Κάποιοι άλλοι όμως, διαφωνούν – υποστηρίζουν πως η βυζαντινή λύρα εισήχθη στην Κρήτη μετά το 961 μ.Χ., όταν το νησί επανακαταλήφθηκε από το Βυζάντιο, έπειτα από αραβική κατοχή, με στρατιωτική επέμβαση του Νικηφόρου Φωκά. Εκείνη την περίοδο εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη οικογένειες αριστοκρατών από την Κωνσταντινούπολη, με σκοπό την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου και την αναπλήρωση του πληθυσμού. Με αυτή την κίνηση υιοθετήθηκαν από τον εντόπιο πληθυσμό βυζαντινές παραδόσεις από την Κωνσταντινούπολη, όπως η μουσική πράδοση της λύρας.







Πάντως, το σίγουρο είναι πως αυτή η βυζαντινή λύρα αποτελεί πρόγονο πολλών ευρωπαϊκών τοξωτών εγχόρδων, και είναι αντίστοιχη του ρεμπάμπ, που έχαιρε δημοφιλίας την ίδια εποχή στις Ισλαμικές αυτοκρατορίες. Ο Ιμπν Κορνταμπέχ, Πέρσης γεωγράφος του 9ου αιώνα, στη λεξικογραφική του μελέτη των μουσικών οργάνων, αναφέρει τη λύρα ως ένα τυπικό όργανο των Βυζαντινών μαζί με το «urghun» (το ὄργανον), το «shilyani» (μάλλον κάποιο είδος άρπας ή λύρας) και το «salandj» (μάλλον κάποιος είδος άσκαυλου)...







Η βυζαντινή λύρα διαδόθηκε ευρέως στην Ευρώπη: χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ιταλική «lira da braccio», τοξωτό έγχορδο του 15ου αιώνα, που πιθανόν να υπήρξε ο πρόγονος του σύγχρονου βιολιού. Η χρήση τοξωτών εγχόρδων, παρόμοιων της κρητικής λύρας και άμεσων διαδόχων της βυζαντινής, συνεχίστηκε σε πολλές περιοχές της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ακόμα και όταν αυτή αποτέλεσε παρελθόν, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας με μικρές διαφοροποιήσεις.







Παραδείγματα τέτοιων οργάνων αποτελούν η «Γκαντούλκα» στη Βουλγαρία, η τοξωτή Λύρα Καλαβρίας στην Ιταλία και η Πολίτικη λύρα στην Κωνσταντινούπολη.







Όποια πάντως και να είναι η καταγωγή της, η λύρα, έγινε το ηχείο της ψυχής των Κρητικών. Στα χέρια ενός λυράρη, το όργανο ζωντανεύει...







Υπάρχουν τρία κύρια είδη Κρητικής λύρας: πρώτον, το λυράκι, ένα μικρό μοντέλο λύρας, σχεδόν όμοιο με τη Βυζαντινή (Πολίτικη) λύρα, που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για συνοδεία στους Κρητικούς χορούς. Δεύτερον, η βροντόλυρα, που δίνει πολύ ισχυρό ήχο, ιδανική για μουσική υπόκρουση και τέλος η κοινή λύρα, δημοφιλής στο νησί σήμερα, που προέκυψε από συνδυασμό του βιολιού με το λυράκι. Το 1990, ο ιρλανδικής καταγωγής μουσικός Ρος Ντέιλι σχεδίασε ένα νέο είδος κρητικής λύρας που ενσωματώνει στοιχεία από το λυράκι, τη Βυζαντινή λύρα και το Ινδικό sārangī.







Τώρα το πως φτιάχνεται παραδοσιακά μια λύρα, είναι κάτι που μάλλον δεν ξέρουν πολλοί, κι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.




Λοιπόν, η λύρα συνήθως έχει δυο μικρές ημικυκλικές τρύπες για το ηχείο. Σώμα και λαιμός σκαλίζονται από το ίδιο κομμάτι ξύλο, που αφήνεται να παλιώσει για τουλάχιστον 10 χρόνια. Παραδοσιακά, προερχόταν από δέντρα που φύονταν στο νησί, βελανιδιές, μουριές, ή σφενδάμια. Τώρα πλέον η ξυλεία για τις λύρες είναι, στο μεγαλύτερο βαθμό, εισαγόμενη.







Το καπάκι του οργάνου είναι επίσης σκαλιστό, κατασκευασμένο από μαλακό ξύλο με ευθεία νερά. Παραδοσιακά, οι λυράρηδες το έφτιαχναν από τις παλαιωμένες δοκούς κτιρίων (τα λεγόμενα «κατράνια») και, ιδανικά, από τις τριακοσίων ετών δοκούς των Ενετικών ερειπίων... Επίσης, παλιά, οι χορδές φτιάχνονταν από έντερα ζώων και το δοξάρι από τρίχα αλογοουράς. Το τόξο του δοξαριού ήταν συνήθως φορτωμένο με μια σειρά από σφαιρικές καμπάνες, τα γερακοκούδουνα, που παρείχαν ρυθμική υπόκρουση στη μελωδία. Σήμερα, οι περισσότερες λύρες παίζονται με δοξάρια βιολιού.







Να συμπληρώσουμε πως οι λυράρηδες, όπως ο Ψαραντώνης, με τις δοξαριές τους πάνω στις χορδές, πράγματι υφαίνουν το σώμα της κρητικής ψυχής. Άγρια και περήφανη, πολεμοχαρής και μελαγχολική, τρυφερή κι αγαπησιάρικη, παθιασμένη και λεβέντικη, ερωτική και ανυπότακτη, η λύρα είναι ένα από τα ιερά σύμβολα της Κρήτης. Ο ήχος της συνεγείρει, συνεπαίρνει, κι όχι μόνο τους κρητικούς και τις κρητικές – αλλά όλους όσοι προτιμούν να ακούν μουσικές με ψυχή, από κάθε μεριά του κόσμου, κι όχι ανακυκλωμένα υποπροϊόντα της ακουστικής βιομηχανίας.







Παύλος Μεθενίτης







Πηγή: news247.gr



















Πυρρίχιος.


















Ο πολεμικός χορός των αρχαίων Ελλήνων που χόρεψαν οι μυθικοί δαίμονες Κουρήτες για να σώσουν τον νεογέννητο Δία απο τα χέρια του Κρόνου. Διασώθηκε από τους Πόντιους που τον χορεύουν οπλισμένοι και ντυμένοι με μαύρα ρούχα.







Ο χορός Πυρρίχιος αποκαλείται και Σέρρα, γιατί στον ποταμό Σέρα της Τραπεζούντας υπήρχαν οι πιο φημισμένοι χορευτές.




Ο σημερινός χορός των Ποντίων είναι εξέλιξη του αρχαίου Πυρρίχιου, του πολεμικού χορού των αρχαίων Ελλήνων, που αποτελούσε μέρος στρατιωτικής εκπαίδευσης.







Αρχές του περασμένου αιώνα, ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος ταξίδεψε στον Πόντο και έγραψε ένα έργο με τίτλο «Περιήγησις εις Πόντον», όπου περιέγραφε τον χορό Πυρρίχιο, με τα εξής λόγια: «Χορός πολεμικός. Αι κατά πάσας τας διευθύνσεις του σώματος στροφαί, η στενή προς αλλήλους των χορευτών σύσφιξις, η βιαία προς το δάπεδον στροφή, των ποδών οι κτύποι και των όπλων οι γδούποι, αι συσπάσεις των μυών του σώματος, ο ενθουσιασμός ο καταλαμβάνων τους χορευτάς, των θεωμένων αι επευφημίαι, η απανταχού εν είδει σπινθήρος μεταδιδομένη συγκίνησις, πάντα ταύτα προδίδουσι τοιαύτην πρωτοτυπίαν και τοσαύτην αίγλην εις το χορευτικόν σύμπλεγμα, ώστε δικαίως θα ηδύνατό τις να κατατάξη τον Σέρραν-χορόν μεταξύ των διασημοτέρων χορών ολοκλήρου του κόσμου…».




Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον Όμηρο, o Πυρρίχιος ήταν ένοπλος χορός, ο οποίος χορευόταν από παιδιά, άντρες αλλά και γυναίκες. Περιείχε στροφές στα πλάγια, οπισθοχωρήσεις, πηδήματα και χαμηλώματα, επιθετικές κινήσεις και κινήσεις άμυνας και οι χορευτές έβγαζαν ζωηρές φωνές. Ο Πλάτωνας αναφέρει ότι ο Πυρρίχιος ήταν θείο δώρο των Θεών προς τους Ανθρώπους και τον διαχώριζε σε δύο είδη «τον ειρηνικόν» και «τον πολεμικόν». Αναφέρει μάλιστα ότι ήταν μέρος της λατρείας του Διονύσου.




Η δημιουργία του Πυρρίχιου







Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, ο Πυρρίχιος δημιουργήθηκε από τους Κουρήτες, όταν ο Δίας ήταν βρέφος. Οι Κουρήτες ήταν από τους πρώτους κατοίκους της Κρήτης και χόρεψαν πάνοπλοι έναν πολεμικό χορό για να καλύψουν το κλάμα του και να μην τον ακούσει ο Κρόνος που τον κυνηγούσε.







Ο Στράβωνας αναφέρει ότι ο πρώτος που χόρεψε τον πολεμικό χορό ήταν ο γιος του Αχιλλέα, ο Πύρρος, επειδή χάρηκε που σκότωσε τον Ευρύπυλο, ενώ μερικοί υποστηρίζουν ότι τον χόρεψε ο Κουρήτης Πύρριχος πάνω από το σώμα του Πάτροκλου για να τον θρηνήσει.







Στα αρχαία κείμενα αναφέρεται ότι οι χορευτές ήταν παρατεταγμένοι σε στρατιωτική διάταξη, κρατούσαν ασπίδα και δόρυ και μιμούνταν κινήσεις στρατιωτών σε ώρα μάχης. Οι Αθηναίοι τον χόρευαν στα Παναθήναια και οι Σπαρτιάτες κατά τη διάρκεια πολεμικών αναμετρήσεων. Μάλιστα σε ένα κείμενο του Ξενοφώντα αναφέρεται μια γιορτή που διοργάνωσαν το 400 π.Χ. οι κάτοικοι της Κερασούντας, στην οποία χόρεψαν Πυρρίχιο.







Στη διάρκεια των χρόνων οι Πόντιοι συνέχισαν να χορεύουν τον έντονο πολεμικό χορό, ο οποίος θεωρείται η πιο γνήσια εκδοχή του αρχαίου Πυρρίχιου. Οι χορευτές είναι άντρες, ντυμένοι με μαύρα ρούχα και οπλισμένοι, οι οποίοι στέκονται σε ευθεία παράταξη πιασμένοι χέρι χέρι με το κεφάλι ψηλά. Σταδιακά ο ρυθμός του χορού ανεβαίνει και παρά τις διαφοροποιήσεις που έχει υποστεί στο πέρασμα του χρόνου, συνεχίζει να ξεσηκώνει όσους τον παρακολουθούν....







Πηγή: mixanitouxronou.gr




























Το κομπολόι στην Ελλάδα





















Στον τόπο μας, ο δεσμός του ανθρώπου με το κομπολόι είναι από τους πιο δυνατούς. Ένα κομμάτι λαϊκής παράδοσης, ζωντανής παντού: Το καλοκαίρι στους καφενέδες, κάτω από τον πλάτανο. Το χειμώνα, πλάι στην ξυλόσομπα, στο μπακαλικάκι της πλατείας του χωριού που σερβίρει και τσίπουρο…







Το κομπολόι ιστορικά υπήρξε από τη μία σύμβολο γοήτρου κι εξουσίας των προυχόντων και από την άλλη αξεσουάρ των ανθρώπων του υποκόσμου, των ρεμπέτηδων και των χασικλήδων. Κομπολόι κρατούσαν οι μάγκες του υποκόσμου, κομπολόι και ο Αρχηγός της Χωροφυλακής.




Εικόνες του χτες, εικόνες του σήμερα! Αν πριν μερικές δεκαετίες το κομπολόι το έβλεπαν ίσως ορισμένοι σαν παλιοκαιρίτικο και γεροντίστικο, καταδικασμένο από το νέο φανταχτερό μας life style, δε θα μπορούσαν να έχουν διαψευστεί πιο ηχηρά! Ακατάλυτα διαχρονική, η σχέση του Έλληνα με το κομπολόι, επιβιώνει και δυναμώνει.




Το πρώτο μέρος στην Ελλάδα όπου φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκαν “κομπολόγια” ήταν η μοναστική πλατεία του Άθω. Οι Αγιορίτες καλόγεροι έδεναν σε τακτές αποστάσεις μιας χοντρής κλωστής κόμπους, για να μετρούν τις προσευχές τους. Αυτά τα “κομποσχοίνια” ή “πατερημά” άνοιξαν, λένε, το δρόμο στο ελληνικό κομπολόι.







Η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική περίπτωση όπου το προσευχητάρι αποβάλλει την αρχική θρησκευτική του ιδιότητα και μετατρέπεται σε κομπολόι, σε αντικείμενο διασκέδασης, γράφει ο Κώστας Κατσιμπόκης στο “Περί κομβολογίου το Ανάγνωσμα”.




Η μετάλλαξη αυτή έγινε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Οι Τούρκοι της Ελλάδας κρατούσαν το “τεσπίχ“, που το εξελληνίσαμε σε “ντεσπίγι“. Το κομπολόι αυτό ήταν πυκνό, δεν περίσσευε ελεύθερο σχοινάκι για να γλιστράνε και να “παίζονται” οι χάντρες, αφού σκοπός του ήταν μονάχα το μέτρημα των προσευχών. Ήταν δηλαδή μια γιρλάντα με τις χάντρες ακίνητες, που οι Τούρκοι ωστόσο την κρατούσαν όχι μόνο στις προσευχές τους, αλλά και σε επίσημες εκδηλώσεις, στη διασκέδασή τους ή στο ραχάτι τους. Οι Έλληνες υιοθέτησαν τη γιρλάντα με τις χάντρες από τους Τούρκους. Αλλά με πιο “παιχνιδιάρικο” μάτι… Κατά μια άποψη, για να σαρκάσουν με τη μίμηση αυτή τους δυνάστες τους. Κατά μία άλλη, πιο παράδοξη, για να έχουν τα χέρια τους “απασχολημένα” ώστε να μη παρασύρονται να χαιρετούν με χειραψία, που οι Τούρκοι τους την απαγόρευαν.







Στη σκλαβωμένη Στερεά, στην Εύβοια, στο Μοριά, το τεσπίχ του Τούρκου μεταμορφώνεται σε κομπολόι του ραγιά: Με κέφι και εφευρετικότητα, ο Έλληνας αφαιρεί από το σχοινάκι κάμποσες χάντρες, μεγαλώνοντας το κενό ανάμεσα στις υπόλοιπες και δημιουργώντας το ελληνικό κομπολόι, που οι χάντρες του κινούνται ελεύθερα: Ένα πλάσμα ζωντανό, που τραγουδάει, αναστενάζει, το χαϊδεύεις κι αποκρίνεται!







Το κομπολόι μαρτυρείται για πρώτη φορά σε εικόνα σε σπάνια φωτογραφία που χρονολογείται περί το 1840 στην Κάρυστο και παρουσιάζει έναν τοπικό άρχοντα με παραδοσιακή ενδυμασία να υποδέχεται τον Όθωνα, κρατώντας στα χέρια ένα κομπολόι.







Πως και γιατί “ξέπεσε” αργότερα στον τόπο μας το κομπολόι; Τι έφταιξε που περιθωριοποιήθηκε για ένα σχεδόν αιώνα, ίσαμε που τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος;




Βασικοί υπεύθυνοι για την κοινωνική του απαξιώση στάθηκαν οι παλιοί κουτσαβάκηδες – άτομα περιθωριακά οι ίδιοι, ταυτισμένοι με κομπολόγια από υλικά εντελώς ευτελή.




Ας γυρίσουμε πίσω, με “ξεναγούς” το Τίμο Μωραϊτίνη και τον Δημήτρη Σκουζέ, να τους γνωρίσουμε…







Η επανάσταση είχε τελειώσει. Άπραγοι οι παλιοί καπεταναίοι και αγωνιστές του ’21, όσοι ζούσαν ακόμα. Μαζεύονταν στον κεντρικό καφενέ της πλατείας του Ψυρρή οι Αθηναίοι, για αυτόν ακριβώς το λόγο της είχαν δώσει το όνομα “Πλατεία των Ηρώων”.




Διάφοροι ψευτοπαλικαράδες και νταήδες, ίσως επειδή ένιωθαν κι εκείνοι κάπως σαν λαϊκοί ήρωες, έκαναν αργότερα αυτή την πλατεία στέκι τους.




“Κουτσαβάκηδες” τους ξέρανε όλοι, γιατί προσπαθούσαν να μοιάσουν σε ύφος και ζοριλίκι σε ένα καυγατζή δεκανέα από τα χρόνια του Όθωνα, το Μήτρο Κουτσαβάκη.




Βλέμμα βλοσυρό, μαλλιά με χωρίστρα στη μέση και αλειμμένα με κανελλόλαδο, μουστάκι στριφτό πασαλειμένο με μαντέκα… Παντελόνι “τζογέ”, σκούρο πάντα, με ρίγα που στένευε στο μπατζάκι. Στιβάλια στενά και μυτερά, με τακουνάκι. Γύρω στη μέση ζωνάρι μάλλινο άσπρο ή κόκκινο, για να χωρούν μέσα τις περίφημες “ισόβιες” ή μαχαίρες που κουβαλούσαν και που συχνά τους έστελναν στη φυλακή. Στο κεφάλι, σταχτιά ρεπούμπλικα με μια φαρδιά κορδέλα πένθους – τη “θλίψη” όπως την έλεγαν.




Φαίνεται, πως το κλίμα άρχισε να αλλάζει μετά τη δεκαετία του ’20. Σύμφωνα με τους απογόνους μιας οικογένειας μικρασιατικής, που ήρθε “από απέναντι” μετά την Καταστροφή, οι πρόσφυγες παππούδες τους ήταν οι πρώτοι που άρχισαν να φτιάχνουν και να πουλάνε πραγματικά “ελληνικά” κομπολόγια.




Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Κατερίνα Αγραφιώτη, συνάντησε τα εγγόνια τους και της είπαν όσα ήξεραν: Πως μετά το ’22 έφτασε η φαμίλια στην Ελλάδα κι έφτιαξε ένα σπιτάκι στην Κοκκινιά.. Και πως, με ένα μηχάνημα που είχαν φέρει μαζί τους, άρχισαν επαγγελματικά να κατασκευάζουν χάντρες και κομπολόγια. Κι έπειτα, ανοίγοντας ένα μαγαζάκι κοντά στον Πειραιά, ένα από τα πρώτα νεοελληνικά κομπολογάδικα, διέδωσε το περιφρονημένο κομπολόι, συμβάλλοντας στην αποδοχή του από κάθε κοινωνική τάξη.







Σήμερα στην εποχή της ταχύτητας, του ανταγωνισμού, του άγχους και του εκνευρισμού, το κομπολόι καλά κρατεί ακολουθώντας παρόμοια πορεία με το μέχρι πρόσφατα παρεξηγημένο μπουζούκι.







Τόπου Ανάμνησις…

topoyanamnisis@gmail.com




Πηγή: xoreytis.gr













Σόφκα

(Χορός από το χωριό Γρίβα Νομού Κιλκίς)










H Σόφκα ήταν παραδοσιακός χορός του χωριού Γρίβα Γουμένισσας του Νομού Κιλκίς.







Η Γρίβα είναι χωριό του Δήμου Παιονίας, στην ομώνυμη επαρχία, του Nομού Κιλκίς της Κεντρικής Μακεδονίας. Είναι κτισμένη στους πρόποδες της ανατολικής πλαγιάς του όρους Πάικο, με το ξακουστό Δάσος των Καστανιών σε υψόμετρο 470 μ. Βρίσκεται 70 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 50 χιλιόμετρα ανατολικά από την ομώνυμη πρωτεύουσα του Νομού Κιλκίς και 20 χιλιόμετρα βορειοανατολικά των Γιαννιτσών.







Η ιστορία της διάσωσης.




Κατά την διάρκεια ενός γλεντιού σε γάμο, στην Γρίβα, στην πλατεία του χωριού μια ηλικιωμένη πλησίασε την ορχήστρα που έπαιζε μουσική και συγκεκριμένα τον αείμνηστο Γιώργο Ασαρτζή έναν εξαιρετικό οργανοπαίχτη κλαρίνου της περιοχής και του ζήτησε να παίξει την Σόφκα.

Της απάντησε ότι δεν γνωρίζει να παίξει αυτό τον χορό και της ζήτησε να του το τραγουδήσει ώστε να προσπαθήσει να το παίξει . Όταν τελικά άρχισε να παίζει την μελωδία, διαπίστωσε ότι αρκετοί από αυτούς που ήταν στην πλατεία άρχισαν να λένε “να η Σόφκα”, αναφέροντας το πόσο καιρό είχανε να την ακούσουν καθώς επίσης ότι γνώριζαν και το τραγούδι που υπάρχει στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα της Γρίβας, τα “Εντόπια”.







Μετά από αυτό το περιστατικό ο πατέρας του Γιώργου Ασαρτζή, ο Τριαντάφυλλος Ασαρτζής επίσης ξακουστός και πολύ καλός οργανοπαίχτης ρώτησε στη Γουμένισσα ηλικιωμένους για να μάθει περισσότερες πληροφορίες για τον χορό, έτσι με την βοήθεια τους έβγαλε τα βήματα της Σόφκας.

Στην συνέχεια ο μπαρμπά Τριαντάφυλλος την έδειξε για πρώτη φορά μαζί με μια χοροδιδάσκαλο σε σεμινάριο στην Καβάλα το 2006 γιατί αυτός δεν ήξερε να μετράει τα βήματα, καθώς και σε ένα σεμινάριο που διοργάνωσε ο Λ.Ο. Αριδαίας “Οι Αλμπωπες” το 2008.







Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να δείτε τον μπάρμπα Τριαντάφυλλο να χορεύει τη Σόφκα!







https://www.youtube.com/watch?list=RDuyPQzqcc5xw&v=uyPQzqcc5xw







Αξίζει να αναφέρουμε και το όνομα της χοροδιδασκάλου, η οποία πραγματοποίησε αυτή τη σπουδαία έρευνα στην περιοχή της Γρίβας και της Γουμένισσας, έτσι ώστε αυτός ο χορός και κάποιοι άλλοι, να αναδειχτούν και να ξαναβγούν στο μουσικοχορευτικό προσκήνιο. Αυτή η χοροδιδάσκαλος ονομάζεται Κούπανη Αικατερίνη και ανέδειξε τόσο την σημασία του χορού Σόφκα, όσο και τα βήματα του χορού, σε ολόκληρο το Πανελλήνιο. Η συμβολή της έγκειται τόσο στο γεγονός ότι έλαβε προσωπική συνέντευξη, κατέγραψε και βιντεοσκόπησε, τόσο την κυρία Φίλιω Βαλκάνη, η οποία ήταν αυτή που παρήγγειλε τον χορό Σόφκα και δυστυχώς δεν ζει σήμερα, όσο και τον ίδιο τον παππού Τριαντάφυλλο Ασαρτζή, ο οποίος ναι μεν είχε κατάλαβε κάποια βήματα, όμως δεν μπορούσε από μόνος του να τα βάλει σε μια σειρά. Επιπλέον η κυρία Κούπανη, αφού κατέγραψε και άλλους γέροντες της περιοχής, διασταύρωσε τις πληροφορίες και όταν ήταν σίγουρη ότι συμφωνούσαν όλοι σε αυτό που ονομάζουμε σήμερα τελική μορφή του χορού Σόφκα, κανόνισε σε συνεργασία με την οικογένεια Ασαρτζή, να γίνει μια σημαντική ηχογράφηση της μουσικής και καταγραφής του χορού με την μορφή που μας έχει γίνει γνωστός σήμερα. Στην πορεία η καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής, με ειδικότητα στους Ελληνικούς Παραδοσιακούς χορούς και χοροδιδάσκαλος κυρία Κούπανη, παρουσίασε τον χορό, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Αρχικά, σε σεμινάριο που διοργανώθηκε από το “Λαικότροπο” Καβάλας το 2006 και στη πορεία από το Λ.Ο. Αριδαίας το 2008, για να φτάσουμε σήμερα στο σημείο όλη η Ελλάδα να χορεύει την Σόφκα, έτσι όπως την κατέγραψε η κ. Κούπανη σε συνεργασία με την οικογένεια Ασαρτζή. (Πληροφορίες από την κα Χέλη Ανασταία προς την σελίδα μας)




Ο ξεχασμένος αυτός χορός, επανήλθε και πάλι στο προσκήνιο και χορεύεται πλέον από πλήθος πολιτιστικών συλλόγων.




Πηγή : http://macedonia-documents-and-proofs.blogspot.gr/2012/01/blog-post.html







Χοροδιδάσκαλος Παντελής Πασχαλίδης από τον Πολυπλάτανο Νάουσας τα οποία του τα μετέφερε ο Γιώργος Ασαρτζής.







Μια εκδοχή ακόμα που επικρατεί, είναι η ιστορία της Σοφίας που αρρώστησε.







Τα βάσανά της αρχίζουν όταν κάποιο πρωινό ξυπνά και νοιώθει πάρα πολύ άρρωστη. Τις πρώτες μέρες, προσπάθησε να κρατήσει την αδιαθεσία της μακριά από τους γονείς της. Λίγο από φόβο λίγο να μην τους ανησυχήσει, άφησε τις μέρες να περνούν. Βλέποντας όμως ότι δεν καλυτερεύει, πηγαίνει κλαίγοντας στον πατέρα της και του λέει ότι δεν είναι καλά, για να την βοηθήσει.




Η ιστορία της Σοφίας (Σόφκα) έχει τραγουδηθεί με στίχους στα “Εντοπικά”.







Σήκω θα πάμε, Σοφία μπαμπάκα μου, στην Γουμένισσα

(Στάνι κι όϊμε, Σόφκα να τάτκο, να γκράντα Γκουμεντζια.)




Ωχ αμάν αμάν, Σοφία μπαμπάκα μου, στην Γουμένισσα

(Ωχ αμαν – αμαν, μπέλα Σοφκα, να γκράντα Γκουμεντζια)







Αυτός να μάς πεί, Σοφία μπαμπάκα μου, ποιά η αρρώστεια σου

(Ον ντα νι καζια, Σοφκα να τατκο, σιο τιε μπολκατα.)










Η Σοφία, σύμφωνα με την “ιστορία” ήταν “άρρωστη” περιμένοντας… παιδί !







Πηγή : http://griva-kilkis.blogspot.gr/2011/04/blog-post_14.html




Συλλογή Πληροφοριών xoreytis.gr














































Μάρηδες το γνήσιο Θρακικό φύλο





















Ιστορία των μάρηδων







Οι Μάρηδες είναι μια μικρή ομάδα Θρακών (κάπου 17.000 πρόσωπα) που ζουν στην περιοχή του βόρειου Έβρου, σκορπισμένοι σε 13 χωριά, έχουν όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ένα χωριστού φύλου, με δική τους ενδυμασία και γλωσσικά ιδιώματα. Δεν υπάρχει επίσημοι εκδοχή, γιατί ονομάζονται έτσι απλά κυκλοφορούν διάφορες εκδοχές για την ονομασία τους αυτή. Μία από αυτές τους θέλει απογόνους του αρχιερέα Μάρωνα, ενώ μία άλλη ισχυρίζεται ότι η λέξη προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «μαρμαίρω» που θα πει λάμπω, κάτι που έχει άμεση σχέση με τις παραδοσιακές τους φορεσιές οι οποίες κυριολεκτικά λάμπουν από τα στολίδια.







Οι Μάρηδες, λοιπόν, είναι ένα θρακικό φύλο που κατοικεί σε 13 χωριά της κοιλάδας του Ερυθροποτάμου, παραποτάμου του Έβρου.



Περήφανοι για την καταγωγή τους οι Μάρηδες διατηρούν ακόμη και σήμερα στοιχεία της παράδοσής τους. Στα δεκατρία χωριά των Μάρηδων λειτουργούν πολιτιστικοί σύλλογοι και όλοι μαζί ίδρυσαν το 2002 την Ένωση Συλλόγων Μάρηδων, της οποίας ο ρόλος είναι καθαρά συντονιστικός μεταξύ των συλλόγων.




Τα δεκατρία χωριά των Μάρηδων βρίσκονται στο Βόρεια Έβρο και εξ αυτών τα περισσότερα βρίσκονται στην κοιλάδα του Ερυθροπόταμου και τα άλλα στην περιοχή της Ορεστιάδας. Τα χωριά αυτά είναι Στέρνα, Νεοχώρι, Παταγή, Αμπελάκια, Ποιμενικό, Σιτοχώρι, Μάνη, Καρωτή, Κυανή, Κουφόβουνο, Ασβεστάδες, Βρυσικά και Ασπρονέρι. «Αυτά τα χωριά έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Ίδια καταγωγή, κοινή ιστορία, κοινή νοοτροπία, κοινά ήθη και έθιμα, κοινή φορεσιά, η οποία σημειωτέον είναι μοναδική και δεν απαντάται πουθενά στον κόσμο.







Η κοινωνία των Μάρηδων ήταν κλειστή. «Μέχρι και το 1950 δεν αντάλλασσαν γαμπρούς και νύφες με τα άλλα χωριά. Για παράδειγμα, στο Νεοχώρι δεν έπαιρναν ούτε έδιναν νύφη για να μη χαλάσει η ράτσα. Σκεφτείτε ότι το 1920 ή το 1930 κάποιος του οποίου πέθαινε η γυναίκα νέα πήγε από το Νεοχώρι, και τότε γνωρίζετε ότι δεν υπήρχαν παρά μόνο άλογα και βόδια για μετακινήσεις, στην Κυανή ή το Ασβεστάδες για να πάρει γυναίκα για να μη χαλάσει η φυλή».







Ο λαϊκός πολιτισμός των Μάρηδων, ογκώδης και πολυμερής, καλύπτει όλο το φάσμα της ζωής της ομάδας και αναφέρεται σε ήθη και έθιμα:




-Στην κύρια εργασία και λοιπές δευτερεύουσες δραστηριότητες.




-Στην λατρευτική θρησκευτική δραστηριότητα.







-Στις κοινωνικές εκδηλώσεις (γέννηση – βάπτιση – αρραβώνα – γάμο –θάνατο).







-Στην μουσική – σύνθεση – τραγούδι .




-Στο χορό.







-Στην αρχιτεκτονική των οικήσεων και λοιπών χώρων.




-Στην μαγειρική και την ενδιαίτηση.




-Στην ένδυση και τον ιματισμό.




-Στα μέσα κινήσεως και στα εργαλεία εργασίας.







-Στην γλώσσα επικοινωνίας – Παροιμίες – Παιγνίδια – Δεισιδαιμονίες.







-Στην εμφάνιση.







-Στον αθλητισμό.




Θα ήταν παράλειψη αν στο σημείο αυτό δεν αναφέραμε τις παγκόσμιες επιδόσεις στον αθλητισμό, του Κώστα Γκατσιούδη απ’ το Σιτοχώρι, που έγινε παγκόσμιος πρωταθλητής στον ακοντισμό,







και της Μόρφως Δροσίδου απ’ το Νεοχώρι, που πήρε την τρίτη θέση στο ΤΑΕ ΚΒΟ ΝΤΟ στην Ολυμπιάδα της Βαρκελώνης το 1992.




Επίσης θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφέραμε και τον Χρόνη Αηδονίδη, που στην Ολυμπιάδα της Αθήνας το 2004 καλωσόρισε τους λαούς της γης με το Μαρέικο τραγούδι «Φίλοι μου καλώς ορίσατε».







Είναι πλέον παραδεδεγμένο ότι οι Μάρηδες κρατούν στους ώμους τους το μεγαλύτερο βάρος του γνήσιου θρακικού λαϊκού πολιτισμού. Στον βόρειο Έβρο, στην κοιλάδα του Ερυθροποτάμου, όπου τα 13 χωριά των Μάρηδων και τα 9 χωριά των Μεταξάδων, χτυπάει η καρδιά της γνήσιας και παραδοσιακής Θράκης.







Οι Μάρηδες λοιπόν είναι ένα άσημο πληθυσμιακό κομμάτι από απλούς ανθρώπους, που ποτέ δεν βρέθηκαν στο προσκήνιο της ιστορίας, δεν επηρέασαν καταστάσεις και δεν έδρεψαν δάφνες από ιστορικά κατορθώματα.




Είναι όμως μια χούφτα ανθρώπων, που διαχρονικά και στον ίδιο τόπο έμειναν στα αχνάρια της μυθολογικής αβεβαιότητας και της ιστορικής πραγματικότητας και με τους εξέχοντες λαϊκούς καλλιτέχνες, Χρόνη Αηδονίδη, Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη, Βαγγέλη Δημούδη, Νίκο Ζαπάρτα και τόσους άλλους ερμηνευτές και λαϊκούς οργανοπαίκτες έγιναν οι συνεχιστές του μυθικού Ορφέα, του Ευμόλπου, του Θάμυρη και του Λίνου που, ενωρίς στην προϊστορική εποχή με τα δρώμενά τους στις θρησκευτικές τελετές, στην ποίηση, στην μουσική, στην φιλοσοφία του θείου έδωσαν στους άμεσα συγγενείς τους Έλληνες του Νότου τα πρώτα σπέρματα πολιτισμού, που μεγάλως επηρέασαν στην δημιουργία του θαυμαστού Μυκηναϊκού πολιτισμού.




























Το φέσι
























Το φέσι είναι τύπος καλύμματος της κεφαλής με κυλινδρικό σχήμα, επίπεδη κορυφή και χωρίς γείσο, φτιαγμένο από μαλλί (τσόχα ή κιλίμι) και το οποίο μπορεί να φέρει φούντα. Στις αραβικές χώρες είναι γνωστό και ως ταρμπούς.







Αντίθετα από ότι πολλοί από εμάς πιστεύουμε, το φέσι δεν είναι τουρκικό, και ούτε έχει την προέλευσή του από τους Τούρκους. Αρχικά το φέσι εντοπιζόταν μόνο στις χώρες του Μαγκρέμπ.




Το όνομά του το πήρε από την μαροκινή πόλη Φεζ, όπου φτιαχνόταν και όπου παρασκευαζόταν η βαφή η οποία χρωμάτιζε τα φέσια και η οποία είχε το μονοπώλιο στην παραγωγή του.







Το φέσι γνώριζε ευρεία διάδοση στον μουσουλμανικό κόσμο (και ιδίως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) μέχρι τον 20ό αιώνα και αποτελεί τμήμα της ενδυμασίας των Ευζώνων (και αποκαλείται φάριο ή φάρεο).







Το φέσι είναι τμήμα της παραδοσιακής φορεσιάς της Κύπρου. Παραδοσιακά, οι γυναίκες φορούσαν κόκκινο φέσι αντί για μαντήλι και οι άντρες ένα μαύρο ή κόκκινο καπέλο χωρίς γείσο. Σε περιήγησή του στην Κύπρο το 1811, ο Τζον Πίνκερτον περιγράφει το φέσι, ως τη σωστή ελληνική ενδυμασία.







Το φέσι εισήχθη στα Βαλκάνια, αρχικά κατά τη Βυζαντινή εποχή, και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, όπου διάφοροι Σλάβοι, ως επί το πλείστον Βόσνιοι, άρχισαν να το φορούν ως κάλυμμα της κεφαλής. Το φέσι φορέθηκε από πολλές διαφορετικές θρησκευτικές και εθνοφυλετικές ομάδες κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κυρίως τον 19ο αιώνα. Αρχικά ήταν σύμβολο του οθωμανικού μοντερνισμού αφού είχε αντικαταστήσει τα τουρμπάνια.




Το 1826, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διέλυσε τους Γενίτσαρους και προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις στις ένοπλες δυνάμεις. O εκσυγχρονισμένος στρατός υιοθέτησε στολές δυτικού τύπου, και για κάλυμμα κεφαλής το φέσι.







Το 1829, ο Σουλτάνος διέταξε τους δημόσιους υπαλλήλους να φορούν απλό φέσι, ενώ απαγόρευσε το τουρμπάνι. Η πρόθεση ήταν ο πληθυσμός να εξαναγκαστεί να φορέσει φέσι και το σχέδιο απέδωσε. Το χωρίς γείσο φέσι ήταν καθαρότερο από το τουρμπάνι και επίσης δεν εμπόδιζε την προσευχή. Η υιοθέτηση του φεσιού ήταν ένα μέτρο ισότητας, το οποίο αντικατέστησε τους περίπλοκους νόμους σχετικά με την υπόδειξη της τάξης, θρησκείας και επαγγέλματος. Αν και οι έμποροι και οι τεχνίτες γενικά απέρριψαν το φέσι, αυτό έγινε σύμβολο του εκσυγχρονισμού στην Εγγύς Ανατολή, με αποτέλεσμα να υιοθετηθεί και από άλλα κράτη (όπως το Ιράν το 1873).







Όμως, κατά τις αρχές του 20ού αιώνα το φέσι θεωρείται ότι αντιπροσώπευε μια «Ανατολίτικη» πολιτιστική ταυτότητα. Στην Τουρκία η χρήση του φεσιού απαγορεύτηκε δια νόμου το 1925, ως μέρος των εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.







Σε μια ομιλία του όπου επιτίθεται ενάντια στον οθωμανικό τρόπο ντυσίματος, ο Ατατούρκ χαρακτήρισε το φέσι ως παρακμιακό, και το κατήγγειλε ως «κάλυμμα της κεφαλής των Ελλήνων», συνδέοντάς το με το πρόσφατο ελληνο-τουρκικό πόλεμο. Μέχρι και σήμερα, οι Τούρκοι πιστεύουν ότι το φέσι είναι ελληνικής προέλευσης, και ότι το υιοθέτησαν από τους βυζαντινούς.







Όμως, αν και αρχικά σύμβολο του οθωμανικού εκσυγχρονισμού, το φέσι έγινε με τον καιρό τμήμα της ανατολίτικης πολιτισμικής ταυτότητας. Θεωρούμενο εξωτικό και ρομαντικό στη δύση, αποτέλεσε αντικείμενο μόδας για τους άντρες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Ηνωμένο Βασίλειο στις αρχές του 20ού αιώνα.







Το 1958, το φέσι καταργήθηκε από τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ και στην Αίγυπτο, η οποία τότε ήταν η μεγαλύτερη παραγωγός φεσιών. Εξακολουθούν να παράγονται φέσια στην Αίγυπτο, αλλά για τουριστική κατανάλωση. Σήμερα, το μόνο μουσουλμανικό κράτος που διατηρεί το φέσι ως τμήμα της επίσημης ενδυμασίας είναι το Μαρόκο, όπου αποτελεί σύμβολο αντίστασης στους Γάλλους.







Στην Κύπρο το κόκκινο φέσι πρωτοεμφανίζεται κατά τις αρχές του 19ού αιώνα και η χρήση του υιοθετήθηκε αρχικά από τους αστούς του νησιού, Έλληνες και Τούρκους. Πολύ γρήγορα εξαπλώνεται και στην ύπαιθρο, που εκτοπίζει σχεδόν μέχρι αφανισμού, το κυπριακό κωνικό σκούφο. Έτσι, πολύ σύντομα, το φέσι γίνεται ένα αναπόσπαστο μέρος της παραδοσιακής κυπριακής ανδρικής ενδυμασίας. Στις πόλεις το φορούσαν χωρίς άλλο μαντήλι, ενώ οι χωρικοί συνήθιζαν να το φορούν μαζί με κεφαλόδεσμο, για να μη λερώνεται από τον ιδρώτα. Ο κεφαλόδεσμος αυτός ήταν ένα μαύρο ή πόλλες φορές σκούρο μπλε μαντήλι, διακοσμημένο στην άκρη του με άσπρα λουλούδια. Όμως ο κεφαλόδεσμος που συνόδευε το φέσι της επίσημης αγροτικής ανδρικής φορεσιάς, ήταν συχνά από μετάξι. Τα φέσια ήταν εισαγόμενα στην Κύπρο από την Τύνιδα και τη Γαλλία, αλλά υπήρχαν και φέσια εγχώριας κατασκευής.










Πηγή: el.wikipedia.org







grparadosi.com





































Γιατί λέμε ψέματα την Πρωταπριλιά;







Ο Τόμας Έντισον εφηύρε μια μηχανή που μετατρέπει το νερό σε κρασί,




βρέθηκε ο τάφος του Σωκράτη κοντά στην Ακρόπολη,




το Big Ben θα λειτουργήσει με νέο μηχανισμό και οι παλιοί του δείκτες θα δημοπρατηθούν,




είναι μερικά από τα διάσημα ψέματα των ΜΜΕ, την 1η Απριλίου.




Παρόλο που η Πρωταπριλιά είναι η μέρα κατά την οποία τα ψέματα και οι φάρσες δικαιολογούνται, πολλοί είναι εκείνοι που κάθε χρόνο «την πατάνε» και πιστεύουν απίστευτες ιστορίες βγαλμένες από τη φαντασία.







Η Πρωταπριλιά είναι αγαπημένη ημέρα των μικρών παιδιών, καθώς σκαρώνουν διάφορα αστεία για να πειράξουν τους γονείς, τους φίλους, ακόμα και τους δασκάλους στο σχολείο.




Οι μελετητές, ιστορικοί και λαογράφοι διαφωνούν για το πότε και ποιοι καθιέρωσαν τα πρωταπριλιάτικα ψέματα κι έτσι οι εκδοχές είναι δύο:







1. Η γαλλική πρωτοχρονιά




Η μετακίνηση της γαλλικής πρωτοχρονιάς προκάλεσε σύγχυση. Η πιο διαδεδομένη εκδοχή για την καθιέρωση της Πρωτοχρονιάς μας γυρνάει στον 16ο αιώνα στη Γαλλία. Έως το 1564, οι Γάλλοι γιόρταζαν την πρωτοχρονιά, κάθε 1η του Απρίλη, ώστε να είναι κοντά στο Πάσχα, αλλά και να ταυτίζεται με την αναγέννηση της φύσης, την άνοιξη. Εκείνη τη χρονιά, ο βασιλιάς Κάρολος Θ’ αποφάσισε να συμβαδίσει με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και μετέφερε την Πρωτοχρονιά, την 1η Ιανουαρίου. Πολλοί δυσκολεύτηκαν να δεχτούν αυτή την αλλαγή και συνέχισαν να κάνουν πρωτοχρονιά τον Απρίλιο, όπως είχαν συνηθίσει. Οι υπόλοιποι άρχισαν να τους κοροϊδεύουν, να τους κάνουν πλάκες και να τους στέλνουν ψεύτικα δώρα και έτσι η 1η Απριλίου, από πρωτοχρονιά, μετατράπηκε σε ημέρα κοροϊδίας και φάρσας.







2. Τα ψέματα των ψαράδων







Η δεύτερη εκδοχή σχετίζεται με τους Κέλτες ψαράδες οι οποίοι ξεκινούσαν τη θερινή τους περίοδο ψαρέματος, την πρώτη του Απρίλη, όταν ο χειμώνας είχε τελειώσει και ο καιρός άρχιζε να καλυτερεύει. Οι συνθήκες όμως, τις περισσότερες φορές δεν ήταν ιδανικές και η ψαριά ήταν από μικρή έως ανύπαρκτη. Οι ψαράδες για να μην ντροπιαστούν έλεγαν διάφορα ψέματα και φανταστικές ιστορίες που δικαιολογούσαν την αποτυχία τους και έτσι η 1η του Απρίλη ταυτίστηκε με το ψέμα και την υπερβολή.







Οι γελωτοποιοί βασιλιάδες.







Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή που έρχεται από τα βυζαντινά χρόνια και την περίοδο της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιστορίας Τζόζεφ Μπόσκιν, ομάδα γελωτοποιών του βασιλιά τόλμησε να ισχυριστεί ότι θα μπορούσε να κυβερνήσει καλύτερα από τον Κωνσταντίνο. Ο βασιλιάς διασκέδασε πολύ με αυτή τη δήλωση και προκάλεσε έναν από τους γελωτοποιούς, τον Κούγκελ, να πάρει τη θέση του για μια ημέρα. Ο Κούγκελ την ημέρα της διακυβέρνησης του, επέβαλε νόμο, σύμφωνα με τον οποίο, η 1η Απριλίου καθιερωνόταν ως ημέρα αφιερωμένη στο γελοίο και το υπερβολικό. Η διασκεδαστική αυτή εκδοχή δημοσιεύτηκε από το Assosiated Press το 1983. Πολύς κόσμος πίστεψε την ιστορία μέχρι να αποκαλυφθεί ότι επρόκειτο για φάρσα του Μπόσκιν, θύμα της οποίας είχε πέσει και το ίδιο το πρακτορείο.







Η πρωταπριλιά στην Ελλάδα







Όπως συμβαίνει με πολλά ευρωπαϊκά έθιμα που υιοθετεί η ελληνική κοινωνία με το πέρασμα των χρόνων, έτσι έγινε και με τα πρωταπριλιάτικα ψέματα. Η συνήθεια μεταφέρθηκε και στην Ελλάδα, αλλά σύμφωνα με λαογράφους, τα ψέματα, έχουν αποτροπαϊκό χαρακτήρα. Ξορκίζουν δηλαδή το κακό και τις βλαπτικές δυνάμεις, όπως αναφέρει ο λαογράφος Λουκάτος.







Πολλοί πιστεύουν ότι εκείνος που θα σκαρώσει μια επιτυχημένη φάρσα, θα είναι τυχερός για τον υπόλοιπο χρόνο, ενώ αντίθετα, όποιος πέσει θύμα, θα συνοδεύεται από γρουσουζιά....




Πηγή: mixanitouxronou.gr











































Γιατί τρώμε μπακαλιάρο και σκορδαλιά την 25η Μαρτίου;




Διπλή και μεγάλη γιορτή για την Ελλάδα, καθώς η 25η Μαρτίου ημέρα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, είχε οριστεί και ως ημέρα έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης από τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρίας Αλέξανδρο Υψηλάντη.

Κάθε χρόνο λοιπόν, ανήμερα της 25ης Μαρτίου που είναι επίσημη αργία, λαμβάνουν χώρα εκδηλώσεις εορτασμού, παρελάσεις μαθητών, η μεγάλη στρατιωτική παρέλαση στο κέντρο της Αθήνας, αλλά και δοξολογίες σε ναούς, με τους Έλληνες να ενώνονται με ένα κοινό αίσθημα πατριωτισμού αλλά και πίστης.

Σήμα… κατατεθέν της 25ης Μαρτίου (εκτός από την ιστορική της σημασία και το συμβολικό της νόημα), είναι επίσης και ο… μπακαλιάρος σκορδαλιά που τρώμε, ένα από τα γνωστότερα έθιμα.







Αν έχετε αναρωτηθεί για ποιο λόγο, η παράδοση μας «καλεί» να τρώμε το εν λόγω φαγητό στο οικογενειακό τραπέζι, η απάντηση βρίσκεται στην θρησκεία, καθώς η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι η παλαιότερη και πιο αυστηρή χρονική περίοδος νηστείας για την ορθόδοξη εκκλησία. Στην έναρξη της καθιέρωσης της, περί τον 4ο αιώνα μ.Χ., προβλεπόταν μάλιστα κατά τα μοναχικά πρότυπα ξηροφαγία, με τους πιστούς να τρώνε μόνο μια φορά την ημέρα κι αυτή μετά τις 3 το μεσημέρι.

Μέσα στην περίοδο της Τεσσαρακοστής η νηστεία καταλύεται, διαφοροποιείται δηλαδή, τρεις φορές, δίνοντας μια ευκαιρία στους πιστούς για ενδυνάμωση μιας και η νηστεία αυτή είναι η πιο αυστηρή.

Η πρώτη από αυτές τις εξαιρέσεις είναι ανήμερα της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπως έχει καθιερωθεί η 25η Μαρτίου. Πρόκειται για μια χαρμόσυνη εορτή μέσα στην περίοδο του πένθους της Σαρακοστής και επειδή είναι θεομητορική εορτή, αφιερωμένη στην Παναγία και ως εκ τούτου ιδιαίτερα σημαντική, καταλύονται το ψάρι, το έλαιο και ο οίνος.







Και γιατί μπακαλιάρο;

Για ποιο λόγο όμως τρώμε συγκεκριμένα μπακαλιάρο και όχι κάποιο άλλο ψάρι; Η εξήγηση για τη γευστική αυτή συνήθεια είναι αρκετά απλή κι έχει να κάνει κυρίως με την αδυναμία των κατοίκων της ενδοχώρας να προμηθεύονται άμεσα και οικονομικά φρέσκο ψάρι. Παρά το ότι ο μπακαλιάρος δεν είναι ένα «ελληνικό» ψάρι, καθώς απαντάται κυρίως στις ακτές του βορειοανατολικού Ατλαντικού, το γεγονός ότι γίνεται παστός τον καθιστά ένα τρόφιμο φθηνό κι εύκολο στη συντήρηση.

Ο μπακαλιάρος έφτασε στο ελληνικό τραπέζι περί τον 15ο αιώνα και καθιερώθηκε άμεσα ως το εθνικό φαγητό της 25ης Μαρτίου, καθώς με εξαίρεση τα νησιά μας, το φρέσκο ψάρι αποτελούσε πολυτέλεια για τους φτωχούς κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας. Έτσι, ο παστός μπακαλιάρος, που δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη συντήρηση, αποτέλεσε την εύκολη και φθηνή συνάμα λύση, έθιμο που κρατά μέχρι τις μέρες μας.










Πηγή: imerazante.gr








































Ο θρύλος της Τζίντας













(Παραμύθι των Βλάχων)







Σύμφωνα με παλιούς βλάχους κατοίκους της Ιεροπηγής η γέννηση της φυλής τους ανάγεται σε ένα θρύλο, το θρύλος της Τζίντας.

"Τζίντα" (τζίντιλι ) είναι οι φανταστικές νεράιδες των βουνών, που κινούνται με τη μορφή ανεμοστρόβιλου χορεύοντας και τραγουδώντας. Είναι ικανές να "πάρουν" τα λογικά ή τη φωνή ενός ανθρώπου αν αυτός κοιμηθεί στο σημείο που χόρευαν. Έτσι σύμφωνα με το θρύλο, ένα τσελιγκόπουλο έβοσκε τα πρόβατα του παίζοντας φλογέρα, εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε αέρας και εμφανίστηκαν γύρω του πανέμορφες κοπέλες τραγουδώντας και χορεύοντας. Φοβισμένο το τσελιγκόπουλο μάζεψε το κοπάδι του και γύρισε στη στάνη του. Ανάφερε το γεγονός στη γριά μάνα του και εκείνη τον προέτρεψε να πάει στο ίδιο σημείο την επόμενη μέρα.

Έτσι και συνέβη, όταν άρχισε να παίζει τη φλογέρα του εμφανίστηκαν πάλι οι "τζίντες" και το παλικάρι ευθύς άρπαξε το χρυσό κεφαλόδεσμο της ομορφότερης απ' αυτών, τότε το σύννεφο σκόνης εξαφανίστηκε καθώς και οι νεράιδες εκτός από αυτήν που δεν είχε πλέον μαντήλι.







Το τελιγκόπουλο πήρε την "τζίντα" στο σπίτι του και στη συνέχεια την παντρεύτηκε. Αυτή έγινε πρότυπο συζύγου και νύφης σε όλο το τσελιγκάτο. Μετά από ένα χρόνο γέννησε ένα αγοράκι. Την ίδια εποχή στα χειμαδιά γινόταν συγγενικός γάμος και η νύφη ζήτησε από τον σύζυγο της το χρυσό μαντήλι της να το φορέσει στο γάμο για να εντυπωσιάσει τους παρευρισκόμενους. Αφελής ο τσέλιγκας της επέστρεψε το μαντήλι, εκείνη μόλις το άγγιξε εξαφανίστηκε αφήνοντας το τσέλιγκα άναυδο. Ενώ όμως εξαφανίστηκε κάθε βράδυ στις 12 επέστρεφε στην καλύβα για να θηλάσει το νεογέννητο γιό της. Ένα βράδυ η πεθερά της και ο σύζυγος της παραφύλαξαν και μόλις επέστρεψε άρπαξαν το μαντήλι και το έριξαν στην εστία (βάτρα), από τότε η "τζίντα" παρέμεινε στην οικογένεια για πάντα.




Κατά τη παράδοση ο τσέλιγκας ανήκε στην οικογένεια "Τσαραόση". Απόγονοι της οικογένειας αυτής υπάρχουν σήμερα στην Ιεροπηγή.

Σύμφωνα με τον παραπάνω θρύλο οι βλάχοι μετακινούνται συνεχώς γιατί έχουν "φλέβα" από τις "τζίντες" οι οποίες δε μπορούν να μείνουν σταθερές στο ίδιο σημείο.

Για να προστατεύουν στη συνέχεια τις καλύβες τους από τους ανεμοστρόβιλους (τζίντιλι) και κάθε άλλο κακό επίσης, κάρφωναν στην κορυφή έναν ξύλινο σταυρό.

Σήμερα στην Ιεροπηγή χρησιμοποιούν τη λέξη "τζίντα" για να αναφερθούν στον ανεμοστρόβιλο καθώς και την έκφραση "μι ακιτσέ τζίντα" που σημαίνει νευρίασα απότομα χωρίς ιδιαίτερο λόγο.




Πηγή: vlahoi.net








































Πεντοζάλι:







Το πέμπτο βήμα του Δασκαλογιάννη στην Κρητική Επανάσταση







" Όποιος δεν ξέρει και του πουν, για μιας τον πιάνει ζάλη

πως στα Σφακιά τον πόλεμο, τον κάνουν πεντοζάλι".







​Πεντοζάλι, ο χορός που φανερώνει το μεγαλείο της κρητικής ψυχής. Ανήκει στην κατηγορία των πηδηχτών χορών. Στις μέρες μας αποδίδεται από άνδρες και γυναίκες, παλαιότερα όμως χορευόταν μόνον από άνδρες.







​Πρόκειται για ένα πολεμικό χορό που ο θρύλος θέλει η "γέννηση' του να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Κρητική Επανάσταση και τον αρχηγό και ήρωα της Κρητικής Επανάστασης Γιάννη Δασκαλογιάννη.















​Ο χορός έλαβε τη σημερινή μουσικοχορευτική μορφή και ονομασία του, την περίοδο της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη στα 1770-71 (ίσως βέβαια μετασχηματίζοντας έναν παλαιότερο πυρρίχιο ή υπορχηματικό χορό) και αποκτώντας συμβολισμούς στην ονομασία, το βηματισμό και τη μουσική του.







Ο χορός της εξέγερσης




Ονομάστηκε πεντοζάλι, και όχι πεντοζάλης, γιατί συμβολίζει το πέμπτο ζάλο (δηλαδή βήμα), όπως ειπώθηκε η θεωρούμενη πέμπτη κατά σειρά ελπίδα των Κρητικών για απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους και όχι γιατί έχει πέντε βήματα.







Έχει δέκα βήματα, σε ανάμνηση της 10ης Οκτωβρίου του 1769, οπότε λήφθηκε η απόφαση των Σφακιανών για την πραγματοποίηση της επανάστασης, και η μουσική του αποτελείται από δώδεκα πάρτες, δηλαδή δώδεκα μουσικές φράσεις (γυρίσματα ή σκοπούς τις λένε στην Κίσσαμο), προς τιμήν των δώδεκα πρωτεργατών της εξέγερσης.




O συνθέτης ή διαμορφωτής των 12 μελωδιών που απαρτίζουν το ΓΝΗΣΙΟ πεντοζάλι που πρωτοχορεύτηκε το 1770 στην Ανώπολη Σφακίων λέγεται πως είναι ο Στέφανος Τριανταφυλλάκης ή Κιόρος, από τις Λουσακιές, εξαίσιος βιολιστής που ήκμασε από το 1740 έως το 1790.







Πως "γεννήθηκε' το πεντοζάλι







Αλήθεια ή "αστικός μύθος" παραμένει άγνωστο. Μία λαϊκή αφήγηση πάντως λέει πως ο Δασκαλογιάννης με μια επιστολή είχε καλέσει στην Ανώπολη Σφακίων τον Τριανταφυλλάκη, γράφοντάς του: "Φίλε Κιόρο, σε περιμένω στην Ανώπολη για να μας παίξεις το 5ο ζάλο.."




Συνθηματικά, δηλ. του είπε ότι ετοιμάζεται ο πέμπτος ξεσηκωμός εναντίων των Τούρκων και επειδή μιλούσε για χορό χρησιμοποίησε τη λέξη "ζάλο", που σημαίνει βήμα, κρύβοντας έτσι το μήνυμα. Πράγματι, ο Κιόρος πήγε εκεί κι έμεινε έξι μήνες μέχρι την έναρξη της επανάστασης. Η εκδοχή αυτή -που σημειώνουμε πως δεν έχει καμία ιστορική τεκμηρίωση- επιμένει πως με βάση την "πυρρίχια" μελωδία ο Κιόρος συνέθεσε τη μουσική για τον καινούργιο πολεμικό χορό, ο οποίος σύμφωνα με τις υποδείξεις του Δασκαλογιάννη, έπρεπε να έχει δώδεκα μουσικούς σκοπούς (γυρίσματα) και δέκα βήματα, γιατί δώδεκα ήταν οι αρχηγοί της επανάστασης η οποία αποφασίστηκε στις 10 του 10ου μήνα του 1769.







Το χορό που εκτέλεσαν μόνο άνδρες πιασμένοι από τους ώμους, για να συμβολίζουν με αυτό την αλληλοστήριξη, την αλληλοεκτίμηση, την αμοιβαία εμπιστοσύνη και τη συνεργασία, ονόμασαν "το πεντοζάλι".

Στον χορό αυτό θρυλείται ότι έπιασαν τότε τα 11 πρωτοπαλίκαρα και ο ίδιος ο Δασκαλογιάννης - 12 πρωτεργάτες - στον αριθμό και χόρεψαν για ΠΡΩΤΗ φορά το πεντοζάλι, ενώ αμέσως μετά ρίχτηκαν στη μάχη εναντίον των Τούρκων.







Μάλιστα για κάθε ένα παλληκάρι που έφευγε από το τέλος του χορού και έπιανε μπροστά, υπήρχε και διαφορετικό μουσικό γύρισμα, ενώ οι υπόλοιποι 11 που ακολουθούσαν, αναφωνούσαν το όνομά του πρώτου.







Τα 12 μουσικά γυρίσματα στο πεντοζάλι, τηρούνται ευλαβικά και σήμερα, ως φόρος τιμής στα 12 παλληκάρια του Δασκαλογιάννη.



Ο χορός δημιουργήθηκε με ΜΟΝΑΔΙΚΟ σκοπό, να πολεμήσουν αγκαλιασμένοι.Γι' αυτό το λόγο οι χορευτές είναι πιασμένοι από τους ώμους, σαν αδέρφια.




Με το "πεντοζάλι", ο Κρητικός εξέφρασε τον ακοίμητο πόθο της λευτεριάς, την αγωνιστικότητα, την ηρωική ψυχή του. Η διαφορά από τους άλλους πολεμικούς χορούς της Κρήτης είναι ότι αυτός είναι πρωτίστως... ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ.



πηγές:crete-dance.com,youtube,ganifantis.blogspot.gr




Επιμέλεια: Εύα Μαστρογιαννάκη







Στίχοι τραγουδιού:







Έλα να ο πρώτος κρητικός χορός είναι το πεντοζάλι




Είναι το πεντοζάλι




Είναι το πεντοζάλι




Έλα και το χορεύουν Κρητικοί με λεβεντιά και χάρη




Με λεβεντιά και χάρη




Με λεβεντιά και χάρη




Έλα σα θες να μάθεις τω Σφακιώ ο τόπος ήντα βγάνει




Ο τόπος ήντα βγάνει




Ο τόπος ήντα βγάνει




Έλα πες στσι Μαδάρες να σου πουν για το Δασκαλογιάννη




Για το Δασκαλογιάννη




Για το Δασκαλογιάννη




Όπα μα όποιος δεν ξέρει και του πουν το νου του πιάνει ζάλη




Το νου του πιάνει ζάλη




Το νου του πιάνει ζάλη




Έλα πως στα Σφακιά τον πόλεμο τον κάνουν πεντοζάλι




Τον κάνουν πεντοζάλι




Τον κάνουν πεντοζάλι







Δείτε το χορό:







https://www.youtube.com/watch?v=UYZMrFWnMes




























Αποκριάτικα παραδοσιακά φαγητά







Λέξεις, συνήθειες κι έθιμα που επιβίωσαν στο πέρασμα των αιώνων κι ορίζουν μια περίοδο διονυσιακής ελευθερίας λίγο πριν τον ερχομό της άνοιξης.







Το Τριώδιο, οι Απόκριες και το Καρναβάλι μεταφράζουν την ανάγκη του ανθρώπου να βγει και να γλεντήσει. Για να καταλάβει κανείς από πού προέρχονται τα έθιμα της Αποκριάς θα πρέπει να δει κι από πού μας έρχεται και η ίδια η Αποκριά που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια μετάφραση της λέξης «καρναβάλι», που προέρχεται από τα Σατουρνάλια, τις παγανιστικές τελετουργίες των αρχαίων Ρωμαίων, που γίνονταν προς τιμή του Κρόνου, και τα προ-ρωμαϊκά Λουπερκάλια, τις γιορτές προς τιμή του Λούπερκου (του Λύκου) μια μορφή Φαύνου, που συνδέει τις απαρχές της Ρώμης με τις γιορτές των αρχαίων Ελλήνων (Λυκαία), αλλά και τις γιορτές προς τιμή του Διονύσου, θεού όχι μόνο του κρασιού, αλλά και της ευθυμίας, που γιορτάζονταν λίγο πριν τις αρχές της Άνοιξης -στις ρωμαϊκές Καλένδες. Από τη συγχώνευση όλων αυτών των εθίμων που υφίστανται από την αρχαιότητα και σχετίζονται με την αναγέννηση της φύσης, προκύπτει και το χριστιανικό Τριώδιο. Η λέξη προέρχεται από το «τρεις ωδές» που σημαίνει οι τρεις ύμνοι που συνηθίζουν ψάλλουν στην εκκλησία, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το Τριώδιο διαρκεί τρεις εβδομάδες και ορίζεται από τις τρεις Κυριακές.







Η πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου λέγεται και Προφωνή, Προσφωνούσιμη ή Προφωνέσιμη, επειδή παλιά την «προσφωνούσαν», επειδή είναι προ-αναγγελτική της Αποκριάς. Έβγαιναν οι τελάληδες (κήρυκες) και διαλαλούσαν ότι πλησιάζουν οι Αποκριές κι όποιος δεν έχει «θρεφτάρι» (κρέας έτοιμο για σφάξιμο) να φροντίσει να προμηθευτεί.




Η πρώτη εβδομάδα τελειώνει την Κυριακή του Ασώτου, όπου αρχίζει η δεύτερη εβδομάδα, η λεγόμενη της Κρεοφάγου ή Κρεατινή ή Ολόκριγια, Αρνοβδομάδα, επειδή έτρωγαν κρέας ακόμα και την Τετάρτη και την Παρασκευή, που είναι για τους Χριστιανούς μέρες νηστείας. Η εβδομάδα αυτή γιορτάζεται με γλέντια και φαγοπότια χωρίς κανένα θρησκευτικό περιορισμό. Η Κυριακή με την οποία κλείνει η δεύτερη βδομάδα λέγεται Κυριακή της Απόκρεω, που ήταν η τελευταία μέρα της κρεοφαγίας (από + κρέας), κάτι σχετικό με το ρωμαϊκό καρναβάλι, carnavale, που δημιουργείται από τις λέξεις carnem (κρέας) και levare (σηκώνω, με την έννοια του διακόπτω, αφαιρώ), που δήλωνε τη διακοπή της κατανάλωσης κρέατος. Το αποκορύφωμα της βδομάδας της Κρεοφάγου είναι η Τσικνοπέμπτη, η μέρα που ακόμα και οι πιο φτωχοί άνθρωποι έπρεπε να ψήσουν κρέας ώστε να μυρίσει το σπίτι τους και να μάθουν όλοι ότι γιορτάζουν. Οι ρίζες του εθίμου αυτού χάνονται μέσα στους αιώνες. Αυτό εξηγεί το πρόθεμα της λέξης, όπου αναγνωρίζουμε το "τσίκνα", μυρωδιά του καμένου κρέατος, που θα μπορούσε να σημαίνει απλά το τσίκνισμα (τσιγάρισμα) του κρέατος πριν το μαγείρεμα. Επειδή όμως τα ψητά αναδύουν ευκολότερα αυτή τη μυρωδιά, την μέρα αυτή όλοι σκέφτονται το ψήσιμο στα κάρβουνα.




Η τρίτη εβδομάδα που ακολουθεί λέγεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα. Από τη Δευτέρα της Κρεοφάγου, μια εβδομάδα πριν την Καθαρή Δευτέρα, άρχιζε η αποχή από το κρέας και επιβαλλόταν η χρήση τυριού και γαλακτερών όχι μόνο ως γέφυρα μεταξύ νηστείας και κρεοφαγίας, αλλά και σαν μια άσκηση προετοιμασίας για την 40ήμερη νηστεία της Σαρακοστής. Αν το δούμε από χριστιανική άποψη, από την Καθαρή Δευτέρα, αμέσως μετά την Κυριακή της Τυρινής, όλοι οι κανονισμοί της νηστείας επανέρχονται σε ισχύ. Επειδή όμως επιτρέπεται το κρασί, ακόμα και αυτή η «καθαρή» Δευτέρα μετατρέπεται σε διονυσιακό αποκορύφωμα της Αποκριάς!




Τα φαγητά της Αποκριάς




Σήμερα, όταν ψάχνουμε να δούμε τι θα σερβίρουμε ως αποκριάτικο φαγητό σκεφτόμαστε τι ταιριάζει σε ένα πάρτι με μεζεδάκια και finger food. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Κάθε εβδομάδα του Τριωδίου είχε τα δικά της έθιμα και φαγητά. Την εβδομάδα της Κρεοφάγου, αλλά και όλες τις υπόλοιπες ημέρες, που ακόμα επιτρέπεται το κρέας, τον κύριο λόγο έχει το χοιρινό και όλα τα παράγωγα του, ως κατάλοιπα των Σατουρναλίων, που γιορτάζονταν με χοιροσφάγια. Φυσικά και τα υπόλοιπα κρέατα θεωρούνται επίσης αποκριάτικα. Αν σκεφτούμε, όμως, πως την ονομάζουν και Αρνοβδομάδα, μπορούμε να υποθέσουμε πως εκεί όπου υπήρχαν περισσότερα κοπάδια με πρόβατα, το κύριο κρέας ήταν το αρνί. Η Τσικνοπέμπτη γιορτάζεται, παραδοσιακά, οικογενειακά ή σε μεγάλες παρέες φίλων ή συντεχνιών, αφού σε πολλά μέρη της Ελλάδας το έθιμο θέλει οι μάστορες να κάθονται, ισότιμα, στο ίδιο τραπέζι με τους παραγιούς τους. Στήνονται μεγάλες ψησταριές όπου ψήνονται διαφόρων ειδών κρέατα, πουλερικά και λουκάνικα. Το κοκορέτσι, επίσης, δεν λείπει από τα ψητά της ημέρας.







Την τρίτη εβδομάδα, της Τυρινής, συνηθίζεται η κατανάλωση ψαριού, τυριού, γάλακτος και αυγών. Την εβδομάδα αυτή εκτός των γαλακτοκομικών καταναλώνονται και πολλά ζυμαρικά: μακαρονόπιτες, τραχανο-τυρόπιτες, μακαρονάδες και ότι άλλο μπορεί να βάζει το τυρί ή το γάλα σε πρώτη μοίρα. Το γλυκό της Τυρινής, είναι κατά κύριο λόγο, η γαλατόπιτα.




Βέβαια, το κατεξοχήν γλυκό ολόκληρης της Αποκριάς είναι ο γιορταστικός μπακλαβάς, ένα γλυκό με βούτυρο και πολλά άλλα –ακριβά κάποτε-υλικά, που συνηθιζόταν στις μεγάλες γιορτές. Πιο οικονομικά, τα σαραγλί και τα κουρκουμπίνια πλαισίωναν πιο τακτικά αυτή τη γιορτή.







Πολύ σημαντικό ρόλο στην Αποκριά έπαιζαν τα πράσα, που είναι στο εποχικό τους φόρτε. Θα τα δούμε να συμμετέχουν σε πρασοτυρόπιτες και πρασοτηγανιές, παρότι αναμένεται να αναλάβουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο μετά το τέλος της Τυρινής, όπως αποτυπώνεται με σατιρικό τρόπο σε τούτο το παραδοσιακό σαρακοστιανό τραγούδι, που μαζί με τις Απόκριες, αποχαιρετά το τυρί για να καλωσορίσει το κρεμμύδι και το πράσο:




Περάσανε οι αποκριές, με γλέντια και τραγούδια

ήρθε κι η Σαρακοστή, μ’ ελιές και με φασούλια.

Κι ακούτε τι παρήγγειλε, η Καθαροδευτέρα:

Πέθανε ο Κρέας πέθανε κι εψόφησε ο Τύρος

σήκωσ’ ο Πράσος την ουρά κι ο Κρέμμυδας τα γένια

κι η Βρούβα η παλιόβρουβα, με τα χορτάρια τ’ άλλα

με χάρη αναμένουνε να πέσουν στην τσουκάλα.







Της Θάλειας Τσιχλάκη







Πηγή: athinorama.gr































Χαρταετός















Ο χαρταετός είναι μια ελαφριά κατασκευή η οποία πετάει με τη βοήθεια του αέρα. Ο χαρταετός κρατιέται απ’ αυτόν που τον πετάει μέσω της καλούμπας.

Η συνήθεια του πετάγματος χαρταετού προέρχεται από την Κίνα πιθανότατα. Είναι δημοφιλής σήμερα στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στην Ινδία, στην Ταϊλάνδη και στο Αφγανιστάν.

Στην Ελλάδα το πέταγμα του χαρταετού είναι μέρος των εθίμων της Καθαράς Δευτέρας και συγκεκριμένα του εορτασμού της -τα κούλουμα.

Ο σκελετός των χαρταετών κατασκευάζεται είτε από ελαφρύ ξύλο είτε από πλαστικό, ενώ το μέρος που φέρνει αντίσταση στον αέρα από πλαστικό φύλλο ή χαρτί.




Ο πρώτος χαρταετός πιστεύεται πως κατασκευάστηκε στην Κίνα το 1000 π.Χ. αν και η πρώτη γραπτή μαρτυρία είναι για τον 4ο αιώνα π.Χ. Στην συνέχεια οι Κινέζοι πέρασαν σε πρακτικές εφαρμογές των χαρταετών. Συγκεκριμένα είχαν βάλει έναν διαγωνισμό για τον πρώτο που θα κατάφερνε να πετάξει με έναν χαρταετό (αν και όχι φτιαγμένος από χαρτί), όπου ο νικητής θα κέρδιζε την ελευθερία του.







Σε νεότερα χρόνια, οι χαρταετοί χρησιμοποιούνταν και για κατασκοπευτικούς σκοπούς σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις των αντιπάλων. Ταυτόχρονα, τοπογραφικές πτήσεις εκτελούνταν από Κινέζους για να υπολογίσουν την ακριβή τοποθεσία του παλατιού το οποίο ήταν απόρρητο στην Κίνα της εποχής εκείνης







Και στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν δείγματα χαρταετών. Ο Αρχύτας έκανε μελέτες πάνω στις πτήσεις χαρταετών, τις οποίες αργότερα συμβουλεύθηκε ο Γαλιλαίος. Επίσης, αγγειογραφίες της εποχής εκείνης (4ος π.Χ. αιώνας) δείχνουν νεαρά να πετάει χαρταετό.







Στην Ευρώπη υπάρχουν πολλές αναφορές στους χαρταετούς, αλλά όλες μετά το 1400 μ.Χ. Πιο συγκεκριμένα, πιστεύεται ότι στην Ευρώπη ήρθε ο χαρταετός από την Ασία, έπειτα από την επίσκεψη Χριστιανών μοναχών







Κατασκευή χαρταετού







Πώς να φτιάξετε έναν κλασικό εξάγωνο χαρταετό







Υλικά

Τρεις βέργες ή καλάμι ή κάποιο άλλο ελαφρύ ξύλο

Σπάγκος

Κόλλα

Χαρτί γλασέ σε χρώμα της αρεσκείας σας ή πολύ λεπτό νάιλον

Λεπτό σύρμα

Ταινία κολλητική

Χρωματιστά χαρτιά ή εφημερίδες για την ουρά







Κατασκευή




1.







Παίρνουμε τα τρία ξύλα και τα κόβουμε όλα στο ίδιο μήκος (60- 80 εκατοστά). Τα δένουμε με τον σπάγκο στο κέντρο πολύ σφιχτά μεταξύ τους (το ένα πάνω στο άλλο). Αφήνουμε περίπου μισό μέτρο σπάγκο να κρέμεται.















2.







Στην άκρη του ενός ξύλου δένουμε σφιχτά το συρματάκι (αν δεν έχετε, χρησιμοποιήστε σπάγκο). Το περνάμε περιμετρικά στο σκελετό του χαρταετού δένοντάς το σφιχτά γύρω από κάθε ξυλαράκι, σε μια εγκοπή που θα κάνουμε με ένα μαχαιράκι.







Πρέπει να προσέξουμε καθώς θα δένουμε το σύρμα, να διατηρούνται ίσες αποστάσεις ανάμεσα στα ξύλα, ώστε στο τέλος να έχουμε ένα κανονικό εξάγωνο.





















3.







Βάζουμε το σκελετό πάνω στο χαρτί ή στο πλαστικό και το κόβουμε γύρω γύρω στην περίμετρο του εξαγώνου αφήνοντας ένα περιθώριο ως 5 εκατοστά.







Εδώ ήρθε η ώρα να βάλετε το δικό σας στίγμα στο χαρταετό, κολλώντας ή ζωγραφίζοντας ό,τι επιθυμείτε, αρκεί να μην τον βαρύνετε πολύ.







Αφού τον διακοσμήσουμε, βάζουμε ξανά τον σκελετό πάνω στο χαρτί και διπλώνουμε τα περιθώρια προς τα μέσα «αγκαλιάζοντας» το σύρμα σαν στρίφωμα. Το κολλάμε με κόλλα ή ταινία.







Σε δύο άκρα (β,γ) στερεώνουμε σπάγκο, ώστε να δέσουμε στη μέση του την ουρά. Εδώ χρειάζεται ίγη προσοχή ώστε αβ=αγ=γδ=βδ.















Η ουρά πρέπει να είναι τουλάχιστον 4 φορές μεγαλύτερη από το μήκος του χαρταετού, έτσι ώστε ο χαρταετός μας να μπορεί να πετάει τέλεια. Την ουρά θα την φτιάξετε από εφημερίδες ή χρωματιστά χαρτιά μήκους περίπου 20 εκ. και θα τα δέσετε στο σπάγκο σε απόσταση 20 εκ. το ένα από το άλλο. Στα απέναντι άκρα από αυτά που δέσαμε την ουρά μας (ε,ζ) θα δέσουμε τα ζύγια.
























Εδώ χρειάζεται προσοχή γιατί είναι το σημαντικότερο κομμάτι του αετού μας. Θα δέσουμε 2 κομμάτια σπάγκο στα άκρα ε & ζ και το καθένα θα ενωθεί με τον σπάγκο που αφήσαμε να κρέμεται στο κέντρο του αετού. Τα ζύγια πρέπει να σχηματίζουν ένα ισοσκελές τρίγωνο. Στο σημείο της ένωσης, δένουμε την καλούμπα μας.







Είστε έτοιμοι να αμολήσετε καλούμπα !







Καλές πτήσεις και μην ξεχνάτε: ΜΕΙΝΕΤΕ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΛΩΔΙΑ ΤΗΣ ΔΕΗ !!!







Από: blogs.sch.gr































Ρεμπέτικο τραγούδι







Η γέννηση του ρεμπέτικου τραγουδιού




Το ρεμπέτικο τραγούδι, είδος αστικού τραγουδιού, φαίνεται ότι γεννήθηκε στην αναπτυγμένη οικονομικά και πολιτιστικά Σμύρνη από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Το μουσικό ύφος που διαμορφώθηκε στην πόλη, φέρει επιδράσεις από Δύση και Ανατολή αφού συναντάμε από δυτικού τύπου μαντολινάτες έως και ανατολίτικου ύφους ορχήστρες με βιολιά, σαντούρια, ούτια, πολίτικες λύρες κ.α. Τα τραγούδια που δημιουργήθηκαν από τα μέσα του 19ου αιώνα έως το 1922 διαδόθηκαν ταχύτατα οπουδήποτε υπήρχαν Έλληνες.

Έτσι δημιουργήθηκαν εστίες κατ’ αρχήν στην Κωνσταντινούπολη η οποία διαδραμάτισε επίσης σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του ρεμπέτικου μουσικού ύφους στη Θεσσαλονίκη, στην Αλεξάνδρεια αλλά και μεταξύ των Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής από όπου έχουμε και μια παρακαταθήκη μοναδικών ηχογραφήσεων ρεμπέτικων τραγουδιών από το 1900 και μετά.







Τα καφέ αμάν




Εργαλείο διάδοσης αποτέλεσε επίσης η μετάκληση μουσικών από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη στα αστικά κέντρα του ελληνικού κράτους. Οι μουσικοί αυτοί εκτελούσαν τα τραγούδια τους σε μουσικά καφενεία, τα λεγόμενα καφέ-αμάν, αλλά και σε μάντρες και εξέδρες ενθουσιάζοντας το κοινό. Τα καφέ - αμάν άκμασαν, ιδιαίτερα στην Αθήνα, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα με αποκορύφωμα την χρονική περίοδο 1886 - 1896. Το όνομά τους, όπως και η ονομασία «αμανές» για το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού, προέκυψε από την συχνή επανάληψη της λέξης «αμάν» που στην τουρκική γλώσσα σημαίνει έλεος.







Τα λιμάνια ως σταθμοί μετεγκατάστασης του ρεμπέτικου







Τα λιμάνια όπως είναι φυσικό αποτέλεσαν σταθμούς «μετεγκατάστασης» και ανάπτυξης του είδους, κυρίως της Ερμούπολης, του Πειραιά, της Καβάλας, του Ηρακλείου Κρήτης κ.ά. Με την άφιξη των ελλήνων της Μικράς Ασίας μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922 οι πρόσφυγες πλέον, σπουδαίοι μουσικοί και τραγουδιστές, συνεργαζόμενοι με τους ντόπιους μουσικούς διαμόρφωσαν οριστικά το ρεμπέτικο μουσικό ύφος.







Οι συνθέτες – οι τραγουδιστές







Το ρεμπέτικο τραγούδι υπηρετήθηκε από σπουδαίους συνθέτες και τραγουδιστές.




Ενδεικτικά αναφέρουμε: Μήτσος Σέμσης ή Σαλονικιός, Παναγιώτης Tούντας, Γιώργος Μπάτης, Μαρίκα Παπαγκίκα, Γιάννης Δραγάτσης, Αντώνης Διαμαντίδης ή Νταλγκάς, Γιάννης Εϊντζιρίδης ή Γιοβάν Τσαούς, Βαγγέλης Παπάζογλου, Στελλάκης Περπινιάδης, Σπύρος Περιστέρης, Ρόζα Εσκενάζυ, Στράτος Παγιουμτζής, Απόστολος Χατζηχρήστος, Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, Μάρκος Βαμβακάρης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Ρίτα Αμπατζή, Βασίλης Τσιτσάνης, Απόστολος Καλδάρας.




Αναφορές τραγουδιών




Μελετώντας τα ποιητικά κείμενα των ρεμπέτικων τραγουδιών οι θεματολογίες που ανακαλύπτει κανείς είναι πολλές. Έτσι έχουμε ρεμπέτικα που αναφέρονται σε




γυναικεία ονόματα (Η Ελένη η ζωντοχήρα [Τσαούς], Μαρίκα χασικλού [Παπάζογλου], Μάρω [Χατζηχρήστος], Βαγγελίτσα [Παπαϊωάννου]),

τραγούδια χιουμοριστικά (Στου Λινάρδου την ταβέρνα [Τούντας], Η Ελένη η ζωντοχήρα [Τσαούς]),

τραγούδια με αναφορές σε επαγγέλματα (Ο θερμαστής [Μπάτης], Ο Αντώνης ο βαρκάρης [Περιστέρης], Το χασαπάκι [Εσκενάζυ], Αμαξάς [Χατζηχρήστος], Ξεκινά μια ψαροπούλα [Μπαγιαντέρας], Η ξανθιά μοδιστρούλα [Παπαϊωάννου])

τραγούδια ερωτικά (Δεν σε θέλω πια, Θα σπάσω κούπες [Ανάμνηση Σμύρνης], Τα κομμένα τα μαλλιά σου [Αμερική], Ποιος είμαι δεν θυμάσαι [Σκαρβέλης], Αμάν Κατερίνα μου [Τούντας], Τούρνα και τούρνα [Νταλγκάς], Δυο μαύρα μάτια γνώρισα [Παγιουμτζής], Μ΄ έχεις μαγεμένο [Μπαγιαντέρας], Φραγκοσυριανή, Τα ματόκλαδά σου λάμπουν, Αλεξανδριανή [Βαμβακάρης])

τραγούδια με αναφορές στα ναρκωτικά, τα λεγόμενα χασικλίδικα (Μινόρε του Ντεκέ, Μεσ’ στου Μάνθου τον τεκέ [Αμερική], Μανόλης ο χασικλής [Ογδοντάκης], Μαρίκα χασικλού [Παπάζογλου], Ηρωίνη και μαυράκι [Περπινιάδης])

τραγούδια με ιστορικές αναφορές κυρίως στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και στον ελληνικό εμφύλιο (Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι [Καλδάρας], Άκου Ντούτσε μου τα νέα [Τούντας])










Από το τέλος της δεκαετίας του 1970 και ύστερα τα ρεμπέτικα γνώρισαν αναβίωση, έγιναν αντικείμενο ευρύτερης λαϊκής αποδοχής και μελέτης από κοινωνιολόγους ιστορικούς και μουσικολόγους.







Πηγή: musicportal.gr








































Κάστανα, η καλλιέργεια και οι ευεργετικές ιδιότητες τους.
















Με το όνομά της έχουν "βαφτισθεί", ως φόρος τιμής και εκτίμησης, δεκάδες ελληνικά χωριά, ενώ αποτελεί το μοναδικό δένδρο που παράγει αλεύρι, γι’ αυτό και είναι γνωστή και ως "ψωμόδενδρο".




Η καστανιά είναι πανάρχαιο δέντρο όπως αποδεικνύεται από διάφορα ευρήματα της εποχής του Χαλκού. Ήταν η τροφή των φτωχών το μεσαίωνα.


















Οι καστανιές είναι μεγάλα δέντρα συνήθως και το ύψος τους μπορεί να φτάσει τα 35 μέτρα. Είναι είτε αυτοφυή είτε καλλιεργούνται για τους νόστιμους καρπούς τους και για την καλή σε ποιότητα ξυλεία τους αλλά και σαν καλλωπιστικά σε διάφορα πάρκα. Οι καστανιές πρέπει να βρίσκονται σε υψόμετρο πάνω από 250 μέτρα και δεν ευδοκιμούν σε χαμηλότερα υψόμετρα.















Στην Ελλάδα ο καστανάς είναι από τα πιο παλιά και παραδοσιακά επαγγέλματα και η εικόνα ενός ανθρώπου με μία μικρή ψησταριά με το όνομα φουφού,να ψήνει κάστανα το χειμώνα στους δρόμους των μεγάλων πόλεων έχει μείνει κλασσική. Καστανιές βρίσκονται κυρίως στη Θεσσαλία, Μακεδονία και στις ορεινές περιοχές της Κρήτης και της Λέσβου. Ονομαστές ποικιλίες είναι τα κάστανα Πηλίου και Κρήτης. Ειδικότερα στη Λέσβο ο τύπος του κάστανου φέρνει πιο πολύ στους μικρασιατικούς τύπους κάστανου παρά στους ηπειρωτικούς της Ελληνικής ενδοχώρας.







Υποτιμημένη από τους Έλληνες αγρότες, αλλά και την Πολιτεία παραμένει η καστανιά, που θα μπορούσε να καταστεί ένα δυναμικό προϊόν και να συμβάλει σημαντικά στην αύξηση του εισοδήματος των ορεινών πληθυσμών σε πολλές περιοχές της χώρας μας δυστυχώς όμως λόγω των ελλείψεων πολιτικών στήριξης της ορεινής επαρχίας που εφαρμόζονται και στην αγροτική οικονομία καθώς και λόγω έλλειψης συγκεκριμένου σχεδίου, έχει φτάσει στο σημείο να εισάγει τη τελευταία δεκαετία 6000 τόνους νωπού κάστανου από τη Πορτογαλία, τη Τουρκία, και τελευταία και από τη Νότια Κορέα και τη Κίνα. Ενδεικτικό της πτώσης της εγχώριας παραγωγής είναι το γεγονός ότι τις δεκαετίες του 1960 και 1970 η Ελλάδα παρήγαγε 18000 τόνους κάστανα το χρόνο. Τη τελευταία δεκαετία παρήγαγε μονάχα 11000 τόνους. Τα αίτια που έγινε αυτή η ραγδαία μείωση της καλλιέργειας κάστανου εκτός από τις πολιτικές αιτίες έχει να κάνει και με φυσικές (έλκος της καστανιάς). Πάντως γίνονται και προσπάθειες βελτίωσης της παραγωγής. Από το 1992 γεωπόνοι κάνουν βιολογική καταπολέμηση σε ολόκληρη τη χώρα του μύκητα ‘έλκος της καστανιάς’ με αποτέλεσμα το τελευταίο χρόνο η παραγωγή να παρουσιάσει άνοδο στους 12000 τόνους, ίσως και ως τους 13000. Μέχρι στιγμής 17 νομοί σε όλη την Ελλάδα καταπολέμησαν το μύκητα και μένουν άλλοι 11 νομοί.




Τρόπος αναπαραγωγής :Πολλαπλασιάζονται με σπόρο, με μοσχεύματα και με εμβολιασμό.
































Τρόπος καλλιέργειας : Πυκνότητα φύτευσης :




Σύμφωνα με την παραδοσιακή τεχνική, οι παραγωγοί φυτεύουν άγρια υποκείμενα στα κτήματά τους σε φυτευτικό σύνδεσμο από 8Χ8 έως 10Χ10 μ. Ένα απ'τα θετικά της καλλιεργειας είναι ότι η καλλιέργεια της καστανιάς δεν είναι πολύπλοκη όπως συμβαίνει με άλλες καλλιέργειες. Το δέντρο ανθίζει κατά την άνοιξη και τα κάστανα ωριμάζουν από τις αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι τέλη Νοεμβρίου ανάλογα με τις συνθήκες και τη ποικιλία. Άρδευση-λίπανση : Αρχικά τον Ιούνιο είναι απαραίτητο να γίνει το πρώτο ράντισμα. Στη συνέχεια τον Ιούλιο πρέπει να γίνει το δεύτερο ράντισμα και πρέπει να κοπούν τα χορτάρια στο χωράφι και αμέσως να γίνει το πότισμα. Τον Αύγουστο γίνεται το τρίτο και τελευταίο ράντισμα ενώ ένα ακόμη κόψιμο χορταριών καθώς και πότισμα πρέπει να επαναληφθεί τον Σεπτέμβριο. Το μέγεθος του κάστανου έχει να κάνει με την υγρασία, τη ποικιλία και τη σύσταση του εδάφους.Τα ασβεστολιθικά πετρώματα είναι απαγορευτικά για την ανάπτυξη του φυτού. Συγκομιδή :Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι το μεγαλύτερο έξοδο για όλη τη καλλιέργεια είναι όταν έρθει η ώρα της συγκομιδής γιατί χρειάζονται πολλά εργατικά χέρια. Η συγκομιδή γίνεται με τίναγμα των καρπών του δέντρου και στη συνέχεια γίνεται μάζεμα με το χέρι. Μερικοί στρώνουν δίχτυα για πιο εύκολο μάζεμα.




Οταν τα δενδρύλλια φτάσουν σε ηλικία περίπου 3 ετών, τα νεαρά δένδρα αρχίζουν να καρποφορούν και τότε προβαίνουν σε εμβολιασμό (ενοφθαλμισμό ή με σχιστό και υπόφλοιο εγκεντρισμό) με εμβόλια τα οποία προμηθεύονται από εκλεκτούς φαινότυπους (plus trees) που κατά την κρίση τους εντοπίζουν σε δικά τους ή γειτονικά κτήματα. Ομως, στον 21ο αιώνα η προσέγγιση αυτή είναι εντελώς απαράδεκτη. Οι παραγωγοί θα πρέπει πρώτα να προβαίνουν σε εδαφολογική ανάλυση των αγροτεμαχίων τους. Εάν το έδαφος είναι κατάλληλο, θα πρέπει να κάνουν έρευνα αγοράς και να προμηθεύονται τα δενδρύλλια επιθυμητής ποικιλίας ή προέλευσης. Εχθροί-ασθένειες : Μετά την καταπολέμηση του έλκους της καστανιάς και τον έλεγχο της μελάνωσης με φειδωλή άρδευση, δεν υπάρχει κανένας λόγος οι ενδιαφερόμενοι καλλιεργητές να καταφεύγουν σε γαλλικές ή άλλες ξενόφερτες ποικιλίες με άνοστο καρπό ("πατάτα") και οι οποίες διαφημίζονται ως ανθεκτικές σε ασθένειες. Το αρνητικό όμως είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν φυτώρια που να έχουν σφραγίδα πιστοποίησης και οι περισσότεροι καλλιεργητές αγοράζουν τα δέντρα από μη πιστοποιημένα φυτώρια με αποτέλεσμα η ποιότητα της παραγωγής να είναι αμφισβητούμενη. Απόδοση-παραγόμενη βιομάζα : Κάθε δέντρο μπορεί να δώσει από 30-50 κιλά κάστανα. Το μέγιστο της απόδοσης θεωρείται το 50ο-60ο έτος της ηλικίας του. Ανάλογα με το είδος, μέσα στο περίβλημακαρπού υπάρχουν 2-3 καρποί και σε άλλα είδη μόνο ένας. Η απόδοση της καλλιέργειας καστανιάς δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Με σημερινές τιμές, μια σύγχρονη, φροντισμένη φυτεία αποδίδει περίπου 350-400 ευρώ ανά στρέμμα τον χρόνο.




Μεταποιείται περίπου μόνο το 10% της παραγωγής σε γλυκό κουταλιού, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπου ποσοστό 30-40% μεταποιείται σε πλήθος προϊόντων, όπως αποφλοιωμένο στεγνό ή κονσερβοποιημένο κάστανο, καστανάλευρο, σκευάσματα αρτοποιίας, ζυμαρικά, ηδύποτα και μπύρα, πουρέ και κρέμα κάστανου, διάφορα γλυκίσματα, με κορυφαίο προϊόν το μαρόν γλασέ (marrons glaces).







Είδη







Τα κυριότερα είδη καστανιάς είναι:







Η Ευρωπαϊκή Καστανιά. Γρήγορα αναπτυσσόμενο δέντρο που φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος. Τα φύλλα του είναι πριονωτά και μεγάλα, τα κάστανα έχουν καφέ ή καστανόγκριζο ρυτιδωμένο φλοιό. Το ξύλο της Ευρωπαϊκής καστανιάς είναι σκληρό και ανθεκτικό, σχίζεται εύκολα και δεν προσβάλλεται από μύκητες και έντομα. Χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, στην παραγωγή δοκαριών, πασσάλων σαν οικοδομική ξυλεία (ανθεκτικές σανίδες) στην παραγωγή χαρτιού και στη βυρσοδεψία.




Η Ιαπωνική καστανιά. Είναι δέντρο ή θάμνος με ύψος που φτάνει τα 10 μέτρα. Έχει φύλλα σχήματος καρδιάς και τα κάστανα που παράγει είναι μεγάλα αλλά όχι τόσο νόστιμα.




Η Αμερικανική καστανιά. Το ύψος των δέντρων φτάνει τα 35 μέτρα και δίνει καλής ποιότητας ξυλεία ενώ και οι καρποί τους θεωρούνται από τους πιο νόστιμους. Το είδος κινδύνευσε με εξαφάνιση όταν το 1900 ένας μύκητας πρόσβαλλε τα δέντρα και προκάλεσε την ασθένεια «σήψη της καστανιάς». Όσες καστανιές παρέμειναν από την πανωλεθρία αυτή διασταυρώθηκαν με ανθεκτικές ασιατικές ποικιλίες.




Η Κινεζική καστανιά.




Τα δέντρα φτάνουν τα 18 μέτρα ύψος. Είναι ένα πολύ ανθεκτικό είδος στα έντομα και τις ασθένειες καθώς και στο σάπισμα. Αναπτύσσεται σε μεγάλα υψόμετρα, πάνω από 2000 μέτρα. Τα κάστανα της θεωρούνται πολύ νόστιμα.




Ευεργετικές και θεραπευτικές ιδιότητες



























Το κάστανο αποτελεί καρπό πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία (άμυλο, σάκχαρα, πρωτεΐνες, λίπη και φυτικές ίνες), μεταλλικά στοιχεία και βιταμίνες Β1, Β2, Β3, Β5, C, ενώ αποτελεί τροφή με αρκετά υψηλή θερμιδική αξία χωρίς χοληστερόλη (189 θερμίδες / 100 γραμ.). Τα νωπά κάστανα περιέχουν 50% νερό, 45%υδατάνθρακες και 5% φυτικό έλαιο. Τρώγονται ψητά ή βραστά,χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, στη μαγειρική σε διάφορες συνταγές και γίνονται και αλεύρι κυρίως σε διάφορες περιοχές της Ασίας.Σημειώνεται πως η βιταμίνη C είναι θερμο-ανθεκτική και επομένως δεν διασπάται κατά το βράσιμο ή ψήσιμο των καρπών. Η γεύση της σάρκας του καρπού είναι υπόγλυκη, ζαχαρώδης και στους άγριους καρπούς ελαφρά πικρή, ιδιαίτερα όταν τρώγεται με το περισπέρμιο (χνουδωτή επιδερμίδα). Είναι σημαντικό πως κάστανα συνιστώνται στην Παιδιατρική για τη θεραπεία περιστατικών γαστρεντερίτιδας και κοιλιακών ανωμαλιών νηπίων και παιδιών καθόσον αποτελούν τροφή χωρίς γλουτένη. Η περιεκτικότητά του σε φυτικές ίνες είναι επίσης υψηλή και, σε αντίθεση με άλλους ξηρούς καρπούς, το κάστανο περιέχει λίπη σε πολύ χαμηλό επίπεδο (μόνον 2-5%).







Στα βρασμένα κάστανα παρατηρείται αύξηση στην περιεκτικότητά τους σε νερό, αλλά μειώνεται η πρωτεΐνη, ενώ αυξάνεται η περιεκτικότητα σε λίπη. Αντίθετα, στα ψημένα κάστανα, η πρωτεΐνη δείχνει να αυξάνεται, το ίδιο και οι αδιάλυτες και διαλυτές φυτικές ίνες, ενώ τα διαθέσιμα σάκχαρα μπορεί να αυξηθούν κατά 25%, με αποτέλεσμα και το ενεργειακό επίπεδο να αυξάνεται σημαντικά.


















Ευεργετικό για την υγεία το μέλι καστανιάς: Το μέλι ανθέων καστανιάς δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στη χώρα μας. Είναι σκουρόχρωμο και έχει ιδιαίτερα έντονη γεύση και μοναδικό άρωμα.Οι μελισσοκόμοι ενθαρρύνουν τα μελίσσια τους να βόσκουν νέκταρ και γύρη καστανιάς διότι έτσι παρατείνεται η διάρκεια ζωής της μέλισσας και επιτυγχάνεται η ενδυνάμωση των πληθυσμών τους. Ομως, το μέλι που παράγεται από άνθη καστανιάς έχει τον ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτήρα να εμποδίζει την ανάπτυξη βακτηριακών προσβολών στον άνθρωπο. Στην Ιταλία το μέλι καστανιάς παραδοσιακά χρησιμοποιείται για επικάλυψη χρόνιων πληγών, εγκαυμάτων και δερματικών ελκών, ακριβώς λόγω της αντιβακτηριακής του δράσης.




Συμπερασματικά, το κάστανο όχι μόνον αποτελεί καρπό υψηλής διατροφικής αξίας, αλλά είναι και εξαιρετικά ευεργετικό για την ανθρώπινη υγεία.







http ://www .back-to-nature. gr


































Χρόνης Αηδονίδης


















Ο Χρόνης Αηδονίδης γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1928, στην Καρωτή, ένα χωριό κοντά στο Διδυμότειχο. Γιος του ιερέα Χρήστου και της Χρυσάνθης Αηδονίδη, είναι ο δεύτερος από τα πέντε αδέλφια του. Στην Καρωτή, περνά τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια κι εκεί είναι που μαθαίνει τα πρώτα του τραγούδια και μυείται στον κόσμο της παραδοσιακής μουσικής, πρώτα από τη μητέρα του, κι έπειτα απ' τους ντόπιους μουσικούς που έπαιζαν στα πανηγύρια του χωριού του.




Μαθητής ακόμα, διδάσκεται βυζαντινή μουσική, από τον πατέρα του και αργότερα από τον πρωτοψάλτη Μιχάλη Κεφαλοκόπτη. Όταν τελείωσε το οκτωτάξιο γυμνάσιο στο Διδυμότειχο, διορίστηκε ως κοινοτικός δάσκαλος σε ένα χωριό του Έβρου, κοντά στα Βουλγαρικά σύνορα, τα Πετρωτά. Το 1950 εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Αθήνα, όπου συνέχισε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη βυζαντινή μουσική, στο Ελληνικό Ωδείο, κοντά στο μεγάλο δάσκαλο Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου. Τον Φεβρουάριου του ίδιου χρόνου, προσλαμβάνεται στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο, όπου εργάζεται ως λογιστής, ενώ παράλληλα ολοκληρώνει τις σπουδές του στα λογιστικά, στη σχολή "Πυρσός. Σ’ αυτή τη θέση θα παραμείνει ως τη συνταξιοδότησή του, το 1988.




Στο Σισμανόγλειο, μια σημαντική συνάντηση θα του αλλάξει τη ζωή. Το 1953 ο μεγάλος λαογράφος Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου θα τον αναζητήσει και θα του προτείνει να συμμετέχει στην εκπομπή του "Θρακικοί Αντίλαλοι", στο κρατικό ραδιόφωνο (ΕΙΡ), προκειμένου να παρουσιάσει στον κόσμο ένα ρεπερτόριο της Θράκης άγνωστο μέχρι τότε. Παρότι στην αρχή ο Χρόνης Αηδονίδης θα διστάσει, λέγοντάς του "Με συγχωρείτε πολύ. Τα τραγούδια αυτά τα ξέρω, τα αγαπώ, αλλά...ντρέπομαι να τα πω. Θα με κοροϊδεύουν", τα παραινετικά λόγια και οι συμβουλές του σπουδαίου λαογράφου θα τον επηρεάσουν και θα τον προτρέψουν να αφιερώσει τελικά όλο το υπόλοιπο της ζωής του στην προσπάθεια προβολής και διάδοσης της παραδοσιακής μουσικής. Από τότε και με τη βοήθεια του Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου, παίρνει μέρος στις εκπομπές του, συμμετέχοντας πολύ σύντομα ως σολίστ στη Χορωδία του Παντελή Καββακόπουλου. Οι «Θρακικοί Αντίλαλοι» που, πριν τον Χρόνη Αηδονίδη φιλοξενούσαν μόλις 30-40 τραγούδια της Ανατολικής Θράκης, τώρα πια, με τη φωνή του, γνωρίζουν στον κόσμο για πρώτη φορά τα τραγούδια της Δυτικής και της Βόρειας Θράκης αλλά και πολλά ακόμα της Ανατολικής, που ποτέ έως τότε δεν είχαν ακουστεί πέραν από τα σύνορα της Θράκης. Αργότερα συμμετέχει στη χορωδία του Σίμωνα Καρρά, ενώ από το 1957, αναλαμβάνει τακτική εβδομαδιαία εκπομπή στο ραδιόφωνο, προβάλλοντας το μουσικό θησαυρό της Θράκης. Παράλληλα εξακολουθεί να λαμβάνει μέρος σε πολλές συναυλίες ανά την Ελλάδα και να δισκογραφεί.




Το 1990 η συνεργασία του με τον Γιώργο Νταλάρα θα αποτελέσει έναν από τους πιο σημαντικούς σταθμούς στην καλλιτεχνική του πορεία. Ο δίσκος «Τ’ Αηδόνια της Ανατολής», με ορισμένα από τα πιο ωραία παραδοσιακά τραγούδια, και με τη συμμετοχή του Γιώργου Νταλάρα και του Ross Daly, θα αγαπηθεί ακόμα και από ανθρώπους που έως τότε δεν είχαν ασχοληθεί με αυτός το είδος μουσικής. Οι από κοινού συναυλίες με τον Γιώργο Νταλάρα, που συνόδευσαν την παρουσίαση του δίσκου, θα επιβεβαιώσουν τη μεγάλη απήχηση.




Το ενδιαφέρον του κόσμου όμως για το παραδοσιακό τραγούδι, ιδιαίτερα της Θράκης, μέσα από τη φωνή του Χρόνη Αηδονίδη, θα αποδειχθεί και αργότερα, με την -ισάξια με τ’ «Αηδόνια της Ανατολής»- απήχηση που έλαβε ο διπλός δίσκος «Τραγούδια και Σκοποί της Θράκης», που επιμελήθηκαν οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, το 1993.




Σήμερα ο Χρόνης Αηδονίδης έχει μια πλούσια δισκογραφία (450 τραγουδιών περίπου), με τα ωραιότερα τραγούδια της Θράκης, βόρειας, ανατολικής και δυτικής. Έχει λάβει μέρος σε εκατοντάδες συναυλίες τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο Εξωτερικό (Αμερική, Αυστραλία, σε όλα τα κρατίδια της τέως Σοβιετικής Ένωσης, Ευρώπη). Το θρακιώτικο τραγούδι με την αριστοτεχνική και μελίρρυτη φωνή του, αγαπήθηκε από κάθε γωνιά της Ελλάδας. Γι’ αυτό άλλωστε επιλέχθηκε να εκπροσωπήσει την πατρίδα μας στις δύο μεγαλύτερες διοργανώσεις των τελευταίων χρόνων: στο διακρατικό παγκόσμιο τηλεοπτικό εορταστικό πρόγραμμα υποδοχής της νέας χιλιετίας, το 2000, όπου η Ελλάδα καλωσόρισε τη νέα χιλιετία με τη φωνή του, στο Σούνιο και το 2004, όταν πραγματοποίησε την έναρξη της Τελετής Λήξης των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας του 2004, με το συγκινητικό καθιστικό τραγούδι: «Φίλοι μ’ καλωσορίσατε», απλώνοντας την ιερή μουσική της Θράκης σε κάθε γωνιά του κόσμου.




Έχει συνεργαστεί συναυλιακά, με πολλούς καταξιωμένους καλλιτέχνες στην Ελλάδα και στον εξωτερικό, ενώ αξιοσημείωτες είναι οι δισκογραφικές συνεργασίες του με τον Νίκο Κυπουργό και τη Λίνα Νικολακοπούλου, το 2001, στον δίσκο «Τα μυστικά του κήπου», στον οποίο ηχογράφησε το νανούρισμα «Βλέφαρό μου» και το 2003, στον δίσκο «Της καρδιάς μου τ’ ανοιχτά», όπου ηχογράφησε δύο τραγούδια σε μουσική του Παντελή Θαλασσινού και σε στίχους του Ηλία Κατσούλη και του Χρυσόστομου Γελαγώτη.




Το 2004 πραγματοποιεί ένα νεανικό του όνειρο, ηχογραφώντας για πρώτη φορά βυζαντινούς εκκλησιαστικούς ύμνους, στο διπλό cd «Όταν οι δρόμοι συναντιούνται». Με το cd αυτό δεν εκπληρώνει μόνο την επιθυμία του να καταγράψει τη μουσική που αγάπησε πρώτη και σπούδασε ήδη από τα μικρά του χρόνια αλλά αποδεικνύει έμπρακτα και τη γενναιοδωρία του ως δάσκαλος, παρουσιάζοντας δίπλα του την, προσφάτως τότε, μαθήτριά του και σήμερα πλέον μόνιμη συνεργάτιδά του Νεκταρία Καραντζή. Η αγάπη του για τη βυζαντινή μουσική εκδηλώνεται εμπράκτως και ένα χρόνο αργότερα, όταν παρουσιάζει τη τηλεοπτική σειρά επτά εκπομπών της ΕΤ1, με τίτλο: «Επικράνθη», στην οποία ψάλλει βυζαντινούς εκκλησιαστικούς ύμνους της Μ. Εβδομάδας, που το 2006 εκδίδει σε ομώνυμο cd, από την Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Την ίδια χρονιά αναλαμβάνει την παρουσίαση της εβδομαδιαίας ραδιοφωνικής εκπομπής «Μουσικοί Παραδοσιακοί Αντίλαλοι» στο ραδιόφωνο της Πειραΐκής Εκκλησίας (91,2 FM), με μουσικολοαγραφικά θέματα, κατά το πρότυπο της εκπομπής «Θρακικοί Αντίλαλοι», που τον ανέδειξε πριν από πενήντα και πλέον χρόνια, και με τη σύμπραξη επίσης της μαθήτριάς του.




Ο Χρόνης Αηδονίδης σήμερα, με φωνή ακόμα πιο ώριμη αλλά και πιο γλυκιά και ευαίσθητη από εκείνη των νεανικών του χρόνων και με γνώση του "που πονάει το κάθε τραγούδι", όπως λέει ο ίδιος, συνεχίζει να προσφέρει στην παραδοσιακή μουσική του τόπου μας μεταφέροντας στις επόμενες γενιές το έργο του, μέσα από τη διδασκαλία. Έχει διδάξει κατά καιρούς σε διάφορα Ωδεία και Ιδρύματα, ενώ σήμερα παραδίδει μαθήματα δύο φορές το μήνα στο Εργαστήρι Παραδοσιακής Μουσικής του Δήμου Αλεξανδρούπολης, του οποίου είναι καλλιτεχνικός διευθυντής. Είναι επίσης καλλιτεχνικός διευθυντής του Κέντρου Μελέτης Μουσικής Παράδοσης Θράκης, Μ. Ασίας και Ευξείνου Πόντου (τμήματος της Ε.Π.Α.Δ.Α.), επίτιμος πρόεδρος του Σωματείου: «Αρχείο Μουσικολοαγραφικής Παράδοσης Χρόνης Αηδονίδης» και ιδρυτικό μέλος του «Αρχείου Ελληνικής Μουσικής» αλλά και του Συλλόγου Τραγουδιστών Ελλάδος και του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης «Ερατώ. Πολλοί νέοι καλλιτέχνες που ακολουθούν τα χνάρια του, καταμετρώνται επίσης στους μαθητές του, και είναι, πέραν της Νεκταρίας Καραντζή, ο Βαγγέλης Δημούδης, η Δόμνα Μέγγα, η Λίτσα Ουλιανούδη, ο Μάνος Κουτσαγγελίδης, ο Χρήστος Κισσούδης, ο Φίλιππος Ευφραιμίδης, ο Χρήστος Χαρόβας κ.α.




Όλα αυτά τα χρόνια είναι αναρίθμητες οι διακρίσεις και οι τιμές που έχει δεχθεί ο Χρόνης Αηδονίδης για την πολύτιμη προσφορά του στον ελληνικό πολιτισμό, από κρατικούς και άλλους φορείς, πάρα πολλούς δήμους ανά την Ελλάδα και πολιτιστικούς συλλόγους στη χώρα μας και στο εξωτερικό. Από αυτές ξεχωρίζουν: η απόδοση του Μεγαλόσταυρου από τον πρώην Μητροπολίτη Θηβών και νυν Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ.κ. Ιερώνυμο, οι βραβεύσεις από τον Σύλλογο Αρχαιοφίλων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Έβρου δια χειρός του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κωστή Στεφανόπουλου, από το Λαογραφικό Κέντρο της Ακαδημίας Αθηνών, από το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Παν/μίου Αθηνών, τη Σχολή Δοκίμων Αστυφυλάκων δια χειρός του Αρχηγού της ΕΛΑΣ κ. Α. Δημοσχάκη, από την Πανθρακική Ένωση Αμερικής, από την Ανωτέρα Εκκλησιαστική Σχολή Θεσσαλονίκης και τον Ακαδημαϊκό Μουσικό Όμιλο «Μαΐστορες της Μακεδονίας», από την Ένωση Τραγουδιστών Ελλάδος, από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, από το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Ορεστιάδας, κ.α. Φέτος, η Νομαρχία Έβρου ανακήρυξε το 2009, ως «Έτος Χρόνη Αηδονίδη» και διοργάνωσε προς τιμήν του ημερίδα και διαφόρες συναυλίες στον Έβρο και επιμελείται τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του, ενώ στις 15 Αυγούστου το 8ο Παγκόσμιο Συνέδριο Θρακών, που πραγματοποιήθηκε στην Κομοτηνή, τον τίμησε ως εξέχουσα προσωπικότητα της χώρας μας που έχει συμβάλει στη διατήρηση και διάδοση της παράδοσης και της φήμης του Θρακικού ελληνισμού. Από το 2008 επίσης, στο νεόκτιστο εκκλησιαστικό πολιτιστικό κέντρο "Ανθίμειον» της Μητρόπολης Αλεξανδρούπολης, φιλοξενείται μεγάλο μέρος του προσωπικού και καλλιτεχνικού αρχείου του, σε αίθουσα με το όνομά του, το οποίο ο ίδιος ο καλλιτέχνης δώρισε στη Μητρόπολη.




Ο Χρόνης Αηδονίδης έχει αναμφισβήτητα αφήσει το δικό του ξεχωριστό αποτύπωμα στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής και θα μυεί στα θαυμάσια μυστικά της πολιτισμικής κληρονομιάς μας τις γενιές που έρχονται, ες αεί.




Υ.Γ. Στα άμεσα σχέδια του είναι η έκδοση ενός βιβλίου-αυτοβιογραφίας του στο οποίο θα περιλαμβάνεται και πλούσιο γνωστό αλλά και ανέκδοτο οπτικοακουστικό υλικό, η διοργάνωση σειράς μεγάλων συναυλιών του για τον εορτασμό των 80 και πλέον χρόνων του και την επίσημη ανακοίνωση της αποχώρησή του από την τακτική και ενεργό δράση στα μουσικά πράγματα και η δισκογραφική έκδοση σειράς ανέκδοτων παλαιών ηχογραφημάτων του. Την έκδοση του βιβλίου του θα συνοδεύει το ντοκιμαντέρ παραγωγής της Νομαρχίας Έβρου και ένα ιδιόχειρο λεύκωμά του 100 σελίδων, με συμβουλές προς τη μαθήτριά του Νεκταρία και, μέσω εκείνης, προς όλους τους μαθητές του, αποσπάσματα του οποίου μπορεί κανείς να διαβάσει στην επίσημη ιστοσελίδα του www.aidonidis.gr




Πηγή: mousikorama.gr

























Το έθιμο του ποδαρικού και η σημασία του




Συγγραφέας άρθρου Χριστίνα Ζαμπούνη







Η αλήθεια είναι πως το «ποδαρικό» είναι ένα έθιμο που όλοι μας λίγο ή πολύ υπολογίζουμε, ασχέτως το πόσο πιστεύουμε στις παραδόσεις.







Το βέβαιο είναι πως κανείς δεν θέλει να τον ακολουθεί η κακοτυχία κι όλοι ελπίζουμε στην εύνοια της τύχης με την ανατολή κάθε νέας χρονιάς!

Το ποδαρικό είναι ένα έθιμο πολύ παλιό.







Από πάντα, μεγάλη σημασία έδιναν ποιός θα ποδαρίσει στο σπίτι για το πως θα "πάει η νέα χρονιά"...!!!







Ποιός θα είναι αυτός που θα περάσει πρώτος το κατώφλι του σπιτιού τη νέα χρονιά;

Θα μπει γελαστός; Καλοσυνάτος; ή μήπως κανένας κατσούφης;

Ποδαρικό κάνει όποιος στείλει ο Θεός λένε...αλλά πολλές φορές από φόβο μη μπει κάποιος "γρουσούζης" πρώτος στο σπίτι και δε πάει καλά η χρονιά στήνουν το ποδαρικό με τα μικρά παιδιά να έχουν την τιμητική τους λόγω της αγνότητας και της αθωότητας τους!

Τα έθιμα που συνοδεύουν το ποδαρικό είναι πολλά και ποικίλουν από τόπο σε τόπο.

Το ρόδι, η πέτρα, το σίδερο και το αμίλητο νερό είναι κάποια απ' αυτά και το καθένα έχει το συμβολισμό του.







Το αμίλητο νερό:

Σύμφωνα με το έθιμο παλιότερα οι ελεύθερες κοπέλες σηκώνονταν το πρωί της Πρωτοχρονιάς και με μια στάμνα πήγαιναν στη βρύση να φέρουν το αμίλητο νερό. Εκεί γλύκαιναν τις μοίρες με ζάχαρη και μέλι και άλλα πολλά καλούδια που τα άφηναν για τους φτωχούς.Έπρεπε να πάνε και να γυρίσουν αμίλητες και να ραντίσουν με το αμίλητο νερό τις γωνίες του σπιτιού για να φύγουν τα κακά δαιμόνια. Σήμερα ο νοικοκύρης του σπιτιού ή όποιος κάνει ποδαρικό ραντίζει τις γωνίες του σπιτιού, αφού γλυκάνει τις μοίρες ρίχνοντας λίγη ζάχαρη στη βρύση!







Το ρόδι:

Το ρόδι θεωρείται τυχερός καρπός και συνήθως κρεμάνε ένα ρόδι, από τις αρχές του Δεκέμβρη, έξω από την εξώπορτα ή στο μπαλκόνι για καλοτυχία.

Όταν αλλάξει η χρονιά ο νοικοκύρης του σπιτιού πετάει μπρος στο κατώφλι με δύναμη ένα ρόδι. Όσο πιο πολλά σπόρια ροδιού σκορπίσουν στο πάτωμα τόση μεγαλύτερη θα είναι η καλοτυχία κι η αφθονία τη νέα χρονιά!







Η πέτρα:

Με την αλλαγή του χρόνου ο νοικοκύρης του σπιτιού φέρνει μια πέτρα μέσα στο σπίτι για να είναι το σπιτικό γερό και στεριωμένο σαν την πέτρα.







Το σίδερο:

Μόλις αλλάξει η χρονιά βάζουν ένα σίδερο μπροστά στην πόρτα, ούτως ώστε όποιος έρθει και ποδαρίσει να πατήσει πάνω στο σίδερο για να είναι τα μέλη του σπιτιού γερά και σιδερένια!







Με το δεξί!

Μεγάλη σημασία έχει το ποδαρικό να γίνει με το δεξί, ώστε να πάει η χρονιά καλά και δεξιά!







Οι νοικοκυραίοι του σπιτιού, καλοδέχονται τον πρώτο που περνάει το κατώφλι του σπιτιού τους, με χαμόγελο και ευχές, τον ασημώνουν και τον κερνούν γλυκά για το καλό της νέας χρονιάς!







Πηγή: ewoman.gr































Έθιμα γιορτινών ημερών




Τα Χριστόξυλα

Σε πολλά χωριά της Μακεδονίας από τις παραμονές των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού ψάχνει στα χωράφια και βρίσκει ένα μεγάλο χοντρό και γερό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει στο σπίτι του.

Η νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμα και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια όπως λένε, και μαγαρίσουν το σπίτι.

Το βράδυ της παραμονής ο νοικοκύρης βάζει το Χριστόξυλο στο τζάκι και το ανάβει, αφήνοντάς το να σιγοκαίει όλο το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Η στάχτη αυτή προφυλάσσει το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό και καθώς καίγεται ζεσταίνει τον Χριστό στη φάτνη.




Οι καλικάντζαροι

Στη Σκιάθο οι πιο παλιοί λένε ότι από την 1η Δεκεμβρίου οι καλικάντζαροι ετοιμάζουν το καράβι τους για να πάνε στο νησί. Την παραμονή των Χριστουγέννων το ρίχνουν στο γιαλό και φθάνουν ανήμερα.

Από τότε μέχρι τα Φώτα κανείς δεν τολμάει να βγει νύχτα από το σπίτι του, γιατί θα τον βουβάνουν. Την παραμονή των Φώτων, όμως, οι καλικάντζαροι τα μαζεύουν γρήγορα και φεύγουν τρέχοντας μην τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει.

Η λαϊκή φαντασία οργιάζει με τις σκανταλιές των καλικάντζαρων, που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν στον επάνω κόσμο τότε που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Η όψη τους είναι τρομακτική, ενώ οι σκανταλιές τους απερίγραπτες. Το μόνο που τους τρομάζει είναι η φωτιά.




Οι Μωμόγεροι της Δράμας και τα Ραγκουτσάρια

Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί της Δράμας απαντάται το έθιμο των Μωμόγερων, που προέρχεται από τους Πόντιους πρόσφυγες.

Η ονομασία τους προέρχεται από το «μίμος» ή το «μώμος» και το «γέρος», και συνδέεται με τις μιμητικές τους κινήσεις. Φοράνε τομάρια λύκων ή τράγων, ή στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, και έχουν τη μορφή γέρων.

Οι Μωμόγεροι, προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες όλο το δωδεκαήμερο, ψάλλοντας τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους.

Όταν οι παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή. Το ίδιο έθιμο με παραλλαγές απαντά στην Κοζάνη και στην Καστοριά υπό την ονομασία «Ραγκουτσάρια».




Tο αναμμένο πουρνάρι

Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι και του έβαλε φωτιά.

Το σκοτεινό βουνό γέμισε χαρούμενες φωτιές, τριξίματα και κρότους. Από τότε λοιπόν στα χωριά της Άρτας όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα για να ευχηθεί κρατά ένα κλαδί από πουρνάρι ή από όποιο άλλο δέντρο βρει. Στον δρόμο το ανάβει.

Το ίδιο συμβαίνει και στα Γιάννενα, με τη διαφορά ότι δεν κρατούν κλαδί, αλλά μια χούφτα δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι μόλις μπούνε, και καλημερίζουν.

Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη.




Η Γουρουνοχαρά

Το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι στα Γρεβενά αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας περιλαμβάνει χοιρινό κρέας. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γίνεται με εξαιρετική φροντίδα, ενώ ακολουθεί γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα.

Τρεις τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθορίζουν με ποια σειρά θα σφάξουν το γουρούνι τους. Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνται 5 με 6 άνδρες.




Επιμέλεια: Μανώλης Φουσκολαγουδάκης







Πηγή: zougla.gr



















Μαντήλι Καλαματιανό … Μεταξωτό







Το Καλαματιανό Μαντήλι που όλοι έχουμε τραγουδήσει και χορέψει, έχει τη δική του ιστορία. Ιστορία παλιά όπως και ο Ελληνισμός, ιστορία που χάνεται κι αυτή με το πέρασμα του χρόνου αλλά δύει στον σύγχρονο κόσμο.



Σαν πας στην Καλαμάτα και `ρθεις με το καλό

φέρε μου ένα μαντήλι να δέσω στο λαιμό

αμάν, καλέ μεταξωτό







Στο ιστορικό κέντρο της Καλαμάτας βρίσκεται η Ιερά Μονή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Καλογραιών.







Η ιστορία ξεκινάει από το 1796 που ο γέροντας Γεράσιμος Παπαδόπουλος, ιερομόναχος και διδάσκαλος, την ξεκίνησε. Ο γέροντας, αν και γεννημένος στην Καλαμάτα, καταγόταν από τη Δημητσάνα. Εκεί έμαθε την τέχνη του μεταξιού όταν φοιτούσε στη Μονή Φιλοσόφου. Με την επιστροφή του στην Καλαμάτα άρχισε να ασχολείται με την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα, αφού πέρασε αρκετά χρόνια εξόριστος στην Κωνσταντινούπολη επί Τουρκοκρατίας και από εκεί έφερε και τους μεταξοσκώληκες, που βρήκαν άφθονη τροφή στις μουριές γύρω από το μοναστήρι. Στην παράδοση που ξεκίνησε εκεί γύρω στο 1800, βοήθησαν και οι 5 μοναχές που έφτασαν από την Κωνσταντινούπολη και δίδαξαν στις επόμενες την τέχνη.




Στήθηκαν αργαλειοί στο μοναστήρι και η παραγωγή άρχισε, ο γέροντας ίδρυσε εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η πλατεία 23ης Μαρτίου, 27 εργαστήρια και έφτασε να εξάγει 3 τόνους μετάξι τον χρόνο, αφού όλα τα γύρω σπίτια καλλιεργούσαν το μεταξοσκώληκα και του πήγαιναν τα κουκούλια.







Στην σημερινή εποχή, η πρώτη ύλη δεν παράγεται πλέον στην περιοχή, αλλά έρχεται από το Σουφλί και μετά μπαίνει στους αργαλειούς της μονής. Μια δύσκολη εργασία που πέφτει σε 3 μόνο μοναχές από τις συνολικά 17 οι οποίες μονάζουν. Και παρόλο που οι παλιοί αργαλειοί δεν έχουν βγει στην αχρηστία, η ύφανση γίνεται σε ηλεκτρικό αργαλειό για να παράγεται μεγαλύτερη ποσότητα από μαντίλια και τραπεζομάντιλα. Παλιότερα υφαίνονταν και ιερά άμφια. Η μονή έχει βραβευτεί για την τέχνη της στην υφαντουργία.







Το γνήσιο καλαματιανό μαντίλι το φτιάχνουν οι μοναχές στη Μονή Καλογραιών. Η τέχνη αυτή περνά από μοναχή σε μοναχή και οι επισκέπτες της Μονής στέκονται με δέος και παρακολουθούν την ύφανση στους αργαλειούς, την σαΐτα, τις κλωστές.







Το ομώνυμο δημοτικό τραγούδι συναντάται σε ηχογράφηση για πρώτη φορά το 1927 από τον Λευτέρη Μεν(λ)εμενλή σε δίσκο της COLUMBIA, ακολουθούν το 1929 ο Αντώνης Νταλγκάς, το 1934 η Ρόζα Εσκενάζι και μετέπειτα εκατοντάδες άλλοι καλλιτέχνες.







Ακούστε το τραγούδι από την κ. Φιλιώ Πυργάκη.







https://www.youtube.com/watch?v=_SsgLs5ihLw



















Άρθρο αφιέρωμα από το www.xoreytis.gr







Δείτε από που βγήκαν πολλές γνωστές ελληνικές παροιμίες!




Μέρος Γ΄







ΤΟΥ ΚΟΥΤΡΟΥΛΗ Ο ΓΑΜΟΣ







«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» ή «Έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι» λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του να γίνει παροιμιώδης;







Ο καβαλλάριος (ιππότης) Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα.







Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα. Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται.







Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη. Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ', στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλελυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επίτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της.







Τι αποδείχτηκε δεν ξέρουμε. Φαίνεται όμως ότι η ανάκριση των ιεραρχών πιστοποίησε την αθωότητα του Κουτρούλη και έτσι ο γάμος έγινε. Αν θα γίνει ή όχι ο γάμος, συζητιόταν για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, και όταν επιτέλους έγινε, έγινε το ζήτημα της ημέρας.







Στα στόματα των γυναικών και των περιέργων θα περιφερόταν αναμφίβολα η φράση «'Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος», όπου όλη η σπουδαιότητα έπεφτε στο ρήμα «έγινε». Κατά το γάμο ωστόσο, που μάλλον πανηγύρι ήταν, είναι φυσικό να έγινε έκτακτο και εξαιρετικό γλέντι, αφενός μεν σε πείσμα του πρώτου συζύγου, αφετέρου δε για ικανοποίηση του πολύπαθου και καταξοδεμένου δεύτερου συζύγου, ο οποίος δεν ήταν κάποιος άγνωστος, ήταν ο εξαιτίας των γεγονότων διαβόητος καβαλλάριος Ιωάννης Κουτρούλης.







Στη φράση κατόπιν «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» τονιζόταν όχι πλέον η λέξη «έγινε», αλλά η γενική «του Κουτρούλη», η οποία έγινε συνώνυμη με το «θορυβωδώς» και η οποία είναι σήμερα η ιδιαίτερη λέξη όλης της φράσης. Η φράση έγινε ευρύτατα γνωστή στα νεότερα χρόνια και μέσα από το ομώνυμο σατιρικό θεατρικό έργο του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή (1845), με το οποίο σατιρίζει και στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη της εποχής του Όθωνα.







ΑΛΛΑΞΕ Ο ΜΑΝΩΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΒΑΛΕ ΤΑ ΡΟΥΧΑ ΤΟΥ ΑΛΛΙΩΣ







Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί. Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε).







Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε. Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης Μπατίνος τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή. Ο Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πετούσε από πάνω του τα παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα. Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα έξω.







Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τους στίχους από το στόμα του Μανώλη Μπατίνου: «Άλλαξε η Αθήνα όψη, σαν μαχαίρι δίχως κόψη, πήρε κάτι απ' την Ευρώπη και ξεφούσκωσε σαν τόπι. Άλλαξαν χαζοί και κούφοι και μας κάναν κλωτσοσκούφι. Άλλαξε κι ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».







ΚΑΤΑ ΦΩΝΗ ΚΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ







Οι Φαραώ είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο, που τους χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα. Οι αρχαίοι, τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα. Θεωρούσαν μάλιστα, πως όταν ένας γάιδαρος γκάριζε, προτού αρχίσει μια μάχη, οι Θεοί τους προειδοποιούσαν για την νίκη.







Ήταν δηλαδή ένας καλός οιωνός. Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε να αναβάλει για λίγες μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι.







Πάνω όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά το γκάρισμα ενός γαϊδάρου απ' το στρατόπεδό του. - Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας. Έτσι διέταξε ν' αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιον γνωστό ή φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.







ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΡΧΟΜΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΚΑΝΕΛΛΑ







Ίσως η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της ασυναρτησίας. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: "Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα", που σημαίνει: έρχομαι από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή.







Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο συνάντησης τους την κορυφή του λόφου. Όσο για την συνέχεια της φράσης. "και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί η ομπρέλα μου", φαίνεται ότι αποτελεί νεότερη προσθήκη όσων δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σχέση είχε η Πόλη με την κανέλα.







ΔΕ ΧΑΡΙΖΩ ΚΑΣΤΑΝΑ







Στα 1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους του στην απόρθητη Μάνη, ντυμένους καστανάδες. Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα παιδιά πού βρίσκονταν οι άντρες τους, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανα αντί να τα πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να πουν την αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι Μανιάτες αποκρίθηκαν: "Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα", δηλαδή θα σας τιμωρήσουμε.




ΝΑ ΜΕΝΕΙ ΤΟ ΒΥΣΣΙΝΟ







Η λαϊκή αυτή έκφραση που γεννήθηκε κάπου μεταξύ 1900 και 1905 και σήμερα δηλώνει άρνηση (εναλλακτικά «να (μού) λείπει το βύσσινο» ή «να μου λείπει»), προέρχεται από ένα περιστατικό που συνέβη σ' ένα καφενείο μεταξύ ενός βουλευτή κι ενός ψηφοφόρου του.







Ο ψηφοφόρος παρήγγειλε στο σερβιτόρο του καφενείου που συναντήθηκαν ένα γλυκό βύσσινο, για να κεράσει τον βουλευτή κι έτσι να πετύχει το -τί άλλο;- το ρουσφετάκι του. Ο βουλευτής, όμως, σκληρό καρύδι, δε φαινότανε διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Αγανακτισμένος τότε ο ψηφοφόρος, που έβλεπε πως δε θα γινότανε τίποτα, φώναξε δυνατά στον σερβιτόρο: «Να μένει το βύσσινο!»







ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΤΑ ΛΑΧΑΝΑ







Την φράση «σπουδαία τα λάχανα» (εναλλακτικά και «σιγά τα λάχανα»), τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του αξία. Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά. Προήλθε από το εξής περιστατικό: Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος τού Μπέη, για να εισπράξει τη «δεκάτη».







Η δεκάτη ήταν κι αυτή μία από τις πολλές φορολογίες τών χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί τού απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν τον φόρο, γιατί τα λάχανά τους (λάχανα ήταν η παραγωγή τους) έμεναν απούλητα. Τότε ο φοροεισπράκτορας τούς είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να «πατσίζανε» με το χρέος τους. Έτσι και έγινε. Από τότε, έμεινε να λένε οι χωρικοί (προφανώς ειρωνικά): «Σπουδαία τα λάχανα», όταν επρόκειτο να «πατσίσουν» τούς οφειλόμενους φόρους, με λάχανα.







Πηγή: newsbomb.gr































Δείτε από πού βγήκαν πολλές γνωστές ελληνικές παροιμίες!







Μέρος Β΄







ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΙΝΕΙ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΡΝΑΕΙ




Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις:




Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται ότι με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο). Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του.







Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον δανείσει! Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα.







Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε πανικός και τελικά τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια.







Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους. Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ' ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει.




Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει. - Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός του χωριού. Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό. Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί»













ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΑΚΗ ΜΟΥ, ΤΑ ΙΔΙΑ ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΟΥ




Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης. Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.







Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε. Οι Κρητικοί άρχισαν ν' απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση.







Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου!».













ΤΑ ΒΡΗΚΕ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ










Η προέλευση της φράσης ανάγεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα από μια μονομαχία. Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκορίνθου από το Λέοντα το Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο.




Οι ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των ωραίων γυναικών. Νικητές ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος -μόλις 20 χρονών- και ο Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος. Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο «Μπάιλος» του Μορέα, Νικόλαος Ντε Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη του αντιπάλου του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν αγύμναστο.




Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω σ' αυτό το ίδιο το άλογο κι έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το θαυμασμό των θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά: «Να το άλογο που μας παρέστησαν αγύμναστο».







Αυτό βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, ο οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ με δυο πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν για να γυμνάζονται οι αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν «μπαστέν» και οι Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια».




Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ αμέσως σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το πρώτο ξίφος του και το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό «μπαστούνι». Και τα δυο τα βρήκε «μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος. Από τότε έμεινε η φράση: «Τα βρήκε μπαστούνια» και φυσικά δεν έχει σχέση με τα τραπουλόχαρτα ή τα μπαστούνια που γνωρίζουμε.










ΑΛΛΟΣ ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΗ ΝΥΦΗ







Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη. Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι.







Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε.




Τι είχε συμβεί; Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει. Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του.




Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».







Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι' αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου. Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση έως και σήμερα.







Πηγή: newsbomb.gr
















Δείτε από πού βγήκαν πολλές γνωστές ελληνικές παροιμίες!







Μέρος Α΄







Τι δουλειά έχουν οι κουτσοί και οι στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα; Τι μας νοιάζει αν η αχλάδα έχει την ουρά μπροστά ή πίσω; Ποιος ήταν ο Κουτρούλης που έκανε τέτοιο πάταγο με το γάμο του;







Διαβάστε την ιστορία πίσω από διάσημες ελληνικές παροιμίες







ΚΟΥΤΣΟΙ ΣΤΡΑΒΟΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ




Στα 1830, σ' ένα χωριουδάκι της Κυνουρίας, στο Άστρος, παρουσιάστηκε ένας περίεργος άνθρωπος, που άρχισε να διαδίδει επίμονα ότι ήταν ο Άγιος Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες που τον μάστιζαν.







Όπως ξέρουμε όλοι μας σχεδόν, ο πραγματικός Άγιος Παντελεήμονας είναι ο προστάτης των ανάπηρων και οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι γιατρεύει, εκτός από τις άλλες παθήσεις και τις παραμορφώσεις του σώματος, καθώς και τους τυφλούς.







Ο άγνωστος, ωστόσο, του Άστρους δεν έκανε το παραμικρό θαύμα. Επειδή, όμως, δεν ενοχλούσε κανέναν με την παρουσία, τον άφηναν να λέει ό,τι θέλει. Παρ όλ' αυτά, η φήμη πως στο όμορφο χωριό της Κυνουρίας παρουσιάστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας, απλώθηκε γρήγορα σε όλη την τότε Ελλάδα.




Όπως ήταν επόμενο, όσοι έπασχαν από τα μάτια τους, τ' αφτιά τους, τα πόδια τους και από ένα σωρό άλλες ασθένειες, παράτησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ξεκίνησαν να πάνε στο Άστρος, με την ελπίδα ότι θα γίνουν καλά.







Κι ήταν τόσοι πολλοί αυτοί οι ανάπηροι, ώστε από τα διάφορα χωριά που περνούσαν, έλεγαν οι άλλοι που τους έβλεπαν: «Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα»







ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Η ΑΧΛΑΔΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ







Οι Ενετοί, που άλλοτε κυριαρχούσαν στις θάλασσες, εγκαινίασαν πρώτοι τα ιστιοφόρα μεταγωγικά, όταν ήθελαν να μεταφέρουν το στρατό τους.




Τα καράβια αυτά ήταν ξύλινα και πελώρια και είχαν σχήμα αχλαδιού.







Έσερναν δε τις περισσότερες φορές πίσω τους ένα μικρό καραβάκι, που έβαζαν μέσα τον οπλισμό και τα πολεμοφόδια, όπως ακόμα τρόφιμα και διάφορα πολεμικά σύνεργα. Οι Έλληνες τα είχαν βαφτίσει αχλάδες από το σχήμα τους.







Έτσι όταν καμιά φορά στο πέλαγος παρουσιαζότανε κανένα άγνωστο καράβι, οι νησιώτες ( βιγλάτορες) ανέβαιναν πάνω στους βράχους και απ'εκεί παρακολουθούσαν με αγωνία τις κινήσεις του. Αν ήταν απλώς ιστιοφόρο, δεν ανησυχούσαν τόσο, γιατί υπήρχε πιθανότης να συνεχίσει αλλού τον δρόμο του.







Αν όμως ήταν "Αχλάδα" τους έπιανε πανικός, γιατί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θ'άρχιζαν μάχες, πολιορκίες, πείνες και θάνατοι. Έφευγαν τότε για να πάνε να ετοιμάσουν την άμυνα τους. Από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη ότι η "Αχλάδα" έχει πίσω την ουρά.







Με την ουρά εννοούσαν το καραβάκι που έσερνε το μεταγωγικό. Άρα επίθεση. Και έλεγαν: "Πίσω έχει η Αχλάδα την ουρά", τι θα γίνει;







ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ




Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά:




«Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά καί άνισοι. Εκτός της δέκατης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, έκαστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού (εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων καφτανίων, καρφοπετάλλων και άλλων εκτάκτων.







Ενώ δε ούτο βαρείς καθ' εαυτούς ήσαν οί επιβληθέντες φόροι, έτι βαρυτέρους και αφορήτους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποσταλλομένων πρός τούτο υπαλλήλωνη εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο απί των ραγιάδων (υπόδουλος-τουρκ.raya) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην».







Από το τελευταίο αυτό, έμεινε παροιμιώδης η φράση: «πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του»







ΠΡΑΣΣΕΙΝ ΑΛΟΓΑ







Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: "Μα τί είναι αυτά που μου λες? Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα!".







Το "πράσσειν άλογα" λοιπόν, δεν είνα πράσινα άλογα όπως πιστεύει πολύς κόσμος, όπως τα μικρά μου πόνυ, αλλά αρχαία ελληνική έκφραση.Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος "πράττω" ή/και "πράσσω" (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το "πράττειν" ή/και "πράσσειν" και του "άλογο" που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό "λόγος"=λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά. Α-λογο=παράλογο =>Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα










ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ







Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους απ' όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ' αυτά σαν να μην τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε : « είμαστε για τα πανηγύρια » . Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας μιας κατάστασης.










ΤΙ ΚΑΠΝΟ ΦΟΥΜΑΡΕΙΣ







Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτάμε συνήθως : « τι καπνό φουμάρει; ». Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη « καπνός » έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας, δηλαδή, του σπιτιού.







Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου : «Οι φορατζήδες έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερωτούν "τι καπνό φουμάρει εδώ; Κατά την απόκριση δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη έλεγαν « καπνό », εννοούσαν σπίτι.







ΕΒΓΑΛΕ ΤΗΝ ΜΠΕΜΠΕΛΗ







Μπέμπελη, είναι η ιλαρά (μεταδοτική, εξανθηματική νόσος). Η λέξη είναι σλαβικής προέλευσης (pepeli=στάχτη). Η φράση «έβγαλε την μπέμπελη», σημαίνει ότι κάποιος ζεσταίνεται και ιδρώνει υπερβολικά.







Ο συσχετισμός της ζέστης με την ιλαρά, προκύπτει από την πρακτική ιατρική, σύμφωνα με την οποία, κάποιος που νοσεί από ιλαρά θα πρέπει να ντύνεται βαριά, έτσι ώστε να ζεσταθεί και να ιδρώσει και να «βγάλει» έτσι από πάνω την αρρώστια (δηλαδή την μπέμπελη).










ΜΠΑΤΕ ΣΚΥΛΟΙ ΑΛΕΣΤΕ ΚΑΙ ΑΛΕΣΤΙΚΑ ΜΗ ΔΙΝΕΤΕ







Οι Φράγκοι, που είχαν υποδουλώσει άλλοτε την Ελλάδα, έκαναν τόσα μαρτύρια στους κατοίκους, ώστε οι Έλληνες τούς βάφτισαν «Σκυλόφραγκους». Ό,τι είχαν και δεν είχαν, τούς το έπαιρναν, κυρίως όμως ενδιαφερόντουσαν για το αλεύρι, που τούς ήταν απαραίτητο για να φτιάχνουν ψωμί.







Κάποτε σ' ένα χωριουδάκι της Πάτρας μπήκαν μερικοί στρατιώτες σ' ένα μύλο και απαίτησαν από τον μυλωνά να τους αλέσει όλο το σιτάρι που υπήρχε εκεί, με την υπόσχεση ότι θα τού πλήρωναν τ' αλεστικά.







Ο μυλωνάς ονομαζόταν Γιάννης Ζήσιμος, κι ήταν γνωστός για την παλικαριά του και την εξυπνάδα του. Όταν είδε τους Φράγκους να θέλουν να τού αρπάξουν το βιος του με το έτσι το θέλω, φούντωσε ολόκληρος.







Συγκρατήθηκε, όμως, και δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορεί μόνος του ν' αλέσει τόσες οκάδες σιτάρι. Οι στρατιώτες τού είπαν τότε ότι θα τον βοηθούσαν αυτοί. Ο Ζήσιμος τούς πέρασε στον μύλο και τούς είπε δήθεν ευγενικά: «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε».







Ύστερα τούς κλείδωσε μέσα κι έβαλε φωτιά στο μύλο. Εκεί τούς έκαψε όλους σαν ποντίκια κι αυτός εξαφανίστηκε.










ΤΟΥ ΕΨΗΣΕ ΤΟ ΨΑΡΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ







Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξίδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά.







Στα μοναστήρια, όμως, ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αν και πολλοί καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τη νηστεία, έκαναν πολλές κρυφές αμαρτίες κι έτρωγαν αβγά ή έπιναν γάλα.







Αν τύχαινε, όμως, κανένας απ' αυτούς να πέσει στην αντίληψη των άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές. Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι.







Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγούμενο συμβούλιο τον καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να ψηθεί! Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή «Του έψησε το ψάρι στα χείλη»







ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΙΔΑΝΕ, ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΝ ΒΑΦΤΙΣΑΝΕ







Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει το μωρό του.







Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ' όνομά του, δηλαδή Θεόδωρο. Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.







Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για βάφτιση.







Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ' αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί -οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδί- τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε προκαταβολικά για τη βάφτιση.







Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την.απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε: - Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!










ΑΛΑ ΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚΑ







Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.







Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ. Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ' ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.




Πηγή: newsbomb.gr




























Πώς βγήκαν τα ονόματα στις κεντρικότερες πλατείες της Αθήνας







Πλατείες των δακρύων, της οργής, της ελπίδας, των κερδισμένων μαχών, των παλινορθώσεων, είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που μπορούν να αποδοθούν στις πλατείες της Αθήνας. Χώροι που φιλοξένησαν από δημόσιες εκτελέσεις έως και μαζικές πολιτικές συγκεντρώσεις, χώροι στους οποίους συμπυκνώνεται κατά διαστήματα ένας ολόκληρος πολιτισμός, παραμένουν μέχρι και σήμερα το κέντρο της ζωής μιας πόλης που εξελίσσεται γύρω τους.




Οι πλατείες της Αθήνας εμφανίζονται κατά καιρούς με διάφορα ονόματα αφού στην πορεία έχουν φιλοξενήσει διαφορετικά ιστορικά γεγονότα που τις σημαδεύουν. Ποια είναι όμως τα γεγονότα αυτά που επικράτησαν και χάρισαν τελικά το σημερινό όνομά τους στις γνωστότερες πλατείες της πόλης;







Πλατεία Ομόνοιας




Η πλατεία που έχει απασχολήσει ιδιαιτέρως τους κατοίκους της πόλης με τις αναπλάσεις της παλαιοτέρα ονομαζόταν πλατεία Όθωνος, προς τιμήν του βασιλέως. Η σημερινή της ονομασία δόθηκε το 1863 όταν σ’ αυτήν συμφιλιώθηκαν οι δύο αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις, των Ορεινών και των Πεδινών, που είχαν δημιουργηθεί μετά την έξωση του βασιλιά. Η συμφιλίωση τους κρίθηκε ιδιαιτέρως σημαντική αφού είχε προηγηθεί μεγάλη αιματηρή σύγκρουση μεταξύ τους με 120 νεκρούς και 300 τραυματίες.




Πλατεία Συντάγματος

Η πλατεία που έχει φιλοξενήσει τόσους τουρίστες όσους και διαδηλωτές, διαμαρτυρίες ακόμα και αυτοκτονίες ανάμεσα στους τουρίστες ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του πρώτου καταστατικού χάρτη της χώρας, του Συντάγματος του 1844. Στο σύνταγμα που ψηφίστηκε από την Εθνοσυνέλευση του 1844, μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, δόθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα ψήφου στους Έλληνες.




Πλατεία Κλαυθμώνος

Στην καθομιλουμένη θα μπορούσε να ονομαστεί και πλατεία των δακρύων, μιας και το όνομά της το οφείλει στους «Παυσανίες» που συγκεντρωνόντουσαν εκεί και θρηνούσαν με κλάματα κι οδυρμούς προκαλούσαν να επαναπροσληφθούν. Πριν το 1909, στην πλατεία βρισκόταν το υπουργείο εσωτερικών το οποίο απέλυε τους μη μόνιμους τότε δημοσίους υπαλλήλους, ονομαζόμενους «Παυσανίες». Δεδομένου ότι τέτοιες απολύσεις συνέβαιναν τακτικά σε κάθε αλλαγή κυβερνήσεως, οι σκηνές που συγκεντρωμένο απολυμένο πλήθος παρακαλούσε για την επαναπρόσληψή τους με «κλαυθμούς» ήταν συχνές. Αν και ο ανάδοχος της ονομασίας ήταν ο συγγραφέας και κατόπιν ακαδημαϊκός Δ. Καμπούρογλου, που πρώτος ονόμασε την πλατεία «Κλαυθμώνος» σε ένα χρονογράφημα του στην «Εστία» το 1878, η επίσημη ονομασία της πλατείας πέρασε πολλές περιπέτειες. Στο αρχικό σχέδιο της πόλεως των Αθηνών, λεγόταν «Πλατεία Αισχύλου». Κατόπιν ονομάστηκε «Πλατεία Νομισματοκοπείου» γιατί εκεί ήταν το κτίριο του Νομισματοκοπείου. Στη συνέχεια η πλατεία ονομάστηκε «25ης Μαρτίου», όνομα που διατήρησε για πολλά χρόνια. Έπειτα μετονομάστηκε σε «Πλατεία Δημοκρατίας» μέχρι και επισήμως πλέον να αποκτήσει το όνομα με το οποίο ήταν πάντοτε γνωστή, «Πλατεία Κλαυθμώνος». Σήμερα ονομάζεται Πλατεία Εθνικής Συμφιλιώσεως, από τα αποκαλυπτήρια του ομώνυμου μνημείου που την κοσμεί τον Ιούνιο του 1989.




Πλατεία Αμερικής




Η σημερινή Πλατεία Αμερικής, ανάμεσα στις οδούς Πατησίων, Μηθύμνης, Λευκωσίας και Σπάρτης παλαιότερα ήταν γνωστή με το όνομα πλατεία «Αγάμων». Ο λόγος, επειδή φιλοξενούσε στο τέρμα του ιπποτροχιόδρομου που υπήρχε εκεί, ένα καφενεδάκι γνωστό στέκι ώριμων Αθηναίων που δεν έστεργαν τα δεσμά του γάμου. Ακόμα πιο παλιά λεγόταν πλατεία Ανθεστηρίων, μιας και η περιοχή ήταν εξοχική με πολλούς ανθώνες. Κατά την διάρκεια της Πρωτομαγιάς πολλοί Αθηναίοι συγκεντρωνόντουσαν στην εξοχική περιοχή για να προϋπαντήσουν τον Μάιο φτιάχνοντας τα γνωστά μαγιάτικα στεφάνια. Το σημερινό της όνομα, Αμερικής, δόθηκε το 1927 επί δημαρχίας Σπύρου Πάτση προς τιμήν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής για τον φιλελληνισμό που επιδείκνυαν.




Πλατεία Ανεξαρτησίας ή αλλιώς πλατεία Βάθης




Η «Πλατεία Ανεξαρτησίας», μεταξύ των οδών Χαλκοκονδύλη, Αριστοτέλους και Καματερού, γνωστή και ως πλατεία Βάθης, πήρε το ομώνυμο όνομα της συνοικίας από τα λιμνάζοντα άλλοτε ύδατα του χείμαρρου Κυκλοβόρου, που έρεε στη σημερινή οδό Μάρνης. Ο χείμαρρος κάποια στιγμή μετασχηματίστηκε σε λεωφόρο Μάρνη, δημιουργώντας έτσι στη μεγάλη συμβολή των οδών την ομώνυμη τριγωνική πλατεία. Η πλατεία ήταν παλαιότερα γνωστή και για την τεράστια λεύκα που τη σκίαζε η οποία αποκόπηκε το 1926. Η ονομασία Ανεξαρτησίας αποδόθηκε στην πλατεία μετά την επανάσταση του 1821 για να τιμηθεί η απελευθέρωση και η ανεξαρτησία της Ελλάδας.




Πλατεία Βικτωρίας




Η εκδοχές για την ονομασία της συγκεκριμένης πλατείας διίστανται. Παλαιότερα γνωστή ως πλατεία «Κυριάκου», από το Δήμαρχο Αθηναίων Παναγή Κυριάκο, που έμενε στην περιοχή, υποστηρίζεται πως πήρε το όνομά της από την κόρη του, Βικτωρία. Η επίσημη εκδοχή όμως υποστηρίζει πως το όνομά της πλατείας δόθηκε προς τιμήν της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας, επί της βασιλείας της οποίας έγινε η ένωση των βρετανικών μέχρι τότε Επτανήσων με την Ελλάδα. Ως σύμβολο ακμής και ισχύος της βρετανικής αυτοκρατορίας άλλωστε, η βασίλισσα Βικτωρία χαρακτήρισε και μια ολόκληρη εποχή, την βικτωριανή.




Πλατεία Κολωνακίου




Η επίσημη ονομασία της «αριστοκρατικής» πλατείας Κολωνακίου είναι πλατεία Φιλικής Εταιρείας. Η γνωστή όμως ονομασία προέρχεται από κάποιο παλαιό στύλο, κολωνάκι, που υπήρχε εκεί και που θεωρείτο «αποτρεπτικό» νόσων και θεομηνιών. Ο στύλος αυτός έδωσε το όνομά του και σε ολόκληρη τη σημερινή συνοικία. Αξίζει να σημειωθεί πως η μετέπειτα υπερτιμημένη περιοχή του Κολωνακίου, λεγόταν παλαιότερα «Κατσικάδα», γιατί στις πλαγιές του Λυκαβηττού γαλατάδες έβοσκαν τις κατσίκες τους.




Πλατεία Κάνιγγος




Η πλατεία πήρε το όνομά της προς τιμή του Βρετανού φιλέλληνα πολιτικού, Τζωρτζ Κάννινγκ, του οποίου ο μαρμάρινος ανδριάντας, έργο του βρετανού γλύπτη Τσάντρεϋ, κοσμεί την ομώνυμη πλατεία. Ο Κάννινγκ, που είχε διακριθεί ως υπουργός εξωτερικών, ήταν από τους πρωτεργάτες του Πρωτοκόλλου των Μεγάλων Δυνάμεων «Περί Ανεξαρτησίας της Ελλάδος», που υπογράφηκε στο Λονδίνο το 1827. Αν και τόσο η ενέργεια του όσο και το ίδιο το πρωτόκολλο, κρίθηκε βαρύνουσας σημασίας, αφού για πρώτη φορά οι μεγάλες δυνάμεις δεν τάσσονταν υπέρ της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο ίδιος ο Κάννινγκ δεν ολοκλήρωσε το έργο του γιατί απεβίωσε τρεις μήνες μετά την υπογραφή.







Πλατεία Κολιάτσου




Το όνομά της δόθηκε προς τιμή του Στυλιανού Κολιάτσου, στρατιωτικού και πολιτικού που έδρασε τον 19ο αιώνα. Η οικογένεια Κολιάτσου είχε κτήματα στην περιοχή που είναι σήμερα η πλατεία και η ομώνυμη συνοικία. Ο Στυλιανός Κολιάτσος, επί Όθωνος ήταν αξιωματικός της χωροφυλακής, ενώ κατά την Β’ Εθνοσυνέλευση εκλέχτηκε πληρεξούσιος και έκτοτε πολλές φορές βουλευτής. Έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στις συζητήσεις για το Σύνταγμα της χώρας, ενώ διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων από το 1866 έως το 1878 και πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου.







Πλατεία Μαβίλη




Η γνωστή πλέον πλατεία για το τροχήλατο ταχυφαγείο που φιλοξενεί εδώ και χρόνια στην άκρη της, πήρε το όνομά της προς τιμήν του Ιθακήσιου ποιητή Λορέντζου Μαβίλη. Ο Μαβίλης που κατά την περίοδο που διετέλεσε βουλευτής πρωτοστάτησε στους αγώνες για την καθιέρωση της Δημοτικής Γλώσσας, δηλώνοντας πως δεν «δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα παρά χυδαίοι άνθρωποι», πήρε μέρος στις πολεμικές περιπέτειες του έθνους στην Κρήτη και στην Ήπειρο. Επίσης συμμετείχε στον Α ’ Βαλκανικό Πόλεμο ως λοχαγός όπου και σκοτώθηκε στη μάχη του Δρίσκου στην Ήπειρο. Πριν την σημερινή ονομασία της, η πλατεία ήταν γνωστή ως «Στέγη Πατρίδος» μιας και σε μικρή απόσταση βρισκόντουσαν οι προσφυγικές πολυκατοικίες του ομώνυμου Οργανισμού.




Πλατεία Μεταξουργείου




Το εργοστάσιο κατασκευής μεταξωτών υφασμάτων που ιδρύθηκε εκεί το 1835 ήταν η αφορμή για την ονομασία της εν λόγω πλατείας. Το εργοστάσιο εγκαταστάθηκε στην ημιτελή οικία του πρίγκιπα Καντακουζηνού, που υπάρχει ακόμα και σήμερα στις οδούς Μ. Αλεξάνδρου, Μυλλέρου και Γιατράκου. Από τη συγκεκριμένη πλατεία άλλωστε ξεκινούσαν και οι αποκριάτικες ατραξιόν της παλιάς πόλης των Αθηνών, όπως το «Γαϊτανάκι».




Πλατεία Μοναστηρακίου




Η πολυπολιτισμική πλατεία στο Μοναστηράκι οφείλει το όνομά της στο «Μέγα Μοναστήριο της Παντανάσσσης» που ιδρύθηκε εκεί τον 10ο αιώνα. Την περίοδο εκείνη στην περιοχή ύφαιναν τους «αμπάδες», φθηνά και χονδρά υφάσματα που έγιναν παράδοση για την περιοχή από τα οποία προέρχεται και η πρότερη ονομασία «Αμπατζήδικα». Με την πάροδο του χρόνου τα κτίρια εγκαταλείφθηκαν και ερειπώθηκαν. Έμεινε μόνον η μικρή εκκλησία. ένα μέρος της οποίας σώζεται μέχρι και σήμερα. Η πλατεία, στην πορεία της Ιστορίας, αποκαλείτο και Πλατεία της Παλιάς Στρατώνας από τους στρατώνες που υπήρχαν τότε στην περιοχή.







Πλατεία Κουκάκι




Η ομώνυμη πλατεία της περιοχής Κουκάκι, στη συμβολή των οδών Βεΐκου Ορλώφ Ματρόζου και Γ. Ολυμπίου, οφείλει το όνομά της από τον πρώτο κάτοικο που εγκαταστάθηκε στην περιοχή, τον Γεώργιο Κουκάκη, ο οποίος είχε ανοίξει και ένα εργοστάσιο σιδερένιων κρεβατιών. Το σπίτι αυτό βρισκόταν στην ανατολική γωνία των οδών Δημητρακοπούλου και Γεωργ. Ολυμπίου και κατεδαφίστηκε στα μέσα του 20ου αιώνα.




Πηγή: newsbeast.gr





































Ρεμπέτικο τραγούδι και Φυματίωση







Στις αρχές του 20ου αιώνα η φυματίωση θέριζε την Ελλάδα. Εκατοντάδες οικογένειες ξεκληρίζονταν από τη μολυσματική ασθένεια. Ήταν από τις πρώτες αιτίες θανάτου.







Παρόλο που η ασθένεια δεν έκανε διακρίσεις σε πλούσιους και φτωχούς, οι άθλιες συνθήκες ζωής των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων καθυστερούσε τη διάγνωση, αλλά και τη φροντίδα του ασθενή, με αποτέλεσμα να πεθαίνουν πιο γρήγορα. Τα πράγματα επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής με την πείνα, τις κακουχίες και την έλλειψη κρατικής μέριμνας για τη δημόσια υγεία.







Η μάστιγα της φυματίωσης δεν γινόταν να μην τραγουδηθεί από τους ρεμπέτες της εποχής. Στα τραγούδια τους μιλούσαν για την καθημερινή ζωή, την αγάπη, την ξενιτειά, την παρανομία, αλλά και την αρρώστια, τον θάνατο και τον καημό. Όμως, καμία άλλη νόσος δεν τραγουδήθηκε όσο η φυματίωση. Αποτύπωναν τον πόνο που ένιωθαν για τον χαμό αγαπημένων προσώπων.







Ο Καρίπης, ο Ατρατίδης, ο Φραγκούλης, ο Νταλγκάς, η Εσκενάζυ, ο Κασιμάτης, ο Ρούκουνας, ο Παγιουμτζής και ο Περπινιάδης είναι μερικοί από τους ρεμπέτες που τραγούδησαν για τη νόσο. Δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ το όνομα της ασθένειας. Την αντικαθιστούσαν με πιο λαϊκές λέξεις όπως φθίση, χτικιό, σαράκι, μαράζι, μεράκι και βάσανο.







«Εάν δεν ήσουν φθισικιά αμάν αμάν




μικρή ξανθομαλλούσα




εγώ δε θα ‘μουν δυστυχής αμάν αμάν




και ευτυχής θα ζούσα»




έλεγε το τραγούδι του Στέλιου Κερομύτη: «Εάν δεν ήσουν φθισικιά» του 1937.







Και δεν ήταν το μοναδικό. Από το 1925 έως τις αρχές του 1960 έχουν βρεθεί περισσότερα από 40 ρεμπέτικα τραγούδια που σχετίζονται με τη φυματίωση. Μέχρι την ανακάλυψη της πενικιλίνης και τη βιομηχανική παρασκευή της το 1943, η νόσος θεωρούνταν ανίατη.







Ο Κώστας Ρούκουνας τραγουδούσε:







«Μαράζωσα μανούλα μου και σαν κεράκι λιώνω




και βότανα δεν βρίσκονται για τον δικό μου πόνο




Μανούλα βήχω και πονώ και σπαρταρώ σαν ψάρι




κάποια βραδιά στην κλίνη μου ο χάρος θα με πάρει»







Παρόλο που δεν ήξεραν τη θεραπεία, αναγνώριζαν τα συμπτώματα. Μιλούσαν για πόνο, έντονο βήχα, αιμόπτυση, αδυναμία και σταδιακή αποστέωση του σώματός τους. Πολλοί ασθενείς μεταφέρονταν στα σανατόρια, τα οποία αναφέρονται εμμέσως στα ρεμπέτικα τραγούδια. Τα χαρακτηρίζουν ως μέρη με πεύκα, έλατα και ψηλά βουνά.







Το 1946, η ανάπτυξη του αντιβιοτικού της στρεπτομυκίνης έκανε δυνατή την θεραπεία της φυματίωσης. Πριν από την εφεύρεση αυτή, η μοναδική θεραπεία ήταν ο αποκλεισμός στα σανατόρια.







«Μες της Πεντέλης τα βουνά,




στα πεύκα τριγυρίζω,




τον Χάρο ψάχνω για να βρω μανούλα μου»,







τραγουδούσε ο Στράτος Παγιουμτζής και πιθανότατα αναφέρεται στο Σανατόριο της Πεντέλης.







Από το 1946 έως το 1960 τα αντιφυματικά φάρμακα άλλαξαν σταδιακά την πορεία της νόσου. Από τη στιγμή που βρέθηκε το «γιατρικό», οι θάνατοι από την ασθένεια μειώθηκαν. Μαζί τους και τα τραγούδια για τη φυματίωση....







Πηγή: mixanitouxronou.gr

1 σχόλιο:

  1. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη βοήθεια που μου προσέφερε ο Δρ Ουέιλ και το έβδομο πνεύμα όταν είχα ένα πρόβλημα με τον γάμο μου. Είμαι παντρεμένος εδώ και έξι χρόνια και με τον άντρα μου αγαπάμε πολύ ο ένας τον άλλον. Μετά από τρία χρόνια γάμου ο άντρας μου άλλαξε ξαφνικά, είχε σχέση με μια κυρία έξω, το παρατήρησα τότε προσευχόμουν για θεϊκή παρέμβαση. Το πράγμα έγινε πιο σοβαρό που έπρεπε να το συζητήσω και με τη φίλη μου, προσευχήθηκα όμως ο άντρας μου να μην εγκαταλείψει την παράξενη γυναίκα. Ο άντρας μου μόλις ήρθε σπίτι μια μέρα. Πήρε μερικά ρούχα και άφησε εμένα και τα παιδιά για την ερωμένη του. Εκείνη τη στιγμή ήμουν μπερδεμένη μη γνωρίζοντας τι να κάνω ξανά γιατί έχασα τον άντρα μου και τον γάμο μου επίσης. έψαχνα για βοήθεια στο Διαδίκτυο, είδα πολλούς ανθρώπους να μοιράζονται μαρτυρία για το πώς ο DR WALE και τα επτά πνεύματα τους βοηθούν με τα συζυγικά τους προβλήματα, έτσι επικοινώνησα μαζί του μέσω του WhatsApp +2347054019402 και του είπα το πρόβλημά μου και μου είπαν να να είστε ήρεμοι που ήρθα στο σωστό μέρος όπου μπορώ να το επιστρέψω στον άντρα μου μέσα στις επόμενες είκοσι μία ημέρες. Μου είπε τι πήγε στραβά με τον άντρα μου και πώς συνέβη. ότι ο γάμος μου θα αποκατασταθεί. Προς μεγάλη μου έκπληξη Πριν από τις είκοσι μία μέρα ο άντρας μου ήρθε στο γραφείο μου παρακαλώντας με γονατιστός να βρω ένα μέρος στην καρδιά μου να τον συγχωρήσω. Δεν μπορούσα να πιστέψω στην αρχή νόμιζα ότι ονειρευόμουν. Ο σύζυγός μου υποσχέθηκε ότι δεν θα με απατήσει ποτέ ξανά και επιστρέψαμε πιο ήρεμοι και ευτυχισμένοι μαζί. φίλοι μου που διαβάζουν αυτό τώρα, η περίπτωσή σας δεν είναι και η χειρότερη, γιατί δεν κάνετε μια δοκιμή στον DR WALE και τα επτά πνεύματα.. Κάνουν εκπλήξεις.. Ξέρω ότι δεν θα το μετανιώσετε. Μπορεί να φτιάξει τη σχέση σας με τον πρώην σύντροφό σας. Ευχαριστώ τον Θεό που χρησιμοποίησε τον DR WALE για να σώσει τον γάμο μου. επικοινωνήστε μαζί του μέσω WhatsApp/Viber: +2347054019402 ή email: drwalespellhome@gmail.com

    ΑπάντησηΔιαγραφή