...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Λαογραφική Παράδοση 2020

                                    



                                Οι Μάρηδες της Θράκης





Οι Μάρηδες είναι ένα γνήσιος Θρακικό φύλο, μια μικρή ομάδα Θρακών (κάπου 17.000 πρόσωπα), που ζει επίσης σε μια μικρή σχετικά περιοχή του βόρειου Έβρου. Ο χώρος που κατοικούν οι Μάρηδες στην πορεία των αιώνων, εντοπίζεται στην εύφορη κοιλάδα του Ερυθροποτάμου(Κιζίλ Δερέ),παραπόταμου του ποταμού Έβρου, σε 13 χωριά, τα οποία υπάγονται στους Δήμους Διδυμοτείχου, Ορεστιάδας, Μεταξάδων, Ν. Βύσσας. Τα χωριά αλφαβητικά είναι:
  1. Αμπελάκια (Κουλακλή) 
  2. Ασβεστάδες (Κιρέτσκιοϊ), 
  3. Ασπρονέρι (Ακ Μπουνάρ), 
  4. Βρυσικά (Καρά Μπουνάρ), 
  5. Καρωτή (Κουρουτζή), 
  6. Κουφόβουνο (Ιτζέκιοϊ), 
  7. Κυανή (Τσαουσλή), 
  8. Μάνη (Καδήκιοϊ), 
  9. Νεοχώρι (Γενίκιοϊ), 
  10. Παταγή (Παζαρλή), 
  11. Ποιμενικό (Τσοπανλή), 
  12. Σιτοχώρι (Σκουρτοχώρι – Κιζιγκίλτσκιοϊ) 
  13. Στέρνα (Ταπάρ)
Όσον αφορά τα χωριά Ασβεστάδες, Κουφόβουνο, Κυανή, Καρωτή, Μάνη,
Ποιμενικό και Σιτοχώρι, υπάγονται στο Δήμο Διδυμοτείχου. Τα χωριά Βρυσικά και
Ασπρονέρι υπάγονται στο δήμο Μεταξάδων. Τα χωριά Αμπελάκια, Νεοχώρι και
Παταγή υπάγονται στο Δήμο Ν.Ορεστιάδας και τέλος, το βορειότερο χωριό των
Μάρηδων που είναι πολύ κοντά στον άλλο παραπόταμο του Έβρου Άρδα, η Στέρνα,
υπάγεται στο δήμο Ν.Βύσσας.

Μέσα στις παρενθέσεις είναι οι πριν του 1920 τούρκικες ονομασίες.Αυτό γίνεται για ιστορικούς λόγους, αλλά και γιατί οι ηλικιωμένοι παλιοί Μάρηδες, με αυτές τις ονομασίες γνωρίζουν τα χωριά τους.
Και στα 13 χωριά, πολλά είναι τα χαρακτηριστικά που φανερώνουν τη κοινή
Μαρέικη καταγωγή. Υπάρχουν ομοιότητες στα ήθη και έθιμα, στη ψυχοσύνθεση και
συμπεριφορά των ανθρώπων, στη προφορά, την ενδυμασία και φυσικά στη μουσική.
Επίσης ένα μεγάλο ποσοστό των επιθέτων της ράτσας των Μάρηδων
καταλήγουν σε «ίδης» και «ούδης», ενώ τα ίδια επίθετα απαντώνται σε όλα τα
χωριά τους, γεγονός που μαρτυρεί συγγενικούς δεσμούς μεταξύ των μελών της
ράτσας, ενώ μέχρι την 10ετία του `50 δεν αντάλλασσαν γαμπρούς και νύφες με άλλα χωριά «για να μην χαλάσει η ράτσα».Για παράδειγμα , στο Νεοχώρι την 10ετία του 1920, κάποιος του οποίου πέθανε η νέα γυναίκα, ταξίδεψε με άλογα στην Κυανή και στους Ασβεστάδες για να βρει να πάρει γυναίκα για να μην χαλάσει η φυλή.Ομοιότητα συναντάμε ακόμα και στα ονόματα αυτών των ανθρώπων .

Oι Μάρηδες συγκροτούσαν μια ιδιαιτέρως κλειστή και εσωστρεφή κοινωνία και
οι κοινωνικές τους δραστηριότητες περιορίζονταν στα στενά πλαίσια της ράτσας
(γιορτές, πανηγύρια, γάμοι, κ.α). Χαρακτηριστικό της κλειστής κοινωνίας των
Μάρηδων, είναι ότι οι γάμοι ως επί το πλείστον γίνονταν μόνο μεταξύ των ατόμων
της ράτσας τους και πολλές φορές του ίδιου χωριού. Έτσι μιλάμε, για μια εκτός των
άλλων, ενδογαμική κοινωνία.
Λίγες είναι οι πληροφορίες και τα στοιχεία που έχουν καταγραφεί για την
προέλευση της ονομασίας των Μάρηδων. Σ’ αυτή τη κατάσταση συντέλεσε το
γεγονός ότι ολόκληρος ο χώρος της Θράκης όπου ζούσαν οι Μάρηδες, βρίσκονταν
υπό κατοχή επί ολόκληρες εκατονταετίες και ως εκ τούτου, το κύριο μέλημά τους
ήταν η επιβίωση και η σωτηρία της ράτσας τους, παρά η περισυλλογή και η διάσωση
τέτοιων στοιχείων.
Γι` αυτό το λόγο πολλές και διάφορες είναι οι ερμηνείες για την προέλευση και
ετυμολογία της ονομασίας Μάρης- Μάρηδες ή Μάρος- Μάροι και Μαραίοι , Μάρα -
Μάρισσα.Δεν υπάρχει επίσημη εκδοχή γιατί ονομάζονται έτσι. Το πιθανότερο είναι να είναι απόγονοι του αρχιερέα Μάρωνα, ενώ επίσης ισχυρή είναι η εκδοχή η λέξη να προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «Μαρμαίρω» που θα πει λάμπω και αυτό εξαιτίας των παραδοσιακών φορεσιών τους, οι οποίες είναι περίλαμπρες και λάμπουν από στολίδια.
Πρέπει να τονίσουμε ότι το όνομα «Γαλαζοβράκηδες» προέρχεται από τη παραδοσιακή γαλάζια θερινή περισκελίδα που φορούσαν, ονομασία που όμως φέρεται και αφορά όλους τους Θράκες.Ακόμη η προέλευση του ονόματος «Παραπάγγηδες», σύμφωνα με την παράδοση,  σχετίζεται με την περιπέτεια αποίκων απ΄τη νότια Ελλάδα, επί Τουρκοκρατίας, προς την περιοχή των Μάρηδων. Λέγεται λοιπόν ότι ο κάματος αυτών των ανθρώπων εξαιτίας της μακρινής πορείας με τα πενιχρά μέσα μεταφοράς, τους ανάγκαζε να αναφέρουν συνεχώς το επίρρημα «παραπάνω», δηλαδή ότι ο τόπος προορισμού τους ήταν βορειότερα. Η επανάληψη αλλά και η λεκτική παραποίησή της μεταφέρθηκε στην ονομασία τους ως «παρατσούκλι», δηλαδή παραπάνω – Παραπάγγω –Παραπαγγαίοι –Παραπάγγηδες.

                                  Χαρακτηριστικά των Μάρηδων

• Οι Μάρηδες έχουν υψηλό ανάστημα και ξανθά-λαμπερά χαρακτηριστικά.
• Έχουν επιμελή τρόπο περιποίησης των μαλλιών, ενώ τα ρούχα είναι εντυπωσιακά με ποικίλματα.
• Αγαπούν με πάθος τον τόπο τους και τον θυμούνται όπου κι αν βρίσκονται.
• Έχουν δικό τους ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα.
• Έχουν υψηλό θρησκευτικό συναίσθημα και σεβασμό προς τους αρχαίους
• Θράκες.
• Έχουν ανεπτυγμένη την φιλιξενία και την αγάπη προς τους ξένους.
• Είναι τίμιοι και σοβαροί, ευθείς και ανυπόκριτοι, ευγενικοί και ιδιαίτερα αξιοπρεπείς, χαμηλών τόνων και ιδιαίτερα σεμνοί.

Σχέση χορού-τραγουδιού

Τόσο στους Μάρηδες όσο και στην ευρύτερη περιοχή του Έβρου το τραγούδι και ο χορός ήταν αλληλένδετα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα που δεν υπήρχαν όργανα το κύριο και πρωταγωνιστικό ρόλο στη συνοδεία του χορού τον είχε το τραγούδι, που ως επί το πλείστον το τραγουδούσαν τα ίδια άτομα που συμμετείχαν στο χορό. Μεγάλο ρόλο στο χορό και στο τραγούδι έχουν οι γυναίκες. Τα θέματα των τραγουδιών αναφέρονται σε όλες τις φάσεις του κύκλου ζωής του ανθρώπου (γέννηση, έρωτας, γάμος, θάνατος, εργασία κλπ.), όπως και κάθε γιορτή έχει τα δικά της τραγούδια και χορούς (αποκριές, Πάσχα κλπ.). Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται το χορό ως κάτι αυθύπαρκτο και ασύνδετο με το τραγούδι. Δεν αντιλαμβάνονται το χορό ως μορφή κίνησης ανεξάρτητης από το περιεχόμενο. Κάθε τραγούδι είναι και ένας διαφορετικός χορός, παρόλο που μπορεί να επαναλαμβάνεται το ίδιο, ως προς τη δομή της κίνησης, χορευτικό μοτίβο σε πολλά τραγούδια.

Άμα ρωτήσουμε στα χωριά των Μάρηδων να μας πουν τι χορός είναι ο τάδε που διαδραματίζεται εκείνη τη στιγμή, π.χ ένας ζωναράδικος, θα μας απαντήσουν με το όνομα του τραγουδιού, που συχνά παίρνει την ονομασία του από τον πρώτο στίχο του τραγουδιού. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι αλλιώς παρατηρεί ο ερευνητής ή ο απλός θεατής τη λογική του χορού και τη σχέση του με το τραγούδι, και διαφορετικά λειτουργεί στη συνείδηση των ντόπιων κατοίκων της περιοχής.

Ενδυμασία

Ένα από τα πολλά κοινά χαρακτηριστικά των Μάρηδων είναι η ενδυμασία που δικαιολογεί περίτρανα την κοινή προέλευση και καταγωγή των κατοίκων της περιοχής. Κυρίως στα πιο παλιά χρόνια η ενδυμασία ήταν ένα από τα κριτήρια ώστε να γίνει ένας γάμος. Χαρακτηριστική είναι η έκφραση «δεν δίνουμε σε άλλη και δεν παίρνουμε από άλλης φορεσιάς» γεγονός που φανερώνει την κλειστή, εσωστρεφή και ενδογαμική κοινωνία η οποία επικρατούσε στη περιοχή των Μάρηδων.

Έντονος ήταν ο συνδυασμός των χρωμάτων και κυρίως του κίτρινου και του μαύρου που φανερώνουν άμεση σχέση με το βυζαντινό στοιχείο, με πολλά στολίδια και εξαρτήματα συνθέτοντας ένα αρμονικό σύνολο. Χαρακτηριστικό της καλοκαιρινής ενδυμασίας των ανδρών, ήταν το σαλβάρι (βράκα), κατασκευασμένο από υφαντό βαμβακερό ύφασμα γαλάζιου χρώματος και γι’ αυτό οι Μάρηδες είναι γνωστοί και ως “γαλαζοβράκηδες”.
 Ωστόσο οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες και το βαρύ ψύχος που επικρατούσε το χειμώνα στη περιοχή, ανάγκαζε τους Μάρηδες να ντύνονται βαριά, με ρούχα μάλλινα, βαμβακερά και κατασκευασμένα από τσόχες. Ακόμα δεν έλλειπαν τα δερμάτινα και τα γούνινα ρούχα. Γενικά οι Μάρηδες φορούσαν από παλιά καλύμματα κεφαλής, συνήθως χρώματος γαλάζιου, με κρόσσια στις άκρες. Τα υποδήματά τους ήταν τα τσαρούχια κυρίως από δέρμα ή δερμάτινες μπότες μέχρι το γόνατο, ενώ τύλιγαν τα πόδια τους με δέρματα για να προστατεύονται από την υγρασία.

   



Οι πιο γνωστοί χοροί της περιοχής των Μάρηδων είναι: ζωναράδικος, συγκαθιστός, μπαϊντούσκα, μαντηλάτος, ξέσυρτος, γίκνα.

Σε χωριά των Μάρηδων ο όρος ζωναράδικος συναντάται με άλλη ονοματολογία. Στα χωριά Ασπρονέρι, Κυανή, Ασβεστάδες θα τον πουν ¨κουλουριαστό ¨ επειδή ο σκοπός είναι πιο γρήγορος και οι χορευτές κουλουριάζονται. Στη Παταγή θα τον πουν κλωστρό, γιατί οι κινήσεις των χορευτών είναι σαν να κλώθουν. Σε άλλες περιοχές στο βόρειο Έβρο πιάνονταν απλά από το χέρι. Οι όροι ( κουλουριαστός, κλωστρός) δεν προσδιορίζουν έναν συγκεκριμένο σκοπό, απλά χρησιμοποιούνται από τους ντόπιους δηλώνοντας τον τρόπο εκτέλεσης και κίνησης του χορού.


Πλούσιο φωτογραφικό υλικό από την καθημερινή ζωή καθώς και από εορταστικές εκδηλώσεις στα χωριά των Μάρηδων στο βιντεάκι που ακολουθεί:




Πηγή:https://dspace.lib.uom.gr




Παραμονή Πρωτοχρονιάς: Έθιμα και συμβολισμοί

 

Η Πρωτοχρονιά αντιπροσωπεύει το ξεκίνημα του νέου έτους και μαζί μ’ αυτό την αρχή για μία νέα ζωή. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι φεύγοντας ο παλιός χρόνος παίρνει μαζί του κι ό,τι κακό είχε και περιμένουν να έρθει ο νέος με τα δώρα του. «Γέρε χρόνε φύγε τώρα, πάει η δική σου η σειρά, ήρθε ο νέος με τα δώρα, με τραγούδια, με χαρά».

 

Ο καινούργιος χρόνος φορτωμένος με όνειρα, ελπίδες και υποσχέσεις για τη ζωή, κάνει την εμφάνισή του χαμογελαστός, χαρούμενος γεμάτος αισιοδοξία και οι άνθρωποι τον υποδέχονται με πυροτεχνήματα, γιορτάζοντας και ελπίζοντας σε κάποια αλλαγή, σε μία καλύτερη και πιο ευτυχισμένη ζωή.

 

Ο εορτασμός του νέου έτους είναι μία από τις αρχαιότερες γιορτές. Όπως αναφέρει αφιέρωμα του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, πολλοί πιστεύουν ότι ξεκίνησε στην αρχαία Βαβυλώνα περίπου 4.000 χρόνια πριν, την Άνοιξη, κατά το πρώτο νέο φεγγάρι μετά την εαρινή ισημερία.

 

Για πολλά χρόνια, οι Ρωμαίοι γιόρταζαν ως Πρωτοχρονιά, την πρώτη Μαρτίου. Το 46 π.Χ., όμως, ο Ιούλιος Καίσαρας εφάρμοσε ένα νέο ημερολόγιο, αυτό που ισχύει και σήμερα, με αποτέλεσμα να μετρά ως πρώτη του χρόνου, η πρώτη Ιανουαρίου. Ο μήνας αυτός έχει πάρει το όνομά του από τον Θεό των Ρωμαίων Ιανό (Janus), o οποίος πάντα απεικονίζεται με δύο πρόσωπα, με το ένα να κοιτάζει πίσω στον παλιό χρόνο και το άλλο, μπροστά, στο νέο έτος.

 

Οι γιορτές των Ρωμαίων ονομάζονταν Calends (calendar=καλεντάρι=ημερολόγιο) και οι άνθρωποι στόλιζαν τα σπίτια τους και αντάλλασσαν δώρα.

 

Η ορθόδοξη εκκλησία της εποχής κυρίως του Μεγάλου Κωνσταντίνου, επειδή ήθελε να χωρίσει τους χριστιανούς από τους ειδωλολάτρες, απαγόρευε στους πρώτους να γιορτάζουν την Πρωτοχρονιά, όπως οι δεύτεροι. Τα αποτελέσματα της απαγόρευσης αυτής ήταν πολύ μικρά. Απαλείφθηκαν μόνο τα στοιχεία εκείνα που έρχονταν σε ευθεία αντίθεση προς τη χριστιανική ηθική.

 

Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς

H Πρωτοχρονιά, όπως αυτή διαμορφώθηκε κάτω από την επίδραση της εκκλησίας και τη σύνδεσή της με τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου, διαιωνίστηκε έως σήμερα ως λαϊκή γιορτή με έθιμα στις περιοχές όλης της Ελλάδας. Έθιμα, όμως, της Πρωτοχρονιάς υπάρχουν και στον υπόλοιπο κόσμο. Πολλά δε από αυτά έχουν καθιερωθεί και στη χώρα μας.

 

Τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς σχετίζονται κυρίως με το καλότυχο της χρονιάς που έρχεται. Γι’ αυτό, συνδέθηκαν με συνήθειες που θα εξασφάλιζαν την ευετηρία.

Όπως για παράδειγμα, το σπάσιμο του ροδιού, που λόγω των πολλών σπόρων του παραπέμπει στην ευχή για πολλαπλασιασμό των αγαθών ή το κρέμασμα της αγριοκρεμμύδας, φυτό μεγάλης αντοχής.

 

Από φόβο για τα μελλούμενα γίνεται και το ποδαρικό, η υποδοχή του πρώτου προσώπου που θα μπει στο σπίτι μας όταν αλλάξει ο χρόνος. Μικρά παιδιά και γενικά καλορίζικοι άνθρωποι προσκαλούνταν να κάνουν ποδαρικό, ώστε η οικογένεια να απαλλαχτεί από οτιδήποτε κακό.

 

Την καλοτυχία, τη χρονιά που έρχεται, επιδιώκουν και όσοι παίζουν χαρτιά ή τυχερά παιχνίδια, έθιμο που σχετίζεται με την ανάγκη της πρόγνωσης του μέλλοντος, όπως και άλλες, λιγότερο γνωστές, συνήθειες.

Όπως για παράδειγμα η τοποθέτηση φύλλων ελιάς στο τζάκι ή κόκκων σιταριού στη στάχτη. Το κάψιμό τους έδινε στοιχεία μαντέματος για την κατάσταση της υγείας των παρευρισκομένων κατά τη διάρκεια του νέου έτους κλπ.

 

Η γαλοπούλα, ως βασικό φαγητό την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, ήρθε στην Ελλάδα από τη Βόρεια Ευρώπη. Οι κάτοικοι εκεί αρχικά μαγείρευαν μεγάλα πουλιά για το γιορτινό γεύμα. Προτιμούσαν τους φασιανούς, τις χήνες και τα παγόνια. Όταν όμως δοκίμασαν τη γαλοπούλα, την καθιέρωσαν ως το κατεξοχήν πρωτοχρονιάτικο γεύμα. Το έθιμο της γαλοπούλας έφτασε στην Ευρώπη από το Μεξικό το 1824 μ.Χ. Στην Ελλάδα παραδοσιακό φαγητό για την Πρωτοχρονιά ήταν το χοιρινό κρέας, όπως και για τα Χριστούγεννα.

 

Ανήμερα την Πρωτοχρονιά οι ορθόδοξοι χριστιανοί γιορτάζουν τη μνήμη του Αγίου Βασιλείου από την Καισάρεια. Βεβαίως, στις βιτρίνες των καταστημάτων επικρατεί ένας άλλος Άγιος, ο οποίος έρχεται από την παγωμένη Λαπωνία, γνωστός ως Santa Claus. Ο άγιος αυτός δεν έχει καμιά σχέση με τον δικό μας. Πρόκειται για τον Άγιο Νικόλαο. Ο δικός μας Άγιος Βασίλειος έρχεται την ημέρα της Πρωτοχρονιάς από την Καισάρεια και είναι ο φιλάνθρωπος επίσκοπος, ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, ενώ ο Santa Claus ήρθε από την Αμερική και ο σκοπός της ύπαρξής του ήταν να διαφημίσει γνωστό αναψυκτικό. Δημιουργός του, δε, υπήρξε ο αμερικανός σκιτσογράφος Τόμας Ναστ, το 1862.

 

Η βασιλόπιτα

Η πίτα, που φτιάχνουμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και κόβεται παρουσία όλων των μελών της οικογένειας, ή και άλλων συγγενών και φίλων, έχει τις ρίζες της στα αρχαία ελληνορωμαϊκά έθιμα. Στα Κρόνια (εορτή του θεού Κ(Χ)ρόνου, που λατρευόταν στην Ελλάδα) και στα Σατουρνάλια (saturnalia) της Ρώμης έφτιαχναν γλυκά και πίτες, μέσα στα οποία έβαζαν νομίσματα και σε όποιον τύχαινε το κομμάτι ήταν ο τυχερός της παρέας. Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη βασιλόπιτα και την ιστορία του Άγιου Βασιλείου, ο οποίος για να προστατεύσει την περιφέρειά του, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από επιδρομή αλλοφύλων, έκανε έρανο και μάζεψε χρυσά νομίσματα και άλλα τιμαλφή για να τα δώσει στους εχθρούς, ώστε να τους δελεάσει και να μη λεηλατήσουν την περιοχή του. Ο εχθρός, όμως, τελικά δεν κατόρθωσε να εισβάλει στην Καισάρεια και τα τιμαλφή έμειναν. Τότε, ο Μέγας Βασίλειος είπε να φτιάξουν μικρές πίττες - ψωμάκια, μέσα στις οποίες έβαζαν και ένα χρυσό νόμισμα, ή κάτι άλλο από όλα τα πολύτιμα πράγματα, που είχαν συγκεντρωθεί. Οι πίτες αυτές μοιράστηκαν σε όλους και ο καθένας κρατούσε ό,τι του τύχαινε. Το έθιμο της βασιλόπιτας είναι πανελλαδικό και η καταγωγή της έχει ρίζες στην αρχαιότητα. Εορταστικούς άρτους για καλοτυχία παρασκευάζονταν κατά τη διάρκεια αρχαίων γιορτών. Επίσης, είναι γνωστές οι εξευμενιστικές προσφορές προς τους νεκρούς και τα πνεύματα.

Βασιλόπιτα παρασκευαζόταν σε όλη τη χώρα, με παραλλαγές. Στη Θεσσαλία, για παράδειγμα, έφτιαχναν πίτα με φύλλα. Μέσα έβαζαν λίγο κλήμα, τριφύλλι, καλαμπόκι, φασόλι, άχυρο. «Κάθε κομμάτι είχε και από κάτι και αυτό που τύχαινε στον καθένα σήμαινε ότι θα έπρεπε να τον απασχολήσει ως καλλιέργεια το επόμενο έτος ή απλά ότι θα πήγαινε καλά η συγκεκριμένη σοδειά τη χρονιά αυτή», σημειώνει ο κ. Ευάγγελος Καραμανές, ερευνητής του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών (www.kentrolaografias.gr). Και συνεχίζει: «Στη Μικρά Ασία, όπου το πλαίσιο ήταν πιο αστικό, συνηθιζόταν το γλύκισμα ή το γλυκό ψωμί ζυμωμένο με διάφορα ζυμαρικά. Στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, όπου ο πληθυσμός ήταν πιο αγροτικός, έφτιαχναν τυρόπιτα ή κρεατόπιτα. Η πίτα ήταν το πιο συνηθισμένο φαγητό για τους ανθρώπους της περιοχής. Απλώς, στις γιορτές ήταν πιο πλούσιο γιατί έβαζαν μέσα κρέας κότας». Με το κόψιμο της πίτας το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, συνήθως από τον μεγαλύτερο της οικογένειας, η παράδοση της βασιλόπιτας ολοκληρωνόταν. Σήμερα συνεχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού μας, ενώ η τελετή κοπή της μπορεί να συνεχιστεί καθ΄όλη τη διάρκεια των πρώτων μηνών του χρόνου από σωματεία, ιδρύματα και οργανισμούς.

 

Χαρτοπαιξία

Αγαπημένο έθιμο των Ελλήνων τις μέρες της Πρωτοχρονιάς είναι να δοκιμάζουν την τύχη τους. Εκτός από το κρατικό Λαχείο, υπάρχει επίσης η χαρτοπαιξία και τα ζάρια σε καφενεία, λέσχες και σπίτια. Στα σπίτια είναι έθιμο να παίζονται χαρτιά το βράδυ της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς περιμένοντας την αλλαγή του χρόνου. Τα ποσά συνήθως είναι χαμηλά, τέτοια που να προσφέρουν απλά μια φιλική διασκέδαση χωρίς να στενοχωρούν τους χαμένους.

 

Πυροτεχνήματα

Τα τελευταία χρόνια έχουν καθιερωθεί τα πυροτεχνήματα στις κεντρικές πλατείες των πόλεων. Είναι με ευθύνη και διοργάνωση των δημοτικών αρχών που επίσης φροντίζουν για τον εορταστικό στολισμό των πόλεων, αλλά και τη διοργάνωση μουσικών εκδηλώσεων για την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

 

Το Ποδαρικό

Πολλοί άνθρωποι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ακόμα και σήμερα σχετικά με το ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους, δηλαδή ποιος θα μπει πρώτος στο σπίτι τους τον καινούριο χρόνο. Έτσι, από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό. Πολλές φορές προτιμούν ένα μικρό παιδί για να κάνει ποδαρικό, γιατί τα παιδιά είναι αθώα και στην καρδιά τους δεν υπάρχει η ζήλια και η κακία.

 

Η Καλή Χέρα

Συνηθίζεται να δίνεται ένα χρηματικό ποσό σαν δώρο σε παιδιά που θα επισκεφτούν κάποιο σπίτι την Πρωτοχρονιά. Συνήθως πρόκειται για τα εγγόνια ή τα ανίψια. Μερικές δεκαετίες παλιότερα, η «καλή χέρα» ήταν το μόνο δώρο που έπαιρναν τα παιδιά την Πρωτοχρονιά και σε πολλές περιπτώσεις ήταν απλά ένα κέρασμα μιας κι ούτε χρήματα υπήρχαν πολλά, αλλά ούτε μαγαζιά με παιχνίδια.

Στα όμορφα Επτάνησα, ανάμεσα στο Ιόνιο πέλαγος και την Αδριατική θάλασσα, χαίρονται με ξεχωριστό τρόπο τις ημέρες του Δωδεκαημέρου. Οι άνθρωποι γιορτάζουν πηγαίνοντας στην εκκλησία, τρώγοντας, πίνοντας, τραγουδώντας αλλά και κάνοντας αστεία ο ένας στον άλλο.

 

Οι Κολώνιες

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς το βράδυ, οι κάτοικοι της πόλης γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του Νέου Χρόνου κατεβαίνουν στο δρόμο κρατώντας μπουκάλια με κολώνια και ραίνουν ο ένας τον άλλο τραγουδώντας: « Ήρθαμε με ρόδα και με ανθούς να σας ειπούμε Χρόνους Πολλούς». Στις Κυκλάδες θεωρούν καλό οιωνό να φυσάει βοριάς την πρωτοχρονιά. Επίσης θεωρούν καλό σημάδι αν έρθει στην αυλή τους περιστέρι τη μέρα αυτή. Αν όμως πετάξει πάνω από το σπιτικό τους κοράκι, τους βάζει σε σκέψεις μελαγχολικές ότι τάχα τους περιμένουν συμφορές.

 

Κρεμύδα για Γούρι

Το σκυλοκρέμμυδο ή κρεμύδα (Scilla maritima) είναι συνηθισμένο φυτό στην Κρήτη. Φυτρώνει άγριο και μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι. Τα ζώα δεν το τρώνε γιατί έχει δηλητήριο, που μπορεί να προκαλέσει δερματικό ερεθισμό από επαφή. Ακόμα και να το βγάλεις απ' τη γη και να το κρεμάσεις, δεν παύει να βγάζει νέα φύλλα και άνθη. Ο λαός πιστεύει ότι αυτή τη μεγάλη ζωτική του δύναμη μπορεί να τη μεταδώσει σε έμψυχα και άψυχα, γι' αυτό την Πρωτοχρονιά κρεμούν σκυλοκρέμμυδο στα σπίτια τους.

 

Το ρόδι

Το ρόδι είναι σύμβολο αφθονίας, γονιμότητας και καλής τύχης. Σε πολλά μέρη της Ελλάδας κρεμούσαν στο κάθε σπίτι, από το φθινόπωρο, ένα ρόδι. Μετά τη Μεγάλη Λειτουργία της Πρωτοχρονιάς το πετούσαν με δύναμη στο κατώφλι για να σπάσει σε χίλια κομμάτια κι έλεγαν: «Χρόνια Πολλά! Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος!».

 

Το σφάξιμο του χοίρου

Ένα παλιό έθιμο, που η πρόοδος και οι σύγχρονες ευκολίες το έχουν σβήσει, είναι το σφάξιμο του χοίρου. Κάθε οικογένεια μεγαλώνει στην αυλή του σπιτιού ένα χοίρο για να το σφάξει τις μέρες των γιορτών. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έβραζε σ' ένα καζάνι πολύ νερό. Ο χασάπης με τη βοήθεια και άλλων αντρών έσφαζε το χοίρο. Μετά το σφάξιμο και το καθάρισμά του από τις τρίχες με κοχλαστό νερό, έσχιζαν το χοίρο και τον χώριζαν σε κομμάτια: κεφάλι, πόδια, έντερα, χοιρομέρια κλπ. Την ουροδόχο κύστη, τη «φούσκα» του χοίρου την καθάριζαν, τη φούσκωναν και την έδιναν στα παιδιά για να παίξουν. Τα έντερα τα έπλεναν καλά και τα έβαζαν στο ξύδι. Ψιλοκομμένα κομμάτια κρέας χοίρου τα έβαζαν για οχτώ μέρες στο κρασί και στη συνέχεια γέμιζαν μ' αυτά τα έντερα φτιάχνοντας τα λουκάνικα. Τα λουκάνικα και τα κρέατα του χοίρου αφού τα κρέμαγαν σε ένα κοντάρι, τα κάπνιζαν σε φωτιά από σχοινιές, μερσινιές και ξισταρκές για να στεγνώσουν. Μετά τα κρεμούσαν στον ήλιο για να ξεραθούν καλά. Από το κρέας του χοίρου έτρωγαν όλο το χρόνο.

 

Διασκέδαση

Εκτός από τη φετινή χρονιά, όλη την περίοδο των γιορτών ο κόσμος βγαίνει περισσότερο τα βράδια κι η κίνηση στα μπαρ και τα κλαμπ είναι αυξημένη. Ειδικά το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς γίνεται το αδιαχώρητο μετά τα μεσάνυκτα κι η κίνηση στους δρόμους είναι τέτοια που τα αυτοκίνητα προχωρούν σημειωτόν. Η διασκέδαση συνεχίζεται μέχρι την ανατολή του ήλιου.

 

Πηγή: madata.gr

 






Το σπάσιμο του ροδιού την Πρωτοχρονιά και η Αγριοκρεμμύδα! Τα έθιμα της καλοτυχίας για το νέο χρόνο

 

Στις γιορτές των  Χριστουγέννων και της  Πρωτοχρονιάς αναβιώνουν στη χώρα μας έθιμα και παραδόσεις  που σχετίζονται με την τύχη, όπως το σπάσιμο του ροδιού και το κρέμασμα της κρεμμύδας. 

 

Σύμβολα καλοτυχίας, αφθονίας, μακροζωίας  αλλά και προστασίας από κάθε κακό, εμφανίζονται αυτή την εποχή σε κάθε γωνιά της Ελλάδας  για να ξορκίσουν την κακοδαιμονία και να φέρουν τύχη και υγεία το νέο χρόνο.

 

Το ρόδι

Ένα πανάρχαιο έθιμο του λαού μας για την γιορτινή μέρα της έλευσης του νέου χρόνου είναι «το σπάσιμο του ροδιού». Το έθιμο αυτό αρχικά εντοπίστηκε στην Πελοπόννησο, αν και μετά διαδόθηκε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.

 

Από την αρχαιότητα και το μύθο της Περσεφόνης και του Πλούτωνα που την απήγαγε και της προσέφερε ρόδι,  ο καρπός αυτός συνδέθηκε με τον κύκλο των εποχών, την αναγέννηση της φύσης  και έγινε σύμβολο καλοτυχίας, γονιμότητας, αφθονίας και καλής αρχής.

 

Ανάλογα την περιοχή, γίνεται είτε τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς είτε αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία της ίδιας ημέρας. Συνήθως, ο νοικοκύρης του σπιτιού, έχοντας μαζί του ένα ρόδι που έχει φυλαχτεί στα εικονίσματα του σπιτιού από την ημέρα του Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου, παρακολουθεί στην εκκλησία τη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.

 

Γυρίζοντας στο σπίτι, χτυπάει το κουδούνι να του ανοίξουν χωρίς να χρησιμοποιήσει το κλειδί του και μπαίνοντας με το δεξί πόδι, σπάει με δύναμη το ρόδι πίσω από την εξώπορτα λέγοντας: «με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά» ή «όσο βαρύ είναι το ρόδι, τόσο βαρύ να είναι το πορτοφόλι μας, όσο γεμάτο καρπούς είναι το ρόδι, να είναι γεμάτο το σπίτι μας με καλά και όσο κόκκινο είναι το ρόδι, τόσο κόκκινη να είναι και η καρδιά μας». Οι σκορπισμένοι στο πάτωμα πολυάριθμοι, κόκκινοι σπόροι του ροδιού συμβολίζουν τη δύναμη, την αφθονία, τη γονιμότητα αλλά και την καλή τύχη που θα γεμίσει το σπίτι και αποτελούν ένδειξη καλού ποδαρικού για το ξεκίνημα της καινούργιας χρονιάς.

 

Τα παιδιά μαζεμένα γύρω – γύρω κοιτάζουν οι ρώγες να είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες , τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.

 

 

Η αγριοκρεμμύδα (Scilla Maritima)

Είναι συνηθισμένο φυτό της ελληνικής υπαίθρου και μοιάζει με μεγάλο κρεμμύδι. Τα ζώα δεν το προτιμούν λόγω του δηλητήριου που περιέχει.  Έχει την «μαγική» ιδιότητα να βγάζει νέα φύλλα και άνθη ακόμη και εκτός χώματος και η παράδοση λέει ότι αυτή η μεγάλη ζωτική της δύναμη μπορεί να μεταδοθεί.

 

Οι Έλληνες αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν την αγριοκρεμμύδα φυτό μαγικό, θεραπευτικό και συνδεδεμένο με την γονιμότητα και πίστευαν ότι τους προστάτευε από τις αρρώστιες, τις βασκανίες και γενικά από κάθε κακό. 

 

Το έθιμο θέλει να την κρεμούν έξω από το σπίτι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και, ανήμερα, ο πατέρας ή η μητέρα να ξυπνούν τα μέλη της οικογένειας, χτυπώντας ελαφρά με την κρεμμύδα τα κεφάλια τους για να πάνε στην εκκλησία.

 

Συνδέθηκε λοιπόν το ξεκίνημα της νέας χρονιάς που δεν θα περιέχει κανένα κακό, παρά μόνο υγεία και τύχη για όλη την οικογένεια, συμβολίζοντας παράλληλα και την τιμωρία για όσους άδικα τους επιβουλεύονται.

 

Πηγή: helppost.gr

          itrofi.gr





Χριστούγεννα στις Κυκλάδες – Τα ήθη και έθιμα στα νησιά μας τις γιορτινές ημέρες

 

Στις Κυκλάδες οι εορτασμοί του «Δωδεκαημέρου» (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια) έχουν έναν μοναδικό, ιδιαίτερο χαρακτήρα ο οποίος ποικίλλει ευχάριστα από νησί σε νησί.

 

Γενικά στα Κυκλαδονήσια οι κάτοικοι θεωρούν ως καλό οιωνό αν την Πρωτοχρονιά φυσάει βοριάς ή αν έρθει στην αυλή του σπιτιού ένα περιστέρι. Αν όμως πετάξει πάνω από το σπιτικό κοράκι, φοβούνται μήπως συμβούν ατυχίες. Σε ορισμένα χωριά των Κυκλάδων, όταν οι άνθρωποι πλένονται το πρωί της Πρωτοχρονιάς αγγίζουν το πρόσωπό τους μ’ ένα κομμάτι σίδερο για να είναι όλο το χρόνο υγιείς («σιδερένιοι»).

 

Στην Αμοργό, ανήμερα τη Πρωτοχρονιά, σερβίρουν τον «κοφτό», ένα έδεσμα από σιτάρι, κρεμμύδι, τυρί τριμμένο, λάδι και νερό για να πάει καλά η σοδειά.

 

Στην Ανάφη, τα Χριστούγεννα οι νοικοκυρές παρασκευάζουν και προσφέρουν το «κουφέτο», γλυκό του κουταλιού από ασπρισμένα αμύγδαλα και κομμάτια κοκκινωπής κολοκύθας τα οποία σιγοβράζουν μέσα σε μέλι. Την Πρωτοχρονιά ψήνουν στον ξυλόφουρνο το αναφιώτικο «ζαφοριστό» ψωμί από κρόκο με ιδιαίτερη γεύση ζαφοράς και με έντονο κίτρινο χρώμα.

 

Τα Χριστούγεννα, τα στενά δρομάκια της Μυκόνου μοσχοβολούν από τις δίπλες, τα φοινίκια, τους κουραμπιέδες και τα Χριστόψωμα που ψήνονται στο φούρνο. Στα χωριά ζυμώνουν και ψήνουν ένα επιπλέον Χριστόψωμο το οποίο μοιράζουν στα ζώα του σπιτιού. Εκτός από τα γλυκίσματα οι νοικοκυρές μαγειρεύουν λαρδί χοιρινό με χόρτα ή λάχανο, το οποίο συμβολίζει την αφθονία, κρέας ψητό στον φούρνο, κρεμμυδόπιτα με ντόπια «τυροβολιά» και μελόπιτα με τυροβολιά, μέλι και κανέλα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ομάδα «καλαντιστάδων» του Πολιτιστικού Λαογραφικού Συλλόγου Γυναικών Μυκόνου, με την παραδοσιακή «καράβα» και το φαναράκι στα χέρια, περιφέρεται στην Χώρα ψάλλοντας τα Μυκονιάτικα και τα παραδοσιακά Δηλιανά Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Η ημέρα των Φώτων είναι επίσης λαμπρή γιορτή στη Μύκονο επειδή ξεκινούν τα «μπαλόσια», έθιμο Βενετσιάνικης προέλευσης με ρίζες την λέξη «ballonzolo» που σημαίνει «χοροπήδημα» και «Ballocio» που σημαίνει «χορουδάκι». Τους χορούς αυτούς συνοδεύουν βιολιά, τσαμπούνες και τουμπάκια.

 

Ένα παραδοσιακό γαστρονομικό έθιμο της Νάξου είναι γεμιστό κατσίκι με διάφορα χορταρικά και ρύζι, το οποίο παρασκευάζεται και προσφέρεται τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Ζυμώνονται επίσης τα Χριστόψωμα με σταφίδες και καρύδια, τα οποία έχουν στο κέντρο ένα ολόκληρο καρύδι με το τσόφλι του και ένα σταυρό από ζυμάρι. Στη Νάξο ψέλνονται, ως κάλαντα, τα περίφημα «κοτσάκια», ένα είδος μαντινάδας με σκωπτικό χαρακτήρα.

 

Στην Πάρο τα παιδιά ψάλλουν τα κάλαντα το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, αμέσως μετά τον εσπερινό και ανήμερα το πρωί μετά το τέλος της λειτουργίας. Τα Χριστούγεννα οι νοικοκυρές ψήνουν Χριστόψωμα φτιαγμένα από αλεύρι και ξηρούς καρπούς, σχηματίζουν με το ζυμάρι ένα σταυρό πάνω σε αυτά και τα δίνουν για τροφή στα ζώα του σπιτιού. Το πρωί της παραμονής των Θεοφανείων, μετά τη τέλεση του «Μικρού Αγιασμού», οι ιερείς, φορώντας το πετραχήλι και κρατώντας στο χέρι το σταυρό μ’ ένα κλαδί φρέσκο βασιλικό, «φωτίζουν» τα σπίτια. Τους συνοδεύει ένα παιδί το οποίο κρατάει στα χέρια του ένα κουβαδάκι με τον αγιασμό, την «σίγκλα», κι ένα λαδοφάναρο με το Άγιο Φως. Πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι οι ιερείς ψάλλουν το «Εν Ιορδάνη…» και «φωτίζουν», κατά την τοπική διάλεκτο, τους πιστούς και τα δωμάτια του σπιτιού τους ώστε να απομακρυνθούν τα κακά και πονηρά πνεύματα. Οι νοικοκυρές ρίχνουν στη «σίγκλα» τον οβολό τους και ειδικά στην Μάρπησσα, προτείνουν στον ιερέα να καθίσει στον καναπέ λέγοντας του: «…Κάτσε παπά για να καθίσει κι η κλώσσα μας!» και τον κερνούν νηστίσιμα μπουρεκάκια. Το απόγευμα της παραμονής των Θεοφανείων ομάδες παιδιών και ενηλίκων ψάλλουν τα παριανά κάλαντα τα οποία είναι επηρεασμένα από την αναγγελία του χαρμόσυνου γεγονότος της Βάπτισης του Χριστού. Τα ξημερώματα της ημέρας των Φώτων γίνεται λειτουργία στη ανδρική Μονή της Λογγοβάρδας, βορειανατολικά της πρωτεύουσας Παροικιάς. Η λειτουργία αρχίζει στις δύο τα ξημερώματα και την παρακολουθούν μόνο άντρες, ενώ οι γυναίκες πηγαίνουν στην αντίστοιχη τελετή του Ιερού Ναού του Ταξιάρχη, πάντοτε στην ίδια περιοχή. Το πρωί των Θεοφανείων στους παράκτιους οικισμούς της Πάρου, μετά το τέλος της λειτουργίας του «Μεγάλου Αγιασμού», ο ιερέας, οι ψάλτες και το εκκλησίασμα πηγαίνουν από την εκκλησία στο λιμάνι, κρατώντας την εικόνα της Βάφτισης και τα Εξαπτέρυγα, για να γίνει ο αγιασμός των υδάτων και η κατάδυση του Τίμιου Σταυρού. Μετά τη λειτουργία, όσοι πιστοί έχουν νηστέψει την προηγουμένη μέρα, φέρνουν αγιασμό στο σπίτι και τον πίνουν. Η γιορτή αυτή θεωρείται ως ημέρα κάθαρσης και εξαγνισμού για τους ανθρώπους, τα ζώα και τη Φύση γενικότερα. Οι γεωργοί ραντίζουν με αγιασμό τα ζώα τους, τις κατοικίες τους, τα χωράφια, τα δέντρα, τα πηγάδια. Αυτό το τελετουργικό πρέπει να γίνει μέχρι το μεσημέρι γιατί θεωρείται ότι αργότερα ο αγιασμός χάνει τη δύναμη της κάθαρσης και του εξαγνισμού.

 

Στην Σίφνο τα παραδοσιακά Σιφνέικα κάλαντα είναι αυτοσχέδιες δημιουργίες στην τοπική διάλεκτο οι οποίες συνδέονται άμεσα με την θρησκευτική ζωή και ψέλνονται από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Οι συνθέσεις αυτές αναδεικνύουν το ταλέντο του δημιουργού, εκφράζουν συναισθήματα και σχολιάζουν πρόσωπα και καταστάσεις. Στην Σίφνο το πατροπαράδοτο χριστουγεννιάτικο τραπέζι αποτελείται, κατά βάση, από χοιρινό κρέας παστό ή στο φούρνο και από Χριστόψωμα ζυμωμένα με γλυκάνισο.

 

Στη Σύρο την «Καλή Βραδιά», δηλαδή την παραμονή των Χριστουγέννων, οι καθολικοί κάτοικοι, κυρίως της συριανής υπαίθρου και της Άνω Σύρου, μετά από την εκκλησία, επιστρέφουν στα σπίτια τους και τρώνε ψάρι και κουνουπίδι. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μέλη του Aρωμα Παράδοσης, ντυμένα με την παραδοσιακή συριανή φορεσιά, περιέρχονται στους δρόμους της Ερμούπολης κρατώντας το στολισμένο παραδοσιακό καραβάκι και ψάλλουν τα κάλαντα. Το καραβάκι συμβολίζει την πλεύση του ανθρώπου προς την καινούργια ζωή μετά τη γέννηση του Χριστού. Στη Σύρο τα τελευταία χρόνια το ξεχασμένο αυτό κυκλαδίτικο έθιμο έχει αναβιώσει μετά από αξιέπαινες προσπάθειες πολιτιστικών και δημοτικών φορέων. Την παραμονή των Θεοφανείων μέλη του Παραδοσιακού εργαστηρίου Σύρου ψάλλουν πάλι τα κάλαντα κρατώντας, αυτή τη φορά, φαναράκια φτιαγμένα από κούφια φρέσκα πορτοκάλια και μαντρινια, αναβιώνοντας ένα παμπάλαιο συριανό έθιμο.

 

Στην Τήνο, το «Τραπέζι της Αδελφότητας» είναι ένα χριστουγεννιάτικο έθιμο, το αναβιώνει στο παραδοσιακό χωριό του Τριποτάμου κάθε χρόνο στις 25 Δεκεμβρίου. Οι οικογένειες του χωριού αναλαμβάνουν κάποιες δεδομένες υποχρεώσεις προς τον ενοριακό ναό του χωριού, τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ο αρχηγός της οικογένειας η οποία ορίζεται υπεύθυνη ονομάζεται «κάβος» και υποχρεώνεται να διατηρεί αναμμένο, όλο το χρόνο, το καντήλι μπροστά από την εικόνα της Γέννησης του Χριστού. Πρέπει επίσης να διατηρεί καθαρή την εκκλησία, να αναλαμβάνει τα έξοδα της λειτουργίας των Χριστουγέννων και την προμήθεια κεριών, καθώς και μιας μεγάλης λαμπάδας από γνήσιο κερί μέλισσας. Το μεσημέρι των Χριστουγέννων ο «κάβος» παραθέτει γεύμα στο σπίτι του μόνο για τους άνδρες του χωριού και τον ιερέα της ενορίας. Οι προσκεκλημένοι φέρνουν μαζί τους, μέσα σε μία πετσέτα, το ψωμί, το πιρούνι, το κουτάλι και το κρασί τους. Το επίσημο αυτό γεύμα χαρακτηρίζεται από την αφθονία των εδεσμάτων και τη γενναιοδωρία του «κάβου» ο οποίος προσφέρει στους συνδαιτυμόνες σούπα μοσχαρίσια, κρεμμυδάτο κοκκινιστό κρέας, κρέας βραστό και ντολμάδες. Το κρασί προσφέρεται σε «τάσια», κύπελλα σε ημισφαιρικό σχήμα από ορείχαλκο, τα οποία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά αυτή τη μέρα και είναι δωρεά των κατοίκων του χωριού. Μετά το φαγητό, μια ομάδα καλεσμένων μαζί με τον ιερέα, μεταφέρουν την εικόνα της Γέννησης του Χριστού από την εκκλησία στο σπίτι του οικοδεσπότη, ψάλλοντας Χριστουγεννιάτικα τροπάρια. Η εικόνα τοποθετείται πάνω στο τραπέζι δίπλα στον ιερέα. Όλοι κάθονται πάλι στο τραπέζι, ο ιερέας μοιράζει αντίδωρο και ανάβονται κεριά, πανομοιότυπα με αυτά τα οποία μοιράστηκαν στην πρωινή λειτουργία. Ο ιερέας ρωτάει κατόπιν το όνομα του επόμενου «κάβου». Μόλις αυτό ανακοινωθεί περιφέρονται δύο δίσκοι, ο ένας για τη χρηματική βοήθεια του νέου «κάβου» και ο άλλος για τη βοήθεια του ιερέα. Προσφέρονται γλυκίσματα και όλοι εύχονται στο νέο «κάβο» καλή επιτυχία στις υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβε. Η εικόνα επιστρέφεται στην εκκλησία με συνοδεία Χριστουγεννιάτικων τροπαρίων. Την επόμενη μέρα, 26η Δεκεμβρίου, όλοι οι συγχωριανοί συγκεντρώνονται πάλι στο σπίτι του παλιού «κάβου» για να φάνε και να πιούν ότι απέμεινε από την προηγούμενη μέρα. Οι υποχρεώσεις του παλαιού «κάβου» τελειώνουν με το γεύμα των Χριστουγέννων, αλλά αυτός, μέχρι το τέλος του χρόνου, δεν παύει να ευθύνεται για το άναμμα του καντηλιού της εικόνας.

 

Πηγή: cyclades24.gr








Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα στην Ήπειρο των παραδόσεων

 

Τα χιλιάδες πολύχρωμα λαμπιόνια που στολίζουν τις γειτονιές και τις πλατείες, σε κάθε χωριό ή πόλη, τα χριστουγεννιάτικα δένδρα, οι ευρηματικές ιδέες συλλόγων με τις μουσικές και τα κεράσματα, οι μυρωδιές από τα ζαχαροπλαστεία και τους φούρνους, δημιουργούν γιορτινή ατμόσφαιρα, γεμίζουν φως και ελπίδα τον κόσμο και τον προετοιμάζουν για τη Γέννηση του Θεανθρώπου και τον ερχομό της νέας Χρονιάς.

 

Μέσα σε αυτόν τον γιορτινό καμβά, στην Ήπειρο των παραδόσεων, τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, που έρχονται από το βάθος του χρόνου, αποτυπώνουν τις πτυχές της πολιτιστικής και πολιτισμικής ταυτότητας του τόπου, καθώς είναι άμεσα συνυφασμένα με τις συνθήκες του μακρινού παρελθόντος, με τις αρχές και τις αξίες των περασμένων γενεών.

 

Οι Ηπειρώτες είχαν βαθειά πίστη. Το «σαρανταήμερο» έκαναν νηστεία, δηλαδή από τις 15 Νοεμβρίου έως και τις 24 Δεκέμβρη, για να υποδεχτούν την Γέννηση του Χριστού. Ακόμη και σήμερα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που με ευλάβεια τηρούν τη νηστεία.

 

Τα έθιμα των Χριστουγέννων για κάθε οικογένεια άρχιζαν με το σφάξιμο του χοίρου, που σε ορισμένες περιοχές ήταν ιεροτελεστία. Το χοιρινό είχε εξέχουσα θέση στο γιορτινό τραπέζι αλλά και στα γλέντια που γίνονταν ανήμερα των Χριστουγέννων στις πλατείες των χωριών.

 

«Τα σπάργανα του Χριστού», είναι το γλύκισμα - έθιμο που συναντάμε σε όλη την Ήπειρο και αναβιώνει έως σήμερα. Σε κάθε σπίτι ετοιμάζουν τα σπάργανα για το τραπέζι της παραμονής. Πρόκειται για χυλό από σταρένιο αλεύρι, που ψήνεται σε πυρωμένη πέτρα μέσα στο τζάκι, ενώ στη συνέχεια τις «τηγανίτες» αυτές μελώνουν σε ζαχαρόνερο, με καρύδια και κανέλα. Είναι το γλύκισμα που τρώγεται το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Το έθιμο συμβολίζει τα σπάργανα του Ιησού στη φάτνη. Τα «σπάργανα του Χριστού» σε χωριά του Πωγωνίου τα λένε «λαλαγγίτες» και είναι το γλύκισμα για το τραπέζι της παραμονής. Στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι έως και σήμερα, σε πολλά σπίτια οι νοικοκυρές μαγειρεύουν τα «γιαπράκια». Είναι λαχανοντολμάδες με φύλλα από λάχανο και το φαγητό συμβολίζει το ‘φάσκιωμα’ του νεογέννητου Χριστού.

 

Το αναμμένο πουρνάρι και το έθιμο της φωτιάς

Το έθιμο ,συμβολίζει τους βοσκούς που πήγαν να προσκυνήσουν το θείο βρέφος και είχαν ανάψει ένα ξερό κλαδί για να βλέπουν μέσα στην νύχτα. Ένα πολύ παλιό έθιμο στην Ήπειρο, που συναντάται με μικρές παραλλαγές στις διάφορες περιοχές της. Το έθιμο τηρείται κυρίως, στα χωριά της Άρτας. Ανήμερα Χριστούγεννα, όποιος επισκεφτεί φιλικό ή συγγενικό σπίτι για να ευχηθεί χρόνια πολλά, καθώς και οι παντρεμένοι, που θα πάνε στο πατρικό τους, κρατούν ένα κλαρί από πουρνάρι που το ανάβουν στον δρόμο. Τα φύλλα του καθώς καίγονται τρίζουν και η ευχή στον κάθε οικοδεσπότη είναι να μεγαλώνει η φαμίλια και να προκόβουν τα κοπάδια. Στα Γιάννενα, δεν κρατούν το πουρνάρι αναμμένο στο χέρι τους, αλλά στη χούφτα τους έχουν δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα. Όταν μπουν στο σπίτι, τα πετούν μέσα στο τζάκι και καθώς τα φύλλα καίγονται, πετάνε σπίθες. Τότε δίνεται η καλύτερη ευχή στον νοικοκύρη: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Δηλαδή, να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ' αφήσουν τ' όνομα το πατρικό να σβήσει.

 

Στο χωριό Πουρνιά της Κόνιτσας την παραμονή των Χριστουγέννων το παραδοσιακό «έθιμο της φωτιάς» δημιουργεί γιορτινή διάθεση. Το πρωί στην πλατεία του χωριού ανάβει μια μεγάλη φωτιά και ο κόσμος κρατώντας μαγκούρες στα χέρια, πηγαίνει σε όλα τα σπίτια του χωριού για τα κάλαντα. Οι νοικοκυρές προσφέρουν φρεσκοψημένα καρβέλια ψωμί.

 

Στην Αγία Παρασκευή της Κόνιτσας τα παιδιά την παραμονή έπαιρναν τις «τζιουμάκες», ξύλα από κρανιά, σαν μπαστούνι και χτυπούσαν με αυτό τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών για τα κάλαντα.

 

Τα περασμένα χρόνια στα χωριά της Ηπείρου επέστρεφαν για τις γιορτινές μέρες οι ξενιτεμένοι και στηνόταν το «Ζιαφέτι», ένα μεγάλο πανηγύρι στις πλατείες και τις αυλές των εκκλησιών με τα κλαρίνα να αντηχούν στα βουνά και το γλέντι να κρατά ακόμη και δύο μέρες.

 

Το «αμίλητο νερό» είναι έθιμο χριστουγεννιάτικο στην Άρτα. Ανήμερα των Χριστουγέννων και νωρίς το πρωί, πριν ξημερώσει, οι γυναίκες πήγαιναν χωρίς να μιλάνε, να πάρουν νερό από ξένη βρύση και έλεγαν, «όπως τρέχει το νερό στη βρυσούλα μου, έτσι να τρέχει και η σοδιά μου». Από το «αμίλητο νερό», έπιναν όλοι στο σπίτι για το καλό. Στη βρύση η γυναίκα άφηνε εδέσματα, «για να την ταΐσει», όμως στην πραγματικότητα για να βρουν οι φτωχοί συγχωριανοί φαγητό.

 

Πηγή: zougla.gr

 

 

 








Τα χριστουγεννιάτικα έθιμα του Πόντου

 

Από τη Χαρά Καλαϊτζίδου

 

Ο Χειμώνας που σε διάφορα μέρη του Πόντου λεγόταν ο Χειµός ή Χειµωγκός περιλαμβάνει τους μήνες Δεκέμβριο – Χριστιαννάρτς, Ιανουάριο – Καλαντάρτς και Φεβρουάριο – Κούντουρο. Στον Πόντο ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς και έτσι κάθε εξωτερική δουλειά σταματούσε. Τα βράδια συνήθως τα περνούσαν σε σπίτια, κάνοντας τα «νυχτέρια ή βεγγέρες», οι οποίες ονομάζονταν «Παρακάθια».

 

Τα έθιμα του Δωδεκαημέρου

Οι γιορτινές προετοιμασίες ξεκινούσαν τον Δεκέμβρη, στη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας. Οι νοικοκυρές έφτιαχναν μελόπιτες και βαρβάρες με σιτάρι, καλαμπόκι και φασόλια και τα μοίραζαν σε γείτονες και παιδιά. Οι παραδοσιακές μελόπιτες του Πόντου ετοιμάζονταν συνήθως από κάποιον ηλικιωμένο με μέλι, σιτάρι, καρύδια και αλεύρι.

Στις 15 Δεκέμβρη στις αγροτικές περιοχές γιόρταζαν τα «Αλώα» στους αγρούς για την ευόδωση των καρπών της γης, ένα έθιμο που δεν σώζεται σήμερα. Επίσης, τα Χριστούγεννα ήταν η εποχή που οι άνθρωποι επέλεγαν να κάνουν τα διάφορα μυστήρια όπως βαφτίσεις, αρραβώνες κ.λπ., καθώς τότε επέστρεφαν και οι ξενιτεμένοι.

 

Τα Χριστούγεννα του Πόντου

Την ημέρα των Χριστουγέννων έβαζαν στο τζάκι το «Χριστό κουρ’», δηλαδή ένα κούτσουρο κομμένο ειδικά για τα Χριστούγεννα και θα άναβε το τζάκι και τις τρεις ημέρες των Χριστουγέννων, τα λεγόμενα «Χριστοήμερα». Σε άλλες περιοχές του Πόντου το κούτσουρο προερχόταν από μηλιά ή αχλαδιά.

Όσο για το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, στον Πόντο και μάλιστα στην Αργυρούπολη, από τη Παραμονή των Χριστουγέννων κρεμούσαν στο εικονοστάσι σταυρωτά κλαδιά φουντουκιάς ή καρυδιάς ή µόνο καρπούς. Σε άλλες περιοχές, το δέντρο ήταν από πεύκο ή έλατο και το στόλιζαν με νωπούς καρπούς, κλαδάκια ελιάς. Στο φύλλωμα της ελιάς σφήνωναν λεφτοκάρια (φουντούκια). Αλλού έβαζαν τσιµσίρ, δηλαδή πυξάρι.

 

Τα Κάλαντα των Χριστουγέννων

Την παραμονή και των τριών γιορτών του Δωδεκαημέρου, συνήθως πριν νυχτώσει, στα σπίτια των γειτόνων και των συγγενών μπαίνουν παρέες παιδιών έως 14 ετών και λένε κάλαντα. Η λέξη κάλαντα έχει λατινική προέλευση: kalenda· με αυτήν τη λέξη οι Ρωμαίοι όριζαν την αρχή του κάθε μήνα. Η λατινική λέξη kalenda, με τη σειρά της προέρχεται από την ελληνική λέξη «καλώ». Τα παιδιά αφού έλεγαν τα κάλαντα έπαιρναν δώρα, κεράσματα ή ακόμα και λεφτά. Εκτός όμως από τα παιδιά, στα χωριά γύριζαν και οι Μωμόγεροι.

Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα σε πολλές περιοχές του Πόντου ήταν παρόμοια με τα συνηθισμένα στην Ελλάδα, με ιδιαίτερη απόχρωση στη μελωδία και ανάμιξη της ποντιακής διαλέκτου. Υπάρχουν και εκδοχές των τραγουδιών που διαφέρουν κατά πολύ. Τα επικρατέστερα ποντιακά κάλαντα ξεκινάνε με τα εξής λόγια:

 

Χριστός γεννέθεν, χαρά σον κόσμον χα, καλή ώρα, καλή σ’ ημέρα
Χα, καλόν παιδίν οψέ γεννέθεν

Οψέ γεννέθεν, ουρανοστάθεν. Το εγέννεσεν η Παναΐα
Το ενέστεσεν αϊ-Παρθένος.

Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
και εκατήβεν σο σταυροδρόμι Σταυρουδρόμιν και μυροδρομι

Έρπαξαν άτόν οι χιλ’ Εβραίοι
χίλ’ Εβραίοι και μίρ’ Εβραίοι - χιλ’ Εβραίοι και μιρ’ Εβραίοι.

Ασ’ ακρέντικα κι άσ’ σην καρδίαν αίμαν έσταξεν, χολήν κι εφάνθεν.
ούμπαν έσταξεν και μύρος έτον μύρος έτον και μυρωδία.

Εμυρίστεν ατ’ ο κόσμον όλεν
για μυρίστ’ άτό και σύ αφέντα. Σύ αφέντα, καλέ μ’ αφέντα

Έρθαν τη Χριστού τα παλικάρια και θυμίζνε το νοικοκύρην
νοικοκύρη μ και βασιλέα.

Δέβα σο ταρέζ και ελα σην πόρτας δως μας ούβας και λεφτοκάρια
κι αν ανοι’εις μας χαραν σην πόρτα ‘σ.

 

Η Πρωτοχρονιά

Οι Πόντιοι πιστεύουν πως τα πολλά φουντούκια στο γιορτινό τραπέζι του Δωδεκαημέρου φέρνουν αφθονία και πλούτο στο σπίτι. Οι Μωμόγεροι επισκέπτονταν φιλικά σπίτια και στις τρεις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου. Γύρω από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι μαζεύονταν συγγενείς και φίλοι. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει ο λυράρης.

Μετά την αλλαγή του χρόνου στις ποντιακές οικογένειες κόβεται η βασιλόπιτα. Το πρώτο και το δεύτερο κομμάτι αφιερώνονται στον Χριστό και την Παναγία. Το τρίτο κομμάτι στον Άγιο Βασίλειο, το τέταρτο στους φτωχούς, το πέμπτο στην εστία και τα υπόλοιπα στα μέλη της οικογένειας. Αυτή η σειρά πολλές φορές παρακάμπτεται, παραμένει ακλόνητος ωστόσο ο σεβασμός προς τα Θεία.

Εάν το φλουρί βρεθεί στα πρώτα τρία κομμάτια, το πάνε στην εκκλησία και ύστερα φυλάγεται δίπλα στο εικονοστάσιο του σπιτιού. Αν το φλουρί πέσει σε κάποιο μέλος της οικογένειας, τον θεωρούν τυχερό και η τύχη θα τον ακολουθεί όλη τη χρονιά.

Το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος της οικογένειας (συνήθως ο άνδρας του σπιτιού), μετά το κόψιμο της βασιλόπιτας και πριν ξεκινήσει το γιορτινό φαγοπότι, παίρνει στα χέρια του ένα πιάτο με επτά ζευγάρια λεπτοκαρυών και ένα μονό και ρίχνοντάς τα στον αέρα λέει τρεις φορές: «Φύγαμε από τον παλαιό (άσχημο) χρόνο στο χρόνο καλό». Τα λεπτοκάρυα που πέφτουν πίσω στο πιάτο είναι τυχερά. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας συνεχίζουν: «Πέρασε ο άσχημος χρόνος! Ξεκίνησε ο καλός!».

 

Το ποντιακό καλαντόνερον

Το πρωί, όποιος ξυπνήσει πρώτος έπρεπε να φέρει από έξω το πρώτο νερό. Μαζί του ο «απεσταλμένος» παίρνει τα τυχερά λεπτοκάρυα και στη διάρκεια της διαδρομής δεν πρέπει να μιλήσει με κανέναν. Ύστερα όλη η οικογένεια νίβεται με το πρώτο νερό, το «καλαντόνερον». Κατά την παράδοση των Ποντίων, ως καλό σημάδι θεωρούνταν το να κάνουν ποδαρικό μικρά παιδιά στο σπίτι.

 

Μνημοκέρε: Το έθιμο των Φώτων

Το Δωδεκαήμερο τελειώνει με τη γιορτή των Φώτων. Σύμφωνα με την παράδοση του Πόντου, την ημέρα που αγιάζουν τα ύδατα σταματούν να τριγυρίζουν μέσα στη νύχτα και να πειράζουν τους ανθρώπους και οι καλικάντζαροι (τα πνεύματα). Την παραμονή των Φώτων δεν έψαλλαν άσματα. Σε κάθε σπίτι ύστερα από το δείπνο γινόταν το έθιμο της εκτελέσεως της επιθυμίας των πεθαμένων: «Τα Φώτα θέλω το κερί μ’ και τη Ψυχού κοκκία, και τη Μεγάλ’ Παρασκευήν έναν μαντίλιν δάκρα».

Μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού έβαζαν πάνω στο δάπεδο χαμηλό τραπέζι, και πάνω σ’ αυτό ένα μεγάλο ταψί γεμάτο σιτάρι. Στο μέσο του ταψιού τοποθετούσαν αναμμένο καντήλι, και στα χείλη του σταυροειδώς τέσσερα κεριά αναμμένα. Ολόγυρα στο τραπέζι καθόντουσαν γονατιστοί όλοι οι οικείοι σιωπηλοί. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη λύπη και συγκίνηση μαζί. Ο αρχηγός της οικογένειας μοίραζε κεριά σ’ όλους κι έπειτα άναβε κεριά – ένα για κάθε πεθαμένο. Αφού άναβε για όσους πεθαμένους ήθελε, προέτρεπε και τους άλλους να ανάψουν κεριά για όποιους νεκρούς ήθελαν και τελευταία άναβαν και ένα κερί για εκείνον που δεν είχε κανέναν στον κόσμο για να του ανάψει κερί. Κανείς δεν κινούνταν από τη θέση του έως ότου να καούν τέλεια όλα τα κεριά. Έπειτα έκαναν το σταυρό τους και αποχωρούσαν αφήνοντας πάνω στο τραπέζι φαγητά για να τα ευλογήσει ο Χριστός.

 

Πηγές

Έθιμα Ποντίων από τα Χριστούγεννα έως τα Φώτα. Ανακτήθηκε από Pontos-news.gr (τελευταία προβολή 12/12/2020 στις 14:00).

Χριστουγεννιάτικα έθιμα στον Πόντο απο την Ελένη Μυρωνίδου. Ανακτήθηκε από Syntaxilte.gr (τελευταία προβολή 12/12/2020 στις 15:30).

Ποντιακά κάλαντα Χριστουγέννων. Ανακτήθηκε από El.wikisource.org (τελευταία προβολή 12/12/2020 στις 15:30).

 

maxmag.gr

 

 

 

 

Κρήτη - Χριστούγεννα: Ήθη και έθιμα μιας άλλης εποχής

 

Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν, οι γιορτές έρχονται και φαίνεται ότι φέτος θα είναι διαφορετικές από ότι συνήθως... Σήμερα στο 2020 (οσονούπω 2021) οι περισσότεροι έχουν συνδεδεμένες στο μυαλό τους  αυτές τις μέρες  με στολισμένα δέντρα, ψώνια, ρεβεγιόν με γαλοπούλες, νυχτερινή διασκέδαση... Όμως, οι γιορτές των Χριστουγέννων δεν ήταν πάντα έτσι στην Κρήτη.

 

Ταξιδεύοντας πίσω στο χρόνο, τότε που οι φωτογραφίες ήταν ακόμα ασπρόμαυρες και οι ζωές των ανθρώπων πιο λιτές, τα έθιμα των ημερών στη Λεβεντογέννα ήταν πολύ διαφορετικά από ό,τι σήμερα. Μερικοί  δεν τα γνωρίζουν καν και άλλοι που τα θυμούνται και τα έζησαν, κρατούν τις στιγμές αυτές σαν σε καρτ ποστάλ φυλαγμένες στο  μυαλό και  στην καρδιά τους.

 

Ας ταξιδέψουμε λοιπόν…

 

Πριν από 60-40 χρόνια, κι ενώ τα Χριστούγεννα πλησίαζαν, κάθε κρητικό σπίτι "φορούσε" τα γιορτινά του. Οι κρητικές, ασυναγώνιστες πάντα στην νοικοκυροσύνη και την φιλοξενία, αναλάμβαναν να καθαρίσουν να φροντίσουν το σπιτικό και φυσικά στόχος ήταν να μυρίσουν οι γειτονιές απ’ακρη σε άκρη με τις μυρωδιές από τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, μην τυχόν και λάχει "μουσαφίρης" και δεν πάρει το κέρασμα του. Αυτό όμως που σήμερα λίγοι ξέρουμε είναι ότι τότε τα μελομακάρονα παρασκευάζονταν για τα Χριστούγεννα ενώ οι κουραμπιέδες για την Πρωτοχρονιά.

 

Εννοείται όμως ότι η γαστρονομία και οι συνταγές των γιορτών δεν τελείωναν εκεί.

 

Τα χοιροσφάγια

Το κύριο έδεσμα του κρητικού χριστουγεννιάτικου τραπεζιού δεν ήταν φυσικά η γαλοπούλα, αλλά ούτε και το αρνί που κάποιος θα περίμενε. Τα Χριστούγεννα στην Κρήτη, το χοιρινό ήταν αυτό που είχε την τιμητική του. Μάλιστα από το ανάθρεμα του ζώου μέχρι τη σφαγή του, υπήρχε ολάκερη ιεροτελεστία!

Τα χοιροσφάγια, ένα από τα παλαιότερα έθιμα του νησιού, ορίζει η κάθε οικογένεια να παίρνει και να θρέφει για ένα χρόνο ένα χοίρο, με σκοπό  να σφαγιαστεί την παραμονή των Χριστουγέννων. Και επειδή πάντα τα «μαζώματα» και οι παρέες άνηκαν στην κουλτούρα των κρητικών, την επόμενη των Χριστουγεννων μαζεύονταν φίλοι και συγγενείς για να φτιάξουν από ό,τι έμεινε από το ζώο, λουκάνικα, απάκι, τσιλαδιά κι ομαθιές για να τα καταναλώνουν όλο το χρόνο.

 

Η σημασία του ψωμιού ακόμα και τα Χριστούγεννα

Φυσικά το γιορτινό τραπέζι συμπλήρωνε το Χριστόψωμο που ευτυχώς μέχρι και σήμερα πολλοί είναι εκείνοι που το φτιάχνουν! Κι αν δεν είστε από εκείνους που το φτιάχνουν, σίγουρα έχετε βρεθεί σε τραπέζι που έχει στη μέση αυτό το περίτεχνο ψωμί με τα ξόμπλια. Μόνο που τότε, επειδή ακριβώς αυτό το αρτοσκεύαμα είχε εξαιρετικά συμβολική θέση στο τραπέζι, οι νοικοκυρές το ζύμωναν τραγουδώντας «Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει», ενώ μάλιστα ανακάτευαν και κομάττια από το χριστόψωμο μέσα σε πίτουρα και τα έδιναν στα ζώα για να πάρουν κι αυτά την ευλογία!

 

Η καλή χέρα

Έθιμο λίγο πολύ γνωστό σε όλους. Και ποιός δε έχει πάρει καλή χέρα (κυρίως από τον παππού και τη γιαγιά) επειδή είπε τα κάλαντα; Ε λοιπόν κάποτε στην Κρήτη, τα παιδιά δεν έπαιρναν λεφτά για την καλή χέρα, αλλά ένα γλύκισμα, ένα καλούδι, αφού οι οικονομικές δυνατότητες ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Όμως τότε τους ήταν υπεραρκετό και η χαρά τους απερίγραπτα μεγάλη…

 

Το ποδαρικό

Σίγουρα όλοι έχουμε πιάσει την οικογένειά μας κάθε χρόνο να αγωνιά και να συζητάει ποιος θα είναι εκείνος που θα περάσει πρώτος το κατώφλι του σπιτιού, φέρνοντας τύχη για την υπόλοιπη χρονιά. Το ποδαρικό υπήρχε πάντα ανάμεσα στα έθιμα των Κρητικών, μόνο που παλιότερα εκείνος που έμπαινε πρώτος στο σπίτι από τα μέλη της οικογένειας συνήθως ήταν ο νοικοκύρης του σπιτιού με μια εικόνα στα χέρια, την οποία είχε αφήσει πριν από μέρες στην εκκλησία. Εάν πάλι τύχαινε κι έμπαινε πρώτος κάποιος ξένος μέσα στο σπίτι, έπρεπε να μπεί με το δεξί πόδι στο σπίτι και να πεί με βροντερή φωνή και μέσα από την καρδιά του: «Σας εύχομαι καλή χρονιά με το δεξί μου μπαίνω, πράμα μη με κεράσετε, δε θέλω να παχαίνω! Έτη πολλά να ζήσετε, αφέντες κι αφεντάδες, τα οζά σας να πληθύνουνε να γίνετε λεφτάδες!»

 

Η Ασκελετούρα

Πρόκειται για την κρομμύδα ή σκυλοκρομύδα (αγιοβασιλίτσα περισσότερο γνωστή στην υπόλοιπη Ελλάδα). Είναι ένα άγριο φυτό, σαν μεγάλο κρεμμύδι, που σαν μπεί στο σπίτι την Πρωτοχρονιά και συνεχίσει να βγάζει φύλλα μέσα στο χρόνο, τότε θα φέρει στο σπιτικό χαρά, ευτυχία και τύχη και για αυτό το λόγο συνηθίζεται να κρεμιέται από παλαιοτάτων χρόνων σε μια γωνιά του σπιτιού. Κι αν νομίζετε ότι δεν την ξέρετε, σίγουρα έχετε δει κάποιον πλανόδιο πωλητή να τις πουλάει ανήμερα Πρωτοχρονιάς στην Αγορά (1866) στο Ηράκλειο, ακόμα και σήμερα!

Πολλοί Κρητικοί κρεμούν την ασκελετούρα στα σπίτια τους.

 

Αέρηδες

Το έθιμο των “αέρηδων” ήταν κάτι που υπήρχε έντονα , σαν να προμήνυε τους ανέμους που θα συνέχιζαν να υπάρχουν στο νησί. Από την παραμονή των Χριστουγέννων λοιπόν οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι και οι ψαράδες, έλεγαν «πώς παλεύουν οι καιροί, και οι αέρηδες ποιος θα γεννηθεί και ποιος θα βαπτιστεί». Όποιος γεννηθεί, ο αέρας δηλαδή που θα υπερισχύσει την ημέρα των Χριστουγέννων, αυτός θα είναι που θα κρατήσει μέχρι των Φώτων και για το μεγαλύτερο μέρος του καινούργιου χρόνου.

 

Τα κρητικά κάλαντα

Τα κρητικά κάλαντα που τραγουδιούνται μέχρι και σήμερα από τα μικρά παιδιά, παλαιότερα συνοδεύονταν απαραραιτήτως από τις μελωδίες μια λύρας!

 

Οι στίχοι 

Καλήν εσπέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικόν σας
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.

Κερά καμαροτραχυλή και φεγγαρομαγούλα
οπού τον έχεις τον υγιό, τον μοσχοκανακάρη
λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σχολειό τον πέμπεις
κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ’ ένα χρυσό βεργάλι
και η κυρα δασκάλισσα με το μαργαριτάρι.

Είπαμε δα για την κερά ας πούμε για τη βάγια
Άψε βαγίτσα το κερί άψε και το λυχνάρι
και κάτσε και ντουχούντιζε ίντα θα μας εβγάλεις
για απάκι για λουκάνικο για χοιρινό κομμάτι
κι από τον πύρο του βουτσού να πιούμε μια γεμάτη,
κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι,
κι αν τόκανε κι η γαλανή ας είναι ζευγαράκι

Κι από το πιθαράκι σου ένα κουρούπι λάδι
κι αν είναι κι ακρομπλιάτερο βαστούμε και τασκάκι
Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα
και φέρε και γλυκό κρασί να πιούν τα παλληκάρια

Κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα

 

Το έθιμο της μπουγάτσας

Το έθιμο αυτό γεννήθηκε στο Ηράκλειο και κρατά γερά εδώ και περίπου έναν αιώνα! Η παράδοση θέλει την πρώτη του χρόνου να μπαίνει σε κάθε σπίτι  η μπουγάτσα, προκειμένου να κυλήσει το ίδιο γλυκιά η νέα χρονιά. Σύμφωνα βέβαια με μια άλλη ερμηνία, λέγεται ότι το έθιμο καθιερώθηκε λόγω των "ξενύχτηδων" που γυρώντας σπίτια τους το βράδυ της Παραμονής, έχοντας παίξει χαρτιά, σταματούσαν για να πάρουν λίγη μπουγάτσα για να ξεχαστούν από τη "χασούρα" της νυχτιάς.

 

Κατερίνα Πολυχρονάκη

 

Πηγή: ekriti.gr









Χριστούγεννα στη Σμύρνη: Οι παραδόσεις και τα έθιμα

(της Ανδριανής Σταθοπούλου)

 

Τα Χριστουγεννιάτικα Έθιμα στη Σμύρνη

Χριστούγεννα στη Σμύρνη: έντονες μυρωδιές κανέλας, γαρύφαλλου και λίγο παραπάνω κονιάκ, για να αρχίσει το ταξίδι μας στο κοσμοπολίτικο αυτό μέρος. Από τις ετοιμασίες των μαγαζιών στον Φραγκομαχαλά, μέχρι τον ήχο των καμπαναριών  στις εκκλησιές. Μία διαδρομή διαφορετική από όσα έχουμε συνηθίσει στη χώρα μας.

 

Την Παραμονή των Χριστουγέννων εμφανίζονται στα μαγαζιά τα λεγόμενα τουμπελέκια (ξύλινα τύμπανα), τρίγωνα και χάρτινα φαναράκια, τα οποία ήταν ο απαραίτητος εξοπλισμός για τα κάλαντα των παιδιών. Ιδιαίτερα τα τουμπελέκια, αγορασμένα από εργαστήρια αγγειοπλαστικής, στολίζονταν από χάντρες σε διάφορα σχέδια, ενώ αργότερα έμπαινε και το τεντωμένο δέρμα, το οποίο θα χτυπούσαν. Μάλιστα, το καλύτερο δέρμα λέγεται πως ήταν αυτό των γατιών! Όλες οι νοικοκυρές φύλαγαν τις γάτες τους με προσοχή μέσα στο σπίτι, όταν έρχονταν αυτές οι επικίνδυνες μέρες!

 

Οι Σμυρναίοι έδιναν σε όσους έλεγαν τα κάλαντα το μεταλλίκι (νόμισμα), αλλά τους φίλευαν και με φοινίκι για τον κόπο τους.

 

Παράλληλα, γύρω από το τζάκι, οι γιαγιάδες συνήθιζαν να φουσκώνουν τα μυαλά των παιδιών με ιστορίες για καλικάντζαρους. Ενώ οι ανώτερες τάξεις δεν έδιναν σημασία σε τέτοια προλήψεις, οι κατώτερες επέμεναν πως έπρεπε να πάρουν τις προφυλάξεις τους.

 

Για παράδειγμα, όσα παιδιά γεννιούνταν ανήμερα Χριστουγέννων, τα θεωρούσαν καταραμένα και ότι θα γίνουν καλικάντζαροι. Προκειμένου λοιπόν να αποτρέψουν το κακό, έκαιγαν τα νύχια του μωρού, με τη σκέψη πως καλικάντζαρος χωρίς νύχια δεν γίνεται! Τέτοιου είδους ιστορίες πήγαιναν από γενιά σε γενιά και κάθε Χριστούγεννα ξαναζωντάνευαν μέσω των αφηγήσεων.

 

Τα Μαγαζιά στη Σμύρνη

Τα Χριστούγεννα στη Σμύρνη προϋποθέτουν και μία κατάλληλη προετοιμασία των μαγαζιών και των εμπορικών δρόμων.

 

Τα κοσμηματοπωλεία είχαν πολλή δουλειά, καθώς τα χρυσαφικά ήταν πολυζήτητα εκείνες τις ημέρες. Συγχρόνως, τα ζαχαροπλαστεία έβγαζαν τους λεγόμενους νουγκάδες, που ήταν σαν μαντολάτο με πράσινο φυστίκι ή φουντούκι και φλούδα πορτοκαλιού. Σειρά έπαιρναν τα μελομακάρονα, οι δίπλες, οι λουκουμάδες και οι κουραμπιέδες. Σε ειδικά μαγαζιά πουλούσαν το σουσαμόλαδο, το οποίο έφτιαχναν τρίβοντας το περίφημο σουσάμι της Λήμνου.

 

Μεγάλη κίνηση είχε και το Γεμίς Τσαρσί, η σκεπαστή αγορά! Εκεί πουλούσαν τα πιο διαλεχτά φρούτα, αλλά και ό,τι άλλο έβαζε ο νους. Μάλιστα, προϊόντα όπως αλεύρι, ζάχαρη, ρύζι και κρέας έμπαιναν σε ένα καλάθι για τους φτωχούς, το οποίο το τοποθετούσαν έξω από την πόρτα τους. Μεγαλομαγαζάτορες συγκέντρωναν πολλές φορές χρήματα, με σκοπό να βοηθήσουν αυτές τις άγιες μέρες τους συνανθρώπους τους.

 

Το Χριστουγεννιάτικο Τραπέζι

Μετά την πρωινή λειτουργία, το πρωινό περιελάμβανε ένα πιάτο πατσά ή σούπα με αυγολέμονο, λουκουμάδες και μελομακάρονα.

 

Τα Χριστούγεννα στη Σμύρνη παρέμεναν σε κάθε περίπτωση παραδοσιακά. Οι νοικοκυρές περνούσαν ατελείωτες ώρες στην κουζίνα και ετοίμαζαν το φαγητό: γαλοπούλα παραγεμισμένη ή μοσχάρι, γαρνιρισμένα με πατάτες, τα οποία έστελναν στο φούρνο της γειτονιάς. Πάντα όμως πριν το τραπέζι, έψελναν τον χριστουγεννιάτικο ύμνο.

 

Το απομεσήμερο πια, μετά το φαγητό, βρίσκανε την ευκαιρία να βγούνε στη γύρα οι Τουρκόγυφτοι (όπως τους έλεγαν τότε), οι αρκουδιάρηδες, καθώς και οι μαϊμουδιάρηδες με τις μαϊμούδες τους. Τότε, τα παιδιά ξεχύνονταν στις γειτονιές και χόρευαν με αυτές τις παιχνιδιάρικες μελωδίες.

 

Όταν πλέον έφθανε το βράδυ, γίνονταν και οι επισκέψεις στους εορτάζοντες Χρήστους και Χριστίνες.

 

Έτσι, κυλούσαν τα Χριστούγεννα στην Σμύρνη, με γλυκές γεύσεις και μουσικές που έφερναν γαλήνη στις καρδιές των ανθρώπων.

 

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο αυτό:

Χριστούγεννα στη Σμύρνη. Αναρτήθηκε από: www.iellada.gr

Εκατό χρόνια πριν – Χριστούγεννα στη Σμύρνη των ονείρων. Αναρτήθηκε από: www.slpress.gr

 

Πηγή: maxmag.gr






Χριστόξυλο: Το αρχικό έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου

 


Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι για πολλούς κοσμικούς η ουσία των Χριστουγέννων. Το έθιμο στην Ελλάδα έχει ξενική προέλευση και το εισήγαγαν οι Βαυαροί.

 

Για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833 και μετά στην Αθήνα. Από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και μετά το δέντρο με στις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.

 

Πρόδρομός του, το χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάνζαλος, ένα χοντρό ξύλο από αχλαδιά ή αγριοκερασιά.

 

Τα αγκαθωτά δέντρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, τους καλικάντζαρους. Οι πρόγονοί μας τοποθετούσαν το χριστόξυλο στο τζάκι του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων. Η στάχτη των ξύλων προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό.

 

Το χριστόξυλο αντικαταστάθηκε από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο από τη Γερμανία εξαπλώθηκε και ρίζωσε και στις στις ευρωπαϊκές χώρες, για να ταξιδέψει στη συνέχεια στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ωστόσο, ο καθηγητής της Χριστιανικής Αρχαιολογίας Κώστας Καλογύρης, υποστήριξε ότι το έθιμο του δέντρου δεν έχει γερμανική προέλευση αλλά ανατολίτικη. Την άποψή του στηρίζει σε ένα συριακό κείμενο που υπάρχει σε χειρόγραφο στο Βρετανικό Μουσείο. Το κείμενο αναφέρεται σε ένα ναό που έχτισε το 1512 ο Αναστάσιος ο Ά στα βόρεια στις Συρίας και στον οποίο υπήρχαν δύο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα.

 

Σύμφωνα με μια παράδοση, το στόλισμα του δέντρου καθιερώθηκε από τον Μαρτίνο Λούθηρο, ο οποίος, περπατώντας τη νύχτα στα δάση και βλέποντας τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά, συνέλαβε την ιδέα της τοποθέτησης ενός φωτεινού δέντρου στο σπίτι του, που θα απεικόνιζε τον έναστρο ουρανό απ’ όπου ο Χριστός ήρθε στον κόσμο.

 

 

Τι συμβολίζει το χριστουγεννιάτικο δέντρο (έλατο)

 

Το έλατο, το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο δέντρο που στολίζουμε τα Χριστούγεννα, συμβολίζει την αιώνια ζωή του Χριστού, γιατί δεν μαραίνονται τα φύλλα του και δεν πέφτουν ποτέ! Ακόμη και στο βαρύ χειμώνα, είναι καταπράσινο και “ζωντανό”.

 

Όταν παρατηρήσετε το σχήμα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου (έλατο) είναι τριγωνικό. Αυτό που συμβολίζεται με αυτόν τον τρόπο είναι η Αγία Τριάδα. Πολλές φορές έχουμε το χιόνι που βάζουμε επάνω στο έλατο και γενικά στη φάτνη. Εδώ φαίνεται ότι δεν υπάρχει κάποιος Χριστιανικός συμβολισμός, παρά μόνο ότι είναι βαθύς χειμώνας κατά το χαρμόσυνο αυτό γεγονός.

 

Τα στολίδια του δέντρου σχετικά με τη γέννηση του Χριστού

 

Βάζουμε λαμπάκια (και παλιά που δεν υπήρχε ηλεκτρισμός βάζανε κεριά) για να συμβολίσουμε ότι ο Χριστός είναι το Φως της ζωής. Αντίστοιχα, στην κορυφή του βάζουμε ένα αστέρι που συμβολίζει το φωτεινό άστρο της ανατολής που προσδίδει τη γέννησή Του και οδήγησε τους τρεις μάγους στη φάτνη. Επίσης, αντί για άστρο βάζουμε έναν άγγελο που συμβολίζει τον άγγελο Κυρίου που ανακοίνωσε στον Ιωσήφ και την Παρθένο Μαρία τη γέννησή Του.

 

Οι χριστουγεννιάτικες μπάλες που παραδοσιακά είναι κόκκινες, συμβολίζουν τη θυσία του Σωτήρα για όλους εμάς (το κόκκινο συμβολίζει το αίμα στην ουσία). Οι γιρλάντες που βάζουμε μερικές φορές, συμβολίζουν κάτι χαρμόσυνο και χαρούμενο που δεν είναι άλλο από τη γέννηση του Χριστού.

https://go.linkwi.se/delivery/cr.php?an=CD24388&cn=11562-30

Τα ζαχαρωτά (σε σχήμα μαγκούρας), συμβολίζουν τη μαγκούρα του βοσκού στην ουσία που χρησίμευε στο να μας φέρει τα πρόβατα ο βοσκός στο σωστό δρόμο. Αυτό, τα Χριστούγεννα στην ουσία, συμβολίζει τον Σωσία που ήθελε να φέρει τον κόσμο στο σωστό δρόμο.

 

Σε γενικές γραμμές… Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο συμβολίζει για εμάς μια περαιτέρω ανατίμηση της γέννησης του Χριστού. Πρόκειται για μια υπενθύμιση αυτού του θαύματος “έγχρωμα” και όμορφα, αναπαριστώντας με ιδιαίτερο τρόπο όλα τα επιμέρους γεγονότα και τιμώντας στην ουσία το χαρμόσυνο αυτό γεγονός στο σύνολό του.

 

Πηγή: vimaorthodoxias.gr

          bestnews.gr

          iefimerida.gr





Κουσκουτούνα, περπερούνα, η επιβίωση ενός εθίμου στον Πόντο

Της Γιώτας Ιωακειμίδου

 

Από την αρχαιότητα και για πάρα πολλούς αιώνες, πριν η επιστήμη να ερμηνεύσει τα φυσικά φαινόμενα, οι άνθρωποι έκαναν δεήσεις στη φύση ή στους Θεούς για να επιτύχουν τις ευεργετικές επιδράσεις της φύσης, όπως η βροχή σε περιόδους εκτεταμένης ανομβρίας.

 

Οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν συχνά τέτοιες δεήσεις προς τον νεφεληγερέτη Δία φωνάζοντας «ύσον, ύσον, ώ φίλε Ζευ κατά της αρούρας των Αθηναίων και των πεδίων» (βρέξε, βρέξε, αγαπημένε Δία στη γη και τις πεδιάδες των Αθηναίων).

Στην Ιλιάδα επίσης (Μ 25) γίνεται επίκληση στον Δία να βρέξει.

 

Οι αρχέγονες αυτές συνήθειες επιβίωσαν για αιώνες στην Ελλάδα και στον Πόντο.

Στην Ελλάδα το λαϊκό δρώμενο ονομαζόταν περπερούνα, περπερίτσα, πιρπιρούνα, ενώ στον Πόντο κουσκουτούνα, κουσκουτούρα, κουσκουτάνα. Κοινή συνισταμένη όλων η επίκληση στα θεία για πρόκληση βροχής σε περιόδους ξηρασίας. Οι δεήσεις και οι επικλήσεις για βροχή απευθύνονται στον Θεό.

 

Το δρώμενο στην κυρίως Ελλάδα είχε μικρές παραλλαγές. Επιλέγουν κατά προτίμηση ένα ορφανό μικρό παιδί, το στολίζουν με λουλούδια και ο αγερμός πηγαίνει σε κάθε σπίτι, όπου οι νοικοκυρές καταβρέχουν το κεφάλι του παιδιού με έναν κουβά νερό και φιλοδωρούν τα παιδιά.

 

Σε άλλα μέρη επέλεγαν ένα τσιγγανάκι τραγουδώντας το σχετικό τραγουδάκι:

 

Περπερούνα περπατεί
Τον Θεό παρακαλεί
Θε μου βρέξε μια βροχή
Να φυτρώσουν και ν΄ ανθίσουν
Τα σιτάρια, τα βαμπάκια
Και τα τρυφερά τα χορταράκια.

 

Υπάρχουν πολλές παραλλαγές του παραπάνω τραγουδιού σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.

 

Στον Πόντο συναντάμε την επιβίωση του εθίμου σε πολλές περιοχές με τα ίδια πάνω κάτω χαρακτηριστικά. Το έθιμο το έφεραν μαζί τους στην Ελλάδα και θυμάμαι και εγώ ως μικρό παιδί στα μέσα της δεκαετίας του 60 να τελείται ακόμη το έθιμο στο χωριό μου, έθιμο που το διατήρησε εκείνη η πρώτη γενιά των παππούδων μας. Λίγο πριν να μπει η δεκαετία του 70, το έθιμο είχε πια ατονήσει και σύντομα χάθηκε για πάντα.

 

Στον Πόντο, κυρίως στην περιοχή της Χαλδίας, σε εποχές παρατεταμένης ανομβρίας, έκαναν θρησκευτικές λιτανείες και δεήσεις. Παράλληλα και κοντά σ΄ αυτές συνηθιζόταν και το έθιμο της κουσκουκούρας ή κουσκουτέρας ή κουσκουτάνας. Η λέξη σύμφωνα με τον Άνθιμο Παπαδόπουλο είναι αγνώστου ετύμου, ενώ ο Δημοσθένης Οικονομίδης θεωρεί ότι είναι αρμένικης προέλευσης. Την σωστότερη ετυμολογία, κατά τη γνώμη μου δίνουν οι Τομπαΐδης – Συμεωνίδης, οι οποίοι ετυμολογούν τη λέξη από τις τουρκικές ku = πουλί + kork = φόβος + κατάληξη ούρα με ανομοιωτική αποβολή του ρ.

 

Στον Πόντο το έθιμο ήθελε τη συμμετοχή δυο παιδιών ηλικίας 7-14 ετών. Τα παιδιά έπαιρναν μια μεγάλη σκούπα, τη διαπερνούσαν με ένα μεγάλο ξύλο και μετά έντυναν το κατασκεύασμα αυτό με παλιά γυναικεία ρούχα, ώστε να μοιάζει με κορίτσι και το κρατούσαν από τις δυο άκρες. Με τη συνοδεία και άλλων παιδιών, πήγαιναν σε όλα τα σπίτια τραγουδώντας το εξής τραγουδάκι:

 

Κουσκουκούρα μαντακούρα
Ασ΄ ΄ς σον Θεόν βροχήν θέλομεν
΄ς σου τσιφτσή (γεωργού) το χωράφ΄
΄ς σο στενόν ΄ς σο σοκάκι΄
Και ΄ς σ΄ έμορφον τ΄ ομάλ΄(πεδιάδα).

 

Καμιά φορά οι στίχοι του άσματος ήταν και τούρκικοι απευθυνόμενοι προφανώς και στους Τούρκους συνοίκους, οι οποίοι επιθυμούσαν εξίσου την ευεργετική βροχή για τα χωράφια και τις καλλιέργειες τους, καθώς κοινή ήταν η μοίρα τους.

 

Τα παιδιά επισκέπτονταν τα σπίτια και οι νοικοκυρές κατάβρεχαν το ομοίωμα, καμιά φορά και τα παιδιά χάριν αστεϊσμού. Μετά φιλοδωρούσαν τα παιδιά με στραγάλια, αβγά, βούτυρο και άλλα καλούδια ό, τι είχε η καθεμιά τους.

 

Ακολούθως ο αγερμός των παιδιών πήγαινε στην εξοχή, κρεμούσε σ΄ ένα δέντρο την κουσκουτούρα και έτρωγαν όλοι μαζί τα φαγώσιμα. Ακολούθως αναζητήσουν ένα φίδι και αν τελικά το εύρισκαν, το σκότωναν και το έκαιγαν στην πλατεία του χωριού, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει σε οικείο άρθρο του ο Δημοσθένης Οικονομίδης. Πίστευαν ότι με εξιλαστήριο θύμα το φίδι θα ακολουθούσε η ευεργετική βροχή.

 

Συνήθιζαν επιπροσθέτως τα παιδιά να μαζεύουν μικρές πλάκες, τόσες όσες ήταν τα χρόνια του καθενός, και πάνω σ΄ αυτές χάραζαν το μονόγραμμα του Ιησού Χριστού με έναν σταυρό. Έτσι πίστευαν ότι με την βοήθειά του θα προκληθεί η βροχή.

 

Όμορφα έθιμα, μιας άλλης εποχής που χάθηκαν και αυτά στην πορεία του χρόνου μαζί με πολλά άλλα έθιμα. Έθιμα τα οποία έφερναν κοντά τους ανθρώπους, μοιράζονταν την κοινή τους μοίρα, τον πολιτισμό τους και συνείχαν την ταυτότητά τους.

 

Πηγή: schooltime.gr






Έθιμα των Χριστουγέννων στην Ελλάδα: Κάλαντα και παραδόσεις

 

Συνεχίζουμε με περισσότερα έθιμα των Χριστουγέννων  στην Ελλάδα.

 

Το «καλές γιορτές» και το «χρόνια πολλά» αντηχούν σε κάθε σημείο συνάντησης, ενώ οι ήχοι από τα τρίγωνα και τα κάλαντα των παιδιών δονούν με χαρούμενες νότες την ατμόσφαιρα.

 

Με δεκάδες έθιμα, που παντρεύουν τις χριστιανικές παραδόσεις με τα αρχαιοελληνικά ήθη, οι κάτοικοι της χώρας τιμούν μια από τις σημαντικότερες θρησκευτικές γιορτές, λίγες ημέρες πριν από την έλευση της νέας χρονιάς.

 

Μάλιστα πολλά από αυτά τα έθιμα αντικατοπτρίζουν τις αγωνίες των ανθρώπων της υπαίθρου, των γεωργών και των κτηνοτρόφων.

 

Στην Κεφαλλονιά

Όλη η οικογένεια συγκεντρώνεται στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου μέλους της. Στο πάτωμα τοποθετούν τρία δαυλιά χιαστί και πάνω τους την «κουλούρα». Όλοι κάνουν έναν κύκλο γύρω ακουμπώντας ο καθένας με το δεξί του χέρι την κουλούρα. Ύστερα ο νοικοκύρης ψάλλει το «Η γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών…», ρίχνει λάδι στα δαυλιά και τους βάζει φωτιά. Μετά κόβει την κουλούρα, τη μοιράζει και δειπνούν όλοι μαζί.

 

Στην Κρήτη

Το χριστόψωμο το παρασκευάζουν οι γυναίκες με ιδιαίτερη φροντίδα και υπομονή. Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα, γαρίφαλα, και καθώς ζυμώνουν λένε: «Ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει». Όταν πλάσουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα, ενώ με την υπόλοιπη φτιάχνουν ένα σταυρό με λωρίδες και τον τοποθετούν πάνω στο ψωμί. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι και στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλιά.

 

Στη Μάνη

Κάθε οικογένεια φουρνίζει τα χριστόψωμα στον φούρνο του σπιτιού. Παρασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια, ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς.

 

Στους Σαρακατσάνους

Οι Σαρακατσάνοι τσοπάνηδες φτιάχνουν δύο χριστόψωμα. Το πιο περίτεχνο είναι για τον Χριστό. Πάνω του σκαλίζουν έναν μεγάλο σταυρό-φεγγάρι με πέντε λουλούδια. Το δεύτερο, η τρανή Χριστοκουλούρα ή Ψωμί του Χριστού, είναι για τα πρόβατα. Στη Χριστοκουλούρα παριστάνεται με ζύμη όλη η ζωή της στάνης.

 

Στη Σπάρτη

Σε κάθε σπίτι δυο τρεις μέρες πριν, ζυμώνουν καρβέλια ψωμί. Το ένα, που το τρώνε ανήμερα των Χριστουγέννων, είναι το ψωμί του Χριστού και το πλάθουν σε σχήμα σταυρού από ζύμη, ενώ τα υπόλοιπα τα κάνουν με αμύγδαλα και καρύδια.

 

Η κουλούρα της Ζακύνθου

Στο νησί του Ιονίου οι νοικοκυρές ζυμώνουν με τον παραδοσιακό τρόπο την κουλούρα, μέσα σε ξύλινες σκάφες και με τη χρήση αλευριού, το οποίο ανακατεύουν με πολλά αρωματικά βότανα, καρύδια, σταφίδα, κρασί και λάδι. Αφού το στολίσουν με περίτεχνα σχέδια από το ίδιο ζυμάρι και αφού το εμπλουτίσουν με κάποιο χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, που το αποκαλούν «ηύρεμα», το ψήνουν σε ξυλόφουρνο και το διατηρούν ζεστό μέχρι τη βραδινή οικογενειακή σύναξη. Το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων η οικογένεια συγκεντρώνεται στο εορταστικό τραπέζι, το οποίο φιλοξενεί στο κέντρο του τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη κουλούρα, μια νταμιτζάνα κόκκινο κρασί και τα πιάτα για το βραδινό έδεσμα. Το έδεσμα δεν είναι άλλο από μια μπροκολόσουπα, που σερβίρεται με λεμόνι, ντόπιες ελιές και κρεμμύδι. Δίπλα στην αναμμένη εστία του σπιτιού βρίσκεται ένα ποτήρι που περιέχει λάδι με κρασί και ένα θυμιατό κάτω από την εικόνα της Παναγίας με το Θείο Βρέφος. Ο μεγαλύτερος άνδρας της οικογένειας παίρνει τον δίσκο με την κουλούρα στα χέρια του. Πάνω στον δίσκο ακουμπάνε τα χέρια τους όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο δίσκος με την κουλούρα μεταφέρεται πάνω από τη φωτιά στο αναμμένο τζάκι. Εκεί ο αρχηγός της οικογένειας τη σταυρώνει τρεις φορές και χύνει πάνω της λαδόκρασο, ψάλλοντας το γνωστό απολυτίκιο «Η γέννησις σου, Χριστέ…». Η νοικοκυρά θυμιατίζει όλο το σπίτι και ένας από τους νεότερους της οικογένειας παίρνει το τουφέκι του σπιτιού και πυροβολεί από το παράθυρο στον αέρα, σηματοδοτώντας τη χαρμόσυνη είδηση της γέννησης του Χριστού. Μετά αρχίζουν οι ευχές. Η κουλούρα επιστρέφει στο τραπέζι κι εκεί ο αρχηγός τής οικογένειας αρχίζει να κόβει τα κομμάτια. Το πρώτο ανήκει στον Χριστό, το δεύτερο στον φτωχό, το τρίτο στο σπίτι και μετά στα μέλη της οικογένειας, στα οποία διανέμεται κατά σειρά ηλικίας.

 

Χριστουγεννιάτικο στεφάνι

Στα χωριά συνηθίζουν να κρεμάνε στους τοίχους και τις εξώπορτες πλεξούδες από σκόρδα, πάνω στις οποίες καρφώνουν γαριφαλάκια για να διώξουν την κακογλωσσιά που «καρφώνει» την ευτυχία του σπιτιού τους. Την εξώπορτα των σπιτιών κοσμεί, επίσης, ένα στεφάνι από έλατο, διακοσμημένο με χριστουγεννιάτικα στολίδια. Σύμφωνα με την παράδοση, το στεφάνι φέρνει τύχη στους ενοίκους του σπιτιού.

 

Το τάισμα της βρύσης

Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων πραγματοποιείται το «τάισμα της βρύσης» σε χωριά της κεντρικής Ελλάδας. Οι κοπέλες πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση για να κλέψουν το άκραντο, δηλαδή το αμίλητο, νερό. Σε όλη τη διαδρομή παραμένουν σιωπηλές. Όταν πάρουν το νερό, αλείφουν τη βρύση με βούτυρο και μέλι με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι, και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Για να έχουν καλή σοδειά, την ταΐζουν με διάφορα προϊόντα, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Μάλιστα, όποια κοπέλα φτάνει πρώτη στη βρύση θα είναι η πιο τυχερή όλο τον χρόνο. Έπειτα, ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, κλέβουν το νερό από τη βρύση και γυρίζουν στο σπίτι τους πάλι αμίλητες, μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και σκορπίζουν τα τρία χαλίκια στο σπίτι. Στη λαϊκή παράδοση ο βάτος φέρνει αισιοδοξία και καλά μαντάτα, και διώχνει τα ξόρκια.

 

Το πάντρεμα της φωτιάς

Στα χωριά της Έδεσσας την παραμονή των Χριστουγέννων «παντρεύουν τη φωτιά». Παίρνουν ένα ξύλο από δέντρο με θηλυκό όνομα, όπως η κερασιάς, και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα, όπως ο βάτος. Βάζουν τα ξύλα στο τζάκι να καούν και ανάλογα με τον κρότο ή τη φλόγα τους μπορούν να προβλέψουν τα μελλούμενα, είτε για τον καιρό είτε για τη σοδειά τους. Η παράδοση θέλει τα αγκαθωτά δέντρα να απομακρύνουν δαιμονικά όντα, σαν τους καλικάντζαρους. Στη Θεσσαλία, όταν τα κορίτσια επιστρέφουν από την εκκλησία την ημέρα των Χριστουγέννων, βάζουν δίπλα στο τζάκι κλαδιά κέδρου, ενώ τα αγόρια βάζουν αγριοκερασιάς. Τα λυγερά αυτά κλαδιά αντιπροσωπεύουν τις επιθυμίες τους για όμορφη ζωή. Όποιο κλωνάρι καεί πρώτο αποτελεί καλό σημάδι, γιατί αυτός ο νέος ή η νέα θα παντρευτεί πρώτα.

 

Τα Χριστόξυλα

Σε πολλά χωριά της Μακεδονίας, από τις παραμονές των Χριστουγέννων, ο νοικοκύρης του σπιτιού ψάχνει στα χωράφια και βρίσκει ένα μεγάλο χοντρό και γερό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει στο σπίτι του. Η νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι και με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμα και την καπνοδόχο, για να μη βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια όπως λένε, και μαγαρίσουν το σπίτι. Το βράδυ της παραμονής ο νοικοκύρης βάζει το Χριστόξυλο στο τζάκι και το ανάβει, αφήνοντάς το να σιγοκαίει όλο το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Η στάχτη αυτή προφυλάσσει το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό και καθώς καίγεται ζεσταίνει τον Χριστό στη φάτνη.

 

Οι καλικάντζαροι

Στη Σκιάθο οι πιο παλιοί λένε ότι από την 1η Δεκεμβρίου οι καλικάντζαροι ετοιμάζουν το καράβι τους για να πάνε στο νησί. Την παραμονή των Χριστουγέννων το ρίχνουν στο γιαλό και φθάνουν ανήμερα. Από τότε μέχρι τα Φώτα κανείς δεν τολμάει να βγει νύχτα από το σπίτι του, γιατί θα τον βουβάνουν. Την παραμονή των Φώτων, όμως, οι καλικάντζαροι τα μαζεύουν γρήγορα και φεύγουν τρέχοντας μην τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει. Η λαϊκή φαντασία οργιάζει με τις σκανταλιές των καλικάντζαρων, που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν στον επάνω κόσμο, τότε που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Η όψη τους είναι τρομακτική, ενώ οι σκανταλιές τους απερίγραπτες. Το μόνο που τους τρομάζει είναι η φωτιά.

 

Tο αναμμένο πουρνάρι

Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι και του έβαλε φωτιά. Το σκοτεινό βουνό γέμισε χαρούμενες φωτιές, τριξίματα και κρότους. Από τότε λοιπόν στα χωριά της Άρτας όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα για να ευχηθεί, κρατά ένα κλαδί από πουρνάρι ή από όποιο άλλο δέντρο βρει. Στον δρόμο το ανάβει. Το ίδιο συμβαίνει και στα Γιάννενα, με τη διαφορά ότι δεν κρατούν κλαδί, αλλά μια χούφτα δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι μόλις μπούνε, και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!». Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη.

 

Πηγή: ekklisiaonline.gr








Χριστουγεννιάτικα έθιμα στην Ελλάδα

 

Μερικά ακόμα Χριστουγεννιάτικα έθιμα της Ελλάδας

 

Το χριστουγεννιάτικο καράβι

Τα Χριστούγεννα είναι πολύ διαδεδομένο το στόλισμα του δέντρου, όμως αυτό το έθιμο δεν είναι ελληνικό αλλά ήρθε στην Ελλάδα την εποχή του Όθωνα. Από τα παλιά χρόνια οι Έλληνες στόλιζαν καράβι. Αυτό το έθιμο προέκυψε λόγω του ότι οι Έλληνες ήταν κατεξοχήν ναυτικός λαός και το χριστουγεννιάτικο καράβι συνηθιζόταν στις παραθαλάσσιες περιοχές. Όταν τα παιδιά έλεγαν κάλαντα συνήθιζαν να παίρνουν μαζί τους ένα μικρό καραβάκι για να το γεμίσουν οι νοικοκυρές με κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Σταδιακά, το χριστουγεννιάτικο δέντρο άρχισε να γίνεται ευρέως γνωστό και το χριστουγεννιάτικο καράβι ξεχάστηκε.

 

Το σπάσιμο του ροδιού

Την Πρωτοχρονιά συνηθίζεται να σπάνε ένα ρόδι για καλοτυχία στο σπιτικό τους. Το έθιμο αυτό συμβολίζει την ευφορία και τη γονιμότητα και είναι ευρέως διαδεδομένο σε όλα τα ελληνικά σπίτια.

 

Το Χριστόψωμο

Τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές φτιάχνουν το παραδοσιακό χριστόψωμο. Η διαφορά του με το κανονικό ψωμί είναι το σχήμα αλλά και τα σχέδια που έχει πάνω. Εκτός από τον σταυρό από ζυμάρι που κοσμεί το ψωμί στην μέση, οι νοικοκυρές το διακοσμούσαν με διάφορα σχέδια και το αφιέρωναν στη γέννηση του Χριστού.

 

Η βασιλόπιτα

Σύμφωνα με την παράδοση, η βασιλόπιτα ήταν δημιούργημα του Μέγα Βασίλειου από την Καισαρεία, ο οποίος βρήκε ένα τέχνασμα για να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς. Έκρυψε τα νομίσματα μέσα σε πίτες και τους τις προσέφερε.

Έτσι, εξηγείται και το φλουρί που βάζουμε στη βασιλόπιτα για να το κερδίσει κάποιος τυχερός την Πρωτοχρονιά.

 

Υπάρχουν και τα τοπικά χριστουγεννιάτικα έθιμα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

 

Γουρουνοχαρά

Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα έθιμα που γίνεται στη Θεσσαλία. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. Όλη η εργασία είχε ως στόχο  το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η μέρα αυτή καθιερώθηκε ως γουρουνοχαρά. Στις περισσότερες περιοχές της Θεσσαλίας, τα γουρούνια σφάζονται την ημέρα του Αγίου Στεφάνου στις 27 Δεκεμβρίου, γι’ αυτό και η γιορτή ονομάζεται Γρουνοστέφανος.

 

Οι Μωμόγεροι

Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί του Νομού Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων. Πρόκειται για ένα είδος παραδοσιακού λαϊκού θεάτρου το οποίο προέρχεται από τον Πόντο. Η ονομασία του εθίμου προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές κινήσεις των πρωταγωνιστών.

Αυτοί φορούν τομάρια ζώων με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά και έχουν τη μορφή γεροντικών προσώπων. Οι Μωμόγεροι εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαήμερου των εορτών και προσδοκούν τύχη για τη νέα χρονιά.

Γυρίζουν σε παρέες στους δρόμους των χωριών και τραγουδούν τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους. Παραλλαγές του ίδιου εθίμου, συναντώνται σε χωριά της Κοζάνης και της Καστοριάς με την ονομασία Ραγκουτσάρια.

 

Κόλιντα Μπάμπω

Στην Πέλλα αναβιώνει ακόμα και σήμερα το έθιμο της «Κόλιντα Μπάμπω». Οι κάτοικοι της περιοχής το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου ανάβουν φωτιές φωνάζοντας «Κόλιντα Μπάμπω» που σημαίνει «σφάζουν, γιαγιά». Αυτό είναι ένα έθιμο που αναπαριστά την σφαγή των αρσενικών νηπίων από τον Ηρώδη. Έτσι η φωτιά ενημερώνει τους κατοίκους να προφυλαχθούν όχι μόνο από τον Ηρώδη, αλλά και από τα κακά που ίσως επιφυλάσσει η νέα χρονιά.

 

Πηγή: maxmag.gr

 





Χριστούγεννα στη Μικρά Ασία

της Βούλας Σαριντζιώτη, προέδρου Συλλόγου Μικρασιατών Ανατολικής Αττικής

 

Στην πανέμορφη ελληνική Σμύρνη πριν το 1922, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά αποτελούσε μια από τις επισημότητες σκόλες της χρονιάς με ιδιομορφία δραστηριότητας και χαρακτηριστικών εκδηλώσεων. Ας ζήσουμε για λίγο στη Σμύρνη τις άγιες τούτες μέρες…

 

«…Από την παραμονή των Χριστουγέννων ανάστατη όλη η οικογένεια στο σμυρναϊκό σπιτι. Απο νωρίς το απογευμα αρχίζαν τα λουσίματα και η καθαριότητα, πρώτα των παιδιών. Θα μεταλαβαίνανε του «Χριστού τη μέρα» που ξημέρωνε, γι’ αυτό ήπρεπε να γίινει «ειδική καθαριότητα». «Σώμα και ψυχή», όπως έλεγε η μητέρα/σαν φέρνανε αντίρηση τα παιδιά. Λούσιμο, χτένισμα με το ψιλό χτένι/ κόψιμο σύριζα τα νύχια και σαπούνισμα γερό ούλο το κορμί για να μπουν τα παστρικά μοσκομυρισμένα ασπρόρουχα. Νηστεία κρατούσανε ολο το σαρανταήμερο, αλλά για τη μετάληψη έπρεπε να γινει «τρίμερο» με σκέτο νερόβραστο.

 

Αφού γινούτανε η γενική καθαριότητα στο σώμα, η μητέρα φώναζε ένα – ένα παιδί χωριστά και τόκλεινε στην κρεββατοκάμαρη. «Τώρα και τάλλα σου χρέη», έλεγε σοβαρή – σοβαρή, «τα χρέη της ψυχής, όπως τάπαμε»/ Αυτά ήτανε: – Να πούνε το πιστεύω, τρεις φορές/ το πάτερ ημών και να κάνουνε δέκα μετάννοιες μπροστά στα εικονίσματα.

 

Όταν τελειώνανε κι αυτά τα χρέη/ ερχότανε η σειρά για τα χειροφιλήματα της συγχώρεσης. «Πρώτα τον παππούλη και τη νενέ/ και μη ξεχάσεις να κάνεις μετάνοια,/ αρμήνευε σιγανά η μητέρα. Πάντα, τις γιορτινές μερες, από τις παραμονές, ερχόντουσαν οι παππούληδες στα παντρεμένα τους παιδιά, για να περάσουν μαζί τους τα πατροπαράδοτα έθιμα. Όταν ερχόταν η ώρα να δώσουν την ευχή τους, για να πάνε να μεταλάβουνε τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, άπλωναν με συγκίνηση το γέρικο χέρι τους να το φιλήσουν και έδιναν χιλιες ευκές με τρέμουλη απο τη συγκίνηση φωνη, για υγεία, προκοπή και προ πάντων για γνώση.

 

Το ίδιο γινότανε κι αυτό απο τον πατέρα και τη μητέρα και όσους θειους και θειες βρισκόντουσαν κοντά. Ποτέ όμως δεν ξεχνούσανε τη νονά. Από πολύ μικρά τα πήγαινε η μάνα τα παιδιά στη νουνά, για να τα ευχηθεί τη μέρα που θα μεταλαβαίνανε. Σαν μεγαλώνανε πηγαίνανε πρόθυμα μόνα τους. Γιατί, η συγχώρευση της νουνάς, είχε μια ιδιαίτερη χαρά. Πάντα μετά το χειροφίλημα και τις ευχές «να γίνουν καλοί Χριστιανοί», ήβαζε κάμποσα μεταλίκια στις τσέπες των βαφτισιμιών της, λέγοντας: «για να ανάψετε κερί αύριο που θα μεταλάβετε».

 

Μετά τη μετάληψη η μητέρα είχε έτοιμο στο σπίτι, σ’ ένα ρακοποτηρο, μοσχάτο κρασί κι έδινε στα παιδια, να πιούνε μια γουλιά/ «για να πάει η αγία κοινωνια κάτω»/ και συνάμα παρέγγελνε, όσο πειστικά μπορούσε: «Προσέξτε παιδιά, να μη φτύστε καθόλου σήμερα/ να μη χτυπήστε και ματώστε/ και προ πάντων/ να μη πείτε άσκημο λόγο/ προσέξτε! έχετε μεταλάβει μη το ξεχάστε!»

 

Οι μέρες απο τα Χριστουγέννα ίσαμε τον Αγιο Βασίλη ήτανε σωστό αναστάτωμα, για μικρούς και μεγάλους στην αξέχαστη πατρίδα. Τα σκολειά κλειστά και τα σπίτια όλο ετοιμασίες. Οι νοικοκυράδες μπαινοβγαίνανε φουριόζες κι όλο μουρμουρίζανε για τα παιδιά, που μπερδεύανε μέσα στα ποδάρια τους και δεν περνούσε μέρα που να μη τα καταχερίσουνε.

 

Μα ανήμερα την Πρωτοχρονιά τα πάντα ήταν εντάξει. Τα σπίτια «πετούσαν» από πάστρα και μοσκοβολούσαν κανέλλα και καριοφύλλι, περιμένοντας τον καινούργιο χρόνο. Ούλα τα πατροπαράδοτα αντέτια, ήπρεπε να γίνουν οπως τα βρήκανε από τσι γονιοί τους. Πρωί – πρωί ξεκινούσε ολη η οικογένεια, με τα κατάκαλά τους, να πανε στην εκκλησία. Ο νοικοκύρης κρατούσε στην τζέπη του το ρόδι, που θα σπούσε στην πόρτα του σπιτιού σαν θα γυρνούσαν. Για το καλό του χρόνου και για πολλά μπερικέτια, όπως λέγανε. Μετά απ’ αυτό ήπρεπε να μπει με το δεξί στο σπιτικό και να ευχηθεί σ’ ολη τη φαμίλια του «καλή χρονιά», φιλώντας έναν – έναν σταυρωτά.

 

Σαν τέλειωναν οι ευχές, όλη η φαμίλια καθότανε με τάξη γύρω στο αηβασιλιάτικο τραπέζι. Η μητέρα έφερνε αμέσως το θυμιατό, και θύμιαζε με μοσκολίβανο, πρώτα την πίττα και μετά έναν – έναν κάνοντας το σημείο του σταυρού. Ο πατέρας ήκοβε την βασιλιόπιττα με την ίδια κάθε χρόνο σειρά: Το πρώτο κομμάτι του Χριστού,/ της Παρθένου/ και μετά κατά ηλικία, αρχίζοντας απο τους παπούλήδες. Το νόμισμα ήτανε πάντα μεταλλίκι χρυσό και σ’ εκείνον που θάπεφτε θάφερνε μεγάλο γούρι.

 

Πολλές φορές τύχαινε, την ώρα που κόβανε την πίττα, να έρθουν τα παιδιά του μαχαλά να τα πούνε. Το σήμαντρο χτυπούσε με τέχνη και το ντουμπελέκι κρατούσε το ίσιο. Οι παιδικές φωνές συμπλήρωναν τη χαρούμενη ατμόσφαιρα του σπιτιού και τα λόγια τους έφερναν στον καθένα ένα καλό μήνυμα: Αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο τραγουδούσαν τα παιδόπουλα, μα τόνιζαν ιδιαίτερα τις ευχές για τον νοικοκύρη του σπιτιού: χρόνια πολλά να ζήσει, ποντάροντας σ’ ένα καλύτερο μπαξίσι.

 

Δεν πρόφταινε καλά – καλά να τελειώσει το κόψιμο της πιττας/ και το μοίρασμα των μπουναμάδων/ κι αρχίζανε να καταφτάνουν τα πρώτα βίζιτα./ Παλιό αντένι κι αυτό. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, συγγενείς και φίλοι/ μόνο άντρες/ ανταλάανε βίζιτα για να ευχηθούν «τα έτη πολλά». Ακόμη και άγνωστοι μπαίνανε από μέσα, για να πούνε τις ευχές τους. Οι πόρτες του σμυρναίικου σπιτιού, ούλη μέρα της Πρωτοχρονιάς έμεναν ανοιχτές, για όλο τον κόσμο. Μόνοι οι γιατροί,/ σαν γιατροί/ πηγαίνανε/ τη χρονιάρα μέρα/ στα σπίτια. Και ανάγκη να ήτανε, αποφεύγανε να τους καλέσουνε.

 

Όλοι οι επισκέπτες ήπρεπε να σερβιριστούν απο το μεγάλο τραπέζι της σάλας, που ηταν ανοιγμένο πέρα για πέρα. Στρωμένο με το άσπρο λινό τραπεζομάντηλο, απο τα προυκιά της νοικοκυράς, με κεντημένα στη μέση τα ψημιά της. Όλα τα καλά του Θεού βρισκόντουσαν, για το καλό της χρονιάς, απάνω σε εκείνο το τραπεζι. Βαλμένα με τάξη στα καλά σερβίτσια, που φύλαγαν για τις χρονιάρες μέρες. Μεσ’ τη μέση η μεγάλη φρουτιέρα με το «Χριστό». Έτσι λέγανε τη μέρα εκείνη τα λογιών – λογιών ξερά φρούτα. Σωστό φρουτατζίδικο ήτανε ο λεγόμενος «Χριστός». Τίποτα δεν έλειπε. Και τι δεν είχε σε κεινη την πελώρια κρυστάλινη φρουτιέρα. Ό,τι ήθελες και τραβούσε η όρεξή σου. Δαμάσκηνα, φουντούκια, τζίτζιφα, κουκουνάρια, σουλτανιές σταφίδες, μύγδαλα, καρύδια, ως και κουντουρούδια. Μα ποτέ δεν ήλιπε το μάνα τ’ ουρανού. Ούλα αυτά στολισμένα με πρασινάδες και ου, δείχνανε πραγματικά την ευλογία του Χριστού.

 

Άσε πια εκείνα που είχανε φτιάξει τα άξια χέρια της νοικοκυράς. Μια στοίβα σεκέρ λουκούμια/ πασπαλισμένα με άχνη/ μοιάζανε με χιονισμένο βουνό. Δίπλα τα φοινίκια ποτισμένα στο μέλι. Βασιλοπιττάκια λογιών λογιών. Αστρουλάκια, καρδίτσες, αετουδάκια, όλα με το καρεφυλάκι στη μέση που μοσκομυρίζανε και θρούσανε μολις τάβαζες στο στόμα.

 

Μα στην πρώτη γραμμή, απ’ όλα τα κατασκευάσματα ερχούντανε η Βασιλόπιττα. Κάθε Σμυρνιά νοικοκυρά, ήβαζε ούλα τση τα δυνατά να στολίσει καλύτερα από τσ’ άλλης την πίττα του σπιτικού της. Στη μέση ήπρεπε να μπει / απαραίτητα/ ο δικέφαλος αετός και γύρω – γύρω μικρότερα αετουδάκια και λογιών – λογιών πλουμιά. Άστρα, πουλουδάκια και ό,τι άλλο κατέβαζε το γούστο της για να γίνει πιο όμορφη.

 

Αυτά ήτανε αντέτια που τα κρατούσανε, ανάλογα, όλα τα σπιτικά της Σμύρνης, πλούσια και φτωχά. Οι νοικοκυρές δεχόντουσαν τα βίζιτα στολισμένες με ούλα τα καλά τους/ για να τιμήσουν τους άντρες τους/ και να φανεί η αγάπη που τους έχουν. Μεγάλη τιμή για τη νοικοκυρά ήταν/ τα βίζιτα να πάρουν απ’ ούλα τα καλούδια που είχε φτιάξει και να τα παινέψουν. Το σμυρναιϊκο σπίτι ήταν φιλόξενο και οι Σμυρνιές τόχανε καμάρι να ρετσιβάρουν τους μουσαφιραίους.

 

Τα φαγιά τους ήτανε μιλημένα. Ο χριστουγεννιάτικος διάνος ήθελε ολόκληρη επιστήμη για να γίνει όπως πρέπει. Παραγεμισμένος με καβουρντισμένο κυγμά με ψιλό – ψιλό κρεμμυδάκι, και ξεροψημένα κάστανα στη χόβολη του μαγκαλιού. Μπόλκο μαύρο πιπέρι και κουκουναράκια. Ροδοκοκκινισμένος και γαρνιρισμένος με ολόκληρες πατετούλες, άνοιγε σ’ όλους την όρεξη.

 

Όλα τα φαγιά που ψήνανε οι Σμυρνιές νοικοκυράδες ήτανε σωστός πειρασμός. Όποιος έτυχε να φάει το στιφάδο τους, ποτέ δεν το ξεχνά. Με μπόλικα ολόκληρα κρεμμυδάκια και όλων των λογιών τα μπαχαρικά μέσα. Το κρέας, όμως, ήπρεπε νάναι γουρουνίσιο ή αγριογούρουνο, άμα ήτανε η εποχή του. Αμ οι γιαπρακιένιες ντολμάδες με κιμά ή γιαλαντσί, τι σου λένε! ‘Η το ατζέμ πιλάφι πούμενε κουκι – κουκί, ακόμη και την άλλη μέρα. Άσε πια τα σουτζουκάκια! με το σκορδάκι και το μπόλικο κίμινο, που μύριζαν δυο μαχαλάδες πέρα. Στα γλυκίσματα και τα ρετσέλια πια, δεν τις έφτανε κανείς. Σαν έτρωγες απ’ αυτά, ήταν να γλύφεις και τα δάχτυλά σου, που λέει ο λόγος…

 

Οι γυναίκες στη Σμύρνη, δεχόντουσαν μόνο ανήμερα της Πρωτοχρονιάς και κάνανε τα βίζιτά τους (τις επισκέψεις τους) την άλλη μέρα ή την παραπάνω. Σκέτο «γυναικείο» όταν το λέγανε. Στα βίζιτα αυτά πια, γινούτανε και το «μορστράρισμα» των μποναμάδων. Ό,τι ήθελε να τους δωρήσουν την Πρωτοχρονιά, ήπρεπε να το φορέσουν στο βίζιτο εκείνο. Προ πάντων οι παντρεμένες και αρραβωνιασμένες. Ό,τι χρυσαφικό παίρνανε από τσι άντρες τους και αρραβωνιαστικούς, για καμάρι το βάζανε κι ας είχαν άλλα τόσα. Κι ήβλεπες μάτια μου χρυσαφικά/ σαν να βρισκόσουνα στα κουγιουμτζίδικα του καπαλι τσαρσιού. Κορδόνια, μακριά και κοντά και Κωσταντινάτα. Μαλαματένια βραχιόλια, λογιών – λογιών. Στριφτά, μάπες ή βέργες. Σκουλαρίκια καφασωτά που λαμποκοπούσανε. Δαχτυλίδια μονόπετρα με διαμάντια σα ρεβύθι. Στα καρέ τους φιγουράρανε ρέστες – ρέστες τα μαργαριτάρια. Πολλές φορές ανακατωμένες με αληθινά κοράλια.

 

Καταστόλιστες ξεκινούσαν για τα βίζιτα οι Σμυρνιές της καλής τάξης όπως τις λεγανε, με τα πιο καλά τους λούσα και στολίδια. Μπουάδες, μανσόν και παπούτσι λουστρίνι καϊκάκι να τρίζει. Απαραίτητο όμως ήταν το καπέλλο με φτερό. Κορδωμένες στα αστραφτερά «λαντώ», κάνανε πιο πρωτοχρονιάτικο αντέτι στα συγγενικά και φιλικά σπίτια…

 

Δωδεκαήμερο Χριστουγέννων στην αγαπημένη μας πατρίδα τη Μικρά Ασία Όπως σε όλη τη Μικρασιατική Ελλάδα έτσι και στην Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ, το σημερινό Κιόστε, το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων γιορταζόταν με χαρές, τραγούδια και ξεφαντώματα, πιο πολύ γιατί όλοι οι ταξιδεμένοι ήταν στο χωριό.

 

Παρέες παιδιών τη παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ και όχι το πρωί όπως γίνεται σήμερα, κρατώντας πολύχρωμα, φωτεινά φαναράκια ξεχύνονταν στους γιορτινούς δρόμους για να πουν σε συγγενικά και φιλικά σπίτια το «Καλήν Εσπέραν άρχοντες» που ήταν και στους στίχους και στη μουσική ίδια όπως τα λέμε σήμερα.

 

Η μέρα όμως που τα παιδιά πραγματικά ξεχνιόνταν στους δρόμους ήταν το βράδυ της παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τότε που γύριζαν όλο το χωριό, σπίτια και μαγαζιά κρατώντας στα χεράκια τους τραμπούκες και βαποράκια. Μέρες ολόκληρες ετοίμαζαν τα βαπόρια τους και τα αρματώνανε. Ήταν καταστόλιστα με πολύχρωμα, φωτεινά φαναράκια και χάρτινα φουντάκια. Έμοιαζαν με εξωτικά βαπόρια. Μερικά παιδιά είχαν την υπομονή και αντί βαπόρια έκαναν εκκλησίες χάρτινες που έμοιαζαν στην Αγία Σοφιά. Ήταν μεγάλη χαρά να τις βλέπει κανείς φωτισμένες εσωτερικά καθώς έμοιαζαν παραμυθένιες.

 

Τραγουδούσαν τον Άγιο Βασίλη όπως τραγουδιέται και σήμερα σε στίχους 16 σύλλαβους και 15 σύλλαβους Ιαμβικού μέτρου και σε στίχο και σε μουσική. Επίσης μπορεί να τραγουδούσαν και έναν άλλο Αγιο Βασιλη Τσεσμελήδικο με στίχους 15 συλλαβους αλλα μουσική ίδια με τα καλαντα των Χριστουγεννων.

 

Τα φιλοδωρήματα ήταν αρκετά και πάντοτε σε χρήμα. Τη νύχτα της παραμονής οι νοικοκυρές άφηναν γλυκίσματα και νερό για να κατέβει ο Αγιος Βασιλης και να φάει. Η συνήθεια αυτή, υποστήριζαν οι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής, συνδεόταν με τη λατρεία των νεκρων συγγενών τους κατά την αρχαιότητα και τα μειλίγματα, τις ιλαστήριες θυσιες των Αρχαίων Ελλήνων. Δεν ξεχνάμε την υψηλη μόρφωση των Μικρασιατών, ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζουν αυτήν τη λεπτομέρεια. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι Έλληνες Μικρασιάτες, ως πρόσφυγες πλέον, μετέφεραν το έθιμο αυτό το οποίο διατηρείται έως σήμερα.


Άγια Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας αποκρίθη: «Μαζέψτε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο μύλο, γιατί ο Αι-Νικόλας έρχεται με χιόνια φορτωμένος».
Ελλάδα

Αν πρωιμίσει η μυγδαλιά κι ανθίσει το Δεκέμβρη,
βαρύς χειμώνας κι όψιμος θε νά \'ρθει να μας εύρει.
Ελλάδα

Δεκέμβρη με τα κρύα σου και πώς θα ξεκρυώσω.
Ελλάδα

Δεκέμβρη μου, με πάγωσες
και πώς να ξεπαγώσω;
Μήνα μου σαρακοστιανέ
καλέ, Χριστουγεννιάτη!
Ελλάδα

Δεκέμβρης και δεν έσπειρες, λίγο σιτάρι θα ’χεις.
Ελλάδα

Δεκέμβρης μας επλάκωσε, το κρύο μας φαρμάκωσε.
Ελλάδα

Δεκέμβρης με γιορτές, Χριστουγέννων διακοπές.
Ελλάδα

Δεκέμβρης Χριστού γέννηση κι ο καλός μας χρόνος.
Ελλάδα

Μπήκε ο Δεκέμβρης; Δίκαιος όποιος έσπειρε.
Αραβία

Το τραγούδι με τον τρύγο το Δεκέμβρη παραμύθι.
Ελλάδα

Χιόνι του Δεκεμβρίου, χρυσάφι του καλοκαιριού. (ή χρυσάφι τ’ Αλωνάρη)
Ελλάδα

Ως τ’ Αγίου Νικόλαου οι τοίχοι βράζουνε κι ύστερα ξυλιάζουνε.
Ελλάδα


Πηγή: https://www.sansimera.gr/proverbs/categories/169

© SanSimera.gr

Άγια Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας αποκρίθη: «Μαζέψτε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο μύλο, γιατί ο Αι-Νικόλας έρχεται με χιόνια φορτωμένος».
Ελλάδα

Αν πρωιμίσει η μυγδαλιά κι ανθίσει το Δεκέμβρη,
βαρύς χειμώνας κι όψιμος θε νά \'ρθει να μας εύρει.
Ελλάδα

Δεκέμβρη με τα κρύα σου και πώς θα ξεκρυώσω.
Ελλάδα

Δεκέμβρη μου, με πάγωσες
και πώς να ξεπαγώσω;
Μήνα μου σαρακοστιανέ
καλέ, Χριστουγεννιάτη!
Ελλάδα

Δεκέμβρης και δεν έσπειρες, λίγο σιτάρι θα ’χεις.
Ελλάδα

Δεκέμβρης μας επλάκωσε, το κρύο μας φαρμάκωσε.
Ελλάδα

Δεκέμβρης με γιορτές, Χριστουγέννων διακοπές.
Ελλάδα

Δεκέμβρης Χριστού γέννηση κι ο καλός μας χρόνος.
Ελλάδα

Μπήκε ο Δεκέμβρης; Δίκαιος όποιος έσπειρε.
Αραβία

Το τραγούδι με τον τρύγο το Δεκέμβρη παραμύθι.
Ελλάδα

Χιόνι του Δεκεμβρίου, χρυσάφι του καλοκαιριού. (ή χρυσάφι τ’ Αλωνάρη)
Ελλάδα

Ως τ’ Αγίου Νικόλαου οι τοίχοι βράζουνε κι ύστερα ξυλιάζουνε.
Ελλάδα


Πηγή: https://www.sansimera.gr/proverbs/categories/169

© SanSimera.gr







Το ψωμί στη ζωή, στην παράδοση, στη Χριστιανική λατρεία

Του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου

 

Το αλεύρι η πρώτη και βασική ύλη για το ψωμί και από τη στιγμή που θα έλθει το άλεσμα από το μύλο, φυλάσσεται σε κατάλληλο μέρος από κάθε τι που μπορεί να το βλάψει (υγρασία, ζωύφια κλπ), μέχρι να έλθει η ώρα της αποστολής του. Μέσα στη σταθερή σχετικά θερμοκρασία του αλευριού φύλαγαν και το προζύμι παλιότερα, που δεν είχε ηλεκτροδοτηθεί ο τόπος μας και δεν υπήρχαν ψυγεία. Το ζύμωμα είναι μια ολόκληρη διαδικασία με αυστηρό τελετουργικό, που τηρείται με σεβασμό από την κάθε νοικοκυρά και ξεκινάει από το προηγούμενο βράδυ που αναπιάνει το προζύμι, αφήνοντάς το να γίνει (να φουσκώσει) μέχρι το πρωί, σε ζεστό μέρος.

 

Κάθε σπίτι ζυμώνει μια φορά τη βδομάδα ή έστω κάθε δέκα μέρες, αφού πέρα από τον κόπο της νοικοκυράς και τις άλλες δυσκολίες, απαιτείται και αρκετός χρόνος, ο οποίος είναι πολύτιμος, γιατί και άλλες δουλειές περιμένουν. Οι δε φούρνοι είναι αυτών προδιαγραφών, να χωράνε δηλαδή, το ψωμί του δεκαημέρου, γιατί άμα μείνει και περισσότερο ξεραίνεται.

 

Τελευταίες δουλειές της νοικοκυράς πριν, είναι να κόψει τα νύχια της, να πιάσει καλά τα μαλλιά της με μαντήλι και να πλύνει τα χέρια της με σαπούνι, για να αρχίσει το κοσκίνισμα στη σκάφη. Πριν ξεκινήσει, σταυρώνει τρεις φορές το κοσκινισμένο αλεύρι με το δεξί της χέρι. Ύστερα ρίχνει το προζύμι και λίγο-λίγο το ανάλογο ζεστό νερό στη σκάφη και τα χέρια της… παίρνουν φωτιά. Πρέπει να τελειώνει γρήγορα και να βάλει την ανάλογη ποσότητα ζυμαριού σε κάθε ταψί, που να μην προλάβει να κρυώσει και δε φουσκώνει. Το πλαστήρι, που είναι το «δεξί της χέρι», τη βοηθάει να ζυμώσει καλύτερα και να προετοιμάσει εκεί ξεχωριστά και με γρήγορες κινήσεις πάντα το κάθε κομμάτι για τα ταψιά. Στη συνέχεια το αφήνει να γίνει (να φουσκώσει και να γεμίσουν τα ταψιά) σε μια ζεστή γωνιά του σπιτιού, σκεπάζοντάς το καλά με χοντρά ρούχα.

 

Σχεδόν πάντα οι νοικοκυρές στον τόπο μας υπολόγιζαν περισσότερο ζυμάρι, ή και «ξέκλεβαν» λίγο από κάθε ταψί και το έβαζαν να γίνει στην πινακωτή, ή και διπλωμένο στο μεσάλι, για τη γνωστή κουλούρα. Με την πρώτη χούσβελη του φούρνου σκέπαζαν το ζυμάρι αυτό και μέχρι να έλθει η ώρα να ρίξουν τα ταψιά, είχε ψηθεί. Γνωστή και σαν φλαγούνα η κουλούρα αυτή, τη σκούπιζαν καλά από τη στάχτη και με λίγο τυρί από το βαρέλι, ήταν ένα πρόχειρο, μα πολύ νόστιμο και καλό κολατσιό που τους στύλωνε όλους.

 

Η μοσχοβολιά του ψωμιού μια – δυο ώρες αργότερα, σημαίνει πως είναι ώρα να βγει από το φούρνο. Το πρώτο μικρό καρβέλι, πραγματική αμβροσία, τρώγεται καυτό και αχνιστό εκείνη τη στιγμή, με τυρί και σαν συνέχεια της κουλούρας. Αλλά και αργότερα στο φαγητό το φρέσκο ψωμί δίνει πάντα στο τραπέζι γιορταστικό κλίμα κι ας συνοδεύει το πιο λιτό φαγητό.

 

Να σημειωθεί ακόμα πως το τελετουργικό του ζυμώματος του ψωμιού δεν διαφέρει από εκείνο της λειψής, αλλά και των κουλουριών, του εφτάζυμου, του Χριστόψωμου κλπ, που ξεκινάει οπωσδήποτε από την ευχή για τη γιορτή που ακολουθεί (όπως: «καλό, Πάσχα», «Καλά Χριστούγεννα», ή «Χρόνια πολλά», «Καλές αποκρές», κλπ).

 

Απαραίτητα σκεύη για το ζύμωμα και το ψωμί:

Η σκάφη ή (το) σκαφίδι, το πλαστήρι, οι κρησάρες (ψιλή και χοντρή), τα ταψιά (χαλκωματένια, συνήθως, που θέλουν περιοδικό γάνωμα), η ξύστρα για τα ξερά ζυμάρια από τη σκάφη (μετά το ζύμωμα) και προαιρετικά η πινακωτή (ανάλογα με το είδος του ψωμιού). Ακόμα μπορεί να είναι η γάστρα για το ψήσιμο μικρής ποσότητας ψωμιού (για μια – δυο μέρες) και η μαλάθα για τη φύλαξή του, όπου ήταν προστατευμένο και αεριζόταν για να μην μουχλιάζει.

 

Η λειτρουγιά

Τόσο το ζύμωμα της λειτρουγιάς, όσο και ο εν γένει σεβασμός σε αυτήν, αξίζει να αναφερθεί ιδιαίτερα, γιατί είναι και ιδιαίτεροι οι λόγοι για τους οποίους τις φτιάχνουν: Για μνημόσυνο, για ονομαστική γιορτή, για το καλό του σπιτιού και την υγεία όλων. Και εδώ στο ξεκίνημα της διαδικασίας το σταύρωμα και οι ανάλογες ευχές για το σκοπό που προορίζονται: «Θεός σ’χωρέστονε», αν είναι για μνημόσυνο, «Χρόνια πολλά» και άλλες ευχές για την υγεία, αν είναι για γιορτές.

Πρέπει απαραίτητα να τις φτιάξει γυναίκα «καθαρή» και που να μην έχει κοιμηθεί με τον άντρα της τις τελευταίες μέρες και το αλεύρι κοσκινίζεται δυο φορές και με ψιλή κρησάρα. Και την ώρα του κοσκινίσματος, αλλά περισσότερο την ώρα του ζυμώματος λένε διάφορες προσευχές ή και ψέλνουν εκκλησιαστικά τροπάρια και βάζουν θυμίαμα. Αφού έχει δοθεί το ανάλογο μέγεθος και σχήμα στο ζυμάρι, σφραγίζονται προσεκτικά με τη μεγάλη σφραγίδα (τη μεγάλη επιφάνεια της σφραγίδας) και διαλέγεται η αλλού καλύτερη για την εκκλησία. Μια καλοζυμωμένη και προσεγμένη λειτρουγιά δείχνει πάντα και την αξιοσύνη της νοικοκυράς. Με το ίδιο ζυμάρι φτιάχνουν και τα πανηγιάρια, που είναι ένα μικρό «ξεγέλασμα» για τα παιδιά.

 

Κανένα κομμάτι, ούτε και ψίχουλο ακόμα από τη λειτρουγιά δεν πρέπει να πέσει κάτω ή να πεταχτεί και προ πάντων να δοθεί στα σκυλιά και στις γάτες. Αν έχει αλλοιωθεί τόσο πολύ και είναι ακατάλληλη να φαγωθεί, τη δίνουνε μόνο στο γαϊδούρι που έχει το σταυρό στην πλάτη του, γιατί επάνω του κάθισε ο Χριστός.

Μόλις τελειώσουν, φροντίζουν να φυλαχτεί καλά η σφραγίδα και να μην την πιάνουν με ακάθαρτα χέρια και χωρίς λόγο.

 

Βασικό είδος διατροφής του Έλληνα το ψωμί, ταυτίστηκε με την επάρκεια αγαθών και η έλλειψή του με πείνα και δυστυχία. Η λιγοστή και δυσεύρετη μπομπότα στην κατοχή – είδος μαύρης αγοράς πολλές φορές –, έσωσε πολύ κόσμο από το θάνατο, γι’ αυτό και ποτέ μην αμφισβητούμε το σεβασμό που έχουν οι μεγαλύτεροί μας (και που επιβάλλεται να έχουμε κι εμείς) στο ψωμί. Ας αναλογιστούμε ακόμα και την αξία του στις μέρες μας, όχι μόνο σε τριτοκοσμικές χώρες, αλλά και στη χώρα μας, που με την οικονομική κρίση συνάνθρωποί μας στη διπλανή πόρτα το στερούνται. Το ψωμί και το τυρί ήταν και το μόνιμο, το καθημερινό και το γιορτινό φαΐ στο χωράφι και στο βουνό, το κολατσιό στο σχολείο, αλλά και η εύκολη – και μοναδική πολλές φορές – λύση στο σπίτι για τους ανθρώπους του τόπου μας, ολόκληρες δεκαετίες. Όλες, άλλως τε, οι παροιμίες και οι παροιμιώδεις εκφράσεις του λαού μας, που αναφέρονται στις ανάγκες τροφής του ανθρώπου, έχουν σαν θέμα τους το καλύτερο ή το νοστιμότερο ή το θρεπτικότερο φαγητό. Ας δούμε ορισμένες:

- «Άρτον και θεάματα».

- «Τον άρτον τον επιούσιον».

- «Το φαΐ είναι υφάδι και το ψωμί στημόνι».

- «Σκαφίδι και πλαστήρι» αν εύρισκε η νύφη στο νέο της σπιτικό, είχε «πάει καλά»!

- «Βγάζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του».

- «Φάε ψωμί να ζήσεις».

- «Υγεία και ξερό ψωμί».

- «Αυτή η δουλειά έχει ψωμί».

- «Έφαγα ψωμί από τα χέρια του».

 

Η ασέβεια στο ψωμί θεωρείται και αμαρτία, αφού φτάνει στην Αγία Τράπεζα κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή. «Μην το πετάτε! Είναι βλασφημία και θα μας αποειδεί ο Θεός! Με την ευλογία του παπά γίνεται Σώμα Χριστού!», μας έλεγαν οι παππούδες και οι γονείς μας.

 

Ταυτίστηκε ακόμα το ψωμί και με πολλά έθιμα και προλήψεις, που και οι κοντινοί μας πρόγονοι τηρούσαν και τηρούν ακόμα με θρησκευτική ευλάβεια, γνωστότερες από τις οποίες αναφέρουμε:

 

- Η κομμένη όψη του ψωμιού πρέπει να βλέπει πάντα προς το κέντρο του τραπεζιού.

- Αν πέσει κάτω ένα κομμάτι, το φιλάνε και το βάζουνε πάλι στο τραπέζι.

- Το μεσάλι με τα ψίχουλα από το βραδινό φαγητό δεν πρέπει να τιναχτεί το βράδυ, αλλά με το φως της επόμενης ημέρα, για μη φύγει ο πλούτος από το σπίτι. Τα ψίχουλα δε, δεν πρέπει να πέσουν σε σημείο που θα πατηθούνε, αλλά εκεί που θα τα φάνε οι κότες και τα πουλιά.

- Αν το ψωμί βγαίνει σκασμένο από το φούρνο, ή με «ανασηκωμένη» την πέτσα («ξεκαυκαλωμένο»), προμηνύει κάτι κακό για το σπίτι, ακόμα και θάνατο.

- Τα ξερά κομμάτια δεν πρέπει να πεταχτούν. Τα βρέχουνε και τα τρώνε, ή τα ρίχνουνε στις κότες.

- Αν πέσει κάρβουνο πάνω στο ψωμί την ώρα που μπαίνει, ή βγαίνει από το φούρνο, «θα φάει και ξένος» (θα έλθει μουσαφίρης να μείνει στο σπίτι).

- Ακόμα και ένα μικρό ψίχουλο ψωμί να έχει μαζί του όποιος είναι έξω τη νύχτα, αυτό και μόνο τον προστατεύει από τα ξωτικά.

- Ανάλογα το πώς βγαίνει το ψωμί από το φούρνο, μερικοί μπορούν να δουν τί καιρό θα κάνει.

 

Δεν είναι δε και καθόλου τυχαίο ακόμα ότι το υπ’ αριθμόν «ένα» είδος διατροφής μας απετέλεσε και αποτελεί αντικείμενο λαογραφικών ερευνών και αγαπημένο θέμα πολλών λογοτεχνών.

 

Τα πολύ νοσταλγικά συναισθήματα και βιώματα που κουβαλάει ο καθένας μας μέσα του από τα πρώτα παιδικά μας χρόνια στα χωριά μας, σε ό,τι έχει να κάνει με το ψωμί, είναι ένα μεγάλο «συν» που μας κρατάει σφιχτοδεμένους με τον τόπο μας, που μας κάνει να σεβόμαστε και να κρατάμε τις παραδόσεις αυτές, όπου και να βρισκόμαστε.

 

(Κάποιες από τις λέξεις βασίζονται στην Καλαβρυτινή ντοπιολαλιά)

 

Πηγή: kalavrytanews.com







Ο Δεκέμβριος στην ελληνική Παράδοση


 

Ο Δεκέμβριος ή Δεκέμβρης είναι πρώτος μήνας του χειμώνα μα τελευταίος του χρόνου. Τα πρώτα μεγάλα κρύα, τα χιόνια στα βουνά αλλά και στα πεδινά και κυρίως η μεγάλη, παγκόσμια πια, γιορτή των Χριστουγέννων, με τα λαμπιόνια και τα φώτα παντού, τις εξορμήσεις και τα ταξίδια, τα χειμερινά ρούχα και τα κασκόλ, τις βιτρίνες των καταστημάτων, τα γιορτινά τραπέζια και τους φίλους, χαρίζουν στον Δεκέμβριο μια μοναδική γοητεία.

 

Η ονομασία του προέρχεται από τον λατινικό αριθμό decem, δηλαδή δέκα, αφού ο Δεκέμβριος ήταν τότε στα… βαφτίσια ο δέκατος στη σειρά μήνας του έτους. Το decem (dieci στα ιταλικά=δέκα) τροφοδότησε και όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες (Dicembre στα ιταλικά, Diciembre στα ισπανικά, December στα αγγλικά, Dezember στα γερμανικά, Décembre στα γαλλικά, Dezembro στα Πορτογαλικά κ.ο.κ). Ο λαός μας τον λέει και Χριστουγεννιάτη, Χιονιά, Βρομαλίτη, Χριστουγεννάαρη, Χριστουγεννά, Άσπρο ή Ασπρομηνά, Χιονιά.

 

Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο λοιπόν πρωτοχρονιά ήταν η 1η Μαρτίου, έτσι ο Δεκέμβριος ήταν ο δέκατος μήνας του έτους. Το 153 π.Χ. η Σύγκλητος καθιέρωσε ως πρώτο μήνα τον Ιανουάριο και δεύτερο τον Φεβρουάριο, έτσι όλοι οι μήνες μετατοπίστηκαν κατά δύο μετά στη σειρά. Επομένως, ο Δεκέμβριος έγινε ο δωδέκατος μήνας ενώ το 46. π.Χ. καθιερώθηκε το νέο Ιουλιανό ημερολόγιο από τον Ιούλιο Καίσαρα όπου οι Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος διατήρησαν τα ονόματά τους παρά την αλλαγή σειράς τους (ένατος, δέκατος, ενδέκατος, δωδέκατος).

 

Γιορτές και Έθιμα
Της Αγίας Βαρβάρας (4 Δεκεμβρίου).

Σε πολλές πόλεις της Μικράς Ασίας «φτιάχνουν μια μεγάλη μελόπιτα, που την τοποθετούν στο τρίστρατο της γειτονιάς. Εκεί πηγαίνει ο ιερέας να την ευλογήσει. Η νοικοκυρά κόβει την πίτα και τη μοιράζει στους περαστικούς». Η έκθεση στο τρίστρατο και η προσφορά στον κόσμο θυμίζει τα δείπνα της Εκάτης, που τη λάτρευαν ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία ως «τριοδίτιν» και «ενοδία» θεά.

Του Αγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου).

Είναι ο προστάτης των ναυτιλλομένων. Σύμφωνα με τις παραδόσεις, «τα ρούχα του είναι πάντοτε βρεγμένα από την άλμη και τα γένια του στάζουν θάλασσα». Είναι ο κύριος των ανέμων και της τρικυμίας.

Του Αγίου Σπυρίδωνα (12 Δεκεμβρίου).

Τιμάται κατεξοχήν στην Κέρκυρα. Με το Ιουλιανό ημερολόγιο, το χειμερινό ηλιοστάσιο έπεφτε το 19ο αιώνα στις 9 του Δεκέμβρη. Οι άνθρωποι είχαν προσέξει αυτή τη σταδιακή αύξηση του φωτός από αυτή τη μέρα - αφού ο Ήλιος και το φως έπαιζαν, και παίζουν, σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Παρετυμολογώντας, λοιπόν, το όνομα της Αγίας Άννας, η μέρα παίρνει μια «ανάσα» ή γίνεται «άνετη», του αγίου Σπυρίδωνα, που γιορτάζει στις 12 Δεκεμβρίου, έλεγαν:
«Απ' του αγίου Σπυρίδωνα μεγαλώνει η μέρα κατά ένα σπυρί».


Στις 19 Δεκεμβρίου, παραμονή του άγιου Ιγνάτιου, η αύξηση του φωτός είναι σημαντική, παρετυμολογώντας του άγιου το όνομα έλεγαν «αύριο είναι ο άγιος Αγνάντιος αγναντεύει ο ήλιος προς το καλοκαίρι».

Στην περίοδο του Δεκέμβρη, τρεις είναι οι εμπειρίες του χρόνου που προεξάρχουν: το κρύο, το τέλος της σποράς και η μείωση του φωτός.

Στις 25 Δεκεμβρίου γιορτάζουμε τα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

 

Παροιμίες για το Δεκέμβρη

- Το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι

- Χιόνι του Δεκεμβρίου, χρυσάφι του καλοκαιριού.

- Να ‘ναι Χριστούγεννα στεγνά, τα Φώτα χιονισμένα και τα Λαμπρά βρεχούμενα, αμπάρια γιομισμένα.

- Αγιά Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας απεκρίθη: Μαζέψτε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο μύλο, γιατί Αϊ Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.

- Αν πρωιμίσει η μυγδαλιά κι ανθίσει το Δεκέμβρη, βαρύς χειμώνας κι όψιμος θε νά \'ρθει να μας εύρει.

- Δεκέμβρη με τα κρύα σου και πώς θα ξεκρυώσω.

- Δεκέμβρη μου, με πάγωσες και πώς να ξεπαγώσω;

- Μήνα μου σαρακοστιανέ καλέ, Χριστουγεννιάτη!

- Δεκέμβρης και δεν έσπειρες, λίγο σιτάρι θα ’χεις.

- Δεκέμβρης μας επλάκωσε, το κρύο μας φαρμάκωσε.

- Ως τ’ Αγίου Νικόλαου οι τοίχοι βράζουνε κι ύστερα ξυλιάζουνε.

 

Πηγή: ekklisiaonline.gr

          weebly.com

          SanSimera.gr

 




Τα έθιμα του εορταστικού Δωδεκαημέρου στη Μακεδονία

 

Μωμόγεροι, Ρουγκατσάρια, Αράπηδες

 

Μωμόγεροι

Το εθιμικό δρώμενο των Μωμόγερων, ένα από τα καρναβαλικά δρώμενα του Δωδεκαημέρου, ξεκινά την επομένη των Χριστουγέννων και διαρκεί έως και λίγο μετά τα Φώτα.

 

Πραγματοποιείται σε οκτώ δημοτικά διαμερίσματα της Κοζάνης (Τετράλοφος, Άγιος Δημήτριος, Αλωνάκια, Σκήτη, Πρωτοχώρι, Κομνηνά, Ασβεστόπετρα, Καρυοχώρι) και συνδέεται με την ισχυρή παράδοση που κράτησαν ζωντανή οι πρόσφυγες από ορισμένες περιοχές του Πόντου.

 

Ο θεός Μώμος κατά την αρχαιότητα ήταν ο θεός του γέλιου, του σαρκασμού και της σάτιρας και συνδεόταν με τις γιορτές που ήταν αφιερωμένες στον Διόνυσο.

Από εκεί προέρχεται και η αρχική ετυμολογία της λέξης «Μωμόγεροι» ή «Μωμόεροι» ή και «Μωμογέρια», που αποτελούσαν τους ακολούθους του Μώμου και τον συνόδευαν χορεύοντας, τραγουδώντας και σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις.

 

Οι χορευτικοί θίασοι των Μωμόγερων αποτελούνται από μια συγκροτημένη ομάδα νεαρών ώριμων παλικαριών, χορευτών που είναι ντυμένοι με τις παραδοσιακές τους στολές, πειθαρχούν στις εντολές και εκτελούν παραγγέλματα του αρχηγού της ομάδας. Επίσης, τη νύφη και το διάβολο ή κάποια ντυμένο ως γέρο που κατά τη διάρκεια του δρώμενου θα προσπαθήσει να κλέψει τη νύφη. Το κλέψιμο της νύφης είναι κοινό σε όλους τους θιάσους και τις παραλλαγές του εθίμου και συμβολίζει, όπως λέγεται, την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα.

 

Το περιεχόμενο των παραστάσεων του θιάσου είναι κατά κανόνα κωμικό και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να λάβει και κοινωνικές διαστάσεις.

 

Συνοδεία της ποντιακής λύρας οι Μωμόγεροι γυρίζουν όλες τις γειτονιές του χωριού, χορεύουν και τραγουδούν στο σπίτι κάθε νοικοκύρη με ευχές για τη νέα χρονιά.

 

Το έθιμο μπορεί να διαρκέσει μέχρι και τρεις ημέρες και ολοκληρώνεται αφού τα Μωμογέρια περάσουν από όλα τα σπίτια του χωριού.

 

Το εθιμικό δρώμενο των Μωμόγερων είναι εγγεγραμμένο στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας (ΟΥΝΕΣΚΟ).

 

https://www.youtube.com/watch?v=JMjaF8XY2X0

 

 

Τα Ρουγκατσάρια

Το ίδιο βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, λίγο πριν από την αλλαγή του χρόνου, στα περισσότερα ορεινά χωριά της Κοζάνης και των Γρεβενών αναβιώνουν τα «Ρουγκατσάρια».

 

Οι νέοι του χωριού, ντυμένοι με τις παραδοσιακές τους στολές, άλλοι μεταμφιεσμένοι φορώντας προβιές και κεφάλια ζώων, άλλοι με αυτοσχέδιες μάσκες αλλά με κεντρικό πρόσωπο την «μπούλα», που είναι άντρας μεταμφιεσμένος σε νύφη, και τον «ρογκατσιάρη», δηλαδή τον αράπη, περνούν από όλα τα σπίτια πίνοντας και χορεύοντας και ανταλλάσσοντας ευχές και πειράγματα με τους οικοδεσπότες.

 

Ο «ρογκατσάρης» έχει μαύρο πρόσωπο από το φούμο, καμπούρα και είναι ζωσμένος στη μέση και την πλάτη του με κυπροκούδουνα από τα γιδοπρόβατα.

Στα χέρια του κρατά ένα ρόπαλο, σαν όπλο, και με αυτό υπερασπίζεται την «μπούλα», την οποία, καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς έως και την άλλη μέρα το πρωί, κάποιοι προσπαθούν να κλέψουν. Ο ρογκατσάρης, συνοδευμένος από την υπόλοιπη ομάδα, δεν περνά απαρατήρητος. Ζωσμένος όπως είναι με τα κυπροκούδουνα τρέχει, χορεύει, προσπαθώντας να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερο θόρυβο, για να εξαφανιστούν όπως λένε οι καλικάντζαροι. Στο τέλος, προς το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς και αφού έχουν ευχηθεί σε όλα τα σπίτια, τα ρουγκατσάρια μαζεύονται στην κεντρική πλατεία και με συνοδεία από τοπικές μπάντες με χάλκινα νταούλια και ζουρνάδες στήνουν ένα τρικούβερτο γλέντι.

 

Τα «Ρουγκατσάρια» έχουν τις ρίζες τους στα χειμερινά Διονύσια και στα ρωμαϊκά Σατουρνάλια, και με ορισμένες παραλλαγές στο πέρασμα του χρόνου κατάφεραν να φθάσουν έως τις μέρες μας.

 

Το πνεύμα και το χρώμα του εθίμου διατηρείται ακόμη ζωντανό και αλώβητο στα χωριά της Κοζάνης, των Γρεβενών και σε λίγες περιοχές της Καστοριάς, και λαμβάνει χώρα ανεξάρτητα από τις θερμοκρασίες και ειδικά τη χιονόπτωση, που είναι σύνηθες φαινόμενο για την εποχή.

 

 

Οι αράπηδες

Οι αράπηδες είναι ένα παμπάλαιο δρώμενο του ορεινού χωριού Βώλακας στο Νομό Δράμας. Κάθε χρόνο στις 7 του Γενάρη εμφανίζονται στα σοκάκια και μετέπειτα στην κεντρική πλατεία του χωριού. Δρουν κατά ομάδες και η κάθε ομάδα αποτελείται από τους Αράπηδες, τον τσαούση (άντρας ντυμένος παραδοσιακά) και τη νύφη (άντρας ντυμένος με την γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά). 

 

Ο Αράπης είναι βαμμένος με καπνιά από σπιτικό φούρνο, φορά κάπα από δέρμα, καμπούρα στην πλάτη, κουδούνια δύο τύπων (μπατάλια και τσάνουβε) και κρατά στο χέρι ξύλινο σπαθί. Στην μέση έχει κρεμασμένο ένα ξύλινο ρόπαλο, όμοιο με αυτό των Αθηναικών Ανθεστηρίων. Ο Αράπης κινείται αυτοσχεδιακά στον χώρο και με πλάγιες κινήσεις χτυπά τα κουδούνια. Κινούνται κατά ομάδες υπακούοντας όλα τα μέλη στα σφυρίγματα του τσαούση.

 

Εφόσον συγκεντρωθούν στην πλατεία, κάποιοι αναλαμβάνουν το ριψοκίνδυνο πείραγμα των μικρών μελών της ομάδας, προκαλώντας την οργή των υπολοίπων. Κάποια στιγμή αρπάζουν την νύφη της ομάδας και αφού την ανεβάζουν σε μπαλκόνι με θέα την πλατεία, χτυπούν επιδεικτικά τα συστάκια που έχει κρεμασμένα στο στήθος. 

 

Αυτή η κίνηση εξαγριώνει τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας και κυρίως τους Αράπηδες. Στη συνέχεια ανεβαίνει ο τσαούσης και απελευθερώνει την νύφη ενώ συγχρόνως συλλαμβάνει τους δράστες και τους δίνει λεία στους Αράπηδες. Αυτοί τοποθετούν το ξύλινο σπαθί στο σβέρκο κάνοντας μια κίνηση αποκεφαλισμού.

 

Πιστεύουμε  ότι με την πάροδο του χρόνου τα δρώμενα αυτά πήραν Χριστιανικούς συμβολισμούς και έτσι συνεχίζονται έως τις μέρες μας. Αυτοί οι Χριστιανικοί συμβολισμοί είναι εμφανείς. Η κάπα απο δέρμα οδηγεί στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και το βαμμένο πρόσωπο στο ηλιοκαμμένο δέρμα του. Η καμπούρα στην πλάτη παραπέμπει στην καμήλα και στην έρημο οπού ζούσε, ενώ το ξύλινο σπαθί στο όργανο του αποκεφαλισμού του. Τα κουδούνια τέλος και το χτύπημά τους στην αναστάτωση και τον ξεσηκωμό που προκαλούσε με το πέρασμά του.

 

 

https://youtu.be/gsyR4S3yXXA

 

 

Πηγή πληροφοριών:

tanea.gr

dramania.gr

youtube.com





Τα «Μαστοροχώρια» της Πελοποννήσου

 

Μαστοροχώρια στην Πελοπόννησο τον 18ο και τον 19ο αιώνα υπήρχαν πολλά. Ονομαστά τέτοια, ήταν στη Γορτυνία τα χωριά Σέρβου, Ρεκούνι (Λευκοχώρι), Μπουγιάτι (Λυσσαρέα), Βρετεμπούγα (Δόξα), Βυζίκι, Ζουλάτικα (Περδικονέρι). Στην περιοχή των Καλαβρύτων τα Κλουκινοχώρια Αγία Βαρβάρα, Σόλοι, Περιστέρα, Μεσορούγι, Χαλκιάνικα επίσης η Κυνουρία με τους σπουδαίους τσάκωνες χτίστες, η Μάνη, η Επίδαυρος και στο Φενεό της ορεινής Κορινθίας τα χωριά Καλύβια, Φονιά, Γκούρα και Ταρσός.

 

Ο τόπος όμως που η χρήση και η κατεργασία της πέτρας βρήκε το κατάλληλο ανθρώπινο υλικό για να αναπτυχθεί και να εκτοξευθεί σε απίθανα ύψη τελειότητας, ήταν τα Λαγκάδια (το κρεμαστό χωριό) της Αρκαδίας. Και αυτό έγινε κυρίως από τον 17ο αιώνα μέχρι και τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.

 

Σ’ αυτό βεβαίως βοήθησε η ύπαρξη και η εύκολη πρόσβαση στην πέτρα και το ξύλο και κυρίως το ανήσυχο πνεύμα των λαγκαδινών μαστόρων της πέτρας, που μετέφεραν την πατροπαράδοτη τέχνη τους από πατέρα σε παιδί και από γενιά σε γενιά.

 

Και καθώς είναι αποδεδειγμένο ότι η ιστορική πραγματικότητα, τα ήθη και τα έθιμα αλλά και τα φυσικά χαρακτηριστικά του κάθε τόπου διαμορφώνουν τους χαρακτήρες και τα επαγγέλματα, οι μαστόροι της πέτρας άρχισαν να την πελεκάνε σιγά – σιγά φτιάχνοντας μικρά στην αρχή, πολύπλοκα και όμορφα έργα ύστερα, κυρίως γεφύρια, σπίτια και εκκλησίες, νικώντας τα φυσικά εμπόδια και φαινόμενα, σπάζοντας την απομόνωση και ερχόμενοι έτσι σε επαφή με τα διπλανά χωριά και τις πόλεις.

 

Οι Λαγκαδινοί, ακολουθώντας την τακτική της βυζαντινής περιόδου και της τουρκοκρατίας, ήσαν οργανωμένοι σε μπουλούκια (τουρ. Boluk) ή σε κομπανίες (Ιταλ. Compagnia), πράγμα που τους διευκόλυνε στο να τελειώνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα και με το καλύτερο αποτέλεσμα το έργο που αναλάμβαναν.

Είχαν εσωτερική δομή, οργάνωση και ιεραρχία που ρυθμιζόταν από τα έθιμα και τις προφορικές συμφωνίες, που η λειτουργία τους βασιζόταν σε διατάξεις και κανονισμούς.

 

Στην κορυφή, αρχηγός, ήταν ο πρωτομάστορας, που φρόντιζε για όλα. Εύρισκε τη δουλειά, συγκροτούσε το μπουλούκι, φρόντιζε για τον καταμερισμό της εργασίας, συζητούσε για το κόστος κατασκευής, αναλάμβανε τις πληρωμές, τις κάθε είδους επαφές και γενικά φρόντιζε, συντόνιζε και διακινούσε την ομάδα.

Ήταν ο πιο έμπειρος, με πολλά χρόνια στην πλάτη του, καλή φήμη, έξυπνος, δραστήριος και με φαντασία. Λόγω αυτών των προσόντων όλα τα μέλη του μπουλουκιού τον αποκαλούσαν “Μάνα”.

 

Έπειτα ήσαν οι μαστόροι (οι τεχνίτες, δηλαδή οι χτίστες),που έπαιρναν ένα μερτικό κατόπιν οι βοηθοί μαστόρων, δηλαδή οι λασπιτζήδες ( ή Τριότες) επειδή έπαιρναν τα 3/4 του μερτικού, που έφτιαχναν τη λάσπη και την πήγαιναν στους χτίστες.

 

Τέλος ήσαν τα μαστορόπουλα, δηλαδή οι μαθητευόμενοι που κουβαλούσαν πέτρες, χώμα, νερό και άμμο, φρόντιζαν τα ζώα και σκοπό είχαν να μάθουν την τέχνη και που έπαιρναν μισό μερτικό. Τα μαστορόπουλα γενικά έκαναν κάθε εργασία, που δεν ήταν εξειδικευμένη όπως πλύσιμο ρούχων και εργαλείων, μαγείρεμα και άλλα θελήματα. Πρώτα πήγαιναν στο χώρο δουλειάς μόλις λαλούσε ο κόκκορης και τελευταία έφευγαν. Πολλές φορές λόγω διαφόρων ζημιών στα εργαλεία ή τραυματισμούς ζώων ή ζημιές στις καλλιέργειες, τους κρατούσαν ένα ποσό από την αμοιβή τους ή τους απειλούσαν γι’ αυτό με τις φράσεις “θα λογαριαστούμε στο σάϊσμα”, που ήταν υφαντό από μαλλί γίδας ή “θα πέσει Πρωτοπαπαδάκης”, από το όνομα του υπουργού, που το 1922 διχοτόμησε το νόμισμα.

 

Αυτός που έβγαζε την πέτρα (το αγκωνάρι) από το νταμάρι λεγόταν “νταμαρτζής ή “λιθαράς”, που έπαιρνε επίσης ένα μερτικό ενώ εκείνος που τη δούλευε, την πελεκούσε και τη λάξευε “πελεκάνος”, ο οποίος έπρεπε να έχει μεγάλη εμπειρία, επιδεξιότητα και ευαισθησία. Πολλές φορές την τέχνη του πελεκάνου ασκούσε ο πρωτομάστορας. Τέτοια σημασία είχε η καλή εξόρυξη και η ποιότητα αλλά κυρίως το πελέκημα της πέτρας.

 

Ο αριθμός του μπουλουκιού εξαρτιόταν από το μέγεθος του έργου που θα κατασκεύαζε. Τις πιο πολλές φορές αποτελούνταν από 10-12 μαστόρους, 8-10 μαστορόπουλα και 10-15 ζώα, που δούλευαν “συντεριά”, το ένα δηλαδή πίσω από το άλλο στη σειρά. Σπάνια το μπουλούκι ξεπερνούσε τους 25 νοματαίους. Με πρώτη ύλη λοιπόν την σπουδαία αρκαδική πέτρα και με όπλο το μεράκι και τον ανθεκτικό χαρακτήρα τους, οι φημισμένοι αυτοί χτιστάδες, γυρίζαν με τα μπουλούκια τους από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη και έχτιζαν σπίτια, εκκλησίες, γεφύρια, σχολεία, μοναστήρια, βρύσες, πύργους, κάστρα, καμπαναριά, μύλους, πεζούλες και κάθε άλλου είδους κατασκευές.

 

Η ζωή, κατά τη διάρκεια της δουλειάς για τα μέλη του μπουλουκιού, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Οι συνθήκες ήταν άσχημες αφού δούλευαν “ήλιο με ήλιο” ή “άστρι μ’ άστρι”, με μικρή διακοπή για κολατσιό και φαγητό.

 

“Τι τα θές…είναι μεγάλο τούραγνο η δουλειά του χτίστη. Τον αγουρογερνάει και τον στέλνει στον τάφο παράωρα. Και, να ειπείς, μια μέρα είναι; Θα περάσει; Είναι χρόνια καιρός, βλέπεις, που λασποκοιλιόμαστε για την πεντάρα… Για το ψωμί των παιδιώνε, για το τσαρούχι, για τη ντυμασιά, για το νάχτι και την προίκα της τσιούπας, για το φουστάνι της κυράς, για το προσφάϊ και την αρτυμή, για το κερί της εκκλησιάς… Ούλοι από τούτα δυο χέρια καρτεράνε. Μα σαν ξεπέσουν… κλάφτα χαράλαμπε…”

 

Χαρακτηριστικό είναι και το τραγούδι:

 

“Της μαστοριάς τα βάσανα

της ξενιτιάς τα πάθη

τα είδε ο ήλιος κι έσβησε

και το φεγγάρι εχάθη.

Τ’ακούσανε και οι θάλασσες

και φούσκωσαν το κύμα.

Στην ξενιτειά, στην μαστοριά

είσ’ ο μισός στο μνήμα”

 

Το φαΐ για τους μαστόρους έπρεπε να ήταν καλό και πολύ, λόγω της φύσης της δουλειάς τους και γι’ αυτό όταν έτρωγαν καλά (σε περίπτωση που υπήρχε συμφωνία το φαγητό να το παρέχει το αφεντικό του έργου) έλεγαν “καλό το αφεντικό”, ενώ στην αντίθετη περίπτωση έλεγαν “κολοκύθια μας τάϊσες, κολοκύθια σπίτι θα σου φτιάσουμε”.

 

Όταν τα έξοδα σίτισης ήταν των ίδιων των μαστόρων. τότε έλεγαν ότι “πήραν τη δουλειά σύψωμο”. Στις περιπτώσεις αυτές κάποιος από το μπουλούκι ήταν υπεύθυνος για την φροντίδα του φαγητού.

 

Στη θεμελίωση και την αποπεράτωση του έργου το αφεντικό έσφαζε ένα ζώο (πρόβατο ή γίδα) ή κόκορα ενώ οι μαστόροι υπενθύμιζαν στο αφεντικό ότι:

 

τ’ ασήμια, τα ματώματα
του παπά τα δικαιώματα.

 

Τα ασήμια που ρίχνονταν στα θεμέλια τα ‘παιρναν οι μαστόροι για τα κολορίζικα, τα ματώματα ήταν τα σφαχτά και τα δικαιώματα του παπά ο αγιασμός.

 

Μια αναφορά, ενός μάστορα, στο έθιμο αυτό λέει:

“ Άμα ρίχνανε το θεμέλιο λίθο, έφερνε το αφεντικό το σφαχτό και τ’ ασήμια. Μια φορά το ’36 φτιάναμε την Ευαγγελίστρια στην Κέρτεζη κι ήταν στα θεμέλια ένας καλογερόπαπας. Όταν έψαλε τον αγιασμό, ρίξαμε τον θεμέλιο λίθο, γράψαμε τα ονόματα όλου του μπουλουκιού, του παπά και των επιτρόπων σ’ ένα χαρτί, το βάλαμε μέσα σ’ ένα μπουκάλι, πετάξαμε ένα τάλληρο στο θεμέλιο, μια πέτρα με σταυρό, βάλαμε ένα καντήλι αναμμένο και μια εικόνα. Έσφαξε τ’ αφεντικό ένα κριάρι 25 οκάδες κι εκάναμε τρικούβερτο γλέντι με κρασί και τραγούδια.”

 

Το πρώτο τραπέζι του αφεντικού προς τους μαστόρους λεγόταν διαφέτι και το τελευταίο, με το τελείωμα του έργου μπερκέτι.

 

Κατά την αποπεράτωση του σπιτιού οι μαστόροι τοποθετούσαν στην άκρη της στέγης ένα ξύλινο σταυρό, ερχόταν ο νοικοκύρης και οι συγγενείς του κι “έριχναν τις μεσσήνες” και άλλα δώρα (ρούχα κλπ), ενώ οι μαστόροι τραγουδούσαν κι εύχονταν στ’ αφεντικό “να ζήσει να το χαίρεται”.

 

Η κυριαρχία των Λαγκαδινών μαστόρων φαίνεται από το ότι ολόκληρα χωριά στην Πελοπόννησο όπως το Γεράκι στη Λακωνία, ο Μάρκος στο Πάρνωνα, η Αλέσταινα και οι Σειρές (Βερσίτσι) στην Αχαΐα, η Ανδρίτσαινα στην Ηλεία, η Δημητσάνα, το Βαλτεσινίκο, η Αλωνίσταινα και η Στεμνίτσα στη Γορτυνία κ.α, είναι χτισμένα από τους φημισμένους αυτούς μαστόρους, που έγιναν μάστοροι από ανάγκη επειδή η γη τους ήταν άγονη.

 

Σήμερα, σε κάθε γωνιά της Πελοποννήσου βλέπουμε ανόθευτη την δουλειά των σπουδαίων λαγκαδινών χτιστάδων, των άριστων μαστόρων της πέτρας, που συνέβαλαν απεριόριστα στη διαμόρφωση της παραδοσιακής της αρχιτεκτονικής.

Οι δρόμοι της μαστοριάς είναι η πορεία των ανθρώπων στις γειτονιές της Πελοποννησιακής ενδοχώρας για την εξασφάλιση των πόρων μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης σε δύσκολες εποχές. Τα ταξίδια δεν είχαν μόνο επαγγελματικό χαρακτήρα. Η συνεχής αλλαγή από τόπο σε τόπο έφερνε πιο κοντά τους τρόπους, ήθη και έθιμα, συνήθειες. Οι τόποι αυτοί πολλές φορές γίνονταν τόποι μόνιμης εγκατάστασης αφού οι γάμοι άλλαζαν τους προσανατολισμούς των ανθρώπων. Είναι σπάνιο φαινόμενο να μη συναντήσεις λαγκαδινό σε χωριό ή πόλη της Πελοποννήσου. Είναι απόγονοι των μαστόρων, που στο ταξίδι της δουλειάς αναζητώντας καλύτερη τύχη, εγκαταστάθηκαν σε μέρη πιο εύφορα από τη γενέτειρα τους.

 

Πηγή: gargalianoionline.gr

          mixanitouxronou.gr

 






Τα Χριστούγεννα στην Ελλάδα

 

Το μήνυμα της Γέννησης του Χριστού φέρνουν πρώτα από όλους τα παιδιά.

 

Την παραμονή των Χριστουγέννων ξεχύνονται στους δρόμους και με τα κάλαντα, τα εθιμικά, τα ευχετικά, τα εγκωμιαστικά τραγούδια φέρνουν από σπίτι σε σπίτι την "καλοχρονιά". Η ονομασία τους προέρχεται από τις Ρωμαϊκές Καλένδες.

 

Οι Μικρασιάτες ονόμαζαν το ημερολόγιο “καλαντάρι”. Τα κάλαντα έχουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα, όπου λέγονταν σε διάφορες εορτές Θεών.

 

Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης που ήταν στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη) στο οποίο κρεμούσαν κόκκινες και άσπρες κλωστές και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν. Άλλοτε πάλι, κρατούσαν ομοίωμα καραβιού.

 

Στο Βυζάντιο κρατούσαν είτε ραβδιά, είτε φανάρια ή ακόμα και ομοιώματα πλοίων ή και κτηρίων που ήταν στολισμένα. Στα μεταβυζαντινά χρόνια τα παιδιά κρατούσαν εικόνα του Χριστού ενώ στις παραθαλάσσιες περιοχές και στα νησιά, ένα στολισμένο καραβάκι.

 

Τα κάλαντα περιέχουν ευχές για τον νοικοκύρη, τη νοικοκυρά και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Αν η οικογένεια έχει στάνη με πρόβατα ή ο νοικοκύρης ήταν γεωργός, τότε τα κάλαντα έχουν ανάλογο περιεχόμενο και φυσικά σχετικές ευχές.

Η νοικοκυρά προσφέρει στα παιδιά γλυκίσματα, κάστανα, καρύδια και εκείνα συνεχίζουν για να “τα πουν” στο επόμενο σπίτι.

 

Πολλά από τα έθιμα των Χριστουγέννων είναι τα ίδια με αυτά της Πρωτοχρονιάς. Αυτό οφείλεται όπως εξηγεί ο λαογράφος Γ. Μέγας, στο ότι από τα μέσα του 40υ αιώνα η 25η Δεκεμβρίου είχε οριστεί όχι μόνο ως γενέθλια ημέρα του Χριστού, αλλά και ως πρώτη μέρα του έτους.

 

Τα περισσότερα έθιμα των Χριστουγέννων στρέφονται γύρω από το γιορτινό τραπέζι. Ακόμα και η σφαγή του γουρουνιού του κατ’ εξοχήν χριστουγεννιάτικου εδέσματος, για τη χώρα μας αποτελούσε ιεροτελεστία. Αλλά και το ψωμί στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι έχει και αυτό την τιμητική του. Παλαιότερα κάθε νοικοκυρά ζύμωνε το “Χριστόψωμο” ή τη χριστουγεννιάτικη κουλούρα ή τους “Σταυρούς” και τις “βλάζες”, όπως ονομάζονταν σε κάθε περιοχή.

 

Πηγή: ekklisiaonline.gr







Αγία Αικατερίνη: 25 Νοεμβρίου Βίος και έθιμα

 

Η Αγία Αικατερίνη καταγόταν από οικογένεια ευγενών της Αλεξάνδρειας και μαρτύρησε στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ. (304 μ.Χ.) Ήταν ευφυέστατη και φιλομαθής.

 

Ήδη σε ηλικία δέκα οκτώ χρονών κατείχε τις γνώσεις της ελληνικής, ρωμαικής και λατινικής φιλολογίας και φιλοσοφίας, δηλαδή γνώριζε τα έργα του Oμήρου, του λατίνου ποιητή Bιργίλιου, του Aσκληπιού, του Iπποκράτη και Γαληνού των ιατρών, του Aριστοτέλη και του Πλάτωνα και άλλων. Ήταν όμως και άρτια καταρτισμένη στα δόγματα της χριστιανικής πίστης.

 

Όταν επί Μαξεντίου (υιός του Mαξιμιανού) διεξαγόταν διωγμός εναντίον των χριστιανών, η Αικατερίνη δε φοβήθηκε, αλλά με παρρησία διέδιδε πώς ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος Αληθινός Θεός. Για το λόγο αυτό συνελήφθη από τον έπαρχο της περιοχής, ο οποίος προσπάθησε με συζητήσεις να την πείσει να αρνηθεί την πίστη της. Όταν ο έπαρχος διαπίστωσε την ανωτερότητά των λόγων της Αικατερίνης, συγκάλεσε δημόσια συζήτηση με τους πιο άξιους ρήτορες της Αλεξάνδρειας, τους οποίους όμως η Αικατερίνη αποστόμωσε. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κάποιοι από τους συνομιλητές της Αικατερίνης πείσθηκαν για τους λόγους της και ασπάστηκαν την Χριστιανική Πίστη. Μπροστά σε αυτή την κατάληξη, ο έπαρχος διέταξε να τη βασανίσουν σκληρά με την ελπίδα πώς η αγία θα λύγιζε και θα αρνιόταν τον Χριστό. Όμως η Αικατερίνη έμεινε ακλόνητη στην πίστη της. Τελικά αποκεφαλίσθηκε, ύστερα από διαταγή του έπαρχου.

 

 

Έθιμα:

 

Στην Ξάνθη, οι μητέρες που έχουν μικρά παιδιά το πρωί πηγαίνουν για νερό, με το οποίο ζυμώνουν τη ζύμη. Όταν φουσκώσει, από μικρό κομματάκι φτιάχνουν κουλουράκι. Μετά το ψήσιμό του, το αλείφουν με μέλι ή μελάσα και το βάζουν ψηλά πάνω από την πόρτα ή στην στέγη. Παραμένει εκεί «μέχρι να το ξεχάσουν».

Είναι ένα δώρο για την μπάμπα Σάρκα, γιατί η ίδια λατρεύει το γλυκό. Αν δεν υπάρχει μέλι, αλείφουν το ψωμί με μελάσα, μαντζούνι ή πετιμέζι. Από την υπόλοιπη ζύμη, ζυμώνουν στρόγγυλο ψωμί, το οποίο πάλι αλείφεται με γλυκό.

Το κομματιάζουν ακόμα ζεστό, λέγοντας «Να μας βοηθάει η Αγία Αικατερίνη» και το μοιράζονται σε όλους, δίνουν και στα σκυλιά λίγο, έτσι ώστε να μην πιάσουν λύσσα. Στη συνέχεια βγαίνουν στον δρόμο και δίνουν από το ψωμί σε όσους περνούν από κει. Πιστεύεται ότι, στο σπίτι, στο οποίο φτιάχνεται το ψωμί, δε θα μπει η αρρώστια.

 

Το δαχτυλίδι

Οι συναξαριακές διηγήσεις για το δαχτυλίδι που της έστειλε ο Χριστός, με θαυματουργικό τρόπο, συντέλεσαν ώστε οι προσκυνητές της Ιεράς Μονής Σινά να λαμβάνουν ως ευλογία ένα ασημένιο δαχτυλίδι, το οποίο από τον λαό θεωρείται ιδιαίτερης θρησκευτικής και φυλακτικής αξίας, για αυτό και είναι περιζήτητο.

Επίσης, διαδομένες στις λαϊκές αγιολογικές παραδόσεις είναι οι αγιολογικής προελεύσεως διηγήσεις για το περιστέρι που της πήγαινε τροφή στη φυλακή και για το ότι από το κομμένο κεφάλι της έτρεξε γάλα αντί για αίμα.

 

Η «αλμυροκουλούρα» και η Αγία

Σύμφωνα με ένα παλαιότερο ελληνικό έθιμο, μαρτυρημένο από τη Μήλο, το ξημέρωμα της εορτής της Αγίας τα ανύπαντρα κορίτσια έπαιρναν τρεις χούφτες αλεύρι και τρεις αλάτι από τρεις γειτόνισσές τους που είχαν παντρευτεί μόνο μία φορά και ζούσε ο σύζυγός τους. Με αυτά τα υλικά ζύμωναν μια «αλμυροκουλούρα», ένα κομμάτι της οποίας έτρωγαν πριν κοιμηθούν, επικαλούμενες την Αγία με μια σχετική επωδή. Πίστευαν ότι, καθώς στον ύπνο τους διψούσαν, μελλοντικός άντρας τους θα ήταν εκείνος τον οποίο θα έβλεπαν να τους προσφέρει νερό για να ξεδιψάσουν. Σε ορισμένες περιοχές, μάλιστα, οι εικόνες της Αγίας, κατά την εορτή της στις 25 Νοεμβρίου, στολίζονται από τις κοπέλες με άσπρα λουλούδια και νυφικά πέπλα, σε μια σαφή σύνδεσή της με τον επικείμενο γάμο τους.

 

Η Αγίας της… βροχής

Γενικώς, στις λαϊκές αγροτικές κοινωνίες πιστεύεται ότι η Aγία καταπαύει την ανομβρία και συντελεί στην έλευση της βροχής, που είναι απαραίτητη, κυρίως κοντά στη γιορτή της – και μάλιστα αν έχει προηγηθεί ξηρασία και καλοκαιρία, για το όργωμα και τη σπορά.

 

Σύμφωνα με τον Φίλιππο Βρετάκο (“Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των”): “Την ημέραν της εορτής της συνήθως βρέχει, διότι θέλει να ευεργετήση τους ανθρώπους, ως συνάγεται από την παροιμίαν “Η άγια Κατερίνα το δανείζεται το νερό” (Γορτυνία). Η βροχή κατά τα τέλη Νοεμβρίου είναι ωφέλιμος. Αν όμως ο καιρός δεν είναι βροχερός, η Αγία υποτίθεται ότι επιθυμεί να δανεισθή από άλλον άγιο και να βρέξει την ημέρα της εορτής της για να ευεργετήσει τους ανθρώπους.”

 

Ακόμα ένα παλαιότερο έθιμο ήταν αυτό της ονειρομαντείας. Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Λουκάτος στα “Φθινοπωρινά Λαογραφικά” του: “Έχουμε όμως από τα Νησιά μας λαογραφικές μαρτυρίες και για μαντικές επικλήσεις στην Αγ.Αικατερίνη, νά’ρθει κι αυτή (με τη σειρά της) στον ύπνο των κοριτσιών, και να τους αναγγείλει το γαμπρό.” Και συνεχίζει: “Να πως έχει καταγράψει ένα τέτοιο έθιμο “Ονειρομαντείας” στην Κίμωλο, το 1963, ο συνάδελφος Γ.Κ.Σπυριδάκης:

Της Αγίας Αικατερίνης, την παραμονή το βράδυ, οι οικογένειες πάνε στην Εκκλησία άρτους, με σφραγίδες (ευλογητικές). Μετά τον Εσπερινό, ο παπάς θα δώσει στην κάθε κοπέλα, ή και σε νέο, μια σφραγίδα (=κομμάτι σφραγισμένο) από τον άρτο. Αυτό το κομμάτι η κοπέλα θα το βάλει κάτω από το μαξιλάρι, πριν κοιμηθεί, και θα πει:

Αγιά μου Κατερίνα μου, δετόρου θυγατέρα,

που πέρασες την έρημο, την Αίγυπτο,

την κολυμπήθρα του γιαλού, τη μαρμαροχρυσοπηγή,

να μη φας, να μην πιεις,

α δεν έρθεις να μου πεις

ή καλό ή κακό

για τον νέο π’αγαπώ      

Αυτό θα πει τρεις βραδιές. Κι εκείνη (η αγία Κατερίνα) θα πάει να της το πει στ’όνειρό της ποιόν θα πάρει.”

 

 

 

Πηγή: xanthinews.gr

       neakriti.gr

       discoverkimolos.com

       vimaorthodoxias.gr

        ekklisiaonline.gr







Χριστουγενιάτικα έθιμα στην Ελλάδα: Τα Χριστόξυλα στη Μακεδονία, οι Μωμόγεροι στη Δράμα και η Γουρουνοχαρά στη Θεσσαλία

 

Τα Χριστόξυλα στη Μακεδονία

Σε πολλά χωριά της Μακεδονίας, από τις παραμονές των Χριστουγέννων, ο νοικοκύρης του σπιτιού ψάχνει στα χωράφια και βρίσκει ένα μεγάλο χοντρό και γερό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Βάζει λοιπόν το Χριστόξυλο στο τζάκι την παραμονή και το ανάβει αφήνοντας το να σιγοκαίει όλο το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Στη λαϊκή παράδοση πίστευαν ότι η στάχτη αυτή προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό αφού καθώς καίγεται, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη.

 

Οι Μωμόγεροι στη Δράμα

Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί της Δράμας, συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων που προέρχεται από τους Πόντιους πρόσφυγες. Η ονομασία τους προέρχεται από το μίμος ή το μώμος και το γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές τους κινήσεις. Φοράνε τομάρια λύκων ή τράγων ή είναι ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά και έχουν την μορφή γέρων. Οι Μωμόγεροι προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες όλο το δωδεκαήμερο, ψάλλοντας τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους.

 

Η Γουρουνοχαρά στη Θεσσαλία

Το σημαντικότερο χριστουγεννιάτικο έθιμο εδώ, είναι το σφάξιμο του γουρουνιού. Μετά το γδάρσιμο, αρχίζει το κόψιμο του λίπους και στην συνέχεια το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομμάτια. Το λίπος (παστό), λιώνεται και αποθηκεύεται σε μεγάλα δοχεία λαδιού για να χρησιμοποιηθεί αφού παγώσει από τις νοικοκυρές στα φαγητά τους κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Στις περισσότερες περιοχές της Θεσσαλίας, τα γουρούνια σφάζονται την ημέρα του Αγίου Στεφάνου στις 27 Δεκεμβρίου, γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομάζεται «Γρουνοστέφανος».

 

Πηγή: ekklisiaonline.gr






Χριστούγεννα με Κρητική λύρα και Χριστόψωμο: Έθιμα στην Κρήτη

 

Ήθη και έθιμα που οι ρίζες τους φθάνουν μέχρι την αρχαία εποχή αναβιώνουν κάθε Χριστούγεννα στην Κρήτη. Από αυτά τα έθιμα ξεχωρίζουν: το σφάξιμο του χοίρου, το χριστόψωμο, τα γλυκίσματα, το ποδαρικό, η μπουγάτσα και τα κάλαντα που λένε τα παιδιά γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι κρατώντας μια κρητική λύρα στο χέρι.

 

Εκτός από τα παιδιά τα οποία φέρνουν στο σπίτι την καλοτυχία, ανάλογες ιδιότητες έχουν κατά τη λαϊκή μας παράδοση και τα ζώα. Μάλιστα έβαζαν στο σπίτι ένα από τα ζώα τους, είτε αυτό ήταν βόδι, είτε αιγοπρόβατο, μέχρι να ουρήσει. Σε πολλές περιοχές της Κρήτης το βόδι είναι ευλογία και εξασφαλίζει την καλή χρονιά. Σε άλλες πάλι περιοχές έβαζαν τα παιδιά να χτυπούν στην πλάτη τη νεόνυμφη γυναίκα για να κάνει παιδιά. Πίστευαν μάλιστα ότι με το χτύπημα μεταδίδεται στη γυναίκα η γονιμοποιός δύναμη, την οποία κρύβει μέσα του χλωρό κλαρί.

 

Παλιότερα στα χωριά, δεν υπήρχε οικογένεια που να μην εκτρέφει όλο το χρόνο ένα γουρούνι για να το σφάξει τις γιορτινές μέρες. Ο χοίρος σφάζονταν την παραμονή των Χριστουγέννων, την ημέρα των Αγίων Δέκα και ήταν το κύριο Χριστουγεννιάτικο έδεσμα. Με το κρέας του έφτιαχναν: λουκάνικα, απάκια, πηχτή ή τσιλαδιά, σύγλινα (δηλαδή το κρέας του γουρουνιού κομμένο σε μικρά κομμάτια, που το έψηναν και το έβαζαν σε μεγάλα δοχεία και το κάλυπταν με το λιωμένο λίπος του ζώου), ομαθιές (έντερα χοίρου γεμισμένα με ρύζι, σταφίδες και κομματάκια συκώτι), τσιγαρίδες (κομμάτια μαγειρεμένου λίπους με μπαχαρικά που το έτρωγαν με ζυμωτό ψωμί για κολατσιό, όταν μάζευαν τις ελιές).

 

Το Χριστόψωμο

Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούν ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Πλάθουν το ζυμάρι και παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες από τη ζύμη. Στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το μαχαίρι ή με το πιρούνι, όπως λουλούδια, φύλλα, καρπούς, πουλάκια. Το κόβουν ανήμερα τα Χριστούγεννα δίνοντας πολλές ευχές. Παλαιότερα στην Κρήτη τα ζώα είχαν μερίδα και στο Χριστόψωμο. Το ανακάτευαν με τα πίτουρα και το έδιναν στα ζώα να το φάνε, για να ευλογηθούν κι αυτά.

 

Αναπαράσταση της φάτνης

Στην σπηλιά του Αϊ Γιάννη στην Μαραθοκεφάλα Κισάμου στα Χανιά, την παραμονή των Χριστουγέννων τελείται Αρχιερατική θεία λειτουργία. Η αναπαράσταση της φάτνης όπου γεννήθηκε ο Χριστός με πρόβατα, βοσκούς φωτιές σήμαντρα και το αστέρι να λάμπει στην κορυφή της σπηλιάς δίνουν ιδιαίτερο χρώμα. Παλιότερα, από την παραμονή των Χριστουγέννων οι γεωργοί, οι βοσκοί και οι ναυτικοί έλεγαν “πώς παλεύουν οι καιροί και οι αέρηδες, ποιος θα γεννηθεί και ποιος θα βαπτισθεί”. Οποίος γεννηθεί, όποιος δηλαδή υπερισχύσει και βγει νικητής την ημέρα των Χριστουγέννων, αυτός θα υπερισχύσει μέχρι και τα Φώτα, αλλα και ολόκληρο τον καινούργιο χρόνο.

 

Γλυκίσματα

Τα παραδοσιακά γλυκά των γιορτών είναι τα μελομακάρονα οι κουραμπιέδες, τα σαρίκια, οι λουκουμάδες, οι γλυκοκουλούρες, η Βασιλόπιτα. Τα μελομακάρονα βουτιούνται σε μέλι και πασπαλίζονται με κοπανισμένο καρύδι, σησάμι και κανέλα. Οι κουραμπιέδες έχουν αγνό βούτυρο, ρακί, αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη. Η ζάχαρη συμβολίζει τα χιονισμένα βουνά της εποχής. Τα σαρίκια είναι από φύλλο ζύμης, τηγανίζονται σε καυτό λάδι και πασπαλίζονται με κανέλα και σησάμι. Τα ξεροτήγανα είναι περίπου ίδια με τα σαρίκια αλλά τυλίγονται στα δάκτυλα.

 

Τα κάλαντα
Με την Κρητική διάλεκτο μνημονεύουν τα γεγονότα των εορτών, καταλήγουν με ευχές για τον νοικοκύρη του σπιτιού και λέγονται την παραμονή της κάθε γιορτής συνήθως από παιδιά που γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και τα τραγουδούν κρατώντας τρίγωνα, λύρες και λαούτα.

 

Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από Κρητικά Κάλαντα:

“Ταχειά ταχειά ν’αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώνεται τ’ αγίου Βασιλείου
Πρώτα που βγήκεν ο Χριστός
– άγιος και πνευματικός –
στη γη να περπατήσει
βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες.
Τον πρώτο που χαιρέτησε ήτον Άγιο Βασίλης
– Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλόν ζευγάριν
έχεις ”

 

Το ακοίμητο τζάκι

Πιο παλιά το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων έκοβαν κλαδιά και βλαστούς οι νοικοκυρές και οι κόρες και τα πήγαιναν στο σπίτι. Τα έβαζαν σε ποτήρι με νερό και προσμονούσαν να ανθίσουν. Το “ακοίμητο” τζάκι με τα μεγάλα κούτσουρα εξακουθεί και τις ημέρες μας να δίνει τον τόνο μιας γιορτής οικογενειακής που όλοι αναζητούν, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο νέο έτος. Οι παλαιότεροι έλεγαν πώς μέσα από την αθρακιά -την στάχτη- μπορούσαν να μαντέψουν τα μελλούμενα.

 

Η μπουγάτσα

Στο Ηράκλειο υπάρχει και το έθιμο της μπουγάτσας, όπου οι κάτοικοι καταναλώνουν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς μεγάλες ποσότητες μπουγάτσας θέλοντας να είναι γλυκιά η πρώτη τους γεύση. Μάλιστα σε όλους τους δρόμους του Ηρακλείου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στήνονται υπαίθριοι πάγκοι για την διανομή μπουγάτσας.

 

Πηγή: ekklisiaonline.gr







Ο θρύλος του «μαρμαρωμένου βασιλιά» και η χαμένη Αγία Τράπεζα στο βυθό του Μαρμαρά.

 

Ο ναός της Αγίας Σοφίας στέκει αγέρωχος ως σήμα κατατεθέν της Κωνσταντινούπολης επί 15 αιώνες. Το επιβλητικό μνημείο την εποχή που χτίστηκε ήταν ένα θαύμα της αρχιτεκτονικής που τροφοδότησε τη λαϊκή φαντασία.

 

Ένας από τους πιο δημοφιλείς θρύλους που έμεινε ζωντανός μέχρι σήμερα είναι αυτός του «μαρμαρωμένου βασιλιά».

 

Όταν η Πόλη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς, το σώμα του τελευταίου της αυτοκράτορα που την υπερασπίστηκε, δεν βρέθηκε ποτέ. Σύντομα, στην υπόλοιπη αυτοκρατορία διαδόθηκε από στόμα σε στόμα ότι ένας άγγελος του Κυρίου μαρμάρωσε το σώμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Μάλιστα διαδόθηκε η ιστορία ότι το έκρυψε μέσα στο ναό, ενώ κάποιοι είπαν ότι το έκρυψε σε κάποια σπηλιά.

 

Οι απεγνωσμένες προσπάθειες των Τούρκων να εντοπίσουν τον Παλαιολόγο απέβησαν άκαρπες. Ο θρύλος λέει ότι άγγελος το φυλάει νυχθημερόν, περιμένοντας την εντολή του Θεού για να τον ξυπνήσει. Όταν η Πόλη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς, το σώμα του τελευταίου της αυτοκράτορα εξαφανίστηκε.

 

Ένας εξίσου διάσημος θρύλος είναι αυτός των «μελισσών-αρχιτεκτόνων».

 

Όταν ο Ιουστινιανός μελετούσε την ανέγερση του ναού με τους αρχιτέκτονες, τα σχέδια που του πρότεινε ο πρωτομάστορας δεν τον ενθουσίασαν. Οι μήνες περνούσαν και δεν μπορούσαν να καταλήξουν στο σχήμα που θα έδιναν στο ναό. Τότε, σύμφωνα με το θρύλο, ο Θεός επενέβη.

 

Μία μέρα, κατά τη διάρκεια της Θείας Κοινωνίας, ο αυτοκράτορας πήγε να πάρει αντίδωρο από τα χέρια του Πατριάρχη. Καθώς προσπάθησε να το πιάσει όμως, του έπεσε κάτω και σκύβοντας να το σηκώσει, συνειδητοποίησε ότι μία μέλισσα τον είχε προλάβει.

 

Το μικρό έντομο είχε αρπάξει το αντίδωρο με το κεντρί και πέταξε έξω από το παράθυρο του ναού. Εξοργισμένος ο Ιουστινιανός έδωσε διαταγή σε όλους τους μελισσοτρόφους της αυτοκρατορίας να ανοίξουν τις κυψέλες τους να βρουν το αντίδωρο.

 

Ο μύθος αναφέρει ότι μετά από έρευνες, η μικροσκοπική «δράστις» βρέθηκε. Όταν άνοιξαν την επίμαχη κυψέλη, αντίκρισαν έκπληκτοι ότι στο εσωτερικό της, οι μέλισσες είχαν φτιάξει μία πλήρη μακέτα της εκκλησίας που ήθελε να κατασκευάσει ο Ιουστινιανός.

 

Μάλιστα, η μέλισσα είχε τοποθετήσει το αντίδωρο πάνω στην μικρογραφία της Αγίας Τράπεζας. Ο θρύλος λέει ότι ο Ιουστινιανός το εξέλαβε ως θείο μήνυμα και ακολούθησε πιστά την μακέτα των εντόμων. Από όλους τους θρύλους της Άλωσης, ο συγκεκριμένος έχει χαρακτηριστεί ως ο πιο ποιητικός.

 

Πολλά είναι τα μυστήρια που περιτριγυρίζουν και την Αγία Τράπεζα.

Ο πιο διαδεδομένος θρύλος θέλει τους Οθωμανούς να βάζουν το ιερό κειμήλιο σε ένα πλοίο το οποίο απέπλευσε μαζί με δύο ακόμα, όλα φορτωμένα με πολύτιμα αντικείμενα από τη λεία της λεηλασίας. Ωστόσο, στο ύψος της Προποντίδας τους βρήκε μεγάλη θαλασσοταραχή, με αποτέλεσμα το πλοίο να βυθιστεί. Η Αγία Τράπεζα χάθηκε στο βυθό του Μαρμαρά και παρά τις εκτενείς έρευνες δεν βρέθηκε ποτέ.

 

Από τότε μέχρι σήμερα, λέγεται ότι στο σημείο εκείνο τα νερά είναι πάντοτε γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή. Το αλλόκοτο φαινόμενο έρχονται να επιβεβαιώσουν ντόπιοι ψαράδες.

 

Το βέβαιο είναι ότι οι εντυπωσιακές και υπερφυσικές διηγήσεις για την πτώση της Κωνσταντινούπολης αποδεικνύουν το «τραύμα» που επέφερε στον χριστιανικό κόσμο η απώλεια του ναού συμβόλου. Φαίνεται ότι η μυθοπλασία λειτούργησε ως αντίβαρο στην βία και απάλυνε τον πόνο στις ψυχές των πιστών.

 

Πηγή: mixanitouxronou.gr






Το Ψωμί στην Παράδοση

 

Η Καλλιέργεια των δημητριακών στην Αττική

 

ΤΟ ΟΡΓΩΜΑ

Η σπορά γινόταν τον Οκτώβριο-Νοέμβριο μήνα. Όμως η προεργασία είχε ξεκινήσει ήδη από την Ανοιξη, όπου τότε είχε γίνει το όργωμα. Το ζευγάρισμα γινόταν από δύο ζώα συνήθως μουλάρια. Στη διάρκεια όμως του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου αντικαταστάθηκαν, αφού, τα μουλάρια είχαν επιταχθεί από το στρατό, με τα φιλόπονα και υπομονετικά γαϊδουράκια. Τα ζώα έσερναν το αλέτρι που ήταν ξύλινο. Μπροστά είχε ένα υνί πού ήταν μεταλλικό, για να είναι σκληρό και μυτερό για να σκάβει τη γη. Πίσω το αλέτρι είχε δύο ξύλινα χερούλια που τα κρατούσε ο γεωργός και έσπρωχνε και έτσι το υνί όργωνε και αυλάκωνε τη γη. Το αλέτρι με τις δύο λαβές λεγόταν ‘’γερμανικό’’. Στις πλαγιές των βουνών όπου το όργωμα ήταν πιο δύσκολο, γινόταν από το αλέτρι που είχε ένα χερούλι που παλαιότερα ήταν ξύλινο και αργότερα έγινε μεταλλικό. Το αλέτρι αυτό λεγόταν ‘’κουτσούρα’’.

 

Η ΣΠΟΡΑ

Το Σεπτέμβριο μήνα καθάριζαν τα χωράφια από τα αγκάθια και τα χόρτα και τα ετοίμαζαν για τη σπορά. Αρχικά προετοίμαζαν το σπόρο που θα χρησιμοποιούσαν κασκινίζοντάς τον. Έτσι φύτευαν. Από βραδύς έβαζαν μέσα στο σπόρο που θα χρησιμοποιούσαν την άλλη μέρα, ρόδι και σκόρδο, για να έχουν καλή σοδειά. Το πρωί πάλι που ξεκινούσαν για το χωράφι στις τρείς ή πέντε η ώρα, αν συναντούσαν κάποιον στο δρόμο δεν του μιλούσαν και συνέχιζαν την πορεία τους.

Αυτές οι προλήψεις ήταν σημαντικές για τους ανθρώπους και τις τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια, γιατί η ζωή τους εξαρτιόταν τα χρόνια αυτά από την καλή σοδιά. Οταν έφταναν στο χωράφι, αρχικά με το αλέτρι σχημάτιζαν κάποια όρια σε σχήμα ορθογώνιο παραλληλόγραμο και μέσα εκεί άρχιζαν να σπέρνουν. Έριχναν τον καρπό μέσα σε ένα κουβά ή μέσα στην ποδιά που είχαν δεμένη στη μέση τους. Με το χέρι έπαιρναν το στάρι και το έριχναν στη γη και συνέχιζαν με τον ίδιο τρόπο μέχρι να καλύψουν όλο το χωράφι. Αφού έτσι τελείωνε η πρώτη φάση της σποράς ακολουθούσε το σβάρνισμα.

 

Το σβάρνισμα (η κάλυψη του σπόρου με χώμα), γινόταν με τα ζώα που πίσω τους έσερναν μια σανίδα ή μεταλλική ράγα και προχωρώντας τα ζώα η σβάρνα (εργαλείο που χρησίμευε για την κάλυψη του σπόρου) κάλυπτε με χώμα το σπόρο. Πιο παλιά μάλιστα το σβάρνισμα γινόταν και με ένα κλαδί από δέντρα. Επειδή το χωριό είναι ορεινό και το καλλιεργήσιμο έδαφος είναι λιγοστό, έσπερναν ακόμη και στις πλαγιές. Εκεί για να σκεπάσουν το σπόρο χρησιμοποιούσαν την αξίνα. Η αξίνα είναι ένα γεωργικό εργαλείο με ξύλινη λαβή και μεταλλική κόψη που έκοβε και από τις δυο πλευρές. Η μία πλευρά είναι μυτερή και η άλλη έμοιαζε με τσεκούρι.

 

Όταν κάποιος περαστικός τύχαινε να περάσει από το χωράφι γινόταν ο εξής διάλογος:

– Καλημέρα.
– Καλημέρα.
– Καλή σοδειά,καλά μπερκέτια.

 

Ο ΘΕΡΙΣΜΟΣ

Ο θερισμός γινόταν σταδιακά. Ήδη από το Μάϊο μάζευαν τα σανά για τα ζώα. Όμως τον Ιούνιο θέριζαν κυρίως το σιτάρι, γι’ αυτό και ο μήνας αυτός λέγεται από το λαό “Θεριστής”. Πήγαιναν και θέριζαν όπως λέγανε δανεικά”. Δηλαδή μαζεύονταν πολλοί μαζί συγγενείς ή γείτονες και θέριζαν το σπόρο τη μια μέρα το χωράφι του ενός και την άλλη μέρα κάποιου άλλου. Ο ένας βοηθούσε τον άλλο, καθώς αυτές οι δουλειές την εποχή που δεν είχε γίνει ακόμη η εκμηχάνιση της παραγωγής χρειάζονταν πολλά εργατικά χέρια.

 

Οι γυναίκες θέριζαν και οι άντρες κουβαλούσαν τα δεμάτια και έφτιαχναν τις θυμωνιές. Ο θερισμός γινόταν με το δρεπάνι. Με το ένα χέρι έπιαναν τα στάχυα (ένα χερόβολο) και με το άλλο χέρι, με το δρεπάνι, τα έκοβαν και τα έβαζαν σε ένα σημείο. Όταν μάζευαν τρία-τέσσερα χειρόβολα μαζί αυτά αποτελούσαν τη λιμαριά. Η λιμαριά αποτελούσε το 1\3 του δεματιού. Μάζευαν δηλαδή τρία λιμάρια μαζί και τα έδεναν με τα δεματικά (σχοινιά για το δέσιμο των δεματιών από στάχυα. Τα δεματικά ήταν κατασκευασμένα από σίκαλη) και έτσι έκαναν ένα δεμάτι. Όταν έφτιαχναν τέσσερα δεμάτια τα φόρτωναν στα ζώα και τα έφερναν στο αλώνι. Τοποθετούσαν τα δεμάτια σε μια σειρά, ώστε να σχηματίζεται μια πυραμίδα που λεγόταν θυμωνιά.

 

Ετσι γινόταν ο θερισμός του σιταριού. Το σανό όμως το θέριζαν όπως αναφέραμε πιο πάνω το Μάϊο και τον άπλωναν να ξεραθεί. Μετά τα έδεναν σε δεμάτια με τα δεματικά και τα μετέφεραν στο σπίτι όπου τα αποθήκευαν στο στάβλο με τα ζώα. Όσον αφορά το βίκο, αφού ξεχώριζαν τον καρπό, το σανό τον έβαζαν μέσα σε κασόνια, όπου είχαν βάλει σύρματα και με αυτά έδεναν το σανό σε μπάλες.

 

ΑΛΩΝΙΣΜΑ

Το αλώνισμα, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες αγροτικές εργασίες γινόταν πολύ νωρίς, πριν τις πέντε το πρωί. Πρώτα έπαιρναν τα δεμάτια από τις θυμωνιές, τα έλυναν και τα σκορπούσαν μέσα στο αλώνι. Μετά έβαζαν τα ζώα να τρέξουν χωρίς ντουγένια για να σκορπίσουν τα δεμάτια. Στη συνέχεια έδεναν στα ζώα τα ντουγένια. Τα ντουγένια ήταν ξύλινες σανίδες που στο κάτω μέρος είχαν μεταλλικές λεπίδες για να κόβουν το σπόρο από το στέλεχος. Πάνω στα ντουγένια στέκονταν άντρες, μετά άλλαζαν και ανέβαιναν οι γυναίκες και στη συνέχεια τα παιδιά ώστε να ξεκουράζονται. Με το βάρος τους όμως πιεζόταν καλύτερα και ξεχώριζε ο καρπός. Οι ομάδες των εργατών άλλαζαν κάθε δύο ώρες περίπου. Οι άλλοι εργάτες με το κάρπολο (φτυάρι) και τα δικούλια (πιρούνες), γύριζαν τον καρπό για να αλωνιστεί καλύτερα.

 

Τα ντουγένια ήταν δεμένα το κάθε ένα σ’ένα άλλο ζώο. Αλλά και τα ζώα ήταν δεμένα μεταξύ τους σε μια σειρά με σχοινιά. Τα σχοινιά αυτά τα έδεναν σε κόμπο και έφτιαχναν θηλιές. Μέσα σε κάθε μια, έβαζαν το κεφάλι ενός ζώου. Η κατασκευή αυτή με τα σχοινιά λεγόταν λιάκος και ο ρόλος του ήταν να κατευθύνει τα ζώα στο αλώνι. Συνήθως χρησιμοποιούσαν δυο σειρές με πέντε έως επτά ζώα η κάθε μια. Η πρώτη πήγαινε μπροστά και ακολουθούσε η δεύτερη πιο πίσω. Στο πρώτο και το τελευταίο ζώο κάθε σειράς υπήρχε και ένα σχοινί με το οποίο τραβούσαν δεξιά ή αριστερά όλη τη σειρά των ζώων. Λειτουργούσε θα λέγαμε σαν τιμόνι, για να κατευθύνει τα ζώα, πότε δεξιά, πότε αριστερά, για να ξεζαλίζονται.

 

Όταν τελείωνε το αλώνισμα μάζευαν το λιώμα, το άχυρο και το σιτάρι και το ετοίμαζαν για το λίχνισμα. Μετά, με σκούπες από θυμάρι του βουνού, σκούπιζαν το αλώνι από τα υπολείμματα. Το αλώνισμα των ρεβυθιών γινόταν με παρόμοιο τρόπο. Στο κέντρο του αλωνιού υπήρχε ένα ξύλο πάνω στο οποίο έδεναν ένα ζώο που γύριζε γύρω-γύρω. Ένα παιδάκι τραβούσε το ζώο για να προχωρεί ενώ με το κάρπολο και το δικούλι γύριζαν τον καρπό.

 

Τα αλώνια ήταν στρογγυλά και χωμάτινα. Υπήρχαν δημόσια και ιδιωτικά αλώνια. Η σειρά με την οποία κάποιος θα αλώνιζε, ανακοινώνονταν από την προηγούμενη μέρα από τον πελάτη του χωριού.

 

Μέχρι να έλθει η ώρα για το αλώνισμα, οι θυμωνιές περίμεναν στο αλώνι. Ένας αγροφύλακας φύλαγε τις θυμωνιές από φωτιά ή από ζώα. Αυτός, επειδή παλαιότερα δεν υπήρχαν χρήματα, πληρωνόταν σε είδος, δηλαδή με σιτάρι. Ένας τενεκές λαδιού γεμάτος σιτάρι ήταν το μισάδι. Δυο τενεκέδες λαδιού στάρι ήταν το κιλό.

ΤΟ ΛΙΧΝΙΣΜΑ

Το τελευταίο στάδιο στη διαδικασία της σιγκομιδής του σιταριού και της μεταφοράς του στο σπίτι για φύλαξη, ήταν το λίχνισμα. Περίμεναν στις δυό – τρείς το πρωί να αρχίσει να φυσάει. Τότε έπαιρναν μια ποσότητα από το άλεσμα με την λιωπάτα (ξύλινο φτυάρι με μύτες στα άκρα για λίχνισμα) και πετώντας το ψηλά με τη βοήθεια του αέρα γινόταν ο διαχωρισμός σε άχυρο και καρπό.

 

Στη συνέχεια, αφού τελείωνε το λίχνισμα, περνούσαν το σιτάρι από ένα μεγάλο κόσκινο, το δρυμόνι, για να ξεκαθαρίσει το σιτάρι από τα υπολείματα του άχυρου. Το δρυμόνι ήταν στρογγυλό. Στην μια άκρη είχε ένα χαλκιδάκι όπου έμπαινε ένα ξύλο. Κάποιος κούναγε το ξύλο και έτσι το κόσκινο κινιόταν και κοσκίνιζε το σιτάρι. Μετά έβαζαν το σιτάρι σε σακιά και το μετέφεραν στο σπίτι. Εκεί το διατηρούσαν μέσα στα σακιά ή μέσα σε ξύλινες αποθήκες και έπαιρναν από κει τη ποσότητα που ήθελαν κάθε φορά. Τα άχυρα τα φύλαγαν στην αποθήκη μέσα στο στάβλο και αποτελούσαν την τροφή των ζώων.

 

ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ

Στη διάρκεια που γινόταν οι αγροτικές εργασίες, η οικογένεια ξυπνούσε πολύ νωρίς, γιατί έπρεπε να αρχίσουν δουλειά στις τρείς με πέντε το πρωί. Απαραίτητο ήταν λοιπόν ένα γερό πρόγευμα από τηγανόπιτες, ρέγκα, ψωμί, ελιές, τυρί και οπωσδήποτε κρασί. Στις δέκα το πρωί, αφού ήδη είχαν δουλέψει για αρκετές ώρες και είχαν κουραστεί, έκαναν διάλειμα για το κολατσιό που συνήθως ήταν απλό και πρόχειρο, ελιές, πατάτες βραστές, ντομάτες, κρεμμύδια και ψωμί.

 

Το μεσημεριανό ήταν στις δώδεκα με μία το μεσημέρι. Έφερναν στο χωράφι το φαγητό που είχαν μαγειρέψει στο σπίτι μέσα σε μεγάλο καζάνι. Συνήθως μαγείρευαν φασολάδα, πατάτες, μακαρόνια. Η μεταφορά του καζανιού γινόταν με τα χέρια και για να μην καίγονταν χρησιμοποιούσαν τσουβάλια. Πρώτα έτρωγαν οι άντρες, μετά οι γυναίκες και στο τέλος τα παιδιά.

 

Υ.Γ. Οι πιο πάνω περιγραφές αποτελούν αποσπάσματα από το βιβλίο «Σμιλεύοντας τις Μνήμες» (από την ζωή των κατοίκων της κοινότητας Βαρνάβα) της Λαογραφικής εταιρείας και του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου Βαρνάβα.

 

Πηγή: mouseio-psomiou.com

 









Παραδόσεις του ελληνικού λαού για τα ζώα

(Νικόλαος Πολίτης: Παραδόσεις του ελληνικού λαού για τα ζώα - εκδόσεις γράμματα, Αθήνα 199)

 

ΗΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩ. Οι καλές ημέρες που κάνει στα μέσα του Γενάρη λέγονται ημέρες των πουλιών. Γιατί τα γλαρόνια, που χτίζουν τότε τις φωλιές των, παρακάλεσαν το Θεό να τους χαρίσει δυο τρεις καλές ημέρες, για να μη χαλάει η τρικυμία τις φωλιές των και να ημπορούν να ξεκλωσιάζουν τα αυγά των. Ο Θεός τα άκουσε, και για τούτο εις την καρδιά του χειμώνα κάνει τρεις ημέρες καλοκαιρινές. (ΠΑΤΜΟΣ)

 

ΤΑ ΔΕΛΦΙΝΙΑ. Τον παλαιόν καιρό, όταν πινιγόταν κανένα καράβι ή έπεφτε κανείς άνθρωπος στη θάλασσα, τα δελφίνια τον έπαιρναν στη ράχη τους και τον έβγαναν στην ακρογιαλιά. Και ο άνθρωπος έδινε μια σπρωχτιά στο δελφίνι και το ‘ριχνε πάλι στη θάλασσα. Συνέβη όμως μια φορά να πεθάνει ο άνθρωπος που τον είχε το δελφίνι στη ράχη του, και έτσι να μην μπορέσει να το σπρώξει· και το δελφίνι πέθανε. Από τότε και τ’ άλλα δελφίνια δεν γλιτώνουν πλέον τους ανθρώπους. (ΜΕΣΣΗΝΙΑ)

 

Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ. Βασιλιάς των πουλιών είν’ ο Καλογιάννος, γιατί μια φορά εζητούσαν τα πουλιά βασιλιά, και ο Θεός τους είπε να γίνει εκείνος που θα πετάξει ψηλότερα. Τα πουλιά δεν ήθελαν, γιατί ήξευραν πως θα γίνει ο αετός· μόνον ο Καλογιάννος επέμενε. Παραδέχτηκαν λοιπόν τα πουλιά. Πετάει ο αετός, και άμα επέρασε όλα τα πουλιά στο ύψος και φτάσε ως εκεί που δεν ημπορούσε να πετάξει πλέον ψηλότερα, εφώναξε: «Ποιος μπορεί να πετάξει ψηλότερα από μένα;» Ο Καλογιάννος, που είχε κρυφτεί στη ράχη του αϊτού, ανατινάχτη ολίγο και εφώναξε: «Εγώ!» Και έτσι έγινε βασιλιάς. (ΑΓΡΙΝΙΟΝ ΤΗΣ ΤΡΙΧΩΝΙΑΣ)

 

Η ΧΕΛΙΔΟΝΑ. Ένα παλικάρι αγαπούσε μια νέα που δεν έδινε καμία προσοχή σ’ αυτόν. Για να την πάρει λοιπόν, τι κάνει; Άλλαξε τα ρούχα του και πουλούσε στους δρόμους μήλα. Ήλθε κι από κάτω από το σπίτι της αγαπητικιάς του και φώναζε: «Μήλα, μήλα καλά!» Εκείνη δεν τον γνώρισε και τον ρωτά: «Πόσο τα δίνεις τα μήλα;» «Όλα, κυρά μου, τα δίνω για ένα σοινίκι κεχρί» λέει αυτός. «Καλά, έλα να τ’ αγοράσομε μεις» του λέει η νέα. Μπήκε αυτός, πήρε το σοινίκι, έδωσε τα μήλα. Αλλά κει που έκανε ν’ αδειάσει το κεχρί, το έχυσε επιταυτού καταγής, κι εκάθισε ύστερα να το μαζέψει στο σάκο του σπειρί σπειρί. Η νέα είδε αυτήν την ανοησία του νέου κι εγέλασε, και του είπε πως δεν γίνεται αυτό, να μαζέψει έτσι το κεχρί, και να του δώσουν άλλο σοινίκι,. Εκείνος όμως δε εδέχτηκε, και είπε πως δεν μπορεί να κάμει αλλιώς, έτσι  θα το μαζέψει. Κι εμάζωνε όσο που ενύχτωσε. Τότε παρακάλεσε να τον αφήσουν να μείνει τη νύχτα στο σπίτι για να τελειώσει τη δουλειά του. Εκείνοι δεν υποπτεύθηκαν τίποτα, και γι’ αυτό δεν εδυσκολεύθηκαν να τον αφήσουν, τον ελεεινολογούσαν μόνο για την επιμονή του την ανόητη.

Όταν πήγαν όλοι να πλαγιάσουν, ο νέος παρατήρησε καλά που θα κοιμηθεί η αγαπητικιά του, και τα μεσάνυχτα μπήκε στην κάμερή της, την άρπαξε, και έφυγε χωρίς να τον καταλάβει κανείς, ούτε η ίδια η νέα, γιατί εκοιμότουνε βαθιά. Σαν ξημέρωσε, τότε μόνο κατάλαβε πως δεν ήταν στο πατρικό της σπίτι αλλά σε ξένο, κοντά στο νέο εκείνο που την αγαπούσε χωρίς αυτή να τον αγαπά. Αμέσως ενόησε την παγίδα που της έστησε, και αποφάσισε να μην τον αφήσει να του περάσει ο σκοπός του. Αποφάσισε λοιπόν να μη βγάλει μιλιά. Έκαμε εκείνος χίλια δυο για να βγάλει ένα λόγο από το στόμα της, αλλά εστάθη αδύνατο: εκείνη έμενε σα βουβή.

Έτσι επέρασε πολύς καιρός. Και αφού είδε ο νέος πως του κάκου εβασανίζετο, αποφάσισε να παντρευτεί άλλη, που να μιλεί τουλάχιστο. Εκεί που εγίνετο το στεφάνωμα, ήταν εμπρός και η νέα, και από τη λύπη της την πολλή, ξεσυνοϊσμένη, δεν κατάλαβε πως η λαμπάδα που κρατούσε στα χέρια εκάη τόσο, που παρ’ ολίγο να κάψει και τα δάχτυλα της. Η νύφη, σαν είδε αυτό, δεν εκρατήθη, και ανάσυρε το νύφιασμά της και της εφώναξε:

Άι, καημένη! Αν είσαι β’βή και βώκου, δεν είσαι και τυφλή τυφλώκου.

Η νέα, που έως τότε εκαμώνετο, επειράχθη πολύ και γυρίζει και λέει της νύφης: «Τρία χρόνια υπόφερα εγώ χωρίς να βγάλω μιλιά, και συ μια στιγμή δεν μπόρεσες να υποφέρεις χωρίς να μιλήσεις;» Ν’ ακούσει ο νέος την αγαπημένη του να μιλεί, εχύθη απάνου της να την πιάσει. Την άρπαξε από τις πλεξίδες, αλλ’ εκείνη γένηκε χελιδόνι και οι πλεξίδες έμειναν στα χέρια του αγαπητικού της. Μόνον δυο της απόμειναν, και αυτές είναι η ψαλιδωτή ορά του χελιδονιού. (ΣΤΕΝΗΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ)

 

Ο ΓΚΙΩΝΗΣ. Ήτανε μια φορά δυο αδέρφια, και ο ένας απ’ αυτούς ήταν δραγάτης στ’ αμπέλια. Ο άλλος, που τον ελέγαν Αντώνη, του είπε μια φορά: «Απόψε θα ‘ρθώ και θα σου κλέψω σταφύλια». Κι εκείνος του είπε: «Έρχεσαι, μα σε ντουφεκίζω!» Το βράδυ, πήγε πραγματικώς ο Αντώνης και δοκίμασε να κλέψει σταφύλια. Ο αδερφός του του ‘ριξε μια στον αέρα για να τον φοβίσει, όμως χωρίς να θέλει τον πέτυχε, και όταν εζύγωσε κοντά, τον βρήκε σκοτωμένο. Τότε, από τον πόνο του, παρακάλεσε το Θεό να τον κάμει πουλί, για να κλαίει παντοτινά τον αδερφό του. Ο Θεός τον άκουσε και τον έκαμε γκιώνη. Από τότε κλαίει τον αδερφό του τον Αντώνη, και τον φωνάζει αδιάκοπα: «Ντων! Ντων!» και δεν παύει, όσο που να στάξει από τη μύτη του αίμα. Τούτο είναι σημάδι πως ο αδερφός του παίρνει το αίμα του πίσω, και έτσι ησυχάζει. (ΑΡΑΧΟΒΑ ΤΗΣ ΛΕΒΑΔΕΙΑΣ)

 

Η ΔΕΚΟΧΤΟΥΡΑ. Ήταν ένα αρφανό κορίτσι και είχε κακή μητριά. Μια φορά που εζύμωσαν, την έστειλε να πάει το ψωμί στο φούρνο. Ήταν δεκοχτώ καρβέλια. Όταν εψήθησαν και τα ‘φερε το κορίτσι από το φούρνο, η μητριά της την αδικόβαλε πως έφαγε ένα καρβέλι, γιατί ήσαν δεκαννιά και έφερε δεκοχτώ. Το καημένο το κορίτσι έλεγε πως δεκοχτώ ήσαν τα ψωμιά, εκείνη η σκύλα τίποτα, και της έκανε χίλια δυο μαρτύρια για το καρβέλι που έχασε τάχατες. Από το μεγάλο της κακό, παρακαλέστηκε το κορίτσι στο Θεό να τη γλιτώσει, και ο Θεός την έκαμε δεκοχτούρα. Γι’ αυτό κράζει πάντα «Δεκοχτώ!» – τάχα πως τα ψωμιά ήσαν δεκοχτώ κι όχι δεκαννιά. Έτσι η πεθερά της εθύμωσε και την καταράσθη, και έγινε πουλί πετούμενο και φωνάζει ώς τα σήμερα: «Δεκοχτώ, δεκοχτώ, δεκοχτώ!» Εξαιτίας τούτου τη λένε και δεκοχτούρα. (ΚΟΡΙΝΘΙΑ)

 

Η ΜΕΛΙΣΣΑ ΚΑΙ Η ΣΦΗΚΑ. Η μελίσσα και η σφήκα ήσαν αδερφάδες γκαρδιακές και όμοιες στα πάντα. Όταν αρρώστησε κάποτ’ η μάνα τους βαριά, τις επροσκάλεσε να πάνε να την ιδούνε, και να της πάνε και τίποτα στυλωτικό. Η δόλια μελίσσα έτρεξε ντούρμα με προθυμία, κι επήγε και την επεριποιήθη με το παραπάνω και την ευχαρίστησε. Η σφήκα όμως ήβρε χίλιες πρόφασες και αιτίες, τάχα πως δεν εμπόρηγε και κείνη, δεν άδειαζε, κι άλλα χίλια δύο ψέματα, και ούτε επήγε διόλου, ούτε για τα μάτια του κόσμου, που λένε, να ιδεί την κατακαημένη μάνα οπ’ εδερνότανε με το Χάρο. Κράζει πάλε τη μελίσσα η μάνα της, σαν εκόντευε να πεθάνει, και την ευχήθηκε με ούλη της την καρδιά, να ‘ναι γλυκιασμένη σ’ ούλη της τη ζωή. Και γι’ αυτό η μελίσσα μαζώνει και φτιάνει το μέλι, και θρέφεται με τούτο. Και τη σφήκα την εκαταράθηκε ξεσκούφωτη, να ‘ναι πάντοτε πικραμένη, πεινασμένη κι αγλύκιαστη, και χαΐρι  και προκοπή να μην ιδεί ποτέ της. Και για τούτο οι σφήκες ούτε μέλι κάνουν σαν τις μελίσσες, ούτε στασιό πουθενά έχουν. (ΓΟΡΤΥΝΙΑ)

 

Πηγή: http://eranistis.net






Τραγούδια του τρανού - κοινοτικού χορού (Κόρλου μάρι) στα Βλαχοχώρια των Γρεβενών

(από το βιβλίο του Τσιαμήτρου Κ. Γιάννη, ‘Βλαχοχώρια του Α. Βερμίου’, εκδόσεις iWrite, 2020, σελ. 509-511)

 

      Ο Τρανός χορός (Κόρλου μάρι) ή Κοινοτικός ή Γενικός χορός είναι κάτι που γίνονταν εδώ και αιώνες στα βλαχοχώρια της Ελλάδας αλλά και σε όλα τα υπόλοιπα χωριά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και γενικότερα της Ελλάδας. Ο σεβασμός στην παράδοση σε όλα τα επίπεδα (χορός, έθιμα, τραγούδια, κοινωνική ζωή, εργασία, αρχιτεκτονική κλπ) για αιώνες ήταν κάτι το ιερό.

 

     Έτσι, οι βλαχόφωνοι, ιδιαίτερα στα βλαχοχώρια των Γρεβενών (Σαμαρίνα, Σμίξη, Αβδέλλα, Περιβόλι), παρά το γεγονός ότι έχει εκλείψει ο παραδοσιακός τρόπος ζωής (αστικοποίηση κλπ.) και τα χωριά ως επί το πλείστον είναι πλέον παραθεριστικά, εν τούτοις, συνεχίζουν με ευλάβεια να πραγματοποιούν το Τρανό χορό, συνήθως στην αυλή της Εκκλησίας του Πολιούχου Αγίου του χωριού ή στην πλατεία ή σε κάποιον ειδικό χώρο (π.χ. Κίνικ(ι) στο Περιβόλι, Γκόρτσο Ζάβα στη Σμίξη κλπ).

 

     Το άτρωτο σχοινί, το σχοινί της παράδοσης, που το ύφαιναν οι γενιές μέσα στους αιώνες, δεν έχει σπάσει ακόμα στα χωριά αυτά και όλοι μαζί, εκείνη την ώρα, δένουν τα χέρια τους σαν ένδειξη της ενότητας, της αλληλεγγύης της κοινότητας.

 

     Πολύ σπάνια, σήμερα, βλέπουμε το φαινόμενο αυτό στα χωριά της Ελλάδας, δηλαδή, την απόδοση των χορών με ταυτόχρονο τραγούδι και με την απουσία μουσικών οργάνων σε αυθεντική μορφή και όχι σε αναβίωση. Τα τραγούδια, λοιπόν, αυτά αποδίδονται στην ελληνική γλώσσα.

 

     Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, κάθε καλοκαίρι σχεδόν με μεράκι και με δικά μου έξοδα, σκαρφαλώνω σε αυτά τα περήφανα βλαχοχώρια, από όπου οι βλαχόφωνοι του Ανατολικού Βερμίου κατάγονται, και καταγράφω (με οπτικοαουστικά μέσα) τα τραγούδια του Τρανού χορού (όχι όψιμη απασχόληση).

 

     Στο συνεχές μου ερώτημα στους γεροντότερους, γιατί να μην υπάρχει κάποιο τραγούδι σε βλάχικο στίχο, η απάντηση από αυτούς ήτανε πάντοτε η ίδια: «Στον Τρανό χορό πάντα τραγουδούσαμε στα ελληνικά, έτσι τα βρήκαμε. Έτσι τόχουμε!». Κατέληξα λοιπόν στο συμπέρασμα ότι, το τελετουργικό, έναντι του κοσμικού, έχει μεγαλύτερη δύναμη στην παράδοση, όπως δηλαδή συμβαίνει και στην Εκκλησία.

 

     Προς Θεού, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν τραγούδια στα βλάχικα!! Ασφαλώς και υπήρχαν, όμως, κατά τη γνώμη μας, ήταν λιγοστά και αυτά όχι στον Τρανό χορό! (Από ότι πληροφορήθηκα από ηλικιωμένο παλιότερα υπήρχε - τώρα δεν υπάρχει - ένα τραγούδι σε βλάχικο στίχο στη Σαμαρίνα στον Τρανό της χορό).

 

     Τονίζουμε αυτό το γεγονός (τα πλείστα των τραγουδιών των βλαχοφώνων είναι στην ελληνική γλώσσα), περισσότερο για την ενημέρωση των νέων, γιατί τον τελευταίο καιρό οι νέοι, που αγαπάνε το βλάχικο τραγούδι, είναι δέκτες τραγουδιών μόνο σε βλάχικο στίχο από cd που κυκλοφορούνε.

 

     Κι εμένα μου αρέσει να τραγουδώ στα βλάχικα, είναι όμορφο και με ενθουσιάζει, είναι ένας πολύ ωραίος τρόπος να μάθει κανείς τη γλώσσα, όμως, οι νέοι πρέπει να γνωρίζουν ότι ο στίχος των τραγουδιών σε βλάχικο στίχο δεν είναι και ούτε ήταν μονόδρομος.

 

     Και επειδή, ο ερευνητής πρέπει να είναι αντικειμενικός και όσα γράφει πρέπει να τα στοιχειοθετεί με απόλυτα ντοκουμέντα και αποδείξεις, παραθέτω παρακάτω μόνο μερικούς από τους τίτλους (όχι όλα τα τραγούδια για ευνόητους λόγους) των τραγουδιών, που συγκέντρωσα από τους Τρανούς χορούς των βλαχοχωριών των Γρεβενών. Η θεματολογία αυτών των τραγουδιών παρατηρείται σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, πράγμα που ενισχύει τα μέγιστα την πεποίθηση ότι οι Αρμάνοι/Βλάχοι αποτελούν γνησιότατο κομμάτι του Ελληνισμού:

 

1. ΣΑΜΑΡΙΝΑ (1989)

Τραγούδια του Δεκαπενταύγουστου στον «Τσιάτσιο», τον μεγάλο χορό της Σαμαρίνας στη αυλή της εκκλησίας της Μεγάλης Παναγίας (Κοιμήσεως της Θεοτόκου):

1. Μίχος (παλιότερο), 2. Τσιάτσιος, 3. Σμαήλ-Αγά, 4. Σιώμος, 5. Αμπέλι μου πλατύφυλλο, 6. Νάμαν νιός και παλικάρι, 7. Βουλγάρα, 8. Κάτω στου Μωριά τα μέρη, 9. Στα Καστανιώτικα χωριά κλπ.

 

2. ΣΜΙΞΗ (1996)

Τραγούδια στην Σμίξη στο πανηγύρι της Παναγίας το καλοκαίρι:

α) 2η ημέρα στο εξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου (16 Αυγ.):

1. Πάπα Γιώργης (παραλλαγή του έχουμε καταγράψει και στο Δάσκιο Ημαθίας με άλλον ήχο), 2. Ένα πουλί θαλασσινό, 3. Κάτω στου Μωριά τα μέρη, 4 Αγαπούσα τα κορίτσια, 5. Αμπέλι μου πλατύφυλλο, 6. Το ορφανό παιδί.

β) 3η ημέρα πρωί- Στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου - περιοχή «Μουτσιάλη» (17 Αυγ.):

1. Απ’ τα τριάκορφα βουνά (παραλλαγή του έχουμε καταγράψει και στο Δάσκιο Ημαθίας με άλλον ήχο), 2. Εκεί πέρα κι αντίπερα, 3. Όλα τα κάστρα χαίρονται, 4. Ο Κώστας επαινεύτηκε.

γ) 3η ημέρα - απόγευμα περιοχή «Γκόρτσο Ζάββα» (17 Αυγ.):

1. Βγάτε αγόρια στο χορό (παραλλαγή του έχουμε καταγράψει και στην Σφηκιά Ημαθίας με άλλον ήχο), 2. Στο Σερριώτικο τον κάμπο, 3. Περιστερούδα (παραλλαγή του έχουμε καταγράψει και στα Ημαθιώτικα Πιέρια με άλλον ήχο), 4. Τα παλικάρια τα καλά, 5. Μπεϊνα (παραλλαγή του έχουμε καταγράψει και στα Ημαθιώτικα Πιέρια με άλλον ήχο), 6. Πάρε τη ρόκασ’ κι έλα.

 

3. ΠΕΡΙΒΟΛΙ (1998)

Τραγούδια στο Περιβόλι της Αγίας Παρασκευής (26-27-28 Iουλίου):

1. Σε περιβόλι μπαίνω (τελευταία στο Περιβόλι μπαίνω), 2. Η Κορηλιανή, 3. Στα Π’ ριβολιώτικα βουνά, 4. Η Γράμμουστα 5. Πιρουσιάνα. 6. Δεροπολίτισσα, 7. Πήγαινα το δρόμο δρόμο, 8. Δεν φταίει η Μακρινίτσα, 9. Στην κρανιά μεσ’ το μπουγάζι (το λένε με παραλλαγή και οι βλαχόφωνοι του Αν. Βερμίου), 10. Του Γκόγκου Μίσιου, 11. Δεν σε θαρρούσα ποταμιά, 12. Ο Κωσταντούλας 13. Του Ζιάκα.

 

4. ΑΒΔΕΛΛΑ (2000)

Τα κάτωθι τραγούδια τραγουδιούνται και χορεύονται χωρίς συνοδεία οργάνων, στα πανηγύρια των Αγίων Αποστόλων, της Αγίας Παρασκευής και στο τριήμερο της Παναγίας, τον Δεκαπενταύγουστο στην Αβδέλλα:

1) Σήμερα Δέσπω Πασχαλιά, 2) Πότε θα έρθει η Άνοιξη, 3) Κάτω στης Mωριάς τα μέρη, 4) Όλα τα κάστρα χαίρονται, 5) Εκεί πέρα κι αντίπερα, 6) Σουλεϊμάν Αγάς, 7) Ο Μήλιος ο πραματευτής, 8) Στου Αη Θανάση την αυλή, 9) Aντικρυστά του Γαλατά, 10) Το βράδυ βγαίνει ο Αυγερινός, 11) Γιοφύρι ήταν στη θάλασσα, 12) Eκεί κάτω στη Πρέβεζα, 13) Λαφίνα.

 

Πηγή:  imerisia-ver.gr







Νοέμβριος: Γιατί ονομάζεται κρασομηνάς, Αρχαγγελίτης και Αγιομηνάς;




Ο Νοέμβριος είναι ο ενδέκατος μήνας του Γρηγοριανού Ημερολογίου, με διάρκεια 30 ημερών. Η ονομασία του ετυμολογείται από τη λατινική λέξη November, η οποία προέρχεται από το αριθμητικό novem (εννέα), επειδή στο αρχαίο δεκάμηνο ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Νοέμβριος ήταν ο ένατος κατά σειρά μήνας.


Αργότερα, με την προσθήκη του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου, το ρωμαϊκό ημερολόγιο έγινε δωδεκάμηνο. Ο Νοέμβριος μετακινήθηκε στην ενδέκατη θέση, αλλά διατήρησε την παλιά του ονομασία.

Στην αρχαία Αθήνα ο Νοέμβριος ισοδυναμούσε με το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μήνα Πυανοψιώνα και το πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα Μαιμακτηριώνα. Την περίοδο αυτή οι Αθηναίοι γιόρταζαν τα:

Χαλκεία, κατά τα οποία οι σιδεράδες της πόλης τιμούσαν τον προστάτη Θεό τους Ήφαιστο.
Μαιμακτήρια, για να τιμήσουν τον θεό των καιρικών συνθηκών, Δία τον Μαιμάκτη, δηλαδή τον θυελλώδη και να του ζητήσουν ήπιο καιρό, σε μια εποχή που το κρύο δυνάμωνε. Από το προσωνύμιο αυτό του Δία πήραν το όνομά τους, τόσο η γιορτή, όσο και ο μήνας.


Ονομασίες του Νοεμβρίου στο λαϊκό καλεντάρι:

Σποριάς και Μεσοσπορίτης, λόγω της σποράς δημητριακών και οσπρίων.
Βροχάρης για τις βροχές του.
Ανακατωμένος, λόγω των ακατάστατων καιρικών συνθηκών.
Κρασομηνάς, επειδή ανοίγονται τα βαρέλια με το καινούργιο κρασί (σε πολλά μέρη στις 3 Νοεμβρίου, εορτή της ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου Γεωργίου).
Αϊ Ταξιάρχης, Αρχαγγελίτης, Αρχαγγελιάτης, Αϊ Στράτης και Αϊ Στράτηγος, από την εορτή των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ στις 8 Νοεμβρίου.
Αγιομηνάς, από την εορτή του Αγίου Μηνά (11 Νοεμβρίου). Την ημέρα αυτή οι γυναίκες δεν άνοιγαν ψαλίδι και οι άνδρες σουγιά, για να μην ανοίξει το στόμα του ο λύκος.
Φιλιππιάτης, από την εορτή του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου).
Αντριάς, από την εορτή του Αγίου Ανδρέα (30 Νοεμβρίου), επειδή πιστεύεται ότι το κρύο «αντρειεύει». Ο Άγιος Ανδρέας λέγεται και Τρυποτηγανάς, επειδή, όπως έλεγαν, τρυπούσε τα τηγάνια όσων δεν έκαναν τηγανίτες την ημέρα αυτή.
Από την εορτή του Αγίου Φιλίππου (14 Νοεμβρίου) έως τα Χριστούγεννα (25 Δεκεμβρίου) η Εκκλησία επιβάλλει την τήρηση νηστείας, το γνωστό Σαρανταήμερο, ενώ μία ακόμη γιορτή σηματοδοτεί εκκλησιαστικά τον Νοέμβριο: Τα Εισόδια της Θεοτόκου(21 Νοεμβρίου), που μας θυμίζουν την έλευση της νεαρής Μαρίας (μετέπειτα Θεοτόκου) στο Ναό και την αφιέρωσή της στο Θεό από τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα. Την ημέρα αυτή οι γεωργοί συνήθιζαν να έχουν αργία και να τρώνε πολυσπόρια, ένα μείγμα από δημητριακά και όσπρια. Σημαντική εκκλησιαστική γιορτή είναι και του Αγίου Στυλιανού (26 Νοεμβρίου), προστάτη των μικρών παιδιών, τα οποία «στυλώνει».

Εορτολόγιο Νοεμβρίου:

1 Νοεμβρίου Ανάργυρος, Ανάργυρη, Αργύριος, Αργυρία, Δαμιανός, Δαμιανή, Κοσμάς, Κοσμία
2 Νοεμβρίου Ακίνδυνος, Ακίνδυνη, Αφθονία, Ελπιδοφόρος, Πήγασος
3 Νοεμβρίου Ακεψιμάς
4 Νοεμβρίου Ιωαννίκιος, Ιωαννίκη, Νίκανδρος, Νικάνδρα, Πορφύριος, Πορφυρία
5 Νοεμβρίου Γαλακτίων, Γαλακτία, Επιστήμη, Λίνος, Λίνα, Σιλβανός, Σιλβάνα, Σύλβια, Σύλβιος
6 Νοεμβρίου Λεονάρδος
8 Νοεμβρίου Άγγελος, Αγγελική, Γαβριήλ, Γαβριηλία, Γαβριέλα, Ελεημονήτρια, Ευταξία, Λεμονιά, Μεταξάς, Μεταξία, Μιχαήλ, Μηχαηλία, Μιχαέλα, Πανορμίτης, Πανορμίτα, Σεραφείμ, Σεραφειμία, Σταμάτιος, Σταματίνα, Σταματία, Στρατηγός, Στρατηγώ, Ταξιάρχης, Ταξιαρχία
9 Νοεμβρίου Νεκτάριος, Νεκταρία, Ονησιφόρος, Ονησιφόρα
10 Νοεμβρίου Αρσένιος, Αρσενία, Σωσίπατρος
11 Νοεμβρίου Βικέντιος, Βικεντία, Βίκτωρ, Βικτωρία, Δράκος, Δράκων, Μηνάς
12 Νοεμβρίου Νείλος
13 Νοεμβρίου Χρυσόστομος, Χρυσοστομία
14 Νοεμβρίου Φίλιππος, Φιλιππία
16 Νοεμβρίου Ιφιγένεια, Ματθαίος, Ματθίλδη
17 Νοεμβρίου Γεννάδιος
18 Νοεμβρίου Πλάτων
21 Νοεμβρίου Δέσποινα, Καισαριανή, Μαρία, Μαριέττα, Μαριανός, Μαριανή, Μάριος, Παναγιώτης, Παναγιώτα
22 Νοεμβρίου Βαλεριανός, Βαλεριανή, Βαλέριος, Βαλέρια, Κάλλιστος, Κικιλία, Φιλήμων
23 Νοεμβρίου Αμφιλόχιος, Αμφιλοχία
24 Νοεμβρίου Κλήμης, Κλημέντιος, Κλημεντία, Κλημεντίνη
25 Νοεμβρίου Αικατερίνη, Μερκούριος
26 Νοεμβρίου Νίκων, Στέργιος, Στεργία, Στεργιανός, Στεργιανή, Στυλιανός, Στυλιανή
28 Νοεμβρίου Ειρήναρχος
29 Νοεμβρίου Φαίδρα, Φαίδρος, Φιλούμενος, Φιλουμένη
30 Νοεμβρίου Ανδρέας, Ανδρεάνα, Φρουμέντιος

Παροιμίες για τον Νοέμβριο:

Νοέμβρη νόα κι έσπερνε, Δεκέμβρη ιδέ κι απόσπειρε, κι έμπα και στ’ αμπέλι σου καλονοικοκύρης μέσα.
Νοέμβρη οργώματα κι ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
Ο Νοέμβρης έκλεισε; Τα ζευγάρια είναι στο στάβλο.
Ο Νοέμβρης κι αν βροντά, το κρασάκι να ’ναι καλά!
Ο Νοέμβρης με βροχή, σκάβει, σπέρνει όλη τη γη.
Το Νοέμβρη κρύο κάνει κι η φωτιά θα μας ζεστάνει.
Το Νοέμβρη, το Δεκέμβρη, φύτευε καταβολάδες.


Πηγή : dogma.gr

 

 

Άγιος Δημήτριος: Αρματωμένος την Αρματωσιά του Θεού




 

Ο άγιος Δημήτριος μαζί με τον άγιο Γεώργιο, είναι τα δυό παλληκάρια της χριστιανοσύνης. Αυτοί είναι κάτω στη γη, κ ο δυό αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ είναι απάνω στον ουρανό. Στα αρχαία χρόνια τους ζωγραφίζανε δίχως άρματα, πλην στα κατοπινά τα χρόνια, τους παριστάνουνε αρματωμένους με σπαθιά και με κοντάρια και ντυμένους με σιδεροπουκάμισα. Στον έναν ώμο έχουνε κρεμασμένη την περικεφαλαία και στον άλλον το σκουτάρι, στη μέση είναι ζωσμένοι τα λουριά που βαστάνε το θηκάρι του σπαθιού και το ταρκάσι πόχει μέσα τις σαγίτες και το δοξάρι. Τα τελευταία χρόνια, ύστερα από το πάρσιμο της Πόλης, οι δυό αυτοί Άγιοι και πολλές φορές κι λλοι στρατιωτικοί Άγιοι, ζωγραφίζουνται καβαλλικεμένοι απάνω σε άλογα, σε άσπρο ο άγιος Γεώργης, σε κόκκινο ο άγιος Δημήτρης. Κι μεν ένας κονταρίζει ένα θεριό κι άλλος έναν πολεμιστή, τον Λυαίο.

 

Ο Άγιος Δημήτριος, ο μεγαλομάρτυς και μυροβλύτης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 260 μ.X. Οι γονιοί του ήτανε επίσημοι άνθρωποι κι Δημήτριος κοντά στη φθαρτή δόξα που είχε από το γένος του, ήτανε στολισμένος και με χαρίσματα άφθαρτα, με φρονιμάδα, με γλυκύτητα, με ταπείνωση, με δικαιοσύνη και με κάθε ψυχική ευγένεια. Όλα τούτα ήτανε σαν ακριβά πετράδια που λάμπανε απάνω στην κορόνα που φορούσε, κι αυτή η κορόνα ήτανε η πίστη στον Χριστό.

 

Εκείνον τον καιρό βασίλευε στη Ρώμη ο Διοκλητιανός κι εχε διορισμένον καίσαρα, στα μέρη της Μακεδονίας και στα ανατολικά, ένα σκληρόκαρδο και αιμοβόρον στρατηγό που τον λέγανε Μαξιμιανό, θηρίο ανθρωπόμορφο, όπως ήτανε όλοι αυτοί οι πολεμάρχοι, που βαστούσανε κείνον τον καιρό με το σπαθί τον κόσμο, ο Διοκλητιανός, ο Μαξέντιος, ο Μαξιμίνος, ο Γαλέριος, ο Λικίνιος, πετροκέφαλοι, αγριοπρόσωποι, δυνατοσάγωνοι, πικρόστομοι, με λαιμά κοντά και χοντρά σαν βαρέλια, αλύπητοι, φοβεροί.

 

Αυτός διώρισε τον Δημήτριο άρχοντα της Θεσσαλονίκης κι ταν γύρισε από κάποιον πόλεμο, μάζεψε τους αξιωματικούς στη Θεσσαλονίκη για να κάνουνε θυσία στα είδωλα. Τότε ο Δημήτριος είπε πως είναι χριστιανός και πως δεν παραδέχεται για θεούς τις πελεκημένες πέτρες. Ο Μαξιμιανός φρύαξε και πρόσταξε να τον δέσουνε και να τον φυλακώσουνε σ΄ ένα λουτρό. Όσον καιρό ήτανε φυλακισμένος, ο κόσμος πρόστρεχε με θρήνο κι άκουγε τον Δημήτριο που δίδασκε το λαό για την πίστη του Χριστού. Ένα παλληκαρόπουλο, ο Νέστορας, πήγαινε κι αυτός κάθε μέρα κι κουγε τη διδασκαλία του.

 

Εκείνες τις ημέρες, παλεύανε πολλοί αντρειωμένοι μέσα στο στάδιο κι Μαξιμιανός χαιρότανε γι’ αυτά τα θεάματα· μάλιστα είχε σε μεγάλη τιμή έναν μπεχλιβάνη που τον λέγανε Λυαίο, άνθρωπο θηριόψυχο και χεροδύναμο, ειδωλολάτρη και βλάστημο, φερμένον από κάποιο βάρβαρο έθνος. Βλέποντας ο Νέστορας πως τους είχε ρίξει κάτω όλους αυτός ο Λυαίος, και πως καυχιότανε πως είχε τη δύναμη του Άρη και πως κανένας ντόπιος δεν αποκοτούσε να παλέψει μαζί του, πήγε στη φυλακή και παρακάλεσε τον Άγιο Δημήτριο να τον βλογήσει για να ντροπιάσει τον Λυαίο και τον Μαξιμιανό και τη θρησκεία τους. Κι άγιος Δημήτριος έκανε την προσευχή του και τον σταύρωσε και παρευθύς έδραμε ο Νέστορας στο στάδιο και πάλεψε με κείνον τον άγριο το γίγαντα και τον έριξε χάμω και τον έσφαξε.

 

Τότε ο Μαξιμιανός έγινε θηρίο από το θυμό του και μαθαίνοντας πως ο Νέστορας ήτανε χριστιανός και πως τον είχε βλογήσει ο Δημήτριος, πρόσταξε να τους σκοτώσουνε. Σαν πήγανε στη φυλακή οι στρατιώτες, τρυπήσανε τον Δημήτριο με τα κοντάρια και έτσι πήρε τ μάραντο στέφανο, στις 26 Οκτωβρίου 296· μάλιστα είναι γραμμένο πως σαν είδε τους στρατιώτες να ρίχνουνε τα κοντάρια καταπάνω του, σήκωσε ψηλά το χέρι του και τον πήρανε οι κονταριές στο πλευρό, για να αξιωθεί το τρύπημα της λόγχης που δέχτηκε ο Χριστός στην πλευρά του κ βγαλε αίμα και νερό η λαβωματιά του. Τον Νέστορα τον αποκεφαλίσανε την άλλη μέρα έξω από το κάστρο.

 

Οι χριστιανοί σηκώσανε τα άγια λείψανα και τα θάψανε αντάμα, κι π τον τάφο έβγαινε άγιο μύρο που γιάτρευε τις αρρώστιες, για τούτο τον λένε και μυροβλύτη. Απάνω στον τάφο χτίσθηκε εκκλησιά, τον καιρό που βασίλεψε ο μέγας Κωνσταντίνος. Στα κατοπινά χρόνια χτίσθηκε η μεγάλη εκκλησιά η τωρινή και στα 1143 ο βασιλέας Μανουήλ ο Κομνηνός έστειλε και πήρε στην Κωνσταντινούπολη την εικόνα του Αγίου και την έβαλε στο μοναστήρι του Παντοκράτορος που ήτανε χτισμένη η εκκλησία του από τους Κομνηνούς και που τη λένε σήμερα Ζεϊρέκ και την είχανε κάνει παλαιότερα τεκέ οι ντερβίσηδες.

 

Στα εικονίσματά του είναι ζωγραφισμένος απάνω σε κόκκινο αντρειωμένο άλογο, που κοιτάζει σαν άνθρωπος, ομορφοσελωμένο, στολισμένο με χάμουρα και με γκέμια χρυσά, με τα μπροστινά ποδάρια σηκωμένα στον αγέρα, με την ουρά ανακαμαριασμένη, αλαφιασμένο από τον Λυαίο που κείτεται ματοχωμένος χάμω, τρυπημένος από το κοντάρι του αγίου Δημητρίου.

 

Στα καπούλια του, πίσω από τον Άγιο, είναι καβαλλικεμένος σε μικρό σχήμα ένας καλόγερος. Είναι ο επίσκοπος Γαβριήλ, δεσπότης του Δαμαλά, που τον πιάσανε σκλάβο οι κουρσάροι μπαρμπερίνοι στα 1603 και τον πουλήσανε στο Αλγέρι, στον μπέη, που τον επήρε στο σεράγι του. Κάθισε κάμποσα χρόνια σκλάβος και παρακαλούσε μέρα νύχτα με δάκρυα να τον λευτερώσει ο άγιος Δημήτριος.

 

Όπου, παραμονή τ Αγίου Δημητρίου, τον είδε στον ύπνο του πως πήγε με τ λογο και τον έβαλε καβάλλα και φύγανε από την Αραπιά. Και σαν ξύπνησε το πρωί, βρέθηκε λεύτερος στη Θεσσαλονίκη και δόξασε το Θεό και τον άγιο Δημήτριο και μπήκε σ να καράβι και πήγε στον Πόρο κι π τότε στα εικονίσματά του ζωγραφίζανε και το δεσπότη.

 

Πηγή: ekklisiaonline.gr

 

Μενούσης

 

Μία ιστορία δωρική, δυνατή και τραγική, αφηγείται το λαοφιλές δημοτικό τραγούδι του «Μενούση» που τραγουδιέται και χορεύεται σε όλη την Ελλάδα, από τη Θράκη
μέχρι και τα νησιά, χαρακτηριζόμενο πλέον ως πανελλήνιο.

 

Τραγούδι και χορός που προέρχεται από την Ήπειρο και εξαπλώθηκε σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Η ιστορία στην οποία αναφέρεται το τραγούδι είναι αληθινή.

 

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας τρεις φίλοι, δύο Έλληνες, ο Μενούσης και ο Μπερμπίλης, και ένας Τούρκος, ο Ρεσούλ-Αγάς, βρίσκονται σε ένα ταβερνάκι και γλεντούν. Πάνω στην κουβέντα, αρχίζουν και μιλούν για τις όμορφες γυναίκες.

 

Ένας από την παρέα απευθύνεται στον Μενούση και του μιλά για τη γυναίκα του και το πόσο όμορφη είναι. Στην εποχή εκείνη το να γίνεται κουβέντα για μια γυναίκα σε μια αντροπαρέα και μάλιστα με υπονοούμενα για την ομορφιά της, ήταν ό,τι πιο ατιμωτικό για την ίδια αλλά και για τον άντρα της. Η γυναίκα για να θεωρείται τίμια, σύμφωνα με τον ηθικό κώδικα της εποχής, έπρεπε όχι μόνο να μην κυκλοφορεί η ίδια στον δρόμο άσκοπα και ασυνόδευτη, αλλά και να μην κυκλοφορεί ούτε καν το όνομά της.

 

Ο Μενούσης, λοιπόν, θιγμένος ρωτά να μάθει πού την είδε ο Ρεσούλ- Αγάς. Αυτός του απαντά πως τη βρήκε στο πηγάδι να παίρνει νερό και όχι μόνο αυτό, αλλά της μίλησε κι εκείνη του απάντησε, του έδωσε δηλαδή σημασία. (Σε άλλη παραλλαγή του τραγούδια η γυναίκα του Μενούση φέρεται να δέχεται να πλύνει το μαντήλι του αγνώστου, όταν αυτός της το ζητά).

 

Ο Μενούσης, μη θέλοντας να πιστέψει όσα του λέει ο φίλος του, του ζητά να περιγράψει τι φορούσε η γυναίκα του. Με θολωμένο μυαλό απ’ το κρασί, επιστρέφει σπίτι και την σκοτώνει. Το πρωί, όταν ξεμέθυσε και κατάλαβε το λάθος, ήταν πια αργά. Κι εκεί αρχίζει το μοιρολόι του για την όμορφη γυναίκα του…

 

«Ο Μενούσης, ο Μπερμπίλης κι ο Ρεσούλ Αγάς,
σε κρασοπουλειό πηγαίναν για να φαν να πιούν.
Κει που τρώγαν, κει που πίναν και που γλένταγαν,
κάπου πιάσαν τη κουβέντα για τις όμορφες.
Όμορφη γυναίκα που `χεις βρε Μενούσ’ Αγά!
Πού την είδες, πού την ξέρεις και τη μολογάς;
Χθες την είδα στο πηγάδι που `παιρνε νερό
και της `δωσα το μαντήλι και μου το `πλυνε.
Αν την ξέρεις κι αν την είδες, πες μου τι φορεί;
Ασημένιο μεσοφόρι με χρυσό φλουρί.
Κι ο Μενούσης, μεθυσμένος πάει την έσφαξε.
Το πρωί ξεμεθυσμένος πάει την έκλαψε.
Σήκω πάπια μ’, σήκω χήνα μ’, σήκω πέρδικα μ’.
Σήκω λούσου και χτενίσου κι έμπα στο χορό.
Να σε δουν τα παλληκάρια να μαραίνονται.
Να σε δω κι εγώ ο καημένος και να χαίρομαι.»

 

Τραγούδι τόσο δημοφιλές, που καταγράφονται διαφορετικές παραλλαγές του ακόμη και από το ίδιο χωριό, ο «Μενούσης» πέρασε στη σχολική μουσική εκπαίδευση, όντας ζωντανός στη λαϊκή παράδοση και επιβιώνοντας ακόμα. Παρόλο που οι ρίζες κάποιων παραλλαγών του μπορεί να φτάνουν ως τα ακριτικά τραγούδια του ελληνικού Μεσαίωνα, οι περισσότερες παραλλαγές χρονολογούνται στα τέλη του17ου-αρχές18ου αιώνα (μετά τα μέσα του 19ου αιώνα η λαοφιλής ηπειρώτικη εκδοχή του τραγουδιού). Μπορεί να αλλάζουν τα ονόματα των παρευρισκομένων, το σημείο συνάντησης του άντρα με τη γυναίκα ή τα ρούχα της, αλλά η ιστορία παραμένει η ίδια: ο φόνος μιας γυναίκας που έπεσε θύμα συκοφαντίας και επιπολαιότητας του συζύγου της.

 

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ:

Κυκλικός χορός που χορευόταν σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Ηπείρου από άνδρες και γυναίκες με λαβή από τις παλάμες και λυγισμένους τους αγκώνες. Αποτελείται από 10 κινήσεις που επαναλαμβάνονταν σ’ όλη τη διάρκεια του χορού και διαφοροποιούνταν από περιοχή σε περιοχή. Ο χορός χορεύεται σε ανοικτό κύκλο. Το τραγούδι συμμετείχε σε παγκόσμιο διαγωνισμό παραδοσιακής μουσικής με ερμηνευτή τον αείμνηστο μουσικό του είδους (κλαρίνο) Τάσο Χαλκία. Η επιτροπή ενθουσιασμένη από τη μελωδικότητα του τραγουδιού, την ερμηνεία του κλαρίνου και το σεξπηρικό τέλος, απένειμε το 1ο βραβείο.

 

Το μέτρο του χορού είναι 4/4 και χορεύεται με δέκα (10) βασικά βήματα.

 

Συμπληρωματικό υλικό: http://www.tovima.gr/
Πηγές: http://pelop.pde.sch.gr/
http://www.musicheaven.gr/

 

Πηγή: www.epiaspalathon.gr

 

 

 

Οκτώβριος: όνομα, συνήθειες, παραδόσεις, λαϊκή σοφία

 

Ο Οκτώβριος ή Οκτώβρης είναι ο δεύτερος μήνας του φθινοπώρου και δέκατος όλου του χρόνου στο Ιουλιανό και το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Είναι ένας από τους 7 μήνες που έχουν 31 μέρες (Ιανουάριος, Μάρτιος, Μάιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Δεκέμβριος οι άλλοι).

 

Από που πήρε το όνομά του: Η ονομασία του προέρχεται από το λατινικό October, -bris. Octo είναι το οκτώ και ottavo ο έβδομος. Αυτό το otto τροφοδότησε και όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες (otto στα ιταλικά, ocho στα ισπανικά, eight στα αγγλικά,  acht στα γερμανικά κ.ο.κ). Οι Ρωμαίοι τον ονόμαζαν και Sementilius (semen = σπόρος), από την σπορά, βασική ασχολία της εποχής.

 

Γιατί ονομάστηκε «όγδοος» αφού είναι ο δέκατος;
Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο πρωτοχρονιά ήταν η 1η Μαρτίου, έτσι ο Οκτώβριος ήταν ο όγδοος μήνας του έτους. Το 153 π.Χ. η Σύγκλητος καθιέρωσε ως πρώτο μήνα τον Ιανουάριο και έτσι ο Οκτώβριος έγινε ο δέκατος μήνας ενώ το 46. π.Χ. καθιερώθηκε το νέο Ιουλιανό ημερολόγιο από τον Ιούλιο Καίσαρα όπου οι Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος διατήρησαν τα ονόματά τους παρά την αλλαγή σειράς τους (ένατος, δέκατος, ενδέκατος, δωδέκατος).

 

Πως αλλιώς λέγεται:
Οχτώβρης
, Αηδημητριάτης από τη μεγάλη γιορτή του Αγίου Δημητρίου που αποτελεί το ορόσημο του χειμώνα.
Σπαρτής ή Σπαρτάς ή Σποριάς γιατί σπέρνουμε πολλά στις μέρες του και είναι η βασική γεωργική ασχολία.
Παχνιστής γιατί καλύπτονται από πάχνη οι αγροί
Μπρουμάρης
δηλαδή ομιχλώδης και σκοτεινός.
Τρυγομηνάς (από τον τρύγο) τον ονομάζουν οι Έλληνες του Πόντου, αν και έτσι είναι γενικώς γνωστός ο Σεπτέμβριος και όχι ο Οκτώβριος.
Νειαστής (αρχ.): με πολλά οργώματα (νεάω = οργώνω χέρσα γη).

 

Χριστιανική Παράδοση: η χριστιανική παράδοση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την γιορτή του Αγίου Δημητρίου στις 26 του μήνα, μεγάλου αγίου της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και πολιούχου της Θεσσαλονίκης. Η γιορτή του Αγίου Δημητρίου με εκείνη του Αγίου Γεωργίου χώριζαν το γεωργικό έτος σε δύο εξάμηνα (τέταρτος, δέκατος μήνας) και πραγματικά σήμαιναν την έλευση του χειμώνα.

 

Με ποιες συνήθειες/φαινόμενα συνδέεται:
Τα πρωτοβρόχια:
οι πρώτες αξιοσημείωτες βροχές που τόσο τις έχει ανάγκη το χώμα, τα φυτά, όλα.
Τα σύννεφα πυκνώνουν, τα φύλλα αρχίζουν να πέφτουν, η φύση ξεκινά να χάνει πολύ από το πράσινο χρώμα της, ο ήλιος μικραίνει.
3 Οκτωβρίου: Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, πολιούχου Αθηνών.
18 Οκτωβρίου: του Ευαγγελιστή Λουκά.
26 Οκτωβρίου
: του Αγίου Δημητρίου, γιορτή που έδωσε τα προσωνύμια «Αι-Δημητριάτης» και «Αι-Δημήτρης» στον μήνα.

Φρούτα και λαχανικά: Ακτινίδια, αχλάδια, λεμόνια, μήλα, ρόδι, σταφύλια, φραγκόσυκα, ροδάκινα, κουνουπίδι, καρότα, κολοκύθια, ραδίκια, κρεμμύδι, λάχανο, μαρούλια, μελιτζάνες, ντομάτες, πατάτες, παντζάρια, πιπεριές, σέλινο, σπανάκι, φασολάκια.
Μαζεύουμε: σπανάκι, κουνουπίδια, λάχανα
Φυτεύουμε: σέλινα, πράσα, μαϊντανό, κρεμμύδια, κουκιά, σκόρδα.
Ανθίζουν: Είναι η εποχή που πρωτανθίζουν τα κυκλάμινα και τα αϊδημητριάτικα. «Κυκλάμινο, κυκλάμινο, στου βράχου τη σχισμάδα που βρήκες χρώματα κι ανθείς, που μίσχο και σαλεύεις;» (Γιάννης Ρίτσος)

 

Παροιμίες:
Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη, έχει οκτώ σειρές στ’ αλώνι ή Οκτώβρης και δεν έσπειρες οκτώ σωρούς δεν έκανες.
Οκτώβρη και δεν έσπειρες καρπό πολύ δεν παίρνεις.
Οκτώβρης και δεν έσπειρες, σιτάρι λίγο θα ‘χεις.
Οκτώβρη και δεν έσπειρες λίγο ψωμί θα πάρεις.
Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες.
Οκτώβρη και δεν έσπειρες, τρία καλά δεν έκαμες.
Οκτώβρης βροχερός, Οκτώβρης καρπερός.
Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια.
Άη Δημητράκη μου, μικρό καλοκαιράκι μου.
Αν δε χορτάσει ο Οκτώβριος τη γη, πούλησε τα βόδια σου και αγόρασε σιτάρι.
Άσπορος μη μείνεις, άθερος δε μένεις.
Οκτώβρης-Οκτωβροχάκης το μικρό καλοκαιράκι.
Τ’ άη – Δημητριού, τι είσαι ‘σύ και τι ‘μαι εγώ λέει το νιο κρασί στο παλιό.
Τ’ Άη Λουκά σπείρε τα κουκιά.
Τα σταφύλια τρυγημένα και τα σκόρδα φυτεμένα.

 

Αργίες: 28 Οκτωβρίου, γιορτή του ΟΧΙ

 

Πηγή: elniplex.com

 

 

 

 

Αινίγματα και Γνωμικά

 

 

Το αίνιγμα είναι η αναφορά των ιδιοτήτων και των γνωρισμάτων ενός αντικείμενου, χωρίς ν' αναφέρεται το ίδιο το αντικείμενο. Η περιγραφή είναι τέτοια, ώστε οδηγεί τον ακροατή ή τον αναγνώστη στην ανακάλυψη του αντικείμενου. Τα αινίγματα αποτελούν ιδιαίτερο κλάδο λαογραφίας στους περισσότερους λαούς. Αινιγματικές εκφράσεις και παραβολές βρίσκονται στο βιβλίο της γένεσης καθώς και στα βιβλία των προφητών. Τεράστια λογοτεχνική και γραμματολογική αξία παρουσιάζουν οι Περσικοί λογογράφοι, αινίγματα με λογογραφική μορφή. Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν σαν αφετηρία των αρχαίων ελληνικών αινιγμάτων τους χρησμούς των μαντείων. Οι χρησμοί ήταν μια διφορούμενη απάντηση και χρειαζόταν σκέψη για να ανακαλυφθεί η ορθή σημασία τους. Γνωστό, επίσης, από τη μυθολογια είναι το αινίγματα της Σφίγγας.

Στην Ελλάδα το αίνιγμα είναι καρπός της λαϊκής δημιουργίας και στοιχείο της φιλοσοφίας του λαού.

 

Στα νεοελληνικά χρόνια, θα βρούμε πολλά αινίγματα, διατυπωμένα με λιτότητα, φραστικό ρυθμό, συντομία και έξυπνη αλληγορία. Τα θέματα και τα σύμβολα των αινιγμάτων, παίρνονται από τον αισθητικό αλλά και το νοητό κόσμο. Γενικά το αίνιγμα αντιπροσωπεύει τη γύρω ζωή, αφού αναζητεί τα θέματα και τα σύμβολά του από την υπάρχουσα εμπειρία (ιστορία, παραδόσεις, κοσμοθεωρία, θρησκεία, υλικό βίο, επαγγέλματα, κατοικία, τροφή, ζώα, φυτά). Λειτουργεί δε παιδαγωγικά καθώς ασκεί τη διανόηση μικρών και μεγάλων.

 

Γνωμικό είναι μια εύστοχα και επιγραμματικά διατυπωμένη κρίση για μια γενική αλήθεια, τρόπο συμπεριφοράς ή βασική αρχή που την επικαλούμαστε για να προσδώσουμε κύρος, αξιοπιστία και γλαφυρότητα στο λόγο. Ο όρος «Γνωμικό» είναι γενικός και περιλαμβάνει ρήσεις από γνωστές (συνήθως) προσωπικότητες, εκκλησιαστικά ρητά, φράσεις από λογοτεχνικά κείμενα, επιγράμματα ευφυολογήματα, παροιμίες (που είναι λαϊκά γνωμικά), ιστορικές φράσεις, κλπ.

 

 

Ας δούμε λίγα αινίγματα:

 

Το αίνιγμα της Σφίγγας

Η Σφίγγα, φανταστικό πλάσμα της Ελληνικής μυθολογίας, στεκόταν και ρωτούσε τους περαστικούς «Ποιο ον το πρωί στέκεται στα τέσσερα, το μεσημέρι στα δύο και το βράδυ στα τρία;» (Αρχαία ελληνικά: «Τί εστιν ό μίαν έχον φωνήν τετράπουν και δίπουν και τρίπουν γίνεται;»).

 

Όποιον δεν μπορούσε να λύσει το γρίφο, η Σφίγγα τον έσφιγγε, μέχρι να πεθάνει. Ο Οιδίπους έλυσε το γρίφο απαντώντας ότι το ον αυτό είναι ο άνθρωπος, αφού όταν είναι βρέφος περπατάει στα τέσσερα, μετά σηκώνεται στα δύο του πόδια και στα γηρατειά περπατάει όρθιος αλλά χρησιμοποιεί σαν τρίτο πόδι ένα μπαστούνι. Μόλις λύθηκε το αίνιγμά της, η Σφίγγα γκρεμίστηκε από τον βράχο που στεκόταν και σκοτώθηκε. Ωστόσο, ο ακριβής γρίφος που έδινε η Σφίγγα δεν είναι γνωστός από αρχαίες πηγές, αλλά από μεταγενέστερα κείμενα.

 

Άλλα αινίγματα:

 

- Ψηλός, ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει                                     (καπνός)

- Κλειδώνω μανταλώνω, τον κλέφτη βρίσκω μέσα                                    (ήλιος)

- Τα δυο καλά στεκούμενα, τα δύο συμπερπατούμενα,

  τα δυο που δεν ταιριάζουνε, τα δυο που δε λαγιάζουνε          (ήλιος και φεγγάρι)

- Τρεις τη βαστούνε και γεννά, μαύρα τα κάνει τα παιδιά

   και πίσω της τα’ αφήνει                                                                      (πέννα)

- Από την γην επλάστηκα ως ο Αδάμ, στην κάμινον

  εψήθηκα ως οι τρεις Παίδες, τα χείλη μου πολλούς

  εδρόσισαν, αλλά στο θάνατό μου κανείς δε βρέθηκε

  να θάψει τα οστά μου                                                                      (στάμνα)

- Φίδι είδα μεσ’ στο λάδι κι είχε ήλιο στο κεφάλι                                    (λύχνος)

- Γύμνια στέκ’ η κοπελιά μέσα στην ξεροβρουλλιά         (η μυζήθρα στο τυροβόλι)

- Μικρή μικρή νοικοκυρά, μεγάλη πίττα φτιάχνει                                  (μέλισσα)

 

 

Παράληψη θα ήταν να μη συμπεριλάβουμε εδώ τα σοφά κληροδοτήματα των αιώνων, τις παροιμίες, τα γνωμικά και τις διάφορες εκφράσεις που πέρασαν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, κουβαλώντας τη σοφία του λαού. Και επειδή δεν θα χωρούσαν ούτε σε τόμους βιβλίων αυτά που βρήκαμε, θα δώσουμε εδώ λίγες, τις πιο χαρακτηριστικά και όχι απαραίτητα τόσο γνωστές. Άλλωστε τις πολύ γνωστές τις ξέρετε ήδη!

 

Δεν το χω που δεν πεθαίνω, μόνο που ζω κι όλο μαθαίνω

- Η φτώχια χαμηλώνει τ’ αυτιά

- Το Μάρτη ξύλα φύλαγε μην κάψεις τα παλούκια

- Το πρόβατο που θέλει να φάει ξύλο, πάει και τρίβεται στου τσοπάνη τη μαγκούρα

- Τι σου λείπει κασσιδιάρη; Σκούφια με μαργαριτάρι

- Έφτασε ο κόμπος στο χτένι

- Ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει

- Όποιος φυτεύει αμυγδαλιές, θα χει και τους τζιτζίκους

- Πέντε μέτρα κι ένα κόβε

- Δίνει στο σκύλο άχυρα και στο μουλάρι κρέας

- Σαν της τρελής τα μαλλιά

- Σαν τη μύγα μες στο γάλα

- Ο ποντικός δεν χώραγε στην τρύπα του, έσερνε και κολοκύθα

- Έτρεχε ένας μη βραχεί κι έπεσε στο ποτάμι

- Την έπαθε σαν την αλεπού με τα σταφύλια

- Η αλήθεια είναι λάδι και πλέει

- Βλέπεις στραβέ; Βλέπει ο θεός

- Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι να ναι χάρη

- Βόηθαμε να σε βοηθώ, ν’ ανεβούμε το βουνό

- Καθένας κλαίει τον πόνο του κι ο μυλωνάς τ’ αυλάκι

- Όποιος κάηκε στο χυλό, φυσάει και το γιαούρτι

- Ο Θεός δίνει το ντέρτι, ο Θεός και το ντερμάνι (αντοχή)

- Από πίττα που δεν τρως τι σε μέλλει κι αν καεί

- Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλα το

- Δικοί μου όσους κλείνει η πόρτα μου

- Μην κάμεις, μη σου κάμουνε, μην πεις, να μη σου πούνε

- Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα

- Ερωτήσαν την καμήλα, ποιος δρόμος είναι ο καλύτερος;

   Ο ανήφορος ή ο κατήφορος; Και αποκρίθηκε: Χάθηκε ο ίσιος δρόμος;

- Βράζει με το ζουμί του

- Κακή γυναίκα και καπνός σε διώχνουν απ΄ το σπίτι

- Του Θεού ένα κερί και του διαβόλου δέκα

- Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φά το

- Ότι κάμεις, λάβεις, καρδιά μη σε πονέσει

- Καινούρια αγάπη πιάνεται, παλιά δε λησμονιέται

 

Πηγή: el.wikipedia.org

          blogs.sch.gr

 

 

 

Ύψωσις του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού- 14 Σεπτεμβρίου: Ήθη και έθιμα

 

Η Υψωση του Σταυρού είναι μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης (σαράντα μέρες μετά τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος), αυστηρή νηστεία και μέρα με ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον. Στις 14 του μήνα, η Εκκλησία γιορτάζει την Ύψωση του Σταυρού. Του αληθινού Σταυρού όπου πάνω σ'αυτόν μαρτύρησε ο Θεάνθρωπος και που τον έδειξε στην Αγία Ελένη, όπως λένε, ο συμπαθητικός και μυρωδάτος βασιλικός.

 

Ο λαός μας λέει πως αυτό το μυροφυτό φύτρωσε εκεί ακριβώς που ήταν ο Τίμιος Σταυρός απ’τις σταλαματιές του Άγιου Αίματος του Χριστού. Άλλοι πιστεύουν πως ο βασιλικός φύτρωσε πάνω στον τάφο του Χριστού. Tην ημέρα αυτή στις εκκλησιές μοιράζεται ο αγιασμένος βασιλικός (το σταυρολούλουδο), που ο λαός μας πιστεύει πως έχει αρκετές θεραπευτικές και θαυματουργικές ικανότητες, γι’αυτό και το φυλάει στο εικονοστάσι για σταυρώματα και ξορκίσματα.

 

“Με τούτο το βασιλικό, οι νοικοκυρές συνηθίζουν να φτιάχνουν το προζύμι της χρονιάς. Το βασιλικό για το προζύμι οι γυναίκες το παίρνουν από το στολισμένο Σταυρό. Αυτόν το βασιλικό, μάλιστα, συχνά τον τοποθετούν σ’ένα βαζάκι με νερό για να βγάλει ρίζες, ώστε να το φυτέψουνε ξανά κι από το ίδιο τούτο το φυτό να πάνε τα κλωναράκια την επόμενη χρονιά, τέτοια μέρα, στην εκκλησιά.

 

Τα ματσάκια βασιλικών που μοιράζονται μετά το τέλος της λειτουργίας, τα κρατούνε φυλαχτό πάνω στο εικόνισμα.”… Με το βασιλικό της Υψώσεως του Σταυρού (το σταυρολούλουδο) και με τον αγιασμό της μέρας αυτής φτιάχνουν το νέο προζύμι.

 

Οι τρόποι παρασκευής του και η πίστη στη θαυματουργό δύναμη των ιερών αντικειμένων, φαίνονται στις εξής συνήθειες.

 

Στον Κατάλακκο Λήμνου, “κάθε σπίτι, κάθε νοικοκυρά φέρνει ένα κουμάρ’ με νερό στην εκκλησιά ‘ τ’αφήνουν στη μέση της εκκλησιάς, όπου γίνεται ο αγιασμός, και μετά το παίρνουν. Με τον αγιασμό αυτόν κάνουν το προζύμι της χρονιάς’ το κάνουν καινούριο. Το παλιό το σβουν ‘ το ζυμώνουν όλο την τελευταία βδομάδα.

 

”Εις την Κορώνην “κάνουν ζυμάρι και βάνουν απάνω το κλωνί το βασιλικό που παίρνουν του Σταυρού από την εκκλησά ‘ ως την άλλη μέρα φουσκώνει και γίνεται προζύμι από μόνο του.

 

Το προζύμι αυτό 40 μέρες δεν το δανείζουν και το πρώτο ψωμί που θα ζυμώσουν μ’αυτό, θα το κάνουν λειτουργιά και θα το μοιράσουν. “Η ιερότητα της μέρας συντελεί, ώστε να γίνονται τότε οι προετοιμασίες για τη σπορά που πλησιάζει, και κυρίως η ευλόγηση του προορισμένου γι’αυτήν εκλεκτού σπόρου. Για το σκοπό αυτό στέλνουν στην εκκλησία πολυσπόριο, μείγμα απ’όλα τα είδη των σπόρων, για να λειτουργηθούν και να ευλογηθούν.

 

Στους Γαλανάδες της Νάξου την ημέρα αυτή “κάθε γεωργός θα βάλει σε μια πετσέτα λίγο κριθάρι, λίγα φασόλια, κουκιά και ό,τι άλλο έχει, για να σπείρει, και τα πάει στην εκκλησιά κι αφήνει την πετσέτα του δεξιά της Αγίας Θύρας. Εκεί σχηματίζεται σωρός ολόκληρος, τον οποίον ο ιερεύς ευλογεί μετά το τέλος της λειτουργίας.

Καθένας κατόπιν παίρνει την πετσέτα του με το λειτουργημένο σπόρο. Όταν πρόκειται να σπείρει, ο γεωργός θα βάλει μέσα στο δισάκι του, που περιέχει τον σπόρο, που θα σπείρει.

 

Πηγή: ekklisiaonline.gr

 
 

Το έθιμο των «Εφτά» στην Κάρπαθο

 

Ενα από τα παλαιότερα και πιο αξιοπαρατήρητα έθιμα της Καρπάθου, το οποίο διατηρείται αναλλοίωτο μέχρι σήμερα, είναι το έθιμο των «Εφτά», ημερών εννοείται, από τη γέννηση του παιδιού. Σύμφωνα με το έθιμο αυτό, την έβδομη ημέρα από τη γέννηση, χωρίς καμιά πρόσκληση, συγγενείς και φίλοι της οικογένειας του νεογέννητου συγκεντρώνονται στο σπίτι του για να γιορτάσουν τον ερχομό του στον κόσμο. Οι επισκέπτες φέρουν μαζί τους διάφορα γλυκίσματα και (συνήθως χρυσά) δώρα για το νεογέννητο. Τέτοια είναι π.χ. «κανίσκια» με μπακλαβάδες, κουραμπιέδες ή ποτά, και χρυσές αλυσίδες, περικάρπιες «ταυτότητες», αντίγραφα βυζαντινών νομισμάτων, σταυροί, απεικονίσεις Αγίων, ενδύματα κ.λπ.

 

Οταν συγκεντρωθούν οι συγγενείς και φίλοι, η μαμή παλαιότερα, η μητέρα ή η γιαγιά τώρα, θα τυλίξει το βρέφος με ένα μεταξωτό σεντόνι και θα του φορέσει το καλύτερο πουκάμισο του πατέρα (αν είναι αγόρι) ή της μητέρας του (αν είναι κορίτσι). Κατόπιν, το τοποθετεί πάνω σ’ ένα μεγάλο τραπέζι στη μέση του δωματίου (παλαιότερα το έβαζε μέσα σε σκάφη). Στη συνέχεια τοποθετούν ολόγυρά του τα δώρα. Ακολουθούν οι ευχές όλων των παρευρισκομένων, ενώ δύο πρωτοκόρες αμφιθαλείς (των οποίων οι γονείς ζουν) βάζουν το νεογέννητο σε ένα μεταξωτό σεντόνι και κρατώντας το από τις δύο άκρες, κινούν ημικυκλικά («νανουρίζουν») το βρέφος και του τραγουδούν αυτοσχέδια ευχετικά δίστιχα (μαντινάδες), που ταιριάζουν η μητέρα ή οι γιαγιάδες του.

 

Αφού τελειώσει το τραγούδημα, η μητέρα ή η γιαγιά ανάβει επτά μικρά κεριά, στα οποία δίνει αντίστοιχα ονόματα της Παναγίας, του Χριστού και Αγίων συνήθων στην Κάρπαθο ή στο συγκεκριμένο χωριό της γιορτινής τελετής. Τα κεριά τοποθετούνται σε σκαμνί (παλαιότερα) ή (σήμερα) σε λεκάνη ή μεγάλο πιάτο με μέλι. Συγχρόνως ένα πρωτότοκο, αμφιθαλές επίσης, αγόρι απαγγέλλει το Σύμβολο της Πίστεως (το «Πιστεύω»), ενώπιον των παρισταμένων, που περιμένουν να δουν με αγωνία ποιο από τα κεριά θα σβήσει πρώτο, γιατί ο ονοματισμένος με αυτό Αγιος θα είναι και ο προστάτης του παιδιού σε όλη τη ζωή του. Στο όνομα του συγκεκριμένου Αγίου πρέπει να γίνει Θεία Λειτουργία μετά το «σαράντισμα» της λεχώνας και σ’ αυτόν θα προσεύχονται σε κάθε ασθένεια ή ατυχία του παιδιού.

 

Στο μεταξύ στην κουζίνα ή σε άλλο δωμάτιο ετοιμάζεται το χαρακτηριστικό γλύκισμα της γιορτής, η γνωστή «αλευρά». Πρόκειται για γλυκό που παρασκευάζεται από αλεύρι και διάφορα μπαχαρικά. Ολα αυτά τα ρίχνουν σε μια ξύλινη ή μεταλλική γαβάθα (παλαιότερα στον «καύκαλλο», ξύλινη μεγάλη σκάφη σε στρογγυλό σχήμα) με ζεματιστό νερό και τα ανακατεύουν καλά. Αφού «ψηθεί» καλά η ζύμη, τοποθετείται σε πιάτα, τα οποία έχουν ένα κυκλικό κενό στο μέσον, όπου βάζουν ποσότητα μελιού και βούτυρου, συνήθως καρπαθιακής προέλευσης. Ολοι με ένα πιρούνι, αλείφοντας τη ζύμη στο μέλι, πρέπει να φάνε «εφτά» πιρουνιές «αλευρά». Το υπόλοιπο που θα μείνει στη μεγάλη γαβάθα πιστεύεται ότι θα φαγωθεί από τις Μοίρες, που θα έλθουν την ίδια νύκτα για να «μοιράσουν» το παιδί, προδιαγράφοντας τη μελλοντική του τύχη. Μετά απ’ αυτά προσφέρονται στους παρευρισκόμενους και άλλα φαγητά, ενώ συνάμα ξεκινάει παραδοσιακό Καρπάθικο γλέντι με αυτοσχέδιες μαντινάδες και χορούς μέχρι τις πρωινές ώρες.

 

Το έθιμο αυτό είναι επίσης γνωστό στην Κάσο, στη Χάλκη και τη Ρόδο, χωρίς όμως να έχει τη λειτουργικότητα και την πλούσια εθιμική πλαισίωση της Καρπάθου.

 

Πηγή: beota.wordpress.com




Άγιος Φανούριος- εορτή 27 Αυγούστου: Έθιμα από όλη την Ελλάδα

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ακούσει τη μητέρα μας ή τη γιαγιά μας να λέει: «Άγιε μου Φανούριε, φανέρωσέ μου αυτό και εγώ θα σου φτιάξω μια Φανουρόπιτα».

“Του φέγγει”, λέει ο λαός για κάποιον που πάει καλά στην ζωή του.

“Του φέγγει ο Άγιος Φανούριος”. Γι’αυτό στις εικόνες παριστάνεται να κρατάει στο χέρι κερί αναμμένο και να φωτίζει. ” (Βασίλη Λαμνάτου, “Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας”)

“Στην Κύπρο, στην Κρήτη και σε άλλες περιοχές, ο Άγιος μπορεί να φανερώσει στην κάθε ανύπαντρη κοπέλα το μέλλοντα σύζυγό της!”

“Οι ανύπαντρες κοπέλες που θέλουν να παντρευτούν ετοιμάζουν φανουρόπιτα για να φανερωθεί ο υποψήφιος γαμπρός”.

Στη Σκιάθο “πίτα στον Άγιο τάζουν και οι γυναίκες που τον παρακάλεσαν να τους φανερώσει το γαμπρό που θα κάμουν στην κόρη τους”.

Στη Φλώρινα, η φανουρόπιτα (που την πάνε οι ελεύθερες κοπέλες στην εκκλησιά) χρησιμοποιείται ως μέσον με ένα κομμάτι που βάζουν κάτω απ’το προσκέφαλο για να τις φανερώσει ο Άγιος στον ύπνο τους το μέλλοντα σύζυγο.

Συνταγή για ΦΑΝΟΥΡΟΠΙΤΑ:

1/2 φλυτζάνι τσαγιού νερό
3/4 φλυτζάνι τσαγιού πορτοκαλάδα
ελάχιστη σόδα
ξύσμα λεμονιού – πορτοκαλιού
1 φλυτζάνι τσαγιού σταφίδα ξανθή (προαιρετικά)
1 φλυτζάνι τσαγιού καρύδια (προαιρετικά)
4 φλυτζάνια τσαγιού αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
1 κουταλάκι κανέλλα
1 μπέικιν
1 φλυτζάνι τσαγιού λάδι
1 φλυτζάνι τσαγιού ζάχαρη

Χτυπάμε όλα τα υλικά στο μιξερ για λίγα λεπτά και μετά βάζουμε το αλεύρι με τη σόδα και το μπέικιν και ανακατεύουμε καλά.


Πηγή: ekklisiaonline.gr






Δεκαπενταύγουστος: ήθη και έθιμα σε όλη την Ελλάδα 


Κάθε χρόνο τον Δεκαπενταύγουστο αναβιώνουν διάφορα ήθη και έθιμα σε όλη την Ελλάδα, που μετρούν πολλά χρόνια ιστορίας. Η Κοίμηση της Θεοτόκου τον Δεκαπενταύγουστο είναι μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της Ορθοδοξίας. Ας δούμε μερικά από αυτά τα ήθη και έθιμα. 


Το έθιμο των καβαλάρηδων προσκυνητών 
Στην Σιάτιστα κάθε χρόνο τον Δεκαπενταύγουστο αναβιώνει το έθιμο των καβαλάρηδων προσκυνητών. Πρόκειται για ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην εποχή της Τουρκοκρατίας και συμβολίζει την ευκαιρία για τους σκλαβωμένους Έλληνες να δείξουν τη λεβεντιά τους. Ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου οι καβαλάρηδες ανεβαίνουν στα στολισμένα άλογά τους και κατευθύνονται προς το μοναστήρι του Μικρόκαστρου. Αφού προσκυνήσουν την εικόνα επιστρέφουν στο χωριό και το γλέντι μέχρι πρωίας ξεκινά. 




Τα φιδάκια της Παναγίας
Στην Κεφαλονιά κάθε χρόνο τις ημέρες του Δεκαπενταύγουστου εμφανίζονται τα φιδάκια της Παναγίας. Συγκεκριμένα στην Παναγία Φιδούσα στο Μαρκόπουλο της Κεφαλονιάς βγαίνουν τα φιδάκια που θεωρούνται ως σύμβολο τύχης τόσο για το νησί όσο και για τους ανθρώπους που τα αγγίζουν. Τα μικρά φιδάκια εμφανίζονται στο τρούλο της εκκλησίας. Σύμφωνα με τον μύθο, πρόκειται για τις καλόγριες ενός παλιού μοναστηριού που υπήρχε στην περιοχή. Οι καλόγριες προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των πειρατών παρακάλεσαν την Παναγία να τις μεταμορφώσει σε φίδια.




Το Νιάμερο
Στη Νίσυρο η Παναγία τιμάται με το λεγόμενο «Νιάμερο». Η Παναγία γιορτάζεται από τις 6 Αυγούστου. Μαυροντυμένες γυναίκες, οι Εννιαμερίτισσες, πηγαίνουν στο μοναστήρι της Παναγίας της Σπηλιανής και παραμένουν εκεί για 9 μέρες ακολουθώντας αυστηρή νηστεία και κάνοντας 300 μετάνοιες τη μέρα. Ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου γίνεται η λιτάνευση της εικόνας, η οποία οδηγείται στο χωριό και το πανηγύρι ξεκινά με τον τοπικό χορό της «κούπας».




Στην Ημαθία, η Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά είναι εκεί όπου χτυπά η καρδιά του Ποντιακού Ελληνισμού.
Η Παναγία Σουμελά της Τραπεζούντας ήταν η ιστορική εκκλησία οπού οι Πόντιοι γιόρταζαν επί εκατοντάδες χρόνια την γιορτή της Θεοτόκου και η νέα εκκλησία που χτίστηκε στους πρόποδες του όρους Βερμίου αποτελεί ένα σύμβολο της χαμένης πατρίδας. Το ποντιακό γλέντι στήνεται μετά την Θεία Λειτουργία με συνοδεία παραδοσιακών ποντιακών χορών. Είναι ένα μοναδικό γλέντι που δεν υπάρχει πουθενά αλλού σε όλη την Ελλάδα.


Σε όλα τα νησιά του Αιγαίου η γιορτή της Παναγίας ξεσηκώνει κάθε χρόνο τις εκκλησίες που είναι αφιερωμένες σε αυτήν, αλλά τα πιο ξακουστά πανηγύρια γίνονται στην Φολέγανδρο, στην Κάρπαθο, στην Λέσβο και στα Κουφονήσια.




Τα ντολιά
Η παράδοση του Δεκαπενταύγουστου στον Παλαιόπυργο Πωγωνίου χαρακτηρίζεται από τα λεγόμενα «ντολιά». Πρόκειται για τις εντολές που δίνει ένας από τους μεγαλύτερους κατοίκους του χωριού (ο ντολής πασάς), ο οποίος κρατούσε ένα ποτήρι κρασί και το τσούγκριζε με κάποιον παρευρισκόμενο. Σύμφωνα με το έθιμο, πρέπει να πιει τρία ποτήρια κρασί ή τρεις γουλιές και κάθε φορά να κάνει μία αφιέρωση σε τρία διαφορετικά πρόσωπα. Σειρά παίρνουν οι υπόλοιποι, όπως θα τους ορίσει ο ντολή πασάς. Το έθιμο αυτό σκοπό είχε τη συμφιλίωση των χωριανών και τη λύση τυχόν παρεξηγήσεων. Το βράδυ ξεκινά το πανηγύρι υπό τους ήχους τοπικών παραδοσιακών τραγουδιών.




Ο Δεκαπενταύγουστος στα Κουφονήσια γιορτάζεται με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο..εν πλω.
Οι κάτοικοι και οι επισκέπτες μπαίνουν στα καΐκια με προορισμό το εκκλησάκι της Παναγίας στο Κάτω Κουφονήσι. Ενώ η επιστροφή χαρακτηρίζεται από έναν ιδιότυπο αγώνα με τα καράβια να συναγωνίζονται για να δουν ποιος θα καταφέρει να φτάσει πρώτος στο Πάνω Κουφονήσι. Στην συνέχεια ακολουθεί γλέντι με μουσικές, χορούς και θαλασσινούς μεζέδες.




Στην Πάτμο, η Κοίμηση της Θεοτόκου γιορτάζεται με μεγαλύτερη κατάνυξη και χωρίς ιδιαίτερα γλέντια, στο περίφημο μοναστήρι.
Η ατμόσφαιρα είναι μοναδική και καθαρτική. Το έθιμο της περιφοράς του Επιταφίου της Παναγίας έχει βυζαντινές καταβολές. Οι μοναχοί από το ιστορικό μοναστήρι περιφέρουν τον Επιτάφιο στα στενάκια του νησιού με τους πιστούς να ακολουθούν την πομπή. Παρόμοιο είναι και το σκηνικό στην Σκιάθο όπου όλοι οι ντόπιοι ψέλνουν μαζί τα εγκώμια της Θεοτόκου.


Αυτά ήταν μερικά από τα ήθη και έθιμα που αναβιώνουν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας το Δεκαπενταύγουστο εδώ και δεκαετίες και μαζεύουν πλήθος κόσμου.


Πηγή: maxmag.gr






Ο προφήτης Ηλίας κατά την παράδοση
(του Γιάννη Τσιαμήτρου (Εκπαιδευτικός – Χοροδιδάσκαλος))







Ο Ηλίας ο Θεσβίτης ήταν ένας εξέχων Ισραηλίτης προφήτης του Θεού. Ήταν γιος του Σωβάκ και καταγόταν από ένα χωριό της ευρύτερης περιοχής της Γαλαάδ που πιθανόν ονομαζόταν Θέσβη. Κατοικούσε στη γη Γαλαάδ και έδρασε στα χρόνια του βασιλιά Αχαάβ, κατά τον 9ο-10ο αιώνα ΠΚΧ. Το όνομα Ηλίας αποτελεί ελληνική μεταφορά του αντίστοιχου εβραϊκού ονόματος Ελιγιαχού.


Ο Ηλίας υπήρξε εξαιρετικά δραστήριος, δυναμικός και θαρραλέος προφήτης, ενεργώντας ως αντιπρόσωπος του Θεού. Όλα αυτά δείχνουν με πόσο ζήλο υπηρέτησε ο προφήτης Ηλίας το θέλημα του Θεού. Ο προφήτης Ηλίας, είχε βοηθό, μαθητή και διάδοχό του τον Ελισαίο.


Πλουσιότατες είναι οι λαϊκές παραδόσεις και τα έθιμα, όχι μόνο μεταξύ των ορθοδόξων Ελλήνων. Σε πολλές περιοχές, ιδιαίτερα στη Θράκη και τη Μακεδονία, ο προφήτης Ηλίας θεωρούνταν κύριος της βροχής, των βροντών και των κεραυνών. Αυτό εξηγείται από τα γεγονότα που εξιστορούνται στην Παλαιά Διαθήκη για την ξηρασία που επέβαλε ο Ηλίας και το μετά τριετία άνοιγμα του ουρανού για να ξαναπέσει βροχή. Οι χωρικοί μάλιστα της Βόρειας Θράκης, που ήρθαν στην Ελλάδα το 1923 και εγκαταστάθηκαν κυρίως στη Μακεδονία, προσφέρανε στον άγιο «κουρμπάνι».


Ο κίνδυνος από την κάψα του ηλίου, αλλά και από την καλοκαιρινή νεροποντή, συνδέθηκε με τον προφήτη Ηλία. Στις κορυφές των βουνών, όπου βρίσκονται πάντα τα εκκλησάκια του, ο προφήτης Ηλίας αντικατέστησε το Δία των αρχαίων μας προγόνων, το Δία τον νεφεληγερέτη, τον κύριο του ηλίου, αλλά και της αστραπής, της βροντής και των ανέμων, μ’ ένα λόγο, το ρυθμιστή των καιρικών συνθηκών. Μ’αυτή του την ιδιότητα ο Δίας λατρεύονταν την ίδια εποχή που γιορτάζεται ο δικός μας προφήτης Ηλίας, δηλαδή στις πρώτες μέρες του τελευταίου δεκαημέρου του Ιουλίου, κατά τα λεγόμενα κυνικά καύματα. Η ιδιότητα του προφήτη Ηλία ως ρυθμιστή των καιρικών συνθηκών, που κληρονόμησε από τον νεφεληγερέτη Δία, γίνεται φανερή ανάμεσα σε άλλα, και από τις μετεωρολογικές παρατηρήσεις που γίνονται την ημέρα της γιορτής του.


Όταν αστράφτει και βροντάει, πιστεύεται ότι ο προφήτης Ηλίας κυνηγάει το δράκο ή το διάβολο με το άρμα του στον ουρανό, χρησιμοποιώντας ως όπλο τον κεραυνό. Στη Σωζόπολη μάλιστα της Θράκης πίστευαν ότι όλο το 24ωρο «ο Άι Λιας τριγυρνά τον κόσμο με το άρμα του κι όταν βροντά και αστράφτει, κυνηγά διαβόλους», ενώ στην Αδριανούπολη ότι διασχίζει τους ουρανούς πάνω στο άρμα του που σέρνουν τέσσερα πύρινα άλογα. Όταν τα χτυπούσε με το μαστίγιο ακούγονταν οι αστραπές· από το άρμα ακούγονταν οι βροντές και όταν οι τροχοί του έβρισκαν σε πέτρες ακούγονταν κεραυνοί!


Σε αλλά μέρη της Μακεδονίας η δοξασία για την καταδίωξη του διαβόλου από τον προφήτη συναντάται παραλλαγμένη: Ο Ηλίας δεν κυνηγάει το διάβολο αλλά τη «λάμια», η οποία καταστρέφει τις καλλιέργειες του ανθρώπου. Οι χριστιανοί στη Βουλγαρία πίστευαν ότι ὁ άγιος κυνηγάει τη «λάμια» καθισμένος πάνω σε χρυσό άρμα καί καταδιώκει το δράκο που τρώει τα γεννήματά τους στα χωράφια. Μόλις ο προφήτης τον δει, ρίχνει εναντίον του τους κεραυνούς. Οι αστραπές μάλιστα που δεν συνοδεύονται από βροντές δεν είναι κεραυνοί, αλλά είναι οι φλόγες που βγαίνουν από τα ρουθούνια των αλόγων του άρματος καί η λάμψη της χρυσής λόγχης του.


O προφήτης  Ηλίας τιμάται στην κορυφή λόφων, υψωμάτων και βουνών («στα ψηλώματα»). Ακριβώς γι’ αυτό πολλές κορυφές φέρουν το όνομά του και οι περισσότερες έχουν εκκλησάκια ή εικονοστάσια αφιερωμένα σ’ αυτόν. Η εξήγηση για την τιμή αυτή «στα ψηλώματα» συνδέεται με διάφορες κατά περιοχές παραδόσεις του λαού. Έτσι:


Στην Αχαΐα διηγούνται ότι «ο Άι Λιας ήταν ναύτης, καί επειδή έπαθε πολλά στη θάλασσα και πολλές φορές κόντεψε να πνιγεί, βαρέθηκε τα ταξίδια και αποφάσισε να πάει σε μέρος που να μη ξέρουν τι είναι θάλασσα και τι είναι καράβια. Βάζει το λοιπόν στον ώμο το κουπί του και βγαίνει στη στεριά. Όποιον συναντούσε τον ρωτούσε τι είναι αυτό πού βαστάει. Όσο του έλεγαν “κουπί” τραβούσε ψηλότερα, ώσπου έφτασε στην κορυφή του βουνού. Ρωτάει τους ανθρώπους που βρήκε εκεί τι είναι, και του λένε “ξύλο”. Κατάλαβε λοιπόν πως αυτοί δεν είχαν δει ποτέ τους κουπί και έμεινε μαζί τους εκεί στα ψηλά».


Σύμφωνα με παραλλαγή της παράδοσης αυτής στην Κεφαλονιά, ο άγιος είναι στις κορυφές, γιατί δεν πάτησε ποτέ στον κάμπο, ούτε σε χώμα τον θάψανε. Γυρίζει με το άρμα του στον ουρανό καί μονάχα στις κορυφές στέκει καί ανασαίνει. Κι όταν ζούσε, έτσι του άρεσε να βρίσκεται στα βουνά».


Με την ημέρα της γιορτής του (20 Ιουλίου) συνδέονται καί άλλες δοξασίες καί έθιμα. Γίνονται νοσταλγικοί περίπατοι και εκδρομές, λαϊκά προσκυνήματα και πανηγύρια. Μερικοί απ’ αυτούς που επικαλούνται την βοήθεια του αγίου για τη θεραπεία ασθενειών, ζώνουν το ναό με λεπτό κέρινο νήμα, με το οποίο ύστερα δένουν κατά τη λειτουργία το κεφάλι ή το μέλος του σώματος που πάσχει, με στάχυ, το οποίο κόβουν μετά τη Μεγάλη Είσοδο, «για να κοπεί» και ο πόνος. Ή δένουν πέτρα στον κορμό της ελιάς, για να κρατήσει τον καρπό της.


Aρκετές επίσης παροιμίες συνδέονται με τον προφήτη Ηλία, όπως:
Τ’ Αϊ Λιός, γυρίζει ο καιρός αλλιώς.
Απού τ’ Αι Λια, μπαίνει το λάδι στην ελιά.
Της Άγια Μαρίνας σύκα, και τ’ Αϊ Λιός σταφύλι, και τ’ Άγιου Παντελεήμονα γεμάτο το μαντήλι.
Άγια Μαρίνα δός μου σύκα, κι Αϊ Λιά άπλωσε και έπαρε.
Τ’ Αϊ Πνευμάτου βάλ’ ορνό, καί τ’ Αϊ Λιᾶ φάε σύκα.
Τ’ Αϊ Λιᾶ το καρύδι, του Σωτῆρος το σταφύλι καί της Παναγιάς το σύκο.


Πηγή: pemptousia.gr








Γιορτή Αγίας Μαρίνας - έθιμα





Στις 17 Ιουλίου τιμάται η Αγία Μαρίνα και γιορτάζουν όλες οι Μαρίνες, οι οποίες αντιστοιχούν στο 0,51% του γυναικείου πληθυσμού της Ελλάδας.


Η Μεγαλομάρτυς Αγία Μαρίνα γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 289 μ.Χ. και πέθανε από μαρτύρια σε ηλικία μόλις 15 ετών, το 304 μ.Χ.


Η μεγαλομάρτυς Μαρίνα είναι προστάτιδα Αγία της Λέρου.


Στη Δυτική Χριστιανοσύνη η Αγία Μαρίνα (Αγία Μαργαρίτα) είναι προστάτιδα των εγκύων, του τοκετού, των πασχόντων από ασθένειες του ήπατος, των νοσοκόμων και του Κολεγίου Κουίνς του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ.


Η προέλευση του ονόματος Μαρίνα είναι λατινική. Προέρχεται από το marinus που σημαίνει θαλάσσιος. Ετσι, αν θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε το όνομα Μαρίνα θα λέγαμε ότι σημαίνει η Θαλασσινή. Ωστόσο, με βάση κάποια άλλη προσέγγιση το όνομα Μαρίνα σημαίνει μαραίνω. Όχι οτιδήποτε, αλλά το κακό και εκδιώκει το πονηρό.


Ο λαός θεωρεί την Αγία Μαρίνα προστάτιδα των καχεκτικών και φιλάσθενων παιδιών. Παλαιότερα, στην Αθήνα οι μητέρες οδηγούσαν τα παιδιά τους κατά την εορτή της στην ομώνυμη εκκλησία που βρίσκεται στο Λόφο των Νυμφών. Τους φορούσαν καινούργια ρούχα και άφηναν τα παλαιά στον περίβολο του ναού, με την ελπίδα να αποβάλουν τα παιδιά τους τις αρρώστιες από τις οποίες κατατρύχονταν.


Η εορτή της Αγίας Μαρίνας σχετίζεται από τους αγρότες με τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Σχετικές οι παροιμίες:


Της Αγια-Μαρίνας ρώγα (ή σύκα) και τ’ Αϊ-Λιος σταφύλι. Και της Αγιάς Παρασκευής γεμάτο το κοφίνι.


Ο Αη-Λιάς κόβει σταφύλια και η Αγιά Μαρίνα σύκα.

Στην γιορτή της Αγίας Μαρίνας, στη Ζάκυνθο, σύμφωνα με παλιά παράδοση δεν επιτρέπεται να κάνουν μπάνιο, γιατί, όπως πιστεύεται, το πρωί αυτής της ημέρας «ρίχνουν τα μάγια στη θάλασσα» και όποιος κολυμπήσει αυτό το εικοσιτετράωρο κινδυνεύει από την επήρεια τους.


Πηγή: ekklisiaonline.gr






Ο Ιούλιος στην Ελληνική Παράδοση







Ο Ιούλιος είναι ο έβδομος μήνας του έτους. Έχει 31 ημέρες και ονομάστηκε από τον Μάρκο Αντώνιο προς τιμή του Ιουλίου Καίσαρα, που γεννήθηκε στις 7 του μήνα αυτού.


Ο Ιούλιος λέγεται και θεριστής, γιατί το μήνα αυτό γίνεται ο θερισμός. Πρώτα θερίζονται τα κριθάρια, έπειτα οι βρίζες και τελευταία τα σιτάρια.


Σήμερα, φυσικά, έπαψε ο παλιός τελετουργικός τρόπος του θέρους και του αλωνισμού. Είναι τώρα τα μηχανήματα, που έφτασαν και στο πιο απρόσιτο χωριό, τα οποία ξερίζωσαν και παραμέρισαν κάθε παλιά συνήθεια.


Τον Ιούλιο κάνει πολύ ζέστη, τα “Κυνικά καύματα” που λένε. Τ’ όνομά τους το χρωστούν στον αστερισμό του “Μεγάλου Κυνός” που αυτόν τον καιρό το πιο λαμπρό του αστέρι, ο Σείριος, συμπίπτει ν’ ανατέλλει μαζί με τον ήλιο, με αποτέλεσμα να έχουμε τις μεγαλύτερες ζέστες του χρόνου. Η μεγάλη ζέστη, όμως, του μήνα αυτού κάνει να ωριμάζουν οι καρποί.


Ο Ιούλιος έχει πολλές γιορτές και μάλιστα ιατρικές. Την πρώτη του μήνα γιορτάζουμε τους θεραπευτές Αγίους Κοσμά και Δαμιανό, που ονομάστηκαν Ανάργυροι, γιατί δεν έπαιρναν χρήματα για αμοιβή των υπηρεσιών τους, “Δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε ημίν”.


Στις 2 Ιουλίου, γιορτή της καταθέσεως της εσθήτας της Θεοτόκου, κοινώς λεγόμενη της “Καψοδεματούσας”, δεν αλωνίζουν και διηγούνται παραδόσεις περί τιμωρίας “του Παπά με τα χερόβολα στ’ αλώνι”. Δεν αλωνίζουν, επίσης, κατά τη γιορτή της Αγίας Κυριακής (7 Ιουλίου) διότι το ψωμί γίνεται μαύρο.


Στις 17 Ιουλίου είναι η γιορτή της Αγίας Μαρίνας, που θεωρείται προστάτιδα των σπαρτών κατά των βλαπτικών ζωυφίων. Η Αγία Μαρίνα μαρτύρησε στην Αντιόχεια το 262 απολαύει δε μεγάλου σεβασμού από το λαό.


Η γιορτή που κυριαρχεί τον Ιούλιο είναι του Προφήτη Ηλία, που γιορτάζεται στις 20 του μήνα και δεν εργάζονται για να μην πέφτει χαλάζι. Ο Αϊ-Λιάς θεωρείται ο Άγιος της βροχής γι’ αυτό όταν το καλοκαίρι επικρατεί μεγάλη ξηρασία, με κίνδυνο να καταστραφεί κάθε γεωργική παραγωγή. Τη μέρα της γιορτής του εκκλησιάζονται, κάνουν λιτανεία την εικόνα του Αγίου και παρακλήσεις για να βρέξει.


Όταν βροντά και αστράφτει, πιστεύει ο λαός μας πως είναι ο Αϊ – Λιάς, που τρέχει στον ουρανό με το πυρφόρο αμάξι του και διώχνει το δράκοντα ή το διάβολο με όπλο τους κεραυνούς σαν άλλος Δίας των αρχαίων.


Επειδή ο Αϊ – Λιας θεωρείται ο Άγιος της βροχής, γι’ αυτό και λατρεύεται στις κορυφές των βουνών και λόφων. Την ημέρα της γιορτής όλοι υποβάλλονται στον κόπο, μικροί και μεγάλοι, ν’ ανέβουν εκεί ψηλά να λειτουργηθούν και να προσευχηθούν.


Για τον προφήτη Ηλία υπάρχει η εξής παράδοση. Ο Αϊ – Λιάς ήταν ναύτης και επειδή έπαθε πολλά στη θάλασσα και πολλές φορές θα πνιγόταν, βαρέθηκε τα ταξίδια και αποφάσισε να πάει στο μέρος που να μην ξεύρουν τι είναι θάλασσα και τι είναι καράβια. Βάνει, λοιπόν, το κουπί στον ώμο και βγαίνει στη στεριά και όποιον απαντούσε τον ρωτούσε τι είναι αυτό που βαστάει.
Όσο του έλεγαν “κουπί” τραβούσε ψηλότερα, ώσπου έφτασε στην κορυφή του βουνού. Ρωτά τους ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί τι είναι και αυτοί του είπαν ότι είναι “ξύλο”. Κατάλαβε, λοιπόν, πως αυτοί δεν είχαν δει ποτέ τους κουπί και έμεινε μαζί τους, εκεί ψηλά.


Μια άλλη παράδοση θρησκευτική αναφέρει πως ο προφήτης Ηλίας, ενώ βρισκόταν στην έρημο κατά την εποχή της μεγάλης ξηρασίας που είχαν εξαπολύσει ο Θεός κατά του ασεβούς Βασιλιά Αχαάβ, τρεφόταν με ψωμί που του κουβαλούσαν τα κοράκια. Γι’ αυτό ο λαός πιστεύει πως τα κοράκια, που συμπίπτει να φεύγουν από τον τόπο μας τις μέρες εκείνες, πηγαίνουν στάχυα στον Προφήτη Ηλία. Πιστεύουν πως από την ημέρα εκείνη ο καιρός κάνει στροφή προς το χειμώνα “Τ’ Αϊλιός γύρνα ν’ κάπα αλλιώς”.


Ο Προφήτης Ηλίας θεωρείται προστάτης των γουνοποιών γιατί με την μηλωτή του (δορά προβάτου από την αρχαία λέξη μήλο = πρόβατο) επιτελούσε θαύματα και με αυτή κτύπησε τον ποταμό Ιορδάνη και αμέσως σχίστηκε στο μέσο και έγινε δρόμος και πέρασε από ξηράς στην άλλη όχθη μαζί με τον Ελισσαίο και άλλους πενήντα ανθρώπους.


Στην αγροτική Ελλάδα ο Ιούλιος ονομάζεται:
Αλωνάρης, Αλωνιστής, Αλωνητής, Αλωνητής, Αλωνιάτης και Αλωνεύτης, διότι την εποχή αυτή γίνεται το αλώνισμα των δημητριακών.
Στα ορεινά της πατρίδας μας συναντάται και με την ονομασία Θεριστής, καθώς λόγω των ψυχρού κλίματος ο θερισμός γίνεται τον Ιούλιο.
Στη Ρόδο τον ονομάζουν και Φουσκομηνά ή Χασκομηνά, επειδή αρχίζουν φουσκώνουν ή να χάσκουν τα σύκα, δηλαδή να ωριμάζουν και να ανοίγουν.
Στη Νάξο και τη Χίο ο Ιούλιος αναφέρεται και ως Γυαλιστής, επειδή ωριμάζουν τα σταφύλια και γυαλίζει η ρώγα τους.
Δευτερόλης ή Δευτερογιούλης, επειδή είναι ο δεύτερος μήνας του καλοκαιριού.
Αηλιάς ή Αηλιάτης, λόγω της γιορτής του Προφήτη Ηλία.

Πηγή: ekklisiaonline.gr
Sansimera.gr





Το στιφάδο και τα έθιμα! Γιορτή Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου
(Του Ευστράτιου Φανούρη – Θεολόγος Κοινωνιολόγος)


Πρόκειται για Χριστιανικό έθιμο που χρονολογείται από την εποχή της τουρκοκρατίας. Κάποιοι Τούρκοι, κυνηγούσαν στην περιοχή των σημερινών Σπάτων, έναν Χριστιανό για να τον σφάξουν. Αυτός έτρεχε μέσα στα χωράφια και κάποια στιγμή ανέβηκε έντρομος, σε ένα δέντρο. Οι Τούρκοι σταμάτησαν κάτω από το δέντρο και έμειναν εκεί πολλή ώρα για να ξεκουραστούν, μια που είδαν πως ο Χριστιανός τους ξέφυγε. Εκείνος δε, κρατούσε την ανάσα του και παρακαλούσε τον Άγιο Πέτρο να τον γλυτώσει και θα φέρει στη χάρη του ένα σφαχτό.


Σε λίγο οι Τούρκοι έφυγαν και γλύτωσε ο Χριστιανός. Ανήμερα της εορτής των Αγίων Αποστόλων έφερε ένα αρνί και το έσφαξε στο εκκλησάκι των Αγίων Πέτρου και Παύλου στις 29 Ιουνίου και μετά το μαγείρεψαν. Αυτό το τηρούσαν κάθε χρόνο στη γιορτή των Αγίων Αποστόλων. Σιγά σιγά η οικογένεια μεγάλωσε, έγιναν πολλές οικογένειες και το αρνί αντικαταστάθηκε με μοσχάρι, που το μαγείρευαν στιφάδο για όλους ως ευλογία. Δεν παραλείφθηκε καμία χρονιά το έθιμο αυτό, μέχρι που ήρθε η Γερμανική Κατοχή του ’40.


Εκείνη τη χρονιά σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς πολλοί Σπαταναίοι και όλα τα σπίτια θρηνούσαν κάποιον δικό τους. Έτσι δεν είχαν όρεξη για πανηγύρι και στιφάδο. Μετά βίας, μέσα στη θλίψη τους, πήγαν στην εκκλησία όπου λειτουργούσε ο παπά-Γιώργης. Μετά τη Θ. Λειτουργία τους είπε να φέρουν έστω κάτι μικρό στον Άγιο, αλλά κανείς δεν ήθελε. Μάλιστα ο Πρόεδρος της Επιτροπής, ο παπά-Γιάννης (Παπαχρήστου στο επίθετο), έδωσε εντολή να μη φέρει κανείς τίποτα. Ο παπα-Γιώργης τον παρακάλεσε να αλλάξει γνώμη αλλά αυτός τίποτα.
«Εγώ θα είμαι εδώ μέχρι αύριο γιατί προμηνύεται κακό» είπε ο παπά-Γιώργης.
«Τουλάχιστον μείνετε στο σπίτι σας και να μην πάτε στα χωράφια». Και πάλι ο παπά-Γιάννης δεν άκουσε. Πήγε με τους εργάτες να φορτώσει άχυρο σε ένα κάρο και μια σούστα και το πήγε στην αποθήκη του. Το ξεφόρτωσαν, πλήρωσε τους εργάτες και εκεί κοντά στην αποθήκη, πετάχτηκαν από το πουθενά, τέσσερα φίδια κατά πάνω του και τον δάγκωσαν στο λαιμό. Πέθανε ακαριαία ο παπάς. Από τότε και μέχρι σήμερα, τηρείται ανελλιπώς το τάμα.


Στην αρχή έφερναν όλοι από κάτι για το στιφάδο. Άλλος κρέας, άλλος κρεμμύδια, λάδι ντομάτα, κ.λ.π. Επειδή όμως, τα υλικά δεν ήταν καλά, βλέπεις η ανέχεια… αποφάσισε η Επιτροπή να μαζεύει χρήματα και να αναλαμβάνει την άριστη ποιότητα του στιφάδου. Από μέρες πολλές πριν, αρχίζουν οι ετοιμασίες. Συγκέντρωση χρημάτων, παραγγελία υλικών… Την παραμονή, και μετά τον Εσπερινό, ανάβουν φωτιά και μέχρι το πρωί το στιφάδο είναι έτοιμο.


Μετά τη Θ. Λειτουργία στο εκκλησάκι, πηγαίνει ο κόσμος στο υπόστεγο όπου βρίσκονται τα καζάνια με το στιφάδο. Έχουν ήδη προπληρωθεί οι μερίδες και με τις αποδείξεις παίρνει κάθε οικογένεια τις μερίδες τους σε κατσαρόλες, που μεταφέρουν στο σπίτι.


Υπάρχουν σειρά από ανεξήγητα περιστατικά που συνοδεύουν την παράδοση του πανηγυριού.


Κάποιος από τους βοηθούς του στιφάδου, έβαλε τη μερίδα του σε ένα δοχείο, αλλά ξέχασε να το πάρει και την επόμενη χρονιά που άνοιξαν τον χώρο το βρήκαν. Ήταν ολόφρεσκο, δεν είχε αλλοιωθεί καθόλου.
Παρόμοια περίπτωση συνέβη και σε οικογένεια που φύλαξε λίγο στιφάδο σε μια γωνιά και το ξέχασε. Μετά από καιρό το είδαν και δεν είχε πάθει τίποτα.


Από τις γυναίκες (και μόνο γυναίκες) των Σπάτων που συγκεντρώνονται στο χώρο για να καθαρίσουν κρεμμύδια καμία τους δεν δακρύζει κατά τη διαδικασία, κάτι πραγματικά ανεξήγητο, αφού επιβεβαιωμένα από την …κρεμμυδίλα δακρύζει ακόμα και ο περαστικός σε ακτίνα χιλιομέτρου! Αυτό μου το επιβεβαίωσε γυναίκα που λαμβάνει μέρος στον καθαρισμό των κρεμμυδιών εδώ και πολλά χρόνια.


Μια χρονιά, αφού όλα είχαν ετοιμαστεί, ξαφνικά το βράδυ εκείνο, παραμονή 28ης Ιουνίου, έπιασε μεγάλη κακοκαιρία και ο δυνατός αέρας που στροβίλιζε τα πάντα δεν επέτρεπε στη φωτιά να ανάψει κάτω απ’ τα καζάνια, μιας και εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα υπόστεγα, όπως συμβαίνει σήμερα. Έπιασε λοιπόν εκείνος ο αέρας κι όσο προχωρούσε η ώρα τόσο χειροτέρευε. Πολύ στενοχωρημένοι οι άνθρωποι της επιτροπής δεν ήξεραν τι να κάνουν, αλλά ενδόμυχα, όπως εξηγούσαν μετά, ένιωθαν ότι στο τέλος όλα θα πήγαιναν καλά. Στο μεταξύ η Θεία Λειτουργία πλησίαζε στο τέλος της, και ξαφνικά έπαψε η κακοκαιρία. Αμέσως άναψαν τη φωτιά και το φαγητό του Αγίου έβρασε σε μισή μόνον ώρα, γεγονός πολύ παράδοξο αφού κανονικά, άλλες φορές, χρειαζόταν να μαγειρευτεί όλη τη νύχτα.
Οι ντόπιοι το θεώρησαν σαν θαύμα του Αγίου Πέτρου.


Το στιφάδο του Αγίου Πέτρου θεωρείται (και είναι) μεγάλη ευλογία που όλοι οι Σπαταναίοι τηρούν με ευλάβεια και συγκίνηση. Είδα να κουβαλούν την κατσαρόλα με πολλή προσοχή και σεβασμό σαν πολύτιμο θησαυρό. Το δε στιφάδο είναι το νοστιμότερο που έχω φάει στη ζωή μου!!!!


Πηγή: ekklisiaonline.gr






Αγίου Πνεύματος: Ήθη και έθιμα από όλη την Ελλάδα


Το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το οποίο εκπορεύεται εκ του Πατρός. Είναι ομοούσιο με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού και κατά το Σύμβολο της Πίστεως «συνπροσκυνείται και συνδοξάζεται» με τον Πατέρα και με τον Υιό, ίσο κατά τη λατρεία και την τιμή.


Το Σάββατο προ της Κυριακής της Πεντηκοστής θεωρείται ένα από τα τρία μεγαλύτερα «Ψυχοσάββατα» του χρόνου. Σε όλες τις εκκλησίες τελούνται μνημόσυνα για τους νεκρούς, ενώ οι συγγενείς τους συνηθίζεται να προσφέρουν κόλλυβα ως ένδειξη ενός σπουδαίου θρησκευτικού συμβολισμού: τα κόλλυβα είναι βρασμένο σιτάρι. Όπως ο σπόρος του σιταριού πέφτει στη γη, θάβεται χωνεύεται και στη συνέχεια ξαναφυτρώνει, έτσι και ο άνθρωπος μετά την ταφή περιμένει την ανάστασή του.


Αλλαγή μαντηλιού στα Μετέωρα
Οι αναρριχήσεις στους μετεωρίτικους βράχους είναι μια πολύ παλιά υπόθεση για την περιοχή. Από πολύ παλιά ντόπιοι, βοσκοί και κυνηγοί κινούμενοι από βιοποριστικούς λόγους αλλά και από το ερευνητικό τους ένστικτο, επιχειρούσαν και κατάφερναν αναβάσεις σε πολύ δύσκολους βράχους. Το έθιμο του Αγίου Γεωργίου του Μαντηλά, όπως και αυτό του Αγίου Πνεύματος, δείχνει επίσης τη σύνδεση του ντόπιου πληθυσμού με τις αναρριχήσεις: Κάποιος Τούρκος πήγε να κόψει ξύλα στο μικρό δάσος που υπήρχε κάτω από το ασκητήριο του Αγίου Γεωργίου. Κατά τη διάρκεια της κοπής ένας κορμός τον καταπλάκωσε με αποτέλεσμα το σοβαρό τραυματισμό του. Η γυναίκα του βρίσκοντάς τον τραυματισμένο, έταξε το φερετζέ της στον ‘Αγιο προκειμένου να γίνει καλά ο άντρας της. Αυτό έγινε και η γυναίκα αφιέρωσε το φερετζέ στον Αγ. Γεώργιο. Από τότε κάθε χρόνο του Αγίου Γεωργίου οι νέοι ανεβαίνουν μια αρκετά επικίνδυνη ανάβαση, αλλάζοντας τα παλιά μαντήλια με νέα που προσφέρονται ως τάματα.
Παρόμοια, την ημέρα του Αγίου Πνεύματος ντόπιοι νέοι αλλάζουν το μαντήλι που υπάρχει στην κορυφή του ημίκορφου του Αγίου Πνεύματος μετά από αναρρίχηση ΙV βαθμού.


Αναβίωση επικοινωνίας δικτύου αρχαίων πύργων – φρυκτωριών στη Σίφνο
Ανήμερα του Αγίου Πνεύματος αναβιώνει στη Σίφνο ένα από τα ομορφότερα ελληνικά έθιμα! Την επικοινωνία του δικτύου των αρχαίων πύργων-φρυκτωριών & ακροπόλεων της Σίφνου (6ου έως 3ου π. Χ. αι.), μέσω καπνού και κατόπτρων, των οποίων χρήση για αυτό τον σκοπό έγινε για πρώτη φορά πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Το έθιμο υποστηρίζει η Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Σίφνου, σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Σίφνου και το Δήμο Σίφνου και την ευγενική συμμετοχή δεκάδων εθελοντών. Ταξιδεύοντας στην ιστορία αξίζει να αναφέρουμε ότι οι πύργοι αυτοί, χτισμένοι σε στρατηγικά σημεία σε όλη την έκταση του νησιού, αποτελούσαν ένα δίκτυο με σύστημα ανταλλαγής σημάτων, αφού είχαν την δυνατότητα να λαμβάνουν και να στέλνουν μηνύματα μεταξύ τους καθώς και από και προς τις 4 αρχαίες ακροπόλεις του νησιού. Έως σήμερα έχουν καταγραφεί 75 αρχαίοι πύργοι-φρυκτωρίες και σε σχέση με το μέγεθος του νησιού, που είναι μόλις 74 τ. χλμ., η αναλογία είναι εντυπωσιακή!


Ιππικοί αγώνες στο Βώλακα Δράμας
Η δημιουργία προστατευτικού κύκλου παίρνει τη δική του ξεχωριστή μορφή στο Βώλακα. Το έθιμο συνδέεται με τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος και στην τοπική εθιμολογία είναι γνωστό ως «μουλαροδρομίες». Σύμφωνα με ανέκδοτη περιγραφή: «Την παραμονή της γιορτής δύο παλικάρια, το ένα από τη μεριά του χωριού και το άλλο από την άλλη (από τον πάνω μαχαλά και τον κάτω μαχαλά όπως λένε), πήγαιναν στην εκκλησία, τους ευλογούσε ο παπάς και τους έδινε ένα χαρτάκι που το πήγαιναν στο εκκλησάκι του αγίου Πέτρου στα σύνορα του χωριού. Τα δυο παλικάρια ξεκινάνε το απόγευμα και κάνουνε τον περίγυρο του χωριού έχοντας σαν τελικό προορισμό τους το εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος που βρίσκεται στο Φαλακρό. Με τον περίγυρο αυτό θέλουν να λάβει υπόψη του το Άγιο Πνεύμα ολόκληρο το χωριό και τα χωράφια τους, να τους φωτίσει και να τους βοηθήσει σε δύσκολες καταστάσεις. Οι γυναίκες κρατούν στα χέρια τους τα «δάκρυα της Παναγίας» (ένα φυτό της περιοχής – με αυτό στολίζουν και τον Επιτάφιο το Πάσχα).» Τα παλικάρια τα ονόμαζαν «συνουργίες» γιατί γύριζαν τα σύνορα. Το πρωί που φθάνουν στο εκκλησάκι του Αγίου Πνεύματος τους περιμένει ο παπάς καθώς και πολλοί άλλοι προσφέροντας τους ούζο και μεζέ. Ο παπάς τους μυρώνει και ξεκινάει τη λειτουργία στο εκκλησάκι. Στη συνέχεια παίρνουν όλοι αγιασμό. Πολλοί είναι ταγμένοι στο Άγιο Πνεύμα και έτσι πάνε αποβραδίς και ετοιμάζουν το γνωστό «κουρμπάνι». Μετά το φαγητό στήνεται ένας μεγάλος χορός που κρατάει μέχρι το μεσημέρι.


Ταφικό έθιμο Θρυλορίου στην Κομοτηνή
Πρόκειται για ένα έθιμο που ξεπερνάει τα 2500 χρόνια ζωής, που ταξίδεψε με τους πρώτους έποικους στον Πόντο από την μητροπολιτική Ελλάδα, οι οποίοι ανάμεσα στις άλλες συνήθειές τους πήραν μαζί τους και το ταφικό έθιμο και το οποίο διατηρήθηκε και μετά τον εκχριστιανισμό του Πόντου από τον Απόστολο Ανδρέα, εκφράζοντας πλέον την πίστη για την ανάσταση των νεκρών με την Ανάσταση του Κυρίου. Το έθιμο αναβίωσε το 2001, από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Ποντίων Θρυλορίου Ροδόπης. Μετά την λειτουργία όλοι παίρνουν διάφορα φαγητά και πηγαίνουν «σα ταφία». Ο παπάς του χωριού κάνει τρισάγιο και μετά στρώνεται το τραπέζι έξω από τα νεκροταφεία. Και τι δεν έχει αυτό το τραπέζι! Φελία, πισία, πιροσκία, λαβάσε, ριζόγαλο, χασίλ, κεράσια, ταν, ρακί για τους άντρες και ότι άλλο παραδοσιακό και νέο φαγητό μπορεί να φανταστεί κανείς. Τρώνε, πίνουν, μιλούν για τον νεκρό τους, χαίρονται μαζί με τις αναστημένες ψυχές. Όλοι συμμετέχουν στο κοινό τραπέζι ζωντανών και νεκρών. Κανείς δεν νιώθει θλίψη, κανείς δεν λυπάται, δεν κλαίει, είναι μέρα χαράς, είναι μια γιορτή. Χαρά που απορρέει από την πίστη στην ανάσταση των νεκρών, από την χριστιανική πίστη για την Ανάσταση. Υπήρχε μάλιστα η πεποίθηση ότι αφού οι ψυχές μετά το τραπέζι αυτό, κατά τις 12 το μεσημέρι επέστρεφαν στον τόπο τους, μπορούσε κανείς να τις δει μέσα στα πηγάδια. Έπαιρναν έτσι ένα καθρεφτάκι και προσπαθούσαν να δουν στο νερό του πηγαδιού τις ψυχές των δικών τους ανθρώπων, κάτι βέβαια που σχετίζεται με την αρχαιοελληνική δοξασία σύμφωνα με την οποία η κάθοδος των ψυχών στον Άδη γινόταν μέσα από το νερό.


Πρωινό Πανηγύρι Αλιμπίστας Αιτωλοακαρνανίας
Την ημέρα του Αγίου Πνεύματος γίνεται ένα πρωινό πανηγύρι στην Αλιμπίστα, ορεινό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, όπου κατοικούν μόνο δύο οικογένειες. Μετά το τέλος της λειτουργίας εκατοντάδες άνθρωποι σχηματίζουν ουρά μπροστά στον πλανόδιο χασάπη, που κόβει ψητά αρνιά με το μπαλτά. Πολλοί φέρνουν για συμπλήρωμα πίτες, τυριά και άλλα φαγητά από τα σπίτια τους. Το πρωινό πανηγύρι, του οποίου οι ρίζες χάνονται στον χρόνο, δεν αποκλείεται να αποτελεί συνέχεια αρχαίων εθίμων, που σχετίζονται με την ανατολή του ήλιου και λατρειών αφιερωμένων στον θεό Απόλλωνα.


Πανηγύρι στο Άγιο Πνεύμα Σερρών
Στις Σέρρες, στο ομώνυμο χωριό Αγίου Πνεύματος, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, διοργανώνεται κάθε χρόνο την Κυριακή του Αγίου Πνεύματος παραδοσιακό πανηγύρι. Στο πλάτωμα κάτω από το ομώνυμο μοναστήρι οι νέοι του χωριού χορεύουν συνοδεία παραδοσιακών οργάνων μέχρι το μεσημέρι. Το απόγευμα, μετά το τέλος των αγωνισμάτων που οργανώνονται, ο χορός μεταφέρεται στην πλατεία του χωριού. Παραδοσιακά, χορεύονται κυρίως ο συρτός και ο αντικριστός. Οι γηραιότεροι ηγούνται του κύκλου του χορού, ακολουθούν οι νέοι και τον κύκλο κλείνουν οι αρραβωνιασμένες.


Πηγή: ekklisiaonline.gr









Ο Παραδοσιακός Γάμος στη Λέσβο







Ο παραδοσιακός Λεσβιακός γάμος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς συνδυάζεται με πολλές παραδόσεις, όπως το μοίρασμα παραδοσιακών γλυκών με βάση το αμύγδαλο (αμυγδαλωτά, μπακλαβάς) στους καλεσμένους, το στόλισμα της νύφης με την συνοδεία παραδοσιακών τραγουδιών, το κόψιμο τσουρεκιού στο κεφάλι της, τη συνοδεία της νύφης και του γαμπρού στην εκκλησία με παραδοσιακή μουσική, ενώ μετά την τελετή του γάμου ακολουθεί γλέντι με τοπική μουσική και χορούς. Είναι πραγματικά τυχερός όποιος έχει την ευκαιρία να παρευρεθεί σε ένα παραδοσιακό γάμο στη Λέσβο. Τα έθιμα και το τελετουργικό του επιβιώνουν μέχρι σήμερα και γεμίζουν με κέφι και συγκίνηση τόσο τους νεόνυμφους όσο και τους καλεσμένους που παρευρίσκονται.


Στην Λέσβο λοιπόν, όπως και στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, οι γάμοι στο χωριό συνηθίζονταν να γίνονται την Κυριακή. Οι τελετουργίες του γάμου ξεκινούν με τη νύφη να φτιάχνει ένα στρογγυλό ταψί τοπικό μπακλαβά με αμύγδαλο και να τον πηγαίνει το μεσημέρι με συγγενείς και οι φίλους και με την συνοδεία μουσικής στην πεθερά της και να της προσφέρει το κεντρικό, το καλύτερο κομμάτι.


Κατόπιν από το σπίτι του γαμπρού παραλαμβάνουν τα προικιά και τα φορτώνουν σε ένα άλογο. Το ζώο που θα μεταφέρει τα προικιά του γαμπρού, είθισται στην όμορφη Λέσβο να είναι στολισμένο και να έχει ένα τριαντάφυλλο στο κεφάλι. Πάνω στο άλογο δεν βάζουν μόνο τα μπαούλα, τα παπλώματα, τις κουβέρτες και τα μαξιλάρια, αλλά πάνω στο σαμάρι τοποθετούν και ένα μικρό αγοράκι. Το άλογο όταν φτάσει στο σπίτι της νύφης, εκείνη του δένει ένα μπαξίσι (μαντήλι) στο λαιμό του. Έπειτα οι οργανοπαίχτες μαζί με το ζώο και το παιδάκι γυρίζουν όλο το χωριό και ενημερώνουν τους κατοίκους για τον επερχόμενο γάμο. (Τα παλιά τα χρόνια προσκλητήρια δεν υπήρχαν και η ανακοίνωση ενός γάμου γινόταν από πόρτα σε πόρτα προφορικά).


Μεγάλη γιορτή είναι το “στρώσιμο του κρεβατιού”, που εδώ στη Λέσβο λέγεται και «τσουρέκι» μια και η τελετουργία του τσουρεκιού είναι αυτή που κλέβει την παράσταση. Μαζεύονται οι φίλες και οι φίλοι της νύφης και του γαμπρού για να στρωθεί το νυφικό κρεβάτι με τα προικιά της νύφης. Το κρεβάτι το στρώνουν οι ανύπαντρες φίλες της νύφης με συνοδεία τραγουδιών γραμμένων για το ζευγάρι, στον παραδοσιακό σκοπό. Έρχεται ο γαμπρός και το ξεστρώνει γιατί “δεν είναι καλά στρωμένο και τα κορίτσια το ξαναστρώνουν. Αυτό επαναλαμβάνεται σαν παιχνίδι, ανάλογα με το πόσο «παιχνιδιάρης» είναι ο γαμπρός.


Όταν πια στρωθεί, ξαπλώνουν επάνω ένα μωρό (για τη γονιμότητα) και (αφού πάρουν το μωρό) ραίνουν το κρεβάτι με ροδοπέταλα, ρύζι και χρήματα…«Νύφη σήκω και φίλησε της πεθεράσ’ το χέρι, γιατ’ είν’αυτή που σούδωσε το πιο λαμπρό αστέρι..» Μουσική στα αυτιά της κάθε αγορομάνας το παραδοσιακό τραγούδι του “τσουρεκιού”.


Στη συνέχεια η παρέα περνάει σε άλλο χώρο, όπου, τέσσερα παιδιά, των οποίων ζουν και οι δυο γονείς, κρατούν πάνω από το κεφάλι της νύφης το κόκκινο μαντήλι με κεντημένο το μονόγραμμά της, πάνω στο οποίο τοποθετείται το τσουρέκι. Η νύφη, κόβει από το τσουρέκι και προσφέρει στην πεθερά της, στη μητέρα της και στις ανύπαντρες φίλες της, με τη συνοδεία πάντα των τραγουδιών.
Μετά και από το τσουρέκι ακολουθεί γλεντάκι με αλμυρά και γλυκά φαγητά…


Κατά τις απογευματινές ώρες, οι οργανοπαίχτες και οι μουσικοί συγκεντρώνονται στο σπίτι του γαμπρού για το λεγόμενο «ξύρισμά» του. Εδώ εκτός από τους συγγενείς και τον κουμπάρο, είναι συγκεντρωμένοι και οι ελεύθεροι φίλοι του. Η νύφη δε, στέλνει στο γαμπρό τον μαστραπά (κανάτα) με το νερό, το σαπούνι, την κολόνια, τα ξυριστικά, την πετσέτα, καθώς και το μαντίλι με το «μπαξίσι» για τον κουρέα. Η ενδυμασία καθώς και το ξύρισμα του γαμπρού γίνονται πάντα με συνοδεία παραδοσιακών ασμάτων. Το έθιμο θέλει, πριν ο γαμπρός βάλει τα «γαμπριάτικα του», ο πατέρας του να τον ζώνει τρείς φορές γύρω από την μέση με κόκκινο μαντήλι. Ο γαμπρός στην συνέχεια ασπάζεται τα χέρια των γονιών του και κατόπιν πατάει σε ένα μεταλλικό ταψί (σνι) προκειμένου να ντυθεί. Στη συνέχεια οι φίλοι του γαμπρού σηκώνουν το σνι, που πάνω σε αυτό κάθεται ο γαμπρός και τον ραίνουν με κουφέτα και ρύζι. Μερικοί πάλι από τους φίλους του γαμπρού τον τσιμπούν στα πόδια με αγκάθια λεμονιάς. Τα τσιμπήματα δηλώνουν τις δυσκολίες, τις υποχρεώσεις και τα βάσανα που φέρει ένας γάμος.


Κατόπιν, ο γαμπρός μαζί με όργανα που τον συνοδεύουν, ξεκινούν την γαμήλια πομπή προς το σπίτι της νύφης, όπου ο πατέρας της, την ξεπροβοδίζει και την προσφέρει στον γαμπρό και όλοι μαζί συνεχίζουν την πομπή για την εκκλησία. Αφού το μυστήριο ολοκληρωθεί στην εκκλησία, όλοι όσοι είχαν δώσει προηγουμένως τις ευχές τους στο νιόπαντρο ζευγάρι, συγγενείς ή φίλοι σηκώνουν τον κουμπάρο ψηλά και δεν το κατεβάζουν κάτω αν δεν τάξει δώρο ή κέρασμα. Επίσης το κρασί που ήπιαν οι νεόνυμφοι θα μοιραστεί και στους υπόλοιπους νέους για να αποκτήσουν και αυτοί τύχη και να καλοπαντρευτούν σύντομα.


Ο παραδοσιακός γάμος στην Λέσβο κλείνει με γλέντια και τραπεζώματα που γίνονταν είτε στην πλατεία του χωριού είτε στο κεντρικό καφενείο. Μάλιστα οι πανηγυρισμοί για το ευχάριστο γεγονός κρατούν μέχρι τα ξημερώματα με όλο το χωριό να συμμετέχει στην χαρά του ζευγαριού.


Πηγή: weddinginlesvos.gr





Ο Ιούνιος στην ελληνική παράδοση










(Πίνακας του Γιάννη Τσαρούχη)


Ο Ιούνιος είναι ο 6ος μήνας του χρόνου και έχει 30 ημέρες. Κατά μια άποψη πήρε το όνομά του από τη ρωμαϊκή θεά Γιούνο που ήταν αντίστοιχη με την ελληνική Ήρα, στην οποία ήταν αφιερωμένος. Κατά μια άλλη άποψη το όνομα του οφείλεται στον πρώτο ύπατο της Ρώμης Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο. Στις 21 Ιουνίου έχουμε το θερινό ηλιοστάσιο.


Ο Ιούνιος αντιστοιχεί με το τέλος του αρχαίου ελληνικού μήνα Θαργηλίωνα και με τις αρχές του Σκιροφορίωνα. Είναι ο μήνας του θερισμού και πολλών άλλων γεωργικών εργασιών. Έχει πολλές ονομασίες, από τις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι «θεριστής» που προέρχεται από τον θερισμό των σιτηρών. Επίσης Πρωτόλης ή Πρωτογιούλης, δηλ. πρώτος μήνας και αρχή του καλοκαιριού, Αλυθτσατσής (Κάλυμνος), Ρινιαστής (Πάρος), Ορνιαστής (Άνδρος), Λιοτρόπης, Κερασάρης (Γρεβενά) & Κερασινός (Πόντος), γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια.


ΕΡΓΑΣΙΕΣ:


Θερίζουν σιτάρια, κριθάρια, όσπρια, σανά.
Ποτίζουν & σκαλίζουν τα χωράφια.
Φυτεύονται σπανάκια, φασόλια, κουνουπίδια.
«Χαρακώνουν» τ’ αμπέλια. Καταπολεμούν τις ασθένειες τους.
Μάζεμα ντομάτας, μελιτζάνας, πιπεριάς, κολοκυθιάς.
Μεταφορά κυψελών στο θυμάρι.
Απογαλακτισμός των ζώων, που είναι 3 μηνών.
Πρώιμο ζευγάρωμα προβάτων.


ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:


Του Θερισμού:
Στο Δρυμό Θεσσαλονίκης και αλλού, το πρώτο δεμάτι σταχυών που δένουν, το στήνουν όρθιο και το προσκυνούν, ενώ ο νοικοκύρης ρίχνει νομίσματα.
Στη Σκύρο σαν αποθερίσουν, αφήνουν δύο λημάρια αποθέρι στο χωράφι άθερα, για χαρά του χωραφιού και για να φάνε τα πουλιά και τα αγρίμια.
Στο Μανιάκι Πυλίας αφήνουν ένα κομμάτι αθέριστο και λένε ότι είναι τα γένια του νοικοκύρη, τον οποίο σηκώνουν στα χέρια ψηλά & τον αφήνουν να πατήσει στη γη, μόνο αν τάξει στους θεριστές κρασί και κότα.
Στην Κάρπαθο χαράσσουν με το δρεπάνι ένα κύκλο, που περιλαμβάνει τα τελευταία στάχυα. Στον κύκλο μπαίνει η νεαρότερη θερίστρια, σταυροκοπιέται και πετάει επάνω το δρεπάνι της φωνάζοντας: «Και του χρόνου, καλαλωνεμένα, καλοφαωμένα, καλοπρουκισμένα!»

Το Τζιτζιρόκλικο:
(Νέο Σούλι Σερρών) Η λέξη είναι σύνθετη από το τζίτζιρας (= τζίτζικας) και το κλίκι (= τσουρέκι, το κικλίσκιον των Βυζαντινών). Το ζύμωναν, τον Ιούνιο με Ιούλιο, με το πρώτο αλεύρι από την καινούργια σοδειά σιταριού. Ήταν ένα μικρό καρβέλι, βάρους ενός κιλού περίπου, με μια τρύπα στη μέση, όπου έβαζαν ένα κλωνάρι βασιλικό. Το πήγαιναν στη βρύση της γειτονιάς, στο «σουλ’ ναρ», και πριν το τοποθετήσουν κάτω από τη βρύση, απ’ το «λουλά», έκοβαν βιαστικά, μικροί μεγάλοι, από ένα κομμάτι. Παράλληλα ακουγόταν και η ευχή: «όπως τρέχ’ του νιρό, να τρέχ’ κι του μπιρικέτ’ ». Ό,τι απέμενε, το άφηναν στη μια εσοχή της βρύσης, για να το φάει ο τζίτζικας το χειμώνα.


Tο «Στιφάδο του Αγίου Πέτρου»:
Η αρχή αυτού του εθίμου τοποθετείται, σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Όπως λέγεται, ένας χριστιανός, από τα Σπάτα Αττικής, κατόρθωσε να αποφύγει τη σύλληψη και τη θανάτωσή του από τους Τούρκους με τη βοήθεια του Αγίου Πέτρου, γι’ αυτό κι έταξε να θυσιάσει ένα μοσχάρι στη γιορτή του. Αλλά όταν ήρθε η μέρα αυτή, μετάνιωσε για το τάμα του και θυσίασε ένα αρνί. Το ταμένο όμως ζώο ήρθε μοναχό του και ξεψύχησε μπροστά στην εκκλησία. Το γεγονός αυτό έκανε μεγάλη εντύπωση και οι Σπαταναίοι άρχισαν από τότε να κάνουν θυσία κάθε χρόνο στον άγιο. Σήμερα αγοράζεται με κοινή εισφορά ένας μεγάλος αριθμός από βοοειδή και με το κρέας τους παρασκευάζεται «στιφάδο». Αντιμετωπίζουν μάλιστα σαν θαύμα το γεγονός, ότι τα μάτια δεν δακρύζουν από το πολύωρο καθάρισμα τόνων κρεμμυδιών. Το πρωί μετά τη θεία λειτουργία, μοιράζεται στους πανηγυριστές, αφού βράσει όλο το βράδυ σε μεγάλα καζάνια.


ΓΙΟΡΤΕΣ:


«Η Πεντηκοστή, του Αγίου Πνεύματος».
Η γενέθλιος ημέρα της εκκλησίας του Χριστού. Την ίδια μέρα γίνεται μεσολογγίτικη γιορτή στη μνήμη και την ψυχανάπαυση των πεσόντων της Εξόδου, στο μοναστήρι του Αγίου Συμεών, στους πρόποδες του βουνού Ζυγός, κοντά στο Μεσολόγγι (τόπος συνάντησης των «Ελεύθερων πολιορκημένων», αν βέβαια τα είχαν καταφέρει).
«Τ
ου Αϊ-Γιαννιού του Λαμπαδάρη ή Φανιστή ή Ριζικάρη ή Ριγανά» (24/6).
Την ημέρα αυτή άναβαν φωτιές συνήθως σε σταυροδρόμια κατά γειτονιές, με ανταγωνιστική διάθεση, κάθε γειτονιά θέλει να ανάψει τη μεγαλύτερη φωτιά. Σ’ αυτήν έριχναν και εύφλεκτα παλιοσύνεργα του χωρικού νοικοκυριού και απαραίτητα το μαγιάτικο στεφάνι. Μικροί & μεγάλοι, πηδώντας τις φωτιές («φωτάρες»-Ίος), κάνουν και μια ευχή για καλή υγεία και απαλλαγή από το κακό.
Η ευχή ήταν: «Πηδώ τον χρόνο τον παλιό και πάω στον πιο καλό».


Πηγή: ekklisiaonline.gr








Αγιάσος Λέσβου
Η μουσικοχορευτική παράδοση







ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΑΝΤΕΣ
Μια πλήρης αγιασώτικη παραδοσιακή κομπανία αποτελείται από έξι όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, τρομπόνι, μπάσο και κορνέτα. Παράλληλα υπάρχουν και μεμονωμένοι μουσικοί (μουσικάντες) που παίζουν ζουρνά και νταούλι. Στις αρχές του αιώνα γύρω στο 1916 – 1917, εισάγεται η λατέρνα από τη Σμύρνη, ενώ λίγο αργότερα έρχεται το μαντολίνο και η κιθάρα για τους ερασιτέχνες που κάνουν καντάδα στην αγαπημένη τους. Μαντολίνο, όμως, μαθαίνουν και πολλές κοπέλες από εύπορες οικογένειες. Μετά τον πόλεμο μπαίνει και το μπουζούκι, το οποίο παίρνει στην ορχήστρα τη θέση του σαντουριού.


Οι μουσικάντες κλείνονταν από ιδιώτες είτε εκ των προτέρων για γάμο, βαφτίσια κ.λ.π., είτε αυθόρμητα σε στιγμές κεφιού, είτε τις Κυριακές και γιορτές. Στις μεγάλες γιορτές τους έκλειναν τα μεγάλα καφενεία. Το «Αναγνωστήριο» τους έκλεινε όταν έκανε τις χοροεσπερίδες του και οι συντεχνίες όταν γιόρταζαν τον προστάτη τους Άγιο.


Η αμοιβή τους άλλοτε συμφωνούνταν προκαταβολικά, συνήθως με τα μεγάλα καφενεία, τη συμπλήρωνε δε η “χαρτούρα” που έριχναν οι παρέες στο σαντούρι.
Οι μουσικάντες ήταν περιζήτητοι και το κύρος τους μεγάλο, δεδομένης της σημαντικής θέσης που καταλάμβαναν στη ζωή των Αγιασωτών ο χορός και η μουσική. Απ’ το πρωί που έβγαιναν στο δρόμο είχαν δουλειά, που ξεκινούσε συνήθως από τα καφενεία της αγοράς για να καταλήξει συχνά στο σπίτι του Αγιασώτη που “είχε” τη μουσική ή αντίστροφα. Τις γιορτινές μέρες δεν κοιμόντουσαν καθόλου. Οι παλιοί μουσικάντες έπιναν πολύ και κάποιοι πέθαναν αλκοολικοί. Οι νεότεροι έπιναν λίγο, έτσι για να έρθουν στο κέφι, όπως λένε οι ίδιοι.




ΟΙ ΣΚΟΠΟΙ
Οι Αγιασώτες δεν τραγουδούν πάνω στο χορό. Τραγουδούν τραγούδια της τάβλας, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια ή σκοπούς περιπατητικούς που παίζονται από την κομπανία στην πατινάδα της Κυριακής ή συνοδεύοντας τη νύφη στην εκκλησία ή το νεκρό στην τελευταία του κατοικία, με ανάλογο βέβαια πάντα περιεχόμενο.


Ως προς την προέλευση, είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους λεσβιακούς από τους μικρασιάτικους σκοπούς. Λέσβος και μικρασιατική ακτή θεωρούνταν ένα και το αυτό, η επαφή ήταν συνεχής, οι μουσικοί ταξίδευαν συχνά απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Γνωστοί σκοποί ήταν το ζεϊμπέκικο του Αϊβαλιού, το Σμυρναίικο, το Περγαμηνό. Οι πιο δημοφιλείς σκοποί όμως, που θεωρούνται και οι «εθνικοί ύμνοι» της Λέσβου, είναι τα “Ξύλα”, συρτό προερχόμενο μάλλον από τουρκικό εμβατήριο και ο “Κιόρογλου”, ρυθμός 5/8, που παίζεται κυρίως στη γιορτή του Προφήτη Ηλία.


Παράλληλα όμως με τους ντόπιους σκοπούς έχουμε και τους ευρωπαϊκούς.


Στο ρεπερτόριο των χορών διακρίνουμε τρεις κατηγορίες:


Η στερεότυπη σειρά των χορών
Η μουσική ξεκινάει με συρτό, περνάει στο μπάλο, στη συνέχεια στον καρσιλαμά, στο ζεϊμπέκικο και τελειώνει με το «μαζωμένο» ή «πηδηχτό» ή «ανιγκασκό».
Ο συρτός ρυθμός 2/4 χορευόταν κατά κανόνα από δύο άτομα, αλλά και από περισσότερα όταν άναβε το κέφι. Από το συρτό, το βιολί κάνει ένα γύρισμα, παίζει έναν αμανέ και περνάει στο μπάλο, που επίσης χορεύεται από δύο άτομα. Ακολουθεί ο καρσιλαμάς, ρυθμός 9/8, χορός αντικριστός για δύο. Περνάμε στο ζεϊμπέκικο, ρυθμός 9/8, επίσης για δύο άτομα, ή και “σόλο”.
Τέλος, ο μαζωμένος ή πηδηχτός χορεύεται από πολλούς, στο αποκορύφωμα του γλεντιού, πηδηχτά, σα γρήγορος συρτός. Η σειρά δεν άλλαζε. Άγραφος κανόνας. Πολλές φορές χόρευαν και καλαματιανό, κυρίως στα πανηγύρια.


Χοροί παρεμβαλλόμενοι
Με τον όρο αυτό εννοούμε χορούς που δεν αποτελούσαν μέρος της συνηθισμένης ακολουθίας, δε χορεύονταν από όλους και, μολονότι ήταν ρυθμοί γνωστοί, είχαν ιδιομορφίες, άλλαζαν την ατμόσφαιρα και έσπαζαν τη σειρά την τάξη.


Αυτοί ήταν:
Ο “τζάμκος”, ρυθμός 2/4, αργός συρτός που χορεύονταν από δύο. Γνωστός και σαν “χορός των μαχαιριών”. Ο ένας κρατούσε στο χέρι μαχαίρι ή τσιμπίδα που έπαιρνε από τον μπουφέ όπου έψηναν τον καφέ και προσποιούνταν ότι απειλούσε τον άλλον που έμενε καθισμένος και απαθής. Ο πρώτος διέγραφε κύκλους στον αέρα με το μαχαίρι του και έκανε πως έκοβε τη μύτη, τα αυτιά, το κεφάλι, τα γεννητικά όργανα του άλλου και με μια απότομη κίνηση κάθε φορά, τα πέταγε στους θεατές του χορού. Σ’ όλη τη διάρκεια του χορού επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις που προκαλούσαν τα γέλια των θεατών. Χορός μιμικός που χορευόταν από ορισμένους μόνο και όταν είχαν κέφι ή παροτρύνονταν από την ομήγυρη. Ο χορευτής είχε την ικανότητα να πραγματοποιεί εξαιρετικά συγκεκριμένες κινήσεις.


Ο “πουτάνικος” ή “ποτηράκια” ήταν επίσης μιμικός χορός εκτελούμενος από άντρες που παρίσταναν τις γυναίκες, κρατούσαν στα χέρια μικρά ποτηράκια που τα χτυπούσαν μεταξύ τους, ενώ η ορχήστρα συνόδευε μονάχα με το βιολί, το σαντούρι και το μπάσο, για να μη χάνεται ο ήχος των ποτηριών. Φαίνεται ότι ο χορός αυτός ήρθε στη Λέσβο από τους στρατιώτες που είχαν πάει στη Μικρασία το 1922 και στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μίμηση του χορού της κοιλιάς, όπως χορευόταν στα “ καφέ – σαντάν” της Σμύρνης και της Πόλης.


Ο “Αρκουδιάρης” ή “Αράπικος” χορός μιμικός και κωμικός ταυτόχρονα, εκτελούνταν από δύο άτομα, από τα οποία το ένα έπαιζε τον πιο σημαντικό ρόλο, ενώ το άλλο χρησίμευε για παρτενέρ. Ρυθμός 2/4, σαν ζωηρός συρτός. Ο χορευτής έκανε άγριες χειρονομίες, γούρλωνε τα μάτια, μιμούνταν την αρκούδα και έκανε πηδήματα. Χορός που χορευόταν κυρίως στο καρναβάλι, ήταν δε για κάποια περίοδο, σχεδόν αποκλειστικότητα ενός βοσκού με το παρατσούκλι «Μαρούλα».


Χοροί ειδικών περιστάσεων
Ο “νυφιάτικος” ή “νυφκάτος”. Χορευόταν από τις φίλες της νύφης πριν από το γάμο. Αφού τη βοηθούσαν να ντυθεί, έκαναν κύκλο γύρω της με σταυρωτά τα χέρια και της τραγουδούσαν στίχους κατάλληλους για την περίσταση, αυτοσχεδιάζοντας πολύ και σύροντας το χορό προς τα δεξιά.


Τα “τριψίματα”. Χορεύονταν σε κύκλο, συρτά, από νέους μεταμφιεσμένους τις μέρες του καρναβαλιού, ενώ τραγουδούσαν με τολμηρά λόγια και υπονοούμενα. Συχνά κάθονταν καταγής, τρίβοντας τα οπίσθιά τους κάτω.


Να προσθέσουμε εδώ ότι από τις αρχές του αιώνα είχαν μεγάλη πέραση στους κύκλους των μορφωμένων οι ευρωπαϊκοί χοροί, κυρίως η πόλκα, η μαζούρκα και το βαλς, που έφταναν ως την Αγιάσο μέσω Σμύρνης (το Παρίσι της Ανατολής) ή μέσω των νέων που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό. Η μεγάλη πλειοψηφία, όμως, χόρευε τους ντόπιους χορούς.


ΧΟΡΕΥΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ
Οι Αγιασώτες χόρευαν τις Κυριακές, στις θρησκευτικές γιορτές, στο καρναβάλι, στις χοροεσπερίδες, στα γλιτώματα της ελιάς, σε γάμους, αρραβώνες, βαφτίσια και οποιαδήποτε στιγμή, αυθόρμητα. Η πιο συνηθισμένη, όμως, χορευτική εκδήλωση ήταν η “πατινάδα” της Κυριακής, συνδεδεμένη με το παιχνίδι του έρωτα και του γάμου.


Οι νέοι αλλά και οι μεγαλύτεροι, ξεκινούσαν παρέες - παρέες απ’ τα καφενεία της αγοράς, τα οποία αποτελούσαν το κέντρο της δημόσια ζωής της Αγιάσου, και μαζί με την κομπανία ή τους μεμονωμένους μουσικούς περνούσαν απ’ τα δρομάκια του χωριού, για να καταλήξουν στα λεγόμενα κουιτούκια, συνοικιακά καφενεδάκια που άνοιγαν μόνο Κυριακές και γιορτές και σέρβιραν ρακί, κονιάκ και στραγάλια.
Στις συνοικίες, λοιπόν, μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τις κοπελιές που περίμεναν μπροστά στα σπίτια τους να φθάσει η μουσική, καθισμένες στα “καριγλιά” τους, φορώντας την καλή τους βράκα και τα φλουριά στο στήθος. Οι γυναίκες και ιδιαίτερα οι νέες, σπάνια κατέβαιναν στα καφενεία της αγοράς. Παρέμεναν στις γειτονιές, κεντώντας, πλέκοντας και κουβεντιάζοντας, καθισμένες έξω απ’ τις πόρτες των σπιτιών τους, μακριά απ’ τα βλέμματα των αντρών, οι οποίοι ανέβαιναν τις Κυριακές για να διασκεδάσουν και να εκφράσουν τον έρωτά τους χορεύοντας στα κουιτούκια, ενώ οι κοπελιές παρακολουθούσαν από κάποια απόσταση.


Η κομπανία τηρούσε σειρά προτεραιότητας στις φιλικές παρέες, αλλά οι παρεξηγήσεις δεν έλειπαν ποτέ. Χόρευαν μόνο οι άντρες μεταξύ τους. Τις σπάνιες φορές που ο σύζυγος καλούσε τη γυναίκα του για χορό ή ο πατέρας την κόρη του, τους έδιναν την πρώτη θέση. Αυτό δε σημαίνει ότι οι γυναίκες δε χόρευαν. Στην πατινάδα της Κυριακής χόρευαν την ίδια ώρα υπό τους ήχους της μουσικής που έπαιζε για τους άντρες, αλλά μεταξύ τους, πίσω από τα σπίτια για να μην τις βλέπουν οι άντρες. Συνήθιζαν και το καλαματιανό. Η μουσική κρατούσε ως το πρωί στα κουιτούκια και συνεχιζόταν με καντάδες κάτω απ’ τα παράθυρα των κοριτσιών. Το έθιμο της πατινάδας εξέπνευσε με το τέλος του πολέμου, όταν έκλεισε και το τελευταίο κουιτούκι.


Τα καφενεία και τα κουιτούκια ήταν ο χορευτικός χώρος των Αγιασωτών και στις θρησκευτικές γιορτές, ενώ στο καρναβάλι ο χορός μπορούσε να εκδηλωθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε, με τρόπο πιο ελεύθερο. Οι οργανωμένες χοροεσπερίδες που είναι υπόθεση της διανόησης, γίνονται σε αίθουσες κλεισμένες από πριν, ενώ στο γάμο, στους αρραβώνες, στα βαφτίσια, χορεύουν μέσα ή έξω από το σπίτι ή και στο καφενείο. Το χορό ανοίγει ο γαμπρός με τη νύφη. Στη συνέχεια καλούν τον κουμπάρο, τους γονείς και το γλέντι γενικεύεται, ενώ πέφτει “χαρτούρα” γενναιόδωρη στους μουσικάντες. Παλιότερα, τη μεθεπομένη μέρα και αφού διαπιστωνόταν η εκπαρθένευση της νύφης, γινόταν δεύτερο γλέντι, ο αντίγαμος.


Ευκαιρία για χορό παρέχουν και τα “γλυτώματα” της ελιάς. Από το Σεπτέμβρη ως το Πάσχα σχεδόν, το χωριό ζούσε και ζει στο ρυθμό της ελιάς. Το λιομάζωμα άρχιζε το Νοέμβρη και κορυφωνόταν Γενάρη και Φλεβάρη. Την τελευταία μέρα της συγκομιδής οι γυναίκες, με έξοδα του αφεντικού, ετοίμαζαν φαγητά και γλυκά και όταν ερχόντουσαν στο κέφι με μερικά ποτηράκια κρασί, το έριχναν στο χορό, είτε στο κτήμα, είτε στην Καρήνη, τοποθεσία με πλατάνια όπου κατέληγαν όλοι οι δρόμοι του ελαιώνα. Αν το αφεντικό ήταν κουβαρντάς, έφερνε κομπανία, αλλιώς αρκούνταν στο νταούλι και στο ζουρνά ή κρατούσαν οι ίδιοι το ρυθμό με τενεκέδες. Ύστερα από μερικές ώρες έπαιρναν το δρόμο για το χωριό, άντρες και γυναίκες μαζί, πιασμένοι από τα μπράτσα και τραγουδώντας για να συνεχίσουν το γλέντι στα καφενεία του χωριού. Η χορευτική ατμόσφαιρα στα γλιτώματα φαίνεται ότι ήταν πολύ πιο ελεύθερη, αφού άντρες και γυναίκες δούλευαν μαζί στον ίδιο χώρο για μήνες.


Η ΧΟΡΕΥΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Το ύφος του χορού ήταν μετρημένο, συγκρατημένο. Οι Αγιασώτες δεν αγαπούσαν τις πολλές φιγούρες. Επίσης, δεν χόρευαν άλλους χορούς από τους δικούς τους, ενώ αντιμετώπιζαν ειρωνικά και περιφρονητικά τις χορευτικές εκδηλώσεις των ξένων που έρχονταν στο χωριό. Συχνές δε ήταν οι συγκρούσεις με τους ομόφυλούς τους Μικρασιάτες, οι οποίοι σαν πιο εύποροι μονοπωλούσαν το χορό με τα μπαξίσια τους.


Το μουσικοχορευτικό τοπίο στην Αγιάσο αλλάζει σταδιακά μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Οι μεγάλες οικονομικοκοινωνικές αλλαγές, ο ξενιτεμός, τα νέα ήθη, αλλά και η εισβολή του γραμμόφωνου και του ραδιόφωνου αλλοιώνουν την παράδοση. Σήμερα, οι Αγιασώτες χορεύουν ακόμα παλιούς σκοπούς και χορούς, αλλά πολλά νέα στοιχεία έχουν υπεισέλθει (ακορντεόν, μπουζούκι, συνθεσάιζερ). Οι ευκαιρίες για χορό έχουν περιοριστεί, κυρίως στα θρησκευτικά πανηγύρια και στις εκδηλώσεις διαφόρων συλλόγων. Ο χορός δεν αποτελεί πια καθημερινή πρακτική.


Πηγή: agiasos.gr







Η ποντιακή διάλεκτος, τα ήθη και τα έθιμα, οι χοροί και τα τραγούδια του Πόντου


Της Ευδοκίας Σαμουηλίδου (εκπαιδευτικός ποντιακής καταγωγής και σχολική σύμβουλος Φυσικής Αγωγής Βορείου Αιγαίου).









Φώτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ


Στην ελληνική μυθολογία, η ονομασία Πόντος είναι γνωστή ως μια θεότητα που προσωποποιεί το υγρό στοιχείο και την ανοικτή θάλασσα.


Εμφανίζεται σαν γιος της αρχέγονης θεότητας Γαίας και πατέρας του Νηρέα, στον δε Όμηρο σημαίνει θάλασσα, ανοιχτή και πλατιά. Περιοχή που μεταφέρει μνήμες στους απογόνους εκατομμυρίων Ελλήνων, που έζησαν στις περιοχές αυτές. Πρόκειται για Ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων με τους Έλληνες να αποίκησαν στην περιοχή τον 8 π.χ αιώνα και μαζί τους μετοίκησε και ο πολιτισμός τους.


Ο μύθος των Αργοναυτών και του Χρυσόμαλλου Δέρατος συνδέεται με τον Πόντο και το Χρυσόμαλλο Δέρας συμβολίζει τον πλούτο στα παράλια του Πόντου. Οι Έλληνες, περνώντας από τον μύθο στην ιστορία, άρχισαν να ταξιδεύουν στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου αναζητώντας μεταλλεύματα και εμπορικές ευκαιρίες. Με την παρουσία των Ελλήνων ο Αφιλόξενος – Άξενος και Μαύρος Πόντος μετατρέπεται σε Εύξεινο Πόντο.


Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Η Ποντιακή διάλεκτος προέρχεται από την Αρχαία Ιωνική, λόγω κυρίως της καταγωγής των πρώτων αποίκων του Πόντου από την Ιωνική Μίλητο. Με την πάροδο του χρόνου και με την επίδραση γεωγραφικών, κλιματολογικών, ιστορικών, εθνολογικών και άλλων παραγόντων δημιουργήθηκαν εξελικτικά από την Ιωνική διάλεκτο διάφορες διάλεκτοι, μία εκ των οποίων είναι και η Ποντιακή διάλεκτος. Στο πέρασμα των 28 αιώνων ζωής, η Ποντιακή διάλεκτος δέχτηκε επιδράσεις από τα αλεξανδρινά χρόνια και από τα μεσαιωνικά χρόνια του Βυζαντίου.


Επηρεάστηκε δε από τους Γενουάτες και τους Βενετούς της Τραπεζούντας, τους Πέρσες και τους Γεωργιανούς, καθώς φυσικά και από τους Τούρκους. Η τελική μορφή της ποντιακής διαλέκτου γίνεται στην εποχή των Κομνηνών.


Έτσι, η Ποντιακή διάλεκτος αντικατοπτρίζει ταυτόχρονα και την ιστορική πορεία αυτού του λαού, διά μέσου των αιώνων και των αλλόγλωσσων γειτονικών λαών. Σήμερα τα ποντιακά ομιλούνται σχεδόν αποκλειστικά σε χωριά με κατοίκους ποντιακής καταγωγής από άτομα της δεύτερης και τρίτης γενιάς.


Για να διασωθεί η Ποντιακή διάλεκτος και η Ποντιακή ταυτότητα γίνονται διάφορες προσπάθειες για κατάδειξη της σημασίας και της συνεισφορά του ποντιακού Ελληνισμού από τους πολιτιστικούς συλλόγους Ποντίων ενώ σημαντική είναι και η συμφωνία συνεργασίας που υπέγραψε το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας με τον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Ποντίων Εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία μαθημάτων ποντιακής διαλέκτου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.


ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
Οι Έλληνες του Πόντου που ήρθαν στην Ελλάδα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922 έφεραν μαζί τους τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους.
Τα ήθη και έθιμα που εκδηλώνονταν και ρύθμιζαν κάθε τομέα της ζωής των Ποντίων από τις θρησκευτικές γιορτές έως την οικογενειακή ζωή και απεικονίζουν τις συνήθειες της δικής τους κοινωνίας, διατηρήθηκαν με την παράδοση από γενιά σε γενιά.


ΧΟΡΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αναπόσπαστο κομμάτι της Λαϊκής Παράδοσης των Ελλήνων του Πόντου είναι οι χοροί και τα τραγούδια.


Μέσα στα τραγούδια συγκαταλέγονται και τα νανουρίσματα, τραγούδια και αυτά ήρεμα, γαλήνια, μονότονα, τρυφερά και ευαίσθητα, πάντα με λίγους στίχους. Βγαίνουν από την ψυχή των μανάδων, των γιαγιάδων. Στα Νανουρίσματα, η μάνα Πόντια εκφράζει την αγάπη και τρυφερότητά της με χαρακτηριστικές λέξεις όπως βασιλόπουλό μου, περιστέρι μου, πουλί μου, αρνί μου, κ.ά.


Η ακριτική περιοχή του Πόντου ανέπτυξε σπουδαία μουσική παράδοση που φτάνει στις μέρες μας, μνημεία λόγου αποκαλούνται τα ποντιακά τραγούδια, έμπνευση ενός λαού που πέρασε από γενιά σε γενιά.


ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΟΙ ΟΡΓΑΝΟΠΑΙΚΤΕΣ, ΟΙ ΛΥΡΑΡΗΔΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Τραγούδια για χαρές, τις λύπες, τον πόνο, τις συμφορές, το ξεριζωμό, την αγάπη, τον έρωτα, την ξενιτιά, υμνούν την ομορφιά της ποντιακής γης.


Η λύρα (κεμεντζές στα ποντιακά) είναι το βασικότερο μουσικό όργανο των Ποντίων. Πιθανόν η ονομασία του μοιάζει με την ονομασία μουσικών οργάνων που προέρχονται από την Μεσοποταμία, Περσία (μουσ. Όργανο καμάντσια) και τον Καύκασο (όργανο καμάντσιες), χωρίς να παραγνωρίζεται η πιθανότητα να προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κέλης (=σκάφος) ή το ρήμα κέλομαι (= παροτρύνω) με μετάπτωση του λ σε μ.


Οι ποντιακοί χοροί χορεύονται από γυναίκες και άνδρες συνήθως σε κυκλική διάταξη (εκτός από το χορό Σέρα και το χορό των Μαχαιριών). Χαρακτηριστικό των ποντιακών χορών είναι η στάση του σώματος των χορευτών. Τα χέρια είναι πιασμένα από τους καρπούς, με λυγισμένους τους αγκώνες.


ΠΥΡΡΙΧΙΟΣ – ΣΕΡΡΑ
Αποτελεί τον πιο γνωστό χορό των Ποντίων και την αφήγηση του Ποντιακού ελληνισμού με τη γλώσσα του σώματος.


Ο χορός Σέρρα χαρακτηρίζεται από 3 χορευτικές φάσεις. Στην πρώτη φάση οι χορευτές με πιασμένα τα χέρια υψωμένα, χορεύουν ομαλά με φρονιμότητα, με ήρεμη διάθεση ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.


Σιγά – σιγά ο χορός εισέρχεται στην δεύτερη φάση και η φρόνιμη έκφραση μεταβάλλεται σε ανησυχία, το σώμα είναι ανήσυχο, τα χέρια των χορευτών με ρυθμικές κινήσεις και με μια προς τα εμπρός και πίσω κίνηση προσπαθούν να κρατήσουν το σώμα σε ορθή στάση κάτι που αποτελεί απεικόνιση της προσπάθειας του λαβωμένου να κρατηθεί στην ζωή και να νικήσει.


Στην τρίτη φάση του χορού συγκαταλέγονται κινήσεις με αγγίγματα στη γη από την οποία ο χορευτής παίρνει δύναμη, αναπηδάει, τα πόδια επανέρχονται σε διάσταση και το κεφάλι είναι ψηλά. Ο συμβολισμός του κεφαλιού ψηλά σημαίνει την λύτρωση. Κατά τη διάρκεια του χορού ακούγονται από τους χορευτές κραυγές και σε συνδυασμό με τις ζωηρές κινήσεις οι χορευτές φτάνουν στον ύψιστο βαθμό έξαψης και εξαγνισμού.


Ο Πυρρίχιος, όπως και άλλοι χοροί του Πόντου, αποτελεί μέσο επικοινωνίας, συμβάλει στην διατήρηση των ηθών και εθίμων, και παρουσιάζει την κοινωνική ζωή του ποντιακού λαού.


Για τον Πυρρίχιο-Σέρα χορό από το έργο «Περιήγησης εις Πόντο…»(1904) έγραψε ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος: «Αί πάσας τας διευθύνσεις του σώματος στροφαί, η στενή προς αλλήλους των χορευτών σύσφιξης, η βίαια προς το δάπεδον στροφή των ποδών, οι κτύποι και των όπλων οι γδούποι, οι συσπάσεις των μυών του σώματος, ο ενθουσιασμός ο καταλαμβάνων τους χορευτάς, των θεωμένων αι επευφημίαι, η απανταχού εν είδη σπινθήρος μεταδιδόμενη συγκίνησης, πάντα ταύτα προδίδουσι τοιαύτη πρωτοτυπίαν και τοσαύτη αίγλη εις το χορευτικόν σύμπλεγμα, ώστε δικαίως θα ηδύνατο να τις κατατάξη τον Σέραν χορόν μεταξύ των διασημοτέρων χορών ολόκληρου του κόσμου ….»


Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
neoskosmos.com








Τα έθιμα της Πρωτομαγιάς


Σε δεκάδες χώρες, η Πρωτομαγιά έχει και το χαρακτήρα της εξόδου στη φύση και εορτής, με την συλλογή ανθέων, το πλέξιμο στεφανιών, το γαϊτανάκι κι άλλα τοπικά έθιμα.


Ιστορική αναδρομή
Η Πρωτομαγιά έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα, τότε που οι εκδηλώσεις που γίνονταν είτε για τη Θεά Δήμητρα, είτε για τον Διόνυσο, είχαν σκοπό να γιορτάσει ο κόσμος τη γονιμότητα των αγρών, την καρποφορία της γης, την άνθιση της φύσης, το οριστικό τέλος του χειμώνα και τον ερχομό του καλοκαιριού.


Έθιμα στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα το πιο διαδεδομένο έθιμο την Πρωτομαγιά είναι η δημιουργία του πρωτομαγιάτικου στεφανιού από λουλούδια κομμένα από τους αγρούς.
Παλιότερα η κατασκευή του αποτελούσε ολόκληρη ιεροτελεστία, αφού τίποτα δεν φτιαχνόταν στην τύχη και καθετί που είχε πάνω του είχε και το δικό του συμβολισμό. Το μαγιάτικο στεφάνι έχει κατά πάσα πιθανότητα τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Είναι γνωστό ότι στην αρχαία Ελλάδα τέτοια κλαδιά ή στεφάνια χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά και δεν έλειπαν από καμία σημαντική εκδήλωση. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι μια σημαντική γιορτή ενός μήνα των αρχαίων, του Θαργηλιώνος, που αντιστοιχούσε περίπου χρονικά στο Μάιο, περιελάμβανε στα δρώμενά της την κατασκευή ενός κλαδιού ανάλογου με το μαγιάτικο. Το κλαδί αυτό δεν το έφτιαχναν με άνθη, αλλά με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων, στα οποία τοποθετούσαν επίσης κρεμμύδι και σκόρδο. Το μαγιάτικο στεφάνι «χαρίζει» στους ενοίκους ενός σπιτιού υγεία, καλή τύχη, ειρήνη, ευτυχία και ευφορία.


Το μαγιάτικο στεφάνι
Σε πολλές περιοχές, από το βράδυ της πρωτομαγιάς, κρεμούν στην πόρτα του σπιτιού τους ένα στεφάνι από λουλούδια, προσθέτοντας όμως και τσουκνίδες, κριθάρι και σκόρδο. Υπάρχει το έθιμο, ο ενδιαφερόμενος για το κορίτσι του σπιτιού, να πηγαίνει το βράδι με φίλους τους και να κλέβει το στεφάνι. Το μαγιάτικο στεφάνι στόλιζε τις πόρτες των σπιτιών ως τις 23 Ιουνίου, του Αϊ – Γιαννιού του Θεριστή και τότε, το καίγανε στις φωτιές του Αγίου.


Εκτός από το μαγιάτικο στεφάνι, σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας αναβιώνουν ακόμα και στις μέρες μας κάποια ενδιαφέροντα έθιμα που έχουν λυτρωτικές, εξαγνιστικές ιδιότητες και κυρίως έχουν να κάνουν με την καλοτυχία και την υγεία. Την Πρωτομαγιά, πέρα από το στεφάνι με τα λουλούδια, σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως σε νησιά του Αιγαίου έθιμα, όπως αυτό του «αμίλητου νερού», είχε «πρωταγωνιστικό ρόλο».


Τα κορίτσια σηκώνονταν την αυγή κι έπαιρναν μαζί τους τα λουλούδια, που είχαν μαζέψει από την παραμονή και πήγαιναν στα πηγάδια να φέρουν το «αμίλητο νερό» (αμίλητο γιατί το κουβαλούσαν χωρίς να μιλούν). Όταν το έφερναν στο σπίτι, πλένονταν όλοι με αυτό.


Το μαγιόξυλο
Κατά τη διάρκεια της γιορτής της Πρωτομαγιάς, ένας νέος θαυμάζει την ομορφιά μιας νεαρής αλλά παντρεμένης γυναίκας και πέφτει νεκρός από το χέρι του συζύγου της. Τότε ο Μάης με το θαυματουργό «μαγιόξυλό» του, ακουμπά το νέο και τον ανασταίνει. Η ανάσταση αυτή συμβολίζει την ανανέωση που είναι φανερή αυτή την εποχή.


Η Πρωτομαγιά ήταν η ημέρα πολλών παγανιστικών εορτών, τελετών και λατρείας προς τη φύση και φυσικά δεν υπήρχε μεγαλύτερη ένδειξη τιμής προς τη Μητέρα φύση από το να συνευρεθούν ερωτικά οι γυναίκες με τους άντρες.


Tην Πρωτομαγιά σε πολλά μέρη συνηθίζεται το κύλισμα γυναικών και κοριτσιών πάνω στη χλόη, το ζώσιμο της μέσης με λυγαριά κ.ά., και ο εναγκαλισμός χονδρών δένδρων.


Στη Μεσημβρία οι γυναίκες την πρωτομαγιά έβγαιναν παρέες – παρέες και χορεύανε, τραγουδούσανε κ’ ένα τραγούδι «Καλόγερε τ’ αδράχτια σου» αλλα και άλλα τραγούδια, που λέγανε και τις αποκριές… Είχανε και μια βηλάρα (φαλλό) καμωμένη απο ξύλο, την οποία στολίζανε με πρασινάδες και με λουλούδια και την περνούσε η μια στην άλλη και την λέγανε Μάιο.


Στην Κοζάνη κόβουν λυγαριά και την τυλίγουν στη μέση, γιά να γίνουν ευλύγιστοι, αγκαλιάζουν χονδρά δένδρα, γιά να παχύνουν και να ζήσουν, σαν κι εκείνα, πολλά χρόνια.


Αλλού, τα παιδιά ή και άνδρες γυρνούν την Πρωτομαγιά από σπίτι σε σπίτι κρατώντας το «μαγιόξυλο», κλαδί από κυπαρίσσι ή άλλο δένδρο, ή περιφέρουν το «Mαγιόπουλο», άνδρα ή παιδί στολισμένο με άνθη.


Στην Πάργα γύριζαν τα σπίτια και τραγουδούσαν το τραγούδι του Μαΐου, στεφανωμένα με λουλούδια και κρατώντας στα χέρια τους μεγάλους κλώνους πορτοκαλιάς ή νεραντζιάς, γεμάτους άνθη.


Μια έκφραση, λοιπόν, που λέγεται αυτήν την μέρα είναι «Έπιασες τον Μάη;» ή «Πού / Πώς έπιασες τον Μάη;» παραπέμπει στην εξόρμηση που κάναμε, το αν περάσαμε καλά και φυσικά αν απολαύσαμε κάτι ερωτικά.


Η μαγιοκουλούρα
Νοικοκυρές έχουν φυλαγμένη μία μεγάλη, ζυμωτή κουλούρα από αυτές της Μ. Πέμπτης στο εικονοστάσι, με σκοπό να καταναλωθεί την Πρωτομαγιά για να προστατεύονται τα μέλη της οικογένειας από τα μάγια.


Πηγή: ekklisiaonline
corfupress.com








Κυριακή του Θωμά - Το Ταφικό έθιμο των Ποντίων


Ημέρα μνήμης των νεκρών, είναι η Κυριακή του Θωμά για τους Πόντιους. Την ημέρα αυτή αναβιώνει το Ταφικό Έθιμο. Ένα έθιμο, με ρίζες στους αρχαίους χρόνους και συγκεκριμένα από τα Αρχαία ταφικά έθιμα. Το Ταφικό έθιμο συμβολίζει την συνέχιση της ζωής μετά το θάνατο…

Ταφικό έθιμο
Κάποιος που δεν έχει σχέση με την Ποντιακή παράδοση, ίσως θεωρήσει το έθιμο μακάβριο. Αλλά αυτή η μέρα για τους Πόντιους είναι ημέρα Ανάστασης! Η μέρα αυτή συμβολίζει την Ανάσταση κι όχι το πένθος. Το ταφικό έθιμο με τις Αρχαιοελληνικές ρίζες, είναι συνδεδεμένο άρρηκτα με την Ποντιακή Παράδοση. Το έθιμο αυτό σημαίνει τιμή στην μνήμη των νεκρών τους, στη μνήμη των προγόνων τους.


Η παράδοση, ήθελε τις ψυχές να ανεβαίνουν από τον Άδη την ημέρα της Ανάστασης και να παραμένουν στη γη, έως και την Πεντηκοστή. Οι Πόντιοι πάντα ήμαν εξοικειωμένοι με το θάνατο! Τον έκαναν στίχο την πιο δύσκολη στιγμή και τον τραγούδησαν στις μαύρες σελίδες της ιστορίας τους.

Κυριακή του Θωμά
Στον Πόντο, την Κυριακή του Θωμά, (τη Δευτέρα του Πάσχα ή του Αγίου Πνεύματος σε κάποιες περιοχές), συγγενείς και φίλοι των νεκρών, επισκέπτονταν τα νεκροταφεία.
Τα μνήματα πλένονταν και αφού γινόντουσαν τα τρισάγια από τον Ιερέα, κατόπιν έστρωναν γιορτινό τραπέζι. Τσουγκρίζοντας πάνω από τον τάφο τα κόκκινα αυγά, προσφέροντας ποικιλία Ποντιακών εδεσμάτων, κερνώντας κρασί ή οποιοδήποτε άλλο ποτό… θα ήθελε ο μακαρίτης!
Φίλοι και συγγενείς μιλούσαν για το νεκρό, φέρνοντας στο μυαλό τους όσα πέρασαν μαζί του και ήταν σαν ο ίδιος να βρίσκεται ανάμεσα τους. Αν ο νεκρός αγαπούσε το τραγούδι, φίλοι του τραγουδούσαν πάνω από τον τάφο, με τη συνοδεία της Ποντιακής λύρας.
Στο Ταφικό Έθιμο θα αντικρίσεις και μάτια θλιμμένα, γεμάτα πόνο και δάκρυα…
Που όμως χάνονται μέσα στο κλίμα χαράς και ελπίδας, που φέρνει το μήνυμα της Ανάστασης του Κυρίου. Εξάλλου την ημέρα αυτή, οι ευχές, οι χειραψίες και τα χαμόγελα δίνουν και παίρνουν.
Ο καθένας μπορεί να καταλάβει πως για τους Πόντιιους δεν είναι απλά ένα έθιμο, αλλά τρόπος ζωής! Είναι μια γλυκιά νοσταλγία για όσους έχουν φύγει από κοντά τους. Αλλά πάντα θα είναι στην καρδιά και στη σκέψη τους.

Παμποντιακόν Πανοΰρ
Το Ταφικό Έθιμο ήταν πολύ διαδεδομένο στην ευρύτερη περιοχή της Τραπεζούντας, πέρα από την τέλεση των Ορθόδοξων μνημόσυνων και την περιποίηση των μνημάτων. Μετά τον ξεριζωμό και την εγκατάσταση στην Ελλάδα, το έθιμο αυτό ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε.
Όμως στις μέρες μας, οι ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση είναι αυτοί που το επανέφεραν. Σήμερα το Ταφικό Έθιμο το συναντάμε στην Κοζάνη, στο Θρυλόριο Κομοτηνής και ειδικότερα στα Σούρμενα της Αττικής. Όπου κάθε χρονιά λαμβάνει χώρα το «Παμποντιακόν Πανοΰρ».


Πηγή: lelevose.gr








Έθιμα Αγίου Γεωργίου


Ο Άγιος Γεώργιος, αποκαλούμενος από την Ορθόδοξη Εκκλησία «Μεγαλομάρτυρας» και «Τροπαιοφόρος» είναι ένας από τους πιο αγαπημένους αγίους σε ολόκληρο των χριστιανικό κόσμο. Θεωρείται προστάτης του Πεζικού και του Στρατού Ξηράς και στην Ελλάδα είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα μας.


Η Αράχωβα κάθε χρόνο, επί τρεις μέρες, γιορτάζει τον πολιούχο της Άγιο με το ξακουστό «Πανηγυράκι». Οι κάτοικοι της πόλης, κάθε ηλικίας, γιορτάζουν ντυμένοι με τις παραδοσιακές του φορεσιές, οι άντρες φορώντας φουστανέλα και οι γυναίκες τοπικά φορέματα. Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και σε κλίμα βαθειάς συγκίνησης πραγματοποιείται η λιτανεία της εικόνας του Αγίου Γεωργίου στους δρόμους της πόλης. Κωδωνοκρουσίες και κανονιοβολισμοί γεμίζουν την ατμόσφαιρα, δημιουργώντας ένα κλίμα ευφορίας. Κατά τη διάρκεια των τριήμερων εορταστικών εκδηλώσεων, αναβιώνουν παλιά έθιμα, όπως αθλητικοί αγώνες και πάλη. Τις εντυπώσεις κλέβουν οι γέροντες, οι οποίοι αγωνίζονται στην ανάβαση του ανηφορικού δρόμου πάνω από την εκκλησία. Στο τέλος της γιορτής στρώνεται ένα μεγάλο τραπέζι στην αυλή της εκκλησίας και το γλέντι «ανάβει» με τους παραδοσιακούς ρουμελιώτικους χορούς.


Ο Άγιος Γεώργιος είναι ένας αγαπημένος Άγιος των Λημνιών για αυτό και τιμάται ιδιαίτερα στην Ανατολική Λήμνο. Στο χωριό Ρεπανίδι βρίσκεται ο αρχαιότερος ναός της Λήμνου, ο οποίος είναι αφιερωμένος στον Αϊ Γιώργη και στο χωριό Καλλιόπη ήδη από τα χρόνια της τουρκοκρατίας τελούνται ιπποδρομίες προς τιμή του Αγίου. Μάλιστα στις ιπποδρομίες συμμετείχαν και Τούρκοι, οι οποίοι τιμούσαν κι αυτοί τον Άγιο. Οι Τούρκοι κάποτε ενώ γιόρταζαν το ραμαζάνι τους κι είχαν πάει στο τζαμί στον Αϊ Υπάτη έχασαν τα άλογα τους. Καλλιοπίτες τους τα είχαν κλέψει. Επειδή όμως οι Καλλιοπίτες δεν είχαν που να τα κρύψουν, πήγαν στην παραλία του Κέρους, εκεί όπου υπήρχε ένα ξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου. Εκεί άφηναν τα άλογα να τρέχουν ανά ομάδες. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στις ιπποδρομίες συμμετείχαν δυο ομάδες, μια Χριστιανών και μια μουσουλμάνων, οι οποίοι σεβάστηκαν το έθιμο. Μόνο στον πόλεμο του ΄40 είχε σταματήσει το έθιμο για δυο χρόνια, καθώς δεν υπήρχαν νέοι στο χωριό για να αγωνιστούν. Στις μέρες μας, οι κάτοικοι της Καλλιόπης και άλλων γειτονικών χωριών, εκτρέφουν και προπονούν άλογα, αποκλειστικά και μόνο για να λάβουν μέρος στις Ιπποδρομίες του Αγίου Γεωργίου. Ο νικητής στεφανώνεται στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και βραβεύεται με ένα συμβολικό ποσό. Αμέσως μετά ανοίγει το χορό στο πανηγύρι που διοργανώνεται στην πλατεία του χωριού.


Κάθε χρόνο στην γιορτή του Αγίου Γεωργίου, στο Νέο Σούλι Σερρών γίνεται αναπαράσταση της νίκης του Αγίου στην πάλη του με τον δράκο. Δυο μαυροφορεμένες κοπέλες οδηγούν τη βασιλοπούλα, που σύμφωνα με το μύθο είχε κληρωθεί για να θυσιαστεί από το θηρίο, στην πλατεία του χωριού. Σε μικρή απόσταση τοποθετείται ένα ομοίωμα του δράκου. Αμέσως μετά καταφθάνει ο Άγιος Γεώργιος πάνω σε ένα λευκό άλογο και με το κοντάρι του σκοτώνει τον δράκο και σώζει την βασιλοπούλα και το χωριό. Ακολουθεί γλέντι με χορό, κρασί και παραδοσιακό φαγητό.


Στην Ξάνθη, στο δημοτικό διαμέρισμα Ολβίου, η ημέρα του εορτασμού του Αγίου Γεωργίου είναι γεμάτη από πολιτιστικά δρώμενα. Από το μεσημέρι μια ομάδα ντόπιων, κρατώντας τα παραδοσιακά όργανα νταούλι και ζουρνά, γυρνούν στις γειτονιές του χωριού, προσκαλώντας τους κατοίκους να παρακολουθήσουν του αγώνες πάλης.
Νεαροί παλαιστές από διάφορα μέρη της βόρειας Ελλάδας, οι λεγόμενοι «πεχλιβανήδες», συγκεντρώνονται σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο και παλεύουν, χωρισμένοι σε ζευγάρια. Φορώντας δερμάτινο παντελόνι, που το μαζεύουν μέχρι τα γόνατα και το δένουν σφιχτά στη μέση, παλεύουν μέχρι να ρίξουν κάτω τον αντίπαλο.
Νικητής ανακηρύσσεται ο παλαιστής που θα καταφέρει να ρίξει τον άλλον, με τρόπο ώστε να ακουμπήσει την πλάτη του στο έδαφος ή αυτός που θα μπορέσει να κατεβάσει το παντελόνι του αντιπάλου του. Τα χρήματα που μαζεύονται από το κοινό, δίνονται «μπαξίσι» σε αυτόν που θα νικήσει. Το έθιμο λέγεται ότι αναπαριστά τη μάχη του Αγίου Γεωργίου με τον δράκο και ήρθε στην Ελλάδα από τους πρόσφυγες της Κωνσταντινούπολης.


Η γιορτή του συνδυάζεται με έθιμα χαράς και ευφορίας


Ο αγιασμός των χωραφιών, τα κλαδιά της καρυδιάς στο κατώφλι του σπιτιού είναι έθιμα της γιορτής του, στην Αρκαδία.


Οι Σαρακατσάνοι, στο όνομά του, παίρνουν το μεγαλύτερο όρκο τους και την ημέρα της γιορτής του θυσιάζουν το καλύτερο μαύρο κριάρι της στάνης τους, ενώ τη Λαμπρή άσπρο.


Στην Αίγινα, το μοσχομυριστό χαμομήλι είναι τ’ Αϊ-Γιωργιού το λουλουδάκι.


Στη Μακεδονία, ο μήνας Απρίλιος λέγεται Αγιγεωργίτης, στον Πόντο Αεργίτας.


Πλήθος τα γνωμικά και οι παροιμίες που αναφέρονται στον Άγιο.
«Αϊ-Γιώργη, βοήθα μου, σείε κι εσύ τα πόδια σου», λένε στην Κρήτη.
«Από τ’ Αϊ-Γιωργιού και πέρα δώσ’ του φουστανιού σου αέρα» λένε στη Μεσσηνία.
«Αϊ-Γεώρις να βοηθά σε», είναι γνωστή ευχή των Ποντίων οι οποίοι θεωρούν τον Άγιο σύμβολο της λεβεντιάς και της ανδρείας και αναφέρουν για ένα νέο και όμορφο παλληκάρι: «Ένα παλικάρι ίσια μ΄εκεί απάν’, έμορφον σαν τον Αέρτς».


Πηγή: ekklisiaonline.gr






Τα Έθιμα της Κυριακής του Πάσχα








Οι θόρυβοι (βεγγαλικά, κροτίδες, μπαλωθιές) και το φως είναι τα δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της Ανάστασης για τους λαογράφους. Το στοιχείο των θορύβων συσχετίζεται με τη διαδεδομένη στους λαούς δοξασία ότι τα βλαβερά και δαιμονικά πνεύματα διώχνονται με τους εκφοβιστικούς κρότους, ενώ στο φως της Αναστάσεως «αποδίδεται δύναμις, όχι μόνο αποτρεπτική των κακών, αλλά και γονιμοποιός» (Μέγας).

Στο πασχαλινό τραπέζι κυριαρχεί η μαγειρίτσα, το ψητό αρνί, το κόκκινο αυγό και το λαμπρόψωμο ή λαμπροκουλούρα.

Το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών συμβολίζει τη γέννηση. Όπως σπάει το τσόφλι και βγαίνει μία νέα ύπαρξη στο φως, έτσι για τους χριστιανούς συμβολίζει την Ανάσταση του Χριστού.

Ονομαστό είναι το Ρουμελιώτικο Πάσχα, με επίκεντρο τη Λειβαδιά, το Πάσχα της Τρίπολης, ενώ κάθε περιοχή με έντονο το κτηνοτροφικό στοιχείο γιορτάζει με ξεχωριστό τρόπο την ημέρα του Πάσχα.

Στο Λεωνίδιο Αρκαδίας, το βράδυ της Ανάστασης γεμίζει ο ουρανός από φωτεινά «αερόστατα», τα οποία ανυψώνονται από τους πιστούς κάθε ενορίας, ενώ στη Χίο, ο ρουκετοπόλεμος είναι ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην τουρκική κατοχή και τα τελευταία χρόνια προσελκύει το ενδιαφέρον των μεγάλων διεθνών μέσων ενημέρωσης.

Στην Καλαμάτα και τη γειτονική Μεσσήνη, το απόγευμα της ημέρας του Πάσχα αναβιώνει το έθιμο του σαϊτοπόλεμου, που πηγάζει από τους απελευθερωτικούς αγώνες του 1821. Τα διαγωνιζόμενα «μπουλούκια», με παραδοσιακές ενδυμασίες και οπλισμένα με σαΐτες, δηλαδή με χαρτονένιους σωλήνες γεμάτους μπαρούτι, επιδίδονται σε σαϊτοπόλεμο. Η ομάδα που ξεχωρίζει, βραβεύεται.

Στην Κύθνο αναβιώνει το έθιμο της κούνιας. Στην κεντρική πλατεία στήνεται μια κούνια, στην οποία κουνιούνται εναλλάξ αγόρια και κορίτσια, ντυμένα με παραδοσιακές στολές. Σύμφωνα με το έθιμο, όποιο αγόρι κουνήσει ένα κορίτσι και το αντίθετο, δεσμεύεται ενώπιων Θεού και ανθρώπων, για γάμο.

Στην Κέρκυρα, η Αναστάσιμη Ακολουθία τελείται στο πάλκο της Πάνω Πλατείας. Η πομπή έρχεται από τη γειτονική εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, με τη συμμετοχή του Μητροπολίτη, των Αρχών, των Φιλαρμονικών και χιλιάδων κόσμου. Φαντασμαγορικό και μοναδικό θέαμα, όλα τα παράθυρα και τα μπαλκόνια των γύρω εξαόροφων σπιτιών ανοιχτά με κεράκια αναμμένα, ενώ σύνθεση μεγαλειώδους εικόνας είναι η πλατεία φωτισμένη από τις χιλιάδες λαμπάδες των πιστών, που παρακολουθούν την τελετή της Αναστάσεως στη μεγαλύτερη πλατεία της Ελλάδας.

Η Ανάσταση γίνεται με τυμπανοκρουσίες, βεγγαλικά και πυροτεχνήματα. Οι μπάντες, μόλις τελειώσει η Ανάσταση, τριγυρνούν την πόλη παίζοντας εύθυμα εμβατήρια και ο κόσμος τρέχει ξοπίσω τους τραγουδώντας. Το γλέντι έχει μόλις αρχίσει και θα διαρκέσει μέχρι το πρωί, με τσιλίχουρδα (τοπική μαγειρίτσα), κόκκινα αυγά, φογάτσες, κολομπίνες (βενετσιάνικης προέλευσης χριστόψωμα σε σχήμα περιστεριού) και πολύ κρασί. Από τις 7 το πρωί κάθε εκκλησία, όπως συμβαίνει και με τους Επιταφίους, κάνει περιφορά της Ανάστασης στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, με Φιλαρμονικές, σχολεία, προσκόπους, χορωδίες.

Στην Κέρκυρα, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ελλάδα, το σούβλισμα του αρνιού τη Λαμπρή εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια και δεν αποτελεί μέρος της παράδοσής της. Οι Κερκυραίοι το μεσημέρι της Λαμπρής τρώνε σούπα αυγολέμονο με 2-3 κρεατικά και αφήνουν τον οβελία για τη Δεύτερη μέρα του Πάσχα. Αυτό γίνεται διότι το στομάχι είναι αποδυναμωμένο από την πολυήμερη νηστεία και μια σούπα το βοηθά να ανακάμψει.
Στη Νάξο, στο πασχαλινό τραπέζι ξεχωρίζει το παραδοσιακό «μπατούδο», κατσικάκι γεμιστό με εντόσθια, λαχανικά, ρύζι, αυγά και τυρί ψημένο στο φούρνο.

Στην Κω, ενώ οι μεγάλοι ασχολούνται με τις πασχαλινές δουλειές και τον εκκλησιασμό, τα παιδιά προετοιμάζονται για την Ανάσταση. Παίρνουν μεγάλα κλειδιά από εκείνα που είχαν οι παλιές κλειδαριές, δένουν με ένα σχοινί το κλειδί με μπαρούτι και βάζουν το καρφί στην τρύπα του κλειδιού, το βράδυ της Ανάστασης το χτυπούν δυνατά στον τοίχο για να εκπυρσοκροτήσει. Άλλοι κόβουν μακριές λωρίδες χαρτιού, βάζουν στην άκρη της κάθε λωρίδας μπαρούτι κι ένα φιτίλι, την τυλίγουν τριγωνικά, ώστε να προεξέχει το φιτίλι που το ανάβουν την ώρα που ο παπάς λέει το «Χριστός Ανέστη».

Στη Μύκονο, την απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα οι κάτοικοι καίνε τον «Ιούδα» στην πλατεία του νησιού.

Στον Τυρό Αρκαδίας, τη νύχτα της Ανάστασης τα παιδιά ρίχνουν στη θάλασσα χιλιάδες κεριά, που συμβολίζουν τις χαμένες ψυχές των Τσακώνων ναυτικών και ψαράδων. Την Κυριακή του Πάσχα διοργανώνεται τσακώνικο γλέντι στην κεντρική πλατεία, με αρνιά, κρασί και χορό, ενώ διαβάζεται το Ευαγγέλιο στην τσακώνικη διάλεκτο.

Στην Αμοργό, το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, οι νέοι συγκεντρώνονται στα προαύλια των εκκλησιών και συμμετέχουν σε ομαδικά παραδοσιακά παιχνίδια.

Στην Άνδρο το βράδυ της Ανάστασης οι νέοι τοποθετούν σιδερένιους σωλήνες στο χώμα, τους γεμίζουν με μπαρούτι και τους πυροδοτούν. Την ημέρα της Ανάστασης τρώνε τον παραδοσιακό «λαμπριάτη», ψητό αρνί ή κατσίκι στο φούρνο γεμιστό με λαχανικά. Στην Παλαιόπολη, στο Κόρθι και σε άλλα χωριά το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα παίζουν στο δρόμο τα «τσούνια», παραδοσιακό παιχνίδι που μοιάζει με το μπόουλινγκ. Το ίδιο παιγνίδι παίζεται και στη Σχοινούσα, με την ονομασία «μπίλιοι».

Στη Μήλο, την Κυριακή του Πάσχα πραγματοποιείται το «κάψιμο του Ιούδα», έθιμο που έχει τις ρίζες του στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Την ίδια μέρα λαμβάνει χώρα το έθιμο του «μπαρουτιού» στις αυλές των εκκλησιών του Αγίου Σπυρίδωνα (Τριοβάσαλος) και του Αγίου Γεώργιου (Πέρα Τριοβασάλος).

Στη Σαντορίνη, μετά την Ανάσταση όλοι, με μια «κουτσούνα» κι ένα κόκκινο αυγό, πάνε στα σπίτια τους για να φάνε τα «σγαρδούμια». Την Κυριακή του Πάσχα σε αρκετά χωριά του νησιού γίνεται το λαϊκό δικαστήριο του «Οβραίου» (πάνινο ομοίωμα ανθρώπου), ο οποίος καταδικάζεται σε θάνατο, κρεμιέται και καίγεται από τους κατοίκους με αυτοσχέδια δυναμιτάκια και βαρελότα.

Στο Εμπορείο οι κάτοικοι βγαίνουν στους δρόμους χτυπώντας μεταλλικά αντικείμενα, ώστε να ξορκίσουν το «κακό».
Στη Σίφνο, το πασχαλιάτικο αρνί ψήνεται στο «μαστέλο» (πήλινο δοχείο) με άνηθο και ντόπιο κόκκινο κρασί. Στο εορταστικό τραπέζι θα βρούμε, επίσης, τη σπιτική ξινομυζήθρα και τη μελόπιτα, ένα τοπικό γλύκισμα από μέλι, μυζήθρα και αυγά. Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα στην κεντρική πλατεία της Απολλωνίας οργανώνεται από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Σίφνου το κάψιμο του Ιούδα. Σε ορισμένα χωριά γίνονται «τα τσούνια», ένα παιχνίδι ανά ζεύγη, όπου με μια ξύλινη μπάλα οι παίκτες επιχειρούν να ρίξουν κάτω τα εννιά ξύλινα «τσούνια».

Στο Άγιο Όρος, το πρωί της Κυριακής, το πασχαλινό τραπέζι προβλέπει ψαρόσουπα και ψάρι, ενώ το μεσημέρι οι μοναχοί ψέλνουν την Ακολουθία της Αγάπης σε εφτά γλώσσες.



Το Μεγάλο Σάββατο στην Ελλάδα: Έθιμα και παραδόσεις







Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί Εκκλησία θυμάται την κάθοδο του Ιησού στον Άδη. Τελείται ο εσπερινός του Μεγάλου Σαββάτου και λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.


Βέβαια, η ταφή έγινε το απόγευμα της Μ. Παρασκευής, μετά την Αποκαθήλωση, ωστόσο η Εκκλησία έκρινε ορθό να αφιερώσει ιδιαίτερη μέρα προς τιμήν και μελέτη του μυστηριώδους αυτού γεγονότος.


Αποβραδίς έχουν αλλάξει όλα τα πένθιμα καλύμματα, μαύρα και μωβ στις εκκλησίες, οι οποίες έχουν στολισθεί με κόκκινα, αναστάσιμα.


Στα Ιεροσόλυμα, η τελετή της Αφής του Αγίου Φωτός και της Ανάστασης του Κυρίου, γίνονται το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου.
Η ακολουθία έχει αναστάσιμο και πανηγυρικό χαρακτήρα. Είναι η λεγομένη Πρώτη Ανάσταση. Μετά την ανάγνωση της προφητείας του Ιωνά, του οποίου προτυπώνει την ταφή και την ανάσταση του Κυρίου, αντηχεί ως νικητήριος ιαχή ο ψαλμικός στίχος:




“Ανάστα, ο Θεός, κρίνον την γην
ότι συ κληρονομήσεις


εν πάσι τους έθνεσι”


Ο παπάς σκορπά στην εκκλησία λουλούδια από τον Επιτάφιο της Μ.Παρασκευής, ο οποίος παέι να είαι στολισμένος, παραμένοντας όμως στο κέντρο της εκκλησίας.


Αμέσως μετά, διαβάζεται το Ευαγγέλιο, που έχει αναστάσιμο περιεχόμενο (Κατά Ματθαίον κη’ 1-20):


Σεισμός εγένετο μέγας, καθώς οι Μυροφόρες, πλησιάζουν τον Τάφο του Ιησού. Άγγελος Κυρίου αποσφραγίζει τον τάφο. Όταν οι δύο γυναίκες καταφθάνουν τον βλέπουν κενό και τον Άγγελο να τους αναγγέλλει ότι «Κύριος Ανέστη». Το χαρμόσυνο γεγονός θα πρέπει να το διαμηνύσουν στους μαθητές του. Ο Χριστός εμφανίζεται στις δύο γυναίκες. Σύναξη των 11 μαθητών και εμφάνιση του Χριστού ενώπιόν τους. Τους προτρέπει: «Πορευθέντες μαθητεύσαντες πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.


Σε πολλές περιοχές υπάρχει το έθιμο του «σεισμού» μιας αναπαράστασης του σεισμού που έγινε μετά την Ανάσταση, όπως περιγράφεται στην Βίβλο. Το εκκλησίασμα κτυπά τα στασίδια ρυθμικά, ενώ έξω το χάος βασιλεύει, με πυροβολισμούς, αυτοσχέδιες κροτίδες και πυροτεχνήματα. Σύμφωνα με ένα άλλο έθιμο κλείνουν οι πόρτες της εκκλησίας και οι ιερείς, αφού κάνουν τρεις κύκλους την εκκλησία ψάλλοντας, κλωτσούν την κεντρική πόρτα να ανοίξει και μπαίνουν, τραγουδώντας τον ψαλμό «Άρατε Πύλας».


ΚΕΡΚΥΡΑ: Μια άλλη ιδιαίτερη παράδοση της Πρώτης Ανάστασης είναι το έθιμο του «πετάγματος των σταμνιών», που γίνεται στην Κέρκυρα. Οι ντόπιοι πετούν στάμνες από τα παράθυρά τους, και αυτά σπάζουν στο δρόμο.






ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ




Στην Ελλάδα η Θεία Λειτουργία της Αναστάσεως γίνεται το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου. Κατά την διάρκεια της Λειτουργίας, στις 12 ακριβώς τα μεσάνυχτα, σβήνουν τα φώτα της εκκλησίας και ο ιερέας προβάλει στην Ωραία Πύλη, κρατώντας σε κάθε χέρι από μία δεσμίδα τριάντα τριών κεριών με το Άγιο Φως, και ψάλλοντας το «Δεύτε λάβετε Φως…». Στην συνέχεια ιερείς, ψάλτες και πιστοί βγαίνουν στο περίβολο της εκκλησίας όπου γίνεται η ανάγνωση του Ευαγγελίου της Αναστάσεως και ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος».


Η Ανάσταση του Χριστού είναι και για τον λαό σύνθημα αγάπης, το οποίο εκδηλώνεται με τον αμοιβαίο ασπασμό των εκκλησιαζόμενων.


“ Αμέσως μετά αρχίζουν να πέφτουν πυροτεχνήματα και βεγγαλικά. Μετά την Ανάσταση, οι πιστοί μεταφέρουν στο σπίτι τους το Αγιο Φως. Στην είσοδο του σπιτιού τους, κάνουν, με τον καπνό της λαμπάδας, το σχήμα του σταυρού.


Μετά ανάβουν το καντήλι και προσπαθούν να το κρατήσουν τουλάχιστον τρεις με σαράντα ημέρες.


Στη συνέχεια κάθονται στο Πασχαλινό τραπέζι για να φάνε την πατροπαράδοτη μαγειρίτσα (σούπα από αρνίσια ή βοδινά εντόσθια). Τσουγκρίζουν κόκκινα αυγά και τρώνε κουλούρια και τσουρέκια. Για να φτιάξουν τις λαμπρόπιτες, βάζουν ζυμάρι μέσα σε στρογγυλό ταψί, και φτιάχνουν κάτι σαν πηγάδι μέσα στη μέση της ζύμης, το γεμίζουν με γέμιση από τυρί και αυγά και τις αλείφουν με αυγό πριν τις ψήσουν.


ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ


Η λιτανεία του Ιερού Σκηνώματος του Αγίου Σπυρίδωνος το Μεγάλο Σάββατο είναι η αρχαιότερη που γίνεται στο νησί, σε ανάμνηση της σωτηρίας των κατοίκων από μεγάλη σιτοδεία.


Στα μέσα του 16ου αι. η Ευρώπη είχε πληγεί από μεγάλη ξηρασία με αποτέλεσμα να καταστραφούν καλλιέργιες και να υπάρχουν τρομερές ελλείψεις σε σιτηρά. Στην Κέρκυρα αποθήκη για σιτάρι δεν υπήρχε και ο λαός άρχισε να πεινάει, διαμορφώνοντας μια δραματική κατάσταση, όμως το Μεγάλο Σάββατο του 1553 μ.Χ. ήρθε η σωτηρία .Ένα πλοίο με φορτίο σιταριού περνούσε στα ανοικτά της Κέρκυρας, με άλλο προορισμό, τότε ο Άγιος Σπυρίδωνας εμφανίστηκε στο όνειρο του καπετάνιου υποδεικνύοντας να ξεφορτώσει το φορτίο του στο λιμάνι της Κέρκυρας. Με το γεγονός αυτό ο πληθυσμός του νησιού σώθηκε.


Από τότε κάθε Μ. Σάββατο γίνεται λιτανεία του Αγίου Σπυρίδωνος για τη σωτηρία του νησιού. Την περίοδο όμως εκείνη οι Βενετοί, είχαν επιβάλλει απαγόρευση των βραδυνών εκδηλώσεων και έτσι η λιτανεία τελείται μαζί με την περιφορά του Επιταφείου της Μ. Παρασκευής (πρωΐ), μετά σπό σχετικό θέσπισμα.


ΛΕΥΚΑΔΑ


Όμως και στη Λευκάδα το Μεγάλο Σάββατο πρωί, η φιλαρμονική παίζει στους δρόμους της πόλης χαρούμενους σκοπούς, ενώ οι νοικοκυρές πετούν και σπάζουν έξω από τα σπίτια τους διάφορα πήλινα αγγεία.


ΧΙΟΣ – ΡΟΚΕΤΟΠΟΛΕΜΟΣ




Όλο το χρόνο, μικροί και μεγάλοι στο Βροντάδο Χίου, ετοιμάζονται για το παραδοσιακό έθιμο, που αναβιώνει το βράδυ της Ανάστασης. Τον γνωστό ρουκετοπόλεμο.




Η μεγάλη «μάχη» γίνεται ανάμεσα στις ενορίες του Αγίου Μάρκου και της Παναγίας Ερυθιανής. Οι δύο εκκλησίες, είναι χτισμένες στα υψώματα δύο αντικριστών λόφων, ενώ η μεταξύ τους απόσταση είναι περίπου τετρακόσια μέτρα. Οι ενορίτες της κάθε εκκλησίας, το βράδυ της Ανάστασης, εκτοξεύουν τις ρουκέτες τους έχοντας ως στόχο το καμπαναριό της άλλης. Τα διασταυρούμενα αυτά «πυρά», βάφουν κόκκινο τον ουρανό δημιουργώντας ένα εκπληκτικό θέαμα. Νικητής αναδεικνύεται εκείνος που πρώτος θα πετύχει το καμπανάκι του αντίπαλου χωριού.


Τα τελευταία χρόνια, οι υπερβολές, αλλά και τραυματισμοί, έχουν οδηγήσει σε αμφισβήτηση κατά πόσον πρέπει να συνεχιστεί αυτό το έθιμο. Εφέτος, Απρίλιο του 2017, γίνεται άλλη μία προσπάθεια να βρεθεί μία μέση λύση που να συνδυάζει την διατήρηση του εθίμου με την ασφάλεια των πολιτών.






ΛΕΩΝΙΔΙΟ


Στο Λεωνίδιο Κυνουρίας αναβιώνει την Ανάσταση ένα από τα μοναδικά και πλέον φαντασμαγορικά έθιμα της Ελλάδος. Αυτό με τα αερόστατα. Με το «Χριστός Ανέστη» από τις πέντε ενορίες… παίρνουν φωτιά οι «κολλημάρες» και τα αερόστατα, τα οποία μ’ ένα τεχνικό στρίψιμο ωθούνται προς τα πάνω.


Τα αερόστατα ανεβαίνουν ψηλά και για 30-40 λεπτά γεμίζουν τον ουρανό, ώσπου να χαθούν στη Γαλιώρα, στη θάλασσα ή στο δασάκι στους Τρεις Μύλους.




Το θέαμα είναι μοναδικό όταν καίγεται κάποιο αερόστατο από υπερβολικά μεγάλη «κολλημάρα» ή από πολύ πετρέλαιο.


ΚΡΗΤΗ


Στις Γκαγκάλες Ηρακλείου, όλα τα παιδιά του χωριού μαζεύουν ξύλα και τα αφήνουν στο προαύλιο της εκκλησίας. Την παραμονή της Ανάστασης σχηματίζουν ένα βουνό από τα ξύλα και στην κορυφή έχουν ένα σκιάχτρο με ένα παλιό κουστούμι που υποτίθεται ότι είναι ο Ιούδας. Την ώρα που ο παπάς λέει το «Χριστός Ανέστη» βάζουν φωτιά και τον καίνε. Η νύχτα γίνεται μέρα από τα πυροτεχνήματα, ενώ η καμπάνα του χωριού χτυπά χαρμόσυνα.


Στη Πάτμο, η Ανάσταση γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα στο μοναστηριακό συγκρότημα του νησιού, αλλά και στο γυναικείο μοναστήρι του Ευαγγελισμού έξω από τη Χώρα, ενώ την Κυριακή του Πάσχα, το απόγευμα, στο Μοναστήρι της Πάτμου γίνεται η δεύτερη Ανάσταση κατά την οποία το ευαγγέλιο διαβάζεται στα ιταλικά, τα γαλλικά, τα ρωσικά, τα αγγλικά, τα γερμανικά και τα σερβικά, αλλά και στα αρχαία ομηρικά ελληνικά.


Στην Αρκαδία, τη νύχτα της Ανάστασης τα παιδιά ρίχνουν στη θάλασσα χιλιάδες κεριά που συμβολίζουν τις χαμένες ψυχές των Τσακώνων ναυτικών και ψαράδων. Την Κυριακή του Πάσχα διοργανώνεται τσακώνικο γλέντι στην κεντρική πλατεία, με αρνιά, κρασί και χορό, ενώ διαβάζεται το Ευαγγέλιο στην τσακωνική διάλεκτο.


Στην Καλαμάτα αναβιώνει ένα έθιμο, το οποίο πηγάζει από τους απελευθερωτικούς αγώνες του 1821, ο διαγωνισμός των «μπουλουκιών». Οι διαγωνιζόμενοι, με παραδοσιακές ενδυμασίες και οπλισμένοι με σαΐτες, δηλαδή με χαρτονένιους σωλήνες γεμάτους μπαρούτι, επιδίδονται σε σαϊτοπόλεμο, στο γήπεδο του Μεσσηνιακού, με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου.


ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ


Στα Καλάβρυτα – “Τις λαμπάδες του ναού ανάβουν κατά οικογένειες, ενώ ψάλλουν το “Δεύτε λάβετε φως”.


Στο Ραψομάτι Αρκαδίας – “Πρώτη παίρνει φως μια νιόνυφη και φιλάει το χέρι του παπά και τον δίνει το τσιμπιλχανέ” (χρήματα).


Στην Αθήνα – Τα κορίτσια ανάβουν την λαμπάδα τους από λαμπάδα κάποιου άντρα, για να παντρευτούν.


Στη Χίο, όταν ο παπάς διαβάζει το Χριστός Ανέστη, στόχος των κροτίδων που εκσφενδονίζονται είναι ο ίδιος ο παπάς.


Στην Κορώνη της Μεσσηνίας ένα πραγματικό πανδαιμόνιο γίνεται στους δρόμους, όπου πολλοί σπάνε πήλινα κανάτια, όπως λένε στη Ζάκυνθο, “για τη χάρη του Χριστού και την πομπή των Οβραίων”, αλλά στην ουσία, για την εκφόβιση των δαιμόνων που αντιμάχονται την Ανάσταση του Σωτήρος.


Στη Σινώπη, οι πιστοί δεν λησμονούν το πάθος τους κατά του Ιούδα και όταν πει ο παπάς το Χριστός Ανέστη, τότε θα πάρει ο καθένας από κάτω ένα δαφνόφυλλο να το κάψει, γιατί η δάφνη είναι καταραμένο δέντρο. (από τη δάφνη κρεμάστηκε ο Ιούδας)


Στη Φθιώτιδα τη νύχτα που γίνεται η Ανάσταση, ένας Επίτροπος της Εκκλησίας παίρνει μια σκλίδα (καλάμι από βρίζα) αγιασμένη από τον αγιασμό των Φώτων, ανεβαίνει στο καμπαναριό ψηλά και την ανάβει για να προφυλάξουν ολόκληρη την περιοχή από το χαλάζι. Ο τόπος που θα δει το φως αυτής της σκλίδας δεν κινδυνεύει από χαλάζι. Το Aγιο Φως της Ανάστασης, που θα φωτίσει το αγιασμένο από τα Φώτα καλάμι, έχει την δύναμη να προστατεύσει ολόκληρη την περιοχή που θα φωτίσει από το φως της Ανάστασης.


Στη Βινία των Αγράφων την ώρα που θα πει ο παπάς το Χριστός Ανέστη, οι Χριστιανοί καίνε το φανό. Μαζεύουν τα παιδιά ξερά κλαδιά πάνω στο βράχο, που είναι αντίκρυ στο χωριό και λέγεται Σουφλί. Ακούγοντας το πρώτο Χριστός Ανέστη, τρέχουν με τη λαμπάδα στο χέρι (που την άναψαν, όταν ο παπάς είπε “Δεύτε λάβετε φως”) και λαμβάνουν φωτιά στο φανό”.


Στη Σύρο το Μεγάλο Σάββατο αρχίζει με το κάψιμο του φανού, στη θέση στην Κιουρά της Πλάκας. Το Πανελλήνιο αυτό έθιμο έχει σχέση με τη δεισιδαιμονία του λαού μας που πιστεύει ότι η καταστροφή του ομοιώματος του προδότη θα τον απαλλάξει από τα όποια δεινά.






ΓΙΑΤΙ ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΤΟΥ Μ.ΣΑΒΒΑΤΟΥ


Η ακριβής ώρα που έγινε η Ανάσταση του Ιησού, αποτελεί ένα σημείο προβληματισμού και διαφωνίας μεταξύ των μελετητών, αφού κανένας από τους Ευαγγελιστές δε κάνει σαφή αναφορά σε αυτήν.


Ο Ματθαίος αναφέρει “Οψέ Σάββατων τη επιφωσκούση εις μί­αν σαββάτων”, προσδιορίζοντάς την μέχρι την ανατολή του η­λίου, την πρώτη ημέρα της εβδο­μάδος, εννοώντας την Κυριακή.


Ο Λουκάς επίσης αναφέρεται στη πρώτη ημέρα της εβδομάδας, τα βαθιά χαράματα: “Τη δε μια των σαββάτων, όρθρου βαθέως ήλθον επί το μνήμα”.


O Ιωάννης γράφει όταν πέρασε η ημέρα του Σαββάτου, κατά την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, όταν ήταν ακόμα σκοτάδι: “Έρχεται πρωί σκοτίας έτι ούσης εις το μνημείον”.


Και ο Μάρ­κος , συμφωνεί ως προς την ημέρα και προσδιορίζει το χρόνο μετά τη δύση του ηλί­ου. “Λίαν πρωί της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον ανατείλαντος του ηλίου”.


Γιατί γιορτάζουμε την Ανάσταση στις 12.00 τα μεσάνυχτα του Σαββάτου.


Είναι φανερό πως όλοι συμφωνούν ως προς την ημέρα, Κυριακή, αλλά δίνουν διαφορετικές εκδοχές ως προς την ώρα της Αναστάσεως. Αυτό πιθανότατα συμβαίνει γιατί δεν τους ενδιαφέρει ιδιαίτερως η ώρα αλλά θεωρούν καθοριστικής σημασίας την επιβεβαίωση της ημέρας. Κι αυτό γιατί θέλουν να τονίσουν πως έγινε ακριβώς όπως το είχε πει ο Ιησούς.


Ο Χριστός είχε δηλώσει στους μαθητές Του “αποκτανθήναι και τη τρίτη ημέρα εγερθήναι”, δηλαδή ότι θα καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Αυτό λοιπόν που επιθυμούν όλοι οι ευαγγελιστες είναι να γίνει σαφές ότι πράγματι, αναστήθηκε ο Ιησούς την τρίτη ημέρα!




Ο Ιησούς Χριστός πεθαίνει το μεσημέρι της Παρασκευής. Μέχρι τα μεσάνυχτα της Παρασκευής, είναι η πρώτη μέρα, μέχρι τα μεσάνυχτα Σαββάτου είναι η δεύτερη μέρα, οπότε ο Ιησούς πρέπει να ααστήθηκε από τις 00.01 την νύχτα της Κυριακής μέχρι και τις 24.00 της ίδιας ημέρας.


Γι αυτό το λόγο η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ορίσει ως ώρα της Ανάστασης, ακριβώς τη στιγμή που ξεκινάει η τρίτη ημέρα, με το σκεπτικό πως όποτε κι αν αναστήθηκε ο Χριστός, η σωστή ώρα περιέχεται μέσα στην Κυριακή.




Μεγάλη Παρασκευή: Ήθη και έθιμα ανά την Ελλάδα













Η Μεγάλη Παρασκευή, είναι ημέρα απόλυτης αργίας και νηστείας. Σχεδόν ολόκληρη η μέρα, αφιερώνεται στην Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου και στην Ακολουθία του Επιταφίου.


Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται η αποκαθήλωση όπου ο ιερέας κατεβάζει τον Εσταυρωμένο από τον Σταυρό και τον τυλίγει σε καθαρό σεντόνι ενώ από αργά το βράδυ της Μ Πέμπτης έχει στολιστεί ο Ιερός Επιτάφιος με άνθη της υπαίθρου που φέρνουν οι γυναίκες έτσι ώστε να τοποθετηθεί το Άγιο Σώμα του Κυρίου.


Το βράδυ γίνεται η λειτουργία της περιφοράς του Επιταφίου. Η περιφορά του Επιταφίου είναι το κυριότερο έθιμο της Μεγάλης Παρασκευής.
Παλιά γινόταν ένας συναγωνισμός ανάμεσα στις ενορίες για το ποιος θα φτιάξει τον ομορφότερο στολισμό του Επιταφίου. Οι ενορίες συναντιώντουσαν κατά την περιφορά και στα νησιά έβαζαν τον επιτάφιο στην θάλασσα για να αγιάσουν τα ύδατα. Το έθιμο του περάσματος ακόμα καλά κρατεί. Όλοι πιστεύουν ότι πρέπει να περάσουν από κάτω μία φορά για το καλό ενώ πίστευαν πως αν τα ζωηρά παιδιά περάσουν τρεις φορές θα φρονίμευαν. Τρεις φορές έπρεπε να περάσουν και οι άρρωστοι για να γίνουν καλά.


Όλη την ημέρα οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα σε όλη την Ελλάδα και παραδοσιακά απαγορεύεται πάσα εργασία και γίνεται αυστηρότατη νηστεία και απαγορεύεται και η κατάποση του λαδιού.


Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας , φτιάχνεται ένα ομοίωμα του Ιούδα το οποίο είτε καίγεται είτε πυροβολείται και εν συνεχεία καίγεται. Επίσης την ίδια μέρα πολλοί πιστοί επισκέπτονται τους τάφους συγγενών και φίλων ή πραγματοποιείται η εκταφή των νεκρών αν έχει περάσει το απαιτούμενο διάστημα.


Στην Αθήνα, οι νοικοκυρές πριν βγει ο επιτάφιος, πριν πολλά χρόνια, σκούπιζαν τους δρόμους και όταν περνούσε η πομπή, έβγαιναν στις πόρτες με ένα κεραμίδι, που είχε πάνω του αναμμένο καρβουνάκι με λιβάνι.


Στη Ναύπακτο, η περιφορά του Επιταφίου συνδυάζεται με ρίψη πυροτεχνημάτων στο λιμάνι, σε ανάμνηση της ηρωικής προσπάθειας του μπουρλοτιέρη Ανεμογιάννη να πυρπολήσει την τουρκική ναυαρχίδα στο χώρο αυτό.


Στην Κίο, τη Μεγάλη Παρασκευή που γυρίζουν τον Επιτάφιο, σταματούν στις διασταυρώσεις και μνημονεύουν. Επίσης οι πόρτες των σπιτιών τους μένουν ανοιχτές, για να μπει μέσα η Θεία Χάρη. Οι άνθρωποι πηγαίνουν νωρίτερα και τοποθετούν χώμα στα σημεία που θα σταματήσει ο επιτάφιος. Μόλις τελειώσει η λειτουργία, πηγαίνουν και παίρνουν από εκείνο το χώμα και το σκορπούν στο σπίτι για να χαθούν οι κοριοί.


Στη Σπάρτη, όταν γυρίσουν τον Επιτάφιο, τον ξεστολίζει ο καντηλανάφτης, ο οποίος παίρνει τα κεριά και τα φυλάει. Την άλλη μέρα, τα βάζει ο παπάς σε ένα δίσκο με τα σταυρολούλουδα και τα μοιράζει στις γυναίκες. Τα λουλούδια αυτά, οι γυναίκες τα κρατούν ως φυλαχτό και όταν αρρωστήσει ένα παιδάκι βάζουν στα κάρβουνα λίγο νερό και μερικά σταυρολούλουδα και το λιβανίζουν.


Στη Μυτιλήνη, αν τελειώσει η περιφορά, “αρπάζουν” τα λουλούδια, γιατί πιστεύουν πως κλεμμένα έχουν πιο θαυματουργές ιδιότητες. Τα “Χριστολούλουδα” τα φυλάνε για το καλό. Με αυτά γιατρεύουν τον πονοκέφαλο, τα κάνουν φυλαχτά και με αυτά γαληνεύουν τη θάλασσα όσοι ταξιδεύουν, σύμφωνα με την παράδοση.


Στην Υδρα υπάρχει το “έθιμο της δέησης”. Ο Επιτάφιος της συνοικίας Καμίνι μπαίνει στη θάλασσα και διαβάζεται η Ακολουθία του Επιταφίου, δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα κατανυκτική. Αυτό γίνεται για να ευλογηθούν τα νερά και να γίνει δέηση υπέρ των ναυτικών που ταξιδεύουν, για ήσυχα ταξίδια και καλό γυρισμό.


Στη Νάξο, δεν φιλάνε τη Μεγάλη Παρασκευή, γιατί με το φιλί του πρόδωσε ο Ιούδας το Χριστό, ενώ δεν σφάζουν, «για το αίμα του Χριστού».


Στην Αμοργό, τη Μεγάλη Παρασκευή το απόγευμα προσφέρονται ψωμί, ελιές και νηστίσιμα γλυκά σε κατοίκους και επισκέπτες. Το ίδιο βράδυ, κατά την περιφορά του Επιταφίου στα χωριά, οι γυναίκες, από τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών, ραίνουν τον κόσμο με κολόνιες και αρώματα.


Στην Πάρο, η περιφορά του Επιταφίου κάνει δεκαπέντε στάσεις. Σε καθεμία από αυτές φωτίζεται κι ένα σημείο του βουνού, όπου τα παιδιά ντυμένα ρωμαίοι στρατιώτες ή μαθητές του Χριστού, αναπαριστούν σκηνές από την είσοδο στα Ιεροσόλυμα, την προσευχή στο Όρος των Ελαιών, το Μαρτύριο της Σταύρωσης και την Ανάσταση.


Στην Τήνο τη Μεγάλη Παρασκευή, όλοι οι επιτάφιοι μαζί και των καθολικών συναντώνται στην Εξέδρα της Χώρας , ψάλλουν για λίγο μαζί και συνεχίζουν οι καθένας την πένθιμη πορεία του προς τους δρόμους της εκάστοτε ενορίας. Ο Επιτάφιος του Αγίου Νικολάουτης Τήνου μπαίνει επίσης στη θάλασσα και το όλο σκηνικό που δημιουργούν οι πυρσοί, ο φλεγόμενος σταυρός, οι σειρήνες από τα πλοία, οι ψαλμωδίες και οι χιλιάδες πιστοί που παρακολουθούν είναι πολύ όμορφο.


Η Σύρος βιώνει με ιδιαίτερο τρόπο το Πάσχα. Οι δύο θρησκευτικές της κοινότητες, η Ορθόδοξη και η Καθολική, γιορτάζουν συγχρόνως τις μέρες του Πάσχα. Οι Επιτάφιοι των Καθολικών στην Άνω Σύρο ξεκινούν από τον ναό του Αγίου Γεωργίου. Στην Ερμούπολη, ο Επιτάφιος των Καθολικών ξεκινάει από τον Ιερό Ναό Ευαγγελιστών, οι Επιτάφιοι των Ορθοδόξων από τις ενορίες Αγίου Νικολάου, της Κοιμήσεως και τη Μητρόπολη της Μεταμορφώσεως. Κατά την περιφορά τους συναντώνται στην κεντρική πλατεία Μιαούλη, όπου γίνεται κατανυκτική δέηση.


Στη Σαντορίνη, ξεκινώντας από νωρίς το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, δεκάδες παιδιά τοποθετούν σε ταράτσες, μπαλκόνια, δρόμους, αλλά και στα τείχη του μεσαιωνικού κάστρου χιλιάδες «τενεκεδάκια». Πρόκειται για αυτοσχέδια λυχνάρια που καίνε παραφινέλαιο και μόλις πέσει το σκοτάδι και λίγο πριν την έναρξη της περιφοράς του Επιταφίου, ανάβουν και προσδίδουν μαγική ατμόσφαιρα στο νησί.


Στο νησί της Ζακύνθου, ο Επιτάφιος, γίνεται με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Εκεί , σύμφωνα με ένα πανάρχαιο έθιμο, η περιφορά του Επιταφίου, γίνεται τις πρώτες πρωινές ώρες του Μεγάλου Σαββάτου, ενώ με την ανατολή του ηλίου, ο Δεσπότης σηκώνει την Ανάσταση.


Στη Λευκάδα, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται στον κεντρικό δρόμο της πόλης, με κατάληξη την παραδοσιακή, ενετική, κεντρική πλατεία, η περιφορά των Επιταφίων των ενοριών, συνοδεία Φιλαρμονικής.


Στη Χάλκη, Μεγάλη Παρασκευή: Μετά την Αποκαθήλωση, η εκκλησιά κλείνει και ανοίγει ξανά κατά τις 1 – 2 το πρωί του Σαββάτου, οπότε θα ακουστούν τα εγκώμια και θα γίνει πορεία του επιταφίου από το ένα άκρο του λιμανιού στο άλλο. Τα παιδιά γυρίζουν στα σπίτια, κτυπούν πόρτες και παράθυρα με πέτρες και φωνάζουν «Σηκώστε για το επιτάφιο». Στο τέλος της περιφοράς γίνεται το «μπακατίκιασμα», ένα είδος πλειστηριασμού του επιταφίου.


Στην Ανατολική Κρήτη, την ώρα που λέει ο παπάς, το πρώτο ευαγγέλιο, της Μ. Παρασκευής, η παπαδιά βαστά αλεύρι και νερό, κάνει προζύμι με τις ευχές του Ευαγγελίου και το προζύμι ανεβαίνει.


Στην Άμφισσα, λαμβάνει χώρα ένα ενδιαφέρον πασχαλινό έθιμο της Ρούμελης. Ονομάζεται «Δάκρυα της Παναγιάς». Το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής σύμπασα η Άμφισσα κάθεται σε καφενεία, μεζεδοπωλεία κι εστιατόρια για να καταναλώσει σαρακοστιανά χωρίς λάδι και μεγάλες ποσότητες τσίπουρου και ούζου, που είναι τα εν λόγω…. δάκρυα!


Στο Δρυόβουνο του δήμου Βοΐου, το πρωί της Μ. Παρασκευής πραγματοποιείται «η αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης του Χριστού» στο λόφο του «Γολγοθά» που βρίσκεται σε ύψωμα του χωριού. Πλήθος πιστών συμμετέχει στην πομπή που σχηματίζεται προς τον λόφο «Γολγοθά», όπου σε κλίμα κατάνυξης ο μητροπολίτης Σισανίου & Σιατίστης θα παραδώσει το σκήνωμα του Ιησού στις μυροφόρες, τις νέες κοπέλες με παραδοσιακές στολές που έχουν φθάσει από όλη την δυτική Μακεδονία για να συμμετάσχουν στο έθιμο.


Στην Πάτμο τη Μεγάλη Παρασκευή γίνεται η αναπαράσταση της Αποκαθήλωσης στη Μονή του Αγίου Ιωάννη και το ίδιο βράδυ όλοι οι Επιτάφιοι συναντιούνται στις πλατείες της Σκάλας και της Χώρας. Η Ανάσταση γίνεται, επίσης, στο Μοναστήρι και ανήμερα του Πάσχα διαβάζεται το Ευαγγέλιο σε επτά γλώσσες.


Στην Τρίπολη τη Μεγάλη Παρασκευή το απόγευμα η περιφορά του Επιταφίου στο άλσος του Αγίου Γεωργίου στη βόρεια πλευρά της Τρίπολης είναι εντυπωσιακή μέσα στο δασάκι, ενώ το βράδυ στην κεντρική πλατεία της πόλης θα συναντηθούν περισσότεροι από 14 Επιτάφιοι. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί κάθε χρόνο ο Επιτάφιος του Αγίου Βασιλείου με τον περίτεχνο στολισμό του μοναδικό στην Ελλάδα. Ο στολισμός του Επιταφίου ξεκινά πολλούς μήνες πριν το Πάσχα και ολοκληρώνεται τα ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής. Γίνεται αποκλειστικά και μόνο με πέρλες κι απαιτούνται περισσότερες από διακόσιες χιλιάδες, ενώ το τελικό αποτέλεσμα αποτελεί έργο τέχνης.


Στο Καστανόφυτο Καστοριάς, τα παιδιά του χωριού, παίρνουν από την εκκλησία το χελιδόνι, (ξύλινο ομοίωμα περιστεριού) το κρατούν με ένα ξύλο ψηλά, το στολίζουν με λουλούδια και το περιφέρουν στα σπίτια. Κατά την περιφορά μαζεύουν δώρα και κόκκινα αυγά.


Στο Μελιγαλά, τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ, ανάβουν “φουνταρίες”. Κάθε νοικοκυρά, όταν σημαίνει η καμπάνα για τον Επιτάφιο, ρίχνει μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της δυο – τρία μάτσα κληματόβεργες και τους βάζει φωτιά. Μέχρι να βγει ο Επιτάφιος, οι κληματόβεργες έχουν πλέον γίνει θράκα. Την ώρα που o παπάς περνά έξω από το δρόμο του σπιτιού της, η νοικοκυρά ρίχνει πάνω στη θράκα μια χούφτα μοσχολίβανο.


Στο Άγιο Πνεύμα Σερρών, στη Μονή του Προφήτου Ηλία, που βρίσκεται σ’ ένα λόφο πάνω από το ομώνυμο χωριό, αναβιώνει το έθιμο της Αποκαθήλωσης του Κυρίου.


Στο μικρό χωριό Νέο Σούλι του δήμου Εμμανουήλ Παππά αναβιώνει κάθε Μεγάλη Παρασκευή το μοναδικό έθιμο «Γεφύρια». Το έθιμο βρίσκει τις ρίζες του στα βάθη των αιώνων και συνεχίζεται από γενιά σε γενιά. Σύμφωνα με αυτό, νεαρές κοπέλες και παλικάρια, όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα μαζεύουν από τις αυλές των σπιτιών διάφορα λουλούδια και μεγάλα φύλλα δέντρων. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής ξεκινά ο στολισμός των «Γεφυριών». Ξύλινες και μεταλλικές κατασκευές στο σχήμα γεφυριού τοποθετούνται ψηλά από τη μία πλευρά του δρόμου έως την άλλη. Οι κατασκευές στολίζονται με πολλά λουλούδια και εικόνες που φέρνει ο κάθε κάτοικος από το σπίτι του. Σε όλη τη διαδρομή που θα διανύσει το βράδυ ο Επιτάφιος θα περάσει κάτω από τα στολισμένα «Γεφύρια» που θα παραμείνουν στο χωριό 40 ημέρες, έως την «Ανάληψη του Κυρίου». Μετά οι κάτοικοι θα πάρουν τα ξερά λουλούδια και τις εικόνες και θα τα βάλουν στο εικονοστάσι του σπιτιού, για να έχουν την ευλογία του Χριστού όλο τον χρόνο.


Στη Νέα Πέραμο Καβάλας, κατά την περιφορά του επιταφίου, οι κάτοικοι σε κάθε γειτονιά της πόλης αναβιώνουν ένα πολύ παλιό έθιμο: καίουν από ένα ομοίωμα του Ιούδα, τη στιγμή που η πομπή του επιταφίου περνάει από τους δρόμους. Ολόκληρη η πόλη εκείνη τη νύχτα φωτίζεται από τις δεκάδες φωτιές, που ανάβουν οι κάτοικοι, στέλνοντας έτσι το μήνυμα της κάθαρσης, αλλά και της αιώνιας ανάστασης.


Στις Μέτρες της Θράκης, τα παιδιά φτιάχνουν το ομοίωμα του Ιούδα και το περιφέρουν στα σπίτια, ζητώντας κλαδιά για να τον κάψουν την επομένη στον Επιτάφιο. Την Μεγάλη Παρασκευή, η πομπή του Επιταφίου σταματά έξω από ένα παρεκκλήσι, εκεί όπου βρίσκεται έτοιμη η φωτιά για να καεί ο Ιούδας. Τη στιγμή που ο ιερέας διαβάζει το Ευαγγέλιο ανάβουν τη φωτιά και καίνε το ομοίωμα. Αργότερα, θα πάρουν μια χούφτα από εκείνη τη στάχτη και θα τη ρίξουν στα μνήματα.


Πηγή : xanthipress. gr






Τα παραδοσιακά φαγητά της Κυριακής του Πάσχα


Το αρνί, το κατσικάκι και το κοκορέτσι είναι αδιαμφισβήτητα οι βασιλιάδες του πασχαλινού τραπεζιού, ωστόσο ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν ότι όλες οι παραπάνω γεύσεις αλλά και ο τρόπος παρασκευής τους ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες, πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια! Όταν, μάλιστα, έψηναν στη σούβλα και καθώς δεν υπήρχαν τότε πινέλα αλλά ούτε και λαδολέμονο, βουτούσαν ένα κλαδί από πεύκο σε χυμούς από άγουρο σταφύλι και άγουρο δαμάσκηνο και άλειφαν το κρέας προσδίδοντάς του μια ιδιαίτερη γεύση από φρούτα και ρετσίνι. Για να παρασκευάσουν κοκορέτσι, μαρινάριζαν τα έντερα σε ξύδι, νερό και μέλι. Το ξύδι λειτουργούσε ως αντισηπτικό και αφυδάτωνε το έντερο από τα πολλά λίπη, ενώ το μέλι δημιουργούσε μια καραμελωμένη κρούστα.


Οι επίσημες ονομασίες στην αρχαία ελληνική ήταν «πλεκτή» για το κοκορέτσι και «γαρδούμιο» για τη γαρδούμπα.


Σήμερα, πέραν της γνωστής σε όλους σούβλας, κάθε τόπος έχει τη δική του πασχαλινή παράδοση που περιλαμβάνει πολλές και διαφορετικές παραλλαγές - από το κλέφτικο στη Μακεδονία και το ρίφι με πάτουδα στη Νάξο, μέχρι τη γάστρα στην Ήπειρο και τα γαρδούμια στην Κρήτη.


Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα νησιά, όπου - στις περισσότερες περιπτώσεις - το αρνί είναι γεμιστό με διάφορα χόρτα και ρύζι και ψήνεται στο φούρνο.

Το ρίφι με πάτουδα της Νάξου είναι ουσιαστικά ερίφιο με σέσκουλα, κουτσουνάδες από τις παπαρούνες που βγαίνουν το Πάσχα, μάραθο, μυρώνια και φρέσκο κρεμμυδάκι.


Λίγο βορειότερα, στη Μυτιλήνη, η παραδοσιακή συνταγή επιβάλλει το αρνί να είναι γεμιστό με σκέτο ρύζι, χωρίς χόρτα, αλλά με κουκουνάρι, σταφίδες και εντόσθια.


Στην Ήπειρο κυριαρχεί η γάστρα, στο ίδιο μήκος κύματος με τη ρεβυθάδα της Σίφνου. Μέσα στο σκεύος, το κρέας "συνοδεύεται" από χόρτα του βουνού που ευδοκιμούν στην περιοχή και μετά το μαγείρεμα προτίθεται αυγολέμονο.


Στην Πάτρα, η παραδοσιακή συνταγή υπαγορεύει το αρνί να ψήνεται μαζί με κοιλιές και ποδαράκια, ενώ στη Μάνη το αποκαλούμενο ρεγάλι μοιάζει με κρέας κοκκινιστό με λίγο ζουμί και κόκκινη σάλτσα.


Στην Κρήτη, η παραδοσιακή κατσαρόλα είναι εκείνη που «φιλοξενεί» έναν ξεχωριστό μεζέ, που φτιάχνεται με τρεις διαφορετικούς τρόπους, τα γαρδούμια. Αυτά παρασκευάζονται είτε με το ποδαράκι του αρνιού με το νύχι, τυλιγμένο με εντεράκι, είτε με την κοιλιά του αρνιού τυλιγμένη σε εντεράκι, είτε με το συκώτι, τη μπόλια και το έντερο.


Ένας άλλος τρόπος μαγειρέματος, εναλλακτικός της σούβλας, του φούρνου ή της γάστρας είναι το κλέφτικο, που συναντάται σε κάποιες περιοχές της Μακεδονίας, αλλά και σε άλλα μέρη της χώρας. Φέρει την ονομασία του από την περίοδο της τουρκοκρατίας, όταν οι αρματωλοί και οι κλέφτες για να μην τους αντιληφθούν οι Τούρκοι, άνοιγαν έναν λάκκο στο χώμα, τοποθετούσαν κάρβουνα και το κρέας του αρνιού δεμένο μέσα δέρμα του και σκέπαζαν πάλι με κάρβουνα και χώμα. Το κρέας ψηνόταν χωρίς οσμές και καπνούς, ώστε να μην γίνεται αντιληπτό και οι παρασκευαστές του είχαν για αρκετές μέρες φαγητό, καθώς ήταν αρκετό να σκάψουν λίγο το χώμα για να βγάλουν λίγες μερίδες ακόμη.


Η ιδέα του ψησίματος χωρίς αέρα ενσωματώθηκε στο χτιστό φούρνο, η είσοδος του οποίου χτίζεται με πηλό και σπάει την επόμενη μέρα, αφού έχει ψηθεί το κρέας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. «Η συνήθεια του θαψίματος υπήρχε από τα αρχαία χρόνια για καθαρά χρηστικούς λόγους και πήρε νέα μορφή όταν οι αρχαίοι Έλληνες υιοθέτησαν από τους αρχαίους Άραβες τον χτιστό φούρνο. Η είσοδός του χτίζεται για να μην υπάρχει καθόλου αέρας, διαφορετικά το κρέας θα καεί. Με το άναμμα, όμως, του φούρνου, την τοποθέτηση του φαγητού και το χτίσιμο της πόρτας διασφαλίζεται μια σταθερή θερμοκρασία, ιδανική για ένα ομοιόμορφο ψήσιμο επί πολλές ώρες» σχολιάζει ο κ. Φωτιάδης.


Διαφορετικές συνταγές, κατά τον σεφ, υπάρχουν πολλές και για τη μαγειρίτσα και αφορούν την παρουσία ή μη διαφόρων χόρτων, αρωματικών και ειδών εντοσθίων.


Ιδιαίτερη θέση, άλλωστε, στο γιορτινό μακεδονικό τραπέζι έχουν και οι τζιγεροσαρμάδες, φτιαγμένοι με ψιλοκομμένα εντόσθια, ρύζι, σταφίδες, κουκουνάρι και δυόσμο μέσα στη μπόλια του αρνιού.


Η αντίστοιχη συνταγή στην Ήπειρο είναι το λεγόμενο τρίμμα που φέρει μέσα στην μπόλια τα εντόσθια αλλά και χοντροκομμένα πασχαλινά αυγά και φρυγανισμένο ψωμί.


Σε πολλές περιοχές, επίσης, κυριαρχεί το σπληνάντερο, κατά το οποίο το παχύ έντερο των αμνοεριφίων γεμίζει με τη σπλήνα, με ρύζι κανέλα, καρπούς και σταφίδες, ενώ δεν λείπει και το κεφαλάκι, ένας μεζές που σερβίρεται στη λογική ότι δεν πετιέται ποτέ τίποτα φαγώσιμο.


Τσουρέκια και γλυκά ολοκληρώνουν το πασχαλινό τραπέζι με την απαραίτητη γλύκα που επιβάλλει ένα επιδόρπιο. «Τα τσουρέκια άρχισαν να φτιάχνονται από τα βυζαντινά χρόνια και έχουν δεχτεί επιρροές από την ανατολή και τα αρώματά της.
Οι παραλλαγές τους ανά περιοχή εξαρτώνται από τους λαούς με τους οποίους συνεργάζονταν ή με τους οποίους πολεμούσαν οι λαοί του Βυζαντίου» τονίζει ο κ. Φωτιάδης. Δεν παραλείπει, μάλιστα, να αναφέρει τα γλυκά επιδόρπια με τυρί που σερβίρονται στα νησιά, όπως τα καλτσούνια στην Κρήτη, τα πιτάκια με ανάλατη μυζήθρα και κανέλα στη Νάξο και τα μελιτίνια στη Σαντορίνη.


Παραδοσιακές γεύσεις συνταγές και τρόποι μαγειρέματος χιλιάδων χρόνων επιβιώνουν ακόμη στις περισσότερες περιοχές της χώρας, περνούν από γενιά σε γενιά και κατά καιρούς συγκεντρώνονται σε βιβλία μαγειρικής και σχετικές εκδόσεις χάρη στο μεράκι και το φιλότιμο κάποιων ανθρώπων. «Είναι, όμως, κρίμα που οι όποιες προσπάθειες είναι αποσπασματικές» λέει ο κ. Φωτιάδης και εύχεται να υπάρξει κάποια στιγμή μια συνολική συντονισμένη μελέτη με στόχο μια συνολική καταγραφή.


Πηγή: newpost.gr






Το νησί της Λέσβου έχει όπως και οι περισσότεροι τόποι της Ελλάδας ιδιαίτερα έθιμα για τη Μεγάλη Εβδομάδα του Πάσχα.




Τα λαζαράκια της Λέσβου.




Η κάθοδος του Χριστού στον Άδη:



Σε αρκετούς ναούς του νησιού, όπως στον Αγ. Θεράποντα στο κέντρο της Μυτιλήνης, γίνεται η αναπαράσταση της Καθόδου του Χριστού στον Άδη, ένα έθιμο που έρχεται από τις Βυζαντινές εποχές. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Χριστός λίγο πριν αναστηθεί, κατέβηκε στον Άδη για να χαρίσει φως και αιώνια ζωή στους νεκρούς Έτσι, τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, όταν όλη η πομπή με τους ιερείς και τον υπόλοιπο κόσμο, έχουν γιορτάσει την Ανάσταση στο προαύλιο του ναού και πρόκειται να επιστρέψουν στο ναό, διαδραματίζονται τα ακόλουθα: Κλείνει η κεντρική πύλη του ναού και στο προαύλιό του μένει όλη η πομπή με τον επικεφαλής κληρικό, ενώ μέσα στο ναό στέκεται κάποιος (συνήθως ένας ψάλτης). Ο επικεφαλής κληρικός αναπαριστά το Χριστό, ενώ ο άλλος αναπαριστά τον Αδη και γίνεται ένας διάλογος, ώστε να ανοιχτεί η πύλη του ναού. Με το που ανοίγει η πύλη, ο επικεφαλής κληρικός και όλη η πομπή μπαίνουν ορμητικά στο ναό, ψάλλοντας όλοι μαζί δυνατά το «Χριστός Ανέστη». Ένα συγκινητικό έθιμο που καθηλώνει τους πιστούς.
Οι κούνιες:












Το Πάσχα συνηθίζουνε να φτιάχνουν κούνιες με σκοινιά που δένουν ψηλά στα κλαριά των δέντρων. Παλιά, οι νέοι έφτιαχναν μια κούνια σε κάθε γειτονιά και κουνούσαν όλους όσοι κάθονταν και περίμεναν στη σειρά τραγουδώντας τραγούδια «της κούνιας». Για αντάλλαγμα, δέχονταν λαμπριάτικα κουλούρια. Όποια από αυτά τα κρέμαγαν στην κούνια. Στο τέλος η κούνια κατέληγε ολοστόλιστη. Tο παιχνίδι αυτό, ιδιαίτερα αγαπητό στα παιδιά, κράταγε ως της Αναλήψεως. Στο Πολιχνίτο και στην Kλειού ακόμα και σήμερα οι κούνιες της Λαμπροδευτέρας συγκεντρώνουν όλο τον κοριτσόκοσμο. Στη Καλλονή, την Λαμπροτρίτη οι κάτοικοι πήγαιναν στο εκκλησάκι του Χριστού στο Μετόχι και αναβίωναν το έθιμο της κούνιας ενώ από την κοσμοσυρροή, έπρεπε να περιμένεις ώρες ώσπου να έρθει η σειρά σου να ανέβεις.


12 σταυρουδάκια, όπως τα Ευαγγέλια:


Στην Αγιασό, έπειτα από κάθε Ευαγγέλιο, οι κάτοικοι, έφτιαχναν με το κερί ένα σταυρό και μετά την εκκλησία την τελευταία μέρα, κόλλαγαν τα 12 σταυρουδάκια στο σπίτι, σε διάφορα σημεία, για να ψοφάνε οι κοριοί και οι ψύλλοι.


Ο Επιτάφιος:


Την Μ. Πέμπτη, τα νεαρά κορίτσια, μετά τη λειτουργία ξημέρωναν τον Χριστό, στολίζοντας παράλληλα τον Επιτάφια ενώ ψάλλουν το μοιρολόγι της Παναγιάς, μεγάλο θρησκευτικό τραγούδι που ιστορεί τη σταύρωση του Ιησού και εκφράζει τον πόνο της Αγίας του Μητέρας. Μετά, αρχίζει η συρροή του κόσμου και το προσκύνημα του Επιταφίου. Παρθένες με κάνιστρα γεμάτα λεμονόφυλλα, ή τριαντάφυλλα στέκονται κοντά του και ραίνουν με μύρα το νεκρό Ιησού. Οι προσκυνητές, προπάντων γυναίκες και παιδιά αφού φιληθούν, περνούν κάτω από τον Επιτάφιο, «για να τους πιάσει η χάρη» όπως λένε. Όταν νυχτώσει αρχίζει η ακολουθία και η περιφορά του Επιταφίου. Η πομπή σχηματίζεται από τα Εξαπτέρυγα και το Σταυρό μπροστά , τον Επιτάφιο και τους ιερείς πιο πίσω. Ο κόσμος που ακολουθεί κρατάει στα χέρια αναμμένες λαμπάδες. Κατά διαστήματα η πομπή σταματά σε πλατείες και σταυροδρόμια και εκεί οι ιερείς ψάλλουν δεήσεις. Τα λουλούδια του Επιτάφιου ονομάζονται χριστολούλουδα και στη Μυτιλήνη, μόλις τελειώσει η περιφορά, αρπάζουν τα λουλούδια επειδή θεωρούν ότι τα κλεμμένα έχουν θαυματουργικές ιδιότητες. Με αυτά ανακουφίζουν τον πονοκέφαλο, ενώ οι ναυτικοί τα ρίχνουν στη θάλασσα για να την ηρεμήσουν.


Δάφνες με πανάκια:


Τα παιδιά, μετά την εκκλησία, την Κυριακή της Ανάστασης, στόλιζαν ένα δεμάτι από κλαδιά δάφνης με κόκκινα ή πράσινα πανάκια από καινούργιο φουστάνι, κρεμούσαν κι ένα κουδούνι και καθώς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας και λέγοντας εξορκισμούς για τους ψύλλους και τα ποντίκια, έδιναν και ένα κλαράκι δάφνης στη νοικοκυρά. Στο τέλος ζητούσαν και το χάρισμά τους: «Χρόνια πολλά, εν ονόματι Κυρίου, δό μ’ τ’ αυγό να φύγω».


Οι κουκούρες:


Ένα από τα σπουδαιότερα έθιμα που αναβιώνετε ανελλιπώς μέχρι τις μέρες μας είναι οι κουκούρες. Σε πολλές περιοχές του νησιού, οι νέοι κάθε χωριού από τις απόκριες και μετά αρχίζουν να μαζεύουν μεγάλους κορμούς δέντρων και ξερά κλαδιά, τα οποία το Σάββατο της Αναστάσεως τα στοιβάζουν στην πλατεία του χωριού. Στην κορυφή της κουκούρας, όπως ονομάζεται ο σωρός με τα ξύλα, στήνουν τον Ιούδα και βάζουν φωτιά. Το κάψιμο του Ιούδα, συμβολίζει την τιμωρία του για την προδοσία και οι φλόγες της φωτιάς που καίνε μέχρι το πρωί, συμβολίζουν την εξάγνιση των πιστών από τις κακές πράξεις. Το συγκεκριμένο, αποτελεί ένα έθιμο, το οποίο αναβιώνετε κάθε χρόνο, πηγαίνοντας την παράδοση από πατέρα σε γιο και προσελκύει πολλούς θεατές.


Σε άλλα μέρη, συνήθως την Λαμπροτρίτη, κρεμάνε και πάλι ένα ομοίωμα του Ιούδα από ένα κοντάρι και του βάζουν φωτιά.


Παραδοσιακά φαγητά:


Το Σάββατο του Λαζάρου οι γυναίκες της Λέσβου, φτιάχνουν τα Λαζαράκια, μικρά γλυκά ψωμάκια σε σχήμα ανθρώπου γεμισμένα με σταφίδες. Tην Kυριακή των Bαΐων έχουν ως έθιμο να τρώνε ψάρια. Τη Μεγάλη Πέμπτη σε κάθε σπίτι οι νοικοκυρές βάφουν κόκκινα τα αυγά και φτιάχνουν τα γλυκά των ημερών, που είναι κουλούρια και τσουρέκια. Το Μεγάλο Σάββατο προετοιμάζουν το φαγητό που θα φάνε το βράδυ μετά την Aνάσταση. Το καθιερωμένο φαγητό που τρώνε το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ είναι η μαγειρίτσα. Τα πασχαλινά φαγητά για τους Λέσβιους είναι το αρνί γεμιστό ψημένο στο φούρνο και ο οβελίας. Οι ντόπιες μαγείρισσες, τηρούν τις δικές τους παραδόσεις όπου το έθιμο θέλει κατσίκι γεμιστό στο φούρνο με ρύζι, πράσινα αρωματικά μυρωδικά και μερικές φορές συκώτι και εντόσθια.


Πηγή : mytiliniadialektos. gr







Τα Κώτικα έθιμα του Λαζάρου, της Μεγάλης Εβδομάδας, του Πάσχα και της Διακαινησίμου




(Γράφει ο κ. Βασίλης Σ. Χατζηβασιλείου, Νομικός-Ιστορικός Συγγραφέας)




Παλαιό έθιμο υπήρχε στο νησί της Κω τα δυο τελευταία Σάββατα της Σαρακοστής να κάνουν τα «λαζαράκια». Το πρώτο Σάββατο ήταν του «φτωχού» και τα δεύτερο, το κυρίως Σάββατο, ήταν του «πλούσιου» Λαζάρου. Τα λαζαράκια ζυμώνονται και πλάθονται με άσπρο σιταρένιο αλεύρι, που του δίνουν τη φόρμα σαβανωμένου ανθρώπου, μάκρους 20 με 30 εκατοστά. Δυο γαρύφαλλα παριστάνουν τα δυο μάτια του Λαζάρου, κάνουν τη μύτη τσιμπώντας το ζυμάρι για να εξέχει. Το Σάββατο του «φτωχού Λαζάρου» οι λάζαροι είναι «κουφοί», δηλ. από σκέτο ζυμάρι, ενώ το κυρίως Σάββατο του Λαζάρου οι λάζαροι είναι «γεροί», δηλ. έχουν γέμιση από σταφίδες και σησάμι καβουρδισμένο, ή αμύγδαλα κοπανισμένα και ζυμωμένα με ανθόνερο.




Οι κοπέλες της Κεφάλου κάνουν τεράστιους λαζάρους και τους στέλλουν στους «αρμαστούς» (αρραβωνιαστικούς) τους. Τους λαζάρους γενικά, που αποτελούν ωραίο νηστήσιμο γλύκισμα, τους μοιράζουν την παραμονή των Βαΐων στα φιλικά σπίτια, αλλά φυλάνε και μερικούς στα εικονίσματα μέχρι το Πάσχα «που αναστήνεται» ο Χριστός, οπότε τοποθετούνται εκεί τα κόκκινα αυγά της Λαμπρής.




Το Σάββατο του Λαζάρου τα παιδιά, κρατώντας μικρούς και τρυφερούς κλάδους φοινικιάς, λένε το τραγούδι:

-Πούσαι Λάζαρε, πού είναι η φωνή σου;

και σε γύρευε η Μάρθα η αδελφή σου;

-Ήμουνα στη γη χωμένος

κι από τους νεκρούς, νεκρός κι αναστημένος.

Βάγια βάγια των Βαγιών τρώνε ψάρι και κολιό

και την άλλη Κυριακή τρων’ το κόκκινο αρνί

και το κόκκινο αυγό, που κυλάει στον ποταμό

και το τρώει ο λαός, ο λαγός κι ο ποντικός.




Την Κυριακή των «Βαγιών» στις εκκλησιές γίνεται διανομή σταυρών, που πλέκονται καλλιτεχνικά από πραγματικά βάγια του νησιού. Ο «καλόερος» (νεωκόρος) κάθε εκκλησιάς γύριζε παλαιότερα την ενορία και μάζευε ένα αυγό για εκείνον κι ένα για «τον Δεσπότη», δώρα του Πάσχα.




Τη Μεγάλη Πέμπτη έξω στις αυλές των σπιτιών γινόταν στο παρελθόν μια ιεροτελεστία. Άναβαν καζάνια μέσα στα οποία έριχναν διάφορα φύλλα και χόρτα για να βάψουν μ’ αυτά τα αυγά της Λαμπρής, που κουβαλούσαν χαρούμενα τα παιδιά μέσα σε μικρά καλάθια. Από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης μέχρι τα ξημερώματα της Μεγάλης Παρασκευής πολλές μαυροφόρες μοιρολογίστρες των χωριών κάνουν ολονυχτία μπροστά στον Εσταυρωμένο της ενορίας τους, ψάλλοντας το «Κανάκι του Χριστού», ένα συγκινητικό μοιρολόι για τον σταυρικό θάνατο του Χριστού. Επίσης συμμετέχουν και στο στόλισμα του Επιταφίου. Το πρωινό της Μεγάλης Παρασκευής οι Κώοι επισκέπτονται τα κοιμητήρια και εναποθέτουν στους τάφους των συγγενών τους ανθοδέσμες και στεφάνια λουλουδιών. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής κατανυκτική είναι η περιφορά των Επιταφίων όλων των εκκλησιών.




Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου οι νοικοκυρές της Κω, εκτός από τα κουλλούρgια, τα «ψιλοκούλλουρα», δηλ. τα ζαχαροκούλουρα με βούτυρο, αλειμμένα με αυγό, σε διάφορα σχήματα, τα εφτάζυμα και τις «αυγκούλλες» με το κόκκινο αυγό στη μέση, ζυμώνουν και τις «λαμπρόπιτες». Οι λαμπρόπιτες είναι τυρόπιτες στρογγυλές και πολύ μεγαλύτερες από τις συνηθισμένες. Το ζυμάρι παίρνει σχήμα κυκλικό και βαθουλωτό σαν πιάτο, που γεμίζεται με «προσφά», δηλ φρέσκια ανάλατη μυζήθρα, ζυμωμένη με άφθονα αυγά και λίγο προζύμι. Τις λαμπρόπιτες, που κάνουν σε μεγάλες ποσότητες, μοιράζουν σε συγγενικά και φιλικά σπίτια καθώς αποτελούν ένα ξεχωριστό έδεσμα για όλους τους κατοίκους της Κω.




Την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου ετοιμάζουν και τα σφαγμένα αρνιά, που το έθιμο της Κω τα θέλει όχι σουβλιστά, αλλά «φουρνιστά» μέσα σε πήλινες «λεκάνες», που έχουν το σχήμα αρχαίου κρατήρα με δυο «χέρια» (λαβές). Οι ζευγάδες στην Κέφαλο το φουρνιστό το λένε «φτο» (οπτόν). Αφού παραγεμίσουν το αρνί με ρύζι και συκωτάκια τσιγαρισμένα με κρεμμύδι, ράβουν την κοιλιά του, το λυγίζουν για να πάρει το σχήμα της λεκάνης και το βάζουν μέσα ακέραιο, πασπαλίζοντάς το με μυρωδικά. Οι ζευγάδες της Κω δεν βάζουν νερό ούτε στάλα. Σκεπάζουν τη λεκάνη με το «καπ-πάκι» (πώμα) της και το χρίουν με ζυμάρι ώστε να μη ξεθυμάνει, γιατί τότε θα καεί το αρνί. Έχουν έτοιμο το φούρνο, όπως όταν φουρνίζουν τα ψωμιά και, αφού βάλουν μέσα τις λεκάνες, χρίουν και πάλι το στόμιο του φούρνου. Στ’ αυτιά της λεκάνης ή στα πόδια του πασχαλινού αρνιού έδεναν τα μικρά παιδιά τους «μάρτηδες» (ασπροκόκκινες μεταξωτές κλωστές, που φορούσαν στα μπράτσα από τον Μάρτιο για να μην τα πιάσει ο ήλιος), για να κοκκινίσει σαν το μάρτη το φουρνιστό. Τους φούρνους, που πολλές φορές είχαν μαζί 5-10 αρνιά και άλλων γειτόνων, τους άνοιγαν την ημέρα της Λαμπρής και μοσχοβολούσε ο τόπος από τη μυρωδιά του φουρνιστού αρνιού. Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου στην Πρώτη Ανάσταση, μετά το «Χριστός Ανέστη», έξω στους αυλόγυρους των εκκλησιών έκαιαν ομοιώματα του Ιούδα, κρεμασμένου σε ψηλό κοντάρι. Το ίδιο βράδυ του Πάσχα παίρνουν το άγιο φως και με αναμμένες τις λαμπάδες κάνουν ένα σταυρό πάνω από τις εισόδους των σπιτιών.




Ανήμερα της Λαμπρής γιορτάζεται στο νησί και η Δεύτερη Ανάσταση, με τον Εσπερινό του Πάσχα και την ανάγνωση του Ευαγγελίου σε ξένες γλώσσες. Στην πόλη της Κω (τη Χώρα) με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια ξεκινά η πομπή από το Μητροπολιτικό Παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού για να καταλήξει στους δυο ενοριακούς ναούς του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Παρασκευής με επικεφαλής το Δεσπότη, τον Κλήρο, τα Εξαπτέρυγα και τα Λάβαρα, ενώ οι χοροί ψάλλουν χαρμόσυνα το πανηγυρικό «Αναστάσεως Ημέρα», το «Χριστός Ανέστη» και άλλους ύμνους κάτω από τις κωδωνοκρουσίες και με αληθινό πανδαιμόνιο ομοβροντιών από αυτοσχέδια βαρελότα και κροτίδες κάθε τύπου. Παλαιότερα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, χρησιμοποιούσαν τουφέκια, καραμπίνες, τρομπόνια κλπ.




Τη Δευτέρα του Πάσχα γινόταν κάποτε στον Ασώματο του Ασφενδιού και στο Πυλί η γιορτή της «Αφάλλειας» ή «αφ-φαλ-λίας», απομεινάρι των αρχαίων «Φαλλείων», με γλέντι τρικούβερτο και χορό που κράταγε ως αργά το βράδυ.




Στις 23 του Απρίλη, που γιορτάζει ο Άη Γιώργης, γίνεται μεγάλο πανηγύρι στο Πυλί. Αν το Πάσχα γιορτάζεται μετά τις 23 του Απρίλη, μεταφέρεται η γιορτή του Άη Γιώργη την Δευτέρα της Διακαινησίμου. Μετά τη Λειτουργία αρχίζουν οι «Ιπποδρομίες». Εννιά ή δώδεκα καβαλάρηδες ξυπόλυτοι και ξεσκούφωτοι, σύμφωνα με το παμπάλαιο έθιμο, καβαλικεύουν τα άλογά τους χωρίς σέλλα, χωρίς χαλινάρι και χωρίς μαστίγιο και τρέχουν από τρεις κάθε φορά γύρω στα δυο χιλιόμετρα, φθάνοντας στο τέρμα που είναι η εκκλησιά του Άη Γιώργη. Στο μέτωπο του αλόγου, που πρωτεύει στην κάθε τριάδα, σπάνε ένα ωμό αυγό. Αφού τρέξουν όλες οι τριάδες, ξεχωρίζουν τα άλογα που πρώτευσαν, για να τρέξουν και πάλι στον τελικό. Στο άλογο και στον ιππέα που θα νικήσει, η επιτροπή της εκκλησιάς δίνει ένα χρηματικό έπαθλο. Το ίδιο έθιμο της ιπποδρομίας γινόταν και στον Άη Γιώργη τον Μακρή στην Καρδάμενα.




Την Παρασκευή της Διακαινησίμου, γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής, στη Χώρα της Κω γιορτάζει η Παναγιά η Τσουκαλαριά, όπου γίνεται γλέντι με πολύ κόσμο, ενώ στα χωριά τα παλληκάρια και οι κοπέλες συγκεντρώνονται σε φιλικά σπίτια και διασκεδάζουν με «ρεφενέ». Το ανδρόγυνο του σπιτιού που θα τους δεχτεί, πρέπει να είναι νιόπαντρο. Καθένας από την παρέα φέρνει μαζί του κάτι φαγώσιμο, κρασί, ρακί κ.ά. Αφού φάνε, προσκαλούν τα βιολιά και τα λαούτα και διασκεδάζουν. Πανηγύρι γινόταν επίσης και στη Ζωοδόχο Πηγή της Κεφάλου.




Πηγή: vimatisko.gr











Ο χορός της Τράτας









Κάθε Τρίτη του Πάσχα (με εξαίρεση του 2020) αναβιώνει στα Μέγαρα ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά και πολιτιστικά έθιμα της πόλης. Ο χορός της Τράτας, ένας μοναδικός χορός σε ολόκληρη την Ελλάδα, έχει τις βάσεις του στην εποχή της Τουρκοκρατίας, ενώ οι ρίζες του ξεκινούν από τα αρχαία χρόνια όπως πολλοί αναφέρουν.


Ιστορικά και επιστημονικά στοιχεία δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα, με αποτέλεσμα μελετητές της λαϊκής μας παράδοσης και λαογράφοι να αναφέρονται μόνο στην προφορική παράδοση. Αυτή, θέλει τον χορό να καθιερώθηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν οι Μεγαρείς, προσπαθώντας να διατηρήσουν αναλλοίωτα τα θρησκευτικά τους έθιμα στον χρόνο, ζήτησαν από τον Τούρκο διοικητή να ξαναχτίσουν την εκκλησία. Η άδεια τους δόθηκε με την προϋπόθεση να τελειώσουν το εκκλησάκι μέσα σε μια μόνο ημέρα. Έτσι λοιπόν οι Μεγαρίτες με σύμμαχο την πίστη τους στον Θεό, κατάφεραν να χτίσουν μέχρι την δύση του ήλιου το εκκλησάκι του Αϊ Γιάννη, του οποίου έδωσαν και το προσωνύμιο Χορευταράς (στην τοποθεσία που βρίσκεται ακόμα και σήμερα). Για να γιορτάσουν το γεγονός, οι κοπέλες έπιασαν τον χορό πιάνοντας τα χέρια τους χιαστί όπως χορεύεται και σήμερα.


Υποστηρίζεται πως ο χορός αυτός μιμείται τον τρόπο με τον οποίο οι ψαράδες σέρνουν τα δίχτυα τους, γι΄ αυτό και ονομάστηκε “χορός της τράτας”, ενώ υπάρχουν μελετητές που λόγω της ανακάλυψης μιας τοιχογραφίας σε έναν τάφο στους Ρούβους της Απουλίας που χρονολογείται από το 400 π.Χ., υποστηρίζουν πως ο ”χορός της Τράτας” είναι ένας πανάρχαιος και σημαντικότατος χορός.


Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν ο χορός της Τρίτης του φεγγαριού της Άνοιξης, δηλαδή, μετά την ισημερία, όπως και σήμερα το Πάσχα. Μάλιστα, άλλωστε η ονομασία του αρχαίου αυτού χορού ήταν χορός της ΤΡΙΤΑΣ, δηλαδή της τρίτης . Τον χόρευαν γυναίκες όπως και τώρα και δεν έχει καμιά σχέση με την τράτα. Αν είχε θα ήταν αντρικός χορός.


Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Γραμματέα της Γαλλικής πρεσβείας, όταν βρέθηκε στα Μέγαρα το 1878: «Αυτός ο χορός που τη ρίζα του πρέπει να αναζητήσουμε στην αρχαιότητα, έχει ένα χαρακτήρα χαριτωμένης αγνότητας και συνάμα μελαγχολικής και παρθενικής κομψότητας… Συνειδητοποιήσαμε λοιπόν, παρευρισκόμενοι εκεί, ότι ο χορός είναι ένα θρησκευτικό σύμβολο ή καλύτερα θα λέγαμε μία λατρευτική τελετή…»


Οι γυναίκες του χορού είναι ντυμένες με την παραδοσιακή φορεσιά του τόπου, μια ενδυμασία μοναδική σε ολόκληρη την Ελλάδα και τραγουδούν:


Λαμπρή καμάρα κι ας περνά,
του Άη Γιωργιού ειν’ το τέλος,
πιάστε τα δραπανάκια σας
γιατ’ έφτασε το θέρος.


Αχ ντουνιά μου παινεμένε
δε σε γλέντησα καημένε.
Ωραία πουν ‘τα Μέγαρα
την Τρίτη στον Άγιάννη,
πού ’ρχεται όλη η ξενουργιά
και κάνουνε σεργιάνι…




Πηγή: megara.gr
visitmegara.com
epiaspalathon.gr






Οι Λαζαρίνες, Αλεξάνδρεια, Ήθη και έθιμα













Εικόνα Αναπαράσταση του εθίμου των Λαζαρίνων, Πάσχα 1964




Ένα από τα έθιμα της άνοιξης που τελούνταν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος, όπως και στο Ρουμλούκι, ήταν οι Λαζαρίνες. Το έθιμο των Λαζαρίνων έκτος από το ότι ανάγγελλε την Ανάσταση του Λαζάρου, ανάγγελλε και το ξύπνημα, την ανάσταση της φύσης και τον ερχομό της άνοιξης. Το έθιμο αυτό, κατά πολλούς, έχει αρχαίες ρίζες. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι ρίζες του εθίμου των Λαζαρίνων βρίσκονται στη γιορτή των αρχαίων Ανθεστηρίων. Άλλοι υποστηρίζουν ότι βρίσκονται στο θάνατο και την ανάσταση του Άδωνη και τέλος κάποιοι άλλοι στην άνοδο της Περσεφόνης κάθε άνοιξη στον επάνω κόσμο.
Οι Λαζαρίνες ήταν ολιγομελείς και αλλού πολυπληθείς ομάδες νεαρών κοριτσιών, που επισκέπτονταν με τη σειρά όλα τα σπίτια του χωριού τους και γειτονικά χωριά, τραγουδώντας ένα είδος καλάντων, τα "Λαζαρ’κά", που αναφέρονταν στον Λάζαρο, την κάθοδο του στον Άδη και την Ανάσταση του από τον Ιησού. Από αυτόν τον Άγιο, άλλωστε πήρε το όνομα του το συγκεκριμένο έθιμο αλλά και όσες κοπέλες συμμετείχαν σε αυτό. Εκτός από το τραγούδι του Λαζάρου, πολλές φορές οι κοπέλες τραγουδούσαν και εγκωμιαστικά τραγούδια για κάποια μέλη της οικογένειας κάθε σπιτιού που επισκέπτονταν.
Το έθιμο των Λαζαρίνων στο Ρουμλούκι διαρκούσε από το απόγευμα της Παρασκευής, παραμονή του Σαββάτου του Λαζάρου μέχρι και την Κυριακή των Βαΐων. Στο έθιμο αυτό συμμετείχαν νεαρές, ελεύθερες κοπέλες ηλικίας 13-19 ετών, που είχαν εισέλθει σε ηλικία γάμου, δηλαδή είχαν φορέσει τον άσπρο σαγιά και το τσεμπέρι στο κεφάλι. Το μπουλούκι, όπως ονομάζονταν μία ομάδα Λαζαρίνων, αποτελούνταν συνήθως από 4 κοπέλες και ένα κοριτσάκι έως 12 ετών, την "καλάθαρο", που ακολουθούσε την ομάδα και συγκέντρωνε με ένα καλάθι τις προσφορές (αυγά και χρήματα), που τους έδιναν σε κάθε σπίτι που επισκέπτονταν.
Όλη τη Μεγάλη Σαρακοστή, οι Λαζαρίνες προετοιμάζονταν μαθαίνοντας τους χορούς και τα τραγούδια, που θα τους ήταν αναγκαία για την επιτυχή τέλεση του εθίμου αυτού. Οι κοπέλες ενός μπουλουκιού Λαζαρίνων, πολλές φορές έδιναν όρκο μεταξύ τους πως ό,τι και να συμβεί δε θα χαλάσουν το μπουλούκι τους και πως θα συνέχιζαν όλες μαζί το έθιμο αυτό για 2 ή 3 χρονιές ακόμα.
Οι Λαζαρίνες φορούσαν ως ενδυμασία τους "τα λαζαργιάτ’κα", που αποτελούνταν από τον άσπρο σαγιά, από τσεμπέρι στο κεφάλι στολισμένο με λουλούδια και από μαντίλες πολύχρωμες, που κρεμούσαν στα ζωνάρια τους. Μία μαντίλα κρατούσαν στα χέρια τους. Επίσης, φορούσαν κοσμήματα, δανεισμένα από παντρεμένες γυναίκες.










Εικόνα Αναπαράσταση του εθίμου των Λαζαρίνων, Πάσχα 1964




Οι Λαζαρίνες ξεκινούσαν την περιήγηση τους το απόγευμα της Παρασκευής κάνοντας το σταυρό τους και λέγοντας το εξής τραγούδι:


«Κίνησαν οι Λαζαρίνες την Παρασκιουβή
κι ως την Κυριακή του γιόμα τα ιστόλιζαν
κι την Κυριακή του βράδυ τα προυβόδιζαν.»


Στο δρόμο βάδιζαν ανά ζεύγη και από πίσω τους ακολουθούσε η καλαθάρος. Πρώτα, επισκέπτονταν το κονάκι του μπέη για να πάρουν άδεια, κατόπιν το σπίτι του ιερέα, του μουχτάρη (προέδρου) και του δασκάλου. Απέφευγαν τα σπίτια με πένθος.
Εισερχόμενες στην αυλή ενός σπιτιού φιλούσαν το χέρι της νοικοκυράς και άρχιζαν να χορεύουν τραγουδώντας ταυτόχρονα το τραγούδι του Λαζάρου (Λαζαριάτικο):




«Ήρθιν η Λάζαρους, ήρθαν τα Βάϊα,
ήρθιν η Κυριακή, που τρών’ τα ψάρια.
Πού ’σι Λάζαρι σαβανουμένους κι μι του κιρί ζουμένους;
Σήκου Λάζαρι κι μην κοιμάσι,
ήρθι η μάνα σου απού την Πόλη,
σού φιρι χαρτί κι κουμπουλόϊ.
Γράφτι Θόδουρι, γράφτι Δημήτρη,
γράφτι Λιμουνιά κι Κυπαρίσσι.
Τώρα λάλησιν κι χιλιδόνι,
κι τ’ χρόν’.




Μόλις τέλειωναν, η νοικοκυρά τους φιλοδωρούσε με χρήματα και με αυγά, που τα έπαιρνε η καλαθάρος και τα τοποθετούσε στο καλάθι που κρατούσε. Το πρωί του Σαββάτου του Λαζάρου, αφού ασπάζονταν τις εικόνες του σπιτιού και έκαναν το σταυρό τους, οι Λαζαρίνες ξεκινούσαν για τη συνέχεια της περιοδείας τους τραγουδώντας:




«Σ’κώστι τα παπλώματα,
τα διπλά τα στρώματα,
φέρτι να προυέψουμι,
κι ύστερα να κουσέψουμι.»
Το πρωί της Κυριακής των Βαΐων φορούσαν γεράνιο σαγιά (σκούρο μπλε) και
ξεκινώντας τη μέρα τους τραγουδούσαν:
«Σ’κώθ’κα Κυριακή ταχνίτσα κι ήταν κατιχνιά
κι μι δρόσισαν τα τσ’λούφια, τα σγουρά μαλλιά
κι μι δρόσισαν τ’ς σιρβέτις τις μεταξουτές.
Μόν’ του δρόμου, δρόμου πάνου, δρόμου γκιζιρώ,
βρίσκου μια μηλιά στου δρόμου, μήλα φουρτουμέν’,
έσκυψα να πάρου ένα κι μι μάλουσιν:
- Μη μι παίρνιτι τα μήλα, τα τραντάφυλλα,
τα ’χου αγάζουμ’ μιτρημένα κι η κυρά μ’ λουγαριασμένα,
δρόμουν γκιζιρώ, δρόμουν γκιζιρώ.»




Μετά το πέρας της λειτουργίας της Κυριακής των Βαΐων στο προαύλιο χώρο της εκκλησίας οι Λαζαρίνες χόρευαν, ανά ομάδες (μπουλούκια) 4 χορούς. Στη συνέχεια, κάθε μπουλούκι πήγαινε στα σπίτια του χωριού που δεν είχε προλάβει να επισκεφτεί. Το μεσημέρι κάθε μπουλούκι Λαζαρίνων έτρωγε στο σπίτι της μεγαλύτερης σε ηλικία από αυτές, ψάρια ταβά στο φούρνο με κρεμμυδάκια και το απόγευμα πήγαιναν να χορέψουν στο χοροστάσι του χωριού.
Με τη δύση του ήλιου κάθε μπουλούκι Λαζαρίνων μαζεύονταν στο σπίτι της μεγαλύτερης από αυτές, όπου μοίραζαν μεταξύ τους τα όσα είχαν συγκεντρώσει (αυγά και χρήματα). Ακόμα, έδιναν κάτι από αυτά και στην καλαθάρο για τον κόπο της.

Πηγή : culture. alexandria. gr



Λαζαράκια – Σάββατο του Λαζάρου: Γιορτή, κάλαντα, έθιμα, συνταγή
(άρθρο του Φανούρη Ευστράτιου – Θεολόγος/Κοινωνιολόγος)







Σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση, το Λαζαροσάββατο ο Ιησούς ανέστησε από τον Αδη τον εγκάρδιο φίλο του, το Λάζαρο. Έτσι το Σάββατο του Λαζάρου αποτελεί μια νεκραστάσιμη εορτή που δεν είναι πένθιμη, αφού προοιωνίζει την Ανάσταση του Κυρίου και είναι εξαιρετικά σημαντική λίγο πριν την απαρχή της Μεγάλης Εβδομάδας των Πάθων.


Ο Λάζαρος, ο «Φτωχολάζαρος» όπως ονομάζεται σε πολλές περιοχές της χώρας μας, είναι μια μορφή ιδιαίτερα συμπαθητική στο λαό μας. Πάντα όμως είναι αγέλαστος γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, όταν κατέβηκε στον Άδη είδε πράματα φοβερά και τρομερά. Φέρεται μάλιστα ότι γέλασε μόνο μια φορά, όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πύλινο δοχείο. «Το ένα χώμα κλέβει το άλλο», είπε.


Τα έθιμα σε κάθε γωνιά της χώρας μας ποικίλουν ανήμερα του Λαζάρου.
Όπως αναφέρει ο Γ.Α. Μέγας στο βιβλίο του «Ελληνικές Γιορτές και Έθιμα της Λαϊκής Λατρείας», στη Μυτιλήνη τα ψωμάκια – ομοιώματα του Λαζάρου - έχουν «εξαιρετικές ιδιότητες»: «κάνουν λαζαρέλλια στα νταβαδέλια με σταφίδα, καρύδια και μύγδαλο. Κάνουν με τη ζύμη ένα λουρέλλ’ και το σταυρώνουν, κάνουν και τη σταφίδα σταυρό. Τα παιδιά ανεβαίνουν σ’ένα βουνό, σε μία ράχη και κυλούν τα λαζαρέλλια. Όπου σταματήσουν, ψάχνουν εκεί κοντά για να βρουν περδικοφωλιά».


Στο Πλαγιάρι της Θράκης τα τυλίγουν σε φύλλα δάφνης και τα δίνουν στα παιδιά. Τα παιδιά ανά ομάδες (ονομάζονται Λάζαροι) επισκέπτονται τα σπίτια του χωριού ή της πόλης και τραγουδούν αφηγητικά μοιρολόγια, τα λεγόμενα Λαζάρικα. Μόλις τελειώσουν τα λαζάρικα απευθύνουν ευχετικά παινέματα στους νοικοκύρηδες.
Οι νοικοκύρηδες για να τους ανταμείψουν» τους δίδουν αβγά, τα οποία θα βάψουν ή θα στολίσουν μετά από λίγες ημέρες. Σπανιότερα τους δίνουν κουλούρια ή χρήματα. Οι ομάδες των παιδιών, γυρίζουν από πόρτα σε πόρτα κρατώντας στα χέρια τους ένα ομοίωμα του Λαζάρου.


Σε πολλές περιοχές, αντί για ομοίωμα του Λαζάρου, κρατούν μια ρόκα ή καλάμια δεμένα σταυρωτά ή μια κούκλα που τη στολίζουν με πολύχρωμα λουλούδια και πανάκια.Πολλές φορές κρατούν ένα καλαθάκι στολισμένο με κορδέλες και λουλούδια.Στη Στερεά Ελλάδα, Μακεδονία, Θράκη γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι μόνο τα κορίτσια οι Λαζαρίτσες ή Λαζαρίνες για να γίνουν, γνωστές ως μελλοντικές νύφες.


Γνωστές είναι και οι παροιμίες που έχουν πηγή «έμπνευσης» τον Λάζαρο: «Ξαναζωντάνεψε σαν Λάζαρος», «Με τη φωνή και ο Λάζαρος», «Κέρινος σαν το Λάζαρο».


Η Εκκλησία μας γιορτάζει την Ανάσταση του Λαζάρου το τελευταίο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής. Ο Λάζαρος, φίλος τους Ιησού, ζούσε στη Βηθανία με τις αδελφές του Μάρθα και Μαρία. Ο Ιησούς ήταν έτοιμος να αναχωρήσει, όταν έφτασε αγγελιοφόρος από τη Βηθανία ο οποίος του ανήγγειλε ότι ο αγαπημένος του φίλος είναι άρρωστος. Μετά από τέσσερις μέρες ο Ιησούς φτάνει στη Βηθανία. Στο μεταξύ ο Λάζάρος είχε πεθάνει. «Κύριε», Του είπε η Μάρθα, «αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν θα πέθαινε, Και τώρα όμως γνωρίζω ότι ο Θεός θα σου δώσει ό,τι ζητήσεις από Αυτόν». Ο Ιησούς της απάντησε ότι ο αδελφός της θα Αναστηθεί: «Εγώ ειμί η Ανάστασις και η Ζωή», της είπε. «Αυτός που πιστεύει σε μένα θα ζήσει αιώνια. Το πιστεύεις αυτό;», τη ρώτησε ο Ιησούς. «Ναι, Κύριε το πιστεύω ότι εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του θεού», απάντησε εκείνη. Και τότε Εκείνος μαζί με τη Μαρία και τη Μάρθα και πλήθος κόσμου κατευθύνθηκε στο σπήλαιο όπου είχαν θάψει το Λάζαρο. Μόλις απομάκρυναν την πόρτα που έκλεινε την είσοδο είπε: «Λάζαρε, δεύρο έξω». Αμέσως ο Λάζαρος σηκώθηκε και βγήκε έξω.


Τέλος, επειδή η Ανάσταση του Λαζάρου αποτελεί το προμήνυμα της Ανάστασης του Χριστού, σε πολλές περιοχές της χώρας μας ονομάζεται και Πρώτη Λαμπρή.


Τα πεντανόστιμα Λαζαράκια κρύβουν μέσα τους μπόλικη ιστορία. Οι νοικοκυρές τα ζυμώνουν και τα ψήνουν το Σάββατο του Λαζάρου. Είναι μικρά, αφράτα, ημίγλυκα ψωμάκια τα οποία έχουν το σχήμα ενός σπαργανωμένου ανθρώπου (όπως αναπαριστάνεται και ο Λάζαρος στις εικόνες) και συμβολίζουν την Ανάσταση του Λαζάρου.


Συνταγή:


Υλικά:
800 γραμμάρια περίπου αλεύρι
1/2 κούπα ζάχαρη
1/2 κούπα αγνό παρθένο ελαιόλαδο
σταφίδες
καρύδια χοντροκομμένα
γαρύφαλλα καρφάκια
2 φακελάκια μαγιά – 18 γραμμάρια
3 κουταλάκια του γλυκού κανέλλα


Εκτέλεση:
Ζυγίστε και μετρήστε όλα σας τα υλικά. Στη συνέχεια σε μία κούπα με χλιαρό νερό διαλύστε τη μαγιά. Σε ένα μεγάλο μπωλ βάλτε το αλεύρι και με το χέρι σας κάντε μία τρύπα στη μέση.
Εκεί μέσα ρίξτε τη ζάχαρη, το λάδι και τη μαγιά. Ζυμώστε με τα χέρια σας και αν χρειαστεί ρίξτε και λίγο νεράκι ακόμη. Προσθέστε τις σταφίδες, τα καρύδια και την κανέλλα και ανακατέψτε τη ζύμη σας η οποία πρέπει να είναι σφιχτή και να μην κολλάει στα δάκτυλα.
Αφήστε την σε ζεστό μέρος περίπου μισή ώρα για να φουσκώσει. Πασπαλίστε τον πάγκο εργασίας με λίγο αλεύρι και με τα χέρια σας πλάστε μικρά ψωμάκια σε σχήμα αυγού και μέγεθος όσο περίπου η παλάμη σας.
Φτιάξτε τους χεράκια και κολλήστε τα στο πλάι, για μάτια μπορείτε να βάλετε καρφάκια γαρύφαλλο και για στόμα σταφίδες.
Ακουμπήστε τα στη λαμαρίνα του φούρνου αφού έχετε στρώσει μία λαδόκολλα.
Τέλος ψήστε σε προθερμασμένο φούρνο στους 160°C για 30΄λεπτά περίπου ώσπου να ροδίσουν και τα λαζαράκια σας είναι έτοιμα.


Πηγή: ekklisiaonline.gr
Φωτο: infokids.gr



Γιατί σουβλίζουμε αρνί το Πάσχα




Όλοι γνωρίζουμε και μάλλον ανυπομονούμε για το σούβλισμα του οβελία, την Κυριακή του Πάσχα, όμως στη πραγματικότητα γιατί το κάνουμε;



Το σούβλισμα του οβελία την Κυριακή του Πάσχα αποτελεί ένα αγαπημένο έθιμο, προερχόμενο από το εβραϊκό Πάσχα, έχοντας άμεση σχέση με την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο. Σύμφωνα με την εν λόγω παράδοση, πριν ξεκινήσουν για την μεγάλη έξοδο ο Θεός μέσω του Μωυσή, είπε στο πλήθος των Εβραίων να συγκεντρωθούν σε μικρές ομάδες και να θυσιάσουν όλες οι οικογένειες από ένα αρνί. Με το αίμα έπρεπε να βάψουν τους παραστάτες των θυρών των σπιτιών τους για να μην εξολοθρευτούν από τον άγγελο του Θεού, που εκείνο το βράδυ θα έφερνε τον θάνατο στα πρωτότοκα κάθε οικογένειας, που δεν θα είχε – με αυτό το αίμα του αρνιού – σημαδέψει την είσοδο του σπιτιού του. Μετά, το πλήθος ενός εκατομμυρίου Εβραίων βγήκε από την Αίγυπτο με εντολή του ίδιου του Φαραώ. Εκείνο το βράδυ της εξόδου, κάθε οικογένεια πρόσφερε ως θυσία στο Θεό ένα αρνί για τη σωτηρία όλου του λαού. Το έφαγαν, χωρίς να σπάσουν τα κόκαλά του, μαζί με άζυμο ψωμί και πικρά χόρτα.



Άλλη παράδοση ορίζει τον αμνό ως σύμβολο του Ιησού Χριστού, διότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είχε παρομοιάσει τον Ιησού με τον αμνό Θεού που θα πάρει στις πλάτες του τις αμαρτίες του κόσμου. Οι πιστοί μοιράζονται το αρνί του Πάσχα που συμβολίζει τον Χριστό, o οποίος θυσιάστηκε για εμάς.



Την Κυριακή του Πάσχα εκτός απ’ τα αυγά, σε ορισμένα μέρη καθαγιάζεται και ο Αμνός του Πάσχα και διανέμεται στους εκκλησιαζόμενους από τον παπά. Αυτοί φέρνουν τη μερίδα τους στο σπίτι τους και όλα τα μέλη της οικογένειάς τους παίρνουν από το αγιασθέν κρέας. Αυτό είναι και «το καταβόλι» των Κερκυραίων.



Επιπλέον, είναι ευρέως γνωστό ότι αρνιά και κατσίκια υπήρχαν και υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα με αποτέλεσμα η λήψη κρέατος να καθίσταται εύκολη. Σε όλη την Ελλάδα, αρνί, κατσίκι και κοκορέτσι έχουν εκείνη την μέρα την τιμητική τους (με εξαίρεση το 2020).



Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, στην Εκκλησία γίνεται ο Εσπερινός της Αγάπης. Οι Χριστιανοί ανταλλάσσουν αδελφικό ασπασμό, διαβάζοντας το Ευαγγέλιο σε διάφορες γλώσσες. Από την Κυριακή του Πάσχα και για 40 ημέρες οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί χαιρετούν ο ένας τον άλλον λέγοντας «Χριστός Ανέστη» και απαντώντας «Αληθώς Ανέστη» ή «Αληθώς ο Κύριος».



Πηγή: www.in.gr











Μεγάλη Εβδομάδα – ήθη & έθιμα


Η Μεγάλη Εβδομάδα, οδηγεί στο θρίαμβο της Ανάστασης, στο θάνατο του θανάτου τη νίκη της ζωής σηματοδοτώντας παράλληλα το τέλος του χειμώνα και την αρχή της Άνοιξης.


Τα ήθη και έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας και του Πάσχα, είναι βγαλμένα από τις ρίζες του πολιτισμού και τις διηγήσεις των γιαγιάδων, έθιμα που κάποια καλά κρατούν με το πέρασμα του χρόνου και κάποια άλλα καλούμαστε να τα αναβιώσουμε.


Στην Κεφαλονιά λένε:


«Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μέρα.
Μεγάλη Τρίτη, μεγάλη κρίση.
Μεγάλη Τετάρτη, μεγάλο σκοτάδι.
Μεγάλη Πέφτη, δάκρυο πέφτει.
Μεγάλη Παρασκευή, θλίψη πολλή.
Μεγάλο Σαββάτο, χαρές γιομάτο.
Μεγάλη Λαμπρή, χάσκα μούσκα αυγό κι αρνί.»


Τη Μεγάλη Δευτέρα σε όλη την Ελλάδα, ξεκινούν οι ετοιμασίες στα σπίτια για τον εορτασμό του Πάσχα. Στα χωριά κυρίως, ασπρίζονται με ασβέστη οι αυλές και οι γλάστρες βάφονται κόκκινες. Επίσης, στις μέρες μας, τη Μεγάλη Δευτέρα ξεκινούν πολλοί την νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας μέχρι να κοινωνήσουν το Μεγάλο Σάββατο.


Η Μεγάλη Τρίτη είναι αφιερωμένη στο καθάρισμα του σπιτιού. Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, φτιάχνονται νωρίτερα τα κουλουράκια και τα τσουρέκια.


Τη Μεγάλη Τετάρτη, σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, οι γυναίκες πηγαίνουν στο Μεγάλο Ευχέλαιο έχοντας μαζί τους μια σουπιέρα με αλεύρι. Σε αυτό στερεώνουν τρία κεριά, τα οποία καίνε κατά την τέλεση του Μυστηρίου. Το αλεύρι αυτό το χρησιμοποιούν για να φτιάξουν τα πασχαλινά κουλούρια την επόμενη ημέρα. Παλιότερα, στην Αθήνα οι γυναίκες της εκκλησίας πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και μάζευαν αλεύρι, το οποίο ζύμωναν χωρίς προζύμι. Ο παπάς ακουμπούσε πάνω στη ζύμη το Σταυρό με το Τίμιο Ξύλο και το ζυμάρι φούσκωνε. Αυτό αποτελούσε το προζύμι της χρονιάς.


Μεγάλη Πέμπτη γίνεται ο Μυστικός Δείπνος, όπου ο Ιησούς κοινωνεί τους μαθητές του δίνοντάς τους από ένα κομμάτι ψωμί που συμβολίζει το σώμα του και κρασί που συμβολίζει το αίμα του. Το βράδυ ψέλνονται τα Δώδεκα Ευαγγέλια και στην εκκλησία περιφέρεται ο Σταυρός με τον Ιησού. Το κύριο έθιμο της Μεγάλης Πέμπτης είναι το βάψιμο των κόκκινων αυγών και ζύμωμα των τσουρεκιών. Αυτήν την ημέρα οι νοικοκυρές δεν πλένουν, δεν απλώνουν ούτε κάνουν άλλες δουλειές στο σπίτι.


Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η ημέρα των Παθών. Για τους πιστούς, η νηστεία της ημέρας είναι αυστηρότατη και απαγορεύει ακόμα και το λάδι, ενώ το έθιμο απαγορεύει κάθε εργασία την ημέρα αυτή. Πολλοί φτιάχνουν ταχινόσουπες και άλλοι συνηθίζουν να πίνουν λίγο ξίδι εις ανάμνηση αυτού που έδωσαν στον Ιησού. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται η αποκαθήλωση όπου ο ιερέας κατεβάζει τον Εσταυρωμένο από τον Σταυρό και τον τυλίγει σε καθαρό σεντόνι ενώ από αργά το βράδυ της Μ Πέμπτης έχει στολιστεί ο Ιερός Επιτάφιος με άνθη της υπαίθρου που φέρνουν οι γυναίκες έτσι ώστε να τοποθετηθεί το Άγιο Σώμα του Κυρίου.


Η Μ. Παρασκευή αποτελεί την κορύφωση του Θείου Δράματος και είναι η μέρα του μεγάλου πένθους. Όλοι ζούν με μεγάλη κατάνυξη και σε πολλά μέρη δεν στρώνουν καθόλου τραπέζι. Είναι η μέρα που όλοι νηστεύουν ακόμα και το λάδι με τιμητικό πιάτο τις νερόβραστες φακές και το μαρουλι με ξύδι, συμβολοισμοί παρμένοι από το Θείο Δράμα.


Κανείς δεν πρέπει να πιάσει στα χέρια του σφυρί ή άλλο εργαλείο, γιατί θεωρείται μεγάλη αμαρτία. Το βράδυ γίνεται η λειτουργεία της περιφοράς του Επιταφίου. Η περιφορά του Επιταφίου είναι το κυριότερο έθιμο της Μεγάλης Παρασκευής.
Παλιά γινόταν ένας συναγωνισμός ανάμεσα στις ενορίες για το ποιός θα φτιάξει τον ομορφότερο στολισμό του Επιταφίου. Οι ενορίες συναντιώντουσαν κατά την περιφορά και στα νησιά έβαζαν τον επιτάφιο στην θάλασσα για να αγιάσουν τα ύδατα. Το έθιμο του περάσματος ακόμα καλά κρατεί. Όλοι πιστεύουν ότι πρέπει να περάσουν από κάτω γιά μία φορά για το καλό ενώ πίστευαν πως αν τα ζωηρά παιδιά περάσουν τρεις φορές θα φρονήμευαν. Τρεις φορές έπρεπε να περάσουν και οι άρρωστοι για να γίνουν καλά.


Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ψάλλεται ο Εσπερινός της Ανάστασης, όπως λεγεται και " Πρώτη Ανάσταση" . Το μεσημέρι στον Πανάγιο Τάφο πραγματοποιείται η αφή του Αγίου Φωτός και διανέμεται σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο και το βράδυ ακολουθεί η Τελετή της Αναστάσεως με το “δεύτε λάβετε φώς“ και το “Χριστὸς Ἀνέστη” που συνοδεύεται από μηνύματα χαράς και ελπίδας και φυσικά πολλά βεγγαλικά και κροτίδες. Στην επιστροφή στο σπίτι, "σταυρώνουν" πρώτα το επάνω μέρος της εξώπορτας και με το Άγιο φώς ανάβουν τα καντήλια. Τό βραδυνό τραπέζι της Ανάστασης περιλαμβάνει την εθιμοτυπική μαγειρίτσα, κόκκινα αυγά, τσουρέκι και σαλάτες, μπαίνοντας σιγά σιγά μετά την νηστεία στο γλέντι του Κυριακάτικου οβελία.

Πηγή:

ekklisiaonline.gr

gourmed.gr







Τα θεαματικά Χαλκούνια του Αγρινίου

του Γιάννη Γιαννακόπουλου


Ένα από τα παλιότερα και θεαματικότερα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας είναι το κάψιμο ή ρίξιμο (όπως το λένε οι Αγρινιώτες) των χαλκουνιών. Τα χαλκούνια είναι αυτοσχέδια πυροτεχνήματα που τα κατασκευάζουν οι ίδιοι οι χρήστες τους.

Πρόκειται για κοίλους χάρτινους κυλίνδρους που το ένα τους άκρο διαμορφώνεται σε ακροφύσιο και το άλλο είναι ανοιχτό. Από το ανοιχτό άκρο τοποθετείται μπαρούτι και στη συνέχεια “ταπώνεται” προσεκτικά ώστε αυτό να κλείσει. Αρκεί το πλησίασμα ενός αναμένου τσιγάρου στο ακροφύσιο για να ξεχυθεί ένας χείμαρρος φωτιάς που εκτοξεύεται σε μεγάλη απόσταση. Ο χρήστης του χαλκουνιού με διάφορες κινήσεις κάνει το θέαμα της φωτιάς θεαματικότερο.


Η ιστορία των χαλκουνιών ανάγεται στα χρόνια της τουρκοκρατίας και επινοήθηκαν από τους πιστούς για την απομάκρυνση αλλοθρήσκων που παρεμπόδιζαν την περιφορά των επιταφίων.


Μετά την απελευθέρωση τα χαλκούνια παρέμειναν σαν έθιμο και σε κάποια περίοδο σαν ένας ιδιότυπος “πόλεμος” μεταξύ των ενοριών της πόλης του Αγρινίου.


Στην πόλη του Αγρινίου την περίοδο εκείνη εγκαταστάθηκαν πολλοί Σουλιώτες που διέμεναν κοντά στις ενορίες της Ζωοδόχου Πηγής και του Αγίου Δημητρίου και αποτελούσαν την πλειοψηφία. Οι άλλες ενορίες της πόλης ήταν η Αγία Τριάδα, ο Άγιος Χριστόφορος και ο Άγιος Γεώργιος που την πλειοψηφία των ενοριτών αποτελούσαν οι γηγενείς Αγρινιώτες.


Ο “χαλκουνοπόλεμος”, που προαναφέραμε, είχε σαν αντιπάλους τις ενορίες των Σουλιωτών (τα Σουλιωτάκια) και των Αγρινιωτών (τα Βραχωριτάκια). Σημείωση: η παλαιά ονομασία του Αγρινίου ήταν Βραχώρι.


Μετά την περιφορά των επιταφίων στην πόλη οι δύο «στρατοί» έστηναν τη «μάχη» στη νότια και τη βόρεια πλευρά της πλατείας Στρατου και νικήτρια ήταν η ομάδα που θα απωθούσε την άλλη από την πλατεία. Μετά το πέρας της «μάχης» οι αντίπαλοι έδιναν τα χέρια και τις ευχές για καλό Πάσχα και φυσικά το ραντεβού για την επόμενη χρονιά.


Κάποιες φορές από ορισμένους, τα χαλκούνια κατασκευάζονταν πολύ δυνατά με αποτέλεσμα να υπάρχουν και σοβαρά ατυχήματα.


Από κάποια περίοδο και μετά ο χαλκουνοπόλεμος σταμάτησε και το ρίξιμο των χαλκουνιών έλαβε την μορφή φεστιβάλ χωρίς αντιπάλους. Και την περίοδο αυτή δεν έλειψαν τα ατυχήματα επειδή κάποιοι επέμειναν να κατασκευάζουν δυνατά χαλκούνια.


Κατά την περίοδο της δικτατορίας το έθιμο των χαλκουνιών καταργήθηκε για να επανέλθει αμέσως μετά.


Τα τελευταία περίπου 25 χρόνια το έθιμο συνεχίζεται απρόσκοπτα και τα χαλκούνια που ρίχνονται είναι ήπια, θεαματικά και ακίνδυνα.


Σε συνδυασμό με τη συνάντηση των επιταφίων της πόλης το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής στη κεντρική πλατεία και με την παρουσία και της πολυπληθούς φιλαρμονικής του Δήμου Αγρινίου, δημιουργείται μια κατανυκτική ατμόσφαιρα που κλείνει με το θεαματικό ρίξιμο των χαλκουνιών. Η συμμετοχή του κόσμου είναι πολύ μεγάλη, οι δε επισκέπτες που καταφθάνουν στο Αγρίνιο για να βιώσουν το έθιμο αυτό είναι πολλοί.


Να μην μας διαφεύγει και το γεγονός ότι η Μεγάλη Παρασκευή είναι για το Αγρίνιο ημέρα μνήμης για τους 120 έλληνες πατριώτες που εκτελέστηκαν το 1944 στην πόλη από τους Γερμανούς κατακτητές. Τέσσερες από αυτούς κρεμάστηκαν στην κεντρική πλατεία. Το γεγονός αυτό φορτίζει πολύ συναισθηματικά την ατμόσφαιρα της πένθιμης αυτής μέρας.


Πηγή: agrinionews.gr






Ο Απρίλιος στην Παράδοση







Ο Απρίλης είναι ο τέταρτος μήνας του χρόνου. Οι Λατίνοι τον ονόμασαν Aprilis απ' το aperio= ανοίγω (apertus= ανοικτός και Apertio= Άνοιξη). μια που όλη η φύση ξαναγεννάται από το βαθύ χειμωνιάτικο ύπνο του χιονιού και τον αφιέρωσαν στη θεά Αφροδίτη. Απρίλης και άνοιξη, Απρίλης και Πάσχα είναι για τον ελληνικό λαό σχεδόν αξεχώριστα.
Γι' αυτό τον είπαν και Ανοιξιάτη και Αιγιωργίτη, απ' τη μεγάλη γιορτή που περιλαμβάνει και Κερασάρη, εκεί που πρωτοβγαίνουν τα κεράσια.
Η ελληνική παράδοση ονομάζει τον Απρίλη και «Λαμπριάτη», γιατί συνήθως το μήνα αυτό γιορτάζουμε το Πάσχα, τη μεγαλύτερη χριστιανική γιορτή της Ορθοδοξίας.
Η περίοδος της Μεγάλης Σαρακοστής, με την ψαλμωδία των Χαιρετισμών, ολοκληρώνεται την Παρασκευή που στις εκκλησίες ψάλλουν τον Ακάθιστο Ύμνο και ακολουθούν η Ανάσταση του Χριστού.


Γεωργικές εργασίες
Όπως ο Μάρτης, έτσι και ο Απρίλης είναι μήνας δίγνωμος: από τη μια μεριά ο καιρός καλυτερεύει σταθερά, από την άλλη δεν ξεχνάει να δείξει τα χειμωνιάτικα δόντια του με βροχές και χαλάζια. Οι γεωργοί σπέρνουν καλαμπόκι, βαμβάκι, καρπούζια, πεπόνια. Αν η κακοκαιρία κάνει κακό στα σπαρτά, οι κανονικές βροχές είναι ευεργετικές, γιατί τώρα ο γεωργός θα σπείρει καλαμπόκια, ρεβίθια, τριφύλλι, ρύζι, μπαμπακάκι. Θα φυτέψει μελιτζάνες, σπανάκι, καρπούζια, πεπόνια κλπ. Έτσι με λαχτάρα περιμένει τη βροχή, που και τα σπαρτά θα μεγαλώσει και τα φρεσκοφυτεμένα θα βοηθήσει να ξεπεταχτούν.
Το χαλάζι όμως για το γεωργό είναι καταστροφή. Γι' αυτό προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποτρέψει τον ερχομό του ή τις καταστροφές που προκαλεί, εξορκίζοντάς το με το φως της Ανάστασης. Τη νύχτα αυτή ένας επίτροπος της Εκκλησίας ανεβαίνει στο καμπαναριό μ' ένα αναμμένο δαυλί. ‘Όσος τόπος γύρω φωτιστεί από το Άγιο Φως, δεν έχει ανάγκη από χαλάζι.
Αλλού πάλι το χαλάζι ξορκίζεται με μεγάλες φωτιές τη νύχτα της Ανάστασης.


Παροιμίες
Του Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια,
και τ' Απριλιού τις δεκοχτώ, μην κάψεις τα καρούλια (του αργαλειού).

Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απρίλης άλλη μία,να δεις κουκούρες στρογγυλές και πίτες σαν αλώνι.


Απρίλης φέρνει την δροσιά, φέρνει και τα λουλούδια.
Και τ' Απριλιού ταις δεκοχτώ, πέρδικα ψόφησε στ' αυγό (δηλαδή απ' το κρύο).


Αν βρέξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σε εκείνον τον ζευγά που 'χει στη γη σπαρμένα.


Ως τ' Απριλιού τις δεκαοχτώ να' χεις τα μάτια σου ανοιχτά.
Περάσανε οι δεκαοχτώ, άραξε πάνω σ' ένα αυγό.


Aν κάνει ο Mάρτης δυο νερά κι ο Aπρίλης πέντε - δέκα, να δεις το κοντοπίθαρο πως στρίβει το μουστάκι, να δεις και τις αρχόντισσες πως ψιλοκλεισιρίζουν, να δεις και τη φτωχολογιά πως ψιλοκοσκινάει.

Ο Μάρτης έχει τ' όνομα, κι ο Απρίλης τα λουλούδια.


Αν κάνει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά στονε τον γεωργό που 'χει πολλά σπαρμένα.

Ο Απρίλης με τα λούλουδα κι ο Μάης με τα ρόδα.


Ο Απρίλης ο γρίλλης, ο Μάης ο πολυψωμάς.

Τον Απρίλη και το Μάη κατά τόπους τα νερά.


Αλί στα Μαρτοκλάδευτα και τ' Απριλοσκαμμένα.


Του Απρίλη η βροχή, κάθε στάλα και φλουρί.


Αν κάνει ο Μάρτης τρία νερά κι ο Απρίλης άλλα δύο,να δεις του Μάρτη τα κουκιά, τ' Απρίλη τα σιταράκια, να δεις το γέρο- Κρίθαρο πώς τρέφει τη μουστάκα.


Απρίλης, Μάης, κοντά ειν' το θέρος.


Απρίλης έχει τα χάδια κι ο Μάρτης τα δαυλιά.


Των καλών ναυτών τα ταίρια τον Απριλομάη χηρεύουν


Γιορτές και Έθιμα
Με την 1η μέρα του Απρίλη το πρώτο έθιμο: το πρωταπριλιάτικο ψέμα. Καθένας αυτή τη μέρα προσπάθεί να ξεγελάσει τον άλλον με κάποιο αθώο ψέμα. Όλοι το' χουν για γούρι να ξεγελάσουν κάποιον. Στην Κομοτηνή λέγανε πως την Πρωταπριλιά το' χαν σε καλό να γελούν «για να γίνουν τα κουκούλια τους», τον καιρό που τρέφανε μεταξοσκώληκες για μετάξι. Με τα πρωταπριλιάτικα ψέματα άλλοτε παραπλανούσανε τα στίφη των φοβερών δαιμόνων. Τους ξεγελάγανε για να κτυπάνε αλλού, μακριά από τα δένδρα τους, όσο να λιώσουν οι δαίμονες και να χαθούν με τα τελευταία χιόνια.


Η γιορτή του Αγίου Γεωργίου το μήνα Απρίλιο.Ο Αϊ-Γιώργης είναι δρακοντοκτόνος. Με το κοντάρι του σκοτώνει το θεριό. Γιορτή των ποιμένων που αφήνουν τα χειμαδιά και ανεβαίνουν στα βουνά. «Μεις οι τσοπαναραίοι τονε δοξολογάμε πολύ τον Αϊ-Γιώργη». Προσφέρουν στην εκκλησία τον «Αηγιωργίτη» έναν αμνό. Ο ιερέας τον ευλογεί και οι επίτροποι τον περιφέρουν γύρω από το ναό τρεις φορές. «Εματώνετο το αφτί του και με το αίμα ηλείφοντο αι τέσσερεις γωνίες της εκκλησίας» (Πόντος).


Το Πάσχα

Λόγω των διαφορών στον εορτασμό του Πάσχα από τις διάφορες εκκλησίες η Α’ Οικουμενική Σύνοδος που συγκάλεσε ο Μέγας Κωνσταντίνος στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., θέσπισε τα του προσδιορισμού της εορτής του Πάσχα με μία εγκύκλιο επιστολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όπου εκτίθεται ο γνωστός από τότε ως «Όρος της Νικαίας». Σύμφωνα μ’ αυτόν: «Το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης κι αν η πανσέληνος συμβεί Κυριακή τότε να εορτάζεται την επομένη Κυριακή (για να μην συμπέσει με τον εορτασμό του Εβραϊκού Πάσχα).» Ο εορτασμός του Πάσχα λοιπόν συνδέθηκε άμεσα με την εαρινή ισημερία και την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης.


Πηγή: mhnes-12.weebly.com

fosonline.gr







Χορός «Τσάμικος»


Χορός ηρωικός ο Τσάμικος που εκφράζει την λεβεντιά, την παλικαριά και την αντρειοσύνη.


Χορός ηρωικός ο Τσάμικος που εκφράζει τη λεβεντιά, την παλικαριά και την αντρειοσύνη. Χορεύεται στη στεριανή Ελλάδα, κυρίως στις περιοχές, που εκτείνονται γύρω από τον ορεινό όγκο, την ραχοκοκαλιά της Πίνδου, της οποίας η προέκταση φθάνει ως τα ορεινά της Πελοποννήσου.


Προέλευση

Αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους και πιο αγαπημένους ελληνικούς χορούς και για αυτό, όπως και ο Συρτός Καλαματιανός, καλείται πανελλήνιος αφού χορεύεται στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας. Παρόλα αυτά δεν προκύπτει ότι πρόκειται για πανελλήνιο χορό (δεν χορεύεται σε νησιωτικές περιοχές, Θράκη κλπ). Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το τσάμικο χορεύεται κυρίως στις περιοχές, που εκτείνονται γύρω από τον ορεινό όγκο, την «ραχοκοκαλιά» της Πίνδου, της οποίας η προέκταση φθάνει ως τα ορεινά της Πελοποννήσου. Η σχέση του τσάμικου με την ορεινή στεριανή Ελλάδα μπορεί να δώσει και εξήγηση για τη σχέση του με το κλέφτικο κίνημα, την περίοδο της Τουρκοκρατίας.


Το «τσάμικο» στην βιβλιογραφία της Λαογραφίας, της μουσικολογίας και της Ιστορίας χαρακτηρίζεται με τους όρους «Κλέφτικος, Πηδηχτός, Ανδρικός Πυρρίχιος». Αρχικά, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο λανθασμένο όρο «τσάμικος» και στο λαϊκό όρο «το τσάμικο». Ο όρος «τσάμικος» που υπάρχει στα λεξικά, χρησιμοποιείται από όσους ασχολούνται με τη διδασκαλία, την έρευνα, την μελέτη του ελληνικού χορού και με θέματα τα οποία σχετίζονται με τον χορό όπως μουσική, τραγούδι, λαογραφία κλπ. Τον όρο «το τσάμικο» τον χρησιμοποιούσαν και τον χρησιμοποιούν οι λαϊκοί άνθρωποι όταν τους γίνεται ερώτηση «τι χορεύουν».


Η ετυμολογία της λέξης προέρχεται από τη λέξη Τσάμης που σημαίνει λεβέντης, και σχετίζεται με το λεβέντικο ανάστημα που κατά παράδοση διαθέτουν οι χορευτές. Κατά άλλη εκδοχή η ονομασία προέρχεται από την Τσαμουριά, περιοχή της Θεσπρωτίας στην Ήπειρο. Ονομάζεται επίσης και Κλέφτικος, επειδή αγαπήθηκε και χορεύτηκε πάρα πολύ από τους κλέφτες της Τουρκοκρατίας. Ο Τσάμικος μετά από κάθε μάχη και νίκη είχε την τιμητική του.


Χαρακτηριστικά

Είναι χορός µε αρκετές φιγούρες, άλματα, χτυπήματα και γονατίσματα. Παλιότερα, το τσάμικο χορευόταν μόνο από άνδρες αλλά στην σύγχρονη εποχή παίρνουν μέρος και γυναίκες. Η χορευτική αυτή διάταξη, δηλαδή οι άνδρες πιασμένοι από τα χέρια στον εξωτερικό κύκλο και οι γυναίκες μπροστά από τους άνδρες στον εσωτερικό, µε την οποία χορεύουν και σήμερα ακόμη σε πολλές περιοχές και κυρίως στα χωριά της Ηπείρου, καθιερώθηκε από σεμνότητα για να µην κρατάει ο νέος το χέρι της νέας μέχρι να έρθει η σειρά τους να χορέψουν.

Ο Τσάμικος χορεύεται σ’ όλη τη Στεριανή Ελλάδα με κάποιες ιδιαιτερότητες. Μια από τις ιδιαιτερότητες είναι ο ρυθμός της μουσικής. Ο χορός έχει τα ίδια βήματα καθ’ όλη τη διάρκεια της μουσικής. Οι κινήσεις πρέπει να εναρμονίζονται με το ιστορικό του τραγουδιού. Ο κορυφαίος απαιτείται να βιώνει το τραγούδι και να ανταποκρίνεται στο ύφος αυτού και δεν δύναται να παρασύρεται σε υπερβολές. Ο κορυφαίος στο Τσάμικο πρέπει να εκστασιάζεται αλλά να μην επιδίδεται σε κατάχρηση κινήσεων, να γνωρίζει ποιες κινήσεις του ταιριάζουν και όχι να αντιγράφει κινήσεις που είναι πέρα των δυνατοτήτων του. Μπορεί να σταματάει το χορό και να αρχίζει να κάνει φιγούρες, μένοντας οι άλλοι στάσιμοι και παρακολουθώντας το άτομο αυτό, και μετά μπορεί να συνεχίσει το χορό με βήματα που χαρακτηρίζουν τον χορό.


Αντίθετα με την Ήπειρο, οι κινήσεις των Πελοποννήσιων χορευτών ήταν πιο απελευθερωμένες, με πηδήματα κλπ, ενώ στην Ήπειρο, κυριαρχούσε το αργό, βαρύ πάτημα. Το τσάμικο μπορεί να χορευτεί και από όλη την κοινότητα ομαδικά (δηλαδή όλοι να χορεύουν τα ίδια βήματα, τα οποία ποικίλλουν στις διάφορες περιοχές: 8άρι Συρράκο, 10άρι Θεσσαλία, Ήπειρος -πιο διαδεδομένο-, 14άρι Κόνιτσα, κλπ), αλλά και ατομικά όπου ο πρωτοχορευτής σολάρει, αυτοσχεδιάζοντας και εκφράζοντας τον εαυτό του.

Στα αρχαία ποιητικά, μουσικά μέτρα και την προσωδία, το τσάμικο έχει τροχαϊκό ρυθμό (- υ τρίσημος ρυθμός) σε 3 /4 και 6/8. Το διαπιστώνει κανείς κι από τον τονισμό της μελωδίας στα ηπειρώτικα τσάμικα, όπου ακούγονται καθαρά μακροί και τονισμένοι, και βραχείς και άτονοι χρόνοι. Αυτό φαίνεται και από το ακκοπανιαμέντο των συνοδευτικών οργάνων, αλλά και από τα ίδια βήματα του χορού.


Πιο πρακτικά και συγκεκριμένα, όταν χορεύουμε τον ομαδικό τσάμικο σε δέκα κινήσεις, μέσα σε αυτές τις κινήσεις έχουμε πέντε μουσικά μέτρα. Κάθε μουσικό μέτρο έχει δύο κινήσεις: ένα – δύο. Το «ένα» είναι μακρύ-μεγάλο σε διάρκεια και το «δύο» είναι βραχύ –μικρό σε διάρκεια.


Πηγές:
http://paroutsas.jmc.gr/
http://vlahofonoi.blogspot.gr/
http://xoroi-ths-paradoshs.blogspot.gr/
ΛΥΚΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ


epiaspalathon.gr











Χορός Μαντηλάτος από τη Δυτική Θράκη

Χορός αντικριστός ο Μαντηλάτος. Χορεύεται συνήθως από έναν άντρα και μία γυναίκα. Ταπεινός και απλός μα παράλληλα μεγαλοπρεπής και δωρικός.


ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

Ο Μαντηλάτος αποτελεί έναν κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό χορό της Δυτικής Θράκης. Παρατηρούνται φυσικά διάφορες παραλλαγές ως προς την ονομασία του. Στη Δυτική αλλά και στη Βόρεια Θράκη καλείται και συγκαθιστός, λόγω του χαρακτηριστικού του ρυθμικού μοτίβου (7/8). Επίσης, σε άλλες περιπτώσεις ονομάζεται και καρσιλαμάς, επειδή χορεύεται αντικριστά (καρσί = αντίκρυ). Οφείλει την ονομασία του στο μαντήλι που κρατούν οι χορευτές. Είναι βέβαια κοινώς αποδεκτό πλέον, ότι η χρήση των μαντηλιών και το επίκτητο όνομά του παλαιότερα δεν υπήρχαν. Επομένως, αντιλαμβανόμαστε ευκολότερα την συγγένεια του συγκαθιστού με το μαντηλάτο ως προς το βηματικό μοτίβο. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε και σε ορισμένες περιοχές συμπεριλαμβάνεται στους συγκαθιστούς χορούς.


ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

Είναι ένας ελεύθερος, κατ’ εξοχήν γαμήλιος χορός. Χορεύεται είτε αντικριστά, είτε από μεμονωμένα άτομα ως δρομικός χορός, όταν συνοδεύουν την νύφη στην εκκλησία ή στο σπίτι του γαμπρού. Χορός γαμήλιος λοιπόν, γυναικείος, απλός και αργός, με μικρά βήματα, ο πρώτος μετά τη στέψη, με τη νύφη στην κορυφή του χορού. Τα βήματα του χορού είναι εξάρια. Τα χέρια όσο εκτελούνται τα βήματα κινούνται ελεύθερα το ένα μπροστά και το άλλο πίσω, ή και τα δύο στην έκταση με ελαφρά λυγισμένους τους αγκώνες. Η διαφορά του με τον συγκαθιστό έγκειται στον ρυθμό. Ο μαντηλάτος έχει ρυθμό 7/8(2-2-3), ενώ ο συγκαθιστός 9/8. Είναι μάλιστα συμμετρικός με τον ρυθμό του πανελλήνια γνωστού καλαματιανού, αλλά με άλλο εσωτερικό τονισμό (3-2-2). Όταν ο σκοπός είναι οργανικός στο τέλος του επιταχύνεται λίγο, τονώνοντας έτσι τη διάθεση για το χορό και το γλέντι. Εκτός όμως των οργανικών, υπάρχουν και τραγουδιστικοί σκοποί του μαντηλάτου, οι οποίοι όμως είναι πιο αργοί και δε χορεύονται πάντα.


Πηγή: epiaspalathon.gr











Έθιμα και παραδόσεις της 25ης Μαρτίου

Προς τιμή της διπλής εορτής της 25ης Μαρτίου, εκτός από τις παρελάσεις και τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται ανά τη χώρα, κυρίως στα ελληνικά νησιά, όπου υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στην Ευαγγελίστρια, υπάρχουν ξεχωριστά έθιμα, που ίσως δεν είναι τόσο γνωστά.


Η λαμπαδηφορία στη Σκιάθο
Τα τελευταία χρόνια αναβιώνουν τα έθιμα «εωθινό» και «λαμπαδηφορία» από τον δήμο, την τοπική ομάδα Σώματος Ελληνικού Οδηγισμού και το Πνευματικό Κέντρο των εκκλησιών της Σκιάθου. Το εωθινό σημαίνει το εορταστικό ξύπνημα του νησιού και γινόταν ανήμερα της 25ης Μαρτίου στις 5.00 το πρωί με τη συμμετοχή των μαθητών της ΣΤ΄ τάξης του τότε δημοτικού σχολείου. Ψέλνονταν τα ίδια εμβατήρια με αυτά του εθίμου της λαμπαδηφορίας («Ολη δόξα όλη χάρη» και «Της δόξας λάμπει γαλανό το φως στη χώρα»), καθώς και ύμνοι της Εκκλησίας προς τιμήν της απελευθέρωσης του γένους. Στις 8.00 το βράδυ γινόταν η λαμπαδηφορία. Μαθητές και ενήλικες ξεχύνονταν στους δρόμους του νησιού με λαμπάδες και κεριά, ψάλλοντας τα δύο εμβατήρια («Ολη δόξα όλη χάρη» και «Της δόξας λάμπει γαλανό το φως στη χώρα»). Πρόκειται για ένα έθιμο που πηγάζει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και συνδυάζει την ανάσταση του Χριστού με την ανάσταση του γένους, παραλληλίζοντας το άγιο φως με το φως της ελευθερίας.

Η Βαγγελίστρα
Ιδιαίτερη αναφορά, επίσης, γι’ αυτή την ημέρα συναντάμε σε πολλά ιστορικά κείμενα για το πανηγύρι στο χωριό Φαρακλάτα της Κεφαλονιάς προς τιμή της Βαγγελίστρας. Την προηγούμενη μέρα οι άνθρωποι πήγαιναν στην εκκλησία και σ’ ένα πανέρι τοποθετούσαν τέσσερα μικρά ψωμιά, έναν μεγάλο άρτο, ένα μπουκάλι λάδι και ένα μπουκάλι κρασί, για να εκκλησιαστούν. Μετά το τέλος της θείας λειτουργίας έπαιρναν πίσω τον μεγάλο άρτο, τον οποίο έκοβαν σε κομμάτια και τον μοίραζαν στους πιστούς, αφήνοντας το ψωμί, το λάδι και το κρασί στον ναό.


Όταν ολοκληρωνόταν ο εσπερινός, πραγματοποιούταν ολονυχτία, όπου οι κάτοικοι του χωριού «βαρούσαν τουφεκιές» ή έφερναν μπαρούτι από τον Μοριά και έριχναν πυροτεχνήματα. Στο κελί της εκκλησίας και όπου αλλού υπήρχε κόσμος μοιραζόταν φαγητό. Κάποιοι μάλιστα μαγείρευαν αλιάδα, το τυπικό φαγητό της ημέρας, μπακαλεόπιτα και κοφισόπιτα, ειδικά φτιαγμένες για το πανηγύρι που στηνόταν αμέσως μετά. Το ξημέρωμα έβγαζαν λιτανεία την εικόνα της Βαγγελίστρας σε όλο το χωριό με τη συνοδεία της Φιλαρμονικής του Αργοστολίου, ενώ τα τελευταία χρόνια η λιτανεία πραγματοποιείται το απόγευμα της 25ης Μαρτίου. Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε ότι τη συγκεκριμένη μέρα απαγορεύεται οι Κεφαλονίτες να βάλουν στο σπίτι τους λουλούδια ή χόρτα, διότι τον επόμενο χρόνο θα βρουν μέσα του φίδι, σύμφωνα πάντα με τη λαϊκή παράδοση.


Στο Ρουμλούκι της Ημαθίας
Η λέξη ρουμλούκι σημαίνει ελληνότοπος ή ελληνοχώρα. Το τοπωνύμιο αυτό δόθηκε στην περιοχή από Τούρκους κατακτητές, υποδεικνύοντας την αναγνώριση ως προς τον ελληνικό πληθυσμό που κατοικούσε στην περιοχή και η απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό έγινε από τον ελληνικό στρατό στις 18 Οκτωβρίου του 1912. Σήμερα, Ρουμλούκι εννοούμε το τμήμα του κάμπου της Ημαθίας που διασχίζει ο ποταμός Αλιάκμονας και απλώνεται από τα υψώματα της Βέροιας μέχρι τον Λουδία και τον Θερμαϊκό. Στην περιοχή Ρουμλούκι,την 25η Μαρτίου οι κάτοικοι έπρεπε απαραιτήτως να εκκλησιαστούν και κανείς μα κανείς δεν εργαζόταν. Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας, ακόμη και κατά τη διάρκεια της τούρκικης κατοχής, ο δάσκαλος εκφωνούσε λόγο που τόνιζε τη διττή σημασία της ημέρας για τους ορθόδοξους Έλληνες, ενώ τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους οι υπόδουλοι Ρουμλουκιώτες τη χαρακτήριζαν ως Παλαιά Ελλάδα. Στη συνέχεια, ο ιερέας τελούσε επιμνημόσυνη δέηση για τους νεκρούς αγωνιστές του 1821 και έπειτα οι μαθητές τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο και δημοτικά τραγούδια που αναφέρονταν στους ήρωες της Ελληνικής Επανάστασης. Μετά την απελευθέρωση της περιοχής, στις εκδηλώσεις για την 25η Μαρτίου συμπεριλαμβανόταν και η παρουσίαση σχετικών θεατρικών έργων.


Το μεσημέρι, οι Ρουμλουκιώτες έτρωγαν το καθιερωμένο γι’ αυτούς φαγητό της ημέρας, ταβά (ταψί) στο φούρνο με ψάρι γριβάδι και κρεμμύδια.


Καλάβρυτα
Στα Καλάβρυτα , ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η αναπαράσταση της ορκωμοσίας των αγωνιστών και η κήρυξη της Επανάστασης. Ακολουθεί παρουσίαση εθνικών παραδοσιακών χορών, ενώ στις 24 του μήνα ο ηγούμενος της μονής συνηθίζεται να παραδίδει το λάβαρο της επανάστασης και ένα στεφάνι δάφνης στον πρώτο δαφνοδρόμο, για να μεταφερθούν στην Πάτρα προς στέψη του ανδριάντα Παλαιών Πατρών Γερμανός και στις 25 να επιστραφούν.



Πηγή: dogma.gr











Ήξερες ποια είναι η ιστορία του Καλαματιανού Χορού;







Ο καλαματιανός είναι ο πιο γνωστός και πιο αγαπητός χορός στην Ελλάδα και παντού, όπου υπάρχουν Έλληνες. Είναι μια μεγάλη προσφορά της Καλαμάτας στο νεοελληνικό πολιτισμό. Για να καταλάβουμε, όμως το χαρακτήρα, την προέλευση και την ποιότητα του Καλαματιανού χορού, πρέπει να γνωρίσουμε πρώτα, τι είναι «συρτοί» χοροί, γιατί σε αυτούς ανήκει ο καλαματιανός.


Γενικά, ο συρτός χορός είναι ο πιο διαδομένος και συνηθισμένος χορός των Νεοελλήνων. Από τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι η σεμνότητα στις χορευτικές κινήσεις και η αρχαία λατρευτική καταγωγή του.


Για τη σεμνότητα και την αρμονικότητα, η εκτέλεση του συρτού χορού γίνεται από πολλούς μαζί χορευτές και χορεύτριες, που είναι πιασμένοι από τα χέρια και χορεύουν σε σχήμα κύκλου. Διαπιστώνει κανείς ότι είναι ένας χορός «κυκλικός» ή «κύκλιος», όπως οι ανάλογοι αρχαίοι ελληνικοί χοροί.


Ο πρώτος του χορού, ο κορυφαίος, λέγεται σήμερα «μπροστινός» και είναι αυτός που «σέρνει το χορό». Είναι ο μόνος, που αυτές τις στιγμές έχει ιδιαίτερη τιμή, αλλά και ο μόνος που μπορεί να έχει χορευτικές πρωτοβουλίες, που οι άλλοι πρέπει να παρακολουθούν και να ακολουθούν.


Τον «μπροστινό» διαδέχονται κάθε τόσο άλλοι, και έτσι όλοι οι χορευτές αλλάζουν στην τιμητική θέση και στις χορευτικές πρωτοβουλίες, έχοντας έτσι την ευκαιρία να επιδείξουν τις χορευτικές τους ικανότητες.

Για την αρχαία καταγωγή, εξάλλου, του συρτού χορού, εκτός από τις άλλες μαρτυρίες, που οι περισσότερες προέρχονται από αρχαίες παραστάσεις συρτού χορού πάνω σε μαρμάρινα ανάγλυφα και αγγεία, έχουμε, παράλληλα, και μια σπουδαία επιγραφική μαρτυρία:


Σε λατρευτική επιγραφή, που βρέθηκε στο αρχαίο Ακραίφνιο της Βοιωτίας και που τη χρονολογούν στα πρώτα χρόνια που ζούσε ο Χριστός, αναφέρεται ότι κάποιος Βοιωτός αγωνοθέτης, που λεγόταν Επαμεινώνδας, γιός του Επαμεινώνδα, «τας πατρίους πομπάς και την των συρτών όρχησιν θεοσεβώς επετέλεσε». Αυτό σημαίνει, ότι μαζί με τις λατρευτικές ιερές πομπές υπήρχε, ως αναπόσπαστο στοιχείο της λατρείας και η «πάτριος όρχησις» των συρτών χορών, που έπρεπε, μάλιστα, να εκτελεστούν «θεοσεβώς», δηλαδή με σεβασμό στο Θεό.


Από τον πληθυντικό, όμως, «των συρτών όρχησις» της αρχαίας επιγραφής, βλέπουμε ότι συνέβαινε στην αρχαιότητα το ίδιο που συμβαίνει και σήμερα, ότι δηλαδή οι συρτοί χοροί είναι πολλοί και είχαν και έχουν διαφορετικές υποδιαιρέσεις και ποικιλίες, που, όμως, όλες ανήκουν στη γενική κατηγορία των συρτών χορών.

Ο χρονικός ρυθμός των συρτών χορών δεν είναι πάντα o ίδιος, αλλά ξεχωρίζει για την εξαιρετική ποικιλία και τους χρωματισμούς. Η ποικιλία, τις πιο πολλές φορές, είναι γρήγορη και έχει ευχάριστο χαρακτήρα. Μια αισιοδοξία, δηλαδή, και μια φανερή ψυχική ικανοποίηση προβάλλονται, σαν να χρησιμεύουν για ψυχολογική βάση και αρχή αυτού του χορού που στη συνέχεια, εκφράζεται με ανάλογες χορευτικές κινήσεις.


Τώρα, δεν είναι δύσκολο να φτάσουμε στην ανακάλυψη της καταγωγής του καλαματιανού χορού. Το σχετικό με το χορό τραγούδι εγκωμιάζει ιδιαίτερα το μεταξωτό καλαματιανό μαντήλι, που, τραγουδώντας ο χορευτής, λέει ότι θέλει πολύ να το αποκτήσει, για να το δέσει γύρω από το λαιμό του.


Το τελευταίο αιτιολογικό, για μας σήμερα είναι τουλάχιστο παράξενο. Αλλά από τα σχετικά γαμήλια έθιμα, γνωρίζουμε ότι σε παλιότερα χρόνια, στο γάμο η νύφη χάριζε, όπως εξακολουθεί και σήμερα, στους στενούς συγγενείς και φίλους του γαμπρού από ένα μεταξωτό καλαματιανό μαντήλι, που εκείνοι, όμως, αντί να το καρφιτσώσουν στο στήθος, όπως γίνεται σήμερα, είχαν παλιό έθιμο να το δένουν γύρω από το λαιμό τους. Γιατί;


Επειδή ένα τέτοιο δέσιμο έδειχνε και συμβόλιζε την αφοσίωση και τη φιλία. Στο βάθος, λοιπόν, δεν ήταν χορός τοπικός που χορευόταν κάπου μόνο στην Καλαμάτα και που ξεκίνησε από εκεί και απλώθηκε μετά σε όλη την Ελλάδα.


Ήταν ένας πανελλήνιος χορός κυκλικός, αρχαίος, που άνηκε στην «πάτριον όρχησιν των συρτών χορών», που έπρεπε να γίνεται «θεοσεβώς» και με πολλή σεμνότητα, και πάνω από όλα, ήταν ένας συρτός χορός του γάμου, αφιερωμένος στο «νόημα του δεσμού και στην πιστή φιλία και συναδέλφωση του γαμήλιου θιάσου». Εκτός από τα άλλα μέσα της τελετής, ο σκοπός κατορθωνόταν και με το περίφημο καλαματιανό μαντήλι, αυτό το σπουδαίο και ιερό σύμβολο του δεσμού.

Αυτός, λοιπόν, είναι ο καλαματιανός χορός. Είναι ο σπουδαιότερος από τους συρτούς χορούς που όλοι τους είναι αρχαίοι ελληνικοί χοροί και είναι χαρακτηριστικός ιδιαίτερα για την αρμονία του, την ποικιλία του, ακόμα και τη λατρευτική καταγωγή του και βέβαια για τον απευθείας δεσμό του με την τελετή και το βαθύτερο νόημα του γάμου.


Ένα άλλο, όμως, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του καλαματιανού χορού είναι η μεγάλη μελωδική ποικιλία που παρουσιάζει. Πολλές φορές, είναι τονισμένος πάνω στη σπάνια μουσική κλίμακα των 7/8, ένα μουσικό μέτρο, που είναι, κατά κύριο λόγο, ελληνικό στην καταγωγή και που βρίσκεται και σε άλλους νεοελληνικούς χορούς.

Η πρωτοτυπία, όμως, στον καλαματιανό χορό είναι ότι οι τρεις μετρικές κινήσεις, που είναι οι βασικές του ρυθμού και που με αυτές «κρατιέται» ο χρόνος του χορού, δεν είναι ισόχρονες, όπως θα περιμέναμε. Αντίθετα, η πρώτη από αυτές έχει μεγαλύτερη διάρκεια ένα όγδοο, από όση έχουν οι δύο επόμενες.


Καθώς, λοιπόν, μπαίνουν μέσα στο βασικό αυτό μοτίβο οι άλλες μελωδικές ποικιλίες και παραλλαγές, γίνονται αιτία για πολλές μουσικές διαφοροποιήσεις, που ακολουθούν η μια την άλλη και γεννούν χρωματισμούς, που χάρη σε αυτούς ο καλαματιανός χορός παρουσιάζεται να έχει και να εκφράζει όχι μόνο μια διαρκή ποικιλία και ευχαρίστηση, αλλά και μιαν αιώνια νεανικότητα, που φαίνεται γεμάτη από αισιόδοξη ψυχολογία για την αντίληψη και το νόημα της ζωής.


Κώστας Κυριακάκης
Εγκυκλοπαίδεια Γιοβάνη, τόμος 11, Έκδοση 1982.

Πηγή: gargalianoionline.gr










Ικαριώτικος χορός: Η ιστορία του !

(Από την Ηρώ Στ. Μπουσούνη)







Ο Ικαριώτικος χορός είναι από τους πιο αγαπημένους παραδοσιακούς χορούς του τόπου μας. Ποια είναι όμως η ιστορία του και πώς ξεκίνησε; Μέσα από ένα αφιέρωμα στον Ικαριώτικο χορό, πάμε να την μάθουμε. Ο Βασίλης Μεσσαριτάκης είναι ερευνητής-λαογράφος και υπεύθυνος χορού, πολιτισμού και μουσικής του Πανικάριου Συλλόγου «Άρτεμις Ταυροπόλος». Ο Βασίλης μας βοηθάει σε αυτό το ταξίδι μας στην ιστορία του Ικαριώτικου χορού.


Ποια είναι η ιστορία του Ικαριώτικου χορού;

Το όνομα της Ικαρίας προέρχεται από τον Ίκαρο, τον γιο του γνωστού αρχιτέκτονα της μυθολογίας. Στην αρχαιότητα η Ικαρία ονομαζόταν «Μάκρις» και «Δολίχη» λόγω του στενόμακρου σχήματός της και «Ιχθυόεσσα» λόγω της αφθονίας του Ικάριου πελάγους σε ψάρια. Σύμφωνα με την μυθολογία ο Ίκαρος – ο πρώτος πιλότος της μυθολογίας – έπεσε στο θαλάσσιο χώρο της Ικαρίας και πνίγηκε. Έτσι το νησί πήρε το όνομά του και ο χορός το όνομα από το νησί.


Ο Ικαριώτικος είναι ένας χορός που οι ρίζες του ακουμπούν πολλούς αιώνες πίσω!

Κρύφτηκε και απομονώθηκε μαζί με τους κατοίκους του νησιού τον 15o και 18ο αιώνα, την περίοδο της πειρατείας στην κιβωτό επιβίωσης, στη Λαγκάδα. Από τότε μέχρι και σήμερα, συνέχισε να ταξιδεύει τις νότες του σε όλο το νησί και όχι μόνο. Άλλοτε στο γλέντι, άλλοτε ως πυρρίχιος, άλλοτε σαν έκφραση και άλλοτε απλά γιατί το έφερνε η στιγμή. “Σκάβει” τις καρδιές των Ικαριωτών αλλά και των φίλων της Ικαρίας, πλέον, που τον χορεύουν.


Ποιος είναι ο παραδοσιακός Ικαριώτικος χορός;

Ο Ικαριώτικος- από τους πλέον ιδιαίτερους χορούς- είναι χαρακτηριστικός της Ικαρίας. Tα βήματα, ο ρυθμός και η μουσική του δεν υπάρχουν πουθενά αλλού, παρόλο που ανήκει στη γενική κατηγορία των συρτών χορών. Δεν υπάρχουν τύποι Ικαριώτικων. Υπάρχουν όμως παραλλαγές.

Υπάρχει ο αργός, βαρύς – των γερόντων όπως λέγεται – ο πιο πηδηχτός, ο ραχιώτικος και άλλες παραλλαγές του ίδιου πάντα χορού. Λέγεται πως ο σκυφτός, όπου οι χορευτές σκύβουν, ξεκινάει από το γεγονός ότι τα σπίτια ήταν χαμηλοτάβανα. Oι άνθρωποι όταν δε χόρευαν στο ύπαιθρο, χόρευαν μέσα στα σπίτια και έσκυβαν ώστε να μην χτυπάνε στα δοκάρια του σπιτιού. Στην Ικαρία, δεδομένης της ιστορίας, κυρίως λόγω των πειρατικών επιδρομών, προσπαθούσαν ώστε η παρουσία τους να μην είναι έκδηλη.

«Ω καημένη Νικαριά ψηλά πουν’ τα ‘ουνά σου και χαμηλά τα σπίθια σου και κρύα τα νερά σου», λέει το παραδοσιακό τραγούδι. Έτσι, λοιπόν, διαμορφώνεται η παράδοση, έστω και αν στο διάβα του χρόνου χάνεται η αιτία που τη διαμόρφωσε.


Υπάρχει ένα κοινό χορευτικό μοτίβο με μικρές παραλλαγές από χωριό σε χωριό και αρκετά τσαλίμια. Ο κάθε Ικαριώτης – όπου κι αν βρίσκεται – αισθάνεται την ανάγκη να χορέψει τον Ικαριώτικό του βάζοντας όπως και ο μουσικός, το δικό το προσωπικό στοιχείο.


Έχει αλλάξει ο χορός με το πέρασμα των χρόνων;

Βηματολογικά – μουσικά – υφολογικά, ο χορός έχει υποστεί μικρές αλλοιώσεις όπως, βέβαια, παθαίνει κάθε τι στο πέρασμα των χρόνων. Άλλοτε συμβαδίζει με την εποχή και την εξέλιξή της, άλλοτε μένει ατόφιος όπως τον θυμούνται στο διάβα του τελευταίου αιώνα. Πλέον, χορεύουν όλοι μαζί… γέροι, νέοι και παιδιά επί ώρες, συνεπαρμένοι από τον χορό. Οι σημερινοί οργανοπαίκτες τον έχουν προσαρμόσει στις απαιτήσεις του νεανικού κοινού. Ευτυχώς και οι μουσικοί οι ίδιοι είναι νέοι, αλλιώς θα ήταν αδύνατον ν’ αντέξουν την ένταση και τη μεγάλη διάρκεια – με μια λέξη, «την τρέλα του Καριώτικου πανηγυριού».

Χωρίζεται σε κατηγορίες;

Τον Περαμαρίτικο από την πέρα μεριά, τον Λυρίστικο που μιμείται τη λύρα, τον Ραχιώτικο, τον Τσαμούρικο, αργό ή γερόντικο. Στην ίδια βηματολογική οικογένεια ανήκει και η Αμπελοκουτσούρα, ο Παπιστάνικος και η Συμπεθέρα που είναι και τα μοναδικά τραγούδια που χορεύονται σαν τον Ικαριώτικο – με ιδιαίτερο βήμα αλλά πάνω στον κανόνα του χορευτικού μοτίβου του Ικαριώτικου. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη μουσική του Ικαριώτικου. Υπάρχουν οι μουσικές φράσεις – που κατά κανόνα προσδίδουν την μελωδία του – με συμπληρωματικές μουσικές φράσεις ανά περιοχή και οργανοπαίκτη σε ρυθμική δομή των 2/4.


Ποια είναι τα βασικά όργανα που συνοδεύουν τον Ικαριώτικο χορό;

Χρησιμοποιούσαν κυρίως τη λύρα, το λαούτο και την τσαμπουνοφυλάκα. Το βιολί είναι μεταγενέστερο και αντικατέστησε τη λύρα και την τσαμπουνοφυλάκα. Στους νεότερους χρόνους υπάρχει συνοδεία κρουστού, καθώς η Ικαρία δέχτηκε μεγάλη επιρροή από την βυζαντινή κοινωνία σε όλες τις εκδηλώσεις και η χρήση κρουστών οργάνων ήταν απαραίτητη.


Ο τουµπανάς της Χρυσοµηλιάς, η ταµπουτσά ή ταµπουτσιά είναι ένα μεγάλο κόσκινο µε δέρμα χωρίς τρύπες. H διάμετρος της δερμάτινης επιφάνειας είναι γύρω στα 50 µε 55εκ., κάποτε όµως και μικρότερη. Παίζεται µε τα δυο χέρια ή µε δυο μικρά ξύλα, ακουμπισμένη όρθια, στον αριστερό µηρό του καθισμένου οργανοπαίχτη.


Το βιολί είναι σήμερα το πιο δημοφιλές όργανο στο νησί. Είναι ένα από τα «δάνεια» της Δύσης, το οποίο σιγά – σιγά με το πέρασμα των χρόνων προσαρμόστηκε, άλλαξε η τεχνική του και αφομοιώθηκε από τις παραδόσεις των νησιών του Αιγαίου.


Στην Ικαρία, η τσαμπούνα παιζόταν περισσότερο στις Ράχες, στις περιοχές του Πάππα, καθώς και στους Φούρνους. Είναι αρκετές δεκαετίες που έχει πάψει να παίζεται και δεν έχει αντικατασταθεί από άλλο όργανο όπως συνέβη με τη λύρα.


Τη τσαμπούνα και τη λύρα σήμερα δύσκολα τα βρίσκουμε στην Ικαρία και σιγά – σιγά σπανίζουν όλο και περισσότερο.


Η λύρα παιζόταν σ’ ολόκληρη την Ικαρία και είχε ρόλο ανάλογο του βιολιού. Κύριο μελωδικό όργανο που μ’ αυτό παίζονταν και χοροί πηδηχτοί ή συρτοί. Μέχρι – περίπου – τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο υπήρχαν αρκετοί λυράρηδες στο νησί, αλλά από τότε και ύστερα, σιγά -σιγά το λυράκι το εγκατέλειπαν όλο και περισσότερο για το βιολί – που στο τέλος επικράτησε. Πολλοί από τους σημερινούς βιολιτζήδες της Ικαρίας, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, έχουν ξεκινήσει από τη λύρα.


Κάνε μας μία μικρή περιγραφή για τις βασικές κινήσεις του Ικαριώτικου.

Σε ρυθμό συρτού 2/4 ο χορός ξεκίνησε ως Ίσος χορός – που χορεύεται στα Δωδεκάνησα. Έχει πολλές ομοιότητες με αυτόν και είναι γνωστός ως «συμπεθέρα», με στιχάκια και ρίμες – που προστέθηκαν αργότερα – όπως τις λένε στην Ικαρία. Στην πορεία έγινε πιο ρυθμικός, ζωντανός, με πολλές μουσικές πάρτες από τους οργανοπαίκτες αλλά αντίστοιχα και από τους χορευτές, πάνω στο κινητικό μοτίβο του Ίσου χορού – με λακτίσματα και κρατήματα στο ρυθμό.


Άλλωστε, το ζητούμενο με τους μουσικούς και τους χορευτές είναι να γίνουν ένα στο χοροστάσι! Μέχρι και η λαβή των χεριών από σταυρωτή – ψαράδικη άλλαξε, λύνοντας τα χέρια και βάζοντάς τα στους ώμους.


Υπάρχει συγκεκριμένη ενδυμασία;

Υπήρχε… πλέον δεν υπάρχει..!! Οι επιρροές της Δύσης και εδώ, μιας και το εμπόριο έκανε την Ικαρία να είναι παρούσα στα μέσα και στα έξω της μόδας. Η γεωγραφική της θέση, απέναντι από την Σμύρνη, το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι πριν την καταστροφή της, έκαναν τους Ικαριώτες να φορέσουν γρήγορα τα ρούχα που επέβαλε η μόδα, αφήνοντας στα μπαούλα τους τα παραδοσιακά.


Η γυναικεία φορεσιά αποτελούνταν από την μπόλκα, μανικωτή ζακέτα, με μπάσκα ή χωρίς και αντικατέστησε το σιγκούνι ή το κοντογούνι. Έχει ζωνάκι πίσω που δένει μπροστά και σε άλλες παραλλαγές έχει σουρίτσες, πιέτες, γιακά. Η πόλκα – η στενή μεσάτη ζακέτα με κουμπιά – διακοσμήθηκε με δαντέλες, πούλιες και χάντρες. Η φούστα είχε το ίδιο ύφασμα με την πόλκα ή διαφορετικό μονόχρωμο και χαρακτηριστικό της ήταν η πολλή σούρα στη μέση και η τρέσα στον ποδόγυρο. Το μαντήλι ήταν μονόχρωμο – λευκό, καφέ, λαδί – ή διακοσμημένο με άνθη.


Η ανδρική φορεσιά αποτελούνταν από το πουκάμισο – λευκό, γκρίζο ή ριγέ – το γιλέκο – μαύρο ή μπλε μπροστά και κόκκινο πίσω με κεντημένα γαϊτάνια – τη βράκα – μαύρη, μπλε μακριά – το ζωνάρι – μονόχρωμο ή ριγέ – το σκούφο – κόκκινο ή μαύρο – τα τουζλούκια – υφασμάτινες περικνημίδες – και τις κουντούρες – παπούτσια σκαρπινάτα ή τύπου μπότας.


Ο Ικαριώτικος χορός ζωντανεύει ακόμα στα πανηγύρια της Ικαρίας;

Πολλοί έχουν ακούσει για τα περίφημα πανηγύρια της Ικαρίας. Αυτό που δεν είναι γνωστό, είναι ότι αυτές οι γιορτές διοργανώνονται από Συλλόγους εθελοντών που έχουν – παρακαλώ – μορφή «σωματείου»! Πολλές φορές μάλιστα δε γίνεται καν αντιληπτό από όσους επισκέπτονται το νησί το καλοκαίρι. Μετεξέλιξη των παλιών εκκλησιαστικών επιτροπών, αυτοί οι Σύλλογοι, «Εξωραϊστικοί – Εκπολιτιστικοί», ιδρύθηκαν με Νομαρχιακή απόφαση τη δεκαετία του ‘60. Σκοπός τους ήταν να υποβοηθούν ηθικά και οικονομικά τις πάμφτωχες, τότε, μικρές Κοινότητες του νησιού.

Αφιέρωμα στον Ικαριώτικο χορό

Πράγματι, ο τρόπος οργάνωσης και η ιδιαίτερη φυσιογνωμία που διατηρούν μέχρι σήμερα τα περιώνυμα για την εορταστική τους ατμόσφαιρα πανηγύρια της Ικαρίας, χρονολογούνται από εκείνη την μεταπολεμική περίοδο της μεγάλης απομόνωσης και οικονομικής καθυστέρησης του νησιού. Αν και χωρίς πόρους και κρατική υποστήριξη, οι Ικαριώτες «δεν το έβαλαν κάτω». Μετέτρεψαν τα πανηγύρια τους, από απλές κοινοβιακές γιορτές που ήταν άλλοτε, σε μέσο χρηματοδότησης για να κατασκευάζουν μόνοι τους τα διάφορα μικρά έργα που είχε ανάγκη το κάθε χωριό. Κηρύσσονταν τότε «γενική επιστράτευση». Οι μόνιμοι κάτοικοι παρατούσαν τις δουλειές τους και προσέφεραν εθελοντική εργασία, οι μετανάστες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βρίσκονται στο χωριό τους τις μέρες του πανηγυριού, ακόμα και οι Άγιοι συμμετείχαν, δεχόμενοι ευχαρίστως να αλλάζουν τις γιορτές τους για να συμπίπτουν όλες μαζί τους μήνες του καλοκαιριού!

Ο πιο σπουδαίος παράγοντας για την επιτυχία ενός Καριώτικου πανηγυριού ήταν και είναι ακόμα το «να υπάρχει κέφι», το πανηγύρι «ν’ ακουστεί», «να έχει καλή φήμη». Σ’ αυτό, σπουδαίο ρόλο παίζει η ποιότητα του κρασιού και του φαγητού, κυρίως όμως οι επιδόσεις της ορχήστρας και οι ικανότητες των χορευτών – αυτοί τα τελευταία χρόνια στην πλειοψηφία τους είναι νέοι 20 – 30 χρόνων! Στο τέλος, αργά το επόμενο πρωί, όλοι φεύγουν κατάκοποι, μεθυσμένοι απ’ το κρασί και το βιολί. Ο ήλιος έχει αρχίσει να καίει δυνατά και η ορχήστρα μαζεύει τα όργανα. Τότε οι γεροντότεροι του Συλλόγου κάθονται και συμμαζεύουν, κάνοντας τον απολογισμό του πανηγυριού. «Βγήκε το πανηγύρι;», όλοι ρωτούν.
«Εντάξει πήγε.» «Σιγά-σιγά. Του χρόνου πάλι εδώ με το καλό. Αρκεί να υπάρχει υγεία και ειρήνη στον κόσμο».


Είναι δύσκολο να μάθουμε τον Ικαριώτικο χορό;

Δεν είναι καθόλου δύσκολο να τον μάθεις και να τον χορέψεις!! Απλά αφήνεσαι στα έμπειρα χέρια του δασκάλου. Η μουσική περνάει από τα αυτιά σου σε ολόκληρο το κορμί σου ταξιδεύοντας νου και σώματι στον παραδεισένιο προορισμό του νησιού των θεών Διονύσου και Άρτεμις!


Πηγή: umano.gr









Ο Μάρτιος στην Παράδοση








Ο Μάρτης πήρε το όνομα του από το λατινικό όνομα του θεού Άρη (Mars = Άρης). Είναι ο πρώτος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου και αντιστοιχεί με τον Ελαφηβολιώνα των Αρχαίων Ελλήνων.


Στο βυζάντιο γιόρταζαν την πρώτη Μαρτίου με σπουδαίες δραστηριότητες. Ο μεγάλος λαογραφος Λουκάτος αναφέρει τα <χελιδονίσματα> που προέρχονται απο την αρχαιότητα. Την Πρώτη Μαρτίου οι μικροί έφτιαχναν ένα ομοίωμα χελιδονιού και τραγουδώντας το ανάλογο τραγούδι πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι για να μαζέψουν αυγά.


Από τη 1η ως τις 31 του Μάρτη, συνηθίζεται να φοριέται στον καρπό του χεριού ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον «Μάρτη» ή «Μαρτιά». Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, το «Μάρτη» το φορούν κυρίως τα παιδιά για να προστατεύει τα πρόσωπά τους από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, για να μην καούν. Ο "Μάρτης" φτιάχνεται την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου και φοριέται είτε σαν δαχτυλίδι στα δάχτυλα, είτε σαν βραχιόλι στον καρπό του χεριού. Καμμιά φορά φοριέται ακόμα και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού, ώστε να μην σκοντάφτει ο κατοχός του. Σε κάποιες περιοχές της χώρας κρεμούσαν την κλωστή όλη τη νύχτα στα κλαδιά μιας τριανταφυλλιάς για να χαρίσουν ανθοφορία, ενώ σε άλλες περιοχές την έβαζαν γύρω από τις στάμνες για να προστατέψουν το νερό από τον ήλιο και να το διατηρήσουν κρύο. Σε άλλες περιοχές το φορούσαν μέχρι να φανούν τα πρώτα χελιδόνια, οπότε και το άφηναν πάνω σε τριανταφυλλιές, ώστε να τον πάρουν τα πουλιά για να χτίσουν τη φωλιά τους. Αλλού πάλι το φορούν ως την Ανάσταση, οπότε και το δένουν στις λαμπάδες της Λαμπρής για να καεί μαζί του.


Ο ήλιος το Mάρτιο συνήθως καίει και μαυρίζει τα πρόσωπα των παιδιών: “Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε δεν ξεβάφει”. Η μαυρίλα όμως σήμαινε και ασχήμια, προπάντων για τα κορίτσια που η παράδοση τα ήθελε άσπρα και ροδομάγουλα: «Ο πόχει κόρη ακριβή, το Μάρτη ο ήλιος μη την ιδεί». Για να αποτρέψουν την επίδραση του ήλιου λοιπόν, έφτιαχναν και φορούσαν τον «μάρτη», ώστε να προστατεύσει τα πρόσωπα των παιδιών από τον ήλιο και να μην καούν. Όταν τον έβγαζαν τον κρεμούσαν σε τριανταφυλλιές, ώστε να γίνουν τα μάγουλά τους κόκκινα σαν τριαντάφυλλα.


Ο "Μάρτης" ουσιαστικά αποτελείται από δύο κλωστές, άσπρη και μία κόκκινη, στριμένες μεταξύ τους, που συμβόλιζαν την αγνότητα και τα χαρά. Σε κάποιες παραδόσεις αναφέρεται και μία χρυσή κλωστή ώστε να συμβολίζεται και η αφθονία.


Οι Δρίμες του Μάρτη


Η παράδοση θεωρεί τις Δρίμες ως ημέρες γρουσούζικες και κακότυχες, τις λεγόμενες και ως αποφράδες. Θεωρείται ότι δαιμονικά όντα τριγυρίζουν τον κόσμο αυτές τις ημέρες και έκαναν κακό σε όποιον συναντούσαν. Δρίμες είναι όλο το Δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι και τον Αγιασμό των Φώτων (την περίοδο δηλαδή που αλωνίζουν οι Καλικάντζαροι), όλα τα Σάββατα του Μαρτίου, όλες οι Δευτέρες του Αυγούστου, οι έξι πρώτες ημέρες τ' Αυγούστου (τις ημέρες που κοιτάνε τα ημερομήνια), οι τρεις πρώτες αλλά και οι τρεις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου (που λέγονται και ημέρες της γριάς). Αυτές τις ημέρες οι άνθρωποι προσπαθούσαν να προφυλαχτούν για να μην πάθουν κανένα κακό, είτε αυτοί οι ίδιοι, είτε η οικογένεια και το βιός τους. Έμεναν λοιπόν στα σπίτια τους, δεν πήγαιναν στα χωράφια, και δεν έκαναν καμιά δουλειά που μπορούσε να γίνει άλλες ημέρες. Όποιος πήγαινε για δουλειά πάθαινε κάποιο ατύχημα. Εάν πήγαινες στα χωράφια, η σοδειά θα καταστρεφόταν. Ό,τι πλύνεις αυτές τις ημέρες θα λειώσει, όσα ξύλα και να κόψεις θα σαπίσουν, αν λουστείς θα πάθεις κακό. Γι' αυτό ή αποφεύγουν ολότελα να πλύνουν τις μέρες αυτές ρούχα ή, αν πλύνουν, ρίχνουν στο νερό πέταλο, γιατί το σίδερο, όπως πιστεύεται, είναι γιατρικό και αποτρέπει τα δαιμόνια.


Λαογραφία


Η λαϊκή φαντασία έδωσε στο Μάρτιο ένα σωρό παρατσούκλια, όπως Ανοιξιάτης (γιατί είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης), Γδάρτης, Παλουκοκάφτης Κλαψομάρτης, Πεντάγνωμος (για το ευμετάβλητο του καιρού), Βαγγελιώτης (λόγω της γιορτής του Ευαγγελισμού), Φυτευτής, και άλλα δηλωτικά της φυσιογνωμίας του, που έχουν σχέση με ιδιότητες ή πράξεις που του αποδίδονται. Τα πιο πολλά από αυτά βρίσκονται μέσα στις παραδόσεις και τις παροιμίες που έπλασε ο λαός για να εξηγήσει τις απότομες μεταβολές του καιρού ή τις βαρυχειμωνιές που παρατηρούνται μέσα στο Μάρτη και που πάντα είναι επικίνδυνες για τη γεωργία και την κτηνοτροφία.


«Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκάφτης,
τα παλιά παλούκια καίει, τα καινούργια ξεριζώνει».


στην οποία και χρωστάει τα παρατσούκλια γδάρτης και παλουκοκάφτης.


Για τις μεγάλες του παγωνιές λένε: «Τον Μάρτη χιόνι βούτυρο, μα σαν παγώσει μάρμαρο», ενώ για την αντιμετώπιση του κρύου άλλες παροιμίες συμβουλεύουν:


«Φύλλα ξύλα για το Μάρτη να μην κάψεις τα παλούκια».

«Το Μάρτη φύλα άχερα μη χάσεις το ζευγάρι».

«Τσοπάνη μου την κάπα σου το Μάρτη φύλαγε την».

«Ο Αύγουστος για τα πανιά κι ο Μάρτης για τα ξύλα».


Η κατεργαριά του Μάρτη


Στα πολύ παλιά χρόνια ο Μάρτης ήταν ο πρώτος μήνας του έτους. Μια κατεργαριά όμως που έκαμε σε βάρος των άλλων μηνών που ήταν τα αδέλφια του στάθηκε αιτία για να του πάρει την πρωτοκαθεδρία ο Γενάρης.


«Μια φορά κι έναν καιρό αποφασίσανε οι δώδεκα μήνες να φτιάξουνε κρασί σε ένα βαρέλι ώστε να μπορούν να πίνουν όποτε τους ερχόταν η όρεξη.


Έτσι λοιπόν είπε ο Μάρτης:
- Εγώ θα ρίξω πρώτος μούστο στο βαρέλι για να γίνει κρασί και ύστερα ρίχνετε κι εσείς.
- Καλά, ρίξε εσύ πρώτος του είπαν οι άλλοι.


Ετσι και έγινε. Έριξε πρώτα εκείνος στο βαρέλι το μούστο και ύστερα ακολούθησαν και οι άλλοι μήνες. Όταν λοιπόν ζυμώθηκε ο μούστος και έγινε το κρασί, είπε πάλι ο Μάρτης.
- Εγώ που έριξα πρώτος το μούστο, πρώτος θ' αρχίσω και να πίνω.
- Βέβαια, είπαν οι άλλοι, έτσι είναι το σωστό.


Έτσι λοιπόν τρύπησε το βαρέλι στο κάτω μέρος, και άρχισε να πίνει, ως που ήπιε όλο το κρασί και δεν άφησε ούτε στάλα. Κατόπιν ήρθε η σειρά του Απρίλη να πάει να πιεί κρασί. Πηγαίνει και το βρίσκει άδειο. Θυμώνει, το λέει στους άλλους. Τ' ακούνε εκείνοι θυμώνουνε και σκέφτονται τι να κάνουν. Συμφωνούν όλοι λοιπόν να τον τιμωρήσει ο Γενάρης που ήταν και ο μεγαλύτερος αδελφός. Τον πιάνει λοιπόν ο Γενάρης και του τραβάει ένα γερό χέρι ξύλο. Του αφαιρεί και το πρωτείο που είχε, να αρχίζει δηλαδή το έτος κάθε Μάρτη, και έγινε να αρχίζει το έτος από το Γενάρη.


Από τότε, όταν ο Μάρτης θυμάται το παιχνίδι που έκανε στα αδέλφια του και τους ήπιε όλο το κρασί, γελάει και ο καιρός ξαστερώνει. Όταν πάλι θυμάται το ξύλο που έφαγε κλαίει και βρέχει».


Η παράδοση, που με μικρές παραλλαγές τη συναντάμε και αλλού είναι αιτιολογική και σκοπεύει στην εξήγηση της ακασταστασίας του καιρού που συνήθως χαρακτηρίζει το Μάρτη.


Η γυναίκα του Μάρτη

Tο ίδιο φαινόμενο εξηγούν και άλλες παραδόσεις που αναφέρονται στη γυναίκα του Μάρτη.


Κάποτε οι μήνες αποφάσισαν να παντρευτούν. Ο καθένας βρήκε μια γυναίκα που του άρεσε και την παντρεύτηκε. Ο Μάρτης δε φρόντισε το ζήτημα μόνος του και έβαλε προξενητάδες να του βρούνε μια γυναίκα. Εκείνοι του φέρανε μια κοπέλα η οποία ήταν τυλιγμένη με ένα μαντίλι και του είπαν ότι είναι πολύ όμορφη. Ευκολόπιστος όπως ήταν, την παντρεύτηκε. Όταν όμως έμειναν μόνοι και έβγαλε το μαντίλι της, τι να δει; Δεν υπήρχε πιο άσχημη στον κόσμο!


Από τότε κάθε φορά που τη θυμόταν άστραφτε, βροντούσε, έβρεχε, έριχνε μπόρες, έκανε παγωνιές. Μόνο όταν ξεχνιόταν μερικές φορές, ηρεμούσε, γαλήνευε κι έκανε καλό καιρό! Στη Μεσσηνία, λόγου χάρη, λένε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ο Μάρτης, από μπροστά ήταν πολύ άσχημη, ενώ από πίσω ήταν πολύ όμορφη. Όταν ο Μάρτης τη βλέπει καταπρόσωπο κλαίει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως την κοιτάζει από τις πλάτες ευχαριστιέται και ο καιρός καλοσυνεύει.

Γι' αυτό λέγεται και η παροιμία: «Ο Μάρτης πότε κλαίει και πότε γελάει».


Σε άλλες περιοχές η παράδοση θέλει το Μάρτη να έχει δύο γυναίκες, τη μια πολύ όμορφη και φτωχή και την άλλη πολύ άσχημη και πλούσια. Ο Μάρτης κοιμάται στη μέση και όταν γυρίζει κατά την άσχημη, κατσουφιάζει και ο καιρός χαλάει, όταν όμως γυρίζει κατά την όμορφη, χαίρεται και γελάει, και ο καιρός είναι καλός, ζεστός με ήλιο. Τις περισσότερες φορές όμως γυρίζει κατά την άσχημη επειδή αυτή είναι η πλούσια που τρέφει και την φτωχή, την όμορφη. Έτσι άλλωστε προτιμούν το Μάρτιο και οι χωρικοί, βροχερό, επειδή η σοδειά τους θα είναι καλύτερη. Άλλωστε το βεβαιώνουν και αρκετές παροιμίες.

«Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρότανε».

«Μάρτης βρέχει; Ποτέ μην πάψει».

«Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές».

«Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης παρά Μάρτης λιοπυριάρης».

«Μάρτης βροχερός θεριστής κουραστικός».

«Μάρτης κλαψής θεριστής χαρούμενος».

«Μάρτης πουκαμισάς δεν σου δίνει να μασάς».

«Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απριλης αλλη μία,
να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».


και η πασίγνωστη, που είναι παραλλαγή της προηγούμενης:

«Σαν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα,
χαράς σ' εκείνο το ζευγά πόχει πολλά σπαρμένα».

Η παράδοση της λιθωμένης γριάς


Τα απρόοπτα της βαρυχειμωνιάς που συνήθως επιφυλάσσουν οι τελευταίες ημέρες του Μάρτη, οι «μέρες της γριάς» όπως λέγονται, θέλει να εξηγήσει η παράδοση της «λιθωμένης γριάς». "Ητανε μια φορά μια γριά κι είχε κάτι κατσικάκια. Ο Μάρτης τότε είχε εικοσιοχτώ ημέρες και ο Φλεβάρης τριανταμία. Ήρθε λοιπόν εκείνη την εποχή ο Μάρτης κι επέρασε χωρίς να κάμει χειμώνα και η γριά από τη χαρά της που βγήκανε πέρα καλά τα πράματα της, ξεγελάστηκε και είπε:


«Πρίτσι Μάρτη μου, στην πομπή σου. Μπήκες, βγήκες τίποτα δε μου έκανες. Τα αρνάκια και τα κατσικάκια μου τα ξεχείμασα».


Τότε ο Μάρτης πείσμωσε και δανείστηκε τρεις ημέρες απ' το Φλεβάρη και έριξε χιόνια πολλά. Ήταν τόσο άσχημος ο καιρός, που η γριά και τα ζωντανά της πέτρωσαν από το κρύο. Γι αυτό που έπαθε εκείνη η γριά, τις τρεις τελευταίες ημέρες του Μάρτη τις λένε ημέρες των γριών. Σε κάποια χωριά ονοματίζουνε κάθε μία από αυτές τις ημέρες με το όνομα μίας από τις πιο ηλικιωμένες γριές του χωριού. Αν τύχει καλή ημέρα θεωρούν πως η γριά είναι καλή, ενώ αν τύχει κακοκαιρία λένε πως έγινε από την κακία της γριάς. Από τότε λένε ότι έχει ο Μάρτης τριανταμία ημέρες και ο Φλεβάρης εικοσιοχτώ. Για αυτό άλλωστε το λένε κουτσό και κουτσοφλέβαρο.


Πηγή: edu.klimaka.gr






Πρώτη Σερρών: Το έθιμο της Ντερβένας!


Κείμενο των κ.κ. Γάλλου Γεώργιου, Θεοδοσίου Κωνσταντίνου, Κατζάρα Γεωργίας, Κοσλίδη Δημοσθένη, Μπακάλη Ανδρονίκης και Τσεχερίδου Θέλμας.

Επιμέλεια κειμένου Θεοδοσίου Ι. Κωνσταντίνος


Η Ντερβένα είναι ένα έθιμο συνυφασμένο με την ιστορία της Πρώτης και χάνεται στα βάθη του χρόνου.

Υπήρχε όσο θυμούνται όλες οι γενεές που πέρασαν από αυτό τον τόπο.


Αγνοούμε την ακριβή ετοιμολογία της λέξης Ντερβένα, αλλά υπάρχει μία άποψη, ότι προέρχεται ο όρος ντερβένα από το τούρκικο «ντερβέν» και το περσικό «ντερμπέντ» που σημαίνει πέρασμα, δύσκολη διάβαση ανάμεσα σε δύο στενά. Το πέρασμα δηλαδή από μια κατάσταση σε μία άλλη.

Έρχεται από τα πολύ παλιά χρόνια και τις τελετές πυρολατρείας που γινόταν από τους Αρχαίους Λαούς της περιοχής και είχαν να κάνουν με τη λατρεία του Διονύσου, τον ερχομό της Άνοιξης και της καρποφορίας της Γης.


Δεν είναι τυχαίο, ότι και σήμερα το έθιμο τελείται την Κυριακή της Αποκριάς, λίγο πριν τον ερχομό της άνοιξης. Τους τελευταίους αιώνες, στα χριστιανικά χρόνια, το έθιμο μετουσιώθηκε στο «Συχώριο», δηλαδή στην συχώρεση. Στη συχώρεση ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά και στον εαυτό μας. Η πυρολατρεία συνδέθηκε με την κάθαρση και τον εξαγνισμό των Χριστιανών, από τις αμαρτίες και τα πάθη και την έναρξη της Μεγάλης Σαρακοστής και την Νηστεία, ως την Ανάσταση του Χριστού. Η φωτιά καίει το κακό, τις αμαρτίες, τα λάθη και τον φθόνο και κάνουν όλοι μια νέα αρχή, περιμένοντας την αναγέννηση της φύσης. Η ευχή που δίνεται ανάμεσα στους κατοίκους της Πρώτης αυτό το βράδυ της μεγάλης φωτιάς είναι «συγχωρεμένα». Παλιότερα δινόταν και ένα φρούτο ως δώρο στην ανταλλαγή της ευχής, πράξη ερχόμενη από το παρελθόν και τις παλιές δοξασίες.


Η Ντερβένα έχει διπλό συμβολισμό. Έτσι από την μία με την Φωτιά ζεσταίνονται η καρδιές των ανθρώπων και από την άλλη με την Καθαρτική ιδιότητα της Φωτιάς, καίγονται οι αμαρτίες και τα πάθη των ανθρώπων και επέρχεται η Κάθαρση.

Ο άνθρωπος μπαίνει την επόμενη μέρα, την Καθαρά Δευτέρα, αναγεννημένος με προσευχή και μετάνοια ως το Πάσχα. Τα παιδιά παλιότερα τραγουδούσαν γύρο από την Ντερβένα «Σ’τρανές σ’Απουκριές που σ’ανάβουν τις φουτιές, απουκρεύουν του τυρί μέχρι να’ ρτει η Λαμπρή».


Το έθιμο της Ντερβένας με διάφορες παραλλαγές και ονόματα, υπάρχει και στα υπόλοιπα χωριά της δυτικής πλευράς του Παγγαίου από την Αμφίπολη μέχρι την Κορμίστα.

Παρόμοια έθιμα υπάρχουν και σε διάφορες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, όπως οι «Αράπηδες», «Πυροβασίες», «Καμήλα», «Μπαμπόγεροι» και άλλα.


Η Ντερβένα είναι ένας σωρός από πουρνάρια μαζεμένα από τις πλαγιές του Παγγαίου και το μέγεθός του ποικίλη αναλόγως της προσπάθειας και του ζήλου που είχαν όσοι συμμετείχαν στο έθιμο. Στόχος ήταν να γίνει από κάθε «μαχαλά» η ψηλότερη Ντερβένα χωρίς να πέσει κανένα κλαδί όσο θα καιγόταν και να κερδίσει στο έθιμο.


Οι « μαχαλάδες» είναι οι γειτονιές – συνοικίες της Πρώτης και τα χρόνια που έσφυζε από ζωή το χωριό κάθε « μαχαλάς» είχε και τη δική Ντερβένα.


Μέχρι και την δεκαετία του ’80 υπήρχαν οι Ντερβένες του Καναρά, της Τσιομπανίνας, του Αϊ Γιώργη, του Μπρίνου, του Αϊ Νικόλα, του Έβρου και στο Μετόχι.


Μεγάλη ήταν η αντιπαλότητα ανάμεσα στους «μαχαλάδες» τις μέρες της προετοιμασίας του εθίμου για το ποιος θα κάνει την καλύτερη και μεγαλύτερη Ντερβένα. Κυριολεκτικά δεν μιλιόταν τα μέλη από τις «αντίπαλες» Ντερβένες! Ειδικά αφού υπήρχε το έθιμο του κλεψίματος των κλαδιών από την μία και την άλλη Ντερβένα. Το κλέψιμο των κλαδιών δεν ήταν μια κατακριτέα πράξη αλλά μέρος του εθίμου και όποιος το κατάφερνε επιβραβευόταν από τους συντρόφους του της Ντερβένας που ανήκε. Γινόταν και για πείραγμα προς την αντίπαλη Ντερβένα. Γι αυτό και τα μέλη της κάθε Ντερβένας φυλούσαν αδιάλειπτα τα κλαδιά που μάζευαν στο σημείο που θα άναβε η Ντερβένα.


Μέσα σε ένα γύρο από πουρνάρια έφτιαχναν ένα καταφύγιο όπου άναβαν φωτιά έπιναν και έψηναν όλο το βράδυ προσέχοντας μην τους κλέψουν τα κλαδιά. Ιστορική ήταν η αντιπαλότητα ανάμεσα στον Καναρά και την Τσιομπανίνα που αριθμούσαν και τα περισσότερα μέλη.


Παράλληλα με τις Ντερβένες, την ίδια περίοδο υπήρχε και το έθιμο της Αποκριάς ή τα καρναβάλια, όπως λέγανε. Όλα τα παιδιά την βδομάδα πριν την Ντερβένα, ντυνόντουσαν με ότι παλιό ρούχο έβρισκαν, από τις γιαγιάδες, τους παππούδες και μεταμφιέζονταν σε καρναβάλια. Γύριζαν παρέες όλο τα σπίτια του χωριού, γελώντας και πειράζοντας ο ένας τον άλλο. Περίμεναν σε κάθε σπίτι που επισκέπτονταν το κέρασμα. Ένα γλυκό, ένα φρούτο μια καραμέλα, ένα μπισκότο.


Το μάζεμα των κλαδιών από πουρνάρια άρχιζε μέχρι και ένα μήνα πριν το έθιμο και κορυφωνόταν την τελευταία βδομάδα της Αποκριάς. Ακόμη και από την επομένη του Αϊ Γιάννη, αν το Πάσχα έπεφτε νωρίς. Με μουλάρια, άλογα, τρακτέρ με καρότσες, μικρά φορτηγά, τα μέλη της κάθε Ντερβένας έκοβαν κλαδιά από το Παγγαίο και τα κατέβαζαν στον χώρο που θα έστηνε ο καθένας την Ντερβένα του.


Ακόμα και στις πλάτες κουβαλούσαν τα παιδιά τα κλαδιά από το βουνό μέχρι κάτω στο χωριό, αλλά και με τεράστιες ξύλινες διχάλες, που τις ονόμαζαν ξυλογαδάρες. Στο έθιμο συμμετείχαν παιδιά από δέκα ετών μέχρι και παππούδες από την κάθε γειτονιά. Βέβαια οι πιο δραστήριοι ήταν οι νέοι του κάθε «μαχαλά» ηλικίας από δέκα ως είκοσι χρονών.

Τα κλαδιά τα έκοβαν με τσεκούρια, με πριόνια και κλαδοκόπους και φρόντιζαν να είναι ψηλά και ίσια, ώστε να σχηματίζουν μεγάλα και ίσια δεμάτια. Τα δεμάτια είναι κλαδιά από πουρνάρια πλεγμένα μεταξύ τους, δέκα με δεκαπέντε που δένονται με σύρμα στην μέση. Τα δεμάτια βοηθούσαν να γίνει πιο σταθερός ο σωρός της Ντερβένας και πιο συμπαγής. Στα νεώτερα χρόνια τα κλαδιά κόβονται με αλυσοπρίονα και δεν φτιάχνονται σε δεμάτια.


Το στήσιμο της Ντερβένας γινόταν πάντα την τελευταία μέρα πριν την Κυριακή της Αποκριάς ή ακόμα και την ίδια μέρα και συνήθως το αναλάμβαναν τα πιο έμπειρα και τα παλαιότερα στελέχη της κάθε Ντερβένας. Απαιτείται τέχνη και εμπειρία για να στηθεί σωστά η Ντερβένα, να γίνει ψηλή και να μην πέσει. Συνήθως έχει χονδρή βάση που όσο ψηλώνει μαζεύεται προς τα μέσα. Μια μεγάλη Ντερβένα συνεπώς έπρεπε να έχει μεγάλη βάση. Μέχρι και δέκα με δώδεκα μέτρα ύψος έφταναν οι πιο μεγάλες Ντερβένες.


Όλοι οι κάτοικοι του «μαχαλά» έβγαιναν στον χώρο που στηνόταν η Ντερβένα και έστηναν ένα μικρό γλέντι, με ψήσιμο, ποτό, χορό και τραγούδια.


Στην κορυφή της Ντερβένας τοποθετούνταν το κουρκουλούκ’ (σκιάχτρο), φορτωμένο με αποκριάτικα στολίδια, ανάλογα με τον σατυρικό συμβολισμό που ήθελε να προσδώσει ο κάθε μαχαλάς, ώστε να κερδίσει τις εντυπώσεις της βραδιάς.


Τις απογευματινές ώρες, αφού είχε συντελεστεί το στοίβαγμα των κλαδιών σε Ντερβένα, τα παιδιά του κάθε μαχαλά, έφευγαν από το επιβλητικό δημιούργημά τους και επισκέπτονταν με ένα πορτοκάλι στο χέρι, τα σπίτια στενών συγγενών τους (παππούδων, νονών, θείων). Εκεί ζητούσαν συγχώρεση για τυχόν λάθη και αμαρτήματα που έκαναν την χρονιά που πέρασε και έδιναν το πορτοκάλι (σύμβολο μετάνοιας). Φιλούσαν το χέρι των συγγενών τους και αυτοί τους έλεγαν με τη σειρά τους «σχουριμένα».


Την Κυριακή της Αποκριάς είχαμε την κορύφωση του εθίμου με το «άναμα» της Ντερβένας. Μόλις νύχτωνε άρχισαν να ανάβουν σε κάθε «μαχαλά» οι Ντερβένες με τη σειρά για να προλάβει ο κόσμος να περάσει από όλες τις Ντερβένες. Όλοι οι κάτοικοι έβγαιναν και έβλεπαν το κάψιμο της Ντερβένας, το κάψιμο της κακίας, των λαθών και του φθόνου. Χόρευαν γύρω από την μεγάλη φωτιά και ζεσταινόταν οι καρδιές και οι ψυχές τους. Την Ντερβένα άναβαν οι «Αρχηγοί» του κάθε «μαχαλά» και όσοι πρωτοστατούσαν στο έθιμο. Τον τελευταίο αιώνα, το άναμα της Ντερβένας ξεκινούσε με λαμπαδηδρομία που διοργάνωνε ο Σύλλογος Φιλόμουσων Πρώτης «Η ΠΡΟΟΔΟΣ».


Κορίτσια με παραδοσιακές στολές και κρατώντας αναμμένους πυρσούς, με τη συνοδεία μουσικής έκαναν τη διαδρομή προς όλες τις Ντερβένες. Παρέδιδαν τους πυρσούς σε κάθε μαχαλά για να ανάψουν την Ντερβένα. Η τεράστια φωτιά άναβε και η ζέστη της κατέκλυζε τους πάντες. Ζέστανε σώμα και ψυχή. Ήταν ορατή από χιλιόμετρα μακριά και τα καμένα πουρναρόφυλλα έφευγαν σαν άστρα ψιλά στον ουρανό. Στάχτη σαν χιόνι έπεφτε σε όλο το χωριό. Τα παιδιά γύρω από την φωτιά εύχονταν «άντε, σχουριμένα κι να’μαστε γιροί κι του χρον’ να κάνουμι τρανήτιρ Ντερβένα». Μετά, μόλις, έμεναν μόνο τα κάρβουνα από κάθε Ντερβένα όλοι οι κάτοικοι της Πρώτης ενωμένοι και αγαπημένοι γιόρταζαν στην κεντρική Πλατεία του χωριού με χορούς, παραδοσιακά εδέσματα, πίτες και σαρμαδάκια που έφτιαχναν οι γυναίκες του χωριού και άφθονο κρασί και τσίπουρο.


Αντάλλασαν όλοι την ευχή «συγχωρεμένα» και περίμεναν μια νέα αρχή στην ζωή τους και την φύση.


Το έθιμο του «σχώριου» ήταν μια αληθινή ιεροτελεστία κι ένιωθαν, ιδίως οι νεώτεροι, ότι έφευγε ένα βάρος από πάνω τους και είχαν ήσυχη την συνείδησή τους.


Στις μέρες μας το έθιμο τελείται αδιάκοπα κάθε χρόνο όμως με μόνο μία Ντερβένα που γίνεται στην ειδικά διαμορφωμένη πλατεία στο κέντρο του χωριού, στο Μετόχι. Το άναμμα της Ντερβένας είναι πιο εντυπωσιακό καθώς ποτίζεται ολόγυρα με εύφλεκτο υγρό και ανάβει ακαριαία με μια μικρή έκρηξη. Βεγγαλικά και χορευτικά συνοδεύουν την τελετουργία της Ντερβένας. Εθελοντές από όλους τους «μαχαλάδες» πλέον βοηθούν να γίνει η Ντερβένα και να τηρηθούν όλα τα πατροπαράδοτα έθιμα. Τελευταία φορά που είχε δύο Ντερβένες ήταν το 2002 στον Τούμπο και το Μετόχι και έκτοτε γίνεται μόνο μία με τον κόπο και την ανιδιοτελή προσφορά όσων έχουν μείνει στον τόπο μας.


Τα χρόνια που έσφυζαν από ζωή όλες οι γειτονιές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Όσοι έζησαν, έστω και για λίγα χρόνια στο χωριό έχουν κάτι να θυμούνται από το έθιμο αυτό και έχει μείνει χαραγμένο στην μνήμη τους. Η Ντερβένα ήταν μια διαδικασία βαθιά τελετουργική που αντλούσε τη δύναμή της από τις ζώσες και βαθύτερες ανάγκες των χωριανών και όχι ένα απλό λαογραφικό δρώμενο. Σήμερα, έστω και χωρίς τον βαθύ συμβολισμό που είχε για αιώνες η Ντερβένα, διατηρούμε τα πατροπαράδοτα έθιμα του τόπου μας, που συμβάλουν στην συνοχή και στήριξη των μικρών μας κοινωνιών.


Η Ντερβένα είναι βαθιά ριζωμένη και άρρηκτα δεμένη με την Πρώτη και όσο υπάρχουν άνθρωποι σε τούτο τον τόπο, θα τελείται κάθε χρόνο το αρχαίο αυτό έθιμο.


Πηγή: e-vima.gr











H Επτανησιώτικη καντάδα





“Στο νησί του τραγουδιού, που παίζουν τα βιολίνα,

εγνώρισα μιαν όμορφη πανώρια σινιορίνα.”


Στην πορεία της ιστορίας τους, τα Εφτάνησα είχαν καταφέρει να αναδείξουν έναν δικό τους πολιτισμό, που πήρε το όνομα Επτανησιακός Πολιτισμός. Ήταν ένα αποτέλεσμα της κοινής ιστορικής τύχης των νησιών.

Τα Επτάνησα, για τον ελλαδικό χώρο, αποτελούν μια νησίδα πολιτισμού, αφού τα νησιά αυτά δεν γνώρισαν ποτέ την Οθωμανική κατοχή. Αποτέλεσαν κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, με πρώτη την Κέρκυρα, από το 1386.


Πέρα από όσα έφερε η κατάκτηση αυτή, η επίδραση της ιταλικής μουσικής θα γίνει πλέον φανερή με αποτέλεσμα τη δημιουργία της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής.

Πατέρας της σχολής αυτής θα πρέπει να θεωρείται ο Νικόλαος Χαλκιόπουλος - Μάντζαρος, ο μουσικός που εμελοποίησε τον Εθνικό μας ύμνο. Έτσι λοιπόν η ιταλική επιρροή στη μουσική ζωή των Επτανήσων είναι προφανής και έντονη.


Κάπου εκεί, κάποια στιγμή θα γεννηθεί και η καντάδα. Ένα έξοχο δείγμα επτανησιακού, λαϊκού τραγουδιού. Μάλιστα σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία που υπάρχουν, σαν τόπος γέννησης φέρεται να είναι το Ληξούρι της Κεφαλλονιάς. Τα μουσικά στοιχεία αναφέρουν την καντάδα σαν ένα ιδιόμορφο είδος λαϊκού τραγουδιού με μια χαρακτηριστική μελωδική δομή. Κι΄είναι στ΄αλήθεια ένα είδος λαϊκού τραγουδιού αφού προέρχεται από τους αστούς και την αγροτική τάξη. Είναι γεγονός ότι στην δημιουργία της καντάδας συνέβαλε δημιουργικά η ομορφιά του επτανησιακού τοπίου δίνοντας στην μελωδία μια μουσική εξομολόγηση. Όμως κύρια θέση στην δημιουργiα της Επτανησιακής καντάδας έχει ο συνδιασμός του ελληνικού στοιχείου με την ιταλική μουσικότητα που υπήρχε στα νησιά του Ιονίου.


Οι καντάδες χαρακτηρίζονται από την δυτική πολυφωνία τύπου πρίμο-σεκόντο-μπάσο και η κάθε φωνή συνήθως εκτελείται από πολλά πρόσωπα.






Οι καντάδες συνοδεύονται από μαντολίνα και κιθάρες ενώ συχνά οι παρέες τις τραγουδούσαν και χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Βέβαια το ύφος της καντάδας διαφέρει κατά τόπους χωρίς αυτό να μειώνει την μουσική της προσφορά.


Τις πρώτες καντάδες θα συνθέσουν μουσικοί που ανήκουν στην Επτανησιακή Σχολή, όπως ο Διονύσης Λαυράγκας (Κεφαλλονιτοπούλα, Λαλούν τ΄αηδόνια, Λομπαρδιανοί) ο Παύλος Καρέρρ ή Καρέρης και άλλοι.


Η καντάδα αποτέλεσε το είδος της μουσικής το οποίο περισσότερο από κάθε άλλο έδεσε την ύπαρξή της με τον έρωτα. Συνδέθηκε με την συνήθεια των νέων να τραγουδούν τα βράδυα κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης τους, με αυτόν τον τρόπο, τα συναισθήματά τους. Ένα είδος ερωτικής εξομολόγησης κάτω από τα μπαλκόνια. Έτσι καθιερώθηκε η φράση “Πάμε να κάνουμε μια καντάδα”.


Στον χώρο των Επτανήσων, της καντάδας προηγήθηκε ένα άλλο είδος πολυφωνικής μουσικής με κύριο χαρακτηριστικό την απαλή μελωδία. Το όνομά της ήταν αριέττα (arietta). Προέρχεται από την λέξη άρια, μουσικό όρο της όπερας. Χαρακτηριστικό είναι ότι το τραγούδι αυτό ξεκινάει με ένα σόλο του τενόρου και μετά “μπαίνουν” οι άλλες φωνές. Το είδος αυτό πρωτοεμφανήστηκε στην Κεφαλλονιά - κατ΄άλλους στην Ζάκυνθο - και είναι ένα καθαρά μουσικό είδος των νησιών.

Σαν βασικά όργανα της καντάδας ξεκίνησαν το μαντολίνο και η κιθάρα. Αργότερα προστέθηκε και το ακορντεόν χωρίς να επηρεαστεί το είδος της μελωδίας.


Το 1954 ο μουσικός χώρος της Κέρκυρας θα εμπλουτιστεί με την ίδρυση δυο μουσικών συγκροτημάτων για την καντάδα. Πρόκειται για την “Κερκυραϊκή καντάδα” και την “Χορωδία Κερκύρας”


Στην Ζακυνθινή καντάδα διακρίνουμε ένα ξεχωριστό σημείο της. Κι΄αυτό είναι ότι αντανακλά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της Ζακυνθινής ψυχής και με τους στίχους της εξυμνεί την φύση και τον έρωτα.


Από την επτανησιακή καντάδα γύρω στα 1880 θα γεννηθεί η αθηναϊκή καντάδα, η οποία θα εξελιχθεί σε ένα είδος ευρύτατης αποδοχής στις ταβέρνες της Παληάς Αθήνας. Με μια κιθάρα, λίγη ρετσίνα και καλή συντροφιά οι καντάδες πλημμύριζαν στα στενά σοκάκια της Πλάκας.


Φυσικά η καντάδα υπάρχει στα Επτάνησα ακόμη και σήμερα. Και θα υπάρχει, γιατί είναι αυτό το είδος μουσικής, που δεν πεθαίνει ποτέ. Τα βραδάκια, στα ταβερνάκια των Εφτά νησιών, πλάϊ σ΄ένα ποτήρι κρασί και μια κιθάρα, θα ακουστεί γλυκιά η μελωδία της καντάδας.


“Απόψε την κιθάρα μου

την στόλισα κορδέλες....”


Και θα μιλάει γι΄αγάπες, για περασμένους χρόνους, για έρωτα. Γιατί αυτή είναι η καντάδα. Έρωτας.


Διονύσης Ε. Κονταρίνης
Δημοσιογράφος
Συνεργάτης myEptanisa
Νέα Υόρκη


Απόψε την κιθάρα μου

(Παραδοσιακή Ζακυνθινή καντάδα)


Απόψε την κιθάρα μου τη στόλισα κορδέλες

Και στα καντούνια περπατώ για τσ' όμορφες κοπέλες


Απόψε να μην κοιμηθείς παρά να καρτερέψεις

Ν' ακούσεις την κιθάρα μου και έπειτα να πέσεις


Για σε τα γιούλια μάζεψα για σε και τ' άλλα τ' άνθη

Απόψε σ' ονειρεύτηκα κι ο ύπνος μου εχάθη


Ανήφορος κατήφορος είναι βαρύ σεργιάνι

Κι όπου αγαπάει μελαχρινή ποτέ να μην πεθάνει


Ψαράς θα γίνω στη στεριά με δίχτυα μπαλωμένα

Για να ψαρέψω μια καρδιά που δεν πονά για μένα







Απόκριες στη Σκύρο με το Γέρο και την Κορέλα!






Στο Σκυριανό Καρναβάλι πρωταγωνιστές είναι ο Γέρος, η Κορέλα και ο Φράγκος. Τρεις φιγούρες που κάνουν τον εορτασμό της Αποκριάς μοναδικό!


Ντυμένοι με παραδοσιακές φορεσιές, οι άντρες ντύνονται “Γέροι” και οι γυναίκες “Κορέλες” και βγαίνουν στα σοκάκια του νησιού για να διασκεδάσουν… και να διώξουν το κακό!

Ο Γέρος φορά την τσοπάνικη κάπα γυρισμένη ανάποδα ώστε το μαλλιαρό μέρος να είναι απ’ έξω. Η κουκούλα του “καπότου” σκεπάζει το κεφάλι και στερεώνεται με τη μακριά υφαντή και κεντημένη ζώνη των βοσκών, που πέφτει μπροστά στο στήθος. Στη ράχη παραχώνει κουρέλια ή μαξιλάρι για να σχηματιστεί καμπούρα. Κρύβει το πρόσωπο με μάσκα από προβιά και κρεμά γύρω απ’ τη μέση του κουδούνια, που παράγουν ρυθμικούς ήχους καθώς προχωρά στο δρόμο χορεύοντας.


Η Κορέλα χορεύει γύρω του, ντυμένη κι αυτή παραδοσιακά, κρατώντας μαντήλι και κρύβοντας το πρόσωπό της με μάσκα.


Ο Φράγκος είναι η τρίτη φιγούρα του Σκυριανού καρναβαλιού. Φορά Ευρωπαϊκό παντελόνι, μάσκα γιδιού και έχει ένα μεγάλο κουδούνι στο πίσω μέρος της μέσης του, μια αμφίεση με πρόθεση να γελοιοποιήσει όλους εκείνους από το νησί που σταμάτησαν να φορούν την παραδοσιακή ενδυμασία για χάρη του δυτικού παντελονιού, του φράγκικου.


Οι καρναβαλιστές, αφού γλεντήσουν ξέφρενα στους δρόμους του νησιού, ανηφορίζουν προς το Κάστρο όπου βρίσκεται το μοναστήρι του Αη Γιώργη, πολιούχου της Σκύρου.

Λέγεται ότι οι ρίζες αυτού του εθίμου είναι διονυσιακές και χάνονται στα βάθη του χρόνου, ενώ παλιοί κάτοικοι του νησιού επιμένουν ότι σχετίζεται με μια φυσική καταστροφή του παρελθόντος που κατέστρεψε τα κοπάδια του τόπου κι ένας βοσκός με τα κουδούνια των προβάτων πήγε στο χωριό για να προειδοποιήσει τους υπόλοιπους.


Η “Τράτα” είναι ένας άλλος εορτασμός των Αποκριών στη Σκύρο, που αναπαριστά τη ζωή των ναυτικών, με τους ψαράδες να πρωταγωνιστούν σατιρίζοντας με έμμετρο λόγο τις καταστάσεις και τα γεγονότα της ζωής της ελληνικής κοινωνίας.


Την Καθαρά Δευτέρα το γλέντι κορυφώνεται με όλους τους κατοίκους να ντύνονται με τοπικές ενδυμασίες και να χορεύουν παραδοσιακούς χορούς.



Πηγή: touristorama.com








Έθιμα της Αποκριάς στη Θράκη


ΞΑΝΘΗ

Το κάψιμο του Τζάρου στην Ξάνθη


Το έθιμο αυτό το έφεραν οι πρόσφυγες από το Σαμακώβ της Ανατολικής Θράκης και αναβιώνει κάθε χρόνο από τους κατοίκους του συνοικισμού, ο οποίος βρίσκεται στη γέφυρα του ποταμού Κόσυνθου. Ο Τζάρος ή Τζάρους, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ήταν ένα κατασκευασμένο ανθρώπινο ομοίωμα τοποθετημένο πάνω σε ένα σωρό από πουρνάρια.


Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς καιγόταν σε κέντρο αλάνας, πλατείας ή σε υψώματα για να μην έχουν το καλοκαίρι ψύλλους. Η ονομασία «Τζάρος» προήλθε από τον ιδιόρρυθμο ήχο που δημιουργούσε η καύση του θάμνου «τζ,τζ,τζ…». Μετά την ολοκλήρωση του εθίμου, ακολουθεί ένα φαντασμαγορικό θέαμα με πυροτεχνήματα.


ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ

τα χρόνια της τουρκοκρατίας σε πολλές περιοχές της Ελλάδας υπήρχαν πολλοί Τούρκοι. Κάποιοι από αυτούς είχαν μεγάλες περιουσίες και οι κάτοικοι τους ονόμαζαν «Μπέηδες». Ο Μπέης εκείνη την εποχή ζούσε όπως ένας Αγάς. Είχε πάντα στο σπίτι του, την καλύτερη κοπέλα του χωριού, το γιατρό του, τη νοσοκόμα, τους σωματοφύλακές του και κάποιον έμπιστο δικαστικό για να τιμωρεί τους παραβάτες. Οι συνθήκες εκείνης της εποχής ήταν πάρα πολύ δύσκολες και για να επιβιώσει κανείς, πήγαινε και δούλευε στις δουλειές του Μπέη για ένα κομμάτι ψωμί. Πολλοί από τους κατοίκους του χωριού αντιδρούσαν σ’ όλη αυτή την εκμετάλλευση οπότε και ξεσηκώθηκαν να διαμαρτυρηθούν να σταματήσει αυτό το καθεστώς που επικρατούσε, πράγμα που το κατάφεραν.

Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στους Έλληνες να συγκεντρώνονται και να μιλάνε ελεύθερα. Μετά από προσπάθειες τους επέτρεπαν να συγκεντρώνονται την Αποκριά, να μιλούν ελεύθερα και να λύνουν τα προβλήματά τους. Σιγά-σιγά μπορούσαν να σατιρίζουν τους Τούρκους και να τους πειράζουν, μόνο εκείνη τη μέρα. Το έθιμο συνεχίστηκε, και μετά την απελευθέρωση γινόταν σαν γιορτή για την απελευθέρωση από την εκμετάλλευση των Τούρκων. Κράτησε, και με τα χρόνια αύξησε το σατιρικό και περιπαικτικό χαρακτήρα του.

Το έθιμο του «Μπέη», περιέχει διονυσιακά στοιχεία και έχει σατιρικό χαρακτήρα. Ο Μπέης είναι ώριμος άντρας με μουστάκι, ντυμένος με «γούνα», βαμμένος με κοκκινάδι, πολλά στολίδια, φέσι, μπότες και φέρει μαζί του ραβδί, πιστόλια και ναργιλέ. Φυσικά δεν είναι μόνος του, έχει και τη συνοδεία του. Προηγείται όλων ο τελάλης, ακολουθεί η φρουρά του Μπέη, έπειτα ο ίδιος, οι αυλικοί και οι γεωργοί. Το ντύσιμο σχεδόν όλων των προσώπων βασίζεται σε ρούχα παλαιότερων εποχών και στον αυτοσχεδιασμό. Αφού τελειώσει η «γύρα» του μπέη, γίνεται αναπαράσταση των τοπικών εργασιών (όργωμα, θερισμός) από τους γεωργούς. Ακολουθεί γαϊδουροδρομία και ρωμαϊκή πάλη. Μετά την ολοκλήρωση της ρωμαϊκής πάλης, ο κόσμος μαζεύεται στις ταβέρνες και μαζί με το προσωπικό του Μπέη πίνει και διασκεδάζει με παραδοσιακά όργανα της περιοχής.


Πηγή: Tralala.gr







Τριώδιο


Λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, που περιέχει τις ακολουθίες από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου έως το Μεγάλο Σάββατο, δηλαδή της περιόδου προετοιμασίας του πιστού για το Πάσχα.


Ονομάζεται Τριώδιο, γιατί πολλοί από τους κανόνες που περιέχει έχουν μόνον τρεις ωδές: Μία εκ των πέντε πρώτων και πάντοτε την 8η και την 9η. Κανών στην ορθόδοξη υμνογραφία ονομάζεται ένα σύστημα εγκωμιαστικών τροπαρίων, τα οποία ψάλλονται στην ακολουθία του όρθρου και έχουν ενιαίο θέμα και ήχο.

Κατ’ επέκταση, λοιπόν, η περίοδος από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου έως το Μεγάλο Σάββατο ονομάζεται Τριώδιο. Έτσι, όταν λέμε πως άνοιξε το Τριώδιο, εννοούμε ακριβώς πως άνοιξε το βιβλίο αυτό που περιγράψαμε και ταυτόχρονα όλη η μεγάλη περίοδος του αγώνα και της περισυλλογής του πιστού μέχρι το Πάσχα.

Το Τριώδιο, ως χρονικό διάστημα, μπορούμε να το χωρίσουμε σε τρεις διακριτές περιόδους:


Α. Προπαρασκευαστική περίοδος για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή


Είναι αυτό που ο λαός αποκαλεί Τριώδιο. Διαρκεί από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου έως την Κυριακή της Τυρινής. Είναι το στάδιο προετοιμασίας για τη νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που ακολουθεί, αλλά και περίοδος ξεφαντώματος με τις καρναβαλικές εκδηλώσεις, που αποτελούν κόκκινο πανί για την Εκκλησία, λόγω των ειδωλολατρικών τους καταβολών, να βρίσκονται στην κορύφωσή τους.

Την προπαρασκευαστική αυτή περίοδο μπορούμε να τη χωρίσουμε χρονολογικά σε τέσσερις υποπεριόδους, η καθεμία από τις οποίες παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιδίως όσον αφορά στη διαβάθμιση της νηστείας:


1. Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου
Την πρώτη Κυριακή του Τριωδίου διαβάζεται στις Εκκλησίες η παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά (κεφ. ιη', 10-14). Ο Χριστός φανερώνει σ’ αυτή την αξία της ταπεινοφροσύνης και τη συγγνώμη του Τελώνη, που έχει συναίσθηση αμαρτιών του, αντίθετα με τον αλαζόνα Φαρισαίο, που με την υποκρισία του παρουσιάζει τον εαυτό του τέλειο άνθρωπο. Την εβδομάδα του Τελώνου και του Φαρισαίου δεν υπάρχει η παραμικρή νηστεία. Γίνεται «κατάλυση στα πάντα», σύμφωνα με την εκκλησιαστική ορολογία, δηλαδή τρώγεται ελεύθερα κάθε φαγητό ακόμα και την Τετάρτη και Παρασκευή. Για το λόγο αυτό, η εβδομάδα αυτή ονομάζεται και «ελεύθερη» ή «απολυτή».

2. Κυριακή του Ασώτου
Τη δεύτερη εβδομάδα του Τριωδίου διαβάζεται στις Εκκλησίες η παραβολή του ασώτου υιού, που βρίσκεται στο Ευαγγέλιο του Λουκά (κεφ. ιε', 11-32) και με την οποία ο Χριστός διδάσκει την αξία της συγχωρήσεως και το μεγαλείο της μετανοίας. Την εβδομάδα του Ασώτου γίνεται «κατάλυση στα πάντα» όλες τις ημέρες, εκτός της Τετάρτης και Παρασκευής, οπότε ακολουθείται αυστηρή νηστεία, όπως τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Την Πέμπτη αυτής της εβδομάδας υπάρχει το έθιμο της Τσικνοπέμπτης, κατά το οποίο καταναλώνονται αφειδώς κρεατικά, μέσα σε πανηγυρικό κλίμα. Την τελευταία ημέρα της εβδομάδας τιμώνται οι ψυχές των τεθνεώτων, στο πρώτο από τα δύο Ψυχοσάββατα, που αναγνωρίζει η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία.


3. Κυριακή των Απόκρεω
Στις Εκκλησίες διαβάζεται η περικοπή από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (κεφ. ιε',31-46), που αναφέρεται στη Δευτέρα Παρουσία και την κρίση που θα ακολουθήσει. Η Κυριακή αυτή ονομάστηκε «των Απόκρεω», επειδή είναι η τελευταία ημέρα κρεοφαγίας για τους Χριστιανούς. Η τρίτη εβδομάδα του Τριωδίου ονομάζεται και εβδομάδα της Τυροφάγου ή Τυρινής, επειδή όλες τις ημέρες γίνεται κατάλυση σε όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα, του αυγού, των ψαριών και του ελαιολάδου, απαγορεύεται όμως η κρεοφαγία, εκτός από την Κυριακή των Απόκρεω. Στα έθιμα της περιόδου, σε έξαρση βρίσκονται οι καρναβαλικές εκδηλώσεις.


4. Κυριακή της Τυροφάγου
Στις Εκκλησίες διαβάζεται η περικοπή του Ευαγγελίου του Ματθαίου (κεφ. στ', 14-21), που αναφέρεται στην αξία της συγχώρεσης και της νηστείας. Η Εκκλησία επιτρέπει στους πιστούς την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, αυγών, ψαριών και ελαιολάδου, απαγορεύει όμως την κρεοφαγία. Από την επομένη, Καθαρά Δευτέρα, αρχίζει η αυστηρή νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Την Κυριακή της Τυροφάγου κορυφώνονται οι καρναβαλικές εκδηλώσεις.


Β. Μεγάλη Τεσσαρακοστή


Διαρκεί από την Καθαρά Δευτέρα έως την Παρασκευή πριν από το Σάββατο του Λαζάρου. Είναι περίοδος αυστηρής νηστείας, περισυλλογής και προσευχής, που προετοιμάζει τον πιστό για την Εβδομάδα των Παθών και την Ανάσταση του Κυρίου. Ονομάζεται Τεσσαρακοστή ή Σαρακοστή, για να θυμίζει τη σαραντάημερη νηστεία του Χριστού στην έρημο (Ματθ. δ, 2), και Μεγάλη για να ξεχωρίζει από τη σαραντάημερη, επίσης, νηστεία των Χριστουγέννων, που είναι λιγότερο αυστηρή.


Σε όλες τις ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής πρέπει να τηρείται από τους πιστούς αυστηρή νηστεία («ξηροφαγία»), εκτός από τα Σάββατα, τις Κυριακές και την εορτή των Τεσσαράκοντα μαρτύρων, οπότε επιτρέπεται η κατανάλωση κρασιού και λαδιού («κατάλυση οίνου και ελαίου») και την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου (25 Μαρτίου), οπότε επιτρέπεται η κατανάλωση ψαριών («Κατάλυση ιχθύος»).


Οι εβδομάδες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι έξι:

1. Καθαρή Εβδομάδα
Λαμβάνει την ονομασία της από την Καθαρά Εβδομάδα. Το βράδυ της Παρασκευής της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής ψάλλονται οι Α' Χαιρετισμοί στις εκκλησίες. Το Σάββατο η εκκλησία εορτάζει το «θαύμα των κολλύβων», μαζί με τον πρωταγωνιστή του, τον Άγιο Θεόδωρο τον Τήρωνα. Την εποχή της βασιλείας του, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, που προσπάθησε να επαναφέρει την ειδωλολατρία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των Χριστιανών της Κωνσταντινουπόλεως και μάλιστα αποπειράθηκε να μολύνει τις τροφές τους. Η πανουργία του αυτή αποκαλύφθηκε από τον στρατιωτικό Θεόδωρο, που υπηρετούσε σε μονάδα νεοσυλλέκτων (tiro στα λατινικά ο νεοσύλλεκτος), ο οποίος με τη βοήθεια του πατριάρχη Ευδόξιου παρότρυνε τον λαό να τραφεί με κόλλυβα και να σωθεί.

2. Α' Νηστειών
Η Κυριακή της δεύτερης εβδομάδας της Σαρακοστής ονομάζεται και Κυριακή της Ορθοδοξίας, σε ανάμνηση της αναστήλωσης των εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα το 842, που σηματοδότησε το τέλος της Εικονομαχίας (726-842), της πολιτικοθρησκευτικής διαμάχης που συντάραξε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και απείλησε τη συνοχή της. Στην πανηγυρική λειτουργία της ημέρας στον Καθεδρικό Ναό της Αθήνας παρίσταται από την εποχή του βασιλιά Γεωργίου Α’, ο εκάστοτε ανώτατος άρχοντας της χώρας (από τη Μεταπολίτευση ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας) και απαγγέλει το «Σύμβολο της Πίστεως» («Πιστεύω»), συνεχίζοντας μία παράδοση αιώνων, που κρατά από το Βυζάντιο. Το βράδυ της Παρασκευής ψάλλονται οι Β' Χαιρετισμοί στις εκκλησίες.

3. Β' Νηστειών
Η Κυριακή της δεύτερης εβδομάδας της Σαρακοστής είναι αφιερωμένη στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (1296-1359), μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες της Ορθοδοξίας. Το βράδυ της Παρασκευής ψάλλονται οι Γ' Χαιρετισμοί στις εκκλησίες.

4. Γ' Νηστειών
Η Κυριακή της τρίτης εβδομάδας της Σαρακοστής είναι αφιερωμένη στην προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού («Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως»). Το βράδυ της Παρασκευής ψάλλονται οι Δ' Χαιρετισμοί στις εκκλησίες.

5. Δ' Νηστειών
Το βράδυ της Παρασκευής της τέταρτης εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ψάλλεται στις εκκλησίες ολόκληρος ο Ακάθιστος Ύμνος ή Χαιρετισμοί της Παναγίας.

6. Ε' Νηστειών
Η έκτη και τελευταία εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποκαλείται «κουφή» ή «βουβή», επειδή δεν υπάρχουν ψαλμωδίες και Χαιρετισμοί, εν αναμονή των Παθών του Χριστού.

Γ. Μεγάλη Εβδομάδα


Διαρκεί από την Κυριακή των Βαϊων έως το Μεγάλο Σάββατο και είναι αφιερωμένη στα Πάθη του Χριστού.



Πηγή: sansimera.gr








Μπούλες & Γενίτσαροι – Αποκριάτικο έθιμο από τη Νάουσα








Στη Νάουσα, η Αποκριά χαρακτηρίζεται και από τον αυθορμητισμό, τον ενθουσιασμό, τη φιλόξενη διάθεση των Ναουσαίων, τα χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία γλέντια τους, τα σατιρικά καρναβάλια. Ιδιαίτερο και βασικότερο όμως στοιχείο είναι το έθιμο «Μπούλες» ή κατ' άλλους «Γενίτσαροι και Μπούλες».


Ένα έθιμο με βαθιές ρίζες, που στο πέρασμα της μακραίωνης ιστορίας του ενσωμάτωσε στοιχεία της τοπικής παράδοσης και των ηρωικών αγώνων.

Πρώτη μαρτυρία για το δρώμενο έχουμε το 1706, αντί μνημόσυνου για το παιδομάζωμα της προηγούμενης χρονιάς. Την μεγαλύτερη ακμή του γνώρισε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα και φθάνει αναλλοίωτο μέχρι τις μέρες μας.

Σε αντίθεση με την "αταξία" που επικρατεί τις μέρες της αποκριάς, το έθιμο της Νάουσας χαρακτηρίζει η πειθαρχημένη, τυποποιημένη και εξαιρετικής αισθητικής εμφάνισης των συμμετεχόντων. Το ντύσιμο, το μάζεμα, το προσκύνημα, το δρομολόγιο, το μουσικό ρεπερτόριο, οι χοροί, τα όργανα και οι συμμετέχοντες κρατούν εδώ και αιώνες τους ίδιους κανόνες.


Οι άνδρες συνηθίζουν να μεταμφιέζονται σε Γενίτσαρους και Μπούλες. Μπούλες ντύνονται οι λεπτοκαμωμένοι, ενώ Γενίτσαροι οι γεροδεμένοι. Η Μπούλα φορεί την τοπική γυναικεία νυφική φορεσιά και στολίζει το κεφάλι της με λευκό πέπλο, χρωματιστές κορδέλες και πολλά χάρτινα λουλούδια. Ο Γενίτσαρος φορεί φουστανέλα, τσαρούχια, μάλλινες μακριές κάλτσες και γιλέκο. Στολίζει το στήθος και την πλάτη του με πολλά νομίσματα και τη φουστανέλα του με πολλές αλυσίδες. Όταν περπατά, κουνάει το σώμα του και χοροπηδάει, για να κουδουνίζουν όσα φορεί. Στο κεφάλι, στη μέση και στο χέρι του δένει από ένα μαντίλι, ενώ στο λαιμό κρεμά σταυρό και αλυσίδα με φυλακτό. Η Μπούλα κι ο Γενίτσαρος φορούν στο πρόσωπο κέρινες μάσκες.


Μαζεύονται παρέες-παρέες και κατεβαίνουν στην πλατεία της πόλης χορεύοντας.


Οι κάτοικοι της Νάουσας λένε, ότι στα χρόνια της τουρκοκρατίας, οι αρματολοί έβρισκαν στις Απόκριες την ευκαιρία να έλθουν στην πόλη μασκαρεμένοι και να γλεντήσουν με τους συγγενείς και τους φίλους τους, χωρίς να φοβούνται ότι θα τους αναγνωρίσουν οι Τούρκοι.


Το έθιμο ξεκινάει την πρώτη Κυριακή της Αποκριάς. Συνεχίζεται την Δευτέρα - τα μπουλούκια επισκέπτονται τα σπίτια των μελών τους και γλεντούν. Επαναλαμβάνεται την Κυριακή της Αποκριάς (Τυρινής) - στην πλατεία των Αλωνίων γίνεται γλέντι με παραδοσιακούς μεζέδες και το φημισμένο Ναουσαίικο κρασί. Συνεχίζεται την Καθαρή Δευτέρα και την Κυριακή της Ορθοδοξίας όπου όλα τα μπουλούκια συναντώνται στην περιοχή Σπηλαίου για να γλεντήσουν με παραδοσιακές πίτες, γλυκά του ταψιού και άφθονο κρασί.


Πηγή: users.sch.gr


naoussa.gr











Μπουμπούνες και τζαμάλες: δύο αποκριάτικα έθιμα


Η ιστορία των εθίμων.

Εδώ και χρόνια αναβιώνουν διάφορα αποκριάτικα έθιμα σε όλη την Ελλάδα, δύο από αυτά είναι οι «μπουμπούνες» στην Καστοριά και οι «τζαμάλες» στα Ιωάννινα.


Αρχικά, οι «μπουμπούνες» είναι ένα προχριστιανικό και ειδωλολατρικό έθιμο που υπάρχει στην Καστοριά και συνδέεται με τη φωτιά. Οι άνθρωποι πίστευαν στις καθαρτικές ιδιότητες της φωτιάς και μέσω αυτής ¨καθάριζαν¨ το σώμα τους γι’αυτό συνήθιζαν να πηδάνε και πάνω από τις φωτιές. Η λέξη «μπουμπούνα» σημαίνει το άναμμα ενός σωρού από ξύλα σε συνδυασμό με ξερά χόρτα και καλάμια.


Από την άλλη, στην Ήπειρο και συγκεκριμένα στα Ιωάννινα υπάρχουν οι «τζαμάλες», είναι ένα έθιμο που εντοπίζεται την εποχή της Τουρκοκρατίας, μέχρι το 1913 όπου και απελευθερώθηκαν τα Ιωάννινα. H φωτιά που έκαιγε στις γειτονιές των σκλαβωμένων δήλωνε την επιθυμία τους για ελευθερία. Μάλιστα, για την τέλεση του εθίμου έπρεπε να δοθεί ειδική άδεια από την τουρκική διοίκηση της πόλης. Η λέξη «τζαμάλα» παραμένει ανερμήνευτη καθώς μερικοί υποστηρίζουν ότι έχει τουρκική και άλλοι αρβανίτικη προέλευση.


Η προετοιμασία των εθίμων.


Για να φτιάξουν τις «μπουμπούνες» και τις «τζαμάλες» παιδιά κάθε ηλικίας έβγαιναν στους δρόμους και στα δάση την Κυριακή της Αποκριάς και έψαχναν να βρουν κάθε λογής ξύλα προκειμένου να τα χρησιμοποιήσουν, αλλά η διαφορά βρίσκεται στο ότι για τις πρώτες χρησιμοποιούσαν κλαδιά και κέδρα, ενώ στις δεύτερες μόνο κούτσουρα. Στόχος της κάθε γειτονιάς ήταν να φτιάξει την μεγαλύτερη «μπουμπούνα», γι’ αυτό τα παλαιότερα χρόνια υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των κατοίκων για να φτιάξουν την ψηλότερη. Ενώ στις «τζαμάλες» υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός για το ποια γειτονιά θα φτιάξει την καλύτερη αποκριάτικη γιορτή, αφού οι κάτοικοι των Ιωαννίνων πήγαιναν ντυμένοι με αποκριάτικες στολές και χόρευαν γύρω από τη φωτιά με τη συνοδεία παραδοσιακών οργάνων.


Τα έθιμα σήμερα.


Την Κυριακή της Αποκριάς οι «μπουμπούνες» και οι «τζαμάλες» παίρνουν φωτιά. Στην Καστοριά, στην πλατεία του Ντολτσό στήνεται η πιο ωραία «μπουμπούνα» με τα σαρακοστιανά εδέσματα και τα παραδοσιακά συγκροτήματα, ενώ στα Ιωάννινα η δημοφιλέστερη είναι η «τζαμάλα» που στήνεται μέσα στο κάστρο. Εκεί προσφέρεται άφθονο κρασί και ζεστή φασολάδα με τα τοπικά παραδοσιακά χορευτικά να χορεύουν γύρω από τη φωτιά. Πλήθος κόσμου μαζεύεται και στις δύο πόλεις και η γιορτή τελειώνει τις πρωινές ώρες. Άλλωστε ο καπνός από τις φωτιές σιγοκαίει μέχρι το πρωί της Καθαράς Δευτέρας.


Πηγή: maxmag.gr






Τι συμβολίζουν τα υλικά στα κόλλυβα;


Τα Κόλλυβα είναι ένα από τα πιο παλαιά χριστιανικά έθιμα που διατηρήθηκε στη ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας και συνδέεται άμεσα με τους κεκοιμημένους. Τα κόλλυβα είναι σιτάρι βρασμένο που κατά κανόνα σήμερα έχει τη μορφή στολισμένου δίσκου με ξηρούς καρπούς, όπως αμύγδαλα , καρύδια, φουντούκια, φιστίκι κ.α και κυρίως ζάχαρη.


Τα Κόλλυβα προσφέρονται στους παρευρισκόμενους σε μνημόσυνα στην εκκλησία, αλλά και διανέμονται στη συνέχεια σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια. Το έθιμο προέρχεται από τα παλαιότερα χριστιανικά χρόνια και έχει σχέση με τα περίδειπνα των Ελλήνων και άλλων λαών.


Τα υλικά που παρασκευάζονται τα κόλλυβα έχουν την σημασία τους.


Το στάρι:

Είναι το σύμβολο της γης και συμβολίζει και τις ψυχές των πεθαμένων.


Το ρόδι:

Με αυτό ο Άδης κράτησε την Περσεφόνη στον κάτω κόσμο, βέβαια οι χριστιανοί στο ρόδι συμβολίζουν την λαμπρότητα του παραδείσου.


Τα ασπρισμένα αμύγδαλα:

Συμβολίζουν τα γυμνά οστά για να μας θυμίζουν την μοίρα που θα έχουμε όλοι.


Τα μπαχαρικά:

Είναι τα αρώματα αυτού του κόσμου.

Ο μαϊντανός (σε κάποιες παραλλαγές ο δυόσμος):

Είναι η ευχή για ανάπαυση «εν τόπω χλοερώ».


Οι ξηροί καρποί:

Είναι η ζωή που αναπαράγεται.


Το τρίμμα από τα στραγάλια ή η φρυγανιά ή το αλεύρι:

Συμβολίζει το ελαφρύ χώμα.

Η σταφίδα:

Από τα αρχαία χρόνια τον Διόνυσο και την γλύκα της ζωής έως τον Χριστό που είναι η άμπελος.

Και τέλος η ζάχαρη συμβολίζει τον γλυκό παράδεισο.


(*) Συνταγή για την παρασκευή τους, στη σελίδα «Μπουκιά και Συγχώριο».






Πηγή: pronews.gr







Πού οφείλεται η ακαΐα και η αναλγησία των αναστενάρηδων;


O χορός στα αναμμένα κάρβουνα


Οι πολύμηνες προετοιμασίες

Τα Αναστενάρια είναι ένα ιδιότυπο λατρευτικό έθιμο που συνδέεται με τη γιορτή των Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης (21 Μαΐου). Κύρια χαρακτηριστικά του, είναι ο εκστατικός χορός και η πυροβασία όσων, ανδρών και γυναικών, μετέχουν σ’ αυτό.
Τα Αναστενάρια, γίνονταν παλαιότερα σε μια περιοχή της επαρχίας Σωζοαγαθουπόλεως της Βορειοανατολικής Θράκης, η οποία περιβάλλεται από ψηλά βουνά και ήταν δύσκολη η επικοινωνία με τα γειτονικά μέρη. Κέντρο της εθιμικής αυτής εκδήλωσης, ήταν το Κωστί, το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής. Τα Αναστενάρια, με το όνομα Νεστινάρκα, ήταν γνωστά και σε γειτονικά βουλγαρικά χωριά στα οποία μεταδόθηκαν από τους Έλληνες.


Μετά το 1923, οι κάτοικοι των χωριών αυτών εγκαταστάθηκαν, κυρίως, σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας, μεταφέροντας μαζί και τα έθιμά τους. Τα Αναστενάρια, αναβιώνουν σήμερα στην Αγία Ελένη Σερρών, κατά κύριο λόγο, καθώς εποικίστηκε αποκλειστικά με κατοίκους από το Κωστί, στον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, στη Μελίκη Ημαθίας και τη Μαυρολεύκη Δράμας.


Το έθιμο στη χώρα μας, έχει υποστεί αλλαγές, αλλοιώσεις και απλοποιήσεις. Έτσι για περίπου 20 χρόνια, τελούνταν, αλλά κρυφά. Το 1943, με ενέργειες του προέδρου της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών Άγγελου Τανάγρα στη Μαυρολεύκη Δράμας, η πυροβασία έγινε δημόσια. Πρόκειται για το στάδιο των Αναστεναρίων, το οποίο είναι το γνωστότερο από όλο το έθιμο. Τότε έγινε και επιστημονικός έλεγχος που διαπίστωσε την ακαΐα όσων συμμετείχαν στα Αναστενάρια, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει το ενδιαφέρον για το έθιμο.


Οι προετοιμασίες


Η τελετή, ξεκινά το απόγευμα της 20ης Μαΐου στο σπίτι του αρχιαναστενάρη, το κονάκι, όπου συγκεντρώνονται αναστενάρηδες (άντρες και γυναίκες), με φανερή αγωνία. Κάποια στιγμή, αργά το βράδυ, με νεύμα του αρχιαναστενάρη, το νταούλι και η λύρα αρχίζουν να παίζουν τους σκοπούς της τελετής.

Οι αναστενάρηδες, κάθιδροι και κάτωχροι, υψώνουν παρακλητικά τα χέρια προς τις «Χάρες» (εικόνες του Αγίου Κωνσταντίνου που είχαν παρθεί από την εκκλησία όπου πήγαιναν με πομπή και μουσική). Οι εικόνες αυτές, που είναι γνωστές και ως «Παππούδες», τοποθετούνται σε ένα είδος υφασμάτινης σακούλας που λέγεται «ποδιά». Ξαφνικά, ακούγονται επιφωνήματα και στεναγμοί.

Όπως πιστεύουν οι αναστενάρηδες, ο Άγιος Κωνσταντίνος, έχει «εγκαλέσει» τους εκλεκτούς του. Αυτοί, αρχίζουν εκστατικό χορό, κρατώντας στα χέρια τους εικόνες, ποδιές ή αμανέτια (μαντίλια, που αποτελούν προγονικά κειμήλια και θεωρούνται «ισοδύναμα» με τις «Χάρες»). Αν και κάποια στιγμή, αρχίζουν να εξαντλούνται από τον μυστικιστικό χορό, ο αρχιαναστενάρης τους ενθαρρύνει να συνεχίσουν. Ο χορός τελικά, διαρκεί ως τα μεσάνυχτα.

Ανήμερα της γιορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, οι εικόνες μεταφέρονται από το κονάκι στην εκκλησία για να λειτουργηθούν.

Μετά την απόλυση της εκκλησίας, ακολουθεί η θυσία ενός ζώου, σε χώρο όπου υπάρχει αγίασμα. Στον χώρο αυτό, μεταφέρονται οι εικόνες με πομπική πορεία και εκστατικό χορό και τοποθετούνται σε πρόχειρο προσκυνητάρι. Ακολουθεί τέλεση αγιασμού, προσφορά αγιάσματος, προσκύνηση των εικόνων και αποχώρηση.

Ο εκστατικός χορός, επαναλαμβάνεται την επόμενη μέρα στο κονάκι, με αυξανόμενη ένταση. Μόλις βραδιάζει, οι αναστενάρηδες με πομπική πορεία και χορεύοντας διαρκώς, κατευθύνονται στην πλατεία του χωριού. Εκεί, άλλοι αναστενάρηδες, που έχουν προγονικό το προνόμιο αυτό, μετά από μήνυμα του αρχιαναστενάρη, έχουν ανάψει σωρό από ξύλα, που γρήγορα μεταβάλλονται σε ανθρακιά. Ο χορός με μεγαλύτερη ένταση και πάθος, συνεχίζεται γύρω από την ανθρακιά. Από τον όμιλο των αναστενάρηδων, ξαφνικά ξεχωρίζουν μερικοί άντρες και γυναίκες. Κρατώντας σφιχτά τις εικόνες και τα αμανέτια, προχωρούν προς τα αναμμένα κάρβουνα. Μετά από ένα μικρό δισταγμό, κατευθύνονται με γυμνά πόδια στην ανθρακιά και χορεύουν πάνω στα κάρβουνα. Αυτοί θεωρούνται οι εκλεκτοί που, όπως πιστεύεται, πήραν την εντολή από τον άγιο να πυροβατήσουν τη χρονιά αυτή.

Οι κινήσεις τους είναι γρήγορες, το πάθος και ο εκστασιασμός τους φανερά. Το όλο σκηνικό, είναι παράδοξο και εξώκοσμο.

Με το τέλος της πυροβασίας, θα επιστρέψουν μαζί με τους άλλους αναστενάρηδες στο κονάκι, όπου θα συνεχίσουν τον χορό.

Την επόμενη μέρα (22 Μαΐου), μια ομάδα θα γυρίσει τα σπίτια του χωριού, με τις εικόνες και τα θυμιάματα, καθώς πιστεύεται ότι με την περιφορά αυτή απομακρύνεται κάθε κακό απ’ το χωριό.



Πόσο παλιά είναι τα Αναστενάρια;


Κάποιοι θεωρούν, ότι οι ρίζες του εθίμου πρέπει να αναζητηθούν στην αρχαία, οργιαστική λατρεία του Διόνυσου. Ενισχύουν την άποψή τους, με τα επιχειρήματα ότι κοιτίδα της διονυσιακής λατρείας και των Αναστεναρίων, είναι η περιοχή γύρω από τον Αίμο, ενώ βασικό στοιχείο και των δύο, είναι ο εκστασιασμός των πιστών.

Το φαινόμενο της ακαΐας - Υπάρχει εξήγηση; - Οι απόψεις των επιστημόνων


Για τα φαινόμενα της ακαΐας και της αναλγησίας των πυροβατών, το σίγουρο είναι ότι δεν αποτελεί τέχνασμα ή απάτη. Οι ίδιοι αναστενάρηδες, τα συνδέουν με μια παράδοση. Κάποτε εκδηλώθηκε φωτιά στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου (κατά μια εκδοχή, στον Λαγκαδά το 1250). Το εκκλησίασμα βγήκε πανικόβλητο από το ναό. Οι πιστοί όμως, επέστρεψαν στην εκκλησία για να σώσουν τις εικόνες που αναστέναζαν και ζητούσαν βοήθεια. Οι εικόνες σώθηκαν και κανείς πιστός δεν έπαθε τίποτα από τις φλόγες. Σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού, καθιερώθηκε η πυροβασία.


Κατά μια εκδοχή, η ακαΐα και η αναλγησία των αναστενάρηδων, οφείλονται στην έκστασή τους από αυθυποβολή ή ετεροϋποβολή. Με την επίδραση του ήχου από τα μουσικά όργανα, των θυμιάσεων, της όλης κατανυκτικής ατμόσφαιρας κατά την πολυήμερη προετοιμασία τους και με τη δύναμη της πίστης τους, αυτοσυγκεντρώνονται,, οι αισθήσεις τους ελαττώνονται βαθμιαία, όπως και η συνείδησή τους και πέφτουν σε έκσταση που κορυφώνεται με το αντίκρισμα της φωτιάς.

Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, η ακαΐα πρέπει να αποδοθεί σε υπερβολική εφίδρωση των ποδιών κατά την πυροβασία. Ο ιδρώτας με τα άλατα που περιέχει συγκρατεί νερό, το οποίο εξατμίζεται στη φωτιά και δημιουργεί απομονωτικό προστατευτικό στρώμα ατμού γύρω από το δέρμα. Οι αναστενάρηδες, πριν την πυροβασία, ιδρώνουν υπερβολικά κα διψούν πολύ. Οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι την ώρα που χορεύουν πάνω στην ανθρακιά, βλέπουν την Αγία Ελένη να τους ρίχνει νερό και να τους δροσίζει.. Η υπερίδρωση γίνεται πιο αποτελεσματική με την ταχύτητα κατά το βάδισμα πάνω στη φωτιά κι έτσι το θερμικό ερέθισμα δεν προλαβαίνει να προκαλέσει εγκαύματα.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, Γερμανοί επιστήμονες, προσπάθησαν με πολλές μελέτες, με επίκεντρο τους Αναστενάρηδες του Λαγκαδά να εξηγήσουν το φαινόμενο της ακαΐας. Κατέγραψαν τη θερμοκρασία που είχαν τα κάρβουνα (400-900 βαθμούς κατά τη Βικιπαίδεια) και ανέλυσαν σε ταινία με αργό γύρισμα τις κινήσεις των Αναστενάρηδων για να δουν πόση ώρα ακριβώς τα πόδια τους ήταν σ’ επαφή με τη φωτιά.

Πήραν επίσης δείγματα επιδερμίδας από τα πόδια τους και τοποθέτησαν ηλεκτροεγκεφαλογράφους στα κεφάλια των Αναστενάρηδων, όπως επίσης, ηλεκτροκαρδιογράφους και ψυχογαλβανόμετρα. Έτσι μπόρεσαν να μελετήσουν την πορεία των εγκεφαλοκυμάτων, του ρυθμού της καρδιάς και της ηλεκτρικής αντίστασης του δέρματος και να διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως μυστηριώδης ή μεταφυσική εξήγηση στο φαινόμενο της ακαΐας.

Σε ανάλογα συμπεράσματα, έφτασε μια άλλη ομάδα Γερμανών επιστημόνων που μελέτησαν σχολαστικά την πυροβασία των Αναστενάρηδων και «πυροβάτησαν» σε συνθήκες εργαστηρίου κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι αναμφίβολα εφικτό «για κοινούς ανθρώπους, να περπατήσουν ξυπόλυτοι πάνω σε κάρβουνα δίχως καμία ειδική προετοιμασία, μεταβολή της συνειδησιακής κατάστασης ή τεχνική βαδίσματος».

Υπάρχουν βέβαια πάντα και κάποιοι δύσπιστοι…
Ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας, σ’ ένα ρεπορτάζ στα «Επίκαιρα» (14-20 Ιουνίου 1974), με τίτλο «Χορός σε αναμμένα κάρβουνα», γράφει για μια ομάδα ανδρών, σ’ ένα χωριό κοντά στην Αγία Ελένη των Σερρών, που οργάνωσαν πυροβασίες. Αυτοί οι άντρες, χόρεψαν στη φωτιά κρατώντας μπουκάλια κρασιού και γυναικεία εσώρουχα, ενώ τραγουδούσαν άσεμνα καρναβαλικά τραγούδια. Ήθελαν να αποδείξουν ότι οποιοσδήποτε μπορεί να περπατήσει στη φωτιά. Ισχυρίστηκαν ότι δεν κάηκαν ή ότι κι αν μερικές φορές κάηκαν, αυτό οφειλόταν στο ότι η φωτιά που άναψαν ήταν πολύ μεγάλη. Οι Αναστενάρηδες, ισχυρίστηκαν ότι κάηκαν ή ότι αν μερικές φορές δεν κάηκαν, αυτό οφειλόταν στο ότι η φωτιά που άναψαν ήταν πολύ μικρή!

Πηγή: protothema.gr














Τριώδιο και έθιμα


Ο Φεβρουάριος είναι ο μήνας που αρχίζει η περίοδος του Τριωδίου, των τριών αυτών εβδομάδων κατά τις οποίες οι χριστιανοί προετοιμάζονται για τη νηστεία της μεγάλης Τεσσαρακοστής.


Κατά την έναρξη του Τριωδίου, θα ακούσουμε στην εκκλησία την παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου και θα θυμηθούμε μέσω του Ευαγγελίου την αξία της ταπείνωσης και τις συνέπειες της έπαρσης. Αυτή η εβδομάδα, που τελειώνει με την Κυριακή του Ασώτου, της γνωστής αυτής παραβολής, λέγεται και Προφωνή ή Προφωνέσιμη, διότι παλιά «προφωνούσαν», δηλαδή διαλαλούσαν εκείνη την περίοδο ότι αρχίζουν οι Απόκριες.


Η δεύτερη εβδομάδα ονομάζεται Κρεατινή ή της Κρεοφάγου, διότι αποτελεί την τελευταία εβδομάδα πριν τη Τεσσαρακοστή, κατά την οποία επιτρέπεται το κρέας. Σ΄ αυτήν τη βδομάδα λοιπόν, ανήκει και η Τσικνοπέμπτη, η οποία πήρε το όνομά της από τη λέξη «τσίκνα», δηλαδή τη μυρωδιά του ψημένου κρέατος και από την ημέρα Πέμπτη. Σε κάποιες περιοχές ονομάζουν τη βδομάδα πριν την Τσικνοπέμπτη «σφαγαριά», γιατί λίγες μέρες πριν αρχίζει η διαδικασία σφαγής των γουρουνιών, τα λεγόμενα «χοιροσφάγια».


Κάθε οικογένεια έτρεφε για έναν χρόνο ένα γουρούνι, το οποίο θα αποτελούσε το φαγητό της Τσικνοπέμπτης. Στις Σέρρες, το γλέντι μετά το φαγητό συνεχίζεται, καθώς οι πιο τολμηροί νέοι πηδάνε ανάμεσα από τις φλόγες που είχε ψηθεί το κρέας.


Στην Πάτρα, υπάρχει το έθιμο της «κουλούρας». Η παράδοση λέει ότι μια κοπέλα, η Γιαννούλα η Κουλουρού, είχε διαδώσει ότι ένας ναύαρχος ονόματι Ουίλσον, ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της και θα πήγαινε η ίδια στο λιμάνι ντυμένη νύφη να τον υποδεχτεί. Εκείνη τη μέρα, γίνεται αναπαράσταση αυτής της ιστορίας, καθώς η «νύφη» κατεβαίνει στο λιμάνι, συνοδευόμενη από φίλους και γείτονες, οι οποίοι χορεύουν και διασκεδάζουν. Στην παλιά πόλη της Κέρκυρας, πραγματοποιείται το έθιμο των «Κουτσομπολιών», ή «Πετεγολέτσα», το βράδυ της Τσικνοπέμπτης. Στην Πιάτσα της πόλης, στήνεται ένα μικρό θεατρικό, όπου οι ντόπιοι υποδύονται τους κουτσομπόληδες και ψιθυρίζουν ο ένας στο αυτί του άλλου, διάφορες ιστορίες.

Η τρίτη εβδομάδα ονομάζεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή απαγορεύεται το κρέας και καταναλώνονται μόνο γαλακτοκομικά προϊόντα. Τα πιο παλιά χρόνια υπήρχε η παράδοση, την Κυριακή της τελευταίας αυτής βδομάδας να μαζεύονται όλες οι οικογένειες σε κάποιο συγγενικό σπίτι, συνήθως των πιο ηλικιωμένων, για να φάνε όλοι μαζί και να διασκεδάσουν και να χορέψουν ως το ξημέρωμα. Το κατεξοχήν φαγητό εκείνης της ημέρας ήταν τα μακαρόνια, τα οποία τα έφτιαχναν οι νοικοκυρές με μεγάλη προσοχή και επιδεξιότητα. Το βράδυ οι ανύπαντρες κοπέλες έπαιρναν ένα μακαρόνι και το έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν αυτόν που θα παντρευτούν.


Το τραπέζι εκείνης της μέρας ήταν κάποτε πολύ σημαντικό για την οικογένεια. Οι πιο ηλικιωμένοι σήκωναν το φαγητό ψηλά και έλεγαν: «άξια η τάβλα μας (το τραπέζι μας), άξια και τιμημένη!». Το τραπέζι δεν έπρεπε να συμμαζευτεί παρά μόνο το επόμενο πρωί αλλιώς θεωρούνταν γρουσουζιά. Όμως η πιο σημαντική λεπτομέρεια αυτής της παράδοσης ήταν ότι πριν αρχίσει το φαγητό, οι συγγενείς ζητούσαν συγχώρεση από τους πιο ηλικιωμένους κι αλληλοσυγχωρούνταν, ώστε να αρχίσουν τη Σαρακοστή με καθαρή καρδιά και ήσυχη συνείδηση. Η διαδικασία αυτή έδινε δύναμη στους χριστιανούς για την περίοδο της νηστείας που θα ακολουθούσε.


Γενικότερα, το Τριώδιο αποτελεί περίοδο προετοιμασίας για τη Τεσσαρακοστή. Μέσα από τις κοινές τους συνήθειες, τα έθιμα, αλλά και την κοινή τους πίστη, οι χριστιανοί παίρνουν κουράγιο και δύναμη, έρχονται πιο κοντά ο ένας με τον άλλον, ανακουφίζονται ψυχικά από τον λόγο του Ευαγγελίου και περιμένουν πιο γαλήνιοι και πιο «καθαροί» την Ανάσταση του Κυρίου.


Πηγή: pemptousia.gr














Το έθιμο της "μπάμπως" - Ο κυρίαρχος ρόλος των γυναικών - Η σχέση με τα αρχαιοελληνικά


Στη Θράκη γιορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου ένα από τα χαρακτηριστικότερα έθιμα της περιοχής, αυτό της "Ημέρας της μπάμπως", δηλαδή, μέρα της γριάς όπου κυρίαρχο ρόλο έχουν οι γυναίκες. Ονομάζεται επίσης "Βρεξούδια" και μετέπειτα μετονομάστηκε σε "Ημέρα της Γυναικοκρατίας". "Μπάμπω" είναι η ηλικιωμένη γυναίκα ή η μαμή.


Το έθιμο αυτό τελείτο στη Βόρεια και την Ανατολική Θράκη, απ' όπου οι πρόσφυγες το μετέφεραν στις νέες τους πατρίδες. Οι πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, το έλεγαν "Μπάμπω Ντεν", από την Τουρκία "Μπάμπου Γκιουνού", ενώ όσοι ήρθαν από τα παράλια του Πύργου (Μεσημβίας Σουζόπολη), το έλεγαν "Μπαμπώτερα".


Το έθιμο αυτό τελείται πάντα στις 8 Ιανουαρίου, εορτή της Αγίας Δομνίκης, ή Δόμνης. Σκοπός είναι να τιμηθεί η γιαγιά, η οποία συνέβαλε στη γέννα των παιδιών. Η γιαγιά στην αρχαιότητα λεγόταν μάμμη και ως έμπειρη στη ζωή, ήταν αυτή που με τη σοφία και την πείρα της βοηθούσε τις έγκυες στη γέννα. Έτσι με το πέρασμα των χρόνων, η μάμμη με τη μετάθεση του τόνου έγινε μαμή και από γιαγιά απέκτησε τη σημασία της μαίας.


Στη Νέα Βύσσα και σε άλλα χωριά του Βόρειου Έβρου αλλά και στις Σέρρες όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, το έθιμο γίνεται με την εξής λειτουργικότητα:


Το πρωί της 8ης Ιανουαρίου, η κάθε γυναίκα του χωριού που γέννησε τη χρονιά που πέρασε, επισκέπτεται στο σπίτι της την "Μπάμπω", φέρνοντάς της δώρα, πετσέτα και παπούτσια, για να μπορεί να σκουπίζεται και να τρέχει στα σπίτια, όσων την έχουν ανάγκη. Εκείνη που έχει καλοντυθεί και στολιστεί, ανταποδίδει με κεράσματα κι ευχές. Όταν συγκεντρωθούν όλες οι γυναίκες, φέρνουν την "Μπάμπω" με πομπή επάνω σε αμάξι έως τη βρύση του χωριού, όπου η κάθε γυναίκα της πλένει τελετουργικά τα χέρια. Ακολουθεί διασκέδαση μόνο των γυναικών με την "Μπάμπω", σε ένα καφενείο του χωριού.


Το έθιμο, σύμφωνα με την ελληνική λαογραφία έχει αρχαιοελληνική προέλευση και είναι το αντίστοιχο για "Θεσμοφόρια", όταν οι γυναίκες επικαλούνταν γονιμότητα, τα οποία ωστόσο διοργανώνονταν μεταξύ Οκτωβρίου και Νοεμβρίου.


Επίσης, αντιστοιχούν στα Αλώα, που γίνονταν την ίδια εποχή, αρχές Ιανουαρίου, και πρόκειται για αρχαία τρισυπόστατη αγροτική εορτή των αρχαίων Ελλήνων της Αττικής. Διοργανωνόταν προς τιμή της θεάς Δήμητρας, της «Αλωαίης» (θεότητα των καρπών της Γης), του Διονύσου, (θεού της αμπέλου και του οίνου) και του θεού Ποσειδώνα του καλούμενου «Φυταλμίου». Η πρωθιέρεια είχε το προνόμιο να παρουσιάζει τα δώρα (τάματα) και μόνη δε αυτή να μυεί τις υπό μύηση.


Λέγεται ότι οι γυναίκες πορεύονταν τραγουδώντας άσεμνα τραγούδια, ενώ στα τραπέζια τους είχαν πολύ κρασί και ομοιώματα "φαλλών".


Επίσης, τις ημέρες των Χριστουγέννων, ιδιαίτερα προσφιλές έθιμο σε περιοχές της Πέλλας και της Ημαθίας είναι το «Κόλιντα Μπάμπω», που σημαίνει «σφάζουν γιαγιά». Σύμφωνα με το έθιμο, οι κάτοικοι μιας περιοχής ανάβουν φωτιές και φωνάζουν «Κόλιντα Μπάμπω» για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή του Ηρώδη και να προστατευτούν. Πρόκειται όμως, ουσιαστικά, για κάλαντα που ψάλλονται άλλοτε από παιδιά, άλλοτε από νέους, άλλοτε από ηλικιωμένους.


Να σημειωθεί ότι η "μπάμπω" είναι και ένα θρακιώτικο έδεσμα, που είναι το έντερο του γουρουνιού γεμιστό με κρέας, ρύζι και μπαχαρικά.


Με πληροφορίες από e-evros.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ, Βικιπαίδεια, Πηγή φωτό: epiloges.tv


Πηγή: enikos.gr











Το σύρσιμο (κλέψιμο) της νύφης στον Πόντο και άλλα έθιμα


Ο θεσμός του γάμου στην ποντιακή κοινωνία ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός, τη μέριμνα του οποίου είχαν αποκλειστικά οι γονείς των νέων. Αυτοί διάλεγαν το ταίρι του γιου ή της κόρης αντίστοιχα.

Είναι γνωστό το ανέκδοτο «τη γαϊδουρί». Κάποιο βράδυ ένα αντρόγυνο βλέποντας τις ερωτικές ανησυχίες του έφηβου γιου τους, συζητούν μεταξύ τους να πουλήσουν ένα γαϊδούρι και με τα χρήματα αυτά να παντρέψουν τον παιδάν. Ο νεαρός άκουσε τη συζήτηση και περίμενε εναγωνίως την πώληση του γαϊδουριού. Οι γονείς ξέχασαν την κουβέντα που είχαν κάνει και τότε ο νεαρός αφήνοντας κατά μέρος τις ντροπές είπε: «Τη γαϊδουρί΄ το λάφ΄ άλλο ΄κί εποίκετε (δεν ξαναμιλήσατε για την υπόθεση του γαϊδουριού).»

Οι γονείς του νέου αναλάμβαναν πάντοτε την πρωτοβουλία να ζητήσουν σε γάμο κάποιο κορίτσι από τους γονείς της, εν αγνοία των δυο νέων. Η ηλικία γάμου ήταν συνήθως το 18ο έτος της ηλικίας για τα αγόρια και το 15ο για τα κορίτσια. Στα χωριά όμως, όπου ήταν απαραίτητα τα εργατικά χέρια, κάποτε η νύφη ήταν μεγαλύτερη κατά 5 ή ακόμη και 10 χρόνια.


Πριν όμως από κάθε συζήτηση έπρεπε να εξεταστεί αν επιτρεπόταν η σύναψη του μυστηρίου. Χαρακτηριστικές ήταν οι φράσεις: λαχών΄ = επιτρέπεται, ΄κί λαχών΄ = δεν επιτρέπεται ή η τουρκική ντουσμέκ = επιτρέπεται.

Αναφέρονται και περιπτώσεις κατά τις οποίες ξεγέλασαν τον γαμπρό. Του έδειξαν την όμορφη κόρη και στεφάνωσαν την άσχημη αδελφή. Το πρόσωπο της νύφης καθώς ήταν καλυμμένο με πέπλο, ο γαμπρός την έβλεπε με το αποκαμάρωμα. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις, μια και διαζύγιο δεν έπαιρναν σχεδόν ποτέ οι Πόντιοι, ο πικραμένος γαμπρός έφυγε στη Ρωσία και δεν ξαναγύριζε, η δε νύφη έμενε με τα πεθερικά ως κόρη μέχρι το τέλος.

Σε κάποια μέρη του Πόντου, όπως στο Ακ-Νταγ Ματέν «εχάραζαν τα κουνία», δηλαδή χάραζαν τις κούνιες των μωρών ως ένδειξη αρραβώνας, όταν αυτά έρθουν σε ηλικία γάμου. Στη Σάντα οι έγκυες συμφωνούσαν να συμπεθεριάσουν, αν γεννούσαν τέκνα αντίθετου φύλου. Αυτός ο αρραβώνας κρατούσε 15-20 χρόνια.

Οι γάμοι από έρωτα ήταν απαγορευτικοί. Κανείς νέος ή νέα δεν διανοείτο να παραβεί τα πατροπαράδοτα έθιμα. Όταν τυπικά ρωτούσαν το κορίτσι, αν συμφωνεί σε μια τελειωμένη υπόθεση αρραβώνα, η απάντηση ήταν πάντα η ίδια στερεότυπη: «Εγώ ασ΄ ση βουλήν τη κυρού μ΄ ΄κί εβγαίνω» (δεν παραβαίνω την πατρική βούληση).

Βεβαίως τα ήθη τα παραβίαζε ενίοτε ο ζαβολιάρης θεός, ο γιος της Αφροδίτης. Οι νέοι είχαν ευκαιρίες να συναντώνται σε κοινωνικές εκδηλώσεις, γάμους, πανηγύρια, εκκλησία. Η φύση ορίζει να ερωτεύονται οι νέοι. Αυτό συνέβαινε και στον Πόντο. Οι γονείς σπάνια συναινούσαν στα τερτίπια του θεού Έρωτα και δεν δέχονταν να γίνει γάμος.

Τότε υπήρχαν έθιμα που έδιναν τις λύσεις στο πρόβλημα των ερωτευμένων. «Εσύρναν τη νύφεν» (έκλεβαν τη νύφη). Χαρακτηριστικές είναι και οι φράσεις: «κλέφτω το κορίτσ΄, σ΄κώνω την κουτσήν». Υπήρχαν περιστατικά, μεμονωμένα βεβαίως, όπου η νύφη αρπάχτηκε μέσα από το νυφικό κρεβάτι. Στις περιπτώσεις αυτές ήταν απαραίτητη και η συναίνεση της νύφης. Κάποιες όμως φορές ο έρωτας ήταν μονόπλευρος, το κορίτσι δεν ανταποκρινόταν και έτσι ο ερωτευμένος νέος με τη βοήθεια φίλων του «εσύρναν» το κορίτσ΄.


Το συγκεκριμένο έθιμο καταγράφεται σ΄ ένα εξαιρετικό αφήγημα του Π. Μελανοφρύδη «Το σύρσιμον τη Τσοφούλας» (το κλέψιμο της Σοφίας). Ο Κυριάκος με τους φίλους του έκλεψαν τη Σοφούλα, παρά τη θέλησή της. Την παγίδευσαν και την πήγαν στο χωριό του νέου. Μέσα στο αφήγημα περιγράφονται ήθη, έθιμα, συνήθειες, γεωργικές εργασίες μιας γεωργοκτηνοτροφικής κοινωνίας.


Τελικά η Σοφούλα συναίνεσε και έτσι η ιστορία είχε χαρούμενη κατάληξη.

Γιώτα Ιωακειμίδου

Φιλόλογος




Πηγή: schooltime.gr











Ήθη και έθιμα της γιορτής των Θεοφανείων σε κάθε γωνιά της Ελλάδας


Χαρούμενα, θριαμβευτικά και ελπιδοφόρα, τα Θεοφάνεια ή Φώτα κλείνουν το Δωδεκαήμερο, που «άνοιξε» την παραμονή των Χριστουγέννων. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας γιορτάζονται πανηγυρικά μέσα από διάφορα ήθη και έθιμα.

Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια η γιορτή αυτή κάλυπτε μαζί τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.


Καθ' όλη τη διάρκεια του τριημέρου των Φώτων (Αγιασμού, Θεοφάνεια, Αγίου Ιωάννη) γιορτάζεται και μία υπολανθάνουσα λατρεία προς το νερό. Τα νερά θεωρούνται παντού αγιασμένα. Κανείς πια δεισιδαιμονικός φόβος από τις νύχτες και τα ξωτικά του χειμώνα.


Κατά τα Θεοφάνεια φανερώθηκε η τριαδικότητα του Θεού, η Αγία Τριάδα. Λέγονται όμως και «Φώτα», γιατί κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, την παραμονή των Θεοφανίων βαπτίζονταν οι οπαδοί της νέας θρησκείας. Η αναζήτηση της καθάρσεως από τον άνθρωπο αντικατοπτρίζεται ακόμη και στις αρχαίες θρησκείες.


Αυτή τη μέρα ξεκινά και η αντίστροφη μέτρηση για τους καλικάντζαρους. Στις 5 Ιανουαρίου, παραμονή των Θεοφανείων, τα αερικά, τα παγανά, οι καλκάδες, οι γνωστοί σε όλους μας καλικάντζαροι, που έκαναν την εμφάνισή τους στον επάνω κόσμο με την αρχή του Δωδεκαήμερου, εγκαταλείπουν τις εγκόσμιες αταξίες τους και ξαναγυρίζουν στο αιώνιο έργο τους: Να κόψουν το δέντρο, που κρατάει τον κόσμο, ώστε να γκρεμιστεί και να χαθεί, για να εκδικηθούν τους ανθρώπους.


Στην ανατολική Μακεδονία ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο εορτασμός των Θεοφανείων στη Δράμα με πληθώρα εκδηλώσεων και δρώμενων. Σκοπός τους είναι η εξασφάλιση της καλοχρονίας, δηλαδή η καλή υγεία και η πλούσια γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή. Μαύρες κάπες, δέρματα ζώων, μάσκες, κουδούνια και θόρυβοι, στάχτη και σταχτώματα, χοροί και αγερμοί, αναπαράσταση οργώματος και σποράς, πλούσιο φαγοπότι και ευχές επιδιώκουν να επενεργήσουν στην καρποφορία της φύσης.


Σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από την πόλη της Δράμας βρίσκεται το Μοναστηράκι, όπου κάθε χρόνο, στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα των Θεοφανίων, αναβιώνει το έθιμο των Αράπηδων. Έχει τις ρίζες του στην αρχαία ελληνική θρησκεία και πιο συγκεκριμένα στις διονυσιακές τελετές, ενώ έχει δεχτεί και χριστιανικές επιρροές. Οι «Αράπηδες» είναι μια εθιμική παράσταση (δρώμενο) με έντονα την υπερβολή, το μαγικό και το λατρευτικό στοιχείο, στην οποία συμμετέχουν οι κάτοικοι της περιοχής. Είναι μία από τις μεταμφιέσεις του Δωδεκαημέρου (25/12-6/1) που γίνονται στο Νομό Δράμας και πιο συγκεκριμένα στο Μοναστηράκι, στο Βώλακα, στην Πετρούσα, στον Ξηροπόταμο, στους Πύργους και στην Καλή Βρύση. Το ίδιο έθιμο συναντάμε επίσης και στα χωριά Βώλακας, Πετρούσα και Ξηροπόταμος. Αναβιώνει επίσης κάθε χρόνο και στη Νίκησιανη του Δήμου Παγγαίου στο νομό Καβάλας.


Στην Νέα Καρβάλη, ανατολικά της Καβάλας, κάθε χρόνο την παραμονή των Θεοφανίων αναβιώνουν τα «Σάγια», ένα έθιμο που τηρούνταν σε όλη την Καππαδοκία. Το έθιμο αποτελεί μια τελετουργική πράξη με χορό και τραγούδι γύρω από αναμμένες πυρές.


Ένα από τα πιο γνωστά έθιμα των Θεοφανείων, τα «ραγκουτσάρια», αναβιώνει κάθε χρόνο στην πόλη της Καστοριάς, όπου οι κάτοικοι μεταμφιέζονται για να ξορκίσουν το κακό. Φορούν τρομακτικές μάσκες που έχουν συμβολικό χαρακτήρα και περιφέρονται στους δρόμους κάνοντας εκκωφαντικούς θορύβους με τα κουδούνια τους. Συνηθίζουν να ζητούν από τον κόσμο την ανταμοιβή τους, επειδή όπως συνηθίζουν να λένε είναι το αντίτιμο για να διώξουν τα κακά πνεύματα.


Το «γιάλα - γιάλα» αναβιώνει στην Ερμιόνη της Αργολίδας πάνω από 50 χρόνια. Ανάλογα έθιμα επιβιώνουν και σε πολλά ψαροχώρια της περιοχής, όπως στο Πόρτο Χέλι και την Κοιλάδα. Τα ξημερώματα των Φώτων, τα αγόρια που πρόκειται τη νέα χρονιά να παρουσιαστούν στο στρατό, συγκεντρώνονται, γευματίζουν όλοι μαζί και έπειτα γυρνούν σε όλα τα σπίτια της περιοχής από σοκάκι σε σοκάκι, φορώντας παραδοσιακές ναυτικές φορεσιές και τραγουδώντας το «γιάλα - γιάλα». Την παραμονή των Φώτων οι κάτοικοι στολίζουν της βάρκες τους με φοίνικες, νεραντζιές και μυρτιές, τις οποίες δένουν στο λιμάνι πριν την καθιερωμένη βουτιά.

Στην Λευκάδα τηρείται το έθιμο «των πορτοκαλιών». Οι πιστοί βουτούν στη θάλασσα τα πορτοκάλια που κρατούν στα χέρια τους και τα οποία είναι δεμένα μεταξύ τους με σπάγκο. Έπειτα τα παίρνουν στο σπίτι τους για ευλογία και αφήνουν ένα από αυτά για ένα ολόκληρο χρόνο στα εικονίσματα του σπιτιού. Πριν την τελετή της κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού, ρίχνουν στη θάλασσα τα παλιά πορτοκάλια.

Σε άλλα νησιά, όπως τη Λέσβο, την ώρα που πέφτουν στη θάλασσα οι βουτηχτάδες για να πιάσουν τον Σταυρό οι γυναίκες παίρνουν με μια νεροκολοκύθα νερό από 40... κύματα. Έπειτα με βαμβάκι που βουτούν σ΄ αυτό καθαρίζουν τα εικονίσματα - χωρίς να μιλούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας - και στη συνέχεια ρίχνουν το νερό σε μέρος «που δεν πατιέται» (σε χωνευτήρι εκκλησίας).

Πηγή: iefimerida.gr










«Αράπηδες» και «Μπαμπούγερα» ανάμεσα στα έθιμα των Θεοφανείων της Ανατολικής Μακεδονίας









Οι κάτοικοι των περιοχών της ανατολικής Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Δράμας τις ημέρες των Θεοφανίων αναβιώνουν όσο πουθενά αλλού έθιμα και παραδόσεις που άφησαν ως κληρονομιά οι πρόγονοί τους, τιμώντας με αυτό τον τρόπο τη μνήμη τους.

Πρόκειται για πανάρχαια έθιμα με παγανιστικές διαστάσεις που κυρίως αναβιώνουν τις τελευταίες ημέρες του Δωδεκαημέρου και πιο συγκεκριμένα το διήμερο (παραμονή και ανήμερα) των Θεοφανίων και της εορτής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.

Οι Αράπηδες, τα Μπαμπούγερα, οι Μωμόγεροι, η Καμήλα είναι μερικά μόνο από τα έθιμα που αναβιώνουν μέχρι τις μέρες μας διατηρώντας έτσι αναλλοίωτες παραδόσεις αιώνων και κρατώντας ζωντανούς συμβολισμούς που σχετίζονται με την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων, τη γονιμότητα του ανθρώπου και την ευφορία της γης.

Το έθιμο των Αράπηδων


Ανήμερα των Θεοφανείων στη Δημοτική Κοινότητας Νικήσιανης του δήμου Παγγαίου, στο Μοναστηράκι, στον Ξηροπόταμο και στο Βώλακα της Δράμας, τελείται με διάφορες παραλλαγές ένα δρώμενο γνωστό ως Αράπηδες, επειδή στην μεταμφίεση των πρωταγωνιστών κυριαρχεί το μαύρο χρώμα: μαύρες φλοκωτές κάπες και εντυπωσιακές υψικόρυφες προσωπίδες, κεφαλοστολές από γιδοπροβιές.

Στην ομάδα των μεταμφιεσμένων (τσέτα) υπάρχουν ακόμη οι Γκιλίγκες, άνδρες ντυμένοι με γυναικείες παραδοσιακές ενδυμασίες, οι παππουδες, με παλιά γιορτινή φορεσιά και οι εύζωνοι ή τσολιάδες ντυμένοι με εθνική στολή που στα χρόνια της τουρκοκρατίας τόνιζαν την ελληνικότητα των τελετών. Όλοι μαζί γυρίζουν με ορισμένο εθιμικό τυπικό τα σπίτια του χωριού με λύρες και νταιρέδες, και εύχονται χρόνια πολλά στους συγχωριανούς τους που τους ανταποδίδουν τις ευχές με πλούσια κεράσματα. Ο αγερμός καταλήγει στην πλατεία όπου ακολουθεί χορός και γλέντι με τη συμμετοχή των παρευρισκόμενων και την εμφάνιση του αρκουδιάρη με την εικονική αρκούδα. Το δρώμενο, με έντονο διονυσιακό χαρακτήρα, αποσκοπεί στην καλοχρονιά καθώς ολοκληρώνεται με το μιμητικό όργωμα και την εικονική σπορά.


Όλες οι ομάδες των «Αράπηδων» κάνουν κοινή παρέλαση στους δρόμους, κάτω από τους εκκωφαντικούς ήχους των κουδουνιών τους. Δύο αρχηγοί ομάδων παλεύουν μέχρι την τελική πτώση του ενός. Ακολούθως, γύρω από τον πεσμένο αρχηγό, μαζεύονται όλοι, σε μια μυσταγωγία, που τελειώνει με την ανάσταση του νεκρού και τον ιδιόρρυθμο ξέφρενο χορό όλων, που ακολουθεί.


Σύμφωνα με την παράδοση, η παράσταση αυτή συμβολίζει το θάνατο του Διονύσου από τους Τιτάνες και την ανάστασή του από το Δία και παράλληλα την χειμερία νάρκη της φύσης που είναι ο Χειμώνας και στη συνέχεια την ανάσταση της φύσης με τον ερχομό της Άνοιξης.


Αυτό που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη, είναι η εμφάνιση των Αράπηδων, με την οποία ντύνονται μόνο άντρες. Το ντύσιμο των Αράπηδων, περιλαμβάνει τα τσερβούλια (παπούτσια) που κατασκευάζονται από ακατέργαστο χοιρινό δέρμα και συγκρατούνται από τις λαπάρες που είναι δερμάτινα σχοινιά και τα καλτσούνια (κνήμες με υφαντό πανί από τρίχωμα προβατίνας) που φορούν στα γόνατα. Στο κάτω μέρος του σώματος φορούν μπινιβρέκι (μάλλινο παντελόνι) και στο πάνω μέρος χοντρή τσομπάνικη κάπα. Στη μέση τους, φορούν τέσσερα ποιμενικά κουδούνια (τσάνια) διαφόρων μεγεθών. Το πρόσωπο είναι καλυμμένο με την μπαρμπότα (προσωπίδα) που είναι το τομάρι μιας γίδας το οποίο είναι ραμμένο και στερεώνεται στις άκρες του, στα σχοινιά των κουδουνιών. Η μπαρμπότα στολίζεται με ένα λευκό μαντήλι το οποίο έχει πάνω του χρωματιστά σχέδια, φλουριά και λουλούδια.

Τα Μπαμπούγερα της Καλής Βρύσης


Τραγόμορφες φιγούρες των «Μπαμπούγερων», μορφές που ξεπηδούν από τη λατρεία της Μητέρας Γης και του θεού Διονύσου. Άνθρωποι μεταμφιεσμένοι με κατσικοδέρματα και με πρόσωπα μαυρισμένα με αιθάλη, τραγουδούν και χορεύουν, ξορκίζοντας τα κακά πνεύματα. Ανήμερα των Θεοφανείων πραγματοποιούνται τα «Μπαμπούγερα» στην Καλή Βρύση με πλήθος κόσμου να παρακολουθεί το δρώμενο.


Οι Μωμόγεροι


Πρόκειται για ένα λαϊκό σατυρικό δρώμενο με προθεατρική μορφή. Τελείται από τους Πόντιους με παραλλαγές σε διάφορες περιοχές της Δράμας. Αναπαρίσταται στις αυλές των σπιτιών και στις πλατείες τις ημέρες του Δωδεκαημέρου. Κύριο πρόσωπο ο Μωμόγερος η Κιτί Γοτσάς με θίασο συντελεστών όπως η νύφη και ο γαμπρός, ο Αλής (έφιππος), ο πατέρας, ο γιατρός, ο οργανοπαίχτης, ο κουμπάρος, ο χωροφύλακας, δυο μικροί διάβολοι, η έγκυος γυναίκα και η συνοδεία.


Όλοι οι συντελεστές φορούν κουδούνια όπως προβιές και δέρματα τράγων.


Κεντρικό πρόσωπο του θιάσου των τελεστών ο Μωμόγερος ή Κιτί γοτσάς ή Πορδαλάς (Θρυλόριο) ο οποίος με τη δύση του ήλιου εισβάλλει με την ακολουθία του στα σπίτια του χωριού και εμπλέκει τους σπιτονοικοκύρηδες σε περιπέτειες «εξαπατώντας» τους. Η απαγωγή της νύφης παίζει κι εδώ καθοριστικό ρόλο καθώς μετά από αλλεπάλληλες εικονικές συμπλοκές μεταξύ των τελεστών, το νέο ζευγάρι, η νύφη και ο γαμπρός κατορθώνουν να σμίξουν, στεφανώνονται μάλιστα από τον παπά που εισέρχεται στο τέλος στο θίασο επιβάλλοντας την τάξη. Με τη συνοδεία ποντιακής λύρας και νταουλιού χορεύοντας και διασκεδάζοντας τα μωμογέρια, εγκαταλείπουν το σπίτι για να επισκεφθούν το επόμενο όπου θα προβούν σε ανάλογους, νέους αυτοσχεδιασμούς και μιμικές πράξεις.


Το έθιμο της καμήλας


Το έθιμο τελείται στις 7 και 8 Γενάρη στην Πετρούσα της Περιφερειακής Ενότητας Δράμας. Η εικονική καμήλα με τη συνοδεία ομάδας τελεστών τελεί το δρώμενο με κορύφωση την εικονική σπορά και το θερισμό καθώς και τη σατυρική αναπαράσταση του τοπικού γάμου.


Ο συμβολισμός αυτού του καρτερικού ζώου με την απαράμιλλη αντοχή στην πείνα και τη δίψα κάτω από αντίξοες συνθήκες, δείχνει τις περιπέτειες του ανθρώπου μέσα στη ζωή, το χρόνο και την αποφασιστικότητά του να συνεχίσει να παλεύει κόντρα στις ελλείψεις και τις στερήσεις.


Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, in.gr











Η ιστορία του Αγιου Βασίλη: Πώς δημιουργήθηκε ο μύθος αλλά και η μορφή του παχουλού άνδρα με τα κόκκινα ρούχα που φέρνει δώρα

Ο μύθος του Άγιου Βασίλη αποτελεί ίσως την πιο διάσημη φιγούρα, που ξεπηδά από την χριστιανική παράδοση και η οποία αναφέρεται πλέον σε όλο τον κόσμο.

Η παράδοση του γενειοφόρου με την κόκκινη κάπα και τους ταράνδους, θέλει τον εύθυμο Άγιο Βασίλη να εισβάλει στα σπίτια από τις καμινάδες την Παραμονή των Χριστουγέννων και όχι την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς όπως συμβαίνει με τα ελληνικά σπίτια.

Όσο κι αν πολλοί μπορεί να δυσανασχετούν με τον ξενόφερτο Άγιο Βασίλη που μοιάζει να απομακρύνεται από τα ήθη και τα έθιμα της ελληνικής παράδοσης, στην πραγματικότητα, η ιστορία και ο μύθος του Άη Βασίλη έχει τις ρίζες της κι αυτή στην ελληνορθόδοξη παράδοση. Όχι, δεν είναι ο Άγιος Βασίλειος, ο ιερέας από την Καισάρεια, αλλά ο Άγιος Νικόλαος που ενέπνευσε την ιστορία του ασπρομάλλη άνδρα που πετά στους αιθέρες για να μοιράσει δώρα σε όλο τον κόσμο.

Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε, όπως διαβάζουμε στη Wikipedia, το 270 μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, στη Μικρά Ασία, από Έλληνες γονείς ευσεβείς και εύπορους και έτυχε επιμελημένης μόρφωσης. Σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Από πολύ νωρίς είχε αφιερωθεί στα Θεία, μετά την μετάβασή του στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τον Πανάγιο Τάφο. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του χειροτονήθηκε ιερέας. Στην αρχή αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο και έγινε ηγούμενος της Μονής Σιών στα Μύρα της Λυκίας. Όταν απεβίωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, οι επίσκοποι, δια θεϊκής αποκάλυψης, αναγόρευσαν Αρχιεπίσκοπο τον Νικόλαο.


Η μορφή του Αγίου Νικολάου αποτελεί ηγεμονική σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπως η Ρωσία, η Αυστρία, το Βέλγιο και η Γερμανία. Ωστόσο, είναι οι Ολλανδοί που θα χτίσουν πάνω στον Άγιο τις πρώτες ιστορίες που θα οδηγήσουν στον μύθο του Άη Βασίλη.


Ο Σιντ-Νικολάας, όπως τον αποκαλούσαν υπήρξε τιμώμενο πρόσωπο κάθε χρόνο στην μεγάλη γιορτή της 6ης Δεκεμβρίου, με του πιστούς Ολλανδούς να πιστεύουν πως ο Άγιος τους επισκεπτόταν εκείνο το κρύο βράδυ του Δεκεμβρίου. Φορώντας άμφια και ένα κωνικό επισκοπικό καπέλο, ο Άγιος περιδιάβαινε τους δρόμους επάνω στο γαϊδουράκι του και μοίραζε δώρα στα παιδιά.

Από εκείνα τα χρόνια, την περίοδο του Μεσαίωνα, τα παιδιά άφηναν γάλα και μπισκότα στον Άγιο, ενώ έβαζαν στα παραδοσιακά ξύλινα ολλανδικά παπούτσια τους άχυρο για το γαϊδουράκι του. Την επόμενη μέρα, τρισευτυχισμένα τα παιδιά διαπίστωναν πως το σανό είχε φαγωθεί και στη θέση του, ο Άγιος είχε αφήσει δώρα και λιχουδιές.


Πριν καθιερωθεί με το όνομα Νέα Υόρκη, η πόλη ελέγχονταν από τους Ολλανδούς και έφερε το όνομα Νέο Άμστερνταμ. Ήδη από το 1664, ο μύθος του Αγίου Νικολάου μετοίκησε μαζί με τους πιστούς στην Αμερική. Μάλιστα, ακόμη και μετά την «εξαγγλοποίηση» της πόλης, μια ομάδα Ολλανδών διανοουμένων, οι Νίκερμπόκερς, ανέλαβαν να διατηρήσουν ζωντανά τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας τους στη Νέα Υόρκη.


Ήταν ο Ουάσιγκτον Ίρβινγκ, εξέχων μέλος των Νίκερμποκερς που περιέλαβε στο βιβλίο του δεκάδες αναφορές στον Σίντερ Κλάας – όπως αποκαλούσε τον Σιντ Νικολάς – που πετούσε ένα βράδυ του χρόνου με το βαγόνι του πάνω από τη Νέα Υόρκη και άφηνε δώρα μέσα από τις καμινάδες των σπιτιών. Η ζωηρή φαντασία του Ίρβινγκ σε συνδυασμό με την πλούσια παράδοση, έκανε την ιστορία του γνωστή στου Νεοϋορκέζους που αποκαλούσαν ήδη τον γενναιόδωρο Άγιο, Σάντα Κλάους.


Αν υπάρχει όμως ένα ποίημα-παραμύθι που διαμόρφωσε όσο κανένα άλλο την ιστορία του Άη Βασίλη όπως την γνωρίζει όλος ο κόσμος σήμερα, αυτό είναι του Κλέμεντ Κλαρκ Μουρ. Φίλος του Ίρβινγκ που θέλησε να γράψει ένα όμορφο ποίημα για εκείνον και την οικογένειά του. Αρχικά, το ποίημα είχε τίτλο «Μια επίσκεψη από τον Άγιο Νικόλαο» πριν γίνει ευρέως γνωστό ως το κλασικό «Η Νύχτα πριν τα Χριστούγεννα».


Σε αυτό η επίσκεψη του Αη Βασίλη τοποθετείται για πρώτη φορά την Παραμονή των Χριστουγέννων, ενώ στη θέση των ξύλιων παπουτσιών, ο Μουρ φαντάζεται πλεχτές κάλτσες κρεμασμένες στο τζάκι. Ταυτόχρονα, το βαγόνι μετατρέπεται σε μικρό έλκηθρο το οποίο σέρνουν τάρανδοι. Η εικόνα αυτή θα εντυπωθεί για πάντα στον αστικό μύθο του Άη Βασίλη που έτσι αποκτά τη φήμη πως έρχεται από τον βορά (πολύ πριν πολιτογραφηθεί Φινλανδός από το Ροβανιέμι).


Αν και ο δημιουργός του δεν επιθυμούσε την δημοσίευσή του ποιήματος, αυτό κυκλοφόρησε ανώνυμα στις 23 Δεκεμβρίου του 1823. Λέγεται πως ήταν η σύζυγος του Μουρ, Καταρίνε Τέιλορ που ενθουσιάστηκε τόσο από την ιστορία, που έστειλε αντίγραφα σε διάφορους φίλους.


Ο μύθος του Άη Βασίλη που πετά με ταράνδους και μοιράζει δώρα έχει πλέον γίνει κτήμα των Νεοϋορκέζων. Ωστόσο, η εικόνα του δεν είναι συγκεκριμένη. Άλλες φορές μοιάζει με μικρόσωμο ξωτικό, κάτι που εξηγεί και την ευελιξία με την οποία χωρά στις καμινάδες και άλλες με μεγαλόσωμο άνδρα. Πολλές φορές πάλι η κάπα του είναι πράσινη και άλλες κόκκινη. Το 1863, το περιοδικό Harper’s Weekly προσέλαβε έναν 21χρονο σκιτσογράφο, προκειμένου να φτιάξει εικόνες του Άη Βασίλη να επισκέπτεται Αμερικανούς στρατιώτες στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο.


Ο Τόμας Ναστ, όπως ήταν το όνομα του σκιτσογράφου εμπνεύστηκε από το ποίημα του Μουρ και σχεδίασε έναν μεγαλόσωμο, ευτραφή άνδρα με λευκή γενειάδα και ροδαλά μαγουλάκια. Η κάπα του μάλιστα έμοιαζε πολύ με την αστερόεσσα, τη σημαία των ΗΠΑ. «Το σκίτσο αναπτέρωσε το ηθικό των στρατιωτών και των πολιτών γιατί έδειχνε πως το πνεύμα των Χριστουγέννων δεν χάθηκε στον εμφύλιο πόλεμο» έγραφε ο ιστορικός Τζέιμς Ρόμπερτσον.

Το εγχείρημα ήταν τόσο πετυχημένο, που ο Ναστ συνέχιζε να ζωγραφίζει με πανομοιότυπο τρόπο τον Άη Βασίλη επί 40 ολόκληρα χρόνια. Με τον καιρό βέβαια, η κάπα που παρέπεμπε στην αμερικανική σημαία αντικαταστάθηκε από μια ζεστή, μάλλινη κατακόκκινη φορεσιά.


Λέγεται πως στην Ελλάδα, η εικόνα του τροφαντού Άη Βασίλη ήρθε τις δεκαετίες του 50 και του '60, από ομογενείς που βρίσκονταν στην Αμερική. Ο «δυτικότροπος» Άγιος Βασίλης άρχισε να μπαίνει με καρτ-ποστάλ στα σπίτια των αστικών οικογενειών και σύντομα πήρε τη θέση του στα ελληνικά Χριστούγεννα, αλλάζοντας όμως όνομα και ημερομηνία που επισκέπτεται τα σπίτια. Εμείς, λοιπόν, περιμένουμε τον Αγιο Βασίλη την Πρωτοχρονιά.

Πηγή: iefimerida.gr






Καλικάντζαροι. Τα ονόματα, οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους


Ο καθένας από τους καλικάντζαρους έχει και κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που τον κάνει να ξεχωρίζει. Από αυτό το χαρακτηριστικό ο λαός μας τους έδωσε και τα ονόματά τους. Είναι ως επί το πλείστον λέξεις σύνθετες και αστείες.


Καλικάντζαροι. Η Ελληνική λαϊκή δοξασία


Ελληνική δοξασία (αρχαίας καταγωγής) «δαιμόνιων» που σύμφωνα με σύγχρονη δοξασία εμφανίζονται κατά το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου – 6 Ιανουαρίου).


Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους και να τους ανακατέψουν τα σπίτια, διότι είναι άτακτοι και τους αρέσουν τα παιχνίδια. Αυτοί ζουν στον κάτω κόσμο και τρέφονται με φίδια, σκουλίκια κτλ.


Καλικάντζαροι. Τα ονόματα, οι ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους


Καλικάντζαρος Καταχανάς – Περίδρομος

Ο Καταχανάς τρώει διαρκώς και τα πάντα. Ρεύεται και βρομάει απαίσια. Ο Περίδρομος είναι ο άλλος φαταούλας της παρέας.


Καλικάντζαρος Μαγάρας

Ο Μαγάρας έχει μια κοιλιά σαν τούμπανο και αφήνει βρομερά αέρια πάνω στα φαγητά των ανθρώπων.


Καλικάντζαρος Μαλαγάνας


Ο Μαλαγάνας θέλει πολύ προσοχή γιατί ξεγελάει τα παιδιά με γλυκόλογα και έτσι καταφέρνει να τους παίρνει τα γλυκά.


Καλικάντζαρος Μαντρακούκος ή Πρώτος ή Κουτσός

Αυτός ο αρχικαλικάντζαρος την ημέρα κρύβεται στις μάντρες και τη νύχτα βγαίνει και πειράζει τις γυναίκες που περπατούν στο δρόμο. Είναι κοντόχοντρος, τραγοπόδαρος, καραφλός, ασχημομούρης, πιο πολύ απ’ τους άλλους και πολύ επικίνδυνος.


Καλικάντζαρος Κοψομεσίτης

Ο Κοψομεσίτης είναι κουτσός και καμπούρης και πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους καλικάντζαρους του αρέσουν οι τηγανίτες με το μέλι.


Καλικάντζαρος Μαλαπέρδας

Του Μαλαπέρδα του αρέσει να κατουράει και στα φαγητά την ώρα που μαγειρεύονται. Γι’ αυτό όσες νοικοκυρές τον ξέρουν φροντίζουν να κλείνουν καλά το καπάκι της κατσαρόλας τους.


Καλικάντζαρος Κωλοβελόνης

Ο Κωλοβελόνης είναι μακρύς σαν μακαρόνι κι έτσι μπορεί εύκολα να περνάει από τις κλειδαρότρυπες κι από τις τρύπες του κόσκινου. Είναι ιδιαίτερα σβέλτος και γρήγορος στις κινήσεις του. Λένε πως ίσως ο Κωλοβελόνης να έχει ουρά που καταλήγει σε βέλος.


Καλικάντζαρος Παρωρίτης

Ο Παρωρίτης έχει μύτη σαν προβοσκίδα και πολύ μαλακή. Εμφανίζεται λίγη ώρα πριν λαλήσει ο πετεινός, αξημέρωτα, κι έχει μανία να παίρνει τις φωνές των ανθρώπων.


Καλικάντζαρος Κατσικοπόδαρος

Κατσικοπόδαρος ή Κατσιποδιάρης ή Μέγας Καλικάντζαρος. Η μεγαλειότητά του είναι φαλακρός και κασιδιάρης κι έχει ένα κατσικίσιο ποδάρι. Είναι κακορίζικος, ελεεινός και γρουσούζης. Όπου βάλει το κατσικίσιο του ποδάρι φέρνει καταστροφή.


Καλικάντζαρος Πλανήταρος

Ο Πλανήταρος πλανεύει τους ανθρώπους γιατί μπορεί να μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε κουβάρι.


Καλικάντζαρος Κουλοχέρης

Ο Κουλοχέρης είναι σαραβαλιασμένος, μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ, κι όλο μπερδεύεται και πέφτει κάτω.


Καλικάντζαρος Βατρακούκος

Ο Βατρακούκος είναι θεόρατος και ολόιδιος βάτραχος.

Καλικάντζαρος Κοψαχείλης

Του Κοψαχείλη τα δόντια είναι τεράστια και κρέμονται έξω από τα χείλη του. Του αρέσει να κοροϊδεύει τους παπάδες και γι αυτό φορά συνήθως ένα ψεύτικο καλυμμαύκι.


Καλικάντζαρος Παγανός ή Πρώτος ή Μεγάλος

Η αφεντιά του είναι κουτσός. Λένε μάλιστα πως τον κούτσανε μια κλωτσιά από το γαϊδούρι της Μάρως, μιας χωριατοπούλας που την κυνηγούσε κάποτε ο Παγανός για να την κάνει γυναίκα του, αλλά αυτή κρύφτηκε στα σακιά με το αλεύρι που είχε φορτωμένα στο γαϊδούρι της και κατάφερε να του ξεφύγει. Ο Παγανός έτρεξε μανιασμένος κοντά στο γαϊδούρι και την έψαχνε. Το ζωντανό τότε τρόμαξε τόσο πολύ που άρχισε να κλωτσάει. Μια δυνατή φαίνεται πως έφαγε ο Παγανός και σακατεύτηκε. Ο Παγανός λατρεύει τη στάχτη και γι’ αυτό τρυπώνει από τις καμινάδες. Φοβάται όμως πιο πολύ απ’ όλους τους Καλικάντζαρους τη φωτιά και γι’ αυτό οι νοικοκύρηδες φροντίζουν να μη σβήσει κατά τη διάρκεια του δωδεκαήμερου. Ρίχνουν μάλιστα και αλάτι που κάνει θόρυβο όταν πέσει στη φωτιά, για να τον τρομάξουν ακόμα περισσότερο.

Πηγή: helppost.gr







Χριστουγεννιάτικο καράβι στολισμένο. Tο Ελληνικό έθιμο των γιορτών


Έθιμο που υποχώρησε με το χρόνο, μπροστά σε αυτό του δέντρου, αλλά κανένας δεν δείχνει να το έχει ξεχάσει. Το ελληνικό παραδοσιακό καραβάκι αποτελεί παράδοση των παλαιών εποχών της χώρας μας.


Ως χώρα της θάλασσας, η Ελλάδα είχε το έθιμο του στολισμού του καραβιού.


Το καράβι συμβολίζει την καινούργια πλεύση του ανθρώπου στη ζωή, μετά τη γέννηση του Χριστού. Έθιμο που υποχώρησε με το χρόνο, μπροστά σε αυτό του δέντρου, αλλά κανένας δεν δείχνει να το έχει ξεχάσει.


Το ελληνικό παραδοσιακό καραβάκι αποτελεί παράδοση των παλαιών εποχών της χώρας μας, που τα παιδιά με αγάπη, χαρά και δημιουργικό νου, συνήθιζαν να κατασκευάζουν μόνα τα παιχνίδια τους, χρησιμοποιώντας ό,τι είχαν πρόχειρο (συνήθως, ξύλο και λίγο χαρτί ή κουρέλια).


Τα περισσότερα παιδιά κατέληγαν να φτιάχνουν το παραδοσιακό, πλέον, καραβάκι, εμπνευσμένα από τα μακρινά ταξίδια των αγαπημένων τους προσώπων και τη νοσταλγία να τα ξαναδούν. Αποτελούσε, όμως, και ένα είδος τιμής και καλωσορίσματος στους ναυτικούς, που επέστρεφαν από τα ταξίδια τους.


Πριν από 50 χρόνια, δηλαδή έως και την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, συναντούσαμε το καραβάκι σε πολλά ελληνικά σπίτια και στα χέρια των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα. Σήμερα, η παράδοση αυτή τείνει να εξαφανιστεί, μιας και έχει αντικατασταθεί από το ξενόφερτο έλατο.


Συνυφασμένο με αποχωρισμούς και δυσάρεστες αναμνήσεις, αλλά και ως τάμα των ναυτικών σε στιγμές κινδύνου στη θάλασσα, το καράβι δεν θα μπορούσε να συμβολίσει οικογενειακές συνεστιάσεις θαλπωρής, με παρόντα όλα τα μέλη, ή να τονώσει το οικογενειακό αίσθημα. Για το λόγο αυτό, το καράβι σπάνια αποτέλεσε στοιχείο διακόσμησης των ελληνικών σπιτιών τα Χριστούγεννα και δεν μπόρεσε να εδραιωθεί ως γιορτινό σύμβολο.


Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συζητήθηκε έντονα στη χώρα μας το ζήτημα κατάργησης του χριστουγεννιάτικου δέντρου και αντικατάστασής του από το καραβάκι, δεδομένου ότι αυτό συνδύαζε την παράδοση με την οικολογική συνείδηση.


Το ζήτημα βεβαίως δεν ήταν τόσο απλό, καθώς παρουσιάστηκε αδιάσειστη επιχειρηματολογία και από τις δύο πλευρές, με αναφορές σε οικολογικά ζητήματα και προτάσεις από ειδήμονες για χρήση φυτών και δέντρων, πλην του ελάτου.


Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο εκτόπισε το παραδοσιακό καραβάκι που στόλιζαν οι Έλληνες τις ημέρες των Χριστουγέννων. Σε ορισμένες περιοχές (κυρίως στα νησιά) εξακολουθούν να στολίζουν «καραβάκια», ενώ τα τελευταία χρόνια γίνεται μια αξιέπαινη προσπάθεια ορισμένων Δήμων της χώρας, να επαναφέρουν το έθιμο στην αρχική του μορφή, στολίζοντας στις πλατείες τους καραβάκια αντί για έλατα.


Η Χίος, ένα κατά κύριο λόγο ναυτικό νησί, συνεχίζει να τηρεί το παλαιό αυτό έθιμο, αποτίνοντας φόρο τιμής στους ναυτικούς της και κρατώντας ζωντανή τη λαϊκή μας παράδοση. Κάθε χρόνο την Πρωτοχρονιά αναβιώνει το έθιμο με τα πρωτοχρονιάτικα καραβάκια. Ομάδες ατόμων που εκπροσωπούν συνοικίες της πρωτεύουσας του νησιού κατασκευάζουν απομιμήσεις εμπορικών και πολεμικών πλοίων, φτιαγμένα με ιδιαίτερη προσοχή.


Ωστόσο, το χλωρό κλαδί πάντα έμπαινε στο ελληνικό σπίτι τις ημέρες του Δωδεκαημέρου, για να φέρει την ελπίδα για μια καινούρια ανθοφορία, για ένα καλύτερο μέλλον.


Πηγή: helppost.gr






Σπάσιμο του ροδιού την Πρωτοχρονιά. Το έθιμο και η προέλευση του.


Ένα πανάρχαιο έθιμο του λαού μας για την γιορτινή μέρα της έλευσης του νέου χρόνου είναι «το σπάσιμο του ροδιού». Το έθιμο αυτό αρχικά εντοπίστηκε στην Πελοπόννησο, αν και μετά διαδόθηκε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.


Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία, ντυμένοι όλοι με τα καλά τους ρούχα για να παρακολουθήσουν τη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και να υποδεχτούν το νέο χρόνο, καλό κι ευλογημένο. Στην επιστροφή, ο νοικοκύρης του σπιτιού έχει στην τσέπη του ένα λειτουργημένο ρόδι, που στην Μικρά Ασία το φυλούσαν στα εικονίσματα από τις 14 Σεπτέμβρη, δηλαδή τη μέρα του Σταυρού.


Είναι αυτός που κάνει το ποδαρικό και σπάει το ρόδι. Πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας και να του ανοίξουν. Δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του. Έτσι είναι ο πρώτος που μπαίνει στο σπίτι για να κάνει το ποδαρικό με το ρόδι στο χέρι.


Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί πόδι, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα για να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: «με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά.»


Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες να είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.


Άλλη ευχή που συνηθίζεται να λέγεται κατά το σπάσιμο του ροδιού είναι: «Όσο βαρύ είναι το ρόδι, τόσο βαρύ να είναι το πορτοφόλι μας, όσο γεμάτο καρπούς είναι το ρόδι, να είναι γεμάτο το σπίτι μας με καλά και όσο κόκκινο είναι το ρόδι, τόσο κόκκινη να είναι και η καρδιά μας!»


Η δύναμη του ροδιού


Οι λέξεις ρόδι και ροδιά, εκτός από την προφανή τους ετυμολογική σχέση με τη νήσο της Ρόδου, είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις έννοιες ροή και δύναμη. Η δύναμη λοιπόν αυτού του καρπού είναι χαρακτηριστική στην ελληνική μυθολογία και όχι μόνο, αφού τα ιστορικά δεδομένα που σχετίζονται μ`αυτό τον καρπό είναι ανεξάντλητα.


Στην Αρχαία Ελλάδα πίστευαν πως η δύναμη του ροδιού κρυβόταν στους πολυάριθμους κόκκους του (αφθονία και γονιμότητα), αλλά και στο πορφυρό χρώμα του (χρώμα που φέρνει καλή τύχη). Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως, ακόμη και σήμερα, αποτελεί ένα από τα πιο εκφραστικά σύμβολα της ελληνικής λαογραφίας, με έντονη παρουσία σε κάθε μορφή και έκφραση της παραδοσιακής ζωής.


Τα έθιμα που σχετίζονται με το ρόδι, ποικίλλουν στην πράξη από τόπο σε τόπο και διαφέρουν μεταξύ τους όπως και τα μέρη της Ελλάδας στα οποία το συναντάμε. Τα πιο γνωστά βέβαια είναι η χρήση του στην παρασκευή των κολλύβων, η συμμετοχή του σε διάφορες φάσεις του γαμήλιου εθιμικού κύκλου και φυσικά, το σπάσιμό του την Πρωτοχρονιά ως ένδειξη καλού ποδαρικού για το νέο έτος.



Πηγή: helppost.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου