...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Διάφορα άρθρα 3



Το ταψί στο φούρνο της γειτονιάς

 

Μία ελληνική συνήθεια που έγινε έθιμο σε κάθε γειτονιά και κάθε χωριό της χώρας.

 


Ποιος μπορεί να ξεχάσει το ψήσιμο του κυριακάτικου φαγητού στο φούρνο της γειτονιάς; Που οι νοικοκυρές έδιναν λίγες δραχμές και πήγαιναν το γιουβέτσι, το παστίτσιο ή το αρνάκι στο φούρνο για να ψηθεί;

 

Μία συνήθεια που έγινε έθιμο σε κάθε ελληνική κοινωνία! Οι γυναίκες προετοίμαζαν κάθε Κυριακή πρωί το ταψί και μετά την εκκλησία έτρεχαν το φαγητό της οικογένειας, σκεπασμένο με πετσέτα, στο φούρναρη για να ψηθεί.

Το ταψί στο φούρνο συμβόλιζε μία ολόκληρη εποχή, που ξεκινούσε από την περίοδο μετά τον εμφύλιο πόλεμο, μέχρι και την όψιμη μεταπολίτευση. Οι νοικοκυρές μαζεύονταν στον φούρνο του χωριού και έψηναν ψητό αρνί, χοίρινο, γιουβέτσι μέχρι και μουσακά. Υπήρχε κάτι σαν μενού θα έλεγε κανείς. Το πιο σπάνιο ήταν παραδόξως το ψητό κοτόπουλο.

Οι φούρνοι της γειτονιάς ήταν κάτι ευρέως διαδεδομένο στα παλιότερα χρόνια εφόσον δεν είχε ο καθένας την κουζίνα του. Αυτό δημιουργούσε μια αίσθηση γνωριμίας με τον γείτονα σου επειδή έπρεπε σίγουρα τον δεις. Εφόσον τον έβλεπες του μίλαγες κι όλας. Δεν υπήρχε κάποιος λόγος να μην γίνει αυτό στο φούρνο της γειτονιάς.

Το ψήσιμο του κυριακάτικου φαγητού στον φούρνο της γειτονιάς ήταν συνήθεια σε όλη την Ελλάδα. Είχε αντίτιμο 2 δραχμές ή και λιγότερο για το γιουβέτσι και μπορούσαν έτσι όλοι να λάβουν μέρος.

Συνήθως αυτό το έθιμο λάμβανε μέρος αφότου είχε τελεστεί η κυριακάτικη εκκλησιαστική λειτουργία. Ήταν πραγματικά μια πανέμορφη εικόνα το να βλέπεις την γενναιοδωρία και το αίσθημα της αλληλεγγύης. Πολλά ταψάκια γέμιζαν τον χώρο σκεπασμένα το καθένα με μια πετσέτα συνήθως. Βάζοντας τα μετά στον φούρνο.

Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το ταψί με το φαγητό και αμέσως μετά την Κυριακάτικη Λειτουργία, οι γειτονιές γέμιζαν με ταψιά σκεπασμένα με πετσέτες που κατευθύνονταν στον φούρνο για το ψήσιμο.

Οι αρτοποιοί στην ουσία διέθεταν τους επαγγελματικούς φούρνους τους, ηλεκτρικούς, χτιστούς ή ξυλόφουρνους, το μέγεθος των οποίων επέτρεπε το ταυτόχρονο ψήσιμο πολλών φαγητών για να καλυφθούν οι ανάγκες όλων των νοικοκυριών.

Μάλιστα, ακόμη και στα τέλη της δεκαετίας του ’90, μολονότι η συνήθεια είχε ήδη ατονήσει σε μεγάλο βαθμό εκδίδονταν ανακοινώσεις στον τοπικό τύπο που ενημέρωναν το κοινό πως την τάδε ημέρα αργίας «οι φούρνοι θα παρέμεναν ανοιχτοί μόνο για το ψήσιμο φαγητού»

Πόσοι από σας πρόλαβαν το ταψί στο φούρνο; Ένα νοσταλγικό έθιμο που χαρακτήριζε τις τότε εποχές. Τις εποχές της ανεμελιάς, “του ασπρόμαυρου”, της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας που φρόντιζε να κρατεί καλά τα έθιμα και την οικογένεια ενωμένη!

 

Μακάρι να είχαμε και σήμερα το ταψί στο φούρνο της γειτονιάς…Κάθε Κυριακή, εκκλησία, μετά στο φούρνο, και μετά όλη η οικογένεια γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι με το ξεχωριστό παραδοσιακό φαγητό!

 

Πηγή: daddy-cool.gr

          neoiorizontes.gr

 








Από τη Λαϊκή Παράδοση των Ιωαννίνων: Τα καρύδια της Γιωργάκαινας

του Αποστόλη Δ. Καλαντζή.

 


 

Η γενιά μας πέρασε τα πιο στερημένα παιδικά χρόνια.  Όχι πως οι προηγούμενες γενιές κολυμπούσαν στην αφθονία… Τουναντίον. Λίγο πρεντζοτύρι και κανένα αυγό ήταν το καθημερινό μας. Η κατσαρόλα, εκτός από τον τραχανά, σπάνια έμπαινε στη φωτιά. Και μόνο όσπρια (φασόλια, φακές) φιλοξενούσε. Αλλά να, σε μας έτυχε και η κατοχή. Για δυο-τρία χρόνια στερηθήκαμε ακόμα κι αυτό το καλαμποκάλευρο, τη μπομπότα…

 

Καθημερινές ήταν οι επελάσεις των γαβριάδων του χωριού σε κάθε τι φαγώσιμο. Στόχος τα σύκα της κυρ-Αθηνάς, τα σταφύλια και τα κούμπλα (κορόμηλα) του Μήτρο Κολιού, τα σκόρδα της Σωτήραινας, τ’ αυγά της Φροσύνης και τα καρύδια της Γιωργάκαινας. Τα δέντρα  με τους καρπούς αυτούς πάντα μας γαργαλούσαν την κοιλιά και πολύ θα θέλαμε να είμαστε οι αποκλειστικοί τρυγητές τους. Για μας δεν είχε καμιά σημασία που δεν ήταν δικά μας. Την πείνα μας μόνο θέλαμε να στομώσουμε. Μετά από κάθε γιουρούσι οι κήποι και τα δέντρα, σα να πέρασε σύννεφο από ακρίδες, έδειχναν το μέγεθος της καταστροφής. Οι επιδρομές άρχιζαν από την αρχή του καλοκαιριού και συνεχίζονταν κατά κύματα μέχρι το τέλος του Οκτώβρη. Τα καρύδια βρίσκονταν στο προσκήνιο τον περισσότερο χρόνο απ’ όλα τ’ άλλα φρούτα. Γι’ αυτό και η διάρκεια των επιθέσεων ήταν μεγάλη. Άρχιζε από τις αρχές Αυγούστου –από τότε που μόλις έδενε το σούμπρο (το εσωτερικό του καρυδιού)- και κρατούσε ως το τέλος του Φθινοπώρου που γίνονταν η συγκομιδή. Όλο αυτό το διάστημα τα πουκάμισά μας, τα χέρια μας και τα χείλια μας ήταν κατάμαυρα από τα καρύδια.

 

Η Γιωργάκαινα κάθονταν στον απάνω μαχαλά. Ήταν μια μοναχική γυναίκα. Δεν ήταν η συνηθισμένη καλοκάγαθη γερόντισσα του χωριού. Όλες οι ενέργειές της διέπονταν από τάξη και αυστηρή πειθαρχία. Λίγα τα πάρε-δώσε με τους χωριανούς. Αυστηρή και καχύποπτη δεν εμπιστεύονταν κανέναν. Και με τους χωριανούς λίγες και μετρημένες κουβέντες. Εξαίρεση αποτελούσε μόνο ο μπάρμπα-Τάσιος, ο γείτονάς της. Μόνο αυτόν εμπιστεύονταν και σ’ αυτόν απευθύνονταν σε κάθε δύσκολη γι’ αυτήν ώρα. Ήταν ο φύλακας άγγελός της. Το σπίτι της ήταν χτισμένο μέσα σ’ ένα τεράστιο οικόπεδο και μέσα σ’ αυτό ήταν 5-6 πελώριες καρυδιές. Τα δέντρα αυτά ήταν όλη της η ζωή. Τα πρόσεχε και τα κανάκευε σαν να ήταν παιδιά της. «Νυφούλες μου… καμάρια μου…» κι άλλα τέτοια τους έλεγε.  Παντού έβλεπε εχθρούς. Ο μεγαλύτερος, όμως, «οχτρός» της ήταν το σκοτάδι. Η νύχτα ήταν σύμμαχος των επιδρομέων. Γι αυτό πριν ακόμα νυχτώσει λάβαινε τα μέτρα της. Σφήνωνε μ’ ένα ξύλο την πλεχτή σα σχεδία εξώπορτα της αυλής, σφάλιζε το κοτέτσι με το «λ’θάρ» (ειδικά επιλεγμένη πέτρα» για να γλιτώσει τις κοτούλες της από την «καταραμέν’» την αλεπού, έριχνε μια τελευταία ματιά στον αυλόγυρο μην αλησμόνησε ακυβέρνητο «είδ’σμ». (είδος- σκεύος ή εργαλείο) και οχυρώνονταν στο μικρό σπιτάκι της. Μαντάλωνε καλά και σ’ ενίσχυση του αδύναμου μάνταλου έβαζε πίσω και την ξύλινη αμπάρα. Οι δε χοντρές σιδεριές των παραθύρων της παρείχαν πρόσθετη ασφάλεια.

 

Ήσυχη πλέον κι ευχαριστημένη που κι αυτή η μέρα κύλησε ήσυχα κατά πως ήθελε ο μεγαλοδύναμος τον ευχαριστούσε με απανωτούς σταυρούς και μετάνοιες δια της Θεομήτορος. «Παναϊτσα μ’ Χ’σή μ’, δοξασμένο τ’ όνομά σ’».

 

Όλη τη μέρα κάθονταν στο πεζούλι της αυλής της κι από ’κεί  διαφέντευε το βιός της. Με άγρυπνο μάτι παρακολουθούσε από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο όλες τις… διαθέσεις των εισβολέων και μόλις αντιλαμβάνονταν την παραμικρή ύποπτη κίνηση έβαζε τις φωνές.

 

-Τάσιουουου… παν’ τα καρύδια μ’ απ’ τα λ’σιάρ’ κα τ’ κιαρατάααα… (Λυσσασμένα παιδιά από την πείνα). Αλλ’ ως που να ’ρθει ο Τάσιος εμείς οι απρόσκλητοι ραβδιάνοι (ράβδισμα)  είχαμε κιόλας εξαφανιστεί με γεμάτους τους κόρφους καρύδια.

 

Παλιότερα η Γιωργάκαινα, όταν ήταν νέα, το άγρυπνο γερακίσιο μάτι της δε λάθευε. Τώρα όμως που είχε γεράσει την πρόδιδαν και τα μάτια της και τ’ αυτιά της. Πολλές φορές μπέρδευε τους περαστικούς με τις… συμμορίες των γαβριάδων που λυμαίνονταν τους κήπους και τα δέντρα του χωριού. Αν κάποιος κοντοστέκονταν στο σοκάκι, εκείνη το έπαιρνε σαν σχεδιασμό επίθεσης και τον περιέλουζε με βρισιές.

“- Τα καρύδια μ’ κ’τάει το ρεψάντερο και το ρεψόσκοτο τ’ κιαρατά…”. Ακόμα και τις καρακάξες που πετούσαν από κλωνάρι σε κλωνάρι αρπάζοντας από καμιά καρύδα, εκείνη τις έπαιρνε για κλέφτες και καλούσε το σωτήρα της.

“- Τάσιουουου… Πάν’ τα καρύδια μ’…”

 

Τα καρύδια της έδιναν δύναμη και σιγουριά. Ήταν κάτι καταδικό της. Η συλλογή τους ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Όριζε εκ των προτέρων μέρα ραβδίσματος με ραβδιάνο –ποιον άλλο;- το μπάρμπα Τάσιο. Τη μέρα αυτή τον τάιζε κιόλας. Αφού τα μάζευε και τα έλιαζε, τα τοποθετούσε μ’ επιμέλεια σε τσουβαλάκια και τα έκρυβε σε διάφορα σημεία του σπιτιού γιατί κι εκεί ακόμα κινδύνευαν από απρόσκλητους μουσαφιραίους.

 

H Γιωργάκαινα χήρεψε πολύ νέα. Έτσι όλα τα βάρη έπεσαν απάνω της. Τώρα είχε να θρέψει τα τρία  παιδιά της, να οργώσει και να σπείρει τα χωράφια της και να φροντίσει τα λίγα ζωντανά που της άφησε ο μακαρίτης ο Γιωργάκης. Όσο ήταν νέα, τα κατάφερνε. Μα τώρα είχε γεράσει. Οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει. Η καχυποψία την είχε κυριεύσει. Παντού έβλεπε «οχτρούς». Οχτροί δεν ήταν μόνο τα παιδιά που επιβουλεύονταν τα καρύδια της αλλά και κάθε διαβάτης και περαστικός. Κάθε κουβέντα ή απλή ματιά προς τις καρυδιές της ερμηνεύονταν σαν εχθρική επίθεση. Σα σχεδιασμός βίαιης εισβολής και λεηλασίας του βιού της. Στη διαφαινόμενη απειλή αμύνονταν με το μόνο μέσο που διέθετε, τις κατάρες. Μ’ αυτές πολεμούσε όποιον νόμιζε ότι την αδικούσε. Δεν ξεχώριζε καλούς ή κακούς, όλοι ήθελαν το κακό της. Όλοι ήταν εχθροί της. Από ποιον να ζητήσει προστασία; Από την Παναγία. Απαντοχή και καταφυγή κάθε φτωχού και αδύναμου. Μόνο που η Γιωργάκαινα ήθελε την Παναγία αυστηρό τιμωρό. Να ξεπαστρέψει μ’ ένα Της νεύμα όλους τους οχτρούς της.

 

Γι’ αυτό Την παρακαλούσε …

“- Ένας να μη μείν’ Παναϊτσα μ’ Χ’σή μ’ (Χρυσή μου)… Όσες τρίχες έχ’η απαλάμ’ τόσ’ προκοπή να ιδούν…”

 

Και για το σπίτι και την περιουσία του οχτρού:

“- Σταχτ’ και κουρνιαχτός… Έρμα κι άλαλα ν’ απομείνουν… Κουκουβάγιες να λαλήσ’ν, Παναϊτσα μ’ χ’σή μ’ Δοξασμένο τ’ όναμά Σ’… Το γιατρό να ’χεις καλά Παναϊτσα μ’ χ’σή μ’…”

 

Στην εκδικητική της μανία πίστευε ότι έχει δεδομένη τη συμπαράσταση της Παναγίας. Γι’ αυτό μετά από κάθε κατάρα τη δοξολογούσε (Παναϊτσα μ ‘  Χ’σή μ’… Δοξασμένο τ’ όνομά σ’… ). Και για να της δείξει έμπρακτα το σεβασμό της γύριζε προς την ανατολή και άρχιζε τις μετάνοιες. Σταματούσε μόνο μετά τις 40.

Μπροστά στην κοσμοχαλασιά και στον αφανισμό που θα επέφεραν οι κατάρες της φαίνεται πως τρόμαζε και η ίδια. Φοβούμενη μήπως στην κοσμοκαταστροφή παρασυρθεί και ο γιατρός έσπευδε μετά από κάθε κατάρα να ζητήσει την εξαίρεσή του.

“- Το γιατρό να ’χεις καλά Παναϊτσα μ’ Χ’σή μ’…”

 

Ο γιατρός ήταν εγγονός της από την κόρη της. Επιστήμονας με ανθρωπιστικά αισθήματα. Σαν καλός Σαμαρείτης βοήθησε με την επιστήμη του πολύν κόσμο. Δεν ήταν δυνατόν ν’ αφήσει απροστάτευτη τη γιαγιά του όσο παράξενη κι αν ήταν. Τη φρόντισε μέχρι τα βαθιά της γεράματα. Γι’ αυτό κι εκείνη για το γιατρό μόνο ευχές και καλά λόγια είχε να πει. Ακόμα και τυφλή στα τελευταία της χρόνια έκανε συνεχώς μετάνοιες στην Παναγία να φυλάει το γιατρό. Δίκαια η μεσολάβησή της.

 

Η Γιωργάκαινα πέθανε σε ηλικία 107 χρονών. Άραγε βοήθησαν οι μετάνοιες για τη μακροζωία της; Ποιος ξέρει…

 

Καλή σου ώρα Θειάκω Γιωργάκαινα που με τις παραξενιές σου εξήπτες την παιδική μας φαντασία κι έδινες νόημα στο μίζερο περιβάλλον του χωριού.

 

(Αποστόλη Δ.Καλαντζή: Από τη Λαϊκή Παράδοση των Ιωαννίνων “Τα καρύδια της Γιωργάκαινας”) 

 

 

Πηγή: postmodern.gr

 








Το μικρό εκκλησάκι των Ταξιαρχών στο Ζάλογγο και η παράδοση με τον βοσκό που βρήκε την εικόνα





Στις 8 Νοεμβρίου η Εκκλησία γιορτάζει τη σύναξη των Παμμέγιστων αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Η Ελλάδα είναι γεμάτη με μεγάλους ναούς αφιερωμένους στους Ταξιάρχες καθώς και μικρά εκκλησάκια διασκορπισμένα από άκρη σε άκρη. Ένα από αυτά βρίσκεται σε έναν απόκρημνο βράχο στο Ζάλογγο. Ένας μικρός ναός που έχει τη δική του ιστορία και παράδοση να τον ακολουθεί. Πράγμα το οποίο συμβαίνει με πολλά εκκλησάκια σε όλη την Ελλάδα. Καθώς είναι πολύ συνηθισμένο μια εκκλησία να έχει μια παράδοση να την συνοδεύει για την κατασκευή της ή για την εικόνα της.

Ο μικρός ναΐσκος του Ταξιάρχη βρίσκεται πάνω στον απόκρημνο βράχο του Ζαλόγγου. Θα τον βρεις στα ανατολικά του σύγχρονου μνημείου των Σουλιωτισσών, κοντά στη μονή Αγίου Δημητρίου που είναι περισσότερο γνωστή. Πρόκειται για έναν πολύ μικρό αλλά εντυπωσιακό ναό που προκαλεί δέος αν τον επισκεφθείς, κυρίως λόγω της θέσης του.

Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι το πότε ακριβώς κατασκευάστηκε ο ναός των Ταξιαρχών. Θεωρείται ότι το μικρό εκκλησάκι θεμελιώθηκε κατά τη διάρκεια του 4oυ αιώνα αλλά άλλοι ερευνητές και αναφέρουν και υποστηρίζουν ότι η ανέγερση έγινε 2 αιώνες αργότερα, δηλαδή τον 6ο αιώνα. Πρόκειται για ένα εκκλησάκι το οποίο δεν είχε πάντα την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα. Κι αυτό γιατί ήταν ερειπωμένος από τον καιρό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ωστόσο πάρθηκε η απόφαση να γίνει αναστήλωση και να γίνουν διάφορες εργασίες. Έτσι το 1975 – 1976 η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων ανέλαβε την αναστήλωση του με αποτέλεσμα σήμερα να λειτουργεί ως εξωκκλήσι. Ένα εκκλησάκι κρυμμένο σε ένα κατάφυτο και καταπράσινο περιβάλλον που δύσκολα το εντοπίζεις.

Το μικρό εκκλησάκι των Ταξιαρχών συνοδεύει και μια παράδοση πολλών ετών. Η ιστορία λέει, λοιπόν, ότι ένας βοσκός, ο Σάββας βρήκε την εικόνα του Ταξιάρχη στο Ζάλογγο καθώς βοσκούσε το κοπάδι του. Ωστόσο, αρχικά νόμιζε ότι κάποιος την έχασε. Έτσι έψαξε και ρώτησε στα γύρω χωριά και πληροφορήθηκε ότι η εικόνα που βρήκε ανήκε σε μια εκκλησία στο χωριό Ωρωπός, κοντά στον Λούρο.

Έτσι αποφάσισε να την πάει εκεί. Ωστόσο μετά από μερικές μέρες και ενώ πάλι έβοσκε το κοπάδι του, ξαναβρήκε την ίδια εικόνα και την ξαναπήγε πίσω. Η παράδοση λέει ότι μετά τα συμβάντα ο Σάββας από βοσκός έγινε μοναχός και κτήτωρ της μονής.



Πηγή : exploringgreece/tv


Η Ιυγγα




 Η ΙΥΓΓΑ ήταν ένα παιχνίδι που έπαιζαν από την αρχαιότητα τα παιδιά. Αντί κουμπιού που χρησιμοποιούμε σήμερα, κατασκευαζόταν συνήθως από ξύλο η πηλό (υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα ξύλινου ή πήλινου τροχού), ο οποίος είχε τρύπες από όπου περνούσε μια διπλή κλωστή. Το παιδί έστριβε την κλωστή αρκετά, ώστε με το τράβηγμα - χαλάρωμα (διαδοχικά) και την περιστροφή του τροχού να παράγεται ένας χαρακτηριστικός ήχος που θυμίζει τη φωνή του πτηνού ίυγγα (όταν αυτό ερωτοτροπεί), δηλαδή της σημερινής σουσουράδας - στραβολαίμη. Όμως ο μύθος λέει ότι η ίυγγα δεν ήταν πάντα σουσουράδα. Ήταν μια όμορφη Νύμφη, την οποία η θεά Ήρα από ζήλια μετέτρεψε σε πτηνό !!!

 Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Ίυγξ είναι γνωστή μία θυγατέρα του θεού Πάνα και της Νύμφης Ηχούς. Αναφέρεται ότι η Ίυγξ έδωσε στο Δία να πιει το μαγικό φίλτρο του έρωτα, που του προκάλεσε τον ασίγαστο ερωτικό πόθο για την Ιώ. Για τον λόγο αυτό, η ζηλιάρα Ήρα τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο πουλί. Το δώρισε η θεά του έρωτα Αφροδίτη στον Ιάσονα, ο οποίος περιστρέφοντάς το και απαγγέλλοντας κάποιες μαγικές λέξεις προκαλεί τον έρωτα στη Μήδεια.



Πηγή : users.sch.gr



«Χαιρέτα μου τον πλάτανο!»

 Πώς βγήκε η φράση για ένα από τα πιο μισητά μέρη της Αθήνας;

 
                              Στην ιστορική φωτογραφία από την δεκαετία 1880 βλέπουμε ότι ακόμα έστεκε όρθιος.
                       Μάλιστα η παρακείμενη Ρωμαϊκή Αγορά είχε ακόμα πολλά σπίτια από την οθωμανική εποχή.

Το 1721 κάτω από την Ακρόπολη, στους «Αέρηδες» της Πλάκας, οι Τούρκοι έχτισαν Μεντρεσέ, που στα τουρκικά σημαίνει ιεροσπουδαστήριο. Εκεί, οι οικότροφοι μαθητές, εκτός από το Κοράνι, διδάσκονταν γραμματική, συντακτικό, καλλιγραφία και μαθηματικά. Προορίζονταν για να στελεχώσουν τα ανώτερα θρησκευτικά αλλά και πολιτικά κλιμάκια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η λέξη μεντρεσές προέρχεται από το αραβικό madrasah-madratis(ίδρυμα θεοκρατικό ή άλλο) ή το αραβικό ders=μάθημα.Κατά την αποχώρηση των Τούρκων στην αρχή του 18ου αιώνα, μετατράπηκε σε φυλακή. Είχε αυτήν τη λειτουργία από την εποχή του Όθωνα έως την εποχή βασιλείας του Γεωργίου Α΄.
Ο Μεντρεσές ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα με εσωτερική αυλή. Περιμετρικά είχαν διαμορφωθεί 11 μικρά δωμάτια για τους σπουδαστές που είχαν αναπτυχθεί γύρω από εσωτερικό περιστύλιο.

Σε πρώτο πλάνο οι Αέρηδες, πίσω ο Μεντρεσές, 1846


Το συγκρότημα ερειπώθηκε στην απελευθέρωση και μετά την έλευση του Οθωνα ανέλαβε ο Χριστιανός Χάνσεν να σχεδιάσει στη θέση του Μεντρεσέ μια φυλακή –ένοικος της οποίας υπήρξε μεταξύ άλλων και ο στρατηγός Μακρυγιάννης, που είχε καταδικαστεί για συνωμοσία κατά του Όθωνα.
Στην αυλή των φυλακών, μπροστά από την πύλη, υπήρχε ένας μεγάλος πλάτανος στον οποίο απαγχονίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο, κυρίως οι ποινικοί αλλά και πολιτικοί κρατούμενοι. Όταν κάποιοι αποφυλακίζονταν, φεύγοντας κοίταζαν πίσω στα κελιά και έλεγαν «χαιρέτα μου τον πλάτανο», φράση που στην ουσία εξέφραζε την ευχή να αποφυλακιστούν και εκείνοι. Ο μεντρεσές κατεδαφίστηκε το 1898 για χάρη των αρχαιολογικών ανασκαφών.Λίγα χρόνια αργότερα,το 1915,ο πλάτανος είχε την ίδια τύχη μετά από ένα χτύπημα κεραυνού. Σήμερα διασώζεται μόνο η κύρια είσοδος του μεντρεσέ ακριβώς απέναντι (βόρεια) του αρχαίου μνημείου.


Ο μισογκρεμισμένος μεντρεσές το 1930.Ο πλάτανος δεν υπήρχε τότε.

Ένας από τους διάσημους κρατουμένους στον Μεντρεσέ ήταν και ο ποιητής Αχιλλέας Παράσχος. Στα νεανικά του χρόνια αναμείχθηκε στον κύκλο της Χρυσής Νεολαίας, στους σπουδαστές και στους διανοούμενους οι οποίοι είχαν στόχο την απομάκρυνση του Όθωνα, και που εξαιτίας αυτής της φυλακίσθηκε στις φυλακές του Μεντρεσέ και εξαιτίας αυτού εμπνεύστηκε το ποίημά του «Εις τον πλάτανον του Μεντρεσέ» το οποίο και έγινε πανελληνίως γνωστό. Αφέθηκε γρήγορα ελεύθερος γιατί στην φυλακή αρρώστησε βαριά αλλά δεν σταμάτησε την δράσης του εναντίον του Όθωνα.

Ο Παράσχος θεωρούσε τον πλάτανο σύμβολο της οθωνικής τυραννίας και του διωγμού των αγωνιστών του `21 επί βαβαροκρατία.


«Ω Πλάτανε του Μενδρεσέ, στοιχειό καταραμένο

της τυραννίας τρόπαιο, σε φυλακή υψωμένο.

Συμμάζωξε τα φύλλα σου τα δακρυραντισμένα,

να ιδώ κομμάτι ουρανό και τ’ άστρα τα καϋμένα.

Αν είσαι δέντρο σπλαχνικό ανθρώπους μη μιμήσαι

μη δεσμοφύλακας και συ ωσάν εκείνους είσαι!



Θα έρθη η ώρα πλάτανε, της χώρας μας Βαστίλη,

που ξυλοκόπους η οργή του Έθνους θα σου στείλη,

και πέλεκυς στη ρίζα σου ελεύθερα θ’ αστράψη.

Δεν θα σε φαν γεράματα, φωτιά δεν θα σε κάψη,

και γύρω θα χορέψωμε στη στάχτη σου τη κρύα

εμείς, που θάφτει σήμερα εδώ η τυρρανία.



Θα έρθ’ η ώρα, Πλάτανε, αλλόθρησκη Βαστίλλη,

που ξυλοκόπους η οργή του έθνους θα σου στείλει.

Και πέλεκυς στη ρίζα σου ελεύθερος θ’ αστράψει·

δεν θα σε φαν γεράματα· φωτιά θενά σε κάψει.

Και γύρω θα χορέψομε στη σκόνη σου την κρύα,

όταν ανοίξει το χορό Πατρίς κι Ελευθερία».


Το 1898, πολίτες όρμησαν και σχεδόν εξαφάνισαν το μισητό κτίριο. Για συμβολικούς λόγους, οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες διέταξαν τη διατήρηση της πύλης με την επιγραφή που αναφέρει τον χρόνο και τον λόγο κατασκευής του Μεντρεσέ.

Δείτε τους Αέρηδες και αριστερά, στο βάθος, την πόρτα του Μεντρεσέ:



ΠΗΓΗ: iefimerida

           enikos.gr





Τρελοκαμπέρος: Πως ένας παράτολμος υπολοχαγός από τον Πειραιά έγινε λαϊκή έκφραση

 


Ο Πειραιώτης Υπολοχαγός ΚΑΜΠΕΡΟΣ Δημήτριος το 1912 καταρρίπτει το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας στην διαδρομή, από την πατρίδα καταγωγής του την Ύδρα προς το Νέο Φάληρο, φτάνοντας τα 110 χλμ/ώρα! Η κατάρριψη του παγκόσμιου ρεκόρ έμεινε στην Ελλάδα, για χρονικό διάστημα περίπου δύο μηνών. Για να επιτευχθεί ο Καμπέρος, μετέτρεψε το πρώτο στρατιωτικό αεροπλάνο που ο ίδιος πετούσε, σε υδροπλάνο.

 

Ο Καμπέρος υπήρξε και ο πρώτος Στρατιωτικός Πιλότος στην Ελλάδα (Μάιος 1912). Το Φεβρουάριο του 1912, ο Αργυρόπουλος ήταν εκείνος που εξετέλεσε πτήση στην Ελλάδα, αλλά επρόκειτο για αεροπλάνο και πτήση (πάνω από το Θησείο) ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Συνεπώς η πρώτη επίσημη πτήση με αεροσκάφος κρατικό, ήταν αυτή του Καμπέρου γι αυτό και αναφέρεται πάντα με την επεξήγηση “Πρώτος Στρατιωτικός Αεροπόρος”.

 

Οι παράτολμες πτήσεις του, όσο και το γεγονός πως ήταν ο πρώτος στρατιωτικός πιλότος που πραγματοποίησε στην Ελλάδα πτήση με στρατιωτικό αεροπλάνο, δημιούργησαν μύθο γύρω από το όνομά του και τον κατέταξαν στους θρύλους της αεροπορίας. Αρκετές ήταν και οι φορές που έκανε προσγείωση ανάμεσα σε πλήθος κόσμου στην παραλία του ΑΚΤΑΙΟΝ, από όπου για την τόλμη του πήρε και το όνομα Τρελοκαμπέρος.

 

Ήταν γεννημένος στον Πειραιά το 1883 και δυστυχώς άφησε την τελευταία του πνοή άδοξα, όταν την περίοδο της Κατοχής το 1942, πέθανε από εισπνοή φωταερίου, που χρησιμοποιούσε για θέρμανση. Ο άνθρωπος που πρώτος αναφέρεται στα χρονικά να έριξε χειροβομβίδες πάνω από τον εχθρό, αν και ο ρόλος τότε των αεροπλάνων ήταν αναγνωριστικός, έφυγε από την ζωή όχι μόνο άδοξα αλλά και αθόρυβα, αφού η κατοχή τότε δεν άφησε περιθώρια για απόδοση τιμών στο πρόσωπό του.

 

Ωστόσο μέχρι σήμερα αποκαλούμε κάποιον “Τρελοκαμπέρο”, όταν οι πράξεις του είναι φανερά παράτολμες, δεν υπολογίζει τον κίνδυνο και αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με θάρρος, γεγονός που αποκαλύπτει τον παράτολμο χαρακτήρα που είχε ο Δημήτριος Καμπέρος. Όταν οι πτήσεις του ανακοινώνονταν στις εφημερίδες, πλήθη κόσμου έτρεχαν να τον δουν να πετά. Είναι πολλές οι ανακοινώσεις των εφημερίδων για τις πρωτοφανείς σε μέγεθος και όγκο συγκεντρώσεις, καθώς αναφέρεται πως κάποτε στο Νέο Φάληρο, μαζεύτηκαν πάνω από 50.000 άτομα για να τον δουν να πετά.

 

Αυθεντικός Πειραιώτης και Φρεαττυδιώτης ο Καμπέρος, σε κάθε απογείωση που έκανε, συνήθιζε να πετά πάνω από την Φρεαττύδα (αρχή της Ακτής Θεμιστοκλέους) όπου βρίσκονταν το πατρικό του σπίτι και να χαιρετά τους γονείς του που τον θαύμαζαν. Αγαπούσε πολύ την Φρεαττύδα και το έδειχνε όχι μόνο με τις πτήσεις του, αλλά και κάθε φορά που έβρισκε αυτή την ευκαιρία. Έφθασε μάλιστα στο σημείο τον Δεκέμβριο του 1913, να πυροβοληθεί από τρία άτομα έξω από το σπίτι του στην Φρεαττύδα, γιατί βγήκε στον δρόμο για να τους παρατηρήσει σχετικά με την απρεπή τους συμπεριφορά.

 

Οι Πειραιώτες ήταν περήφανοι για τα κατορθώματά του και έστελναν επιστολές σε εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας όπου τον ευχαριστούσαν δημόσια.

 

Το επεισόδιο με τον Αργυρόπουλο:

Στις 27 Μαΐου 1912 (εφημ. Σκριπ) πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο η βάπτιση των πρώτων τεσσάρων Στρατιωτικών Αεροπλάνων που ανήκαν στο Ελληνικό Κράτος. Τα δύο είχαν ήδη συναρμολογηθεί και ονομάστηκαν “Δαίδαλος” και “Αετός”. Τα άλλα δύο είχαν καταφθάσει στο Λιμάνι του Πειραιά με πλοίο και βρίσκονταν εντός κιβωτίων. Ωστόσο και εκείνα ο Ελευθέριος Βενιζέλος βάπτισε με τα ονόματα “Ιέραξ” και “Γύψ”. Ακολούθως μετά ο Καμπέρος ανέβηκε στον “Δαίδαλο” που ο ίδιος είχε φέρει από την Γαλλία και εξετέλεσε ακροβατικούς ελιγμούς σε ύψος 400 μέτρων πάνω από το Νέο Φάληρο. Ειδικά εξετέλεσε χαμηλές πτήσεις πάνω από την Καστέλλα. Όμως στον ορίζοντα φάνηκε το ιδιωτικό αεροπλάνο (μονοπλάνο) του Αργυρόπουλου, ο οποίος εμφανίσθηκε μπροστά στον Πρωθυπουργό να εκτελεί κι αυτός ακροβατικά! Το γεγονός αυτό εκνεύρισε τον Καμπέρο καθώς δεν είχε ειδοποιηθεί. Τότε προσγείωσε το αεροπλάνο του στο κέντρο του διαδρόμου, εμποδίζοντας έτσι την προσγείωση του Αργυρόπουλου και μόνο μετά την παρέμβαση του ίδιου του Πρωθυπουργού που έσπευσε να τον ηρεμήσει, ο Καμπέρος μετακίνησε το αεροπλάνο του και άφησε τον Αργυρόπουλο να προσγειωθεί.

 

Ωστόσο όπως μας πληροφορεί η Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ ο Καμπέρος απογειώθηκε εκ νέου για νέα πτήση επιδείξεως για να συνεχίσει τα παράτολμα κόλπα του, πάνω από την Καστέλλα.

 

Ο Καμπέρος ως πρώτος Στρατιωτικός Αεροπόρος στην Ελλάδα, διενεργούσε διαλέξεις σε θέατρα, συλλόγους και σωματεία για να ενημερώσει τον κόσμο που διψούσε να μάθει για αυτές τις άγνωστες συσκευές που πετούσαν! Για να παρακολουθήσει τις ομιλίες αυτές, κατέβαλλε αντίτιμο το οποίο αποτελούσε εισφορά υπέρ αγοράς “Στρατιωτικών αεροπλάνων”. Έτσι ο Καμπέρος συνέβαλλε και με τον τρόπο αυτό στην δημιουργία του πρώτου πυρήνα στρατιωτικής αεροπορίας.

 

Πηγή: dinfo.gr




«Η Έλλη θέλει σκότωμα»: Η αληθινή ιστορία της γυναίκας που συκοφαντήθηκε

 


 

Τα τραγούδια δεν λένε πάντα την αλήθεια, πολλές φορές μάλιστα διαστρεβλώνουν τα γεγονότα εξυπηρετώντας άνομα συμφέροντα.

 

Η Έλλη τελικά δεν ήθελε σκότωμα και υπήρξε θύμα της λαϊκής μούσας όπως άλλωστε και η Αλεξάνδρα που τα νέα της είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά που μας είπε το γνωστό τραγούδι.

 

Η Ελένη Τενεκίδου, όπως είναι το πραγματικό όνομα της Έλλης, ήταν κόρη καλής οικογενείας από την οποία έλκει καταγωγή και η μητέρα του ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη. Έμεινε όμως ορφανή από πατέρα πριν ακόμα κλείσει ένα χρόνο ζωής. Η απαράμιλλη ομορφιά της τράβηξε το ενδιαφέρον του Γιάννη Περιβόλα ενός πλούσιου και όμορφου άντρα πλην ελαφρώς αρχοντοχωριάτη.

 

Ο Περιβόλας έκλεψε την Ελένη και την παντρεύτηκε. Έκαναν μαζί έξι παιδιά από τα οποία επέζησαν τα πέντε: Τα δύο από αυτά είναι ο Κώστας και ο Σωτήρης δύο από τους ονομαστούς "Πέντε μάγκες του Περαία" που αναφέρει και το τραγούδι. Όταν ο Γιάννης Περιβόλας κλήθηκε στον στρατό η γυναίκα του με τα παιδιά της πήγαν να μείνουν με τα αδέρφια του. Φαίνεται όμως ότι υπήρχε ζήλια ανάμεσά τους και οι συγγενείς την απέκλειαν συστηματικά από την περιουσία του άντρα της στερώντας από τα παιδιά της ακόμα και το φαγητό. Η ίδια αναγκάστηκε τότε να ζητήσει το δίκιο της ενώπιον του Τούρκου δικαστή όπου και δικαιώθηκε.

 

Τα αδέρφια του άντρα της, για να την εκδικηθούν, διέδωσαν ότι η νύφη τους πήγε με τον Τούρκο αξιωματούχο. Όταν επέστρεψε ο Γιάννης Περιβόλας από το στρατό, τα αδέρφια του τον απομάκρυναν συστηματικά από την γυναίκα και τα παιδιά του. Εκείνος πίστεψε την ιστορία με τον Τούρκο αξιωματούχο και τη χώρισε. Με το διωγμό του '22 η Ελένη, ή Έλλη όπως ήταν το υποκοριστικό της, πήρε τα παιδιά της και ήρθε στην Ελλάδα. Το τραγούδι όμως που είχε γραφτεί για να τη διασύρει, την ακολουθούσε παντού...

 

Η Έλλη θέλει σκότωμα
θέλει καραμανιόλα
γιατί άφησε τον άντρα της
και τα παιδιά της όλα

 

Αμάν αμάν Έλλη
κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
στα χείλη δαγκαμένη

 

Η Έλλη θέλει σκότωμα
με δίκοπο μαχαίρι
γιατί άφησε τον άντρα της
και πήρε κομισέρη

 

Αμάν αμάν Έλλη
κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
στα χείλη δαγκαμένη

 

Η Έλλη θέλει σκότωμα
θέλει καραμανιόλα
γιατί ποτέ δεν άκουσε
της μάνας της τα λόγια

 

Αμάν αμάν Έλλη
κανένας δε σε θέλει
γιατί είσαι φιλημένη
στα χείλη δαγκαμένη

 

 

Ακούστε το τραγούδι:

 

https://www.youtube.com/watch?v=lkyXwOikYHs

 

 

Πηγή: www.fosonline.gr – youtube.com






Ένα παραμύθι από τους Βλάχους

…κι ο βλάχος έσκασε και τον Διάολο

(αρμάνλου φιάτσι σ' κρεάπα σ' ντράκλου)

 

Του Γιάννη Τούσκα





Συχνά πυκνά επαναλαμβάνεται στις κουβέντες των παλιών, αλλά πώς έγινε;
Ψάχνοντας κι εγώ όπως όλοι μας που είμαστε παιδιά, ρωτούσα για να μάθω κάθε τι. Ρωτούσα την γιαγιά και τον παππού να μάθω για αυτό. Τώρα πια που ο παππούς πέθανε, η γιαγιά έχει πιο πολύ χρόνο να καθίσει δίπλα στο τζάκι. Έξω το κρύο δεν είναι δυνατό, αλλά η ζεστασιά του τζακιού κι η γλυκιά φωνή της γιαγιάς μάς κρατά στο σπίτι.

 
Το κουκί και το ρεβίθι … κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δωσ’ της κλότσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινίσει…… 

 

Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που εφευρέθηκαν οι λάσπες, αποφάσισε ένας βλάχος μετά το Παζάρι της Τζουμαγιάς να πάει στην Σαλονίκη, είχε τραβήξει τα ουζάκια του κι είχε φάει και μπόλικα λουκάνικα από αυτά τα ονομαστά της Τζουμαγιάς κι αφού είχε μερακλωθεί και με την γλυκιά μελωδία του ζουρνά, άργησε κι όλα τα καραβάνια με τους παζαρτζήδες είχαν φύγει! Αυτός δεν το βάζει κάτω και σιγοτραγουδώντας τον τελευταίο σκοπό ξεκίνησε για τον προορισμό του.

Ο Διάολος που ήταν από νωρίς στο παζάρι αλλά δεν βρήκε ή δεν μπόρεσε να βρει κανένα για να πάρει (που λέμε να σε πάρει ο Διάολος…) σκέφτηκε πως αν τον κεράσει και δυο τρία ουζάκια θα γελαστεί ο βλάχος και θα τον πάρει, του ‘ριξε και την ιδέα για την Σαλονίκη κι απ’ εδώ παν κι άλλοι!

Στο διάβα του ο βλάχος λοιπόν και πριν βγει από την γυφτοτουρκοβλάχικη πολιτεία συναντά τον Διάολο που από μακριά τον χαιρετά κι από κοντά του λέει: Δεν πάμε μαζί στην Σαλονίκη;

Και δεν πάμε του λέει ο βλάχος που μόλις έχει τελειώσει να σιγοτραγουδά τον τελευταίο σκοπό. Τότε ο διάολος αρχίζει να τραγουδά τον δικό του.

Κει που τραγουδάγανε, συναντήσανε τις πρώτες λάσπες που δεν ήταν και λίγες, μιας κι είχαν περάσει πιο πριν τα καραβάνια με τα ζωντανά και τις πραμάτειες τους οι πραματευτάδες κι έμποροι, που ‘ρχονταν κάθε Παρασκευή στην Τζουμαγιά κι έφευγαν άλλοι για το παζάρι στην Νιγρίτα (αυτοί που δεν είχαν ξεπουλήσει) κι οι άλλοι οι πιο πολλοί στην Σαλονίκη, άλλοι για να πάρουν καινούρια εμπορεύματα κι άλλοι για να μεταφέρουν ή να παραδώσουν τις παραγγελίες των εμπόρων της Σαλονίκης από τον ευλογημένο τούτο τόπο. Τι δεν κουβαλούσαν….. μετάξι, μπαμπάκι, σανό, στάρια κι αραποσίτια για τους μύλους κι αφίονι για τους φαρμακοτρίφτες. Μπαχαρικά, χουρμάδες, μπανάνες  κι άλλα προϊόντα που έφερναν τ’ άλλα καραβάνια από την ανατολή. Πραμάτειες από την Πόλη.

Τότε λέει ο Διάολος στον βλάχο για να μην λερώνουμε κι οι δυο τις γαλότσες μας να κουβαλάει ο ένας τον άλλο στην πλάτη ως να τελειώσει ο καβαλάρης το τραγούδι του, κι έπειτα αλλάζουμε!

Χωρίς σκέψη ο βλάχος το δέχτηκε. Μια που ο διάολος τραγουδούσε εκείνη την ώρα δέχτηκε και να τον πάρει στους ώμους του για να τον πάει ως ότου τελειώσει το τραγούδι του. Σαν τέλειωσε το τραγούδι του ο διάολος κατέβηκε και ζεύτηκε τον βλάχο και ξεκούραστος άρχισε να περπατά ακούγοντας ένα γλυκό σκοπό που έδινε η χροιά της φωνής του βλάχου. Ο δρόμος ατέλειωτος και το τραγούδι το ίδιο κι αυτό πότε γλυκό πότε κλαυτό δεν τέλειωνε κι αυτό, ο διάολος άρχισε να κουράζεται, αλλά είχε πει πως θα κουβαλά ως που να σταματήσει ο βλάχος το τραγούδι του που τελειωμό δεν είχε, πέρασαν το «40» αγκομαχούσε στο «60» μα σαν πήρανε τις ανηφόρες στο Δερβένι δεν άντεξε κι έσκασε, ξεκούραστος λοιπόν ο βλάχος κατέβηκε στην πόλη μοναχός. Δεν είπε σε κανένα τίποτε… μα όταν ήρθε η ώρα του με φώναξε και με ρώτησε: «θυμάσαι εκείνο το τραγούδι; Το και το….» Κι έζησαν αυτοί καλά κι ο διάολος έσκασε κι εμείς καλύτερα χωρίς αυτόν.

Ήταν η πρώτη φορά που μπόρεσα και άκουσα το τέλος της ιστορίας συνήθως μας έπαιρνε ο ύπνος όταν η γιαγιά αρχινούσε το τραγούδι που γέλασε κι έσκασε και τον διάολο και κοίμιζε όλους μας.

Από την Τζουμαγιά, Ηράκλεια επί το ελληνικότερο...!

Αφήστε λιγάκι το διαδίκτυο κι ακούστε την γιαγιά, ίσως σας περιμένει καρτερικά να σας ξαναπεί μια ιστορία κι ίσως αυτή τη φορά μάθετε και το τέλος της!

 

Πηγή: vlahoi.net





Καγκελάρι. Ο παραδοσιακός κυκλικός χορός της Ηπείρου

 


Υπάρχει χορός που χορεύεται χωρίς μουσική. Πρόκειται για το ηπειρωτικό χορευτικό έθιμο Καγκελάρι ή Κύκλες, το οποίο έχει τις ρίζες του στα βάθη των αιώνων και αναβιώνει μέχρι σήμερα στα Τζουμέρκα. Το 2020 εντάχτηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Την ονομασία του Καγκελάρι την οφείλει ή στη λέξη κάγκελο, επειδή οι χορευτές είναι τοποθετημένοι και συνδεδεμένοι όπως τα κάγκελα ή στα καγκέλια ή καγκελίσματα, τα διπλώματα, δηλαδή, του κύκλου που κάνουν οι χορευτές στο χορό.

 

Οι “Κύκλες”

Το ηπειρώτικο χορευτικό έθιμο “Κύκλες” ή “Καγκελάρι” αναβιώνει κάθε χρόνο στις 29 Αυγούστου, ημέρα της Αποτομής της Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού. Το τελετουργικό του παραδοσιακού χορού δεν παραβιάζεται ποτέ. Λίγο μετά τη δύση του ηλίου, οι άνδρες ξεκινούν το τραγούδι και το επαναλαμβάνουν αντιφωνώντας το, οι γυναίκες. Χορεύεται στα δύο, μία μέσα μία έξω, και τελειώνει όταν πέσει η “βαθιά νύχτα”. Μουσικά όργανα δεν συμμετέχουν ποτέ.

 

Το καγκελάρι ως χορός έχει τη δική του τάξη. Στην αρχή χορεύουν οι άντρες, στη συνέχεια οι γυναίκες και στο τέλος τα παιδιά. Οι χορευτές πιάνονται στο χορό θηλυκωτά, περνώντας ο ένας το χέρι του στον αγκώνα του άλλου. Στην εξέλιξη του χορού δημιουργούνται καγκελίσματα, δηλαδή οι χορευτές χορεύουν κάνοντας δίπλες και έτσι άλλοι έρχονται αντικριστά ο ένας στον άλλον και άλλοι πλάτη με πλάτη. Έτσι στο διπλοκάγκελο διπλώνει η γραμμή των χορευτών, στο τριτοκάγκελο τριπλώνει και ούτω καθεξής.

 

Στο σταυροκάγκελο δυο άντρες του μέρους, που δεν έκανε καγκελίσματα, σχηματίζουν καμάρα με τα χέρια τους και από κάτω περνούν όλοι οι χορευτές, οι οποίοι είχαν σχηματίσει δίπλες με τα καγκελίσματα και προχωρούν στην κανονική τάξη του χορού, ενώ οι υπόλοιποι μένουν ακίνητοι μέχρι να ξαναγίνει ο χορός όπως ήταν, οπότε και συνεχίζουν να χορεύουν. (πηγή: Το καγκελάρι της Ροδαυγής της Παναγιώτας Π. Λάμπρη)

 

Οι στίχοι του τραγουδιού δίνουν “παραγγελιές” στον μπροστάρη ο οποίος και τις εκτελεί άμεσα. Στην αρχή τού παραγγέλνουν να “κάμει κύκλες στον χορό”, να “κάμει τετρακάγκελα”, “τετρακαγκελίσματα” και “κλωθογυρίσματα”. Στο τέλος, να “σιάσει το χορό”. Παράλληλα με τους χορευτές λειτουργούν και οι «κεραστάδες». Νέοι από την αδελφότητα των χωριών, που κερνούν λουκούμια, νερό και τσίπουρο όσους συμμετέχουν στον καγκελωτό χορό.

 

Χορός των ερωτευμένων

 

Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο χορός έχει τις ρίζες του στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, καθώς διευκόλυνε τους υπόδουλους να μεταδώσουν ή να λάβουν διάφορα μηνύματα και συνθήματα, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί. Με την πάροδο των χρόνων, αποτέλεσε την κατάλληλη ευκαιρία των ερωτευμένων να ανταλλάξουν κρυφά τα δικά τους μηνύματα. Όταν έρχονταν πλάτη με πλάτη ή και πρόσωπο με πρόσωπο προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με νεύματα, μορφασμούς, συνθηματικές κινήσεις και ψιθυριστά. Στη συνέχεια οι “προξενητάδες” αναλάμβαναν τα περαιτέρω.

 

Για τους ντόπιους είναι ένα έθιμο υψίστης σημασίας. Το 2020 ήταν η πρώτη χρονιά που οι “Κύκλες” δεν χορεύτηκαν, λόγω των υγειονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

 

Δείτε τον παραδοσιακό χορό των Τζουμέρκων:

 

https://www.youtube.com/watch?v=HHBRyZPm1Eo&t=500s

 

 

 

Aντλήθηκαν πληροφορίες από: Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ελλάδας

 

Πηγή: mixanitouxronou.gr,  youtube.com

 





Στα Κυριακάτικα τραπέζια των ονείρων μου

Του Στέφανου Μίλεση


 

Ποιος είναι εκείνος που δεν θυμάται τα παλιά καλά τραπέζια από τα οποία οι γονείς μας αλλά κυρίως οι παππούδες μας αντλούσαν την μεγαλύτερη ευχαρίστηση κι απόλαυση; Ήταν τα τραπέζια εκείνα που στις αναμνήσεις μου, έμειναν πάντα να κατέχουν περίοπη θέση, τα "Κυριακάτικα τραπέζια"

 

Οι οικογένειες γνώριζαν πως τα έθιμα έπρεπε να τηρούνται για να εξασφαλίζουν την οικογενειακή συνοχή. Εξυπηρετούσαν έναν σκοπό και μάλιστα ιερό. Η οικογένεια ήταν ο συστατικός πυρήνας, η κινήτηριος δύναμη όχι μόνο των ίδιων των ανθρώπων αλλά και του Έθνους! Με βάση λοιπόν αυτή την αντίληψη, η τήρηση των εθίμων αποτελούσε ιερή υποχρέωση. Και πρώτη στην λίστα ήταν η συνήθεια που κρατούσαν οι οικογένειες, να κάθονται όλοι γύρω από το οικογενειακό τραπέζι (ομοτράπεζο). Ήταν ανεπίτρεπτο να τρώει ο καθένας μόνος του και διαφορετική ώρα, όπως συνήθως συμβαίνει σήμερα. 

 

 Όταν μάλιστα κάθονταν, όχι μόνο έπλεναν τα χέρια τους, αλλά φορούσαν και καθαρά ρούχα, ήταν δηλαδή ευπρεπώς ντυμένοι. 

 

Τις Κυριακές επιπρόσθετα όφειλαν να φέρουν τα "καλά" τους ρούχα στο μεσημεριανό τραπέζι που θεωρείτο η κορωνίδα των γευμάτων της εβδομάδας. Οι άντρες όφειλαν να είναι ξυρισμένοι, να φέρουν λευκό πουκάμισο, μασέτες και γραβάτα. Όφειλαν δηλαδή κατά την ορολογία της εποχής να είναι "σενιαρισμένοι". Όταν κάποιος πήγαινε να κάτσει έτσι, του έλεγαν, "πήγε σενιαρίσου κι έλα πάλι!" 

 

Αλλά και οι γυναίκες το ίδιο, δεν μπορούσαν να κάτσουν με  τα ρούχα της οικιακής τους εργασίας ή με την ρόμπα και τις παντόφλες. Η ιεροτελεστία του τραπεζιού προϋπέθετε πάντα και πριν από όλα, μια προσευχή έστω και στα γρήγορα, ακόμη κι από εκείνους που δεν πατούσαν το πόδι τους στην εκκλησία. Ποιος δεν θυμάται το

 

"Έλα Χριστέ και Παναγιά 

και κάθισε κοντά μας, 

ευλόγησε το τραπέζι μας 

κι όλα τα φαγητά μας"

 

Τις Κυριακές ήταν η μέρα, που στο οικογενειακό τραπέζι κάθονταν και διάφοροι προσκεκλημένοι και φίλοι της οικογένειας.

 

 Όταν τελειώναν τα τυπικά "Καλώς ορίσατε", "Καλώς σας βρήκαμε" και τα σχετικά όλοι περνούσαν στο ήδη στρωμένο με λευκό τραπεζομάντηλο τραπέζι. Πάνω του ήταν απλωμένα όλα τα καλά σερβίτσια, συνήθως του "προικιού". Ασημένια μαχαιροπήρουνα, ποτήρια και ποτηράκια με σχέδια και πετσέτες διπλωμένες ανέμεναν να απλωθούν πάνω σε γόνατα ή να κρεμαστούν από λαιμοδέτες.

 

Στις λαϊκότερες οικογένειες ο οικοδεσπότης έκανε την πρώτη κίνηση κι έβγαζε την γραβάτα πρώτος, ώστε να δώσει ένα χρώμα άνεσης κι απλότητας, καθώς γνώριζαν πως τα πολλά δεν τους ήταν ταιριαστά. "Έλα μπορείς να βγάλεις την γραβάτα, σε είδαν τώρα" ήταν καμιά φορά η παρακίνηση της γυναίκας προς τον άνδρα της όταν διέκρινε μια αμηχανία να κάνει την κίνηση αυτή. Στα "καλά σπίτια" όμως αυτό δεν συνέβαινε ποτέ!

 

Το τραπέζι της Κυριακής είχε την ιδιαιτερότητα επίσης να μην είναι ένα μόνο, αλλά πολλά μαζί! Επειδή το μακρόστενο τραπέζι της οικογένειας δεν έφτανε και για τους καλεσμένους, τοποθετούσαν ότι τραπέζια και τραπεζάκια διέθετε το σπίτι στην σειρά. Ροτόντες, μικρά, μεγάλα, έμπαιναν το ένα δίπλα στο άλλο για να εξυπηρετήσουν τους πάντες. Το ίδιο και με τα καθίσματα. Επιστρατεύονταν τα πάντα, από πολυθρόνες μέχρι σκαμνάκια. Στην κεφαλή αυτού του παράξενου συνδυασμού επίπλων καθόταν ο οικοδεσπότης, ενώ με εκκίνηση τον ίδιο επικρατούσε να τηρείται μια παράξενη ιεραρχία, που τελείωνε με τα μικρότερα μέλη της οικογένειας, τα παιδιά, να κάθονται όλα μαζί στην άλλη άκρη του τραπεζιού. 

 

Εκείνη η πλευρά ήταν και η πιο στριμωγμένη καθώς οι οικογένειες τότε έκαναν πολλά παιδιά (η ευτυχία είχε το χαμόγελο παιδιού), η λεγόμενη "μαρίδα" για να χωρέσει συμπιεζόταν. Έτσι με δυσκολία μπορούσαν να κουνήσουν τα χέρια τους. Συνήθως αυτή η στριμωγμένη πλευρά ήταν που άδειαζε πρώτη, καθώς οι μεγαλύτεροι μόλις έβλεπαν πως τα μικρά έφαγαν, τους έλεγαν "και τώρα πηγαίνετε να παίξετε", αδειάζοντας χώρος για τους επίσης στριμωγμένους μεγάλους.

 

Επειδή ο θεσμός των οικογενειακών τραπεζιών τα παλιότερα χρόνια ήταν σημαντικός για την ενότητα της οικογένειας, τα σπίτια διέθεταν ειδικό χώρο, την Τραπεζαρία! Αυτή ήταν διαφορετικός χώρος από το σαλόνι. Εκτός του μακρόστενου τραπεζιού διέθεταν συνήθως και ένα σκρίνιο ή μπουφέ εντός του οποίου ήταν αποθηκευμένα τα καλά σερβίτσια, ποτήρια, πιάτα, τραπεζομάντηλα και πετσέτες.

 

Δεν υπήρχαν ποικιλίες στις επιλογές των κρασιών, κι αν όμως υπήρχαν, οι παλαιοί επέλεγαν σχεδόν πάντοτε την ρετσίνα. Κι από έναν παράξενο λόγο, ουδέποτε έπιναν το κρασί τους σκέτο, αλλά νερωμένο, κρατώντας έτσι χωρίς να το γνωρίζουν τις συνήθειες των αρχαίων! Ο άκρατος οίνος λοιπόν ήταν αποδεκτός μόνο για αντιμετώπιση αρρώστιας και ποτέ δεν αποτελούσε καθημερινή επιλογή.

 

Μεγάλη αγάπη είχαν επίσης για τα βραστά χόρτα, τα ραδίκια, τις βρούβες. Μια συνήθεια που σήμερα δεν υπάρχει είναι να πίνουν ραδικόζουμο, ρίχνοντας μέσα πολύ λεμόνι, γιατί πίστευαν πως καθάριζε το αίμα. Το ίδιο και για τα όσπρια, κυρίως για την φακή που είχε σίδηρο. 

 

Αυτά όμως ήταν για τις καθημερινές. Την Κυριακή την τιμητική του είχε το κρέας! Όσο σπάνιο κι αν ήταν στην καθημερινή διατροφή των σύγχρονων προγονών μας, τόσο απαραίτητο ήταν για την εύρυθμη λειτουργία του Κυριακάτικου τραπεζιού. Κυριακάτικο τραπέζι χωρίς κρέας ήταν δύσκολο να γίνει, έστω κι αν το κρέας ήταν ένα μικρό συμπλήρωμα της κυριακάτικης μακαρονάδας! 

 

Τα μακαρόνια τότε ήταν χονδρά, δηλαδή επικρατούσαν τα μεγάλα νούμερα, αυτά που σήμερα ονομάζουμε δεκάρια. Τα τύπου σπαγγέτι όχι μόνο ήταν άγνωστα στα περισσότερα σπίτια, αλλά δεν απολάμβαναν και ιδιαίτερης εκτίμησης καθώς "δεν έπιαναν", ήταν φτωχά!

 

Στα Κυριακάτικα τραπέζια λοιπόν, άδραζαν άπαντες την ευκαιρία να φάνε εκείνο που δεν έτρωγαν όλη την εβδομάδα. Έτσι συχνά ακούγονταν "Χριστός" με το απαραίτητο χτύπημα στην πλάτη, καθώς η λαιμαργία του σπάνιου φαγητού μετατρέπει το φαγητό σε φαγοπότι!

 

Και μετά τις πρώτες μπουκιές, όπου η πείνα πέφτει σε ανεκτά όρια, αρχίζουν και τα πρώτα τσουγκρίσματα ποτηριών. Τα καλοκαίρια τραπεζαρίες γίνονται οι αυλές με τα ασπρόμαυρα πλακάκια και το πλησταριό στο βάθος. Εκεί το γεύμα κρατά μέχρι ο ήλιος να συναντήσει τους συνδαιτημόνες και το τραπέζι τους που αρχικά ήταν στρωμένο στην σκιά.

 

Τα ακόμα πιο παλιά χρόνια τα τραπέζια τελείωναν με το γλυκό για τους μικρούς και τον ελληνικό καφέ για τους μεγάλους, ώστε να φύγει η γεύση του κρασιού.

 

Δυστυχώς με το πέρασμα των χρόνων ένα ένα τα έθιμα περικόπηκαν από την καθημερινότητα των ανθρώπων, καθώς κρίθηκαν πως δεν εξυπηρετούσαν συγκεκριμένο σκοπό! Πετραδάκι πετραδάκι μόνοι μας καταστρέψαμε το οικοδόμημα εκείνο, της οικογένειας και των εθίμων που την συνόδευαν. Και σήμερα άφωνοι, άβουλοι και αμήχανοι καθόμαστε πάνω από τα ερείπια του παρελθόντος, κοιτώντας την καταστροφή που μόνοι μας προκαλέσαμε να κοιτάμε αμήχανα το μάλλον αβέβαιο μέλλον μας.  

 

*: Το κείμενο είναι εμπνευσμένο, από σχετικό θέμα του βιβλίου "Εύθυμη ηθογραφία" του Βασίλη Αττικού (1957) 

 

 

Πηγή: pireorama.blogspot.com








Το παιχνίδι στις αλάνες και τα παιχνίδια που φτιάχναμε μόνοι μας – Β’ μέρος

  

 

Ξυλίκι καμάκι το αγαπημένο μας.



Παιζόταν από δύο παιδιά, ή δύο ομάδες. Χρησιμοποιούσαμε δυο άνισα μεταξύ τους ξύλα. Το ένα περίπου μισό μέτρο που ήταν το ξυλίκι και το άλλο 10-15 εκατοστά, με τις δυο άκρες πελεκημένες ώστε να μην ακουμπάνε στο έδαφος. Αυτό, ήταν το καμάκι. Φτιάχναμε ένα λακκάκι στο χώμα, όπου τοποθετούσαμε το «καμάκι».

Για να επιλεγεί όμως  ποιός θα έπαιζε πρώτος, το ένα παιδί τίναζε με το χέρι το «καμάκι» σε απόσταση 10-15 μ. μακριά. Μετά άρχιζε να μετράει πόσες φορές χωράει το «ξυλίκι» από το λακκάκι έως το σημείο που έπεσε το «καμάκι», λέγοντας κάθε φορά: “ξυλίκι-καμάκι”. Νωρίτερα, κάθε ομάδα είχε διαλέξει τι ήθελε: “ξυλίκι”, ή “καμάκι”. Η προτίμηση όποιας ομάδας “έπεφτε” στο τελευταίο μέτρημα, αυτή η ομάδα άρχιζε να παίζει, αφού χάραζαν ένα μεγάλο κύκλο στο χώμα, γύρω από το λακάκι που αυτός όριζε το τέρμα για τις αποκρούσεις του καμακιού, στη συνέχεια του παιχνιδιού. Έβαζαν το «καμάκι» στο λακκάκι κι ο αρχηγός της πρώτης ομάδας, το χτυπούσε με το «ξυλίκι», πρώτα ελαφρά στη άκρη που προεξείχε, έτσι ώστε να πεταχτεί λίγο ψηλά.
Αμέσως το ξαναχτυπούσε, με δύναμη όμως, για να  πάει όσο το δυνατό μακρύτερα. Από το σημείο που σταματούσε, αυτό γινόταν τρεις συνεχόμενες φορές. Αν οι αντίπαλοι το έπιαναν στον αέρα, τότε το παιχνίδι τελείωνε εκεί και οι νικημένοι έπαιρναν «καβάλα» τους νικητές. Αν όχι, τότε οι παίχτες της άλλης ομάδας,  έπρεπε να το πετάξουν προσπαθώντας να το βάλουν μέσα στον κύκλο.

Εκεί όμως στεκόταν ο αντίπαλος, έτοιμος με το ξυλίκι στο χέρι, να αποκρούσει το καμάκι και να το στείλει χτυπώντας το στον αέρα, εκτός κύκλου. Αν το κατάφερναν, νικούσαν. Διαφορετικά, νικούσε η ομάδα που έπαιζε με το «ξυλίκι».

Οι χαμένοι έκαναν «καβάλα» τους νικητές, (τους κουβαλούσαν στην πλάτη τους), από το σημείο όπου σταμάτησε το «καμάκι» ως το λακκάκι.

Στον επόμενο γύρο, τοποθετούσαν το καμάκι κάθετα μέσα στο λακάκι και βάζοντας την άκρη του ξυλικιού κάτω του σαν μοχλό, έδιναν μια δυνατή και το πέταγαν όσο μακρύτερα μπορούσαν. Έπρεπε να το πιάσει η άλλη ομάδα στον αέρα, ή να το στείλει πάλι πετώντας το, μέσα στον κύκλο, με τερματοφύλακα τον αντίπαλο με το ξυλίκι στο χέρι. Συνήθως, οι δύο αυτές φάσεις παιζόταν και με ανάποδη σειρά.

 

Τότε που τα παιχνίδια μας, τα φτιάχναμε μόνοι μας

Θα περάσουμε σήμερα από τα μαστοροχώρια του παιδικού μας μυθόκοσμου, μιας παιδικής ηλικίας που μας έμαθε να ζούμε και να γελάμε, χωρίς την ανάγκη του χρήματος, αλλά με την ενέργεια που μας έδινε η δύναμη της αυτοπεποίθησης και η ικανοποίηση της δημιουργίας. Ξεκινώντας την αναφορά μας στα παιχνίδια που απαιτούσαν την κατασκευαστική δυνότητα των παιδιών, να εξηγήσομε ότι την κατασκευή στην αρχή, αναλάμβανε ο πατέρας, ή ο μεγάλος αδελφός, με τη βοήθεια πάντα του παιδιού. Το παιχνίδι όμως, έπαιρνε αξία στο χρηματιστήριο της καρδιάς μας, μόνο όταν καταφέρναμε να το φτιάξομε οι ίδιοι μόνοι μας.

Αυτό το παιχνίδι αγαπούσαμε, με αυτό παίζαμε με ιδιαίτερη αγάπη και αυταρέσκεια. Πρόκειται για τα παιχνίδια που έφτιαχναν μόνα τους τα παιδιά λοιπόν, ή που επινοούσαν ως αντικείμενα παιχνιδιού, πράγματα που προοριζόταν για άλλες χρήσεις, όπως για παράδειγμα, το παλιό στεφάνι της ρόδας του ποδηλάτου, το παλιό λάστιχο ενός μηχανακιού κλπ, όπως θα δούμε παρακάτω.

Έτσι, λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (κι’ ακόμα πιο πίσω) ήταν άγνωστες οι παιγνιδοβιομηχανίες και τα λίγα χειροποίητα παιχνίδια που κυκλοφορούσαν, ήταν φτιαγμένα από ξύλο, περιορισμένης ποσότητας, ανεπαρκούς διαφορετικότητας και απευθυνόταν σε μικρές, ως συνήθως, ηλικίες.

Εάν προσθέσει δε κανείς και την ανύπαρκτη σχεδόν οικογενειακή οικονομία, τότε μόνον θα αντιληφθεί γιατί τα παιδιά, είχαν αναπτύξει την επινοητικότητα της κατασκευής παιχνιδιών. Κάποια από τα παιχνίδια αυτά, θα προσπαθήσομε να αποτυπώσομε στη συνέχεια του δημοσιεύματος μας.

 

Το πατίνι



Η δυσκολία ήταν να βρεθούν τα ρουλεμάν. Απο κεί και πέρα αναλάμβανε η δημιουργική φαντασία και ο ζήλος του παιδιού για το τελικό αποτέλεσμα. Ήταν οι ειδικοί, που βοηθούσαν στην δύσκολη αυτή κατασκευή. Αγαπημένες πίστες ήταν οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι και οι πλατείες με ελαφρά κατηφόρα. Δύσκολα μπορεί να ξεχάσει κανείς την «τραβάγια» που έκαναν τα πατίνια στο κατήφορο. Το ελάττωμα της κατασκυής, ήταν ότι μοναδικό φράνο, ήταν το πόδι μας. Οπότε, δεν ήταν λίγες οι φορές που μην μπορώντας να σταματήσομε σε μια κατηφόρα εφ όσον μας είχε συνεπάρει ο ζήλος της ταχύτητας, πολλές φορές κάναμε «αναγκαστική προσγείωση» σε κανένα φουντερό θάμνο, ή σε καμιά μουμουλιά (βάτα), επιλέγοντας το πιο μαλακό στρώμα για την προσγείωση.

 

Τσουρί μικρό με μπανέλα οδηγό



Το τσουρί αυτό, χρειαζόταν μία ρόδα από καροτσάκι μωρού, που όλο και σε κάποιο σπίτι θα βρίσκαμε ένα παλιό άχρηστο καροτσάκι και μια μεγάλη μπανέλα από χοντρό σύρμα, όσο το δυνατό πιο δύσκαμπτο, που στην άκρη λυγίζαμε και μετά φτιάχναμε ένα ημικύκλιο σαν μαγκούρα, που έδινε την ώθηση στο τσουρί μας.

Απαιτούσε βέβαια και μια σχετική προπόνηση στην αρχή, για να μπορούμε να ισοροπούμε και να οδηγούμε σωστά το τσουρί μας.

 

Η ρόδα

Μια ρόδα από μηχανάκι, το εξωτερικό λάστιχο βέβαια, ήταν το μοναδικό που χρειαζόμασταν για το παιχνίδι μας. Της δίναμε σφαλιάρες με το χέρι και την οδηγούσαμε με αγαπημένες πίστες τις ελαφρές κατηφόρες, αλλά και τον ίσιο δρόμο. Οι ανηφόρες, δύσκολα έβγαιναν.

 

Σφεντόνα ή Χαρχάλα



Εδώ, την πλήρωναν τα τζάμια της γειτονιάς, αλλά δεν μας έλειπαν και τα καρούμπαλα από τις πετριές που τρώγαμε από αδέσποτες βολές. Στήναμε τενεκάκια στο δρόμο και κάναμε αγώνες σκοποβολής, αλλά πολλές φορές την πλήρωναν και τα καημένα τα γατάκια της γειτονιάς, που έτρωγαν την «πετρέ» και όπου φύγει φύγει. Η χαρχάλα κατασκευαζόταν από ένα διχάλι ελιάς κατά προτίμηση αφου είχε το πιο ανθεντικό και γερό ξύλο. Αφού το κόβαμε και το καθαρίζαμε σε σχήμα Υ, κόβαμε από σαμπρέλα ποδηλάτου ή αυτοκινήτου δυο λουρίδες λάστιχο και τις δέναμε στις δυο κορυφές του ξύλου, με λεπτότερες λουρίδες, που τυλίγαμε δυνατά γύρω γύρω. Τότε, οι σαμπρέλες ήταν καλής ποιότητας λάστιχο και είχαν τεράστια ελαστικότητα και δύναμη στην εκτόξευση, γιατί αργότερα κατασκευαζόταν από μίγμα λάστιχου με πλαστικό και δεν είχαν παρά ελάχιστη ελαστικότητα. (Μάλλον μας πήραν χαμπάρι οι βιομηχανίες και μας σαμπόταραν την παραγωγή)… Τα δύο λάστιχα, τα περνάγαμε από τις άκρες σε ένα κομμάτι δέρμα τρυπημένο κατάλληλα για να περνάνε και τις δέναμε δυνατά με λαστιχίδες. Λαστιχίδες λέγαμε τις πολύ λεπτές λουρίδες που κόβαμε από τη σαμπρέλα, με τις οποίες δέναμε τα λάστιχα με το ξύλο και με το δέρμα.

 

Καλαμοπίστολο



Την κατασκευή του, χρησιμοποιούσαμε ένα καλάμι όσο το δυνατό ανθεκτικό και ξερό. Το κόβαμε στην μια άκρη οριζόντια στη μέση γύρω στους 10-15 πόντους, για να δημιουργήσομε το έλασμα εκτόξευσης. Κόβαμε ένα κομμάτι ξύλο γύρω στους 10 πόντους, που σφηνώναμε ανάμεσα στις σιαγώνες που είχαμε δημιουργήσει με την τομή, για να τις κρατάει ανοιχτές. Στην άκρη του μικρού ξύλου, δέναμε ένα σπάγκο, που ερχόταν μέχρι την άλλη άκρη του καλαμιού, απ όπου το κρατούσαμε. Τραβάγαμε το σπάγκο και το όπλο μας «εκπυρσοκροτούσε». Φεύγοντας με το τράβηγμα το μικρό ξύλο, έκλειναν με δύναμη οι σιαγώνες και έκαναν το «μπάμ». Ήταν επομένως, ένα πιστόλι κρότου, αφού έριχνε αβολίδωτα.

Αεροπλανάκια χάρτινα



Τα χάρτινα αεροπλανάκια, είχαν κι αυτά τη δική τους ιστορία και φτιάχνονται μέχρι και σήμερα από τα παιδια. Φτιάχναμε αεροπλανάκια κάθε μοντέλου και σχήματος, αλλά έπρεπε να προσέχομε πάντα την αεροδυναμική τους σχεδίαση, προκειμένου να κάνουν επιτυχημένες και μακρυνές πτήσεις, αλλά και να προσγειώνονται ομαλά και όχι να πέφτουν σαν στούκας.

 

Βαρκούλα χάρτινη



Στην ίδια κατηγορία με τα αεροπλανάκια, ήταν και οι βαρκούλες, με διάφορα κι αυτές σχέδια και μοντέλα. Το καλοκαίρι στα μπανια, είχαν την τιμητική τους, αφού συναγωνιζόμασταν τα παιδιά, ποιανού η βάρκα θα κάνει το μεγαλύτερο ταξίδι, αντέχοντας στα κύματα. Πολλές φορές, βάζαμε και κατάρτι με πανιά, από ένα χαρτί που κόβαμε σε σχήμα τρίγωνου και το κολλάγαμε πάνω σε ένα καλαμάκι.

 

Ο αστρολόγος



Ήταν μια ιδιαίτερη κατασκευή από χαρτί, που τοποθετημένο στα δάκτυλα των δυο χεριών, άνοιγε κι έκλεινε σε σχήμα σταυρού και στις εσωτερικές πλευρές, γράφαμε διάφορα δικά μας, είτε την τύχη και την αστρολογία, είτε συμβουλές, είτε προτροπές. Μετά, ήρθαν και τα παιχνίδια που ήταν μεν αγοραστά, αλλά πολύ μικρής αξίας, ήταν είτε ομαδικά είτε παιχνίδια δεξιοτεχνίας και κάποια από αυτά, αγαπήθηκαν και άφησαν τη δική τους σφραγίδα στην εποχή των παιδικών μας χρόνων.


Μερικά απο τα πιο χαρακτηριστικά, ήταν:

 

Η Σβούρα για τζογαδόρους



Ήταν μια σβούρα με πλευρές στον κορμό της, πλαστική, που σε κάθε πλευρά έφραφε και μια εντολή. «Πάρτα όλα», «Βάλε δύο», «βάλε ένα», «πάρε δύο», κλπ.
Τη ρίχναμε και τζογάραμε είτε με πετραδάκια, είτε με βόλους, είτε με καραμέλες.

 

Η κλασική πολύχρωμη σβούρα



Η σβούρα είναι γνωστή από την αρχαιότητα, στα αρχαία ελληνικά με το όνομα στρόβος. Η σβούρα την οποία περιστρέφει το ξετύλιγμα ενός σπάγκου, φτιαχνόταν από ξύλο και ζωγραφίζονταν με χρώματα και σχέδια. Ως σβούρα χρησιμοποιείται και γίνεται παιχνίδι οτιδήποτε μπορεί και περιστρέφεται γύρω από κάποιον άξονά του με τη βοήθεια των δαχτύλων του χεριού. Η σβούρα κατασκευαζόταν από ξύλο, ή πλαστικό. Συνήθως ήταν ζωγραφισμένη με διάφορα χρώματα σε κυκλική διάταξη, που έδιναν με την ταχύτητα της κίνησης μια όμορφη πανδαισία εναλλαγής χρωμάτων.

 

Το τάκα τάκα



Το τάκα τάκα, είχε φέρει μια επιδημία σε μικρούς και μεγαλύτερους φαν της εποχής. Οι πιο εκπαιδευμένοι, το κρατούσαμε και παίζοντας αδιάκοπα το πάνω-κάτω τάκα τάκα, κόβαμε βόλτες στις αυλές και τους δρόμους, τρελαίνοντας από τη φασαρία τους μεγαλύτερους που έπαιζαν την ξερή τους στα καφενεία και ήθελαν την ησυχία τους. Ήταν η εποχή που κάποιοι κακότεχνοι, συνεχώς ερχόταν στην παρέα με την παλάμη πρισμένη μέχρι πάνω, από τους χτύπους που έτρωγαν από τις μπάλες του τάκα τάκα. Ήταν όμως και οι πιο έμπειροι που την πάθαιναν, γιατί στο δρόμο που παίζαμε το τάκα τάκα, κάποιο πειραχτήρι μας φώναζε το όνομα μας, γυρνάγαμε να δούμε ποιος μας φωνάζει και τρώγαμε το χτύπο στην πάνω μεριά του χεριού, αφού αποσπούσαμε την προσοχή μας.

 

Το γιο γιο



Μαζί με το τακα τακα, έδωσαν ένα ιδιαίτερο τόνο και άφησαν το στίγμα τους στην εποχή της παιδικής μας ηλικίας. Στο γιο γιο, έπρεπε να ακολουθείς το ρυθμό του παιχνιδιού και χρειαζόταν αυτοσυγκέντρωση, για να κρατάς συνεχόμενο και αμείωτο το πάνω κάτω του παιχνιδιού. Το γιογιό είναι γνωστό εδώ και πολλούς αιώνες. Το παλαιότερο γιογιό που έχει βρεθεί χρονολογείται στα 500 π.Χ. και ήταν φτιαγμένο από ψημένο πηλό. Για να το παίξει ο παίκτης φτιάχνει στην μια άκρη του κορδονιού μία θηλιά και την περνάει στο μεσαίο του δάκτυλο, ανάμεσα στην πρώτη και στην τρίτη φάλαγγα (δηλαδή στο μέσο του δακτύλου). Μπορεί τότε να πετάξει προς τα κάτω το γιογιό με μία ελαφρά κίνηση του καρπού. Όταν το πετάει πρέπει η παλάμη να είναι προς τα επάνω. Όταν το γιογιό φτάσει στο τέλος του κορδονιού αρχίζει να στριφογυρνάει στον άξονά του και λέμε ότι κάνει περιστροφή. Όσο το σώμα του γιογιό γυρνάει στην άκρη του κορδονιού, μπορεί ο παίχτης να πραγματοποιήσει διάφορες κινήσεις (κόλπα). Όταν θέλει να το γυρίσει στο χέρι του απλά κάνει μια μικρή κίνηση με τον καρπό του και το γιογιό επιστρέφει.

 

Πηγή: ellas2.wordpress.com

 

 



      Συμβολισμοί και παραδόσεις

  

                



Το καλωσόρισµα του γάµου µε γλυκίσµατα και ποτά!

"Για δε τα πώς ταιριάσανε αυτά τα δυο στο µπόι σαν κυπαρίσσι µε µηλιά µέσα στο περιβόλι".

Η κρητική µαντινάδα µε συνοδεία τα βιολιά και τα όργανα ανοίγει το καλωσόρισµα του γλεντιού ανάµεσα σε κουραµπιέδες, πίτες, ρυζόπιτες, καρυδόπιτες, ξηρούς καρπούς, άφθονο κρασί και ρακές. Η λαϊκή παράδοση σε όλο της το µεγαλείο αποτελεί και ένα συνδετικό κρίκο ανάµεσα στις εκδηλώσεις, τα έθιµα του τόπου και το µυστήριο του γάµου.

Ο τόπος µας σφύζει από παραδόσεις. Κάθε γωνιά, κάθε τόπος κατακλύζεται από τα ήθη και τα έθιµα, ιδιαίτερα δε την ιερή αυτή στιγµή του γάµου. Οπότε είναι εύκολο να επιλέξει ένα νέο ζευγάρι τι του ταιριάζει και αν θέλει να το ακολουθήσει. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο έχει γίνει κάτι σαν µόδα η επιστροφή στις ρίζες, η επιστροφή στην παράδοση, η επιστροφή στα έθιµα!

Όλα είναι συµβολισµός

Βήµα προς βήµα η τελετή του γάµου αποτελείται από συµβολισµούς που βγαίνουν µέσα από την παράδοση και που αλλάζουν ή παραλλάσσουν από τόπο σε τόπο. Το λευκό χρώµα είναι ο πιο γνωστός συµβολισµός, που δηλώνει την αγνότητα και την αθωότητα – στο νυφικό, τα στέφανα, τις περισσότερες µποµπονιέρες, τις λαµπάδες. Αλλά και το αθώο κρασάκι που ο ιερέας δίνει στον γαµπρό, τη νύφη και τον κουµπάρο να πιουν από το ίδιο ποτήρι, την ώρα του µυστηρίου, είναι και αυτό ένας συµβολισµός που έχει να κάνει µε το δέσιµο, µε το γεγονός ότι όλες οι στιγµές της ζωής των νιόπαντρων θα είναι κοινές στις χαρές και τις λύπες, ότι µέσα από το γάµο τους θα µοιράζονται τα πάντα!

Το καλωσόρισµα

Το µυστήριο τελειώνει, οι πολυέλαιοι της εκκλησίας σβήνουν και τα φώτα της δεξίωσης, του γλεντιού και της χαράς αστράφτουν δηµιουργώντας την ατµόσφαιρα που ταιριάζει στην περίπτωση. Πρωταγωνιστές του καλωσορίσµατος είναι τα γλυκά και το πρώτο ποτό. Το ζευγάρι θα πρέπει να έχει φροντίσει ώστε να υπάρχει στο χώρο της δεξίωσης µια «γωνιά» όπου θα κατευθύνονται οι προσκεκληµένοι, που καταφθάνουν ο ένας µετά τον άλλο, για να απολαύσουν ένα πρώτο ποτό µαζί µε το ανάλογο γλύκισµα. Αυτό είναι κάτι που διευκολύνει πολύ την κατάσταση µέχρις ότου προχωρήσουν προς τα τραπέζια για να πάρουν τη θέση τους. Οι καλεσµένοι σε πρώτο πλάνο αισθάνονται άνεση απολαµβάνοντας το ποτό τους: µια δροσερή σαγκρία µε φρέσκα φρούτα ή ένα καλό µοσχάτο κρασί που ταιριάζει µε όλα τα γλυκίσµατα. Στις µέρες µας συνηθίζεται να γίνεται το κέρασµα του καλωσορίσµατος µε ένα ποτήρι σαµπάνια, που επίσης ταιριάζει µε τα γλυκά, αλλά κοστίζει κάτι περισσότερο.

Η διακόσµηση του χώρου υποδοχής θα πρέπει να ακολουθεί τη φιλοσοφία της διακόσµησης του υπόλοιπου χώρου της δεξίωσης σε ό,τι αφορά τα χρώµατα, τα λουλούδια, τα κεριά. Τα µεγάλα κτήµατα που φιλοξενούν γαµήλιες δεξιώσεις συνήθως διαθέτουν ένα ξεχωριστό χώρο καλωσορίσµατος, όπου τοποθετούνται µεγάλα µπολ µε κουφέτα και πιατέλες µε γλυκίσµατα της αρεσκείας του ζευγαριού. Συνήθως προσφέρονται µπεζέδες ή αμυγδαλωτά. Αλλά το γλύκισµα µπορεί να είναι κάποιο άλλο που «κρατά» παραδοσιακά από τον τόπο καταγωγής των νεονύµφων. Αν στην προκειµένη περίπτωση δεν έχετε καταγωγή από κάποια γωνιά της Ελλάδας, µπορείτε να «υιοθετήσετε» ένα γλύκισµα που να προέρχεται από κάποιο αγαπηµένο σας τόπο. Ένα νησί π.χ. όπου γνωριστήκατε και αγαπηθήκατε, ένα νησί από τα πολλά όπου οι παραδόσεις είναι τόσο έντονες και ευρηµατικές που δεν ξαφνιάζουν απλά αλλά χαρίζουν ακόµα πιο ιδιαίτερες στιγµές στη χαρά του γάµου!

Η Ελλάδα και τα έθιµά της

Στην πανέµορφη Αµοργό το έθιµο λέει ότι την ηµέρα του γάµου φτιάχνονται τυλιχτές µπουκιές παστελιού ή φέτες από παστέλι που προσφέρονται πάνω σε λεµονόφυλλα. Μαζί µε ένα ποτήρι µοσχάτο κρασί!
Στην Κίµωλο µαζί µε την µποµπονιέρα προσφέρεται και ένα παστέλι, που δεν συµβολίζει µόνο τη γλυκιά ζωή του ζευγαριού αλλά και το «κόλληµα» που πρέπει να έχουν ο ένας µε τον άλλο!
Στην Πελοπόννησο, και ιδιαίτερα στην περιοχή της Καλαµάτας, η πεθερά προσφέρει δίπλες που φτιάχνει µόνη της, και µετά το γάµο τοποθετεί ένα µαντίλι στο κεφάλι των παιδιών αφού τους δώσει µαζί µία κουταλιά µέλι µε καρύδια. ∆ίπλες βέβαια δίνουν σχεδόν σε όλα τα µέρη της Πελοποννήσου, καθώς και το µέλι µε τα καρύδια.
Στην Κυπαρισσία η οικογένεια της νύφης φτιάχνει µαζί µε άλλα καλούδια και τη νυφική κουλούρα. Ζυµώνουν την παραδοσιακή ζύµη για ψωµί και µετά το στολίζουν µε πανέµορφα λουλουδάκια, πουλάκια, αστεράκια που κάνουν µε το ζυµαράκι και στη µέση τοποθετούν δύο όµορφα περιστέρια, δηλαδή τη νύφη µε τον γαµπρό. Την κουλούρα την κόβουν και την µοιράζουν µετά στο τραπέζι ή την κρατά το ζευγάρι για ενθύµιο.
Στα µέρη της Αιτωλοακαρνανίας η παράδοση θέλει να προσφέρονται την ηµέρα του γάµου κουραµπιέδες µαζί µε ένα ποτό.
Ας πάµε και µια βόλτα από το βουνό των Κενταύρων, το Πήλιο. Εδώ οι παραδόσεις γερά κρατούν, και µάλιστα για τη γαµήλια τελετή. Οι νοικοκυρές φροντίζουν το χρονικό διάστηµα που τα φρούτα είναι ώριµα να φτιάχνουν γλυκά του κουταλιού, σπιτικά χειροποίητα κεράσµατα και µαζί γλυκά νυφιάτικα για το γάµο ή τη βάφτιση ώστε να υπάρχουν όλο το χρόνο.
Στη Ζαγορά ο µπακλαβάς ήταν και εξακολουθεί να είναι το παραδοσιακό νυφιάτικο γλυκό, που αποτελεί αναπόσπαστο κοµµάτι του όλου τελετουργικού. ∆εν πρέπει να λείπει από κανένα γαµήλιο κέρασµα γιατί έχει ισχυρό συµβολισµό. Η γλυκιά γεύση και το λευκό του χρώµα συµβολίζουν τη γλυκιά αρχή του ζευγαριού αλλά και τη γλυκιά συνέχεια του βίου τους.
Τα σπιτικά κεράσµατα και τα νυφιάτικα γλυκά καλά κρατούν και στη Μυτιλήνη, όπου οι νοικοκυρές εκµεταλλεύονται τον καιρό των φρούτων για να κάνουν τα περίφηµα γλυκά του κουταλιού, επίσης για όλο το χρόνο. Όσο για το νυφιάτικο γλυκό, εκτός από τον µπακλαβά που και εδώ συνηθίζεται, ιδιαίτερη θέση έχουν τα περίφηµα αµυγδαλωτά της Λέσβου, που πολλοί θεωρούν ότι είναι τα καλύτερα της χώρας. Τα αµυγδαλωτά –τα «γεµάτα» ή και «προσπέσµατα» όπως λέγονται– είναι και γλυκά των αρραβώνων και προσφέρονται από τη νύφη στην πεθερά για να κεραστούν οι καλεσµένοι.
Στα ορεινά χωριά της Νάξου µαζί µε την µποµπονιέρα οι καλεσµένοι του γάµου παίρνουν και το ξεροτήγανο µε ένα ποτηράκι ρακή. Για να παρασκευαστούν τα ξεροτήγανα µαζεύονται συνήθως οι µεγαλύτερες γυναίκες του χωριού, µαζί και πιο νέες, γιατί χρειάζονται πολλά χέρια για να γίνουν. Συνήθως η διαδικασία αυτή γίνεται στο σπίτι της νύφης. Και εδώ, όταν φτάσουν οι νεόνυµφοι στο γλέντι, η µητέρα του γαµπρού τούς δίνει να φάνε µέλι για να έχουν γλυκιά ζωή.
Μέσα από τις αµέτρητες θρακιώτικες παραδόσεις του γάµου χαρακτηριστικό είναι το «κουλίκι», το τσουρέκι δηλαδή του γάµου που φτιάχνει ο πατέρας της νύφης. Οι φίλες της την σταυρώνουν µε φύλλα βασιλικού στο κεφάλι και στη συνέχεια γίνεται από τις ίδιες το σπάσιµο του «κουλικιού» στο κεφάλι της νύφης και το µοίρασµά του. Οι ελεύθερες παίρνουν ένα κοµµάτι και το βάζουν κάτω από το µαξιλάρι για να δουν στον ύπνο τους ποιον θα παντρευτούν!
Όσο για την Κρήτη, εδώ ο γάµος κρατά κάποια µερόνυχτα! Η ρακή ρέει ακατάπαυστα, τα ξεροτήγανα είναι στην πρώτη γραµµή, αλλά και το περίφηµο παγκοσµίως γαµοπίλαφο. Επίσης, µετά το τέλος του µυστηρίου, το ζευγάρι πηγαίνει στο σπίτι του γαµπρού, όπου η νύφη πριν µπει µέσα πρέπει να φάει το µελοκάρυδο που της προσφέρει η πεθερά. Στην Κρήτη καρύδια µε µέλι µοιράζουν και στους ανύπαντρους κατά την ώρα του µυστηρίου, στο «Ησαΐα χόρευε...».

Αµύγδαλο, µια ελληνική «συνήθεια»

Μελετώντας τα ήθη, τα έθιµα, την παράδοση και τους συµβολισµούς του γάµου στην πατρίδα µας, βλέπουµε ότι είναι άπειρα. Κάθε τόπος και µια ιστορία. Κάθε γωνιά και ένα ξάφνιασµα.

Μέσα στις γερές παραδόσεις σε ό,τι αφορά τα γλυκά και τα ποτά του ελληνικού γάµου συγκαταλέγεται –και ίσως πιάνει την πρώτη θέση– η περίφηµη σουµάδα, το πάλαι ποτέ σήµα κατατεθέν του γάµου που τείνει να γίνει αγαπηµένη συνήθεια και σήµερα. Η σουµάδα, το χαρακτηριστικό ποτό του γάµου και του αρραβώνα, έχει ιδιαίτερο συµβολισµό. Καταρχάς παρασκευάζεται από το αµύγδαλο, που είναι σύµβολο της γονιµότητας, συνδέεται δε άµεσα µε το γάµο και λόγω του λευκού του χρώµατος, επίσης σύµβολο της αγνότητας. ∆εν είναι τυχαίο ότι τα κουφέτα είναι φτιαγµένα από αµύγδαλο και ζάχαρη, για µια γλυκιά ζωή! Η σουµάδα (φτιάχνεται από αµυγδαλόγαλα), που πίνεται το χειµώνα ζεστή µε λίγη κανέλα και το καλοκαίρι δροσερή µε παγάκια, προσφέρει αυτό το υπέροχο άρωµα του αµυγδάλου. Είναι το σύµβολο του γάµου και της γιορτής σε πολλές περιοχές της Ελλάδας – από την Κρήτη έως τη Χίο, τη Σίφνο, την Άνδρο, τη Λευκάδα, τη Νίσυρο. Στη Χίο µάλιστα φτιάχνεται µε πικραµύγδαλα. Η καταγωγή της είναι µικρασιατική και στα Επτάνησα την προσφέρουν µαζί µε παξιµαδάκια κόλιαντρου.

Βλέπουµε λοιπόν ότι τα σκήπτρα στην παράδοση του γάµου στον τόπο µας κρατά το αµύγδαλο, γι’ αυτό και σε πάµπολλα µέρη τα αµυγδαλωτά είναι το γλυκό του γάµου.

Ο γάµος είναι θεσµός πολιτικός και θρησκευτικός, ως ένα από τα επτά µυστήρια της εκκλησίας µας. Συνδέστε τον µε όποια παράδοση θέλετε και χαρείτε τον όσο γίνεται περισσότερο!




   Πηγή: www.monmarriage.gr






 

Το παιχνίδι στις αλάνες και τα παιχνίδια που φτιάχναμε μόνοι μας

 


Ήταν μια εποχή όχι πολύ μακρινή, που τα παιδιά έπαιζαν στις αλάνες, στους δρόμους της γειτονιάς, χωματένιους ακόμα, αφού δεν είχε περάσει ακόμα ο οδοστρωτήρας της ανάπτυξης του πετρελαίου και της πίσσας, με παιχνίδια αυτοσχέδια, που είχαν τα περισσότερα τις ρίζες τους σε παρελθόντες αιώνες και έρχονταν στις παρέες μέσω της παράδοσης και της από γενεά σε γενεά μεταφοράς.

Τότε, το γέλιο ήταν ακόμα των παιδιών και οι φωνές δονούσαν τις ψυχές τους, χρωμάτιζαν τη γειτονιά και την αποσπερίδα των μεγάλων. Και το Σαββατοκύριακο που δεν είχε σχολείο, το σύμπαν όλο έβαζε τα γιορτινά του.

 

Ακόμα και οι άγγελοι, έστελναν τα αγαθά δαιμόνια της υπαίθρου, να παίρνουν κι αυτά μέρος στη γιορτή. Κυκλοφορούσαν ακόμα τότε οι νεράιδες κοντά στα ρυάκια και τις στέρνες με το νερό, τα ξωτικά και οι καλικάτζαροι που πείραζαν τα παιδιά, αλλά κι αυτά τους σκάρωναν του κόσμου τις λαχτάρες. Τα χωριά αλλά και οι πόλεις, έδιναν την εντύπωση μιας χώρα μαγικής κι αλαφροΐσκιωτης.

 

Κάποτε ο διάβολος λέγεται ότι ζήλεψε αυτή την ευτυχία και κατέβηκε στη γη να τους χαλάσει το παιχνίδι, μεταμορφωμένος σε γάιδαρο. Πρίν προλάβει όμως να κάνει κακό στα παιδιά, αυτά με μιάς μόλις τον αντίκρισαν, σκαρφάλωσαν στην πλάτη του να πάνε βόλτα. Δεν χώραγαν όμως όλα πάνω του, οπότε αυτά που δεν είχαν ανέβει, πήραν από το δάσος ένα μεγάλο δαυλό, τον έχωσαν στον πισινό του και χώρεσαν να καθίσουν κι αυτά που περίσσευαν. Οπότε με φωνές, γέλια και χτυπήματα στο ζώο, έκαναν τη βόλτα τους. Απογοητευμένος και ηττημένος ο διάβολος, έδωσε μια και εξαφανίστηκε, φωνάζοντας αγανακτισμένος –Εσείς είστε χειρότερα από μένα. Κι από τότε δε ξανατόλμησε να τα ενοχλήσει. Κι αυτά, συνέχιζαν να παίζουν και να δημιουργούν ευτυχισμένα στις αλάνες τους με τα δικά τους παιχνίδια και την παρέα των ξωτικών.

 

Ήταν παιχνίδια που όχι μόνο διασκέδαζαν, αλλά προωθούσαν την ευγενή άμιλλα, την ευστροφία του νου και την εφευρετικότητα, το ομαδικό πνεύμα αλλά και την ατομική εξιδανίκευση.

 

Είχαμε δυο βασικές κατηγορίες παιχνιδιών.

Στη μια κατηγορία συναντάμε παιχνίδια όπως το κυνηγητό, το κρυφτό και τόσα άλλα, δεν είχαν καν πραγματικό αντικείμενο στο παιχνίδι, αλλά στηριζόταν σε ένα σενάριο ομαδικής δράσης και διασκέδασης, πάντα με νικητές και ηττημένους.

Στην άλλη, υπήρχαν τα παιχνίδια που απαιτούσαν την ύπαρξη αντικειμένου, από το οποίο έπαιρναν και το όνομα τους, όπως οι βόλοι, το ξυλίκι-καμάκι, η σβούρα, η φακαρόλα κλπ.

 

Δεν ήταν όμως προϊόντα αγοράς του αντικειμένου του παιδικού πόθου, αλλά παιχνίδια κατασκευασμένα με αγάπη και περίσσια τις περισσότερες φορές καλλιτεχνική φροντίδα, που πήγαζε μέσα από την ανάγκη και την ανέχεια, φροντισμένα  με την εμπιστοσύνη της προσωπικής δημιουργικής ικανότητας.

Το παιδί, κατασκεύαζε το ίδιο το παιχνίδι του, από υλικά που έπαιρνε από τη φύση (ταύτιση με τη φύση), ή από άχρηστα αντικείμενα που έπαιρνε από το σπίτι (πρώτη εφαρμογή της ανακύκλωσης), δίνοντας του την προσωπική του ταυτότητα και δεν το αγόραζε έτοιμο, από κάποιο κατάστημα, εισαγόμενο από πολυεθνικές μαζικής παραγωγής.

 

Ήταν φυσικό λοιπόν, να το αγαπήσει και να το ταυτίσει με τη δική του προσωπική κουλτούρα που κι αυτή ήταν ενταγμένη στους αξιακούς κώδικες χιλιετηρίδων, που έρχονταν στον δικό του μικρόκοσμο μέσα από τη λαική παράδοση.

Τα ομαδικά παιχνίδια ήταν συνήθως τα παιχνίδια σεναρίου, που διακρινόταν για το πνεύμα συνεργασίας και την υπακοή σε κανόνες. Ήταν και τα αγαπημένα παιχνίδια της παρέας στις αλάνες και το χωματόδρομο, στις σχολικές αυλές και τα πάρκα.

 

Ξεχωριστή θέση είχε ανάμεσα τους το κρυφτό.

Αφού κλήρωναν κατά κάποιο τρόπο με το «α μπε μπα μπλομ» ποιος θα έμενε «μάνα», οι υπόλοιποι έτρεχαν να κρυφτούν δεξιά αριστερά, όση ώρα η μάνα μέτραγε με κλειστά τα μάτια κολλημένος σε ένα στύλο ή τοίχο, μέχρι τον αριθμό που είχαν από κοινού συμφωνήσει. Όποιον κατάφερνε να βρεί, αυτός έχανε εκτός αν έτρεχε πρώτος στο σημείο που μέτραγε, τη θέση της «μάνας», να «φτύσει» με το χαρακτηριστικό «φτου». Οι χαμένοι, κλήρωναν μεταξύ τους για το ποιος θα είναι ο επόμενος που θα καθίσει «μάνα».

 

Το κυνηγητό

Δεύτερο αν όχι πρώτο στις προτιμήσεις της παρέας, παιζόταν είτε ανάμεσα σε δύο παιδιά, είτε ομαδικά. Με έναν, να κυνηγάει να πιάσει κάποιον από την υπόλοιπη παρέα. Όποιος πιανόταν, ήταν ο επόμενος κυνηγός. Τα περισσότερα από τα ομαδικά αυτά παιχνίδια, τα συναντάμε όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις περισσότερες ευρωπαικές χώρες.

 

Η τυφλόμυγα

Παίζεται από τρία τέσσερα παιδιά και πάνω. Στην αρχή «τα βγάζουν», με το «άκατα μακατα κουτουσου μπε. Άμπερ φάμπερ βγέ!» για να  δούνε ποιος θα τα φυλάει. Αυτός κλείνει τα μάτια του με ένα μαντήλι . Την ώρα που τα έχει  κλειστά τα παιδιά ανακατεύονται και τον πειράζουν. Όποιο παιδί πιάσει, πρέπει να βρει πως το λένε δηλαδή ποιο είναι. Αν το αναγνωρίσει τότε αυτό το παιδί κάνει τη τυφλόμυγα. Και έτσι αυτό συνεχίζεται.

 

Στο μπίζζζζ!!!

Μαζεύονται τα παιδιά και αποφασίζουν ποιος θα τα «φυλάει». Αυτός λοιπόν κάθεται σ’ ένα  σκαμνί ή στέκει σκυφτός και βάζει το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του μασχάλη,  κρατώντας την παλάμη ανοιχτή προς τα επάνω, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατάει κλειστά  τα μάτια του. Οι άλλοι παίκτες στέκονται προς τ’ αριστερά του και ένας απ’ αυτούς τον πλησιάζει, του  χτυπάει την ανοιχτή παλάμη και ύστερα απομακρύνεται μαζί με τους άλλους. Όλοι χοροπηδούν  γύρω του και στρυφογυρίζουν το δάχτυλο τους φωνάζοντας «Μπιζζ!» όπως κάνει η μέλισσα. Αυτός που τα φυλάει πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Αν τον ανακαλύψει, τότε αυτός  παίρνει τη θέση του αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο.

 

Αλάτι χονδρό-Αλάτι ψιλό

Το παιχνίδι αυτό παίζεται από πολλά παιδιά που συγκεντρώνονται και βγάζουν με κλήρο τη  «μάνα». ΄Υστερα κάνουν όλα μαζί ένα κύκλο και κάθονται κάτω σταυροπόδι με τα χέρια πίσω,  με τις παλάμες ανοιχτές. Η μάνα στέκεται έξω από τον κύκλο και βαστάει ένα μαντήλι. Κάνει μια βόλτα γύρω από τον  κύκλο τραγουδώντας:

Αλάτι ψιλό, αλάτι χονδρό,
έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω
παπούτσια δεν μου πήρε να πάω στο χορό

Την ώρα που τραγουδάει γύρω από τον κύκλο, πετάει το μαντίλι πίσω από ένα παιδί και  συνεχίζει μέχρι να καταλάβουν ότι δεν κρατάει πια το μαντήλι. Το παιδί που πήρε το μαντήλι, σηκώνεται και αρχίζει να κυνηγάει τη μάνα. ΄Οταν την πιάσει η μάνα κάθεται στη θέση του μαζί με τα άλλα παιδιά. Το παιδί που πήρε το μαντήλι γίνεται μάνα και αρχίζει να κυνηγάει. Το παιχνίδι συνεχίζεται έτσι  μέχρι να το βαρεθούν.

 

Περνά, περνά η μέλισσα

Αυτό το παιχνίδι είναι ένα παλιό και παραδοσιακό παιχνίδι. Συγκεντρώνονται τουλάχιστον έξι παιδιά και δύο χτυπούν παλαμάκια και τραγουδούν.

Πέρνα πέρνα μέλισσα με τα μελισσάκια σου
Και με τα παιδάκια σου

Τα υπόλοιπα παιρνούν κάτω απ’ τα χέρια τους και όποιον πιάσουν το βάζουν και επιλέγει με ποιανού το μέρος θα πάει. Τελικά όταν μαζευτούν όλα τα παιδιά τραβάνε τους άλλους και όποιοι δεν πέσουν κάτω είναι οι νικητές.

Αυτό το παιχνίδι το παίζουν πολλά παιδιά (6-7 χρονών), από όλο τον κόσμο.

 

Η κολοκυθιά

Το παιχνίδι αυτό παίζεται με 3 παίκτες και πάνω. Κάθε παίκτης έχει από έναν αριθμό. Για παράδειγμα : Ο Γιώργος έχει το 1, η Σοφία το 2, ο Μιχάλης το 3, η Μαρία το 4 και ο Παντελής  το 5. Το παιχνίδι αρχίζει. Ο Γιώργος λέει : ‘Εχω μια κολοκυθιά που έχει 3 κολοκύθια. Τότε ο  Μιχάλης πρέπει να πει : Και γιατί να έχει 3 κολοκύθια ; Ο Γιώργος ρωτάει : Και πόσο κολοκύθια  να έχει ; Ο Μιχάλης του απαντάει : Να έχει 2 κολοκύθια. ‘Ετσι πρέπει να μιλήσει η Σοφία. Αυτό  γίνεται ώσπου να μπερδευτεί κάποιος και να πει κάτι άλλο. Τότε τ’ άλλα παιδιά αποφασίζουν τι  να κάνει. Για παράδειγμα πρέπει να πει ένα ποίημα.

Συχνά ακούμε τη φράση : Μα καλά, την κολοκυθιά θα παίξουμε ; Αυτό το λέμε όταν κάποιοι  διαφωνούν και ρίχνει ο ένας στον άλλο την ευθύνη.

 

Μια άλλη παραλλαγή της κολοκυθιάς, είναι το παρακάτω.

Παίζεται και με τρεις, αλλά και  περισσότερους παίχτες. Το κάθε παιδί παίρνει ένα νούμερο. Μετά το παιδί που έχει το νούμερο  (ένα), αρχίζει λέγοντας :

» Στου παππού το περιβόλι, που το αγαπούμε όλοι, είναι μια  κολοκυθιά, πλάι-πλάι στη ροδιά. Κάνει πέντε κολοκύθια στρογγυλά, μα την αλήθεια θα τα  δώσει ο παππούς μποναμά της αλεπούς. Δυο θα δέσει στην ουρά της κι όλα τα άλλα στα παιδιά  της». ‘Επειτα ρωτάει : » Ποιος θα πάει στην αλεπού ; » » Ποιός θα της πάει τα κολοκύθια ; » Αργότερα το ίδιο παιδί λέει » να πάει το …» και το παιδί που έχει αυτό το νούμερο λέει » γιατί  να πάει το …; Να πάει το …» κ.λ.π. ‘Οποιο παιδί απαντήσει χωρίς να είναι το νούμερό του,  χάνει και παίρνει παρατσούκλι ή κάνει κάτι που του έχει ορίσει η παρέα.

 

Το δαχτυλίδι

Στήνονται τα παιδιά σε σειρά. Κάποιο από τα παιδιά κρύβει στα χέρια του ένα δαχτυλίδι, ψεύτικο ή αληθινό. Έπειτα προσπαθεί να αφήσει στα χέρια κάποιου από τα παιδιά που είναι  στη σειρά το δαχτυλίδι, λέγοντας το τραγουδάκι:

Πουν’ το, πουν’ το
το δαχτυλίδι,
ψάξε, ψάξε
δεν θα το βρεις!
δεν θα το βρεις,
δεν θα το βρεις,
το δαχτυλίδι που ζητείς.

Το κάθενα από τα παιδιά έχει μια ευκαιρία να μαντέψει ποιος έχει το δαχτυλίδι. Όποιος  μαντέψει σωστά παίρνει το δαχτυλίδι και το ρίχνει στο επόμενο παιδί. Το παιχνίδι συνεχίζεται  με τον ίδιο τρόπο.

 

Η μικρή Ελένη

Ξεκινά, αφού οριστεί ποιος θα κάνει την Ελένη, με το «Ανέβηκα στην πιπεριά να κόψω ένα πιπέρι Κι η πιπερια τσακίστηκε και μούκοψε το χέρι» Η μικρή Ελένη κάθεται στο κέντρο του κύκλου, ενώ η υπόλοιπη παρέα χορεύει γύρω γύρω και τραγουδά.

«Η μικρή Ελένη, κάθεται και κλαίει
Γιατί δεν τηνε παίζουνε, οι φιλενάδες της
Σήκω Ελένη, τα μάτια κλείσε κι αποχερέτησε !»

Τότε σηκώνεται η μικρή Ελένη και με τα μάτια κλειστά, απλώνει τα χέρια προσπαθώντας να πιάσει ένα από τα παιδιά αλλά και να το αναγνωρίσει.
Αν το πετύχει, παίρνει αυτό τη θέση της, αλλιώς συνεχίζει και στον επόμενο γύρο.

 

Στο γύρω γύρω όλοι και στη μέση ο Μανώλης

Το μόνο που χρειάζεται, είναι ένα σκαμνί. Ελλείψει βέβαια σκαμνιού, βάζαμε ακόμα και κλούβα από τα πορτοκάλια. Πρώτα με το τραγουδάκι
«έχω ένα αυτοκίνητο, που όλο τρέχει τρέχει
και που θα σταματήσει;
-Στη Γαλλία.
-Και τι χρώμα θα ζητήσει;
-Πράσινο.
Έχεις πάνω σου πράσινο;»

Ορίζεται ποιος θα κάνει το Μανώλη. Ορίζουν και ποιος θα του τραβήξει το σκαμνί, για να μην μπερδευτούν μεταξύ τους.

Αμέσως αρχίζει ο χορός και το πείραγμα, ενώ ο Μανώλης, στέκεται όρθιος δίπλα στο σκαμνί. Και τραγουδούν τα παιδιά

«Γύρω γύρω όλοι, στη μέση ο Μανώλης,
χέρια πόδια στη γραμμή κι όλοι κάθονται στη γη
κι ο Μανώλης στο σκαμνί»

Μόλις τελειώσει το τραγούδι, όλοι κάθονται με μιας, στις φτέρνες τους. Ο Μανώλης ωστόσο, προσπαθεί να εντοπίσει το παιδί που θα του τραβήξει το σκαμνί, για να το προλάβει και να καθίσει κι αυτός. Αν το καταφέρει και καθίσει, τότε τη θέση του παίρνει αυτός που θα του το τραβούσε. Αλλιώς, αν πέσει κάτω αφού θα του έχει τραβήξει το σκαμνί το άλλο παιδί, ξαναπαίρνει τη θέση του.

 

Η μακριά γαϊδούρα

Παίζεται απο δύο ομάδες και μια «μάνα», που είναι ο αρχηγός και διαιτητής του παιχνιδιού. Η «μάνα» στέκεται όρθια με την πλάτη στηριγμένη στον τοίχο. Ο πρώτος παίχτης της μιας ομάδας σκύβει, χωρίς να λυγίσει τα πόδια του, και πιάνεται από τη μέση της «μάνας». Κατά τον ίδιο τρόπο σκύβει και πιάνεται από τη μέση του πρώτου ο δεύτερος, απο τη μέση του δεύτερου 5 ο τρίτος, κ.ο.κ.

Τα παιδιά της άλλης ομάδας πηδούν με τη σειρά πάνω στις ράχες των παιδιών της πρώτης ομάδας και ο αρχηγός τους απαγγέλλει κάποιους στίχους, δείχνοντας με τα δάκτυλά του έναν αριθμό που πρέπει να τον μαντέψει εκείνος που το κρατάει στην πλάτη του. Αν δεν τον μαντέψει, το παιχνίδι επαναλαμβάνεται κατά τον ίδιο τρόπο, αλλιώς οι δύο ομάδες αλλάζουν ρόλους.

 

Δεν περνας κυρα Μαρία

Τα παιδιά σχηματίζουν έναν κύκλο καιπιάνονται από το χέρι. Με λάχνισμα επιλέγεται ένα παιδί που στέκεται στη μέση. Είναι η κυρά Μαρία! Αρχίζουν να γυρίζουν περπατώντας γύρω γύρω και να τραγουδούν ενώ η…κυρα Μαρία προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους. Τότε λαμβάνει χώρα ο παρακάτω τραγουδιστός διάλογος:

ΠΑΙΔΙΑ:Που θα πας κυρα-Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς,
Που θα πας κυρα-Μαρία, δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, δεν περνώ.
Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, δεν περνώ
Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Θα τις δώσω της καλής μου δεν περνώ, δεν περνώ
Θα τις δώσω της καλής μου δεν περνώ, περνώ!
ΠΑΙΔΙΑ: Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, δεν περνάς
Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, περνάς!
ΜΑΡΙΑ: Η καλή μου είν’ η π.χ. Μάρθα, δεν περνώ, δεν περνώ
Η καλή μου είν’ η π.χ. Μάρθα, δεν περνώ, περνώ!

Όταν το παιδί που είπε η κυρά Μαρία ακούσει το όνομά του, αλλάζουν ρόλους και γίνεται αυτό η κυρά Μαρία. Το παιχνίδι εξακολουθεί έτσι!

 

Ένα λεπτό κρεμμύδι

Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες και στέκονται αντικριστά σε απόσταση περίπου 7-8 μέτρων. Τα παιδιά στέκονται δίπλα το ένα στο άλλο και πιάνονται από τα χέρια. Κατόπιν ακολουθεί ο παρακάτω τραγουδιστός διάλογος (κάθε φορά που μια ομάδα μιλάει προχωρά προς το μέρος της άλλης ενώ όταν τελειώνει οπισθοχωρεί και το ίδιο κάνει η άλλη που είναι η σειρά της να μιλήσει:

Α: Ένα λεπτό κρεμμύδι, γκέο βαγκέο,
ένα λεπτό κρεμμύδι, φράνσε βαγκέο!
Β: Τι να το κάνω το λεπτό, γκέο βαγκέο,
τι να το κάνω το λεπτό, φράνσε βαγκέο!
Α: Μ’ αυτό το ένα το λεπτό παντρεύουμε τη Νίτσα
Β: Και ποιόν θα της εδώσετε, γκέο βαγκέο
Και ποιόν θα της εδώσετε, φράνσε βαγκέο
Α: Της δίνουμε έναν κυνηγό, γκέο βαγκέο
Της δίνουμε έναν κυνηγό, φράνσε βαγκέο
Β: Αυτόνε δεν τον θέλουμε, γκέο βαγκέο
Αυτόνε δεν τον θέλουμε, φράνσε βαγκέο
Α: Της δίνουμε έναν…
(προτείνουν διάφορους γαμπρούς της αρεσκείας τους και οι της Β ομάδας του απορρίπτουν όλους με τον ίδιο τρόπο)
Β: Αυτόν δεν τον εθέλουμε, γκέο βαγκέο
Αυτόν δεν τον εθέλουμε, φράνσε βαγκέο

Ώσπου:

Α: Της δίνουμε το βασιλιά, γκέο βαγκέο
Της δίνουμε το βασιλιά, φράνσε βαγκέο
Β: Αυτόνε τον εθέλουμε, γκέο βαγκέο
Αυτόνε τον εθέλουμε, φράνσε βαγκέο.
Τοιμάστε τα προικιά της και τα μαλάματά της
και τα μαχαιροπήρουνα, τα χρυσοκούταλά της
.

Το κορίτσι που έχει επιλεγεί να κάνει τη «Νίτσα» πηγαίνει απέναντι. Και ξεκινά το τελευταίο κομμάτι του διαλόγου με τον ίδιο τρόπο:

Α: Σας πήραμε, σας πήραμε μια όμορφη κοπέλα
Β: Μας πήρατε, μας πήρατε μια παλιοκατσιβέλα
Α: Σας πήραμε, σας πήραμε φλουρί κωσταντινάτο!
Β: Μας πήρατε, μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο!

 

 

Πηγή: ellas2.wordpress.com





Οκτώβριος ….O μήνας των Χρωμάτων 

 


της Ελένης Μπετεινάκη

Κι ήρθανε τα πρωτοβρόχια και τα πρώτα κρύα κι «αυγατίσανε» οι δουλειές. Δουλειές που δίνουν ζωή αφού ο Οκτώβρης είναι ο μήνας της σποράς, του οργώματος, των χρυσανθέμων των χειμαδιών και ο προάγγελος του χειμώνα. Φτωχός σε φρούτα, λαχανικά και άλλα κηπευτικά μα πλούσιος γιατί κρύβει μέσα του τη ζωή, σκεπάζει και «κοιμίζει »τον σπόρο που θα γιομίσει τη γη με νέα βλαστάρια την Άνοιξη.

Τον αποκαλούν με πολλά ονόματα  Αϊ- Δημητριάτη, Bροχάρη, Σποριάτη, Σποριά, Σπαρτό , Μπρουμάρη, Σκοτεινό, Ομιχλώδη. Η γη γεμίζει φύλλα. Κυκλάμινα και  χρυσάνθεμα έχουν την τιμητική τους .Μήνας αφιερωμένος στο όργωμα και τη σπορά, λόγω των βροχών του και της πιο μεγάλης και σπουδαίας εργασίας των γεωργών. Αν και η προετοιμασία του σπόρου αρχίζει με τη γιορτή του Τιμίου Σταυρού στις 14 του Σεπτέμβρη, τον Οκτώβρη θεωρούμε «πατέρα» του κι ας φτάνει μέχρι και τα Χριστούγεννα που οριοθετείται το τέλος της. Σε μια χώρα με χιλιάδες παραδόσεις και έθιμα ήταν αδύνατον να μην δημιουργηθούν χίλιες δυο ακόμα δοξασίες , μαντέματα και μαγικά μηνύματα για να δυναμωθεί ο σπόρος που θα πέσει στη γη για το πιο σημαντικό πράγμα της επιβίωσης των οικογενειών .

Πως κατάφερναν όμως να έχουν την τύχη με το μέρος  τους τις παλιότερες εποχές ; Με δύο τρόπους. Ο πρώτος ήταν με την προσφορά δώρου στα «θεία» , η «θεραπεία » όπως έλεγαν μέσω σεβασμού , κατάνυξης και προσευχής . Ο δεύτερος ήταν ο «μαγικός». Με μαγικές πράξεις , συνήθως παράλογες αλλά για όσους πίστευαν σ΄ αυτές απόλυτα λογικές. Τον Οκτώβρη έχουν ήδη ξεκινήσει τα πρωτοβρόχια .Αν δεν ποτιστεί η γη, η σπορά δεν μπορεί να ξεκινήσει κι αν  για κάποιους λόγους η βροχή αργεί τότε άρχιζαν τα κατά τόπους έθιμα που σκοπό  είχαν να εξαναγκάσουν τα « θεία » σε βοήθεια . Το πιο διαδεδομένο έθιμο ήταν αυτό της Περπερούνας που  πιο πολύ το επικαλούνταν την Άνοιξη αλλά αν υπήρχε ανάγκη γινόταν και το φθινόπωρο:

« Ένα κοριτσάκι οκτώ – δέκα χρονών συνήθως φτωχό και ορφανό  το στόλιζαν τα άλλα κορίτσια με λουλούδια και πρασινάδα, έτσι ώστε σαν κι αυτό να πρασινίσουν οι κάμποι. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούσαν ένα παραδοσιακό τραγούδι και κάθε νοικοκυρά έβγαινε από το σπίτι της μ΄ ένα κανάτι και έχυνε πάνω στο κεφάλι της Περπερούνας νερό λέγοντας την ευχή – Καλή βροχή να δώσει ο θεός , όπως βρέχω κι εγώ την Περπερούνα . Στο τέλος έδινε η νοικοκυρά στο κοριτσάκι ένα νόμισμα ή ότι άλλο είχε,  για το καλό ».

Άλλο έθιμο ήταν εκείνο της χελώνας. Αν δηλαδή ο γεωργός σε περίοδο ανομβρίας έβρισκε στο δρόμο του μια χελώνα , τη γύριζε ανάσκελα και έβαζε πάνω στην κοιλιά της ένα μεγάλο σβόλο από χώμα. Η χελώνα αν δεν έβρεχε δεν θα μπορούσε να σηκωθεί μ΄αυτό το βάρος πάνω της και για αυτό θα έπρεπε κι εκείνη να παρακαλέσει τον Θεό για βροχή. Σ΄ άλλα μέρη της Ελλάδας σκότωναν φίδια και τα έβαζαν ανάσκελα στα τρίστρατα ή τα κρεμούσαν στα δέντρα για να προσελκύσουν τα αρπαχτικά πουλιά που όταν πετούσαν χαμηλά σήμαινε πως έρχεται βροχή.

‘Έθιμα που σπάνια συναντάμε πια είναι και αυτά της προετοιμασίας του σπόρου. Ο πρώτος σπόρος του σταριού παρασκευαζόταν με μεγάλη επιμέλεια. Τον τοποθετούσαν σε ένα σάκο μαζί με βασιλικό, ρόδι, σκόρδο κι ένα ασημένιο νόμισμα ή δακτυλίδι. Ο βασιλικός χρησίμευε για να γίνουν το ίδιο πράσινα τα στάρια .Το ρόδι συμβόλιζε την ευφορία για να είναι  γεμάτο το σπίτι όλο το χρόνο, το σκόρδο ήταν για το κακό μάτι και το ασήμι έδειχνε την εξασφάλιση της καλής ποιότητας της σοδειάς. Όλα αυτά μαζί με λίγο σπόρο δένονταν σε ένα μικρό σποροσάκουλο με μια κόκκινη μεταξένια κλωστή και φυλάσσονταν σε ένα μέρος του σπιτιού μέχρι και το τέλος της σποράς. Η πρώτη μέρα που θα βγαίνε ο σπόρος από το σπίτι ήταν εξαιρετικής σημασίας. Δεν έδιναν ούτε  έπαιρναν χρήματα, δεν δάνειζαν ψωμί, αλεύρι ,αλάτι και φωτιά , πράγματα που έκλειναν μέσα τους τη δύναμη του σπιτιού. Οι νοικοκυρές το βράδυ έκαναν  πίτες με σπανάκι, λάχανο και άλλα χόρτα και σαν την  έβαζαν στο τραπέζι να την φάει όλη η οικογένεια εύχονταν « να φυτρώσουν γρήγορα τα στάχυα και να πρασινίσουν όπως τα χόρτα της πίτας.

Η μέρα που ξεκινούσε η σπορά έπρεπε να είναι Δευτέρα ή Τετάρτη ποτέ Τρίτη. Η σημαδιακή φράση που έλεγε ο γεωργός ήταν: « Ώρα καλή μας και καλά μπερεκέτια! », δηλαδή να ‘ χουμε πλούσια σοδειά!

Αν η αρχή στο χωράφι γινόταν από κορίτσι ανύπανδρο έπρεπε να πει : «Μονάχη μου το σπέρνω και μ΄ άλλον θα το θερίσω (δηλ. θα παντρευτώ)». Δεν μπορούσε κάθε άνθρωπος να είναι ο Σπορέας .Χρειαζόταν τέχνη για να μην σκορπιστεί ο σπόρος αραιά ή πυκνά και σαν τέλειωνε την πρώτη του γύρα να ζέχνει τα βόδια για να « κάμει » το χωράφι. Όργωνε και έσπερνε τουλάχιστον 2 – 3 φορές έτσι ώστε ο πολύτιμος σπόρος να πάει παντού.

Επιστρέφοντας στο εορταστικό καλαντάρι ξεχωρίζουν οι γιορτές του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου στις 3 του μήνα, πολιούχος Άγιος των Αθηνών και του Αγίου Ιερόθεου στις 4. Του Αγίου Λουκά στις 18 που έχει σαν σύμβολό του το ήρεμο βόδι. Για τον Άγιο  η παράδοση θέλει να έχει ζωγραφίσει την μορφή της Παναγιάς και μάλιστα Βρεφοκρατούσας με την παλιά τεχνική του κεριού σε τρείς εικόνες.  Λένε πως τη μία την παρέδωσε στην ίδια κι εκείνη ευχαριστήθηκε και τις  ευλόγησε κι έγιναν θαυματουργές. Μάλιστα του αποδίδουν πως πρώτος αυτός απεικόνισε του Αποστόλους. Η λαογραφία θέλει τούτη τη μέρα να θεωρείται ορόσημο για τη σπορά των κουκιών, όχι όμως την ημέρα της γιορτής του που θεωρείται αργία, αλλά την παραμονή ή την επομένη. Ο μύθος λέει πως κάποτε  ένας γεωργός που πήγε  να σπείρει καλαμπόκια την μέρα του Αγίου Λουκά έπιασε μια νεροποντή και όλη η σοδειά χάθηκε. Από τότε λένε πως είναι ο άγιος που « πνίγει τα καλαμπόκια». Τέλος οι γεωργοί μας πιστεύουν πως από τούτη τη μέρα ξεκινά το « μικρό καλοκαιράκι » και η γη θα στεγνώσει τόσο όσο χρειάζεται για τις επόμενες μέρες η σπορά τους. Στις 20 του μήνα είναι η γιορτή του Αγίου Γερασίμου που λατρεύεται στην Κεφαλονιά και φτάνουμε στην  πιο μεγάλη γιορτή του Αγίου Δημητρίου στις 26. Γιορτή που συνδέεται με την πόλη της Θεσσαλονίκης μιας και ο Άγιος Δημήτριος ήταν γέννημα, θρέμμα της συμπρωτεύουσας.

Την μέρα αυτή ανοίγονται συνήθως τα νέα κρασιά. Καλούν ένα παπά, σ΄ όλους τους αναπαραγωγικούς τόπους , να αγιάσει τα βαρέλια και αφού ευχηθεί, να δοκιμάσει πρώτος το νέο κρασί. Η μέρα αυτή είναι επίσης ορόσημο και για τους κτηνοτρόφους. Λίγο πριν και λίγο μετά ο καιρός φτιάχνει λίγο και έχει μείνει στην συνείδηση του λαού το «μικρό καλοκαιράκι του Αι Δημήτρη». Συμπίπτει με το διάστημα που χρειάζονταν οι τσομπάνηδες για να κατεβάσουν τα κοπάδια τους στα χειμαδιά . Η σημασία της γιορτής τονίζεται στο ότι η παρουσία ενός Αγίου , νέου και αξιόλογου που περπατά καβάλα σε άλογο τους έδινε την ευκαιρία να ορίσουν τη γιορτή του σαν χρονολογία ξεκινήματος , εξασφαλίζοντας θάρρος και εμπιστοσύνη για το δρόμο τους. Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με μιαν άλλη γιορτή ορόσημο κι αυτή του Αγίου Γεωργίου στις 23 του Απρίλη που τα ζώα οδηγούνται ξανά πάνω στα βουνά με ένα άλλο καβαλάρη Άγιο εξίσου νέο και αξιόλογο. Ορόσημο μέρα και για τους ταξιδεμένους , τους ναυτικούς  που επιστρέφουν στο σπίτι τους για να περάσουν το χειμώνα.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι ελληνικές οικογένειες που εξέλεγαν τους Δημογέροντες λογάριαζαν κι αυτοί τα εξάμηνα τους με τις γιορτές του Αι  Δημήτρη και Αι Γιωργιού .Με τη διαφορά αυτή των εξαμήνων έβαζαν τους ραγιάδες να πληρώνουν τους φόρους  τους και όριζαν σαν ελεύθερο χρόνο ναυσιπλοΐας τις δύο αυτές γιορτές .

Την μέρα του Αϊ Δημήτρη γιόρταζαν και οι Συντεχνίες , ιδιαίτερα οι οικοδόμοι, οι ασβεστάδες, οι σοβατζήδες, οι ξυλουργοί, οι κεραμιδάδες, οι σιδεράδες  και οι κλειδαράδες που επισφράγιζαν την καλοκαιρινή εργασία με τα κέρδη τους ή την πρωτογιόρταζαν όσοι άρχιζαν τώρα την χειμωνιάτικη εμπορική τους δράση όπως οι μπακάληδες, οι δερματέμποροι, οι παπουτσήδες, οι υφασματέμποροι και οι ταβερνιάρηδες.

Τέλος τούτος ο μήνας είναι ο μήνας των χρυσανθέμων. Ανθίζουν κάθε χρόνο τον Οκτώβρη εκεί γύρω στη  γιορτή του Αϊ Δημήτρη και για αυτό τα λένε και αγιοδημητριάτικα και τα συναντάμε σε πάνω από 180 ποικιλίες. Είναι το λουλούδι  του φθινοπώρου, τα άνθη του χρυσού και  καλλιεργούνται εδώ και χιλιάδες χρόνια στην μακρινή Ανατολή που θεωρείται πατρίδα τους.

Στη χώρα μας τα συναντάμε παντού ακόμα και στην ύπαιθρο σαν αυτοφυές φυτό και μάλιστα οι Κρητικοί τρώνε τους τρυφερούς του βλαστούς με λαδόξυδο ενώ τα άνθη τους τα χρησιμοποιούν για να διώχνουν τους ψύλλους και να βάφουν με ωραίο κίτρινο χρώμα τα βαμβακερά τους ρούχα. Το κρητικό χρυσάνθεμο του Οκτώβρη έχει ένα ακόμη συμβολισμό. Με το μάδημα του μικροί  και μεγάλοι  όπως το  «σ΄αγαπώ – μ΄ αγαπάς » της μαργαρίτας ψάχνουν το σκοτεινό υπαρξιακό ερώτημα:  Κόλαση ή παράδεισος;

“…Mια φορά κι ένα καιρό, Οκτώβρης ήταν, σε μια χώρα μακρινή,  Κίνα τ΄όνομα της, ζούσε ένας δράκος που όλοι τρέμανε στην θωριά του. Ήταν πελώριος με γαμψά νύχια στα πόδια με μακριά ουρά γεμάτη αγκάθια με  βλοσυρό βλέμμα στα κατακόκκινα μάτια του. Όταν θύμωνε μιλούσε με βροντερή ανθρώπινη λαλιά. Κανείς ποτέ δεν είχε γλυτώσει απ΄  τα νύχια του αν έπεφτε στο δρόμο του. Μια μέρα μια όμορφη κοπέλα έφτασε κοντά στα μέρη του , έψαχνε το δρόμο για τη σπηλιά του. Το φοβερό τέρας κρατούσε αιχμάλωτο τον αγαπημένο της. Εκείνη δεν φοβόταν όσα κι αν της είπαν. Σαν συναντήθηκαν της είπε πως θα τον άφηνε ελεύθερο μόνο αν εκείνη του έφερνε ένα χρυσάνθεμο με εκατό πέταλα.

Μέρες  και νύχτες η κοπέλα γύριζε κάμπους και βουνά δάση και ρεματιές ψάχνοντας να βρει το χρυσάνθεμο που της ζητούσε ο δράκος. Οι σοφοί λέγανε πως τέτοιο λουλούδι δεν υπάρχει. Τότε , έκοψε ένα χρυσάνθεμο , έβγαλε μια βελόνα από κείνες που κρατούσαν  τα μαλλιά της κι άρχισε με ατέλειωτη υπομονή να χαράζει τα πέταλα του λουλουδιού. Δούλεψε χωρίς να σταματήσει λεπτό, όταν τα χώρισε σε εκατό , έτρεξε στη σπηλιά του δράκου και του το δώσε. Ο δράκος τα μέτρησε και τα βρήκε σωστά. Άφησε τότε το παλικάρι ελεύθερο κι ο ίδιος πήρε το λουλούδι του και χάθηκε για πάντα στα βάθη της σπηλιάς. Το ζευγάρι ευτυχισμένο γύρισε στο σπίτι του κι από τότε λένε πως τα χρυσάνθεμα ανθίζουν με πάρα πολλά πέταλα και κάθε Οκτώβρη…”

 

ΠΗΓΕΣ : «Τα φθινοπωρινά», Λουκάτος  Δ. , Αθήνα 1995

«Ελληνικαί  εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας », Μέγας Γ.Α. Αθήνα 1956



Ο παγοπώλης της γειτονιάς, οι παγοκολόνες και τα ψυγεία πάγου…


 

Το επάγγελμα του παγοπώλη είχε ξεχωριστή θέση τα παλιότερα χρόνια και ειδικά ο παγοπώλης που ήταν πλανόδιος. Τον παγοπώλη τον έλεγαν και μπουζιτζή από την Τουρκική λέξη buz που σημαίνει πάγος.

 

Οι άνθρωποι πριν πολλά χρόνια, είχαν πρόβλημα με τη διατήρηση των τροφίμων. Ένα σφαχτό π.χ. δεν καταναλώνεται αυθημερόν. Έτσι για να διατηρηθεί και να παραμείνει περισσότερο χρόνο, το έβαζαν σε δροσερό μέρος.

 

Είτε σε υπόγεια είτε σε σπηλιές, το κρέας αργούσε να βρομίσει, δηλ. να αποσυντεθεί. Έτσι βρέθηκαν και τα καρυκεύματα και το αλάτι, που εκτός από τη νοστιμιά, πρόσφεραν και συντήρηση. 

 

Εκτός από τη συντήρηση, προστάτευαν τις τροφές και με το λεγόμενο (φανάρι).  Ήταν ένα τετράγωνο, σαν μεγάλο φανάρι,  κατασκευασμένο με μεταλλικό σκελετό, ελαφρό και γύρω - γύρω καλυπτόταν από σίτα. Μπροστά είχε πόρτα και δύο ράφια για να ακουμπούν τα διάφορα τρόφιμα. 

 

Το φανάρι λοιπόν το κρεμούσαν σε κάποιο δροσερό μέρος του σπιτιού, στο πιο δροσερό συνήθως και αερίζονταν απ’ όλες τις μεριές. Φρόντιζαν βέβαια να μην είναι προσβάσιμο στις γάτες, οι οποίες συχνά προσπαθούσαν να το προσεγγίσουν.

 

Αργότερα, που δεν υπήρχαν οι παγωνιέρες, οι νοικοκυρές έβαζαν τον πάγο σε καζάνι, τον σκέπαζαν με άλλο μικρότερο και εκεί μέσα έβαζαν τα τρόφιμά τους για να μη χαλάσουν. 

 

Το   επάγγελμα του  παγοπώλη  πρωτοεμφανίστηκε  το 1945. Επρόκειτο για ένα επάγγελμα εποχιακό, το οποίο άρχιζε από τον Απρίλιο και διαρκούσε μέχρι τον Οκτώβρη μήνα, σε γενικές γραμμές, λόγω του ότι πάγο χρησιμοποιούσαν μόνο το καλοκαίρι. Ο παγοπώλης έβγαινε στη δουλειά μαζί με τον παγωτατζή και κυρίως τους καυτούς μήνες του καλοκαιριού και ήταν περιζήτητος. Το χειμώνα φρόντιζε να κάνει κι άλλη δουλειά, συνήθως πουλούσε ξύλα, ή έκανε τον καρβουνιάρη, πολλές φορές βέβαια και κάποια άλλη δουλειά, προκειμένου να εξασφαλίσει τα αναγκαία προς το ζην.

 

Τα πολύ παλιά χρόνια, τον χειμώνα συγκέντρωναν χιόνι ή νερό σε μεγάλες γούρνες στην κορυφή ενός βουνού. Τον έσπαγαν σε κασμάδες και τον συντηρούσαν σε τρύπες ή ανοίγματα μέσα στο βουνό. Στη συνέχεια τον σκέπαζαν με φύλλα οξιάς και φτέρες και το καλοκαίρι κατέβαζαν κάθε μέρα παγοκολόνες με τα ζώα τους και τον πουλούσαν. Ήταν κουραστική δουλειά το καλοκαίρι, καθώς ξυπνούσαν από πολύ νωρίς και έκαναν πολλά χιλιόμετρα για να κατεβάσουν από το βουνό τον πάγο. 

 

Για να προστατέψουν τα χέρια τους από την ψύξη, κάλυπταν το μέρος του καρπού με κομμένες σαμπρέλες ή φορούσαν χοντρά γάντια. Χρησιμοποιούσαν ένα εργαλείο όπου τους βοηθούσε να σπάνε τον πάγο. Από τη μία μεριά ήταν κοπίδι και από την άλλη γάντζος. Χάραζε με το κοπίδι την παγοκολόνα και ύστερα με το γάντζο χτυπούσε στο άνοιγμα που έκαναν και ο πάγος σχιζόταν αμέσως. 

 

Για παράδειγμα, στην Κρήτη το χιόνι του Ψηλορείτη τα παλιά χρόνια, το χρησιμοποιούσαν αντί για πάγο και το διατηρούσαν σε υπόγειες τρύπες σκεπάζοντάς το με πανιά, φύλλα και άχυρα. Εκτελούσε δηλαδή χρέη πάγου κι αυτό. 

Προπολεμικά και συγκεκριμένα στις 23-2-1932, η εφημερίδα “Ελευθέρα Σκέψις” κάνει λόγο για το ψυγείο σταφυλιών υπό του οίκου Φιξ των Αθηνών. Υποδεικνύεται τι πρέπει να προσέξει η σταφυλική επιτροπή για να έχει έτοιμο ψυγείο κατά το ερχόμενο θέρος. Το ποσό που κρίνεται αρκετό για την ίδρυση του ψυγείου, ανέρχεται σε 1.500.000 δρχ. 

 

Στο εμπόριο όμως οι ανάγκες ήταν πιο μεγάλες και οι παγοκολώνες ήταν αυτές που έδωσαν τη λύση. Μετά από καιρό, ο πάγος κατασκευαζόταν σε ειδικά εργοστάσια, τα παγοποιεία. Ως πρώτη ύλη για την κατασκευή του χρησιμοποιούσαν πόσιμο νερό, αμμωνία και αλάτι. Το νερό έμπαινε σε ειδικά καλούπια και με τη βοήθεια εξωτερικής ψύξης που την έδινε το αλάτι και η αμμωνία, το νερό γινόταν πάγος. Μερικά απ' τα παγοποιεία λειτουργούν και σήμερα και παράγουν πάγο για τη συντήρηση των φρέσκων ψαριών.

 

Ο παγοπώλης της γειτονιάς γυρνούσε  από σπίτι σε σπίτι και έβαζε  πάγο στα ψυγεία της εποχής. Παλιά  τα  ψυγεία  ήταν  ξύλινα. Είχαν  ένα  δοχείο από λαμαρίνα , όπου ο παγοπώλης  έβαζε τον πάγο. Το μεροκάματο ήταν σκληρό. Κυκλοφορούσε  συνήθως με μια χειράμαξα  ή με σούστα, κάρο δηλαδή, ή ένα τρίτροχο καρότσι, ή το έσερνε κάποιο υπομονετικό γαϊδουράκι, που ήταν το μεταφορικό τους μέσον, προκειμένου να μεταφέρουν τις κολόνες από τα παγοποιεία της πόλης. Αργότερα όταν η τεχνολογία αναπτύχθηκε άρχισε να κάνει τη μεταφορά με την τρίκυκλη μηχανή του.

 

Μερικοί εάν είχαν την οικονομική δυνατότητα, αγόραζαν μια μεγάλη παγωνιέρα και την έστηναν στην άκρη του δρόμου για τους καλοκαιρινούς μήνες και έκαναν τον παγοπώλη.

 

Για να μη λιώνει ο πάγος, ο παγοπώλης έστρωνε  λινάτσες  και πάνω τους έβαζε τον πάγο. Μετά τον σκέπαζαν με άχυρα, με πριονίδι, με τσουβάλια ή χοντρά πανιά και φυσικά ο διανομέας έπρεπε να κινείται γρήγορα, να είναι σβέλτος στη δουλειά του. Ο πάγος ήταν σε  παγοκολόνες.

 

Ο παγοπώλης  περνούσε κάθε  μέρα και όταν είχε  ζέστη, μπορεί και δυο φορές την ημέρα. Για να μη παγώνουν τα χέρια του και για να μην παθαίνουν κρυοπαγήματα, φορούσε χοντρά γάντια και για εργαλεία-σύνεργα  είχε ένα πριόνι να κόβει τον πάγο και ένα γάντζο ή τσιμπίδα με τον οποίο χτυπούσε την κολόνα για να ανοίξει και να τη μεταφέρει από το φορτηγό στο καροτσάκι, και από εκεί στον προορισμό της, σπίτια ή μαγαζιά, ανάλογα. Τον παγοπώλη τον συναντούσες στις πόλεις και κάθε γειτονιά είχε το δικό της παγοπώλη. Πληρωνόταν βέβαια με το μέγεθος  του πάγου. Ανάλογα με τις ανάγκες του σπιτιού, οι νοικοκυρές έπαιρναν συνήθως 1/4 την ημέρα, τόση εξάλλου ήταν η χωρητικότητα της παγονιέρας του σπιτιού. Κάποιες φορές οι νοικοκυρές έπαιρναν μισή κολώνα ή ολόκληρη αν είχαν κάποια γιορτή. Έτσι γέμιζαν καζάνια ή μπανιέρες με πάγο για να παγώσουν τις μπύρες, το κρασί κ.α. Οι κολόνες είχαν μήκος 70 εκατοστά και πλάτος 30 εκατοστά, περίπου. Το δε πάχος τους ανέρχονταν σε 20 εκατοστά.

 

Οι παγοπώλες σηκώνονταν τα βαθιά χαράματα για να προλάβουν τις παραγγελίες τους και να ικανοποιήσουν την απαιτητική πελατεία τους. Η πρωινή παρουσία του παγοπώλη στους δρόμους της πόλης δεν γινόταν σε καθορισμένη ώρα, γιατί κάθε μέρα άλλαζε δρομολόγιο και αυτό για να μη θεωρηθεί πως ευνοούσε ορισμένες νοικοκυρές και τις τροφοδοτούσε πρώτες. Πάντοτε βέβαια υπήρχαν οι ανάλογες προτιμήσεις και φυσικά γίνονταν οι κατάλληλες εξυπηρετήσεις προς τις νοικοκυρές!

 

Ο παγοπώλης γνώριζε πόσο πάγο χρειαζόταν κάθε μια οικογένεια. Σταματούσε κάτω από το σπίτι, έσπαζε με το πριόνι τον πάγο, τον έπαιρνε με την τσιμπίδα και τον άφηνε στην πόρτα του σπιτιού, αφού χτυπούσε το χάλκινο χειροποίητο κουδούνι που έμοιαζε με χέρι. Από εκεί και πέρα τον έπαιρνε η νοικοκυρά και τον τύλιγε αμέσως με ένα βρεγμένο πανί και τον τοποθετούσε στο πάνω μέρος του ξύλινου ψυγείου ή της παγωνιέρας (ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο).

 

Μεγάλη κατανάλωση πάγου έκαναν τα ζαχαροπλαστεία, τα καφενεία, τα κέντρα διασκέδασης, τα ιχθυοπωλεία. Ο πάγος είχε και άλλες χρήσεις: ως αιμοστατικό φάρμακο, καταπραϋντικό, αντιεμετικό.

 

Γιορτινή και ξεχωριστή μέρα ήταν η Κυριακή, γιατί ο παγοπώλης πληρωνόταν τον πάγο όλης της εβδομάδας με τα ανάλογα φιλοδωρήματα που του έδιναν οι χουβαρντούδες νοικοκυρές.

 

Τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν, όταν οι νοικοκυρές συστηματικά χρησιμοποιούσαν τις παγωνιέρες. Η παγωνιέρα ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο. Είχε δύο πόρτες, μια πάνω και μια κάτω, και στηριζόταν σε τέσσερα πόδια. Στο πάνω μέρος τοποθετούσαν την παγοκολόνα και δίπλα ήταν ένα ντεπόζιτο που κατέληγε εξωτερικά σε μια κάνουλα. Γέμιζαν το ντεπόζιτο με νερό, και έτσι είχαν πάντα κρύο νερό. Στο κάτω μέρος υπήρχαν ράφια όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και τα ποτά. Τα νερά που έτρεχαν προς τα κάτω, έψυχαν τις επιφάνειες (από λαμαρίνα) του ψυγείου κι έτσι διατηρούσαν τα φαγητά παγωμένα. Κάτω κάτω υπήρχε ο συλλέκτης των νερών, ένα συρταράκι όπου έτρεχαν τα νερά από τον πάγο που έλιωνε και οι νοικοκυρές το άδειαζαν όταν γέμιζε για να μη πλημμυρίσει. Τα νερά, οι νοικοκυρές, τα έριχναν στις αυλές όχι βέβαια στα φυτά ή στα δέντρα. Οι νοικοκυρές έπαιρναν κάθε μέρα πάγο, για να μη βρωμίσει.

 

Ψυγεία με πάγο στα σπίτια συναντούμε ως τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Από το 1931 ο Αμερικανός χημικός Τόμας Μίτζλι ανακάλυψε το φρέον, μια ουσία άοσμη, σταθερή, μη τοξική και από εκείνη τη στιγμή γεννήθηκε ο πρόγονος των σημερινών ψυγείων. 

 

Σταδιακά τα ψυγεία του πάγου αντικαταστάθηκαν από τα ηλεκτρικά ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ γύρω στο 1960.

Μοιραία το επάγγελμα του παγοπώλη άρχισε να ατονεί αφού οι μόνες παγοκολώνες που μετέφερε πλέον ήταν στους ψαράδες για την συντήρηση των ψαριών. Έτσι το εργοστάσιο του Φιξ στα Πατήσια, που από το 1903 παρήγε παγοκολώνες, σταμάτησε τη λειτουργία του το 1983. 

 

Πολύ χαρακτηριστικοί είναι επίσης οι παρακάτω στίχοι οι οποίοι περιγράφουν τον παγοπώλη της Ερμού πολλά χρόνια πριν: 

 

Ο παγοπώλης της Ερμού 

Στίχοι: Θοδωρής Γκόνης

Μουσική: Πέτρος Ταμπούρης

Πρώτη εκτέλεση: Πέτρος Ταμπούρης 

 

Μες στις δροσιές του ουρανού 

Πικρά χαμογελάει 

Το γάντζο και το δίχτυ του 

στην πλάτη κουβαλάει.

 

Ο παγοπώλης της Ερμού 

Στην κορυφή του Υμηττού 

Κερνάει λεμονάδα 

Κάτω η Αθήνα καίγεται 

Πίσσα και καμινάδα......

 

 

Πηγή: lolanaenaallo.blogspot.com




Λατέρνα

 


 

Η Λατέρνα είναι ένα μουσικό όργανο που παράγει μουσική με ένα περιστρεφόμενο κύλινδρο με καρφιά, όπου το κάθε ένα από αυτά είναι και μία νότα. Χρειάζεται 800 περίπου ώρες για να δημιουργηθεί και 7000 καρφιά για τα 9 τραγούδια που παίζει.

 

Ιστορία της Λατέρνας

Η ιστορία της Λατέρνας είναι πολύ μεγάλη, διότι είναι απόγονος των αυτόματων οργάνων τα οποία συναντούμε ακόμη και στην Αρχαιότητα. Μέχρι τον Μεσαίωνα τα εν λόγω όργανα προορίζονταν κυρίως για τη διασκέδαση της άρχουσας τάξης. Στην Αναγέννηση άρχισαν να κατασκευάζονται σε γοργούς ρυθμούς ενώ στα χρόνια των Ναπολεόντειων Πολέμων άρχισαν να παίρνουν την τελική μορφή τους. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και ολόκληρο τον 20ο η Λατέρνα μεσουρανούσε στα λαϊκά στρώματα και προοριζόταν αποκλειστικά για τη διασκέδασή τους. Ειδικά στον τελευταίο έφτασε στο απόγειο της με πάνω από 10.000 όργανα να βρίσκονται σε κυκλοφορία.

 

Η λατέρνα εξαπλώθηκε γρήγορα στα σοκάκια, σε ταβέρνες, πανηγύρια και σπίτια και γράφτηκαν Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα, Εθνικά εμβατήρια, ακόμη και πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και ταγκό, πολλά από τα οποία είναι ανέκδοτα.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του αιώνα υπήρχαν γύρω στις 5000 λατέρνες στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά, ένας αριθμός εντυπωσιακός, γιατί σε σχέση με τον τότε πληθυσμό είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα.

 

Παρόλο που δεν είναι παραδοσιακό Ελληνικό όργανο, πρέπει να δοθεί ιστορικό δίκαιο στη λατέρνα: Μεσουράνησε σε μια εποχή που δεν υπήρχε γραμμόφωνο, ραδιόφωνο, στερεοφωνικό, τηλεόραση…κυριολεκτικά τίποτα. Ο κόσμος μπορούσε να ακούσει μουσική μόνο σε κέντρα, γάμους και πανηγύρια.

 

Η μόνη εναλλακτική λύση ήταν η λατέρνα, το μαζικό μέσο μουσικής, με την οποία ο κόσμος ψυχαγωγήθηκε, χόρεψε, διασκέδασε, τόνωσε την Εθνική του συνείδηση, “άκουσε”.

Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ένα σοβαρό κομμάτι από τη μουσική μας κληρονομιά είναι επηρεασμένο από τα ακούσματα και τις τεχνικές δυνατότητες αυτού του οργάνου, όπως η παραδοσιακή ενορχήστρωση, το “μπαγλαμαδάκι”, η χαρακτηριστική τρίλια, το ρυθμικό μπάσσο, οι διφωνίες κ.λ.π.

 

Η τεράστια επιτυχία της λατέρνας οφειλόταν σε 2-3 «Φράγκους» Κωνσταντινουπολίτες, τον Τουρκόνι, τον Καρμέλλο και τον Αρμάο, που το 1855 έκαναν ένα δυνατό ξεκίνημα, οργανώνοντας μια γραμμή παραγωγής Ευρωπαϊκού προτύπου και συνθέτοντας και γράφοντας αξιόλογη μουσική.

 

Ήταν μια σωστή επιλογή τεχνικά και χρονικά, διότι το όργανο ήταν φορητό, δυνατό σε ένταση, πλούσιο ηχητικά σαν μια μικρή ορχήστρα και δε χρειαζόταν βιομηχανική υποδομή για την κατασκευή του. Κυκλοφόρησαν λατέρνες από 33 έως 42 “πλήκτρα” και πλήθυναν τα εργαστήρια, οι βιοτεχνίες και οι μαθητές.

 

Υπήρχαν δύο ομάδες ειδικοτήτων: οι πρώτοι - οι “Οργανοποιοί”- κατασκεύαζαν το όργανο και οι δεύτεροι - οι “Σταμπαδόροι”- έκαναν τα τραγούδια. Γνωστά ονόματα: Τουρκόνι, Αρμάο, Γεωργίου, Καρμέλλο, Μπρίντιζι, Τριπολιτσιώτης, Πολύκαρπος, Παπανδρέου, Ντικράν, Αλή Μπέη, Ευθυμίου, Φωτίου,…άνθρωποι που είχαν τεράστια δόξα και αίγλη στην κοινωνία τους.

 

Όταν κάποιος ασχοληθεί με την κατασκευή και τη στάμπα της λατέρνας αρχίζει σιγά-σιγά να ανακαλύπτει τη μεγαλοφυΐα, το ταλέντο, το μεράκι, την αυτοθυσία αυτών των ανθρώπων που σε εποχές που δεν είχαν ούτε βίδες (τις έφτιαχναν μόνοι τους από καρφιά) μεγαλούργησαν. Μέσα σε ένα αυταρχικό καθεστώς εργασίας με ανύπαρκτη πληροφόρηση, έφτιαξαν ακριβέστατα όργανα που ακόμη και για εμάς σήμερα είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση.

 

Η λατέρνα έζησε πολύ περισσότερο στους Έλληνες- κράτησε πιο πολλά χρόνια, έγιναν χιλιάδες όργανα, γράφτηκε άφθονη μουσική, χρησιμοποιήθηκε και αγαπήθηκε περισσότερο από ότι στην Ευρώπη.

 

Μπορούμε, λοιπόν, δίκαια να τη θεωρούμε σε ένα μεγάλο βαθμό και σαν ελληνικό παραδοσιακό όργανο, με πολύ έντονα ρυθμικό χαρακτήρα , που ταιριάζει απόλυτα με χορό και τραγούδι και προβάλει τέλεια τον λιτό, αφαιρετικό και τόσο ώριμο χαρακτήρα της ελληνικής μουσικής παράδοσης.

 

Πηγή:

tovaltino.blogspot.com

el.wikipedia.org





Μπακάληδες, Μπακάλικα, Μπακαλόγατοι και Μπακαλοταβέρνες

 



Φωτογραφία από κατάστημα "Το Υπερωκεάνειον"
Μ. Χατζηκυριακού 48 στον Πειραιά, που θυμίζει έντονα μπακαλοταβέρνα εποχής

 

 

Του Στέφανου Μίλεση

 

Σαν όνειρο μου έρχονται σήμερα στο μυαλό, κάποιες μαγικές εικόνες του παρελθόντος. Βακαλάος δραχμαί 18, Ελαίαι Αμφίσσης χονδραί, δραχμαί 17, όρυζα, Κασέρι Θεσσαλίας, φέτα τελεμές, χαλβάς ζαχάρεως, λεμόνια χονδρά, γλασέ, βούτυρο γάλακτος και άλλες ονομασίες που έχουν ταυτιστεί με τα παιδικά μου χρόνια.

 

Ήταν η συνηθισμένη ονοματολογία των προϊόντων ενός μπακάλικου της εποχής, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Τα μπακάλικα ήταν όπως οι ενορίες. Κάθε περιοχή είχε και το δικό της μπακάλη, τον άνθρωπο που ψώνιζε όλη η συνοικία. Εάν κάποιος σου έλεγε για παράδειγμα, ψωνίζω από του Βονόρτα, γνώριζες πως ήταν κάτοικος του Αγίου Βασιλείου. Τα προϊόντα τους έφεραν την ονομασία προέλευσης του ίδιου του μπακάλικου.

 

«Η φέτα είναι του Βονόρτα», έλεγες λες και ο Βονόρτας έφτιαχνε φέτα!

 

Οι ελιές του τάδε ή του δείνα είναι καταπληκτικές. Φυσικά ούτε ο τάδε, ούτε ο δείνα, είχαν κάποιον ελαιώνα κρυμμένο σε μια αυλή του σπιτιού τους, από όπου έφερναν τις ελιές. Τα μπακάλικα προμηθεύονταν συνήθως τα βασικά τους προϊόντα, από χονδρέμπορους του λιμανιού, αλλά η προσωπικότητα του μπακάλη, η εξυπηρετικότατη συμπεριφορά του υπαλλήλου, του γνωστού μπακαλόγατου, η ταχύτητα διανομής της παραγγελίας με το ποδήλατο, έκαναν το μπακάλικο μοναδικό και αναντικατάστατο. Τα μπακάλικα είχαν και μαναβική, άρα ήταν και μπακαλομανάβικα. Πολλές φορές όταν τα έβλεπες από έξω νόμιζες ότι ήταν μανάβικα. Η διαφορά ήταν εμφανής μόνο στο εσωτερικό τους. Άλλα όμως, είχαν και από δυο τρία τραπεζάκια από έξω και έβγαζαν καμιά ελιά, καμιά ντομάτα, κρεμμύδι, φάβα, ρέγκα. Αυτά ήταν γνωστά ως μπακαλοταβέρνες.

 

Οι μπακάληδες, ήταν πρόσωπα αξιοσέβαστα στον μικρόκοσμο της γειτονιάς. Όχι γιατί είχαν σπουδές, κύρος ή έντονη προσωπικότητα, αλλά γιατί διέθεταν ένα κρυφό όπλο! Αυτό ήταν το μπακαλοτέφτερο! Το πιστωτικό εκείνο βιβλιαράκι που με το πρόχειρο μολύβι του αφτιού σημείωνε ο μπακάλης τις οφειλές ανεξαιρέτως κάθε οικογενειάρχη. Τι ονόματα και τι οφειλές θα διαβάζαμε εάν είχαμε άραγε ένα τέτοιο μπακαλοδέφτερο στη διάθεσή μας;

 

Από την μακροθυμία των μπακάληδων έζησαν οικογένειες και οικογένειες.

Καλέ Λευτέρη, γράψτα στο τεφτέρι σου και την άλλη εβδομάδα που ο Φανούρης θα πληρωθεί θα σου δώσουμε κάποιο έναντι…

 

Καθώς οι σχέσεις ήταν προσωπικές, καθώς δεν υπήρχαν ξένοι σε μια γειτονιά αλλά μόνο γείτονες, ο καθείς γνώριζε τον πλησίον του, γνώριζε δηλαδή τα ρίσκα που θα έπαιρνε εάν δημιουργούσε οφειλή μαζί του.

 

Το να ψωνίσεις βέβαια από τον μπακάλη, ήταν μια κάποια εμπειρία. Έπρεπε να δώσεις δημόσια την παραγγελία, καθώς τότε, δεν έριχνες μόνος τα προϊόντα που διάλεγες σε κάποιο καρότσι, αλλά τα απαριθμούσες προσωπικά στον ίδιο τον μπακάλη, όταν ερχόταν η σειρά σου, δυνατά, καθαρά και έχοντας πίσω σου άλλους να σε παρακολουθούν.

 

Καλημέρα Κυρ Γιάννη, θα ήθελα φάβα, καρολίνα ή ιμπέριαλ νύχι, γίγαντες, μαυρομάτικα...

 

Περίπου όπως γίνεται σήμερα με τα σουβλάκια που δίνεις την παραγγελία όταν έρθει η σειρά σου εντός του οβελιστηρίου. Τότε ο μπακάλης που καθόταν ταμείο επαναλάμβανε τη λίστα στον μπακαλόγατο, περίπου όπως γίνεται στα πολεμικά πλοία με τις εντολές του Κυβερνήτη.

 

-  Πηδάλιο δεξιά 30 μοίρες…

-  Πηδάλιο δεξιά 30 μοίρες, επαναλάμβανε ο τιμονιέρης, για να δείξει ότι κατάλαβε..

 

Ομοίως και τότε. Από τη λίστα που είχες πρόχειρη στο χέρι σου, η οδηγία διαβαζόταν προς τον μπακάλη και από εκεί προς τον μπακαλόγατο. Σιγά-σιγά, η λίστα που κρατούσες ως Ευαγγέλιο στο χέρι σου, μετασχηματιζόταν σε στοίβα προϊόντων πάνω στο μάρμαρο, δίπλα στο ταμείο του μπακάλη. Κι από εκεί έμπαινε στο διχτυωτό. Άντε τώρα να δώσεις παραγγελία εάν δεν υπήρχε χρήμα, εάν ήθελες κάτι φθηνότερο, κάτι υποδεέστερο βρε αδελφέ! 

 

Αν δεν σκότωνε η δημόσια παραδοχή την αδυναμία σου, θα σε σκότωνε στα σίγουρα η επανάληψη του μπακάλη.

 

Στέλιο, πιάσε ντοματοπελτέ για τον κυρ Χρήστο, από εκείνον το φτηνό που έχουμε…

 

Και έπρεπε να φτάσεις μέχρι τέλους. Να πλησιάσεις σκύβοντας ελαφρά προς το ταμείο και να ομολογήσεις στον μπακάλη την ήττα σου! Γράψτα! Πόσες φορές άραγε να ακούστηκε αυτή η παράκληση, που για λόγους γοήτρου δεν είχε τίποτα το παρακλητικό πάνω της, παρά μόνο μια μορφή εντολής: Γράψτα!

 

Πολλοί πελάτες είχαν αναπτύξει θαυμαστή ικανότητα πάνω σε αυτόν τον τομέα. Του γραψίματος… Έκαναν πως είχαν λεφτά, αλλά πώς με κάποιο τρόπο πιάστηκαν απροετοίμαστοι. Το «θέατρο» άρχιζε από την ουρά.

 

Μα είναι δυνατόν; Οι πατάτες 35 δραχμές παρακαλώ! Γιατί παρακαλώ αυτή η τιμή για τις πατάτες; Γιατί δεν επαρκούν μήπως; Μα για λόγους αισχροκέρδειας, εγώ θα σας πω. Λες και είμαστε όλοι πλουτοκράτες για λόγου τους. Αμ το αλεύρι; Είδατε τιμή;

 

Και έτσι ο διαμαρτυρόμενος έφτανε από το τέλος της ουράς μέχρι το ταμείο, ασκώντας ακατάπαυστα κριτική για τις τιμές. Μόλις λοιπόν έφτανε ο Μπακάλης προκειμένου να απαλλαγεί από τη παρουσία του, έκανε μόνος του το αποφασιστικό εκείνο βήμα.

 

Εντάξει, εντάξει ηρέμησε κυρ Μανώλη, θα στα γράψω και εσύ κανονίζεις, όταν μπορείς.

 

Οι μπακάληδες ακόμη κρατούσαν χωρίς να το γνωρίζουν τα έθιμα ζωντανά, καθώς φρόντιζαν να πωλούν τα εποχιακά προϊόντα έγκαιρα. Έβγαζαν πάγκους έξω από το μπακάλικο το Πάσχα για παράδειγμα και πάνω τους τοποθετούσαν λογής-λογής κεριά, φαναράκια, λαμπάδες και λαμπάδες πολυτελείας! Έτσι αποκαλούσαν τις λαμπάδες που είτε πασχαλινές είτε χριστουγεννιάτικες έφεραν πάνω τους στολίσματα, πρόδρομοι των σημερινών ανθρωπόμορφων νυχτερίδων που αγκαλιάζουν ένα κερί και το μετατρέπουν σε λαμπάδα δωροέκπληξη.

 

Κάτι που πρέπει να ειπωθεί είναι πως και εκείνη την εποχή υπήρχαν εισαγόμενα προϊόντα, τα οποία όμως οι Έλληνες τα θεωρούσαν υποδεέστερα σε σχέση με τα ελληνικά, για αυτό και ήταν φτηνότερα. Φασόλια Σερβίας δραχμαί 13,40, Φασόλια ντόπια δραχμαί 16.00! Ελάχιστοι ψώνιζαν εισαγόμενα.

 

Οι εποχές άλλαξαν. Οι άνθρωποι αποζητούσαν περισσότερη ιδιώτευση, περισσότερη μυστικότητα της ζωής τους. Δεν ήθελαν συναλλαγή με κανέναν μπακάλη, με κανέναν μπακαλόγατο. Δεν ήθελαν τεφτέρια και μολύβια, δεν ήθελαν τα πάρε δώσε. Και η επιθυμία τους υλοποιήθηκε...

