...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

 

 

Το «αμίλητο νερό» στα έθιμα της ελληνικής λαϊκής λατρείας

 


 

Το νερό πρωταγωνιστεί, όπως είναι γνωστό, σε πολλά από τα τελετουργικά έθιμα της ελληνικής λαϊκής λατρείας. Ιδιαίτερη, μάλιστα, δύναμη πιστεύεται πως έχει το νερό από τη βρύση ή από την πηγή, το τρεχούμενο δηλαδή νερό, αφού πιστεύεται πως σε κάθε μια από τις πηγές αυτές ενοικεί και ένα δαιμονικό πνεύμα, συνήθως καλοποιό. Σε ορισμένα έθιμα του ελληνικού λαού, η δύναμη αυτή ενισχύεται με την τήρηση τελετουργικής σιωπής, οπότε και πρόκειται για «αμίλητο νερό». Η ουσιαστική έννοια της σιωπής είναι η αποφυγή του κρότου, που θα μπορούσε κατά τη λαϊκή μεταφυσική αντίληψη, όπως όλοι οι κρότοι, να αποδιώξει το πνεύμα που ζωοποιεί και ενδυναμώνει μαγικά το νερό.

 

«Αμίλητο νερό» χρησιμοποιείται σε διάφορα ελληνικά λαϊκά έθιμα. Κυρίως σε μαντικές εθιμικές πράξεις, όπως στον κλήδονα της εορτής του Γενεσίου του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου), αλλά και κατά την εορτή του δια κολλύβων θαύματος του αγίου Θεοδώρου (πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής), αλλά και την Πρωτομαγιά, στην Κύπρο. Στην περίπτωση αυτή, το νερό μέσα στο οποίο εμβαπτίζονται τα «σημάδια», μεταφέρεται την παραμονή από τη βρύση του χωριού, μέσα σε απόλυτη τελετουργική σιωπή του μεταφέροντος, την οποία προσπαθούν έντεχνα να διαταράξουν οι συγχωριανοί που τον συναντούν κατά την πορεία του από τη βρύση προς το σπίτι, με κάθε είδους πειράγματα. Μάλιστα, στον κλήδονα το αμίλητο νερό ενισχύεται μαγικά με το κόκκινο πανί, με το οποίο σκεπάζουν το δοχείο που το τοποθετούν.

 

Χρήση «αμίλητου νερού», πάντα από πηγή ή βρύση, μαρτυρείται και σε διάφορες μαγικές συνταγές της ελληνικής χειρόγραφης μαγικής παράδοσης. Κάποτε μάλιστα, για να ενισχυθεί η δύναμή του, το «αμίλητο νερό» πρέπει να προέρχεται από τρεις βρύσες ή τρία πηγάδια και να μείνει την παραμονή της τέλεσης του εθίμου στα άστρα, που με το φως τους ενισχύουν την υπερφυσική δύναμή του, όπως συνέβαινε στα έθιμα των Ρωμιών της Πόλης. Στη Λέσβο μάλιστα, το αμίλητο νερό προερχόταν από τη θάλασσα και μάλιστα έπρεπε να προέρχεται από σαράντα κύματα.

 

«Αμίλητο νερό» έπαιρναν στο σπίτι και στα διαβατήρια και ευετηρικά λαϊκά έθιμα της Πρωτοχρονιάς. Στους Μικρασιάτες μάλιστα, ο αρχηγός της οικογένειας έπαιρνε το πρωί της Πρωτοχρονιάς το «αμίλητο νερό» και με αυτό στα χέρια έκανε ποδαρικό στο σπίτι του. Κατόπιν έχυναν το τελετουργικά ενισχυμένο αυτό νερό μέσα στο σπίτι ή στο κατώφλι, πιστεύοντας συνειρμικά ότι με παρόμοιο τρόπο θα έτρεχαν άφθονα τα αγαθά και τα πλούτη στο σπίτι, σε όλη τη χρονιά που άρχιζε. Στο Σιτοχώρι των Σερρών η όλη τελετουργία γίνεται τη δεύτερη μέρα του χρόνου και μαζί με το νερό παίρνουν από την πηγή ή τη βρύση και μια πέτρα με μούσκλια, μια «μαλλιαρή πέτρα», ώστε να εξασφαλιστεί στο σπιτικό σταθερότητα, υγεία και ευτυχία.

 

Οι Σαρακατσάνοι έπαιρναν το «αμίλητο νερό» τα Χριστούγεννα, ενώ οι κάτοικοι των Φαράσων έκαναν παρόμοια τελετουργία κατά τα Φώτα και οι παλαιοί Αθηναίοι κατά την 1η Μαρτίου, οπότε εθιμικά και ευετηρικά καλωσόριζαν την άνοιξη. Την Πρωτομαγιά έπαιρναν «αμίλητο νερό» σε χωριά του νομού Πέλλας, ενώ της Αναλήψεως έπαιρναν θαλασσινό «αμίλητο νερό» στον Πολυχνίτο της Λέσβου. Σε ορισμένες περιοχές, «αμίλητο νερό» χρησιμοποιούσαν και στην τέλεση ορισμένων μαγικών καταδέσμων και επωδών, ενώ στη Μεσσηνία χρησιμοποιούσαν «αμίλητο νερό» για το πιάσιμο του προζυμιού και το ζύμωμα των ψωμιών του γάμου.

 

Στο Σκαλοχώρι Βοΐου με «αμίλητο νερό» πότιζαν τελετουργικά τα λίγα στάχυα που άφηναν αθέριστα στο χωράφι, μετά την ολοκλήρωση του θερισμού.

 

Τέλος, «αμίλητο νερό» χρησιμοποιούσαν σε μαγικό έθιμο της αποδημίας, που αποσκοπούσε στην εξασφάλιση καλού ταξιδιού και ανάλογης τύχης στον ξενιτεμένο.

 

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι η τήρηση της τελετουργικής σιωπής που ενδυναμώνει το νερό και το κάνει τελετουργικά και υπερφυσικά αποτελεσματικό, σύμφωνα με μια πανάρχαια αντίληψη για τη δύναμη της σιωπής, που απηχείται σε πολλές αντίστοιχες αναφορές αρχαίων ελληνικών και λατινικών πηγών.

 

Πηγή: dogma.gr

 

 

 

Το κομπολόι ή μπεγλέρι

 

Από τον Γιάννη Γούδα

 


 

Μια γιρλάντα από χάντρες για τους αργόσχολους; Μια γιρλάντα από χάντρες και ένα αξεσουάρ για τους συλλέκτες; Ένα φυλαχτό για τους προληπτικούς; Το τραγούδι και η συντροφιά, για τους ρεμπέτες; Ένα θαυμάσιο «φάρμακο» ενάντια στην υπέρταση; Ή μήπως μια φιλοσοφία ζωής άγνωστη στους περισσότερους;
Στην πατρίδα μας, ο δεσμός του ανθρώπου με το κομπολόι, είναι από τους δυνατούς. Ένα κομμάτι λαϊκής παράδοσης, ζωντανής παντού: Το καλοκαίρι στην πλατεία και κάτω από τον πλάτανο, τον χειμώνα πλάι στην ξυλόσομπα, στο καφενείο του χωριού και δίπλα στο ποτηράκι με το κρασί ή το τσίπουρο. Η ωραία αυτή παρουσία στη μοναξιά μας, στη χαρά μας, στη λύπη μας. Παίρνοντας ζεστασιά από την παλάμη μας, μας αγγίζει απαλά, γλιστράει τρυφερά ανάμεσα στα δάχτυλά μας, γλυκαίνει όλες τις στιγμές μας. Μα πάνω απ’ όλα, γλυκαίνει την ψυχή μας. Αγωνιάμε, μας γαληνεύει. Γλεντάμε, μας κάνει παρέα. Έχουμε καημό, μας παρηγορεί. Ένα «έργο τέχνης και ένας φίλος μαζί». Ένα κομμάτι συλλογής πολύτιμο, μα και μια συνήθεια καθημερινή, που δεν μπορείς εύκολα να τη στερηθείς. Είναι λες καμιά φορά, το μεράκι μας. Όχι μόνο. Είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτό: Έτσι που έχουμε δεθεί, εμείς κι αυτό, έχει γίνει ένα κομμάτι από τον ίδιο τον εαυτό μας!


Ελλάδα και κομπολόι. Αυτή η ιστορία αγάπης, πώς ξεκίνησε; Η παράδοση λέει ότι ξεκίνησε από τους μοναχούς του Αγίου Όρους. Οι αγιορίτες καλόγεροι έδεναν, για να μετρούν τις προσευχές τους, σε ένα κορδόνι φτιαγμένο από μαύρο προβατίσιο μαλλί, σύμβολο του αμνού του Θεού, κόμπους πλεγμένους από εννιά σταυρούς, όσα τα τάγματα των Αγγέλων. Αφού λοιπόν έφτιαξαν 33 κόμπους, όσα και τα χρόνια του Χριστού, ένωσαν τις δύο άκρες του κορδονιού, βάζοντας εκεί μια φουντίτσα, για να ξέρουν πού ξεκινά και πού σταματά το μέτρημα. Ήταν το πρώτο κομποσκοίνι. Ο κόσμος αυτήν τη γιρλάντα την ονόμαζε κομποσκοίνι και κομπολόι, που σήμαινε «σε κάθε κόμπο, λέω προσευχή». Τη χρησιμοποιούσαν όχι μόνο στις προσευχές τους, αλλά και σε επίσημες εκδηλώσεις, στη διασκέδασή τους ή στο ραχάτι τους για να χαλαρώνουν.


Με τα χρόνια, αυτό διαδόθηκε σε όλη την κοινωνία, διότι με αυτό προσεύχονταν για να απαλλαγούν από τη σκλαβιά των Τούρκων. Στην ελεύθερη πια Ελλάδα, το κομπολόι είχε τη δική του θέση και σημασία. Αφαιρούν από το παλιό σχοινάκι κάμποσες χάντρες, για να μεγαλώσει το κενό (γίνεται πιο ευκολόχρηστο) ανάμεσα στις υπόλοιπες (πάντα όμως να είναι μονές, για να είναι το κομπολόι γούρικο και να φέρει τύχη, γιατί έτσι λέει η παράδοση), προσθέτουν τον «Παπά» (Παπάς είναι η μεγάλη χάντρα, με διαφορετικό σχήμα από τις υπόλοιπες) και τη φούντα, «τη γλύκα του κομπολογιού». Αυτήν την απαλή πυκνή και πλούσια μεταξωτή φούντα «που όταν τη χαϊδεύεις, χαλαρώνεις και μελώνεις, μέχρι βαθιά μέσα στην καρδιά σου».


Φτιάχνει λοιπόν με αυτόν τον τρόπο, το ελληνικό κομπολόι, με χάντρες που μπορεί να είναι από πολύ φτηνές έως και πολύ ακριβές {π.χ. από ασήμι, χρυσό ή από κεχριμπάρι (τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα είναι: α) Είναι πάντα ζεστό όταν το πιάνεις, β) είναι ελαφρύ και επιπλέει στο αλμυρό νερό, γ) δεν λιώνει άμα το κάψεις και τέλος δ) άμα το τρυπήσεις με μια ζεστή βελόνα, βγάζει μια μυρωδιά που θυμίζει πεύκο)}. Ένα πλάσμα ζωντανό, που τραγουδάει (φτωχό κομπολογάκι μου, σε είχα το μεράκι μου. Συ μου πέρναγες την ώρα, πες μου τι να κάνω τώρα… τραγουδούσε ο κόσμος παλιότερα), αναστενάζει, το χαϊδεύεις και αποκρίνεται, είναι γούρι, καλοτυχία και προστασία στα ταξίδια. Παλιά ο αγωγιάτης κρεμούσε χάντρες, συνήθως γαλάζιες, στο άλογο ή στο μουλάρι του. Ο φορτηγατζής, ο ταξιτζής, αλλά και άλλοι οδηγοί, όλο και κάποιο κομπολογάκι θα είχαν κρεμασμένο στον καθρέφτη του αυτοκινήτου τους. Εικόνες τόσο Ελληνικές. Δεν είναι τυχαίο επομένως το γεγονός ότι το κομπολόι αποτελεί είδος συλλογής από πολλούς ανθρώπους και η αξία του ανάλογα και με το μέγεθός του μπορεί να φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη.


Εκτός όμως από αντικείμενο υψηλής υλικής αξίας, το κομπολόι ήταν και είναι και μια ολόκληρη φιλοσοφία, γιατί είναι ένα αντικείμενο, παιχνίδι στα χέρια που βασικά κάνει ακροβατικά, χορεύει, παίζει μουσική (παλιά συνόδευε ως μουσικό όργανο τον μπαγλαμά και ο παλιός ρεμπέτης το κρατούσε με το αριστερό του χέρι από τη φούντα, κρεμασμένο από μια κουμπότρυπα του ρούχου του και με το δεξί έτριβε ρυθμικά τις χάντρες του μ’ ένα κρασοπότηρο, γιατί ο ήχος του κομπολογιού είναι η φωνή του και οι χάντρες του θα πρέπει να παίζονται ήρεμα και απαλά, ώστε να μπορέσεις πράγματι, ν’ ακούσεις τι σου λένε…), στολίζει, συμβολίζει, διασκεδάζει, χαλαρώνει, θεραπεύει… Το αδικημένο λοιπόν αυτό κομπολογάκι, αρχίζει να γίνεται αποδεκτό και φυσικά οι δεκαετίες που ακολουθούν, το καθιερώνουν. Το συλλέγουν. Το βάζουν στις παρέες. Το χαρίζουν σε φίλους. Δεν ήταν ένα παιχνιδάκι μόνο στα χέρια μας. Μίλαγε. Είχε ψυχή. Τότε, για να κρατάς στα χέρια σου ένα κομπολόι, θα έπρεπε να είσαι μάγκας, να το λέει η καρδιά σου, να είσαι υπεράνω όλων. «Θα το δώσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι», τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.


Η νεολαία, τα θεωρεί παλιομοδίτικα και φτιάχνει το μπεγλέρι με 6 έως 8 χάντρες, περασμένες σε έναν σπάγκο, δεν δένει τις άκρες και μ’ αυτό κάνει ακροβατικά με τα δάχτυλα του χεριού. Το κάνουν πιο εύχρηστο, πιο νεανικό και χωράει πολύ πιο εύκολα στις στενές τσέπες του μπλου τζιν ή στο τσεπάκι του καλοκαιρινού πουκάμισου. Είναι ένας εξίσου καλός, μικρός φίλος, με λιγότερες «απαιτήσεις». Οι Έλληνες πάντως, του δώσαμε μια νέα υπόσταση. Το λατρέψαμε και το τραγουδήσαμε. Η ύπαρξή του, πήρε νέο νόημα. Έγινε για πολλούς ο αχώριστος σύντροφός τους. Απαραίτητο και αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητάς τους. Έγινε και είναι ένα κόσμημα στο χέρι του κάθε ιδιοκτήτη, μια παρέα κι ένας τρόπος να ξεχνά και να χαϊδεύει χάντρα - χάντρα τους καημούς του!

 

Πηγή: eleftheria.gr