...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

 

 

Τι γιορτάζουμε την Πρωτοχρονιά – Τι σημαίνουν τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς

 


Τι και γιατί γιορτάζουμε την Πρωτοχρονιά; Ποια είναι τα έθιμα της πρώτης μέρας του έτους; Τι συμβαίνει σε άλλες χώρες; Από που βγήκαν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα με τους "περίεργους" στίχους; Σημαίνουν κάτι;

 

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά λένε τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. Γιατί όμως είναι τόσο σημαντική η πρώτη μέρα του νέου έτους; Τι είναι αυτό που γιορτάζουμε;

Στην ουσία ο εορτασμός αφορά αυτό ακριβώς που λέει και το όνομα της, δηλαδή την μέρα που σηματοδοτεί την έλευση του νέου έτους. Γιατί όμως να γιορτάσουμε την αλλαγή του χρόνου;


Ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς φέρεται πως καθιερώθηκε από τους Ρωμαίους λίγα χρόνια πριν την γέννηση του Χριστού. Θεωρείται πως δανείστηκε αρκετά στοιχεία από τα Σατουρνάλια, μια γιορτή που ήταν αφιερωμένη στον Θεό Κρόνο (
Saturnus) κατά τη διάρκεια της οποίας γινόντουσαν απίστευτες κραιπάλες και όργια. Πολύ αργότερα, η εκκλησία, προκειμένου να διακρίνει τους χριστιανούς από τους ειδωλολάτρες, περιόρισε τον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς στο πλαίσιο της χριστιανικής παράδοσης. Σύμφωνα με αυτήν, η Πρωτοχρονιά είναι ένα χαρμόσυνο γεγονός, καθώς ερμηνεύεται ως μια πίστωση χρόνου που δίνει ο Θεός στους ανθρώπους για να μετανοήσουν καθυστερώντας την τελική κρίση. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται η ευκαιρία σε περισσότερους ανθρώπους να σκεφτούν και να αλλάξουν τρόπο ζωής, ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού.

 

Πότε γιορτάζεται η Πρωτοχρονιά

Σε πολλές χώρες, κυρίως τη Δύσης, η Πρωτοχρονιά έχει καθιερωθεί ως η 1η Ιανουαρίου και σε γενικές γραμμές θεωρείται αργία και γιορτάζεται μεγαλοπρεπώς. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και διαφοροποιήσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Κίνας, που συνεχίζει να κρατά αναλλοίωτη την παράδοση της, καθώς οι γιορτές, και συνεπώς και την Πρωτοχρονιά, υπολογίζονται σύμφωνα με το Κινεζικό ημερολόγιο. Το ίδιο ισχύει και για άλλες ασιατικές χώρες που δεν ακολουθούν το Γρηγοριανό ημερολόγιο.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις ισλαμικές χώρες. Κι εκεί το ημερολόγιο διαφέρει, καθώς διαθέτει 354 ημέρες, με αποτέλεσμα οι γιορτές να μετακινούνται. Η Πρωτοχρονιά στις μουσουλμανικές χώρες πέφτει την πρώτη μέρα του μήνα Μουχαράμ, ο οποίος σύμφωνα με το δικό μας ημερολόγιο, είναι κινητός.

 

Ποια είναι τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς

Το πιο διάσημο πρωτοχρονιάτικο έθιμο είναι αναμφισβήτητα η κοπή της βασιλόπιτας, η οποία μοιάζει με στρογγυλό τσουρέκι ή κέικ και έχει μέσα ένα φλουρί το οποίο φέρνει τύχη σε όποιον το βρει. Το έθιμο έχει τις ρίζες του στα Κρόνια, την αρχαιοελληνική γιορτή που ήταν αντίστοιχη με τα Ρωμαϊκά Σατουρνάλια. Οφείλει το όνομα της στον Άγιο Βασίλειο τον Μέγα, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον παχουλό Άη Βασίλη με την κόκκινη στολή.

Άλλο γνωστό έθιμο της πρώτης μέρας του χρόνου είναι το "ποδαρικό". Σε πολλές περιπτώσεις η επιλογή του ανθρώπου που θα μπει πρώτος στο σπίτι το νέο έτος για να κάνει ποδαρικό γίνεται πολύ προσεκτικά. Συνήθως επιλέγονται άτομα που θεωρούνται τυχερά ή μικρά παιδιά. Επίσης σε πολλές περιοχές συνηθίζεται το άτομο αυτό να κρατά μια ασκελετούρα (ένα φυτό σαν άγριο κρεμμύδι) η οποία τοποθετείται σε μια γωνία του σπιτιού για καλή τύχη.

Η "παραδοσιακή" γαλοπούλα που περιλαμβάνει το γιορτινό τραπέζι είναι ένα ξενόφερτο έθιμο που ήρθε στην Ευρώπη από το μακρινό Μεξικό. Σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση στο τραπέζι υπάρχει χοιρινό κρέας.

 

Τέλος, το σπάσιμο του ροδιού για καλή τύχη γινόταν από τον νοικοκύρη, ο οποίος το πετούσε με δύναμη στο πάτωμα του σπιτιού το πρωί της Πρωτοχρονιάς, αφού είχε κάνει πρώτα ποδαρικό. Μάλιστα όσο πιο κόκκινο ήταν το ρόδι, τόσο καλύτερη τύχη θα έφερνε στην οικογένεια.

Φυσικά υπάρχουν πάρα πολλά άλλα έθιμα που κρατάνε μέχρι και τις μέρες μας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας.

Τα κάλαντα

Τα κάλαντα είναι μια από τις ωραίες παραδόσεις του τόπου μας. Έχετε προσέξει όμως ότι τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς μοιάζουν περισσότερο με ασυναρτησία, παρά με γιορτινό τραγούδι; Γιατί συμβαίνει αυτό άραγε; Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος;

 

Αν θυμηθούμε λίγο τους στίχους από τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα θα δούμε ότι δεν βγάζουν κάποιο ιδιαίτερο νόημα...

Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά
Ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με το άγιο θόλος

Αρχή που βγήκε ο Χριστός,
Άγιος και πνευματικός

στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει

Άγιος Βασίλης έρχεται
και δεν μας καταδέχεται
από την Καισαρεία
συ είσαι αρχόντισσα κυρία

Βαστάει εικόνα και χαρτί
ζαχαροκάντιο ζυμωτή
χαρτί και καλαμάρι
δες και με το παλικάρι

Το καλαμάρι έγραφε
την μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί ομίλει
Άγιε μου καλέ Βασίλη



Αυτό συμβαίνει γιατί πολύ απλά πρόκειται δύο διαφορετικές ιστορίες μπερδεμένες σε μία!


Στα χρόνια του Βυζαντίου, οι πολίτες της κατώτερης τάξης δεν μπορούσαν να συνομιλούν με τους άρχοντες της ανώτερης τάξης, παρά μόνο κατά τη διάρκεια των γιορτών για να τους απευθύνουν ευχές. Έτσι λοιπόν ένα ερωτοχτυπημένο παλικάρι προσπάθησε να προσεγγίσει μια αρχόντισσα και να της κάνει ερωτική εξομολόγηση παραθέτοντας τους στίχους του ποιήματός του μέσα στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς!

Πράγματι, αν απομονώσετε τους στίχους που είναι σημειωμένοι παραπάνω με έντονα γράμματα, προκύπτει ένα όμορφο θρησκευτικό τραγουδάκι που μιλάει για τη νέα χρονιά και τον Άγιο Βασίλη.

Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά
κι αρχή καλός μας χρόνος

Αρχή που βγήκε ο Χριστός,
Άγιος και πνευματικός

Άγιος Βασίλης έρχεται
από την Καισαρεία

Βαστάει εικόνα και χαρτί
χαρτί και καλαμάρι

Το καλαμάρι έγραφε
την μοίρα του την έλεγε
και το χαρτί ομίλει
Άγιε μου καλέ Βασίλη



Οι υπόλοιποι στίχοι, όμως, θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν μια μορφή ερωτικής εξομολόγησης.

Ψηλή μου δεντρολιβανιά
εκκλησιά με το άγιο θόλος

στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει

και δεν μας καταδέχεται
συ είσαι αρχόντισσα κυρία

ζαχαροκάντιο ζυμωτή
δες και με το παλικάρι



Δηλαδή:

Εσύ που είσαι ψηλή και όμορφη σαν εκκλησιά με τον τρούλο της, βγες έξω να περπατήσεις για να σε δω και να ανοίξει η καρδιά μου. Δεν καταδέχεσαι να μου μιλήσεις επειδή ανήκεις σε αριστοκρατική οικογένεια. Εσύ που είσαι γλυκιά σαν το γλυκό βανίλια-υποβρύχιο (ζαχαροκάντιο ζυμωτή), δες και μένα το παλικάρι.

Το αστείο είναι ότι η παράφραση αυτή κατάφερε και πέρασε μέχρι τις μέρες μας και συνεχίζουμε να τραγουδάμε κάθε χρόνο τα ασυνάρτητα αυτά κάλαντα χωρίς να ξέρουμε τι σημαίνουν στα αλήθεια.

Πηγή: coolweb.gr

 

                                ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ

 




Δεκέμβριος. Το λιομάζωμα βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Γρήγορος ο ρυθμός της τέμπλας, βιαστικοί και φευγαλέοι οι χαιρετισμοί στο δρόμο. Όμως, όσο κι αν επείγουν οι δουλειές, οι Μυτιληνιοί βρίσκουν χρόνο για να κάνουν τις απαραίτητες ετοιμασίες για τις γιορτές του Δωδεκαήμερου. Το βράδυ, μια βροχερή ημέρα, δίνουν την ευκαιρία στις νοικοκυρές να ασβεστώσουν και να στολίσουν το σπίτι με τα υφαντά πατόχραμα, τα χειροκέντητα χαλάκια και τα σκαλόπανα. Τα νεότερα μέλη της οικογένειας στολίζουν το δέντρο, ένα μεγάλο κλαρί από πεύκο, με βαμβάκι για χιόνι, κουκουνάρες (κουκτζέλις) τυλιγμένες σε χρυσόχαρτα, μπαλόνια και μικρά διακοσμητικά αντικείμενα.

     Κάτι τέτοιες μέρες πάνε κι έρχονται τα ταψιά γεμάτα κουραμπιέδες και φοινίκια από τους  φούρνους. Οι άνδρες στην αγορά απολαμβάνουν προκαταβολικά τις λαχταριστές μυρωδιές, καθώς ζητούν από τις «πολύ γνωστές» τους πειραχτικά μερίδιο από τα γλυκά. Στους δρόμους του χωριού συχνή είναι η εικόνα γυναικών, που κουβαλούν γλυκά στην πεθερά και τη μητέρα τους πάνω σε δίσκους σκεπασμένους με φλουσένιες και δαντελένιες πετσέτες. Δεν ξεχνούν ακόμα να φιλέψουν αυτούς που έχουν πένθος και να στείλουν σε φτωχούς χριστόψωμα, φοινίκια, λαδοτύρι, κρέας βοδινό (όχι χοιρινό), αμακιές και άλλα, «για συχώριο των νεκρών συγγενών» αλλά και από αλληλεγγύη. 

     Χαρακτηριστική δραστηριότητα των ημερών τα χοιροσφάγια. Όσοι έθρεφαν γουρουνάκια, τα σφάζουν οι ίδιοι ή ο κρεοπώλης, τα ζεματούν για να τα ξετριχιάσουν, παστώνουν με αλάτι το λίπος και κάνουν τα «λουριά» (λαρδί), ζεματούν τα έντερα και κάνουν «αμακιές», χοντρά χειροποίητα λουκάνικα με κιμά και αρωματικά, που τα κρεμούν από το ταβάνι και τα τρώνε τους χειμερινούς μήνες. Όσοι έχουν χιονίστρες στα χέρια και στα πόδια, τα βουτούν σε ζεστό αίμα που τρέχει από το λαιμό του γουρουνιού, για να γιάνουν. Αλλά και οι άλλοι συνήθιζαν να βουτούν τα πόδια και τα χέρια τους στο αίμα, για να μην ξεπαγιάζουν. Συνηθίζεται ακόμα να βγάζουν «στο ικάντο» (λαχειοφόρο) κεφαλάκια ή άλλα φαγώσιμα, που κάποιος τυχερός θα τα κερδίσει.     

     Οι νοικοκύρηδες «πατώνουν τους δρόμους» κυριολεκτικά, κουβαλώντας χοιρινά κρέατα, κόκκινο κρασί, νεράντζια, κάθε είδους φαγώσιμο, για να ’ναι πλούσιο το γιορταστικό χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Τα παιδιά φιλούν το χέρι του νονού, των παππούδων, των γιαγιάδων, των θείων και των γονιών τους, ζητούν συγχώρεση γιατί θα μεταλάβουν την επομένη και παίρνουν φιλοδωρήματα. Η νηστεία της Σαρακοστής τηρείται με ευλάβεια από μικρούς και μεγάλους, που γεμάτοι προσμονή περιμένουν να απολαύσουν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

  

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

  

     Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων ο παπάς και τα παιδιά του Δημοτικού ψέλνουν στην αγορά του χωριού ή στο σχολειό χριστουγεννιάτικα κάλαντα και τραγούδια, μπροστά σ’ ένα δένδρο στολισμένο με μπαλόνια. «Καλήν εσπέραν, άρχοντες…» τραγουδούν με τις γλυκές φωνούλες τους τα παιδιά κι αγιάζουν οι καρδιές από κατάνυξη κι ελπίδα για ένα νιογέννητο κι αγνό κόσμο.

Κάλαντα Χριστουγέννων
                  

Καλήν εσπέραν, άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θεία γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον, εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων.

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «Δόξα εν υψίστοις»,
και τούτο άξιον εστί, η των ποιμένων πίστις.

Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί, χωρίς να λείψει ώρα.

Φτάνοντας στην Ιερουσαλήμ, με πόθο ερωτούσι,
πού εγεννήθη ο Χριστός, να πάν’ να τον ευρούσι…

 

     Ανήμερα τα Χριστούγεννα πάνε στην εκκλησία πολύ πρωί. Χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες απ’ το ψηλό καμπαναριό της εκκλησίας που λαμποκοπά με όλους τους πολυελαίους της αναμμένους. Θα μεταλάβουν και θα νιώσουν χαρά κι αγάπη.

     Μόλις απολειτουργήσει κι ανταλλάξουν ευχές με τους συγχωριανούς, κατεβαίνουν και ψήνουν στο τζάκι χοιρινό κρέας. Όλοι οι «π’καρήδες» (καπνοδόχοι) καπνίζουν από τα χοιρινά, που, νοστιμισμένα με χυμό νεραντζιού και κρασί, ευφραίνουν την οικογένεια. Η σαρανταήμερη νηστεία που είχε προηγηθεί κάνει πιο νόστιμο το χριστουγεννιάτικο φαγητό. Άλλοτε, που οι φορές που έτρωγαν κρέας δεν ξεπερνούσαν τα δάχτυλα του ενός χεριού το χρόνο, οι περίεργοι κοίταζαν ποιος «π’καρής» δεν κάπνιζε και ποιος κάπνιζε πολύ κι έβγαζαν τα ανάλογα συμπεράσματα για την οικονομική κατάσταση των συγχωριανών τους. Επίσης, τρώνε χοιρινό με σέλινο, παστό χοιρινό λίπος-λαρδί, που το λένε «λουρί», και «αμακιές», χειροποίητα χοντρά λουκάνικα που τα φτιάχνουν αυτές τις μέρες. 

     Πιο γιορταστική είναι η ατμόσφαιρα στα καφενεία, όπου το κρασί, το κονιάκ και το ούζο καταναλώνονται σε τόσο μεγάλες ποσότητες, που έλεγαν παλιότερα πως έπρεπε το κρασί να τρέξει από το τεζιάκι μέχρι την πόρτα. Η ατμόσφαιρα γίνεται πραγματικά διονυσιακή στο βραδινό γλέντι, οπότε ο χορός και το τραγούδι τραντάζουν τα καφενεία και τους δρόμους μέχρι το πρωί. Όσοι έχουν την ονομαστική τους εορτή κερνούν κι οι φίλοι τους εύχονται και τους τραβούν τ’ αυτί, συνήθεια που ποτέ δεν κατάλαβα τη σημασία της. 

     Τα παλιά χρόνια, την επαύριο των Χριστουγέννων πήγαιναν στη Λαγκαδούρα κι έβαζαν στο σημάδι πετεινό, που τον κέρδιζε όποιος μπορούσε να τον πετύχει. Το παλιό «Ηρώο» προσφερόταν για παιχνίδια ή αθλήματα ή γλέντι των νέων, συνήθειες που έχουν τις ρίζες τους στα αρχαιοελληνικά χρόνια.  

Αυτές οι μέρες δεν είναι μόνο θρησκευτικές γιορτές. φέρνουν το χωριανό πιο κοντά στο συγχωριανό του. Μαζί με το Χριστό, ξαναγεννιέται κι η καρδιά του ανθρώπου. Οι παλιές λύπες και κακίες σβήνονται και «καθαρός», σαν «νιογέννητος», κάνει μια καινούργια, πιο σωστή, αρχή. «Πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε…», θα τραγουδήσουν τα παιδιά σε λίγες μέρες. 

  

 

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

 

     Δεύτερος σταθμός του εορταστικού Δωδεκαήμερου η Πρωτοχρονιά, πρώτη μέρα του χρόνου κι εορτή του Μεγάλου Βασιλείου. Την παραμονή θα κρεμάσουν πάνω στην εξώπορτα ένα κλωνάρι ελιάς με πολλές ελιές για ευκαρπία, ένα κλαδί λισσό (κισσό), «για να λυσσάξουν τα καλά», ένα κλωνάρι βατσ’νιά, «για να κολλούν οι γαμπροί κι οι νύφες», αν το σπίτι έχει ανύπαντρες νέες ή νέους, κι ένα κλωνάρι συκιάς, όταν το σπίτι έχει ξενιτεμένο. Πρέπει τα κλωνάρια αυτά να μην κοπούν από κτήμα γρουσούζη, για να μην πάρουν τη γουρσουζιά του. Διαλέγουν κλωνάρια από κτήμα καλού και ευκατάστατου ανθρώπου, για να μπουν τα πλούτη και η καλοσύνη και στο δικό τους σπιτικό.   

     Η προσμονή μικρών και μεγάλων μέχρι να φτάσουν τα μεσάνυχτα είναι μεγάλη. Βέβαια η νοικοκυρά δεν σταματά τις ετοιμασίες. Σε περίοπτη θέση η βασιλόπιτα, με την τυχερή «παράδα» τυλιγμένη σε βαγιόφυλλο, με ένα σταυρό πάνω κι άλλα πλουμιά καμωμένα με ζύμη.  





 

     Το κόψιμο της βασιλόπιτας, με την έλευση του νέου χρόνου στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, αποτελεί πραγματική οικογενειακή ιεροτελεστία. Ο πατέρας, αφού τη σταυρώσει τρεις φορές, αρχίζει να την κόβει σε φέτες: «τ’ Χριστού, τ’ς Παναγιάς, τ’ Άγιου Βασίλ’ , τ’ σπ’κιού, τ’ς μπακής, τ’ πατέρα, τ’ς μάνας...» και όλων των άλλων μελών της οικογένειας κατά ηλικία, παρόντων και μη. Δεν παραλείπουν να κόψουν και το κομμάτι των κτημάτων, των ζώων του σπιτιού και τέλος του φτωχού, που φροντίζουν να το δώσουν σε κάποιον φτωχό την άλλη μέρα ή να το αφήσουν στη βρύση. Ο τυχερός που θα βρει «κ’ παράδα» πρέπει να κοιμηθεί «σκ’ μπακή, μέσα στ’ άχυρα», για να σκορπίσει η τύχη του στην αποθήκη με τα γεννήματα (εμπατή>μπακή) και να είναι γεμάτη όλη τη χρονιά. Το τυχερό νόμισμα το βάζει στο εικόνισμα ή στο πορτοφόλι του και το κρατά όλο το χρόνο, για να του φέρνει γούρι. Για να μην κλαίνε τα μικρά παιδιά, αν δεν βρουν τον παρά, οι γονείς τους τρυπώνουν κρυφά στο κομμάτι τους ένα νόμισμα, την «τρυπουκήρα». Τα κομμάτια του Χριστού, της Παναγιάς και του Αγίου Βασιλείου τα φυλάγουν για το ποδαρικό. Το κομμάτι των ζώων το ταΐζουν στα οικόσιτα ζώα τους, γιατί «θα περάσει το βράδυ ο Άγιος Βασίλης, θα ρωτήσει τα ζώα αν έφαγαν κι αυτά από την πίτα του και θα τα ευλογήσει»


   Επίσης, τα παλιά χρόνια, οι μπουρούδες των ελαιοτριβείων του σφυρίζανε πολλή ώρα, αποχαιρετώντας τον παλιό χρόνο. 

 

     Γραφικό έθιμο της Πρωτοχρονιάς το ποδαρικό, εξακολουθεί να επιζεί. Χαράματα η νοικοκυρά ή ο νοικοκύρης ή ο τυχερός που βρήκε το νόμισμα πηγαίνει αμίλητος στη βρύση της γειτονιάς κι αφήνει εκεί ένα φοινίκι κι ένα κομμάτι βασιλόπιτα, συνήθως το κομμάτι του Αγίου Βασιλείου, «για να το φάει ο Άγιος Βασίλης όταν θα περάσει», ή το κομμάτι του φτωχού (πρβλ. «το τάισμα της βρύσης»), που πιστεύουν ότι είναι καλό όταν το φάει κάποιος. Παίρνει το «αμίλητο νερό» και γυρίζει χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Μπαίνει στο σπίτι με το δεξί πόδι και, κρατώντας το σταμνί με το «αμίλητο νερό», ένα σιδερένιο αντικείμενο, μια πέτρα μαλλιαρή κι ένα ρόδι, κάνει ευχές για υγεία, πλούτη, ευκαρπία:

     «Καλημέρα, τσι τ’ Αγιού Βασ’λιού. Γεια χαρά, καλή χρουνιά τσι καλή Προυτουχρουνιά.»

     Πιάνει το σιδερένιο αντικείμενο και λέει:

     «Σίδηρου πάνου, σίδηρου κάτου, σίδηρου τσι γοι αθρώπ’ π’ είνι μέσα στου σπίκ’.»

     Προχωρώντας προς τη μέση της αυλής, εύχεται: 

     «Σα π’ βαρούν τα σίδηρα, να βαρεί η κισέ μας» (το πορτοφόλι μας) και ρίχνει κάτω το σιδερένιο αντικείμενο.

     Χύνει το «αμίλητο νερό» κάτω και στις γωνιές κι εύχεται:

     «Σα π’ σκουρπά του νιρό, να σκουρπίσ’ του μπιρικέτ’ μέσα στου σπίκ’ μας» ή «Σα π’ σκουρπά του νιρό, να σκουρπίσουν τα καλά μέσα στου σπίκ’μας».   

      Κρατά μια πέτρα και λέει:

     «Σα π’ βαρεί η πέτρα, να βαρεί η κισέ τ’ νοικουκύρ’».

      Το είχαν σε καλό να είναι η πέτρα μαλλιαρή και να εύχονται:

     «Σαν που ’νι ντυμέν’ η πέτρα, να είνι τσι του σπίκ’ μας ντ’μένου».

     Μετά βάζει κάτω την πέτρα, σηκώνει το ρόδι ψηλά, το πετά με δύναμη κάτω και, καθώς σπάει και σκορπά, λέει:    

     «Σα π’ είνι του ρόδ’ γιμάτου, να είνι τσι του σπίκ’ μας γιμάτου» ή «Σα π’ σκουρπά του ρόδ’, να σκουρπούν τα καλά μέσα στου σπίκ’ μας».

      Και συμπληρώνει: 

      «Σα π’ σκουρπά του ρόδ’, να σκουρπίσουν ούλ’ οι οχτροί μας».

      Παρ’ όλο που το τελετουργικό είναι τυπικό, η διατύπωση, η σειρά και το περιεχόμενο των ευχών είναι πιο ελεύθερα και σχετικά με τις ιδιαίτερες ανάγκες και επιθυμίες της οικογένειας. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι κάποιο παιδί στο Παλαιοχώρι έκανε την παρακάτω ευχή: «Σα π’ σκουρπά του ρόδ’, να σκουρπίσουμι ούλ’ απού του σπίκ’ μας». Και – από σύμπτωση; – τα περισσότερα αδέλφια ξενιτεύτηκαν στην Αυστραλία.

     Τους σπόρους από το ρόδι θα τους δώσουν να τους φάνε οι κότες, για να γεννούν πολλά αυγά.

     «Ποδαρικό» κάνει επίσης ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Πρέπει να είναι καλοπόδαρος, γουρλής κι ανοιχτόκαρδος, για να πάει ο χρόνος καλά. Το ’χουν σε καλό να τους κάνει ποδαρικό ένα αμφιθαλές αγοράκι, που ζουν δηλαδή κι οι δυο γονείς του.    

 

     Έπειτα βάζουν τα σκολιανά τους ρούχα και πάνε στην εκκλησία. Φροντίζουν να φορέσουν κάτι καινούργιο, «για να μην τους κατουρήσει ο Καινούργιος Χρόνος». Την Πρωτοχρονιά λένε «Καλημέρα» όλη μέρα. Αποφεύγουν όμως να κάνουν επισκέψεις σε σπίτια, γιατί μπορεί να θεωρηθούν γρουσούζηδες και κατσικοπόδαροι. Κι έτσι, το τράβηγμα του αυτιού των Βασίληδων που γιορτάζουν γίνεται στους δρόμους, που αντηχούν από τις ευχές: «Τσι τ’ χρόν’», «Χρόνια Πουλλά». Οι εορτάζοντες κερνούν τους φίλους τους στο καφενείο, που είναι γεμάτο, αφού κανείς δεν πηγαίνει στα κτήματα αυτή τη μέρα.

     Επίσης, καλό είναι, αν δουν άσπρο αρνί, γιατί θα είναι «άσπρος» ο χρόνος γι’ αυτούς. Το αντίθετο, αν δουν μαύρο αρνί. Πιστεύουν ακόμα πως, αν είναι γουρλής ο πρώτος που θα δουν το πρωί της Πρωτοχρονιάς, ο χρόνος θα είναι γουρλίδικος. Αν δουν άτυχο ή γουρσούζη, ο χρόνος θα είναι κακός. Την Πρωτοχρονιά δεν δίνουν έξω από το σπίτι διάφορα αντικείμενα, δεν δανείζουν χρήματα και δεν εξοφλούν χρέη, για να μη φεύγουν έξω τα καλά της οικογένειας. Προσπαθούν να μην μαλώσουν, για να πάει καλά ο χρόνος. Γενικά κάνουν ό,τι καλό θα ήθελαν να γίνεται όλο το χρόνο κι αποφεύγουν ό,τι δεν επιθυμούν να τους συμβεί. Η μέρα αυτή είναι άγια και μαγική κι ελπιδοφόρα.

     Στο μεσημεριανό τραπέζι είναι μαζεμένη όλη η οικογένεια. Αν έχουν ξενιτεμένο ή ναυτικό ή στρατιώτη, τον θυμούνται και πίνουν στην υγειά του με δάκρυα συγκίνησης. Τα ψίχουλα του μεσημεριανού τραπεζιού τα μαζεύουν, για να τα σκορπίσουν στα κτήματα μαζί με τον αγιασμό των Φώτων. Όσες οικογένειες έχουν πένθος δεν κάνουν εορταστικές ετοιμασίες. Οι συγχωριανοί όμως δεν παραλείπουν να στείλουν γλυκά ή άλλα φαγώσιμα σε πενθούντες, σε μοναχικούς γέροντες, σε πολύ φτωχούς.  

     Δεν υπάρχει κάποιο ειδικό φαγητό για τη μέρα αυτή, αλλά συνηθίζουν τη σούπα βοδινού, χοιρινό σελινάτο, λαχανοντολμάδες ή ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα και αυγολέμονο,  κρέας ψητό ή λεμονάτο. Η φτώχεια, μόνιμη σύντροφος των αγροτών, δεν τους εμπόδιζε όμως να φάνε «σαν άρχοντες» τη μέρα τούτη, να καλωσορίσουν με γλέντι τον Καινούργιο Χρόνο, να πιουν, να τραγουδήσουν, να χορέψουν μέχρι το πρωί. Αυτό το χαρακτηριστικό, που διακρίνει όλους σχεδόν τους Έλληνες, κάνει τους ξένους ν’ απορούν, ακόμα και να κατηγορούν τον εργατικό ελληνικό λαό...         

     Το πρωί όλοι πάνε στην εκκλησία, εκτός βέβαια απ’ αυτούς που το έριξαν στο τζόγο, «για το καλό του χρόνου». Μετά τον εκκλησιασμό, παρέες παιδιών, μ’ ένα καλάθι στο χέρι, χτυπούν τις πόρτες και ψέλνουν «τουν Άγιου Βασίλ’», τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα δηλαδή. Η σπιτονοικοκυρά τους δίνει χρήματα, μελωμένα φοινίκια, πορτοκάλια, καρύδια και παλιότερα σύκα, που τα έκρυβαν «για να μην τα κατουρήσουν οι καλικάντζαροι»

 

.

 

   Τότε ακούγεται στους δρόμους και το σατιρικό:

   «Αρχιμηνιά κι αρχιχρουνιά, δό’ μ’ του φ’νίτσι μ’ τσ’ έχου δ’λειά
   να παγαίνου σ’ Καρουλιά, να φουρτώσου κουπριά.

   Τρα-λα-λά τρα-λα-λά και εις έτη πολλά.»

 

 

ΤΑ ΦΩΤΑ, ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

 

     Από την επόμενη μέρα η δουλειά ξαναρχίζει με περισσότερο κέφι και μια μικρή διακοπή τα Φώτα στις 6 Ιανουαρίου, ημέρα που εορτάζεται η βάφτιση του Χριστού στα τριάντα του χρόνια στον Ιορδάνη ποταμό από τον Ιωάννη το Βαπτιστή, η ταυτόχρονη φανέρωση της Αγίας Τριάδας, η κατάδυση του Σταυρού και ο αγιασμός των υδάτων. Τα πρωτοχριστιανικά χρόνια τη μέρα αυτή γιορταζόταν και η γέννηση του Χριστού, που αργότερα μεταφέρθηκε στις 25 Δεκεμβρίου, για να πολεμηθεί η γιορτή του θεού Μίθρα - Ήλιου που τελούνταν εκείνη τη μέρα στη Ρώμη.

 

     Την παραμονή των Φώτων 5 Ιανουαρίου, ημέρα νηστείας, γίνεται ο «Μικρός Αγιασμός», που κρατιέται όλο το χρόνο σαν πανάκεια για κάθε κακό και σαν απολυμαντικό για τα σκεύη που «μουρνταρεύτηκαν» κατά λάθος. Λέγεται «Μικρός Αγιασμός», γιατί η ακολουθία του είναι συντομότερη από του «Μεγάλου Αγιασμού» κατά την εορτή των Θεοφανείων την επόμενη μέρα. Όταν γυρίσουν στο σπίτι, όλη η οικογένεια που νήστεψε θα πιει αγιασμό και θα ραντίσουν το σπίτι, για τους καλικατζάρους και τα μυρμήγκια. Επίσης, αγιασμό θα ρίξουν στα χωράφια και τα αμπέλια, ψέλνοντας το «Ἐν Ἰορδάνῃ».   
 

     Και την ημέρα των Φώτων όλοι φροντίζουν να έχουν μαζί τους ένα κανάτι, για να πάρουν το «Μεγάλο Αγιασμό». Στο προαύλιο της εκκλησίας τοποθετείται η κολυμπήθρα με τον αγιασμό, όπου ρίχνουν το σταυρό-σύμβολο του σώματος του Χριστού, ενώ σε όσα χωριά είναι παραθαλάσσια, πηγαίνουν και ρίχνουν το σταυρό στη θάλασσα. Μερικές φορές τον ρίχνουν στο συντριβάνι της εκκλησιάς. Μόλις ο παπάς πει το «Ἐν Ἰορδάνῃ…», γίνεται σκοτωμός, καθώς όλοι προσπαθούν να γεμίσουν πρώτοι το κανάτι τους. Παιδιά, θυμάμαι, περιμέναμε να ακουστεί το «…καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς…», για να αφήσει ελεύθερο ο Στρατής Μαϊστρέλης το λευκό περιστέρι που κρατούσε κρυμμένο στο σακάκι του.

     Το «Μεγάλο Αγιασμό» τον πίνουν όσοι νήστεψαν και τον χύνουν στις γωνιές του σπιτιού μαζί με στάχτη, στα κατώγια, στους σταύλους και στα χτήματα με τα λιόδεντρα, για να ξορκίσουν το κακό και να διώξουν τους καλικαντζάρους. Από την ώρα που θα αγιαστούν τα νερά, τελειώνουν και τα δρίματα, που διαρκούν από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Φώτα. Όλο το Δωδεκαήμερο, όσο διαρκούν τα δρίματα, δεν πλύνουν, γιατί θα λιώσουν τα ρούχα. Δεν λούζονται, γιατί θα ασπρίσουν και θα πέσουν τα μαλλιά τους. Αν είναι ανάγκη να πλύνουν κάτι, πρέπει να ρίξουν ένα μεταλλικό καρφί στο νερό που βράζει. Δεν υφαίνουν, δεν ράβουν, δεν μπαλώνουν αυτές τις άγιες μέρες.   

 

     Μετά τον εκκλησιασμό, ακολουθεί ο «φωτισμός των σπιτιών» από τον ιερέα του χωριού, που γυρίζει σε όλα τα σπίτια και τα ραντίζει με την αγιαστούρα του, ένα ματσάκι βασιλικό και το Σταυρό. Οι νοικοκυρές κάθονται στην πόρτα του σπιτιού τους ντυμένες με τα καλά τους και περιμένουν τον παπά να πει «τον Ιορδάνη», να «φωτίσει» και ν’ αγιάσει το σπίτι. Ρωτούν η μια την άλλη από ποια γειτονιά άρχισε εφέτος ο παπάς να φωτίζει τα σπίτια κι, όταν δοθεί το σύνθημα πως πλησιάζει, όλες τρέχουν επάνω και παίρνουν στα χέρια το δισκάκι με το κέρασμα του παπά – φοινίκι ή κουραμπιέ και κονιάκ συνήθως – και ένα νόμισμα, που το ρίχνουν στο μπακίρι με τον αγιασμό που κρατά ο καντηλανάφτης. Όλες επιμένουν να κεραστεί οπωσδήποτε, γι’ αυτό παλιότερα τύχαινε καμιά φορά να μεθύσει ο παπάς, πριν ακόμα «φωτίσει» τα μισά σπίτια του χωριού, και τότε οι ψαλμωδίες συνοδεύονταν από πιπεράτα πειράγματα!

 

     Απολυτίκιον Φώτων    

 

    «Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε, 

      ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις .

      τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει Σοι,

      ἀγαπητόν Σε Υἱὸν ὀνομάζουσα .

      καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς

      ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές.

      Ὁ ἐπιφανείς Χριστὲ ὁ Θεὸς

      καὶ τὸν κόσμον φωτίσας, δόξα Σοι.»

 

     Ο ιερέας, με ένα κλωνάρι βασιλικό, ραντίζει με αγιασμό όλους τους χώρους του σπιτιού κι όλα τα μέλη της οικογένειας φιλούν το σταυρό και το χέρι του. Η νοικοκυρά κερνά τον παπά και τον καντηλανάφτη, ρίχνει το νόμισμα στο μπακίρι, φοινίκια και καρύδια στο καλάθι που κρατά ο καντηλανάφτης.

 

     Έθιμα όλα αυτά που, αν και τα επαναλαμβάνουμε κάθε χρονιά, μας φαίνονται κάθε φορά όλο και πιο όμορφα και γραφικά. Με τη γιορτή των Φώτων κλείνει ο κύκλος του εορταστικού Δωδεκαήμερου. Αλλά και η 7η Ιανουαρίου, εορτή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική εορτή

 

ΕΥΧΟΜΑΙ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

ΥΓΕΙΑ – ΧΑΡΑ – ΠΡΟΟΔΟ – ΠΛΟΥΤΗ – ΕΙΡΗΝΗ – ΕΥΤΥΧΙΑ – ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ  

 

ΠΗΓΗ: paleochori-lesvos.blogspot.gr –Μυρσίνη Βουνάτσου