...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

Ο Ιούλιος στην Eλληνική Παράδοση

 

Ο Ιούλιος στην ελληνική παράδοση


Ο έβδομος μήνας του Γρηγοριανού Ημερολογίου, με διάρκεια 31 ημερών. Πήρε το όνομά του από τον Ιούλιο Καίσαρα, δημιουργό του Ιουλιανού Ημερολογίου.

Αρχικά ήταν ο πέμπτος μήνας του Ρωμαϊκού Ημερολογίου, εξού και η ονομασία του Quintilis (Πέμπτος). Με την προσθήκη των μηνών Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου από τον Νουμά Πομπίλιο, έγινε ο έβδομος μήνας του Ρωμαϊκού Ημερολογίου. Ιούλιος ονομάσθηκε με πρόταση του Μάρκου Αντωνίου, που αποδέχθηκε η Ρωμαϊκή Σύγκλητος μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα.

ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:

ΑλωνάρηςΑλωνάρης, Αλωνιστής, Αλωνητής, Αλωνητής, Αλωνιάτης και Αλωνεύτης, διότι την εποχή αυτή γίνεται το αλώνισμα των δημητριακών.

Οσο διαρκεί ο αλωνισμός, «δεν κάνει να αλωνίζει ολοένα ο ίδιος αλωνιστής.

Εναλλάσσεται με τη γυναίκα του και το παιδί, ενώ αυτός ξεκουράζεται στ’ αμπλήκι, ένα δέντρο που υπάρχει φυτεμένο κοντά στο αλώνι γι’ αυτό το σκοπό.

Οι ξένοι που τύχαινε να περάσουν, έπρεπε να ευχηθούν μόνο: «Ώρα καλή, χίλια μόδια», ή «Χίλια μόδια, και το αγώι χώρια», κι ο αλωνιστής απαντούσε: «Να ‘σαι καλά, Φχαριστούμε».

Μόλις μάζευαν το λειώμα ή μάλαμα (καθαρό σιτάρι) σ’ ένα σωρό, νίβονταν όλοι, και ράντιζαν και το σωρό.

«Δεν έκανε να έρθει η γυναίκα με ρόκα, γνέθοντας, στ’ αλώνι», γιατί «ήταν ξωτικιά και έδιωχνε τον άνεμο, και δεν μπορούσαν να ανεμίσουν, να λιχνίσουν.

Την τελευταία ημέρα και αφού απολούσαν τα βόδια, πρόσεχαν που θα ξυθεί, το μεγαλύτερο στα χρόνια βόδι. Εάν ξυνόταν στο κεφάλι, ο χειμώνας θα ήταν «πρώιμος», στη μέση «βαρυχειμωνιά στο μέσο του χειμώνα» και αν στην ουρά, ο χειμώνας θα ήταν «όψιμος».

Με το νέο αλεύρι έφτιαχναν πρώτα μια λειτουργιά, για να την ευλογήσει ο παπάς. Κι απ’ το πρώτο ζυμάρι, παρασκεύαζαν ένα ιδιαίτερο κομμάτι, το «κλικούδ’», και το άφηναν στη βρύση του χωριού. Εκείνη που πρώτη θα πήγαινε να πάρει νερό και έβρισκε το καινούριο ψωμί, έπρεπε να το μοιράσει στις γυναίκες που θα τύχαινε να πάνε κι αυτές για νερό.

Το αλώνισμα ωστόσο, είναι το βασικό περιεχόμενο και η εμπειρία του μήνα Ιούλη αλλά και οι κίνδυνοι που απειλούν αυτή την εποχή την νέα σοδειά που βρίσκεται πι στο τελευταίο στάδιο της επεξεργασίας της. Μετά το αλώνισμα και το λίχνισμα το σιτάρι είναι πλέον έτοιμο να μετρηθεί και να μπει στις αποθήκες και αποτελεί για κάθε γεωργική οικογένεια την ελπίδα της για επιβίωση.

Την εποχή αυτή όπως μας λένε οι χωρικοί της Αρτοτίνας «σμίγουν τα δύο ψωμιά»: το παλιό με το καινούργιο. Είναι δύσκολη εποχή γιατί σώνεται η παλιά σοδειά και ο γεωργός δεν έχει πεντάρα, είναι «πανί με πανί» όπως λένε. Γι αυτό ο σωρός του φρεσκοαλωνισμένου, φρεσκολιχνισμένου σιταριού είναι για τον γεωργό το πιο πολύτιμο πράγμα και πρέπει να το προφυλάξει από κάθε κακό. Κάθε τόπος έχει τα δικά του έθιμα και τις δοξασίες που συνδέονται με το σωρό του σιταριού και το πρώτο ψωμί που θα ζυμωθεί με το καινούργιο σιτάρι. Στην Θράκη το πρώτο ψωμί το κάνουν κουλούρι και το λένε τζιτζιροκούλουρο, γιατί το προσφέρουν στον τζίτζιρα, ο οποίος συνοδεύει με το τραγούδι του τους θεριστάδες και τους αλωνιστάδες.

Το σωρό του σιταριού, συνήθως, τον σταυρώνουν και μπήγουν στη κορφή του ένα φτυάρι. Ύστερα προχωρούνε στο μέτρημα, παίρνοντας τις προφυλάξεις που χρειάζονται με τελετουργικό τρόπο για να μη τους πιάσει το μάτι.

Στα αλώνια ο γεωργός πλήρωνε τα χρέη του σε είδος. Και πρώτα από όλα πλήρωνε το χρέος του στο κράτος – την δεκάτη – όπως έλεγαν παλιά, δηλαδή το 1/10 της σοδειάς του. Έρχονταν ο δεκατιστής (φοροεισπράκτορας) ο οποίος κρατούσε μια μεγάλη ξύλινη σφραγίδα και σφράγιζε. Από ότι έμενε έπρεπε να βγει το αγροφυλακιάτικο (έξοδα για αγροφύλακα), το παπαδικό, το νεροφοριάτικο (υδρονομείς), το αλωνιάτικο και το γυφτιάτικο (έξοδα γι τα σιδερένια εργαλεία). Ότι περίσσευε από τα ξικέματα (προηγούμενες αφαιρέσεις) ο κακόμοιρος το

κοφίνιαζε (αποθήκευε στα κοφίνια). Αν μάλιστα το σιτάρι ήταν σεμπρικό (αν καλλιεργούσε το χωράφι για λογαριασμό άλλου) και έπρεπε να μοιράσει στα δύο, τότε φανταστείτε τι του έμενε.

· Στα ορεινά της πατρίδας μας συναντάται και με την ονομασία Θεριστής, καθώς λόγω των ψυχρού κλίματος ο θερισμός γίνεται τον Ιούλιο.

Στον Πόντο Ιούλιος ή Χορτοθέρτς. Τι έκαναν οι Πόντιοι τον μήνα αυτό:

Στον Πόντο ο Ιούλιος λεγόταν Χορτοθέρτς, γιατί ήταν ο μήνας του θερισμού των χόρτων έτσι έλεγαν:

«Έρθεν και ο Χορτοθέρτς. Έπαρ’ το καγάν’ (δρεπάνι) σο χερ’ τσ’ (χέρι σου)».

Στην Κερασούντα, Κοτύωρα, Τρίπολη, Χαλδία και Σάντα τον έλεγαν ο Χορτοθέρης, ενώ στηνΤραπεζούντα Χορτοθέρ’ς, αλλά και Χορτοθέρης.

Στα Σούρμενα και στη Ματσούκα λεγόταν (Θερ’νός και στην Κρώμνη και με τα δύο ονόματα.

Θερ’νός μας παραδίδει και ο Φαίδων Κουκουλές ότι λεγότανε στον Πόντο, γράφοντας τα εξής: «Πόσον τούτο είναι ακριβές δεικνύει ότι κατά μεν τους βυζαντινούς χρόνους με τον θερισμόν σχετίζεται ο Ιούλιος, ο εν Πόντω Θερ’νός λεγόμενος».

Το όνομα Χορτοθέρης (Ιούλιος) παράγεται από το ουσιαστικό χόρτον και το ρήμα θερίζω. Από το όνομα αυτού του μήνα έχουμε και τα παράγωγα, το επίθετο χορτοθερέσιν, που σημαίνει αυτό που παράγεται κατά το μήνα Ιούλιο επίσης, το χορτοθέριν, που σημαίνει α) τόπος θερισμού, κατάλληλος για θέρισμα και β) τόπος θερισμένος.

Και όπως συνήθως το καθετί στην πατρίδα μας έδινε αφορμή για τραγούδι και για παροιμιώδεις φράσεις, έτσι έγινε και με τους μήνες, από τα ονόματα των οποίων φαίνεται και το ξεχωριστό χαρακτηριστικό του καθενός σχετικά με τις φυσικές του ενέργειες:

«Ο Μάρτ’ς μαραίν’ τα μάραντα, Απρίλτς τα μανουσάκια, ο Χορτοθέρτς τα χορτάρα κι Αύγουστον παλικάρα».

1) Θέρισμα

Ο Ιούλιος λοιπόν ήταν ο μήνας του θερισμού.

Στον Όφη το λέγανε δροπάν’ και στη Νικόπολη δερπάντιν, ένα μικρό δρεπάνι με μακρουλό χέρι.

Πιο σπάνια χρησιμοποιούσαν την κερεντή, ένα μεγάλο δρεπάνι με λαβή, με την οποία θέριζαν όρθιοι και συνήθως τη χρησιμοποιούσαν για χόρτα ή τριφύλλι.

Το θέρισμα, κατά το πλείστον, γινόταν από γυναίκες και νέες κοπέλες, που με πολλή χαρά και με τραγούδια θέριζαν, χωρισμένες σε ομάδες, από το βράδυ. Τα τμήματα που θέριζαν από τη μια άκρη ως την άλλη άκρη του χωραφιού τα λέγανε αμνούς. Όταν ο αμνός άρχιζε με μεγάλο πλάστη συνέχεια στένευε και τελείωνε σε γωνία, λεγόταν ξιφάρ’.

Οι θεριστές και οι θερίστριες κρατούσαν με το δεξί χέρι το δρεπάνι, ενώ με το αριστερό τα στάχυα που κόβανε, ώσπου να συμπληρωθεί ένα χερόβολο. Δύο – τρία χερόβολα έκαναν ένα δεμάτ’ (δεμάτι) κι αυτά τα μάζευαν όλα και σχημάτιζαν τα θεμώνια (θημωνιές).

Καθώς παρατηρούσαν τις κοπέλες να θερίζουν σι Πόντιοι, επαινούσαν την αγαπημένη τους τραγουδώντας:

«Σον Αϊ-Λίαν αφκακέσ’ θερίζ’ τ’ εμόν τ’ αρνόπον

και ντ’ έμορφα και νόστιμα κρατεί το καγανόπον».

Όταν άρχιζε το θέρισμα, έστηναν όρθιο το πρώτο δεμάτι, κι αυτός που το έκανε αυτό ευχόταν καλή αρχή, ενώ οι άλλοι θεριστές απαντούσαν άμποτε και τον χρόνου.

Όταν τελείωνε με το καλό ο θερισμός, κρεμούσαν μπρος στην πόρτα τους το αποθέρ’, δηλ. ένα δεμάτι στάχυα με καρπούς, καλλιτεχνικά δεμένο, ενώ ο ιδιοκτήτης του χωραφιού φιλοδωρούσε τη θερίστρια, που πρώτη έβαζε μπρος στα πόδια του το πρώτο χερόβολο

Ο λαός δεν άφηνε ασχολίαστη κι αυτή την παρουσία του ιδιοκτήτη στο χωράφι την ώρα του θερισμού, κι έτσι έγινε το τραγούδι:

«Θερίστ’ αργάτ’ θερίστ’ αργάτ’, θα σπάζω την κοσσάραν

κι αν ‘κι τελείται το χωράφ’, θα σπάζω την κασκάραν»

2) Αλώνισμα

Οι γυναίκες, όταν τελείωνε το θέρισμα, φορτώνονταν τα δεμάτια, αφού τα έκαναν σαλάκα και τα πήγαιναν στ’ αλώνια, εκεί όπου θα γινόταν το αλώνισμα.

