...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

 

 

Βάλε με στην αγκαλιά σου – η ιστορία του τραγουδιού

 

γράφει ο Γιώργος Δαμιανός

 

 


 

Αντί προλόγου

“Βάλε με στην αγκαλιά σου για να κοιμηθώ κοντά σου

Βάλε με, φως μου, βάλε με και πριν να φέξει βγάλε με”

 

[Στο βιβλίο του Mark Mazower, «Θεσσαλονίκη η πόλη των φαντασμάτων», υπάρχει ένα καλό παράδειγμα συνδυασμού ιστορικής έρευνας με λογοτεχνία.

«Η ιστορία του τραγουδιού “Βάλε με στην αγκαλιά σου” δημιουργήθηκε όταν έμπαζε το σπίτι τους νερό από παντού και η τυφλή Αγγέλα κοιμήθηκε στην αγκαλιά του Βαγγέλη, στην άκρη του κρεβατιού κάτω από μια ομπρέλα»].(σημ. του 24grammata.com: το περιστατικό με την παράγκα και τη βροχή το αναφέρει η ίδια η Αγγέλα στα “Χαΐρια μας εδώ”, δίχως να αναφέρει πουθενά ότι συνδέεται με τη δημιουργία του τραγουδιού. Μπορεί η σκηνή να είναι άσχετη με το τραγούδι ή μπορεί εκείνη τη νύχτα να “φτιάχτηκε” μόνο η φράση “Βάλε με στην αγκάλια σου” και τίποτα άλλο. Μόνο και μόνο η σκηνή δύο βρεγμένων από τη βροχή νεαρών μέσα στο “σπίτι” τους είναι συγκλονιστική. Σκεφτείτε ότι και οι δύο, το 1935, ήταν “επώνυμοι” καλλιτέχνες. Σκεφτείτε, επίσης, ότι δε μιλάμε για ιστορίες που χάνονται στα βάθη του χρόνου, αλλά για την εποχή των παππούδων των σημερινών σαραντάρηδων)

 

Η ιστορία του τραγουδιού και οι πρωταγωνιστές του

Τι χρειαζόμαστε τους στίχους και τους ήχους, αν δε μας βοηθούν να ταξιδεύουμε, να φουσκώνουν την ψυχή μας με εικόνες και όνειρα και να δίνουν, έστω και προσωρινά, αυτή την πολυπόθητη “νάρκη του άλγους”. Στο ταξίδι τούτο αρωγοί δεν είναι μόνο οι λέξεις και οι ήχοι άλλα και η ιστορία ή ο θρύλος που σκεπάζουν τους ανώνυμους ή επώνυμους δημιουργούς. Για ένα τέτοιο θρύλο μου πρωτομίλησε ο φίλος και ρεμπετολάτρης Αντώνης Ντ., εξηγώντας μου την ιστορία του τραγουδιού “βάλε με στην αγκαλιά σου”. Είναι ένας πανέμορφος καρσιλαμάς του 1935 του Βαγγέλη Παπάζογλου και γίνεται ακόμα πιο μαγικός, αν κάποιος αποδεχτεί τη μυθιστορηματική εκδοχή για το πως γράφτηκε το πανέμορφο αυτό τραγούδι. Και λέω μυθιστορηματική, γιατί υπάρχουν πολλά κενά μιας και το τραγούδι αναφέρεται, μάλλον σε “παράνομο” ερωτικό ζευγάρι, ενώ ο θρύλος θέλει το Βαγγέλη Παπάζογλου να το έχει γράψει για την τυφλή γυναίκα του.

 

Πιο συγκεκριμένα: ο Βαγγέλης Παπάζογλου ή Αγγούρης (1896 – 1943) ανήκει στους ρεμπέτες της προΒαμβακάρη εποχής (αυτός μαζί με τον Τούντα θεμελίωσαν το λαϊκό μας τραγούδι, πριν κάνουν την εμφάνιση τους τα μπουζούκια). Ο Παπάζογλου ήταν παντρεμένος με τη γνωστή τραγουδίστρια Αγγελική Μαρωνίτη (Αγγέλα), η οποία ήταν τυφλή από το 1929 (Η Άννα Βαγενά ερμήνευσε συγκλονιστικά σε θεατρική παράσταση τη ζωή της). Η Αγγέλα Παπάζογλου ήταν κόρη του περίφημου βιολιστή Μαρωνίτη (Χιωτάκι) και τραγούδαγε στα πάλκα από τα 11 χρόνια της. Το 1927 παντρεύτηκε τον Βαγγέλη και το 1929 χάνει το φως της.

 

Σχετικά με το τραγούδι ο θρύλος παρουσιάζει την ιστορία κάπως έτσι:

 

“Κάποιο βράδυ έβρεχε ραγδαία. Ο Βαγγέλης βρισκόταν στο κέντρο όπου έπαιζε και η Αγγελική ήταν μόνη στο σπίτι. Η οροφή της παράγκας έμπαζε από παντού και η Αγγελική μη μπορώντας να κάνει κάτι, τρομαγμένη και βρεγμένη από την κορφή ως τα νύχια, έκλαιγε απεγνωσμένα.

Κάποια στιγμή αργά το βράδυ επιστρέφει ο Βαγγέλης από το μαγαζί που έπαιζε.

Παίρνει στην αγκαλιά του την Αγγελική και αρχίζει να την παρηγορεί. Παρατηρεί ότι μια γωνιά του κρεβατιού τους ήταν στεγνή. Παίρνει αγκαλιά την Αγγελική και την πηγαίνει να καθίσουν εκεί. Έπειτα από λίγο η βροχή δυνάμωσε ακόμη περισσότερο. Όλο το σπίτι και το κρεβάτι φυσικά, είχαν γίνει λίμνη. Τότε ο Βαγγέλης ανοίγει μια ομπρέλα, παίρνει την Αγγελική στην αγκαλιά του και

την κρατάει έτσι μέχρι το πρωί που κόπασε η βροχή”.

 

Το αποτέλεσμα ήταν να γραφτεί ένα απλό και περίφημο τραγούδι που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τους Λυρικούς στίχους του Μίμνερμου, του Αρχίλοχου κ.ά. (που με τόσο πάθος μελετάμε όλοι εμείς, οι κλασικοί φιλόλογοι).

 

Βάλε με στην αγκαλιά σου

για να κοιμηθώ κοντά σου

Βάλε με, φως μου, βάλε με

και πριν να φέξει βγάλε με

 

Μη φοβάσαι τη μαμά σου,

βάλε με στην κάμαρά σου

Βάλε με, φως μου, βάλε με

και πριν να φέξει βγάλε με

 

Βάλε μ’ από το πορτί σου

για να κοιμηθώ μαζί σου

Βάλε με, φως μου, βάλε με

και πριν να φέξει βγάλε με

 

Βάλε μ’ από το ντουβάρι

μη μάς πάρουνε χαμπάρι

Βάλε με, φως μου, βάλε με

κι από τη μάντρα βγάλε με

 

Το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής περικλείεται στο ότι ο ρεμπέτης εκλιπαρεί την τυφλή σύντροφο του “Βάλε με, φως μου, βάλε με”. Ο θρύλος θέλει να έχει γράψει τους στίχους η Αγγελική. Και πάλι η λέξη φως μου αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αν έχει ειπωθεί από κάποια που αντίκριζε σκοτάδια.

 

Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1935 με τρεις παράλληλες εκτελέσεις:

1. Με το Στελλάκη Περπινιάδη, παίζει σαντούρι και κιθάρα (δίσκος Columbia DG 6033)

2. Με τη Ρόζα Εσκενάζυ, παίζει βιολί και κιθάρα (δίσκος HMV AO 2206 και επανατύπωση Orthophonic S-677Α)

3. Με τη Μαρίκα Καναροπούλου ή Τουρκαλίτσα, (δίσκος Odeon GA 1821)

 

Το παρουσίασαν ως δική τους σύνθεση ή το διασκεύασαν χωρίς άδεια:

Ο Γιώργος Ροβερτάκης (δίσκος Sonata 26767-8045/69 SON 135N) με εκτελεστή το Χρηστάκη.

Ο Χρηστάκης (δίσκος Sonata 7007-B)

Ο Αθανάσιος Καρακώστας (δίσκος PANIVAR/PA 125B) με εκτελεστή το Γιάννη Χανιώτη). Το διασκεύασε χωρίς άδεια αν και αναφέρει το συνθέτη.

 

Ακούστε το τραγούδι, από τη Γλυκερία:

 

https://www.youtube.com/watch?v=DaGHKwKKq88

 

 

Πηγή: mikrasiatis.gr

          Youtube.com

Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

 

 

Το παραδοσιακό σπίτι

Του Γιάννη Γούδα

 


 

Αρκεί μια σκέψη, για να επιστρέψεις στο παρελθόν και να ξαναμετρήσεις την ξοδεμένη ζωή σε μικρές ή μεγάλες χρονικές διάρκειες και να κάνεις ταμείο σε κέρδη και ζημιές.


Το πιο αγαπητό, το πιο λατρευτό σε κάθε άνθρωπο, απ’ όλα τα γύρω του άψυχα αντικείμενα, η ζεστή φωλιά που πάντα μας προσμένει, ευλογημένο θείο δώρο! Αυτό είναι το σπίτι μας!


Διώροφα τα περισσότερα, απλά και λιτά (χωρίς εσωτερικό ή εξωτερικό διάκοσμο), όλα τους από πέτρα, υλικό πολύ γερό και άφθονο, καθότι το πρόσφεραν πλούσιο τα κοντινά ποτάμια.


Ο κάτω όροφος, το κατώ(γ)ι, προοριζόταν γι’ αποθήκη και να μένουν τα ζώα του σπιτιού, διότι το περιορισμένο οικόπεδο (ήθελαν να έχουν και τον κήπο τους), δεν τους επέτρεπε να φτιάξουν ξεχωριστό στάβλο. Το πιο δροσερό μέρος του, το χώριζαν με πέτρινο μεσότοιχο και το είχαν για κελάρι, να βάζουν δηλ. τα καδιά τους με τα βούτυρα, τα τυριά τους και γενικά τη σοδειά τους, τα βαρέλια με το κρασί, στα ράφια τις κολοκύθες και όσα άλλα τρόφιμα χωρούσε, για να μη χαλούν. Τον υπόλοιπο χώρο του, τον χώριζαν σε μικρά μέρη με ξύλινους φράχτες για όλα τα ζώα του σπιτιού. Για παράθυρα είχαν μικρά ανοίγματα, χωρίς τζάμια, που χρησίμευαν μόνο για αερισμό κι όχι για φωτισμό. Το κελάρι επικοινωνούσε με τον επάνω όροφο, για ευκολία, με εσωτερική σκάλα και «γκλαβανή» (καταπακτή δηλ.).


Το πάνω πάτωμα, το ανώ(γ)ι, ήταν το κυρίως σπίτι και η κατοικία της οικογένειας. Από μια καλοφτιαγμένη πόρτα, έμπαινες σε διάδρομο, είδος προθάλαμου, στον οποίο δεξιά και αριστερά ανοίγονταν δύο δωμάτια και στο βάθος ένα ακόμα τρίτο. Αυτό που έβλεπε στην ανατολή, το είχαν για καθιστικό. Το πάτωμά του ήταν ξύλινο, υπερυψωμένο 20 με 30 πόντους (μπάσι το έλεγαν) και πάνω του έστρωναν αχυρένιους σαλτέδες και στρώματα του αργαλειού, από μαλλί και τρα(γ)όμαλλο μαζί υφασμένα και είχαν στη μέση του στον τοίχο, το τζάκι. Άναβαν τη φωτιά στη μέση του δωματίου και γύρω της συγκεντρωνόταν όλη η οικογένεια. Εκεί εργαζόταν, εκεί έτρωγε και στα μπάσια του κοιμούνταν. Όπως ανέβαινε το τζάκι προς το ταβάνι, έφερνε γύρω του ένα ή δύο πέτρινα ράφια, που πάνω τους τοποθετούσαν φωτογραφίες ή μπιμπελό, ενώ δεξιά κι αριστερά του, χωνευτά στον τοίχο, ανοίγονταν δυο μικρά ντουλαπάκια, «οι καμάρες», όπως τα έλεγαν, με ή χωρίς φύλλα, που μέσα τους έβαζαν το καφεκούτι (το σπίτι του καφέ δηλ.), οι γέροντες το ταμπάκο τους και άλλα πρόχειρα αντικείμενα. Όλο το δωμάτιο είχε γύρω του ξύλινα ράφια, να βάζουν πάνω τους χίλια δυο πράγματα και στην ανατολική γωνιά του, το εικονοστάσι με τους αγίους προστάτες του σπιτιού. Τα παράθυρα, τα μάτια του σπιτιού, που απ’ αυτά γεύονταν τη χαρά και τη λύπη του έξω κόσμου, μάλλον μικρά στο μέγεθος και καγκελόφραχτα με δύο ή τρία ομορφοσκαλισμένα ξύλινα κάγκελα, σιδεριές μετά και δύο ξύλινα παραθυρόφυλλα, τα «κανάτια», στο εσωτερικό τους μέρος.


Το άλλο δωμάτιο ήταν ο νοντάς ή οντάς, ο χώρος υποδοχής των επισκεπτών τις επίσημες ημέρες, τις ημέρες γιορτής και του ξεφαντώματος. Πολύ πιο προσεγμένο, με μεγαλύτερα παράθυρα, καλύτερο ταβάνι με την ξύλινη σκαλιστή ροζέτα στη μέση και γύρω γύρω στερεωμένα γερά σύρματα, όπου κάθε φθινόπωρο κρεμούσαν σταφύλια, μήλα, αχλάδια και κυδώνια στις γωνίες και στο κέντρο ανθοδέσμες με λογιών-λογιών λουλούδια κι απαραίτητα βασιλικό κι όλα τους σκόρπιζαν μια αξέχαστη ευωδιά κι ήταν τόσο λαχταριστά τον χειμώνα.
Το τρίτο δωμάτιο χρησίμευε κι αυτό συνήθως για ύπνο (ήταν μεγάλες οι οικογένειες τότε), με το σιδερένιο κρεβάτι του και απλωμένα πάνω του τα χρωματιστά στρωσίδια, με τη βελούδινη και με πολύχρωμες συνθέσεις «μπάντα» (κάτι σαν κορνίζα δηλ.), κρεμασμένη στον τοίχο και κατά μήκος του κρεβατιού -έπιανε όλο το πλάι του- και γύρω-γύρω τα σεντούκια με τα προικιά και τα μπαούλα με τα καλούδια. Στη μέση το τραπέζι με κεντητό τραπεζομάντηλο κι ανθοδοχείο και πάνω του κρεμασμένη από τη ροζέτα του ταβανιού, μεγάλη λάμπα πετρελαίου, με όμορφα ζωγραφισμένο αμπαζούρ. Τους τοίχους στόλιζαν οι αναμνηστικές φωτογραφίες και καμάρωναν οι πρόγονοι της οικογένειας, διάφορα κεντήματα βαλμένα με γούστο κι ό,τι άλλο διαλεχτό διέθετε το σπίτι, για να δείξει τη μεγάλη προκοπή του.


Δίπλα από το σπίτι ήταν κολλημένο το μαγειριό (η κουζίνα δηλ.). Εκεί οι γυναίκες περνούσαν τον περισσότερο καιρό, γιατί εκεί θα ζύμωναν, εκεί θα ‘ψεναν στο μεγάλο φούρνο (η φαμίλια ήταν μεγάλη) το ψωμί, εκεί θα μετέφεραν στ’ αμπάρια τα γεννήματα, εκεί και μέσα στα ντουλάπια θα έβαζαν το ψωμί και τα υπόλοιπα (λάδι, ξύδι και το φαγητό που περίσσευε), καθώς και όλα τα μαγειρικά σκεύη. Σημαντική θέση είχε το τζάκι με την πυροστιά και η κατσαρόλα με το νόστιμο φαγητό να βράζει, αλλά την κυρίαρχη θέση την κατείχε η γάστρα, αυτή η «θεά» του ψησίματος, που έγλειφες τα χέρια σου από το καταπληκτικό ψητό κρέας και ευγνωμονούσες τον Θεό, που κατάγεσαι από χωριό και που σε αξίωσε να τη γνωρίσεις και να απολαμβάνεις εκείνες τις εκπληκτικές παραδοσιακές πίτες που σου πρόσφερε!


Μπροστά στο σπίτι απλωνόταν η αυλή του, μικρή ή πιο μεγάλη, στρωμένη με τις ακανόνιστες μεγάλες και χοντρές πλάκες και τις βαμμένες ενώσεις τους. Τα πεζούλια στις άκρες της, οι ασβεστωμένοι τοίχοι της και γύρω-γύρω στολισμένη με τους βαμμένους γκαζοτενεκέδες και τα υπέροχα ευωδιαστά λουλούδια. Σ’ αυτήν πρωτοϋποδέχονταν τον ξένο, σ’ αυτή τον ξεπροβοδούσαν και σ’ αυτή συγκεντρώνονταν το καλοκαίρι για ξεκούραση οι μεγάλοι και για παιχνίδι οι μικροί.
Πέτρινος μαντρότοιχος έζωνε όλη την περιοχή του σπιτιού, με μια μεγάλη και ωραία δίφυλλη εξώπορτα, φτιαγμένη με κέφι και μεράκι και με χοντρές και πλατιές σανίδες, ν’ αντέχει στον καιρό και σε κάθε κακή προσπάθεια. Εξασφάλιζε έτσι το οικογενειακό απαραβίαστο, σ’ έφερνε στην αυλή κι είχε δίπλα της, από ένα σε κάθε μεριά, τα πεζούλια, τα οποία ήταν τόσο απαραίτητα στη γερόντισσα (και όχι μόνο), που τα αδύναμα πόδια της, μόλις που της επέτρεπαν να βγαίνει τα καλοκαιρινά βράδια, για να ‘ρθει σε επαφή και κουβέντα με τη γειτόνισσα και την απέναντι με τη ρόκα και το γνέσιμο, να δουν και να σχολιάσουν τους περαστικούς.

Τα πεζούλια, που γέμιζαν τα βράδια από νοικοκυρές των πέρα και των γύρω σπιτιών, που έρχονταν να καρτερέσουν τη σοκακιάρα τη βετούλα και τα γίδια και να πληροφορηθούν τα τελευταία νέα και τα κουτσομπολιά.


Αυτό ήταν το παλιό σπίτι του χωριού και αυτή ήταν η αρχιτεκτονική του. Σπίτια, που έκρυβαν μέσα τους τη φτώχια και τις δυσκολίες της εποχής. Έκρυβαν όμως μέσα τους και κάτι πολύτιμο: Τη ζεστασιά. Την οικογενειακή αγάπη, τη γαλήνη και την ηρεμία. Την παράδοση και τον πολιτισμό. Την απλή και ξέγνοιαστη χωριάτικη ζωή!

 

Πηγή: eleftheria.gr

greekgastronomyguide.gr