...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Λαογραφική Παράδοση 2022

Ο Μάρτιος στην παράδοση    

     


      

Στο Ιουλιανό και αργότερα στο Γρηγοριανό ημερολόγιο έχει 31 ημέρες. Από τις 19 μέχρι τις 23 Μαρτίου ο ήλιος μπαίνει στον αστερισμό του Κριού. Στις 21 Μαρτίου πραγματοποιείται η αστρονομική έναρξη της άνοιξης με τη λεγόμενη  «εαρινή ισημερία», δηλ. την ίση χρονική διάρκεια ημέρας και νύχτας. Το όνομα του είναι ρωμαϊκής καταγωγής. Είχε οριστεί ως ο μήνας του θεού Μαρς, που αντιστοιχεί  με τον Άρη, το θεό του πόλεμου των αρχαίων Ελλήνων. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν  αφιερωμένος στον Mercurius δηλ. τον Ερμή. Οι μεγάλες καιρικές μεταβολές του, έδωσαν αφορμή στη λαϊκή φαντασία να πλάσει μύθους, θρύλους, παροιμίες και  παραδόσεις, που αναφέρονται στα βασικά γνωρίσματα του. Αρκετοί μύθοι ζητούν να αιτιολογήσουν, γιατί ο Μάρτης μια γελά και μια κλαίει. Σύμφωνα με κάποια αθηναϊκή παράδοση ο Μάρτης έχει δυο γυναίκες, την μια πολύ όμορφη και φτωχή, την άλλη πολύ άσκημη και πολύ πλούσια. Ο Μάρτης κοιμάται στη μέση. Όταν γυρίζει προς την άσκημη, κατσουφιάζει, μαυρίζει και σκοτιδιάζει όλος ο κόσμος, όταν γυρίζει από την όμορφη, γελάει, χαίρεται και λάμπει όλος ο κόσμος. Αλλά τις περισσότερες φορές γυρίζει από την άσχημη γιατί αυτή είναι πλούσια και τρέφει και τη φτωχή και όμορφη.

                 Άλλες ονομασίες: Ανοιξιάτης, Κλαψομάρτης, Πεντάγνωμος, Φυτευτής και Βαγγελιώτης (λόγω Ευαγγελισμού)

                 ΕΡΓΑΣΙΕΣ:

                 Όργωμα & σβάρνισμα.

                 Σπορά καλαμποκιού & τριφυλλιού.

                 Φύτεμα καλοκαιρινής πατάτας, ντομάτας, μελιτζάνας, πιπεριάς & κολοκυθιάς.

                 Ψεκασμός & θειάφισμα δέντρων.

                 Αποκοπή μικρών αρνιών από τις μάνες τους.

                 ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:

                 «ΜΕΡΟΜΗΝΙΑ». Οι πρώτες μέρες του Μάρτη. Μέρες δηλ. που από τις καιρικές συνθήκες τους μπορούν να γίνουν σχετικές προγνώσεις για όλο το χρόνο.

                 «ΜΑΡΤΗΣ» (1/3). Πανελλήνιο έθιμο της πρωτομαρτιάς. Είναι η συνήθεια να δένουν οι μητέρες στο χέρι ή στο πόδι των παιδιών τον λεγόμενο «Μάρτη», κορδόνι από λευκό και κόκκινο νήμα, για να τα προφυλάξουν από τις ακτίνες του μαρτιάτικου ήλιου, οι οποίες θεωρούνται πολύ επικίνδυνες. Για ν’ αποτρέψουν την επίδραση του ήλιου έδεναν στον καρπό του χεριού ή και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού τον «μάρτη», δηλαδή μια λινή κλωστή, άσπρη και κόκκινη ή και χρυσή, στριμμένη, αφού πριν την κρέμαγαν σε κλώνους τριανταφυλλιάς και την εκθέσουν τη νύχτα στα άστρα. Τον «μάρτη» τον φορούσαν ως την Ανάσταση. Τότε τον έβγαζαν και τον έδεναν στην τριανταφυλλιά, για να πάρουν το χρώμα της. Αλλού τα παιδιά κρατούν τον «μάρτη» μέχρι να πρωτοδούν χελιδόνι ή πελαργό. Το δεύτερο κακό που ο λαός φοβάται, τις τρεις πρώτες, τις τρεις μεσαίες και τις τρεις τελευταίες ή τις δέκα-δώδεκα πρώτες μέρες του Μαρτίου, είναι οι Δρίμες, όντα δαιμονικά, που κάνουν κακό στα ξύλα, ρούχα και σώματα. Όσα πανιά πλυθούν τότε, λιώνουν, όσα ξύλα κοπούν, σαπίζουν. Γι’ αυτό ή αποφεύγουν ολότελα να πλύνουν τις μέρες αυτές ρούχα ή, αν πλύνουν, ρίχνουν στο νερό πέταλο, γιατί το σίδερο, όπως πιστεύουν, είναι γιατρικό, αποτρέπει δηλαδή τα δαιμόνια. Επίσης δε λούζονται, δεν κόβουν ξύλα και αποφεύγουν και άλλες εργασίες.

                «ΧΕΛΙΔΟΝΙΣΜΑ» (1/3). Πρωτομαρτιάτικο έθιμο της Β. Ελλάδας & των νησιών του Αιγαίου. Ένα μελωδικό καλωσόρισμα της Άνοιξης με ειδικά τραγούδια που λέγουν τα παιδιά γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι κρατώντας στεφάνι λουλουδιών ή ένα κλαδί από κισσό & ομοίωμα χελιδονιού, που έχει ένα «μαγικό χαρακτήρα»:

                                    Χελιδόνα έρχεται, από Μαύρη θάλασσα.

                                    Θάλασσα επέρασε. Έκατσε και λάλησε…

                                   Μάρτης μας ήρθε, τα λουλούδια ανθίζουν,

                                  Όξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα υγεία και χαρά…

                Στην περιοχή του Πύργου Ηλείας τραγούδαγαν:

                                    χελιδονάκι πέταξε, ήβρε κήπον κι έκατσε,

                                  και γλυκοκελάηδησε, Μάρτη, Μάρτη μου καλέ.

                                 Μάρτη, Μάρτη μου καλέ  και Απρίλη θαυμαστέ,

                             τα πουλάκια αβγά γεννούν κι αρχινούν να τα κλωσούν.

                Τα παιδιά, με το τραγούδι τους, επικαλούνται τα αληθινά χελιδόνια, να έρθουν στον τόπο τους και μαζί μ’ αυτά η άνοιξη. Η νοικοκυρά παίρνει λίγα φύλλα κισσού από το καλάθι της χελιδόνας, τα τοποθετεί στο κοτέτσι, για να γεννούν πολλά αυγά οι κότες, και δίνει ένα ή δυο αυγά στα παιδιά που ξεκινούν για άλλο σπίτι. Όπως είναι γνωστό, ο βαθυπράσινος κισσός είναι σύμβολο της αειθαλούς βλαστήσεως και θεωρείται μέσο ικανό να μεταδώσει τη θαλερότητα και τη γονιμότητα στις όρνιθες και τα άλλα ζώα.

                 Έπαιρναν για αμοιβή  γλυκίσματα και χρήματα, κάτι ανάλογο με την αμοιβή από τα κάλαντα, δίνοντας ευχές για ευημερία και ευγονία. Πρόκειται για έθιμο που κατάγεται από την αρχαιότητα, όπως αποδεικνύει το «χελιδόνισμα», δηλαδή το τραγούδι της χελιδόνας, που μας παρέδωσε ο Αθήναιος γύρω στα 200μ.Χ., αλλά ανάγεται σε πολύ παλιότερα χρόνια. Η ομοιότητα του τραγουδιού με το σημερινό όχι μόνο εννοιολογική αλλά εν μέρει λεκτική, είναι ολοφάνερη

                ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ (9 Μαρτίου)

                Στη συνείδηση του λαού ο αριθμός 40 είναι ιερός. Γι’ αυτό και οι άγιοι Σαράντα, που μαρτύρησαν το 320 στη Σεβάστεια, λατρεύονται ιδιαίτερα από το λαό. Όλες οι συνήθειες και οι προλήψεις της ημέρας αυτής βάση έχουν τη θρησκευτική ή τη μαγική σημασία του αριθμού 40.

                Συνηθίζονται οι σαραντόπιττες, δηλαδή πίτες με σαράντα φύλλα, ή 40 τηγανίτες ή φαγητά από 40 ειδών χόρτα ή όσπρια που τα μοιράζουν για την ψυχή των ζωντανών.

                Κοινότατη είναι η παροιμία: Σαράντα φας, σαράντα πιείς, σαράντα δώσ’ για την ψυχή

                ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ. Ταυτισμένη με τα Κούλουμα (ομαδική έξοδος στις εξοχές), το Γαϊτανάκι (το γαϊτανάκι ήταν ένας ειδικός χορός, στον οποίο τα καρναβάλια κινούνταν γύρω από ένα ψηλό κοντάρι, κρατώντας πολύχρωμες ταινίες, δεμένες στην κορυφή του κονταριού, "πλέκοντας" μ΄αυτό τον τρόπο το γαϊτανάκι) και το πέταγμα χαρταετών [τσερκένια (Σμύρνη), ουτσουρμάδες (Κων/πολη), πουλία (Πόντος), πετάκια (Θράκη), αετός- μύλος- ψαλίδα- άστρο-φωτοστέφανο (κυρίως Ελλάδα), φυσούνα (Επτάνησα)] . Επίσης χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι η αθυροστομία, τα αλληλοπειράγματα, τα σκώμματα, η σάτιρα & το νηστίσιμο τραπέζι με τα τουρσί, κρεμμυδάκια φρέσκα, ραπανάκια, ταραμά, αλάδωτα όσπρια, τους χαλβάδες, τα θαλασσινά, τα ντολμαδάκια, μα πάνω απ’ όλα την γνωστή σε όλους μας λαγάνα (είδος ψωμιού άζυμου, δηλ. χωρίς προζύμι).

                «ΚΥΡΑ-ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ». Έθιμο που συναντάται σε όλη την Ελλάδα. Για τη μεγάλη νηστεία του Πάσχα (40 ημερών), παρίσταναν τη Μεγάλη Σαρακοστή σαν μία γυναίκα με όλα τα χαρακτηριστικά της νηστείας: ξερακιανή, αυστηρή, χωρίς στόμα, με χέρια σταυρωμένα (γιατί είναι όλο προσευχή), με σταυρό στο κεφάλι και με 7 πόδια, όσες και οι βδομάδες για το Πάσχα. Την έφτιαχναν από χαρτόνι ή πανί παραγεμισμένο με πούπουλα και την κρεμούσαν από το ταβάνι (σαν είδος ημερολογίου, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ημερολόγια). Κάθε βδομάδα (ημέρα Σάββατο) που περνούσε έκοβαν κι από ένα πόδι μέχρι να φτάσει το Πάσχα. Το τελευταίο πόδι το έβαζαν μέσα σ’ ένα ξερό σύκο ή σ’ ένα καρύδι. Όποιος το ‘βρισκε ήταν ο τυχερός.

                 Σε μερικά μέρη, αντί του σκίτσου, οι γιαγιάδες έφτιαχναν την Κυρά-Σαρακοστή με νηστίσιμο ζυμάρι. Αφού την έψηναν, την έβαζαν στα εικονίσματα. Κάθε Σάββατο κατέβαινε από τη θέση της για να της κοπεί ένα πόδι.

                 Το τραγούδι της Κυράς Σαρακοστής είναι:

                                    Την Κυρά Σαρακοστή, που είναι έθιμο παλιό

                                  οι γιαγιάδες μας τη έφτιαχναν με αλεύρι και νερό.

                                   Για στολίδι της φορούσαν στο κεφάλι της σταυρό

                                   μα το στόμα της ξεχνούσαν, γιατί νήστευε καιρό.

                               Και τις μέρες τις μετρούσαν  με τα πόδια της τα επτά

                                 έκοβαν ένα τη βδομάδα μέχρι να ‘ρθει η Πασχαλιά.

                 «Η ΦΟΒΕΡΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΑΡΑ» (Πόντος). Ο Κουκαράς ήταν ένα σκιάχτρο, που έφερνε σε θεογνωσία τους μικρούς κι ανήξερους. Ήταν ένα κρεμμύδι μεγάλο με μουστάκες (ίνες της ρίζας του), μαυρισμένο καλά. Και οι μουστάκες του καψαλισμένες για να μαυρίζουν κι αυτές. Μάτια άσπρα, φτιαγμένα με κιμωλία. Στα πλευρά του-στη μεγάλη διάμετρο της μέσης του-ολόγυρα μπηγμένα κάθετα και σε ίσα διαστήματα μεταξύ τους, 7 φτερά από κότα, ισάριθμα με τις εβδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής. Το έδεναν από την ουρά και το κρέμαγαν νωρίς το πρωί της Καθαρής Δευτέρας από τη μέση της οροφής της τραπεζαρίας.

                 25η ΜΑΡΤΙΟΥ. Η επέτειος της Εθνεγερσίας & ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Τότε οι βοσκοί της Κρήτης οδηγούν τα αιγοπρόβατα από τα χειμαδιά στα ορεινά μέρη, σύμφωνα με την παροιμία:

«Κούρευε, κουδούνωνε και στα όρη ανέβαινε».

                 Ορισμένες λαϊκές συνήθειες έχουν βάση την αντίληψη ότι η εαρινή περίοδος αρχίζει την ημέρα του Ευαγγελισμού. Έτσι στην Ήπειρο τα παιδιά παίρνουν ένα ταψάκι ή ταβά χωματένιο, το χτυπούν μ’ ένα κουτάλι και λένε: Φευγάτε, φίδια, γκουστερίτσια, σήμερα είναι του Ευαγγελισμού!

                 Αλλού τα κορίτσια βγαίνουν στους αγρούς, κάθονται πάνω στα σπαρτά και τ’ αγκαλιάζουν. Αλλού κάνουν κούνια και κουνιούνται (τραγούδια καλημεριστά). Η αποχή από κάθε εργασία την ημέρα αυτή είναι, εξαιτίας δεισιδαιμονικών φόβων, απόλυτη: δε σαρώνουν, δε βγάζουν νερό από το πηγάδι, ούτε λάδι από το κιούπι, δεν ανοίγουν σεντούκι, δεν πάνε στα περιβόλια κλπ.

                 Τη μέρα του Ευαγγελισμού καμιά γυναίκα δεν έπρεπε να μείνει έγκυος, έλεγε ο λαός, γιατί το παιδί θα γεννηθεί ανήμερα τα Χριστούγεννα. Και τα παιδιά που γεννιούνται Χριστούγεννα δεν προκόβουν ή γίνονται καλικαντζαράκια. Και βέβαια αυτή τη μέρα δεν κάνουν καμιά δουλειά. Ούτε το σεντούκι δεν άνοιγαν.                                             Στη Σωζόπολη Θράκης λένε πως ούτε τα χελιδόνια φτιάχνουν τη φωλιά τους αυτή τη μέρα. Τόσο μεγάλη γιορτή είναι.

                 «ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ». Λέγονται οι τελευταίες μέρες του Μάρτη. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν μια γριά που θέλησε να κοροϊδέψει τον Μάρτιο, νομίζοντας ότι γλίτωσε αρνιά και κατσίκια από το κρύο και το χιόνι του, είπε:

-Πριτς, Μάρτη μου, τα γλίτωσα τα κατσικάκια μου!

                Αυτός όμως έκαμε τις τελευταίες μέρες του τόσο δυνατή κακοκαιρία, που η γριά και τα ζώα πέτρωσαν από το κρύο.

                ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:

                «Aκόμη και στις δεκαοχτώ έχει το μάτι του ανοιχτό».

                «Aκόμη στις δεκαοχτώ, ψοφάει η πέρδικα στ' αυγό. Λένε και στις τριάντα, μα δεν ηξεύρω γιάντα».

                «Aν κάνει ο Mάρτης δυο νερά κι ο Aπρίλης πέντε-δέκα, να δεις το κοντοκρίθαρο πως στρίβει το μουστάκι, να δεις και τις αρχόντισσες πως ψιλοκλεισιρίζουν, να δεις και τη φτωχολογιά πως ψιλοκοσκινάει».

                «Mάρτης άβροχος, μούστος άμετρος».

                «Mάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης».

                «Mάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης. Και σαν τύχει και θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».

                «O Mάρτης το πρωί χιόνισε, κι ο γάιδαρος ψόφησε (από το κρύο). Το μεσημέρι βρώμισε (από τη ζέστη), και το βράδυ τον πήρε το ποτάμι (από τη βροχή)».

                «O Μάρτης ο κλαψόγελος».

                «Tο Mάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια».

                «Αλί στα μαρτοκλάδευτα και τ’ απριλοσκαμένα» [δηλ. Το Μάρτη δεν πρέπει να κλαδεύεται τίποτα και τον Απρίλη να σκάβεται η γη]

                «Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλη άλλο ένα, χαρά σε εκείνον το γεωργό Που’ χει στη γη σπαρμένα».

                «Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά, κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σε εκείνον το ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα».

                «Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα».

                «Από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο σεντόνα».

                «Από Μαρτιού πουκάμισο, κι απ' Αύγουστο σεγκούνι».

                «Απρίλης έχει τα χάδια κι ο Μάρτης τα δαυλιά».

                «Βροντή Μαρτιού, φίλεμα με καρύδια».

                «Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης, παρά Μάρτης λιοπυριάρης».

                «Κάλλιο Μάρτης στα δαυλιά, παρά στα προσηλιακά».

                «Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές» [δηλ. Καλύτερα το Μάρτη να ‘χει κρύο παρά ζέστη]

                «Καλοκαιριά της Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας».

                «Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;»

                «Μάρτη και Σεπτέμβρη ίσια τα μεσάνυχτα» [ισημερία]

                «Μάρτης άβρεχτος, μούστος άμετρος» [δηλ. όταν ο Μάρτης δεν έχει βροχές, ωφελούνται πολύ τα αμπέλια]

                «Μάρτης βρέχει, θεριστάδες χαίρονται».

                «Μάρτης βρέχει; Ποτέ μην πάψει».

                «Μάρτης βροχερός, θεριστής κουραστικός».

                «Μάρτης δίμουρος. Μάρτης πεντάγνωμος».

                «Μάρτης έβρεχε, Θεριστής τραγούδαγε».

                «Μάρτης έβρεχε, θεριστής χαιρότανε».

                «Μάρτης είναι, χάδια κάνει, πότε κλαίει, πότε γελάει».

                «Μάρτης κλαψής, θεριστής χαρούμενος».

                «Μάρτης πουκαμισάς, δεν σου δίνει να μασάς».

                «Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα» [δηλ. μη νομίσεις ότι ο καιρός θα είναι κακός όλη την ημέρα και δεν πας στη δουλειά σου]

                «Ξύλα φύλαγε τον Μάρτη, να μην κάψεις τα παλούκια».

                «Ο Αύγουστος για τα πανιά κι ο Μάρτης για τα ξύλα».

                «Ο ήλιος του Μαρτιού, τρυπάει κέρατο βοδιού».

                «Ο καλός Μάρτης στα κάρβουνα, κι' ο κακός στον ήλιο».

                «Ο Μάρτης εδιαλάλησε, μικρά μεγάλα πάνω» [δηλ. μεγαλώνουν όλα τα φυτά]

                «Ο Μάρτης έχει τ' όνομα, κι ο Απρίλης τα λουλούδια».

                «Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος ώρα στον ήλιο, ώρα στον τοίχο» [δηλ. εκεί που κάθεσαι στον ήλιο, πιάνει κρύο και πας δίπλα στο τζάκι]

                «Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, εφτά φορές χιόνισε και πάλι το μετάνιωσε που δεν εξαναχιόνισε!»

                «Ο Μάρτης το πρωί πηλά (λάσπες) και το βράδυ χώματα» (το πρωί βρέχει και μέχρι το βράδυ έχει στεγνώσει).

                «Ο Μάρτης το πρωί το ψόφησε, και το βράδυ το βρόμισε».

                «Ο Μάρτης ως το γιόμα ψοφάει το βόδι (από το κρύο) κι ως το βράδυ το βρωμίζει (από τη ζέστη)».

                «Ο Μάρτης ώρα βρέχει και χιονίζει κι ώρα μαρτολουλουδίζει».

                «Όλες του Μάρτη φύλαγε και τ' Απριλίου τις δώδεκα, ότι ακόμη και στις δεκαοχτώ πέρδικα ψόφησε στ' αβγό».

                «Όλοι οι μήνες καιν τα ξύλα και ο Μάρτης τα παλούκια».

                «Οπού ‘χει κόρη ακριβή, του Μάρτη ήλιος μην τη δει».

                «Ούτε ο Αύγουστος χειμώνας, ούτε ο Μάρτης καλοκαίρι».

                «Σαν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι Απρίλης άλλο ένα χαράς σ' εκείνο το ζευγά που ‘χει πολλά σπαρμένα».

                «Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απρίλης άλλη μία, να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι».

                «Στων αμαρτωλών τη χώρα, το Mαρτάπριλο χιονίζει».

                «Τα λόγια σου είναι ψεύτικα σαν του Μαρτιού το χιόνι, που το ρίχνει από βραδύς και το πρωί το λιώνει».

                «Τα παλιά παλούκια καίει, τα καινούρια πάει και φέρνει».

                «Το Μάρτη ξύλα φύλαγε κι άχερα των βοδιώνε και λίγα ξυλοκέρατα να δίνεις των παιδιώνε».

                «Το Μάρτη τον πεντάγνωμο οπού γελά και κλαίει, Θα τόνε τιμωρήσουμε ψέματα να μη λέει».

                «Το Μάρτη φύλαε άχερα, μη χάσεις το ζευγάρι».

                «Τον Μάρτη κι αν τον αγαπάς φίλο μην τον κάνεις».

                «Τον Μάρτη χιόνι βούτυρο, μα σαν παγώσει μάρμαρο».

                «Του Mάρτη του αρέσει, να είναι πάντα στο διπλό, μια στις δέκα να έχει ήλιο, και τις άλλες ξυλιασμό».

                «Του Μάρτη και του Τρυγητή ίσα τα ημερόνυχτια».

                «Του Μάρτη ο ήλιος βάφει, και πέντε μήνες δεν ξεβάφει».

                «Του Μάρτη οι αυγές με κάψανε, του Μάη τα μεσημέρια».

                «Τσοπάνη μου την κάπα σου, το Μάρτη φύλαγε την».

 

Πηγή : http://users.sch.gr/vaxtsavanis/martios.html





Η εβδομάδα της Τυροφάγου (λευκή εβδομάδα) : πώς νηστεύουμε και έθιμα




Η επόμενη Κυριακή ονομάζεται “της Τυρινής”.

Η Κυριακή της Απόκρεω είναι η τελευταία μέρα που τρώνε κόκκινο κρέας.

Η εβδομάδα μεταξύ της Κυριακής της Απόκρεω και της Κυριακής της Τυρινής είναι οι μέρες που τρώνε ψάρι, τυρί, γάλα και αυγά.

Θυμίζουμε, λοιπόν, ότι αυτή η εβδομάδα που διανύουμε ονομάζεται “της Τυροφάγου” ή “λευκή εβδομάδα”, καθώς οι χριστιανοί δεν καταναλώνουν κρέας,για να προετοιμαστούν για τη μεγάλη νηστεία της Σαρακοστής.

Ο τρόπος της νηστείας

α) Περίοδος Τριωδίου.

Στήν εβδομάδα της Τυροφάγου, κατάλοιπο της Τεσσαρακοστής των 8 εβδομάδων, προστέθηκαν και άλλες δύο, η “Προφωνήσιμος” και η “Απόκρεως”, για να γίνουν τρείς, οι εβδομάδες προετοιμασίας για την είσοδό μας στη Μ. Τεσσαρακοστή. Η περίοδος αυτή ονομάζεται “Τριώδιο”.

Στή Νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής εισερχόμεθα σταδιακά, κατά την περίοδο του Τριωδίου, περίοδο πνευματικής προετοιμασίας για την είσοδό μας σ αυτήν.

Κατά την πρώτη εβδομάδα (από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι την Κυριακή του Ασώτου), που καλείται Προφωνήσιμη, επειδή αποτελεί την προαναγγελία της Μ. Τεσσαρακοστής, ή “αρτσιβούριο” ( =προπομπός), έχουμε όλες τις μέρες της εβδομάδος “κατάλυσιν εις πάντα” (απολυτή).

Κατά την δεύτερη εβδομάδα, της Αποκριάς ή Κρεατινής (από την Κυριακή του Ασώτου μέχρι την Κυριακή των Απόκρεω), καταλύουμε εις πάντα, εκτός Τετάρτης και Παρασκευής, ημέρες αυστηρής νηστείας. Η Κυριακή των Απόκρεω, είναι η τελευταία ημέρα, που τρώμε κρέας.

Καί κατά την τρίτη εβδομάδα, την Τυροφάγο ή Τυρινή (από την Δευτέρα μετά την Κυριακή των Απόκρεω μέχρι και την Κυριακή της Τυροφάγου), καταλύουμε απ όλα, όλες τις ημέρες, εκτός από κρέας (λευκή νηστεία). την εβδομάδα αυτή ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης την ονομάζει “προνήστιμον” και η υμνογραφία “προκαθάρσιον”, επειδή κατ εξοχήν αυτή μάς προετοιμάζει, για να εισέλθουμε στην Τεσσαρακοστή.

Μέ την Κυριακή της Τυρινής, κλείνει η προπαρασκευαστική περίοδος των τριών εβδομάδων του Τριωδίου και εισερχόμεθα στην Μ. Τεσσαρακοστή.




Από τα έθιμα του λαού μας


Τυρινή Εβδομάδα στην Αρκαδία

Μετά την Κρεατινή εβδομάδα, εβδομάδα της απολυτής ακολουθεί η Τυρινή Εβδομάδα, με έμφαση γιορτασμού την Τυρινή Κυριακή.

Την εβδομάδα αυτή εξαφανιζόταν από το σπίτι όλα τα κρεατικά.

Το Παστό ήταν στις λαγήνες του, και κανείς δεν αρτευόταν.

Οι τσομπάδηδες μοίραζαν γάλα στους χωριανούς τους για να φτιάξουν τις γαλόπιτες τις ξιπόλυτες, τις μακαρονόπιτες και τυρόπιτες να πήξουνε τις γιαούρτες.

Οι νοικοκυρές ετοίμασαν τα γαλακτερά φαγητά και γλυκίσματα αυτά για να κεράσουν τις μπούλες και τους φίλους . Τα ψάρια επιτρέπονταν στο σιτηρέσιό τους.

Το Σάββατο της Τυρινής οι γυναίκες φτιάχναν τα ψυχούδια. Μικρά στρογγυλά ψωμάκια με τη σφραγίδα στη μέση , σαν πρόσφορο . Την ημέρα αυτή μαζεύονται και τα παιδιά στα νεκροταφείο. Κάθονται καταγής. Παίρνουν από ένα ψυχούδι και λένε:

“Είδαμε δεν είδαμε. Θεός συγχωρήσει τα, τους περσινούς,

τους φετεινούς και τους απολησμονημένους”.

“Νουνό προς νουνό, θεός συγχωρέσει”

“Κυράκα μας προς κυράκα μας θεός συγχωρέσει”

Οι γυναίκες μαζί με τα ψυχούδια, έχουν ένα σίδερο του σιδερώματος με αναμμένα κάρβουνα, για να ρίξουν μαζί με λιβάνι, επάνω στο μνήμα. Στις ψυχές προτού φύγουν θα αφήσουν μια μπουκιά ψυχούδι μουσκεμένο στο κρασί.

Έμφαση σε όλα δίνοταν την Κυριακή της Τυρινής.

Το πρωί ήταν ο καθιερωμένος εκκλησιασμό.

Το μεσημέρι το τραπέζι περιλάμβανε, πρώτα το τυροζούμι (αραιή άρμη για τους Χαβαραίους), βακαλάο, πλακί ή ψητό στη μπουγάνα με σκορδαλιά.

Ο βακαλάος τότε ήταν το φαί των φτωχών.

Συνοδευόταν από γαλόπιτα την ξιπόλυτη, γιατί δεν είχε φύλλο.

Το βράδυ ετοίμαζαν μακαρόνια με μπόλικη μυζήθρα και με χοιρινό λίπος που συνοδευόταν από τηγανητό βακαλάο και κρασί.

Το πρώτο μακαρόνι τα κορίτσια το έβαζαν χωρίς να το δει κανείς,

κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν ποιόν θα παντρευτούν.

Έτρωγαν και τη γαλόπιτα ανάμεσα σε όλα, με ευχές “Καλή Σαρακοστή” και “ανάπαυση στις ψυχές των πεθαμένων”.

Το γλέντι τέλειωνε με το ψήσιμο των αυγών στη θράκα ή μάλλον στη χόβολη , ένα για τον καθένα του σπιτιού , αλλά και για κάθε ζωντανό. Μερικά ίδρωναν και άλλα έσπαγαν. Σε κάθε τόπο ερμήνευαν το γεγονός διαφορετικά.

Κρέμαγαν το δεμένο αυγό από το νταβάνι, ο πατέρας το κουνούσε στα ανοιχτά στόματα των παιδιών για να το πιάσουνε. Ήταν ο τυχερός αυτός που το έπιανε.

Κάπου από το αυγό της Κυριακής της Τυρινής τρώγαν μόνο το μισό.

Το άλλα το πετούσαν για να το ολοκληρώσουν την Ανάσταση τρώγοντας το άλλο μισό.

Δείγμα του κύκλου της Σαρακοστής.

Με τα αυγά τελείωναν οι Αποκριές και με αυγά άρχιζε το Πάσχα.

Εκείνο το βράδυ διώχναν και τους ψύλλους από το σπίτι τους.

Έβγαιναν έξω φωνάζοντας τους γείτονες.

Αν ο γείτονας ξεχνούσε το έθιμο κι έβγαινε έξω του έλεγαν:

“Εμείς τους ξεχειμωνιάσαμε, εσείς να τους ξεκαλοκαιριάσετε”.

Το κοινό τραπέζι μεταξύ όλων των συγγενών και φίλων γινόταν το βράδυ της τελευταίας Αποκριάς. Πρώτος ο παππούς καμάρωνε τη γενιά του, έκανε το σταυρό του, ευχόταν “Καλή Σαρακοστή” και “του χρόνου” μαζί με ορμήνιες:

Ομόνια και γεροσύνη, γεροσύνη να’ χουμε εμείς και τα ζα μας.

Επιβεβαιωνόταν το δέσιμο μέσα και από την διαδικασία του “συχώριου”.

Τα αποφάγια του σπιτιού πήγαιναν στα τρία σημεία του χωραφιού ή τα θα τα έδεναν οι γυναίκες σε τρεις κόμπους, μέσα στα πατσαβούρια, ενώ έλεγαν

“Δένω την αλπού, τα φίδια, τις νυφίτσες, όλα τα σούρμενα και τα πετούμενα”.

Θα τα τοποθετούσε στη ρίζα των βάτων ένα αρσενικό παιδί.



Έθιμα διατροφής την Κυριακή της Τυρινής



Η Κυριακή της Απόκρεω είναι η τελευταία μέρα που τρώνε κόκκινο κρέας.

Η εβδομάδα μεταξύ της Κυριακής της Απόκρεω και της Κυριακής της Τυρινής είναι οι μέρες που τρώνε ψάρι, τυρί, γάλα και αυγά.

Ακόμη και κάποια παραδοσιακά σατυρικά τραγούδια μεταφέρουν το θέμα του αποχαιρετισμού του τυριού (Τύρος) και του καλωσορίσματος

του κρεμμυδιού και του πράσου.

Στην Αρκαδία υπάρχει η παράδοση να τρώγεται το τυροζούμι, υδαρές βραστό με άγρια χόρτα σερβιρισμένο με κομμάτια τυριού μυζήθρα. Σερβίρεται σαν πρώτο πιάτο, ενώ όλοι όσοι κάθονται στο τραπέζι το τρώνε αφού πρώτα σηκώσουν το τραπέζι με τα χέρια τρεις φορές. Το κυρίως πιάτο είναι μακαρόνια πασπαλισμένα με πολύ τυρί. Κατά τη διάρκεια του απογεύματος, τα ανύπαντρα νεαρά άτομα θα κλέψουν ένα κομμάτι μακαρόνι και θα το βάλουν κάτω από το μαξιλάρι τους για να ονειρευτούν ποιον θα παντρευτούν.

Οι κοινότητες των Βλάχων των ορεινών περιοχών της κεντρικής Ελλάδας φτιάχνουν παραδοσιακές γαλατόπιτες, τυρόπιτες ή πίτες με τραχανά.

Στο νησί της Καρπάθου κατά την παράδοση όλοι καλούνται στο σπίτι του δημάρχου, όπου υπάρχει ένας μεγάλος μπουφές με ψάρι, γαλακτοκομικά προϊόντα, γλυκά φτιαγμένα µε μυζήθρα, πουτίγκα ρυζιού και ποτό, που ονομάζεται σιτάκα καρυκευμένο με βούτυρο και μέλι.

Στη Μήλο και την Κέα τα υπολείμματα του φαγητού από τη γιορτή της Τυροφάγου μένουν στο τραπέζι μέχρι το επόμενο πρωί, για την περίπτωση που το φάντασμα του σπιτιού πεινάσει την νύχτα.

Έθιμο της Τυροφάγου είναι το βραδινό γεύμα να τελειώνει με αυγά, βρασμένα ή ψημένα στο τζάκι.

Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, τα μέλη της οικογένειας βάζουν τα αυγά τους κοντά στην θράκα του τζακιού για να ψηθούν και περιμένουν να δουν ποιανού το αυγό θα «ιδρώσει» πρώτο (σημάδι ότι αυτός ή αυτή θα έχουν καλή χρονιά).

Ο συμβολισμός αυτής της παράδοσης είναι ότι σφραγίζεται το στόμα με αυγό και ανοίγει το στόμα με αυγό το Πάσχα.

Άλλο παλιό έθιμο στην Καστοριά είναι το χάσκαρις: ένα αυγό δένεται στο άκρο μίας κλωστής και περνάει γρήγορα από στόμα σε στόμα. Το άτομο που καταφέρνει να το πιάσει είναι ο νικητής.



Πηγή : antexoume.wordpress.com

 

.



ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ                



Το όνομα του (κοινώς Φλεβάρης) προέρχεται από τη λατινική λέξη februare (=εξαγνίζω), που σημαίνει καθαρτήρια γιορτή, γιατί κατά την διάρκεια  του γίνονταν στη Ρώμη γιορτές θρησκευτικού καθαρμού και εξαγνισμού. Επίσης λέγεται Φλιάρης, Κουτσουφλέβαρος ή Κουτσός, Κούντουρος ή Κούτσουρος (δηλ. με κομμένη την ουρά, Πόντος), Κουτσούκης ή Μικρός (Κύπρος) και Κλαδευτής. Από το 46 π.Χ. οπότε καθιερώθηκε το Ιουλιανό ημερολόγιο, οι ημέρες του μήνα αυτού, από 30  περιορίστηκαν σε 29, ενώ κατά την εποχή του Αυγούστου μειώθηκαν κατά μια ακόμη ημέρα, η οποία προστέθηκε στο μήνα Αύγουστο, για να τιμηθεί ο αυτοκράτορας. Για να συντονιστεί το ημερολόγιο των 365 ημερών προς το  ηλιακό έτος, καθιερώθηκε η αύξηση των ημερών του Φεβρουαρίου κατά μια, κάθε 4 χρόνια. Τότε λέμε πως η χρονιά είναι δίσεκτη. Το δίσεκτο έτος, θεωρείται από το λαό μας κακότυχο, γι’ αυτό δεν πρέπει να φυτεύουν αμπέλια οι γεωργοί ούτε να γίνονται γάμοι ούτε να χτίζονται σπίτια.


                ΕΡΓΑΣΙΕΣ:

                Φυτεύουν πατάτες.

                Προετοιμάζουν τα χωράφια για να σπείρουν ανοιξιάτικα σιτηρά & ενισχύουν τα φθινοπωρινά, λιπαίνοντάς τα.

                Κλαδεύουν αμπέλια & δέντρα.

                Καθαρισμός μαντριών.

                Συντήρηση κοπριάς σε λάκκους.

                Σβάρνισμα χωραφιών.


ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:

                «Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει και λησμόνησε να πάψει».

                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. Μα αν τύχει και θυμώσει, μες το χιόνι θα σε χώσει».

                «Φλεβάρης, κουτσοφλέβαρος και του τσαπιού ο μήνας».

                «Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό».

                «Παπαντή καλοβρεμένη, η κοφίνα γεμισμένη».

                «Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς, Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς».

                «Άγιε Πολύκαρπε βόηθα το σπόρο να φυτρώσει και να πολυκαρπίσει».

                «Άμα αγκιάξει ο Κουτσοφλέβαρος το πόδι του, θα μας χώσει στα χιόνια».

                «Αν δεν βγει ο Φλεβάρης δεν μπαίνει ο Μάρτης».

                «Αν της Υπαπαντής δεν φανεί ο ήλιος, θα βρέχει 40 ημέρες. Αν φανεί θα έρθει καλή χρονιά».

                «Άσπρος Φλεβάρης, χαρούμενος ο χωραφιάρης».

                «Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη, φλέβισέ το».

                «Γενάρη και Φλεβάρη καταβολάδα και ξινάρι».

                «Γενάρης με τα κρούσταλλα, Φλεβάρης με τα χιόνια».

                «Γεναριάτικο αρνί και Φλεβαριάτικο κατσίκι».

                «Ζεστός Φλεβάρης, το Πάσχα κρύο».

                «Η Παπαντή διώχνει τις γιορτές με τ' αντί».

                «Θύμωσε ο Φλεβαράκης, πλάκωσε ο χιονάκης».

                «Κάλλιο Μάρτης με παλούκια παρά Φλεβάρης με μπουμπούκια».

                «Καλοκαιριά της Υπαπαντής, Μαρτιάτικος Χειμώνας».

                «Κύριε ελέησον, Φλεβάρη, και στο χάλκωμα με βάνεις [δηλ. από το κρύο μπαίνω να ζεσταθώ μέσα στο καζάνι».

                «Ο μήνας Φλεβάρης ή τις φλέβες (του νερού) ανοίγει ή τις φλέβες κλείνει».

                «Ο Φλεβάρης αν θυμώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».

                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει του Καλοκαιριού μυρίζει κι αν τις φλέβες του ανοίξει, θε να κάψει να φλογίσει».

                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει του Καλοκαιριού μυρίζει, κι αν αλήθεια φλογίσει πόσους σκύλους θα ψοφήσει».

                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει, πάλι ή άνοιξη μυρίζει μα κι αν τύχη να θυμώσει, μες στα χιόνια θα μας χώσει».

                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει κι άμα πει και θυμώσει μέσ’ τα χιόνια θα μας χώσει».

                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει, μ' αν τις φλέβες του ανοίξει ξεροπήγαδα γιομίζει».

                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει».

                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, μα κι αν δώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει».

                «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, πάλι άνοιξη θ' ανθίσει. Μα αν κάμει και πεισμώσει, μες τα χιόνια θα μας χώσει».

                «Ο Φλεβάρης φλέβες ανοίγει και πόρτες σφαλάει».

                «Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό».

                «Ότι έφτιασε ο Φλεβάρης έχει ο Αλωνάρης».

                «Ότι ημέρα κάμει της Παπαντής, θα την κάνει σαράντα μέρες».

                «Παπαντή καλοβρεμμένη, η κοφίνα γεμισμένη».

                «Παπαντούλα βροχερή και τ’ αλώνια σαν σωροί».

                «Παπαντούλα χιονισμένη, και τ’ αμπάρια γιομισμένα».

                «Σου ‘πανε Φλεβάρη βρέξε και λησμόνησες να πάψεις».

                «Στα μαλακά Φλεβάρη μου και έχει ο Θεός».

                «Στις δέκα εφτά του Φλεβάρη θα ζεσταθεί το νύχι του βοδιού» [δηλ. αρχίζει να ζεσταίνει ο καιρός]

                «Στις δεκαπέντ' από Φλεβάρη βαρεί το άλογο ποδάρι».

                «Τα γέρικα γαϊδούρια Φλεβάρη ψοφάνε».

                «Τα έκανε ο Φλεβάρης κι έσκασε ο Μάρτης».

                «Τα χιόνια του Φλεβάρη, βγάζουν τον Μάρτη παλικάρι».

                «Τα χρέη του Φλεβάρη, ο Μάρτης τα πλερώνει».

                «Την Τυρινή και των Βαγιών μπαίνει ο διάβολος στο γιαλό».

                «Της Κρεατινής τα κομμάτια τα τρώει η Τυρινή και της Τυρινής τα σκυλιά».

                «Το Φλεβάρη μη φυτέψεις, ούτε να στεφανωθείς, Τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς».

                «Τον Γενάρη κλάδευε και τον Φλεβάρη απόσκαφτε».

                «Τον κακό Φλεβάρη ψοφούν οι λύκοι απ’ την πείνα».

                «Τον καλό τον Φλεβαράκη σκάρισε τ’ αρνάκι».

                «Τον ξερό Φλεβάρη, σου παίρνει ο διάβολος το γαλάρι».

                «Τον Φλεβάρη ανοίγουνε οι φλέβες».

                «Τον Φλεβάρη τον καλό ανοίγει η γης από το νερό».

                «Του Αϊ-Τρυφώνου μην δουλέψεις και τα χέρια σου κλαδέψεις».

                «Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει και λησμόνησε να πάψει».

                «Του Φλεβάρη είπαν να βρέξει κι αλησμόνησε να πάψει».

                «Του Φλεβάρη το κριθάρι του Μάρτη το κατσίκι».

                «Τρεις τα γέννα, τρεις τη Φώτα κ’ έξι τα μεγάλα Πάσχα».

                «Υπαπαντή καλοβρεγμένη, η κοφίνα γιομισμένη».

                «Φλέβαρε - κουτσοφλέβαρε, καταραμένε μήνα, το έκανες το παράκανες με πέθανες απ’ την πείνα».

                «Φλεβάρη κουτσοφλέβαρε καταραμένε μήνα, μας χιόνισες, μας απόπειρες, μας έλιωσες στην πείνα».

                «Φλεβάρη μήνα κοίταγε ήλιο και φεγγάρι, πάρε και γνώμη από αστρί και κάνε ότι βγάλει».

                «Φλεβάρη το ‘πες, Φλεβάρη το ‘κάνες».

                «Φλεβάρη, φλέβες (νερού) μ’ άνοιξες».

                «Φλεβάρης ,κουτσοφλέβαρος, έρχεται κούτσα κούτσα, όλο νερά και λούτσα».

                «Φλεβάρης κουτσοφλέβαρος, και του τσαπιού ο μήνας».

                «Φοβήθηκε ο παπάς τον Νοέμβρη και ο Δεσπότης τον Φλεβάρη».

                «Φυλάξου από τον διάβολο κι από Φλεβαριάτικο κρύο».

                «Χιόνι το Φλεβάρη βάνει στάπα στο κελάρι».

                «Χιόνι Φλεβαριάτικο, αλώνι αβερτιάτικο».

                «Χιόνια του Φλεβαριού, χρυσάφι του καλοκαιριού».

 

Πηγή: http://users.sch.gr/vaxtsavanis/fevrouarios.html

 

 

Προλήψεις για το σαπούνι στη Λακωνία

Από Εφημερίδα Λαός

 

Του ιερέως Παναγιώτου Σ. Χαλκιά

 


 

Όπως γνωρίζετε, φίλοι αναγνώστες, η καταγωγή μου είναι από το Βρονταμά-Λακωνίας. Από το 1963 υπηρέτησα (τώρα είμαι συνταξιούχος) ως κληρικός, στη Μακεδονία, όπου και παραμένω.

 

Όλα αυτά τα χρόνια δεν διεπίστωσα να παρασκευάζουν σαπούνι οι γυναίκες στα σπίτια τους. Στη Λακωνία όμως, παρασκευάζουν οι γυναίκες σαπούνι στο σπίτι. Βάζουν σε μεγάλο καζάνι τα πιο κάτω υλικά (δυστυχώς δεν γνωρίζω την αναλογία τους): Λάδι, νερό, αλάτι, καυστική ποτάσα και τα βράζουν. Έτσι, γίνεται το σπιτικό, λευκό, σαπούνι. Δεν νομίζω ότι υπάρχει καλλίτερη ποιότητα στο εμπόριο.

 

Όμως, μου είναι γνωστό ότι: οι γυναίκες στη Λακωνία έχουν διάφορες προλήψεις, σχετικά με την κατασκευή του σαπουνιού στα σπίτια τους.

 

Και πρώτα-πρώτα δε γνωστοποιούν στις γειτόνισσές τους την ημέρα που πρόκειται να βράσουν (φτιάξουν) σαπούνι, γιατί φοβούνται το μάτι και το κακό ποδαρικό. Για το λόγο αυτό, όποιος μπει στην αυλή τους και ιδεί ότι φτιάχνουν σαπούνι, το φτύνει για να μη το βασκάνει και εύχεται: «Να βγάλετε μάρμαρα, αγκωνάρια και κολώνες από το λεβέτι (καζάνι) σας!» (Δηλ. να πήξει το σαπούνι και να γίνει κρουστό και όχι μαλακό).

 

Αν τύχει και δεν πήξει καλά, δεν αποδίδουν την αποτυχία στο ότι δεν έριξαν εγκαίρως και με αναλογία τα υλικά (σπίρτο του σαπουνιού, αλάτι, λάδι, νερό, ανάλογη φωτιά), αλλά τα αποδίδουν όλα στο ποδαρικό και στο μάτι του τάδε ή της τάδε, που το είδε και που όπως έχουν παρατηρήσει και από άλλες φορές, είναι γρουσούζης και δεν έχει καλό ποδαρικό!

 

Δεύτερη σπουδαία πρόληψη είναι και η πεποίθηση που έχουν, ότι «το σαπούνι δεν έρχεται και δεν πήζει καλά, όταν το φτιάχνουν σε χασοφεγγαριά», γιατί πιστεύουν ακράδαντα ότι χάνεται το σαπούνι, όπως χάνεται και το φεγγάρι και δεν έρχεται.

Η μακαρίτισσα η μητέρα μου έβαλε στο Βρονταμά (το χωριό μου) – όπως έλεγε – σε χάση του φεγγαριού είκοσι οκάδες λάδι για να φτιάξει σαπούνι και δεν έβγαλε από το καζάνι ούτε το μισό απ’ όσο έβγαζε άλλες φορές που δεν ήταν χασοφεγγαριά. Μια άλλη επίσης πατριώτισσά μου το έβρασε εφτά φορές, χωρίς να κατορθώσει τελικά να πήξει καλά, γιατί ήταν χασοφεγγαριά.

 

Μια άλλη σπουδαία, επίσης, πρόληψη, που επικρατεί σε όλη σχεδόν τη Λακωνία, είναι ότι τα ξωτικά, τα νεραϊδικά και τα αερικά έχουν τεράστια επίδραση στην κατασκευή του σαπουνιού. Και για να εξουδετερώσουν οι γυναίκες την επίδραση αυτών των πνευμάτων, παίρνουν διάφορες προφυλάξεις. Έτσι λοιπόν, μόλις τελειώσει το βράσιμο του σαπουνιού και επιπλεύσει στο καζάνι η πυκνόρευστη μάζα του, φτιάχνουν στη μέση του καζανιού ένα σταυρό και τοποθετούν επάνω του ένα κομμάτι καλαμιά ή κληματόβεργα, ένα σπυρί λιβάνι, λίγο ψωμί και λίγο σκόρδο. Τέλος το σκεπάζουν για να μη μείνει τη νύχτα ξεσκέπαστο και πάνε τα νεραϊδικά και το «μαγαρίσουν».

 

Αυτές είναι οι σπουδαιότερες προλήψεις, που επικρατούν στη Λακωνία σχετικά με το σαπούνι. Δεν γνωρίζω όμως, φίλοι αναγνώστες, αν στα εργοστάσια σαπωνοποιίας επικρατούν αυτές ή παρόμοιες αντιλήψεις και ποια μέτρα λαβαίνουν για να αποφύγουν τις αποτυχίες τους…

 

Πηγή: laosnews.gr








Το Ελληνικό Παραδοσιακό Κόσμημα


 

 

Ο σεβασμός και η προσήλωση στις παραδόσεις αποτελούν κύριο γνώρισμα των πολιτισμένων λαών. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, όσο περισσότερο εξελίσσονται οικονομικά και πνευματικά οι λαοί, τόσο μεγαλώνει η επιθυμία τους να αγκαλιάσουν με στοργή το παρελθόν τους. Η επιστροφή στις ρίζες λαμβάνει ιδιαίτερες διαστάσεις ειδικά στη χώρα μας, καθώς η Ελλάδα διαθέτει μια πλούσια και αξιοζήλευτη λαϊκή παράδοση. Μια από τις πολυτιμότερες παρακαταθήκες των προγόνων μας στη λαϊκή παράδοση είναι αναμφίβολα η παραδοσιακή φορεσιά και το παραδοσιακό κόσμημα που συνδυάζεται με αυτή. 

 

Η έκφραση της ανθρώπινης δημιουργικότητας μέσα από το κόσμημα διασώθηκε στην Ελλάδα μέσα στους αιώνες. Τα ευρήματα από τους θησαυρούς της Κνωσού και των Μηκυναΐκών τάφων, τα αριστουργήματα της Βεργίνας και τα εξαιρετικά έργα των ελληνορωμαϊκών χρόνων δίνουν στο ελληνικό κόσμημα ξεχωριστή λάμψη. Αξιοσημείωτος σταθμός στην πορεία του τελευταίου, είναι η περίοδος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τα περίφημα δείγματα της κοσμικής και εκκλησιαστικής διακόσμησης. Από τον 15ο αι. και μετά, δηλαδή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, το ελληνικό κόσμημα, που φέρει μέσα του στοιχεία του Βυζαντινού πολιτισμού, δέχεται την επιρροή παραδοσιακών στοιχείων του Ισλάμ αλλά και της Δυτικής Ευρώπης. 

 

Το ελληνικό κόσμημα ωστόσο, κατάφερε να αναπτυχθεί αυτόνομα και να δημιουργήσει το δική του προσωπική ταυτότητα, παρά τις διάφορες επιρροές που δέχτηκε και αφομοίωσε δημιουργικά. Κατά τη μακρόχρονη σκλαβιά των 400 χρόνων, ο υπόδουλος ελληνικός λαός δεν είχε πολλούς τρόπους έκφρασης και έτσι αφιέρωσε στο παραδοσιακό κόσμημα πολύ μεράκι και ευαισθησία. Παράλληλα συνδέθηκε με τις ανθρώπινες δραστηριότητες και τις οικογενειακές χαρές, τα αρραβωνιάσματα, τους γάμους, τα γεννητούρια. Η αγάπη και η στοργή μεταφέρονταν συμβολικά από τη γιαγιά στην κόρη και έπειτα στην εγγονή, όταν το κόσμημα άλλαζε χέρια. 

 

Το παραδοσιακό κόσμημα στον ελληνικό χώρο ομαδοποιείται κατά περιοχή, αφού κάθε περιβάλλον δίνει διαφορετική έμπνευση στον δημιουργό. Έτσι σήμερα έχουμε τα θαυμάσια κοσμήματα της Μακεδονίας και Θράκης, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, της Αττικής, των Κυκλάδων κλπ. Αλλά και μέσα από τις ομάδες διακρίνονται διαφορετικές καλλιτεχνικές τάσεις. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει ποικίλες παραλλαγές πάνω στο ίδιο κόσμημα, όπως επίσης και να συναντήσει το φαινόμενο να μη βρίσκονται δύο ακριβώς όμοια κοσμήματα, αλλά κάθε ένα να είναι ξεχωριστό. Η παραδοσιακή φορεσιά ενός τόπου και τα στολίδια της δεν φανερώνουν μόνο την καλαισθησία των ανθρώπων. Κάθε στολίδι είχε κι έναν συμβολικό χαρακτήρα που οι άνθρωποι της εποχής εκείνης σέβονταν με θρησκευτική ευλάβεια. Υπήρχαν στολίδια που ήταν σύμβολα απαραίτητα για την προστασία της ζωής και της υγείας, της γονιμότητας, της αγάπης κλπ. Άλλα πάλι κοσμήματα - σύμβολα, λειτουργούσαν σαν ξόρκια ή φυλακτά για να απομακρύνουν τις κακές επιδράσεις. Συνήθως θήκες ασημένιες, δουλεμένες όμορφα με ανάγλυφες παραστάσεις, με αλυσίδες και φλουριά κρύβουν μέσα τους φυλακτά. Πρόκειται για τα λεγόμενα «χαϊμαλιά». Επιπλέον τα κοσμήματα της εποχής αντανακλούσαν τις κοινωνικές διακρίσεις: τη δύναμη της φυλής, της κοινωνικής θέσης ή της οικογενειακής κατάστασης. Για παράδειγμα, το κόσμημα της κεφαλής ή ο τρόπος δεσίματος του μαντηλιού στα μαλλιά, φανερώνουν αν μια γυναίκα είναι παντρεμένη ή ανύπαντρη. 

 

Κοσμήματα φορούσαν και οι γυναίκες και  οι άνδρες. Στους άνδρες προσέδιδε δύναμη και λεβεντιά, ενώ στις γυναίκες αυτοπεποίθηση και χάρη. Η υλική αξία του κοσμήματος δεν προσδιόριζε την ομορφιά του. Η έννοια του ωραίου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δεξιοτεχνία και το μεράκι του δημιουργού. Εξάλλου το νεοελληνικό κόσμημα απευθύνεται στο σύνολό του στον μέσο άνθρωπο, ο οποίος στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς δεν ήταν δυνατόν να είναι πλούσιος. Η νεοελληνική πολιτιστική παράδοση δεν ασπάστηκε ποτέ τη λατρεία της καλής ζωής και του ευδαιμονισμού. Γι’ αυτό από τα ελληνικά κοσμήματα απουσιάζουν οι θαμβωτικές λάμψεις της πολυτέλειας που αναδίδουν οι πολύτιμες πέτρες στα κοσμήματα άλλων πολιτισμών. Με εξαίρεση λίγες πολύτιμες πέτρες - κι αυτές μικρές σε όγκο - που χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς σε ορισμένες κατηγορίες κοσμημάτων – κυρίως γυάλινες ποικιλόχρωμες πέτρες, φερμένες από το εξωτερικό - σκορπούν έντονες ανταύγειες πάνω στις ασημένιες ή επίχρυσες επιφάνειες του λαϊκού κοσμήματος. Την ανάγκη της πολυχρωμίας στο κόσμημα εξυπηρέτησε σε μεγάλο βαθμό η τεχνική της επεξεργασίας του σμάλτου. 

 

Οι τεχνικές για την κατασκευή των παραδοσιακών κοσμημάτων ποικίλουν. Η πιο απλή είναι η εγχάρακτη, κατά την οποία τα διακοσμητικά θέματα χαράσσονται με το καλέμι στην κύρια όψη των κοσμημάτων. Η φουσκωτή ή χτυπητή τεχνική είναι περισσότερο σύνθετη. Τα μοτίβα σχεδιάζονται στην εσωτερική όψη και στη συνέχεια ο τεχνίτης τα χτυπά με το καλέμι πάνω σε μαλακή στρώση πίσσας, ώστε να προβάλουν ανάγλυφα στην κυρία όψη του κοσμήματος. Εξίσου διαδεδομένη, αν και δυσκολότερη, η συρματική τεχνική. Το κόσμημα σχηματίζεται με λεπτά στριμμένα σύρματα που συγκολλούνται σε συγκεκριμένη επιφάνεια και μοιάζουν με λεπτοδουλεμένη δαντέλλα. Προϊόν της τεχνικής της κατεργασίας του σμάλτου είναι και το «σαβάτι». Είναι μίγμα από λιωμένο ασήμι, χαλκό, μολύβι και κερί του θειαφιού. Με το υλικό αυτό γεμίζουν τα εγχάρακτα μοτίβα. Το σαβάτι συναντάται κυρίως στα ασημένια κοσμήματα, όπου δημιουργεί έντονο σκιαφωτισμό. Οι τεχνίτες συνηθίζουν να επιλέγουν θέματα από τον φυσικό τους περίγυρο. Κοσμήματα με μοτίβα φυτών γίνονται ιδιαίτερα δημοφιλή. Άνθη και φυλλώματα, ροζέτες και ρόδακες αποτυπώνονται με ιδιαίτερη καλαισθησία. 

 

Αγαπητό θέμα επίσης, σύμβολο του Βυζαντινού Πολιτισμού, είναι και ο δικέφαλος αετός που συναντάται κυρίως στις πόρπες και στα κιουστέκια. Εκτός από τον δικέφαλο αετό και άλλα πουλιά, όπως φτερωτοί γύπες, παραδείσια πτηνά, στολίζουν συχνά τα ελληνική κοσμήματα. Από τον διάκοσμο δε λείπουν τα γεωμετρικά και γραμμικά θέματα, όπως είναι η σπείρα η έλικα και άλλα λεπτά ρομβοειδή ελάσματα. Τα κοσμήματα αποτελούν απαραίτητο στολίδι και εξάρτημα της γυναικείας κυρίως φορεσιάς. Έτσι έχει δημιουργηθεί μια αξιοθαύμαστη ποικιλία ως προς τη μορφή και τη λειτουργία, ποικιλία όμως που διαφέρει από τόπο σε τόπο. 

 

Τα πιο αντιπροσωπευτικά κοσμήματα της γυναικείας φορεσιάς είναι βασικά τα κοσμήματα της κεφαλής και του κεφαλόδεσμου, τα οποία όχι μόνο στολίζουν αλλά υποδηλώνουν και την κοινωνική θέση, την ηλικία και την κοινωνική τάξη της γυναίκας που τα φορά. Παράλληλα υπάρχουν εξαιρετικές καρφίτσες που συγκρατούν με ποικίλους τρόπους τον κεφαλόδεσμο, αυξάνοντας έτσι τον στολισμό του. Εξίσου εντυπωσιακά είναι τα «σοργούτς» που κοσμούν τον κεφαλόδεσμο στις παραδοσιακές φορεσιές του Δρυμού, της Λυτής και της Πυλαίας. Τα περιλαίμια στολίζουν το λαιμό και μπορεί να είναι μικρά γιορντάνια, κοσμήματα αλυσιδωτά με νομίσματα ή αρθρωτά με γεωμετρικά επίπεδα στοιχεία ή σταυρούς. Ο κορμός του σώματος από το λαιμό ως τη μέση σε πολλές ενδυμασίες κοσμείται με επιστήθια πλέγματα διακοσμημένα με κοραλλένιες πέτρες και φλουριά που ονομάζονται δίχτυα και απαντώνται κυρίως στη φορεσιά της Αττικής. Το δίχτυ ή το γιορντάνι ήταν γαμήλιο δώρο του γαμπρού και η αξία του καθορίζονταν ανάλογα με τους κόμβους του. Ιδιαίτερος τύπος επιστήθιου κοσμήματος είναι το κορδόνι, που αποτελείται από δέσμη αλυσίδων, όπου κρέμονται σειρές από φλουριά και στο κέντρο των σειρών αυτών κρέμονται ρόδακες διαφόρων μεγεθών που είναι κυρίως γαμήλια δώρα. Επιστήθιο κόσμημα είναι επίσης η κατοστάρα της Εύβοιας που αποτελείται από στρογγυλές μικρές πόρπες και κρεμαστές αλυσίδες.

 

Σημαντική κατηγορία επιστήθιων κοσμημάτων αποτελούν τα κιουστέκια. Βαριά αλυσιδωτά κοσμήματα σε σχήμα σταυρού. Είναι από τα λίγα κοσμήματα που φορούν και οι άνδρες, κυρίως της Ηπείρου και της Στερεάς Ελλάδος. 

 

Οι ζώνες της ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς δίνουν τη δυνατότητα διακόσμησης καθώς είναι υφασμάτινες, με ασημένιες ή επιχρυσωμένες πόρπες. Η ζώνη, καθημερινό εξάρτημα της φορεσιάς, έχει διασώσει μεγάλο αριθμό ειδών ως προς το σχήμα, τη μορφή και τη διακόσμηση. Πόρπες διμερείς, τριμερείς, δισκοειδείς, σε σχήμα φιόγκου ή αμυγδαλόσχημες, συνδυάζουν ποικίλες τεχνικές απόδοσης μοτίβων και υλικών. Πολλές πόρπες συμπληρώνονται με κρεμαστές αλυσίδες και νομίσματα που φθάνουν ως την ποδιά. Σπονδυλωτές ζώνες συναντώνται στη στολή της Καραγκούνας και στη θρακιώτικη. 

 

Τα σκουλαρίκια είναι συνήθως αλυσιδωτά και μακριά. Καμιά φορά στερεώνονται στα μαντήλια λόγω του βάρους τους και φτάνουν μέχρι τον ώμο ενώ άλλες φορές ενώνονται με αλυσίδα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Τα βραχιόλια είναι αρκετά μεγάλα και στολίζουν συνήθως και τα δυο χέρια από τον καρπό έως σχεδόν τον αγκώνα. 

 

Αξιόλογα επίσης είναι και τα κοσμήματα της πλάτης που στολίζουν μερικές από τις φορεσιές. Επειδή οι ελληνικές ανδρικές τοπικές φορεσιές είναι αυστηρές στο χρώμα και λιτές στη γραμμή τους, είναι λιτές και στη διακόσμηση. Έτσι σε κάθε ανδρική φορεσιά αντιστοιχούν ένα ή δύο το πολύ κοσμήματα με απλές γραμμές. Εξαίρεση αποτελεί σπάνια το βαρύ και μεγάλο κόσμημα.

 

Σήμερα τα περισσότερα από τα παραδοσιακά κοσμήματα έχουν πλέον χαθεί. Πολλά από αυτά καταστράφηκαν, άλλα λεηλατήθηκαν και άλλα χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο ανταλλαγής κατά τα δύσκολα και σκληρά χρόνια του ελληνισμού. Ωστόσο στις μέρες μας έχουν βρεθεί αρκετά, πολλά από τα οποία στολίζουν τις προθήκες των λαογραφικών μουσείων, ενώ άλλα φυλάσσονται σε ιδιωτικές συλλογές ή σε χέρια απογόνων, ως ενθύμια ιερά. Επίσης πολλά αντίγραφά τους κοσμούν της ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές των συγκροτημάτων που διασώζουν, εκτός των άλλων και τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς. Το παρήγορο είναι ότι το παραδοσιακό κόσμημα εξακολουθεί να εμπνέει και σήμερα τους σύγχρονους δημιουργούς. 

 

(Βιβλιογραφική Επιμέλεια: Λαογραφικός Σύλλογος Βλάχων Βόλου, Αύγουστος 2011. Πηγή: Διάφορα συγγράμματα Και σημειώσεις τεχνιτών παραδοσιακών κοσμημάτων).

 

 

Πηγή: laikiparadosi.blogspot.com






Προλήψεις και δεισιδαιμονίες στο πέρασμα του χρόνου στην Κρήτη

 


Από τα αρχαία ακόμα χρόνια, αλλά και τα νεότερα, οι Κρητικοί έδιναν και δίνουν μεγάλη σημασία στις προλήψεις και στις δεισιδαιμονίες. Άλλοι δίνουν περισσότερο και άλλοι λιγότερο. Οι προλήψεις και δεισιδαιμονίες ήταν δημιουργήματα του φόβου και της αβεβαιότητας, αφού συνοδευόταν από την αμάθεια και την άγνοια.
Προσωπικά έχω καταγράψει ένα μέρος από αυτές και οι οποίες ακολουθούν στη συνέχεια.

Αποφράδες ημέρες

Πίστευαν και πιστεύουν πολύ στις αποφράδες ημέρες του έτους. Ποτέ δεν ξεκίναγαν καινούρια δουλειά σε αυτές τις ημέρες. Σύμφωνα με το τετράδιο του Κωσταντίνου Ζωγραφάκη, που τις είχε γράψει το έτος 1904, στις φυλακές του Ιντζεδίν της Κρήτης, όπου είχε βρεθεί »φιλοξενούμενος» για να εκτίσει «πενταετήν φυλάκισην», είναι:
Γεναρίου:1, 4, 8, 9, 23.
Φεβρουαρίου: 3, 6, 11, 21, 25.
Μαρτίου: 1, 6, 14, 23.
Απριλίου: 1, 3, 6, 14, 24, 27.
Μαϊου: 2, 4, 6, 14, 23.
Ιούνιος: 6, 11, 14, 16, 27.
Ιούλιος: 4, 10, 22.
Αύγουστος: 6, 8, 14, 25, 30.
Σεπτέμβριος: 1, 6, 7, 8, 19, 25.
Οκτώβριος: 3, 6, 9, 12, 18, 25.
Νοέμβριος: 3, 6, 8, 16, 20, 22.
Δεκέμβριος:2, 4, 10, 15, 19, 22.

 

Αστέρια

Δεν μετρούν ποτέ τα αστέρια, γιατί θα βγάλουν μυρμηγκές. Όταν πέφτει ένα αστέρι, κάνουν μια ευκή.

 

Η καρέκλα στο τραπέζι της κουζίνας

Δεν αφήνουν ποτέ μετά το φαγητό τη καρέκλα κοντά στο τραπέζι. Την μετακινούν για να δείξουν ότι χόρτασαν.

 

Το Μάη

Όλο το Μάη δεν φυτεύουν λουλούδια. Όλο το Μάη δεν παντρεύονται οι άνθρωποι, γιατί ζευγαρώνουν οι γαϊδάροι. Τη πρωτομαγιά οι άνθρωποι πίνουν πάντα νηστικοί άβραστο γάλα, για να μη τους πιάνουν τα μάγια. Το Μάη, αν βρουν στην εξοχή, το «πουκάμισο του όφη», το παίρνουν. Λένε πως έχει μαγικές ικανότητες.

 

Δίσεκτο έτος

Ποτέ δεν παντρεύονται το δίσεκτο έτος. Τετάρτη και Παρασκευή, τα νύχια να μη κόψειςκαι Κυριακή να μη λουστείς, αν θέλεις να προκόψεις.

 

Χάλιο στο μάτι

Αν μπει κάποιου, κάτι στο μάτι και τον κόβει, χωρίς να βγαίνει, πιάνει το βλέφαρο και το ανεβοκατεβάζει, λέγοντας: «Αν είσαι χάλιο πέταξε, αν είσαι χώμα λιώσε, αν είσαι χοχλαδάκι, πέσε στο πηγαϊδάκι,…..μπούμ!!

 

Σαπούνι

Δεν δίνουν ποτέ το χρησιμοποιημένο σαπούνι, χέρι-χέρι, γιατί θα μαλώσουν.

 

Βοσκός

Ποτέ δε ρωτάνε το βοσκό, πόσα πρόβατα έχει. Όταν δύο βοσκοί, βόσκουνε τα πρόβατα συνεταιρικά και ρωτήσει ο ένας τον άλλο, μετά το μέτρημα των οζώ, πόσα είναι, η απάντηση είναι η εξής: Ο άλλος βοσκός πάντα λέει το τελευταίο ψηφίο του αριθμού των προβάτων και ποτέ ολόκληρο τον αριθμό. Όλα αυτά, για να μη πιάσει τα πρόβατα, γλωσσοφαγιά.

 

Αυγά

Ποτέ δεν δίνει ο ένας στον άλλο, χέρι-χέρι, αυγά, γιατί θα μαλώσουν.

 

Παπούτσια

Ποτέ δεν πρέπει να κάθονται τα παπούτσια ανάποδα, γιατί φέρνουν γρουσουζιά.

Σφύριγμα τη νύχτα

Δεν σφυρίζουν ποτέ τη νύχτα, γιατί μαζεύονται οι διαόλοι.

 

Μετά τη κηδεία

Μετά τη κηδεία, γυρνώντας στο σπίτι οι άνθρωποι, πάντα πλένουν σε μια εξωτερική βρύση τα χέρια των και μετά τα τινάζουν βρεγμένα όπως είναι προς τα πίσω, για να επιστρέψουν οι ψυχές.

 

Μέλισσα

Όταν πλησιάσει κάποιον, έτσι απρόοπτα, κάποια μέλισσα και καθίσει δίπλα του, τότε αυτός λέει: «Ως είναι γλυκό το μέλι σου, νά ‘ναι και το χαμπέρι σου».

 

Το δόντι του παιδιού

Το μικρό παιδί, όταν αλλάζει το δόντι του, το βάζει σε μια τρύπα ενός πετρόκτιστου και στη συνέχεια λέει: «Να ποντικέ τ’ ατότι μου και δως μου σιδερένιο, να κοκαλίζω το ψωμί και το παξιμαδένιο.

 

Το αρσενικό κοπέλι

Το αρσενικό κοπέλι δεν πρέπει ποτέ να τη τσιρά και να βλέπουν οι άλλοι τη κοκόνα του. Υπάρχει φόβος να το ματιάσουν. Το προσέχουν επίσης να μη το δρασκελίσει άλλο κοπέλι. Όταν τρώει κάποιος και είναι μπροστά του αρσενικό κοπέλι πρέπει να του δώσει και αυτηνού. Μη πέσει λέει το κουκί του!

 

Όταν χάσουν κάτι

Όταν χάσουν κάτι, στήνουν το λύκο, χρησιμοποιώντας τρία πετραδάκια, που τα βάζουν το ένα πάνω στο άλλο και λένε: «Λύκε λύκε βρε μου το, να σε ξεπετρώσω.

 

Προξενητής

Ο προξενητής έπρεπε να φορά ένα ρούχο ανάποδα και να φύγει από την ίδια πόρτα που μπήκε, αν ήθελε να πετύχει το προξενιό.

 

Φόβος

Να φοβάσαι το σπανό άνδρα και τη δασύτριχη γυναίκα και ιδικά αυτή που ενώνονται τα φρύδια της. Λένε πως αυτή, φταρμίζει.

 

Νύχια

Δεν κόβουν ποτέ τα νύχια σε ξένο σπίτι, ούτε τα πετάνε ποτέ στη φωτιά.

 

Τρίχες

Δεν πετάνε ποτέ τις τρίχες μετά το κτένισμα, διότι αν τις βρει η »κακιά η μάγισσα», ίσως κάνει κάτι κακό.

 

Τη νύχτα

Δεν κοιτάζουν ποτέ το καθρέπτη τη νύχτα και ιδικά τα μεσάνυχτα.

Σταυροδρόμι

Όταν περνούν από σταυροδρόμι και ιδιαίτερα νυχτερινή ώρα, κάνουν το σταυρό τους.

 

Φεύγοντας από το σπίτι

Φεύγοντας από το σπίτι κοιτάζουν να μη τους δει η »κακιά η μάγισσα», κάποια »κακιά» γειτόνισσα, που υπάρχει υπόνοια ότι ματιάζει. Αν τους δει την πουλιάζουν κρυφά. Ενώ φεύγοντας από το σπίτι, θεωρούν κακό παρατήρημα να τους κάνουν την ερώτηση: -Που πας;; Σίγουρα έχουν το λόγο τους, γιατί τις περισσότερες φορές, ο προορισμός τους είναι κρυφός.

 

Ποταμός

Όταν περνούν νύχτα ποταμό, σταυροκοπιούνται.

 

Το μικρό κοπέλι

Το μικρό κοπέλι, δεν πρέπει να κρατά το κεφάλι του με τα δυο του χέρια, ακουμπισμένα στους αγκώνες, γιατί θα πεθάνει η μάνα του. Το μικρό κοπέλι δεν πρέπει να βαδίζει με δύο κατσούνες, ακουμπώντας τις κάτω, γιατί θα πεθάνει ο πατέρας του. Αν κάποιος κατά λάθος, δρασκελίσει ένα μικρό κοπέλι, θα πρέπει να στραφεί και να το ξεδρασκελίσει, διαφορετικά θα μείνει κοντό.

 

Οικοδομή

Σφάζουν στα θεμέλια της οικοδομής ένα πετεινό. Παλαιότερα υπήρχε και θυσία ανθρώπινη. Το μαρτυρεί το τραγούδι, »της Άρτας το γεφύρι».

 

Γρουσουζιά

Γρουσούζικη μέρα πάντα θεωρούν, την Τρίτη και 13 ή Παρασκευή και 13. Ποτέ δεν ξεκινούν δουλειά την ημέρα Τρίτη. Γρουσουζιά είναι αν συναντήσεις μαύρη γάτα. Γρουσουζιά αν συναντήσεις πρωί πρωί Παπά. Γρουσουζιά θεωρείται να μπει κάποιος πρωί πρωί με το αριστερό στο μαγαζί του. Γρουσουζιά φέρει και αν σπάσει ο καθρέπτης. Γρουσουζιά έρχεται σε όποιο σπίτι σκοτώσουν σκύλο ή γάτο. Σε αυτή τη περίπτωση λένε ότι το σπίτι αστοχεί επτά χρόνια.

 

Φέρνει τύχη

Φέρνει τύχη το κοκκαλάκι της νυχτερίδας. Φέρνει γούρι το ρόδι, σπάζοντας το τη πρωτοχρονιά στο κατώφλι του σπιτιού ή και σπάζοντας το η νύφη όταν πρωτομπαίνει στο σπιτικό της.

 

Το σκόρδο

Το σκόρδο προφυλάσσει από το κακό μάτι.

 

Η σκούπα

Ποτέ με τη σκούπα δεν σκουπίζουν τα παπούτσια κάποιου, γιατί δεν θα παντρευτεί. Ποτέ δεν βάζουν τη σκούπα ανάποδα, γιατί φέρει γρουσουζιά.

 

Αλάτι

Αν θέλεις να απαλλαγείς από ανεπιθύμητο επισκέπτη, του ρίχνεις κρυφά πίσω του λίγο αλάτι.

 

Γαμπρός και νύφη

Γαμπρός και νύφη δεν βλέπονται τη τελευταία βδομάδα πριν το γάμο, για να ιδωθούν σαν πρώτη τάχατες φορά, την ώρα του μυστηρίου.

 

Χέρι

Αν σε τρώει το δεξί σου χέρι, θα δώσεις λεφτά. Αν σε τρώει το αριστερό, θα πάρεις λεφτά.

 

Αυτί

Αν σε τρώει το αυτί σου, μουσαφίρη θα έχεις.

 

Ξύλο

Χτυπούνε ξύλο….για καλό και για κακό.

 

Όταν βυζαίνει η μάνα

Όταν βυζαίνει η μάνα το μικρό της , ποτέ δεν πρέπει να φαίνεται το βυζί της, για να μη τη φταρμίσουνε και κοπεί το γάλα.

 

Θαυμασμός βρέφους

Ποτέ δεν εκφράζουν το θαυμασμό σε κάποιο βρέφος, γιατί θεωρείται μεγάλη γρουσουζιά. Απλώς κάνουν: Φτου, φτου, φτου.

 

Ψωμί

Όταν βλέπουμε χάμω ψωμί, το βάζουμε στην άκρη να μη το δρασκελίσουμε.

 

Καφές

Αν χυθεί καφές, έρχονται λεφτά.

 

Το πέταλο

Το πέταλο φέρει γούρι.

 

Πλάτη

Αν σε τρώει η πλάτη σου, κάποιος θα σε δείρει.

 

Μάτι

Αν το μάτι σου πεταρίζει, κάποιο θα δεις.

 

Φτάρνισμα

Αν φταρνίζεσαι, κάποιοι μιλούν για εσένα.

 

Σκύλος

Όταν ο σκύλος κλαίει, κάποιο άτομο της οικογένειας θα πεθάνει.

 

Σύνταξη κειμένου: ΦΑΝΟΥΡΙΟΣ ΖΑΧΑΡΙΟΥΔΑΚΗΣ

 

Πηγή: cretanmagazine.

 
 
 
 
 
 
 
 
 
Το δρώμενο των Αράπηδων/Ξηροπόταμος Δράμας







«Το δρώμενο των Αράπηδων είμαστε εμείς, είναι η ταυτότητα μας. Είναι αυτό που μας άφησαν οι πρόγονοι μας. Είναι η τελευταία πράξη της νεότερης ιστορίας της περιοχής μας που διαμόρφωσε για μας αυτό που θέλουμε να λέμε σήμερα εμείς παράδοση».



Η «τσέτα», οι «Εύζωνες» και οι «Γκελίγκες»

Ποιοι είναι όμως, οι πρωταγωνιστές του δρώμενου; Ποια είναι η εμφάνιση τους και τι συμβολίζει;



Η ομάδα των τελεστών του δρώμενου των «Αράπηδων» ονομάζεται «τσέτα». Βασικά πρόσωπα της τσέτας είναι οι «Αράπηδες» («αράπουε»), άντρες ντυμένοι με φλοκωτές κάπες (παλαιότερα με προβιές) και κεφαλοστολές από δέρμα κατσίκας (παλαιότερα προβάτου).



Στο κεφάλι, δένουν ένα μαντήλι και στα χέρια τους κρατούν ένα ξύλινο σπαθί. Στη μέση κρεμούν κουδούνια, τρία μεγάλα μπατάλια ή τρία κυπριά (κατά περίπτωση και περισσότερα) συνταιριασμένα, ώστε ο ήχος τους να είναι αρμονικός.



Την τσέτα συμπληρώνουν οι «Εύζωνες» («αρναούτε», συμμετέχουν ως γαμπροί), οι «Γκελίγκες» (νύφες), νεαροί άνδρες μεταμφιεσμένοι με την παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία της περιοχής και οι «Μάνγκουδες» («μάνγκουφτσε», παλιάτσοι).



Ο μάνγκους φορά λευκά ρούχα, μαύρη κάλτσα στο κεφάλι με τρύπες για τα μάτια και τη μύτη, μικρά κουδούνια στη μέση, έχει ψεύτικη καμπούρα και κρατά ένα σακούλι με στάχτη από το Δωδεκαήμερο και μια ξύλινη μαγκούρα. Επικεφαλής της ομάδας είναι ο «τσέταμπασία», άνδρας όχι μεταμφιεσμένος, που κρατά μία γκλίτσα. Είναι υπεύθυνος για την οργάνωση της ομάδας, τη συνεννόηση με τους μουσικούς, την πληρωμή τους και τη συγκέντρωση χρημάτων.



Ανήμερα των Φώτων, με την ευλογία του παπά

Στις 6 Ιανουαρίου, μέλη της τσέτας παίρνουν την ευλογία από τον παπά που έχει κάνει τον αγιασμό των υδάτων (πιθανόν νεώτερο στοιχείο).



Συνοδεία μακεδονικής λύρας και νταχαρέδων (παραδοσιακών κρουστών) η τσέτα κάνει τη «γύρα» του χωριού, περνώντας από τα σπίτια, χορεύοντας, ευχόμενη υγεία και ευημερία στις οικογένειες.



Ο δυνατός ήχος των κουδουνιών θεωρείται ικανός να διώξει τις δαιμονικές δυνάμεις του χειμώνα.



Ο τσέταμπασία συγκεντρώνει τις χρηματικές προσφορές των νοικοκύρηδων, με τις οποίες παλαιότερα στηνόταν ένα γλέντι («Ατανάσουιντεν») για το θίασο στις 18 Ιανουαρίου, του Αγίου Αθανασίου, στο οποίο οι αράπηδες δεν ήταν μεταμφιεσμένοι· φορούσαν μόνο τα κουδούνια.



Το πρωί της 7ης Ιανουαρίου, μαζί με τους μουσικούς η τσέτα (κατά παράδοση 10-15 άτομα) εμφανίζεται και πάλι στις γειτονιές, αυτή τη φορά, όμως, επισκέπτεται μόνο τα σπίτια των εορταζόντων Γιάννηδων. Μπαίνει στις αυλές τους, χορεύει με επικεφαλής το νοικοκύρη «για το καλό» του σπιτιού, εύχεται και δέχεται κεράσματα. Η τσέτα καταλήγει στην πλατεία του χωριού, όπου στήνει χορό, στον οποίο πιάνονται αργότερα και οι θεατές. Στην ορχήστρα συμμετέχει και η γκάιντα.



Ο τελετουργικός κύκλος

Οι αράπηδες και οι μάνγκουδες απομακρύνουν τον κόσμο που περιορίζει το χώρο των χορευτών, προστατεύοντας τον τελετουργικό κύκλο. Συμβαίνουν κατά περίσταση και ευτράπελα επεισόδια, όπως η παρουσία του μάνγκου πάνω σε άμαξα να λέει βωμολοχίες και να κουνά επιδεικτικά μπροστά στα γεννητικά του όργανα μία τράκα (είδος κουδουνιού).



Πρόκειται για πρακτικές με εύθυμο χαρακτήρα, οι οποίες, ενώ στην προνεωτερική εποχή εκφόρτιζαν την αγωνία του ανθρώπου στη μεταβατική περίοδο από τη μια παραγωγική εποχή στην άλλη, σήμερα εκτονώνουν την ένταση του σύγχρονου τρόπου ζωής.



Με τη δύση του ηλίου, στο παρελθόν, οι μάνγκουδες έζευαν σε ένα αλέτρι δυο αράπηδες, που όργωναν εικονικά την πλατεία και σκόρπιζαν στάχτη, ουσία με μαγική αποτρεπτική δύναμη για τους ανεξέλεγκτους παράγοντες που μπορούσαν να πλήξουν τη σοδειά. Αναπαριστούσαν, έτσι, το όργωμα της γης που περιμένει να δεχτεί το νέο σπόρο προστατευμένη από την αποτρεπτική για τα ζωύφια δράση της στάχτης και ενισχυμένη από τα θρεπτικά της συστατικά. Με τον τρόπο αυτό ολοκληρωνόταν η τελετουργική δράση της τσέτας.



Η γύρα, νύφες και γαμπροί

Η γύρα της τσέτας, με τις «νύφες» και τους «γαμπρούς», πρόσωπα γάμου και η αναπαράσταση οργώματος θεωρούνται πράξεις μαγικο - τελετουργικές με τις οποίες οι αγρότες και κτηνοτρόφοι του παρελθόντος ευελπιστούσαν να ξυπνήσουν και να ενισχύσουν τις γονιμικές δυνάμεις της φύσης, για να δουν τα χωράφια τους να βλασταίνουν, τα ζώα να αυξάνονται και τις οικογένειές τους να ευημερούν.



7 Ιανουαρίου Ξηροπόταμος Δράμας, το δρώμενο των «Αράπηδων».



Το δρώμενο των αράπηδων χρονολογείτε πολύ πριν από τον 5ο αιώνα π.Χ. και πολλοί λένε πως η βάση του είναι στην Διονυσιακή λατρεία και πως τα καρναβάλια αναπαριστούν τους σάτυρους του Διόνυσου. Στη πορεία προστέθηκαν κι άλλες εκδοχές της προέλευσης τους. Λένε πως ο Μ. Αλέξανδρος σε μια μάχη, θέλοντας να τρομοκρατήσει τους Πέρσες, έντυσε τους άνδρες του με προβιές ζώων, τους έβαλε κουδούνια και όταν πλησίασαν τα στρατεύματα των Περσών, όρμισαν πάνω τους και ο θόρυβος που προκάλεσαν ήταν τόσο εκκωφαντικός, που οι Πέρσες τρόμαξαν και τράπηκαν σε φυγή. Αργότερα στα χρόνια του Ιωάννη του Προδρόμου, λένε πως όταν κάποια στιγμή έκλεισε η φωνή του και δε μπορούσε άλλο να καλεί τους πιστούς, φόρεσε τα κουδούνια και άρχισε να τα κουνάει, έτσι συγκέντρωνε τους πιστούς. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, λένε πως ντύνονταν έτσι για να τρομάξουν τους Τούρκους και φορούσαν οι αντάρτες γυναικείες φορεσιές για να προμηθεύονται τρόφιμα και για να ανταλλάσσουν μηνύματα μεταξύ τους, χωρίς να δημιουργούν υποψίες. Άλλοι πάλι λένε, πως είναι έτσι ντυμένοι για να διώχνουν τους καλικαντζάρους.



Πηγή : https://www.thetoc.gr/politismos



Έθιμα του Δωδεκαήμερου σε Στερεά Ελλάδα, Πήλιο και Σποράδες

 


 

Από τα βάθη του χρόνου προέρχονται τα έθιμα της εορταστικής περιόδου που διατηρούνται στη Στερεά Ελλάδα, τη Μαγνησία και ιδιαίτερα στο Πήλιο και τα νησιά των Σποράδων.

 

Στα χωριά του Πηλίου, για τον ερχομό της Πρωτοχρονιάς τα κορίτσια του χωριού προσφέρουν στη βρύση με τα τρεχούμενα νερά της γειτονιάς τους, διάφορα γλυκά και λογής-λογής καλούδια, σποράκια αλλά και κέρματα για να καλοπιάσουν το στοιχείο του νερού. Τα γλυκά με τα οποία τρατάριζαν τις βρύσες τους ήταν χαμαλιά πηλιορίτικα (τρίγωνα γλυκά με γέμιση καρυδιού), λουκουμάδες, λαλαγγίτες, χριστόψωμο και κουραμπιέδες. Τα χαράματα και πριν το ξημέρωμα, τα ίδια κορίτσια θα πάνε πάλι στη βρύση της γειτονιάς τους με το τρεχούμενο νερό και θα κουβαλήσουν από την ίδια βρύση το «αμίλητο νερό» με το οποίο θα ραντίσουν το σπίτι τους λέγοντας την ευχή: Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει και το βιός, στο σπιτάκι στο χωριό…

 

Στα πηλιορείτικα σπίτια το εορταστικό φαγητό μέχρι και σήμερα είναι η αχνιστή κοτόσουπα και απαραιτήτως η χοιρινή τηγανιά.

 

Στη Σκόπελο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μιας και είναι και η τελευταία μέρα του χρόνου, κάθε νοικοκυρά κάνει τις ετοιμασίες της για να υποδεχθεί τον καινούριο χρόνο. Την ονομάζουν «κλειδοχρονιά», δηλαδή αυτό που στην υπόλοιπη Ελλάδα ονομάζουν «ποδαρικό», ώστε να έχει το σπιτικό τους όλο το χρόνο υγεία, χαρά και αγάπη. Τα παλιά χρόνια και πριν ακόμη το τρεχούμενο νερό της βρύσης μπει στο κάθε σκοπελίτικο σπίτι, η κάθε νοικοκυρά πήγαινε πρωί πρωί στη βρύση, έπαιρνε καθαρό και γάργαρο νερό και ράντιζε όλους και όλα μέσα στο σπίτι. Κρατούσε και μια σιδερόπετρα για να είναι όλοι σιδερένιοι.

 

Στη Σκιάθο, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το Πήλιο, σύμφωνα με την παράδοση, οι καλικάντζαροι προετοιμάζονται ήδη από την 1η Δεκεμβρίου να κάνουν «απόβαση» στο νησί την παραμονή των Χριστουγέννων και να αρχίσουν να κυκλοφορούν στα σκοτεινά και στενά σοκάκια της Χώρας, τρομοκρατώντας τους κατοίκους. Οι καλικάντζαροι θα ρίξουν το καράβι τους στον γιαλό και μέχρι τα Θεοφάνεια κανείς δεν τολμά να περπατήσει την νύχτα, γιατί αν συναντηθεί με τους καλικαντζάρους, αυτοί θα του πάρουν τη λαλιά. Την παραμονή των Φώτων, όμως, οι καλικάντζαροι ετοιμάζονται και με πολύ βιασύνη -σχεδόν τρέχοντας- φεύγουν, με τον φόβο μην τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει.

 

Στερεά Ελλάδα

 

Χοιροσφαγή

Στα ορεινά χωριά της δυτικής Φθιώτιδας είναι απίθανο να μη συναντήσουμε τουλάχιστον έναν χοίρο σε κάθε σπίτι. Ήταν πάντα θέμα αρχοντιάς, κοινωνικής και οικονομικής επιφάνειας. Η προετοιμασία για τη σφαγή τους ξεκινά πολύ νωρίς, αφού οι νοικοκυρές είναι υποχρεωμένες να βρουν πλέον γανωματή για να γανώσουν (να κασιτερώσουν) τα οικιακά σκεύη που είναι αναγκαία για την χοιροσφαγή. Τώρα, όμως, οι παρέες έγιναν μικρότερες και τα πράγματα έχουν περισσότερο απλοποιηθεί. Η χοιροσφαγή παραμένει ολόκληρη τελετουργία, αφού είναι απαραίτητο να υπάρχει φωτιά, κάρβουνο και λιβάνι και την ώρα της σφαγής η νοικοκυρά θα πρέπει να τα ρίξει πάνω στη σφαγή ενώ στο στόμα του χοίρου βάζουν ένα λεμόνι για να μένει ανοιχτό και να αερίζεται. Στη συνέχεια τοποθετούν το χοιρινό ανάμεσα σε δύο ξύλα μεγάλα και αρχίζουν το «ξεπάστωμα». Όταν τελειώσουν όλους του χοίρους της γειτονιάς, αρχίζει το γλέντι ενώ την ίδια ώρα οι νοικοκυρές ξεκινούν να φτιάξουν λουκάνικα, τσιγαρίθρες και μπουμπάρια.

 

Τσιγαρίθρες

Είναι μια παλιά ιεροτελεστία για να διαχωρίσουν το λίπος του χοιρινού από το κρέας. Κόβονται κομμάτια λίπους από τα πιο «παστωμένα» τμήματα του χοιρινού, κυρίως στην κοιλιακή χώρα, τα οποία έχουν και λίγο κρέας. Τα τοποθετούν στο καζάνι με πολύ φωτιά και αρχίζει να βράζει και έτσι βγάζουν το λίπος το οποίο παλιά το αποθήκευαν για την υπόλοιπη χρονιά. Συγχρόνως, τα μικρά κομμάτια λίπους και κρέατος μειώνονται συνεχώς και στο τέλος ό,τι απομείνει το σβήνουν με καλό κρασί και αυτό για πολλές μέρες είναι ένας καλός και πρόχειρος μεζές που συνοδεύει τα τραπέζια.

 

Μπουμπάρια

Είτε με ρύζι είτε με μπλουγούρι (πλιγούρι), τα μπουμπάρια είναι είδος που δεν λείπει από το παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Το παχύ έντερο του χοιρινού, τα εντόσθια δηλαδή πνευμόνι, καρδιά και τα λίπη τους και μαζί λίγο κιμά χοιρινό χοντροκομμένο, πράσο και ρύζι είναι τα βασικά υλικά. Με όλα αυτά τα υλικά γεμίζουν το χοιρινό έντερο και στη συνέχεια τα ψήνουν. Από περιοχή σε περιοχή προσθέτουν και αφαιρούν υλικά καθώς το έθιμο κρατά από την τουρκοκρατία.

 

Πασπαλάς

Κρέας από την κοιλιά του χοιρινού. Πρέπει να έχει αρκετό πάχος το κρέας πάνω. Λοιπόν παίρνουμε το κρέας και το κόβουμε σε κομμάτια όχι πολύ μεγάλα, άλλα ούτε πολύ μικρά, το βάζουμε σε μία λεκάνη και ρίχνουμε αλάτι χοντρό, το αφήνουμε για 4-5 μέρες και το τουμπάρουμε κάθε τόσο να πάρει καλά το αλάτι και να σφίξει το κρέας για να μη μας χαλάσει. Μετά τις πέντε ημέρες το ξεπλένουμε να φύγει το πολύ αλάτι και το βάζουμε σε μία κατσαρόλα και το βράζουμε. Όταν κρυώσει το κρέας, το βάζουμε σε ένα τάπερ και ρίχνουμε και από το ζουμί που έβρασε για να πήξει (τότε το έβραζαν σε καζάνι γιατί έφτιαχναν μεγάλες ποσότητες και δεν υπήρχαν τα ψυγεία για να το διατηρήσουν, το έβαζαν σε τενεκέδες του τυριού και το διατηρούσαν για 2-3 μήνες. Μέχρι τη λαμπρή είχαν πασπαλά). Ένας πολύ ωραίος μεζές, που μπορούμε να τον φάμε σκέτο με ψητό ψωμί, μπορούμε να το κόψουμε σε πιο μικρά κομμάτια και να το τηγανίσουμε, να το κάνουμε ομελέτα, με πατάτες, με τυρί, ή όπως τραβάει η όρεξή μας…

 

Πηχτή

Είναι ένας μεζές που μπορεί να κρατήσει καιρό και να συντροφεύει το κρασί και το τσίπουρο τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Είναι παστό χοιρινό κρέας -συνήθως από το κεφάλι του ζώου, με αλάτι και πράσο.

 

Το τσίκνισμα

Τα ξημερώματα των Χριστουγέννων σε ορισμένες περιοχές της Φθιώτιδας και κυρίως στις περιοχές της Λοκρίδας το… τσικνίζουν. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, τα ξημερώματα της ημέρας, ανάβουν τις φωτιές και πριν ακόμα βγει ο ήλιος έχουν ήδη στήσει το χριστουγεννιάτικο τραπέζι με χοιρινά και μεζέδες.

 

Το αρραβώνιασμα της φωτιάς

Γίνεται ξημερώματα των Χριστουγέννων, την ώρα που ο λαός την αποκαλεί «ανοιχτή ώρα». Η νοικοκυρά βάζει ένα μεγάλο ξύλο στο τζάκι και σύμφωνα με την παράδοση εκείνη την ώρα ό,τι ζητήσεις -βεβαίως θα πρέπει να αφορά τα παιδιά και όχι τους παντρεμένους- μπορεί να γίνει.

 

Το τάισμα της βρύσης

Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, στα χωριά της Κεντρικής Ελλάδας, γίνεται το λεγόμενο τάισμα της βρύσης. Οι κοπέλες του χωριού, λίγες ώρες πριν ξημερώσει Χριστούγεννα, πηγαίνουν στις βρύσες του χωριού και τις αλείφουν με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Με αυτήν την κίνηση παίρνουν από τη βρύση το «αμίλητο» νερό. Για να έχουν καλή σοδειά έφερναν στη βρύση βούτυρο, τυρί, ή ψημένο σιτάρι ή κλαδί ελιάς, ή όσπρια και φρόντιζαν να φτάσουν εκεί όσο το δυνατόν νωρίτερα, γιατί, όπως έλεγαν, όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα στεκόταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Επιστρέφοντας στο σπίτι, οι γυναίκες έφερναν το καινούργιο νερό, αφού πρώτα είχαν αδειάσει από τα βαρέλια τους το παλιό. Η διαδικασία αυτή της μετάβασης και της επιστροφής στη βρύση, γίνεται σιωπηλά -γι’ αυτό και ονομάστηκε αμίλητο νερό. Με το «αμίλητο» νερό οι γυναίκες ραντίζουν τα σπίτια τους, για ευρωστία και καλή τύχη.

 

Πηγή: sofokleousin.gr

          newsbeast.gr

          enallaktikos.gr







Έθιμα του Δωδεκαήμερου στη Θεσσαλία

 


Το τάισμα της βρύσης

Οι κοπέλες, τα χαράματα των Χριστουγέννων, αλλού την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση “για να κλέψουν το άκραντο νερό” (άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δε βγάζουν λέξη σ’ όλη τη διαδρομή).

Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φτάνουν εκεί, την “ταΐζουν”, με διάφορες λιχουδιές, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα ήταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, “κλέβουν νερό” και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.

 

Τα Μπαμπαλιούρια

Στο Λιβάδι Ελασσόνας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά βγαίνουν στους δρόμους τραγουδώντας τα Αγιοβασιλιάτικα κάλαντα και φωνάζοντας “Σουρβάσο”. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς ο επισκέπτης μπορεί να δει στο δρόμο τα “Μπαμπαλιούρια”. Τα “Μπαμπαλιούρια” είναι ένα Πρωτοχρονιάτικο έθιμο, που έχει τις ρίζες του στη Διονυσιακή λατρεία και αναβιώνει και στις μέρες μας. Η στολή τους αποτελείται από το “σαλβάρι”, ένα μάλλινο άσπρο παντελόνι, το οποίο στερεώνουν στη μέση με μια μάλλινη άσπρη ζώνη. Το πουκάμισο που φορούν από πάνω είναι συνήθως άσπρο με φαρδιά μανίκια σαν εκείνο των τσολιάδων. Στα πόδια φορούν άσπρες καλτσοδέτες και τσαρούχια. Στη μέση φορούν ένα χοντρό μάλλινο ύφασμα, διπλωμένο πολλές φορές, όπου επάνω δένουν τα μεγάλα και βαριά κουδούνια. Στο κεφάλι φορούν ειδική μάσκα, από προβιά ζώου, τη λεγόμενη “φουλίνα”. Η μάσκα αυτή είναι άσπρη ή μαύρη και έχει τρία ανοίγματα, δύο στα μάτια και ένα στο στόμα. Στα χέρια κρατούν ένα ξύλινο κυρτό σπαθί που συμπληρώνει τη φορεσιά του κάθε “Μπαμπαλιούρη”. Έτοιμα πλέον τα “Μπαμπαλιούρια” περιμένουν να τελειώσει η Θεία Λειτουργία για να ξεχυθούν στους δρόμους. Μαζί τους είναι πάντα ο “αδελφογύρτης” ο οποίος κρατάει έναν κουμπαρά και μαζεύει τα χρήματα που προσφέρει ο κόσμος. Πριν ακόμη τελειώσει η Πρωτοχρονιάτικη Θεία Λειτουργία οι “Μπαμπαλιούρηδες” έχουν πάρει θέση έξω από τις τρεις ενορίες του χωριού. Βγαίνοντας ο κόσμος από την εκκλησία τους συναντά και αιφνιδιάζεται αφού περνούν το σπαθί στη μέση τους και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει αν δεν βάλει χρήματα επάνω σ’ αυτό. Μόλις βάλουν τα χρήματα τα παίρνει ο αδελφογύρτης και τους εύχεται Καλή Χρονιά. Μετά τις εκκλησίες τα “Μπαμπαλιούρια” πηγαίνουν στην πλατεία, και με το δυνατό θόρυβο που προκαλούν τα κουδούνια τους, τραβούν την προσοχή των ντόπιων και ξένων επισκεπτών. Φεύγοντας από εκεί, περνούν από τα καφενεία και τις καφετέριες του χωριού, και έπειτα ξεχύνονται στους δρόμους μέχρι αργά το βράδυ. Αυτό το έθιμο έχει σαν σκοπό να διώξει τα κακά πνεύματα, και να είναι ήσυχη και χαρούμενη η καινούρια χρονιά.

 

Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς σε όλα τα σπίτια κόβεται η κρεατόπιτα με το χρυσό φλουρί, το άχυρο και το πουρνάρι σε τόσα κομμάτια όσα είναι και τα μέλη της οικογένειας. Όποιος βρει το φλουρί θεωρείται ο τυχερός της καινούριας χρονιάς και λέγεται ότι θα ζήσει πλούσια. Όποιος βρει το άχυρο λένε ότι θα παντρευτεί γεωργό και όποιος βρει το πουρνάρι θα παντρευτεί βοσκό.

 

Η Γουρουνοχαρά

Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδος και της Θεσσαλίας είναι η γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά. Λέγεται πως, οι οικογένειες αγόραζαν το γουρούνι, από το μήνα Μάιο και το συντηρούσαν με κολοκύθια και πίτυρα, σε νερό, είτε στο ποτάμι. Το γουρούνι ήταν απαραίτητο για ένα αγροτικό σπίτι, καθώς από το γουρούνι έπαιρναν τη λίπα, το κρέας, τα λουκάνικα κι έφτιαχναν τα γουρνοτσάρουχα. Αποτελούσε ντροπή για το σπίτι εκείνο, που δεν είχε γουρούνι, καθώς θεωρούνταν παρακατιανό, φτωχό κι ανοικοκύρευτο. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Οικογένειες, συνήθως συγγενικές, καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως “γουρουνοχαρά ή γρουνουχαρά”. Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν “έλα να σφάξουμε το γουρούνι”, αλλά “έλα, έχουμε γουρουνοχαρά”. Το σφάξιμο των γουρουνιών δεν συνέπιπτε τις ίδιες ημερομηνίες κατά περιφέρειες. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν στις 27 Δεκεμβρίου, ημέρα του Αγίου Στεφάνου. Γι’ αυτό και η γιορτή αυτή ονομαζόταν “γρουνοστέφανος ή γουρουνοστέφανος”. Υπάρχουν όμως και μικρές περιοχές που τα έσφαζαν ένα μήνα ή και περισσότερο, μετά τα Χριστούγεννα. Κατά το έθιμο, η νοικοκυρά έδινε μικρή ποσότητα αναμμένης στάχτης και θυμίαμα στο σφαγέα, ο οποίος, αφού θυμιάτιζε τους εργαζόμενους και όλους τους άλλους, για να έχουν την ευλογία του Χριστού και να εξαφανιστούν οι καλικάντζαροι, έριχνε τη στάχτη με το θυμίαμα στο λαιμό του γουρουνιού, για να είναι ευλογημένο και καλό το κρέας του. Ένας άλλος έπαιρνε λίγο αίμα κι επάλειφε τα μικρά παιδιά στο πρόσωπο για να είναι γερά, ανθεκτικά στους ψύλλους, στις αρρώστιες, και να μην επηρεάζονται από τα κακά πνεύματα. Στη συνέχεια, οι άνδρες έγδερναν το γουρούνι, και το δέρμα, αφού το αλάτιζαν, το δίπλωναν στα τέσσερα και το κρατούσαν για να φτιάξουν τα γουρνοτσάρουχα για τις καλοκαιρινές δουλειές τους.

Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά τεμάχια. Το λίπος αυτό, αφού το έλιωναν πρώτα, το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε, διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι της Θεσσαλίας το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί το θεωρούσαν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του. Στη συνέχεια, τεμάχιζαν το κρέας και τοποθετούσαν αλατισμένα τα κομμάτια σε πλιθάρια, που τα είχαν για φαγητό όλο σχεδόν το χειμώνα και τα μαγείρευαν με τραχανά και πλιγούρι. Επίσης έφτιαχναν και λουκάνικα έκοβαν τα πράσα σε μικρά-μικρά τεμάχια και τα είχαν έτοιμα να γεμίσουν τα λουκάνικα. Μετά το φαγητό, οι άνδρες έκοβαν το κρέας πάνω στην τάβλα, με τα ψαλίδια, το οποίο ανακάτευαν με τα τριμμένα πράσα και το έβαζαν σε χάλκινη κατσαρόλα και τα ζέσταιναν, αφού έριχναν συγχρόνως ρίγανη, πιπέρι και αλάτι. Στη συνέχεια περνούσαν τα λουκάνικα σ’ ένα ξύλινο δοκάρι και τα κρεμούσαν για να στεγνώσουν. Έφτανε πλέον το μεσημέρι. Η τάβλα ήταν έτοιμη για το φαγητό, με ντόπιο κρασί. Τσίπουρο έπιναν κατά την ώρα της δουλειάς.

Μετά, οι άνδρες έφευγαν για τα σπίτια τους, αλλά το βράδυ επέστρεφαν στο σπίτι του νοικοκύρη για να φάνε και να γλεντήσουν, να χαρούν και να απολαύσουν τους καρπούς του κόπου τους. Οι γυναίκες είχαν έτοιμα τα φαγητά, όπως πίτες- συνήθως με τυρί- κόκαλα βρασμένα, ψητό στη σχάρα κρέας και άφθονο κρασί από το αμπέλι. Τα μεσάνυκτα κι ύστερα από πολλά τραγούδια και χαρά, όπως κι ευχές προς το νοικοκύρη, έφευγαν για τα σπίτια τους. Το έθιμο τηρήθηκε μέχρι το 1940. Συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα, μέχρι το 1955, αλλά τα μεγάλα γεγονότα, Κατοχή και εμφύλιος πόλεμος, ανέκοψαν τον ενθουσιασμό και ανέτρεψαν μια παραδοσιακή συνήθεια που κράτησε πολλούς αιώνες. Σήμερα το έθιμο τηρείται και πάλι σε πολλά χωριά της Θεσσαλίας. Στις πόλεις όμως γιορτάζεται στις πλατείες των συνοικιών, με εκδηλώσεις κεφιού και γλεντιού, προσφέροντας άφθονο κρασί και ψημένο χοιρινό κρέας.

 

Στη Λάρισα γιορτάζεται η γουρουνοχαρά στην πλατεία της συνοικίας Φιλιππούπολης, ανάμεσα από τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά κι αυτό γιατί είναι ένα έθιμο που το έχουν οι κάτοικοι της συνοικίας που έλκουν την καταγωγή τους από την Ανατολική Ρωμυλία, και συγκεκριμένα από την Φιλιππούπολη και το Καβακλί το σημερινό Τοπόλοβγκραντ. Οι γυναίκες της συνοικίας μαγειρεύουν παραδοσιακά φαγητά της Ανατολικής Ρωμυλίας, τα οποία είναι πικάντικα μαγειρεύονται με πολλά καρυκεύματα και μαζί με το ψημένο χοιρινό κρέας και άφθονο κρασί τα προσφέρουν στους επισκέπτες.

 

Το χριστουγεννιάτικο έθιμο των Φιλιππουπολιτών, ξεκινά από παραμονή Χριστουγέννων με τα παραδοσιακά κάλαντα και ολοκληρώνεται με την γουρουνοχαρά. Ομάδες παιδιών επισκέπτονται οικογένειες Φιλιππουπολιτών και λένε τα κάλαντα, τα οποία είναι ευχές για τον αφέντη, την κυρά, τα παιδιά, τους νέους, τον κυνηγό, για το αμπέλι, το σπίτι και άλλα. Τα παραδοσιακά κάλαντα τελειώνουν με τη προσευχή, η ομάδα των παιδιών και η οικογένεια λένε μαζί την προσευχή. Η νοικοκυρά προσφέρει κρασί και παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο φαγητό όπως «Καρβαβίτσα» γεμισμένο χοιρινό έντερο με χοιρινό κρέας και συκώτια, καβουρμά χοιρινό που μαγειρεύεται στο λίπος και «αρμιά», ολόκληρο λάχανο στην άλμη, μαγειρεμένο με χοιρινό κρέας.

 

Πηγή: topoikaitropoi.gr







Έθιμα του Δωδεκαήμερου στη Μακεδονία


 

Τα ήθη και τα έθιμα ενός τόπου μαρτυρούν τις βαθύτερες ανησυχίες των ανθρώπων όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων.

 

Παρακάτω παρουσιάζουμε μερικά από τα ήθη και έθιμα της Μακεδονίας μας

 

«Το Χριστόξυλο»

Στα χωριά της βόρειας Ελλάδας, τις παραμονές των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης κάθε σπιτιού ψάχνει στα χωράφια και διαλέγει το πιο όμορφο και γερό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Αυτό είναι το Χριστόξυλο. Η νοικοκυρά έχει ήδη φροντίσει να καθαρίσει το σπίτι και ιδιαίτερα το τζάκι με μεγάλη προσοχή, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζει ακόμη και την καπνοδόχο του σπιτιού, ώστε να μη μπορέσουν να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως αναφέρεται στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι, ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην εστία το Χριστόξυλο. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του. Κάθε οικογένεια, προσπαθεί να διατηρήσει αυτή τη φωτιά αναμμένη για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα, μέχρι τα Φώτα.

 

«Οι Μωμόγεροι»

Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί του Νομού Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων, το οποίο προέρχεται από του Πόντιους πρόσφυγες. Η ονομασία του εθίμου προέρχεται από τις λέξεις μίμος ή μώμος και γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές κινήσεις των πρωταγωνιστών. Αυτοί, φορώντας τομάρια ζώων – λύκων, τράγων ή άλλων – ή ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, έχουν τη μορφή γεροντικών προσώπων. Οι Μωμόγεροι, εμφανίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του δωδεκαημέρου των εορτών και, προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες στους δρόμους των χωριών και τραγουδούν τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους: «Αρχή κάλαντα και αρχή του χρόνου, πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου». Όταν δύο παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους, ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή. Παραλλαγές του ίδιου εθίμου, συναντώνται σε χωριά της Κοζάνης και της Καστοριάς, με την ονομασία Ραγκουτσάρια. Άλλοι το λένε ρογκάτσια ή μπαμπαλιούρια.


«Σπόρδισμα των φύλλων»

Στο νησί της Θάσου, μέχρι σήμερα ακόμα, οι οικογένειες κρατούν ένα πολύ παλιό έθιμο είναι το σπόρδισμα των φύλλων και γίνεται ως εξής: Κάθονται όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν την ανθρακιά προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στ’ αναμμένα κάρβουνα, φύλλα ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μια ευχή, χωρίς όμως να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.

 

«Φωτιές της Φλώρινας»

Σήμα κατατεθέν τα Χριστούγεννα στην Φλώρινα είναι οι φωτιές. Ένα έθιμο με παγανιστικές ρίζες που χάνονται στα βάθη των αιώνων και αφορούσε την λατρεία του ήλιου. Τώρα όμως έχει σχέση με τον Χριστιανισμό και αναπαριστά την φωτιά που άναψαν οι βοσκοί για να ζεστάνουν το Θείο Βρέφος. Τα μεσάνυχτα 23 προς 24 Δεκέμβρη κάθε γειτονιά ανάβει μία μεγάλη φωτιά (με μεγαλύτερη αυτή στην πλατεία Ηρώων). Η προετοιμασία κρατάει μήνες, ομάδες παιδιών μαζεύουν τόνους ξύλα και κέδρους που κόβουν από το βουνό. Κάθε ομάδα βρίσκει ένα ασφαλές μέρος να φυλάξει τα ξύλα της, κάθε βράδυ ορίζουν έναν από την ομάδα για φύλακα, γιατί οι άλλες ομάδες καιροφυλαχτούν να κλέψουν ξύλα από τους αντιπάλους. Είναι τιμή για την αντίπαλη ομάδα αν καταφέρει να κλέψει ξύλα χωρίς να την καταλάβουν, και μεγάλη ντροπή για τους άλλους. Λένε ότι παλιά αυτός που στην βάρδιά του τού έκλεψαν ξύλα, ντρεπόταν ακόμα και σχολείο να πάει μετά.

Το έθιμο της φωτιάς υπάρχει και την Πρωτοχρονιά. Ανάβουν φωτιές για να ‘ρθει πιο γρήγορα ο καινούργιος χρόνος και μεταμφιέζονται. Το έθιμο της μεταμφίεσης κρατάει από την Βακχική λατρεία, επειδή τα καρναβάλια γίνονταν προς τιμή του Διονύσου, θεού της γονιμότητας, της ευθυμίας και της αφθονίας. Αυτό το έθιμο είναι τα “Μπαμπάρια”, που αναβιώνει στο χωριό Παπαγιάννη στα βόρεια της Φλώρινας. Άλλοι πιστεύουν ότι έχει Ρωμαϊκή προέλευση, η σημασία του όμως είναι ότι υμνεί το ξύπνημα της γης και την καρποφορία στη 1η του Γενάρη. Κεντρική φιγούρα είναι η “νύφη”-σύμβολο της γονιμότητας και σκοπός είναι να την απαγάγουν οι “κακοί”. Οι άντρες είναι μεταμφιεσμένοι με προβιές. Για να γίνουν πιο τρομακτικοί στην όψη, προσθέτουν για δόντια φασόλια γίγαντες και κόκκινες μικρές αποξηραμένες πιπεριές.

 

Η ομάδα των αντρών αποτελείται από 15 άτομα περίπου, που φορούν τη λινή πουκαμίσα, αμάνικο γιλέκο και μαύρες υφαντές περικνημίδες, την προβιά, ζώνονται στη μέση τους μεγάλα κουδούνια – από αγελάδες-και κρατούν χοντρά ξύλα – πατερίτσες. Κάθε μέλος επιφορτίζεται και από ένα καθήκον… εμπροσθοφυλακή, οπισθοφυλακή …πλαϊνή φύλαξη της νύφης… γιατί καραδοκούν οι “κακοί” και φυσικά ο καμπούρης. Πρέπει να την παραδώσουν σώα και ανέγγιχτη στον γαμπρό…ο οποίος διαφέρει από τα παλικάρια …στην πατερίτσα…που είναι εξάρτημα από αλέτρι που μοιάζει με σπαθί… έχει και φούντα… και μικρά κουδουνάκια… Στο δρώμενο παρουσιάζονται ασφαλώς ο παππούς, η γριά (μπάμπω), ο παπάς με το θυμιατό, ο γιατρός με τα γιατρικά του και ο κουρελής-πειραχτήρι της νύφης (ο καμπούρης). Η νύφη, περί ης ο λόγος, είναι ένας άνδρας με τοπική νυφιάτικη ενδυμασία – κάθε χρονιά φορά ρούχα μιας άτεκνης γυναίκας του χωριού…για να κυοφορήσει- και κουδουνάκια αλόγου… Η ομάδα μπαινοβγαίνει στις αυλές των σπιτιών και οι νοικοκυραίοι οφείλουν να δώσουν στην παρέα το 1/10 της σοδειάς τους σε τσίπουρο, χοιρινό κρέας, λουκάνικα, κρεμμύδι, ψωμί και κρασί… Υπό τους ήχους της γκάιντας, του νταουλιού και της φλογέρας…το αποκορύφωμα …είναι το ξυλοφόρτωμα των “μνηστήρων” της νύφης και του καμπούρη, στο βαθμό που για πολλές μέρες οι νέοι είναι μαυρισμένοι από το ξύλο…και ανίκανοι – τάχα μου- να δουλέψουν…

Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, υπάρχει επίσης το έθιμο της αρκούδας. Πρωί της πρώτης μέρας του έτους μεγάλοι και μικροί πλένονται με τρεχούμενο νερό. Την ημέρα αυτή λένε ότι γέννησε η αρκούδα και μετά πλύθηκε. Έτσι τα τρεχούμενα νερά έχουν την δύναμή της και την αποκτούν όσοι πλένονται με αυτά. Στο χωριό Πισοδέρι, το πρώτο κομμάτι της Βασιλόπιτας είναι για την αρκούδα και το πηγαίνουν στον “βράχο της αρκούδας” για να το φάει.

 

«Κόλιντα Μπάμπω»

Κυρίως στην Πέλλα αναβιώνει το έθιμο της «Κόλιντα Μπάμπω» που έχει σχέση με τη σφαγή του Ηρώδη. Οι κάτοικοι της περιοχής ανάβουν το βράδυ φωτιές φωνάζοντας «κόλιντα μπάμπω» δηλαδή «σφάζουν γιαγιά». Σύμφωνα με το έθιμο οι φωτιές ανάβουν για να μάθουν οι άνθρωποι για τη σφαγή και να προφυλαχτούν. Το “Κόλιντα Μπάμπω” φυσικά δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα κάλαντα στη γιαγιά, μια φράση που είναι γνωστή σε πάρα πολλές περιοχές της Ελλάδας και την συναντούμε όχι μόνο στην Μακεδονία αλλά και στην Θράκη.
Ας δούμε μερικές παραλλαγές όμως…

“Κόλιντα, κόλιντα δώσ’ μου μπάμπω κλούρα. Αν δε με δώσεις κλούρα δώσ’ μου τη θυγατέρα ‘ ς…”
“Κόλιντα και μέλιντα με μένα μπάμπω κλούρα…”
“Κόλιντα μπάμπου, δως μας μια κλουρίτσαας είνι σταρίσια, ας είνι καλαμποκίσια, Κόλιντα μπάμπου”

 

«Κουλίντι»

Ιεροπηγή Καστοριάς Χριστούγεννα (Κριτσούνου). Την παραμονή των Χριστουγέννων οι γυναίκες έπλαθαν αλμυρά κουλούρια με γάλα και σόδα, τα οποία ονόμαζαν «κουλίντι», γι’ αυτό και την παραμονή των Χριστουγέννων τη λένε «τζούα ντι κουλίντι». Έπλαθαν ένα μεγάλο σε στρογγυλό σχήμα με σταυρό στο κέντρο και το ονόμαζαν «ντουμιτζέλου» δηλ. Θεός, το έβαζαν στο εικονοστάσι μέχρι τα Φώτα και την ημέρα εκείνη με το αγιασμένο νερό το μούσκευαν και ταΐζανε το κοπάδι. Ακόμη έπλαθαν μικρά στρογγυλά κουλούρια με τρύπα στο κέντρο. Τα κουλούρια αυτά τα έδιναν στα παιδιά που έλεγαν τα κάλαντα. Για να πάει καλά και το κοπάδι τους και τα ζώα τους γενικότερα, έπλαθαν ένα κουλούρι σε σχήμα σταυρού. Τα μικρά παιδιά κρατώντας σκαλιστές βέργες πήγαιναν σε όλα τα κονάκια της στάνης λέγοντας τα κάλαντα, ενώ τα κουλούρια που τους έδιναν οι νοικοκυρές τα τοποθετούσαν στις βέργες.

 

“Μπουμπουσάρια”

Μπουμπουσάρια ονομάζονται στη Σιάτιστα τα τοπικά καρναβάλια της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων. Τα μπαμπουσάρια γίνονται – εκτός από την Πρωτοχρονιά – κυρίως τα Θεοφάνια, ενώ σ’ όλα τα άλλα χωριά του Βοϊου μόνο την Πρωτοχρονιά, με εξαίρεση την Εράτυρα. Εκεί το ωραίο αυτό έθιμο το συναντούμε την επομένη της Πρωτοχρονιάς. Οι μικροί μεταμφιεσμένοι γυρίζουν στα σπίτια ή σταματούν τους μεγάλους στο δρόμο και τραγουδώντας «Και βάλε το χεράκι σου στην αργυρή σου τσέπη…», προσπαθούν να τους αποσπάσουν χρήματα.
Στη Σιάτιστα επίσης, την περίοδο των γιορτών, αναβιώνουν οι «κλαδαριές» και τα «κόλιαντα» Οι «κλαδαριές» είναι οι φωτιές που ανάβονται κάθε χρόνο στις 23 Δεκεμβρίου για να ζεστάνουν τον Χριστό.Τα «κόλιαντα» είναι τα κάλαντα στο τοπικό σιατιστινό ιδίωμα.

 

“Κλαδαριές”

Οι κλαδαριές στην περιοχή του Βοΐου παρότι είναι ένα έθιμο του δωδεκαημέρου (της περιόδου δηλαδή που περικλείει τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Θεοφάνια), προετοιμάζεται από τον Οκτώβριο και συγκεκριμένα, την επόμενη του Αγίου Δημητρίου, στις 27 Οκτωβρίου. Τα παιδιά μαζεύουν ξερά χόρτα καθώς και κλαδιά κέδρου, που έχουν ένα ιδιαίτερο άρωμα. Τα κλαδιά αποθηκεύονται σε μέρος ξηρό και παραμένουν εκεί για να ξεραθούν εντελώς και να μην έχουν υγρασία. Στις 23 Δεκεμβρίου, τα κλαδιά στοιβάζονται στον ανοιχτό χώρο όπου θα τελεστεί το έθιμο και δημιουργούν ένα τεράστιο σωρό, ο οποίος ανάβει από τα χέρια του γηραιότερου κατοίκου του χωριού. Τότε, οι κάτοικοι πιάνουν το χορό γύρω από την πυρά, ενώ σε κάποια μέρη γύρω από την πυρά περιφέρονται και οι κωδωνοφόροι. Σε κάποια μέρη του Βοΐου, η κλαδαριά ανάβει και τις Απόκριες, την Κυριακή της Τυρινής.

 

“Αράπηδες”

Το έθιμο των Αράπηδων αναβιώνει κάθε χρόνο, στις 6 Ιανουαρίου, στο Μοναστηράκι, το οποίο απέχει από την πόλη της Δράμας μόλις 4 χλμ. Το συναντάμε επίσης και στα χωριά Βώλακας, Πετρούσα και Ξηροπόταμος. Το ίδιο έθιμο αναβιώνει κάθε χρόνο και στη Νικησιανή του Δήμου Παγγαίου στο νομό Καβάλας.

 

Πηγή: olympiobima.gr

 





ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ Ή ΓΕΝΑΡΗΣ





Ο Γενάρης, όπως και όλοι οι μήνες του ημερολογίου μας, του Παγκοσμίου Χριστιανικού ημερολογίου, οφείλει τ' όνομά του στους Αρχαίους Ρωμαίους στο Θεό του Ιανό, που προς τιμή του τον ονόμασαν έτσι. Δεν είχε όμως απ' την αρχή την τιμή ν' αποτελεί τον πρώτο μήνα του χρόνου. Αττικός μήνας: ΓΑΜΗΛΙΩΝ (15 Ιανουαρίου - 15 Φεβρουαρίου).


Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν σαν Πρωτοχρονιά την 21η Ιουνίου (του μηνός Σκιροφοριώντος όπως τον έλεγαν) και οι Ρωμαίοι την 1η Μαρτίου. Η τελευταία είχε διατηρηθεί να γιορτάζεται και από τους Έλληνες της Ανδριανουπόλεως, πριν τους διώξουν οι Τούρκοι από την Ανατολική Θράκη. Η πρώτη Ιανουαρίου καθιερώθηκε σαν πρωτοχρονιά από τους Ρωμαίους το 153 π.Χ. Την ημέρα αυτή συνήθιζαν να εκλέγουν τους ανώτατους άρχοντες, τους ύπατους και με την ευκαιρία επιδίδονταν σε τελετές και θορυβώδεις διασκεδάσεις. Από αυτούς την πήραν αργότερα οι Βυζαντινοί και την καθιέρωσαν (περί το 1000 μ.Χ.).



Γεωργικές εργασίες


Προετοιμάζουν τα γεωργικά τους εργαλεία, όταν υπάρχουν βροχές ή χιόνια.
Μεταφέρουν κοπριά στα κτήματα.
Εκχερσώνουν χωράφια ή διορθώνουν φράχτες.
Κάνουν αποστραγγιστικά χαντάκια.
Ανοίγουν λάκκους γύρω από τα δέντρα για να δεχτούν περισσότερη βροχή ή τα ασβεστώνουν.
Σπέρνουν πρώιμα μπιζέλια, κουκιά, κρομμύδια.
Φυτεύουν τα φυλλοβόλα δέντρα (κερασιά, βυσσινιά, βερικοκιά, ροδακινιά), αγκινάρες, φράουλες, σπαράγγια.
Λιπαίνουν τα δέντρα με χωνεμένη κοπριά.
Κλαδεύουν ελαιόδεντρα.
Επισκευάζουν και βάφουν τις κυψέλες.
Αρχίζουν το άρμεγμα των προβάτων.
Οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό κιλίμια και βελέντζες, έπλεκαν και έραβαν.



Παροιμίες


Σ' όσους μήνες έχουν «ρο», μπάνιο με ζεστό νερό.
Χιόνισ' έβρεξ' ο Γενάρης, oλ' οι μύλοι μας θ' αλέθουν.
Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξετάζει.
Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα 'ν' τον αλωνάρη.
Κόττα, πίτα το Γενάρη, κόκοτα τον Αλωνάρη.
Κόψε ξύλο το Γενάρη και μη καρτερείς φεγγάρι.
Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξύδι.
Του Γενάρη το ζευγάρι διάβολος θε να το πάρει.
Του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο μέρας μοιάζει.
Ο λαγός και το περδίκι κι ο καλός ο νοικοκύρης το Γενάρη χαίρονται.
Εγέλασεν ο Γενάρης.
Του Γεναριού το φεγγάρι είναι σαν του Αλωνάρη.
Ο Γενάρης δε γεννά μήτε αυγά μήτε πουλιά, μόνο κρύο και νερά.
Του Γενάρη το φεγγάρι την ημέρα σιγοντάρει.
Οποιος θε να βαμπακώσει, τον Γενάρη θε ν' οργώσει.
Κόψε ξύλο τον Γενάρη και μην καρτερείς φεγγάρι.
Όποιος σπέρνει το Γενάρη, παίρνει την ανεμοζάλη.
Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει.
Αρχιμηνιά, καλή χρονιά, με σύγκρυα και παγωνιά.
Χαρά στα Φώτα τα στεγνά και τη Λαμπρή βρεμένη.
Γενάρης χωρίς χιόνι, κακό μαντάτο.
Τ' Αλωναριού τα μεσημέρια , και του Γεναριού οι νύχτες.
Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις.
Οι γεναριότικες νύχτες, για να περάσουν θέλουν συντροφιά και κουβέντα.
Έκαμε κι ο Γενάρης ήλιο.
Γενάρη, μήνα του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου.
Χαρά στα Φώτα τα στεγνά και τη Λαμπρή βρεμένη.
Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη, φλέβισέ το.
Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη.



Γιορτές και Έθιμα


Μήνας γιορτών μπορεί να ονομαστεί με τις πολλές γιορτές που έχει ο Γενάρης.
Η πρώτη μέρα του μήνα είναι η πρωτοχρονιά και γιορτάζεται σ' όλο τον κόσμο με λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια και πολλές εκδηλώσεις. Αυτή η ημέρα καλύπτεται από ένα πλήθος λαϊκών εθίμων, με πράξεις και ενέργειες μαγικές, που έχουν την προέλευσή τους στα βάθη των αιώνων. Οι ελληνικές λαϊκές παραδόσεις, θέλουν τον Άγιο Βασίλειο είτε ζευγολάτη που γυρίζει και ευλογεί τα χωράφια, είτε οδοιπόρο ή μάντη. Τη μέρα αυτή γιορτάζεται η μνήμη του Αγίου Βασιλείου, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους πατέρες της εκκλησίας. Ο Αγιος Βασίλης ενσαρκώνει για το λαό, το πνεύμα του καινούργιου χρόνου. Η καλοσυνάτη μορφή του με τη λευκή γενειάδα, τα κάτασπρα μαλλιά το γλυκό χαμόγελο, το μειλίχιο βλέμμα, δεσπόζει παντού, τριγύρω μας τις μέρες τις γιορτινές. Αυτή την εικόνα η λαϊκή φαντασία έπλασε και ριζώθηκε στην ψυχή μας. Και τον οραματιζόμαστε να έρχεται από τη μακρινή Καισάρεια, φορτωμένος δώρα και χίλια καλά. Από το Βυζάντιο και συγκεκριμένα από το χειρόγραφο του δωδεκάτου αιώνα, έχουμε το επόμενο αλφαβητάριο, που θυμίζει παρόμοια νεοελληνικά που τα λένε σήμερα τα παιδιά.


Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς στη Σιάτιστα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας κάνουν τυρόπιτα ή κολοκυθόπιτα γλυκειά και μέσα βάζουν νόμισμα τον παρά που λένε. Πριν αρχίσει το φαγητό κόβουν την πίτα σε κομμάτια για κάθε άτομο στο σπίτι, χωράφια, αμπέλια και ζώα και κατόπιν ψάχνουν να βρουν το νόμισμα. Όποιος βρει το νόμισμα είναι τυχερός της χρονιάς και κάτι καλό θα του συμβεί.
Με την ημέρα της Πρωτοχρονιάς συνδέθηκαν διάφορες προλήψεις, όπως η επιλογή από την οικογένεια του ατόμου το οποίο θα περάσει πρώτο το κατώφλι του σπιτιού, το πρωί της πρώτης του έτους για το "ποδαρικό". Την ίδια μέρα αποφεύγουν να προσφέρουν ο,τιδήποτε, έξω από το σπίτι, ούτε να ρίξουν νερό έξω απ' αυτό.


Στις 6 Ιανουαρίου είναι η γιορτή των Φώτων, που θεωρείται μεγάλη Χριστιανική γιορτή, γιατί τότε αγιάζονται τα νερά. Αυτή η γιορτή συμβολίζει την παλιγγενεσία του ανθρώπου και ο λαός τη λέει "Μεγάλη γιορτή, Θεότρομη". Είναι η μέρα που βαφτίσθηκε ο Χριστός απ' τον Αη-Γιάννη τον Πρόδρομο στ' άγια νερά του Ιορδάνη. Και από τότε πιστεύεται πως κάθε φορά, την ημέρα των Αγίων Θεοφανείων αγιάζονται τα νερά της βροχής ο λαός μας το λέει αγιονέρι, που πέφτει απ' τον ουρανό και αγιάζει τα σπαρτά και τα χορτάρια της γης. Την βροχή τη λένε αγιασμένη και χαίρονται το δάκρυ της. Το αγίασμα που παίρνει απ' την εκκλησία, ο λαός μας, την ημέρα των Φώτων, το κρατάει με μεγάλη ευλάβεια και πιστεύει απόλυτα στη θαυματουργή δύναμή του. Μ' αυτό αγιάζει τα χωράφια, σπαρτά, τις γωνιές των σπιτιών, τα μαντριά, τα ζωντανά και όλο το βίο του, απ' άκρη σ' άκρη. Ένα μπουκάλι, γιομάτο αγιασμό και κλεισμένο καλά, θα το πάρει στα αμπέλια του. Εκεί, θα σκάψει, συνήθως στη μέση τ' αμπελιού, και θα το χώσει στο χώμα για να φυλάει τ' αμπελόχτημα από κάθε αρρώστια και κακό. Οι ζευγολάτες, πιστεύουν πως ξημερώνοντας τα Φώτα, το βράδυ στο παχνί τους μιλούν ακόμα και τα καματερά τους. Κουβεντιάζουν, λένε και αυτά με το Χριστό. Φτάνει βλέπεις, ο Χριστός ίσαμε εκεί, γιατί αυτά τον πρωτοζέσταιναν την ώρα της Γέννεσής του, μέσα στη θεία σπηλιά, όταν τον κυνηγούσε η ανθρώπινη κακία, μ' οδηγό το συμφέρον των ολίγων. Την παραμονή των Φώτων γίνεται στην εκκλησία ο αγιασμός και ο παπάς γυρίζει όλα τα σπίτια με το σταυρό και τ' αγιάζει. Λένε τότε την παροιμία "Σαν ο Παπάς με το σταυρό".


Παράλληλα η έκτη Ιανουαρίου αποτελεί ένα ορόσημο για τη λαογραφία των ευρωπαϊκών χωρών. Έθιμα παλιά, συνήθως προχριστιανικά στις ρίζες τους επιζούν και συνεχίζουν τον εορτασμό τους προσκολλημένα στο χριστιανικό εορτασμό των Θεοφανείων. Πολλά απ' αυτά συνδέονται με πρωτόγονες λαϊκές δοξασίες γύρω από τις χειμερινές τροπές του ήλιου. Πόσο γνωστή λαογραφικά, είναι η νύχτα της παραμονής των Θεοφανείων και πόση έχει ασκήσει επίδραση σε θρύλους ευρωπαϊκούς, γίνεται αμέσως φανερό, αρκεί μόνο να θυμηθούμε τον όρο "Δωδέκατη νύχτα". Μέσα στη νύχτα αυτή σμίγουν και συναδελφώνονται τα τραγικά και τα ευτράπελα. Και λέγεται δωδέκατη, γιατί είναι η τελευταία του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων. Στη Γερμανία και την Αυστρία όλα τα καταστρεπτικά δαιμόνια διώχνονται τη νύχτα των Θεοφανείων, κυνηγημένα από τους δυνατούς θορύβους που κάνουν μεταμφιεσμένοι και μη. Ανάλογα συμβαίνουν και σ' άλες ευρωπαϊκές χώρες, με περισσότερη ιδιόρρυθμη εκδήλωση στην Πορτογαλία και στην Αγγλία.
Στη Σιάτιστα τα Θεοφάνεια γίνονται τα καρναβάλια "Τα μπουμπουσάρια" και για το λόγο αυτό συγκεντρώνεται πολύς κόσμος στη Σιάτιστα. Η λέξη "Μπουμπουσάρια" είναι παραφθορά του ονόματος "Εμπουσα". Ηταν δε Εμπουσα κατά τις δοξασίες των προγόνων μας φάσμα νυχτερινό με πόδια γαϊδάρου, που άλλαζε μορφές από τη μια στιγμή στην άλλη και τρόμαζε τα παιδιά.Επίσης τα Θεοφάνεια στη Σιάτιστα μετά τη θεία λειτουργία και συγκεκριμένα μετά την εκφώνηση του "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου στου Κύριε..." η εκκλησία δονείται από το εκκωφαντικό "Κύριε Ελέησον...".
Μετά την απόλυση της εκκλησίας οι επίτροποι, κρατώντας ένα κουδούνι γυρίζουν στα σπίτια και μοιράζουν από ένα κομμάτι γλυκειά πίτα παίρνοντας χρήματα για την εκκλησία. Η πίτα αυτή έχει μέσα της ένα φλουρί. Σε όποια οικογένεια πέσει το φλουρί δίνεται η τιμή να παρασκευάσει την πίτα για τα θεοφάνεια της επόμενης χρονιάς.


Οι επίτροποι που μοιράζουν αυτή την πίτα λέγονται "Πνιχτάδες" ίσως από το πνίξιμο του σταυρού στο αγίασμα κατά την τελετή του Αγιασμού.


Στις 7 του μήνα είναι η γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου του Βαπτιστή.
Στις 17 του μήνα είναι η γιορτή του Αγίου Αντωνίου και στις 18 του Αγίου Αθανασίου. Του Αγίου Αθανασίου η ημέρα μεγαλώνει μια ώρα. Γι' αυτό πολλοί λένε "Αη-Θανάσης ήλθε, καλοκαίρι ήλθε".
Στις 20 Ιανουαρίου είναι η γιορτή του Αγίου Ευθυμίου.


Για τους Αγίους Αντώνιο, Αθανάσιο και Ευθύμιο υπάρχει ο εξής μύθος:


"Οι τρεις Αγιοι πήγαιναν μαζί. Ο Αγιος Ευθύμιος ήταν σπανός και οι άλλοι δυο δεν τον ήθελαν. Κάποτε σ' ένα ταξίδι τους στην έρημο σηκώθηκαν οι δυο πρωί - πρωί και έφυγαν. Για να τους προκάνει ο Αγιος Ευθύμιος στη βία του επάνω, κόλλησε το κεφάλι του γαϊδάρου στο μουλάρι (γι' αυτό από τότε το μουλάρι έχει αυτιά γαϊδάρου) καθώς οι άλλοι φεύγοντας έκοψαν τα κεφάλια απ' τα δυο ζώα, που ήταν του Αγίου Ευθυμίου. Τους πρόκαμε και επειδή ήξερε την αιτία που δεν τον ήθελαν, έπιασε με τα δυο του χέρια το πρόσωπό του και αμέσως φύτρωσε μια γενειάδα που ακούμπησε στη γη.
Στις 30 Ιανουαρίου είναι η γιορτή των Τριών Ιεραρχών του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Η γιορτή των μεγάλων αυτών ιεραρχών είναι η γιορτή των ελληνικών και χριστιανικών γραμμάτων. Την ημέρα αυτή στη Σιάτιστα τελείται πανηγυρική θεία λειτουργία καθώς και μνημόσυνο των ευεργετών των σχολείων της πόλης.


Πηγή : mhnes-12.weebly



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου