...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Του Αϊ Λιώς γυρίζει ο καιρός αλλιώς!!!

 

Του Αϊ Λιώς γυρίζει ο καιρός αλλιώς!!!

 

Μια μεγάλη γιορτή του καλοκαιριού είναι στις 20 Ιουλίου, η ανάληψη του Προφήτη Ηλία και όχι η μνήμη, όπως συνηθίζεται με άλλους Άγιους.

 

Κάθε ξωκλήσι στις κορυφές των Ελληνικών βουνών γιορτάζει…

 

Σύμφωνα με μια παράδοση, ο Προφήτης ζούσε σε μια σπηλιά στο βουνό. Την τροφή του του την έφερνε ένα κοράκι και το κρύο το αντιμετώπιζε με μια «μηλωτή» (προβιά, προβατίσια-μάλλινη γούνα).

 


Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει μπρος στα έκπληκτα μάτια του μαθητή του Ελισσαίου, τον πήρε ένα πύρινο άρμα και τον ανέβασε στον ουρανό.

 

Αυτή η παράδοση, τον καθιστά και προστάτη των γουναράδων, αλλά και των αστροναυτών!

 

Επίσης θεωρείται και προστάτης των αγροτών, το οποίο είναι σε λίγους γνωστό. Ο λόγος είναι ότι η ύπαιθρος είναι εξαρτημένη από τις καιρικές συνθήκες και ο Αϊ-Λιάς «ελέγχει» τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Κατά κάποιο τρόπο θα λέγαμε, ότι πήρε τη θέση του παλαιού θεού Διά ή ακόμα και του θεού Ήλιου.

 

Θεωρείται πως μαζεύει και σκορπίζει τα σύννεφα, όπως και κρατά ή αφήνει τη βροχή, όπως έκανε και ο Δίας.

 

Μια παράδοση λέει: «Όταν βρέξει, είναι δική του παράκληση, όταν βροντάει, είναι που τρέχει με το άρμα του στον ουρανό κι όταν γίνεται σεισμός, είναι οργισμένος».

 

Στη Θράκη και στη Μακεδονία θυσιάζουν πρόβατα για να τους λυπηθεί ο άγιος και να βρέξει, όπως ακόμα και κοκόρια.

 

Επίσης τον τιμούν και οι τσοπάνηδες, γιατί τον έχουν συντροφιά στις βουνοκορφές και γιατί η βροχή που στέλνει, φυτρώνει και παχαίνει το χορτάρι που βοσκούν τα ζωντανά τους.

 

Τόσο οι αγρότες, όσο και οι βοσκοί, έχουν βγάλει διάφορες πρακτικές παρατηρήσεις για τη μέρα αυτή, όπως:

 

«Του Αη Λιώς γυρίζει ο καιρός αλλιώς». «Ήρθε τ’ Αη Λιώς, βαλ’ την κάπα σου αλλιώς». «Αν το μεσημέρι ο ουρανός είναι αίθριος, τότε ο χειμώνας θα είναι μαλακός. Αν όχι, βαρύς».

 

«Όταν φανούν σύννεφα απ΄ το βορρά, θα έχει βαρυχειμωνιά, αν φανούν από το νότο το αντίθετο». «Αν ο σκύλος του κοπαδιού είναι γυρισμένος προς το βορρά, θα κάνει βαρύ χειμώνα, αν είναι κατά το νότο θα κάνει ελαφρύ».

 

Γνωστές είναι και «οι φωτιές του Αϊ-Λια», που ανάβουν οι πανηγυριστές στις κορυφές των βουνών. Αρκετές τις ανάβουν μόνο με λιβάνι, που φέρνουν οι πιστοί για τον Άγιο.

 

Σκοπός είναι, οι λάμψεις να φανούν σε όσο γίνεται περισσότερους πιστούς στα γύρω πεδινά χωριά, γιατί θεωρείται ευλογία.

 

Κάθε τόπος έχει τα δικά του ήθη και έθιμα την ημέρα αυτή για να τιμήσουν τον Άγιο.

 

Όταν ήταν εν ζωή λέγεται ότι κατέβασε τρεις φορές φωτιά από τον ουρανό, κάνοντας τους Ισραηλίτες με μια φωνή να πουν: «αληθώς Κύριος ο Θεός, αυτός ο Θεός». Επίσης εμπόδισε τη βροχή και δεν έβρεξε ο ουρανός τρεισήμισι χρόνια.

 

Ακόμα ανάστησε το νεκρό γιο της Σεραφθίας χήρας και κατέκαυσε τους εκατό ανθρώπους που έστειλε ο βασιλιάς Οχοζίας.

 

Ο Προφήτης Ηλίας είναι γνωστό ότι δεν έχει πεθάνει αλλά έσχισε τον Ιορδάνη ποταμό και ανελήφθη με πύρινη άμαξα στον ουρανό και επίσης στάθηκε δίπλα στο Χριστό κατά τη Μεταμόρφωσή του μαζί με το Μωϋσή.

 

Έτσι οι ορθόδοξοι δεν εορτάζουν την κοίμηση του, αλλά την ανάληψή του. Από την άλλη, ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι ο Προφήτης Ηλίας δεν ανελήφθη όπως ο Ιησούς στον ουρανό, αλλά άφησε ο Θεός να φανεί ότι ανελήφθη και ο προφήτης Ηλίας ζει στην γη με φθαρτό σώμα, εδώ και χιλιάδες χρόνια τώρα.

 

Έτσι εμφανίστηκε με το υλικό του σώμα ως εκπρόσωπος των ζώντων, στη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος Θαβώρ και όπως αναφέρει ο προφήτης Μαλαχίας και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος στην Αποκάλυψη, αναμένεται να εμφανιστεί και να καταδείξει τον Αντίχριστο μαζί με τον Ενώχ αλλά θα ηττηθούν και θα σκοτωθούν, πριν από τη Δευτέρα Παρουσία.

 

Πηγή : https://www.ilialive.gr/live

 

 

Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Σαν τα μάρμαρα της Πόλης : Το τραγούδι οι στίχοι και η ιστορία του

 

Σαν τα μάρμαρα της Πόλης

 


 

Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης*.

 

Κατά το 1920 μια κοπέλα από την Κωνσταντινούπολη ερωτεύτηκε έναν νέο από την Πρέβεζα. Ο νέος ίσως έκλεψε την κοπέλα γι’ αυτό και ο γάμος έγινε στην Πρέβεζα, με όλα τα έθιμα της εποχής εκείνης. Στο γαμήλιο γλέντι η νύφη δεν ήξερε να χορέψει κανένα χορό, γιατί δεν γνώριζε τα τραγούδια και τους ρυθμούς της περιοχής. Είπε τότε στα όργανα να τραγουδήσει η ίδια και να χορέψει ένα τραγούδι από την πατρίδας της και οι οργανοπαίχτες να συνοδεύουν πάνω στη μελωδία και το ρυθμό του τραγουδιού. Έτσι και έγινε. Η νύφη χόρευε και τραγουδούσε και οι οργανοπαίχτες συνόδευαν στο ρυθμό του τραγουδιού:

 

Σαν τα μάρμαρα της Πόλης, που ’ναι στην Αγιά-Σοφιά,

έτσι τα ’χεις ταιριασμένα μάτια, φρύδια και μαλλιά.

Αποφάσισα να γίνω στην Αγιά-Σοφιά κουπές,

να ’ρχονται να προσκυνούνε Τουρκοπούλες και Ρωμιές.

Σαν την μαρμαροκολόνα στέκεις μες στην εκκλησιά

και ζουρλαίνεις και τρελαίνεις των μανάδων τα παιδιά.

 

Τελειώνοντας η νύφη το χορό, άρεσε τόσο πολύ στους οργανοπαίχτες καθώς και όλους τους καλεσμένους ο γρήγορος ρυθμός και τα λόγια του τραγουδιού που ονόμασαν το χορό Φυσούνι, από το φύσημα του αέρα που φυσάει στην περιοχή, επειδή ο χορός είναι γρήγορος, σε αντίθεση με τους χορούς της Ηπείρου, που είναι αργοί.OLYMPUS

Τραγούδι της αγάπης, σε 9σημο ρυθμό, που χορεύεται με ιδιότυπα βήματα στην Πρέβεζα. Έλκει την καταγωγή του από την Πόλη, όπως μαρτυρούν τα λόγια του τραγουδιού και ο ρυθμός της μουσικής. Γι’ αυτό λέγεται και καρσιλαμάς. Αναφέρεται στην όμορφη κοπέλα της Πόλης που τα μάτια, τα φρύδια και τα μαλλιά της είναι ταιριασμένα με τα σπάνια και μεγάλης αξίας μάρμαρα της Αγια-Σοφιάς. Η κορμοστασιά της είναι σαν μαρμάρινη κολόνα, που είναι έργο τέχνης του μεγάλου αριστουργηματικού ναού «της του Θεού Σοφίας». Η δε παρουσία της τρελαίνει όλα τα παιδιά της ηλικίας της. Τραγούδι που υμνεί τη γυναίκα με τα κάλλη της και τα χαρίσματά της.

 

Πηγή : http://ww w.elliniki-gnomi.eu/san-ta-marmara-tis-polis/

 

*ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι

χοροδιδάσκαλος, λαογράφος,

τηλεοπτικός παραγωγός –

τα κείμενα είναι από το βιβλίο του

ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ

 

 

 

 

Η Κλίτσα και η ιστορία της

 

Του Γιάννη Γούδα

 


 

«Ο γραμματέας την πένα του, ο γεωργός τ’ αλέτρι του, ο παπάς το πετραχήλι του
κι ο τσοπάνος την κλίτσα του!» έλεγαν στο χωριό μου.


Εκτός από τον τρουβά, που τις περισσότερες φορές δεν περιείχε τίποτα περισσότερο από ψωμί και τυρί και το καλοκαίρι και καμιά ντόπια ντομάτα, διπλωμένα στην πετσέτα ή ένα παγούρι με νερό, μπορεί και λίγο κρασάκι, για να περάσει τη μέρα του ο τσοπάνος, τον εξοπλισμό του συμπλήρωναν η κάπα και η κλίτσα, η οποία εκτός από το όνομα αυτό, λεγόταν και κλούτσα, σκόπι κ.ά.


Τι ήταν (είναι) όμως η κλίτσα, σε τι χρησίμευε και πώς φτιάχνονταν; Ας τα πάρουμε ένα-ένα και ας τα δούμε αναλυτικά, για να μπορέσουμε οι πιο παλιοί να τα θυμηθούμε και οι νεότεροι για να τα μάθουνε, γιατί δεν ξέρεις ποτέ πώς θα τα φέρει η ζωή και μπορεί (ορισμένοι) να τη χρειαστούν κιόλας (μακάρι, δεν είναι και άσχημα, γιατί κανένα επάγγελμα δεν είναι υποτιμητικό!).


Η κλίτσα, ως γνωστόν, είναι ένα μακρύ (συνήθως ξύλινο) μπαστούνι, με μια καμπυλωτή χειρολαβή. Την κρατούσαν κατ’ αρχάς οι τσοπάνηδες {αυτή ήταν τελείως απλή, χωρίς κεντήματα στο ξύλο (γιατί θα χαλούσαν με την καθημερινή χρήση) και μακριά (έφτανε συνήθως μέχρι τον λαιμό του, για να μην τον εμποδίζει να περνάει κάτω από χαμηλά δέντρα και ανάμεσα σε θάμνους)} και η χρήση της ήταν (γιατί σήμερα δεν είναι) απλή, αλλά σημαντική: Οδηγούσε τα ζώα στη βοσκή και στον δρόμο. Με αυτή θα έπιανε αυτά που ήθελε, όταν χρειαζόταν από το πισινό πόδι στο άρμεγμα, στο μαντρί και στο λιβάδι. Τη χρησιμοποιούσε για το πέρασμα των ζώων στη στρούγκα για να ξεχωρίσει τα κριάρια που χτυπιούνταν την άνοιξη, κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος των προβάτων. Πάνω σε αυτήν έπρεπε να στηριχτεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν ανέβαινε και κατέβαινε με το κοπάδι του τα δύσκολα μονοπάτια, τα βουνά και τα λαγκάδια. Ακουμπώντας σε αυτή και με την κάπα του στο κεφάλι, για να σταθεί όρθιος στη βροχή. Να στηριχτεί για να καθίσει στο χώμα και να σηκωθεί από εκεί. Να τη χρησιμοποιήσει σαν στήριγμα, για να μεταφέρει στον ώμο του τον τρουβά του ή άλλα αντικείμενα. Ακόμα με αυτή θα συμπούσε (συμπάω: τακτοποιώ τα αναμμένα ξύλα) τη φωτιά στη μοναξιά του τις κρύες νύχτες, θα έφερνε κοντά του τα μακρινά κλαδιά τραβώντας τα, θα κατέβαζε τα ξερά κλαδιά από τα δέντρα να τα έχει για προσάναμμα, θα έφτανε κανένα φρούτο (μήλο, γκόρτσο, σύκο, σταφύλι, κεράσι) που δεν θα μπορούσε με το χέρι του, με αυτή θα αντιμετώπιζε τα σκυλιά που θα του χιμούσαν από τις άλλες στάνες, θα έκανε θόρυβο για να φύγουν τα φίδια που θα συναντούσε στον δρόμο του ή θα τα σκότωνε, όταν νόμιζε ότι κινδυνεύει. Θα αναμερούσε (αναμεράω: παραμερίζω, βάζω στην άκρη) τα ξερά χόρτα ή όσα τον εμπόδιζαν στον δρόμο του, θα σήκωνε τα κλαδιά για τον φράχτη και τη στρούγκα και τέλος θα τη χρησιμοποιούσε σαν «όπλο» για κάποιον ενδεχόμενο καβγά (συνήθως με άλλο τσομπάνο), γιατί υπήρχαν και αυτά (όχι σε μεγάλο βαθμό βέβαια).


Για το καφενείο ή για τα παζάρια και την αγορά στην πόλη όταν κατέβαιναν, είχαν άλλη, η οποία ήταν πιο κοντή και είχε περισσότερο σκάλισμα, γιατί έπρεπε να δείχνει τη γοητεία της, την αρχοντιά της, το πολύ μεράκι, τη δεξιοτεχνία και την υπομονή του καλλιτέχνη κατασκευαστή της, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον τσοπάνο! Την κρατούσε με υπερηφάνεια και μ’ αυτήν έκανε τις επίσημες εμφανίσεις του στα μαγαζιά ή τις επισκέψεις του σε συγγενικά και φιλικά σπίτια, σε ονομαστικές γιορτές κ.λπ.


Κλίτσα ακόμη και σήμερα, που λείπουν τα ζώα, έχουν ορισμένοι άνθρωποι, κυρίως στην επαρχία, για περπάτημα και για συντροφιά. Χρησιμοποιείται από τα ηλικιωμένα συνήθως άτομα σαν στήριγμα, σαν τρίτο πόδι δηλαδή για να το πούμε πιο απλά, στην έξοδό τους στο καφενείο, στην πλατεία, στην εκκλησία και στον περίπατο. Κυρίως με την κλίτσα στο χέρι, ο μεσήλικας και ο υπερήλικας νιώθει ένα συναισθηματικό ανέβασμα. Έναν σύνδεσμο με τη ζωή στο χωριό, από την οποία έχει έντονες αναμνήσεις και συναισθήματα. Αυτό το ταπεινό εργαλείο γίνεται συνδετικός κρίκος με το παρελθόν. Ένα παρελθόν με τις δυσκολίες, που είχε τότε η χωριάτικη ζωή.


Είχε όμως και κάποιες μεταφορικές χρήσεις: «Έμεινε με την κλίτσα στο χέρι» έλεγαν για τον τσοπάνο που έπαθε μεγάλη ζημιά στο κοπάδι. «Πήρα την κλίτσα» έλεγε κάποιος που δεν έπαιρνε τα γράμματα και γινόταν κτηνοτρόφος. «Κρεμάστηκα στην κλίτσα», δηλαδή αφοσιώθηκα και ζω με τα ζωντανά μου». Την κρέμασα την κλίτσα», έλεγε κάποιος που με τη θέλησή του εγκατέλειπε το επάγγελμα του κτηνοτρόφου. «Μη ξύνεσαι στην κλίτσα του τσοπάνη», δηλαδή μην πας γυρεύοντας.


Ο τσοπάνος ο μερακλής διακρίνεται από την κλίτσα και τον τρουβά του. Τον τρουβά, τον έφτιαχνε η γυναίκα του. Την κλίτσα όμως την έφτιαχνε ο ίδιος. Διάλεγε το καλύτερο ξύλο (Οκτώβριο ή Νοέμβριο, γιατί κατέβαιναν οι χυμοί), συνήθως και στα μέρη μας την κρανιά, το έκοβε με το τσεκουράκι του και το κρεμούσε στον τοίχο όρθιο, για να στραγγίσει τα νερά του. Μετά το καψάλιζε στη φωτιά και του έβγαζε τη φλούδα με ένα μαχαίρι. Την πολλή δουλειά όμως την είχε η χειρολαβή ή η κατσιούλα όπως τη λέγαμε, διότι εκεί έπρεπε να δώσει το μεγαλύτερο βάρος, ώστε να γίνει η κλίτσα ξεχωριστή και να ταιριάζει με την ομορφιά της φύσης και τη βουνίσια ζωή.


Τα τελευταία χρόνια και λίγο πριν «συνταξιοδοτηθεί» και περάσει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής της στις προθήκες των καταστημάτων πώλησης των παραδοσιακών αυτών αντικειμένων ή σε ένα καλό μέρος και στη γωνία σε κάποιο Λαογραφικό Μουσείο, απέκτησε και έναν ακόμα ρόλο: Εκτός από σύμβολο εξουσίας στα ζώα, επέβαλε μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες και την «ηγετική παρουσία της» και σε ομάδες ανθρώπων, σε συμβολικό βέβαια επίπεδο. Για παράδειγμα, δεν ήταν ασυνήθιστη η χειρονομία κάποιων πολιτών να χαρίζουν κλίτσες σε πολιτικούς.


Σήμερα, η κλίτσα δεν χρησιμοποιείται όπως παλιότερα, γιατί τα επαγγέλματα με τα οποία συνδέονταν έχουν αλλάξει και έχουν εκσυγχρονιστεί. Δεν υπάρχουν κοπάδια και στάνες, όπου οι κτηνοτρόφοι να γυρίζουν από περιοχή σε περιοχή, αλλά σύγχρονες κτηνοτροφικές μονάδες. Το παρήγορο πάντως είναι ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι «μερακλήδες», συλλέκτες, λάτρεις της κλίτσας και λάτρεις της παράδοσης και του πολιτισμού της χώρας μας!

 

 

Πηγή: eleftheria.gr

 

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

 

 

Έθιμα και παραδόσεις του γάμου στην παλιά Ιερισσό Χαλκιδικής

 

 

Έθιμα και παραδόσεις του γάμου στην παλιά Ιερισσό μέσα από την αφήγηση της Βενετίας Αποστολίδου-Μαρίνου. – Δημοσιεύθηκε στο 19ο τεύχος του Κυττάρου Ιερισσού – Κείμενο: Χρήστος Καραστέργιος.

 


 

 

Ο γάμος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στη ζωή ενός ανθρώπου και σε παλιότερες εποχές αποτελούσε και ένα σημαντικό πολιτισμικό γεγονός στην κοινότητα ενός χωριού. Τα έθιμα του γάμου σηματοδοτούσαν ως ένα σημείο τις σχέσεις και τις υποχρεώσεις του ζευγαριού μεταξύ τους, με τους συγγενείς και την κοινότητα.

 

Την παλιότερη αναφορά για τον Ιερισσιώτικο γάμο τη βρίσκουμε το 1801, 20 χρόνια πριν την επανάσταση του 1821. Οι Άγγλοι συνεργάτες του λόρδου Έλγιν, Carlyle και Hunt, επιστρέφοντας από το Άγιον Όρος το οποίο επισκέφτηκαν για αναζήτηση χειρογράφων, περιγράφουν ένα γάμο που παρακολούθησαν στην Ιερισσό[i]:

 

“…Πρόσφεραν ένα δώρο στη νύφη -κι εκείνη, αφού έπιασε τα χέρια τους, τα έφερε στα χείλη, τα φίλησε κι αποσύρθηκε σιωπηλή-. Όπως πληροφορήθηκαν η νύφη θα έμενε αμίλητη επί οχτώ μέρες μετά τον γάμο της. Σ’ αυτό το διάστημα θα επισκεπτόταν με τις παράνυμφες τα σπίτια των συγγενών του άντρα της και θα έπαιρνε δώρα, μερικούς παράδες ή πιάστρα, ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση. Μικρά νομίσματα είχαν στερεωθεί στις πλεξίδες της, που έπεφταν στη ράχη και σχεδόν ακουμπούσαν στο χώμα. Ανάμεσά τους είδαν και μερικά αρχαία νομίσματα. Πρόσφεραν ένα σημαντικό ποσό για να τ’ αγοράσουν, αλλά μάταια. Τους εξήγησαν πως η συλλογή αποτελούσε οικογενειακό θησαυρό που μεταβιβαζόταν εμπλουτισμένος από γενιά σε γενιά, κι ότι δεν έπρεπε να λείπει κανένα από τα προηγούμενα στολίδια….”

 

To 1968, η Ιωάννα Ι. Ζερβάκη φοιτήτρια του Γ΄ έτους του Φιλολογικού, συλλέγει πληροφορίες γύρω από τη λαογραφία της Ιερισσού στα πλαίσια των μαθητικών της υποχρεώσεων. Ανάμεσα στους Ιερισσιώτες από τους οποίους ζητά πληροφορίες είναι και η Βενετία Αποστολίδου Μαρίνου, 67 χρ., και ο συζύγός της 71 χρ. Δημήτριος Αποστολίδης[ii]. [Η εργασία αυτή βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.)].

Η Βενετία Αποστολίδου περιγράφει, ανάμεσα σε άλλα, τα έθιμα του γάμου στον παλιό οικισμό της Ιερισσού με τη βοήθεια του συζύγου της. Κατά την περίοδο του σεισμού το 1932 ήταν 31χρ., και ο Δημήτριος Αποστολίδης 35. Η Ιωάννα Ζερβάκη σημειώνει τις πληροφορίες στο τετράδιό της προσπαθώντας να αποτυπώσει την ντοπιολαλιά, όπως την ακούει από τη συνομιλήτριά της. Έτσι χαρίζει σ΄ εμάς, που έχουμε ακούσει τον παλιό διαλεκτικό λόγο της Ιερισσού, την ευχαρίστηση να παρακολουθήσουμε τη ρευστότητα και τη μουσικότητα του γλωσσικού μας ιδιώματος στην αφήγηση του εθίμου.


“Γάμος κα
σχετικ θιμα

Γενικ- ρραβν

Τά χρόνια τ δ΄κ μας[iii] τ κουρίτσα ταν συχα κί μέσ΄ στού σπίτι. Τούν γαμπρού τούν βρίσκαν ο γουνες κι στερα ωτοσαν τν κόρη ν τούν θελε. λλ κι μ΄δέν τούν θελι πιμένανι[iv] κί νικοσαν. Καμμι φουρ, μως, ταν δέν τν θελε λεγι να στούν πατέρα της κι στερα κλέβουνταν μί κενον π γαποσι κί πήγαιναν ξω στά ρμάνια[v]. Κι στερα ρχουνταν κι παρουσιάζουνταν. Μπουρε μν΄ το κουριτσιο νλεγι: δέν σί δίνου μαρή τίπουτα, λλ΄ ατο παντρεύουνταν κί χουρς προκα. ντα[vi] πήγαιναν μί θέλημα, μα λεγαν τού να ρραβουνιάζουνταν. Τότι παντρεύουνταν μικρς άπάν 16 σαμ΄ 22 χρον λλ κι ο ντρες ταν μικρο 22- 23 χρον. Ο ρραβν΄ς κρατοσι 6 μνες- να χρόνου κί πι πολύ. Οσο ταν ρραβουνιασμένοι νύφη δέν πήγινι στού σπτ’ το γαμπρο καθόλου. Κί νιρ ν πήγινι[vii] τ΄ φηνι στ΄σκάλα κί κατβ΄νε πιθιρ να τού πάρει.

 

Πρ το γάμου

Ο γάμους πού τούν λμ΄ κ χαρά, στεφάνωσι, κ.., γινότανε πάντουτε Κυριακ μέρα. Καλοσαν πολλος συγγινες κί φίλους κί γιά νά καλσ΄ ο γαμπρούς, μι γρι βαν΄ τή γούνα της, παιρνι λουλούδια κι να μπουκάλ(j) κρασί κί πήγαινε στο κάθε σπίτι κί καλοσε στού γάμου. Ο καλεσμένοι στού γάμου δέν πήγιναν δρα μν΄ στού γλντ΄ στερα π τού γάμου διναν λιφτά. Τν Πέμπτη, πο τανε πρν π τν Κυριακ το γάμου, ρχίζαν΄ τίς τοιμασίες. νφ΄ καλοσι τς φιληνάδες της στο σπίτι της κί τή βουηθοσαν στά προικι της. Ατές τς φιληνάδες πού πήγιναν τίς λέγαν “χαριώτισσες” κί μέναν μέχρι τού Σάββατου στού σπτ΄ τσ νφ΄ς. Κί κάθε βράδυ γλιντοσαν κί τραγ΄δοσαν στερ΄ π τς δουλειές. Τ βράδ΄ τς Πέμπτης παιρνε νας καλισμένος τή νουν να πάει στο γαμπρο τού σπτ΄ νά κν΄ τή μαγι γιά τ ψουμι το γάμου. Τν ρα π καν΄ τή μαγι τραγ΄δοσαν ολοι μαζί. Τν Παρασκευ ζύμωναν τ ψουμι στο γαμπρο τού σπίτ΄. Κάναν μικρ ψουμάκια πού τ λέγαν “στρουγγλίτσες”. Μαζ κάναν κί δυό κουλούρια στρουγγυλά, τ “κλίκια”, κι να μακρουλό πού τδιναν στόν παπ ταν κανι τή στεφάνουση. Τού Σάββατου ο “χαριώτισσες” πήγαιναν μαζ μ΄ να παλληκάρι σ΄ να βουν πού χει πολλ “βάγια” (δάφνη) μί ργανα κί τραγούδια. φο κόψουν τή βάγια τν φορτώνονταν στίς τρόκνιες[viii] κί τραγ΄δντας τν φερναν στς νφ΄ς τού σπίτ΄. Μόλις τν φερναν ρχουνταν κι ο προυτοστέφανες, τή μαδοσαν κί γέμιζαν τ μαξ΄λάρια. Στού πρώτου μαξιλρ΄ πιθιρ ( μάνα τς νύφης) ρριχνε τ μπαξίσα (δρα) πού τανε παράδες (σημένια, χρυσ). Στού τελευταίου μαξιλρ΄ σπαν΄ (σπαζε) τή βιλόνα κί τν φην΄ κε πάνου μ τν κόκκινη κλουστ πού τρραβαν. π τή δάφνη πού φερναν κρατοσαν κι να πανεράκι· πού τν βαζαν τν μέρα το γμ΄στο πέτου (πέτο) τν καλεσμένων. Μετ κι π ατ τή δ΄λειά χόρευαν κ γλεντοσαν. Στο μεταξ νφ΄ βαζι σ΄ να πανρ΄ τ δρα το γαμπρο, τς πιθιρς της κί το πιθιρο της. Τ δρα ταν οχα κί γιά τος τρες. παιρναν κ μι μπουτίλια κρασί κί λουλούδια κ πήγαιναν ο καλ΄σμένοι στο σπίτι το γαμπρο. μάνα το γαμπρο ρριχνε στ΄ σκέρι πού πήγαινε μπαμπακόσπουρο, ύζι κι κουφέτα.

στηναν κι κε τούν χουρ κι στερα παίρνανε τ δρα π΄το γαμπρο γιά τή νύφ’. Τς στελνε παπούτσα κ νυφοστόλια. Τού Σάββατο τού βρδ΄ πήγαιναν στο σπτ΄ τς νύφης κι ο καλεσμένοι το γαμπρο κι γλεντοσαν. Ο γαμπρς μως δέν πήγαινε καθόλου στο σπτ΄ τς νφ΄ς.

 

Τ κατ τν τελετν το γάμου

Τήν Κυριακ τοιμάζουντι κ στολίζουντι νύφη κι ο γαμπρός. Τν νφ τν ντν΄ν ο φιληνάδες της τραγ΄δντας. Φουράει πέπλου μ τέλια (σημένιες κλωστές) πού τς σκέπαζ τού πρόσωπου. Τούν γαμπρο τούν ξυρίζουν στο σπίτι. Κι πριπι ν ξυριστον κι λλοι δυ μαζ τ΄. στερα φο ντιναν τούν γαμπρ σχηματίζανι τν πομπ γιά νά πν νά πάρουν τν κουμπάρου κι τή νύφη. Πρτος πηγαν΄ ο «μπρικάτουρας» (μπρικάτορας) νας πού κρατ να μπουκάλι κρασί κί λουλούδια. Τ κρασί ατ τ πν΄ν στήν κκλησία. Ο μπρικάτουρας κανουνίζει τος δρόμους π΄ θ πιράσουν νά μ σταυρώσουν (διασταυρωθον). Τούν γαμπρο τούν κρατ ο «ντέβερ(η)ς» κι «ντεβρ(ι)σσα» (παράνυμφοι). Ατο πρέπει νν΄ νύπαντροι κι συγγενες το γαμπρο. Πηγαίνουν πρτα στό σπτ΄ το κουμπάρου κ τούν παίρνανε κι πήγιναν γιά τή νύφ. Στού σπίτι της μεναν ξω ολοι κι νβ΄ναν μν΄ ο ντέβερ΄ς κι ντεβρ΄σσα ν πάρουν τή νύφη. Χτυποσαν τν πόρτα, λλ δέν τος νοιγαν, εχαν κλειδωμένα. Χτυποσαν ξαν κι πο μέσα λεγαν: “τάξτε”. Στού τέλους σπρώχνουν τν πόρτα κι νοίγουν ο ντέβερ΄ς κι ντεβρ΄σσα. Μόλις μπον τος βάζουν στού σακκάκι μαντηλάκι, βάγια κι τέλια.

νύφη μόλις βγεί π τού σπίτι της στήν πόρτα κάνει τρες μετάνοιες πρς τούν λιου κι τρες πρς τού σπίτι της. Τν ρα π΄ κατεβαίνει τραγουδον:

 

“Αφήνω γειά στούν μαχαλκι γειά στά παλληκάρια

φήνω κι στή μάννα μου τρία γυαλι φαρμάκι.

Τνα νά πίνει τ προυί τ΄ λλου τού μεσημέρι

τού τρίτου τού φαρμακερό(ύ) ν πν΄ ταν κοιμτι.

Μάννα μου τ λουλούδια μου καλ νά τ πουτίζεις[ix]

μάννα μου γλυκιά”.

 

ταν κατιβεί νύφη βάζει βάγια στούν κουμπάρου, τν κουμπάρα κι σ΄ να παρακούμπαρο. στιρα ξικινον ολοι μ τ πόδια κι πηγαίνουν στήν κκλησία μ ργανα κ τραγούδια. Τν δια μέρα, τν Κυριακή, πρν ξικινσ΄ νφ΄ βάζουν τν προίκα της σ δυ λουγα πού τος βάζουν στ΄ ατι μαντήλι σπρου κι τέλια.

πάνου στ΄ λουγα βάζαν κι δυ πιδάκια. Στ να, να κουρίτσι κι στ΄ λλου γόρι. Στά χέρια τν πιδιν βάζαν τά “κλίκια” τά στρογγυλ κουλούρια π΄ εχαν ζυμώσει. Μαζ μ τ΄ λουγα πνι συγγινες κι πιθιρ ( μάνα το γαμπρο) πού τος περιμένει, τος ίχνει μπαμπακόσπορο, ύζι κι κουφέτα. Δίνει πρτα στά πιδι μπαξίσι κι στερα κατιβάζουν τ προικιά. πουμπ μα φταν΄ στήν κκλησία γινόταν στεφάνωση πους ορίζει κκλησία. Τν ρα τς στεφάνωσης εχαν φτ κηριά. Πέντε μονά κι να διπλό. Τού διπλ κρατάει κουμπάρα κα τ΄λλα τ κρατον ντέβερ΄ς, ντεβρ΄σσα, ο κουμπάρους, μάνα τς νύφης πού εναι πίσω της κι κρατάει τού φόρεμά της κι ο παπς. Τ στέφανα τανε ψηλά, σημένια σν στέμματα μ σχμα, πως στούς ατοκράτορες τς Πόλης[x].

Πίσω νώνουνταν μ λυσίδα πού τν κρατοσ΄ ο κουμπάρους. Τ στεφάνι πρόσιχαν νά μν πέσει γιατ τχαν γιά κακό. π΄ τού κρασί πού φερν΄ ο μπρικάτουρας πιναν ο γαμπρούς, νύφη, ο κουμπάρους, ντέβερ΄ς κι ντεβέρισσα. σο μενε τ΄ δειαζε ο ντέβερ΄ς. Τ στέφανα τ φιλοσαν ο κουμπάρους, μάνα, ο πατέρας, τ΄δέρφια κι ολοι οσοι θελαν. π τν κκλησία φευγαν κι πήγαιναν στο σπτ΄ το γαμπρο. Μπρουστ πήγινι πλ΄ ο μπρικάτουρας κι κανόνιζι νά μ σταυρώσουν ο δρόμοι π΄ εχαν πιράσει ταν πήγιναν. Σν φταναν στού σπτ΄ το γαμπρο νφ στεκ΄ πέξου. βγαιν΄ πιθιρ κι εχε να πιάτου μ μέλι. διν΄ να μαντηλάκι στή νφ’ γιά νά μ λερουθεί κι ατ λειφ΄ τν πόρτα τρες φουρές. νφ τ΄ λειφ΄ κι πιθιρ τού σκούπιζ’.

στιρα μπιναν μέσα μαζ μ τούν γαμπρο κι στήν πόρτα τς κάμαράς τους πατοσ΄ να όδ, κι στιρα πιθιρ τος σκουντάει νά μπον μέσα. Στήν κάμαρα πού μπινι νφ κι ο γαμπρος κάθουνταν μν΄ ο ντέβερ΄ς κι ντεβρ΄σσα μ τού ζευγρ΄ σαμ΄ νά μπεί ο κουμπάρους νά βγλ τού πέπλου τς νφ΄ς.

στιρα ρχιζαν τού γλέντ΄. Στούν πρώτου χουρ πιάνουνταν γκαζέ. Πρώτους ο κουμπάρους, κουμπάρα, γαμπρούς, νύφ’, ντέβερ΄ς, ντεβρ΄σσα, κι στιρα ποιους νταν. Ελεγαν τού τραγούδ΄:

 

“Πιριστέρα κι τρυγόνα συριανίζουν κτ΄ στος κάμπους

μ τ πράσινα παπούτσα κ τ κόκκινα σκουφούνια (κάλτσες)

Σ΄ ολο τούν τόπου πγα πγα κι στή Φραγκι

δέν εδαν τ ματάκια μ τέτοια κοπελιά.

Νχει στά χείλη βάμμα στού μάγουλου λι

κι νάμισα στά στήθια χρυσ πουρτοκαλλιά.

Μάνα κι ς τή φιλοσα τούτη τν λι

κι ς μ΄ ρριχναν κι σκλάβου μέσ΄ τή Μπαρμπαρι

νά μάθω τ ταμπορι κι τν ταμπουρά.

Οτι ταμπορι μάθα οτι ταμπουρ

μόν μάθα τς γάπης τ καμώματα”.

 

λιγαν κι λλα πουλλ τραγούδια. Στού τραπζ΄ πού κάναν ο γαμπρος κι νφ μ΄ να πουτήρι πού εχι κι χιράκι πιρνοσαν κι κιρνοσαν κρασί ολους τος καλισμένους κα τότε τς διναν τού μπαξίσι. Τά τραπέζα ταν ψάθες χαμηλά. πάν΄ στήν ρα το τραπεζιο καναν κι “καραβάκια”. Δηλαδή, ν κανένας καλισμένος διαφερότανε γιά καμμιά κουπιλιά, ν τν γάπαε γιά νά τς τ δείξει, παιρν΄ να μιγάλου κουμμτ’ ψουμί, τού καν΄ κούφιου σν καρβ΄ κι πάνου βαζι λιφτ κι να πηρούνι μ μι μπουκι κρέας κι τς τ στελν΄ μ΄ να πιδάκι. Ατ τρωε τού κρέας παιρνι τ λεφτ κι ν κι ατ τούν θιλι τ΄ στελνε πίσου πάλι μ΄ να κουμμάτι κρέας, κανένα τσιγάρου λλου τίπουτις.

 

Τ μετ τν γάμον

Τς δύο πρτες μέρες νφ΄ δέν κάνει τίπουτα, δέν τν φιν΄ πιθιρ της νά κν΄ καμμι δουλειά. Τν Τιτάρτη τού προυί τς διν΄ πιθιρ μιά κινούργια σκούπα κι σκούπιζ΄ ολο τού σπίτ΄. Τ σκουπίδια μως δέν τ πιτοσ΄ νφ΄, λλ πιθιρά. στιρα φουρτώνεται μιά στάμνα κι πάει γιά νιρ φουρώντας τ νυφιάτικά της. Μπρουστ πηγαίν΄ να πιδάκι. Τού πιδ κρατοσ΄ μέσα στά δόντια του να νούμισμα σημένιου χρυσού κι δέν πριπι νά μιλάει καθλ΄ στού δρόμου. Στού χρ΄ της νφ΄ κρατοσ΄ να μαντλ΄ μί κουφέτα κι πήγαιναν σ΄ να πηγάδι. Στού πηγδ΄ νφ΄ πατοσι στά χείλη το πηγαδιο. Τού πιδ τς διν΄ τού νόμισμα κι τού βαζι πάνου στού πόδι της κι τού τίναζ΄ στού πηγάδ΄. στιρα τίναζε τ κουφέτα πίσου της κι τ πιδιά πού τν κ’λουθοσαν τριχαν κι τ μάζευαν. Τή στάμνα δέν τη γέμιζ΄ δια, λλ νας λλους. Στού διου πηγδ’ πήγιναν ολες ο νύφες. Τ΄ πόγευμα τς Τιτάρτης τού ζευγρ΄ πήγαιν΄ ξου στά χουράφια κι πριπι νά συναντήσει κι νά περάσει 9 λάκκους μί νιρό. νφ΄ χτώ μέρες δέν πήγινι στού σπτ΄ τς μάνας της σπου τν Κυριακ τος καν΄ τού τραπέζ΄. Πήγιναν τού ζευγάρ΄, ο ντέβερ΄ς, ντεβρ΄σσα κι ο μπρικάτουρας. Σ΄ ατού τού τραπζ΄ πριπι νν΄ 5, 7, 9 κλπ, νά μν ενι πι ζυγς ο ριθμός.

Στίς 15 μέρες κάνει ο κουμπάρους τού τραπέζ΄. Πνι κι κε πάλι πους κι στς μάνας, μονοί. νφ΄ κάνει να ψουμί “μπουγάτσα” παίρνει κι να κοτόπουλο ψημένο κι μι μπουτίλια κρασί. Σ΄ να πανρ΄ βζ΄ τ δρα τς οκογένειας το κουμπάρου. κε γλιντον πάλι. κουμπάρα δν΄ στή νύφη 2 πιάτα, 2 πηρούνια, 2 κουτάλια, 2 φλυτζάνες κι λλα τέτοια, λα π δυό. Τν παύριου τς στελνε κι να κουτόπουλο ζωντανό. Ο νιόπαντροι, τς ποκριες, τν Τυριν πν΄ στο κουμπάρου μ χαλβά κι οζο κι “σχωριονται”. Αυτό τού κάνουν στιρα κί κάθε χρόνο.

 

 

[i] Asia Minor, Walpole, σ. 84- 140 & Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800- 1810, τόμος Γ1, Αθήνα 1997, σ. 116.

[ii]Ο Αποστολίδης Δημήτριος του Αποστόλου ήταν γεννηθείς το 1897 και δήλωνε ως επάγγελμα στον παλιό οικισμό, υποδηματοποιός.

[iii]Εννοεί τα χρόνια της νιότης τους.

[iv]Επέμεναν

[v]Τα δάση

[vi]Όταν

[vii]Στην παλιά Ιερισσό το πόσιμο νερό το παίρναν από πηγάδια

[viii]Η τρόκνια είναι είδος φορητής κούνιας που κρεμιέται στην πλάτη της γυναίκας.

[ix]Ο στίχος συμπληρώνεται κατά την περιγραφή του εθίμου στα “Μαντεμοχωριακά” του Βουργαρελίδη, ως:

Μάννα μου τ λουλούδια μου

καλ νά τ ποτίζς

το βράδυ να βρέχεις με νερό

και το πρωί με δάκρυ.

 

Πηγή: blog.moudaniwn.gr