Το αλώνιν, έτσι λεγόταν στην Κερασούντα, Οινόη (Ούνγια), Νικόπολη, Τρίπολη, αλών’ στα Κοτύωρα (Ορντού), Τραπεζούντα, Χαλδία, και αλώνιν ή αλώνι στη Νικόπολη.

Το αλώνι ήταν ένας συμπαγής κυκλικός χώρος που τον γάνωναν, δηλ. άλειφαν με χώμα ή πηλό το έδαφος, το έβρεχαν και μετά πατούσαν καλά την επιφάνειά του με μια πέτρα κυλινδρική, το κυλίντρ’.

Αφού τα ετοίμαζαν όλα, οι γεωργοί έλεγαν, εκρέμ’σα σ’ αλών’, δηλ. άπλωσα τα στάχυα στο αλώνι για αλώνισμα.

Συνήθως το αλώνισμα γινόταν με βόδια, όπως φαίνεται κι από τη φράση τα καλά τα βούδα αγλήγορα κόφ’νε τ’ αλών’.

Στα βόδια περνούσαν το αλωνοζύγονον (Χαλδία), δηλ. τον ειδικό ζυγό για το αλώνισμα, για να σύρουν από πίσω τους τα δουκάνια ή το τυκάν’ (Τραπεζούντα), τουκάνιν (Κερασούντα), τουκάν’(Κοτύωρα), Σάντα, Τραπεζούντα, Χαλδία), τοκάν’ (Χαλδία). Η λέξη παράγεται από το τυκάνιον, που προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό η τυκάνη.

Το τυκάν’ ή τα δουκάνα απαρτιζόταν από δύο παράλληλα χοντρά σανίδια ενωμένα, που έφεραν από την κάτω επιφάνεια σφηνωμένους αιχμηρούς πυριτόλιθους ή κοφτερές σιδερένιες λάμες (βλ. «Λαογραφικά Λαραχανής», σελ. 22), για να χωριστεί ο καρπός από τα στάχυα.

Με τον ίδιο τρόπο άλλωστε οι χωρικοί αλώνιζαν και στην περίοδο της γερμανικής κατοχής σε χωριά της Μακεδονίας και αλλού. Για να ενισχύσουν μάλιστα το βάρος επάνω στο τυκάν’, ώστε να γίνει πιο εύκολος ο χωρισμός ου καρπού, τοποθετούσαν επάνω του κάποιο παιδί, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα διασκεδαστική για τα παιδιά, ιδίως αν τους έδιναν στο χέρι τοβουκέντρ’ (=ραβδί που κέντριζαν τα βόδια) και τα κερατίδια (= το σχοινί που δένουν στα κέρατα του βοδιού για να το οδηγούν), για να κρατούν τα ζώα. Καθώς οι γεωργοί αλώνιζαν, προέτρεπαν τα ζώα με διάφορα επιφωνήματα, ώσπου να τελειώσουν το αλώνισμα.

Στη συνέχεια γινόταν το βόρισμαν ή ιβόρισμα, ή εβόριγμαν (Ματσούκα) από το ρήμα βορίζω, που παράγεται από το ουσιαστικό βορέας. Περίμεναν δηλαδή να φυσήξει ο αέρας, οπότε και άρχιζαν το λίχνισμα με το αλωνίφταρον, το ειδικό ξύλινο φτυάρι για το αλώνισμα. Σήκωναν δηλαδή το γέννημα ψηλά στον αέρα, για να ξεχωρίσει ο καρπός από τα άχυρα και για το σκοπό αυτό είχανε κι άλλο εργαλείο, το δίκρανο με δύο δόντια ή χείλη που το λέγανε λεχμετέρ’ καθώς ιβόριζαν μάλιστα, παρακαλούσαν τον αέρα να φυσήξει, για να τελειώσουν τη δουλειά τους, τάζοντάς του ότι θα του φτιάξουν ψωμάκι.

«Φύσα αέρα, φύσα, θα ευτάμε σε κολοθόπον».

Οι πατέρες μας, θυμόσοφοι όπως ήταν, έλεγαν για κείνους που ανακινούσαν παλιές και ξεχασμένες υποθέσεις ή χρέη παλαιά αχύρα εβορίζ’.

Στη συνέχεια με το αλωνοκόσκινον συνέχιζαν το χώρισμα καρπού από άχυρα. Στο Σταυρί το λέγανε και αχυροκόσκινον ή λωροκόσκινον (=κόσκινο από λεπτές λωρίδες δέρματος σε διατακτική πλέξη).

Μετά έκαναν το τεπούρισμαν με το τεπούρ’, δηλ. ξύλινο μονοκόμματο τον οποίο καθάριζαν τον καρπό από τις πέτρες και τον άγριο βίκο.

Τον καρπό τέλος τον μετρούσαν με το κότ’ ή χοινίκ’ (χοίνιξ), που ήταν μέτρο χωρητικότητας (10-12 οκάδες), και στη συνέχεια έβγαζαν το σπόρο για τη νέα χρονιά, ενώ το υπόλοιπο μέρος το αποθήκευαν στα αμπάρια το και το άχυρο το μετέφεραν σο αχερών’ (στον αχυρώνα τους).

Τα αλώνια, συνήθως, του κάθε χωριού ήταν συγκεντρωμένα σ’ έναν τόπο που τον έλεγαν αλωνοτόπιν (πρβλ. Χαλδία). Ίσως έτσι η δύσκολη δουλειά του αλωνίσματος και ιβορίσματος να γινόταν πιο ευχάριστη, όταν έβλεπαν και γύρω τους άλλους συγχωριανούς τους.)

· Στη Ρόδο τον ονομάζουν και Φουσκομηνά ή Χασκομηνά, επειδή αρχίζουν φουσκώνουν ή να χάσκουν τα σύκα, δηλαδή να ωριμάζουν και να ανοίγουν.

· Στη Νάξο και τη Χίο ο Ιούλιος αναφέρεται και ως Γυαλιστής, επειδή ωριμάζουν τα σταφύλια και γυαλίζει η ρώγα τους.

· Δευτερόλης ή Δευτερογιούλης, επειδή είναι ο δεύτερος μήνας του καλοκαιριού.

· Αηλιάς ή Αηλιάτης, λόγω της γιορτής του Προφήτη Ηλία στις 20 Ιουλίου.

Στις 20 Ιουλίου και στον Πόντο γιόρταζαν, όπως και στην άλλη Ελλάδα, τον Αι-Λιά, δηλ. τον Προφήτη Ηλία, μια γιορτή που είχε σχέση με τα στάχυα. Την μέρα της γιορτής αυτής οι γυναίκες, πηγαίνοντας στην εκκλησία, έδεναν στα κεφάλια ή σε άλλα μέρη του σώματός τους, όπου είχα πόνους, στάχυα. Μετά τη Μεγάλη Είσοδο στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, έκοβαν τα στάχυα, πιστεύοντας ότι θα τους κοπεί και ο πόνος.

Η Άλκη Κυριακίδου Νέστορος γράψει σχετικά: «Εδώ το μέσο είναι τα στάχυα. Η χάρη του άγιου μεταδίνεται σ’ αυτά, επειδή οι γυναίκες τα φορούν στη γιορτή του και μέσα στην εκκλησία του. Και τα στάχυα πάλι, με τη σειρά τους, μεταδίνουν τη χάρη του άγιου στις γυναίκες με την άμεση επαφή που έχουν με το σώμα τους. Για να κοπεί τώρα ο πόνος, κόβουν τα στάχυα μιαν ορισμένη στιγμή. Αυτή η πράξη είναι αυτό που λέμε αναλογική μαγεία: όπως κόβω τα στάχυα, έτσι να κοπεί ο πόνος μου».

Παροιμίες

Αλωνάρη με τ’ αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια.

Αλωνάρης αλωνίζει, στάρι το χωριό γεμίζει.

Αλωνάρης μαραίνει τα χορτάρια κι ο Αύγουστος τα παλικάρια.

Αλωνάρης τ’ αλωνίζει κι Αύγουστος τα ξεχωρίζει.

Κάψες τον Αλωνάρη, ευτυχία όλο το χρόνο.

Πού μοχτάει το χειμώνα, χαίρεται τον Αλωνάρη.

Στο κακορίζικο χωριό τον Αλωνάρη βρέχει.

Της Αγια-Μαρίνας ρώγα (ή σύκα) και τ’ Αϊ-Λιος σταφύλι. Και της Αγιάς Παρασκευής γεμάτο το κοφίνι.

Το Θεριστή τον Αλωνάρη πάμπολλα καρβέλια είναι.(Μπόλικο στάρι, μπόλικο ψωμί.)

Τ’ Αλωναριού τα κάματα, τ’ Αυγούστου τα λιοπύρια.

Χόρτο θεροαλωνιστή, ρώγα-ρώγα γυαλιστή.

 

Πηγές: e-istoria.com, http://users.sch.gr/vaxtsavanis, http://www.sansimera.gr. erevnw.blogspot.gr

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022

 

 

 

Η παραδοσιακή φορεσιά της Σκοπέλου

Από την Ηρώ Μελαχροινάκη

 

 

 


Τα αδέλφια Γιώργος και Αντιγόνη Βλαχάκη με τις προσωπικές τους φορεσιές, η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το 1925 με 1930. (από το  οικογενειακό αρχείο της Ηρώς Μελαχροινάκη).

 

 

Η παραδοσιακή φορεσιά της Σκοπέλου, το εντυπωσιακό Μόρ(ι)κο ή αλλιώς Στόφα, χρονολογείται μεν από το 17ο αιώνα περίπου, αλλά την τελική, σημερινή του μορφή την πήρε στα μέσα του 19ου. Οι προύχοντες του νησιού το 19ο και 20ο αιώνα, φορούσαν τη Βράκα, στις επίσημες εκδηλώσεις. Το Μόρ(ι)κο φορέθηκε αρχικά στη Σκόπελο και ακολούθησαν η Γλώσσα, το Κλήμα και η Αλόννησος, με κάποιες μικρές διαφορές. Οι χρυσές κλωστές που χρησιμοποιούνταν για το κέντημα των αντίστοιχων μερών της φορεσιάς, αλλά και τα υφάσματα, προέρχονταν από τα ταξίδια των σκοπελιτών καραβοκύρηδων στην Κωνσταντινούπολη και μόνο οι πλούσιες οικογένειες άντεχαν το κόστος της κατασκευής της. Στις αρχές του 20ου αιώνα, μια γυναικεία φορεσιά κόστιζε 3.500 δραχμές, ποσό αντίστοιχο ενός ελαιώνα ή ενός σπιτιού. Τον όρο Μόρ(ι)κο τον συναντάμε πρώτη φορά σε προικοσύμφωνο της Σκοπέλου, του 1865. Τα κοσμήματα οι σκοπελίτες τα προμηθεύονταν από τα Ιωάννινα, τη Χίο, τη Μυτιλήνη, την Κωνσταντινούπολη κ.λ.π.

 

Ο αρχαιολόγος, σπηλαιολόγος, συγγραφέας και καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Αδ. Σάμψων, την κατατάσσει ανάμεσα στις σπουδαιότερες φορεσιές του ελληνικού χώρου και εκτιμά πως είναι η σπουδαιότερη της ελληνικής γης. Η αρχική της μορφή, με επιρροές από τη δυτική Ευρώπη, αλλά και η τελική μορφή της φορεσιάς το 19ο αιώνα, σίγουρα δε θα ήταν η ίδια, εάν δεν υπήρχε η επαφή των σκοπελιτών καραβοκύρηδων με το εξωτερικό.

 

Τα τελευταία 100 χρόνια, την τελευταία Κυριακή της αποκριάς αναβιώνουν οι Καλές ή αλλιώς Μπράμδες και οι Σκοπελίτισσες ντύνονται κατά κύριο λόγο με τα Μόρκα αλλά και με τις καθημερινές φορεσιές. Πλούσιες σε κεντήματα ήταν και οι αντρικές τσολιαδίστικες φορεσιές.

 

Τα μέρη της νυφικής επίσημης Στόφας ή Μόρ(ι)υ : βρακί με ασπροκεντήματα και δαντέλες, βαμβακερή λευκή φανέλα με ασπροκεντήματα στα μανίκια, Ανετοράλι, δυο άσπρες φουστάνες, Μαλακόφ, άσπρο κολοβόλι, Στόφα ή Μόρ(ι)κο, Μπαμουκλί, κολαΐνα ή κορώνα, τσάτσαρο, χειρό(κ)τια, κλαλτσες λευκές κεντημένες, κοντούρες.

 

«Η στόφα είναι το νυφιάτικο και πιο επίσημο φουστάνι (φ’στάν’) της Σκοπέλου, μαζί με το μόρ(ι)κο ή βόλτα. Η πολύχρωμη μεταξωτή στόφα σε ποδόγυρο περιφέρειας 6,25μ. δίνει στο φουστάνι το όνομά του. Το υπόλοιπο φουστάνι είναι μαύρο, από ατλάζι, και ανήκει στα φουστάνια αναγεννησιακού τύπου. Έχει υποτυπώδη μπούστο με τιράντες και φούστα πτυχωμένη σε ρηχές πιέτες (πάστες). Το στρογγυλό άνοιγμα στο στήθος, στολίζεται με κίτρινο γαiτάνι. Κάτω από το άνοιγμα, ο μπούστος έχει ύψος μόλις δύο εκατοστά, ενώ στην πλάτη, κάτω από τις τιράντες, φτάνει τα 7,5εκ. Εσωτερικά είναι φοδραρισμένος με υπόλευκο βαμβακερό ύφασμα. Η φούστα είναι πλισαρισμένη σε αναρίθμητες ρηχές πτυχές, πλάτους 1εκ. Τρία εκατοστά πάνω από τον ποδόγυρο και σε ύψος 18εκ., η φούστα έχει ενισχυθεί με διπλό ύφασμα. Στη δεξιά πάνω πλευρά, εσωτερικό τσεπάκι από καρώ γαλανόλευκο βαμβακερό πανί. Ο ποδόγυρος, με ύψος 54εκ., είναι από μεταξωτή πολύχρωμη στόφα, φοδραρισμένη με αστάρι. Έχουν χρησιμοποιηθεί 13 φύλλα στόφας, πλάτους 50εκ. Ο λαδοπράσινος κάμπος διατρέχεται οριζόντια από παράλληλες κλωστές στο ίδιο χρώμα, που σχηματίζουν λεπτότατες ρίγες. Το φυτικό μοτίβο είναι θριαμβευτικό σε χρώματα και μέγεθος αλλά και υποταγμένο στην απόλυτη συμμετρία. Από “γλάστρα” υψώνονται πράσινοι μίσχοι, που καθρεφτίζονται συμμετρικά στο κάτω μέρος της. Δεξιά και αριστερά τους, από ένα λουλούδι με φύλλα. Στο κέντρο και ψηλά, μεγάλο κεντρικό άνθος που περιβάλλεται από φύλλα και μικρό λουλούδι. Το κέντημα, με πλακέ βελονιά, παίζει με το χρυσοκίτρινο, το ανοιχτοπράσινο, το λευκό, το βυσσινί, το κοραλί και το μωβ. Οι στόφες, είχαν ήδη φθάσει στο νησί γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα και είχαν βρει ποικίλες εφαρμογές. Έχουν δυτικοευρωπαϊκή προέλευση και οι Σκοπελίτες είτε τις προμηθεύονταν από εμπόρους είτε τις έφερναν οι ίδιοι από την Πόλη ή το Ταϊγάνι της Ρωσίας.

 

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο ποδόγυρος από στόφα εγκαταλείπεται και αντικαθίσταται από τον κεντημένο ποδόγυρο. Η πτύχωση του φουστανιού, το βόλτιασμα, γίνεται από τις ίδιες τις γυναίκες. Με κρεμασμένο το φουστάνι σε κρεμάστρα και ξεκινώντας από ψηλά, πρώτα στην μπροστινή και ύστερα στην πίσω όψη, επαναλάμβαναν ανά δέκα εκατοστά την ίδια διαδικασία: τρύπωναν πατώντας τη βελόνα ανά δύο εκατοστά, σούρωναν το τρύπωμα και πλισάριζαν βρέχοντας τα δάχτυλά τους σε διάλυμα κόλλας. Όταν ολοκλήρωναν το τρύπωμα και το πλισάρισμα άφηναν το φουστάνι να στεγνώσει. Τυλιγμένο σε σεντόνι, το φουστάνι έμενε τρυπωμένο ώσπου να φορεθεί». Κείμενο Μαρία Δελήτσικου- Παπαχρήστου από το βιβλίο της «Η παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά της Σκοπέλου».

 

Πηγή: skiathoslife.gr

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

 

 

Βγήκα ψηλά στα διάσελα

 

Μοραΐτικο τραγούδι σε ρυθμό τσάμικο.


Η Μαριωρή ήταν Τουρκοπούλα και την έλεγαν Μπεριγιέ κόρη του Αβδαλά, ενός πλούσιου Αγά της Τριπόλεως. Προτού όμως βρεθεί στην Τρίπολη ο Αγάς έμενε στην Βαρβάσαινα. Λίγο προ της Επαναστάσεως του 1821 ο Σειντ Αγάς έστειλε κρυφά στην Τρίπολη τον οπλαρχηγό Καραμέρο Δημήτριο και τον Δούρο από του Λάλα κι άλλους Τούρκους και την ώρα που η Μπεριγέ πήγαινε ντυμένη στα ολόχρυσα στο Τουρκικό τέμενος να κάνει την προσευχή της, την απήγαγαν.
Η Μπεριγέ τότε ήταν 14 ετών ωραιότατη, ψηλή με μαύρα μάτια και μαλλιά. Την μετέφεραν στου Λάλα, όπου και την κράτησαν φυλακισμένη. Τον Ιούνιο όμως του 1821 όταν οι Λαλαίοι Τουρκαλβανοί νικήθηκαν στη μάχη του Πούσι από τους Έλληνες, εγκατέλειψαν τον Λάλα κι επάνω στον πανικό τους ξέχασαν να πάρουν μαζί τους την Μπεριγέ. Έτσι την βρήκαν οι Έλληνες, την βάφτισαν Χριστιανή και την ονόμασαν Μαρία. Επειδή ήταν ωραία την φώναζαν Μαριωραία ή Μαριωρή. Αργότερα παντρεύτηκε τον Γιάννη, γιο του Αναστάσιου Τριτσιμπίδα. Ο γάμος αυτός αποτέλεσε το πιο κοσμικό γεγονός της εποχής εκείνης, σαν τον γάμο του αιώνα, γι’αυτό και τον ύμνησε ο λαός με το γνωστό δημοτικό τραγούδι.

 

Στίχοι:

 

Βγήκα ψηλά στα διάσελα
κι αγνάντιο στη Μπαρμπάσαινα.
Στης Μπαρμπάσαινας τον κάμπο
Τριτσιμπίδας κάνει γάμο.

 

Η Μαριωρή παντρεύεται
κι ούλος ο κόσμος χαίρεται.
Με το γιο του Τριτσιμπίδα,
πο ‘χει αμπέλια και σταφίδα.

 

Και καλεί για συμπεθέρους
ούλους τους Μπαρμπασαιναίους.
Κάνει το γάμο με βιολιά,
χορεύει η Μαριωρή μπροστά.

 

Ποιονε θα πάρεις Μαριωρή;
Του Τριτσιμπίδα το παιδί.
Που ‘ν’ παιδί και παλληκάρι
και βαρεί και το γιογκάρι.
Πο ’χει στον Πύργο χτήματα,
στην Πάτρα καταστήματα.

 

https://www.youtube.com/watch?v=0bIkTgO9p_A

 

 

Πηγή:

klarinogreek.com

greekstixoi.gr

Youtube.com