...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Οι απόκριες στην Αθήνα μιας άλλης εποχής

Οι απόκριες στην Αθήνα μιας άλλης εποχής

 

Γράφει η Έλενα Ντάκουλα 

 



 

 

 

 

 

Κούλουμα στις Κολώνες. Έργο της Άρτεμις Χατζηγιαννάκη

 

Οι Απόκριες στην Ελλάδα, το έθιμο της «μεταμφίεσης», του γλεντιού, της κραιπάλης και της ελευθερίας έχει στις ρίζες του σε γιορτές της αρχαιότητας, όπως τα Διονύσια ή τα Κρόνια, καθώς και σε παγανιστικές τελετουργίες των αρχαίων Ελλήνων. Με την πάροδο των χρόνων άλλαξε μορφή, δέχθηκε ξένες επιρροές, αλλά εξακολουθεί να παραμένει ένα μεγάλο πανηγύρι χαράς και ξεφαντώματος. Μέσω δε της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της ανακάλυψης της Αμερικής, η παράδοση αυτή εξαπλώθηκε σε πολλά μέρη του κόσμου και αποτελεί σημαντικό πολιτιστικό γεγονός. Ένα βασικό χαρακτηριστικό της Αποκριάς ήταν και εξακολουθεί να είναι η προσωρινή αντιστροφή των κοινωνικών ρόλων και συμπεριφορών.

 

Η «αποκρέα» προσδιόριζε την τελευταία μέρα κατανάλωσης κρέατος (από + κρέας), εν όψει της επερχόμενης νηστείας της Σαρακοστής, ενώ την ίδια έννοια έχει και η λέξη «carnival», η οποία, κατά μία εκδοχή, προέρχεται από το λατινικό «carnem levare» ή «carnis levamen», που σημαίνει «διακοπή βρώσης κρέατος». 

 

Οι Απόκριες θεωρούντο μία από τις σημαντικότερες γιορτές της παλιάς Αθήνας και «η μικρή τότε πόλις των πρώτων ετών του αιώνα τις πρόσμενε κάθε χρόνο, όπως το νεαρό κορίτσι, τον πρώτο του χορό» γράφει ο Δ. Σκουζές.

 

Από τον αθηναιογράφο Δ. Καμπούρογλου σώζονται ορισμένες πληροφορίες για τα δρώμενα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και ένα απ’ αυτά ήταν το παιχνίδι του «χάσκα» (αργότερα «ψαρά») που γινόταν συνήθως την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Κάποιος κρεμούσε σε ένα καλάμι ψαρέματος ένα καθαρισμένο αυγό (αργότερα κουλούρι ή ξερό σύκο) και τα παιδιά προσπαθούσαν να το αρπάξουν με το στόμα τους, ενώ αυτός το τραβούσε μακριά. 

 

Σύμφωνα πάντα με τον Καμπούρογλου, οι μεταμφιεσμένοι, οι σημερινοί μασκαράδες, που φορούσαν απαραιτήτως μάσκα, τότε λεγόντουσαν «είδωλα» και «εξετέλουν διαφόρους σατυρικάς σκηνάς», αλλά δύο έχουν εθνολογική σημασία: τα ταράματα και τα ξόανα.

 

Τα ταράματα παρομοιάζονται με λείψανα «βακχικής πομπής». Ένας δηλαδή, άνδρας, μουτζουρωμένος και μεταμφιεσμένος σε ζώο, έτρεχε στους δρόμους και «δαιμονιωδώς παρηκολούθουν αυτόν άλλοι, κραυγάζοντας και κρατούντες διάφορα αντικείμενα». Το δρώμενο αυτό συμβόλιζε το διώξιμο του κακού από την κοινότητα. 

 

Τα ξόανα ήταν «ξύλινα ανδρείκελα» (ένα είδος μαριονέτας) που έκαναν τον γύρο της πόλης, αναπαράγοντας μορφές και σκηνές από την καθημερινή ζωή, σε παραπήγματα που στήνονταν στην Πλάκα ή στου Ψυρρή.

 


Χαλκογραφία του A. Gasparini © scuoladiatene.it

 

Οι απόκριες στην παλιά Αθήνα, οι «χοροί μεταμφιεσμένων» και τα έθιμα

 

Η Αθηναϊκή Αποκριά πήρε μία πιο συγκεκριμένη μορφή από τότε που η πόλη ορίστηκε πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους και άκμασε από τα τέλη της δεκαετίας του 1880 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Αρκετά έθιμα των οθωμανικών χρόνων διατηρήθηκαν, χωρίς να μένουν όμως ανεπηρέαστα από τα αντίστοιχα της δυτικοευρωπαϊκής αστικής κουλτούρας. Εξακολουθούσε να έχει έναν λαϊκό χαρακτήρα, με την σάτιρα ελληνικών και διεθνών γεγονότων να είναι το νέο στοιχείο της. Η πιο συνηθισμένη μεταμφίεση ήταν του «Μακεδόνα» και οτιδήποτε φράγκικο ήταν αντικείμενο σάτιρας. Μέσω των αφηγήσεων περιηγητών ή ιστορικών διαβάζουμε για τις αποκριάτικες φιγούρες καθώς και για τους «χορούς μεταμφιεσμένων», σε αρχοντικά της Αθήνας εκείνης της εποχής, όπως στην οικία Παπαρρηγοπούλου (Κυδαθηναίων 27, στη Πλάκα), όπου έμενε ο πρέσβης της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, Κατακάζης με τη σύζυγό του.

 

Διασκεδαστικό είναι το περιστατικό που περιγράφει στα Απομνημονεύματά του ο τότε Υπουργός Εκκλησιαστικών & Εκπαιδεύσεως, Αλέξανδρος Ραγκαβής, καλεσμένος στον χορό, με αρχαιοελληνικό θέμα, που οργανώθηκε από το ζεύγος Κατακάζη και εκείνος μεταμφιέστηκε άνεμος Ζέφυρος: «Επί τέλους ενέδωκα και ενεδύθην βραχύν χιτώνα, αιθερίως διαφανή και λευκά μεταξωτά πέδιλα αρχαϊκώς περιδεδεμένα και εις τα νώτα ποικιλόχροα πτερά εκ σύρματος και λεπτοφυούς υφάσματος χρωματισμένου και ούτως προσείλκυσα εις τον χορόν πάντων την προσοχήν…». Η μεταμφίεση, αν και υπήρξε επιτυχής, προκάλεσε σχόλια και ιδιαίτερα ο Όθωνας δεν έδειξε πολύ ενθουσιασμένος με αυτή την εμφάνιση του υπουργού του. Ο Ραγκαβής αντιλήφθηκε αμέσως τη δυσαρέσκεια του βασιλιά και ζήτησε από τον υπασπιστή του Όθωνα να του… κόψει τα πτερά για να ησυχάσουν και εκείνος και οι καλεσμένοι… Όταν λίγο αργότερα ο Όθωνας τον ρώτησε ειρωνικά τι τα έκανε τα φτερά, ο Ραγκαβής απάντησε με ετοιμότητα: «Τα κατέθεσα δια του υπασπιστηρίου εις την διάθεσιν της Μεγαλειότητός σας!»

 

Ο Γάλλος αρχαιολόγος Edmond About, στα 1852, ερχόμενος στην Αθήνα, ομολογεί«Δεν είχα δει ποτέ κόσμο να χορεύει με μεγαλύτερη μανία απ’ όσο η καλή ελληνική κοινωνία!… Είναι αλήθεια ότι δεν ταξίδεψα στην Ισπανία… Οι γυναίκες προπάντων είναι ακούραστες…». Στους αποκριάτικους χορούς των τελών του 19ου αιώνα, η μαζούρκα που είχε ξετρελάνει τους Αθηναίους, χορευόταν με τέτοια μανία που η περίοδος εκείνη ονομάστηκε «περίοδος ποδόλυσσας».

 

Καθ’ όλο το διάστημα της Αποκριάς, βασικός πυρήνας των εκδηλώσεων ήταν η Πλάκα και οι Αθηναίοι διασκέδαζαν με διάφορα θεάματα και δρώμενα, όπως την γκαμήλα, τον Φασουλή, τα ρόπαλα, το γαϊτανάκι, τις απαγγελίες του ποιητή του κάρου, την πομπή του «γάμου». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες για πολλά χρόνια δεν συμμετείχαν ενεργά στους εορτασμούς της Αποκριάς και παρακολουθούσαν τα δρώμενα από τα μπαλκόνια ή τα κατώφλια των σπιτιών, μια και η έξοδός τους στον δημόσιο χώρο, ειδικά χωρίς συνοδεία, ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη.

 

Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Δροσίνης«Οι απόκριες στην Πλάκα ήταν η γενική σύναξη των μασκράδων και θυμούμαι ακόμα πως τις δύο τελευταίες Κυριακές, εμείς τα παιδιά, ζητούσαμε να μας φέρουν το μεσημεριανό φαΐ στο παράθυρο για να μη χάσουμε ούτε για λίγη ώρα το ατελείωτο πέρασμά τους. Και τι δεν περνούσε από το παράθυρό μας εκείνο! Η φοβερή καμήλα, […], το γαϊτανάκι με πολλά καλοντυμένα ζευγάρια που το έπλεκαν και το ξέμπλεκαν χορεύοντας πόλκα […].Εκείνο που ξετρέλλαινε τα παιδιά, ήταν η Αρπαγή της Ωραίας Ελένης, με τους χρυσοντυμένους Τρωαδίτες ολόγυρα στην ασπροφόρετη και στεφανωμένη βασίλισσα της Σπάρτης, και τους κονταροφόρους Αχαιούς, που ακολουθούσαν για να πολεμήσουν και να πάρουν πίσω την αρπαγμένη. Και την Καθαρή Δευτέρα γενικό πέρασμα των μασκαράδων, με τις προσωπίδες φορεμένες πίσω από το κεφάλι σαν υπακοή στο τραγούδι που αποτελούσε το πρόσταγμα τής ημέρας που το αντιλαλούσαν πίπιζες και νταούλια.»

 

Ένα κατ’ εξοχήν σύμβολο των αθηναϊκών απόκρεω ήταν η «γκαμήλα», συνοδευόμενη από την καμηλιέρη με το ντέφι του. Επρόκειτο για μία κατασκευή, με ψεύτικο κεφάλι ζώου, με μεγάλα σαγόνια, που ανοιγόκλειαν με την βοήθεια ενός σπάγκου, στηριγμένο σ’ ένα ψηλό ξύλο, που το κρατούσαν δύο-τρεις νεαροί, σκεπασμένοι με προβιά και κουρελούδες, που “σχημάτιζαν” το σώμα της. Αυτοί, με τον ήχο της μουσικής, χόρευαν και με τις κινήσεις τους “ζωντάνευαν” την γκαμήλα, μεταφέροντάς την μέσα στην πόλη. Καθώς η «γκαμήλα» περνούσε από τα στενά σοκάκια της Πλάκας, οι κινούμενοι άνθρωποι, μέσα από τα σωθικά της, άπλωναν τα χέρια τους και άρπαζαν τα κουλούρια του κουλουρτζή και τα πορτοκάλια του πλανόδιου μανάβη.

 

Ο πρώτος και πιο γνωστός κατασκευαστής της αποκριάτικης γκαμήλας ήταν ο Βαγγελάρας, ένας δημοφιλής τύπος από τα Πετράλωνα, για τον οποίον ο Τίμος Μωραϊτίνης είχε γράψει: «Ο Βαγγελάρας άρρωστος, ο γέρω γκαμηλιέρης!/Πού να τον ξέρεις;/Πάντα μουτζούρης έβγαινε με κόκκινο γελέκι/μπρος η γκαμήλα, πίσω αυτός, βαρώντας τουμπελέκι/και τραγουδώντας στα πολλά της γειτονιάς στενά:/”Σιναϊνά! Σιναϊνα! “»


Η Αποκριάτικη γκαμήλα σε δρόμο των Αθηνών, αρχές 20ού αιώνα. Η φωτογραφία είναι από «Τα Αθηναϊκά»

 

Το «γαϊτανάκι» είχε βασικό ρόλο στα αποκριάτικα πανηγύρια. Σύμφωνα με μία εκδοχή, κατάγεται από την βόρειο Ιταλία ενώ σύμφωνα με μία άλλη «ήρθε» στην Ελλάδα μαζί με τους πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Το γαϊτανάκι ήταν ένα ωραίο θέαμα με 12 νέους ντυμένους με παραδοσιακές φορεσιές ή αποκριάτικες στολές, οι οποίοι, υπό τον ήχο της μουσικής, χόρευαν πλέκοντας και ξεπλέκοντας χρωματιστές κορδέλες (τα γαϊτάνια), κρεμασμένες από ένα πανύψηλο κοντάρι, δημιουργώντας χρωματικούς συνδυασμούς. Πολλές φορές πήγαιναν να χορέψουν και μπροστά στο παλάτι, κάτι που ήταν ιδιαίτερα τιμητικό για αυτούς. Οι 12 κορδέλες συμβολίζουν τους δώδεκα μήνες του χρόνου ή τις δώδεκα μυθικές θεές Ώρες, ενώ ο κυκλικός χορός, τον κύκλο της ζωής.

 

Τα ρόπαλα, μία ομάδα από ακροβάτες που πολλοί εξ αυτών είχαν εργαστεί σε τσίρκα του εξωτερικού, γύριζαν από συνοικία σε συνοικία και σε μεγάλες πλατείες και έκαναν τα εντυπωσιακά νούμερά τους, προκαλώντας τον θαυμασμό μεγάλων και μικρών.

 

Ο δε «γάμος» ήταν μία παρέλαση μασκαράδων που γελοιοποιούσαν την πομπή του γάμου. Παρίσταναν τους συμπέθερους, βαμμένοι με έντονα χρώματα στο πρόσωπο, ντυμένοι με παλιά και σκισμένα ρούχα, φορεμένα από την ανάποδη και στην μέση είχαν την νύφη και τον γαμπρό με τα στεφάνια στα κεφάλια τους φτιαγμένα από σκόρδα και κρεμμύδια. Η παρέλαση έκλεινε με τα προικιά (σπασμένες καρέκλες, τρύπια κιλίμια, κατσαρόλια, τενεκέδες κά.) φορτωμένα πάνω σε γέρικα γαϊδούρια. 

 

Παναγιώτης Θεοδοσίους: Ο «ποιητής του κάρρου»

 

Αθηναϊκή Αποκριά χωρίς τον ευρηματικό και υπερδραστήριο Παναγιώτη Θεοδοσίου, τον «ποιητή του κάρρου», όπως τον αποκαλούσαν, δεν εννοείτο. Αυτός ήταν ένας πνευματώδης, μποέμ τύπος, καλλιτέχνης, επιγραφοποιός, σατυρικός ποιητής, θιασάρχης, εκδότης της λαϊκής σατυρικής εφημερίδας ο “Μικρός Ρωμιός” και από τους πρώτους που είχε διακοσμήσει αποκριάτικο άρμα, το οποίο το έσερνε ένα αδύνατο άλογο, ονόματι… Πήγασος. 

Κατά την διάρκεια την Αποκριάς, ο Θεοδοσίου, φορώντας ένα ψηλό μαύρο μουσαμαδένιο καπέλο σαν φουγάρο και μία ξασπρισμένη βελάδα, μετέτρεπε το κάρο του σε υπαίθρια σκηνή και με τον ολιγομελή θίασό του (μπουλούκι), γύριζε στις αθηναϊκές γειτονιές, ανεβάζοντας λαϊκά μονόπρακτα και απαγγέλλοντας αυτοσχέδιους στίχους, σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, κάνοντας τους Αθηναίους να ξεκαρδίζονται από τα γέλια.

 

Μία από τις πιο επιτυχημένες αναπαραστάσεις ήταν εκείνη του «Πανεπιστημίου», με το κάρο να’ χει μετατραπεί σε φούρνο-καμίνι και μέσα σ’ αυτό ο Θεοδοσίου έβαζε κούτσουρα και ο συνεργάτης του, ο Γρίβας, ξεφούρνιζε τούβλα. Οι έξυπνες φάρσες του, οι επιθεωρησιακού τύπου παραστάσεις του, έχουν αφήσει το στίγμα τους στην συλλογική μνήμη του αθηναϊκού παρελθόντος, καθώς επίσης και στην ιστορία του λαϊκού θεάτρου.

 


Γελοιογραφία από μία παράσταση του Ποιητή του Κάρρου. Φωτογραφία από το βιβλίο του Ελ. Σκιαδά, “Ο Ποιητής του Κάρρου”

 

Οι πρώτες επίσημες Αποκριές στην Αθήνα

Οι πρώτες επίσημες Αποκριές γιορτάστηκαν στην Αθήνα το 1887 και οργανώθηκαν από το αποκριάτικο “Κομιτάτο” – μία πολιτιστική κίνηση λογίων, δημοσιογράφων, διανοούμενων, αντιπροσώπων σωματείων και εκλεκτών μελών της αθηναϊκής κοινωνίας που επιθυμούσαν να δώσουν ένα ευρωπαϊκό χρώμα και έναν πιο εξευγενισμένο χαρακτήρα στις Αποκριές, διατηρώντας μεν το λαϊκό στοιχείο, ξεφεύγοντας όμως από την «γκαμήλα», τα ρόπαλα, τον Φασουλή, το γαϊτανάκι, την χονδροειδή σάτιρα ή την χυδαία διακωμώδηση, στοχεύοντας συνάμα στην προσέλκυση επισκεπτών στην πόλη. 

 

Η ιδιωτική αυτή προσπάθεια είχε την αμέριστη συμπαράσταση του τότε δημάρχου Αθηναίων, Δ. Σούτσου. Ζητήθηκε η βοήθεια του λαού και υλική συνδρομή από τραπεζίτες, εμπόρους και πλουσίους. Υπήρξε μεγάλη ανταπόκριση και άριστη συνεργασία μεταξύ λαού και μεγαλοαστών. Καθορίστηκαν αμοιβές και βραβεία για τις καλύτερες μεταμφιέσεις και παραστάσεις, εξελέγη Ελλανόδικος Επιτροπή και στήθηκε η εξέδρα απ’ όπου τα μέλη της θα παρακολουθούσαν την παρέλαση καθώς και μεγάλες εξέδρες για το κοινό που πλήρωνε ένα ποσό για να δει τις παρελάσεις. 

 

Η Βασίλισσα της Αποκριάς και ο Βασιλιάς Καρνάβαλος

Στις 21 Φεβρουαρίου 1888 εγκαινιάστηκε το έθιμο της «Βασίλισσας της Αποκριάς» που μπήκε στην πόλη πάνω σε ένα στολισμένο άρμα. Οι κάτοικοι της Αθήνας την υποδέχθηκαν, προσφωνώντας στίχους του Σουρή: βασίλισσα της ζευζεκιάς/βασίλισσα της τρέλας/των τραγουδιών, των νταουλιών/της τσότρας, της βαρέλας/εμείς οι αντιπρόσωποι/εκάστης συνοικίας/πάσης φυλής και τάξεως/και πάσης ηλικίας/σε υποδεχόμαστε θερμώς/με ανοικτάς αγκάλας/με όλους σου τους υπουργούς/με όλους σου το άλας….

 

Δέκα χρόνια αργότερα (19/02/1899), έκανε την επίσημη εμφάνισή του στην Αθήνα ο Καρνάβαλος μετά της συζύγου του και για πρώτη φορά τα άρματα και οι μασκαράδες παρέλασαν στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, με επικεφαλής το άρμα του βασιλιά Καρνάβαλου. Οι ντελάληδες είχαν σκορπιστεί από νωρίς στις γειτονιές και ειδοποιούσαν τους κατοίκους για την παρέλαση του Καρνάβαλου, φωνάζοντας: «Αθηναίοι και Αθηναίϊσες! Να κλείσετε τα σπίτια σας, τις πόρτες σας και να τρέξετε να υποδεχτείτε στις 2 το απόγευμα τον Καρνάβαλο, τον βασιλέα του γέλωτος, όστις θα μας κάνει την μεγάλη τιμή να επισκεφθεί τον τόπο μας».

 

Η παρέλαση άρχισε από την Ομόνοια και ανέβηκε την Σταδίου με κατεύθυνση προς το Σύνταγμα. Τα πεζοδρόμια είχαν κατακλυστεί από πλήθος κόσμου που έτρεξε να δει την φαντασμαγορική πομπή από μασκαράδες, παλιάτσους με σφυρίχτρες, ροκάνες και καραμούζες, ποδηλατιστές ντυμένους με φανταχτερές στολές, χορωδούς και το τεράστιο, εντυπωσιακό άρμα του Καρνάβαλου που το έσερναν 8 άλογα τα οποία οδηγούσαν ιπποκόμοι ντυμένοι με ομοιόμορφες στολές. Από τα γεμάτα κόσμο μπαλκόνια έπεφταν σαρπαντίνες, χαρτοπόλεμος και λουλούδια και γενικώς επικρατούσε ένας πανζουρλισμός. Την παρέλαση παρακολούθησε ολόκληρη η τότε βασιλική οικογένεια, από τους εξώστες του Υπουργείου Οικονομικών.

 


Καρναβάλι στην Ελλάδα του 1892, έργο του Νικολάου Γύζη. Ο πίνακας βρίσκεται στο Μουσείο της Πόλης των Αθηνών

 

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920, οι Αποκριές ήταν η αφορμή για γλέντια, τραγούδια, χορό, χαρτοπόλεμο και ανθοπόλεμο στους δρόμους και στις γειτονιές. Οι οργανωτές, φρόντιζαν να τηρούνται οι κανόνες, ώστε ν’ επιτυγχάνεται το επιθυμητό, πιο εκλεπτυσμένο, σε σχέση με το παρελθόν, αισθητικό αποτέλεσμα. Πολλές φορές έδιναν οι ίδιοι το καλό παράδειγμα κατασκευάζοντας ή στολίζοντας δικά τους άρματα και άμαξες ή απονέμοντας, σαν επιτροπή, όχι ευκαταφρόνητα χρηματικά βραβεία στις καλύτερες μασκαράτες.

 

Όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, έμπαιναν στο εύθυμο κλίμα της Αποκριάς. Οι συγκεντρώσεις που στήνονταν στα σπίτια, τα υφάσματα/αξεσουάρ των στολών αλλά και ο ρόλος που ο καθένας επέλεγε να υποδυθεί ήταν ανάλογα της κοινωνικο-οικονομικής του τάξης και οι διαφορές ήταν αρκετά εμφανείς.

 

Μεγαλοπρεπείς χοροί μεταμφιεσμένων ή «μπαλ κοστιμέ», όπως τους έλεγαν, δινόντουσαν σε δημόσιους χώρους, σε αίθουσες ξενοδοχείων ή σε πρεσβείες με καλεσμένους εκλεκτά μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας.

 

Ιδιαίτερα δε δημοφιλείς ήταν οι δεξιώσεις μασκαράδων σε αθηναϊκά σαλόνια. Όπως διηγείται ο Γ. Καιροφύλας, «κατά τη διάρκεια της Αποκριάς στο σπίτι του ποιητή Σ. Σουρή – το σαλόνι του ήταν πάντα ανοικτό – πήγαιναν πολλοί μεταμφιεσμένοι γιατί ήθελαν να τον δουν από κοντά και να τον ακούσουν». Πολλά δε γνωστά μέγαρα Αθηναίων, κατά τη διάρκεια της Αποκριάς, δεχόντουσαν μία φορά τη βδομάδα, παρέες μασκαράδων, οι οποίοι συχνά συγκροτούσαν μία ομάδα που σατίριζε κάτι επίκαιρο. Εποχή δε έχουν αφήσει τα «μπαλ καλικό» ή αλλιώς τσίτινοι χοροί (με κουστούμια κατασκευασμένα αυστηρά μόνο από τσίτια), σε διάφορα αρχοντόσπιτα, όπως του διπλωμάτη Ψύχα.

 

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, η οικονομική αστάθεια, οι πολιτικές συγκρούσεις, δεν άφηναν ανεπηρέαστη την Αποκριά μια και ο λαός δεν είχε διάθεση για χορούς και πανηγύρια. Όμως, μόλις η κατάσταση κάπως εξομαλυνόταν το κέφι επανερχόταν, τα αποκριάτικα γλέντια και ξεφαντώματα άρχιζαν ξανά, με τους νέους χορούς από την Ευρώπη και την Αμερική, όπως το Τσάρλεστον, το One-Step, το φοξ-τροξ να ξετρελαίνουν τους Αθηναίους.

 

Το Αθηναϊκό Καρναβάλι από το 1906 έως το 1952 έκλεινε με τον λαμπρό χορό των Συντακτών που δινόταν αρχικά στο Δημοτικό θέατρο και αργότερα στο θέατρο Ολύμπια της οδού Ακαδημίας.

 

Τα γλέντια της Αποκριάς, μέχρι τον Μεσοπόλεμο, κορυφώνονταν την Καθαρή Δευτέρα, με την φωνή των ντελάληδων να διαλαλούν: «Μασκαράδες και πολίται, στις κολώνες να βρεθείτε!» και να τους καλούν να γιορτάσουν τα Κούλουμα στους στύλους του Ολυμπίου Διός.

 


Παρέλαση καρναβαλιού στην Αιόλου, 1910

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αμπού Εντμοντ. Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΟΘΩΝΟΣ “Η σύγχρονη Ελλάδα” 1854, Εκδ.  Συλλογή Αφοι Τολίδη,  Αθήνα, 1980.
  • Γατόπουλος Δημήτρης, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΊΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ, Εκδ. “ΑΕΤΟΣ”, Αθήνα, 1942.
  • Δροσίνης Γεώργιος, Σκόρπια Φύλλα της ζωής μου, Τόμος Α’. Εκδ. ΣΔΩΒ, Αθήνα, 1985
  • Καιροφύλας Γιάννης, Η Αθήνα & οι Αθηναίοι. 1834-1934. Η ζωή στην πρωτεύουσα τα πρώτα εκατό της χρόνια, Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1982
  • Καιροφύλας Γιάννης, Η Αθηναϊκή Αποκριά, Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα,1990
  • Καμπούρογλου Γρ. Δημήτριος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ. Τουρκοκρατία Περίοδος πρώτη 1456-1687.  Εκδ. “ΠΑΛΜΟΣ”,  Αθήνα,  1969
  • Λιδωρίκης Μίλτος. Εζησα την Αθήνα της Μπελ Εποκ.  Εκδ. POLARIS, Aθήνα, 2017.
  • Ποταμιάνος Νίκος, “της αναιδείας θεάματα”. Κοινωνική ιστορία της Αποκριάς στην Αθήνα, 1800-1940.  Εκδ.  Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2020.
  • Σκιαδάς Ελευθέριος, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΡΡΟΥ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Ν. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ « Η ΑΛΛΗ ΟΨΗ» ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, Εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, Αθήνα, 2011.
  • Σκουζές Γ. Δημήτριος, Η Αθήνα που έφυγε. Ομορφιές που χάθηκαν. Αθήνα, 1964.
  •  

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

  • taathinaika.gr: Η ιστορία της αποκριάτικης Γκαμήλας
  • Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα https://www.athensvoice.gr/ και αναδημοσιεύεται με την συγκατάθεση της αρθρογράφου.

 

Πηγή: anamniseis.net

 

Μάσκες, γαϊτανάκια και χοροί: Αποκριά, το έθιμο με τις βαθύτερες ρίζες

Μάσκες, γαϊτανάκια και χοροί: Αποκριά, το έθιμο με τις βαθύτερες ρίζες

 

Από τον διονυσιασμό στα ξόανα και τα άρματα του καρνάβαλου, η Αποκριά είναι συνδεδεμένη με ξέφρενο χορό, μάσκες και τοπικές παραδόσεις.

Αποκριά στην Αθήνα

 

«Ο καβαλιέρος με το μουστάκι γελούσε… Ξαφνικά την έπιασε από τη μέση, την έσφιξε με δύναμη και είπε προσταχτικά:

 

-Βγάλε τη μάσκα σου…

Η Αγαθή πέρασε το χέρι της στ΄ αυτιά και την κατέβασε αργά αργά. Κι εκείνος είχε ζυγώσει το στόμα του στο δικό της. Και πάλι ξαφνικά, την κοίταξε, σούφρωσε τα φρύδια, έκανε μονάχα “α!” τραβήχτηκε και ξαναείπε ήρεμα:

 

-Καλά! Φόρα τη πάλι…»

 

Ο μυστακοφόρος καβαλιέρος, ψιλός, λιγνός, την είδε λυγερόκορμη και φαντάστηκε ένα ταιριαστό πρόσωπο πίσω από την αποκριάτικη μάσκα της. Την πλησίασε και της ζήτησε να στροβιλιστούν στους ήχους ενός παλιού βαλς, «από κείνα που θυμίζουνε καμπάνες εσπερινού», αλλά όταν αντίκρισε το ζαρωμένο, κακοφτιαγμένο πρόσωπο της μεγαλοκοπέλας πίσω από τη μάσκα, ομολόγησε απερίφραστα ότι την προτιμούσε μασκαρεμένη…

 

Στο ευθυμογράφημά του με τίτλο «Η Μάσκα» ο Νίκος Τσιφόρος περιγράφει την απεγνωσμένη απόπειρα της ξεχασμένης στο … ράφι Αγαθής, που «μύριζε ναφθαλίνη και κρεμμυδάκι τσιγαριστό», να ψαρέψει γαμπρό από τη δεξαμενή ενός αποκριάτικου πάρτι στη μεταπολεμική Αθήνα. Αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, η ασφάλεια που της παρείχε η αποκριάτικη μάσκα δεν θα διαρκούσε ισοβίως…

 

Η αλήθεια είναι ότι από τις μαζώξεις των μασκαράδων, που αφθονούσαν εκείνη την εποχή τις μέρες της Αποκριάς, δεν ήταν και λίγοι οι νέοι και οι… λιγότερο νέοι που έβγαιναν ζευγαρωμένοι. Οι τρόποι συγχρωτισμού ανθρώπων, άγνωστων μεταξύ τους, ήταν λιγοστοί κι αν εξαιρέσει κάποιος το κλασικό νυφοπάζαρο των Κυριακών, που σηματοδοτούσε την έναρξη ενός ενδεχόμενου φλερτ με αργή όμως εξέλιξη, τα πάρτι και δη τα αποκριάτικα αποτελούσαν πολύτιμα πεδία γρήγορων γνωριμιών, υπό τη γοητευτική μάλιστα αχλή του μασκαρεμένου, που μπορεί να έκρυβε διαμάντι, μπορεί να έκρυβε και τσίγκο…

 

Αποκριές την παλιά Αθήνα

 

 

Μάσκα: Το απαραίτητο αξεσουάρ του θεού Διονύσου

 

Ο μύθος που θέλει την Αποκριά δεμένη με τον θεό Διόνυσο είναι εξαιρετικά γοητευτικός. Όσο, δε, κι αν παραπέμπει σε χαρά, έκρυθμα ξεφαντώματα και ασυγκράτητες κρασοκατανύξεις, στην πραγματικότητα, κρύβει τη θλίψη και την απέλπιδα προσπάθεια ενός θεού να αποκαλύψει την ουσιαστική του ταυτότητα. Βλέπεις οι θεοί δεν αδικούσαν μόνον ανθρώπους, αλλά και θεούς…

 

Η ιστορία, λοιπόν, της προέλευσης της αποκριάς, έχει ως εξής:

Ο Θεός Διόνυσος γεννήθηκε δύο φορές. Την πρώτη από τη θνητή Σεμέλη, ως καρπός της συνεύρεσής της με τον θεό Δία. Αλλά η ανόητη γυναίκα ζήτησε να θαυμάσει τον παντοδύναμό εραστή της σε όλο το εύρος του μεγαλείου του κι εκείνος της έστειλε έναν κεραυνό και την έκαψε. Πήρε τότε ο Δίας το βρέφος και το έραψε στον μηρό του, απ΄ όπου ο Διόνυσος γεννήθηκε για δεύτερη φορά με εξολοκλήρου θεϊκή υπόσταση, μπαίνοντας, ωστόσο, στο στόχαστρο της Ήρας, που δεν προλάβαινε να μετράει τις μπερμπαντιές του Δία. Κυνηγημένος, λοιπόν, ο Διόνυσος και υπό τη φροντίδα της θείας του (Ινώ), της αδελφής της Σεμέλης, διέτρεξε Ελλάδα και Ανατολή κι όταν κάποτε θέλησε να επιστρέψει στον τόπο του έγινε δεκτός ως ξένος, σε μία στρεβλή απόδοση του πραγματικού λόγου για τον οποίο είχε γεννηθεί: φορώντας μάσκα και ρίχνοντας σε έκσταση όσους τον συναντούσαν -κατά τη διάρκεια της λατρείας, που απευθυνόταν στη θεϊκή του φύση- προσπαθούσε να αποκαλύψει τον άλλο εαυτό του, τον ξένο, που έκρυβε μέσα του (σε μία αντιστοιχία, ίσως της εσωτερικής διαδρομής του καθενός μας).

 

 

Θεός Διόνυσος

 

Έτσι, ο Διόνυσος εξαφάνιζε τα σύνορα, ενσάρκωνε τα αντίθετα και καταργούσε τις κατηγορίες «άνδρας-γυναίκα» (συχνά εμφανίζεται με τη γυναικεία φύση του, φορώντας πέπλο), ή «άνθρωπος-ζώο» (εξ αυτού, η ακολουθία του αποτελείται από τραγοπόδαρους Σατύρους και συχνά έτσι απεικονίζεται και ο ίδιος), ή και «ζωντανός-νεκρός» (τα Ανθεστήρια, που κατά κανόνα είναι αφιερωμένα στον Διόνυσο, είναι η γιορτή κατά την οποία οι νεκροί αναμειγνύονται με τους ζωντανούς) και ασφαλώς «ελεύθερος πολίτης-σκλάβος» (στις δικές του γιορτές συμμετέχουν άπαντες).

 

Στην αρχαία Αθήνα, ο θεός γιορταζόταν υπό τη σκιά των στύλων του Ολυμπίου Διός, με κρεοφαγία (σφάγια προερχόμενα από θυσίες στον θεό) και υπερκατανάλωση, τις περισσότερες φορές ανέρωτου οίνου. Τα μέλη του κώμου, δηλαδή η ακολουθία των ανδρών, έπιναν άφθονο κρασί και χόρευαν στους ήχους του αυλού και της βαρβίτου (έγχορδο όργανο, παραλλαγή της λύρας). Οι δε Μαινάδες, οι υμνήτριες του Διόνυσου, που κρατούσαν θύρσο (ευθύγραμμο ραβδί με φουντωτό άνθος κισσού και αμπέλου στην κορυφή) και κανθάρους (σπονδικά κύπελλα) εμφανίζονταν άλλοτε σοβαρές και συνετές και άλλοτε παραδομένες σε παραλήρημα.

 

Ο διονυσιασμός ταξίδεψε ανά τους αιώνες συντηρώντας τους πολλούς και διαφορετικούς μύθους τού -έτσι κι αλλιώς ποικιλοτρόπως- ενδεδυμένου θεού, που κληροδότησε ως βασικό αξεσουάρ του γιορτασμού του τη μάσκα. Ώσπου συναντήθηκε με τη χριστιανική παράδοση και αναβαπτίσθηκε ως Αποκριά, δηλαδή θορυβώδης… διακήρυξη αποχής από το κρέας στο άνοιγμα της Σαρακοστής. Αλλά ακόμη κι αν αυτή η αποχή στοχεύει στον καθαρμό του σώματος ενόψει Πάσχα, δεν πιστώνεται αποκλειστικά στη Χριστιανοσύνη. Αρκετοί λαογράφοι βρίσκουν σύνδεση με τις θυσίες των διονυσιακών γιορτών.

 

Η «θυσιαστική μαγειρική», κατά την αρχαιότητα, επέβαλε πρώτα το ψήσιμο του σφαγίου στο πυρ του βωμού, προκειμένου αυτό να απαλλαχθεί από κάθε μιαρό φορτίο, και ακολούθως τον βρασμό του και διαμοιρασμό του στους πολίτες. Στην περίπτωση του Διονύσου, όμως, ο (άλλος) μύθος θέλει τους Τιτάνες να παγιδεύουν, να συλλαμβάνουν τον Θεό και ακολούθως, πρώτα να βράζουν τα μέλη του κι ύστερα να τα ψήνουν πριν τα καταβροχθίσουν. Το μόνο όργανο που γλιτώνει από τη βουλιμία των Τιτάνων είναι η καρδιά, την οποία σπεύδει να μαζέψει ο Απόλλων και από αυτήν να δημιουργήσει το ανθρώπινο είδος. Μέσω ενός εγκλήματος, η πράξη των Τιτάνων -που επιπλέον δεν φρόντισαν να απαλλάξουν το κρέας από το μιαρό φορτίο του- σφραγίζει μία θυσιαστική διαδικασία με το στίγμα του φόνου. Ο μύθος στέλνει τους Τιτάνες στο πυρ το εξώτερον… Ως εκ τούτου, με την καταδίκη τους, καταδικάζεται και κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά που στοχεύει στη θανάτωση ζώων προκειμένου να τραφούν άλλα όντα.

 

Από τον Διονυσιασμό στο γαϊτανάκι

 

Οι πηγές αναφέρουν πως ο χώρος των στύλων του Ολυμπίου Διός συνδέθηκε με τον εορτασμό της έναρξης της Σαρακοστής έως και τη λήξη του β΄παγκοσμίου πολέμου. Ίσως χάριν της μεγάλης αγκαλιάς του που έκλεινε πλήθος γλεντοκόπων στην Αθήνα, η οποία οικοδομείτο με αργούς ρυθμούς, ίσως πάλι να έφταιγε και ο αόρατος μίτος, που τον κρατούσε δεμένο με κείνες τις πολύ μακρινές διονυσιακές γιορτές.

 

Σε επιστολή με ημερομηνία 25 Φεβρουαρίου 1839 προς τον πατέρα της, Παύλο Φρειδερίκο Αύγουστο του Ολδεμβούργου, η βασίλισσα Αμαλία, περιγράφει από την Αθήνα: «... Την άλλη μέρα άρχισε η ελληνική νηστεία. Είναι έθιμο αυτή την ημέρα όλοι να βγαίνουν έξω, να πηγαίνουν στον ναό του Ολυμπίου Διός και να κάθονται στην εξοχή, άλλοι κάτω από τους κίονες και άλλοι στα χωράφια και στους λόφους και να τρώνε νηστίσιμα φαγητά τραγουδώντας και χορεύοντας. Βγήκαμε κι εμείς εκεί έξω έφιπποι και οι άνθρωποι ήταν απερίγραπτα εγκάρδιοι. Ένας άνδρας έφερε στον Όθωνα μία ξύλινη κανάτα με κρασί να πιει».

 

Οι πολίτες, λοιπόν, εδώ υποδέχονταν τις Απόκριες για κοντά έναν αιώνα. Τρωγόπιναν, χόρευαν, χαίρονταν. Μόνο ο ήρωας του Τερζάκη στη «Μενεξεδένια πολιτεία» του θα αγανακτούσε αργότερα «με όλο αυτό το πανηγύρι, τη φαιδρή και ανόητη όψη των ανθρώπων, που διασκεδάζουν» βαδίζοντας προς την περίοδο των παθών του Χριστού…

 

Μετά τον αγώνα της Ανεξαρτησίας, το 1821, η Αθήνα δεν μετρούσε περισσότερους από 5.000 ανθρώπους. Το 1834, όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα ο αριθμός των κατοίκων της είχε διπλασιαστεί και έβαινε αυξανόμενος. Ξένοι κι Έλληνες της διασποράς, Φαναριώτες, αριστοκράτες του Όθωνα, οικογένειες των αγωνιστών του ΄21 βρέθηκαν να συνυπάρχουν σε μία πόλη που πάλευε να στήσει τις βασικές υποδομές της.

 

Την Αποκριά, που γλύκαινε ο καιρός, η «ανώτερη τάξη» διασκέδαζε στις γιορτές που οργάνωνε το Παλάτι στις μεγάλες αίθουσές του, αλλά οι «πληβείοι» ξεχύνονταν στο ύπαιθρο χορεύοντας και τραγουδώντας. Ακόμα κι αυτοί της μεσαίας τάξης, που δέχονταν στα σπίτια τους μασκαράδες και τους κερνούσαν ρετσίνα και καμμία φορά ξηρούς καρπούς και πίτες, βγαίναν έξω και συγχρωτίζονταν με το ξεσαλωμένο πλήθος.

 

Υπό την επιρροή των Οθωμανών ακόμη, εκείνοι που ετοιμάζονταν για την αποκριάτικη έξοδό τους έφτιαχναν στολές εμπνευσμένες από την αρχαιοελληνική παράδοση και την καθημερινή ζωή. Ντύνονταν τομάρια ζώων, φουστανέλες και αυτοσχέδια πανωφόρια, βάφονταν με καρβουνόσκονη και έκρυβαν τα πρόσωπά τους πίσω από συνήθως φοβιστικές χειροποίητες μάσκες.

 

Σε άλλη επιστολή της με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1842 προς τον πατέρα της, η Αμαλία αναφέρεται σε μπαλ μασκέ, που οργάνωσε ο Αυστριακός απεσταλμένος: «Δεν μας κάλεσαν, δεν το αποτόλμησαν, είπαν, αλλά μήνυσαν ότι θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους ευτυχείς αν θα θέλαμε να πάμε μόνο για μια στιγμή να δούμε τους μεταμφιεσμένους […] Ο Όθων άρπαξε ευχαρίστως την ευκαιρία. Διασκεδάσαμε πολύ. Μεταξύ άλλων, ήταν τέσσερις μαρκησίες που φορούσαν φούστες με σύρμα στο στρίφωμα και είχαν πουδραρισμένα μαλλιά. Η Βήζενταου ήταν όμορφη, με κοστούμι που παρίστανε μία χωριατοπούλα […] Μερικοί κύριοι από τους καλεσμένους έπαιξαν μία αποκριάτικη φαρσοκωμωδία. Οι καλεσμένοι χόρεψαν πάρα πολύ. Με αυτόν τον τρόπο τελείωσαν οι δικές μας απόκριες, γιατί οι ελληνικές διαρκούν τέσσερις εβδομάδες».

 

Ο ακαδημαϊκός Δ. Καμπούρογλου(ς) εξηγεί πως κατά την Αποκριά της εποχής, απαραίτητη ήταν η χάσκα, «δηλαδή, ανήρτα τις εκ καλάμου δια νήματος εν καθαρισμένον αυγόν, απαράλλακτα όπως σήμερον ο λεγόμενος ψαράς κρεμά εν ξηρόν σύκον. Τούτο εγίνετο ιδίως την τελευταίαν Κυριακήν». Το περιέφερε, λοιπόν, ο μασκαράς – ψαράς στις γειτονιές, στοχεύοντας σε στόματα πιτσιρικάδων που πηδούσαν να φτάσουν την άκρη του νήματος και να φάνε το αυγό (όπως άλλωστε η παράδοση επιτάσσει για την Κυριακή της Απόκρεω, ως τελευταίας μέρας κατανάλωσης ζωικής τροφής).

 


Αποκριές στα προσφυγικά

 

«Ο λαός ηρκείτο εις τα κοινάς και θεσπισμένας δημοσίας τελετάς των βασιλικών και εθνικών και θρησκευτικών εορτών και των εξ έθους καθιερωμένων πανηγύρεων, οίαι αι των Απόκρεων και της λαϊκωτάτης Καθαράς Δευτέρας, ότε από της προηγουμένης ο κήρυξ διελάλει την έμμετρον πρόσκλησιν… Μασκαράδες και πολίται, στις Κολώνες να βρεθήτε» περιέγραφε ο Μπάμπης Άννινος στο «Αι Αθήναι του 1850 – Εντυπώσεις δύο Γάλλων περιηγητών. Μάξιμος Δυκάν – Γουσταύος Φλωμπέρ».

 

Στην πορεία των χρόνων, το ξεφάντωμα των μασκαρεμένων χαροκόπων μετατέθηκε στα στενά της Πλάκας. Οι αποκριάτικες εκδηλώσεις έπιαναν από του Ψυρρή κι έφταναν ίσαμε την πλατεία Φιλομούσου. Από το δεύτερο μισό του 19ου αι., και ακριβέστερα το 1887, όταν πρωτοσυστήθηκε το «κομιτάτο της Απόκρεω», δηλαδή μία εκλεγμένη επιτροπή (με επικεφαλής τον δήμαρχο της Αθήνας), που οργάνωνε τις αποκριάτικες εκδηλώσεις, ο γιορτασμός πήρε χαρακτήρα επίσημο και η συμμετοχή όλων των πολιτών κατέστη σχεδόν επιβεβλημένη. Μόνον οι κυρίες απείχαν, γιατί, βλέπεις, η γυναίκα δεν είχε βρει ακόμη τη σειρά της… Ντόπιοι και συντοπίτες από την περιφέρεια συγκεντρώνονταν μασκαρεμένοι στους δρόμους της πόλης και διασκέδαζαν μέχρι πρωίας.

 


Το κομιτάτον των Αποκρεών

 

Γράφει ο Δροσίνης στα «σκόρπια φύλλα της ζωής» του…

«Στην Πλάκα ήτον η γενική σύναξη των μασκαράδων και θυμούμαι ακόμα πως τις δύο τελευταίες Κυριακές εμείς τα παιδιά ζητούσαμε να μας φέρουν το μεσημεριανό φαΐ στο παράθυρο για να μη χάσωμε ούτε για λίγη ώρα το ατελείωτο πέρασμά τους. Και τι δεν περνούσε από το παράθυρο εκείνο! Η φοβερή καμήλα […]. Το γαϊτανάκι με πολλά καλοντυμένα ζευγάρια, που το έπλεκαν και το ξέπλεκαν χορεύοντας Πόλκα…».

 

Η καμήλα εντασσόταν τα περίφημα «ξόανα» (ξύλινα ανδρείκελα, που συνήθως τα κατασκεύαζαν στο πλάτωμα του Ψυρρή, όπου τότε υπήρχε χώρος και έβγαιναν στους δρόμους προκαλώντας ταραχή). Ήταν μία κατασκευή με ξύλινο κορμό, που θύμιζε καμήλα, ντυμένη με κουρελούδες και τομάρια, την οποία ζωντάνευαν μασκαράδες κρυμμένοι στην… κοιλιά της. Περιφερόταν στου Ψυρρή και την Πλάκα, ανοιγοκλείνοντας το στόμα της και πειράζοντας τους περαστικούς. Μία αντίστοιχη κατασκευή με αντίστοιχο χαρακτήρα ήταν και η αρκούδα («τούτων μέχρις ημών διεσώθη η των αγυιοπαίδων απολαυστικωτάτη καμήλα και η αρκούδα» καταγράφει ο Θ. Ν. Φιλαδελφεύς).

 

Αλλά υπήρχαν και τα «ταράματα», που όπως μαρτυρά ο Καμπούρογλου(ς) ήταν κι αυτά, όπως και τα ξόανα, εθνολογικής σημασίας. Επρόκειτο για κατάλοιπο βακχικής πομπής και δεν ήταν άλλο από ανθρώπους μεταμφιεσμένους σε ζώα που έτρεχαν σαν δαίμονες στους δρόμους και τρόμαζαν τον κόσμο κρώζοντας και κραδαίνοντας διάφορα θορυβώδη αντικείμενα.

 


Η καμήλα της Αποκριάς

 

Το 1878, ο Νικόλαος Γύζης θα αποτυπώσει στον καμβά του με μοναδικό τρόπο μία «Αποκριά στην Αθήνα». «Ταράματα», μασκαράδες ντυμένοι με τομάρια, εισβάλλουν σε ένα αθηναϊκό σπίτι τη στιγμή που η οικογένεια απολαμβάνει το γεύμα της. Ο φόβος στα παιδικά πρόσωπα και η ευθυμία σ΄ εκείνα των ενηλίκων αναμειγνύονται με τις μάσκες και τα μπαλόνια, αποτυπώνοντας τα χαρακτηριστικά μίας χαρούμενης γιορτής.

 

Τα ζωοτόμαρα γίνηκαν φράγκοι και τα όανα άρματα

Τους κατοπινούς οθωνικούς χρόνους, η Αποκριά με τους μασκαράδες της άλλαξαν όψη. Η βαυαροκρατία φύσηξε δυτικό αέρα στην Ελλάδα και οι στολές εξευρωπαΐστηκαν. Τώρα πια οι καρναβαλιστές έτρεχαν στους δρόμους ντυμένοι ιππότες, Βενετσιάνοι, Φράγκοι… Ο τόπος μπήκε σε τροχιά πολιτικών ζυμώσεων και εκλογικού πυρετού. Οι μασκαράδες λειτουργούσαν κριτικά απέναντι στην εκάστοτε εξουσία, μιμούνταν τους πολιτικούς και ντύνονταν σαν κι αυτούς.

 

Το γύρισμα του αιώνα σηματοδοτεί αλλαγές και για την Αποκριά, με βασική τη συμμετοχή της γυναίκας, αρχικά σε κλειστούς χώρους, εντός και εκτός βασιλικής αυλής. Δεν θα αργήσει να βγει και στους δρόμους ντυμένη με όμορφα φορέματα, συνήθως μαρκησίας ή δούκισσας, κρυμμένη πίσω από κάποια καλαίσθητη μάσκα και πάντα συνοδευμένη από καβαλιέρο. Πολύ σύντομα θα «μετατραπεί» σε κολομπίνα, πιερότο, αρλεκίνο, αλλά και σε άνδρα (έχει ξεκινήσει, άλλωστε, η γυναικεία χειραφέτηση), σατιρίζοντας το «ισχυρό φύλο».

 

Προϊόντος του χρόνου τα ξόανα γίνονται άρματα, τα ταράματα «εκπολιτίζονται» και δεν μοιράζουν πια αδιακρίτως τα πειράγματά τους. Η αμφίεση γίνεται χρυσοφόρα βιομηχανία παραγωγής αποκριάτικων στολών που πωλούνται ή νοικιάζονται. Κάθε ελληνική πόλη καθιερώνει τον δικό της εορτασμό και γράφει τη δική της σελίδα στη λαογραφία. Όσο για την Πλάκα, το κομμάτι της Αθήνας, όπου κάποτε χτυπούσε δυνατά η καρδιά της Αποκριάς, θα προσπαθεί ισοβίως -και όχι πάντα επιτυχώς- να ισορροπήσει τον εμπορικό, τουριστικό της χαρακτήρα με τον λαογραφικό.

 

Πηγή: https://olafaq.gr/newspaper/greece/apokria-to-ethimo-me-tis-vathyteres-rizes/