 

Τράβα μόνος τώρα να πάρεις το καλάθι, μόνος να το γεμίσεις, με τυποποιημένα προϊόντα. Ο υπάλληλος απρόσωπος, όπως και οι πελάτες. Κανείς δεν γνωρίζει κανέναν. Δεν έχεις; Δεν θα πάρεις. Αφού το τεφτέρι ενοχλούσε, βγάλε πιστωτική κάρτα και πλήρωσε τις αγορές σου έντοκες. Έτσι, αυτό που ο κόσμος αποζητούσε αποδείχθηκε πολύ πιο ακριβό, με προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας και με τον πελάτη να ιδροκοπά από όλα εκείνα που πρέπει να κάνει μόνος του. Να σταθμεύσει το αυτοκίνητο, να φορτώσει το καρότσι, να το σέρνει, να τα βγάλει ένα προς ένα, να τα πληρώσει, να τα ξαναφορτώσει στο καρότσι κι από εκεί στο αυτοκίνητο, πίσω πάλι τα ίδια στο σπίτι μέχρι την τακτοποίηση. Πάει το κουδούνι του μπακαλόγατου που στα έφερνε στο σπίτι, πάει και το μπακάλικο που δεν είχες ούτε το χέρι να σηκώσεις, παρά μόνο να διαβάσεις τη λίστα, το προχειρογραμμένο εκείνο χαρτί που κρατούσες στο χέρι, σε μια εποχή που δεν υπάρχει πια.- 

 

Πηγή: pireorama.blogspot.com 





Φθινοπωρινή ισημερία στην Αρχαία Ελληνική Παράδοση



Συμβαίνει  κάθε  χρόνο, αλλά ο ερχομός του φθινοπώρου δεν παύει να μας εκπλήσσει. Είναι  οι νέες μυρωδιές που ξεχύνονται στον αέρα; Είναι τα πρωτοβρόχια; Είναι η πτώση της θερμοκρασίας; Είναι  η αλλαγή του σκηνικού της φύσης;  Ό,τι και να είναι,  μάς φορτώνει με αλλαγές συναισθημάτων και σκέψεων. Σαν κάτι να περιμένουμε καινούργιο να μας φέρει.

Ο Ήλιος, αυτός ο παντεπόπτης, φταίει για όλα.Από τα πανάρχαια χρόνια οι άνθρωποι σε όλα τα πλάτη και μήκη της γης λάτρεψαν ως θεούς τα δύο ευκολοδιάκριτα ουράνια  σώματα, τον  Ήλιο και τη Σελήνη.

Στο πλαίσιο αυτής της λατρείας ο ρόλος της Σελήνης ήταν απλώς χθόνιος και ημερολογιακός. Ο φόβος και το δέος του ανθρώπου, όταν το σκοτάδι κατάπινε το φως εξαιτίας της  απουσίας του άστρου της ημέρας, έγινε η αιτία  Ήλιος να αποτελέσει την πρώτη θεότητα σε όλες τις αρχαίες θρησκείες. Ο θεός Ήλιος ταυτίστηκε με το υπέρτατο ον που αποτελεί τον χορηγό τού φωτός και της ζωής.  Κατά τη μυθολογία ο Ήλιος είναι γιος του Υπερίωνα και της Ευρυφάεσσας.  Αδέρφια του η  ροδοδάκτυλη  Ηώ κι η ωραιοπλέξουδη Σελήνη.

Ο Ήλιος σύμφωνα με την αρχαία ελληνική παράδοση διασχίζει  τον ουρανό καθισμένος σε ένα χρυσό άρμα που το σέρνουν τέσσερις ίπποι, ο Εώος, ο Αίθων, ο Πυρόης και ο Φλέγων, φωτίζοντας με τις ακτίνες του το σύμπαν. Ολοκληρώνοντας  την πορεία του έφτανε το βράδυ στη χώρα των Εσπερίδων απ’ όπου, διασχίζοντας τον Ωκεανό επέστρεφε στην Ανατολή – χώρα των Αιθιόπων-ξαπλωμένος σ’ ένα  χρυσό κρεβάτι φτιαγμένο από τον Ήφαιστο. Το πιο ονομαστό κέντρο λατρείας του Ήλιου ήταν η Ρόδος όπου υπήρχε ο περίφημος Κολοσσός της Ρόδου, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Προς τιμήν του γιορτάζονταν τα Αλίεια.

Σε όλες τις αρχαίες  θρησκείες  επικράτησε ο πανηγυρικός εορτασμός του Ήλιου κατά την αλλαγή των εποχών δηλαδή κατά τις ισημερίες (εαρινή ισημερία 21 Μαρτίου, φθινοπωρινή ισημερία 22 Σεπτεμβρίου) και τα ηλιοστάσια (22 Δεκεμβρίου- 21 Ιουνίου). Για τον πρωτόγονο βέβαια η παρατήρηση και κατανόηση των εποχικών μεταβολών λόγω της πορείας του Ήλιου ήταν θεμελιώδης προϋπόθεση για την επιβίωσή του. Η ζωή του εξαρτιόταν από τον κύκλο της βλάστησης, γι’ αυτό  ανέδειξε και τη Γαία σε μεγάλη μητέρα θεά. Ο Χριστιανισμός ό,τι δεν μπορούσε να  εξαφανίσει το ενσωμάτωνε. Έτσι στην θέση της εαρινής ισημερίας που πανηγυρίζονταν τα ελευσίνια μυστήρια, τα μυστήρια του Όσιρι – Ίσιδας και τα  Υλάρια, σήμερα γιορτάζεται ο Ευαγγελισμός της Παναγίας.

Σήμερα, Tετάρτη  22/9, πραγματοποιείται η φθινοπωρινή ισημερία, που εξισώνει τη ημέρα με την νύχτα, βαδίζοντας  σταδιακά προς την αύξηση των ωρών της νύχτας (στο βόρειο ημισφαίριο έξι μήνες νύχτα)  ώς το χειμερινό ηλιοστάσιο της 22 Δεκεμβρίου.  Στην αρχαία  Ελλάδα λίγο μετά  την Φθινοπωρινή Ισημερία εορτάζονταν τα Θεσμοφόρια.  Ήταν τα Θεσμοφόρια η μεγαλύτερη  εορτή των έγγαμων γυναικών κατά  την εποχή της σποράς και είχε πανελλήνιο χαρακτήρα.

Ήταν αφιερωμένη  στην Δήμητρα, θεά της Γεωργίας, και την κόρη της Περσεφόνη, την οποία ο θεός Πλούτων απήγαγε και οδήγησε στον κάτω  κόσμο.  Κατά τα θεσμοφόρια  οι γυναίκες «έσκωπτον», δηλαδή αντάλλαζαν πειράγματα και τολμηρά αστεία (Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνους) εις ανάμνηση  των αστεϊσμών της γραίας Ιάμβης στα ανάκτορα του Κελεού στην Ελευσίνα  (όπου βρέθηκε η Δήμητρα αναζητώντας την κόρη της) και που έκαναν την τεθλιμμένη Δήμητρα να μειδιάσει.

Οι Ορφικοί πίστευαν ότι όπως καλλιεργείται η γη το φθινόπωρο, έτσι πρέπει να καλλιεργούνται κι  οι ανθρώπινες ψυχές για να εκδηλώσουν τις κρυμμένες τους δυνάμεις και να τις μεταβάλουν σε ιδέες και συναισθήματα. Η ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας γιορτάζεται σύμφωνα με παραδόσεις από πολλούς λαούς, ενώ αποτελεί εθνική γιορτή για τους Ιάπωνες.

Στην Κίνα η ισημερία του Σεπτεμβρίου γιορτάζεται στο Φεστιβάλ της Σελήνης, όπου οι αγρότες παρουσιάζουν τη σοδειά του καλοκαιριού και φτιάχνουν νοστιμιές με εποχικά προϊόντα. Αρκετά αρχαιοελληνικά ημερολόγια, ανάμεσά τους των Λακεδαιμονίων και των Μακεδόνων, είχαν ως αφετηρία (πρωτοχρονιά) τη  φθινοπωρινή ισημερία.

Καθόλου τυχαίο το γεγονός πως η φθινοπωρινή Ισημερία συντελείται στο ζώδιο του Ζυγού, το ζώδιο της εξισορρόπησης της ενέργειας και της αναζήτησης της ισορροπίας, που συμβολίζεται από μια ζυγαριά πλήρως ευθυγραμμισμένη. Ας υποδεχτούμε το φθινόπωρο προετοιμάζοντας  τους εαυτούς μας για μια καινούργια πραγματικότητα, στρώνοντας τα καθαρά σεντόνια του εξαγνισμού και βάζοντας στον χώρο μας φρέσκα λουλούδια και μυρωδιές  του φθινοπώρου.Αναζητώντας τις ρίζες μας ας  αρχίσουμε να συμμετέχουμε κι εμείς στις προγονικές εορτές των Ισημεριών και ηλιοστασίων.  Έλληνες εσμέν.

 

Πηγή : Η Ελένη Μανιωράκη  (δασκάλα, λογοτέχνις)






Κάτω στα Λεμονάδικα

Του Στέφανου Μίλεση

 


Υπόστεγα στα Λεμονάδικα το 1931.
Τα καλάθια άδεια αφού τα οπωρoλαχανικά έχουν
 φορτωθεί από τα υπόστεγα με προορισμό τις τοπικές αγορές

Η γνωστή οπωραγορά του Πειραιά που καταλάμβανε μέρος της Ακτής Τζελέπη (από Πλατεία Καραϊσκάκη) κατά μήκος της παραλίας μέχρι λίγο πριν από τον Ηλεκτρικό Σταθμό του Η.Σ.Α.Π.

 

Εκεί από την εποχή ακόμα που οι οδικές μεταφορές ήταν ανύπαρκτες λόγω έλλειψης οδικού δικτύου και μεταφορικών μέσων, κατέφθαναν καΐκια από όλα τα μέρη φορτωμένα φρούτα και λαχανικά. Στο ίδιο σημείο συγκεντρώνονταν έμποροι, μεταπράτες, λογιστές, αγοραστές και πωλητές. Από την πλευρά του δρόμου πλήθος αμαξών συγκεντρώνονταν για την μεταφορά των φορτίων που ξεφόρτωναν τα καΐκια. Αναμεσά τους περιφέρονταν και πλήθος ατόμων που εκμεταλλευόμενοι την απρόσμενη συνάθροιση πλήθους, άρπαζαν την ευκαιρία είτε να πωλήσουν την πραμάτεια τους (σαλέπι, μπουγάτσες, κουλούρια, λαχεία, τσιγάρα, χάνδρες και κομπολόγια) είτε μικροαπατεώνες που ευελπιστούσαν να αρπάξουν πάνω στον συνωστισμό κάποιο πορτοφόλι ή να εκμεταλλευτούν με κάποια μικροαπατεωνιά που είχαν εκ του προτέρου σκαρφιστεί, κάποιον περιπλανώμενο αγαθό τύπο, που βρέθηκε στην πλώρη τους.

 

Γέμιζε λοιπόν ο τόπος από φωνές, καυγάδες, συμπλοκές, διαφωνίες αλλά και πετυχημένα αλισβερίσια εμπόρων. Τα καΐκια κατέφθαναν πριν ακόμα ξημερώσει φορτωμένα με τα φρούτα και τα λαχανικά και όλη η διαδικασία έπρεπε να γίνει πολύ γρήγορα ώστε να διοχετευθούν εγκαίρως στην αγορά. Στην προβλήτα ανάμεναν οι εργάτες του λιμανιού (φορτοεκφορτωτές) να ξεφορτώσουν τα σακιά και τα καλάθια μέσα σε καροτσάκια χειρομεταφοράς. Αυτά τα καρότσια μετά τα πήγαιναν και τα ξεφόρτωναν λίγα μέτρα πιο κάτω στα υπόστεγα των εμπόρων. Οι πωλητές πριν ακόμα φθάσουν τα καρότσια στα υπόστεγα τα είχαν κοζάρει και έτρεχαν να δώσουν το καπάρο για το κλείσιμο…

 

Και να οι τσακωμοί που αποτελούσαν την χαρά των μικροαπατεώνων που μέσα σε αυτούς μπορούσαν να κάνουν την κατεργαριά τους ανενόχλητα, αφού οι φωνές και τα σπρωξίματα κάλυπταν τις ύποπτες κινήσεις τους.

Μετά το καπάρο από τον αγοραστή στο υπόστεγο του εμπόρου, έρχονταν ο ζυγιστής με το καντάρι και ζύγιζε τα σακκιά. Το μέτρημα τότε γίνονταν φυσικά σε οκάδες. Το ζύγι καταγράφονταν και ακολουθούσε η φόρτωση των ζυγισμένων προϊόντων από τα υπόστεγα προς τα μεταφορικά μέσα, που σε λίγο θα έπαιρναν τον δρόμο για τα μαγαζιά ή τις αγορές.

Τα Λεμονάδικα έγιναν πλέον γνωστά από το γνωστό τραγούδι του Παπάζογλου. Άλλοι γνωστοί ερμηνευτές του υπήρξαν οι Εσκενάζυ, Περπινιάδης, Ρούκουνας, Μπέλλου κι ο Ζαγοραίος, χωρίς να αποκλείσουμε βέβαια και τόσους άλλους που το έχουν ερμηνεύσει.

 

Κάτω στα Λεμονάδικα

Έγινε φασαρία,

Δυό Λαχανάδες πιάσανε

Που κάναν την κυρία!..

 

Οι πορτοφολάδες (Λαχανάδες) δούλευαν πάντα δύο. Ο ένας (ο χρυσοδάκτυλος) έπαιρνε τα λεφτά (λάχανα ονόμαζαν τα μεγάλα προπολεμικά χαρτονομίσματα, ενώ το πορτοφόλι το έλεγαν παντόφλα) και τα έδινε αμέσως στον άλλο, ώστε εάν είχε γίνει ορατός από κάποιον, να μην βρίσκονταν τα χρήματα πάνω του. Ο δεύτερος είχε κρυψώνα που τα εξαφάνιζε μέχρι να βεβαιωθούν ότι δεν τους πήραν είδηση. Για τους σεσημασμένους βεβαίως (αυτούς δηλαδή που είχαν συλληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν και είχαν μητρώο) η μη εύρεση του πορτοφολιού ή των χρημάτων πάνω τους δεν αποτελούσε αιτία απαλλαγής, καθώς μια και μόνο μαρτυρία κατηγορίας, ήταν αρκετή να τους στείλει μέσα! Η απόκρυψη του πορτοφολιού είχε να κάνει μόνο με την υπόληψη του δράστη, ως μάγκα λαχανά, αφού μετά την αποφυλάκισή του, θα μπορούσε να εμφανισθεί ξανά στα Λεμονάδικα με το κεφάλι ψηλά, λέγοντας ότι η Αστυνομία δεν κατάφερε να βρει δικό του κλεμμένο.  Οι παρακάτω στίχοι του ίδιου τραγουδιού το αναφέρουν:

Κυρ αστυνόμε μη βαράς,

γιατί κι εσύ το ξέρεις

Πως η δουλειά μας είναι αυτή

Και ρέφα μη γυρεύεις

 

Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1934, αλλά ο δημιουργός του ο Παπάζογλου, ζούσε αυτές τις εμπειρίες από την καταστροφή του ’22 και μετά που κατέφθασε πάμπτωχος στον Πειραιά. Ο ίδιος τραγουδούσε στα Λεμονάδικα με ανταμοιβή το φιλοδώρημα των περαστικών, που πετούσαν χρήματα σε δίσκο που είχε μπροστά του.

 

Πηγή: pireorama.blogspot.com







Το τραγούδι που θα άφηνε τον Τσιτσάνη στην ίδια τάξη

 


Ο "Τσιτσάνης στην Παραγουάη" είναι τραγούδι του 1939. Πρόκειται για ένα ξεχωριστό χασάπικο που κατέχει ιδιαίτερη θέση στην Τσιτσανική δημιουργία. Για ένα λόγο περισσότερο, γιατί γράφτηκε πολύ νωρίτερα όταν ο Τσιτσάνης ήταν ακόμα μαθητής Γυμνασίου. Εξαιτίας του ο συνθέτης από τα Τρίκαλα λίγο έλειψε να μείνει στην ίδια τάξη. 

 

Ο ίδιος ο συνθέτης μιλά για την πρώιμη δημιουργία του, τραγούδι που συνέθεσε όντας ακόμα μαθητής του γυμνασίου:

 

Δεν ξέρω πώς, έτσι μου βγήκε, μου φάνηκε ωραίο, εξωτική χώρα άλλωστε η Παραγουάη, αλλά και για να πειράξω λίγο τον καθηγητή της Γεωγραφίας, που ήταν περίεργος και στρυφνός και με είχε κόψει στο μάθημά του, κάνω την Παραγουάη παραθαλάσσια χώρα και γράφω: «Μες στην Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι». Το τραγούδι αυτό το τραγουδούσαμε με την τάξη μου στην εκδρομή. Ο καθηγητής μου το άκουσε και πειράχτηκε πολύ, με κάλεσε στο γραφείο και μου λέει: «Ώστε, κύριε Τσιτσάνη, η Παραγουάη έχει φίνο ακρογιάλι; Έλα λοιπόν το Σεπτέμβριο να μας το δείξεις πού είναι». Πέρασα ένα καλοκαίρι κάτω από τη μουριά με το μπουζούκι και τη Γεωγραφία.

 

Ακούστε το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=E8SEApTFK30

 

Όταν ερωτήθηκε ο Β.Τσιτσάνης στα νεότερα χρόνια για την αγεωγράφητη αυτή αναφορά του απάντησε: ''Εδώ είμαστε γεμάτοι ακρογιάλια και ολόκληρη Παραγουάη δεν έχει μια θάλασσα;''

 

Το καλοκαίρι τώρα, σε κάποια φίνα χώρα
θα πάμε να γυρίσουμε μαζί
μακριά σε ξένα μέρη κι ο κόσμος μη σε μέλλει
ποτέ να μη σου καίγεται καρφί

 

Μες στην Παραγουάη, σε φίνο ακρογιάλι
θα στήσουμε τσαντίρι ζηλευτό
θα πίνουμε σαμπάνια, πριν πάμε για τα μπάνια
με μπουζουκάκι έξυπνο τρελό

 

Πηγή: fosonline.gr

          youtube.com





Εμφάνιση της Παναγίας Φανερωμένης Λευκάδας σε ένα ζευγάρι Βολιωτών



 

Ένα απόγευμα, το Καλοκαίρι του 2012, κατά την διάρκεια του Αποδείπνου, ένα ζευγάρι στέκονταν για αρκετή ώρα ακίνητο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Όταν ρωτήσαμε να μας εξηγήσουν την αιτία αυτής της στάσης τους μας διηγήθηκαν τα εξής:

Είχαμε βρεθεί στη Λευκάδα, πριν δύο χρόνια, για διακοπές. Την τελευταία ημέρα καθώς αποχαιρετούσαμε τους ιδιοκτήτες των ενοικιαζομένων δωματίων όπου είχαμε διαμείνει, μας ρώτησαν αν μέσα σε όσα επισκεφτήκαμε στο νησί ήταν και το Μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης. Εμείς τότε δεν είχαμε επαφή με την Εκκλησία και το να επισκεφθούμε ένα Μοναστήρι, και μάλιστα κατά τις ημέρες των διακοπών, ήταν από τα πράγματα που δεν θα προγραμματίζαμε. Όμως μιας και είχαμε αρκετό χρόνο και μας είπαν ότι η Μονή είναι κοντά αποφασίσαμε να δούμε και αυτό το «αξιοθέατο» (έτσι το αντιλαμβανόμασταν).

Καθώς ανηφορίζοντας προσπεράσαμε το χωριό Φρύνι, αμφιβάλλαμε για το αν είχαμε ακολουθήσει τη σωστή κατεύθυνση. Σε κάποιο σημείο του δρόμου λίγο πριν τη Μονή, όπου κατεβαίνει ένας χείμαρρος και ο δρόμος σχηματίζει πέταλο, συζητούσαμε την απορία μας.

Τότε συναντήσαμε μια γυναίκα που κατέβαινε από τον λόφο. Το παράστημά της ήταν επιβλητικό, φορούσε μακριά ανοιχτόχρωμα ρούχα και όλη η εμφάνισή της ήταν εντυπωσιακή. Όταν την πλησιάσαμε σταθήκαμε και τη ρωτήσαμε εάν γνωρίζει πού είναι η Μονή της Παναγίας και αν πηγαίναμε σωστά. Τότε αυτή μας απάντησε με μειλίχια καθαρή φωνή: «Σωστά πηγαίνετε. Το Μοναστήρι είναι λίγο πιο πάνω. Και εγώ από εκεί έρχομαι και σε λίγο θα επιστρέψω. Και εγώ εκεί μένω. Θα σας ξανασυναντήσω εκεί». Ήταν η φωνή της σαν δροσερή αύρα μέσα στο κάμα του μεσημεριού.

Την ευχαριστήσαμε και συνεχίσαμε τον δρόμο. Καθώς όμως βρεθήκαμε στην απέναντι πλευρά στο πέταλο του δρόμου, κοιτάξαμε να δούμε ξανά αυτή την γυναίκα, αλλά δεν υπήρχε πουθενά κανείς. Σκεφθήκαμε ότι ίσως να λιποθύμησε από τον καύσωνα, και αφού σταματήσαμε κατεβήκαμε να την βρούμε. Αλλά μάταια. Φωνάξαμε, τρέξαμε προς τα κάτω, αλλά καμία απόκριση. Είχαμε αρχίσει να σαστίζουμε. Μπήκαμε τέλος στο αμάξι μας και μείναμε αμήχανοι και ακίνητοι για αρκετή ώρα. Όταν ξεκινήσαμε κάνεις δεν είχε διάθεση να συζητήσουμε. Βρισκόμασταν σε βαθειά απορία.

Μετά από λίγα μέτρα φθάσαμε στη Μονή. Ήταν μεσημέρι και δεν είχε κόσμο. Και εμείς, ως τουρίστες παρά ως προσκυνητές, επισκεπτόμασταν και περιεργαζόμασταν τις αυλές, το Μουσείο, την θέα προς τη θάλασσα, χωρίς να μπούμε στον Ιερό Ναό της Παναγίας. Για εμάς τότε αξία είχαν όλα τα υπόλοιπα. Όλη αυτή την ώρα δε, συνεχίζονταν η αμήχανη σιωπή μας. Μετά από λίγα λεπτά πήραμε τον δρόμο προς την έξοδο και καθώς βλέπαμε άλλους να μπαίνουν στον Ιερό Ναό, νωχελικά τους ακολουθήσαμε από περιέργεια.

Είχαμε καιρό να μπούμε σε Εκκλησία και γι’ αυτό μας δημιουργούσε κατάνυξη το καθετί. Καθίσαμε και η σκέψη μας ξεκουράζονταν μαζί με το σώμα μας. Κάποια στιγμή προσέξαμε ότι όλοι έμπαιναν στο δεξιό μέρος του Ιερού και προσκυνούσαν. Αφού έφυγαν όλοι σηκώθηκε πρώτα ο σύζυγός μου και πήγε και αυτός στο χώρο εκείνο. Στεκόταν ακίνητος και κοιτούσε αποσβολωμένος προς μία εικόνα. Εγώ τον κοιτούσα με ανησυχία διότι δεν είναι άνθρωπος που εντυπωσιάζεται ή εκδηλώνεται εύκολα. Πήγα κοντά του να τον ρωτήσω τί συμβαίνει. Όταν αντίκρισα την Εικόνα που κοιτούσε έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου.

Στην Εικόνα της Παναγίας της Φανερωμένης αναγνωρίσαμε τη γυναίκα που είχαμε συναντήσει στον δρόμο προηγουμένως. Το πρόσωπό της, το χαμόγελό της, τα ρούχα της ήταν ξανά μπροστά μας. Καθώς από τα μάτια μας έτρεχαν δάκρυα θυμηθήκαμε ότι μας είχε πει: «Θα σας συναντήσω ξανά εκεί στο Μοναστήρι».

Μετά από αυτή την συνάντηση άλλαξε η ζωή μας. Αναζητήσαμε τον Θεό και γνωρίσαμε την Εκκλησία Του. Καταλάβαμε ότι είμαστε μέλη του Σώματος του Χριστού και ότι η Εκκλησία είναι το υπόλοιπο Σώμα Του. Εξομολογούμαστε και κοινωνούμε τακτικά διότι εκεί βρήκαμε το αληθινό νόημα της ζωής.

 

Πηγή: Περιοδικό «Φανερωμένη», Τριμηνιαία έκδοση, τ. 28 Απρίλιος- Ιούνιος 2017.

Πηγή: pemptousia.gr



 

Η καλλιέργεια του καπνού στην Ξάνθη


 

Η καλλιέργεια του καπνού, ήταν πολύ διαδεδομένη στην περιοχή της Ξάνθης. Η πολύ αρωματική ποικιλία του καπνού «μπασμάς», υπήρξε και είναι ακόμη και σήμερα περιζήτητη από τις καπνοβιομηχανίες ώστε να αρωματίσουν τα χαρμάνια τους. Έτσι η καλλιέργεια του μπασμά, αποτέλεσε τη βασική ενασχόληση των κατοίκων και βοήθησε σημαντικά στην επιβίωση και στην ανάπτυξη του χωριού. Τα χρήματα από την πώληση του καπνού, τους εξασφάλιζαν όλα τα είδη πρώτης ανάγκης ή και τη δυνατότητα να αγοράσουν επιπλέον ζώα και χωράφια. Δυστυχώς όμως αυτά τα χρήματα έβγαιναν με πάρα πολύ κόπο και με τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία, ολόκληρης της οικογένειας από τα μικρά παιδιά μέχρι και τους ηλικιωμένους. Τα μέσα καλλιέργειας και επεξεργασίας ήταν πρωτόγονα και η κοπιαστική ενασχόληση με τον καπνό διαρκούσε όλο το χρόνο.


Αρχικά, στο τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου έσπερναν το σπόρο του καπνού σε ειδικά διαμορφωμένο έδαφος, ώστε να γίνουν τα φυτά. Η φροντίδα των φυτών έτσι ώστε να γίνουν κατάλληλα για τη μεταφύτευσή τους, ήταν καθημερινή με πότισμα και ξεβοτάνισμα. Απαιτούσε πολύ προσοχή και κόπο, η σωστή διαμόρφωση του εδάφους και η φροντίδα των φυτών, έτσι ώστε να μη σαπίσουν και να φτάσουν στο κατάλληλο μέγεθος.


Παράλληλα, προετοιμαζόταν το καπνοχώραφο. Το χώμα έπρεπε να είναι πολύ αφράτο και για να γίνει αυτό, απαιτούνταν όργωμα (που γινόταν με τα ζευγάρια και το αλέτρι) αρκετές φορές από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη. Πριν γίνει η μεταφύτευση, οργωνόταν πάλι και μετά γινόταν το «σβάρνισμα», με τα ζώα και τη σβάρνα, που κατασκεύαζαν με ξύλα και κλαδιά, η οποία έσιαζε το χώμα. Πάνω στη σβάρνα χρειαζόταν να ανέβει ο αγρότης και πολλές φορές και κάποιο από τα παιδιά του για να έχουν το απαραίτητο βάρος ώστε να πατηθεί καλά το χώμα. Αυτό ήταν και το μόνο στάδιο που απολάμβαναν τα παιδιά, που το έβλεπαν σαν παιχνίδι και το διασκέδαζαν όταν τους έσερναν μέσα στο χωράφι τα ζώα. Βλέπετε τότε ούτε παιχνίδια, ούτε ποδήλατα υπήρχαν για να παίξουν τα παιδιά και ότι δεν ήταν κοπιαστικό το είχαμε για παιχνίδι.

Αμέσως μετά το πανηγύρι της εκκλησίας μας στις 21 Μαΐου, συνήθως άρχιζε η φυτεία. Ξεκινούσαν νωρίς το πρωί και αφού πότιζαν τα φυτά και μαλάκωνε το χώμα, ξερίζωναν με προσοχή όσα θα μπορούσαν να φυτέψουν καθημερινά. Τα τοποθετούσαν σε κοφίνια και τα κουβαλούσαν στο καπνοχώραφο. Εκεί με τα χέρια και το φυτευτίρι έβαζαν στο χώμα, ένα ένα όλα τα φυτά. Ήταν η πιο δύσκολη δουλειά. Κάποιος από την οικογένεια, φρόντιζε το πότισμα των μεταφυτευθέντων φυτών και κουβαλούσε νερό, συνήθως από μακριά και τα πότιζε προσεκτικά ένα ένα, ώστε να μην ξεραθούν. Δούλευαν ασταμάτητα έως το βράδυ και αυτό συνεχιζόταν καθημερινά μέχρι να τελειώσει το φύτεμα όλου του χωραφιού ή να έρθει η 30η Ιουνίου, που τελείωνε η περίοδος της φυτείας.

Στο μεταξύ, όσα καπνά είχαν φυτέψει αρχικά, είχαν ήδη μεγαλώσει και χρειαζόταν τσάπισμα για να κοπούν τα αγριόχορτα και να αναπτυχθούν σωστά. Ξεκινούσαν λοιπόν το τσάπισμα, το οποίο διαρκούσε συνήθως από μία έως δύο εβδομάδες. Τα καπνά ήταν πλέον σε ύψος περίπου μισού μέτρου και μπορούσε να ξεκινήσει η συγκομιδή.

Για να είναι εφικτή η συγκομιδή, χρειάζονταν τα φύλλα του καπνού να διατηρούν ορισμένη υγρασία. Μέσα στο κατακαλόκαιρο, μόνο τη νύχτα μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό. Έτσι λοιπόν, ξεκινούσαν από τη μία μετά τα μεσάνυχτα και με το φως των φαναριών και των λουξ (πολύ πιο φωτεινά από τα απλά φανάρια) και άρχιζαν τη δουλειά μέσα στη νύχτα. Όλος ο κάμπος της Ξάνθης φεγγοβολούσε από τα λουξ, κανένα χωριό δεν κοιμόταν αμέριμνο, όλοι ήταν στα χωράφια και μάζευαν φύλλο φύλλο τον πολύτιμο καπνό, μέχρι να βγει ο ήλιος που μάραινε τα φύλλα και έτσι μετά τις 9 το πρωί αναγκάζονταν να σταματήσουν.

Η συγκομιδή γινόταν σε πέντε στάδια (χέρια). Οι αγρότες αποσπούσαν (έσπαζαν) από τα καπνόφυτα τα φύλλα του καπνού που ήταν ώριμα, δηλαδή κιτρίνιζαν ελαφρά. Η σταδιακή ωρίμανση των φύλλων, επέβαλε το «σπάσιμο» (όπως έλεγαν τη συγκομιδή), να γίνεται σε πέντε «χέρια»: το πρώτο ή πατόφυλλα, το δεύτερο ή μάνα με τα μεγαλύτερα σε μέγεθος φύλλα, το τρίτο ή κουβαλαμά, το τέταρτο ή ούτσαλντι και τέλος το πέμπτο ή ούτσια που ήταν πολύ μικρά φυλλαράκια κοντά στην κορυφή του φυτού εξαιρετικής ποιότητας και με έντονο άρωμα. Τα φύλλα στοιβάζονταν με τη σειρά στα κοφίνια και μεταφέρονταν στο σπίτι.

Παρόλο που ήταν ξάγρυπνοι και κατάκοποι, στο σπίτι τους περίμενε επιπλέον δουλειά. Τα φύλλα έπρεπε να ξεραθούν στον ήλιο κρεμασμένα από σχοινιά. Για να περαστούν τα φύλλα στα σχοινιά, χρησιμοποιούσαν μεγάλες μεταλλικές βελόνες μήκους περίπου μισού μέτρου, με τις οποίες τρυπούσαν ένα ένα τα φύλλα. Στο μάτι της βελόνας περνούσαν σπάγκο, στον οποίο κατέληγαν τα τρυπημένα φύλλα και έτσι έφτιαχναν τα «ράμματα» ή «βέργες» που ήταν σπάγκοι μήκους 2-4 μέτρων με περασμένα φύλλα καπνού. Αυτά τα «ράμματα» τα εξέθεταν στον ήλιο για μέρες κρεμασμένα σε ξύλινα τελάρα (τις ράμκες ή λιάστρες), τις οποίες κουβαλούσαν μέσα έξω τα βράδια και όποτε συννέφιαζε ή έβρεχε, ώσπου τα φύλλα να ξεραθούν. Η διαδικασία του περάσματος των φύλλων στις βελόνες λεγόταν «τίζεμα» ή «βελόνιασμα» ή «μπούρλιασμα» και διαρκούσε μέχρι το βραδάκι. Αφού τελείωναν και τρώγανε, είχαν ελάχιστες ώρες ύπνου μέχρι να χρειαστεί να σηκωθούν πάλι από τα μεσάνυχτα και να πάνε στο σπάσιμο.

Η περίοδος αυτή της συγκομιδής, διαρκούσε μέχρι τα τέλη του Σεπτέμβρη. Τα ξηρά φύλλα στα ράμματα, αποθηκεύονταν και με τα πρωτοβρόχια περίπου στον Άη Δημήτρη, μαλάκωναν λίγο και μπορούσε να ξεκινήσει η επόμενη φάση που ήταν το «παστάλιασμα».

Στο παστάλιασμα, τα φύλλα έβγαιναν από τα ράμματα και στοιβάζονταν ένα ένα σε «παστάλια» (ματσάκια από φύλλα) που τα συσκεύαζαν σε σφιχτοδεμένα δέματα. Τότε γινόταν και η διαλογή των φύλλων, ώστε να βγουν τα ακατάλληλα φύλλα από την τελική σοδειά και να επιτευχθεί η άριστη ποιότητα για την οποία φημίζονταν τα καπνά της Ξάνθης. Το παστάλιασμα διαρκούσε μέχρι τα τέλη του Φλεβάρη και επιτέλους η σοδειά ήταν έτοιμη και συσκευασμένη. Ούτε ανάσα δεν προλάβαινε να πάρει η οικογένεια και ο κύκλος έπρεπε να ξαναρχίσει για την επόμενη σοδειά.

Πόσες φορές πέρναγε το ίδιο φύλλο από τα χέρια του αγρότη μέχρι να καταλήξει συσκευασμένο στο δέμα; Πόσο κόπο κατέβαλλαν οι αγρότες για να καταλήξουν με τη σοδειά του καπνού στην αποθήκη τους; Πόσες ώρες πάλευαν με τον καιρό, την εξάντληση, την αϋπνία, τη δίψα και την πείνα στο χωράφι; Πόσο πόνο υπέφεραν από τη σωματική καταπόνηση; Κανείς που δεν το έζησε δεν μπορεί να το κατανοήσει πλήρως.

Επιπλέον εκτός από την καλλιέργεια του καπνού οι αγρότες είχαν και άλλες κοπιαστικές εργασίες. Έσπερναν τα σιτάρια με τα βόδια και τα θέριζαν με τα χέρια, καλλιεργούσαν καλαμπόκι και κριθάρι για ζωοτροφές, λαχανικά για να τρέφονται οι ίδιοι, συντηρούσαν τα οικόσιτα ζώα, περιποιούνταν το αμπέλι τους και έβγαζαν κρασί. Καμία από τις σημερινές ευκολίες στις αγροτικές ή στις οικιακές εργασίες δεν τους ήταν τότε διαθέσιμη. Η ζωή του αγρότη σήμαινε ατελείωτη δουλειά από το ξημέρωμα, ή και πολύ πιο νωρίς όταν είχαν τη συγκομιδή του καπνού, μέχρι αργά το βράδυ χωρίς διακοπή, χωρίς εξαιρέσεις για κανένα μέλος της οικογένειας.

Εκτός όμως από τη σωματική και φυσική καταπόνηση, ο αγρότης δυστυχώς τα πρώτα χρόνια έπρεπε να υποστεί και την προσβολή της αξιοπρέπειάς του κατά τη διαδικασία της πώλησης. Μέχρι το 1963, τον έλεγχο των τιμών στην αγορά του καπνού είχαν αποκλειστικά οι έμποροι, οι οποίοι προσπαθούσαν να αγοράσουν σε πολύ χαμηλές τιμές τις σοδειές των αγροτών και για αυτό το σκοπό, ακολουθούσαν μια καλά σχεδιασμένη αλλά και εξαιρετικά επικερδή για τους ιδίους, τακτική.

Πριν ακόμη αρχίσει η πώληση, οι αντιπρόσωποι των εμπόρων γυρνούσαν στα σπίτια και βαθμολογούσαν τις σοδειές ανάλογα με την ποιότητά τους. Κάποια καπνά τα αξιολογούσαν ως πρώτης ποιότητας, άλλα δεύτερης και κάποια ως τρίτης. Χαιρόταν ο αγρότης που είχε καπνά πρώτης ποιότητας γιατί ήλπιζε ότι θα τα πουλήσει σε καλή τιμή, αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ εξασφαλισμένο.

Οι καπνέμποροι έρχονταν συνήθως βράδυ, αγόραζαν ελάχιστες ποσότητες από δύο ή τρεις παραγωγούς και άνοιγαν την τιμή πώλησης, 50 δρχ το κιλό για παράδειγμα. Αμέσως μετά έφευγαν και άφηναν τους υπόλοιπους παραγωγούς με την αγωνία. Τι τιμή θα έπιανε η δικιά τους σοδειά; Οι έμποροι μετά το πρώτο άνοιγμα των τιμών, εξαφανίζονταν για λίγες μέρες και δεν αγόραζαν άλλο. Κάθε μέρα η τιμή έπεφτε και πιο χαμηλά, σε δύο μέρες ήταν 48 δρχ το κιλό.

Οι αγρότες ανησυχούσαν καθώς οι τιμές κατρακυλούσαν συνεχώς, 40, 38, 35 δρχ το κιλό. Πήγαιναν στα γραφεία των εμπόρων στην Ξάνθη και εκεί έφταναν στο σημείο να τους παρακαλούν να τους πάρουν τα καπνά τους. Αυτοί που είχαν πρώτης ποιότητας καπνό, παραποιούνταν για τις πολύ χαμηλές τιμές. Η απάντηση ήταν στερεότυπη: οι τιμές δυστυχώς πέφτουν, στην Τουρκία αγοράζουν πιο φτηνά και πηγαίνουν εκεί τα μονοπώλια, αν συμφωνείς τώρα με 32 δρχ το κιλό, έχει καλώς. Αν έρθεις αύριο η τιμή θα είναι στις 30 δρχ. Τι να έκανε και ο απροστάτευτος αγρότης; Πούλαγε με 32 δρχ το κιλό τον καπνό που με τόσο κόπο είχε φτιάξει και έλεγε και ευχαριστώ. Επιλογή δεν είχε, αν δεν πούλαγε τη σοδειά, θα μούχλιαζε και θα την πετούσε, θα έμεναν τα παιδιά του νηστικά. Χάριζε τον ιδρώτα και τον κόπο της οικογένειας για λιγοστά ψίχουλα, αλλά δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση.

Η εξευτελιστική αυτή κατάσταση, άλλαξε όταν το 1964 ο τότε υπουργός Γεωργίας της κυβερνήσεως της Ενώσεως Κέντρου, Αλέξανδρος Μπαλτατζής έδωσε νέο ρόλο στον Εθνικό Οργανισμό Καπνού (ΕΟΚ). Ο οργανισμός απέκτησε ενεργό ρόλο στην εμπορία του καπνού και διασφάλιζε την τιμή της αγοραπωλησίας. Περνούσαν οι αρμόδιοι του οργανισμού από τους αγρότες και τους έδιναν τιμή ασφαλείας. Τους έλεγαν: το καπνό σου αξίζει για 50 δρχ το κιλό. Αν βρεις καλύτερη τιμή, δώστα σε έμπορο, αν πάλι όχι, θα το αγοράσουμε εμείς στην τιμή ασφαλείας. Ήταν μεγάλη ανακούφιση αυτή για τους καπνοπαραγωγούς. Οι καπνέμποροι πλέον αναγκάζονταν να πληρώσουν τουλάχιστον την τιμή ασφαλείας για αγοράσουν τα καπνά που παλαιότερα έπαιρναν σε εξευτελιστικές τιμές και οι αγρότες έπαψαν να παρακαλούν και να εξευτελίζονται.

Δυστυχώς δεν κράτησε για πολύ η κατάσταση αυτή. Ήδη από το 1966, οι τιμές άρχισαν να πέφτουν (βλ. το τηλεγράφημα που απέστειλε ο τότε πρόεδρος του χωριού Ευστάθιος Ελευθεριάδης), ενώ με την έλευση της δικτατορίας από το 1968 και μετά, τέθηκε περιορισμός στα κιλά που κάθε αγρότης μπορούσε να πουλήσει στην τιμή ασφαλείας. Μόνο 80 κιλά από κάθε στρέμμα μπορούσαν να πωληθούν σε καλή τιμή. Για παράδειγμα όταν το 1969, είχαμε 1500 κιλά καπνό πρώτης ποιότητας, πουλήσαμε τα 900 κιλά με 50 δρχ το κιλό και τα υπόλοιπα 600 κιλά που με τόσες στερήσεις και κόπο είχαμε φτιάξει, τα δώσαμε αναγκαστικά με μόλις 10 δρχ το κιλό.

Με την πάροδο των ετών, η καλλιέργεια εγκαταλείφθηκε από την πλειοψηφία των συγχωριανών μας και αντικαταστάθηκε από την καλλιέργεια άλλων προϊόντων, όπως δημητριακών, βαμβακιού, τεύτλων και ντομάτας. Επίσης πολλοί συγχωριανοί, απασχολήθηκαν σε εργοστάσια ή δημόσιες υπηρεσίες και δε χρειάζονταν άλλο να κοπιάζουν τόσο εξαντλητικά για να ζήσουν. Στις μέρες μας η καλλιέργεια και η οικιακή επεξεργασία του καπνού έχει απλοποιηθεί πάρα πολύ και εξακολουθεί να απασχολεί αρκετές οικογένειες στην περιοχή.

 

Πηγή: laikiparadosi.blogspot.com







28 Αυγούστου 1904 - Η αρχή του αγώνα - Παύλος Μελάς (1870 – 1904)




Έλληνας αξιωματικός του Στρατού, πρωτομάρτυρας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.


Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία, όπου ο πατέρας του Μιχαήλ Μελάς (1833-1897) δραστηριοποιούταν ως έμπορος. Το 1886 εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων και εξήλθε ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού στις 8 Αυγούστου του 1891. Τον επόμενο χρόνο νυμφεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη (1872-1973), κόρη του τραπεζίτη και πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον στρατιωτικό Μιχαήλ Μελά (1894-1950) και τη χημικό Ζωή Μελά - Ιωαννίδη (1898-1996).



Υπήρξε δραστήριο μέλος της Εθνικής Εταιρείας, μιας μυστικής οργάνωσης, που είχε ως σκοπό την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος και την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων με κάθε θυσία, και έπαιξε αρνητικό ρόλο στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Με την έκρηξη του πολέμου μάχεται στα μέτωπα της Θεσσαλίας, ως διοικητής ουλαμού της 2ης Πεδινής Πυροβολαρχίας. Είναι αισιόδοξος για την έκβασή του, ώστε γράφει στους γονείς του: «...Αν ο θεός μας βοηθήση ολίγον, σύντομα θα λάβετε γράμμα μου από την Θεσσαλονίκην. Ώστε θάρρος, αγαπητοί μου γονείς, θάρρος και πεποίθησιν· διότι και αν φέρη ο διάβολος, να νικηθώμεν, θα νικηθώμεν παλικαρίσια...». Δέκα μέρες αργότερα, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τον απογοητεύει και τον αηδιάζει. «Οι ηλίθιοι που φωνάζουν εναντίον του (εννοεί τον διάδοχο Κωνσταντίνο) έπρεπε να είναι εις την Λάρισσαν την επαύριο, της ατίμου, ατίμου, ατίμου φυγής μας, δια να ιδούν την κατάστασιν του στρατού και ν’ αντιληφθούν αν ήτο δυνατόν να κάμη μαζί του ένα βήμα προς τα εμπρός...» γράφει εκ νέου στους γονείς του.



Στις αρχές του 20ου αιώνα τον απασχολεί έντονα η κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και τον ανησυχεί η δράση των κομιτατζήδων, που επιδιώκουν την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Τον επηρεάζει έντονα ο Μακεδόνας πεθερός του Στέφανος Δραγούμης, ενώ έχει πληροφόρηση από πρώτο χέρι από τον αδελφό της γυναίκας του Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετεί ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι (σημερινή Μπίτολα ΠΓΔΜ).



Τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους λογαχούς Αλέξανδρο Κοντούλη και Αναστάσιο Παπούλα και τον ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη, συμμετέχει σε μυστική αποστολή στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (Μίκης, από το όνομα του γιου του Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα της κόρης του Ζωής, που τη φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα), κατόπιν εντολής της κυβέρνησης Θεοτόκη. Η ομάδα των τεσσάρων αξιωματικών, συνοδευόμενη από μακεδόνες αγωνιστές, δραστηριοποιήθηκε στη δυτική Μακεδονία, αλλά οι κινήσεις της έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους, οι οποίοι ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την ανάκλησή τους. Έτσι, ο Μελάς μαζί με τους τρεις άλλους αξιωματικούς επέστρεψαν στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου.



Τον Ιούλιο, ενώ υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησε 20ήμερη άδεια και έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στη Μακεδονία. Στο πλαστό διαβατήριό του αναγραφόταν το όνομα Πέτρος Δέδες και ως επάγγελμα δήλωνε ζωέμπορος. Μόλις έφθασε στην Κοζάνη συναντήθηκε με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και αποφασίστηκε η συγκρότηση ενόπλων σωμάτων με τη στρατολόγηση ανδρών από τις γύρω περιοχές και η ανάληψη άμεσης δράσης στη Δυτική Μακεδονία. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου γεμάτος αισιοδοξία για την έκβαση του Αγώνα.



Μετά από 15 ημέρες ζήτησε κι έλαβε τετράμηνη άδεια από το στράτευμα για να αναλάβει επίσημα την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Καστοριάς και του Μοναστηρίου, κατόπιν υπόδειξης του Μακεδονικού Κομιτάτου. Λίγο πριν από την αναχώρησή του εξομολογείτο στη γυναίκα του: «...Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχίαν που αφήνω· αισθάνομαι ότι μ’ όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήραν μου ο βίος ο οποίος μου αρμόζει περισσότερον είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ’ από τινος δεν ηξεύρω τι έπαθα· έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τ’ αλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονίαν». Και από τη Λάρισα συμπλήρωνε με νέο γράμμα προς την σύζυγό του, ωσάν να προαισθανόταν το τέλος του: «...Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν, ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και εγώ την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν γνώμην περί τούτου...».



Στις 28 Αυγούστου ο Καπετάν Μίκης Ζέζας διέβη τα σύνορα, συνοδευόμενος από αρκετούς Μακεδόνες, Λάκωνες και Κρήτες, και στα μέσα Σεπτεμβρίου στρατοπέδευσε στην περιοχή της Καστοριάς. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 εισήλθε στο χωριό Στάτιστα για να αναπαυτεί αυτός και οι άνδρες του. Όμως, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος, προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση, ειδοποίησε τις οθωμανικές αρχές. Επί τόπου κατέφθασε ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από 150 άνδρες και στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά στην οσφυϊκή χώρα και μετά από μισή ώρα άφησε την τελευταία του πνοή.


Πηγή : mixanitouxronou.gr



Ονομασίες Δέντρων, φυτών και φρούτων (Στα Ποντιακά)

 

 

 

αγγούρια = αγγούρα
άνηθο = αντισόν
αρακάς = πιζέλ'
αχλαδιά, αχλάδι = απίδ
βερυκοκιά, βερύκοκο = Ζερτέλ' και καΐσ
βλήτα = χοσχοράνα
βυσσινιά,βύσσινο = βύσνα
δαμασκηνιά,δαμάσκηνο = κοκκύμελον
δυόσμος = δέσμον
ελιά = ελαία
καλαμπόκι = τσουπάδ
καρότο = δαυκίν
καρπούζι = καρπούζ'
καρυδιά, καρύδι = καρύδ'
καστανιά, κάστανο = κάστανον
κερασιά, κεράσι = κεράσ'
κορομηλιά, κορόμηλο = κοκκύμελον
κουκιά = φάβατα
κρανιά, κράνι = κράν'
κρεμύδι = κρομύδ'
κυδωνιά, κυδώνι = κυδών'
λεμονιά, λεμόνι = λεμόν'
μαϊντανός = γάραμσον
μανιτάρια = κουκουβάκας
μανταρινιά, μανταρίνι = νεράντζα
μαρούλι = μαρούλ'
μελιτζάνες = μαντζάνας
μηλιά, μήλο = μήλον
μουριά, μούρο = συκάμενον και τουτ'
μουσμουλιά, μούσμουλο = μέσπιλον, νέσπιλον, πεμπελίδ'
παντζάρι = σεύτελον, και κοκκινογούλ'
πατάτα = καρτόφ', (καρτόφα πληθυντ)
πεπόνι = καβούν'
πορτοκαλιά, πορτοκάλι = πορτοκάλ'
πράσο = πράσον
ρεβύθια = νοχούτα
ροδακινιά, ροδάκινο = ροδάκ'
ροδιά, ρόδι = ρουδ'
ρεπάνι = ρέφανον
σέλινο = κερεβίζ'
σταφύλι = σταφύλ' τσαμπί = βοτρύδ'
σταφίδες = τσαμίντζα
συκιά, σύκο = Σύκον
φακές = φακή
φασόλια = φασούλια
φουντουκιά, φουντούκι = λεφτοκάρ'
φράουλες = χαμούφτας
χόρτα άγρια φαγώσιμα = παλτουράνα

 

Πηγή: santeos.blogspot.com





ΚΩΤΣΙΟΥΣ ΚΙ ΒΑΣΙΛΟΥ



                             (Μνήμες από Ζάλοβο)                

     Κόντιβι oυ Δικαπινταύγουστους στου Ζάλοβου, κι γιόμσαν τα σπίτια απού κόσμου, ήρθαν απ΄ν΄Αθήνα, ήρθαν απ΄τ΄ Σαλουνίκ(η), ήρθαν κι απ΄του Γριβινό .

 

     Ήρθι κι ου Κώτσιους απ΄ν΄Αθήνα, μι καμμιά δικαπινταριά μέρις άδεια να ξαπουστάσ κι να δει τς΄γονίδις κι τς΄φίλ τ. Οι γονίδις όμους τ΄Κώτσιου, Γιώρτς κι Λισσάβου βάλθκαν να τουν παντρέψν γιά να μην ξαναφύγ(ι)· γιατί είχι τρανέψ ου Κώτσιους, κι είχι πατήσ τα 32.

 

   -Λισσάβου!! Μό Λισάβου!!Που είσι μα;

 

   -Ιδώ είμι Γιώργ(η)!! Φκιάνου πατάτις ξνές γιά του γιόμα!

 

   -Πάλι μα! Μπιζέρτσα! Όλου πατάτις ξνές, φασούλια, πέτουρα, τραχανουπάπαρα, κουρκούτ χουρίς καντίπουτα μέσα! Όλου τέτοια φαϊά φκιάντς, που δεν έχν κριάς!  Λοιπόν τώραϊα πού έρχουμαν σπίτ, είδα τουν Κίτς τς΄ Στέφινας που έσφαζι ένα παλιουτράϊ. Τουν είπα να μι κόψ κανά δυό ουκάδις από πισνό πουδάρ· σύρι ύστιρα κι πάρτου, κι να του βάλτς ταχιά τς΄ Παναΐας στουν ταβά μι πατάτις στου φούρνου, γιατί έχουμι απ΄τν Πασκαλιά να ζκαλίσουμι κάνα δόντ(ι).

 

   -Ότ΄πείς ισύ Γιώργ(η)!

 

   -Λοιπόν! Άλλου σι θέλου τώραϊα! Ιμένα τήρα μα! Όντα σι κρένου να μι τηράς κι να μη τηράς κατ΄ τς΄Γκριντάδις! Τουν Κώτσιου πρέπ να τουν παντρέψουμι τώρα πούρθι, τα χρόνια πιρνούν κι θα μας απουμείν ουδιέτς, πέτουν κι συ τίπουτα. Είδις τι μας γράφ ου μπάρμπας τ΄ ου Μκόλας απ΄ ν Αθήνα, ότι δεν καμ γιά Μπακάλτς κι δεν τουν χράζιτι άλλου αφού δεν ξέρ να καμ λουγαριαζμό κι δεν τουν κόβ(ει) κι πουλύ.

 

   -Α ρα κάψουΓιώργ(η)! Σάματ ιγώ δε θέλου να φκιάσ φαμπλιά του πιδί μ κι να είνι ιδώ κουντά μι τι μάς!

 

   Του βράδ στου τραπέζ άνκξει κουβέντα ου Γιώρτς.

 

   -Κώτσιου! Πιδί μ τράνιψις, πάτσις τα 32 πρέπ να παντριφτείς, κι να κάτς ιδώ στου χουριό, τα χρόνια πιρνούν κι άμα δεν του πάρτς απόφασ, θά απομείντς μόναχους χουρίς φαμπλιά. Ύστιρα  είνι κι τ΄άλλου, ιγώ κι η μάννα σ΄ τρανιψάμι. Ποιός θα μας τηρήσ στα γιράματα;

 

   -Καλά ρα πατέρα! Άφκημι να του σκιφτώ λίγου.

 

   -Δεν εχ(ει) να σκιφτείς καντίπουτα ντιπ! Πάρτου απόφασ  στ΄βράς κουλνάει του σίδηρου. Ιγώ παλιά είχα συμφωνείσ' μι του Νάσιου να μας δώσ  τ΄Βασίλου. Καλό κουρίτσ φαίνιτι, τι λες;

 

   -Ποιά Βασίλου λες; Τ΄Νάσιου κι τς Λιξάντρους άπ΄τουν απάν του μαχαλά; Αύτή είνι πουλύ χουντρή!! Άμα τ΄πάρουμι αυτήν, πρέπ νά φαρδύνουμι όλις τς θύρις απ΄του σπίτ γιά να μη σφηνώσ πθινά!

 

   -Δεν μας βλάφτ αυτό! Ιμάς μας νοιάζ να είνι καλή στα χουζμέτια κι στου θ'κέλ, καλό κουρίτσ, κι καλή γκουκυρά.

 

   -Δεν παίρνιτι εύκουλα τέτοια απόφασ πατέρα.

 

   -Άνκξ τα μάτια σ ! Θα τ΄χαλέψ κάνας άλλους κι θ΄απομείνουμι ουδιέτς. Ιγώ παρά λίγου δεν θα πρόφτινα να τν΄πάρου τ΄μάννα σ, τ΄χάλεβι ένας Μχάλτς απ΄τς  Ζαπαντέ, ίσια που πρόφτασα κι ν΄πήρα. Άσι που κι ου Νάσιους θα βιάζιτι να τ΄δώσ΄ τ΄ Βασίλου, γιατί έχ(ει) άλλις τρείς απου πίσου γιά παντρά.

 

   -Καλά ρα  πατέρα, να ιδώ κι τ΄Βασίλου ταχιά τ΄χαραή σν΄Ακκλησιά πως είνι; Έχου τρία χρόνια νά ν΄ιδώ· ύστιρα είνι κι η προίκα, τι θα μι δώσ ου Νάσιους;

 

   -Άκσι να σι πω! Θά χαλέψουμι τ΄αμπέλ πού έχ(ει) στ΄Ντραγασιά, μι φαίνιτι ότι είνι ουχτώ στρέμματα, κι είνι κουντά μι του θκο μας σ΄Πανόπλ, γιά να μη μας τρώει η στράτα. Ένα κήπου στουν Καλβάρ γιά καμμιά σαλάτα. Απού γίδις θα χαλέψουμι ν' κανούτα, τ΄ Σιούτα κι τ΄ Γκόρμπα που είνι γαλάρις, κι γιννούν όλου ντουντουμάρκα γιά να μη μας λείπιτι του τυρί, η παπάρα τ  χαραή κι του σφαχτό τν΄Πασκαλιά. Aρνίτια δεν χραζουμέστι, έχουμι μπόλκα, ιπρουχτέ η μάννα σ έβαλι άλλις δυό κλουσσαριές. Καμμιά δικαριά λίρις, φουρισιές, κατασάρια, συντρόφια,  σαΐζματα, βιλέντζις, προυσκέφαλα, όσα πρέπ(ει) απ΄αυτά. Ένα κινούργιο κριββάτ μι σιλντέ που να μη κριτσάει γιά να γριντώνισι καλά. Τσιανάκια, λίμπις, λιγγέρια, χλιάρια, έχουμι απ΄όλα, δεν χραζουμέστι καντίπουτα κι απ΄αυτά. Κι θάρρουμ τουν καταφέρουμι να μας δώσ κι τ΄Γκέσα ή τ΄Μούργκα, γιατί η θκιά μας η Μπάρτζα ιπρουχτέ τσάκσι του πουδάρ κι αναγκάσκα νά ν'αμπόξου στ΄γκρημίνα. Έτσ κι αλλιώς ου Νάσιους έχ(ει) δυό μπλάρια.

 

   -Καλά πατέρα,κανόνστα ισύ όπους καταλαβαίντς!

 

   -Θα στείλλου ταχιά τ΄χαραή χαμπέρ, μι κάνα χνούδαλο στ΄θειάκους τ΄Λυμπιάδα. Tαχιά τού βράδ να ρθεί απ΄ιδώ. Κι μιά κι είνι καλή στα προυξινιά να πάμι όλ(οι) μαζί στου σπίτ τ΄Νάσιου να σκουλάσουμι τ΄δλειά. Μόγκι άνξ τα μάτια σ να τουν κρέντς καλά του Νάσιου γιατί είνι γραμματζμένους, έβγαλι του Δημοτικό, πήγι δυό χρόνια Γυμνάσιου, κι έκαμι κι πέντι χρόνια γραφιάς στ΄στρατουλογία στου Γριβινό.

 

   -Καλά ρά πατέρα! Τί; Πιδιά είμιστι!

 

   -Όχ(ι) του λέου γιά να μην σταθείς πάλι μπόσκους, κι σι πάρ χαμπάρ τι Γκράς είσι κι χαλάσ η δλειά.

 

   Ού Κώτσιους μι τς γονίδις κι τ΄θειάκου Λυμπιάδα, ν΄άλλ μέρα του βράδ ετοιμάζουντι να κινήσν γιά του σπίτ τ΄Νάσιου.

 

   -Ιντάξ μα Λυμπιάδα; Πστεύου να τα δουκ(ι)θείς κι να χαλέψ αυτά π΄σ'είπα κι πλιότερου μήν αστουχείσς του μπλάρ.

 

   -Α!! Ρα κάψου Γιώργ(η) τ΄δλειά μ θα μι μάθς; Στου μσό τού Ζάλουβου ιγώ κανόντσα τς προίκις!!.

 

   -Άϊντι πάμι! Όξου γίνκει καλή σκουτίδα, δεν θα μας ιδεί καγκάνας κι δε θα πάμι απ΄του μισουχώρ. Θα κλώσουμι απ΄τουν Μητράκ(η), ύστιρα απ΄τ΄Λάπινα, θα περάσουμι απ΄ τς Κασλικιέ, κι εφτασάμι!Λέει ού Γιώρτς.

 

   -Κινήστι ισείς, κι θα σας φτάσου ιγώ! Κατουρήθκα πάλι! Λέει ου Κώτσιους

 

   -Αυτό του πιδί μιά ζουή έτσ κάμ, άμα έχ(ει) αγουνία, όλου κατουριέτι. Λέει η Λισσάβου.

 

   Τελικά έφτασαν στου σπίτ τ΄ Νάσιου κι χτύπσαν τν΄ θύρα. Τς΄άνξει ου ίδιους ου Νάσιους που τς΄καρτιρούσι.

 

   -Καλησπέρα Νάσιου! Καλησπέρα Λιξάντρου! Τι φκιάντι; Πώς πουρέβτι;

 

   -Καλήσπέρα Γιώργο, καλά είμαστε! Εσείς πως τα πάτε;

 

   -Νάσιου ήρθαμι να χαλέψουμι του κουρίτσ, όπους είχαμι πει παλιά.

 

   -Καλά κάνατε! Καθήστε να τα πούμε.

 

   Έκατσαν έφαγαν κι του γλυκό που τς΄κέρασι η ίδια η Βασίλου κι που δεν σιούκωσι ντιπ τα μάτια τς κατά σιαπάν, μόγκι στουν Κώτσιου έρχνι κρυφές ματιές που ν΄είχει φάει μι τά μάτια τ· μόλις έφυγι η Βασίλου κίντσαν τν κουβέντα.

 

   -Α ρα Κώτσιου! Σ'αρέζ του κουρίτσ; Λέει χαμηλόφωνα η Λυμπιάδα

 

   -Μ΄αρέζ θειάκου! Μ΄αρέζ!

 

   -Α ρα Νάσιου! θα μας του δώσ του κουρίτσ;

 

   -Άμα την θέλει ο Κώστας.

 

   -Κώτσιου τι λες θα τν πάρουμι;

 

   -Ναί θειάκου!Καλή φαίνιτι,αδυνάτσι κι λίγου!!

 

   -Νάσιου ιντάξ τού κουρίτσ θα του πάρουμι! Κι δε χαλεύουμι πουλύ προίκα. Θέλουμι τ΄αμπέλ στ΄ Ντραγασιά, καμμιά πέντι έξ γίδις, καμμιά δικαριά λίρις, του μκρό τουν κήπου στουν Καλβάρ, όλις τς φουρεσιές που πρέπ, κατασάρια, συντρόφια, κανά δυό βιλέντζις, σαΐσματα,   προυσκέφαλα, ένα κινούργιου κρεβάτ μι σιλντέ, κι τ΄Γκέσα, ή τ΄Μούργκα γιατί μπλάρ δέν έχν, έπαθαν ζαράλ, η Μπάρτζα η θκιά τς τσάκσι του πουδάρ, κι ν΄άμπουξαν στ΄γκρημίνα. Λέει η Λυμπιάδα.

 

   -Πολλά ζητάτε! Δεν έχω τόσα να σας δώσω, έχω άλλες τρείς να παντρέψω! Τι θα δώσω στις άλλες;

 

   -Μμμ ! Κι πως θα τα φερν τριούρ τα πιδιά ρα Νάσιου, χουρίς νταϊάκουμα;

 

   -Όπως τα κατάφερα κι εγώ. Αλλά δεν μου λες, πόσο χρονών είσαι Κώστα;

 

   -Τώραϊα μπαίνου στα τριάντα, κυρ Νάσιου.

 

   -Μπά μεγαλύτερος μου φαίνεσαι! Ο Πατέρας σου παντρεύτηκε την χρονιά που πέθανε η Κώσταινα, η μάννα της Μυγδάλως. Η Κώσταινα έχει 33 χρόνια πεθαμένη, εσύ γεννήθηκες ένα χρόνο αργότερα, από τόν γάμο τού πατέρα σου, άρα είσαι στα 32.

 

   -Άάά! Α ρα τι είσι ισύ ρα Νάσιου! Πώς τα δουκιέσι όλα; Κι πώς κάμς τς΄ λουγαριασμοί τόσου αγλήγορα,χουρίς να μιτράς μι τα δάχλα; Ιμείς τοχασάμι ντιπ, είμιστι ντιπ ξυλουπνάκ(ι)δις. Λέει ου Γιώρτς.

 

   -Μπουρεί νάχου κάνα δυό μήνις παραπάν απ΄τα τριάντα. Απουλουέτι ου Κώτσιους.

 

   -Υπάρχει τρόπος να βρούμε ακριβώς πόσο χρονών είσαι. Λοιπόν Άσημι; (Α.Σ.Μ.: Αριθμός Στρατολογικού Μητρώου)

 

   - Tι άσημι μι λες; Σάματ σι πιάνου απού πθινά κυρ Νάσιου.

 

   -Εννοώ ποιός είναι ο αριθμός του στρατολογικού σου μητρώου;

 

   -Δεν δουκιούμι ούτι αριθμό, ούτι καντίπουτα. Τ'αστόσια όλα αυτά.

 

   -Δεν μπορεί! θά θυμάσαι τουλάχιστον, αν έχεις κλάση; (έχεις κλάσει;).(Κλάση: τό σύνολο τών στρατευμένων το ίδιο έτος)

 

   -Ναί τ΄χαραή κανά δυό φουρές!Αλλά τι σι μέλλ ισένα τι φτιάνου ιγώ κυρ Νάσιου;

 

   -Ουρίστε; (Ουρήστε)

 

   -Άϊντι πάλι!! Δέν κατουριούμι, κατούρτσα τρείς φουρές απ΄ν αγουνία μ ιπιτώρια στού σπίτ.

 

   -Ε! Αυτό .....δέν έχει σχέση (δέν έχεις χέσει).

 

   -Πάλι τα ίδια Κυρ Νάσιου! Πήγα τ΄χαραή στου χαλέ στου σπίτ, κι έφτιασα τ΄δλειά μ.

 

   -Τέλος πάντων! Δέν μπορούμε να συνενοηθούμε, έγώ θέλω καθαρές δουλειές, Δεν πιστεύω να έχεις σχέση; (νά έχεις χέσει;) με καμμιά κοπέλλα;

 

   -Γιά ανώμαλου μι  πιρνάς Κύρ Νάσιου! Αντρέπουμι μπρουστά σι κόσμου. Στου χαλέ πάντα παϊένου μόναχους, κι στα αμπέλια παϊένου πίσου απ τς βατσνιές κι έχου πάντα του νου μ να μη με γλέπν.

   -Είνι λίγου Λαφρούτσκους κι δεν τα τσακών αγλήγουρα.!Λέει η Λυμπιάδα.

 

   -Το βλέπω! Αλλά τι να κάνω που τις έχω τέσσερες.

 

   -Νάσιου δώσι αυτά που χαλεύουμι να σκουλάσ η δλειά κι να δώσουμι τα χέρια.

 

   -Άκου να σε πω Κυρά Ολυμπία, η Βασιλική μου είναι καλό κορίτσι, καί καλή νοικοκυρά, ξέρει να ζυμώνει, να μαγειρεύει, να πλένει, να πλέκει, να αρμέγει, πηγαίνει γιά νερό στον Γκέλμπις με δυό φτσέλες. Στον αργαλειό δεν την φτάνει καμμία, σέβεται τους μεγαλύτερους, καί κάθε Κυριακή πηγαίνει στην εκκλησία.

 

   -Πως θα κάμουμι τώρα ρα Νάσιου; Νά ρουτήσουμι κι τ΄Βασίλου, του κουρίτσ μπουρεί να θέλ να τουν πάρ τουν Κώτσιου.

 

   -Κυρά Ολυμπία δεν αποφασίζει η Βασιλική! Αυτή θα κάνει ότι της πω εγώ.

 

   -Κι τι λες τώραϊα ρα Νάσιου;

 

   -Λοιπόν εγώ την Βασιλική σας την δίνω. Από προίκα όμως θα σας δώσω λιγότερα από αυτά που ζητάτε! Σας δίνω έξη στρέματα αμπέλι, δυό στρέμματα στα Ζγκάρμπλα, δυό στην Φτέρη, καί άλλα δυό στο Διακόπ. Πέντε λίρες, τέσσερα γίδια, όλα τα ρούχα της καί όλα τα κλινοσκεπάσματα πού χρειάζονται. Άντε καί το κρεββάτι που ζητάτε· τον κήπο στον Καλβάρ καί το μουλάρι όμως δέν μπορώ να σας το δώσω.

 

   -Βάλει κάτ παραπάν ρα Νάσιου, να σκουλάσ η δλειά.

 

   -Μην επιμένετε! Δέν μπορώ να αδικήσω τις άλλες.

 

   -Βάλει πέντι λίρις ακόμα, να κλείσουμι τ΄δλειά.

 

   -Ποιός σας είπε ότι ο έγγαμος βίος βασίζεται σε υλικά αγαθά καί είναι στρωμένος με ροδοπέταλα; Τα θεμέλια ενός σπιτιού βασίζονται σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, κατανόηση, αλληλοϋποστήριξη καί προπαντός αλληλοεκτίμηση.

 

   -Ιίί ..ά ρά! Τί είσι εσύ ρα Νάσιου; Μ΄αντράλιασις!  Αν κι δεν κατάλαβα κι πουλά απ΄αυτά π΄έκρινις τώραϊα, μ΄άρισαν όπους τάπις. Του θκό σ  του κιουφάλ έχ(ει) πουλύ μυαλό! Τα θκά μας είνι κλειδουπίνακα γιουμάτα άχυρου· ιμείς είμιστι ντιπ χαμένα αργάλεια! Τώρα καταλαβαίνου γιατί δέν έρχισι τα βράδια στου καφινείου, διαβάζ(ει)ς αράδα βιβλία στου σπίτ. Λέει ου Γιώρτς.

 

   -Τι να κάνουμι τώρα ρα Κώτσιου; Να τν πάρουμι τ΄Βασίλου; Λέει η Λυμπιάδα.

 

   -Να τν΄πάρουμι Θειάκου! Να τν΄ πάρουμι!!

 

   -Τι ρουτάς τουν Κώτσιου κάψου Λυμπιάδα, αυτός είνι ντίπ χαστρέδκους άπού γναίκα κι δεν γλέπ μπρουστά τ. Θα καμ ότ΄ τουν πούμι ιγώ κι η μάννα τ. Λισσάβου τι λες κι συ μα; Να δώσουμι τα χέρια κι να σμπιθιριάσουμι μι του Νάσιου;

 

   -Ότ΄πείς ισύ Γιώργ(η).

 

   -Άϊντι ρα Ζμπέθιρι! Έλα να δώσουμι τα χέρια.

 

   -Άντε να μας ζήσουν καί να τους χαιρόμαστε.

 

   -Ζμπέθιρι πάρι του τφέκ(ι) κι ρίξει δέκα τφικιές απ΄του Μπαλκόν να ακούσ όλου του Ζάλοβου κι του ταχιά να του βγάλουμι στου μεϊντάν, να του μάθν όλ(οι).

 

   - Έτοιμο το έχω συμπέθερε το όπλο,γιατί πίστευα ότι θα συμφωνούσαμε.

 

   -Τι έπαθις κάψου Κώτσιου; Γιατί γκρίμπιασις κι σφίγγισι έτσ; Σ΄έπιασι σφαϊό;  Ή έχ(ει)ς πουνίδια πθινά; Λέει η Λυμπιάδα.

 

   -Κατουρήθκα Θειάκου! Τσακίσκα στου κατούρμα....

 

   Το παραπάνω κείμενο είναι φυσικά προϊόν μυθοπλασίας. Τα ονόματα είναι εντελώς τυχαία, καί απέφυγα να χρησιμοποιήσω επώνυμα γιά να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Γράφτηκε επειδή μ΄ενδιαφέρει η διατήρηση του Ζαλοβίτικου γλωσσικού ιδιώματος καί γιά νά δείξει πώς διαφορετικά γίνεται κατανοητός ο προφορικός λόγος στόν καθένα.

 

                  "Κώτσιους και Βασίλου", γράφει ο Χρ. Ζτάλιος.

               

Η θέση της γυναίκας στον Πόντο.

Από τη Φιλόλογο Αρχοντούλα Κωνσταντινίδου

 


Ανάμεσα στις πιο αγνοημένες αλλά και αδικημένες μορφές της ιστορίας του ποντιακού ελληνισμού, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, ανήκει η μορφή της Πόντιας γυναίκας. Οι αρχές, το ήθος και η προσφορά στην οικογένειά της και στον ευρύτερο περίγυρο διαμόρφωσαν καθοριστικά τον πολιτισμό των Ποντίων και συνέβαλαν στην κατοπινή εξέλιξή του. Όπως είναι γνωστό, η Πόντια γυναίκα έζησε σε ανδροκρατούμενες εποχές, υποταγμένη στις αποφάσεις και τη βούληση του άντρα. Δεν απέβαλε όμως ποτέ το δυναμισμό και την τόλμη που την διέκριναν σε δύσκολες καταστάσεις. Στον αγροτικό Πόντο η γυναίκα ήταν επιφορτισμένη όχι μόνο με τις οικιακές εργασίες και την κτηνοτροφία, αλλά και με υποχρεώσεις που θα ήταν προτιμότερο να εκτελούνται από άντρες. Ήταν τόσο σκληραγωγημένη, ώστε ακόμη και τα «σελέκια», το φορτίο δηλαδή των ξύλων που κουβαλούσαν στις πλάτες, ανήκε στις δικές της αρμοδιότητες. Μάλιστα, το δέον ήταν να μην βαρυγκομά και να μην παραπονιέται για τη σκληρή δουλειά….

 

Απεναντίας, άξια επαίνων ήταν αυτή που αντεπεξερχόταν με ευκολία σε όλα. «Το σελέκ’ν ατ’ς ραχίν κι εείνε πορπατεί άμον λαμπάδαν, λες κι εσύ, φτουλ’τά φορτούται» έλεγαν για τις προκομμένες. Οι υποχρεώσεις της γυναίκας δεν σταματούσαν εκεί. Στο σπίτι είχαν όλες τις οικιακές ευθύνες, γι’ αυτό και την ανατροφή των παιδιών την αναλάμβανε κυρίως η γιαγιά των παιδιών, η καλομάνα….

 

Ιδιαίτερη μνεία οφείλουμε να κάνουμε στη γυναίκα της Σάντας. Εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης της περιοχής και των άγονων εδαφών, οι άντρες μετανάστευαν στην ξενιτιά με αποτέλεσμα οι γυναίκες να μένουν μόνες με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Για να μπορούν να προστατεύονται, ήταν μαθημένες στη χρήση των όπλων και οπλοφορούσαν, για να είναι ασφαλείς….

 

Εκτός από αυτό, δεν υπολείπονταν σε ανδρεία, όπως μαθαίνουμε από τον Μιλτιάδη Νυμφόπουλο, ο οποίος μας παραδίδει πως σε μια σύγκρουση των Σανταίων με άτακτα στρατεύματα, δίπλα στους Σανταίους πολεμούσαν και οι γυναίκες τους ρίχνοντας πέτρες στους εχθρούς. Η θέση της γυναίκας στον αστικό Πόντο ήταν σαφώς καλύτερη. Οι συνθήκες ζωής δεν ήταν τόσο σκληρές και τα νεαρά κορίτσια φοιτούσαν στα Παρθεναγωγεία της κάθε πόλης. Το Παρθεναγωγείον της Τραπεζούντος ξεκίνησε να λειτουργεί το 1846 και ακολούθησε αργότερα, το 1873, το Παρθεναγωγείον Αργυρουπόλεως. Έπειτα άρχισαν να ιδρύονται Παρθεναγωγεία και στις άλλες πόλεις. Αρχικά λειτούργησαν ως Δημοτικά και μετά προστέθηκαν οι τάξεις του Νηπιαγωγείου και του Ημιγυμνασίου….

 

Στα χρόνια της Γενοκτονίας η Πόντια γυναίκα υπήρξε θύμα των αγριότερων επιθέσεων από τους Τούρκους. Η μανία τους για την πρωτοφανή ατίμωση κι εξευτελισμό όχι μόνο των Ποντίων αλλά και όλων των χριστιανών γυναικών προκαλεί φρίκη και αποτροπιασμό. Στο βιβλίο Γυναίκες καπετάνισσες στο αντάρτικο του Πόντου ο συγγραφέας Γιώργος Αντωνιάδης αναφέρει τα ονόματα ογδόντα κοριτσιών, μεταξύ αυτών και της αδελφής του, τις οποίες, αφού τις βίασαν διαδοχικά οι άντρες του Τοπάλ Οσμάν μαζί με τον τουρκικό στρατό στο χωριό Καράπουναρ της Πάφρας, τις έσυραν ημιθανείς μέσα στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους του χωριού και τις έκαψαν ζωντανές. Οι βιαιοπραγίες των Τούρκων είχαν ως αποτέλεσμα πολλές γυναίκες, ιδίως στον δυτικό Πόντο, να ανεβούν στα βουνά για να σωθούν από τις σφαγές και την ατίμωση. Πολεμούσαν κι αυτές φορώντας την αντρική πολεμική φορεσιά, και οι Τούρκοι δεν ήξεραν αν πολεμούν με άντρες ή γυναίκες. Ο θάνατος των αγαπημένων τους προσώπων, αντί να τις φοβίζει, τις όπλιζε με απαράμιλλη γενναιότητα και αυτοθυσία. Η ιστορία που χαράχτηκε στα βουνά όχι μόνο του δυτικού αλλά και ολόκληρου του Πόντου, καθιστά περήφανο κάθε Έλληνα.

 

Πηγή: foulscode.com





Ο Οδυσσέας Ελύτης και η Ελληνική Παραδοση



Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)


 Μικρή Πράσινη Θάλασσα


Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

Πού θα ʹθελα να σε υιοθετήσω

Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία

Να µάθεις µανταρίνι και άψινθο

 5 Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

Στο πυργάκι του φάρου το καταµεσήµερο

Να γυρίσεις τον ήλιο και νʹ ακούσεις

Πώς η µοίρα ξεγίνεται και πώς

Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται

10 Ακόµα οι µακρινοί µας συγγενείς

Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλµατα

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

Με τον άσπρο γιακά καί την κορδέλα

Να µπεις απʹ το παράθυρο στη Σµύρνη

15 Να µου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή

Από τα Κυριελέησον καί τα Δόξα Σοι

Και µε λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε

Κύµα το κύµα να γυρίσεις πίσω

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

20 Για να σε κοιµηθώ παράνοµα

Καί να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου

Κοµµάτια πέτρες τα λόγια των Θεών

Κοµµάτια πέτρες τʹ αποσπάσµατα του Ηράκλειτου.

 (Το Φωτόδεντρο και η Δεκάτη Τετάρτη Οµορφιά)


Κάποια από τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Οδ. Ελύτη είναι: η ποιητική

προσέγγιση του κόσµου µε τις αισθήσεις, η αναφορά στην ιστορική ελληνική

παράδοση, η αναφορά στην θρησκεία, η σχέση µε την ελληνική φύση, το

µυστήριο του φωτός.


Τα συγκεκριµένα χαρακτηριστικά της ποίησης του Ελύτη εντοπίζονται στα εξής

σηµεία του ποιήµατος:


α) Η ποιητική προσέγγιση του κόσµου µέσα από τις αισθήσεις στους στίχους

3-4, όπου η φοίτηση της κόρης στο σχολείο της Ιωνίας θα τη βοηθήσει να διδαχθεί τη

γραµµατική των αισθήσεων (χρήση µεταφορών: µανταρίνι, άψινθος) και να

αποφοιτήσει µε τη φαιά ουσία του µανταρινιού και το κιτρικό οξύ, δηλαδή την

σπιρτάδα και την επαναστατικότητα της ιωνικής σκέψης.

β) Η αναφορά στην ελληνική παράδοση σε πολλά σηµεία του ποιήµατος όπως

στο στίχο 3 στον οποίο η αναφορά στην Ιωνία παραπέµπει στην επαφή µε την

κλασσική αρχαιότητα και την παράδοση του απώτερου παρελθόντος, στους στίχους 8-

11 στους οποίους η αναφορά στους µακρινούς συγγενείς παραπέµπει στην επιβίωση

των µνηµείων της προγονικής τέχνης άρα στη µακραίωνη ελληνική παράδοση και τον

απόηχό της στο παρόν ενώ τέλος στον στίχο 14 η αναφορά στη Σµύρνη που συνδέεται

µε το πρόσφατο πολιτισµικό παρελθόν και τη διεκδίκηση ενός χαµένου πολιτιστικού

κέντρου που επιβιώνει και ως µνήµη και ως αίσθηση ζωής.

γ) Η αναφορά στη θρησκεία στους στίχους 15-16 που παραπέµπουν στο στοιχείο

της ορθοδοξίας ως στοιχείο συνδετικό των Ελλήνων και συστατικό της ελληνικής

παράδοσης µέσα από δύο έντονες χαρακτηριστικές εικόνες που εξυψώνουν την αξία

της ορθόδοξης θρησκείας.

δ) Η σχέση µε την ελληνική φύση στους στίχους 17-18 µε ειδικότερη αναφορά

στο θαλασσινό τοπίο ως επίσης συστατικό του ελληνικού πολιτισµού και µε σαφή

διάθεση να σηµατοδοτείται η θάλασσα του Αιγαίου, κορυφαίο µοτίβο της ποίησης του

Ελύτη.

ε) Το µυστήριο του φωτός στους στίχους 5-6 µέσα από τη µύηση σ’ αυτό και την

κατανόηση της µεταφυσικής του Ήλιου, ο οποίος αφενός θεωρείται πηγή ζωής που

ενώνει τα στοιχεία της φύσης, αφετέρου αντίδοτο κατά της φθοράς που δίνει ελπίδα

στην ανθρώπινη ζωή και δηµιουργεί µια ονειρική πραγµατικότητα, η οποία

απολυτρώνει από τα δεσµά της φθαρτότητας, της πεζότητας και της καταπίεσης

χαρίζοντας ψυχική ανάταση και ευφορία.


ΕΘΝΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2004



Οι παραδόσεις, οι θρύλοι και η επιστημονική αλήθεια για τα πεφταστέρια!



 

Τι είναι αλήθεια τα πεφταστέρια; Έχουν ειπωθεί τόσα πολλά για αυτά, από την αρχαιότητα έως σήμερα, που φυσικά πια επικρατεί η επιστημονική αλήθεια που τα διέπει. Έχουν ενδιαφέρον όμως και οι θρύλοι που περιβάλλουν τα πεφταστέρια, δίνοντας τροφή κατά καιρούς σε παραμύθια, ταινίες και μυθιστορήματα.

 

Θρύλοι και Παραδόσεις

 

Στην Αρχαία Ελληνική Μυθολογία συναντούμε την Αστερία, την Τιτανίδα θεότητα των πεφταστεριών. Ο θρύλος λέει πως ο Δίας κυνήγησε τόσο μανιωδώς την Αστερία, η οποία για να ξεφύγει, μεταμορφώθηκε σε πουλί κι έπεσε από τον ουρανό σαν πεφταστέρι. Κατά τη σύγκρουσή της με τη θάλασσα, μετατράπηκε σε ένα νησί. Αυτό το νησί εντοπίστηκε από τον Οβίδιο (43 π.Χ. –17/18 μ.Χ.) στις Μεταμορφώσεις του ως η σικελική νησίδα Αστερία, ενώ από τον Καλλίμαχο (310/305–240 π.Χ.) ως η ελληνική Δήλος.

 

Χρόνια αργότερα, οι Χριστιανοί αντιλαμβάνονταν τα πεφταστέρια ως έκπτωτους αγγέλους, ενώ ο Ελληνο-Ρωμαίος αστρονόμος Κλαύδιος Πτολεμαίος έγραψε πως τα αστέρια δεν πέφτουν με δική τους βούληση. Αυτό που θεωρούσε ότι συμβαίνει ήταν πως κάθε φορά που οι θεοί κοιτούσαν από τον ουρανό τους ανθρώπους, έριχναν άθελά τους προς εμάς τα πεφταστέρια.

 

Μέχρι σήμερα, η λαϊκή παράδοση θέλει τους θεατές των πεφταστεριών, να κάνουν μια ευχή, με την ελπίδα ότι θα πραγματοποιηθεί. Μία άλλη λαϊκή ονομασία των πεφταστεριών σε Ρωμαιοκαθολικές χώρες είναι «Δάκρυα του Αγίου Λαυρεντίου», καθώς στις 10 Αυγούστου τιμάται η μνήμη του μαρτυρίου του.

 

Η επιστημονική αλήθεια

 

Τα πεφταστέρια ονομάζονται Περσείδες και αποτελούν τη βροχή διαττόντων.

 

Στην πραγματικότητα δεν είναι αστέρια που «πέφτουν», αλλά μικρά κομμάτια (μέχρι και σε μορφή σκόνης) τα οποία είναι απομεινάρια του κομήτη Σουίφτ-Τάτλ (109P/Swift-Tuttle). Όταν εισέρχονται στην ατμόσφαιρα της Γης με τεράστιες ταχύτητες, καίγονται εξαιτίας της τριβής μέσα σε δευτερόλεπτα. Όποια από αυτά είναι αρκετά μεγάλα ώστε να φτάσουν στην επιφάνεια της Γης, ονομάζονται μετεωρίτες, ενώ όσα είναι τόσο λαμπρά που φαίνονται να σχίζουν τον ουρανό ονομάζονται βολίδες.

 

Συνήθως, στο peak αυτής της βροχής, πέφτει ένα μετέωρο το λεπτό. Ονομάζονται Περσείδες, επειδή το ακτινοβόλο σημείο τους προβάλλεται στον αστερισμό Περσέα, φαίνεται δηλαδή σαν να έρχονται από την κατεύθυνση αυτή.

 

Αναφέρονται παρατηρήσεις των Περσείδων εδώ και περίπου 20 αιώνες, με αρχαιότερη αναφερόμενη από την Άπω Ανατολή.

 

Η αρχή της βροχής είναι ορατή από τα μέσα Ιουλίου κάθε χρόνο, με την κορύφωση μεταξύ 9 και 14 Αυγούστου.

 

Πηγή: Βάσω Φατούρου





Καλοκαίρια με καύσωνα στην παλιά Αθήνα




«Η εφετεινή ζέστη προμηνύεται αγρία και παρομοίαν δεν ενθυμούνται οι παλαιότεροι! Αλλά πως και που λοιπόν να δροσισθή κανείς; Οι Αθηναίοι με τα κολλάρα ξεκούμπωτα, με τα σακκάκια στο χέρι τις περισσότερες φορές, εκστρατεύουν αλλόφρονες εις αναζήτησιν δροσιάς. Αι εξοχικαί εκδρομαί αυξάνονται και πληθύνονται, καλαθούνες, κεφτεδάκια, βραστά αυγά, ψάρια μαρινάτα και δρόμο προς τα πέρατα», έγραφε «Η Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος», το 1926.



Σε άλλο σημείο, το άρθρο ανέφερε: «Αλλά οι περισσότεροι δεν ευπορούν και φυσικά δεν διαθέτουν τα μέσα της υψηλής διασκεδάσεως. Είνε αυτοί που ξημεροβραδυάζονται στο σπητάκι τους, εκεί που οι τοίχοι καίνε σαν φρέσκο παξιμάδι από το πρωί έως το βράδυ εκτεθειμένοι στο κάμα του καλοκαιριού. Εδώ οι άνθρωποι φλέγονται και διψούν, θέλουν δροσιά. Ο πλανόδιος παγοπώλης αναμένεται εις την συνοικίαν σαν Θεός και όταν αντηχήση η φωνή του γίνεται συναγερμός. Ομηρικός αγών διεξάγεται και στις βρυσούλες της γειτονιάς, με τα πάσης φύσεως δοχεία που τοποθετούνται εις ατελεύτητον ουράν. Ο κόσμος αλληλοσυμπλέκεται και όλοι εξαρτώνται από τις ιδιοτροπίες του νεροκράτη…



Πολλοί καταφεύγουν σε μικρά παραλιακά μαγαζάκια στημένα ως είδος παράγκας, τα περισσότερα από Καστέλλας μέχρι Πικροδάφνης. Εδώ η γκαζόζα του πάγου παίρνει και δίνει ενώ η τερψιλαρύγγιος ρετσινούλα υποκαθιστά όλα τα μεγαλεία με την πιπεράτη γεύσι της. Τύφλα νάχουν όσοι έχουν εγκαταστήσει μεγαλοπρεπείς παγωνιέρες στα μέγαρά τους και κάθε πρωί ξεφορτώνει τις στάμνες τους ο κοντοβράκης νερουλάς του Μαρουσιού, ή φθάνουν στο ζεμπίλι οι μποτίλλιες της Σαρίζης και του Βισσύ. Ουζάκι, μπυρίτσα, μεζές και το θερμόμετρον κατεβαίνει υπό το μηδέν. Η ζέστη δεν έχει καμμίαν θέσιν όταν υπερισχύση το κέφι που φέρνει το πιοτό».



Πηγή : newsbeast.gr



Η βεντάλια από το χθες στο σήμερα

Η εξέλιξη ενός ιδιαίτερου αντικειμένου




Η χρήση ενός φύλλου, το οποίο ο άνθρωπος κουνά πάνω από τη σπίθα για να γίνει φωτιά, πιθανώς να σηματοδοτεί τη γέννηση της βεντάλιας. Ωστόσο τη βεντάλια, ή μάλλον το ριπίδιο, ως αυτοτελές αντικείμενο, το συναντάμε πρώτα στα ζεστά κλίματα, την Αίγυπτο και την Ασσυρία, όπου χρησίμευε και… ως εντομοαπωθητικό μέσον.



Οι Φαραώ στην Aυλή τους είχαν δούλους που ανέμιζαν μεγάλες βεντάλιες για να τους δροσίζουν. Aλλά και οι αρχαίοι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν βεντάλιες.



Στην αρχή μόνο οι βασιλείς είχαν ριπίδες. Aργότερα η χρήση τους εξαπλώθηκε στους αυλικούς και τους υψηλά ιστάμενους, για να καταλήξει, από σύμβολο ανδρών επιφανών, σύμβολο γυναικείας καλαισθησίας.



Στην αρχαία Ελλάδα, όταν έφτασε από την Ανατολή, η βεντάλια δεν έγινε ευμενώς δεκτή, στη συνέχεια, όμως, οι γυναίκες την υιοθέτησαν και τη βλέπουμε να εικονίζεται στα χέρια των φτερωτών συνοδών της Αφροδίτης, δείχνοντας πως η χάρη και η τσαχπινιά ξεπέρασαν τα εμπόδια.



Οι Κινέζοι, που εκτιμούσαν τη βουβή γλώσσα των νοημάτων, χρησιμοποίησαν πολύ τη βεντάλια. Αυτοί εφηύραν την πτυσσόμενη παραλλαγή της, αυτήν που γνωρίζουμε και σήμερα. Το διακριτικό και χαριτωμένο μοντέλο που ανοιγοκλείνουν οι γυναίκες συνοδεύοντας το φτερούγισμα των βλεφάρων τους αγαπήθηκε πολύ σε όλη την Ευρώπη, όπου ειδικά εργαστήρια έφτιαξαν έργα τέχνης από δαντέλα, ζωγραφιστά χαρτιά, περγαμηνές ή υφάσματα, σκαλιστά ξύλα, σεντέφια, μαργαριτάρια, πολύτιμα μέταλλα κ.ά.



Αρχικά η βεντάλια ήταν ένα μονοκόμματο κομμάτι από ξύλο, δέρμα, ύφασμα ή ένα μεγάλο φύλλο. Στη συνέχεια έγινε μεταλλική και χάρτινη. Όταν εφευρέθηκε η πτυσσόμενη βεντάλια, έγινε το must της γυναικείας εξεζητημένης τουαλέτας, ενώ σήμερα μπορεί να είναι ένα αξεσουάρ της μόδας όσο και ένα απαραίτητο μέσο που προσφέρει δροσιά το καλοκαίρι.



Πηγή : Archaelogy Newsroom



Πως η Ελλάδα αντιμετώπιζε τους καύσωνες 

Στην εποχή μας, το πρώτο και το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμαστε για την αντιμετώπιση του καύσωνα είναι  το aircondition, ελληνιστί κλιματισμός.

 


Τι θα έπρεπε να κάνουμε όμως αν βρισκόμασταν σε καύσωνα του 1937;

 

Τα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ» της 17 Ιουνίου 1937 έχουν τις απαντήσεις.

 

«ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 17.6.1937, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

 

«Ουφ! Με αυτό το μονοσύλλαβον επιφώνημα εκφράζεται ολόκληρος η αθηναϊκή ανθρωπότης τας ημέρας αυτάς του καύσωνος.

 

»Αν ζεσταίνεσθε, τούτο οφείλεται εις το ότι ο οργανισμός σας αμύνεται καλώς κατά του καύσωνος. Βάζει μπροστά όλον τον μηχανισμόν που του εξασφαλίζει  δροσιά, στέλει το “εν αδεία” αίμα που δεν είνε υποχρεωμένον να κυκλοφορή εις τας αρτηρίας, από τας δεξαμενάς του εις την επιδερμίδα, όπου δροσίζεται».

 

Γι’ αυτό ακριβώς, όταν ζεσταίνεσθε, το πρόσωπόν σας είνε κόκκινο. (…) Αλλά δυστυχώς εις την επιδερμίδα ευρίσκονται και τα νεύρα δια των οποίων η συρροή του ζεστού αίματος γίνεται αισθητή: Και έτσι αποκτάτε την αίσθησιν του καύσωνος. Την ζέστη του αίματος εις την ίδιαν σας την επιδερμίδα, την αισθάνεσθε ως καύσωνα.

 

»Έτσι εξηγείται γιατί μια επιφανειακή μόνον ψύξις της επιδερμίδος σας με ένα ντους συνεπάγεται μια άμεσον, έστω και παροδικήν ελάφρωσιν της αισθήσεως της ζέστης.

 

»Διαρκέστερον είνε το δροσιστικόν αποτέλεσμα, αν απομακρύνετε από την επιδερμίδα του προσώπου και του άνω κορμού – όπου η ζέστη σας τυραννεί περισσότερον – το αίμα μαζεύεται εκεί.

 

Ποδόλουτρα

»Η απομάκρυνσις αυτή του αίματος γίνεται με θερμά ποδόλουτρα. Βεβαίως, δεν μπορείτε, την ώραν της εργασίας εις το γραφείον σας, να έχετε τα πόδια σας μέσα εις την λεκάνην με ζεστό νερό.

 

»Αλλούτε καν χρειάζεται αυτό. Αρκεί, το πρωί, όταν σηκώνεσθε, πριν πάτε στη δουλειά σας, το βράδυ, όταν γυρίζετε από την εργασία σας, και το μεσημέρι, την ώραν του διαλείμματος, να βυθίσετε για ολίγα λεπτά της ώρας τα πόδια σας εις ζεστό νερό.

 

»Το αποτέλεσμα θα είνε ευεργετικόν: Επί ώρας ολοκλήρους θα αισθάνεσθε ολιγώτερον την ζέστη. Αντιθέτως ένα κρύο μπάνιο, έστω και αν σας δρόσιζε για λίγα λεπτά, θα επροκαλούσεν, ισχυράν αντίδρασιν του σώματός σας, το οποίον θα έστελλεν αμέσως περισσότερον αίμα εις την επιδερμίδα σας, φροντίζον και εκ του κέντρου να θερμάνη καλλίτερον τον οργανισμόν».

 

Βεντάλια

« Ένα άλλο μέσον αμύνης κατά της ζέστης είναι η βεντάλια. Η μόδα έχει βεβαίως αχρηστεύση το ριπίδιον, το οποίον εν πολλοίς έχει αντικαταστήσει ο ηλεκτρικός ανεμιστήρ. Αλλ’ η καλή, παληά βεντάλια, έχει την σημασίαν της ως όπλον εις την άμυνάν μας κατά του καύσωνος. (…)

 

»Το ριπίδιον επιτελεί την ιδίαν λειτουργίαν που ασκεί και το φύσημα πάνω από την καφτή σούπα: Απομακρύνει την κεκορεσμένην υδρατμών ατμόσφαιρα και έτσι διευκολύνει την εξατμίσιν. Εντεύθεν και η δροσιστική ενέργεια της βεντάλιας.

 

Ανεμιστήρ

Αν έχετε ένα ηλεκτρικόν ανεμιστήρα, δεν πρέπει να τον τοποθετήτε εις οιονδήποτε σημείον εντός του δωματίου, αλλά πρέπει να τον έχετε κοντά σας. Διότι και αυτός ασκεί τον ίδιον ρόλον που διαδραματίζει η βεντάλια σας: Απογυμνώνει την επιδερμίδα από το περίβλημα των υδρατμών που την κουκουλώνει σαν ένα πανωφόρι!»

 

Πίσω στο σήμερα, που τόσο εξαρτημένοι είμαστε πια από τα κλιματιστικά, ελπίζοντας φυσικά ότι θα αποφευχθούν τα black out, ας έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας το Plan B των ποδόλουτρων και της βεντάλιας.

 

Πηγή : in.gr (ιστορικό αρχείο)





Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Η φωτιά έχει υπάρξει καταλυτική στη διαμόρφωση του ανθρώπινου πολιτισμού. Εκτός των άλλων, επέτρεψε στους προγόνους μας να μετακινηθούν προς ψυχρότερα μέρη, έφερε επανάσταση στην μαγειρική και στην αξιοποίηση των τροφίμων..




Η δυνατότητα των προγόνων μας να ελέγξουν την φωτιά αποτέλεσε κομβικό σημείο στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Ο homo erectus θεωρείται ο πρώτος που αποδεδειγμένα χρησιμοποίησε την φλόγα περίπου πριν 400.000 χρόνια. Νεότερα ευρήματα όμως δείχνουν ότι οι πρώτοι άνθρωποι που χρησιμοποίησαν τη φωτιά μπορεί να ανάγοντα σε 1.7 εκατομμύρια χρόνια πριν, οι απόψεις των επιστημών όμως ακόμη διχάζονται σε αυτό.


ΕΝΑ ΚΟΜΒΙΚΟ ΣΗΜΕΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ


Ο άνθρωπος αρχικά άναβε φωτιά τρίβοντας πέτρες ή ξύλα. Κάποιοι ιθαγενείς ακόμα και σήμερα το κάνουν με τον ίδιο τρόπο όπως πριν 400.000 χρόνια.

Ιθαγενείς στη Νέα Γουινέα ανάβουν φωτιά με την τριβή. Εντοπίστηκαν μόλις πριν 60 χρόνια και απέκτησαν σιγά σιγά επαφή με τον πολιτισμό αλλά πολλές από τις καθημερινές τους δραστηριότητες συνεχίζουν να εκτελούνται με τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο.

"Ο έλεγχος της φωτιάς αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Η φωτιά προσέφερε προστασία από τις καιρικές συνθήκες επιτρέποντας τη διαβίωση σε ψυχρότερα μέρη ενώ παράλληλα με τη χρήση της ο άνθρωπος κατάφερε να εμποδίσει την ανάπτυξη μούχλας στα σιτηρά. Έτσι η αποθήκευση τροφής έγινε ευκολότερη. Αργότερα η φωτιά έγινε απαραίτητη στην δημιουργία εργαλείων αλλά και στην τέχνη.


ΞΕΡΑΤΕ ΟΤΙ:

Η ΓΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΟΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΥΣΗ?

ΣΕ ΟΛΟ ΤΟ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΣΥΜΠΑΝ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΡΚΕΤΟ ΟΞΥΓΟΝΟ ΩΣΤΕ ΝΑ ΑΝΑΨΕΙ ΦΛΟΓΑ.

Η ΦΩΤΙΑ ΣΥΝΤΕΛΕΣΕ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ



Πριν ο άνθρωπος τιθασεύσει τη φωτιά, η διατροφή στηριζόταν κυρίως σε σπόρους, φυτά και φρούτα αλλά πολλά από τα φυτά ήταν δύσπεπτα ή δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν. Με το μαγείρεμα, περισσότερα φυτά έγιναν βρώσιμα και αποκτήθηκε δυνατότητα πρόσληψης περισσότερων θρεπτικών συστατικών. Επίσης με το μαγείρεμα εξοντώθηκαν παράσιτα που έδωσαν τη δυνατότητα για ευκολότερη κατανάλωση κρέατος. Ο συνδυασμός των παραπάνω οδήγησε σε θρεπτικότερη διατροφή που αύξησε τα ποσοστά επιβίωσης και αναπαραγωγής.

«Η φωτιά είχε επίσης σημασία για την ανάπτυξη της τέχνης: οι λεγόμενες μορφές της Αφροδίτης χρονολογούνται ήδη πριν από 35.000 χρόνια, οι οποίες απεικονίζουν το θηλυκό σώμα - συχνά σκαλισμένο σε πέτρα. Πιστεύετε ότι η Αφροδίτη είχε θρησκευτική σημασία, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι ήταν ερωτική τέχνη ή απλά πορτρέτα γυναικών.


Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕA

"Η φωτιά εξυμνήθηκε σε πολλούς πολιτισμούς. Δεν είναι παράξενο αν αναλογιστούμε πόσο σημαντική ήταν για τους προγόνους μας. Ο πιο διάσημος μύθος προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα. Η ιστορία του Προμηθέα και πως αυτός έκλεψε την φωτιά από τους Θεούς για να τη δώσει στον άνθρωπο.”

Ο Προμηθέας ήταν ένας από τους Τιτάνες. Κατά την διάρκεια της Τιτανομαχίας, του πολέμου ανάμεσα στους Τιτάνες και τους Ολύμπιους Θεούς, ο Προμηθέας τάχθηκε με το μέρος του Δία βοηθώντας στην ανατροπή των παλιών Θεών. Συμμαχώντας με τους νικητές ο Προμηθέας απέφυγε να τιμωρηθεί όπως συνέβη με τους υπόλοιπους Τιτάνες που στάλθηκαν στον κάτω κόσμο.

Σε όλες τις αναφορές, ο Προμηθέας εμφανίζεται ως προστάτης και ευεργέτης της ανθρωπότητας. Σε ένα περιστατικό που αναφέρεται ως το τέχνασμα στην Μηκώνη, ξεγέλασε τον Δία ζητώντας του να διαλέξει ανάμεσα σε δύο προσφορές. Τα καλύτερα κομμάτια κρέατος κρυμένα έντεχνα μέσα σε κοιλιά βοδιού (ένα επιθυμητό περιεχόμενο με απωθητικό περυτίλιγμα) ή κόκκαλα επιμελώς καλυμένα με γυαλιστερό λίπος (κάτι που δεν τρώγεται καλυμένο με ένα δελεαστικό περυτίλιγμα). Ο Δίας διάλεξε το δεύτερο και κάπως έτσι λέγεται πως προέκυψε η πρακτική του να κρατάνε οι άνθρωποι για τους ίδιους το κρέας και να προσφέρουν τα κόκκαλα στους Θεούς.

Η χρήση της φωτιάς υπήρξε καθοριστική στην εξέλιξη μας. Ϊσως γι’αυτό αισθανόμαστε μοναδικά συναισθήματα χαλάρωσης όταν καθόμαστε μπροστά σε μία εστία. Το 2014, ο ερευνητής Christopher Lynn διαπίστωσε πως ο ήχος του φλεγόμενου ξύλου προκαλεί σημαντική μείωση της αρτηριακής πίεσης. Πιθανόν το ίδιο συναίσθημα προκαλούσε και στους προγόνους μας όταν συγκεντρώνονταν γύρω της για να ζεσταθούν εκαντοντάδες χιλιάδες χρόνια πριν.


Πηγές: www.ektevarme.no www.greekmythology.com

 


Επώνυμα σε -έλλης






Στη Λέσβο είναι ευρύτατη η χρήση υποκοριστικών, σε -ελ΄όπως π.χ. μουρέλ' (μικρό μωρό), διντρέλ΄(μικρό δέντρο), ψαρέλ' (μικρό ψάρι). Άλλωστε είναι χαρακτηριστική και η κατάληξη πολλών Λεσβιακών επωνύμων σε -έλλης όπως π.χ...


Χαμαλέλλης, Χωριατέλλης, Ξαφέλλης, Κοντέλλης κ.λ.π. Σύμφωνα με γλωσσολόγους που έχουν μελετήσει την Μυτιληνιά Διάλεκτο, ή χρήση της κατάληξης -ελλης στα επώνυμα οφείλεται στους κατακτητές της Λέσβου, τους Γατελούζους, οι οποίοι ήθελαν αφ΄ενός μεν να ξεχωρίσουν τους Λέσβιους από τους Τούρκους κατοίκους του νησιού,αφ΄εταίρου δε, να ξεχωρίσουν τους Λέσβιους (σαν λαό) γιατί ήταν ένας λαός τρυφερός, ποιητικός και ερωτικός. Έδωσαν λοιπόν την κατάληξη -ελλης η οποία μας δείχνει λυρισμό, γλυκύτητα, τρυφεράδα και ευγένεια.Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μία "κατάληξη" η οποία δόθηκε σε έναν λαό "τιμής ένεκεν". Χρησιμοποιήθηκε λοιπόν το λ (λάμδα) γιατί είναι ένα υγρό σύμφωνο που δηλώνει λυρισμό, ποίηση, φως. Δεν είναι τυχαίο ότι τα ονόματα : Ελλάδα ή Ελύτης ή σελήνη συμπεριλαμβάνουν το "ελ".

Πηγή : mytilinia.dialektos.blogspot.com



Νεκρικά έθιμα Δερβιτσάνης Ηπείρου






Παρακάτω θα αναφερθούμε στα έθιμα, τα οποία αναβιώνουν από συγγενείς, φίλους και συντοπίτες κατά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του νεκρού ανθρώπου, αλλά και κατά τη διάρκεια της ταφής του.

Για πολλούς μπορεί να θεωρηθεί μακάβριο, ωστόσο και αυτό αποτελεί ένα σταθμό της μακραίωνης ηπειρώτικης παράδοσής μας. Ο θάνατος κάποιες φορές μπορεί να είναι αιφνίδιος και κάποιες άλλες όχι.

Οι άνθρωποι μέσω των διαφόρων τελετουργικών, μπορούν να αναδεικνύουν ακόμη και μια ιδιάζουσα φιλοσοφική πτυχή του συγκεκριμένου γεγονότος. Και μόνο η θεοποίηση του θανάτου στον αρχαίο κόσμο, με την προσωποποίηση του στο πρόσωπο
του Άδη, αποδίδει την ιδιαίτερη σημασία και συνάμα τη φροντίδα.

Εξάλλου η λέξη «κηδεύω» σημαίνει «φροντίζω». Τη σημαντικότητα την οποία αναφέραμε παραπάνω την μαρτυρούν επίσης και όλα τα αρχαία ευρήματα [1], τα οποία σχετίζονται με το θάνατο και είναι φιλοτεχνημένα με μεγάλη προσοχή.

Κατά την πρωτοχριστιανική και βυζαντινή περίοδο, η Εκκλησία των πρώτων αιώνων δημιούργησε συγκεκριμένες ακολουθίες («Νεκρώσιμη Ακολουθία» και Μνημόσυνα), ώστε με αυτόν τον τρόπο να στήριξη τη χριστιανική διδασκαλία[2] και να την τοποθετήσει στο επίκεντρο των πάλαι ποτέ ειδωλολατρικών[3] τελετών.

Έτσι δημιουργείται μια άλλη θρησκευτική αντίληψη για το γεγονός του θανάτου.

Ωστόσο ένας ισχυρός πολιτισμός, όπως εκείνος της αρχαίας ελληνικής και έπειτα της ελληνιστικής εποχής, δεν μπόρεσε να παραμεριστεί εύκολα. Έτσι λοιπόν αρκετοί συνέχεαν τη χριστιανική άποψη περί του θανάτου με μια ποικιλότητα παλιών παγανιστικών τελετουργικών.

Αυτό το ιδεολογικό κράμα συντέλεσε στη δημιουργία προλήψεων και δεισιδαιμονιών, οι οποίες πίστευαν πως εξαγνίζονται με την αναβίωσή τους.

Έτσι και επί των ημερών μας συνεχίζουν να εμφανίζονται τέτοια κατάλοιπα[4]. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς μας να υποτιμήσει τη σημαντικότητά τους. Ο τόπος μας αναβιώνοντας διάφορα έθιμα, έμεινε ενωμένος με τον ομφάλιο λώρο της παράδοσης, ο οποίος σε δύσκολους καιρούς συνεχίζει να θρέφει την εθνική μας ταυτότητα και να την ενδυναμώνει σε εποχές εθνικών αλλοίωσης και συγχύσεων.

ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ

Στη Δερβιτσάνη, κυρίως όταν ο θάνατος δεν είναι ξαφνικός, δηλαδή αναμένεται, γύρω στον μελλοθάνατο συγκεντρώνονται όλοι οι συγγενείς και περιμένουν τη μοιραία στιγμή του αποχωρισμού. Ταυτόχρονα, κρυφά απ’ αυτόν ετοιμάζουν το σπίτι για την κηδεία. Αφαιρούνται όλα τα αντικείμενα τα οποία προκαλούν ευθυμία και αποσπούν την προσοχή των ανθρώπων, όπως ραδιόφωνα, τηλεοράσεις κ.α. Ενώ από παλιά συνηθίζεται να αφαιρούνται και οι καθρέφτες.

Διαμορφώνεται λοιπόν το σπίτι για όλο το επικείμενο τελετουργικό, πάντοτε με μεγάλη προσοχή και σεβασμό για τη στιγμή της κηδείας. Επίσης καθαρίζεται ο χώρος όπου θα τοποθετηθεί η σωρός του θανόντα. Οι γυναίκες τις περισσότερες φορές κάθονται σε διαφορετικό χώρο απ’ εκείνον των ανδρών. Κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών γίνονται και οι ετοιμασίες για τον γεύμα, το οποίο ακολουθεί μετά τη νεκρώσιμη τελετουργία.

Η αναγγελία του θανάτου στο χωριό γίνεται με το χτύπημα της καμπάνας, στην εκκλησιά . Οι υπεύθυνοι εκεί χτυπάνε παρατεταμένα την καμπάνα και με μεγάλη διάρκεια όταν πεθαίνει κάποιος άνθρωπος νεαρής ηλικίας, ενώ παρατεταμένα και πιο σύντομα όταν πρόκειται για κάποιον ηλικιωμένο.

Πριν την έλευση των συγγενών και των συγχωριανών στο σπίτι, οι οικείοι ετοιμάζουν τον νεκρό. Τον πλένουν και τον ντύνουν με τα πιο καλά του ρούχα (ή φορέματα όπως λέμε στον τόπο μας), βάση την ηλικία.

Επίσης ακόμη και στις μέρες μας, όταν αποβιώσει μια νεαρή γυναίκα η οποία ήταν ανύπανδρη, την ντύνουν με νυφικό φόρεμα. Ενώ τους ανύπανδρος νέους με γαμπριάτικο κοστούμι, βάζοντας διάφορα χρυσά κοσμήματα και στους δύο. Επιπλέον συνηθίζεται και η τοποθέτηση προσωπικών αντικειμένων πλάι στο νεκρό, με τα οποία συνδέονταν συναισθηματικά[5].

Τα παλιά χρόνια, αλλά και μεμονωμένα σήμερα, τα ρούχα τα οποία φορούσε ο αποθανών λίγο πριν < <αναχωρήσει>> τα έβγαζαν έξω για να «φύγει το κακό» απ’ τον κύκλο του σπιτιού όπως έλεγαν. Στο προσκεφάλι του τοποθετούν κλαδιά από δάφνη ως σύμβολο δόξας.

Λίγο πριν πάει ο ιερέας στο σπίτι για να συνοδεύσει την πομπή της κηδείας στον κεντρικό ναό του χωριού, όλες οι γυναίκες αρχίζουν το μοιρολόι ή «μοιργιολόι» όπως το λέμε. Δεν είναι τίποτα άλλο από αυτοσχέδιους στοίχους, που τις περισσότερες φορές κάνουν λόγο για τις διάφορες στιγμές της ζωής του νεκρού[6].

Σε αντίθεση με το μοιρολόι το οποίο έχει αρχαίες ρίζες, είναι η τοποθέτηση του νεκρού, κατά την οποία το φέρετρο θα πρέπει να είναι στραμμένο προς την Ανατολή, όπως δηλαδή και το Ιερό της εκκλησίας. (Δηλαδή η ανατολή και η μετάβαση σε μιαν άλλη ζωή κατά το δόγμα του Χριστιανισμού).

Επίσης λίγο πριν πάνε για την Εκκλησιά, οι γυναίκες του σπιτιού σπάνε ένα γυάλινο αντικείμενο, κυρίως ποτήρι ή πιάτο για να «φύγει» το κακό. Ενώ κάποιες άλλες σφάζουν έναν κόκορα στην αυλή, γιατί όπως λένε πρέπει να χυθεί αίμα στο σπίτι για να φύγει το «στοίχειωμα» και να αναπαυθεί η ψυχή του νεκρού[7].

ΕΞΟΔΙΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ – ΕΝΤΑΦΙΑΣΗ

Πηγαίνοντας στην εκκλησιά για την τέλεση της Νεκρώσιμης Ακολουθίας, οι γυναίκες σταματούν το μοιρολόι και με σοβαρό ύφος ακολουθούν την πομπή μαζί με τους υπόλοιπους. Τα πιο παλιά χρόνια στην κηδεία υποχρεωτικά πήγαιναν και τα παιδιά, πράγμα που δεν συνηθίζεται σήμερα. Μετά κατά τη διαδρομή για το κοιμητήριο (νεκροταφείο), πρώτοι προχωρούσαν οι άνδρες κρατώντας το νεκρό, έπειτα ο ιερέας ή οι ιερείς, μετά οι ψάλτες, έπειτα οι άνδρες με τα παιδιά και τέλος οι γυναίκες, οι οποίες μοιρολογούσαν μέχρι να φθάσουν.

Κατά τον ενταφιασμό του νεκρού, ο ιερέας ρίχνει κρασί και ελαιόλαδο στο σώμα του νεκρού, αφού πρώτα τον ασπαστούν οι στενοί συγγενείς του και τον μοιρολογήσουν για τελευταία φορά οι γυναίκες. Αμέσως μετά του λύνουν τα χέρια που του είχαν δέσει πριν σε σχήμα σταυρωτό και τον κατεβάζουν στον τάφο. Σκεπάζουν το φέρετρο και τοποθετούν πλάκες λίγο πριν ρίξουν χώμα.

Όλη αυτή η διαδικασία παραπέμπει σε αρχαίες τελετουργίες κατά τις οποίες δημιουργούσαν ένα είδος μαυσωλείου, το οποίο θα ήταν και ο τόπος στον οποίο θα κατέληγαν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας. Ενθυμίζοντας με το πέρασμα του καιρού και τη στιγμή που έγινε η ταφή του νεκρού. Δηλαδή μια ανάμνηση η οποία μας δένει με το παρελθόν του προσφιλούς προσώπου. Ένα έθιμο το οποίο έχει πάψει πια να αναβιώνει, και είναι άξιο παρατήρησης στο χωριό μας, είναι και η λήψη φωτογραφιών κατά τη διάρκεια της κηδείας. Οι πρώτες φωτογραφικές μηχανές ήρθαν απ’ τους ξενιτεμένους της Αμερικής και από τότε άρχισε να επικρατεί αυτή η συνήθεια, η οποία διήρκεσε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980.

ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ – ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΤΟ ΘΑΝΟΝΤΑ

Μετά από εννέα μέρες συνηθίζεται να τελούνται τα μνημόσυνα υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του κεκοιμημένου. Επίσης αυτό επαναλαμβάνεται μετά το πέρασμα σαράντα ημερών απ’ την κηδεία, μετά την έλευση ενός έτους (λίγο πριν το ετήσιο μνημόσυνο φτιάχνουν και το μνημείο στο οποίο προηγουμένως υπήρχε μόνο ένα καντήλι και ένας σταυρός) και τέλος μετά τα τρία έτη κοίμησης.

Απ’ το διάστημα των πρώτων ημερών, μέχρι και το πρώτο έτος στον τόπο μας γίνονται οι επισκέψεις στο σπίτι της οικίας του νεκρού, η λεγόμενη «παρηγοριά» κατά την οποία συνηθίζεται να δίνουν και λεφτά, σκοπός των οποίων είναι η κάλυψη των εξόδων της κηδείας.

Με τα < <νεκρικά έθιμα>> ή < <έθιμα της κηδείας>>, κλείνουμε όλο τον κύκλο ζωής των κατοίκων της Δερβιτσάνης. Γεννιόμαστε με κλάματα και αποχωριζόμαστε τη ζωή με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει διαφορά όμως. Τα δάκρυα της γέννας, είναι δάκρυα χαράς, ενώ εκείνα του θανάτου, δάκρυα λύπης. Ωστόσο για κάποιους δε θα πάψουν να είναι ελπίδα για μια νέα «γέννηση» τον προσφιλών μας προσώπων. Γέννηση μέσα στην καρδιά μας.


 

 «Έφυγε» από τη ζωή η Φιλιώ Πυργάκη, η τραγουδίστρια θρύλος των ελληνικών πανηγυριών, στα 82 της χρόνια. 

 



 

 Η Φιλιώ Πυργάκη (Ασπρόκαμπος Σικυωνίων Κορινθίας, 11 Οκτωβρίου 1939 - 17 Ιουλίου 2021) ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια που έγινε γνωστή τραγουδώντας σε διάφορα πανηγύρια σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Υπολογίζεται ότι έχει κυκλοφορήσει πάνω από 200 διαφορετικούς δίσκους όλων των μορφών.

 

Γεννήθηκε στον Ασπρόκαμπο Κορινθίας το1939 και τραγουδάει σε γλέντια από την ηλικία των 14 ετών, από το 1953. Ύστερα από ένα ατύχημα που είχε, μετακόμισε στην Αθήνα, όπου παρουσιάστηκε στη δισκογραφική εταιρία Columbia, με την οποία κυκλοφόρησε πολλούς δίσκους 45 στροφών. Ο πρώτος της δίσκος κυκλοφόρησε το 1967 και λεγόταν «Βαρέθηκα τα νιάτα μου», με μουσική και στίχους του Κώστα Κοντογιώργη, ο οποίος την είχε εντάξει στην ορχήστρα του.

 

Αργότερα, αναγνωρίστηκε στον χώρο του Δημοτικού τ,ραγουδιού και παράλληλα συνεργάστηκε με μεγάλους και σπουδαίους μουσικούς.

 

Το 2008 διαγνώστηκε με καρκίνο με τον οποίον πάλεψε 13 ολόκληρα χρόνια αξιοθαύμαστα, μένοντας μάχημη στο τραγούδι μέχρι τέλους όπως είχε υποσχεθεί και προλαβαίνοντας να ολοκληρώσει το δίσκο <<Καλώς Ανταμωθήκαμε>> το 2019.

 

Έφυγε από την ζωή σε ηλικία 82 ετών στις 17 Ιουλίου 2021.

 

 

https://www.youtube.com/watch?v=_sT6FarPJwA

 

 

«Ήμουν ένα χωριατοκόριτσο από την Πελοπόννησο. Φτώχια πολλή, πήγαινα με τα πρόβατα στο βουνό και τραγουδούσα. Όταν με πήρε μαζί του ο θείος μου να τον συνοδέψω σε ένα γάμο, ήμουνα έτοιμη. Δεν χρειαζόμουν ούτε δάσκαλο ούτε σχολή. Είμαι αυτοδίδακτη. Ό,τι κατεβάζει ο εγκέφαλος το τραγουδάει η Πυργάκη. Από 14 χρονών με έπαιρνε μαζί του, εκεί ψήθηκα, πάνω στη δουλειά. Στα 17 αποφάσισα να ανέβω στην Αθήνα, δεν με σήκωνε το χωριό. Τότε έκανα τον πρώτο μου μικρό δίσκο: Βαρέθηκα τα νιάτα μου στη μια πλευρά, ο Μπαρμπανικόλας στην άλλη. Ε, και μετά προέκυψαν το ένα κοντά στο άλλο τα μικρά δισκάκια. Μικρούς και μεγάλους έχω κάνει πάνω από 200 δίσκους συνολικά!», έλεγε το 2007 στη LiFO. 

 

Πέρα από τις αναρίθμητες εμφανίσεις της στην Ελλάδα, η Φιλιώ Πυργάκη έκανε και πολλές στο εξωτερικό- στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Σκανδιναβία- ενώ συνεργάστηκε με σπουδαίους μουσικούς.

 

«Το αγαπάω αυτό που κάνω, είναι η ζωή μου όλη. Έχω πάει σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και του κόσμου κι έχω περάσει πολύ ωραία. Στο Σίδνεϊ στην Αυστραλία ήταν δέκα χιλιάδες κόσμος σε μια μεγάλη αλάνα και με αποθέωσαν, εκεί να δεις μεγαλεία. Έχω πάει στον Καναδά, στην Αμερική, στη Γερμανία, όπου υπάρχει ελληνισμός».

 

Πηγή: www.lifo.gr

         




Ρόζα – η ιστορία του τραγουδιού




 

Ο Δημήτρης Μητροπάνος υπήρξε ίσως η τελευταία μεγάλη, αληθινή φωνή του ελληνικού τραγουδιού. Το τραγούδι του απλό, γνήσιο, καθαρό. Σε μία εποχή που αναδείκνυε και αναδεικνύει τα αστραφτερά «περιτυλίγματα» εκείνος χρειαζόταν μόνο ένα μικρόφωνο.

 

Τα τραγούδια του αφηγούνται την ιστορία, τα λάθη, τους έρωτες και τις πίκρες μας. Πέρα όμως από την φωνή του ξεχώρισε και για το ήθος, την ακεραιότητά του, την μπέσα του.

 

Αρκεί να ακουστούν οι πρώτες νότες του τραγουδιού «Η Ρόζα» για να φέρει κανείς στα αυτιά του τη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου και στον νου του τον Θάνο Μικρούτσικο να παίζει πιάνο.

 

«Τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο, συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί…», τραγούδησε ο Δημήτρης Μητροπάνος κι έκανε έναν από τους ύμνους που μεγάλωσαν και μεγαλώνουν γενιές.

 

Κι όμως, η μεγάλη αυτή επιτυχία, που πολλοί την τραγούδησαν και την χόρεψαν, ίσως όσο καμία, ήταν κρυμμένη και ξεχασμένη για χρόνια μέσα σε ένα συρτάρι.

Φαίνεται όμως πως ισχύει για τα τραγούδια αυτό που λένε και για τους ανθρώπους. Κανένα καλό δεν πάει χαμένο…

 

Το 1996 κυκλοφόρησε από την εταιρία Minos EMI ο δίσκος «Στου αιώνα την παράγκα», που μεταξύ άλλων περιείχε και τη «Η Ρόζα». Είκοσι χρόνια πριν από την κυκλοφορία του τραγουδιού, το 1976, ο ποιητής Άλκης Αλκαίος είχε στείλει το ποίημά του «Η Ρόζα», στον Θάνο Μικρούτσικο για να το μελοποιήσει. Ο γνωστός συνθέτης έμενε τότε σε διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας στην Αθήνα. Η έμπνευση ήρθε σχεδόν αστραπιαία, αλλά η ώρα ήταν περασμένη και κατά συνέπεια κάπως ακατάλληλη για ηχογράφηση.

 

Ο Θάνος Μικρούτσικος μη θέλοντας να ενοχλήσει τους γείτονες, πάτησε τη σουρντίνα του πιάνου (ένα εξάρτημα που προσαρμόζεται στα έγχορδα όργανα για να «πνίγει» τον ήχο) και ξεκίνησε να ηχογραφεί το τραγούδι. Το αποτέλεσμα της ηχογράφησης δεν ήταν και το καλύτερο δυνατό κι έτσι η Ρόζα έμεινε για πολύ καιρό στα… αζήτητα.

 

Ο Θάνος Μικρούτσικος είχε παίξει τη Ρόζα, μεταξύ άλλων, και στη Χαρούλα Αλεξίου, αλλά η κακή ποιότητα του ήχου φαίνεται πως «ψιλοχαντάκωσε» το κομμάτι κι έτσι η σπουδαία ερμηνεύτρια το προσπέρασε και δεν θέλησε να το ερμηνεύσει. Τα χρόνια περνούσαν και η Ρόζα παρέμενε σε ένα συρτάρι.

 

Ο Θάνος Μικρούτσικος συναντά για πρώτη φορά δισκογραφικά το Δημήτρη Μητροπάνο το 1996 στον δίσκο «Στου αιώνα την παράγκα» σε στίχους Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη. Μόλις είχε λήξει η υπουργική θητεία του Θάνου Μικρούτσικου στο υπουργείο Πολιτισμού με την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και ο γνωστός συνθέτης αναζητούσε ερμηνευτή για τον νέο του δίσκο.

 

Συνήθως, οι συνθέσεις των δημιουργών προσαρμόζονται στη φωνή των ερμηνευτών. Στην περίπτωση του Θάνου Μικρούτσικου και του Δημήτρη Μητροπάνου δεν ισχύει τίποτε τέτοιο, καθώς αυτά τα δύο στοιχεία αλληλοσυμπληρώνονται. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας εντυπωσιακό. Ένας μαγικός δίσκος από εκείνους που μας κάνουν να μην βλέπουμε την ώρα να τρέξουμε να τους ακούσουμε ξανά και ξανά. Όλη η Ελλάδα τραγουδάει τη «Ρόζα», κι άλλες μεγάλες επιτυχίες που περιλαμβάνονται στο δίσκο, όπως το «Πάντα γελαστοί», το «Για μια Ντολόρες» ενώ ο Μητροπάνος συνηθίζει να ρίχνει και μερικές στροφές όταν την τραγουδάει.

 

Η συνεργασία του με τον Δημήτρη Μητροπάνο αποφασίστηκε κατά τη διάρκεια μιας τιμητικής γιορτής, που είχε οργανώσει η εταιρία για την επιστροφή του Μικρούτσικου. Την εποχή εκείνη στην εταιρία εργαζόταν ο μουσικός παραγωγός Ηλίας Μπενέτος. Ο έμπειρος παραγωγός άκουσε την ξεχασμένη Ρόζα και του έκανε το «κλικ».

 

Ο Θάνος Μικρούτσικος στην αυτοβιογραφία του «Ο Θάνος και ο Μικρούτσικος» -που επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος και στιχουργός Οδυσσέας Ιωάννου- αφηγήθηκε τα εξής για τις ώρες της εγγραφής της «Ρόζας»: «Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1996. Η “Ρόζα” μας παίδεψε πολύ στο στούντιο. Δεν μπορούσαμε να βρούμε τον τρόπο που θα έπαιζαν τα τύμπανα. Ήμασταν έξι ώρες και προσπαθούσαμε να βρούμε κάτι που θα με ικανοποιούσε. Ντράμερ ήταν ο σπουδαίος μουσικός Νίκος Καπηλίδης. Δεν ήθελα τα τυπικά χτυπήματα του ζεϊμπέκικου. Κάποια στιγμή ζητάω από τον Καπηλίδη να βγάλει το πουκάμισό του! “Σοβαρολογείτε;” με ρωτάει. “Απολύτως” του απαντάω. Βγάζει το πουκάμισο και ζητάω αν υπάρχει στο στούντιο καμιά προβιά για να φορέσει! Προβιά βέβαια δεν βρήκαμε, αλλά λέω στον Καπηλίδη να σκεφτεί ότι είναι ένας Βίκινγκ και να παίξει το κομμάτι όπως θα έπαιζε το ζεϊμπέκικο ένας Βίκινγκ. Τα κατάφερε απόλυτα», θυμάται ο Μικρούτσικος, ενώ αποκαλύπτει πως ο Μητροπάνος δεν μπορούσε επί δύο εβδομάδες να τραγουδήσει λόγω… τρακ.

 

https://www.youtube.com/watch?v=InaLQRmF2CA&t=8s

 

Ρόζα

Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα
Γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό
Περνάνε δίπλα μου τα τροχοφόρα
Και συ μου λες μας περιμένει μπόρα
Και με τραβάς σε καμπαρέ υγρό

 

Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο
Μα τα κελιά μας είναι χωριστά
Σε πολιτεία μαγική γυρνάμε
Δε θέλω πια να μάθω τι ζητάμε
Φτάνει να μου χαρίσεις δυο φιλιά

 

Με παίζεις στη ρουλέτα και με χάνεις
Σε ένα παραμύθι εφιαλτικό
Φωνή εντόμου τώρα ειν' η φωνή μου
Φυτό αναρριχώμενο η ζωή μου
Με κόβεις και με ρίχνεις στο κενό

 

Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
Πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
Τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
Συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
Τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί

 

Αγάπη μου από κάρβουνο και θειάφι
Πώς σ' έχει αλλάξει έτσι ο καιρός
Περνάνε πάνω μας τα τροχοφόρα
Γαι γω μέσ' στην ομίχλη και τη μπόρα
Κοιμάμαι στο πλευρό σου νηστικός

 

Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
Πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
Τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
Συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
Τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί

 

Πηγή: Musixmatch

Τραγουδοποιοί: Thanos Mikroutsikos / Eyaggelos Liaros

Στίχοι τραγουδιού Ρόζα © Sm Publishing (poland) Sp. Z O.o., Seed Point Music Publishing Ltd.

 

 

 

Η «Ρόζα» έγινε αμέσως επιτυχία, ο δίσκος ήταν από τους πιο εμπορικούς της τελευταίας 20ετίας και το συγκεκριμένο ζεϊμπέκικο έκανε πολλούς άντρες να σηκωθούν από την καρέκλα τους και να ρίξουν τις στροφές τους.

 

Όσο για το ποια είναι η Ρόζα του τραγουδιού, ο Άλκης Αλκαίος δεν αποκάλυψε ποτέ αν ήταν η εμβληματική επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ. «Δε θέλησε ποτέ, μα ποτέ, όσες φορές και αν τον ρώτησα να μου πει, αλλά προσωπικά είμαι εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι ναι, είναι! Κάποιο πολύ κοντινό του πρόσωπο μου είχε πει ότι κάποτε υπήρχε στην ζωή του μία Ρόζα αλλά για εμένα αναμφίβολα το τραγούδι έχει γραφτεί για τη Λούξεμπουργκ. Το αποδεικνύει νομίζω και ο συγκλονιστικός στίχος “πώς η ανάγκη γίνεται Ιστορία / πώς η Ιστορία γίνεται σιωπή” ο οποίος συνοψίζει την συγκυρία καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο στην ελληνική γλώσσα» είναι η απάντηση του Θάνου Μικρούτσικου, σε συνέντευξη του (1/2/2014 – εφημερίδα «Αυγή» – Θάνος Μαντζάνας), για την εμβληματική, πια, «Ρόζα» του ποιητή Άλκη Αλκαίου.

 

Πηγή: newsbeast.gr

 

 

 

 

 

Κυπροκούδουνα & Κυπριά

 


Τα κυπροκούδουνα δίνουν ζωή στο κοπάδι και βοηθούν τον τσοπάνη στο έργο του, στη βοσκή, στο σάλαγο, στο σκάρο, στη στρούγκα, στο στάλο. Τον διευκολύνουν να τα βρει, όταν έχουν ξεκόψει από το υπόλοιπο κοπάδι ή έχουν μείνει πίσω ή έχουν χαθεί.


                Τα κυπροκούδουνα τα ξεχωρίζουν σε 3 μεγάλες κατηγορίες:
                1) Κουδούνια
                2) Κυπριά
                3) Τροκάνια

Όλα αυτά είναι κατασκευασμένα από μέταλλο, από λαμαρίνα (ψευδάργυρο) ή από μπρούντζο (ορείχαλκο). Οι τσοπάνηδες πίστευαν και πιστεύουν ακόμη και σήμερα, πως αν προστεθεί στο μέταλλο και ασήμι (άργυρος), το κράμα αυτό, από το οποίο θα γίνουν τα κουδούνια, θα είναι μελωδικότερα. Τα κουδούνια τα κρεμούν στα πρόβατα και τα κυπριά στα γίδια, στα μουλάρια και στα σκυλιά.
               

      ΚΟΥΔΟΥΝΙΑ. Ανάλογα με το μέγεθος είναι 3 ειδών:
                1) τα αρνοκούδουνα,
                2) τα μισοκούδουνα και
                3) οι κουδούνες


Ο κάθε τσοπάνης χρησιμοποιεί δικά του, «διακριτικά» κουδούνια. Έτσι από μακριά γνωρίζει τα πρόβατά του. Κι αν σμίξουν κάποια κοπάδια, ξέρουν οι τσοπάνηδες πώς να τα ξεχωρίσουν εύκολα, από τον ήχο των κουδουνιών πάντοτε.
               

Για να κρεμάσουν τα κουδούνια, χρειάζονται τις κουλούρες, που λέγονται και προβατοζυγοί. Οι κουλούρες είναι ξύλινες και γίνονταν από «καθαρό» ξύλο. Απαραίτητο υλικό ήταν και το ψίδι, ένα μακρύ κομμάτι από πετσί, δηλ. από δέρμα. Το έβαζαν στο εσωτερικό του κουδουνιού, όταν περνούσαν το γλωσσίδι από το κουδούνι ανάμεσα στα δύο σίδερα, για να μην τρίβεται το ένα σίδερο πάνω στο άλλο και έτσι το κουδούνι να βγάζει καθάριο μεταλλικό ήχο.
               

      Κυπριά (για «περήφανα» τραγιά και γίδια).
                Και τα κυπριά, όπως και τα κουδούνια, είναι 3 ειδών:
                1) Οι καμπανίτσες
                2) Μισόκυπρα και
                3) Οι κύπροι
               

Για να τα κρεμάσουν, χρησιμοποιούσαν ειδικές κουλούρες, που ονομάζονταν γιδοστέφανα ή γιδοζυγοί. Τα στεφάνια αυτά ήταν ξύλινα, από πουρνάρι και δεν άνοιγαν εύκολα, μιας και τα εφάρμοζαν σφιχτά. Οι τεχνίτες που τα έφτιαχναν, έπρεπε να επιτύχουν μεγάλη εφαρμογή, γιατί διαφορετικά, πλήγιαζαν τα γίδια στο λαιμό και τα σακάτευαν. Εκτός από τα γιδοστέφανα, χρησιμοποιούσαν και πέτσινα λουριά για να κρεμούν τα μεγάλα κυπριά. Άλλο εξάρτημα ήταν η κλάπα (κομμάτι λαμαρίνας). Την έβαζαν, για μην «κρεμάει» ο κύπρος, λόγω του βάρους του, κι έτσι να ελαφρύνει κάπως τον τράγο.
               

      ΤΡΟΚΑΝΙΑ: Τα κρέμαγαν κυρίως σε μεγάλα ζώα, όπως στα βόδια.           

      Τριών ειδών κι αυτά:
                1) Τα μικρά,
                2) Τα μισοτρόκανα και
                3) Οι τροκάνες.

 

Τα κρέμαγαν κι αυτά με τον ίδιο τρόπο, όπως τα κουδούνια και τα κυπριά.

 

Πηγή: users.sch.gr





Ο ξεσηκωμός των χωριών της Ρούμελης κατά της προίκας!

 

Η προίκα για δεκαετίες ήταν ένα από τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και είχε γίνει εφιάλτης στις φτωχές οικογένειες που είχαν κορίτσια, καθώς η έλλειψη περιουσιακών στοιχείων δυσκόλευαν την απόφαση για γάμο.

 

Το πρόβλημα είχε γίνει εκρηκτικό τη δεκαετία του ΄50, όταν 17 κοινοτάρχες της ορεινής Ρούμελης αποφάσισαν να κινηθούν δυναμικά. Υπέβαλλαν τo 1955 υπόμνημα προς τη βασίλισσα Φρειδερίκη, προκειμένου να μεριμνήσει για την κατάργηση του αναχρονιστικού θεσμού. Οι κάτοικοι των χωριών της Ρούμελης ήταν πάμπτωχοι και κατήγγειλαν την αδιαφορία της πολιτείας, η οποία με τη στάση της ζημίωνε τους αδύναμους οικονομικά και βοηθούσε τους πλούσιους να γίνουν πλουσιότεροι. Φυσικά αυτή η καταγγελία προκάλεσε το ενδιαφέρον των εφημερίδων που κάλυψαν το γεγονός και αμέσως έστειλαν απεσταλμένους στα συγκεκριμένα χωριά για να συναντήσουν τους εξεγερμένους χωρικούς.

 

Συγκεκριμένα στην επιστολή τους έγραφαν: «Το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα που παρουσιάζεται σήμερα εις την Ελλάδα είναι το της προικός των κοριτσιών. Το πρόβλημα δε αυτό, κατά την μεταπολεμική ιδίως περίοδο, εμφανίζεται υπό την οξυτέρα αυτού μορφήν. Η προιξ με νομισματική πλέον μονάδα την αγγλική λίραν, κατάντησε ο μεγαλύτερος εφιάλτης των εχουσών κορίτσια οικογενειών. Ως επί το πλείστον δεν λαμβάνεται υπόψιν η προσωπική αξία ενός κοριτσιού, αλλά το ποσόν των λιρών που διαθέτει και ο νέος θα ρωτήσει πρώτον τι χρηματικό ποσόν διαθέτει η κόρη και έπειτα θα ρωτήσει δια την κόρην. Δια τούτο πολλά κορίτσια αξιών μένουν στο περιθώριο της ζωής και γίνονται γεροντοκόρες και πεθαίνουν από μαρασμό, οι δε γονείς αυτών καταλαμβάνονται από απογοήτευση και απελπισία».

 

Οι καταγγελίες για την κατάργηση της προίκας ξεκίνησαν από το χωριό Άγιος Γεώργιος, ένα γραφικό και φτωχό κεφαλοχώρι της Ρούμελης. Ο Άγιος Γεώργιος είχε 1.400 ψυχές οι οποίοι κυρίως ασχολούνταν με γεωργικές εργασίες. Στην κάθε οικογένεια αντιστοιχούσαν περίπου δύο στρέμματα γης για καλλιέργεια και από αυτά η κάθε οικογένεια έπρεπε να δώσει προίκα στις κόρες της.

 

Είναι προφανές ότι οι αδύναμοι πολύτεκνοι αγρότες που ζούσαν με ένα-δύο στρέμματα γης αδυνατούσαν να βρουν υποψήφιους γαμπρούς που αναζητούσαν κόρες με προίκα. Οι περισσότεροι νεαροί ζητούσαν χρήματα και απαξίωναν τα χωράφια που δεν είχαν αξία.

 

Ο Κώστας Κίτσος ήταν ένας τολμηρός και αποφασισμένος πατέρας τριών κοριτσιών ο οποίος έγραψε το περίφημο γράμμα προς την βασίλισσα. Ο Κίτσος έμενε σε ένα μικρό συνοικισμό έξω από το χωριό Άγιος Γεώργιος στην Ρούμελη. Οι άνθρωποι που γνώριζαν τον ασπρομάλλη αγρότη τον περιέγραφαν ως δυναμικό με λαμπερή διαπεραστική ματιά. Είχε διατελέσει Πρόεδρος του Γεωργικού Επιμελητηρίου Φθιώτιδος την περίοδο 1932-1938.

 

Η ιδέα του υπομνήματος προήλθε από μια συζήτηση που είχε με έναν συμπατριώτη του από το χωριό Λευκάδα. Είχε πάει να τον συναντήσει για να του ζητήσει τη βοήθεια του. «Άκουσε Κώστα» του είχε πει. «Ήρθε κάποιος για το κορίτσι μου και μου ζητάει προίκα και δεν έχω να του δώσω. Και από πάνω είναι και ξεβράκωτος, δεν αξίζει να του την δώσω. Και η κόρη μου είπε, πατέρα δεν με σκοτώνεις καλύτερα από το να πάρω αυτόν για άντρα μου;». «Τι να κάνω Κώστα μου», του είπε, αγωνιώντας για την τύχη του παιδιού του. Ο Κίτσος του απάντησε αυστηρά και αυταρχικά πως πρέπει να τον διώξει. «Μια κουβέντα είναι αυτή» του απάντησε, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εποχής. «Αχ αυτή η προίκα. Συμφορά είναι για όλους μας».

 

Αυτές οι τελευταίες κουβέντες χτύπησαν ένα καμπανάκι στο Κίτσο και τον οδήγησαν στο να συντάξει το γράμμα προς τη βασίλισσα για την απαλλαγή των οικογενειών από το δυσβάσταχτο βάρος της προίκας.

 

Η επανάσταση των ρουμελιωτών έσπειρε τον σπόρο για την έναρξη των εξεγέρσεων κατά της προίκας και τη συζήτηση για την κατάργησή της με νομοθετικό πλαίσιο. Η κατάργηση του θεσμού της προίκας άργησε τρεις δεκαετίες και συγκεκριμένα, επήλθε στην πρώτη τετραετία του Ανδρέα Παπανδρέου....

Πηγή:
mixanitouxronou.gr


Η στρωματσάδα

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

 

Δεν πα να ’χεις κοιμηθεί σε στρώματα και σε σουμιέδες και στα πούπουλα ακόμα !!! Άμα μια φορά κοιμήθηκες «στρωματσάδα» δεν το ’χεις ξεχάσει ποτέ. Στα χρόνια εκείνα τα παλιά, οι άνθρωποι είχανε ένα, άντε δυο, ξύλινα κρεβάτια με τάβλες στο σπίτι τους κι απάνω στις τάβλες ρίχνανε ένα σάισμα ή ένα «στρώμα» παραγεμισμένο με σανό ή φλέτσια καλαμποκιού, στρώνανε πάνω ένα σεντόνι ή μια κουβέρτα κι αυτό ήτανε όλο. Στα κρεβάτια τούτα κοιμούντανε οι πιο μεγάλοι του σπιτιού (άντε να βολεύανε στο πλάι και κάνα παιδί) και οι άλλοι (που δεν ήτανε και λίγοι αφού οι φαμελιές τότε κάνανε πολλά παιδιά) κοιμούντανε «στρωματσάδα»:

 

Στρώνανε στο πάτωμα ένα σάϊσμα ή (αν δεν είχανε) μια-δυο κουβέρτες  για να μην «πιαστεί» το κορμί, μαξιλάρια από την τρακάδα ή το μπαούλο, κανά σεντόνι υφαντό στον αργαλειό, κουβέρτες και παντανίες ανάλογα με τον καιρό, ξάπλωμα στο πάτωμα, κουκούλωμα και … ύπνος μέχρι το πρωί.

 

Τα παιδιά «τρελαινούντανε» για στρωματσάδα, γιατί το βλέπανε σαν παιχνίδι, ενώ οι μεγαλύτεροι δίπλα τους από το κρεβάτι, το χαίρονταν κι εκείνοι και νοσταλγούσανε τα χρόνια που ήτανε παιδιά.  Άλλωστε, στο μυαλό και στην ψυχή ενός παιδιού, ακόμα και οι στερήσεις γίνονται χαρά και ευτυχία. Ήτανε φορές που τα μικρά παιδάκια θέλανε να κοιμηθούνε δίπλα στους γονείς τους και προφασίζονταν ότι φοβόντουσαν τους καλικάντζαρους, το δράκο, τα φαντάσματα.  

Και στο τέλος, βέβαια, πάντα νικάγανε τα παιδιά και τότε κάνανε τον καλύτερο ύπνο της ζωής τους, ευχαριστημένα και γελαστά, κρατώντας σφιχτά το χέρι του μπαμπά και της μαμάς τους.

 

Η στρωματσάδα ήταν απόλυτη ανάγκη, όχι μόνο για τους ανθρώπους του σπιτιού που δε χωράγανε πού να κοιμηθούνε, αλλά και για τους επισκέπτες του σπιτιού. Γιατί τότε τα σπίτια μπορεί να ήτανε φτωχά, αλλά ήτανε φιλόξενα και είχανε τις πόρτες τους ανοιχτές για καθένανε που τις χτύπαγε αλλά και για όποιονε είχε ανάγκη, είτε ήτανε φίλος, είτε συγχωριανός, είτε ξένος, περαστικός, φτωχός, άρρωστος, είτε πεινασμένος … Μπορεί οι προγόνοι μας να είχανε πολλά και μεγάλα προβλήματα ζωής, όμως στο θέμα της φιλοξενίας βρίσκανε πάντα λύσεις. Και μια απ’ αυτές ήτανε και η «στρωματσάδα». Και μάλιστα, σχεδόν πάντα,  κατεβαίνανε οι νοικοκυραίοι απ’ το κρεβάτι τους για να κοιμίσουνε εκεί τον ξένο,  κι αυτοί κοιμόντουσαν στρωματσάδα.

 

*«Ιγώ ήμαν φιλότιμος απού μ’κρό πιδί, όπως κι οι γονέοι μ’. Να τ’ς πάρ’ς τ’ν καρδιά. Ήταν το φιλότιμό μας. Δεν του λέου για παίνιες . Ας ήμασταν φτωχοί, θέλαμαν να έρθουντι ου κόσμους στου σπίτι. Κι έμησκαν ένα βράδυ, για να ξημερώσουν. Ό,τι είχαμαν να φάμι, θα ’τρωγαν κι οι μ’σαφ’ραίοι. Δεκατρία αδέρφια ήμασταν, δέκα κανονικά κι τρία αλλάδερφα.»

* Βασίλης Μαλισιόβας , φιλόλογος , λαογράφος.

 

Στα χρόνια κείνα τα παλιά, όταν κάποιος έπρεπε να πάει κάπου μακριά από το σπίτι του ή το χωριό του (στην πόλη ή σε κάποιο άλλο χωριό) για δουλειές, για να προμηθευτεί διάφορα αναγκαία, για κάποιο πανηγύρι, για λόγους υγείας, για να δει συγγενείς του, για να βρεθεί σε κάνα γάμο ή βαφτίσι κλπ κλπ . πήγαινε με το άλογο ή με τα πόδια. Και, φυσικά, όταν έφτανε δεν ήταν δυνατό να γυρίσει το ίδιο βράδυ στο σπίτι του, ακόμα κι αν είχε τελειώσει τις δουλειές και τις υποχρεώσεις του. Για να «ξενυχτίσει», λοιπόν και να πορευτεί, πήγαινε σε σπίτια συγγενών του, συγχωριανών, γνωστών, φίλων κλπ. Ήξερε πως κανένας δεν θα τον έκλεινε έξω, όπως κι εκείνος θα έκανε το ίδιο στην ανάγκη τους, γιατί όπως λέγανε: «Το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο». Ιδιαίτερα, αν ήτανε γιορτή που πανηγύριζε κάποιο μοναστήρι ή εκκλησία, υπήρχανε σπίτια που φιλοξενάγανε πολύ κόσμο κι όχι μόνο για «στρωματσάδα». Γιατί όλοι τούτοι οι φιλοξενούμενοι έπρεπε να φάνε, να πλυθούνε, ν’ αλλάξουνε, να ακουμπήσουνε τα πράγματά τους… Καταλαβαίνει, λοιπόν, ο καθένας τι γινότανε μέσα στα μικρά φτωχόσπιτα που είχανε τη φιλοξενία για τρόπο ζωής.

 

Ήτανε βέβαια και χωριά που δεν έβαναν ξένο μέσα στα σπίτια τους κι άμα είχε κανένας την ατυχία να νυχτώσει σε τέτοιο χωριό, ήτανε καταδικασμένος να κοιμηθεί έξω, όπου έβρισκε τόπο. Μάλιστα, διηγούνται ότι σε κάποιο χωριό ήτανε όλοι συνεννοημένοι και κάνανε ένα κόλπο για να αποφύγουνε να πάρουνε ξένο στο σπίτι τους. Το κόλπο είχε ως εξής :

Ως συνήθως, κάθε ξένος που βρισκότανε σε ένα χωριό, πήγαινε στο καφενείο να πιεί έναν καφέ ή ένα τσίπουρο ή να φάει κατιτίς, σίγουρος πως εκεί θα βρεθεί κάποιος φιλότιμος να τον πάει στο σπίτι να ξενυχτίσει. Όταν, λοιπόν, σηκωνόντουσαν οι ντόπιοι να πάνε στα σπίτια τους, λέγανε του ξένου: «Θα πάμε στο δικό μου το σπίτι απόψε, να φας και να κοιμηθείς». Σηκωνότανε τότε ένας άλλος και έλεγε: «Όχι, δε θα τον πάρεις εσύ, θα τον πάρω εγώ». Σηκωνότανε κι ένας άλλος … «Όχι, θα πάμε στο δικό μου το σπίτι απόψε». Σηκώνανε, έτσι, έναν καυγά μεταξύ τους, έκαναν ότι πείσμωναν κι έφευγαν και τον άφηναν τον ξένο μοναχό στο μαγαζί.

 

Τέτοια περιστατικά όμως, ήτανε σπάνια, αφού τα περισσότερα χωριά μας και τα σπίτια είχανε τον ξένο σαν πρόσωπο ιερό, όπως άλλωστε και οι αρχαίοι μας πρόγονοι.

 

Αφού λοιπόν καλοδέχονταν τους ξένους στο σπιτικό τους οι φιλόξενοι σπιτονοικοκύρηδες, πρώτα καθίζανε τους ξένους τους στο σοφρά για να φάνε. Ό,τι είχε η καλή νοικυρά το ’βγαζε στο τραπέζι. Το μόνο που την ένοιαζε ήτανε να «φχαρ’στηθούνε» αυτοί που κόπιασαν στο σπιτικό της. «Καθίστε τώρα να φάμε μια χαψιά» τους έλεγε. Κι εκείνοι ποτέ δεν παραπονιούντανε, γιατί καλύτερο φαγητό από το περίσσευμα της καρδιάς δεν υπάρχει. Καμιά φορά μπορεί να σφάζανε οι νοικυραίοι (αν είχανε) και κανένα αρνί ή κατσίκι ή κότα για να βγούνε πολλά πιάτα να φάνε οι μουσαφιραίοι. Κι αφού τρώγανε και πίνανε και κουβεντιάζανε, πέρναγε η ώρα κι έβγαζε η νοικοκυρά απ’ τα σεντούκια της και τις τρακάδες της ό,τι στρωσίδια είχε και τα ’στρωνε καταγής στο πάτωμα κι αφού κάνανε το Σταυρό τους και λέγανε τα «Πατερημά» τους, ξαπλώνανε με τα ρούχα, όλοι στρωματσάδα, ο ένας δίπλα στον άλλο (τα κεφάλια κατά τον τοίχο, τα ποδάρια κατά κάτου … όχι ο ένας πάνου και ο άλλος κάτου) κι αν τους έλειπε κάτι (μαξιλάρι, σεντόνι, κουβέρτα …) και πάλι ευχαριστημένοι ήτανε αφού θα «ξημέρωναν». Κι η καλή νοικοκυρά, αν ήτανε χειμώνας, έβανε κούτσουρα στη φωτιά στο τζάκι για να ’ναι  ζεστά και να τους «κολλήσει ο ύπνος». Και το πρωί σηκωνόντουσαν, ούτε νερό είχε το σπίτι μέσα ούτε τίποτα, τιναζόντουσαν λίγο,  ταχτοποιούσανε όσο γινότανε τα τσαλακωμένα ρούχα τους, στρώνανε λίγο τα μαλλιά τους κι αυτό ήτανε: Νοικοκύρηδες  … σαν να είχανε κοιμηθεί στο καλύτερο ξενοδοχείο.

Τρώγανε και τον τραχανά που τους είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά από πολύ πρωί ξυπνημένη, ευχαριστούσανε για τη φιλοξενία και την περιποίηση και πηγαίνανε «στην ευχή του Θεού».

 

Η στρωματσάδα ήταν μια μικρή κοινωνία του  ύπνου: τρία, τέσσερα, πέντε … άτομα το ένα δίπλα στο άλλο, το ένα σώμα να ζεσταίνει το άλλο, να σμίγουνε και να κλοτσιούνται τα πόδια, γόνατα να χτυπιούνται, άλλος άναβε και τσιγάρο, η ανάσα του ενός στο αυτί του άλλου … μια κουβέντα να έλεγε ένας ζωντανεύανε όλοι. Κι εκεί μέσα στο σκοτάδι, να τα παραμύθια και οι παλιές ιστορίες και αινίγματα και σπαζοκεφαλιές και καλαμπούρια και γέλια και πειράγματα … άντε μετά να κοιμηθείς. Χάβρα των Ιουδαίων … ώσπου κάποιος να πει : «Άντε κλείστε το τώρα … θέλω να κοιμηθώ». Σιγά – σιγά λιγοστεύανε οι κουβέντες, κάποιες ανάσες ακουγούντανε βαριές, σημάδι πως μερικούς τους είχε πάρει ο ύπνος κι ύστερα ησυχία. Δηλαδή, ο Θεός να την κάνει ησυχία … άλλος ροχάλιζε, άλλος αναστέναζε στον ύπνο του, άλλος παραμίλαγε, άλλος έβλεπε όνειρα καλά και γέλαγε … κι από ψηλά το καντήλι στα εικονίσματα φώτιζε θαμπά τα σκοτάδια και ζωντάνευε τις σκιές.

 

Κι αν ήτανε χειμώνας κι έβρεχε  νανουρίζονταν όλοι γλυκά από τις σταλαματιές της βροχής που  έσταζαν από κάποια  «χαλασμένα» κεραμίδια κι έπεφταν στο δοχείο που είχε βάλει αποκάτω, στο πάτωμα, η νοικοκυρά.

 

Και ρώτησε ένας μια γιαγιά του παλιού καιρού :

-Και δε μου λες, κυρά-Γιώργαινα, εκείνο το καιρό που κοιμόταν όλη η οικογένεια στρωματσάδα σ’ ένα δωμάτιο, αν θέλατε να κάνετε τίποτα με τον κυρ-Γιώργη, πώς τα βολεύατε;

-Ε, παιδάκι μ’ , περιμέναμε να κοιμηθούν οι αποδέλοιποι κι άμα ήθελε ο Γιώργης,  έβηχε κι εγώ καταλάβαινα…

-Καλά, αν ήθελε ο Γιώργης, έβηχε. Αν ήθελες εσύ όμως;

-Τότε του ’λεγα… : «έβηξες Γιώργη μ’» ; *

(Βασίλης Μαλισιόβας, φιλόλογος , λαογράφος)

 

Τα καλοκαίρια, η στρωματσάδα μεταφερότανε στο μπαλκόνι και κάνανε οι άνθρωποι του σπιτιού τον καλύτερο ύπνο της ζωής τους, με το αεράκι να χαϊδεύει τα μάγουλά τους, το φεγγάρι από απέναντι να φωτίζει τα όνειρά τους και τις φωνές του χωριού και της νύχτας (τριζόνια, γαϊδουράκια, σκύλοι κλπ) να τους νανουρίζουν γλυκά.

 

Εκτός όμως από την στρωματσάδα του σπιτιού, ήτανε και η άλλη στρωματσάδα που κάνανε οι τσοπάνηδες που φυλάγανε τα ζωντανά στο γρέκι και οι ξωμάχοι που προτιμάγανε να διανυκτερεύσουνε στο χωράφι, για να σηκωθούνε το πρωί να πιάσουνε δουλειά. Βάζανε αποκάτω κλαριά, στρώνανε ένα σάισμα, βάζανε για προσκέφαλο κάτω από το σάισμα μια πέτρα πλακουτσερή ή φύλλα ή κλαριά, σκεπαζόντουσαν με μια κουβέρτα ή ένα χράμι και κοιμόντουσαν στο ξενοδοχείο αυτό των εκατομμυρίων αστέρων. Το πρωί βέβαια που σηκώνονταν, πόναγαν όλα: χέρια, κορμί, ποδάρια … αλλά κατά έναν παράξενο τρόπο, όσοι κοιμήθηκαν στρωματσάδα έξω, καταγής, όλοι θυμούνται πόσο ωραίος ήτανε αυτός ο ύπνος και κανένας  δε θυμάται ότι πόναγε το κορμί τους το πρωί.

 

Αυτά συνέβαιναν με τη στρωματσάδα, τότε που οι άνθρωποι είχανε φτώχεια αλλά είχανε ανοιχτές τις καρδιές και τις πόρτες τους και ξέρανε να εκτιμάνε κάθε τι που τους έδινε ο Θεός, ακόμα κι αν ήταν μικρό και ασήμαντο.  Όπως είπε μια άλλη  θυμόσοφη γιαγιά:

*«Τώρα δεν ξέρουμι τι χαλεύουμι. Δεν μας φχαριστάει τίπουτα.».

( Βασίλης Μαλισιόβας, φιλόλογος, λαογράφος)

 

Σήμερα  η στρωματσάδα υπάρχει μόνο στα βιβλία και στις αφηγήσεις των παλαιών. Έχουμε στα σπίτια μας πολλά, καλά και μεγάλα κρεβάτια, αλλά είναι άδεια. Ποτέ κανένας δεν κοιμάται πάνω τους. Γιατί κλειδαμπαρώσαμε τα σπίτια μας και κλειστήκαμε μόνοι μέσα στη φυλακή μας. Και μαζί κλειδαμπαρώσαμε και τις καρδιές μας. Ακόμα και για να πας να δεις το παιδί σου ή τον αδερφό σου να του πεις μια «καλημέρα» πρέπει πρώτα να πάρεις τηλέφωνο.

 

Πηγή: ebooks4greeks.gr

          flynews.gr




Πολύτιμα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας

 

Μερικά ακόμα από τα πολύτιμα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι παπούδες και οι γιαγιάδες μας ήταν:

 

 

Τσούκος

 


Ο τσούκος ήταν το προϊόν ενός φυτού, που σήμερα το χρησιμοποιούμε σαν διακοσμητικό. Παλιότερα, στο λαιμό άνοιγαν μια τρύπα, καθάριζαν τα σπόρια που είχε το φυτό για να διασπαρεί και να διατηρήσει την αναπαραγωγή του, το γέμιζαν μερικές μέρες με νερό και μετά το χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά κρασιού. Η χωρητικότητα του ήταν από 2 μέχρι 5 οκάδες. Παραλλαγή του τσούκου, ήταν το επίσης φυτικής προέλευσης ΦΛΑΣΚΙ, που είχε σχήμα σφαίρας, που την είχανε συμπιέσει στους δυο πόλους.

 

Γκαζιέρα

 


Γκαζιέρες και καμινέτα. Το μαγείρεμα γινόταν με γκαζιέρες που έκαιγαν πετρέλαιο ή βενζίνη (σπανιότερα). Ήταν πολύπλοκα εργαλεία που οι νοικοκυρές ήταν απόλυτα εξοικειωμένες μαζί τους. Τρομπάριζαν αέρα μέσα στο δοχείο του καυσίμου, ώστε αυτό να ανεβαίνει στον καυστήρα. Συχνά βούλωναν και υπήρχαν ειδικά βελονάκια για το ξεβούλωμά τους. Υπήρχαν και οι φουφούδες, μια κατασκευή παρόμοια με το μαγκάλι, αλλά με σχάρα, για να τοποθετείται η κατσαρόλα. Ο καφές ή τα αφεψήματα ψήνονταν στα καμινέτα που έκαιγαν μπλε οινόπνευμα. Το γκαζάκι δεν υπήρχε τότε και μόνο τα σχετικά πλούσια νοικοκυριά είχαν σύνδεση με το φωταέριο. Πολυτέλεια ήταν και οι στόφες, οι κουζίνες με ξύλα που διέθεταν και φούρνο. Τα φουρνιστά τα έστελναν στο γειτονικό φούρνο που δούλευε σε φοβερούς ρυθμούς τις Κυριακές, που ο κόσμος έτρωγε κρέας ψητό, με μακαρόνια, κριθαράκι ή πατάτες.

 

Σίδερο

 


Το “βαποράκι”. Πριν αποκτήσουν σύνδεση με το ηλεκτρικό δίκτυο (πολλές περιοχές συνδέθηκαν τη δεκαετία του 1970) δεν είχαν άλλο τρόπο να σιδερώνουν τα ρούχα οι νοικοκυρές, από το βαποράκι. Τα ξυλοκάρβουνα “χώνευαν” στο εσωτερικό του σκεύους και θέρμαιναν την πλάκα.

 

Χαβάνι


 

Το γουδί. Υπήρχε ξύλινο αλλά και μπρούτζινο. Το μπρούτζινο στα πιτσιρίκια άρεσε να το χρησιμοποιούν σαν καμπάνα, μιας και το μεταλλικό κράμα της κατασκευής του, παρόμοιο με της καμπάνας είχε αρκετά μελωδικό ήχο. Άλλωστε τα ακούσματα εκείνης της εποχής ήταν τα φυσικά και μόνο ακούσματα, χωρίς άλλες πηγές μουσικών ήχων. Όταν η νοικοκυρά ήθελε να τρίψει μαστίχα, κανέλα ή καρύδια, τα παιδιά ήταν πάντα πρόθυμα να τη βοηθήσουν, κατακτυπώντας το χαβάνι.

 

Κόσκινο

 


Ένα από τα απαραίτητα εργαλεία περασμένων δεκαετιών για να καθαρίζει η νοικοκυρά το σιτάρι και το κριθάρι. Μετά βέβαια ακολουθούσε το καθάρισμα με το χέρι… Άλλο παρόμοιο εργαλείο ήταν η κνισάρα με ψιλή ή χοντρή σίτα. Η χρήση της ήτανε για να κοσκινίζουμε το αλεύρι και να το διαχωρίσουμε από το πίτουρο.

 

Κόφα

 


Η κόφα ήτανε ένα εργαλείο απαραίτητο τόσο στις φάμπρικες όσο και στο τρύγος. Η παραδοσιακή κόφα πλεκότανε πολύ σπάνια από βίτσες από λυγιά (=λυγαριά), είτε, το συνηθισμένο, από σφάκες (σφάκα είναι η πικροδάφνη εξαιτίας της πικρής της γεύσης). Κάθε κλαδί σφάκας, 1 μέχρι 1,5 μέτρα μακρύ, σχιζότανε σε δυο μισά, και πλεκότανε η κόφα.

 

 

Παρασύρα


Εκείνα τα χρόνια, ούτε ηλεκτρικές σκούπες υπήρχανε αλλά ούτε και ρεύμα. Δυο ειδών ήταν οι παρασύρες, δηλαδή οι σκούπες. Οι «καλές» για το σπίτι και οι «κακές» για το στάβλο ή το κοτέτσι. Άλλη ήταν και η παρασύρα για την αυλή. Πιο παλιά δεν έβαζαν και ξύλο και οι γυναίκες έσκυβαν για να σκουπίσουν, μετά «εκσυγχρονίστηκαν» και αυτές για να μην … κοψομεσιάζεται η γυναίκα! Τις παρασύρες τις έφτιαχναν από χόρτα που έβρισκαν στα ποτάμια και τα ρυάκια τις βρούλιες ή ρούλιες ή βούρλες. Το χόρτο ήτανε κίτρινου χρώματος παρά το γεγονός ότι ανά περιοχή έχει διαφορετικό όνομα. Η κ. Ευανθία πάντως μας το είπε βρούλιες ή ρούλιες. Έπαιρναν λοιπόν τις βρούλιες τις έκαναν δεματάκια, τις κοπανίζανε με την κοπανίδα, τις γύριζαν και τις έπλεκαν.

 

Σκάφη

 


Το “πλυντήριο”. Ξύλινη ή από λαμαρίνα. Μέσα, διάφορα βοηθητικά εργαλεία. Μπουγάδα με το χέρι και πράσινο ή άσπρο σαπούνι (δεν υπήρχαν άλλα απορρυπαντικά). Από τις σκληρότερες δουλειές της νοικοκυράς που δεν είχε “δούλες” (έτσι έλεγαν τις οικιακές βοηθούς) ούτε “παραδουλεύτρες”. Συχνά η σκάφη χρησίμευε και ως μπανιέρα, μια και τα περισσότερα σπίτια δεν διέθεταν τις σημερινές λουτρικές εγκαταστάσεις και το μπάνιο δεν ήταν και καθημερινή συνήθεια. Κάθε Σάββατο και αν…

 

Το φανάρι

 


Ο πρόγονος του ψυγείου πάγου, το φανάρι, έμοιαζε με το φανάρι που χρησιμοποιούσαν στα καΐκια και όχι μόνο. Οι σίτες εμπόδιζαν τα έντομα να πλησιάσουν τα φαγητά και ο διερχόμενος αέρας δημιουργούσε κάπως καλύτερες συνθήκες διατήρησης, από τον στάσιμο αέρα του ντουλαπιού. Ο χρόνος διατήρησης δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις μερικές ώρες, άντε ένα 24ωρο!

 

Μαγκάλι


Η θέρμανση του φτωχού… Μη φανταστείτε πως το μέσο σπίτι διέθετε κεντρική θέρμανση. Βέβαια και στα σημερινά που τη διαθέτουν, διακοσμητική είναι, αφού το πετρέλαιο έχει γίνει χρυσάφι! Πάντως η θέρμανση με μαγκάλι ήταν φτηνή, αλλά χωρίς μεγάλη εμβέλεια. Στη μέση του δωματίου έμπαινε το μαγκάλι με τα ξυλοκάρβουνα για αρχή και τον “πυρήνα” (μιά σκόνη από τα κουκούτσια της ελιάς). Δημιουργούσε χόβολη μέσα στην οποία έψηναν καφέ και επάνω από το μαγκάλι έψηναν κανά κοψίδι ή φέτες ψωμί. Συχνά τα “αχώνευτα” ξυλοκάρβουνα καίγονταν ελλιπώς, με αποτέλεσμα την έκλυση CO (μονοξειδίου του άνθρακα) που σκότωνε ολόκληρες οικογένειες! Βέβαια υπήρχαν και οι ξυλόσομπες, οι σόμπες με κάρβουνα, καθώς και οι σόμπες πετρελαίου, αργότερα αυτές. Κεντρική θέρμανση διέθεταν τα πλουσιόσπιτα, αλλά καύσιμη ύλη ήταν το ξύλο ή το κάρβουνο και κάποιος (συνήθως το υπηρετικό προσωπικό) έπρεπε να κατεβαίνει κάθε τόσο στο υπόγειο, να τροφοδοτεί τη φωτιά. Υπήρχαν κι άλλες διαφορές στις ευκολίες, αλλά δεν έχει νόημα να μιλάμε π.χ. για ηλεκτρονικά και μέσα διασκέδασης, γιατί αυτά ήταν πολυτέλειες!

 

Πηγή: dinfo.gr




Περίπτερα, περιπτεράδες και ιστορίες της γειτονιάς!


 

Τα περίπτερα στη χώρα μας είναι κομμάτι της κοινωνίας μας εδώ και πολλά χρόνια. Η μορφή τους όπως την ξέρουμε, είναι Ελληνική ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία, η οποία όμως παρέχει ευκολία και πρακτικότητα στην καθημερινότητα και τη δικιά μας και των τουριστών.

 

Η λέξη «περίπτερο» είναι σε χρήση από την αρχαιότητα, ως επιθετικός προσδιορισμός. Συγκεκριμένα, ο ναός που περιβαλλόταν από κίονες σε όλες του τις πλευρές ονομαζόταν «περίπτερος ναός». 

 

Στην αρχή, ήταν μικρά καπνοπωλεία, τα οποία εμφανίστηκαν αμέσως μετά την πρώτη ίδρυση του Ελληνικού κράτους στο Ναύπλιο και λίγο μετά το ήρθαν και στην Αθήνα.

 

Σιγά-σιγά, τα προϊόντα που πωλούσαν πλήθαιναν κι έτσι έφτασε στις προθήκες τους το πρώτο φιλολογικό περιοδικό, το «Ίρις» το οποίο πωλούνταν προς 25 λεπτά.

 

Από το 1889 ξεκίνησε η χορήγηση αδειών σε τραυματίες πολέμου και έτσι ξαφνικά ο αριθμός τους μεγάλωσε κατά πολύ. Την εποχή εκείνη, ο μόνος τρόπος ενημέρωσης ήταν οι εφημερίδες, οι οποίες πολύ γρήγορα έγιναν μέρος της γκάμας των περιπτέρων, βοηθώντας στην ανάπτυξή τους.

 

Πιο συγκεκριμένα, τα πρώτα περίπτερα εμφανίστηκαν, μετά την ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο  του 1897 με την Τουρκία, σε αστικά κέντρα της περιφέρειας. 

 

Στην Αθήνα, το πρώτο περίπτερο έκανε την εμφάνισή του στην οδό Πανεπιστημίου το φθινόπωρο του 1911. Το 1914 η όψη των περιπτέρων γίνεται ομοιόμορφη σε όλη τη χώρα: 0,70x0,70 μ. Ένα μικρό, πρόχειρα κατασκευασμένο ξύλινο κουβούκλιο με ελάχιστα προϊόντα, προσπαθούσε να καλύψει τις ελάχιστες οικονομικές ανάγκες της εποχής και να δώσει μια ανάσα σε ανθρώπους που είχαν δώσει σημαντικό κομμάτι της ζωής τους για την Ελλάδα.

 

Ο γνωστός χρονογράφος και ποιητής των αρχών του 20ου αιώνα Σωτήρης Σκίπης σε άρθρο του στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠΤ, στις 20 Οκτωβρίου 1919 γράφει για τα πρώτα περίπτερα που έκαναν την εμφάνισή τους στην Αθήνα:  «Άξιος συγχαρητηρίων έγινε ο κ. Δήμαρχος ο οποίος αποφάσισε την ανέγερσιν πολλών περιπτέρων εις τας Αθήνας, τα οποία θα εκχωρήσει εις τους τραυματίας του πολέμου, ή εις μέλη οικογενειών φονευθέντων πολεμιστών. Δεν φαντάζεται κανείς πόσα καλά θα προκύψουν αμέσως-αμέσως, εκ της ανεγέρσεως των περιπτέρων. Τα περίπτερα θα είναι ένας στολισμός της πόλεως, θα εξυπηρετηθούν δι’ αυτών και θα εύρουν πόρον ζωής πλειστοί ανάπηροι των δύο πολέμων. Θα εξαπλωθή δια του μέσου τούτου το ελληνικόν έντυπον, είτε εφημερίς, είτε περιοδικόν, είτε φυλλάδιον, είτε βιβλίο. Και θα γίνουν αίτια όπως οι μεγάλαι επαρχιακαί μας πόλεις θα κουνηθούν λιγάκι και θα μιμηθούν λιγάκι των πρωτεύουσαν». Μια άκρως γλαφυρή αναπαράσταση του ρόλου του περιπτέρου στην Ελλάδα των επόμενων 90 χρόνων.

 

Το 1922 και πιο συγκεκριμένα τον Σεπτέμβρη, το Υπουργείο Περιθάλψεως κατέθεσε νομοσχέδιο σύμφωνα με το οποίο οι Νόμοι 254 και 1960, οι οποίοι αναφέρονται στα ήδη ανεγερθέντα περίπτερα, αλλά και σε αυτά που πρόκειται να αναγερθούν στο μέλλον, θα παραχωρούνται προς αποκλειστική χρήση στην «Πανελλήνιον Ένωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921». Η Ένωση θα είναι ο μοναδικός επίσημος φορέας που θα έχει προηγούμενη έγκριση του Υπουργείου Συγκοινωνιών, το οποίο θα καθορίζει το σχήμα και το μέγεθος των περιπτέρων που αναμένεται να ανεγερθούν. Η παραχώρηση περιπτέρου σύμφωνα με το νομοσχέδιο είναι προσωπική και μόνο υπόθεση, δεν επιτρέπεται να πωληθεί, να μεταβιβαστεί, να μπει σε καθεστώς υποθήκης και να υπομισθωθεί. Επίσης επιτρέπεται συνεταιρισμός μόνο μεταξύ δύο εταίρων, μόνο με την άδεια του Υπουργού Συγκοινωνιών. Σε περίπτωση θανάτου του κατόχου, η χρήση και εκμετάλλευση του περιπτέρου, μεταβιβάζεται αυτόματα στην γυναίκα και τα παιδιά του αναπήρου-τραυματία και αυτό μόνο για μια πενταετία και αργότερα περιέρχεται και πάλι στον έλεγχο της Ένωσης.

 

Το ποσό μισθώσεως ξεκινούσε από τις 20 δραχμές και έφτανε μέχρι τις 250 δραχμές. Τα όποια χρήματα θα εισπραχθούν, θα διατεθούν υπέρ της δημιουργίας ειδικού Ταμείου προικοδοτήσεως θυγατέρων και τραυματιών πολέμου.

 

Τεκμηριωμένες πληροφορίες για τα προϊόντα που είχαμε τα πρώτα χρόνια στο περίπτερο μέχρι τις αρχές του Μεσοπολέμου και τα τέλη της δεκαετίας του 1940, δεν υπάρχουν. Το μόνο που είναι σίγουρο, πως στο περίπτερο υπήρχαν οι εφημερίδες, τα χύμα τσιγάρα και κάποια υποτυπώδη ζαχαρώδη προϊόντα.

 

Οι εφημερίδες την εποχή εκείνη ήταν το βασικό και ίσως το μοναδικό μέσο ενημέρωσης σε μια Ελλάδα, η οποία συνεχώς συνταρασσόταν από πολεμικές συγκρούσεις. Οι όποιες εξελίξεις συνέβαιναν καθημερινά γίνονταν γνωστές μέσα από τις εκδόσεις των εφημερίδων. Γεγονότα μεγάλης ιστορικής σημασίας, αλλά και γεγονότα ουσιαστικά για την πορεία και την εξέλιξη της χώρας, τα μάθαινε ο κόσμος μέσα από τις εφημερίδες. Σε πολλές περιπτώσεις και γεγονότα ιστορικής σημασίας, οι εφημερίδες τυπώνονταν τρεις και τέσσερις φορές για να ενημερώσουν τους Έλληνες ανά την επικράτεια. Σημαντικός ο ρόλος του περιπτέρου και σε αυτή την περίπτωση. Η ανάρτηση των εφημερίδων στις προθήκες των περιπτέρων, αποτελούσε ένα σημαντικό γεγονός για την καθημερινότητα των κατοίκων των μεγάλων αστικών κέντρων, σε εποχές κρίσιμες για την πορεία και την ανάπτυξη της Ελλάδας.

 

Το προϊόν όμως που στήριξε το περίπτερο για αρκετές δεκαετίες, ακόμη σε πολλές περιπτώσεις μέχρι και σήμερα, δεν ήταν άλλο από τα τσιγάρα. Σε μια αρκετά δύσκολη οικονομικά εποχή και συγκυρία για την Ελλάδα, τα περίπτερα διέθεταν τα χύμα τσιγάρα. Ο καθένας που ήθελε να καπνίσει ένα τσιγάρο, πήγαινε στο περίπτερο, άφηνε μερικές δραχμούλες και αγόραζε όσα τσιγάρα του επέτρεπε το βαλάντιο του. Στα περίπτερα δόθηκε αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων, κατι που λειτούργησε στην αρχή ως φοροεισπρακτικός μηχανισμός για να εξασφαλίζει το κράτος έσοδα από την πώληση του καπνού. Πριν από την εμφάνισή τους, χύμα τσιγάρα και καπνό πωλούσαν πλανόδιοι που δεν μπορούσαν να ελεγχθούν αποτελεσματικά.  

 

Το 1934 ο Γιάννης Γεωργακάς ίδρυσε το περίπτερο με το όνομα Μινιόν, αρχικά στην οδό Σταδίου και μετά στην Αιόλου 104. Για πρώτη φορά κλείνει τις δύο πλαϊνές πτέρυγες του περιπτέρου και τις μετατρέπει σε βιτρίνες όπου εκθέτει διάφορα είδη: στυλό, γυαλιά, είδη ξυρίσματος, σουγιάδες, ψαλίδια κ.λπ. Το εγχείρημά του έμελλε να γίνει ο προπομπός του πολυκαταστήματος «Μινιόν».

 

Το 1943-’44 εισέρχονται και άλλες κατηγορίες δικαιούχων: θύματα πολέμου και θύματα ειρηνικής περιόδου.

 

Τα πρώτα ζαχαρώδη και αναψυκτικά άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στα περίπτερα στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες προφορικές μαρτυρίες που συγκεντρώσαμε, αυτό συνέβη περισσότερο στα περίπτερα του Πειραιά και λιγότερο στα περίπτερα της Αθήνας, όταν μπήκαν τα πρώτα ψυγεία με πάγο. Έτσι, με αυτό τον τρόπο δόθηκε η δυνατότητα στις εγχώριες εταιρίες παραγωγής αναψυκτικών (ΗΒΗ) να διαθέσουν στα περίπτερα της εποχής τα προϊόντα τους. Μάλιστα είναι σημαντικό να τονίσουμε πως τα πρώτα ψυγεία με πάγο χρησιμοποιήθηκαν και ως αποθηκευτικοί χώροι για τα τσιγάρα, λόγω κυρίως της υψηλής θερμοκρασίας τους. Οι παλιότεροι θα θυμούνται τις λεμονάδες και τις γκαζόζες της ΗΒΗ, που έδωσαν μια άλλη νότα δροσιάς και ξεκούρασης στους διψασμένους Αθηναίους.

 

Τα πρώτα ζαχαρώδη προϊόντα προέρχονταν κατά κύριο λόγο από την εταιρία ΙΟΝ Οι τσίχλες της εταιρίας δημιούργησαν μια νέα αγοραστική ομάδα για το σημείο του περιπτέρου και νέες καταναλωτικές συνήθειες για τα δεδομένα της εποχής. Τα φυλλαράκια τσίχλας με γεύση δυόσμου, κανέλλας, μέντας και Tutti Frutti, αποτέλεσαν τα πρώτα δείγματα τσίχλας που μπήκαν στα περίπτερα. «ΝΕΑ σε εμφάνιση, ΝΕΑ σε ποιότητα, με ΝΕΑ πλεονεκτήματα, για ΝΕΕΣ ικανοποιήσεις. ΟΙ ΤΣΙΧΛΕΣ ΙΟΝ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΛΑΥΣΙ!». 

 

Οι πρώτες σοκολάτες γάλακτος της εταιρίας, δημιούργησαν μια νέα εικόνα για το σημείο του περιπτέρου. «Είναι σαν να τρώτε για πρώτη φορά σοκολάτα γάλακτος. Ξεχωρίζει από τις άλλες γιατί, χάρις στην ειδική επεξεργασία που εφαρμόζει η ΙΟΝ, διατηρεί ακέραιο το φυσικό της χρώμα και τα θρεπτικά συστατικά της. Απολαμβάνετε κάθε κομμάτι της και είναι σαν να τρώτε για πρώτη φορά». 

 

Αργότερα, αλλάζει η σχετική νομοθεσία, αλλάζει έτσι και η όψη τους, γίνονται όλα ομοιόμορφα και ομοιόχρωμα και με ίδιες διαστάσεις για όλη την Ελλάδα (1.30 Χ 1.50 μ.) με ρολά και ψυγείο για τα αναψυκτικά. Τοποθετούνται στα πεζοδρόμια, στις πλατείες, στα πάρκα. στις στάσεις των λεωφορείων, στα ΚΤΕΛ. Η έλευση των τηλεφώνων στην Ελλάδα δίνει μεγάλη ώθηση στα περίπτερα, τα κάνει πολύ σημαντικά όπου βρίσκονται. Έτσι στη δεκαετία του ’50 εγκαθίστανται τηλέφωνα στα περίπτερα. Η δεκαετία του ’50 και του 60 είναι οι δεκαετίες της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης και πλήθος ανθρώπων από την επαρχία συρρέουν στην Αθήνα κατά κύριο λόγο.

 

Για τηλέφωνο στο σπίτι ούτε κουβέντα, έτσι τα περίπτερα με τις τηλεφωνικές τους συσκευές και τα τηλέφωνα με μετρητές και αργότερα με κερματοδέκτες (τα κόκκινα τηλέφωνα, τα θυμάστε;;;;) είναι βασικά για την επικοινωνία με συγγενείς και φίλους στους τόπους καταγωγής. Οι περιπτεράδες ξέρουν περισσότερα για τη γειτονιά από τους πάντες, ακούν τα πάντα βλέπετε!

 

Έως τη δεκαετία του 1970 οι διαστάσεις είχαν μεγαλώσει (1,30x1,50 μ.), ενώ είχαν εγκατασταθεί ρολά και ψυγεία. 

 

Το 1971 με τον νόμο 1044/1971 αναγνωρίζονται και αποκτούν δικαιώματα οι ενοικιαστές περιπτέρων ως τάξη επαγγελματιών.    

 

Το 1980 αρχίζει να παραχωρείται κοινόχρηστος χώρος στα περίπτερα από την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

 

Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο με περίπτερο έγινε το 1997. Μετά τις εργασίες για το μετρό που γίνονταν στην περιοχή, κατέρρευσε το πρώτο περίπτερο της Αθήνας.

 

Το 2002 επιτρέπεται και σε ανάπηρους του άμαχου πληθυσμού, π.χ. άνθρωποι που τραυματίστηκαν από νάρκες, να αποκτήσουν άδεια περιπτέρου. Είχαν ενταχθεί ήδη από τη δεκαετία του 1980 οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, οι ανάπηροι του Δημοκρατικού Στρατού.

 

Με τα χρόνια όλο και περισσότερα προϊόντα βρίσκονται κάτω από τη σκεπή τους, στα ράφια ή στα ψυγεία τους και το περίπτερο εδραιώνεται στις συνήθειές μας.

Τα επόμενα χρόνια το περίπτερο άρχισε να αποκτά σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης να διευρύνει την γκάμα των προϊόντων του και τις διαστάσεις για τον χώρο που καταλαμβάνει με σημαντικές όμως αποκλίσεις από περιοχή σε περιοχή της χώρας και από Δήμο σε Δήμο της Αθήνας. Τα προϊόντα που πωλούνται στο περίπτερο έχουν φτάσει τους 2.500 κωδικούς.

 

Το 2012 το υπουργείο Άμυνας αποφάσισε την απελευθέρωση των αδειών, εκχωρώντας το 70% των περιπτέρων στους δήμους και το 30% σε άτομα με ειδικές ανάγκες και πολύτεκνους με βάση εισοδηματικά κριτήρια. Ο νόμος 4046/2012 προβλέπει ότι οι υφιστάμενες άδειες περιπτέρων διατηρούνται σε ισχύ, αλλά δεν μεταβιβάζονται, ούτε κληρονομούνται. 

 

Το περίπτερο αποτελεί ένα από τα σημεία αναφοράς για την Ελλάδα από τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα. Για να διατηρηθούν ζωντανοί οι δεσμοί και εικόνες με μια εποχή της σύγχρονης Ελλάδας η οποία είναι γεμάτη με ιστορικές μνήμες και εικόνες απείρου κάλλους.

 

Πηγή: lolanaenaallo.blogspot.com


Πολύτιμα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας

 

Τα παλιά χρόνια κάθε νοικοκύρης έπρεπε να έχει στο σπίτι του όλα τα απαραίτητα για να κάνει τις δουλειές του. Γεωργικά και οικιακά εργαλεία ήτανε, όπως και σήμερα, απαραίτητα για τις καθημερινές ασχολίες. Πολλά από αυτά πλέον δεν υπάρχουν και έχουν αντικατασταθεί με πιο σύγχρονα. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να θυμηθούμε κάποια από αυτά. Όσοι τα έχουν προλάβει, είναι βέβαιο ότι θα τα ξαναφέρουν στη μνήμη τους με νοσταλγία..

 

1. Λύχνος



Ο λύχνος αποτελούσε το φωτιστικό καθημερινής χρήσης στο χωριό, ενώ το επισημότερο ήταν η λάμπα πετρελαίου. Σε δύσκολες καιρικές συνθήκες χρήσιμο φωτιστικό ήτανε το φανάρι, ενώ σε ειδικές συνθήκες, χρησιμοποιούσαν πυροφάνι.

 

2. Λάμπα πετρελαίου



Ο επίσημος φωτισμός τα χρόνια του 1950-60 γινόταν με τέτοιες λάμπες. Τα δυο ακραία μοντέλα είχαν ειδική προέκταση, από όπου μπορούσε να κρεμιέται στον τοίχο. Η λάμπες αυτής της τεχνολογίας έχουν, όπως και οι σημερινές αντίστοιχες, μια περιστρεφόμενη βίδα, που ανεβοκατεβάζει το φιτίλι, αυξομειώνοντας αντίστοιχα το φωτισμό. Και μιας και εκείνα τα χρόνια, οι πηγές μηχανικού θορύβου ήτανε ανύπαρκτες, ο ρομαντισμός στη σιγαλιά της νύχτας επέτρεπε τις γνωστές μεν, εγκαταλελειμμένες δε, καντάδες. Έλεγε λοιπόν ο ερωτοχτυπημένος νεαρός, περνώντας το βράδυ από το στενό της κοπελιάς του, τη μαντινάδα: “Ψηλώσετε τη λάμπα σας, να φέγγω να περάσω // γιατείμαι ξενοχωργιανός, το δρόμο να μη χάσω”

 

3. Λούξι



Το λούξι το χρησιμοποιούσαν λόγω κόστους περισσότερο στα καφενεία και λιγότερο στα σπίτια. Στη βάση του υπήρχε μια κλειστή δεξαμενή που χώραγε περίπου 1 λίτρο φωτιστικό πετρέλαιο με μια αντλία-τρόμπα πίεσης. Με ένα μεταλλικό σωλήνα το πετρέλαιο πήγαινε πάνω σε μια έξοδο που υπήρχε ένα πλέγμα άκαυτου αμιάντου, αφού όμως περνούσε από την ήδη αναμμένη φλόγα. Αποτέλεσμα ήταν το πετρέλαιο υπό πίεση να εξαερώνεται, να περνά μέσα από τον αμίαντο σαν λεπτό νέφος, που αμέσως καιγότανε με μια λαμπρή φλόγα, με έντονη φωτεινότητα.

 

4. Φενέρι



Το λαδοφάναρο ήτανε εργαλείο πρώτης ανάγκης στα νοικοκυριά. Κατασκευασμένο από τσίγκο για να μη σκουριάζει παρείχε σχετική ασφάλεια από τη μια για να μη ανάψει φωτιά στο στάβλο, στον αχυρώνα, στο κατώι – αποθήκη και από την άλλη να μην το σβήνει ο αέρας. Όταν δεν φυσούσε αέρας το χρησιμοποιούσαν όσοι βγαίνανε να μαζέψουν σαλιγκάρια αλλά και όσοι ήθελαν να ποτίσουν τους κήπους τους.

 

5. Γεράνι



Όπου δεν ανέβαινε το τρεχούμενο νερό, αλλά η στάθμη του ήταν 1-5 μέτρα πιο κάτω από τον κήπο, χρησιμοποιούσαν διάφορες τεχνικές. Μια τεχνική ήταν το γεράνι, γνωστό από την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία. Στην πραγματικότητα ήταν ένας μοχλός που βοηθούσε να τραβάνε 15-30 λίτρα νερό σε κάθε κίνηση, από το χαμηλό σημείο, συνήθως πηγάδι, και να το αδειάζουν στις αυλακιές του κήπου.

 

6. Σκαλίδα



Μαζί με το σκαπέτι (τσάπα) η σκαλίδα ήτανε το υπ αριθ 2 χρειαζούμενο του γεωργού. Από τη μιά γεροδεμένο τσαπί, και από την άλλη τσεκούρι έτοιμο να κόψει σκληρές ρίζες, καλάμια, θυμάρια, σχοίνους, ακόμη και να σκάψει σκληρά εδάφη, όπου δεν γινότανε με την τσάπα.

 

7. Χειρόμυλος



Ο χειρόμυλος, τα παλιά χρόνια, ήταν δείγμα νοικοκυροσύνης! Τα σπίτια που είχαν και χειρόμυλο, μαζί με άλλες απαραίτητες συσκευές, όπως ο αργαλειός, είχαν “το καθετί” τους, ό,τι χρειάζονταν για την ένδυση και την καθημερινή διατροφή της οικογένειας. Ο χειρόμυλος αποτελείται από δύο στρογγυλές επίπεδες πέτρες, η μία πάνω στην άλλη. Η κάτω πέτρα έχει ένα σίδερο στη μέση. Το σίδερο αυτό ενώνει τις δύο πέτρες, καθώς περνάει από την κάτω πέτρα στην πάνω, ενώ στην άκρη της πάνω πέτρας υπάρχει μια χειρολαβή, την οποία κρατάει η νοικοκυρά για να γυρίζει το μύλο. Από την τρύπα στην πάνω πέτρα, οι νοικοκυρές έριχναν λίγο – λίγο τον καρπό, ο οποίος με τις στροφές της πέτρας κομματιαζόταν και έπεφτε έξω από τις πέτρες, έτοιμος πια για χρήση. Ο χειροκίνητος μύλος προοριζόταν για οικιακή χρήση. Φανταστείτε τον κόπο και τον χρόνο που θα χρειαζόταν να καταβάλλει μια νοικοκυρά για να αλέσει μεγάλες ποσότητες καρπών;

 

8. Χειρόχτενα



Ένα από τα βασικά εργαλεία της νοικοκυράς. Η προετοιμασία του μαλλιού μετά το κούρεμα των ζώων απαιτούσε να δουλευτεί με τα χειρόκτενα, ώστε να μπορεί κατά τη νηματοποίηση με τη βοήθεια της ρόκας και του αρδαχτιού να φτιαχτεί ισόπαχη κλωστή.

 

9. Μιτόχτενα



Εκτός από τα χειρόκτενα, υπηρχαν και τα ΜΙΤΟΧΤΕΝΑ. Τα μιτόχτενα είναι εξάρτημα του αργαλειού, και στοχο έχουν να καθοδηγούν και να διασταυρώνουν το στιμόνι κατά τη διάρκεια της ύφανσης. Αυτή η διασταύρωση γίνεται με τη βοήθεια των πατητήρων από την ανυφαντού. Το μιτοχτένιασμα ήταν μια περίπλοκη για τους αδαείς εργασία, κατά την οποία μια-μια κλωστή του επιμήκη άξονα ενός υφαντού περνιόταν σε αντίστοιχη θέση στο μιτόχτενο, και μετά μεταφερόταν στον αργαλειό, ώστε να αρχίσει η ύφανση, ξόμπλια κλπ. από την υφάντρα.

 

10. Ρόκα, Αδράχτι, Σφοντύλι



Το γνέσιμο γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία: Τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι.

Η ρόκα. Ήταν ένα απλό εργαλείο με το οποίο οι γιαγιάδες μας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό του σπιτιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες, παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια. Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τουλούπες για να τις γνέσουν. Μια ξύλινη διχάλα με συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα πόντους ήταν στην απλούστερη μορφή της η ρόκα. Οι μερακλήδες όμως έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα, που γύριζαν εύκολα. Διάλεγαν λοιπόν το ξύλο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρό και το έκοβαν σε ένα σταυρό. Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφύονταν από το σταυρό, τα γύριζαν με προσοχή σε σχήμα κύκλου και με διάμετρο γύρω στους τριάντα πόντους για να μπαίνει εκεί η «τουλούπα», το ξασμένο μαλλί με άλλα λόγια.

Οι ροκάδες, δηλαδή αυτοί που έφτιαχναν ρόκες, αλλά και μαγκούρες για τους γέρους και ζέβλες και κρικέλια για τα αλέτρια, τα ξύλα τα ζέσταιναν στη φωτιά για να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα γύριζαν προσεκτικά και με υπομονή και τα έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα ξύλα αυτά, όπως τα είχαν γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από τα σκαριά τους και τα σουλούπια τους. Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους. Επάνω στο στέλεχος έφτιαχναν διάφορα σκαλίσματα – κεντίδια. Χάραζαν το όνομά τους, ολόκληρο ή τα αρχικά, τη χρονολογία κ.ά..

Είναι επίσης γνωστό και το δημοτικό τραγούδι που μιλάει για τη ρόκα.

«Πάρε Μαριώ μ` τη ρόκα σου,
Ωχ, κι έλα τη φράχτη-φράχτη
Βάσανα πω` χει η αγάπη!
Πάρε, Μαριώ μ` τη ρόκα σου
Ωχ, κι εγώ τον ταμπουρά μου
Βάσανα πω `χει η καρδιά μου.»

Το αδράχτι, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και έμοιαζε με λαμπάδα. Στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκιστρώνεται το νήμα και στο κάτω μέρος προσαρμοζόταν το σφοντύλι. Το σφοντύλι ήταν ένα στρογγυλό και πλακουδερό ξύλο με διάμετρο γύρω στους έξι πόντους,που με το βάρος του έδινε τη δυνατότητα στο αδράχτι να γυρίζει γρήγορα και να στρίβει το μαλλί.


Πηγή: dinfo.gr




Τι ρετσίνα κεχριμπάρι, ταβερνιάρη, ταβερνιάρη!

 

Η ελληνική παραδοσιακή ταβέρνα (ελληνικά: οινομαγειρείον) έχει μια ιστορία που κρατάει πάνω από 2.500 χρόνια. Ξεκινώντας από τα καπηλειά της αρχαίας Ελλάδας και περνώντας από τα «μαγέρικα» του Βυζαντίου, τις οθωμανικές «λοκάντες» και τα ρεμπέτικα στέκια των προσφύγων της Μικράς Ασίας, η ταβέρνα παρέμεινε αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής του Έλληνα έως τις ημέρες μας.

 

Στις ταβέρνες της Αθήνας άνθησε η καντάδα, ανδρώθηκε το ρεμπέτικο,  τραγουδήθηκαν τα αντάρτικα. Στην ταβέρνα πρωτογλέντησαν οι ξεσπιτωμένοι Μικρασιάτες, βρήκαν καταφύγιο οι απόκληροι και οι περιθωριακοί, σφυρηλατήθηκε η αντιδικτατορική συνείδηση των νέων την περίοδο της χούντας, τραγουδήθηκαν τα τραγούδια του Θεοδωράκη, έμαθαν οι νέοι του 1980 να τραγουδούν τα ρεμπέτικα. Αποτελεί αναμφισβήτητα μέρος της ελληνικής κουλτούρας και έχει αποτυπωθεί στις περισσότερες παλιές ελληνικές ταινίες του ασπρόμαυρου κινηματογράφου.

 

Στις μέρες μας, χώρος κρασοκατάνυξης και φαγητού, σημείο συνάντησης και συζητήσεων, η ταβέρνα αποτελεί την πιο απλή μορφή εστιατορίου και την πρώτη επιλογή όλων των ηλικιών και των ασθενέστερων και μεσαίων τάξεων στην Ελλάδα για φαγητό. Αυτό σε καμία περίπτωση όμως δεν σημαίνει ότι η ποιότητα είναι ανάλογη των χαμηλών τιμών, ο επαγγελματικός εξοπλισμός που διαθέτουν βοηθά τις μικρές ταβέρνες να επιβιώνουν του σκληρού ανταγωνισμού που υφίστανται.

 

Το κρασί ήταν το νούμερο ένα κριτήριο της παλιάς ταβέρνας. Μερικοί ταβερνιάρηδες είχαν δικά τους αμπέλια και ο κράσος τους ήταν περιζήτητος. Άλλοι φέρνανε ξανθή ρετσίνα από τα Μεσόγεια και το Μενίδι. Το αγνό κρασί ήταν πόλος έλξης δυνατότερος κι από τον νοστιμότερο μεζέ. Οι κρασοπατέρες δεν πήγαιναν στην ταβέρνα για να φάνε, αλλά για να πιούν. Ένα στουμπιστό κρεμμύδι και μερικές θρούμπες ήταν για κείνους το εκλεκτό έδεσμα, που συνόδευε το κατοστάρι, το καρτούτσο, τη μισή. Εννοείται πως το κρασί πινόταν ανέρωτο και όσοι έκοβαν τη ρετσίνα με Σάριζα, περιφρονούνταν ως σαχλέ ολέδες και μπεκρήδες του γλυκού νερού.


Ο κρασοπατέρας συνήθως έπινε βερεσέ και ο ταβερνιάρης έγραφε τα βερεσέδια πάνω σε πλάκα με κιμωλία. Όταν ο κρασοπατέρας εξοφλούσε, ο ταβερνιάρης έσβηνε με το σφουγγάρι το χρέος.


Βρε Λινάρδο, ταβερνιάρη,
γράφ’ τα κάτω απ’ το σφουγγάρι.
λέει κάποιος πότης στον ταβερνιάρη, ζητώντας του, με άλλα λόγια, να μην γράψει το χρέος.


Το χασάπικο του ’36 «Στου Λινάρδου την ταβέρνα» του Τούντα ονομάζει μερικούς «αστέρες της ταβέρνας». Παπαρούνας, Βαρέλας, Μουρούνας, Σκόρδος ο τεμπέλης,  Θρούμπας, Τσιγγέλης, Νταμιτζάνας, Μαϊντανός, Μελιτζάνας, Ρέγγας, Μπαρδάκος, Νεροχύτης, Ταμπάκος, Χατζημπάμιας, Γαρδούμπας, Λάμιας, Χατζηραπάνης, Παστουρμάς και Πεχλιβάνης. Ανάμεσά τους υπάρχουν και γυναίκες, η κυρα-Αγγέλω, η Φώτω, η Σταμάτα κι η κυρα-Πιπίνα.


Η ταβέρνα ήταν αντροκρατούμενη. Οι γυναίκες που πέρναγαν το κατώφλι της ταβέρνας ή ανήκαν στο κοινωνικό περιθώριο ή ήταν αγανακτισμένες σύζυγοι που πήγαιναν να μαζέψουν τον ανεπρόκοπο.


Η φιγούρα του κρασοπατέρα ήταν αναπόσπαστα δεμένη με την παλιά ταβέρνα. Ύφος νυσταλέο, πουκάμισο χωρίς κολάρο, αρειμάνιο μουστάκι, ισόβια πίστη στον Βάκχο και οχτάρια στον δρόμο από την ταβέρνα ώς το σπίτι ή ώς την επόμενη ταβέρνα.

 

Κατεβάζω τις μισές
κι ανεβαίνει ο βερεσές,
κι αρχίζουν τα παραπατήματα

και τότε πια βλαστήμα τα!

 

Ο Τίμος Μωραϊτίνης που έγραψε τον παραπάνω στίχο, έχει γράψει πολλά τραγούδια για την ταβέρνα, τη ρετσίνα και τους πότες, που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν πολύ.


Τα όργανα της ταβέρνας ήταν το μαντολίνο, η φυσαρμόνικα, η οκαρίνα, το βιολί, το σαντούρι, το τουμπελέκι. Το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς είχαν κακό όνομα, γιατί συνόδευαν τα ρεμπέτικα, που ήταν τα τραγούδια του υπόκοσμου. Ο ήχος της λατέρνας ακουγόταν σε γλέντια και σε κρασοκατανύξεις. Πολλές κρασοκατανύξεις τελείωναν την ώρα που έβγαινε ο σαλεπιτζής.


Όταν απαγορεύτηκαν οι καντάδες, επειδή διατάρασσαν την κοινή ησυχία, η αστυνομία, με υπερβάλλοντα ζήλο, άρχισε να χώνει μηνύσεις στους ταβερνιάρηδες, γιατί τα άσματα διατάρασσαν την τάξη.


Το αγαπημένο όργανο της παρέας παρέμενε η κιθάρα, παρόλο «που απέθανεν εκ σαξοφωνικής γρίπης και τζαζμπαντικής πολιομυελίτιδος», όπως έγραψε στη Στήλη του Τζογέ ο Σώτος Πετράς τον Φλεβάρη του 1931.


Κιθάρα, που ’σαι συ γιατρός στ’ αμόρε
κι ο Ορφέας, βρε, σε ζήλεψε
κι η γλύκα του δικού σου του μινόρε
τις άρπες του ρεζίλεψε
.


Ο Τζογές ήταν κουτσαβάκης του Ψυρή, σύχναζε σε ταβέρνες, τιμούσε το κρασί, μιλούσε μάγκικα, συναναστρεφόταν μάγκες, αγαπούσε τη μουσική και το τραγούδι και απεχθανόταν τις αλλαγές που έφερε στην αθηναϊκή γειτονιά ο εκσυγχρονισμός.

 

Του Ψυρή και η Πλάκα ήταν κρασογειτονιές. Κάθε στενό και ταβέρνα. Τον Σεπτέμβριο τα βαρέλια έβγαιναν στον δρόμο για να ξεφουντώσουν, να καθαριστούν και να επιδιορθωθούν και τότε η μυρωδιά του ρετσινιού πλημμύριζε τη γειτονιά. Του Αγίου Δημητρίου έβγαινε το γιοματάρι. Σεπτέμβριος, η εποχή του τρύγου. Τα βαρέλια ετοιμάζονται να δεχτούν τις μουστιές.

 

Η πλακιώτικη ταβέρνα άφησε όνομα. Μια από τις παλιότερες ταβέρνες της Πλάκας ήταν η ταβέρνα του Δεσπότη, που άνοιξε το 1875. Είχε μεγάλη αποθήκη κρασιών και πελατεία απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στην ταβέρνα του Δεσπότη δούλευε ένας τύπος που είχε το παρατσούκλι Κλώθος –το αληθινό του όνομα ήταν Παύλος Ντάντες– και κάποτε είχε κερδίσει ένα επικίνδυνο στοίχημα. Είχε στοιχηματίσει με τον Λουδοβίκο Φιξ (εγγονό του Φιξ που ίδρυσε τη γνωστή ζυθοποιία) ότι μπορούσε μέσα σ’ ένα βράδυ να πιει δεκατέσσερις οκάδες κρασί με μοναδικό μεζέ τέσσερα συκωτάκια. Και το κέρδισε χωρίς να σκάσει!

 

Παλιές ταβέρνες στην Πλάκα ήταν η Μουριά του Γριζά, που άνοιξε το 1868, και η υπόγεια Μαυροταβέρνα του Καζούρου, που άνοιξε το 1850. Η παλιότερη και μακροβιότερη ταβέρνα της Αθήνας, με ιστορία εκατό και πλέον χρόνων, ήταν η ταβέρνα του Γιαβρούμ στου Ψυρή.

 

Πηγή: tetysolou.wordpress.com  el.wikipedia.org


Η πανέμορφη «Κόρη της Ακρόπολης».

 


Η Ασήμω Λιδωρίκη υπήρξε σημαντική φιγούρα της Ελληνικής Επανάστασης. Ήταν σύζυγος του οπλαρχηγού Γιάννη Γκούρα, που έμεινε στην ιστορία ως ο δολοφόνος του Οδυσσέα Ανδρούτσου και κόρη του κοτζαμπάση πολιτικού Αναγνώστη Λιδωρίκη.

 

Μετά τον θάνατο του συζύγου της στην πολιορκία της Ακρόπολης, ανέλαβε την αρχηγία των πολιορκημένων. Αν και αποδείχθηκε άξια αγωνίστρια, πολύ σύντομα πέθανε κι αυτή.

 

Από νεαρή ηλικία η Ασήμω Λιδωρίκη μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στα ιδεώδη της Ελληνικής Επανάστασης. Στις 23 Φεβρουαρίου 1823 παντρεύτηκε τον οπλαρχηγό της Στερεάς Ελλάδας και αργότερα πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γιάννη Γκούρα.

 

Εκείνη την περίοδο, ο Γκούρας είχε διοριστεί φρούραρχος των Αθηνών. Λόγω της ιδιότητάς του, μετακόμισε μαζί με τη γυναίκα του και τους συγγενείς του στο … Ερέχθειο. Πολύ σύντομα, η Ασήμω, της οποίας η οικογένεια βρισκόταν σε οξεία πολιτική αντιδικία με τον Ανδρούτσο, ξεκίνησε να συμπεριφέρεται εχθρικά στη μητέρα και τη γυναίκα του επιφανούς αγωνιστή.

 

Ο Ανδρούτσος, προκειμένου να διατηρήσει την ισορροπία στη σχέση του με τον Γκούρα, αποφάσισε τη μετεγκατάσταση των «γυναικών» του στη «Μαύρη Τρύπα» Παρνασσού. Ωστόσο, αυτό δεν στάθηκε ικανό για να κοπάσει το μίσος της Ασήμως και τη διάθεσή της για συκοφαντίες. Η ίδια συνέχισε τα κακεντρεχή σχόλια στον σύζυγό της και λέγεται πως τον επηρέασε σημαντικά.

 

Άλλωστε, λίγο καιρό αργότερα, ο Ανδρούτσος έπεσε σε δυσμένεια και ο Γκούρας με καθοδηγητή τον Κωλλέτη τον συνέλαβε ως προδότη και τον φυλάκισε στην Ακρόπολη, όπου δύο μήνες μετά δολοφονήθηκε από τους φρουρούς του.

 

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1826, κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τις δυνάμεις του Κιουταχή, ο Γκούρας βρήκε τραγικό θάνατο, αφήνοντας πίσω του μία «γενναία» διαθήκη και μια «κατάρα» στη γυναίκα του. Σύμφωνα με μαρτυρίες, λίγο πριν εκπνεύσει, της είπε: «Αν πεθάνω, κοίτα να φυλάξεις την τιμή μου. Τότε ο θεός θα σε σώσει. Σου εύχομαι να απολαύσεις όλα αυτά που σου αφήνω με τη διαθήκη μου. Αν, όμως, φανείς άπιστη και με ξεχάσεις γρήγορα, ο Θεός να σε στείλει αμέσως κοντά μου»

 

H Aσήμω Γκούραινα, όπως την αποκαλούσαν, πριν ακόμα θάψει τον νεκρό άνδρα της, ανέλαβε αρχηγός των αγωνιζόμενων Ελλήνων και οι άνδρες του Γκούρα ορκίστηκαν ενώπιόν της, ότι θα τιμήσουν τη μνήμη του αρχηγού τους μέχρι θανάτου. Θρηνώντας πάνω απ’ το πτώμα του είπε: «Πάφτε μωρέ! Όσο καιρό ζούσε, τον ποτίζατε χολή και ξύδι, σαν το Χριστό, τι τον κλαίτε άδικα τώρα;… Αν θέλετε να σας συγχωρέση η ψυχή του, κυττάχτε πώς θα σώσετε τούτο το Κάστρο, κι΄ όχι να κλαίτε, σα γυναίκες. Εγώ, που θα ΄πρεπε να ρίξω τα μαλλιά μου κάτου και να μοιρολογήσω, κυττάχτε με! Ζώστηκα το σπαθί του και γίνουμαι εγώ καπετάνιος σας, να σώσουμε την Ακρόπολι και να λευτερώσουμε την πατρίδα μας από τη σκλαβιά»

 

Νέος φρούραρχος των Αθηνών ορίστηκε ο φίλος του Καραϊσκάκη και οπλαρχηγός της Εύβοιας, Νικόλαος Κριεζιώτης, σε ηλικία 42 ετών. Μόλις αντίκρισε τη Γκούραινα, λέγεται πως θαμπώθηκε από τα κάλλη της και την ερωτεύτηκε παράφορα. Η ίδια ήταν γνωστή για την ομορφιά της. Γι’ αυτό άλλωστε και την αποκαλούσαν «Νταλιάνα«, δηλαδή ψηλή και όμορφη γυναίκα (από το «νταλιάνι», το μακρύ καριοφίλι).

 

Η χήρα «Νταλιάνα» γοητευμένη από τον νέο φρούραρχο ανταποκρίθηκε στον έρωτά του. Αρκετοί ήταν αυτοί που την επέκριναν, καθώς δεν είχαν περάσει ούτε τρεις μήνες από τον θάνατο του συζύγου της, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν πως αρραβωνιάστηκαν 13 μέρες μετά. Το σίγουρο είναι πως το ζευγάρι αρραβωνιάστηκε ανεπίσημα, με τις ευχές της οικογένειας Λιδωρίκη.

 

Λίγες μέρες μετά, το βράδυ της 12ης Ιανουαρίου του 1827, τουρκικές βόμβες γκρέμισαν δύο κολόνες του Ερεχθείου, στο οποίο βρισκόταν η Ασήμω μαζί με άλλες 14 γυναίκες. Η στέγη κατέρρευσε και την πλάκωσε. Η γυναίκα σκοτώθηκε ακαριαία μαζί με την αδελφή της και τα τρία παιδιά της, μία ανιψιά του Γκούρα και την υπηρέτρια. Κάποιοι έκαναν λόγο για «νέμεση» και θεώρησαν πως η προφητεία του Γκούρα επαληθεύτηκε, καθώς έδειξε ασέβεια προς το εκλιπόντα σύζυγό της.

 

O Γάλλος φιλέλληνας ζωγράφος Νίκολας Γκος (Nicolas Louis François Gosse) που βρέθηκε στην Αθήνα την περίοδο της πολιορκίας και πληροφορήθηκε τον θάνατο της γυναίκας, συγκινήθηκε και αποφάσισε να φιλοτεχνήσει έναν πίνακα, αφιερωμένο στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της Ελληνικής Επανάστασης. Έτσι, δημιουργήθηκε η «Κόρη της Ακρόπολης». Η διδάκτωρ ιστορίας της τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και υπεύθυνη της βιβλιοθήκης και των αρχείων της Εθνικής Πινακοθήκης, Όλγα Μεντζαφού – Πολύζου, έγραψε για το έργο: «Η Ασήμω στέκει αγέρωχη και ατρόμητη καταπατώντας τα σύμβολα του εχθρού μέσα στον αρχαίο ναό, που έμελλε αργότερα να γίνει ο τάφος της. Ο Gosse αποδε­χόμενος τις αντιλήψεις της εποχής του που θριάμβευσαν μέσα στο πνεύμα του ρομαντισμού, απεικονίζει την Ασήμω ως μια αλληγορία της αγωνιζόμενης Ελλάδας, όμοια με την Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου του Nτελακρουά του 1826. Δεν είναι αυτό καθεαυτό το ιστορικό γεγονός που ενδια­φέρει τον Gosse, το οποίο απλώς υποδηλώνεται με μια σκηνή μάχης στο βάθος δεξιά του πίνακα, όσο η ίδια η θριαμβευτική παρουσία της γυναίκας με το λαμπερό κόκκινο της φούστας που προβάλλει εμπρός στους κίονες του αρχαί­ου ναού και το σπαθί που κρατά στο χέρι να κυριαρχεί στην παράσταση, προ­δικάζοντας τις διαθέσεις της. Έστω και λαβωμένη, καταπατά τα σύμβολα μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας που σέρνεται ηττημένη στα πόδια της. Έτσι η Ασήμω γίνεται το σύμβολο των αγώνων του λαού αναπόσπαστο κομμάτι του αρχαίου μνημείου, φορέας του διαχρονικού μηνύματος για ελευθερία, ιδανικό του αρχαί­ου ελληνικού κόσμου που ενσαρκώνει«. Αντίτυπο του έργου φιλοξενείται μέχρι σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη της Γαλλίας.

 

Αντλήθηκαν πληροφορίες από: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού

 

Πηγή: mixanitouxronou.gr




Ο θρυλικός Σαμψών, ένας λαϊκός ήρωας

 


Ο περίφημος Σαμψών εμφανιζόταν σε υπαίθριους χώρους κι επιδείκνυε τη δύναμή του. Έσπαζε πέτρες, ξύλα, τσιμεντόλιθους με το κεφάλι· τραβούσε αυτοκίνητα, φορτηγά, λεωφορεία, τρακτέρ με τα δόντια ή με τα χέρια· απωθούσε ξίφη με την κοιλιά, λύγιζε σίδερα, έσπαγε αλυσίδες, έσκιζε τηλεφωνικούς καταλόγους, σήκωνε μεγάλα βάρη. Έβαζε κοτρώνες στο κεφάλι του και προκαλούσε κάποιον από το κοινό να τις σπάσει χτυπώντας τες με βαριοπούλα. Οι παραστάσεις του έκοβαν την ανάσα.


Τη μεγάλη δύναμή του κληρονόμησε από τον παππού του, που ήταν παλαιστής στην παλιά πατρίδα. Προέρχεται από οικογένεια προσφύγων από τον Πόντο.
Οι γονείς του ήρθαν στην Ελλάδα το 1922. Ο Σαμψών γεννήθηκε το 1929. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια και βγήκε στη βιοπάλη από εφτά χρόνων. Έπιασε δουλειά σε ανθρακωρυχείο και σήκωνε τα τσουβάλια με το κάρβουνο, λες κι ήταν άδεια. Δούλεψε σε διάφορες δουλειές για τον επιούσιο. Στα 13 του άρχισε ελεύθερη πάλη ως αθλητής του Πειραϊκού Συνδέσμου. Τότε άρχισαν να τον φωνάζουν Σαμψών, λόγω της μεγάλης του δύναμης. Αυτό το παρανόμι ακολουθεί τον Γιάννη Κεσκιλίδη όλα του τα χρόνια.

 

Ήταν μια θρυλική μορφή της πάλης, που σημείωσε νίκες σε ρινγκ σε όλη την Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό: Κύπρο, Αίγυπτο, Τουρκία, Συρία, Ισραήλ, Λίβανο.


Αργότερα άρχισε τις υπαίθριες επιδείξεις της δύναμής του. Τον ήξεραν σε όλη η Αθήνα και στα πέριξ, γιατί παντού έκανε τις εμφανίσεις του. Στο Θησείο και στην πλατεία Εθνικής Αντίστασης (πρώην πλατεία Κοτζιά), έδινε συχνά παραστάσεις.

 

Γύρισε και κάθε γωνιά της Ελλάδας προσφέροντας θέαμα σε μικρούς και μεγάλους που τον αγαπούσαν, τον θαύμαζαν και τον καταχειροκροτούσαν. Ο Σαμψών ήταν ένας θρύλος, ένας λαϊκός ήρωας.


Στα 76 του αποσύρθηκε, αλλά δεν ξεχάστηκε.

 

Τον Φεβρουάριο του 2015, διεξήχθη στους δρόμους της Νέας Ιωνίας ο δεύτερος αγώνας δρόμου, με την επωνυμία «Ολύμπιος Σαμψών», προς τιμήν του τελευταίου εν ζωή λαϊκού ήρωα.

 

Ο Φοίβος Δεληβοριάς τον θυμάται στο τραγούδι του Φώτης:
Θα ’ρθω κάποια μέρα απ’ το γραφείο, να σε πάρω απ’ τη δουλειά,
να πάμε βόλτα στο Θησείο, στην Αρχαία Αγορά,
να μου πάρεις ένα γλειφιτζούρι και να δούμε τον Σαμψών,
να ματώνεται στην πέτρα της ζωής των αλλωνών.

 

Στις 25 Μαϊου 2019 έφυγε από τη ζωή από ανακοπή καρδιάς, στο νοσοκομείο Αγία Όλγα, όπου νοσηλευόταν με πνευμονία.

Πηγή: tetysolou.wordpress.com



Ήθη και έθιμα, η φυσιογνωμία ενός λαού

Γράφει ο Νίκος Ζυγογιάννης

 

Ο όρος ήθος σημαίνει το σύνολο των ψυχικών χαρακτηριστικών κάθε ανθρώπου.

 

Ήθη λέγονται οι αντιλήψεις ενός λαού για την ηθική και κοινωνική συμπεριφορά. Είναι οι γενικές αρχές Δικαίου, οι θεμιτοί τρόποι συμπεριφοράς του κοινωνικού ανθρώπου, που μεταβάλλονται με τη μεταβολή του χρόνου, που διαφέρουν από τόπο σε τόπο και απηχούν την τρέχουσα ηθική μιας κοινωνίας.

 

Δηλαδή τα ήθη ορίζουν αξίες, σχέσεις, συμπεριφορές. Είναι τα αισθήματα, οι νοοτροπίες που χαρακτηρίζουν μια εποχή (π.χ. η καταναλωτική τάση του σύγχρονου αστού, η προτίμησή του σε πρακτικές λύσεις, όπως είναι τα
τυποποιημένα είδη διατροφής, η αντίληψή του για το γάμο κ.τ.λ.). Όλα αυτά αποτελούν ένα είδος κανόνων και νόμων, μια μορφή δικαίου, άγραφου, που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε εθιμικό. Αλλά και το Γραπτό Δίκαιο δεν είναι αυθαίρετο δημιούργημα του νομοθέτη, αλλά προϊόν του πνεύματος του λαού.

 

Υπάρχει μια συμφωνία των ηθών με τις απαιτήσεις του δικαίου. Για παράδειγμα, στις συναλλαγές των ανθρώπων οι νόμοι καθορίζουν ως δίκαιο ό,τι η κοινωνία θεωρεί ως ηθικό: απαγορεύεται η αισχροκέρδεια, θεωρείται άκυρη κάθε πράξη που αποτελεί εκμετάλλευση της ανάγκης του άλλου.

 

Όταν, όμως, οι αντιλήψεις αυτές πάρουν και μια σταθερά επαναλαμβανόμενη τελεστική, περισσότερο ή λιγότερο τελετουργική μορφή, γίνονται έθιμα, όπως είναι τα γαμήλια έθιμα. Γίνονται δηλαδή συνήθεια με καθολικό χαρακτήρα, που τηρείται από όλα τα μέλη της κοινωνικής ομάδας. Τα στοιχεία του εθίμου είναι: α) το ιστορικό: μακρόχρονη και ομοιόμορφη άσκηση, δηλ. ορισμένη συμπεριφορά των κοινωνιών που επαναλαμβάνεται ομοιόμορφα επί αρκετό χρόνο, ώστε να παγιωθεί ως κανόνας Δικαίου β) το ψυχολογικό: η πεποίθηση των κοινωνιών ότι, με τη συμπεριφορά τους εφαρμόζουν κανόνα δικαίου και ότι αν δεν τηρήσουν τη συμπεριφορά αυτή, θα έχουν κυρώσεις.

 

Οι κυρώσεις που επιβάλλονται είναι η γενική κατακραυγή και η ηθική καταδίκη από μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Τα έθιμα διακρίνονται σε γενικά (ισχύουν σε όλη τη χώρα) και τοπικά (ισχύουν σε ορισμένη περιοχή). Υπάρχουν, επίσης, έθιμα επαγγελματικά και θρησκευτικά κ.λ

 

Η έννοια των εθίμων προσεγγίζεται καλύτερα με το συσχετισμό τους με την έννοια των ηθών (λέμε ήθη και έθιμα). Στα νεότερα χρόνια η σχέση ηθών και εθίμων μεταβλήθηκε. Ήθη πάντα υπάρχουν. Αλλά δε δημιουργούνται νέα έθιμα.

 

Αυτό σχετίζεται με τον τερματισμό της κλειστής ζωής της αγροτικής κοινωνίας, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος δημιουργίας εθίμων. Γιατί εκεί συνέτρεχαν οι λόγοι που ευνοούσαν τη δημιουργία και διατήρησή τους (έντονη πίστη σε υπερφυσικές δυνάμεις, που έπρεπε, λατρευτικά, να καταστούν ευεργετικές, διάθεση ελεύθερου χρόνου, συλλογική ζωή). Υπάρχει, εντούτοις, μια τάση διατήρησης παλιών εθίμων, έστω κι αν εξέλιπαν οι αιτίες που τα είχαν δημιουργήσει. Το τελετουργικό, η παραστατικότητα και η θεαματικότητα του εθίμου ασκούν αρκετά ισχυρή γοητεία, ώστε να παρατηρείται, τις τελευταίες δεκαετίες, μια σκόπιμη αναβίωση των παλιών εθίμων, που προσφέρονται ως ένα είδος θεατρικής παράστασης, ή θεάματος…

 

Τα ήθη και έθιμα, τα δημοτικά τραγούδια και οι παροιμίες, οι παραδόσεις και οι θρύλοι αποτελούν το λαϊκό πολιτισμό που είναι ο καθρέφτης ενός λαού. Μελετώντας τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, αντικρίζει κανείς ένα λαό απλό και αληθινό, συγκροτημένο πάνω σε στέρεο προσανατολισμό, με πίστη στο παρελθόν και αισιοδοξία για το μέλλον, με ιδανικά και αξίες. Και αυτό, γιατί υπάρχει αδιάσπαστη ενότητα ανάμεσα στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, τον αρχαίο και το νεότερο. Κάθε έθιμο και δοξασία του λαϊκού πολιτισμού προχωρεί στα βάθη του παρελθόντος, φτάνοντας όχι μόνο στους κλασικούς χρόνους, αλλά μερικές φορές στα βάθη της προϊστορίας.

 

Αναμφίβολα, λοιπόν, μέσα από το λαϊκό πολιτισμό αναζητάμε τις ρίζες μας και ανακαλύπτουμε τη φυσιογνωμία μας ως λαός, πιστοποιούμε την ταυτότητά μας, θωρακίζουμε τη συνέχιση του έθνους μας. Εναρμονίζουμε το χθες με το σήμερα και χτίζουμε το αύριο…

 

Νίκος Ζυγογιάννης
Καθηγητής
πρ. Πρόεδρος Πανελλ. Σ. Σαρακατσαναίων

 




Το Κυριακάτικο φαγητό με όλη την οικογένεια

Από τον Γιάννη Γούδα

 



 

Κυριακή μεσημέρι. Όλη η οικογένεια στο τραπέζι, με το φαγητό που ψήθηκε σε ταψί στον φούρνο της γειτονιάς.

 

Το φαγητό και το ψήσιμο στον φούρνο της γειτονιάς, ήταν ένα από τα αγαπημένα έθιμα της ελληνικής οικογένειας, μέχρι και τη δεκαετία του ’80. Μία ελληνική συνήθεια που έγινε έθιμο σε κάθε γειτονιά, γιατί δεν ήταν μόνο το ψήσιμο, αλλά και η συγκέντρωση και οι συζητήσεις μέσα και έξω από τον φούρνο των ανθρώπων της γειτονιάς, οι γνωριμίες και τα συνοικέσια και τέλος οι φιλίες που γινόντουσαν. Μία συνήθεια που έγινε έθιμο σε κάθε ελληνική κοινωνία. Μια παράδοση που μας φέρνει ευχάριστες και καταπληκτικές αναμνήσεις στο μυαλό...


Την Κυριακή είπα; Αχ! Αυτές οι Κυριακές, ήταν γεμάτες από μια θαλπωρή και μια επισημότητα, όχι γιατί το τραπέζι θα περιείχε κρεατικά, μπορεί να ήταν και κοτόπουλο ή και ταπεινά πλατάρια, πίτα ή γεμιστά, παστίτσιο ή μουσακάς, αλλά περισσότερο για την ενδιαφέρουσα τελετουργία που τις έκανε ξεχωριστές. Κάθε Κυριακή πρωί στην εκκλησία, ύστερα το φαγητό στον φούρνο και μετά όλη η οικογένεια γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι με το ξεχωριστό παραδοσιακό φαγητό!


Πόσες και πόσοι από σας πρόλαβαν το ταψί στον φούρνο; Ένα νοσταλγικό έθιμο που χαρακτήριζε τις τότε εποχές. Τις εποχές της ανεμελιάς, "του ασπρόμαυρου", της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας που φρόντιζε να κρατάει τα έθιμα και την οικογένεια ενωμένη. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το ψήσιμο του κυριακάτικου φαγητού στον φούρνο της γειτονιάς; Εκδίδονταν ανακοινώσεις στον τοπικό Τύπο, που ενημέρωναν το κοινό πως την τάδε ημέρα αργίας ''οι φούρνοι θα παρέμεναν ανοιχτοί μόνο για το ψήσιμο φαγητού''. Αυτό ήταν και το εναρκτήριο λάκτισμα. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το ταψί με το φαγητό, για να προσφέρουν μια εορταστική ατμόσφαιρα, ειδικής περίστασης στο μεσημεριανό τραπέζι και αμέσως μετά την Κυριακάτικη Λειτουργία, οι γειτονιές γέμιζαν με ταψιά σκεπασμένα με πετσέτες και αλουμινόχαρτα, που κατευθύνονταν στον φούρνο για το ψήσιμο.

 

Κλασικές αξίες και πεντανόστιμες, αφού ο φούρνος της γειτονιάς που αναλάμβανε το ψήσιμο, το έκανε... λουκούμι. Και όχι μόνο ο φούρνος, αλλά η αλήθεια είναι ότι, όσο το λαχταράς ένα φαγητό, τόσο πιο νόστιμο σου φαίνεται! Κοτόπουλο με πατάτες, αρνί με πατάτες, πατάτες με μπιφτέκια και οτιδήποτε άλλο διέθετε και ήθελε η κάθε οικογένεια.

 

Όποιος είχε κάποια γιορτή ή μεγάλη οικογένεια, έπρεπε να χρησιμοποιήσει το πιο μεγάλο ταψί που δεν χώραγε στον φούρνο του σπιτιού του. Ο φούρναρης ήταν διαρκώς μπροστά από τον φούρνο. Αραδιασμένα και σε σειρά, γραμμένα με τα ονόματά τους και πεντακάθαρα (διότι από την καθαριότητα ξεχώριζε η κάθε νοικοκυρά) όλα τα ταψιά και οι λαμαρίνες μπροστά του. Πίεζε τον μοχλό να σηκωθεί η μεταλλική πόρτα. Με ένα τεράστιο ξύλινο φτυάρι έβγαζε ή έβαζε το ταψί στον φούρνο. Το τοποθετούσε κάτω από μία βρύση και πρόσθετε νερό. Ο φούρναρης μαγείρευε για εμάς και φρόντιζε να περιποιείται πάντα όλους τους πελάτες. Δεν έλειπαν όμως και τα παράπονα: Δεν μου το έψησε καλά σήμερα, δεν μου έβαλε νερό και το έκαψε, το ήθελα πιο ξεροψημένο κ.ο.κ. Η στιγμή της παραλαβής ήταν περίπου το μεσημέρι. Το ταψί έκαιγε στην κυριολεξία. Έπιανε εφημερίδες και τις δίπλωνε έτσι ώστε να είναι πολλές μαζί. Αλλιώς δεν μπορούσες να πιάσεις το ταψί, εκτός αν φρόντιζες από μόνος σου να πάρεις τα ανάλογα πανιά. Και πάλι όμως έκαιγε.

 

Με γοργά βήματα πάμε προς το σπίτι. Το λαχταριστό φαγητό είναι επάνω στην ξύλινη βάση. Αχνίζει, μυρίζει όμορφα και έχει την τέλεια όψη. Θέλω μία πατάτα ή μια πέτσα από το κρέας. Καίει όμως πολύ...


Σήμερα θα φάμε όλοι μαζί. Δεν έχουμε γιορτή. Είναι Κυριακή και θα φάμε όλοι μαζί... τόσο απλό.


Είναι μεσημέρι Κυριακής, το σπίτι μυρίζει ωραίες μυρωδιές που διαπερνούν τις αισθήσεις μας με μια ζεστή και γλυκιά νότα που μας κάνει να νιώθουμε όμορφα. Το τραπέζι είναι στρωμένο με τα κατάλληλα πιάτα, πιρούνια, ποτήρια, και ξαφνικά ο χώρος αυτός γεμίζει από τα μέλη της οικογένειας, συγγενείς ή φίλους και όλα αλλάζουν. Το τραπέζι μετατρέπεται σε έναν χώρο επαφής και η ιεροτελεστία του φαγητού ξεκινάει. Με παρούσα όλη την οικογένεια έμοιαζε σαν μια μεγάλη κυψέλη. Δικαιολογίες για απουσίες δεν γίνονταν δεκτές και έπρεπε όλοι να είμαστε εκεί την προκαθορισμένη ώρα, γιατί οι γιαγιές μας και οι παππούδες μας, έτρωγαν από συνήθεια νωρίς.

 

Το να βρίσκεται μια οικογένεια γύρω από το τραπέζι την ώρα του φαγητού, ήταν μια διαδικασία ''ιερή'' για τους οικογενειακούς δεσμούς, γιατί μας άρεσε να τρώμε όλοι μαζί, αφενός μεν διότι το θεωρούσαμε διασκέδαση, αφετέρου γιατί μιλούσαμε μεταξύ μας κι επικοινωνούσαμε βαθιά, με έναν τρόπο που ποτέ δεν έφευγε από μέσα μας. Αργότερα και όταν στην οικογένεια προστέθηκαν και τα μικρά παιδιά, θεωρούσαμε πως το καλύτερο γεύμα είναι εκείνο που τρώμε και πάλι όλοι μαζί. Συνήθιζαν έτσι και αυτά και είχαν μια πυξίδα στη ζωή τους, μια ώρα με την οικογένειά τους κατά την οποία ήξεραν ότι θα περάσουν καλά, θα φάνε αγαπημένα φαγητά, θα μάθουν να μοιράζονται το φαγητό τους, ότι μπορούν να μιλήσουν, να ακούσουν και να σεβαστούν τους γονείς τους, τις γιαγιές και τους παππούδες τους. Έτσι το κυριακάτικο τραπέζι γινόταν ''γιορτή'' κι όλοι ανυπομονούσαν γι' αυτό.


Στο χωριό που μεγάλωσα, δεν είχαμε βέβαια τον φούρνο της γειτονιάς. Είχαμε, όμως, ο καθένας στο σπίτι του, τον παραδοσιακό φούρνο με τα ξύλα. Εδώ και αν ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία το ψήσιμο του φαγητού. «Φούρνος να μην καπνίσει». Η γιαγιά μου έλεγε ότι αν κάποιος ήθελε στα χρόνια τα δικά της να καταραστεί κάποιον νοικοκύρη, του έλεγε αυτό. Τόση σημασία είχε το ψήσιμο σε τέτοιον φούρνο. Βέβαια, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Από το πρωί η γιαγιά ή η Μάνα άναβαν τον φούρνο, έριχναν μέσα τα ξύλα και μόλις αυτά ''έπεφταν'', έφτιαχναν τα κάρβουνα με τη μασιά και μετά έβαζαν με προσοχή μέσα το ταψί. Τις Κυριακές κάπνιζαν όλοι σχεδόν οι φούρνοι και οι μυρωδιές των φαγητών ανακατεύονταν όλες μαζί στην ατμόσφαιρα και πλημμύριζαν τις γειτονιές, αλλά και όλο το χωριό.

 

Πηγή: eleftheria.gr



Το Χρονικό της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού 1908 - 1923


 

Η Γενοκτονία του Ποντιακού ελληνισμού - που από το 1994 αναγνωρίζεται επισήμως από την ελληνική πολιτεία με την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου, ως Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου - αναφέρεται στα βίαια, μαζικά, φονικά γεγονότα, της δεύτερης και των αρχών της τρίτης δεκαετίας του 20αι., που έλαβαν χώρα στην καταρρέουσα τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι τη δημιουργία του σύγχρονου τουρκικού κράτους, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την φυσική εξόντωση, τον αφανισμό, τον εκτοπισμό, την εκρίζωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες.

 

Τα γεγονότα αυτά πυροδοτήθηκαν από την σταδιακά αυξανόμενη ανάδυση και εντεινόμενη επίδραση του τουρκικού εθνικισμού στην πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο οποίος προς τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα κατέστη κυρίαρχη ιδεολογία, αναλαμβάνοντας δια των πολιτικών εκφραστών του, την εξουσία και τον έλεγχο της αυτοκρατορίας.

 

Η ανάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους το 1908 στην Οθωμανική Θεσσαλονίκη θεωρείται η απαρχή του για τους «συστηματικούς» και «οργανωμένους» - όπως υποστηρίζουν σύγχρονοι ιστορικοί και ερευνητές - διωγμούς, εξαντλητικές πορείες εξόντωσης, εγκλεισμούς σε τάγματα καταναγκαστικής εργασίας, λεηλασίες, βιαιότητες, σε βάρος όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής. Όπως επισημαίνουν, οι ίδιοι, οι ωμότητες αυτές πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους και σε διάφορες φάσεις, μέσα στη δεκαετία 1913-1923 και μέσα σε εμπόλεμες συνθήκες, αλλά και σε ειρηνικά μεσοδιαστήματα, στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

 

Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να υπολογιστεί, λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν. Ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης αναφέρει:

 

«Οι Έλληνες σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν την έναρξη των διωγμών, σε ήταν περίπου 2 με 2.2 εκατομμύρια. Στο χώρο του Πόντου ήταν περίπου 450.000. Στην επίσημη απογραφή του 1928 καταμετρήθηκαν, ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, επισήμως, 1.2 εκατομμύρια. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των Ελλήνων που χάθηκαν στην περίοδο 1914-22, αυτών που αγνοείται η τύχη τους, είναι της τάξης των 700.000- 800.000, σε όλη την έκταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας».

 

Το επίσημο τουρκικό κράτος, που διαδέχθηκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αρνείται ότι διαπράχθηκε «γενοκτονία» εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της Ανατολής τα τελευταία χρόνια ύπαρξης της αυτοκρατορίας.

 

«Η Τουρκική Δημοκρατία, δημιουργείται το 1923, δηλαδή μετά το τέλος των γεγονότων. Τα γεγονότα και τις γενοκτονίες τις προκάλεσε ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός, οι Νεότουρκοι στην αρχή και ο Κεμάλ στη συνέχεια. Η σχέση του σύγχρονου τουρκικού κράτους με αυτούς που διέπραξαν τις γενοκτονίες μπορεί να μην είναι θεσμική, είναι όμως οργανική, γιατί ουσιαστικά αυτοί δημιουργούν το τουρκικό κράτος» αναφέρει ο κ. Αγτζίδης.

 

Ο ίδιος, ο όρος «γενοκτονία» διατυπώθηκε και ενσωματώθηκε στο διεθνές δίκαιο, μεταγενέστερα (1948) από τον Πολωνό νομομαθή Ράφαελ Λέμκιν, με σκοπό τη νομική περιγραφή «μαζικών εγκλημάτων» από κυρίαρχες εξουσίες, με προσχεδιασμό, οργάνωση, συστηματικότητα και με σκοπό «τη μεθοδευμένη εξολόθρευση, ολική, ή μερική» διαφόρων «εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών, ή άλλων μειονοτήτων» και έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός ευρύτερου επιστημονικού διαλόγου και κοινωνικού προβληματισμού.

 

Το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ποντίων, σύμφωνα με μελετητές των γεγονότων, είτε εξαιτίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είτε και του συνεχιζόμενου επιστημονικού διαλόγου και της διαδικασίας τεκμηρίωσης, ή και των δύο, κρατήθηκε χαμηλά για δεκαετίες, ώσπου άρχισε σταδιακά να τίθεται εντονότερα από την προσφυγική «Κοινωνία των Πολιτών», τους επιζήσαντες και τους απογόνους τους, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

 

Η οργανωμένη μελέτη των πηγών, η αξιοποίηση των μαρτυριών, αλλά και έργα νεώτερων ιστορικών, ελλήνων και ξένων, μεταξύ αυτών και σύγχρονων τούρκων ιστορικών, τις τελευταίες δεκαετίες βοήθησε στην αποσαφήνιση του ιστορικού τοπίου και σε ευρεία επιστημονική τεκμηρίωση του αιτήματος «μνήμης» και αναγνώρισης «γενοκτονικών» πρακτικών, οι οποίες εφαρμόστηκαν κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, μεταξύ αυτών και κατά του ποντιακού ελληνισμού (1916-1922).

 

Το Χρονικό της Γενοκτονίας

 

1908: Κίνημα των Νεότουρκων στην οθωμανική Θεσσαλονίκη. Οι εθνικιστές ηγέτες (Κεμάλ - Ενβέρ – Ταλάτ) υποσκελίζουν το σουλτάνο Αμπτούλ Χαμίτ και αναλαμβάνουν τον πολιτικό έλεγχο της αυτοκρατορίας.

 

1910: Αυταρχικά, κατασταλτικά μέτρα κατά των χριστιανικών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας

 

1911: Σε συνέδριο του «Κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος» των Νεότουρκων κυριαρχεί το σύνθημα: «Η Τουρκία στους Τούρκους»

 

1913: Οργανώνεται από τους Νεότουρκους το «Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών» και ιδρύεται η μυστική υπηρεσία (Teskilat i-mahsusa)

 

1914: Έναρξη του Α’ ΠΠ. Οι πρώτες μαζικές διώξεις κατά Ελλήνων στην Ανατολική Θράκη. Πογκρόμ στη Δυτική Μικρά Ασία και η σφαγή της Φώκαιας. Ρωσοτουρκικός Πόλεμος. Έξαρση του τουρκικού εθνικισμού, συσπείρωση του μουσουλμανικού στοιχείου.

 

1915: Καλούνται στην Κωνσταντινούπολη και εξοντώνονται οι πρόκριτοι των Αρμενίων. Η Γενοκτονία των Αρμενίων ολοκληρώνεται σε λίγους μήνες.

 

1916 - 1917 : Πορείες «θανάτου» στο εσωτερικό της Ανατολίας από τον οθωμανικό δυτικό Πόντο (Σαμψούντα, Μπάφρα, κ.α) και απώλειες χιλιάδων χριστιανών - αντρών, γυναικών και παιδιών - από τις κακουχίες, το κρύο και την πείνα. Τάγματα καταναγκαστικής εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού). Ο ανατολικός Πόντος υπό ρωσική κυριαρχία. Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία και λήξη ρωσοτουρκικού πολέμου

 

1918: Λήξη Α’ ΠΠ. Η ηγεσία των Νεότουρκων παραδίδεται στους συμμάχους της Αντάντ. Αποχώρηση Ρώσων από τον ανατολικό Πόντο και τον Καύκασο

 

1919: Αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Αναχώρηση από Κωνσταντινούπολη στις 15 Μαΐου και άφιξη στις 19 Μαΐου του Μουσταφά Κεμάλ Πασά στη Σαμψούντα, με αποστολή την «ειρήνευση» από τη δράση ομάδων ατάκτων. Αυτονόμηση του από την Υψηλή Πύλη και συνάντηση του στη Χάμσα, στις 29 Μαΐου, με τον Τοπάλ Οσμάν.

 

1920: Συνθήκη των Σεβρών. Ανατολική Θράκη και Σαντζάκι της Σμύρνης υπό όρους, σε ελληνικό έλεγχο, ο Πόντος εξαιρείται των ρυθμίσεων.

 

1920-1922: Από την περιοχή της Βιθυνίας ξεκινούν σε όλο τον Πόντο σφαγές, λεηλασίες, καταστροφή χριστιανικών χωριών από παρακρατικές νεοτουρκικές ομάδες. Δεκάδες χιλιάδες Πόντιοι και Αρμένιοι φεύγουν να σωθούν προς τη Σοβιετική Αρμενία και προς τους υπό γαλλικό έλεγχο Συρία και Λίβανο.

 

1922: Μικρασιατική καταστροφή. Ο ελληνικός στρατός ηττάται στον Σαγγάριο, φλέγεται η Σμύρνη.

 

1923: Συνθήκη της Λωζάννης. Ανταλλαγή πληθυσμών, προσφυγιά

 

Αναρτήθηκε από e-Pontos

epontos.blogspot.com






Το παγωτό στην Αθήνα! Από τα χρόνια του παγωτατζή στο πρώτο τυποποιημένο! Τα μαγαζιά, οι γεύσεις, οι αναμνήσεις...

 

Του Γιώργου Λ. Παπαχατζή

 



Μια «τραυματική» πλην χιουμοριστική ιστορία, έντονες δόσεις νοσταλγίας που... κληροδότησαν ντοκουμέντα μιας άλλης εποχής, οι εικόνες και οι λέξεις, το πρώτο τυποποιημένο παγωτό και στέκια που άφησαν και εξακολουθούν να γράφουν ιστορία, όλα συνωμοτούν ευλαβικά σε ένα πάθος αθεράπευτο. Και το όνομα αυτού; ΠΑΓΩΤΟ!

 

Είναι κάτι μεσημέρια που μια ανίατη εξάρτηση ξυπνά μέσα σου για τα καλά και λες «να 'χαμε ένα παγωτό...». Και μη μου πείτε ότι δίνετε σημασία μονάχα στη γεύση του; Όπως και να το κάνεις, είναι και οι αναμνήσεις που ξυπνά μέσα σου η σκανδαλιστική δροσιά του. Από τα χρόνια της... πιτσιρικαρίας στα παρκάκια της γειτονιάς μετά το σχολείο, η ανεμελιά και το παγωτό χωνάκι που στάζει στο χέρι θα μείνουν για πάντα ανεξίτηλα στη μνήμη σου, όπως το πρώτο φιλί. Το απόλυτο must του καλοκαιριού, το παγωτό, είναι αναμφίβολα η πρώτη επένδυση της ζωής μας, τότε που παίρναμε τo χαρτζιλίκι των παππούδων και πεταγόμασταν ανυπόμονα στο πλησιέστερο περίπτερο για... ανασκαφή στους παγωτοκαταψύκτες!

 

Στα χρόνια του παγωτατζή...

«Ο παγωτατζής...», «Στο ξυλάκι το ‘χω», «Πάρτε γιάτσο σαν το χιόνι που το τρώνε οι βαρόνοι», «Μια πεντάρα το χωνάκι κρύο σαν το πεπονάκι» φώναζε η ασπροφορεμένη φιγούρα του καλοκαιριού με την ποδιά και το καπελάκι, ο παγωτατζής. Τι κι αν σήμερα όλα αυτά αποτελούν στιγμιότυπα από ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες ή αναλαμπές στη μνήμη των μεγαλυτέρων, το πόσα πιτσιρίκια σκίρτησαν στο άκουσμα αυτών των διαλαλήσεων δεν λέγεται... Και στο άκουσμα της φωνής του ή του κουδουνίσματος που ηχούσε από το καρότσι του πριν από την έλευση του καλοκαιριού, ξεπετάγονταν από τα σπίτια, τις ολάνθιστες αυλές, τους δρόμους, τα πανηγύρια και τα παζάρια, τους κινηματογράφους, τις παραλίες και όπου αλλού και συνωστίζονταν με τα λεφτά στο χέρι γύρω από το τρίτροχο και μεταγενέστερα μηχανοκίνητο καροτσάκι με το σκέπαστρο, για να πάρουν το «γιάτσο» τους, όπως ονόμαζαν το παγωτό. Αυτό το τροχήλατο καρότσι έμοιαζε με την πιο γλυκιά ανακούφιση μέσα στην αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού και για τους μικρούς και για τους μεγάλους.

 

Όσο για το τι έκρυβε μέσα του και πώς διατηρούνταν δροσερό; Μέσα στον ξύλινο κάδο ο παγωτατζής σύμφωνα με τις δικές του μυστικές αναλογίες έριχνε το φρέσκο γάλα, το οποίο το αναμείγνυε με μαστοριά μαζί με αυγά, ζάχαρη, βανίλια ή κακάο, σαλέπι κ.ά. και έβραζε εκεί μέσα το μείγμα ανακατεύοντας για να πήξει. Ύστερα το άδειαζε σε έναν μεταλλικό κάδο που υπήρχε μέσα στο ξύλινο βαρέλι. Για να παγώσει το παγωτό έβαζαν τα πρώτα χρόνια χιόνι και μεταγενέστερα κομμάτια πάγου μαζί με αλάτι ανάμεσα στο κενό που χώριζε το ξύλινο βαρέλι και τον μεταλλικό κάδο. Και επειδή τώρα ευλόγως θα αναρωτηθείτε το χιόνι από πού το έφερναν, η απάντηση είναι από την Πάρνηθα και μάλιστα σε αυτό εξειδικεύονταν κάτοικοι του Μενιδίου που φημίζονταν για το εμπόριό του μέχρι να έρθει ο πάγος, γύρω στο 1891. Όσο για το επάγγελμα του παγωτατζή, ήταν εποχικό καθώς οι περισσότεροι ήταν αυτοί που το χειμώνα πουλούσαν στους δρόμους ψητά κάστανα.

 

Το πρώτο παγωτό των Αθηναίων άφησε πικρή γεύση!

Αν όμως θέλουμε ένα έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την ακαταμάχητη απόλαυση του καλοκαιρού... ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

 

Σύμφωνα με ιστορικές αναφορές το πρώτο παγωτό στην Αθήνα έκανε την εμφάνισή του μόλις το 1835 και ήταν μια εμπειρία που μόνο γλυκιά γεύση δεν άφησε στους ουρανίσκους της αριστοκρατίας που το γεύτηκε. Συγκεκριμένα, επί Όθωνα, η σύζυγος του Βαυαρού Αντιβασιλέα, Ιωσήφ Λουδοβίκου Κόμη του Άρμανσπεργκ, επρόκειτο να παραθέσει μια δεξίωση στην αριστοκρατία της εποχής. Τότε ένας φίλος της ζαχαροπλάστης, ονόματι Κάλβος, γεμάτος φιλοδοξία και θέλοντας να διαφημίσει τη ζαχαροπλαστική τέχνη του, πρότεινε στην κόμισσα να φτιάξει παγωτά για τους προσκεκλημένους της. Η ίδια, ούσα γενναιόδωρη και θετική απέναντι σε κάτι τόσο πρωτοποριακό, απάντησε καταφατικά. Έτσι, στην οικία του πρωθυπουργικού ζεύγους στην αρχή της οδού Πειραιώς, που σήμερα στεγάζεται το Μέγαρο Βλαχούτση, οι καλεσμένοι έφαγαν μετά χαράς τα εντυπωσιακά παγωτά τα οποία περιείχαν χημικά χρώματα! Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να επικρατήσει ο πανζουρλισμός εξαιτίας των στομαχικών διαταραχών που προκάλεσε η ομαδική δηλητηρίαση των καλεσμένων και ο Κάλβος δεν ήξερε πού να κρυφτεί!

 

Η καθιέρωση του παγωτού στην ελληνική ζαχαροπλαστική

Χάρη στον ζαχαροπλάστη Καρδαμάνη, περί το 1841 και το καφενείο που διατηρούσε μεταξύ των οδών Αιόλου και Αγίου Μάρκου «σώθηκε» η χαμένη τιμή του παγωτού, καθώς ήταν ο πρώτος που έφτιαχνε και πουλούσε παγωτό στην Αθήνα. Ωστόσο στη διάδοσή του συνέβαλλαν μετά τη δεκαετία του ‘50 και πολλοί Επτανήσιοι που είχαν μάθει την ιταλική τέχνη του παγωτού στα πάτρια εδάφη τους και έφεραν τις γνώσεις τους στην Αθήνα, με αποτέλεσμα στην ανατολή του 20ού αιώνα το παγωτό να κάνει πλέον θραύση στα γαλακτοπωλεία και τα ζαχαροπλαστεία και η καθιέρωση της απόλυτης καλοκαιρινής απόλαυσης στην ελληνική ζαχαροπλαστική να είναι πλέον γεγονός.

 

Τα πρώτα τυποποιημένα παγωτά

Όταν αναφερόμαστε στην ιστορία του ελληνικού παγωτού δεν μπορούμε να μην κάνουμε μια μεγάλη στάση στην ΕΒΓΑ, το πρώτο εργοστάσιο που παρασκεύασε τυποποιημένο παγωτό στην Ελλάδα το 1936, και έγινε διάσημο μέσα από την ευρεσιτεχνία του παγωτού ξυλάκι. Επίσης, εξαιρετικά δημοφιλή παγωτά ΕΒΓΑ ήταν και το παγωτό σε κυπελάκι και το χωνάκι με σοκολάτα και αμύγδαλο. Μάλιστα οι παγωτατζήδες που έβγαιναν με το τροχήλατο καροτσάκι της ΕΒΓΑ ονομάζονταν και «εβγατζήδες». Αφήστε που και τα ψιλικατζίδικα είχαν ταυτιστεί με την ονομασία ΕΒΓΑ. Εκτός από την ΕΒΓΑ, αργότερα και άλλες βιομηχανίες εξειδικεύτηκαν στο τυποποιημένο παγωτό όπως η περίφημη ΑΣΤΥ. Από φωτογραφικό υλικό της εποχής εκείνης διακρίνουμε πολλές επωνυμίες παγωτού όπως «ΚΡΟΝΟΣ», «ΟΛΥΜΠΟΣ», «ΤΑΫΓΕΤΟΣ», «ΑΣΣΟΣ», «ΒΟΡΕΙΟΣ ΠΟΛΟΣ», «ΚΡΙ ΚΡΙ» που πουλούσαν στους δρόμους παγωτά κρέμα και κασάτα.

 

Γεύσεις από τα παλιά...
Στα περίφημα στέκια της εποχής εκείνης οι παραγγελίες παγωτών καθ' όλη τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου ήταν πραγματικά αλλεπάλληλες. Οι δημοφιλέστερες γεύσεις ήταν η κρέμα, η σοκολάτα, η μους ντε νταμ και βέβαια το δοξασμένο πολίτικο καϊμάκι με την ασύγκριτη μαστιχάτη υφή που την τέχνη του την κατείχαν απόλυτα μόνο οι Κωνσταντινουπολίτες που άνοιξαν τα ζαχαροπλαστεία τους στην Αθήνα.

 

Πηγή: athensmagazine.gr




«Βασιλική προστάζει» – Η ιστορία της Θεσπρωτής καλλονής που έχει παραδοσιακό τραγούδι

 


Η Βασιλική Κονταξή γεννήθηκε στη Πλησιβίτσα των Φιλιατών (σημερινό Πλαίσιο) το 1789 και ήταν κόρη του προύχοντα της περιοχής Κίτσου Κονταξή και αδελφή του οπλαρχηγού Γεωργίου Κίτσου και του Σίμου Κονταξή. Μια υπόθεση κατασκευής κίβδηλων νομισμάτων, στην οποία αναμίχθηκε ο πατέρας της και κάτοικοι της Πλησιβίτσας, την έφεραν κοντά στον Αλή Πασά, σε ηλικία μόλις 12 ετών.

 

Η μικρή Βασιλική ζήτησε έλεος για τον συλληφθέντα πατέρα της από τον γέροντα αυθέντη της Ηπείρου. Ο Αλή, θαμπωμένος από την ομορφιά της, όχι μόνο χάρισε τη ζωή στον πατέρα της, αλλά διέταξε τους άνδρες του να μην ξαναενοχλήσουν το χωριό. Το τίμημα για τη Βασιλική ήταν να γίνει το πολύτιμο πετράδι του χαρεμιού του Αλή Πασά, ο οποίος το 1808 τη νυμφεύτηκε, παρά τις αντιρρήσεις της πρώτης του συζύγου Εμινέ.

 

Η Βασιλική χρησιμοποίησε τη δύναμή της προς όφελος των Χριστιανών, πολλούς από τους οποίους τους αποσπούσε την τελευταία στιγμή από τα χέρια του δημίου. Τέτοια ήταν η επιρροή της πάνω στον Αλή, ώστε όχι μόνο δεν εξισλαμίστηκε, αλλά απαίτησε και πέτυχε να μετατρέψει ένα δωμάτιο του χαρεμιού σε παρεκκλήσιο με τακτικό ιερέα. Την επιρροή της Βασιλικής επί του Αλή Πασά απαθανάτισε η λαϊκή μούσα σε δημοτικά τραγούδια με ποιο γνωστό το:

 

Βασιλική προστάζει

Βασιλική προστάζει προστάζει αμάν Βεζύρη Αλή Πασά

αμάν αμάν αμάν Βεζύρη Αλή Πασά

Βάλτε φωτιά στα τόπια, στα τόπια αμάν

καψτε τα Γιάννινα αμάν αμάν αμάν

κάψτε τα Γιάννινα

Εσείς οι ρουμελιώτες, οι αρβανίτες νa είστε περήφανοι

αμάν αμάν αμάν είστε περήφανοι

Ξoδεύετε το βιος σας, το βιος σας αμαν

για την καλυτερη αμάν αμάν αμάν

για την καλύτερη

Αρβανίτες τιμημένοι που είν' ο Αλη Πασάς καημένοι?

Που ειν' ο Αλή Πασάς καημένοι αρβανίτες τιμημένοι

 

https://www.youtube.com/watch?v=6D6TL5zlPhw

 

 

Η Βασιλική έμεινε πιστή στον Αλή Πασά τις τελευταίες του στιγμές στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος της λίμνης των Ιωαννίνων, όπου είχε καταφύγει μετά των εμπίστων του τον Δεκέμβριο του 1821, καταδιωκόμενος από τους άνδρες του Χουρσίτ Πασά. Λίγο προτού αφήσει την τελευταία του πνοή, ο Αλή διέταξε τον μυστικοσύμβουλό του Θανάση Βάγια να σκοτώσει τη Βασιλική, για να μην αιχμαλωτιστεί από τους εχθρούς του. Ο Βάγιας, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Ελληνισμού, άγνωστο γιατί, δεν τήρησε την υπόσχεσή του, ίσως επειδή η Βασιλική γνώριζε το μυστικό των θησαυρών του Πασά των Ιωαννίνων.

 

Το Φεβρουάριο του 1822 η Βασιλική και ο Θανάσης Βάγιας συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, ο πατριάρχης Άνθιμος Γ’ με τη βοήθεια του συναφιού των κρεοπωλών (ο Βάγιας είχε δουλέψει ως κρεοπώλης) κατόρθωσε να απελευθερώσει τη Βασιλική, υπό την προϋπόθεση να ζει εντός του Πατριαρχείου και να βρίσκεται υπό την προστασία και την επιτήρησή του. Κατά την εξαετή παραμονή της στο Πατριαρχείο φαίνεται ότι ερχόταν σε επαφή με πρόσωπα που ήταν αναμεμιγμένα στη Φιλική Εταιρεία και την επαναστατημένη Ελλάδα.

 

Μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, οι οθωμανικές αρχές την εξόρισαν μαζί με τον αδελφό της Σίμο και τον Θανάση Βάγια στην Προύσα (Μάρτιος του 1828). Τον Οκτώβριο του 1829 τους δόθηκε η άδεια να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η Βασιλική εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο. Εκεί συναντήθηκε με τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος της παραχώρησε ένα ακίνητο και λίγα κτήματα στο χωριό Κατοχή της Αιτωλίας. Το 1831 οι δρόμοι της με τον Θανάση Βάγια χώρισαν, όταν αυτός ανέλαβε δημόσια θέση και συγκεκριμένα επιστάτης του Πρότυπου Αγροκτήματος της Τίρυνθας.

 

Η Κυρά-Βασιλική για το υπόλοιπο του βίου της έζησε απομονωμένη ή και περιφρονημένη στην Κατοχή. Πέθανε από δυσεντερία στο Αιτωλικό στις 11 Δεκεμβρίου του 1834, σε ηλικία 45 ετών. Οι διηγήσεις ότι πέθανε αλκοολική και πάμπτωχη ελέγχονται.

 

Πηγή: topoikaitropoi.gr






“Και στην απέναντι γωνιά το καπηλειό φωτίζει” – Το αποτύπωμα στα ρεμπέτικα

Του Πάνου Σαββόπουλου

 

Οι ταβέρνες και τα καπηλειά, στην Ελλάδα, υπήρξαν (από τα αρχαία χρόνια!) οι κύριοι χώροι συνάντησης και διασκέδασης των λαϊκών ανθρώπων της καθημερινότητας. Γι’ αυτό και θεωρούνται μεγάλης κοινωνιολογικής σημασίας και ιδιαίτερου λαογραφικού ενδιαφέροντος. Οι δημιουργοί των ρεμπέτικων τραγουδιών, ζώντας κι οι ίδιοι σ’ αυτούς τους ιδιαίτερα ελκυστικούς χώρους, έγραψαν αποκαλυπτικά τραγούδια στα οποία και τους περιγράφουν.

 

Στα ρεμπέτικα συναντάμε τουλάχιστον 40 τραγούδια με κύριο θέμα την ταβέρνα (ως επί το πλείστον), αλλά και τα καπηλειά, κουτουκάκια και ταβερνάκια. Σε άλλα τόσα (40), γίνεται απλή αναφορά ταβέρνας ή καπηλειού. Πάντως αν και τα ρεμπέτικα για τα καπηλειά είναι, σε αριθμό, πολύ λιγότερα σχετικά μ’ αυτά για την ταβέρνα (το 1/10), πρόκειται για μοναδικά διαμάντια, τέτοια, που τα της ταβέρνας δεν τα φτάνουν!

 

Η ταβέρνα (λατινικά taberna) δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά στα ρεμπέτικα, αλλά τη συναντάμε και σε παλιά δημοτικά τραγούδια. Έτσι σε δημοτικό του 1800; από τη Δυτική Πελοπόννησο (Ολυμπία) ακούμε «Να ‘βλεπα την αγάπη μου, πώς στρώνει πώς κοιμάται, σε τι τραπέζια τρώει ψωμί, σε τι ταβέρνες πίνει, τίνος χεράκια την κερνούν…»

 

Οι πρώτες-πρώτες ταβέρνες, με το κρασί τους και μόνο, ήταν χώροι παρηγοριάς, αλλά και κάποιας διασκέδασης. Βασικά ήταν χώροι ανδρών, αλλά καμιά φορά έρχονταν και γυναίκες. Στις περιπτώσεις που αυτές δεν ήταν αλανιάρες, τότε σημαίνει ότι έρχονταν στην ταβέρνα για κάποιο πολύ σοβαρό λόγο! Χαρακτηριστικό είναι το ζεϊμπέκικο του Τσιτσάνη “Κλαμένη ήρθες μια βραδιά, μες στης ταβέρνας τη γωνιά” (1949). Το ερμήνευσε τελετουργικά η Σωτηρία Μπέλλου.

 

https://www.youtube.com/watch?v=itZHO3-0jls

 

 

Οι πρώτες ταβέρνες

Πάντως, σε ταβέρνες που σύχναζαν σκληροί και λιγομίλητοι μάγκες (μουρμούρηδες) δεν πατούσε γυναίκα, παρά καμιά ξερακιανή γεροντοκόρη, δίχως ίχνος καμπύλης μπρος και πίσω και που γι’ αυτές λέγανε «Μια σανίδα και μια τρύπα, έμπα διάολε και χτύπα!» (Άντε, τώρα, να το ακούσεις αυτό από σημερινό αυτοπροσδιοριζόμενο, φιλόσοφο! Θου…)

 

Οι πρώτες ταβέρνες ήταν λιτές και δεν ήταν σπάνιο να δει κανείς ένα μακρόστενο τραπέζι, γύρω-γύρω από το οποίο δεν υπήρχαν καρέκλες, αλλά πάγκοι χωρίς πλάτη. Πιο τυχεροί ήταν αυτοί που είχαν τον τοίχο στην πλάτη τους. Μάλιστα για να μην ασπρίζουν τα ρούχα των πελατών από τον ασβέστη (αφού ήταν ασβεστωμένη η ταβέρνα), ο μπογιατζής έριχνε μέσα στον τενεκέ, στο ασβέστωμα, μία χούφτα αλάτι (μαγκιά, έ;). Τα τραπέζια ήταν ξύλινα και στην αρχή χωρίς τραπεζομάντηλα. Χωρούσαν όμως τα κρασοπότηρα, τα κατοσταράκια και τα πιατικά, συνήθως με ελιές, φέτα, αγγουράκι, σαρδέλες παστές, στραγάλια αλμυρά, αλλά και “πρασινάδες” δηλαδή μαρουλόφυλλα, βρούβες, αντράκλες (γλιστρίδες-portulaca oleracea, φοβερό φυτό και αρχαίο …ελληνικό -για τους αρχαιόπληκτους) και άγριες αγγιναρίτσες.

 

Οι γεροί πότες, και κυρίως αυτοί του ούζου, καταβρόχθιζαν πολλές “πρασινάδες”, γιατί γνώριζαν ότι παίζουν ανασχετικό ρόλο στο μεθύσι! (Κι άλλη μαγκιά, ε;). Κάποιοι στις ταβέρνες κάθονταν και πίνανε σιωπηλοί, παρακολουθώντας συλλογισμένοι αυτούς που τραγουδούσαν, που χόρευαν, που μιλούσαν, που αστειεύονταν, δηλαδή αυτούς που διασκέδαζαν. Ο Τσιτσάνης έχει περιγράψει αυτή τη σκηνή, στο αριστούργημά του “Όταν πίνεις στην ταβέρνα”, που είπε η Μπέλλου το 1947. Λέει «Όταν πίνεις στην ταβέρνα κάθεσαι και δε μιλάς, κάπου-κάπου αναστενάζεις απ’ τα φύλλα της καρδιάς».

 

https://www.youtube.com/watch?v=tbxIgloYs-s&t=18s

 

Αξίζουν δυο λόγια για την πρόσοψη της ταβέρνας. Η ταμπέλα πάνω από την είσοδο, είχε το όνομα της ταβέρνας (που εκδήλωνε όλη την …ποιητική διάθεση του ταβερνιάρη) αλλά και το δικό του όνομα. Ένθεν και ένθεν της εισόδου ήταν κρεμασμένες ταμπέλες με δελεαστικές προτάσεις για τα ούζα Α-Α, τους άφθονους και εκλεκτούς μεζέδες, με ειδική αναφορά στη μαρίδα, στον “Κήπο στο βάθος” και στο “Γλέντι και χορό μέχρι πρωίας”!

 

https://www.youtube.com/watch?v=ZAtk-p9R_pg

 

Πρόκειται για ένα μοναδικό ντοκουμέντο από τη διάσημη τότε ταβέρνα του «Τζίμη του χοντρού» (Αχαρνών 77) και κόσμημά της ήταν τα 10 μεγάλα βαρέλια κρασί! Η λήψη έγινε για τις ανάγκες της ταινίας «Πιάσαμε την καλή» (1955) με τον Κώστα Χατζηχρήστο, ο οποίος μάλιστα χορεύει, ενώ στο πάλκο είναι ο Τσιτσάνης και η Νίνου.

 

 

Οι πλακατζήδες

Στους τοίχους της ταβέρνας, ήταν απαραίτητα κρεμασμένο το τιμολόγιο, μερικές λιθογραφίες, όπως “Ο πωλών τοις μετρητοίς…”, “Η μάχη της Αλαμάνας”, η “Μαντώ Μαυρογένους” κ.ά. Υπήρχαν όμως και ταμπέλες με τις εντολές της διεύθυνσης: «Απαγορεύονται αι πολιτικαί συζητήσεις», «Δεν δίδεται πίστωσις», «Απαγορεύεται το πτύειν επί του δαπέδου», «Μη βλασφημείτε τα θεία»… Μάλιστα στην τελευταία ταμπέλα, κάποιοι πλακατζήδες (και κρυφά από τον ταβερνιάρη) άλλαζαν το “α” και το κάνανε “η”, οπότε ο άσχετος διάβαζε «Μη βλασφημείτε τη θεία». Υπήρχαν και κάποιοι …παλιοχαρακτήρες (σκέτα “πλασμώδια του Λαβεράν”) οι οποίοι έσβηναν το “Μη”  και η ταμπέλα έδειχνε να προτρέπει «Βλασφημείτε τα θεία»! Ο ταβερνιάρης-κάπελας τα φοβόταν πολύ αυτά, γιατί μπορεί να ‘μπαινε κάνας σταυρωτής χωρίς χιούμορ και να τον τράβαγε στην ασφάλεια, ως κομμουνιστή, πόρνο και άθεο!

 

Στις πρώτες ταβέρνες δεν υπήρχε μουσική, εκτός κι έμπαινε καμιά φορητή λατέρνα ή κάνας πελάτης με όργανο. Με την ευκαιρία, να πω λίγα λόγια για τη λατέρνα η οποία ήταν βασικά όργανο του δρόμου και η οποία με τον υπέροχο ήχο της σκορπούσε χαρά και μάλιστα σε μία πόλη που δεν είχε αυτοκίνητα και στριμωξίδι όπως σήμερα. Τη λατέρνα αυτή μπορούσε κάποιος να την κουβαλήσει στην πλάτη και τέτοιες σκηνές υπάρχουν στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955) του μάγου Σακελλάριου!

 

Όμως η λατέρνα που μπήκε μόνιμα στις ταβέρνες, ήταν διαφορετική από την κινούμενη. Ήταν μεγαλύτερη, κάτι μεταξύ μεγάλου ψυγείου και ντουλάπας, αλλά η μανιβέλα που γύριζε για να ακουστεί ο ήχος, ήταν μπλοκαρισμένη. Ο μερακλής πελάτης, που ήθελε να γυρίσει ο ίδιος τη μανιβέλα αφού είχε επιλέξει το κομμάτι που του άρεσε, έριχνε το κατάλληλο νόμισμα σε μία ειδική σχισμή της λατέρνας κι έτσι η μανιβέλα ξεμπλόκαρε! Μία τέτοια λατέρνα είχε κι ο Γιώργος Μπάτης στον καφενέ του “Η ΟΔΟΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ”, στα Λεμονάδικα.

 

 

Κομπανίες και ρεμπέτικα

Οι πρώτες κομπανίες που μπήκαν στις ταβέρνες κατέλαβαν τη θέση της λατέρνας-ντουλάπας. Στην αρχή δεν υπήρχε πάλκο, αλλά αργότερα, όταν η ορχήστρα έγινε μία προϋπόθεση για διασκέδαση στην ταβέρνα, τότε δημιουργήθηκε μία μικρή χαμηλή εξέδρα για την ορχήστρα, οπότε όλο το κοινό και άκουγε και έβλεπε. Πάντως, η μικρή, ασήμαντη, συνοικιακή ταβέρνα, ήταν η πρώτη-πρώτη έδρα της ρεμπέτικης κομπανίας, της κομπανίας με μπουζούκι και μπαγλαμά, η οποία αφού εγκατέλειψε την αρχική της “έδρα”, δηλαδή τους τεκέδες, άρχισε το μεγάλο ταξίδι της διασκέδασης…

 

Τα ρεμπέτικα τραγούδια έχουν ως γνωστόν ταπεινή καταγωγή, αφού ξεκίνησαν μέσα από τους τεκέδες και τις φυλακές. Και ενώ στην αρχή ήταν μία ιδιωτική υπόθεση της μαγκιάς, κάποια ιστορική “μέρα”, από υπόθεση ιδιωτική, έγιναν δημόσιο ακρόαμα χάρη σε μία εξέχουσα προσωπικότητα. Τον Μάρκο Βαμβακάρη! Ήταν ακριβώς το καλοκαίρι του 1934 όταν δημιουργήθηκε η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία και εμφανίστηκε στον Πειραιά, στην ταβέρνα “Η μάντρα του Σαραντόπουλου”. Από τότε άλλαξε η μορφή της ταβέρνας και μαζί η λαϊκή διασκέδαση στην Ελλάδα.

 

Να τονίσω, όμως, πως η αλήθεια είναι ότι η παλιά ταβέρνα, δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μία παράγκα, μία χαμοκέλα ή κι ένα υπόγειο. Σ’ ένα τραγούδι του 1930, “Στην υπόγα”, ακούμε «Βρε από πίσω απ’ τη Στρατώνα, βάρεσαν μάγκα στην υπόγα…». Και τα διάσημα πια (και νεότερα) “Κούτσουρα του Δαλαμάγκα” κοντά στο Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη, όπως επίσης και το “Καλαμάκι”, τα οποία τίμησε με το παίξιμό του ο Τσιτσάνης και τα οποία έστειλε στην αιωνιότητα με το τραγούδι του “Μπαχτσέ Τσιφλίκι” («Ο Χατζημπαξές») (1946), δεν ήταν τίποτ’ άλλο από δύο απλές παράγκες!

 

Τα καπηλειά

Τα καπηλειά είναι μία πολύ παλιά ιστορία, αφού υπήρχαν διαδεδομένα στην Αρχαία Ελλάδα! (Θα μπορούσα να πω αβίαστα, ότι είναι το παλαιότερο λαϊκό στέκι της Ευρώπης, εδώ και 2.500 χρόνια!) Η αριστοκρατία, τότε εδώ, έτρωγε έπινε και διασκέδαζε στα πλούσια συμπόσια. Οι απλοί άνθρωποι, όμως, πήγαιναν στα ευρέως διαδεδομένα και πολύ αγαπητά “καπηλεία” τα οποία είχαν ελεύθερη είσοδο, όπως και κακή φήμη, αφού εκεί παίζονταν και τυχερά παιχνίδια. Υπάρχουν πολλές αναφορές, για τα καπηλειά, σε αρχαία κείμενα. Μάλιστα σε κωμωδίες και σε λόγους, ακούμε για “καπηλειά της γειτονιάς”. Ένα τέτοιο καπηλειό, περίπου του 400-380 π.Χ., ανακάλυψε το 1975;, στις ανασκαφές της Αμερικανικής Σχολής, ο Αμερικανός αρχαιολόγος Τ. Λέσλι σερ Τζούνιορ (περ. Hesperia, τ. 44, 1975).

 

“Κάπηλος”, αρχικά, ονομαζόταν ο έμπορος και μεταφορικά ο “αισχροκερδής”. “Καπηλεία”, έλεγαν τα πρώτα πανδοχεία, στα οποία οι έμποροι (κάπηλοι) πούλαγαν διάφορα προϊόντα, όπως λάδι, κρασί, σιτάρι…

 

Καπηλειά υπάρχουν μέχρι και σήμερα, αλλά στα αυθεντικά καπηλειά, δεν υπάρχει ποτέ στην ταμπέλα η λέξη “καπηλειό”.

 

https://www.youtube.com/watch?v=WpFM7B5o7BM

 

Ο Ηρόδοτος (;-425; π.Χ) μιλάει επιτιμητικά για «Καπήλους και χειρώνακτας και αγοραίους ανθρώπους…». Ο Αριστοφάνης (;-386; π.Χ.), στη “Λυσιστράτη” (411 π.Χ.), γράφει «πο δ α σ βλέπεις, οδν ποιν λλ καπηλεον σκοπν;» (στ. 427-428». (μτφρ. «Πού κοιτάζεις ρε; Ψάχνεις για κανένα καπηλειό δω γύρα;») Ο ρήτορας Ισοκράτης (436 π.Χ. – 338 π.Χ.), γράφει «…ν καπηλείῳ δ φαγεν πιεν» (Ισοκρ. 7.36-49). Ο ρήτορας Υπερείδης (390 π.Χ.-322 π.Χ.) σημειώνει πως «Οι Αρεοπαγίτες απαγόρευαν σε οποιονδήποτε είχε γευματίσει σε καπηλείο να επισκεφθεί τον Άρειο Πάγο». Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς (5ος μ.Χ.) γράφει «Κάπηλοι ονθυλεύουσι (νοθεύουν) τον οίνον…».

 

 

Ένα Βυζάντιο, πνιγμένο στα καπηλειά! Τον 5ο μ.Χ. αιώνα, περιοδεύοντες θεραπευτές και εξορκιστές, είχαν στέκι τους τα καπηλειά! Μάλιστα οι κάπηλοι επαγγελματίες είχαν οργανωμένες συντεχνίες. Να παρατηρήσω, ότι τα καπηλειά στο Βυζάντιο ήταν ίδια με τις ταβέρνες της Ευρώπης! Στο λεξικό του πατριάρχη Φώτιου (810-891) υπάρχει το λήμμα “καπηλεία”. Ο Λέων ο Στ’ ο Σοφός (866-912) είχε επιβάλει ωράριο στα καπηλειά! Στο ποίημα “Πουλολόγος” (1300;) αναφέρεται “καπήλισσα” (ταβερνιάρισσα). Ο αποτυχημένος και φορομπήχτης (μεγάλη λέρα), Ανδρόνικος Παλαιολόγος (1259-1332) επέβαλε με χρυσόβουλο “καπηλειακό” φόρο, απλώς γιατί τα θεωρούσε κακόφημα.

 

Και η Σμύρνη ήταν γεμάτη καπηλειά (για το μπάσο ράγκου, εννοείται) και μάλιστα αυτά πρόσφεραν το περιζήτητο “σεβντικαλιό” μαύρο κρασί! Ο Παπαδιαμάντης αναφέρει το “καπηλειό” στο διήγημα του “Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη” (1896). Ο Ιωάννης Πολέμης στο ποίημα του “Νερωμένο κρασί” γράφει «Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη, τι το νερώνεις το κρασί… πίνω και δε μεθώ;» (“Νερωμένο κρασί” ή “Παραδειγματικόν”, Ι. Πολέμης, 1909;). Ο Καβάφης έγραψε το 1926, το ιστορικοφανές ποίημα “Μέσα στα καπηλειά”.

 

Για “υπόγειο καπηλειό” ακούμε στο τραγούδι “Σαββατόβραδο” των Μίκη-Τ. Λειβαδίτη (1961). Το καπηλειό, ήταν και κρασοπουλειό, γιατί αλλιώς δεν είχε νόημα ο χαρακτηρισμός “καπηλειό”. Μάλιστα είχε συνήθως σαν πελάτες κατοίκους της γειτονιάς και ήταν καταφύγιο, ιδιαίτερα τα κρύα βράδια του χειμώνα, με τη θαλπωρή της ξυλόσομπας και φυσικά του κρασιού. Για έναν απένταρο μπεκρή έξω από ένα τέτοιο καπηλειό έγραψε ο Γιώργος Μητσάκης το 1947 το συγκλονιστικό τραγούδι “Το καπηλειό”:
«Η νύχτα είναι παγερή και λίγο ψιχαλίζει
κι απ’ την απέναντι γωνιά το καπηλειό φωτίζει». Τα
είπε όλα!

 

www.youtube.com/watch?v=9J1Rkgwp_WE

 

Εδώ και 60-70 χρόνια, πάντως, οι όροι “καπηλειό”, “κουτούκι”, “κουτουκάκι”, “κρασοπουλειό” και “ταβερνάκι”, σημαίνουν περίπου το ίδιο στην καθομιλούμενη. Τα “κουτούκια”, ιδιαίτερα, σέρνουν και μια αίσθηση υπογείου! Είδατε, λοιπόν, ότι το καπηλειό είναι ελληνικό καθώς και η λέξη; Όχι τίποτ’ άλλο δηλαδή, αλλά να μη γκρινιάζει κι ο μίζερος Μπαμπινιώτης…

 

Πηγή: slpress.gr




Σταύρακας ο Πειραιώτης του Μώρου (Από την ιστορία του Καραγκιόζη)

 

Του Στέφανου Μίλεση

 

 


Το θέατρο Σκιών που έγινε γνωστό απλά ως "Καραγκιόζης", ανεξάρτητα από την προέλευσή του, αναπτύχθηκε και εμπλουτίστηκε στην Ελλάδα, αποκτώντας με το πέρασμα του χρόνου, νέα στοιχεία και νέες μορφές μέσα από τις φιγούρες του.

 

Η επιτυχία ήταν δεδομένη καθώς κάθε νέα φιγούρα που παρουσιαζόταν ήταν ταυτισμένη με έναν διαφορετικό τύπο ανθρώπου, ανάλογα με την προέλευση καταγωγής που αυτή απεικόνιζε, μετατρέποντας μια απλή παράσταση του δρόμου, σε μια καταγραφή της ελληνικής ηθογραφίας!

 

Αν πιάσουμε ως παράδειγμα την ίδια την φιγούρα του Καραγκιόζη, θα δούμε ότι ταυτιζόταν με την μορφή του τότε μέσου Έλληνα, που ήταν τραγουδιστής, καλόκαρδος, αγαθός, πατριώτης και μόνιμα πεινασμένος!

 

Ο Μπαρμπαγιώργος ο τύπος του βουνίσιου Ρουμελιώτη, δυνατού αλλά επίσης αγαθού και ευκολόπιστου ανθρώπου, που πάνω από όλα βάζει το συμφέρον της πατρίδας και όχι το δικό του.

 

Ο Χατζηαβάτης που εκφράζει τον γνωστό τύπο του δειλού που είναι συγχρόνως πονηρός και κόλακας.

 

Ο Σιορ Διονύσιος ο Ζακυνθινός, ο άρχοντας των Ιονίων που διαρκώς τραγουδάει καντάδες.

 

Σταδιακά οι αρχικές φιγούρες του Καραγκιόζη,  εκπροσωπούσαν όλους τους τύπους των ανθρώπων που υπήρχαν αμέσως μετά την επανάσταση στον πρώτο καιρό ύπαρξης του σύγχρονου ελληνικού Κράτους. Όμως οι φιγούρες αυτές, δεν θα μπορούσαν να μείνουν στάσιμες, αφού με το πέρασμα του χρόνου νέοι τύποι ανθρώπων εμφανιζόντουσαν στο προσκήνιο, αποτέλεσμα τόσο της ενσωμάτωσης νέων περιοχών στο αρχικό βασίλειο, όσο και της δημιουργίας αστικού πληθυσμού αλλά και προσφύγων αργότερα.

 

Η προσθήκη των νέων φιγούρων (νέων χαρακτήρων) στον Καραγκιόζη δεν γινόταν από έναν συγκεκριμένα, αλλά από διαφορετικούς καραγκιοζοπαίχτες, ανάλογα με την περιοχή που ανέβαζαν την παράστασή τους και την ανάγκη που ένοιωθαν να εκφράσουν εκείνο που έβλεπαν. Ένας από τους πρώτους Καραγκιοζοπαίχτες στην Ελλάδα ήταν και ο Βράχαλης. Πολλοί μάλιστα που ασχολούνται με την ιστορία του Θεάτρου Σκιών ισχυρίζονται πως θεωρείται και ο πατέρας αυτού του είδους, καθώς ήταν εκείνος που συστηματοποίησε την παράσταση. 

 

Ο Βράχαλης λοιπόν γύρω στο 1850 πρωτόπαιξε στον Πειραιά, απέναντι από το Τελωνείο και αργότερα όταν κατασκευάστηκε το Ρολόι (παλαιό Δημαρχείο) έστηνε την σκηνή του μπροστά σε αυτό. Αυτός είχε καθιερώσει η σκηνή (μπερντές) του Καραγκιόζη να έχει μήκος ένα μέτρο και ύψος μισό, διαστάσεις που διατηρήθηκαν για πολλά χρόνια, μέχρι που ο Χαρίλαος στην Θεσσαλονίκη έφτασε την σκηνή στα έξι μέτρα, καθιέρωσε και δεύτερο μπερντέ και εισήγαγε νέα σκηνογραφία.

 

Όταν ο Βράχαλης γέρασε και αποσύρθηκε, άφησε στην θέση του στον τελευταίο βοηθό του τον Κόντο, που με την σειρά του έβγαλε πολλούς άλλους Καραγκιοζοπαίχτες. Όλοι οι επόμενοι όμως έλεγαν πως ήταν μαθητές του Βράχαλη του "Πειραιώτη", αφού εκείνος ήταν ο αρχικός δάσκαλος. Πλήθος καραγκοζοπαιχτών έγιναν γνωστοί στην Ελλάδα από την "Σχολή του Βράχαλη" όπως οι Κόντος, Λεβεντίνος, Γαρνίτας, ο Μίμαρος, ο Ρούλιας, ο Πάγκαλος, ο Μανωλόπουλος, ο Μελίδης. 

 

Όλοι αυτοί προερχόμενοι από την ίδια "Σχολή" χρησιμοποιούσαν τους ίδιους χαρακτήρες ενώ κάποιοι εξ αυτών εισήγαγαν νέους. Ο Μίμαρος για παράδειγμα όταν πρωτοεμφανίστηκε στην Πάτρα εισήγαγε στον Θίασο Σκιών τον χαρακτήρα του Σιορ Διονύσιου που προαναφέραμε, καθώς η Πάτρα ήταν κοντά στα νησιά του Ιονίου και οι τύποι του Σιορ Διονύσου ήταν συνηθισμένοι εκεί. 

 

Ο Μίμαρος που λεγόταν στην πραγματικότητα Δημήτριος Σαρντούνης έλαβε το παρατσούκλι Μίμαρος καθώς ήταν εκπληκτικός μίμος! Ο Μανωλόπουλος προσέθεσε τα τρία κολλητήρια, δηλαδή τα τρία παιδιά του Καραγκιόζη, ενώ ο Μόλλας τον Μορφονιό!

 

Έτσι ένας άλλος "απόφοιτος" της "Σχολής του Βράχαλη" ήταν και ο Καραγκιοζοπαίχτης Μώρος που όλη του την ζωή ανέβαζε παραστάσεις στον Πειραιά. Ο Μώρος ήταν που εισήγαγε την μορφή του Σταύρακα του Πειραιώτη!

 

Ο Μώρος είχε για χρόνια την σκηνή του στην Πλατεία Κανάρη στο Πασαλιμάνι και εκεί πρωτοπαρουσίασε τον Σταύρακα (ο Τζίμης Σταυράκης, ένα υπαρκτό πρόσωπο, ήταν που ενέπνευσε στον Μώρο τον χαρακτήρα της φιγούρας) που αμέσως έγινε ανάρπαστος καθώς σκιαγραφούσε τον τύπο του μάγκα με το κομπολόι στο χέρι, τα μυτερά παπούτσια τα ψηλοτάκουνα με την χονδρή ζώνη που έκρυβε το μαχαίρι και την παράξενη αργκό του λιμανιού.

 

"Αδερφάκια γεια χαρά. Το σήμερις ημέρα, είμαι πολύ στεναχωρηθείς ένεκα ενός επεισόδιο που μούλαχε ψες το βράδυ.

 

Και για να σας δώσω να ανθιστήτε τα περί υπόθεσις είναι τα εξής. Αδερφάκι Σταυράκη μου λέει το σήμερις ημέρα δεν πρέπει να στεναχωριέσαι καθόλου, άσε στην πάντα όλα τα περί τέτοια, και μια και σε βρήκα πάμε να βρούμε καμιά φίνα ρετσίνα, να θυμηθούμε και εμείς για λίγο τα παλιά.

 

Με μεζεδάκι και δια δελτίο μπακαλιαράκι τηγανιτό και με την ρετσινούλα την αγνή ήρθα στο τσακίρ κέφι και γουστάρισε η ψυχή μου ένα τραγουδάκι. Γιατί ρε να μην το κάνω; Μήπως πληροφορήθηκες ότι δεν πλερώνω;"

 

Εκτός από τον Μώρο που πέθανε το 1937 και ο γνωστός Καραγκιοζοπαίχτης Χαρίδημος, με το θέατρο Σκιών που διατηρούσε για χρόνια στο Πασαλιμάνι διαιώνιζε τα ανδραγαθήματα του Σταύρακα. Ωστόσο περί τα τέλη της δεκαετίας του '50, ο θίασος του Χαρίδημου βρήκε καταφύγιο στον Συνοικισμό του Απόλλωνος.

 

 

Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το αρχικό τεύχος του 1937 με τίτλο "Η Ιστορία και η τέχνη του Καραγκιόζη - Πως προόδευσε εις την Ελλάδα, το Λαϊκό μας θέατρο των Σκιών". Μια παρουσίαση Γαλλικού Βιβλίου για τον Καραγκιόζη στην Ελλάδα, σε μετάφραση 32 σελίδων του δημοσιογράφου και καλλιτέχνη Τζούλιο Καΐμη. Προλογίζει ο Καραγκιοζοπαίχτης Αντώνης Μόλλας, με εικονογράφηση του Καραγκιοζοπαίχτη Δεδούσαρου. 

 

Πηγή: pireorama.blogspot.com


Οι πλανόδιοι του Πειραιά

 

Κάποτε στον Πειραιά, όπως και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος που ζούσε από πλανόδια επαγγέλματα που σήμερα δεν υπάρχουν. 

Πεζοδρόμια, πλατείες, κεντρικοί δρόμοι, γωνιές, κήποι και μνημεία, συνοδεύονταν πάντοτε από τη φυσιογνωμία ενός πλανόδιου. Έτσι ήταν γνωστοί όλοι αυτοί που ασκούσαν μια σειρά επαγγελμάτων, έστω κι αν ακόμα ήταν στάσιμοι. 

Τα επαγγέλματα των δρόμων πολλά, ας αριθμήσουμε μερικά: Φωτογράφοι, Σκιτσογράφοι, βιολιτζήδες, Τραγουδιστές, λουκουματζήδες, καστανάδες, στραγαλατζήδες, αχθοφόροι, τοιχοκολλητές, πωλητές τσιγάρων, γλυκατζήδες κ.ο.κ. Η λίστα ατελείωτη, αν θελήσει πραγματικά κάποιος να την απαριθμήσει. Ας θυμηθούμε κάποια από αυτά τα επαγγέλματα που ανθούσαν κάποτε.

 

Οι φωτογράφοι:

Πολλές φορές, ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που περνούν από τον Τινάνειο κήπο, ψάχνουν ακόμα με τη ματιά τους να βρουν τους πλανόδιους φωτογράφους. Τόσο εκεί όσο και στις Πλατείες Τερψιθέας και Κοραή η παρουσία τους ήταν άρρηκτα δεμένη με την ιστορία της πόλης. Γενιές ολόκληρες έχουν φωτογραφηθεί να ταΐζουν περιστέρια μπροστά από το Δημοτικό Θέατρο ή να έχουν βγει φωτογραφίες με Αγιοβασίληδες τα Χριστούγεννα, Πιερότοι και κολομπίνες στις Αποκριές, σε υπαίθρια λούνα παρκ (όπως αυτό που στήνονταν από την πίσω πλευρά της Πλατείας Πηγάδα). Οι φωτογράφοι ήταν οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή. Το καλοκαίρι η χάρη τους έφθανε μέχρι τις παραλίες, είχαν ως θανάσιμο εχθρό τις μηχανές "κόντακ" που δειλά δειλά άρχιζαν να εμφανίζονται. Η μηχανή τους τοποθετημένη πάνω στο γνωστό τρίποδο ενώ σε μια βαλιτσούλα είχαν ολόκληρο κινητό στούντιο! Πέριξ του φωτογραφικού τρίποδα, είχαν τοποθετήσει μικρές προθήκες με τις πιο πετυχημένες φωτογραφίες που είχαν τραβήξει και από κάτω μικρές λεκανίτσες με τα απαραίτητα υγρά για την εμφάνιση. Κάποιοι είχαν φτάσει και στο σημείο να έχουν στημένο και κάποιο ντεκόρ (ξυλοκατασκευή) που ο υποψήφιος προς φωτογράφιση έμπαινε από πίσω και στην φωτογραφία εμφανίζονταν να είναι μεταξύ θηρίων σε ζούγκλα ή ατρόμητος ναυτικός πίσω από μια τιμονιέρα ή στεφανωμένος από δάφνες που τον πλαισίωναν σε έναν κύκλο. Άλλωστε και οι νεώτεροι έχουν τέτοιες αναμνήσεις, καθώς ανάλογα ντεκόρ υπήρχαν μέχρι πρόσφατα στο Πολεμικό Ναυτικό, όπου οι έφεδροι ως ανάμνηση της θητείας τους, κάθονταν στην σειρά για να βγάλουν μια φωτογραφία με ανάλογο ντεκόρ και την λεζάντα "Ενθύμιον στρατιωτικής θητείας", και από κάτω συμπλήρωνε "Καλή αντάμωση!"...

 

Οι αχθοφόροι:

Οι πλανόδιοι αχθοφόροι ήταν διαδεδομένοι πολύ στον Πειραιά λόγω λιμανιού. Ίσως από τις πιο δύσκολες δουλειές πλανόδιου, γι αυτό ίσως και η συνηθισμένη προσφώνησή τους ήταν "Χαμάλης". Λέγοντας αχθοφόροι δεν εννοούμε τους οργανωμένους φορτοεκφορτωτές του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, αλλά τους ελεύθερους, που έβγαζαν το ψωμί τους οπουδήποτε. Από τα βαριά πράγματα που έπρεπε από το σπίτι στην Καστέλλα, να κατέβουν στο λιμάνι, μέχρι τις διανομές στα Λεμονάδικα, από τα εκεί υπόστεγα μέχρι στα καταστήματα λιανικής (μανάβικα). Η χρέωση ήταν μικρότερη, αν η μεταφορά γίνονταν με το καρότσι. Οι έμποροι εξοικονομούσαν πολλά, αν καθημερινώς αντί ιππήλατου αρχικά ή μηχανοκίνητου τροχοφόρου αργότερα, χρησιμοποιούσαν το χαμάλη. Οι ίδιοι οι χαμάληδες έλεγαν ότι για να γίνεις αχθοφόρος χρειάζονταν δύο πράγματα. Το ένα απαραίτητο αλλά το άλλο υποχρεωτικό. Το απαραίτητο ήταν να είσαι γερός άνδρας. Το άλλο το υποχρεωτικό ήταν ότι έπρεπε να είσαι φτωχός! Η φτώχεια ήταν η μόνη αιτία που θα μπορούσε κάποιος να ασκήσει καθημερινώς αυτή την εργασία.

 

Οι στραγαλατζήδες:

Στέκονταν συνήθως σε γωνίες δρόμων, κοντά σε σχολεία, όπου σύχναζαν παιδιά, στις εισόδους κήπων και αλσυλίων, αλλά και εκεί που σύχναζαν ζευγάρια, που αναζητούσαν την απομόνωση στο βάθος ενός κήπου! Εργαλεία τους ήταν ένα τρίποδο με ένα ταψί από πάνω το οποίο ήταν χωρισμένο σε τρία τμήματα. Κάθε διαμέρισμα είχε και από ένα διαφορετικό είδος στραγάλι! Στο ένα το αφράτο, το άλλο το αλμυρό και το τρίτο τον πασατέμπο. Αν και είχαν στραγάλι, διαλαλούσαν συνήθως τον πασατέμπο. "Πασατέμπος ζεστός, εδώ της ώρας!".... 

Η παρουσία τους σε πλατείες που υπήρχαν πέριξ καφενεία, δεν ήταν ιδιαιτέρως αγαπητή. Τα γκαρσόνια τους καταδίωκαν αμείλικτα καθώς γνώριζαν ότι όποιος αγοράζει πασατέμπο πάει στο παγκάκι και όχι στο τραπεζάκι του καφενείου. Όταν ο στραγαλατζής "διαθέτει τα εκ του νόμου οριζόμενα", έχει το δικαίωμα κάτω από το ταψί να ανάψει και φωτιά, ώστε να κρατάει το εμπόρευμά του ζεστό και να το κάνει γευστικότερο. Αυτοί με τις άδειες, είχαν το δικαίωμα να κρατούν και συγκεκριμένα πόστα, που συνήθως ήταν σημεία μεγάλης διέλευσης. Το εμπόρευμά τους οι στραγαλατζήδες το αγόραζαν από μαγαζιά που παρασκεύαζαν τους πασατέμπους και τα στραγάλια, ειδικά για αυτή την δουλειά. Στα μαγαζιά αυτά εργάζονταν συνήθως πρόσφυγες του '22 κυρίως από την Πέργαμο, καθώς αυτοί ήταν που μετέφεραν την συνήθεια αυτή στην Ελλάδα. Πριν την καταστροφή στην Πέργαμο, ακόμα και 80 καμήλες, έμπαιναν σε σειρά η μια πίσω από την άλλη, κουβαλώντας σακιά από ρεβίθια για την παραλία, από όπου αυτά έπαιρναν τον δρόμο για Ελλάδα, Ρωσία, Ρουμανία.... Τους παρασκευαστές από την Πέργαμο διαδέχθηκαν επάξια οι Τρικαλινοί! Η ποιότητα στο στραγάλι ήταν ανάλογη από την προέλευσή του. Πρώτης ποιότητας ήταν της Περγάμου, όπως και τα Μαροκινά. 

Οι Γλυκατζήδες:

Τουλούμπες, κουρκουμπίνια, σάμαλι, μουσταλευριά....Καμιά φορά το χειμώνα και λουκουμάδες με μέλι. Το γλυκό προσφέρονταν σε χαρτάκι. Ο γλυκατζής ουδέποτε άλλαζε στέκι. Χειμώνα, καλοκαίρι στο ίδιο σημείο. Κι αυτό γιατί οι πελάτες πήγαιναν σε αυτόν, αντίθετα με τους άλλους πλανόδιους που έπρεπε να βρίσκονται πάντα στο κατάλληλο σημείο, αναλόγως των περιστάσεων. Φυσικά και εδώ κυριαρχούσε η ανατολίτικη ζαχαροπλαστική, για αυτόν τον λόγο και ασκούνταν από πρόσφυγες. 

Οι Καστανάδες:
Οι πρώτοι καστανάδες στον Πειραιά όπως και στην Αθήνα, ήταν από τα Άγραφα και από τα Τρίκαλα συνήθως. Θεωρούνταν οι πλανόδιοι του Χειμώνα. Είτε ζούσαν στα μέρη τους και κατέβαιναν μόνο τον Χειμώνα για να πωλήσουν, είτε το καλοκαίρι έκαναν άλλη δουλειά! Όταν εμφανίζονταν, θεωρούνταν ότι ο Χειμώνας μπήκε για τα καλά. Μάλιστα και σχετικό τραγούδι της εποχής το έλεγε! "Οι καστανάδες ήρθανε, πλάκωσε ο Χειμώνας". Στο χέρι τους κρατούσαν πάντα ένα μαχαίρι. Χάραζαν τα κάστανα και τα έριχναν στην φωτιά. Τρία, τέσσερα ή και πέντε κάστανα με ένα φράγκο! Δεν ετοίμαζαν πολλά, καθώς ήταν δύσκολο τον χειμώνα να τα κρατήσουν ζεστά, έστω και πάνω στο μαγκάλι. Έλεγαν ότι τα καλύτερα κάστανα για ψήσιμο ήταν τα Κρητικά, ενώ για βράσιμο τα Βολιώτικα. Πολλές φορές οι καστανάδες έψηναν και καλαμπόκια, ενώ άλλες αν και είχαν μόνο καλαμπόκι, συνέχιζαν να αποκαλούνται Καστανάδες!

 

Οι Κουλουρτζήδες:

Ένα από τα λίγα επαγγέλματα πλανόδιων που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Από την ίδρυση της Τουριστικής Αστυνομίας πρώτα στην Αθήνα το 1929 και μετά στον Πειραιά το 1935, όλοι οι κουλουρτζήδες υποχρεώθηκαν με υγειονομική διάταξη, να φέρουν τα κουλούρια εντός υάλινης προθήκης, αν ήθελαν να έχουν άδεια σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο. Ωστόσο από τότε που εφαρμόσθηκε και μέχρι σήμερα, πολλοί είναι εκείνοι που συνεχίζουν να πωλούν τα κουλούρια μέσα σε τεράστια καλάθια. 

 

Πηγή: http://pireorama.blogspot.com

 

 

 





Ο Ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης - Πώς ο φτωχός νερουλάς μπήκε την τελευταία στιγμή στον αγώνα

 


Ένας σφοδρός έρωτας κρύβεται πίσω από την ιστορία του Ολυμπιονίκη Σπύρου Λούη. Ο 23χρονος νερουλάς από το Μαρούσι αποφάσισε να λάβει μέρος στον μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 για τα μάτια μιας γυναίκας.

 

Η ωραία Ελένη του (Ελένη Κόντου), ήταν η ψυχοκόρη της μαμής του Αμαρουσίου. Η θετή της μητέρα Ασπασία Τερζοπούλου ήταν πολύ πλούσια και δύστροπη. Οι συντοπίτες της τη φώναζαν με το παρατσούκλι «Τούρλιανη» και ονειρευόταν για την κόρη της έναν πολύ πλούσιο και σπουδαίο γαμπρό. Ο Λούης δεν είχε καμμιά ελπίδα. Ήταν φτωχός και αγράμματος. Με το ζόρι είχε πάρει το απολυτήριο του δημοτικού, αφού τα γράμματα δεν τα έπαιρνε. Δύο φορές είχε μείνει στην ίδια τάξη και συνεχώς έτρωγε τιμωρίες για τις αταξίες του.

 

Είχε απελπιστεί γιατί η στρυφνή πεθερά του δεν ήθελε ούτε το όνομα του να ακούει. Ώσπου η Ελένη άκουσε για τον μαραθώνιο και όλο το θόρυβο που γινόταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και ειδικά για αυτό το αγώνισμα και κατέβασε τη φαεινή ιδέα: “Αν τρέξεις και νικήσεις, δεν θα μπορεί να πει όχι”. Η ιδέα αυτή καρφώθηκε στο μυαλό του και λίγες μέρες αργότερα στεκόταν μπροστά στον αθλίατρο αξιώνοντας το δικαίωμα της συμμετοχής. Δεν ανήκε σε σύλλογο, δεν είχε προπονητή, δεν ήξερε καν τη διαδρομή.

 

Ο Λούης μπήκε την τελευταία στιγμή στη λίστα των αθλητών της ελληνικής ομάδας μετά από προτροπή του προέδρου της επιτροπής του Μαραθωνίου. Είχε τερματίσει μόλις πέμπτος στους δεύτερους προκριματικούς αγώνες και τίποτα δεν έδειχνε ότι μπορούσε να πρωταγωνιστήσει στους Ολυμπιακούς. Όμως, ο αρμόδιος του αγωνίσματος, ταγματάρχης Γιώργος Παπαδιαμαντόπουλος, ήταν διοικητής του Λούη όταν υπηρετούσε τη θητεία του στον στρατό. Εγγυήθηκε προσωπικά για τη μεγάλη του αντοχή στο τρέξιμο, λέγοντας χαρακτηριστικά: Από τους Αμπελόκηπους τον έστελνα στο Σύνταγμα για τσιγάρα και γυρνούσε σε είκοσι λεπτά.

 

Η διαδρομή ήταν 40 χιλιόμετρα και η αφετηρία ήταν στο Μαραθώνα και ο τερματισμός στο Καλλιμάρμαρο. Στις 10 Απριλίου του 1896 (ή στις 29 Μαρτίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε χρήση στην Ελλάδα), στις δύο η ώρα το μεσημέρι, τέσσερις ξένοι αθλητές, δώδεκα Έλληνες και ο νερουλάς από το Μαρούσι ήταν στημένοι στο σημείο εκκίνησης. Οι αθλητές βρίσκονταν εκεί από το προηγούμενο βράδυ και σύμφωνα με την παράδοση, ο Λούης όλη τη νύχτα προσευχόταν. Όλοι θα έτρεχαν για το μετάλλιο και εκείνος για την Ελένη.

 

Ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό, που είχε πάρει και χάλκινο στα 1.500 μέτρα, τέθηκε από νωρίς επικεφαλής της κούρσας. Αυτό όμως δεν προβλημάτισε τον Λούη. Στο Πικέρμι σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί, διαβεβαιώνοντας τους πάντες ότι θα νικήσει. Μετά το 32ο χιλιόμετρο ο Λερμιζιό κατέρρευσε από την εξάντληση και το προβάδισμα πήρε ο Αυστραλός Τέντι Φλακ, ένας λογιστής που κατοικούσε στο Λονδίνο. Είχε κι αυτός να επιδείξει ένα μετάλλιο, τόσο στα 800 όσο και στα 1.500 μέτρα. Ο Λούης άρχισε να μειώνει την απόσταση, ώσπου και ο Αυστραλός, που δεν ήταν συνηθισμένος σε τόσο μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα αργότερα, αφήνοντας το τελικό προβάδισμα στον φουστανελά Λούη.

 

Μετά από 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δεύτερα, ο Σπύρος Λούης μπήκε στο Καλλιμάρμαρο όπου τον αποθέωσαν 50.000 θεατές. Ο νεαρός φουστανελάς δεν ξαναέτρεξε ποτέ. Παρά τη φήμη, τις υποσχέσεις και τα δώρα, επέστρεψε στην παλιά του ζωή, στο επάγγελμα του και στις καθημερινές του συνήθειες. Το ότι κατάφερε να παντρευτεί την αγαπημένη του Ελένη, έφτανε και περίσσευε για αυτόν. Το μόνο δώρο που αποδέχτηκε ήταν ένα γαϊδούρι για να τον βοηθάει να κουβαλάει το νερό.

 

Μοναδική μελανή περιπέτεια της ζωής του στάθηκε μια περίεργη υπόθεση στην οποία βρέθηκε αναμεμειγμένος το 1926, όταν κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων. Έμεινε στη φυλακή κάτι παραπάνω από έναν χρόνο και η υπόθεσή του προκάλεσε σάλο στον Τύπο, ώσπου αθωώθηκε και επέστρεψε στην αφανή καθημερινότητά του.

 

Την τελευταία του δημόσια εμφάνιση την έκανε το 1936, όταν προσκλήθηκε από το Χίτλερ ως επίτιμος φιλοξενούμενος στους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, που διοργανώθηκαν στο Βερολίνο.

 

Ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1873 και πέθανε λίγους μήνες πριν από την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα, στις 26 Μαρτίου 1940. «Έφυγε» πάμφτωχος και μάλιστα τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα, καθώς έπρεπε να περιποιείται την κατάκοιτη και βαριά άρρωστη γυναίκα του, την αγαπημένη του Ελένη. Πολλοί ισχυρίζονται ότι τότε ο Σπύρος Λούης έκλεψε τη νίκη του, κάτι που δεν έχει αποδειχθεί ποτέ....

Πηγή: mixanitouxronou.gr



Η στάχτη και της γιαγιάς το μπουγαδοκόφινο

 

Το 1890 η στάχτη ήταν τόσο χρήσιμη, ώστε πουλιόταν χοντρικώς και λιανικώς, με εγγύηση για την ποιότητά της.


Τα παλιά νοικοκυριά χρησιμοποιούσαν στάχτη από φυσικό ξύλο στην κουζίνα, στο λουτρό, στο πλυσταριό, στον κήπο. Με στάχτη και νερό της βροχής φτιαχνόταν η αλισίβα ή σταχτόνερο, που εκτός των άλλων ήταν δυνατό καθαριστικό γενικής χρήσης και λευκαντικό των ασπρόρουχων. Οι νοικοκυρές που έφτιαχναν το δικό τους σαπούνι, χρησιμοποιούσαν αλισίβα για να φτιάξουν την ποτάσα, που ήταν απαραίτητο συστατικό του.


Η μπουγάδα στα παλιά νοικοκυριά δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση και δεν γινόταν παράλληλα με άλλες δουλειές. Η πλύση είχε την ορισμένη μέρα της. Ξεκινούσε από τα χαράματα, που ερχόταν η πλύστρα και τελείωνε όταν όλα τα ρούχα είχαν σιδερωθεί και ταχτοποιηθεί σε πεντακάθαρες στοίβες, που μοσχοβολούσαν σαπούνι και ήλιο. Η νοικοκυρά και η πλύστρα, που είχαν δουλέψει όλη τη μέρα μέσα στα νερά του πλυσταριού, κάνοντας μόνον ένα μικρό διάλειμμα το μεσημέρι, ήταν ξεθεωμένες.


Αυτά γίνονταν στα αστικά νοικοκυριά, πριν διαδοθεί το πλυντήριο. Κάποιες παλιές νοικοκυρές, που ζούσαν σε μονοκατοικία με πλυσταριό, αψήφισαν ως τη δεκαετία του ’70 την ευκολία του πλυντηρίου κι εξακολούθησαν να έχουν «ημέρα πλύσης». Εξάλλου αρκετές από τις παλιές πολυκατοικίες διέθεταν κοινόχρηστο πλυσταριό στην ταράτσα.


Στους συνοικισμούς και στις φτωχογειτονιές, οι νοικοκυρές δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πάρουν πλύστρα, άσε που πολλές φορές ήταν πλύστρες οι ίδιες, για να εξοικονομήσουν τα προς το ζην. Έβγαζαν τη σκάφη στην αυλή κι έπλεναν τα ρούχα της οικογένειας, μόνες τους ή παρέα με κάποια γειτόνισσα που είχε κι εκείνη πλύση.

 Μπουγάδα στη σκάφη σε κάποια λαϊκή αυλή, 1961.

 

Στα χωριά, η μέρα της πλύσης σήμαινε γενικό ξεσηκωμό: προετοιμασία από την προηγούμενη, φόρτωμα των ρούχων, του μαστέλου και του καζανιού στον γάιδαρο, διαδρομή μέχρι το ποτάμι, βράσιμο νερού, τρίψιμο και κοπάνημα των ρούχων, ξέβγαλμα, άπλωμα στον ήλιο για λεύκαμα.

 

Με την ευκαιρία, ας αναφέρω ότι τα οικιακά ήταν ένα κοπιαστικό καθήκον, που δεν γνώριζε ανάπαυση ούτε και τιμήθηκε με την αναγνώριση που του έπρεπε. Όσο για τις πλύστρες, που σήκωναν ηρωικά το βάρος μιας φτωχής και δύσκολης ζωής, και που ξενόπλεναν τσαλαβουτώντας στα μπουγαδόνερα χειμώνα καλοκαίρι, κάποια στεγνή γωνιά θα υπάρχει στον παράδεισο, για να ανακουφίσουν τους ρευματισμούς και τα ταλαιπωρημένα τους χέρια.

 

Το λεύκαμα των ρούχων και το μπουγαδοκόφινο
Τα πλυμένα ασπρόρουχα, αφού στίβονταν, έμπαιναν με τάξη στο μπουγαδοκόφινο και σκεπάζονταν με το σταχτόπανο (στην Κρήτη το λένε αθομαντίλα). Ύστερα έριχναν από πάνω λίγο λίγο την αλισίβα, που, αφού πότιζε τα ρούχα, στράγγιζε από τις τρύπες που υπήρχαν στον πάτο του μπουγαδοκόφινου. Τα ασπρόρουχα αποκτούσαν αψεγάδιαστη ασπράδα.

 

Η στάχτη έχει πάνω κάτω τις ίδιες ιδιότητες με τη μαγειρική σόδα. Άλλωστε η σόδα φτιάχνεται από στάχτη. Το σταχτόνερο χρησιμοποιούταν στη λάτρα του σπιτιού, γιατί δεν του αντιστεκόταν κανένας λεκές. Η στάχτη και το πράσινο σαπούνι ήταν για χρόνια όπλα της νοικοκυράς.


Το σταχτόνερο χρησιμοποιούταν στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική. Μερικά τυχαία παραδείγματα: μούλιαζαν τα όσπρια από βραδύς σε σταχτόνερο, για να μαλακώσουν και να βράσουν εύκολα την άλλη μέρα. Έβαζαν σταχτόνερο στο ζυμωτό ψωμί και στα γλυκά με ζύμη, γιατί η στάχτη εκτός του ότι είναι φυσικό διογκωτικό, έδινε ξεχωριστή νοστιμιά.


Μέσα σε στάχτη έκρυβαν πολύτιμα αντικείμενα, για να τα προστατέψουν από την υγρασία. Επίσης μέσα σε στάχτη διατηρούσαν τρόφιμα.

 

Χρησιμοποιούσαν σταχτόνερο στην ατομική υγιεινή: για άσπρισμα των δοντιών, για καθαρισμό προσώπου, καθώς και στο λούσιμο, αντί για σαπούνι, σε συνδυασμό με ξιδόνερο, που δίνει λάμψη στα μαλλιά. Για τις πληγές, το σπιτικό αντισηπτικό και επουλωτικό ήταν σταχτόνερο με πράσινο σαπούνι.


Οι χρήσεις της στάχτης ήταν αμέτρητες. Αυτό το αγνό υλικό αντικαταστάθηκε από διάφορα εξειδικευμένα, χημικά και ακριβότερα προϊόντα.


Σήμερα κάποιοι που έχουν τζάκι και γνωρίζουν, φροντίζουν να μη ρίχνουν στη φωτιά χαρτιά, αποτσίγαρα ή άλλα διάφορα, για να μαζέψουν την καθαρή στάχτη του καμένου ξύλου.

 

Πηγή: tetysolou.wordpress.com




Η κυρά της Ρω: Η ιστορία της γυναίκας που ύψωνε κάθε μέρα την ελληνική σημαία

Της Μέλπως Κατσούλη


 


Το όνομά της έγινε σύμβολο. Σημείο αναφοράς γενναιότητας και πατριωτισμού. Μια γυναίκα με πρόσωπό τσαλακωμένο από τις αντιξοότητες, με ένα κορμί ζαρωμένο από το αλάτι της θάλασσας και τις κακουχίες, αλλά με βλέμμα πεντακάθαρο με καρδιά αγνή, με ψυχή που ξεχείλιζε στα κύματα γύρω από το μικρό της νησάκι.

Η κυρά της Ρω, ή κατά κόσμον Δέσποινα Αχλαδιώτη, ύψωνε κάθε μέρα για 34 (κατά άλλους για 40) χρόνια την ελληνική σημαία μια ανάσα από τα τουρκικά παράλια. Σε ένα μέρος άγονο, αφιλόξενο, που μόνο λίγο χορτάρι φύτρωνε στο χώμα. Σε μια μικρή βραχονησίδα που ήταν το σπίτι της, η άκρη της πατρίδας που λάτρευε. Έμεινα μόνη μου το 1943 στο Καστελόριζο με την τυφλή μου μάνα, όταν έφευγαν όλοι οι κάτοικοι του νησιού στη Μέση Ανατολή και στην Κύπρο. Με την Ελληνική σημαία υψωμένη και την αγάπη για την Ελλάδα βαθιά ριζωμένη μέσα μου πέρασα όλες τις κακουχίες. Η Ρω βρίσκεται 4 μίλια δυτικά από το Καστελόριζο και σε απόσταση 12 μιλίων από τις τoυρκικές ακτές. 

Ονομάζεται και Άγιος Γεώργιος, ή αρχαία Ρώγη ή Ρόπη. Εκεί πήρε την απόφαση να μείνει με το σύζυγό της η Δέσποινα Αχλαδιώτη το 1924, ήταν τότε μόλις 25 χρονών. Το Καστελόριζο και τα γύρω νησιά είχαν γεμίσει πρόσφυγες. Στη Ρω ζούσαν τότε λιγοστές οικογένειες. Άγονο μέρος, δεν ήταν για όλους. 

Η Δέσποινα με τον άντρα της δε δίστασαν. Παρέα με λίγα ζώα για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, πήραν όσα υπάρχοντα είχαν και εγκαταστάθηκαν στη Ρω. Η πρώτη φορά που η Δέσποινα Αχλαδιώτου ύψωσε τη σημαία ήταν το 1927, όταν ξύπνησε ένα πρωί και είδε στην κορυφή του νησιού να κυματίζει η τουρκική σημαία. Πήγε στο σπίτι, άνοιξε το σεντούκι, πήρε ένα λευκό σεντόνι και μια γαλάζια κουρτίνα και έραψε τη γαλανόλευκη. Κατέβασε με τον άντρα της την τουρκική, τοποθετώντας στη θέση της τη νέα σημαία. Λίγα χρόνια αργότερα οι μόνιμοι κάτοικοι του νησιού έφυγαν για να αναζητήσουν μια καλύτερη μοίρα για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Η Δέσποινα και ο Κώστας όμως έμειναν. Σχεδόν ολομόναχοι. Ώσπου το 1940 ο Κώστας Αχλαδιώτης αρρώστησε βαριά. Κλινήρης και παντελώς αδύναμος, έπρεπε να μεταφερθεί στο Καστελόριζο. Έτσι η Δέσποινα άναψε φωτιά ώστε να ειδοποιήσει για βοήθεια τους ψαράδες στα καϊκάκια. Άργησαν πολύ να τη δούν όμως. Και τη φωτιά και τη Δέσποινα. 

Ο άντρας της πέθανε στο δρόμο για το νησί όπου θα του έσωζαν τη ζωή οι γιατροί. Και η Δέσποινα τον κήδεψε μόνη της. Και μόνη της τον έκλαψε. Το 1943 επέστρεψε στη Ρω από το Καστελόριζο όπου έμεινε για λίγο, παίρνοντας μαζί της την τυφλή μητέρα της. Δύο γυναίκες μόνες στην κατοχή. Ήταν τότε που άρχισε να υψώνει κάθε πρωί την ελληνική σημαία και να την κατεβάζει το βράδυ. 

Από τη Ρω προσέφερε υπηρεσίες σε στρατιώτες του Ιερού Λόχου. Με «δυνατή φωνή και γοργή περπατησιά», όπως την περιγράφει ο βιογράφος της Κυριάκος Χονδρός, δεν εγκατέλειψε ποτέ το νησί, ακόμα κι όταν το Καστελόριζο, που βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το 1943, ερήμωσε σχεδόν από τους κατοίκους του, εκ των οποίων οι περισσότεροι εξαναγκάστηκαν στο δρόμο της προσφυγιάς.


 «Τα ξερονήσια του Καστελόριζου και της Ρω τ’ αγαπώ.  Έμεινα μόνη μου το 1943 στο Καστελόριζο με την τυφλή μου μάνα, όταν έφευγαν όλοι οι κάτοικοι του νησιού στη Μέση Ανατολή και στην Κύπρο. Με την Ελληνική σημαία υψωμένη και την αγάπη για την Ελλάδα βαθιά ριζωμένη μέσα μου πέρασα όλες τις κακουχίες… …βέβαια η ζωή στη Ρω δεν είναι και τόσο ευχάριστη, αλλά νιώθεις πιο πολύ την Ελλάδα, χαμένος όπως είσαι στο πέλαγος, λίγες εκατοντάδες μέτρα από τις Τουρκικές ακτές. Την Ελληνική Σημαία θέλω να μου τη βάλουν μαζί μου στον Τάφο.» είχε πει η ίδια. 

 

Μετά τα γεγονότα του 1974, όπου Τούρκοι τοποθετούσαν κρυφά τη σημαία τους, η γυναίκα και το νησάκι της έγιναν γνωστά παντού. Η Δέσποινα Αχλαδιώτη βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1975), το Πολεμικό Ναυτικό, τη Βουλή των Ελλήνων, το Δήμο Ρόδου, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και άλλους φορείς. 

Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας έστειλε ναυτικό άγημα και αντιπροσωπεία του ΓΕΝ στο Καστελόριζο όπου, στις 23 Νοεμβρίου 1975, της απένειμε το μετάλλιο για την πολεμική περίοδο 1941-1944 για τις «προσφερθείσες εθνικές υπηρεσίες της», όπως ανέφερε η απόφαση του Υπουργού Άμυνας. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, σε νοσοκομείο της Ρόδου, στις 13 Μαΐου του 1982. Η σορός της μεταφέρθηκε στην Ρω και ετάφη κάτω από τον ιστό όπου ύψωνε τη σημαία.  

 

Πηγή: creteonair.eu



 Πόσο χρονών ήταν οι σημαντικοί ήρωες του 1821;

 


Στον εθνικό ξεσηκωμό του ’21, ρίχτηκαν στη μάχη όλες οι ηλικίες. Γι’ αυτό και οι ήρωες είναι από 20χρονοι μέχρι μεσήλικες ή και ηλικιωμένοι.

 

Οι γυναίκες που διακρίθηκαν στην Επανάσταση είναι λιγότερο προβεβλημένες έως καθόλου. Τα δύο ονόματα που είναι ευρέως γνωστά είναι της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας και της Μαντώς Μαυρογένους. Το εντυπωσιακό είναι ότι η ηλικία της πρώτης ήταν διπλάσια από την ηλικία της δεύτερης το 1821. Η Μπουμπουλίνα, γεννημένη το 1771, είχε κλείσει τα 50 όταν ξέσπασε η Επανάσταση. Η Μαντώ Μαυρογένους, γεννημένη το 1796, ήταν μόλις 25. Και οι δύο, διέθεσαν όλη τους την περιουσία στον Αγώνα, έφτιαξαν ισχυρούς στόλους και πολέμησαν οι ίδιες σώμα με σώμα με τους Τούρκους.

 

Πιο αφανείς ηρωίδες, όπως η Δόμνα Βισβίζη και η Σεβαστή Ξάνθου -σύζυγος του Εμμανουήλ- ήταν 38 και 23 ετών αντίστοιχα.

 

Ο Κίτσος Τζαβέλας, καταγόμενος από τη φημισμένη οικογένεια οπλαρχηγών Σουλιωτών, είναι ένας από τους νεότερους ήρωες. Ανακηρύχτηκε καπετάνιος σε ηλικία μόλις 19 χρονών, ένα χρόνο πριν ξεσπάσει η Επανάσταση.

 

Ο συμπατριώτης του, Μάρκος Μπότσαρης ήταν 31, ενώ ο Μεσολογγίτης -και αδικημένος ιστορικά- Αθανάσιος Ραζηκότσικας ήταν 23.

 

Οι Έλληνες ναύαρχοι που έμειναν στην ιστορία ήταν επίσης διαφόρων ηλικιών. Ο Υδραίος Ανδρέας Μιαούλης, από τους γηραιότερους και εμπειρότερους καραβοκύρηδες, είχε κλείσει τα 52. Ο συμπατριώτης του, Γεώργιος Κουντουριώτης ήταν 39, ενώ ο ψαριανός Κωνσταντίνος Κανάρης κέρδισε το ψευδώνυμο του μπουρλοτιέρη, ανατινάζοντας τουρκικά πλοία στα 28 του. Ο Ανδρέας Μιαούλης ήταν 52 ετών το 1821.

 

Από τους κληρικούς που έδωσαν τη ζωή τους στον Αγώνα, ο Παπαφλέσσας -Γρηγόριος Δίκαιος- το 1821 ήταν 33 ετών. Έπεσε ηρωικά, 4 χρόνια αργότερα, στα 37 του, στη μάχη στο Μανιάκι. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, που συνέβαλε καθοριστικά με την διπλωματική και πολιτική του δράση στην Επανάσταση, ήταν γεννημένος το 1871 - 50 ετών. Παρότι πέθανε κι εκείνος στα επαναστατικά χρόνια, δεν έπεσε από τουρκικό σπαθί, αλλά από τον τύφο. Ο Αμβρόσιος Φραντζής, που μαζί με τον Γερμανό θεωρούνται οι πρωτεργάτες της Επανάστασης στην Αρκαδία, πήρε μέρος στην Εθνοσυνέλευση που έγινε τον Ιανουάριο του 1821 στην Βοστίτσα. Ήταν 43 ετών.

 

Ο Αθανάσιος Διάκος είχε ήδη ξεχωρίσει για την κλεφταρματολική του δράση από τα προεπαναστατικά χρόνια. Βρήκε μαρτυρικό θάνατο στα χέρια των Τούρκων στις 24 Απριλίου του 1821, σε ηλικία μόλις 33 ετών. Συνομήλικός του ήταν και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ξακουστός καπετάνιος της Ηπείρου. Η διαφορά είναι ότι ο Ανδρούτσος βρήκε μαρτυρικό θάνατο στα χέρια συμπατριωτών πολιτικών του αντιπάλων.

 

Ο σπουδαίος στρατηγός Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν 39 όταν ξέσπασε η Επανάσταση. Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, κατά κόσμον Νικηταράς ο Τουρκοφάγος, είχε κλείσει τα 40.

 

Τέλος, η κορυφαία ηγετική μορφή του Αγώνα κέρδισε επάξια το προσωνύμιο που τον συνοδεύει μέχρι σήμερα. Ο Γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, είχε κλείσει τα 51 το 1821. Μετά την απελευθέρωση ο μέσος όρος ζωής στην Ελλάδα ήταν τα 36 χρόνια. Το 1920 ήταν τα 45 χρόνια. Άρα για την εποχή, η ηλικία του ήταν μεγάλη. Πολεμούσε ακούραστα και ηρωικά, φυλακίστηκε στα 63 του, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στα μετέπειτα πολιτικά πράγματα. Γλίτωσε από τους Τούρκους, τους πολιτικούς του αντιπάλους και τις κακουχίες. Ηττήθηκε από τα γεράματα, καθώς πέθανε σε ηλικία 73 ετών από εγκεφαλικό επεισόδιο....

Πηγή:
mixanitouxronou.gr







Το σίδερο σιδερώματος

Του Δημήτρη Μεκάση

 



 

Κάποτε τα ρούχα που φορούσαν οι άνθρωποι της Φλώρινας και της ευρύτερης περιοχής της, δεν χρειαζόταν σιδέρωμα. Τα ρούχα τους ήταν από μαλλί προβάτων. Δικό τους μαλλί, από τα πολλά κοπάδια προβάτων, που υπήρχαν στον κάμπο και στα βουνά της Φλώρινας.

 

Η επεξεργασία του μαλλιού γινόταν από τις γυναίκες και στην συνέχεια το ύφαιναν στους αργαλειούς. Το μαλλί το έκαμναν ύφασμα, το γνωστό σαγιάκι, κατάλληλο για χειμωνιάτικα ρούχα.   Στα χωριά οι γυναίκες έραβαν τα ρούχα για όλη την οικογένεια, ενώ στην πόλη τα ρούχα τα έραβαν οι ράφτες.

 

Οι κάτοικοι της πόλης αγόραζαν το σαγιάκι, από τα καταστήματα μαλλίνων, που τότε τα έλεγαν αμπατζήδικα. Το σαγιάκι της πόλης, σε αντίθεση με αυτό των χωριών, ήταν λεπτό και μαλακό ύφασμα φτιαγμένο με πολύ μεράκι, από τους αμπατζήδες. Αυτά τα μάλλινα ρούχα, όταν τα έπλεναν, φρόντιζαν να τα στεγνώνουν με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην τσαλακώνονται.

 

Τα καλοκαιρινά τους ρούχα ήταν από βαμβάκι, που το αγόραζαν  από τα καταστήματα βαμβακιού, και το ύφαιναν στους αργαλειούς. Υπήρχαν και μερικά υφάσματα, οι αλατζάδες, που τα έφερναν από την Ανατολή, και με αυτά έφτιαχναν ρούχα καλοκαιρινά οι γυναίκες της πόλης. Τα καλοκαιρινά ρούχα μετά την πλύση τα στέγνωναν έτσι που να μη τσαλακώνονται.

 

Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εμφανίστηκαν τα ευρωπαϊκά υφάσματα και τα κουστούμια. Οι πλανόδιοι φραγκοράφτες έραβαν κουστούμια, για τους λιγοστούς στην αρχή, μοντέρνους άνδρες της πόλης μας. Τα κουστούμια όμως έπρεπε να σιδερώνονται και ειδικά τα παντελόνια να έχουν τσάκες, κάτι που απαιτούσε σίδερο σιδερώματος.

 

Οι προφορικές μαρτυρίες σχετικά με τα σίδερα σιδερώματος φτάνουν μέχρι, το 1900 περίπου. Τότε το σίδερο ήταν ένα μονοκόμματο βαρύ σίδερο, που είχε το ίδιο σχήμα με το σημερινό σίδερο. Το τοποθετούσαν στην πυροστιά, που ήταν ένας μεταλλικός τριγωνικός τρίποδας, και από κάτω ήταν τα αναμμένα κάρβουνα. Το σίδερο ζεσταινόταν και όπως ήταν ζεστό σιδέρωναν τα ρούχα. Το σίδερο αυτό ήταν πολύ βαρύ και δύσκολο στην χρήση. Αυτά τα πρώτα σίδερα ήταν λιγοστά, και υπήρχαν μόνο στην πόλη, που τα χρησιμοποιούσαν οι αμπατζήδες, οι ράφτες και οι μοδίστρες και αργότερα λίγες νοικοκυρές. Ήταν δύσχρηστα, επειδή ήταν πολύ βαριά, και κούραζαν το χέρι, αυτού που σιδέρωνε.

 

Λίγο αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους και τα σίδερα με κάρβουνα. Αυτά έμοιαζαν με μυτερά κουτιά, όπου μέσα τοποθετούσαν αναμμένα κάρβουνα. Τα κάρβουνα τα έπαιρναν από το τζάκι ή την σόμπα. Το καλοκαίρι όμως φρόντιζαν να ανάβουν την φουφού ή το μαγκάλι, από όπου γέμιζαν το σίδερο με αναμμένα κάρβουνα. Μια νοικοκυρά, που ήθελε να σιδερώσει, πρώτα ετοίμαζε τα κάρβουνα.

 

Τα σίδερα με κάρβουνο, που τα έλεγαν και «σίδερα χειρός» ήταν ελαφριά και εύχρηστα. Η νοικοκυρά έπρεπε όμως να προσέχει τις στάχτες, που έβγαιναν από τις τρύπες και να μην κάνει απότομες κινήσεις, όταν σιδέρωνε λευκά πουκάμισα.

 

Πολλές φορές, μετά από πολύωρο σιδέρωμα, τα κάρβουνα έσβηναν μέσα στο σίδερο. Οι νοικοκυρές κουνούσαν το σίδερο, σαν κούνια και τα ασπρισμένα κάρβουνα κοκκίνιζαν και άρχιζαν πάλι το σιδέρωμα.

 

Τα πρώτα σίδερα σιδερώματος πέρασαν και στους πρακτικούς τρόπους θεραπείας. Σιδέρωναν με ζεστό σίδερο τα μέρη τους σώματος που πονούσαν, εξ αιτίας μιας ψύξης ή ενός κρυολογήματος. Η θεραπεία με το σίδερο όμως εγκαταλείφτηκε νωρίς, καθώς οι ζεστές κεραμίδες έκαμναν καλύτερη δουλειά.

 

Στην εποχή του Μεσοπολέμου, που στην πόλη μας επικράτησαν τα αστικά ρούχα και η ευρωπαϊκή μόδα, τα σίδερα σιδερώματος υπήρχαν σε όλα τα σπίτια. Τα σίδερα αυτά ήταν εισαγόμενα και πουλιόταν στα καταστήματα κιγκαλερίας, τα υαλοπωλεία, ακόμη και σε μερικά μπακάλικα.

 

Μετά τον πόλεμο εμφανίστηκαν και τα ηλεκτρικά σίδερα. Μεγάλη καινοτομία για τους επαγγελματίες και τις νοικοκυρές. Ήταν τότε που όλοι φορούσαν ρούχα που έπρεπε να σιδερώνονται, αλλά και τότε που η Ηλεκτρική Εταιρία του Κοεμτζόπουλου έδινε αρκετό ρεύμα για να λειτουργούν τα σίδερα σιδερώματος.

Ράφτες, μοδίστρες και νοικοκυρές άρχιζαν το σιδέρωμα, τις ώρες που η πόλη είχε ρεύμα για τον ηλεκτροφωτισμό. Οι νοικοκυρές περίμεναν με το ρολόι «να έρθει το ρεύμα» για να αρχίσουν το σιδέρωμα.

 

Το 1950 και μετά, το καλύτερο δώρο για τους νεόνυμφους ήταν ένα ηλεκτρικό σίδερο. Το ηλεκτρικό σίδερο ήταν η χαρά της νεόνυμφης νοικοκυράς. Ήταν η πρώτη συσκευή στην υπηρεσία της νοικοκυράς, που εγκαινίαζε μια νέα εποχή, την εποχή του ηλεκτρικού ρεύματος, που έφερε τόσες ανέσεις και ευκολίες στα νοικοκυριά. Τότε κυκλοφόρησαν και οι σιδερώστρες, που μαζί με το ηλεκτρικό σίδερο ήταν είδη πολυτελείας. Οι περισσότερες νοικοκυρές όμως προτιμούσαν να στρώνουν μια παλιά κουβέρτα και ένα σεντόνι πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, αποφεύγοντας να αγοράσουν σιδερώστρα, για λόγους οικονομίας.

 

Το ηλεκτρικό σίδερο, με την πάροδο του χρόνου, έγινε προσιτό σε όλους. Εξελίχτηκε και προστέθηκαν διάφορα ρυθμιστικά κουμπιά και τελευταία ο ατμός. Το σίδερο ατμού είναι πιο εύχρηστο και το κόστος του χαμηλό. Όσο για τα παλιά σίδερα με κάρβουνα, τα βρίσκει κανείς στα Λαογραφικά Μουσεία της πόλης μας, αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές. Σκουριασμένα στέκουν στα ράφια και στις προθήκες για να θυμίζουν άλλες εποχές.

 

Πηγή: florineanews.blogspot.com




Επαγγέλματα που χάνονται στο χρόνο


Ο Ρινιαστής
ΕΡΙΝΟΙ λέγονται τα αρσενικά σύκα [οι ορνιοί] που βάζουν οι συκοπαραγωγοί στις συκιές για να γονιμοποιηθούν και να κάνουν σύκα. Αυτά είναι σύκα που τα παίρνουν από αρσενικές συκιές ή αγριοσυκιές και τα περνούν σε κλωστές για να είναι εύκολο το κρέμασμα στις κανονικές [θηλυκές] συκιές. Ετσι όταν οι έρινοι ξεραθούν σκάζουν και βγαίνουν από αυτούς τα ωάρια της γονιμοποίησης που με τα έντομα και τον αέρα γονιμοποιούν τα άλλα. Οι άνθρωποι αυτοί που μάζευαν, αποθήκευαν και πωλούσαν τους ορνιούς ή ερινιούς λέγονταν ερινιαστές ή ρινιαστές.

Ο ξυλοκερατάς
Ο ξυλοκερατάς ήταν ειδικός στην επεξεργασία των κεράτων των ζώων και ιδίως των κριαριών. Οταν πάρουμε κάποιο κέρατο από ζώο και ιδίως από κριό, επειδή αυτό έχει σαν συστατικό το βούτυρο και την κερατίνη και άλλα υλικά και το ζεστάνουμε αυτό γίνεται εύπλαστη ύλη. Έτσι ο τεχνίτης μπορεί να κάνει κοχλιάρια κοινώς χουλιάρια ή κουτάλια, πιρούνια, τσατσάρες, κουμπιά και ότι άλλο σοφιστεί εκείνη τη στιγμή. Το πελέκημα που κάνει σε αυτά τα κέρατα μπορεί να είναι ένα σκάψιμο για να γίνει κάποιο κουτάλι που θέλει πλατύ κεφάλι .Αυτό γίνεται με αιχμηρό εργαλείο, φαλτσέτα ή κοφτερό μαχαίρι. Αυτά τα υλικά από το κέρατο, μπορούσαν να συνδυαστούν και με ξύλινη λαβή, καμιά φορά για οικονομία στα μαχαίρια και στα πιρούνια... Πολλές φορές ατόφια εχρησιμοποιούντο για λαβές σπαθιών, κρητικών μαχαιριών, κατασκευές χτενών και πολλών άλλων διακοσμητικών ειδών. Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν χαυλιόδοντες από αγριογούρουνα, όπως και ελεφαντόδοντες. Πολλά είδη στολισμού των γυναικών στην αρχαιότητα, όπως τα περιδέραια ήταν από κόκαλα, όπως και πολλά γεωργικά εργαλεία. Αρα δεν είναι των τελευταίων ετών η δουλειά του ξυλοκερατά.

Κολαουζέροι
Οι κολαουζέροι ήταν επιφορτισμένοι με το μέτρημα του χρόνου που χρειαζόταν κάποιος βουτηχτής σφουγγαριών να παραμείνει στη θάλασσα. Δεν είχαν ρολόγια για να μετρούν τον χρόνο, αλλά είχαν την γνωστή μας κλεψύδρα. Η κλεψύδρα είναι διπλό γυάλινο δοχείο που έχει δύο κοιλιές. Για να μετρήσουν τον χρόνο γεμίζουν με νερό την μιά κοιλιά και την αναποδογυρίζουν για να μεταφερθεί το νερό με το σταγονόμετρο που λέγανε, στην άλλη. Η αντίστροφη θέση της κλεψύδρας χρειαζόταν πάλι τον ίδιο χρόνο. Στην αρχή ήταν πήλινα δοχεία, αργότερα έγιναν γυάλινα και τελευταία από διαφανές υλικό. Τώρα δε χρειάζονται γιατί τον χρόνο τον μετράμε με ρολόγια. Αλλες κλεψύδρες δούλευαν με ψιλή άμμο ή χρωματιστά υγρά. Ο κολαουζέρης, κατά διαταγή του αφεντικού του, όταν μάλιστα είχαν βρεί καλό πάγκο και έβγαζαν πολλά σφουγγάρια, παρέτεινε το χρόνο παραμονής του σφουγγαρά στη θάλασσα. Τούτο είχε σαν συνέπεια να παθαίνουν πολλές ζημιές οι βουτηχτάδες από τη νόσο των δυτών. Για να γίνει καλά κάποιος δύτης που είχε πάθει ζημιά έπρεπε να πάθει και δεύτερο τράνταγμα για να επανέλθει στα συγκαλά του. Μαντζαρόλι λεγόταν το άδειασμα της κλεψύδρας. Η φράση και στον κολαουζέρη κρέμεται η ζωή μας τα λέει όλα. Σήμερα εμείς λέμε για κάποιον που μας παρακολουθεί. Μας παριστάνει τον κολαούζο, ή για κολαούζο σε πείραμε και όχι για κολαουζέρη.

Ο Καπνοδοχοκαθαριστής
Ο καθαριστής της καμινάδας ήταν παλιός επαγγελματίας που κατά τη δουλειά του ανήκε στη μαύρη φυλή και όταν πήγαινε στο σπίτι του και πλενόταν ήταν στη λευκή. Ο καθαριστής ή μάλλον οι καθαριστές, γιατί ήταν δυό και τρείς, ήταν ειδικοί στον καθαρισμό της καπνιάς της καμινάδας των σπιτιών, γραφείων, δημοσίων χώρων, ταβερνών, φούρνων και αλλού. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν ήσαν πρωτόγονα γιατί δεν υπήρχαν τα σημερινά βοηθήματα. Είχαν σκοινιά, αφάνες, τσαλιά, πανιά ξύστρες, σκάλες και γάντζους. Πήγαιναν σε κάποια οικοδομή και άρχιζαν την εργασία τους.Εκαναν αναγνώριση του χώρου. Κάποιος ανέβαινε στην κορυφή της καμινάδας και κρεμούσε ένα σκοινί. Ο άλλος που ήταν κάτω στο τζάκι, έδενε από το σκοινί τα φρόκαλα, τσαλιά, αφάνες και όσα άλλα είχε που θα μπορούσαν να ξύσουν την κάπνα που υπήρχε στο εσωτερικό της καμινάδας.Η μουτζούρα έπεφτε στο τζάκι και την μάζευαν και την έδειωχναν από αυτό. Επειδή πολλές φορές η κάπνα ήταν λαδωμένη και έπεφτε επάνω τους, δεν έβγαινε χωρίς σαπούνι. Επρεπε να πάνε στα σπίτια τους, να πληθούν με καφτό νερό για να βγεί. Δεν χρειαζόταν να τον ρωτήσεις τί δουλειά έκανε γιατί από τα ρούχα του και τη μουτζούρα του καταλάβαινες ότι ήταν καθαριστής μουτζούρας, καπνιάς καμινάδας και όχι μπαρουτοκαπνισμένος

Ο Ντιβανάς [για συρμάτινα ντιβάνια]
Ντιβανάς είναι ο κατασκευαστής ντιβανιών, κρεβατιών με συρματένιο δίκτυ. Επίσης, είναι και ο επιδιορθωτής ντιβανάς. Εμείς αυτόν θα περιγράψουμε που γύριζε στις γειτονιές με ένα ζεμπίλι με μιά κουλούρα σύρμα, δυό τανάλιες, πένσες, καρφιά, σφυριά και μερικά άλλα εξαρτήματα. Στις γειτονιές που πήγαινε φώναζε και ξαναφώναζε ο ντιβανάς "ντιβάνια επισκευάζω" και ότι άλλο του ερχόταν στο μυαλό. Ηταν δύσκολη δουλειά γιατί τα ντιβάνια έστω και χαλαρωμένα χρησιμοποιούνται. Δεν είναι σαν τα πάνινα που σκίζονταν και έπεφτες στο πάτωμα. Η κυρά έβγαζε στην αυλή το ντιβάνι και αυτός σαν ειδικός του έριχνε την πρώτη ματιά και έκοβε ταρίφα. Μαντάμ να του βάλουμε ανοξείδωτο ή γαλβανιζέ σύρμα που να μη κόβεται και να μη σκουριάζει. Αμα είναι έτσι πάει τόσο, άμα είναι αλλιώς πάει τόσο κ.λ.π. Η συμφωνία κλεινότανε και ο τεχνίτης μάστορας άρχιζε τη δουλειά. Εσφιγγε με κάποια μέγγενη τις άκρες, που τις τέντωνε να πάρουν την ευθεία του κρεβατιού και να μην κάνουν γούβα. Αυτό ήταν το στιμόνι που λένε στον αργαλειό. Μετά έπαιρνε τα κάθετα σύρματα [υφάδια] και τα τέντωνε και αυτά και τα κάρφωνε στις σανίδες. Εβαζε και το στρώμα και έτσι η κυρά μπορούσε να κοιμηθεί και επί τέλους να τεντώσει τα πόδια της. Σήμερα και αυτός έχασε τη δουλειά του γιατί τα κρεβάτια είναι ξύλινα και κάτω από το στρώμα υπάρχουν σανίδες.Τα στρώματα είναι πολύ καλά, ανατομικά και έτσι έπαψε η ταλαιπορία με τα σύρματα που λύγιζαν και που καμιά φορά τρυπούσαν και τα στρώματα.

Ο Σαλεπιζτής

Ενας από τους γραφικότερους πλανόδιους επαγγελματίες της παλαιότερης εποχής ήταν ο σαλεπιτζής. Στην τούρκικη γλώσσα salep σημαίνει σαλέπι και salepci o παρασκευαστής και πωλητής του ποτού, ο σαλεπιτζής. Το σαλέπι είναι σκόνη από αποξηραμένους βολβούς διαφόρων ορχεοειδών. Η σκόνη βράζεται με ζάχαρη ή μέλι και αρωματίζεται με πιπερόριζα. Το ομώνυμο ποτό είναι θρεπτικό λόγω του αμύλου και της γόμας που περιέχει καθώς και θερμαντικό λόγω της παχύρρευστης μορφής του. Το στέκι του ο σαλεπιτζής το διάλεγε με βάση τις περιοχές που σύχναζαν οι ξενύχτηδες και εκείνοι που άρχιζαν τη δουλειά τους αξημέρωτα (οικοδόμοι, εργάτες κλπ). Εκεί στο στέκι του, όση ώρα αυτός ετοίμαζε το ζεστό ρόφημα, δημιουργούσε ένα κλίμα ευθυμίας αλλά και αντιπαραθέσεων, προκαλώντας τους πελάτες που περίμεναν μέσα στην παγωνιά και θίγοντας θέματα που αφορούσαν την πολιτική επικαιρότητα, την καθημερινότητα και οτιδήποτε ήταν ικανό να "ανάψει τα αίματα". Ετσι οι θαμώνες ζεσταίνονταν έως ότου εκείνος ολοκληρώσει την παρασκευή του θαυματουργού ροφήματος. Ο σαλεπιτζής ήταν από τους γραφικούς τύπους. Ντυμένος στά άσπρα, φορούσε έναν ψηλό σκούφο όπως αυτός του μάγειρα, τα σκεύη που χρησιμοποιούσε ήταν μπρούτζινα, πολύπλοκα αλλά συνήθως καλογυαλισμένα και πεντακάθαρα. Τα μετέφερε κρεμασμένα από τους ώμους του στα άκρα ενός ξύλινου κομματιού. Το επάγγελμα του σαλεπιζτή είναι ένα από τα επαγγέλματα που εξαφανίζονται. Ομως θα έλεγα πως τα στέκια που δημιουργούνταν με την παρουσία του αποτέλεσαν ένα είδος πρώιμου/πρόχειρου υπαίθριου "καφενείου" όπου οι θαμώνες είχαν την ευκαιρία να ένημερωθούν για την επικαιρότητα αλλά και να ανταλλάξουν τις απόψεις τους.

Ο Λατερνατζής
Ο λατερνατζής γυρνούσε τη μανιβέλα της “ρομβίας” και έπαιζε το “Τεζόρο μίο” πλάι στα γερτά ξύλινα πατζούρια. Η λατέρνα είναι ένα αυτόματο μουσικό όργανο που αν και ογκώδες δεν χρησιμοποιείται μόνο σε κλειστούς χώρους αλλά συχνά μεταφέρεται σε ανοιχτούς χώρους, πλατείες και γειτονιές. Είναι ένα όργανο που δημιούργησε πολλά συναισθήματα στους Έλληνες και βοήθησε πολύ στην εξάπλωση και διάδοση ήχων που είναι αγαπητοί ακόμα και σήμερα. Πολλοί έχουν να πουν κάποια ιστορία που ξέρουν ή έχουν ακούσει γύρω από κάποια λατέρνα. Υπήρξαν όμως και πολλά προβλήματα που την ταλαιπώρησαν μέσα στο πέρασμα του χρόνου με αποτέλεσμα να την περιθωριοποιήσουν. Επίσης πρόβλημα στην μελέτη της δημιουργεί η έλλειψη βιβλιογραφίας, μιας και όποια τυχόν υπάρχει είναι ανεπαρκής έως και λανθασμένη. Αυτό συμβαίνει γιατί οι ερευνητές δεν ασχολήθηκαν με την τέχνη της λατέρνας αλλά προέβησαν σε μια απλή περιγραφή της. Παρόλα αυτά ακόμα και σήμερα υπάρχουν γωνιές και γειτονιές που κάποιος μπορεί να ακούσει και να σιγοτραγουδήσει παλιές αγαπημένες μελωδίες


Ο Αμαξάς

Ο αμαξάς γεννήθηκε από την ανάγκη των ανθρώπων να μετακινηθούν είτε μόνοι, είτε με παρέα πιο γρήγορα από το ένα μέρος της πόλης στο άλλο. Έτσι μιας και είχε βρεθεί ο τροχός και τα πρώτα κάρα έκαναν την εμφάνισή τους, ξεκίνησαν και οι πρώτες ανθρωποκίνητες άμαξες. Κάποιες φορές έδιναν στον επιβάτη το καμτσίκι να δείρει το ζώο για να προχωρήσουν πιο γρήγορα. Αφού έφταναν στον προορισμό τους, έπαιρναν την αμοιβή τους για να συνεχίσουν τον αγώνα της επιβίωσης. Επειδή η κούραση ήταν μεγάλη, την θέση τους την παραχωρούσαν στην ιππήλατη άμαξα. Δεν είχε σημασία αν την έσερνε γάιδαρος ή άλογο, την ίδια δουλειά έκανε. Στην πορεία βγήκαν άμαξες με δύο, τρία ή και τέσσερα άλογα ομοίου ή διαφορετικού χρώματος. Στόλισαν και ομόρφυναν τις καρότσες με δερμάτινα καθίσματα, με γυαλιστερά μπακίρια, με διακοσμητικές ταινίες και με κρόσσια, με χαϊμαλιά στα άλογα, με καπέλα δικά τους και των αλόγων κ.λ.π.
Υπήρχαν επίσης οι βασιλικές άμαξες που οι πρίγκιπες και οι βασιλιάδες έκαναν την βόλτα τους και έδειχναν την αρχοντιά τους, στους βασιλικούς γάμους. Από την αντίθετη πλευρά ήταν και οι αμαξάδες που μετέφεραν τους νεκρούς στις κηδείες, τις λεγόμενες νεκροφόρες.

Ο Τσαμπάσης

Ο τσαμπάσης ήταν ο άνθρωπος που είχε την λαλίστατη γλώσσα από όλους τους μετάπρατες πραματευτες της προ του αυτοκινήτου εποχής. Αυτός αγόραζε και πούλαγε ζώα ή έκανε τις λεγόμενες τράμπες. Από πληροφορίες γνώριζε τις ανάγκες που είχαν οι οικογένειες σε ζώα. Τα ζώα που ζητούσαν συνήθως ήταν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, αγελάδες ή ακόμη και κοπάδι πρόβατα. Έβλεπε το ζώο, το ζύγιζε «με το μάτι», μετά το ψηλάφιζε και στο τέλος έκανε την εκτίμηση με την τιμή πάντα προς τα πάνω. Έβλεπε τα ζώα για να προσδιορίσει την ηλικία. Έτριβε με χοντρό αλάτι το πάνω χείλος του ζώου, μέχρι να βγάλει αίμα. Έκανε πειράματα για να δει πόσα και πια ζακόνια είχε (ζακόνια ήταν τα ελαττώματα του ζώου). Μπορεί να κλώτσαγε, να δάγκωνε, να σκόνταφτε, να μην έκανε καλό καμάτι (όργωμα) κ.ο.κ. Τέλος κοίταγε εάν ήταν γιοργατζίδικο. Η γιοργάδα ήταν ικανότητα του αλόγου να τρέχει χωρίς καλπασμό γρήγορα και στρωτά. Για να μάθει γιοργάδα το άλογο του έδεναν, όταν ήταν πουλάρι, στους αστραγάλους βαριούς κρίκους από αλυσίδες για να μην μπορεί να σηκώσει ψηλά τα πόδια. Το τρέχανε σε ίσιο δρόμο συνέχεια μέχρι μάθει καλά το κόλπο. Ο τσαμπάσης έπαιρνε το αδύνατο και καχεκτικό άλογο στον στάβλο του. Εκεί το τάιζε μέρα- νύχτα βρώμη και σανό μέχρι να παχύνει. Μετά έπαιρνε την ξύστρα και το κούρευε για να έχει στρωτό τρίχωμα. Του κούρευε την χαίτη και ψαλίδιζε την ουρά. Έτσι το άλογο ήταν έτοιμο για πούλημα. Η τιμή ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που το είχε αγοράσει. Πολλές δουλειές έκαναν οι τσαμπάσηδες στις ζωοπανηγύρεις. Κάτω από τον ίσκιο του δένδρου τρώγοντας την γουρνοπούλα, πίνοντας παγωμένο ζύθο και με το γαρύφαλλο στο αυτί, έκλειναν τις συμφωνίες.


ΟΙ ΛΟΥΚΟΥΜΑΤΖΗΔΕΣ
Οι λουκουμάς έκανε τα λουκούμια. Χρησιμοποιούσε αλεύρι, ζάχαρη, μαστίχα και μεταξύ αυτών άλλα υλικά και διάφορες αρωματικές ουσίες όπως βανίλια, κανέλα κ.α. Έβαζε επίσης και χρωστικές ουσίες για να γίνονται πιο εμφανίσιμα. Τα αμύγδαλα και τα φουντούκια που βάζουν μέσα σήμερα είναι νεόφερτες και ξενόφερτες εφευρέσεις. Τα πιο γνωστά στο πανελλήνιο είναι τα Συριανά και τα Πατρινά. Στην Πάτρα άνθισε περισσότερο η παραγωγή του λουκουμιού. Έτσι έλεγαν για κάποιον πατρινό που έλεγε βλακείες να τον σκοτώσουν στην λουκουμόσκονη. Η λουκουμόσκονη ήταν τριμμένη ζάχαρη που περιείχε αρκετή ποσότητα αλεύρου. Τα λουκούμια για να μην κολλούν μεταξύ τους, πασπαλίζονται με αυτή την σκόνη. Το λουκούμι, για πολλά χρόνια, στα καφενεία αποτελούσε ο καλύτερο κέρασμα και το πιο γλυκό έπαθλο του νικητή στην κολιτσίνα. Μετά τις παρελάσεις, οι κοινοτάρχες μοίραζαν λουκούμια στους μαθητές. Το λουκούμι, το παστέλικαι το υποβρύχιο (βανίλια) στις μέρες μας έπαψαν να είναι είδος κεράσματος

Ο ΜΕΤΑΠΡΑΤΗΣ

Ο μεταπράτης ήταν ένας λιανοπωλητής που δεν είχε πρωτογενή παραγωγή. Αγόραζε διάφορα πράγματα από τους πωλητές και τα μεταπωλούσε στις γειτονιές και στα πανηγύρια. Τέτοια πράγματα μπορούσαν να είναι κάλτσες, πουκάμισα και γενικώς είδη ρουχισμού. Επειδή τότε οι νυκοκυρές ετοίμαζαν την προίκα της κόρης έγραφαν στα αυτοκίνητά τους: "ΕΙΔΗ ΠΡΟΙΚΟΣ, ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟΥ Κ.Λ.Π.". Μπορούσε να πουλάει είδη τροφίμων, όπως ψάρια, αυγά, συκωταριές [τζιεράκια], γιαούρτια, πάγο και πολλά άλλα προϊόντα του φυτικού βασιλείου. Σήμερα μπορούμε να τον πούμε λιανέμπορο αποικιακών και εδωδίμων προϊόντων. Μπορούμε να τον πούμε δοσατζή, μεσίτη, ενοικιαστή προσόδων και πολλά άλλα.
Είχε μόνιμους, σταθερούς και ευκαιριακούς πελάτες. Το τεφτέρι ήταν σε πρώτη διάταξη γιατί έδινε βερεσέ και με δόσεις. Πολλοί που δεν ήθελαν να δίνουν βερεσέ κρέμαγαν μιά ταμπελίτσα κάπου που έγραφε: "ΒΕΡΕΣΕ ΑΠΟ ΑΥΡΙΟ, Ο ΤΣΑΜΠΑΣ ΠΕΘΑΝΕ, ΚΡΑΤΑ ΜΕ ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΠΕΘΕΡΑ ΣΟΥ".
Είναι η αλήθεια ότι αυτοί οι άνθρωποι της πιάτσας ήταν σφυριλατημένοι και πανέξυπνοι. Αν τους προκαλούσε κανείς έλεγαν
"Εγώ σπούδασα στο πεζοδρόμιο. Το πεζοδρόμιο είναι το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής."

Πηγή: to-paliatzidiko.blogspot

 

 

 

«Μαντουμπάλα», η θρυλική Ινδή πρωταγωνίστρια που πέθανε νέα και έγινε τραγούδι από τον Καζαντζίδη.

 


Η ινδική ταινία «Ο αλήτης της Βομβάης» ήταν η αφορμή να γραφτεί το τραγούδι «Μαντουμπάλα» του Στέλιου Καζαντζίδη το οποίο όταν κυκλοφόρησε ως Μαντουβάλα έγινε τεράστια λαϊκή επιτυχία. Η ιστορία της δημιουργίας του ξεκίνησε από τον Καζαντζίδη, αλλά συνέβαλαν άλλοι δύο καλλιτέχνες στην ολοκλήρωση του.

Καθώς ο Καζαντζίδης παρακολουθούσε την συγκεκριμένη ταινία ενθουσιάστηκε με το τραγούδι και τις μουσικές συνθέσεις του θρυλικού Ραβί Σανκάρ και θέλησε να το διασκευάσει στα ελληνικά.

 

Τότε ζήτησε από την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου να τον βοηθήσει να γράψουν ελληνικούς στίχους πάνω στο ινδικό ρυθμό.

Η Παπαγιαννοπούλου, που ήταν λάτρης του ινδικού κινηματογράφου βρήκε τον τίτλο πριν ξεκινήσει να γράφει τους στίχους.

Ο τίτλος σήμαινε «γλυκό κορίτσι» και ήταν το όνομα της μεγάλης Ινδής πρωταγωνίστριας της δεκαετίας του ’50, της Μαντουμπάλα.

Με μάτια κλαμένα στους δρόμους γυρνώ,
μια χαμένη αγάπη ζητάω να βρω,
μια χαμένη αγάπη ζητάω να βρω.


Να σε δω κι ας πεθάνω, καλή μου.
Αυτό μόνο ζητάει η ψυχή μου.
Από τότε που σ’ έχασα λιώνω,
τ’ όνομά σου φωνάζω με πόνο,


Μαντουμπάλα, Μαντουμπάλα.

Στο τραγούδι η Μαντουμπάλα είναι η χαμένη αγάπη του τραγουδιστή, την οποία αναζητά και καλεί σπαρακτικά να γυρίσει κοντά του.

Η Παπαγιαννοπούλου, έγραψε τους στίχους για την κόρη της, που είχε πεθάνει εκείνη τη χρονιά.

 https://www.youtube.com/watch?v=ETzT4WRXN3k

Η περιπέτεια του κομματιού δεν έληξε εκεί. Ο Καζαντζίδης αντιμετώπισε δυσκολίες στην προσαρμογή της μουσικής με τους στίχους και μαζί με την Μαρινέλλα απευθύνθηκαν στον συνθέτη Θόδωρο Δερβενιώτη.


Ο συνθέτης δέχτηκε να τους βοηθήσει και αφού έκανε τις κατάλληλες προσθαφαιρέσεις, παρέδωσε το κομμάτι έτοιμο στον Καζαντζίδη.

Πλέον δεν έμοιαζε με το ινδικό τραγούδι «Aajao tarapt hai arman» του βιρτουόζου του σιτάρ Ραβί Σανκάρ αλλά είχε αποκτήσει δικό του χαρακτήρα. Στο άκουσμά του ο Καζαντζίδης ενθουσιάστηκε.

Η Μαντουβάλα κυκλοφόρησε το 1959 και πούλησε συνολικά 96 χιλιάδες δίσκους.
Μάλιστα παρέμεινε πρώτο σε πωλήσεις για μια δεκαετία.

Η τεράστια επιτυχία του τραγουδιού ήταν η αιτία που ο Καζαντζίδης πήγε στα δικαστήρια την εταιρεία του, Κολούμπια και διεκδίκησε ποσοστά επί των πωλήσεων. Οι στίχοι ήταν της Παπαγιαννοπούλου και η μουσική του Δερβενιώτη, ωστόσο στον δίσκο στιχουργός και συνθέτης αναφέρθηκε ο Καζαντζίδης. Αυτό προκάλεσε εντάσεις μεταξύ των δημιουργών και του τραγουδιστή.

Σύμφωνα με το βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη και της Τάνια Ραχματούλινα «Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το μεταμφυλιακό τραγούδι» οφειλόταν στη συμφωνία που είχε γίνει μεταξύ του τραγουδιστή και της εταιρίας του.

Την περίοδο εκείνη, ο Καζαντζίδης βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του και πίεζε την»Κολούμπια» να του κάνει αύξηση. Ο ιδιοκτήτης Τάκης Λαμπρόπουλος δέχτηκε να το κάνει αλλά με έμμεσο τρόπο ώστε να μην δημιουργηθούν προβλήματα με τους υπόλοιπους καλλιτέχνες. Θα δήλωνε τη σύνθεση και τον στίχο στο όνομα του Καζαντζίδη ωστε να εισπράξει αυξημένη αμοιβή. Η συμφωνία τηρήθηκε αφού κάφμφηκαν οι αρχικές αντιρρήσεις του τραγουδιστή.

 

Η Μαντουμπάλα γεννήθηκε το 1933 στο Δελχί ήταν το πέμπτο παιδί από τα συνολικά έντεκα μιας φτωχής μουσουλμάνικης οικογένειας. Εξαιτίας της άσχημης οικονομικής κατάστασης και του πρόωρου θανάτου των έξι αδερφών της, ξεκίνησε να δουλεύει από μικρή ηλικία. Η πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο έγινε σε ηλικία εννέα ετών.

Το εντυπωσιακό παρουσιαστικό της, τη βοήθησε να αναλάβει πετυχημένους ρόλους που την καθιέρωσαν στο κινηματογραφικό στερέωμα.

Στην Ινδία την αντιμετώπιζαν ως σταρ και την σύγκριναν με την Μέριλιν Μονρόε εξαιτίας της δημοτικότητας της. Έγινε θρύλος στα λαϊκά στρώματα και αυτό συνετέλεσε ο πρόωρος θάνατός της. Η όμορφη ηθοποιός έπασχε από μια καρδιακή πάθηση καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής της. Η διάγνωση έγινε το 1950 και η κατάστασή της επιδεινώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Την εποχή εκείνη οι επεμβάσεις στην καρδιά δεν ήταν ακόμα διαδεδομένες και δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει την ασθένεια.

Πέθανε το 1969 σε ηλικία μόλις 36 ετών.

 

Πηγή: vlahatasamis.blogspot.com - youtube.com



Ο «επαναστάτης, ανάποδος» Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας

Του Νίκου Πουρναρά

Από τους πρωτοπόρους του ρεμπέτικου τραγουδιού και από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας εκτός από κορυφαίος δημιουργός, υπήρξε άνθρωπος με όμορφη ψυχή και περίσσευμα αξιοπρέπειας και γενναιότητας, τρυφερός, βαθιά ευαίσθητος και συνάμα ακατάβλητος αγωνιστής, κομμουνιστής, με σπάνιο χαρακτήρα.

 


«Τον Χιώτη τον ξεκίνησε ο Μπαγιαντέρας. Κι εγώ στο πάλκο με τον Μπαγιαντέρα πρωτανέβηκα…Του Μπαγιαντέρα τα τραγούδια είναι διαλεχτά, ένα κι ένα, πολύ ωραία, όλο αρμονίες. Καλός συνθέτης ο Μπαγιαντέρας και καλός μάγκας. Φίλος μου, δούλεψα μαζί του. Ήταν επαναστάτης, ανάποδος αλλά καλό παιδί. Είναι τυφλός από την Κατοχή, δεν ξέρω πώς, αυτά είναι δικά του, εντελώς δικά του, ήταν όμως δυνατό παιδί και μπράβο του». Γιάννης Παπαϊωάννου

 

Σπουδαίος συνθέτης, οργανοπαίχτης και ερμηνευτής, από τους πρωτοπόρους του ρεμπέτικου τραγουδιού και από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του, ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας γεννήθηκε στο Χατζηκυριάκειο του Πειραιά, στις 28 του Φλεβάρη 1903. Εκτός από κορυφαίος δημιουργός, υπήρξε άνθρωπος με όμορφη ψυχή και περίσσευμα αξιοπρέπειας και γενναιότητας, τρυφερός, βαθιά ευαίσθητος και συνάμα ακατάβλητος αγωνιστής, κομμουνιστής, με σπάνιο χαρακτήρα.

 

Έγραψε περίπου εβδομήντα τραγούδια, πολλά από τα οποία άντεξαν στη μάχη με το χρόνο, συνεχίζουν να εμπνέουν και να συγκινούν, να συντροφεύουν τις χαρούμενες και τις δύσκολες ανθρώπινες στιγμές και τις παρέες, όπως τα «Χατζηκυριάκειο» (Αποβραδίς ξεκίνησα), «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Καπνουλού», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει», «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Μαναβάκι», «Ξεκινά μια ψαροπούλα» κ.ά. Ανάμεσά τους και τραγούδια για την Κατοχή και την ένδοξη Εθνική μας Αντίσταση, με κορυφαίο όλων το «Φόρεσε αντάρτη τ’ άρματα» (Πολέμησε αντάρτη μου πως πολεμάνε όλοι/ και με τον Άρη αρχηγό γλυκό να ’ναι το βόλι).

 

O Δημήτρης Γκόγκος ήταν το τελευταίο από τα 22 παιδιά του Ιωάννη Γκόγκου, υπαξιωματικού του λιμενικού σώματος, από τον Πόρο, και της Αγγελικής, το γένος Τζιέρη, από την Ύδρα. Έζησε στη φτώχεια – η οικογένεια μεγάλη, δύσκολο να χορτάσουν τόσα στόματα. Είχε ένα ζευγάρι παπούτσια, χειμώνα καλοκαίρι, που τα έβγαζε στη διαδρομή για το σχολείο για να μη φθείρονται απ’ τις πέτρες των χωματόδρομων και τα φορούσε λίγο πριν μπει στην τάξη. Όταν εκείνη την εποχή πολλά παιδιά λόγω των δύσκολων συνθηκών δεν πήγαιναν στο σχολείο, ο Μπαγιαντέρας έβγαλε το δημοτικό και το γυμνάσιο και στη συνέχεια σπούδασε ηλεκτρολόγος σε μια τεχνική σχολή του Πειραιά, τον «Προμηθέα». Όμως τα μυαλά του δεν πήραν αέρα. Ο ίδιος έλεγε για τη μόρφωση, ότι τα γράμματα δεν παίζουνε ρόλο, τόσο, όσο η απόχτηση πείρας από τον άνθρωπο μέσα στην κοινωνία.

Από μικρός ήταν ατίθασος χαρακτήρας. Αν και μικρός το δέμας δεν του έλειπε το τσαγανό. Ασχολήθηκε με τη γυμναστική και την ελληνορωμαϊκή πάλη και ως παλαιστής πήρε μέρος και σε αγώνες. Όσο μπόι του έλειπε τόση καρδιά είχε, έλεγαν αυτοί που τον γνώρισαν.

 

Αν και ήρθε από πολύ μικρός σε επαφή με τα μουσικά όργανα, το μπουζούκι άργησε να το πιάσει στα χέρια του. Μέχρι το 1920 ασχολείται με το μαντολίνο και την κιθάρα, παίζοντας που και που με τις μαντολινάτες του Πειραιά σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, ενώ δουλεύει γκαρσόνι σε μια ταβέρνα για να βγαίνει το χαρτζιλίκι. Στην ταβέρνα μια κομπανία έπαιζε ρεμπέτικα. Ο Δημήτρης όταν έλειπαν οι οργανοπαίχτες ξεκρέμαγε απ’ τον τοίχο το μπουζούκι κι έπαιζε στα κρυφά. Το μπουζούκι, όπως έχει πει, «θεωρούνταν τότε πρόστυχο όργανο».

Μέχρι το 1923 που αρχίζει να ασχολείται συστηματικά με το μπουζούκι (το μαθαίνει μόνος του και παίζει όλα τα είδη) έχει μάθει μπαγλαμά και βιολί. Την περίοδο 1923-24 συνήθιζε να παίζει το σουξέ της εποχής  «Ω, Μπαγιαντέρα», απ’ την ομώνυμη οπερέτα του Έριχ Κάλμαν. Το 1925 θα το διασκευάσει για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο και τότε θ’ αποχτήσει το παρατσούκλι Μπαγιαντέρας, με το οποίο θα τον γνωρίσουν όλοι.

 

Παράλληλα εργάζεται ως ηλεκτρολόγος στην εταιρεία λιπασμάτων και συχνάζει στα στέκια του εργατόκοσμου. Εκεί παίζει μπουζούκι και μπαγλαμά παρέα με τον Στέλιο Κερομύτη και αποχτά στενή σχέση με τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Γιώργο Μπάτη και τον Μάρκο Βαμβακάρη.

 

Το 1935, συνθέτει το πρώτο του τραγούδι, την «Καπνουλού», που δεν γνώρισε τότε επιτυχία. Αντίθετα, το «Χατζηκυριάκειο» (Αποβραδίς ξεκίνησα) γνωρίζει αμέσως μεγάλη επιτυχία και ο Μπαγιαντέρας αρχίζει να γίνεται γνωστός.

 

Το 1937 εγκαταλείπει το πενιχρό μεροκάματο του εργοστασίου και ασχολείται πια επαγγελματικά με το μπουζούκι. Φεύγει για ένα διάστημα για τη Θεσσαλονίκη όπου συνεργάζεται σε μαγαζιά με τον Παγιουμτζή και τον Μπάτη. Την ίδια χρονιά κατεβαίνει στην Αθήνα και ηχογραφεί στην Κολούμπια τον πρώτο του δίσκο: «Οι καπνεργάτριες» (Βρε καπνουλού μου έμορφη).

Το τραγούδι αυτό είναι γραμμένο για την αγαπημένη του Δέσποινα Αραμπατζόγλου, εργάτρια στο καπνεργοστάσιο του Παπαστράτου, που είχε έρθει στον Πειραιά το 1922 προσφυγοπούλα απ’ τη Σμύρνη. Με τη Δέσποινα Αραμπατζόγλου θα παντρευτούν αργότερα και θα φέρουν στον κόσμο τρία παιδιά. Είναι η γυναίκα που θα μοιραστεί μαζί του όλες τις δυσκολίες, τις πίκρες και τις χαρές της κοινής τους ζωής και θα σταθεί δίπλα του μέχρι το τέλος. Ο Μπαγιαντέρας λάτρευε τη Δέσποινα και τη χαρακτήριζε μούσα του. Γι’ αυτήν είχε γράψει πολλά τραγούδια, ένα απ’ αυτά ήταν το πασίγνωστο «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει».

 

Προπολεμικά ο Μπαγιαντέρας πιάνει δουλειά στο θρυλικό μαγαζί  «Δάσος» στο Βοτανικό, ιδιοκτησίας του διαβόητου Βλάχου, στοιχείου του υπόκοσμου που μπαινόβγαινε στις φυλακές για φόνους κι άλλα αδικήματα. Στο μαγαζί γνωρίζεται με τον 16χρονο τότε Μανώλη Χιώτη, με τον οποίο θα συνεργαστεί στενά τα επόμενα χρόνια.

 

Τον Απρίλη του 1941 ο Μπαγιαντέρας θα χάσει την όρασή του πάνω στο πάλκο (είχε προσβληθεί νωρίτερα από γλαύκωμα) και από τότε θα παραμείνει τυφλός ως το τέλος της ζωής του.

Παιδί της εργατικής τάξης ο Μπαγιαντέρας, ήρθε αντιμέτωπος με τις κοινωνικές ανισότητες και την αδικία. Ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για τα κοινά και αυτό τον έκανε να ξεχωρίζει από τους περισσότερους του συναφιού του. Πριν τυφλωθεί συνήθιζε να διαβάζει, να ενημερώνεται για την πολιτική κατάσταση, κάτι που τον βοήθησε και να κατασταλάξει στα πιστεύω του και να γίνει  μέλος του ΚΚΕ. Η μόρφωση που είχε αποχτήσει τον βοηθάει να μοιράζεται τις ανησυχίες του  με τους άλλους εργάτες και στη διαφωτιστική δουλειά μαζί τους.

 

Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, ο Μπαγιαντέρας βρίσκεται στο αλβανικό μέτωπο. Εκεί θα γράψει τα πρώτα του αντάρτικα τραγούδια: «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι συντροφιά έχω τη λόγχη» (οι Κένταυροι ήταν μια επίλεκτη θωρακισμένη ιταλική μεραρχία, που γνώρισε θεαματική ήττα στο Καλπάκι) και «Στης Πίνδου τα βουνά, ψηλά βουνά κι απάτητα».

 

Εντάσσεται από τους πρώτους στην Αντίσταση (οργανώνεται στο ΕΑΜ) και δίνεται μ’ όλες του τις δυνάμεις σ’ αυτό που μπορεί και ξέρει  να κάνει καλά. Με το τραγούδι του θα εμψυχώνει και θα ενθαρρύνει τους αγωνιστές, υπηρετώντας τη λευτεριά για την οποία έλεγε ότι «είναι πολυτιμότερη κι απ’ το φως των ματιών μου».

 

Αρχίζει να γράφει συστηματικά τραγούδια για την Αντίσταση με αναφορές στο ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και τον πρωτοκαπετάνιο του Άρη Βελουχιώτη. Στα αντάρτικα τραγούδια του Μπαγιαντέρα, περιγράφεται το ζοφερό κλίμα της εποχής αλλά και η ελπίδα της απελευθέρωσης. Συναντάμε αναφορές στους αγώνες του 1821 και σ’ άλλες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, που σκοπό έχουν να αναδείξουν τις αγωνιστικές παραδόσεις του λαού μας, να τονίσουν ότι η ιστορία δεν σταματά, να ενθαρρύνουν το λαό στον αγώνα του ενάντια στον χιτλερικό καταχτητή. Μοναδικό φως «το καντήλι που ανάβει ο ΕΛΑΣ» λέει ένας στίχος τραγουδιού του.

«Και μόνο απ’ τα βουνά ένα καντήλι ανάβει κάθε μέρα με το δείλι,
τ’ ανάβει ο ΕΛΑΣ και δε θα σβήσει, της λευτεριάς το δρόμο να φωτίσει…»

 

Ο Μπαγιαντέρας εκτός από αντάρτικα τραγούδια έγραψε επίσης ποιήματα για να απαγγέλλονται (δεν τα μελοποίησε) γιατί όπως πίστευε κι ο ίδιος «η ποίηση έχει μέσα της το δικό της ρυθμό και τη δική της μελωδία».

 

Τα χρόνια της Κατοχής είναι πιο δύσκολα για τον τυφλό Μπαγιαντέρα. Για να επιζήσει γυρίζει στα συσσίτια και τραγουδάει στα καφενεία και στα παλιά πειραιώτικα στέκια του τα ρεμπέτικα τραγούδια του που γνωρίζει και αγαπά ο κόσμος που τον βοηθά, αλλά και τα αντάρτικα κι άλλα επαναστατικά της εποχής. Αποτέλεσμα να συλληφθεί και κακοποιηθεί πολλές φορές από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους. Σποραδικά θα δουλέψει και σε κάποια μικρά μαγαζιά.

 


Η μικρή Έλλη Γκόγκου στο πλευρό του πατέρα της, Μπαγιαντέρα. Υπήρξε τα μάτια και το στήριγμα του…

 

Μετά την Κατοχή εξακολουθεί να περνάει δύσκολες στιγμές, ζώντας ξεχασμένος από τους περισσότερους συναδέλφους του κι από όσους έβγαλαν λεφτά από τα τραγούδια του, μα όχι από τον απλό κόσμο, τον εργατόκοσμο των συνοικιών που τον αγαπούσε και τον αντιμετώπιζε με ζεστασιά. Θα ζήσει πολύ φτωχικά με την οικογένειά του, στην Καλλιθέα και θα γυρίζει από ταβέρνα σε ταβέρνα με το μπουζούκι στα χέρια, έχοντας δίπλα του την μικρή Έλλη, την κόρη του, που από παιδί γίνεται τα μάτια και το στήριγμά του.


«Η ζωή μας είναι πολύτιμη. Εγώ λέω της γυναίκας μου: άμα θα πάψω να νιώθω τη ζωή θα πάω να γεμίσω το κρεβάτι μου λουλούδια, θα τα σκορπίσω, θα γράψω ένα τραγούδι και τότε θα σχολάσω…» έλεγε.

«Χθές είδα ένα όνειρο πως ήμουνα στον Άδη
κι άναψαν φώτα λαμπερά κι έσβησε το σκοτάδι…»

 

Τη Δευτέρα, 18 του Νοέμβρη 1985, ο μεγάλος Μπαγιαντέρας «σχόλασε» και κατέβηκε για πάντα από το ρεμπέτικο πάλκο, μα όχι κι απ’ το «πάλκο» της μνήμης και της καρδιάς μας. Η φυσική του απουσία δεν μπόρεσε να τον σβήσει από τη μνήμη και τις καρδιές όσων τον «συνάντησαν» στα τραγούδια του – σταυροδρόμια όπου αντάμωναν η ευαισθησία, το ταλέντο, η καλοσύνη, τα ιδανικά και συνολικά η αγωνιστική στάση ζωής του Δημήτρη Γκόγκου – Μπαγιαντέρα.

 

Πηγή: katiousa.gr


Γενίτσαρης: Τι έκανε όταν ένας αστυφύλακας τού έσπασε το μπουζούκι

 

Του Κώστα Μπελιά

 


 

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης υπήρξε τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός του ρεμπέτικου. Από την Αγία Σοφία του Πειραιά, άρχισε να παίζει επαγγελματικά μπουζούκι και να τραγουδάει από το 1935 σε ηλικία 18 ετών.

 

Έγραψε, συνέθεσε και ερμήνευσε τραγούδια όπως: «Εγώ μάγκας φαινόμουνα», «Σαλταδόρος», «Με ‘πιάσαν επί Μεταξά», «Στα όρη βγαίνει η κάπαρη», «Μαυραγορίτες», «Θα ‘ρθω νύχτα τοίχο-τοίχο» και άλλα. Επίσης έχει συνθέσει και ερμηνεύσει το τραγούδι «Ένας λεβέντης έσβησε», που το έχει γράψει ο Νίκος Μάθεσης για τον θάνατο του Άρη Βελουχιώτη.

 

Η ζωή του έμοιαζε βγαλμένη από... κινηματογραφική ταινία. Μαχαιρώματα, καβγάδες, πιστόλια, ακόμα και επιθέσεις σε αστυνομικούς.

 

Στο βιβλίο του Κώστα Χατζηδουλή «Ρεμπέτικη Ιστορία» (εκδ. Νεφέλη), ο Μιχάλης Γενίτσαρης περιέγραφε τι έκανε όταν ένας αστυφύλακας του έσπασε το μπουζούκι.

 

«Μας σταματάει ξαφνικά στον δρόμο ένας αστυφύλακας και μας ρωτάει: "Για πού πάτε παιδιά; Αυτό που κρατάς εσύ τι είναι;", λέει σ' εμένα. Του λέω, "μπουζούκι". Χωρίς όμως να το προσέξω, έχει πλησιάσει κοντά και δίνει μια κλωτσιά, όπως το βαστάω και μου το σπάει. "Γιατί", του λέω, "κύριε policeman το έσπασες;". "Δεν ξέρεις", μου λέει, "ότι το όργανο αυτό είναι χασικλίδικο; Πήγαινε φύγε", λέει, "για να μην σας πάω όλους μέσα". Το αποτέλεσμα το λέω τώρα, τον έσπασα στο ξύλο μέχρι του θανατά, τον έστειλα για καιρό στο νοσοκομείο, εγώ δικάστηκα, την πλήρωσα άσχημα και άστα».

 

Αυτή ήταν η αντίδραση του Μιχάλη Γενίτσαρη. Αντίδραση που δικαιολογούσε την ατάκα που έλεγε γι’ αυτόν ένας άλλος ρεμπέτης, ο Νίκος Μάθεσης ή «Τρελάκιας»: «Γενίτσαρης ήτανε αυτός. Όχι παίζουμε…».

 

Πηγή: fosonline.gr



Μαρίκα Νίνου, μια σπουδαία τραγουδίστρια

 


Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε για τη Μαρίκα Νίνου, αφιερώνοντάς της τον δίσκο του Πέριξ (1974): «Όλη η εργασία αυτή αφιερώνεται στη μνήμη της ανεπανάληπτης Μαρίκας Νίνου, που δίχως να το ξέρει, με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα θεών της ταπεινωσύνης και της βυζαντινής παρακμής».

 

Ο Πάνος Γεραμάνης, σ' ένα αφιέρωμα που έκανε στη Νίνου το 2003, είπε μεταξύ άλλων τα εξής: «Η παρουσία της Μαρίκας Νίνου σηματοδότησε νέα εποχή στην ερμηνεία του λαϊκού τραγουδιού και παράλληλα εδραίωσε μια καινούργια αντίληψη στη σκηνή των λαϊκών κέντρων της εποχής του '50».

 

Η Μαρίκα Νίνου ήταν Αρμενικής καταγωγής και το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Αταμιάν. Γεννήθηκε το 1922 πάνω στο βαπόρι Ευαγγελίστρια που έφερνε τη μητέρα της, τις δύο αδερφές της και τον οκτάχρονο αδερφό της Μπαρκέβ Αταμιάν, από τη Σμύρνη στον Πειραιά. Βγήκε από την κοιλιά της μαμάς της μελανιασμένη και, επειδή νόμιζαν ότι δεν θα ζούσε, την απομάκρυναν σε κάποια αποθήκη. Όμως συνήλθε, επέζησε και αμέσως τη βάφτισε ο καπετάνιος της Ευαγγελίστριας και γι' αυτό την είπαν Ευαγγελία.

 

Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στην Κοκκινιά, στην οδό Μεγάρων 50. Στα 7 της η Ευαγγελία Αταμιάν γράφτηκε στο Αρμένικο σχολείο του Αρμενικού Κυανού Σταυρού «Ζαβαριάν». Μάλιστα, ο δάσκαλός της την προέτρεψε να μάθει μαντολίνο, το οποίο έκανε και τελικά συμμετείχε στην ορχήστρα του σχολείου. Τα φωνητικά της προσόντα φαίνεται ότι τα έδειξε πολύ μικρή, αφού από μαθήτρια του δημοτικού ακόμη την καλούσαν στην Aρμένικη εκκλησία Άγιος Ιάκωβος στην Κοκκινιά για να ψάλει στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας.

 

Το 1939 παντρεύτηκε τον συμπατριώτη της Χάικ Μεσροπιάν, ο οποίος ήταν κλειδαράς κι είχε ένα μαγαζάκι στην Κοκκινιά. Το 1940 γεννήθηκε ο γιος τους, ο Οβανές, αλλά το ζευγάρι χώρισε και το 1946 ο Μεσροπιάν έφυγε για την Αρμενία.

Ήδη όμως το 1944, και μετά το χωρισμό της, η Νίνου είχε γνωρίσει τον ακροβάτη και θιασάρχη Νίκο (Νίνο) Νικολαΐδη. Στην αρχή η Μαρίκα δούλευε στο ταμείο, αλλά στη συνέχεια έγιναν με τον Νίνο καλλιτεχνικό ζευγάρι ακροβατικών με το όνομα Ντούο Νίνο και έκαναν περιοδείες. Αργότερα παντρεύτηκαν και έγινε Ευαγγελία Νικολαΐδου. Το όνομα Μαρίκα τής το κόλλησε η μάνα του Νίνο, μία θεατρίνα, γιατί παρέπεμπε στη Μαρίκα Κοτοπούλη. Το επίθετο Νίνου ήρθε από τον Νίνο τον ακροβάτη και, έτσι, η Ευαγγελία Αταμιάν έγινε Μαρίκα Νίνου. Το 1947 μπήκε στο σχήμα κι ο γιος της, ο Οβανές, οπότε μετονομάστηκε σε Δυόμισι Νίνο.

 

Στις παραστάσεις τους, η Μαρίκα έλεγε και κανένα λαϊκό τραγούδι.

Κάποια φορά ήταν καλεσμένοι στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας για να κάνουν ακροβατικά. Εκεί κάποια στιγμή ο ναύαρχος, στον οποίο άρεσαν πολύ τα τουρκικά τραγούδια, ζήτησε ν' ακούσει ένα τέτοιο από τη Νίνου. Η Νίνου τραγούδησε διστακτικά ένα τουρκικό τραγούδι που ήξερε από τη μάνα της, ο ναύαρχος ικανοποιήθηκε ιδιαίτερα, αλλά αυτός που ενθουσιάστηκε από τη φωνή της ήταν ο παρευρισκόμενος στην αίθουσα, Πέτρος Κυριακός. Αυτός τη γνώρισε στον Μανώλη Χιώτη, ο οποίος την πρωτολανσάρισε δισκογραφικά τον Ιούνιο του 1948 με τα τραγούδια του Ώρες Σε Κρυφοκοιτάζω και Θα Στο Πω Το Μυστικό Μου.

 

Τον Οκτώβριο του 1948, ο Στελλάκης Περπινιάδης την πήρε κοντά του ως τραγουδίστρια στο κέντρο Φλόριδα του Γ. Μελίτια στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ο Περπινιάδης την είχε συναντήσει στο στούντιο ηχογράφησης όταν δισκογραφούσε τα τραγούδια του Χιώτη. Το Νοέμβριο του 1948 η Μαρίκα Νίνου έκανε δίσκο με τον Γιάννη Παπαϊωάννου και συγκεκριμένα το τραγούδι Το 'φαγες Το Παιδί. Το 1949 η Νίνου πρωτοείπε σε δίσκους τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς δισκογράφησε το Για Τα Μάτια Π' Αγαπώ του Βασίλη Τσιτσάνη.

 

Η Νίνου διέκοψε από τη Φλόριδα γιατί θεωρούσε λίγες τις 25 δραχμές που έπαιρνε για μεροκάματο και, όταν τους ζήτησε αύξηση, δεν της έδωσαν. Ήταν τυχερή όμως, γιατί τότε ακριβώς αποχώρησε από το σχήμα του Τσιτσάνη στην ταβέρνα του Τζίμη του Χοντρού στην οδό Αχαρνών 77 η Σωτηρία Μπέλλου και η Νίνου πήρε τη θέση της με 90 δραχμές. Με τη Νίνου στου Τζίμη του Χοντρού, ο Τσιτσάνης έχει πει ότι η ουρά από κόσμο μπροστά στο μαγαζί έφτανε έως τον Άγιο Παντελεήμονα. Αν και η συνεργασία της Νίνου με τον Τσιτσάνη ήταν βραχεία (αφού αυτή γινόταν πάντα με διακοπές, λόγω τσακωμών ένεκα χαρακτήρων), έχει περάσει στην ιστορία σαν μαγική και θρυλική. Από τις εμφανίσεις της στην ταβέρνα του Τζίμη του Χοντρού κυκλοφόρησε το 1977 σε δίσκο μία ηχογράφηση, η οποία έγινε εκεί με μαγνητόφωνο το 1955, από κάποιον ερασιτέχνη. Στο σημείωμα του εξωφύλλου του δίσκου αυτού υπάρχει πλήθος ανακριβειών για τη ζωή της ενώ αποκρύπτεται και η Αρμενική καταγωγή της.

 

Ο Βασίλης Τσιτσάνης έχει πει μεταξύ άλλων για τη Νίνου: «Είχε μια ξεχωριστή ερμηνευτική ικανότητα, είχε το κάτι άλλο. Όταν τραγουδούσε κυριολεκτικά καθήλωνε τον κόσμο. Τραγουδούσε και δίδασκε κιόλας μαζί με το τραγούδι, όπως ο δάσκαλος που διδάσκει τους μαθητές. Αυτό ήταν έμφυτο. Ήταν γεννημένο για το πάλκο».

 

Τον Οκτώβριο του 1951 έκανε κάποιες εμφανίσεις στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τον Τσιτσάνη και την Ευαγγελία Μαργαρώνη στο κέντρο Καζαμπλάνκα, στο οποίο και αποθεώθηκαν. Η αμοιβή τους ήταν τρεις χρυσές λίρες ο Τσιτσάνης, δύο λίρες η Νίνου και μία η Μαργαρώνη. Με ό,τι μάζεψε στην Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε να χτίσει στο Αιγάλεω το σπίτι της.

 

Η Μαρίκα Νίνου τραγούδησε με επιτυχία και κάποια από τα ονομαζόμενα αρχοντορεμπέτικα, τα οποία μεταμόρφωσε με τη φωνή της και τα έκανε ν' ακούγονται ρεμπέτικα κι έτσι τα πέρασε και σε άλλα κοινωνικά στρώματα. Το 1954 ανακάλυψε ότι έπασχε από καρκίνο της μήτρας. Τότε αποφάσισε να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος λόγος ήταν να τραγουδήσει και να μπορέσει έτσι να συντηρήσει την τετραμελή οικογένεια του αδερφού της, του Μπαρκέβ, ο οποίος έπασχε κι αυτός από καρκίνο, καθώς και τον γιο της, τον Οβανές, μιας και τα κέρδη στις Η.Π.Α. από το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλα. Ο δεύτερος λόγος ήταν να δοκιμάσει τις καλύτερες μεθόδους θεραπείας που είχε ακούσει ότι υπήρχαν εκεί. Στις Η.Π.Α. ξαναπήγε το 1956. Τότε τη Μαρίκα Νίνου βοήθησαν για έξοδα νοσοκομείου, γιατρούς, εισιτήρια, ακόμα και για ρούχα, η Ρένα Ντάλια και ο Κώστας Καπλάνης.

 

Πριν μεταβεί στην Αμερική είχε υποβληθεί στην Αθήνα σε εγχείρηση για καρκίνο, αλλά στην Αμερική υπήρξε ραγδαία μετάσταση. Επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου εργάστηκε για λίγο με φοβερούς πόνους και τελικά πέθανε την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 1957, σε ηλικία 35 ετών. Τη θάψανε στο Σχιστό της Νεάπολης πλάι στον αδερφό της, Μπαρκέβ Αταμιάν, που είχε πεθάνει το 1955. Δεν υπάρχουν ούτε οι τάφοι τους ούτε τα οστά τους. Υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες της, τρεις εμφανίσεις της σε κινηματογραφικές ασπρόμαυρες ταινίες, ερμηνεύοντας τραγούδια και λίγα ρούχα της που φύλαξε η ανιψιά της (κόρη του αδερφού της) Γκιούλα Αταμιάν-Ανσεριάν.

 

Η ζωή της Μαρίκας Νίνου ενέπνευσε το σενάριο για την ταινία του Κώστα Φέρρη, Ρεμπέτικο του 1983.

Πηγή: zougla.gr



«Πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη» - πώς βγήκε η φράση;

 

Η πασίγνωστη φράση «πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη» χρησιμοποιείται όταν κάτι μας τρομάζει πολύ και συνήθως δρα ως κατευναστικό, ως η πρώτη φράση ανακούφισης από την τρομάρα.

 

Πώς ακριβώς βγήκε αυτή η φράση; Υπάρχουν δυο εκδοχές. Και οι δυο είναι καλά τεκμηριωμένες.

 

Η πρώτη φτάνει μέχρι τα χρόνια της αρχαίας Αθήνας, που όταν δεχόταν επίθεση από τους Πέρσες κυρίως, οι γυναίκες και τα παιδιά έφευγαν από την πόλη και πήγαιναν στην σημερινή Σαλαμίνα, που τότε ονομαζόταν Κόλουρις. Με τα χρόνια η Κόλουρις έγινε Κούλουρη. Οι «ψυχές» λοιπόν, δηλαδή τα αγαπημένα πρόσωπα των στρατιωτών που έμεναν στην πόλη, πήγαιναν σύσσωμες στην Κούλουρη. Αυτή είναι η μια προέλευση της φράσης.

 

Η δεύτερη προέλευση είναι από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν η Αίγινα δέχθηκε επίθεση από Αλγερινούς πειρατές το 1563. Οι κάτοικοι του νησιού κατέφυγαν στην Κούλουρη. Στο νησί όμως ξέμειναν δυο άντρες, ο Νικόλαος  Βάιλας και ο Μηνάς Ανδριώτης. Και οι δυο κρύφτηκαν καλά για να μην τους βρουν οι πειρατές. Όταν οι Αλγερινοί ήταν έτοιμοι να φύγουν, ο Βάιλας ανακαλύφθηκε και άρχισε το κυνηγητό. Κατάφερε τελικά να ξεφύγει. Όταν ο φίλος του αργότερα τον ρώτησε αν φοβήθηκε, εκείνος είπε: «Αν φοβήθηκα λέει; Η ψυχή μου είχε πάει στην Κούλουρη».

 

Πηγή: gargalianoionline.gr



Η Ψωροκώσταινα (Πανωραία Χατζηκώστα) από το Αϊβαλί

 


Το όνομα «Ψωροκώσταινα» το χρησιμοποιούμε σήμερα, όταν θέλουμε να περιγράψουμε την ανέχεια και τη φτώχεια και ειδικότερα όταν θέλουμε να καταδείξουμε κάποιον ή κάτι ως τον «φτωχό συγγενή» ενός συνόλου, ή με άλλα λόγια τον «τελευταίο τροχό της αμάξης». Στις μέρες μας, συνήθως χρησιμοποιούμε απαξιωτικά αυτή τη λέξη όταν πρόκειται να στηλιτευθεί μια κακομοιριά, υποχωρητικότητα, ανοργανωσιά, αδυναμία και φτώχια που κάποιοι θεωρούν ότι χαρακτηρίζει την Ελλάδα της νεότερης ιστορίας.

 

Όμως, η Ψαροκώσταινα ή Ψωροκώσταινα, ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο της νεοελληνικής ιστορίας και μάλιστα μια ηρωική και αξιέπαινη γυναίκα στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδος.

 

Όταν το 1821 καταστράφηκε η πόλη των Κυδωνιών (Αϊβαλί), της Μικράς Ασίας, μετά από την αποτυχημένη επαναστατική κίνηση που επιχειρήθηκε, ο πληθυσμός της σφάχτηκε και το σύνολό του εγκατέλειψε την όμορφη πόλη με ντόπια ή ψαριανά καράβια. Στην χαλασιά αυτή κατάφερε να σωθεί η Πανωραία Χατζηκώστα, μια όμορφη αρχόντισσα με μεγάλη περιουσία. Κατά αγαθή συγκυρία ένας ναύτης τη βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασαν σ’ ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά.

 

Τόσο τον άντρα της, τον Κώστα Αϊβαλιώτη, που ήταν πάμπλουτος έμπορος, όσο και τα παιδιά της, τους έσφαξαν μπρος τα μάτια της οι Τούρκοι. Στα Ψαρά λοιπόν, όπου βρέθηκε (γι’ αυτό ονομάστηκε Ψαροκώσταινα) πάμφτωχη και ολομόναχη, οι συντοπίτες της και κυρίως ο Βενιαμίν ο Λέσβιος (δάσκαλος της Ακαδημίας των Κυδωνιών) τη βοήθησαν και την προστάτεψαν.

 

Η Πανωραία σύντομα άφησε τα Ψαρά και φθάνει στην τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο. Εκεί την ακολούθησε κι εγκαταστάθηκε και ο Βενιαμίν ο Λέσβιος. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, αφού ζούσε από τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε στον δάσκαλο και φιλόσοφο Βενιαμίν Λέσβιο,* ο οποίος παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει. Τον Αύγουστο του 1824 όμως, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος πέθανε από τύφο. Από τότε για την Πανώρια άρχισε ένας δυσβάστακτος αγώνας επιβίωσης. Μόνη και άγνωστη, βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας την αχθοφόρο, πότε την πλύστρα και πότε χάρη στην ελεημοσύνη όσων την συμπονούσαν.

 

Την περίοδο εκείνη η Επανάσταση δοκιμαζόταν από την επέλαση του Ιμπραήμ, ο οποίος εκτός από τις άλλες καταστροφές άφηνε στο πέρασμά του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνονταν στο Ναύπλιο. Παρά τα προβλήματά της, η Πανωραία ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και την φώναζαν Ψωροκώσταινα.

 

Το 1826 έγινε έρανος** στο Ναύπλιο για να βοηθήσουν το μαχόμενο Μεσολόγγι. Έτσι μια Κυριακή, στήθηκε στη κεντρική πλατεία ένα τραπέζι και οι υπεύθυνοι του εράνου ζητούσαν από τους καταστραμμένους, πεινασμένους και χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τους μαχητές και τους αποκλεισμένους του Μεσολογγίου. Αλλά λόγω της φτώχιας και της εξαθλίωσης κανείς δεν πλησίαζε το τραπέζι. Όλων τα σπίτια δύσκολα τα έφερναν πέρα. Τότε η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, η Πανωραία, έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της και ένα γρόσι που είχε στην τσέπη της και τα ακούμπησε στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής, λέγοντας «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι». Ύστερα απ’ αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Άρχισαν να αποθέτουν στο τραπέζι του εράνου λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η εξέλιξη της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή απαθανατίστηκε «επίσημα» πλέον, με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα».

 

Η πλύστρα Πανωραία όμως, δεν έδινε μόνο μαθήματα πατριωτισμού, αλλά και ανθρωπιάς, καθώς το ελάχιστο εισόδημά της το μοιραζόταν με ορφανά παιδιά αγωνιστών. Όταν μάλιστα ο Καποδίστριας ίδρυσε ορφανοτροφείο, προσφέρθηκε – γριά πια και με σαλεμένο τον νου από τον πόνο και τις στερήσεις – να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά αμοιβή.

 

Και εκεί που άρχισε να χαίρεται για τα «παιδιά της» που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μόλις μήνες μετά τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανωραία πέθανε. Οι επίσημοι δεν την τίμησαν. Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, τα οποία μέσα σε λυγμούς την συνόδευσαν ως την τελευταία της κατοικία.

 

Για το πώς η Ψωροκώσταινα έγινε «σύμβολο» υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, η οποία μάλλον οφείλεται στην αγάπη που έτρεφε ο απλός κόσμος για την Πανωραία. Σύμφωνα με αυτήν, η Ψωροκώσταινα, όπως την έλεγαν λόγω της φτώχειας της, ήταν σύζυγος αγωνιστή. Δεν είχε καμία βοήθεια από πουθενά και ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Κάποια στιγμή την είδε ο Καποδίστριας και της έδωσε κάτι. Τότε εκείνη, κατανοώντας το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, έδωσε στον κυβερνήτη όσα χρήματα είχε συγκεντρώσει. Ο Καποδίστριας συγκινήθηκε από τη χειρονομία και έδωσε εντολή να συνταξιοδοτηθεί.

 

Γιατί όμως έγινε πανελλήνια γνωστό το παρατσούκλι της Πανωραίας; Στην εποχή του Καποδίστρια σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος παρομοίασε το Ελληνικό Δημόσιο με την Ψωροκώσταινα. Ο συσχετισμός «άρεσε» και κάθε φορά που αναφερόντουσαν στο θέμα του Δημοσίου το ονόμαζαν «Ψωροκώσταινα». Λίγο αργότερα όταν ανέλαβαν την εξουσία οι Βαυαροί και διέλυσαν τα άτακτα στρατιωτικά τμήματα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, η φράση «τι να περιμένει κανείς από την Ψωροκώσταινα;» πέρασε στην ιστορία. Οι αγωνιστές αποκαλούσαν την αντιβασιλεία ειρωνικά «Ψωροκώσταινα» και οι Βαυαροί από την πλευρά τους όταν ήθελαν να απαντήσουν σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν έλεγαν περιφρονητικά: «Όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν». Το παρατσούκλι το οποίο απέδιδε την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας, από τότε και έως τις ημέρες μας αναφέρεται συχνά.

 

Μάλιστα το 1942, κατά τη συνεδρίαση της πρώτης Βουλής κάποιος βουλευτής χαρακτήρισε και πάλι την Ελλάδα Ψωροκώσταινα. Όλοι είχαν αποδεχθεί πλέον τον χαρακτηρισμό. Έναν περιφρονητικό χαρακτηρισμό ο οποίος έγινε αποδεκτός και στη σημερινή πολιτική ορολογία. Χαρακτηρισμός, που για όσους γνωρίζουν την ιστορία, δεν είναι απαξιωτικός, διότι η Πανωραία Χατζηκώστα η επονομασθείσα Ψαροκώσταινα και Ψωροκώσταινα υπήρξε μια αξιομίμητη πατριώτισσα με λεβεντιά και φιλότιμο.

 

Υποσημειώσεις

* Βενιαμίν Λέσβιος. Λόγιος και μοναχός με σαφή την επιρροή του πνεύματος του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, κατηγορήθηκε από εκκλησιαστικούς κύκλους για τη διδασκαλία της νέας φυσικής κοσμολογίας. Ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας συμμετείχε στην οργάνωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και στα πολιτικά δρώμενα της επαναστατημένης χώρας.

 

** Η έκκληση του Γ. Γεννάδιου στον πλάτανο της πλατείας του Ναυπλίου μετά την πτώση του Μεσολογγίου: “Η πατρίς καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οι ανδρείοι αυτοί (οι ήρωες – πρόσφυγες του Μεσολογγίου), οίτινες έφαγον πυρίτιν και ανέπνευσαν φλόγας, και ήδη αργοί και λιμώττοντες μας περιστοιχίζουσιν σπεύσωσιν όπου νέος κίνδυνος τους καλεί. Προς τούτο απαιτούνται πόροι και πόροι ελλείπουσιν. Αλλ΄αν θέλωμεν να έχωμεν πατρίδα, αν ήμεθα άξιοι να ζώμεν άνδρες ελεύθεροι, πόρους ευρίσκομεν. Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται. Ιδού η πενιχρή εισφορά μου. Ας με μιμηθεί όστις θέλει!” “Αλλ’ όχι! Η συνεισφορά αύτη είναι ουτιδανή! Οβολόν άλλον δεν έχω να δώσω, αλλ΄ έχω εμαυτόν και ιδού τον πωλώ! Τις θέλει διδάσκαλον επί τέσσερα έτη δια τα παιδία του; Ας καταβάλη το τίμημα!”

 

Πηγές

* Τάκης Νατσούλης, «Λεξικό Λαϊκής Σοφίας», Εκδ. Σμυρνιωτάκη, σελ. 581.

* Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα», τεύχος 13.

«Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών», Υπό Αναστασίου Ν. Γούδα, . Τόμος Β’: Παιδεία. Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Μ. Π. Περίδου, 1870

 

Πηγή: argolikivivliothiki.gr

          mikrasiatis.gr




Ποιοί ήταν οι Γκάγκαροι Αθηναίοι;

 

 


                                      ( η Αθήνα το 1835 του Stademann, Ferdinand... )

 

Αν κάποιος θέλει να περιγράψει την Αθήνα ριν ξεκινήσει το ελληνικό κράτος, δηλαδή πριν από το 1834, θα πρέπει να απαλλαγεί τελείως από τις σημερινές εικόνες και απλά να σκεφτεί πως είναι ένα μεγάλο χωριό.

 

Η Αθήνα είχε γύρω στους 2.000 κατοίκους και περίπου 400 σπίτια. Όλα ήταν κάτω από την Ακρόπολη, στην περιοχή που καλύπτουν σήμερα η Πλάκα και το Μοναστηράκι. Η υπόλοιπη περιοχή ήταν ακαλλιέργητα χωράφια και κακοτράχαλα υψώματα!

 

Δρόμοι δεν υπήρχαν. Οι κάτοικοι περπατούσαν μέσα από μονοπάτια και έπρεπε να βάζουν πέτρες για να βρουν τρόπο να γυρίσουν στα σπίτια τους, ακόμα και την ημέρα. Οι αθηναιογράφοι πιστεύουν ότι και γι΄ αυτόν το λόγο, οι γυναίκες δεν μπορούσαν να περπατήσουν και κάθονταν σπίτι.

 

Τα σπίτια ήταν χαμηλά χωρίς κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ταυτότητα και οι πόρτες ήταν μικρές. Οι πιο εύποροι πίσω από τις πόρτες έβαζαν ένα χοντρό ξύλο για επιπλέον ασφάλεια. Όχι από κλέφτες αλλά από μεθυσμένους Τούρκους που μπορεί να ασκούσαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα σε βάρος των ραγιάδων.

Γενικά πάντως η συμβίωση ήταν σε καλό επίπεδο και οι Τούρκοι αργότερα εγκατέλειψαν την πόλη με πίκρα και συγκίνηση. Το ξύλο, με το οποίο ασφάλιζαν την πόρτα λεγόταν «Γκάγκαρος».

 

Επειδή αρχικά το ξύλο το έβαζαν οι πιο πλούσιοι, η φράση Γκάγκαρος, έγινε συνώνυμο της αρχοντικής τάξης. Σταδιακά ο χαρακτηρισμός «γκάγκαρος» χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει τον γηγενή, τον γεννημένο στην Αθήνα από παλιά αθηναϊκή οικογένεια.

 

Έτσι λοιπόν Γκάγκαρος ήταν ο γηγενής Αθηναίος και όλοι άλλοι που ερχόντουσαν από την επαρχία ήταν οι «μπουτσόβλάχοι»....

 

Πηγή: mixanitouxronou.gr





 

«Μάρτης» ή «Μαρτιά»: Τι συμβολίζει το βραχιολάκι του Μαρτίου

 


Κάθε 1η Μαρτίου, πολλοί από εμάς, βάζουν στο χέρι τον «Μάρτη», το βραχιολάκι με τη λευκή και κόκκινη κλωστή και το κρατάμε για ολόκληρο τον μήνα.


Ο Μάρτης ή Μαρτιά είναι ένα παμπάλαιο έθιμο, με βαλκανική διασπορά. Πιστεύεται ότι έχει τις ρίζες του στην Αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου οι μύστες έδεναν μια κλωστή, την Κρόκη, στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι.

 

Σύμφωνα με το έθιμο, την 1η του Μάρτη, οι μητέρες φορούν στον καρπό του χεριού των παιδιών τους ένα βραχιολάκι, φτιαγμένο από στριμμένη άσπρη και κόκκινη κλωστή, τον Μάρτη ή Μαρτιά, για να τα προστατεύει από τον πρώτο ήλιο της Άνοιξης, που είναι ιδιαίτερα βλαβερός, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες.

Ο Μάρτης προφυλάσσει επίσης, όπως πιστεύεται, από τα κουνούπια και τους ψύλλους και ακόμα απομακρύνει τις αρρώστιες και άλλα κακά.

Όπως αναφέρει το sansimera.gr, τον φτιάχνουν την τελευταία μέρα του Φλεβάρη και τον φορούν την πρώτη μέρα του Μάρτη, πριν βγουν από το σπίτι. Σε μερικές περιοχές ο Μάρτης φοριέται στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού σαν δαχτυλίδι για να μην σκοντάφτει ο κάτοχός του.

Το βραχιολάκι αυτό το βγάζουν στο τέλος του μήνα, ή το αφήνουν πάνω στις τριανταφυλλιές όταν δουν το πρώτο χελιδόνι, για να τον πάρουν τα πουλιά και να χτίσουν τη φωλιά τους ή το καίνε με το αναστάσιμο φως του Πάσχα. Η Χριστιανική Εκκλησία δια του Ιωάννου του Χρυσοστόμου θεωρεί το έθιμο ειδωλολατρικό ήδη από το 5ο αιώνα.

 

Πηγή: protothema.gr




Ποντιακές παροιμίες (Ποντιακά παροιμίας)

 

Όπως σε όλη την Ελλάδα, έτσι και στον Πόντο ο λαός χρησιμοποιεί τις παροιμίες για να εκφράσει με αλληγορικό τρόπο μια γνώμη για τον άνθρωπο, την κοινωνική κατάσταση και γενικότερα τη ζωή στον τόπο του. Οι παρακάτω παροιμίες αποτελούν μόνο ένα ελάχιστο δείγμα των Ποντιακών παροιμιών.

 

                                                                                                        

Αδάμ’ς αιΐδα ‘κ’ είχεν και πυτίδα εσέρευεν.

Ο Αδάμ γίδια δεν είχε και πυτιές μάζευε.

Λέγεται: Γι αυτόν που προσπαθεί ν’ αποκτήσει πράγμα που δεν το χρειάζεται.

Πυτιά=στομάχι  αρνιού που ως τη σφαγή τρέφεται με γάλα,  και αφού ξηρανθεί, χρησιμεύει στην παρασκευή τυριού ως μαγιά.

                                                                                                        

Αλεπόν τρώει κι η ζεπίρα πρέσκεται.

Η αλεπού τρώει και το κουνάβι πρήζεται.

Η αρκούδα, η αλεπού και το κουνάβι κάνανε συνεταιριλίκι για την ανεύρεση τροφής. Η αλεπού έτρωγε κρυφά και με την πονηριά της έπειθε την αρκούδα ότι   τα έτρωγε το κουνάβι. Έτσι το κουνάβι πρηζόταν από το ξύλο που έτρωγε από την Αρκούδα.

Λέγεται: Για όποιον υπόκειται τις συνέπειες των πράξεων άλλων.

                                                                                                   

Άλλα ζα σπάουνταν και άλλα μαρουκούνταν

Άλλα ζώα σφάζονται και άλλα μηρυκάζουν

Λέγεται: Γι αυτούς που ευθυμούν ενώ άλλοι δυστυχούν

                                                                                                  

Άλλ’ τερούν και σπάν’νε κι άλλ’ τρώγ’νε και σπάν’νε

Άλλοι κοιτούν και σκάνε και άλλοι τρώνε και σκάνε.

Άλλοι υποφέρουν από την στέρηση και άλλοι από την κατάχρηση της αφθονίας.

                                                                                                  

Αν έχ’ μουσκάρ’ θα γεννά

Αν έχει μοσχάρι (αν είναι έγκυος) θα γεννήσει.

Λέγεται για γεγονός του οποίου η επαλήθευση θα γίνει σύντομα και χωρίς αναβολή. Δηλαδή ότι είναι να γίνει, θα γίνει.

                                                                                                         

Βζημένον φουρνίν, ψωμία ’κι ψεν’.

Σβηστός φούρνος ψωμιά δεν ψήνει.

Για πράγματα ή όντα των οποίων η ενέργεια έχει εξαντληθεί.

                                                                                                       

Δύο καρπούζα ’ς σ’ έναν γολτούκ’ ’κι κρατίουνταν

Δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δεν κρατιόνται.

Δεν είναι δυνατόν να γίνουν δυο δουλειές ταυτόχρονα.

                                                                                                         

Εγέννεσεν το βούδ’ κι εποίκεν γαρκόν.

Γέννησε το βόδι και έκανε μοσχάρι.

Λέγεται: Γι αυτούς που ανακοινώνουν σαν σπουδαία και ενδιαφέρουσα, ασήμαντη είδηση.

                                                                                                        

Εγώ λέγ’ ατον καλόερος είμαι, κι ατός ερωτά με πόσα παιδία έ’εις;

Εγώ του λέω είμαι καλόγερος, και αυτός με ρωτάει πόσα παιδιά έχεις;

Λέγεται: Γι αυτόν που επιμένει να ρωτά το ίδιο πράγμα αν και στην πρώτη ερώτηση πήρε αρνητική απάντηση.

                                                                                                         

Έμαθεν η γραία αβράκωτος και βρακωμέντζα εντρέπεται.

Έμαθε η γριά ξεβράκωτη και βρακωμένη ντρέπεται.

Λέγεται: Γι αυτόν που δεν ξεχνά τις κακές του συνήθειες έστω και ανήθικες.

                                                                                                        

Εμ’ τ’ ωβού τ’ απέσ’, εμ τ’ ελαίας τ’ έξ’

Και του αβγού το μέσα και της ελιάς το έξω.

Λέγεται: Για πλεονέκτη που θέλει τα πάντα για τον εαυτό του.

                                                                                                       

Επείνασεν ο κούκουδας κι ερούξεν ’ς σα τσιχρίτας.

Πείνασε η κουκουβάγια κι έπεσε στις ακρίδες.

Λέγεται: Γι αυτόν που στην ανάγκη δέχεται φτηνά πράγματα.

                                                                                                      

Έρθεν ο χάρον  ’ς σην πόρταν κι όλ’ την νύφεν ετέρεσαν.

Ήρθε ο χάρος στην πόρτα και όλοι τη νύφη κοίταξαν.

Σε μια οικογένεια νύφη θεωρείται πάντα ξένη και δεν απολαμβάνει τη στοργή που απολαμβάνουν τα υπόλοιπα μέλη

                                                                                                     

Εύκαιρον σακίν  ’ς σα ποδάρα ’κι στέκει.

Άδειο τσουβάλι στα πόδια δεν στέκεται.

Ο νηστικός δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του.

                                                                                                     

Έχω σκύλον και σύρ’ με τον λύκον.

Έχω σκύλο και πηγαίνει με τον λύκο.

Λέγεται: Για φίλο ή συγγενή που υποστηρίζει τον εχθρό.

                                                                                                     

Η κάτα ’ς σο κρέας ’κ’ έφτανεν κι έλεεν, τάγκαλακ’, Παρασκευή έν’.

Η γάτα δεν έφτανε στο κρέας και έλεγε, κουτέ (σήμερα) Παρασκευή είναι. Δηλαδή όχι ότι δεν έφτανε αλλά λόγω Παρασκευής δεν έπρεπε να φάει κρέας.

Λέγεται: Γι αυτόν που δεν παραδέχεται την αποτυχία του να αποκτήσει επιθυμητό πράγμα και εφευρίσκει δικαιολογίες.

                                                                                                     

Η κορώνα όπου κι αν πάει, μαύρα ωβά ευτάει.

Το κοράκι όπου κι αν πάει μαύρα αβγά κάνει.

Ο ανεπρόκοπος όπου κι αν πάει ανεπρόκοπος είναι.

                                                                                                     

Η μαμή σύρ’ τ’ ανάγκας κι ο ποπάς τρώει το φούστρον.

Η μαμή τραβάει τα ζόρια κι ο παπάς τρώει την ομελέτα.

Λέγεται: Όταν άλλος κοπιάζει και άλλος απολαμβάνει.

                                                                                                      

Ήνταν θρύβ’ς  ’ς σο πινάκι σ’, θα έρται  ’ς σο χουλάρι σ’.

Ότι τρίβεις στο πιάτο σου θα έρθει στο κουτάλι σου.

Ότι κάνεις θα το βρεις μπροστά σου.

                                                                                                                    

Ήντζαν γίνεται πρόβατον, τρώει ατον ο λύκον.

Όποιος γίνεται πρόβατο, τον τρώει ο λύκος.

Λέγεται: Για όποιον ταπεινώνεται ή φέρεται ήρεμα και έτσι κινδυνεύει να περιφρονηθεί ή να αδικηθει.

                                                                                                              

Ήντζαν κρατεί το μελοκούτ’, λείχ’ το δάχτυλον ατ’.

Όποιος κρατάει το κουτί με το μέλι, γλείφει το δάχτυλό του

Λέγεται: Γι αυτόν που επωφελείται από ξένα πράγματα ή χρήματα που ο ίδιος διαχειρίζεται.

                                                                                                     

Ήντζαν εβγαίν’ και πορπατεί, για κάτ’ ευρίκ’ και τρώει, για κάτ’ ευρίκ’ και τρώει ατον. 

Όποιος βγαίνει απ’ το σπίτι του και περπατάει, ή κάτι βρίσκει και τρώει, ή κάτι τον βρίσκει και τον τρώει.

Απ’ την αδράνεια δεν υπάρχει όφελος, ενώ απ’ την κίνηση κάποιος ωφελείται, έστω και κατά αντίθεση κωμική ο θάνατος είναι λύτρωση.

                                                                                                      

Η τυχερέσσα η μάνα, το πρωτικάρ’ν ατ’ς κορίτζ’ εφτάει ατο

Η τυχερή η μάνα το πρώτο παιδί της  κορίτσι το κάνει.

Λέγεται: Για τη μάνα που το πρώτο παιδί της είναι κορίτσι και γρήγορα θα έχει βοηθό στις δουλειές του σπιτιού.

                                                                                                    

Κάτας πουλεί και σκυλία αγοράζει.

Γάτες πουλάει και σκυλιά αγοράζει.

Λέγεται: Ειρωνικά για τον άνεργο.

                                                                                                  

Λύκος έρθεν  ’ς σα πρόβατα αϊλλοί που έχ’ το έναν.

Λύκος ήρθε στα πρόβατα αλίμονο σ’ αυτόν που έχει ένα.

Λέγεται: Για κίνδυνο που απειλεί τους πάντες, πλήττει όμως περισσότερο τον φτωχό.

                                                                                                     

Με τη χώρας τα κοκκία ευτάει τον κύρ’ν ατ’ ψαλμόν

Με ξένα σιτάρια (κόλλυβα) κάνει στον πατέρα του μνημόσυνο.

Λέγεται: Γι αυτόν που επιδεικνύεται με ξένα χρήματα (δανεικά).

                                                                                                  

Με το ζόρ’ ο σκύλον  ’ς σα πρόβατα  ’κι πάει, κι αν πάει ‘κ’ οράζ’ ατα.

Με το ζόρι ο σκύλος στα πρόβατα δεν πάει, κι αν πάει δεν τα προσέχει.

Αν δεν αγαπά κανείς αυτό που πρέπει να κάνει, με το ζόρι δεν το κάνει.

                                                                                                 

Να μέλ’, να κερίν.

Ούτε μέλι, ούτε κερί.

Λέγεται: Για πρόσωπο τελείως άχρηστο, κατά μεταφορά κηφήνας.

                                                                                                       

Ντο έβρεξεν ο ουρανόν  η γη να μη  ’κ’ εδέχτεν.

Τι έβρεξε ο ουρανός κι η γη δεν το δέχτηκε.

Λέγεται: Γι αυτόν που υπομένει τις συμφορές της μοίρας.

                                                                                                      

Ντο έν’ τη καμελί ορθόν να έν’ κι η γούλα  ’θε;

Τι είναι της καμήλας ίσιο για να είναι και ο λαιμός της.

Όταν οι πράξεις ενός ανθρώπου είναι στο σύνολο κακές, και κάθε επί μέρους πράξη είναι κακή.

                                                                                                     

Όθεν λαγγεύ τ’ αιγίδ’ λαγγεύ και το κορίτ’.

Όπου πηδά η κατσίκα, πηδά και το κατσικάκι.

Τα παιδιά μιμούνται και μαθαίνουν αντιγράφοντας τους γονείς

                                                                                                      

Ο θεός σκάλας χτίζ’, άλλ’ ανηβαίν’νε κι άλλ’ κατηβαίν’νε.

Ο θεός σκάλες φτιάχνει, άλλοι ανεβαίνουν και άλλοι κατεβαίνουν.

Τίποτα δεν είναι σταθερό, όλα αλλάζουν. Εύκολα μπορεί να γίνει κάποιος από ευτυχισμένος δυστυχισμένος και το αντίθετο.

                                                                                                     

Οι παλαλοί εχόρευαν  ’ς σου παλαλού τον γάμον.

Οι τρελοί χόρευαν στου τρελού τον γάμο.

Λέγεται: Για ανθρώπους του ίδιου χαρακτήρα. 

                                                                                                     

Ο λεϊλέκον το στούδ’ ξαμών κι επεκεί βουκούτ’ ατο.

Ο πελαργός το κόκκαλο πρώτα το μετράει και μετά το καταπίνει.

Πριν από κάθε ενέργεια χρειάζεται πολύ σκέψη.

                                                                                                    

Όνταν έμ’νε νύφε, είχα κακέσσαν πεθεράν κι ατώρα που είμαι πεθερά  έχω κακέσσαν νύφε.

Όταν ήμουν νύφη είχα κακιά πεθερά, και τώρα που είμαι πεθερά έχω κακιά νύφη.

Λέγεται: Για τις σχέσεις νύφης και πεθεράς που ποτέ δεν θα είναι καλές.

                                                                                                   

Όπ’ έχ’ πολλά πιπέρ’,  ’ς ση σουρβά πα βάλ’.

Όποιος έχει πολύ πιπέρι και στη σούπα βάζει.

Λέγεται: Γι αυτόν που σπαταλά σε πράγματα περιττά.

                                                                                                

Όποιον δάχτυλον κόφτ’ς, πονείς.

Όποιο δάχτυλα κόψεις, πονάς.

Ο γονιός πονάει το ίδιο όλα τα παιδιά του.

                                                                                                

Οσπιτανόν ο ποπάς ευλοΐαν  ’κ’ έχ.

Ο παπάς στο δικό του σπίτι δεν έχει ευλογία.

Λέγεται: Για εκείνον του οποίου η εργασία δεν υπολογίζεται σαν σπουδαία από τους δικούς του, ενώ η ίδια δουλειά αν γίνει από ξένο θεωρείται σπουδαία.

                                                                                              

Παρακεσάκα που κουίζ’ ο πετεινόν, κόφ’νε τη γούλαν ατ’.

Ο πετεινός που φωνάζει παράκαιρα, του κόβουν το λαιμό.

Λέγεται: Γι αυτόν που ενεργεί σε χρόνο ακατάλληλο γι αυτό και παθαίνει ζημιά.

                                                                                                 

Πη αγληγορεί να πλουσεύεται, συγκερά με την φτωχίαν.

Όποιος βιάζεται να πλουτίσει, συναντάται με τη φτώχια.

Λέγεται: Γι αυτόν που πάει για κέρδη και συναντά αποτυχία.

                                                                                                   

Πέντε βούδα τρία ζευγάρα

Πέντε βόδια, τρία ζευγάρια.

Λέγεται: 1. Για παραλογισμό.  2. Για βλάκα που δεν διαφέρει σε νοημοσύνη από τα βόδια και προστιθέμενος κι αυτός συγκροτούνται τρία ζευγάρια.

                                                                                                    

Πολλά πη τρέχ’ οπίσ’ απομέν’.

Αυτός που τρέχει πολύ μένει πίσω.

Λέγεται: Για την πολύ βιασύνη που φέρνει αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα.

                                                                                                  

Πρώτα ώβγασον κι επεκεί κακάντζον.

Πρώτα κάνε το αυγό και μετά κακάρισε.

Λέγεται: Γι αυτόν που καυχιέται για ικανότητά του πριν την αποδείξει με έργα.

                                                                                                    

’Σ σ’ οσπίτ’ν ατ’ πεντικός  ’κι αλευρούται.

Στο σπίτι του ποντικός δεν αλευρώνεται.

Λέγεται: Για άνθρωπο πάμφτωχο που ούτε αλεύρι υπάρχει στο σπίτι του.

                                                                                                   

Τ’ άγρα τα μουχτερά τα χιόνα ημερών’νε.

Τα άγρια τα γουρούνια, τα χιόνια τα εξημερώνουν.

Λέγεται: Για άνθρωπο αλαζόνα που αναγκάζεται από δυστυχία να ταπεινωθεί.

                                                                                                   

Τάξον τον παλαλόν ας χαίρεται.

Τάξε στον τρελλό (και άστον) να χαίρεται.

Λέγεται: Για υποσχέσεις που δεν πρόκειται ποτέ να εκπληρωθούν.

                                                                                                

Τέρ’ την ούγιαν κι έπαρ’ το πανίν, τέρ’ την μάναν κι έπαρ’ το κορίτζιν.

Κοίτα την ούγια και αγόρασε το ύφασμα, κοίτα την μάνα και πάρε το κορίτσι.

Η κόρη έχει τα προτερήματα ή τα ελαττώματα της μάνας.

                                                                                                    

Το γεροντάρ’κον  το βούδ’ εβγάλ’ αυλάκ’.

Το γέρικο το βόδι βγάζει (ανοίγει) το αυλάκι.

Οι γέροντες είναι εμπειρότεροι και αποτελεσματικότεροι.

                                                                                                   

Το γλυκίν η γλώσσα  εβγάλ’ τ’ οφίδ’ ας σο τρυπίν.

Η γλυκειά γλώσσα (ομιλία) βγάζει το φίδι απ’ την τρύπα.

Με τον καλό τρόπο πετυχαίνεις περισσότερα παρά με αυστηρότητα.

                                                                                                   

Το κάστανον εξήβεν ας σο κουμούσ’ κι είπεν φτου κι απόθεν εξέβα.

Το κάστανο βγήκε από το περίβλημά του και είπε φτού από εκεί που βγήκα.

Λέγεται: Γι αυτόν που ντρέπεται για την ταπεινή καταγωγή του.

                                                                                                   

Το  ’κ’  εγροικά το κιφάλ’, νεγκάζ’ τα ποδάρα.

Το κεφάλι που δεν κατανοεί, κουράζει τα πόδια.

Λέγεται: Γι αυτόν που αναγκάζεται να πάει κάπου για δεύτερη φορά γιατί δεν σκέφτηκε ή ξέχασε κάτι.

                                                                                                   

Το τεστίν πολλά φοράς πάει  ’ς σο πεγάδ’, άμα μίαν τζακούται.

Η στάμνα πολλές φορές πηγαίνει στη βρύση αλλά μια φορά σπάει.

Μετά από πολλές επιτυχίες ενδεχόμενη είναι και μια αποτυχία.

                                                                                                    

Το τρανόν το ραχίν τρανά χόνα έχει.

Το μεγάλο βουνό έχει και μεγάλα (πολλά) χιόνια.

Αυτός που έχει μεγάλο αξίωμα έχει και μεγάλες ευθύνες.

                                                                                                   

Το χαμελόν τ’ άλογον όλ’ καβαλκεύ’ν ατο.

Το χαμηλό το άλογο όλοι το καβαλικεύουν.

Λέγεται: Για άνθρωπο ήσυχο και βολικό που τον κάνουν ότι θέλουν.

                                                                                                    

Τον κολυμπετήν  ’ς σην έμπαν  ’κι τερούν ατον, ’ς σην έβγαν τερούν ατον.

Τον κολυμβητή όταν μπαίνει δεν τον κοιτούν, όταν βγαίνει τον κοιτούν.

Η ικανότητα κάποιου φαίνεται όχι όταν αρχίζει ένα έργο αλλά όταν το τελειώνει.

                                                                                                  

Τον λύκον ετραυαγγέλιζαν κι εκείνος ερώτανεν, πόπα τ’ αιΐδα σ’ μέρκιαν’ πάγ’νε.

Τον λύκο τον τραυαγγέλιζαν κι εκείνος ρωτούσε: παπά τα γίδια σου προς τα που πηγαίνουν;

Τα φυσικά κακά ένστικτα δεν αλλάζουν με ηθικές συμβουλές.

Τραυαγγελίζω = Διαβάζω σε άρρωστο το Ευαγγέλιο για να γίνει καλά

                                                                                                    

Τον μισαφίρ’ άγγεψον και το σκαμνίν καλοθέκον.

Τον επισκέπτη ανάφερε και το κάθισμα καλοβάλε.

Λέγεται: Γι όποιον παρουσιάζεται τη στιγμή που γίνεται λόγος γι αυτόν.

 

Πηγή: mavropouloskostas.wordpress.com

 

 

 

 

 

 

 

Πες μου το επίθετό σου να σου πω ποιος είσαι!

Του Γιώργου Τσιτιρίδη

 

Τα περισσότερα ελληνικά επίθετα έχουν μια πολυ ωραία ιστορία να μας αφηγηθούν. Έχουν μεγάλη ποικιλομορφία και στις καταλήξεις και στην πραγματική σημασία των λέξεων που κρύβονται μέσα σε αυτά.

 

Με το πέρασμα των χρόνων μετά από πολέμους, προσφυγιά, ανακατατάξεις, νέα σύνορα και νέες πατρίδες, οι σημερινές καταλήξεις των επώνυμων μπορούν να μας δώσουν τον τόπο καταγωγής και προέλευσης. Έτσι ας πούμε τα επίθετα που τελειώνουν σε -ιδης είναι συνήθως ποντιακά, τα –ογλου από τους πρόσφυγες από Τουρκία και τα άκη-ακης είναι κρητικά.

 

Επιπροσθέτως, η πραγματική έννοια του επιθέτου, μας υποδηλώνει το στίγμα της καταγωγής ή της φυλής – προέλευσης μιας οικογένειας π.χ. ο Υψηλάντης ήταν κάτοικος από την Υψηλή του Πόντου, ο Αϊβαλιώτης από το Αϊβαλί, ο Λημνιός από τη Λήμνο και ο Σταμπουλής ή Σταμπολής έχει καταγωγή από την Πόλη (Ισταμπούλ – Ειστην Πόλη).

 

Σ’ αυτήν την κατηγορία θα βρούμε επίθετα που προέρχονται από την εποχή που Θράκες, Σαρακατσάνοι, Αρμένιοι και Πέρσες αποτελούσαν ένα κράμα του πλούσιου εθνολογικού μωσαϊκού της Ευρώπης και της Μ. Ασίας. Από τον βυζαντινό φρούραρχο Τορνίκιο προέρχεται το επίθετο Τορνικιδης. Από τους Κουπατσάριδες, που ήταν βλάχικη ομάδα της Πίνδου, το επίθετο Κουπατσάρης, Κουπατσάρας, Κουπασάρης. Από τους Χασιώτες δουλοπάροικους στα τούρκικα τσιφλίκια για τους οποίους δυστυχώς δεν σώζονται άλλες πληροφορίες ή μαρτυρίες, έχουμε το σημερινό επίθετο Χασιώτης. Από τους αγγλοσάξονες Βαράγγους που υπηρετούσαν την αυτοκρατορική φρουρά του βυζαντίου προέρχεται το επίθετο Βαράγκης Βαράγκας.

 

Τα παραδείγματα είναι πολλά και πάνε πολύ πίσω, δείχνοντάς μας και τη στενή σχέση των ελλήνων με τους Βούλγαρους, Τούρκους, Αρμένιους και όλους όσους κατά καιρούς έκαναν επιδρομές στα σημερινά εδάφη της Ελλάδας. Άλλωστε πολλά από τα επίθετα είναι σύνθετες τούρκικες λέξεις. 

 

Το Καρά που στα τούρκικα είναι το μαύρο είναι το πρώτο συνθετικό από πολλά επώνυμα όπως Καραγιάννης (μαύρος Γιάννης), Καρατζάς (μελαχρινός), Καρακασης (μαύρο φρύδης). Εκτός από τις τουρκικές πολλά από τα επίθετα προέρχονται από λέξεις ιταλικές, λατινικές, περσικές, αραβικές, αρβανίτικες.

 

Ένα άλλο συνηθισμένο φαινόμενο είναι τα επίθετα να δηλώνουν ποιανού παιδί είσαι, δηλαδή το όνομα των πατεράδων ή των παππούδων, κάτι αρκετά συνηθισμένο στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα όπως π.χ, Σπύρου, Γεωργίου, Βασιλείου, Αποστόλου κτλ.

 

Μια άλλη πηγή άντλησης επιθέτου, όσο περίεργο και αν μπορεί να ακούγεται, είναι τα παρατσούκλια, είτε αυτά έχουν θετικό πρόσημο είτε αρνητικό, είτε είναι χιουμοριστικά είτε πιο σοβαρά. Τα παρατσούκλια καταφέρνουν μέχρι και σήμερα, ειδικά στην επαρχία,να αντικαθιστούν το πραγματικό ονοματεπώνυμο. Πολλές φορές οι χωρικοί δεν μπορούν να καταλάβουν ποιον εννοείς, γιατι δεν μπορούν να συνδέσουν το όνομα με το πρόσωπο ή δε γνωρίζουν καν το επίθετο και αδυνατούν να καταλάβουν, μέχρι να τους αναφέρεις το παρατσούκλι του ατόμου.

 

Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι τα περισσότερα επίθετα δεν είναι παρα εξευγενισμένα παρατσούκλια που μετατράπηκαν σε αξιοπρεπή ονόματα με την πάροδο των χρόνων, όπως το Μουστάκας, το Κοντογιώργης, το Ρεβίθης, το Αγαπητός, το Αράπογλου, Φούντας, Κοντός, Κοντού, Ταγκαλάκης, Κωφίδης, Καμπουρίδης, Καμπουράκης και πάρα πολλά άλλα.

 

Τα επίθετα με πρώτο συνθετικό το παπά υποδηλώνουν ότι στην οικογένεια υπήρχε παλαιότερα πρόγονος που ήταν ιερέας. Το επίθετο Χατζής, σκέτο ή σαν πρώτο συνθετικό, το έπαιρναν τιμητικά όσοι είχαν προσκυνήσει στους Αγίους Τόπους. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό «χατζ» που σημαίνει «στέκομαι μπροστά σε μια θεότητα σε ιερό μέρος» ή «ταξίδι σε ένα ιερό μέρος».

 

‘Άλλα επώνυμα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είναι πολλά, είναι αυτά που δηλώνουν την συντεχνία, την επαγγελματική κατάρτιση του ατόμου και του πρόγονού του. Μιλάμε κατά κύριο λόγο για επαγγέλματα που έχουν χαθεί, που τα συναντάμε μόνο σε ταινίες και τραγούδια, ή έχουν αντικατασταθεί με άλλα, είτε ακόμα υπάρχουν αλλά έχουν αλλάξει μορφή.

 

Σ αυτήν την κατηγορία συναντάμε τον Αραμπά – Αραμπατζή που ήταν ο αμαξάς, ο ταξιτζής μιας άλλης εποχής. Ένα επάγγελμα πολυτραγουδισμένο που πρωταγωνιστεί στις παλιές ελληνικές ταινίες. Ο αραμπάς στην Θεσσαλονίκη στεκότανε στην παραλιακή οδό, στην Αριστοτέλους και στο Βαρδάρη και περίμενε να πάρει τον κόσμο να τον πάει στον προορισμό του.

 

Ο Καλαϊτζής –Γανωτής ήταν αυτός που έπαιρνε τα σκεύη της νοικοκυράς που την εποχή εκείνη ήταν κυρίως χάλκινα για να τα οξειδώσει. Έκανε το γάνωμα είτε επί τόπου κουβαλώντας τα εργαλεία του μαζί, ή μάζευε τα σκεύη, τα πήγαινε στο εργαστήριό του και τα επέστρεφε την επόμενη μέρα. Αυτό που έκανε ήταν να περνάει το καλάι (από εκεί το Καλαϊτζής), τα επικασσιτέρωνε δηλαδή, για να τα προστατεύσει από την οξείδωση που θα μπορούσε να τα κάνει επικίνδυνα.

 

Ο Μπασμάτης, από την τούρκικη λέξη μπασμά που σημαίνει το βαμβακερό ύφασμα ήταν ο υφασματοπώλης της εποχής.

 

Ο Πασβάντης η Μεκτσής, ήταν ο περιφερόμενος νυχτοφύλακας στις μεγάλες πόλεις. Η δουλειά του ήταν να προσέχει και να προστατεύει τον κόσμο που κυκλοφορούσε έξω τα βράδια και τα σπίτια από διαρρήκτες.

 

Ο Αλμπάντης, ήταν ο πεταλωτής αυτός που έφτιαχνε τα πέταλα των ζώων, τα οποία θέλανε αντικατάσταση και φροντίδα κάθε 2 -3 μήνες.

 

Ο Ταμπάκης ή Ταμβάκης, από την λέξη ταμπάκια που ήταν τα βυρσοδεψία, έκανε μια αρκετά δύσκολη και ανθυγιεινή δουλειά. Επεξεργαζόταν δέρματα των ζώων.

 

Ο Πορτούρος (Πορτόις) ήταν ο τελάλης, αυτός που του έδιναν χρήματα και έτρεχε στις γειτονιές με σημείο αφετηρίας και άφιξης (συνήθως την κεντρική πλατεία) και διαλαλούσε κάτι πολύ σημαντικό που έπρεπε να ακούσουν όλοι στην περιοχή.

 

Ο Κασάπης (Κασαπίδης, Κασαπίδου) ήταν ο πλανόδιος κρεοπώλης (από το κασάπης προέρχεται η λέξη χασάπης), ο οποίος είχε μια τάβλα στην οποία κρεμούσε τα κρέατα και τα πήγαινε από γειτονιά σε γειτονιά. Έπρεπε να κουβαλάει λίγα μαζί του να τα πουλήσει γρήγορα για να μην χαλάσουν και να ξαναφορτώνει εμπόρευμα στη διάρκεια μιας μέρας.

 

Οι Γκαϊτατζήδες ήταν αυτοί που έφτιαχναν και έπαιζαν γκάιντα. Συνήθως αυτοί που έχουν αυτό το επίθετο έχουν ρίζες από τη Θράκη που είχε τους καλύτερους γκαϊτατζήδες στην Ελλάδα.

 

Οι Χαλκιάδες και το επίθετο Χαλκίδης, Χαλκιάς είναι κληρονομιά από τους τεχνίτες του χαλκού που δουλεύανε στην οδό Χαλκέων που προς τιμή τους πήρε και το όνομά της, όπως και η εκκλησία, η Παναγία των χαλκέων και έτσι σημάδεψαν για πάντα με την παρουσία τους την περιοχή.

 

Τέλος, Δούλγερης (από το νοτιλγκέρ που είναι το μάρμαρο στα τουρκικά) είναι ο μαρμαράς, ο Εμφιετζόγλου ή Εμφιετσζής (από το εμφιέ που είναι ο καπνός), ήταν ο καπνοπαραγωγός στα τούρκικα, ο Καζάζης (από το καζάζ που είναι το μετάξι) ήταν αυτός που πουλούσε μεταξωτά και ο Σπετσέρης (από το σπεσιέρι το ιταλικό) ήταν ο φαρμακοποιός. 

 

Νομίζω ότι είναι εμφανές επίσης από πού προέρχεται και σε ποιο επάγγελμα αναφέρονται τα επίθετα Μυλωνάς, Ράπτης, Καφετζής, Καζανάς, Τενεκετζής, Βαφέας, Βαφόπουλος, Σιδεράς, Σιδερίδης.

 

Αυτά είναι μόνο μερικά ενδεικτικά επίθετα και η σημασία τους. Υπάρχουν εκατοντάδες που δεν αναφέρθηκαν και με μια απλή ανάλυση όλα αφηγούνται μια μικρή ιστορία από το παρελθόν του τόπου μας. Εσύ έχεις αναρωτηθεί ποτέ από πού προέρχεται το δικό σου επίθετο; Ξεκίνα να το κάνεις και θα δεις πόσο εύκολο είναι να βρεις την σημασία του και να μάθεις κάτι για την ιστορία της οικογένειας σου από αυτό.

 

Πηγή: epirusblog.gr

 




Αρβανίτικα ονόματα και λέξεις που υπάρχουν και σήμερα

 

Ο όρος Αρβανίτης είναι παλαιότερος της λέξης Αλβανός και πρωτοχρησιμοποιήθηκε για τον κάτοικο του Άρβωνος κυρίως από τους Πολύβιο και Στέφανο Βυζάντιο.

 

Χώρα Αλβανία υπήρχε και στον Καύκασο. Αλβανοί ονομάζονταν και οι κάτοικοι περιοχής στο Λάτιο. Άλβα Λόγκα λεγόταν ο τόπος αυτός (η λέξη Άλβα σχετίζεται με κάτι το λευκό και Λόγκα είναι κάτι το μακρύ). Albani λεγόντουσαν οι φρουροί της Εγνατίας Οδού.

 

Η λέξη Σκιπετάρ (Αλβανός) πάει να πει ορεινός, καραμπινοφόρος, μισθοφόρος και αετός. Schiopetier ήταν μια παλαιά βενετσιάνικη λέξη για τον χειριστή καραμπίνας. Η λέξη νισάφι είναι τουρκικής προέλευσης και σημαίνει έλεος (από τον τουρκικό όρο insaf). Αρβανιτιά ονομάζεται μια περιοχή στο Ναύπλιο πίσω από το Παλαμήδι, όπου βρισκόταν μια γέφυρα σε απόκρημνο γκρεμό την οποία επίτηδες πείραξαν κάποιοι επί Τουρκοκρατίας για να σκοτωθεί αλβανικό ασκέρι που θα τη διάβαινε. Αρβανίτικος Πύργος ονομάστηκε η τοποθεσία, όπου τοποθετήθηκε μια στήλη με κεφάλια νικημένων Αλβανών, η οποία αποσύρθηκε όταν θα περνούσε από εκεί ο γιος του Αλή Πασά.

 

Αρβανίτικο Μακελειό ονομάζεται ένα πέρασμα από την Πελοπόννησο στη Ρούμελη μέσω θαλάσσης, όπου σκοτώθηκαν σε ενέδρα Αλβανοί που επιθυμούσαν να περάσουν απέναντι. Σε σύγγραμμα του Πανεπιστημίου της Κορυτσάς αναφέρεται ότι στρατιώτης αλβανικής καταγωγής παρότρυνε τον Πύρρο να σκοτώσει τον εχθρό φωνάζοντας «Θέρε, μωρέ Πύλε» και από την ερμηνεία αυτή οι Αλβανοί ισχυρίζονται ότι πήραν το όνομά τους οι Θερμοπύλες.

 

Άλλο ανάλογο μύθευμα αναφέρει ότι η περιοχή της Αθήνας παλιά ονομαζόταν Κρανιά και κάποιοι Αλβανοί απέδιδαν τη λέξη αυτή ως Θάνα και από εκεί προέκυψε η λέξη Αθήνα. Η αλβανική εκδοχή για την ονομασία της Μάνης σχετίζεται με την λέξη mene που σημαίνει μουριά. Η επικρατέστερη εκδοχή τη συσχετίζει με το λατινικό όρο mansio που πάει να πει κάστρο από το οχυρό που έχτισε στην περιοχή ο Ιουστινιανός. Το είχε ονομάσει Κάστρο της Μαΐνης.

 

Οι Τοσκοί και οι Γκέκες είναι οι πιο ονομαστές αρβανίτικες οικογένειες. Οι πρώτοι σχετίζονται με τη Τοσκάνη και οι δεύτεροι με το gigas, που εννοούσε την τεράστια δύναμή τους. Η λέξη πλιάτσικο είναι αλβανικής προέλευσης και σημαίνει λεία. Στα αλβανικά γράφεται plaske. Άλλη ισχυρή αλβανική οικογένεια ήταν ο Μπούας, από την οποία δόθηκε η ονομασία στο χωριό Μπογιάτι, που είναι ο σημερινός Άγιος Στέφανος.

 

Η ναυτική οικογένεια Κουντουριώτη αποδέχτηκε την αρβανίτικη καταγωγή της, αφού κάποιος πρόγονός της βαπτίστηκε στην περιοχή των Κουντούρων στη Μεγαρίδα. Με τον όρο Μελλάχηδες μιλάμε για ναυτικό σώμα του τουρκικού ναυτικού που στρατολογούσε Έλληνες ναύτες από τα νησιά.

 

Το επώνυμο Σαχίνης σημαίνει γεράκι και έτσι ονομάστηκε και ένα ταχύπλοο που διέθετε η συγκεκριμένη οικογένεια.

 

Η λέξη Αρναούτης συνδέεται με ναυτικό κόμπο που είναι γνωστός και ως αραβόκομπος.

 

Οι Ντρέδες (Dhres στα αλβανικά) πήραν το επώνυμό τους από την λέξη ανυπότακτος. Υπάρχει, όμως, και η εκδοχή πως είναι από το Ανδρέας.

 

Λεμπέσης στα αρβανίτικα πάει να πει αντάρτης. Ενδέχεται το όνομα αυτής της φάρας να προέρχεται από τον αριθμό 55 (Ελί μπες), που αντιστοιχεί στους ισάριθμους Αρβανίτες που πολέμησαν στα Ορλωφικά. Μια άλλη εκδοχή για την προέλευση του όρου Σκιπιτάρ τους συνδέει με τους κάτοικους των βράχων. Έχει να κάνει με την αλβανική απομόνωση στα ορεινά για να αποφεύγουν επιδρομές και λεηλασίες αλλοεθνών τους ή πειρατών.

 

Η λέξη Βλάμης προέρχεται από το αλβανικό Vllam που σημαίνει αδελφοποιτοί. Αυτός ήταν ο πρώτος βαθμός για τους μυημένους στη Φιλική Εταιρεία. Το μέλος αυτό θα έπρεπε υποχρεωτικά να φέρει πενήντα φυσέκια. Έτσι λεγόντουσαν και οι συνοδοί του γαμπρού και οι μάγκες. Μάγκας ήταν και στρατιωτικός όρος που αντιστοιχεί στην δεκαρχία.

 

Σαμπάνης ήταν ο μουσουλμάνος που δεν τηρούσε ευλαβικά το Κοράνι. Έτσι λεγόντουσαν όσοι βαπτίστηκαν χριστιανοί μετά την εκκένωση της Εύβοιας. Οι Λιάπηδες ενδέχεται να πήραν το επώνυμό τους από την αρχαία χώρα Ιαπυγία ή Ιαπουρία. Κάποιοι ερευνητές τους συνδέουν με τον αρχαίο λαό των Λαπιθών.

 

Οι συνάξεις των Αρβανιτών λεγόντουσαν πλεκεσιές, δηλαδή γερουσίες (από την αλβανική λέξη πλιακ=γέρος). Στα ελληνικά λιάπης είναι ο αρπάγας, ο κακοποιός ή ο ατημέλητος. Το επώνυμο Γκιουλέκας προήλθε από ενοποίηση του ονοματεπώνυμου Γκιώνης Λέκας. Στα ελληνικά υπονοεί τον παλληκαρά. Στην ελληνική κοινωνία τσάμης είναι ο φορτικός άνθρωπος. Η αρβανίτικη αυτή φάρα προερχόταν από τα Φιλιατρά και ολόκληρη η περιοχή τους κάποια στιγμή ονομάστηκε Τσαμουριά. Αυτή η περιοχή είναι διεκδικήσιμη σύμφωνα με την αλβανική εξωτερική πολιτική για την δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας.

 

Τσιάμης ήταν ο Ισάμ, που θεωρήθηκε ο πρώτος Ηπειρώτης αρνησίθρησκος από την περιοχή του Λεσκοβίκι. Μπορεί το επώνυμο αυτό να προήλθε και από το ποταμό Θύαμη (Καλαμάς). Στα τουρκικά τσιαμ είναι το πεύκο και τσιαμούρη είναι η λάσπη και ο πηλός. Υπάρχει και η εκδοχή ότι το όνομα δόθηκε από την πριγκίπισσα Θάμαρ από την Ήπειρο που στα 17 της παντρεύτηκε τον Φίλιππο ντ” Ανζού. Θάμαρ στα αρβανίτικα προφέρεται Τσιάμα, όπως ο Θωμάς προφέρεται Τσιώμος. Η τελευταία υπόθεση δεν ευσταθεί, αφού ονόματα σε περιοχές τότε έδιναν μονάχα οι φύλαρχοι, ενώ εκείνη την εποχή δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα πρόγονοι των Τσάμηδων. Οι Αλβανοί ήταν για καιρό νομαδικός λαός και στο λεξιλόγιό τους δεν υπάρχει η λέξη πατρίδα. Αντί για αυτήν χρησιμοποιείται ο όρος ρεντιβέτ που μεταφράζεται ως τόπος….

 

Πηγή: mixanitouxronou.gr

 

 







Παναγιώτης Αραβαντινός




Ο αντάρτης που διέδωσε το δημοτικό τραγούδι στην Ευρώπη.

 

Γνωστός σε όλα σχεδόν τα σαλόνια της Ευρώπης, τις δύο πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα ήταν ο καλλιτέχνης «Άραμις» ή «Ellin Aramis», όπως έγραφαν τα επισκεπτήριά του.

 

Ένας λεβεντόκορμος και βαρύτονος ομορφάντρας Ηπειρώτης, ο οποίος έταξε σκοπό της ζωής του να διαδώσει στα πέρατα του πολιτισμένου κόσμου τα κλέφτικα και ποιμενικά τραγούδια. Τα τραγούδια του ξάφνιαζαν. Σκοποί εξωτικοί, αδροί και ξεκούραστοι, άσχετοι με τα ψεύτικα ποιμενικά και τις πολιτισμένες φλογέρες της γαλλικής εξοχής, προκαλούσαν το κοινό. Θρίαμβοι στο Παρίσι, κανονικές συναυλίες στο Κόβεν Γκάρντεν του Λονδίνου, στη Νίκαια και το Μόντε Κάρλο και περιοδείες σε Τουρκία και Αίγυπτο. Ποιος ήταν όμως ο Έλληνας που έκανε τα ευρωπαϊκά σαλόνια και τον έλληνα βασιλιά Γεώργιο Α’ να χτυπούν παλαμάκια ακούγοντας τη «νεραντζούλα φουντωτή»;

 

Το πραγματικό του όνομα ήταν Περικλής Αραβαντινός και είχε γεννηθεί στα Ιωάννινα το 1854. Ο πατέρας του, Παναγιώτης Αραβαντινός, ήταν από τους τυχερούς Έλληνες που κατόρθωσαν να παρακολουθήσουν μαθήματα στην Ακαδημία του Γκίλφορντ. Διευθυντής Ελληνικού Σχολείου στα Ιωάννινα, ασχολήθηκε με πάθος στη μελέτη της ιστορίας και της λαογραφίας. Τέσσερα παιδιά του ήρθαν στην Αθήνα και μεγαλούργησαν. Ο Σπυρίδων, Αρεοπαγίτης και αργότερα Υπουργός Δικαιοσύνης, ο Κωνσταντίνος, τραπεζίτης και χρηματιστής και ο Αναστάσιος, αργότερα καθηγητής Ιατρικής. Έκπληκτοι παρακολουθούσαν το 1879 τον εικοσιπεντάχρονο και μικρότερο αδελφό τους Περικλή να εγκαταλείπει τις σπουδές του, να ζώνεται τα άρματα και να παίρνει τα βουνά με το αντάρτικο Σώμα του Σουλιώτη καπετάνιου Ζήκου (Γάκη) Ζήκου.

 

Από τα ακαρνανικά βουνά στο Ραδοβίτσι της Ηπείρου ο Περικλής απολάμβανε την ελεύθερη ζωή των ανταρτών και ενθουσιάζεται από τα κλέφτικα και τα ποιμενικά τραγούδια. Γυρνώντας στην Αθήνα δεν μπόρεσε να προσγειωθεί στα τετριμμένα. Είχε την κλεφτουριά στην ψυχή του. Ευγενής τυχοδιώκτης, βρέθηκε σε ωδεία της Ιταλίας, όπου γνώρισε και τη λαϊκή μουσική παράδοση διαφόρων λαών. Νέο όνειρο. Ο ανεκμετάλλευτος πλούτος της ελληνικής δημοτικής μούσας. Τότε έκανε το τραγούδι του εθνικό ζήτημα. Με τη βοήθεια του πρεσβευτή στο Λονδίνο, Ιωάννη Γεννάδιου –φορούσε κατάλευκη φουστανέλα στις επίσημες εκδηλώσεις– κατέπληξε το βρετανικό κοινό που αποθέωσε τον «Γέρο Δήμο». Ζαν Μωρεάς, Ιάκωβος Δαμαλάς και Σπύρος Σαμάρας υπήρξαν μερικοί από τους υποστηρικτές του. Ο τελευταίος μάλιστα του μελοποίησε και «Το Ρηνάκι», ένα από τα τραγούδια που είχε συγκεντρώσει στην πλούσια συλλογή του.

Βεβαίως κατηγορήθηκε και αυτός για «αμπελοφιλοσοφική σοβαροφάνεια» και «διαθέσεις πατριδοκαπηλίας», όπως έγραψε ο Τ. Καλογερόπουλος. Όμως, ο Μανώλης Καλομοίρης υπήρξε ειλικρινής όταν δήλωνε πως σε μία από τις εκδηλώσεις του έλληνα  Άραμι, συγκλονίστηκε από το δημοτικό τραγούδι και πήρε καταλυτικές αποφάσεις για τη σταδιοδρομία του. Στην Αθήνα, εντυπωσιασμένοι οι θεατές βλέπουν τον αγαθό βασιλιά Γεώργιο να κάθεται στην πρώτη σειρά του Βασιλικού Θεάτρου. Χτυπώντας τα χέρια του επαναλαμβάνει την επωδό της «νεραντζούλας», χρωματίζοντας με την ξενική προφορά του: «Και τες φάνηκε κοντέ Νεραντσούλα φοντωτέ»!

 

Λεβεντόγερος πια, σε ένα ελληνικό εστιατόριο της Μονμάρτης προσπαθούσε να τραγουδήσει το «Τι έχεις καημένε πλάτανε»! Καμάρωνε που κατόρθωσε να διαδώσει στην Ευρώπη το κλέφτικο τραγούδι των Ελλήνων. Η προσφορά και οι τοποθετήσεις του στα σπουδαιότερα συνέδρια της εποχής δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί. Όπως δεν βρέθηκαν οι πλουσιότατες συλλογές δημοτικών τραγουδιών που είχε συγκεντρώσει με επιστημονική επιμέλεια. Τουλάχιστον, ο ηπειρώτης αντάρτης κατόρθωσε να φυσήξει σε χιλιάδες ψυχές τη νοσταλγία του ελληνικού βουνού, όπως εύστοχα έγραψε ο Σπύρος Μελάς. Έφυγε από τη ζωή το 1932.

 

Πηγή: Μικρός Ρωμηός...

         mixanitouxronou.gr



Η βεντέτα στην Κρήτη και ο νόμος της σιωπής

 

Μελανό σημείο των εθίμων της Κρήτης είναι η περίφημη βεντέτα, ο εκδικητικός φόνος που κατευνάζει το αίσθημα δικαίου της ανταπόδοσης

 

Ο νόμος της ανταπόδοσης εκδηλώνεται ήδη από την Μινωική εποχή. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» αναφέρει ως εισηγητή του «Δικαίου της ανταπόδοσης» τον μυθικό Ροδάμανθο. Στην εισήγηση του παρουσιάζεται να υποστηρίζει ότι «ει και πάθοι τα τ’ ερεξε, δίκη κ’ ιθεία γένοιτ» (μόνο σαν πάθει ό,τι έκανε, δίκη σωστή θα γίνει». Συμπεραίνουμε λοιπόν πως η βεντέτα για την Κρήτη είναι ένας πανάρχαια εθιμικά θεσπισμένος τρόπος δικαιοσύνης.

 

Η βεντέτα «φύτρωσε» από την αρχαιότητα στην όμορφη Κρήτη και ρίζωσε καλά στα γόνιμα εδάφη της μεγαλονήσου μέχρι τα σύγχρονα χρόνια, γράφοντας πολλές μαύρες σελίδες στην ιστορία του νησιού. Για χάρη αυτού του άγραφου νόμου, που για τους συμμετέχοντες εκτός από την αντεκδίκηση για το κακό που μπορεί κάποιος να τους προκάλεσε, σήμαινε και την διαφύλαξη της τιμής αυτών και της οικογένειας τους, χάθηκαν πολλές ψυχές.

 

Μία από τις μεγαλύτερες βεντέτες του νησιού ξεκίνησε το 1941, όταν η Κρήτη βρισκόταν ήδη υπό Γερμανική κατοχή, μεταξύ δύο πολυμελών οικογενειών, των Σαρτζετάκηδων και των Πενταράκηδων. Αφορμή υπήρξε μια γυναίκα, όμως με το πέρασμα των χρόνων και το τέλος του Παγκόσμιου πολέμου η αφορμή ξεχάστηκε και έμεινε το μίσος των δύο οικογενειών με αποτέλεσμα μέσα σε 15 χρόνια οι δύο οικογένειες να μετρούν 140 νεκρούς άντρες.

 

Στις βεντέτες ποτέ δεν αποτελούν στόχοι αντεκδίκησης οι γυναίκες. Ο δικηγόρος- ερευνητής Ιωάννης Βαρδάκης στην μελέτη του για λογαριασμό του Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου με τίτλο «Συμβολή στη μελέτη της Βεντέτας» εξηγεί πως «η γυναίκα βρισκόταν στο απυρόβλητο, καθώς δεν προσλάβανε τον χαρακτήρα της αντεκδίκησης, αφού δεν συνυπολογιζόταν στα ντουφέκια της οικογένειας. Ακόμα και αν η γυναίκα πραγματοποιούσε εγκληματική πράξη, δεν αποτελούσε το έγκλημα αφορμή για οικογενειακές αντεκδικήσεις».

 

Επίσης, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι αποφάσεις των δικαστηρίων για τους δράστες που προέβησαν σε πράξεις αντεκδίκησης, σε πολλές περιπτώσεις, είναι ιδιαίτερα μειωμένες, καθώς λαμβάνεται υπόψιν το εθιμικό δίκαιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Γιάννης Παπαδόσηφος.

 

Η αρχή της ιστορίας ξεκινάει το 1983 όταν ο γιος του Γιάννη Παπαδόσηφου, Μανώλης, πηγαίνει σε μία ταβέρνα του Ρεθύμνου να συναντήσει τον Γιάννη Βενιεράκη για να συζητήσουν για μια διαμάχη που είχαν και αφορούσε μια γυναίκα. Ο Βενιεράκης σκότωσε με τρεις σφαίρες τον Παπαδόσηφο. Πρωτόδικα ο Βενιεράκης καταδικάζεται σε ισόβια. Η έφεση γίνεται στον Πειραιά. Στο δικαστήριο βρίσκεται ο πατέρας του θύματος, ο οποίος έχει κρυμμένο πίσω από την πλούσια γενιάδατα του ένα όπλο, με το οποίο σκοτώνει τον δολοφόνο του παιδιού του. Ο Γιάννης Παπαδόσηφος καταδικάστηκε σε 14 χρόνια φυλάκιση και έμεινε στην φυλακή 5 χρόνια.

 

Ο φόνος μέσα στο δικαστήριο ίσως έχει και μια ισχυρή συμβολική σημασία, καθώς ο δράστης νιώθει πως η ύψιστη μορφή δικαιοσύνης δεν θα αποδοθεί με την απόφαση του δικαστηρίου ακόμα και αν είναι καταδικαστική, αλλά με το δίκαιο της ανταπόδοσης που είναι ριζωμένο βαθιά μέσα στην συνείδηση του.

 

Υπάρχουν όμως και αρκετές περιπτώσεις που δεν καταλήγουν στις αίθουσες δικαστηρίων και σε βίαιες πράξεις, καθώς μπαίνουν ανάμεσα στις δύο οικογένειες οι λεγόμενοι «μεσίτες». Μεσίτες είναι εκείνοι που επιδιώκουν τον «σασμό», όπως λέγεται στην κρητική διάλεκτο, δηλαδή αποτελούν τους συμφιλιωτές. Οι μεσίτες ήταν πρόσωπα κύρους στην τοπική τους κοινωνία και λόγω της πείρας τους λειτουργούσαν σαν πυροσβέστες στην εκάστοτε περίπτωση που μπορούσε να εξελιχθεί σε παρανάλωμα του πυρός.

 

Στα σύγχρονα χρόνια ο «σασμός» επικυρωνόταν με μια βάφτιση, μια «συντεκνιά», όπως λένε οι Κρητικοί, ή με ένα γάμο μεταξύ προσώπων των δύο οικογενειών. Ωστόσο, αναφορές συμβιβασμών μεταξύ εχθρικών μεταξύ τους οικογενειών έχουμε από την εποχή της ενετοκρατίας. Τότε υπέγραφαν συμφωνητικό ενώπιον νοτάριου (συμβολαιογράφου), όπου πιστοποιούσαν την διακοπή των εχθροπραξιών τους. Στα μέσα του 20ου αιώνα βρίσκουμε πρακτικά συμφιλίωσης να δημοσιεύονται σε τοπικές εφημερίδες, ανακοινώνοντας έτσι την λήξη της βεντέτας.

 

Σήμερα μπορεί το φαινόμενο να μην έχει εξαλειφθεί εντελώς, όμως έχει μειωθεί αρκετά, σε σημείο ευελπιστούμε σύντομα να το ακούμε μόνο σε ιστορίες του παρελθόντος. Ωστόσο, είναι άδικο να χρεώνουμε την βεντέτα μόνο στην Κρήτη ή ακόμα και στην Μάνη. Η βεντέτα είναι ένα φαινόμενο το οποίο αναπτύχθηκε σε αρκετές Μεσογειακές και Αραβικές χώρες.

 

Πηγή: originalcrete.com

          cretanmagazine.gr

 




«Συννεφιασμένη Κυριακή”, «Το βαπόρι απ΄ την Περσία», «Αρχόντισσα», «Τα Καβουράκια»

Η ιστορία των τραγουδιών του Τσιτσάνη

 

Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου,

που έχει πάντα συννεφιά, Χριστέ και Παναγιά μου.

 

Ο συνθέτης έγραψε τη μουσική του τραγουδιού το 1948. Για τους στίχους, υπάρχουν μέχρι σήμερα αμφιβολίες, αφού την πατρότητα, εκτός από τον Τσιτσάνη, διεκδίκησε και ο συνθέτης Αλέκος Γκούβερης.

 

Ο ίδιος ο Τσιτσάνης, σε συνεντεύξεις του, είχε εξηγήσει πώς εμπνεύστηκε τους στίχους την περίοδο της Κατοχής. «Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε, ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα. Μ’ έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί. Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε. Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι, είδα τόπους-τόπους πηχτό κόκκινο αίμα. Μέσα στο λίγο φως, είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο. Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι», είχε πει σε συνέντευξή του στον Γιώργο Λιάνη, το 1972.

 

Ο Γκούβερης αντίστοιχα, υποστήριζε ότι έγραψε τους στίχους το 1948, μια Κυριακή που έχασε η αγαπημένη του ομάδα Α.Ε. Λάρισας. Η ήττα τον στεναχώρησε πολύ και τον ενέπνευσε να γράψει το τραγούδι.

 

Όποιος και αν είναι ο πραγματικός στιχουργός της Συννεφιασμένης Κυριακής, το σίγουρο είναι ότι τραγούδι δε γράφτηκε για να περιγράψει απλώς τα καιρικά φαινόμενα και ο λαός έχει ταυτιστεί απόλυτα με τους στίχους, τη μουσική και το μήνυμα που ο καθένας θεωρεί ότι εισπράττει.

 

Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, ο Βασίλης Τσιτσάνης δημιουργεί μια πολύ μεγάλη επιτυχία. Ένα χασικλίδικο τραγούδι, «το Βαπόρι από την Περσία», που ακούγεται παντού. Η επιτυχία του ήταν αναμενόμενη, μιας και αναφερόταν σε πραγματικό γεγονός.

 

Τον Ιανουάριο του 1977, οι λιμενικές αρχές εντόπισαν στον Κορινθιακό κόλπο, στο πλοίο «Γκλόρια», μια τεράστια για την εποχή ποσότητα χασίς. Οι 11 τόνοι χασίς είχαν κρυφτεί ανάμεσα σε κάποια κεντήματα, που μετέφερε το πλοίο. Η είδηση απασχόλησε τα μέσα της εποχής και ενέπνευσε τον Τσιτσάνη, που έγραψε ένα από τα γνωστότερα και πιο επιτυχημένα χασικλίδικα τραγούδια.

 

Αρχικά το τραγούδι λογοκρίθηκε, αλλά αργότερα κυκλοφόρησε ολόκληρο, όπως το ξέρουμε και το τραγουδάμε μέχρι σήμερα.

 

Το βαπόρι απ’ την Περσία πιάστηκε στην Κορινθία

Τόννοι έντεκα γεμάτο με χασίσι μυρωδάτο

Τώρα κλαίν’ όλα τ’ αλάνια που θα μείνουνε χαρμάνια

 

Το 1938 ο Τσιτσάνης έγραψε την «Αρχόντισσα», στη Θεσσαλονίκη, στο τμήμα τηλεγραφητών, όπου είχε καταταγεί, για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία. Η «Αρχόντισσα» του τραγουδιού ήταν υπαρκτό πρόσωπο, από την Αθήνα. Την έλεγαν Ελίζα και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ενέπνευσε τον Τσιτσάνη, όταν περιφρόνησε ένα φίλο του, που την είχε ερωτευτεί παράφορα.

 

Το τραγούδι έκανε τεράστια επιτυχία. Όπως είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του, όταν κατέβηκε στην Αθήνα, μετά το τέλος της θητείας του, άκουσε να το παίζουν όλες οι λατέρνες και οι ρομβίες της πόλης. Δυστυχώς, η πρωταγωνίστρια του τραγουδιού, η Ελίζα, δεν είχε την ίδια τύχη, αφού λίγα χρόνια μετά, τη σκότωσαν οι Γερμανοί.

 

Αρχόντισσα τα μαγικά σου μάτια τα ζήλεψα τα έκλαψα πολύ

φαντάστηκα, σκεφτόμουνα παλάτια μα συ με γέμισες μαρτύριο στη ζωή

 

Το 1955, ο Τσιτσάνης έγραψε τα περίφημα «Καβουράκια». Η ιστορία ήταν μια ιδέα της Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου, αλλά το τραγούδι δημιουργήθηκε εξ’ ολοκλήρου από τον λαϊκό συνθέτη. Τότε όμως, κάποιοι τον κατηγόρησαν ότι το έκλεψε. Ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε από τον Τάσο Κουτσοθανάση, είπε: «Μπορεί κάποτε, κατά καιρούς, να έχω πάρει ένα 5% ξένο στίχο, αυτό το έκανα από φιλανθρωπία, για να τους βοηθήσω να γίνουν γνωστές οι ικανότητές τους στις εταιρίες». Η επιτυχία του τραγουδιού ήταν τέτοια, που σίγουρα δικαίωσε τον δημιουργό του, όποιος και ήταν αυτός.

 

Στου γιαλού τα βοτσαλάκια κάθονται δυο καβουράκια

έρμα παραπονεμένα κι όλο κλαίνε τα καημένα

Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα πάει τσάρκα με τον σπάρο στη Ραφήνα

κι όλο κλαίνε τα καβουράκια στου γιαλού τα βοτσαλάκια

 

Πηγή: mixanitouxronou.gr







Ο Σταμούλης ο Λοχίας – Η ιστορία του τραγουδιού

 

Βρήκα στην Αμφιλοχία το Σταμούλη το λοχία,

παλιό μου συμπολεμιστή με το κεφάλι του σταχτί.

 

Κάποτε στο Τεπελένι, εικοσάχρονα παιδιά

με μια ματωμένη χλαίνη τρέχαμε για λευτεριά.

 

Τώρα σ’ αυτή την ηλικία πίνουμ’ αμίλητοι κρασί.

Πώς καταντήσαμε λοχία, ποιος είμ’ εγώ, ποιος είσ’ εσύ;

 

Πώς αλλάξαμε λοχία, κοίτα τη φωτογραφία.

Ο πιο ανίκητος εχθρός είναι, λοχία, ο καιρός.

 

https://www.youtube.com/watch?v=bfIvXpeaWDY&feature=youtu.be

 

 

Σε στίχους Πυθαγόρα, μουσική Γιώργου Κατσαρού και εκτέλεση Γιάννη Καλατζή, ο Σταμούλης κατέχει τον τίτλο του διασημότερου λοχία. Το λαϊκό άσμα κυκλοφόρησε το 1971 και αμέσως έγινε ανάρπαστο, πουλώντας πάνω από 80.000 δίσκους.

 

Την εποχή εκείνη, οι ήρωες των εθνικών αγώνων ήταν συχνό μοτίβο έμπνευσης των Ελλήνων στιχουργών. Έτσι, ο «Σταμούλης ο λοχίας» συνέπεσε με την κυκλοφορία άλλων διαχρονικών επιτυχιών όπως το «Να ‘τανε το ’21» ή «Η Σμύρνη».

 

Ωστόσο, σε αντίθεση με το «Να ‘τανε το ’21» της Σώτιας Τσώτου, όπου ο ερμηνευτής πίνει κρασί με τον Κολοκοτρώνη, στο τραγούδι του Πυθαγόρα δεν είναι ξεκάθαρο με ποιον πίνει το «αμίλητο κρασί» ο Καλατζής. Μέχρι σήμερα, η πραγματική ταυτότητα του Αμφιλοχιώτη Σταμούλη διχάζει. Το βέβαιο είναι ότι ο στιχουργός βασίστηκε σε υπαρκτό πρόσωπο. Οι επικρατέστερες εκδοχές είναι δύο.

 

Η μία είναι ιδιαίτερα δημοφιλής ανάμεσα στους ντόπιους, ενώ τη δεύτερη την είχε αφηγηθεί εν τάχει ο ίδιος ο στιχουργός σε συνέντευξή του. Η αλήθεια πιθανότατα βρίσκεται κάπου στη μέση. Από το «άθροισμα» των δύο εκδοχών συντίθεται μία τρίτη που επιβεβαιώνει μαθηματικά το «πυθαγόρειο θεώρημα» του λαϊκού πενταγράμμου.

 

Ο Σταμούλης της Αμφιλοχίας δεν ήταν λοχίας. Σύμφωνα με τη αμφιλοχιώτικη παράδοση, ο Σταμούλης του διάσημου τραγουδιού ήταν ο Σταμούλης Γερομήτσος, γεννηθείς το 1933 στην Αμφιλοχία. Αν και λόγω ηλικίας, ο ίδιος δε θα μπορούσε να έχει πολεμήσει στο Τεπελένι το ’41 όπως οι στίχοι αφήνουν να εννοηθεί, είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό που ήταν μόνιμος αξιωματικός του στρατού. Ψηλός, γεροδεμένος, εργατικός και πρόσχαρος, με αθλητική κορμοστασιά και γνήσια πατριωτικά αισθήματα, ο Σταμούλης ήταν αγαπητός από όλους τους Αμφιλοχιώτες. Μάλιστα, σύμφωνα με το βιβλίο του Πάνου Τριανταφύλλη «Αμφιλοχίας Αμφίλοχος», στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο Σταμούλης αγωνιζόταν ως τερματοφύλακας στον Ολυμπιακό Αμφιλοχίας, που αργότερα μετονομάστηκε σε Αμφίλοχος.

 

Ο Πυθαγόρας, Αγρινιώτης στην καταγωγή, κοντοχωριανός δηλαδή με τον πολυπράγμων Αμφιλοχιώτη, στα νιάτα του τον είχε γνωρίσει και μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί μία φιλία. Εμπνευσμένος από το επιβλητικό παρουσιαστικό και το δυναμικό χαρακτήρα του, βάσισε πάνω του τον πρωταγωνιστή του γνωστού τραγουδιού. Λέγεται μάλιστα ότι ο πραγματικός Σταμούλης σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το Σεπτέμβρη του 1971, την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε το κομμάτι. Στην κηδεία παρευρέθηκαν πολλές σημαντικές προσωπικότητες της ευρύτερης περιοχής, μεταξύ των οποίων και ο διάσημος στιχουργός.

 

Σε συνέντευξή του στην εκπομπή «Αλάτι και Πιπέρι» του Φρέντυ Γερμανού το 1971, ο Πυθαγόρας παραδέχθηκε ότι εμπνεύστηκε το «Σταμούλη το λοχία» από ένα τυχαίο περιστατικό που συνέβη στο Μαρούσι. «Περνούσα από την πλατεία μια μέρα και είδα ξαφνικά έναν άνθρωπο μεγάλο σε ηλικία να σωριάζεται. Έτρεξαν όλοι να τον βοηθήσουν, τον σηκώσαμε και ειδοποιήσαμε το 100. Μόλις ήρθε, ο άνθρωπος όρθωσε το ανάστημά του, γηραλέος, ψηλός, εύσωμος. Δεν τον ήξερα, αλλά έμαθα ότι ήταν απόστρατος αξιωματικός. Σηκώθηκε, πονούσε -φαινόταν από τις συσπάσεις του προσώπου του- και όταν οι χωροφύλακες και εμείς προσπαθήσαμε να τον βοηθήσουμε, μας απώθησε. Όρθωσε το σώμα του και λέει «Πάμε»! Και κατευθύνθηκε μόνος του στο 100 που μπήκε μέσα για να του δοθεί η περίθαλψη».

 

Ο στιχουργός κατέληξε λέγοντας ότι τον συγκίνησε η αντίθεση μεταξύ της ανθρώπινης παρακμής, της θέλησης και του ηρωισμού. Ωστόσο, δεν εξήγησε γιατί ονόμασε τον πρωταγωνιστή του τραγουδιού Σταμούλη, ενώ όταν ρωτήθηκε το λόγο που τον τοποθέτησε στην Αμφιλοχία, έδωσε την αόριστη απάντηση ότι πρόκειται «σχεδόν για τον τόπο καταγωγής του».

 

Η αλήθεια για την πραγματική πηγή έμπνευσης του λοχία Σταμούλη πιθανότατα βρίσκεται κάπου στη μέση. Όταν ο Πυθαγόρας έγινε μάρτυρας του περιστατικού στην πλατεία Αμαρουσίου, υποσυνείδητα συνέδεσε τον γεροδεμένο και περήφανο μεσήλικα με τον αγαπημένο του συντοπίτη. Έτσι, κράτησε την ιδιότητα του άγνωστου Αμαρουσιώτη στρατιωτικού και του έδωσε το όνομα και την καταγωγή του Αμφιλοχιώτη.

 

Για την ιστορία, στην ίδια συνέντευξη ο Πυθαγόρας αναφέρει ότι ο συνολικός χρόνος που πήρε σε στιχουργό και συνθέτη να γράψουν το τραγούδι δεν ξεπέρασε τη μία ώρα. Ο Γιώργος Κατσαρός επισήμανε χαρακτηριστικά ότι για άλλες επιτυχίες, όπως η «Κυρά-Γιώργαινα» και ο «Επιπόλαιος», έχει γράψει μουσική μέσα σε πέντε λεπτά. Σίγουρα πάντως ήταν το τραγούδι που απογείωσε την καριέρα ενός σεμνού και ταλαντούχου ερμηνευτή. Του Γιάνννη Καλατζή....

Πηγή:
mixanitouxronou.gr





1931 – Η Δραπετσώνα της παράγκας και του ρεμπέτικου

 

Το ρεμπέτικο σαν μουσική έκφραση και η Δραπετσώνα σαν φυσικός χώρος πριν και αμέσως μετά το 1922, θεωρούνται περιθώριο.

 

Οι εκφραστές του ρεμπέτικου ήταν οι κοινωνικοί και πολιτικοί αντιρρησίες της εποχής, και η Δραπετσώνα ο «κακόφημος τόπος» μακριά από τον κεντρικό Πειραιά του «καλού κόσμου».

 

Σε αυτήν την ήδη στιγματισμένη περιοχή εγκαταστάθηκαν μαζικά μετά το 1922 οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, για πολλούς από τους ντόπιους Έλληνες οι «τουρκόσποροι», φέρνοντας μαζί με τα υπάρχοντά τους στην ακατοίκητη, άγονη και πετρώδη Δραπετσώνα τον πολιτισμό τους, τις μικρασιατικές, σμυρναίικες, ποντιακές, ανατολίτικες μουσικές κι ακούσματα, τους χορούς και τα τραγούδια τους.


Οι Πόντιοι με τους λυράρηδες, τα τραγούδια και τους ζωντανούς χορούς τους, οι οργανοπαίκτες της Σμύρνης και των άλλων περιοχών της Ανατολής με τα σαντουροβιόλια, εκ των πραγμάτων συνυπάρχουν με τους εκφραστές του περιθωριακού τότε ρεμπέτικου, για να γεννηθεί εδώ στη Δραπετσώνα και στο λιμάνι του Πειραιά το αθάνατο ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Η Δραπετσώνα ήταν η μήτρα του.

 

Σ’ αυτόν το χώρο, πάνω από την πεζογέφυρα του Αγίου Διονύση, δημιουργήθηκε ένα «γκέτο» αποβλήτων από την «καλή κοινωνία» του Πειραιά: ρεμπέτες και πρόσφυγες.


Εδώ που προϋπήρχαν τα πορνεία των Βούρλων (από το 1876 έως το 1934), τα «Χιώτικα», ένας μικρός συνοικισμός μεταξύ Βούρλων και της Κρεμμυδαρούς που απαρτιζόταν από λίγους φτωχούς βιοπαλαιστές με περιορισμένα οικονομικά, εδώ που κυκλοφορούσαν χασικλήδες, πόρνες, «προστάτες», στη Δραπετσώνα των τεκέδων και των ρεμπέτηδων με τους μπουζουκομπαγλαμάδες, εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Σμυρνιοί, Φωκιανοί, Καραμανλήδες, ντόπιοι νησιώτες, Τσιριγώτες, Ναξιώτες, Αιγινήτες, κ.ά., μα περισσότερο Πόντιοι, στήνοντας τις παράγκες τους κοντά στα εργοστάσια Λιπασμάτων και Τσιμέντων Ηρακλής.

 

Δύο ήταν οι κύριοι πόλοι που δημιουργήθηκαν με την εγκατάσταση των προσφύγων στη Δραπετσώνα:

 

Ανατολικά, πάνω από τη γέφυρα του Αγίου Διονύση, ήταν η κακόφημη περιοχή των Βούρλων και τα Χιώτικα, που άλλαξε όψη με την έλευση των προσφύγων. Διάφορα καταστήματα όπως ουζερί, καφενεία, κεμπαπτζήδικα, σουβλατζίδικα, χαλβατζίδικα, παντοπωλεία, μανάβικα και καταστήματα ξηρών καρπών έδωσαν καινούριο χαρακτήρα στην άλλοτε κακόφημη γειτονιά. Εδώ οι Πόντιοι αποτελούσαν το μισό του πληθυσμού και το υπόλοιπο μισό ήταν Σμυρνιοί, Μικρασιάτες, νησιώτες, ντόπιοι και άλλοι.


Δυτικότερα ήταν η περιοχή στην οποία εγκαταστάθηκε ο μεγάλος όγκος των Ποντίων. Εδώ σχηματίστηκε ένας σχεδόν αμιγής ποντιακός συνοικισμός, με καφενεία, ταβέρνες, μπακάλικα, ουζάδικα, όπου επικρατούσε η ποντιακή λύρα. Στα στενοσόκακα και στις γειτονιές, οι Πόντιοι ξεπερνούσαν τις αξεπέραστες δυσκολίες της ζωής στήνοντας ξαφνικά και χωρίς ιδιαίτερη αιτία τον κυκλικό χορό, με το λυράρη στη μέση να παίζει και να συντονίζει αυτήν την πανάρχαια όρχηση.

Στη μια γειτονιά επικρατούσε ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι, στην άλλη η ποντιακή λύρα.

 

Ένα τρίτο οικιστικό συγκρότημα ιδιόκτητων οικοπέδων ήταν η περιοχή που ορίζεται από την ενορία Αγ. Παντελεήμονα έως το εργοστάσιο Λιπασμάτων και επί των κεντρικών δρόμων Κανελλοπούλου, Βενιζέλου και Αναπαύσεως και των κάθετων δρόμων. Τα οικόπεδα αυτά αγοράστηκαν κυρίως από πρόσφυγες, οι οποίοι έχτισαν κατοικίες και καταστήματα (ταβέρνες, καφενεία, μπακάλικα κτλ.) ισάξια του κεντρικού Πειραιά.

 

Υπήρχαν επίσης και τα λεγόμενα «Οικήματα», οικισμός με διώροφα και τριώροφα κτήρια που στέγαζε περίπου 350 άτομα, τον οποίον έχτισε η εταιρεία Λιπασμάτων το 1918 για να στεγάσει υπαλλήλους και τεχνίτες του εργοστασίου. Αυτά τα ιδιόκτητα και τα οικήματα του εργοστασίου Λιπασμάτων διέθεταν νερό και λουτρό για τις νοικοκυρές και τα παιδιά και ήταν προνομιούχα σε σύγκριση με τη συντριπτική πλειοψηφία των χαμόσπιτων της Δραπετσώνας, που δεν διέθεταν ούτε νερό ούτε λουτρό.

 

Τελειώνοντας τη χωροταξική διάταξη της πόλης του Μεσοπολέμου πρέπει να αναφέρουμε ότι στο δυτικότερο σημείο της υπήρχαν βιομηχανίες, όπως τα Λιπάσματα, η τσιμεντοβιομηχανία «Ηρακλής», τα εργοστάσια πετρελαιοειδών Shell, Σοκομπέλ, Πουρφίνα, το Γυψάδικο Γεωργιτσέα, τα Σφαγεία, οι δεξαμενές, το Μηχανουργείο Βασιλειάδη και πολλά άλλα.

 

  • Από την έκδοση της Ένωσης Ποντίων Πειραιώς-Κερατσινίου-ΔραπετσώναςΑπό τον Πόντο και τη Μικρασία στον Πειραιά, εδώ... στη Δραπετσώνα, εκδ. Μίλητος, Αθήνα 2016. Όλες οι φωτογραφίες του κειμένου είναι από το έργο.

 

Πηγή: pontos-news.gr

 





Ποια ήταν η περίφημη Γκιουλμπαχάρ στο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη;

 


 

Η Γκιουλμπαχάρ Αϊσέ Χατούν (καταγόταν από το χωριό Λιβερά του Πόντου κι έζησε περί το δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνα. Ήταν η όγδοη σύζυγος του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄ και μητέρα του σουλτάνου Σελίμ Α'. Ήταν η κόρη του ιερέα του χωριού, Ελληνίδα στην καταγωγή, και ονομαζόταν Μαρία.

 

Η παράδοση, την οποία επιβεβαιώνει και ο Παπαρηγόπουλος, θέλει τον Σουλτάνο να διέρχεται το χωριό, κατάκοπος με την ακολουθία του. Βλέποντας το δροσερό τοπίο της ποντιακής περιοχής ξεπέζεψε για να ξεκουραστεί δίπλα στη πηγή του Ναού του Αγίου Κωνσταντίνου.

 

Εκείνη τη στιγμή είδε να έρχεται η ωραία εκείνη κόρη του ιερέα με το κοπάδι της και της οποίας το κάλλος τόσο σαγήνεψε τον Σουλτάνο που της ζήτησε να του προσφέρει εκείνη νερό από το χρυσό κύπελλο που της έδωσε. Εκείνη αμέσως του έφερε, αλλά κρατούσε το κύπελλο τόσο αδέξια που κάποια δάκτυλά της βρέχονταν στο νερό.

 

Ο Σουλτάνος το παρατήρησε και άδειασε το νερό ζητώντας της νέο καθαρότερο. Εκείνη έσπευσε αλλά αυτή τη φορά μέσα στο κύπελλο έπλεαν φύλλα και χόρτα. Ο Σουλτάνος επέπληξε την Μαρία αλλά επειδή ήταν πολύ διψασμένος ήπιε το νερό ζητώντας να το ξαναγεμίσει. Η Μαρία του εκμυστηρεύθηκε ότι το έκανε επίτηδες, επειδή το νερό είναι πολύ κρύο και εκείνος ήταν ιδρωμένος, έτσι έπρεπε να καθυστερήσει λίγο για να τον προφυλάξει.

 

Ο Σουλτάνος ξεδιψασμένος πλέον και ακούγοντας τα λεγόμενα της Μαρίας, συγκινήθηκε από τη λεπτή φροντίδα της ωραίας αυτής κόρης και αμέσως τη ζήτησε από τον πατέρα της, την έφερε με τιμές στην Κωνσταντινούπολη, την έκανε σύζυγό του και την ονόμασε Γκιουλ Μπαχάρ που σημαίνει "το ρόδο της Άνοιξης".

 

Αργότερα όταν αντελήφθη ότι προκαλούσε τον φθόνο των άλλων γυναικών του χαρεμιού, προκειμένου να την προφυλάξει από τις μηχανορραφίες του παλατιού, την έστειλε στην πατρίδα της με τον γιο της και με όλες τις απολαβές και τιμές βασιλικής συζύγου. Εκεί παρέμεινε μέχρι το θάνατό της.

 

Ο γιος της Γκιουλμπαχάρ, ο Σελίμ Α' έγινε σουλτάνος, αν και ποτέ η ίδια δεν αναγνωρίστηκε ως Βαλιντέ Σουλτάν επειδή πέθανε πριν από την άνοδο του γιου της στο θρόνο.

 

Ο Τσιτσάνης γοητευμένος από την ιστορία αυτή, έγραψε το ομώνυμο τραγούδι που σε πρώτη εκτέλεση το ερμήνευσε η Ρένα Ντάλλια.

 

https://www.youtube.com/watch?v=0RkI0I7hzdM&feature=emb_logo

 

Γκιουλμπαχάρ

 

Κάποια βραδιά μαγική
μέσα στο Μισίρι την είδα
ήταν `ξωτική ομορφιά
η Γκιουλμπαχάρ η γλυκιά

 

Γιαραμπίμ το γιαχαμπί
γιαραμπίμ το γιαχαβάχ
αχ λουλούδι μου Γκιούλμπαχαρ

Αράπ χαβάς
γιαβάς γιαβάς

μου το ’χες πει με φιλιά
σαν σε κρατούσα αγκαλιά

 

Σκλάβος στο γλυκό της φιλί
είμαι στο σεβντά της δεμένος
κλαίω, νοσταλγώ και πονώ
την Γκιουλμπαχάρ δεν ξεχνώ

 

Γιαραμπίμ το γιαχαμπί
γιαραμπίμ το γιαχαβάχ
αχ λουλούδι μου Γκιούλμπαχαρ

Αράπ χαβάς
γιαβάς γιαβάς

μου το ’χες πει με φιλιά
σαν σε κρατούσα αγκαλιά

 

 

Πηγή: fosonline.gr



ΓΚΑΙΝΤΑ (Άσκαυλος) – Το μουσικό όργανο και ο μύθος

 



Η Γκάιντα παίζεται κυρίως στη Μακεδονία και στη Θράκη. Κατατάσσεται στα πνευστά όργανα που είναι φτιαγμένα από ξύλο και δέρμα ή στη κατηγορία των ασκών που παράγουν ήχο.

Σήμερα τα χωριά της Δράμας όπου συναντάμε την γκάιντα σαν βασικό όργανο είναι σε Βώλακα, Παγονέρι, Καλή Βρύση και Προσοτσάνη.

 

Ο Μύθος

Σύμφωνα με το μύθο, η θεά Αθηνά θέλησε να περπατήσει στην εξοχή. Κάπου εκεί, περιπλανώμενη ανάμεσα στο χαμομήλι και την πρασινάδα, αποφάσισε να μάθει να παίζει τον αυλό. Γεμάτη χαρά κάθισε έτσι στην όχθη του ποταμιού που έρεε λίγο παραπέρα σ’ εκείνο το λιβάδι και δειλά-δειλά δαχτύλισε τις πρώτες της νότες. Το  βλέμμα της έπεσε άθελά της στο παραμορφωμένο από το ποταμίσιο νερό είδωλό της. Τόσο πολύ εκνευρίστηκε η Αθηνά Παλλάδα, που πέταξε με περισσό γινάτι τον αυλό της στο ποτάμι.

 

Το ρεύμα του ποταμού παρέσυρε τον αυλό και τον έφερε στα χέρια του Σάτυρου ονόματι Μαρσύα, ο οποίος ξεκίνησε να συνθέτει τα πρώτα του μελωδικά σύνολα. Λέγεται ότι ήταν τόσο όμορφες οι μουσικές του, που ανταγωνίζονταν στο παίξιμο τον Ορφέα.

 

Ο Μαρσύας ως κλασσικό ανθρωπόμορφο από τη μέση και πάνω και τραγόμορφο από τη μέση και κάτω πλάσμα, είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Έτσι αυτή η εξαιρετικά γρήγορη μουσική πρόοδός του, δεν άργησε να εξελιχθεί σε πυροτέχνημα αλαζονείας και υπεροψίας, αφού τόλμησε να ξεστομίσει, ότι θεωρεί τον εαυτό του καλύτερο από τον Απόλλωνα. Έξαλλος ο θεός της μουσικής, ευθύς μόλις το άκουσε, προκάλεσε τον θρασύ φίλο του Διόνυσου σε διαγωνισμό με κριτές τις Μούσες. Οι κανόνες ήταν σαφείς: Αν κέρδιζε ο Μαρσύας, θα γινόταν αθάνατος. Αν όμως έχανε, ο Απόλλων θα τον έγδερνε ζωντανό με τα ίδια του τα χέρια, ως τιμωρία για την ύβρη που είχε αποτολμήσει προς το πρόσωπο του.

 

Ο πρώτος γύρος στον αγώνα αυτό, παρά την εύνοια που είχε εξασφαλίσει ο θεός, τοποθετώντας στη θέση του κριτή τις αδερφές του, βρήκε τις δύο πλευρές ισόπαλες. Έτσι ο Απόλλων, που δεν θα άντεχε την ήττα σε καμία περίπτωση, σκεπτόμενος πονηρά, πρόσθεσε στον επόμενο γύρο και το τραγούδι από ανθρώπινη λαλιά. Ως αναμενόμενη εξέλιξη, ο θεός Απόλλων παίζοντας τη λύρα του και τραγουδώντας το πιο γλυκό τραγούδι, κέρδισε! Αντίθετα ο δύσμοιρος Μαρσύας, όντας αδύνατον να τραγουδά κανείς παίζοντας παράλληλα ένα πνευστό όργανο, καταδικάστηκε σε γδάρσιμο.

 

Ο Απόλλων λέγεται ότι πέταξε το τραγίσιο δέρμα του Μαρσύα και τον αυλό, στον ποταμό Έβρο. Για αυτό λοιπόν οι Εβρίτες στη μνήμη του Μαρσύα και για να μην χάσει ποτέ ξανά κανείς σε αγώνα μουσικής και τραγουδιού παράλληλα, κατασκεύασαν τον μαρσυαυλό ή άλλως τη γκάιντα.

 

 Το όργανο

Πάνω στο ασκί ή τουλούμι, που συνήθως φτιάχνεται από δέρμα νεαρού προβάτου ή κατσικιού, στερεώνονται δύο ξύλινες φλογέρες. Ο μουσικός πριν παίξει φουσκώνει με αέρα το ασκί, που λειτουργεί σαν δεξαμενή αέρα, μετά φυσάει στις φλογέρες παίζοντας ταυτόχρονα δύο ήχους. Οι δύο φλογέρες (αυλοί) και το επιστόμιο γίνονται από ίδιο ξύλο (μηλιάς ή ήμερης κρανιάς). Προτιμούνται αυτά τα ξύλα, γιατί δεν έχουν ρόζους, είναι σκληρά και έχουν γλυκειά φωνή. Πολύ σπάνια χρησιμοποιούνται και ξύλα κερασιάς ή ροδιάς.

 
Ο μεγάλος αυλός έχει μήκος από 50 έως 70 εκατοστά, λέγεται "μπουρί" ή "μπάσο" ή "πάσο", αποτελείται από τρία κομμάτια και βγάζει μόνο μια νότα, το ίσο. Στα ενώματα των κομματιών τοποθετούνται τα "δαχτυλίδια" ,που μπορεί να είναι από κέρατο κατσίκας ή ελαφιού και ακόμα από μπρούντζο ή ασήμι.

 
Ο μικρός αυλός λέγεται "παρμακλούκι" ή "γκαιτανίτσα", έχει 8 τρύπες μπροστά (κατ' άλλους 6) και μια πίσω και παίζει την μελωδία. Η πρώτη τρύπα από πάνω γίνεται πάντα πιο μικρή. Σ' αυτήν προσθέτουν καλάι που μικραίνει ακόμα πιο πολύ τη διάμετρο της, για να βγουν οι "σωστές φωνές".


Στο κάτω πλαϊνό μέρος αυτού του αυλού γίνονται δύο μικρές τρύπες που δεν πατιούνται με τα δάκτυλα, αλλά χρησιμεύουν για να κουρδίζεται το όργανο ανάλογα με την περίπτωση. Οι τρύπες αυτές είναι κλεισμένες με κερί και ανοίγουν μ' ένα μικρό αιχμηρό αντικείμενο, όταν χρειαστεί να μεταβάλλουμε τον ήχο. Στο σωλήνα του επιστομίου που βρίσκεται μέσα στη γκάιντα υπάρχει ένα στρογγυλό πετσάκι που εμποδίζει τον αέρα να βγαίνει, όταν ο οργανοπαίκτης δεν φυσάει.
Το ύψος της τονικής γκάιντας εξαρτάται από το μέγεθος που έχει ο κοντός αυλός και το "γλωσσίδι" του.


Κύριο μέλημα του γκαϊντατζή είναι να συμφωνεί η τονική με το μπάσο. Όταν δεν συμβαίνει αυτό μετακινεί τα κομμάτια του μπάσου ώστε να συμφωνήσουν με τη τονική των τριών πρώτων τρυπών, και αν πάλι δεν συμφωνεί ανοίγει ή κλείνει τις μικρές τρύπες που βρίσκονται στο πλαϊνό μέρος του αυλού. Χρησιμοποιείται το διατονικό γένος των διαστημάτων και κινούνται κυρίως στο πρώτο πεντάχορδο από την τονική.


Μεταχειρίζονται τα δάχτυλα του αριστερού χεριού εκτός από το μικρό και τα δάχτυλα του δεξιού χεριού εκτός από τον αντίχειρα. Το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού πατάει σπάνια την έβδομη τρύπα από πάνω, ενώ η όγδοη δεν παίζεται ποτέ.

Πηγή: kepaam.gr

          e-evros.gr




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου