...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παραδοσιακές φορεσιές 2



Αφιέρωμα στην Ελληνική παραδοσιακή φορεσιά 2


Η ιστορία του ενδύματος συμβαδίζει αναμφίβολα με την ιστορία του ανθρώπου. Από ένα απλό κομμάτι υφάσματος, που αρχικά κάλυπτε το ανθρώπινο σώμα, το ένδυμα έγινε με την πάροδο του χρόνου διακριτικό στοιχείο ατόμων, κοινωνικών τάξεων και λαών, και ξεχώριζε με την ποικιλία των σχεδίων, την ποιότητα των υφασμάτων και τη χρωματική σύνθεση και αρμονία.

Η Ελληνική παραδοσιακή φορεσιά είναι, όπως κάθε έκφραση λαϊκής δημιουργίας, χρηστικό είδος και σαν τέτοιο γεννιέται, ζει και εξελίσσεται με βάση τις πρακτικές ανάγκες που πρέπει να καλύψει.

Οι ιεροί άγραφοι νόμοι – τα έθιμα – είναι δεσμευτικοί και προσδιοριστικοί για την αισθητική έκφραση των ατόμων. Για τις φορεσιές η αισθητική αντίληψη της ομάδας δίνει τη χρωματική κλίμακα μέσα στην οποία κινείται το άτομο, ενώ η έμφυτη τάση του ανθρώπου για διακόσμηση δίνει στην καθεμιά την ιδιαίτερη τοπική – ομαδική έκφραση που τη χαρακτηρίζει.

Οι παραδοσιακές φορεσιές φανερώνουν ένα σύμπλεγμα ανθρώπινης ζωής, ομαδικής ζωής, που υποτάσσεται στους δικούς της νόμους και φέρει τη σφραγίδα μιας μακρόχρονης εμπειρίας και πίστης, πίστης στη συνοχή της οικογένειας και της ομάδας στη σημασία της κοινωνικής ενότητας και της παράδοσης.


 Τσακώνικη ενδυμασία

 


Η Τσακωνιά περιλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα της σημερινής επαρχίας της Κυνουρίας. Εκτείνεται από τον ποταμό Βρασιάτη μέχρι το Λεωνίδιο και περιλαμβάνει τις κωμοπόλεις του Τυρού και του Λεωνιδίου και τα χωριά Άγιο Ανδρέα, Πραστό, Καστάνιτσα, Σίταινα, Μέλανα, Πραγματευτή, Βασκίνα.

Η Τσακώνικη φορεσιά έχει κύριο χαρακτηριστικό τον τζουμπέ – το μακρύ πλούσιο εξωτερικό ένδυμα. Οι γυναίκες που φορούν το κόκκινο ζιπούνι-τζουμπέ ονομάζονται Τζουμπελούδες. Τη φορεσιά αποτελούσαν πολύτιμα (μεταξωτά, βελούδινα, χρυσοΰφαντα) και μάλλινα υφάσματα.

Η ενδυμασία ανδρών και γυναικών διέφερε ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καθένα: οι περισσότεροι εύποροι διέθεταν ανάλογα μεγάλα ποσά και για την ενδυμασία τους. Στην περιοχή του Τυρού, οι άνδρες λόγω του ναυτικού επαγγέλματος, που στην πλειονότητα τους ακολουθούσαν, φορούσαν τη νησιώτικη βράκα (κυκλαδική).


 Γυναικεία

Το υποκάμισο (΄Ογκιουμα) ήταν δύο φύλλα με ένα κομμάτι στο πλευ-ρό, στη ραφή, για πλάτος. Τα ράβανε στο ίσιο με την με τη ραφή της φρεντής. Κρατούν δηλαδή και τα δύο φύλλα στο ένα χέρι και περνού-σαν μια βελονιά στο ένα και μία στο άλλο φύλλο. Το πλάτος σούρα στη μασχάλη. Έτσι χωρίς κόψιμο έραβαν και τα μανίκια. Για τα μανίκια έ-βαζαν ένα πλάτος. Τα έκαναν μακριά και πλατιά. Ίδια έκαναν και την κιλότα (βρατσί). Δεν έφτανε το πλάτος και πρόσθεταν και κομμάτι.

Το φόρεμα (Βραχάνι) αποτελούνταν από την φούστα, στην οποία βάζανε τέσσερα-πέντε φύλλα. Τα έραβαν στο χέρι. Το μάκρος έως τους αστραγάλους. Στη μέση ήταν μαζεμένο ίσα με τη μέση της γυναικός που θα το φορούσε. Τα επανωκόρμι ήταν γιλέκο, ίσα-ίσα, χωρίς μανίκια και στην μασχάλη γύρω-γύρω ανοικτό. Το πίσω μέρος είχε δύο εξώραφα, από τη μέση του μανικιού, πήγαιναν καμπύλη, ως τη μέση (του φουστανιού). Το γιορτιάτικο, μια μεσόκοπη, το έκανε μπροστά ανοικτό πολύ, ως κάτω από το στήθος. Και έτσι ώστε να σηκώνει το στήθος και να φαίνεται και το μεταξωτό πουκά-μισο που ήταν γαζιά-γαζιά.

Το τζουμπές (Ντζουμπές) ήταν ένα κόκκινο, τσόχινο ζιπούνι που το φορούσαν πάνω από το φουστάνι που ήταν από λινομέταξο ύφασμα, πλατύ σαν το σύνηθες και μακρύ με σούρα. Είχε μα-νίκια μακριά που τα έραβαν μόνες τους. Μια γαρνιτούρα είχε, κάτω-κάτω να ράψουν σιρίτι καφέ ή μαύρο ή άλλο ένα 10-12 δάκτυλα πιο πάνω, και το ίδιο στα μανίκια και το λαιμό. Για να δείχνει έβαζαν 2 σειρές.

Το κουτουνί λεγόταν έτσι από το ύφασμα. Εκείνο το έφερναν από τα ξένα. Το ράψιμό του ήταν ίσιο αλλά το έραβε ο τερζής (μάστορας).

Το ατλάζι (Ατιλάζι) ήταν το ίδιο φόρεμα, αλλά από μεταξωτό ατλάζι, πράσινο ή κίτρινο, και αυτό όπως το κουτουνί, το αγόραζαν από την ξενιτιά. Το κουτουνί, το ατλάζι, τον τζουμπέ, τις κα-πότες, τα σορκάδια, τις πατατούκες, τις σκαλίτσες, τα έραβε ο τερζής. Στο κουτούνι και στο ατλάζι, έβαζαν και ποδόγυρο, δέκα- δώδεκα δάκτυλα από κίκκινη τσόχα του τζουμπέ. Το πουκάμισο δεν φαινόταν καθόλου και εμπρός που ληταν ανοικτό το φουστάνι έβαζαν το στηθούρι( ένα κομμάτι σαφί άσπρο ή αχυρί). Μανίκια δεν είχε. Έβαζαν όμως μέσα από τον τζουμπέ το μακρυμάνικο. 

Το Μακρυμάνικο (Μακρζιμάνικο) ήταν ένα μπλουζάκι, αλλά χωρίς μέση και ανοικτό εμπρός με μανίκια μακριά και πλατιά, και ήταν από στόφα. Αυτό το έραβαν οι πλούσιες.

Είχαν μαζί τους και μαντήλια μεταξωτά, ένα στη μέση, και άλλο στη μασχάλη, και άλλη, μεγαλύ-τερο, που το έβαζαν στο λαιμό – το σπαλέτο. Ένα ατλάζι το ζητούσε και μία κατωτέρα για να ντυ-θεί νύφη (το είχαν σε καλό να τύχαινε να το ζητήσουν για να ντυθεί η νύφη). Η ενδυμασία αυτή για το χειμώνα είχε και ένα τσόχινο μαύρο μακρυμάνικο. Έβαζαν και ζωνάρι από στόφα και αση-μένιες πόρπες.

Το φέσι. Στον τζουμπέ το φέσι το τύλιγαν με τις κοτσίδες και η φούντα πήγαινε στο πλάι. Κά-θε νοικοκυρά και να ήταν εργατική, άμα περνούσε τα πενήντα, φορούσε στις εορτές , τον τζουμπέ της. Σαν έπαιρνε σειρά η κόρη, η μητέρα, εάν μπορούσε (οικονομικώς) έκανε γούνα . Ήταν μακριά ως τα πόδια και πλατιά.


 Ανδρική ενδυμασία

Η ανδρική ενδυμασία αποτελείται από το απλό φέσι, το μαντηλάκι, το ολόλευκο πουκάμισο, το μπλε ή μαύρο γιλέκο, το σελάχι, δύο ή τρία μεταξωτά χειρομάντηλα, την ολόλευκη φουστανέλα, το ολόλευ-κο στενοβράκι, τις μπλε τσόχινες σκάλιτσες με τα μεταξωτά, τα μπλε κορδόνια, την άσπρη κάλτσα και τ’ αρβανίτικο τσαρούχι.

Το φέσι το φορούσανε κατά το αριστερό μέρος ή και προς το άλλο. Χτενίζονταν έτσι, ώστε μερικά μαλλιά να μένουν έξω από το φέσι και τα έστριβαν στο τέλος έξω από το φέσι. Όλη η ομορφιά στη-ρίζεται στα μαλλιά.

Το Υποκάμισο (Ογκιουμα) ήταν από λευκασμένο ύφασμα κάτω με άρραφτες δίπλες για να δίνει πλάτος και στη μέση ζωνάκι, τρία-τέσσερα δάκτυλα φάρδος ίσα-ίσα με τη μέση τους. Το επά-νω μέρος οι ραμμένες πιέτες το έφερναν ίσα-ίσα με τον κορμό και κούμπωνε με κουμπιά. Είχε μα-νίκια μακριά σε όλο το πλάτος. Τα μανίκια άφηναν να φαίνεται το πλεκτό μανικέτι. Στις στροφές του χορού, όταν σήκωνε ο χορευτής το χέρι του, θα έπεφτε το μανίκι και θα φαινόταν το πλεκτό. Είχε δηλαδή μία δύο φανέλες υφαντές με πλεκτά μανικέτια που έφθαναν μέχρι τον αγκώνα. Τα έπλεκαν με ψιλό νήμα. Σχεδιάζαν φύλλα και ολόκληρο άνθος ή ότι άλλο σκέπτεται κάθε μία για τον άνδρα της που θα το φορούσε με την φουστανέλα και θα χόρευε κάνοντας φιγούρες για να δείξει τη φορεσιά.

Το Γιλέκο (γελέκο) ήταν από τσόχα μπλε. Το σιρίτι ήταν η μόνη του γαρνιτούρα, γύρω-γύρω, ήταν στερεωμένο με το ράψιμό του, όπως σε κάθε ραφή ράβαμε σιρίτι, 1-2 δάκτυλα πιο μέσα ρά-βαμε και άλλη σειρά. Μπροστά έκαναν κεντήματα με σιρίτι και κουμπιά με μετάξι. Στην μασχάλη βάζανε μαντήλι μεταξωτό, όπως και στο σελάχι. Κάτω φορούσαν το στενοβράκι και από έξω τη φουστανέλα. Η χάρη στη φουστανέλα ήταν να έχει πολλές λόξες (φύλλα) και να είναι καλοσιδε-ρωμένη. Υπήρχε φουστανέλα με 200-300 λόξες. Ανάλογα με το βάρος της κάθε μία ήταν δύο ή τέσσερα κομμάτια και τα ένωνε την ώρα που τα φορούσε, ίσα με τη μέση του. Μία φουστανέλα ήταν καλή, όταν σκέπαζε το γόνατο και δεν άνοιγαν οι πιέτες.

Το στενοβράκι (στενοβράτσι). Όσο πιο στενό ήταν, τόσο για πιο καλό το έλεγαν.

Η Σκάλιτσα η οποία έμπαινε από έξω. Τις έκαναν από τσόχα μπλε και κούμπωναν με κόπι-τσες. Για να είναι στέρεες τις έδεναν με κορδόνι μάλλινο ή μεταξωτό, κάτω από το γόνατο και με τις άκρες απ’ έξω. Ένα παιδόπουλο δεν φορούσε σκάλιτσες αλλά έδενε τα κορδόνια.

Το Σορκάϊδι ήταν φτιαγμένο από μάλλινο μαύρο υφαντό. Έμοιαζε με γιλέκο, αλλά εμπρός σταύρωνε και είχε κόπιτσες και από τα δύο μέρη. Τις σκάλιτσες, το γιλέκο, το εσορκάδι, τα έραβε ο τεχνίτης. Τα άλλα τα έραβαν μόνοι τους. Στη μεγάλη ψύχρα αντί γιλέκο φορούσαν το πισομάνικο.

Το Πισομάνικο (Κισομάνικο) ήταν σαν το γιλέκο, αλλά είχε μανίκια ραμμένα κατά το μισό, για να περνά το χέρι άμα έκανε κρύο ή το έριχνε πίσω, περνώντας το χέρι από το άνοιγμα.

Το Μανικοκάπι ήταν σαν το σορκάιδι και είχε μανίκια σαν το πισομάνικο. Κούμπωνε με κου-μπιά ως πάνω και στο ρεβέρ είχε μύτη και έκλεινε με κουμπιά. Εκεί πάνω έκαναν κεντήματα. Ήταν σχεδόν πάντα κλειστό.

Το Σελάχι ήταν δερμάτινο με πλάτος 10-12 δάκτυλα, με θήκη για το χαρτζιλίκι, το μαχαιράκι, τα σπίρτα, τον καθρέπτη, την τσατσάρα, καμιά κουμπούρα, καμιά φορά και το ψωμί τους. Στην μέση τους (το σθιλάχι) στερεωνόταν στη λωρίδα του. Απαραίτητο ήταν στους τσοπάνηδες, από τους άλλους (φορούσε) όποιος ήθελε. Όποιος φορούσε φουστανέλα, φορούσε σελάχι. Την καθη-μερινή για τσαρούχι φορούσαν λαδιές, δηλαδή τσαρούχια που τα έφτιαχνα μόνοι τους. Κάλτσες δεν φορούσαν το χειμώνα, εκτός από πλεκτές. Οι τσομπάνηδες στο κρύο φορούσαν σορκάδι μέσα από την πουκαμίσα. Κι έξω με τα ζώα, στο βουνό, την καπερώνα.

Το Καπερώνα ήταν από μάλλινο υφαντό άσπρο ή μαύρο. Το έραβε ο τεχνίτης. Ίσο φύλλο το πίσω και δύο φύλλα το εμπρός. Μανίκια είχε μακριά και πλατιά και στο μάκρος να σκεπάζει το γόνατο. Ήταν και με κουκούλα για το κεφάλι.

 

https://el.wikipedia.org/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου