...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Χοχλιοί: Ο «μεζές» των φτωχών μέσα από τη λαογραφία της Κρήτης

Χοχλιοί: Ο «μεζές» των φτωχών μέσα από τη λαογραφία της Κρήτης

 


 

Η ζωή του Κρητικού, ήταν και είναι στενά συνδεδεμένη με τους χοχλιούς, από την Μινωική εποχή μέχρι σήμερα, καθ ότι δεν κόστιζε στο τραπέζι του τίποτα, αφού είναι δώρο της φύσης.

 

Είναι δώρο ειδικά για την φτωχολογιά, την οποία ο χοχλιός έχει σώσει σε δύσκολους καιρούς, ειδικά στην κατοχή, αλλά ακόμα και σε κάθε κρίση.

 

Το ότι είναι νηστίσιμοι οι χοχλιοί, το γνωρίζουν όλοι, και πάντα θα υπάρχει η λαχτάρα να βρεθούν μαγειρευτοί στο τραπέζι.

 

Εύκολη κατά κάποιο τρόπο τροφή, ιδανική για να βγάλει τις νηστείες του χρόνου η φτωχή οικογένεια με πιο πολύ άνεση, αλλά και εν ανάγκη να πουλήσει και μερικά κιλά στον μπακάλη για ένα χαρτζιλίκι.
-«Για δες τε πάλι το Μαργιώ ένα μασκαραλίκι
να προσπαθεί απ τσοι χοχλιούς να βγάλει χαρτζιλίκι»!

Θα μας πει μια παλιά σατυρική μαντινάδα. Η δε κατοχική μάνα θα πει:

-«Εμείς κάποτε όλες τις νηστείες με χοχλιούς τη βγάζαμε»!

 

Όλη τη βδομάδα τα Καλοκαίρια η φτωχή οικογένεια μάζευε χοχλιούς στο χωράφι που ήταν η εκάστοτε εργασία τους, συγκέντρωναν τέσσερα πέντε κιλά, και το Σάββατο κατέβαιναν στο παζάρι και τους πουλούσαν, ή τους έδιναν στον μπακάλη χωριού. Ερχόταν κάποτε μεγαλέμποροι από τις μεγάλες πόλεις και τους χοχλιούς που αγόραζαν τους έστελναν συνήθως στη Γαλλία. Οι Γάλλοι πάντα λάτρευαν τους χοχλιούς της Κρήτης.

 

Τα χοχλίδια του …ούζου!

Τα μικρά χοχλίδια έχουν την ιδιότητα να μην κρύβονται, και τα Καλοκαίρια σκαρφαλώνουν επάνω σε πασσάλους, σε κλαριά σε θάμνους, σε δένδρα ανά δεκάδες και προκαλούν μάλιστα σε πολλούς και ένα εντυπωσιακό θέαμα! Εκτός από τους χονδρούς χοχλιούς και τους λιανούς, πριν και μετά την κατοχή την τιμητική τους είχαν οι λιανοί χοχλιοί που ήταν νοστιμότατοι πιλάφι ή με χόνδρο, αλλά και τα μικρά χοχλίδια βραστά!
Τα μικρά αυτά καμπίσια χοχλίδια ήταν μικρά μεν αλλά περιζήτητα, και για τα παιδιά ένα σπορ συναγωνισμού, στο ποιο παιδί θα καταφέρει να φάει πιο πολλά! Τα ονομάζανε μάλιστα και «χοχλίδια του ούζου», γιατί ήταν ίσως ο εκλεκτότερος μεζές να συνοδέψει το ούζο της παρέας. Στη κατοχή πριν αλλά και μετά, ήταν στις Μοίρες δυο καφενεία που εκτός από καφέδες, πρόσφεραν και διάφορους μεζέδες, από κρέας μέχρι χοχλιούς! Εκεί συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες σέρβιραν χοχλίδια! Σέρβιραν λιανούς χοχλιούς βραστούς για κρασί, αλλά σέρβιραν επίσης και τα πολύ μικρά χοχλίδια για συνοδεία του ούζου! Όταν πήγαινε παρέα να καθίσει, επάνω στο μεταλλικό στρογγυλό τεζιάκι, τους άφηνε ο καφετζής τα ποτήρια με το κρύο νερό που διατηρούσε από το ψυγείο του πάγου, έφερνε ένα καραφάκι ούζο με τα ποτήρια του, και ένα πιατάκι με χοχλίδια. Τα χοχλίδια έλεγαν ήταν ο αποκλειστικός «μεζές για μερακλήδες»! Μέχρι τουλάχιστον το ΄55 συνέβαιναν αυτά, όπου σιγά – σιγά ξεχάστηκαν.
Όμως για πολλά χρόνια μέχρι και σήμερα οι καφετζήδες βράζουν χοχλιούς χονδρούς ή λιανούς, και σερβίρουν για το κρασί ή την μπύρα της παρέας.

 

Το ξύγκι του χοχλιού!

Ο χοχλιός ο χονδρός, λένε στην Κρήτη, πως αποτελείται από τη γλώσσα, το ξύγκι στη μέση και στο πίσω μέρος το λεγόμενο «αποκόλι», που είναι στριφτό. Το αποκόλι αν ο χοχλιός έχει φάει τροφή είναι μαύρο και έχει μια γεύση σαν χώμα. Το καλύτερο όμως και πιο νόστιμο σημείο του χοχλιού όταν είναι παχύς, είναι το λεγόμενο ξύγκι του, το οποίο βέβαια είναι σε στερεά μορφή, και ανοιχτού χρώματος. Κάποτε μάλιστα υπήρχε στα χωριά μια φράση που έλεγε:
-«Το ξύγκι του χοχλιού, του βάλανε στα μάθια και τον εποστραβώσανε, που δεν ήφεγγε ο κακομοίρης να δει ήντα ‘κανε»!

Η ιδιωματική βέβαια φράση αυτή, ήθελε να πει εν ολίγοις, πως κάποιον τον ξεγελάσανε κάποιοι, τον κορόιδεψαν, και δεν έβλεπε καθαρά την κατάσταση, για το τι έχε κάνει!

Όσο και να φαίνεται παράξενο, υπάρχει η λογική εξήγηση της φράσης αυτής, διότι πράγματι το ξύγκι του χοχλιού κάποτε έπαιζε το ρόλο του, όπως θα εξηγήσουμε παρακάτω.

 

Τα παιδιά στα χωριά τα έστελναν κάποτε τους καλοκαιρινούς μήνες οι γονείς τους στα έχνη, δηλαδή στη βοσκική των οικόσιτων ζώων του σπιτιού. Συνήθως δεν πήγαινε μόνο του το κάθε ένα παιδί, αλλά μαζί με άλλα παιδιά, αδέρφια ή ξαδέρφια, κυρίως για παρέα. Κάποιο όμως παιδί που βαριόταν να βλέπει τα ζώα, δηλαδή να τα προσέχει, προτιμούσε να την αράξει στον ύπνο κάτω από ένα παχύ και δροσερό ίσκιο μιας μεγάλης χαρουπιάς! Τα υπόλοιπα παιδιά που δεν τους άρεσε αυτή η κατάσταση, και αφού ήταν όλα διαολάκια, σκαρφίζονταν το εξής τραγελαφικό:

Τα παιδιά έσπαγαν με μια πέτρα ένα χονδροχοχλιό, έβγαζαν το ξύγκι του, το μάλασαν με τα δάχτυλα να λιώσει, και στη συνέχεια το έβαζαν να στάξει επάνω και στα δυο μάτια του κοιμισμένου! Το ξύγκι αυτό είχε την ιδιότητα σε μια ώρα περίπου να σκληραίνει πολύ και να γίνεται κολλώδης ουσία! Έτσι όταν το παιδί πήγαινε να ανοίξει τα μάτια του, δεν μπορούσε, αφού είχαν κολλήσει τελείως μεταξύ τους τα ματοτσίνορα, και το παιδί κατατρομαγμένο νόμιζε πως είχε στραβωθεί! Έτσι μετά την πρώτη λαχτάρα, αφού ζούσε με την αγωνία του τυφλού, ότι κάτι έπαθε δηλαδή στα μάτια και στραβώθηκε, οι άλλοι του έφερναν νερό να ξεπλύνει τα μάτια του, και φυσικά να πάρει το μάθημά του και να μην κοιμηθεί ξανά! Δεν τολμούσε βέβαια πλέον το υπναλέο παιδί να ξανακοιμηθεί στα έχνη, αλλά και κανένα άλλο παιδί της παρέας, από τον φόβο μην του κάνουν τα ίδια! Έτσι αν κάποιο από τα παιδιά σκεφτόταν να την αράξει για ύπνο, τότε πήγαινε κάπου μακριά σε ένα μυστικό σημείο να την πέσει, που να μην μπορούν να το ανακαλύψουν τα άλλα!

 

Το φάρμακο για το έλκος

Από την αρχαιότητα και την εποχή του Ασκληπιού, γνώριζαν οι άνθρωποι πως τα λιπαρά έκαναν καλό στο στομάχι. Σε πόνους του στομαχιού παλιά μας έδιναν οι μανάδες μας μια κουταλιά λάδι με ζάχαρη, και ο πόνος πέρναγε αμέσως! Το ξύγκι του χοχλιού ή χοχλιδόξυγκο, ήταν κι αυτό αποδεδειγμένα το τέλειο φάρμακο για το έλκος και πόνους στο στομάχι, γιατί απλούστατα και αυτό είναι λίπος. Ο άρρωστος με έλκος παλιά, έβραζε μια τσικαλιά χοχλιούς, και έτρωγε μόνο το ξύγκι! Αυτό αν το έκανε δυο τρείς φορές, τότε το ξύγκι αυτό είχε την ιδιότητα να κάθεται στα τοιχώματα της κοιλιάς και να κλείνει τις πληγές, και ο πόνος τους πέρναγε οριστικά αφού οι πληγές της κοιλιάς έκλειναν.

 

Ο χοχλιός και το… τσιμπούκι!

Τα παιδιά τους άρεσε να μαζεύουν χοχλιούς για να πάρουν αργά την ευκή της μάνας τους, και εκείνη να τους ψήσει αργά να φάνε κι αυτά και η οικογένεια. Πρόσεχαν όμως ιδιαιτέρως πού έβαζαν τα χέρια τους σε κουφάλες ή τρύπες, μην τυχόν κρύβεται κάποιος σκορπιός ή φίδι.
Τα διαβολόπαιδα βέβαια κάποτε κάνανε πολλά σαν βρίσκονταν στην εξοχή στα έχνη. Μπορούσαν να πάρουν ένα κονσερβοκούτι να του βάλουν νερό και να βράσουν χοχλιούς και να τους βγάζουν με μια μεγάλη αγκάθα αγριαχλαδιάς, ή ένα ξυλάκι που το έκαναν σαν οδοντογλυφίδα ξύνοντας το στην άκρη. Συνήθως τους έτρωγαν χωρίς αλάτι και σχεδόν ζωντανούς, ίσα να είχαν άρει μια βράση! Καμιά φορά κάποια παιδιά έφερναν αλάτι από το σπίτι, αλλά και αυτό ήταν δύσκολο, γιατί το απαγόρευε η μάνα, καθ’ ότι το αλάτι όπως και τα σπίρτα και το οινόπνευμα, ανήκαν στο μονοπώλιο του κράτους, και ήταν εξαιρετικά δυσεύρετα εκείνα τα χρόνια!
Άλλες φορές τα παιδιά άναβαν μια μικρή φωτιά σε κάποια καλλουργιά, και έκαναν οφτούς μερικούς χοχλιούς και τους έτρωγαν, σπάζοντάς τους με μια πέτρα.

Από τους βραστούς χονδροχοχλιούς που έτρωγαν, διάλεγε κάθε παιδί από έναν μεγάλο, τον τρυπούσαν στο πλάι, περνούσαν στην τρύπα μια καλαμιά, και έκαναν τον χοχλιό αυτό τσιμπούκι!
Σαν διαβολόπαιδα και τότε, ήθελαν να μιμούνται τους μεγάλους, και έτσι στο τσιμπούκι έβαζαν τρίματα από διάφορα δένδρα ή θάμνους. Έκοβαν μικρά κλαριά ελιάς, σκίνου, μυρτιάς, φασκομηλιάς ή ότι άλλο αρωματικό φυτό υπήρχε κοντά και με το μαχαιράκι έξυναν τρίματα και γέμιζαν το χοχλιδοτσιμπούκι τους! Άναβαν τα τρίμματα με ένα σπίρτο και κάπνιζαν τον χοχλιό σαν κανονικό τσιμπούκι! Βέβαια με τα τρίμματα αυτά μπορούσαν αν είχαν χαρτί να τα κάνουν και τσιγάρο!

 

Οι χοχλιοί του Μάρτη

Του Μάρτη οι χοχλιοί ήταν κατάλληλοι για φαγητό, γιατί ήταν παχείς, αφού χόρτα υπήρχαν άφθονα. Οι χοχλιοί τον Μάρτη έβγαιναν την νύχτα μετά από μια βροχούλα, η αν η βραδιά είχε πολύ δροσούλα. Ο πατέρας έπαιρνε ένα δυο παιδιά του με τα καλαθάκια τους, και πήγαιναν νύχτα στους χοχλιούς. Για να βλέπουν κρατούσαν στο χέρι με φαναράκια θυέλης, αργότερα λουξ, και καμιά φορά φακούς. Οι χοχλιοί σαλεύγανε παντού, στα πλάγια σε δρόμους, σε πλαγιές λόφων, σε τράφους, κοντά σε σωρούς με πέτρες, και περνώντας, έναν – έναν τον πετούσαν στο καλάθι. Μόλις όμως έβγαινε ο ήλιος ή φύσαγε αέρας, οι χοχλιοί εξαφανιζόταν, γιατί κρυβόταν και δεν φαινόταν. Έτσι ή θα έπρεπε να πάνε από τις 10 με 12 τη νύχτα για δυο ώρες, ή ξημερώματα το πρωί, να προλάβουν να βρουν μισό καλάθι και να τους πάνε στο σπίτι. Δεν τους μάζευαν όλους, για να μπορούν πάλι να αναπιαστούν, έτσι πατέρας έλεγε στα παιδιά, να μην τους μαζεύουν από τους δαμάκους (λοξές πλαγιές, γκρεμούς), μια και υπήρχε κίνδυνος να γλιστρήσουν και να πέσουν. Τέλος έφεραν τους χοχλιούς στο σπίτι αλλά επειδή είχαν φάει άγνωστα χόρτα, δεν ήταν σίγουροι για τυχόν δηλητηρίαση. Έπρεπε λοιπόν να τους «σακάσουν», δηλαδή να τους ταΐσουν μια καθαρή τροφή, και αφού την αποβάλουν, τότε μπορούσαν να φαγωθούν ελεύθερα. Έτσι τους έβαζαν σε ένα καλάθι ή κοφίνι, και τους έριχναν μέσα τραχανά από σιτάρι, ζυμάρι από αλεύρι σε τρίματα, η εν ανάγκη πέταγαν μέσα και ένα θυμάρι, που είναι ακίνδυνο και ο χοχλιός θα πάρει και από το άρωμα του. Οχι όμως αλμυρες τροφες όπως μακαρόνια γιατί έχουν αλάτι, το οποίο ψοφάει το χοχλιό αν τυχόν φάει. Όταν έτρωγαν αυτές τις κατάληλες τροφές οι χοχλιοί, σε δυο τρείς μέρες ήταν έτοιμοι για μαγείρεμα. Για να μην φεύγουν όμως οι χοχλιοί από το καλάθι ή το κοφίνι, έβαζαν σε ένα ντενεκάκι ελάχιστο νερό και πολύ αλάτι, και με ένα πανί έβρεχαν με αλατόνερο το εσωτερικό στο πάνω μέρος του καλαθιού ή της κοφίνας, και όταν έφτανε έως εκεί ο χοχλιός τον ενοχλούσε το αλάτι και ξαναγύριζε πάλι πίσω! Έτσι δεν μπορούσαν να δραπετεύσουν!
Όταν η μητέρα έψηνε στο σπίτι χοχλιούς, συνήθως τα μικρά παιδιά τους σιχαινόταν, γιατί τους θύμιζαν κάτι σαν σκουλήκια! Όμως οι γονείς επέμεναν να φάνε σαλιγκάρια, γιατί «είχαν ασβέστιο», και αν φάνε θα κάνουν γερά κόκκαλα, όμορφα δόντια! Τα δε κορίτσια αν φάνε θα κάνουν όμορφα κατσαρά μαλλιά, ωραία κορμοστασιά, και έτσι τα ξεγελούσαν για να τους φάνε!
Όμως τα εκπαίδευαν κιόλας να μην ρουφάνε τους χοχλιούς και καταπιούν κανέναν και πνιγούν, κι αν τον ρουφήξουν τους έλεγαν να τον κρατάνε σφιχτά με το χέρι! Είχαν μάλιστα φτιάξει και ειδικά πιρούνια ανοίγοντας περισσότερο το πρώτο δόντι, και αφού ήταν λιγάκι πιο ανοιχτό, διευκόλυνε έτσι ώστε να μπαίνει εύκολα στη κούπα του χοχλιού, και να τον «ξεφκαρώνει» ( βγάζει)!
Από τον χοχλιό έτρωγαν όπως έλεγαν τη γλώσσα και το ξύγκι, το αποκόλι το πέταγαν γιατί περιείχε τα κόπρανα του χοχλιού, ειδικά όταν ήταν μαύρο, οπότε θα ήταν και πικρό.
Τις άδειες χοχλιδόκουπες τις πέταγαν στη φωτιά να καούν, ή τις κοπάνιζαν και τις έριχναν στις κότες.

Για τον χοχλιό πάντα λέγανε πολλά καθώς και πολλές μαντινάδες.


Χοχλιδοβολοσέρματα δε θέλω μπλιό μαζί σου,
γιατί είδα αλλονού χοχλιού, σημάδια στο κορμί σου!


Το ξύγκι του λιανού χοχλιού θα πιάσω να πουλήσω,

να πάρω τα χρυσαφικά, να 'ρθώ να σε ζητήσω!


Αν παντιδόσει κοπελιά να κοιμηθώ μαζί σου,

χοχλιδοβολοσερμαθιά θα κάμω στο κορμί σου!


Τσι πετρογυριστούς χοχλιούς έχω καλλιά από τσ'άλλους,
γι αυτό και παίρνω βρούματα, οντέ θωρώ τροχάλους!


Στον Άη Γιώργη έταξα χοντρούς χοχλιούς μια κόφα,

να τη-ε κάμει μια βραδιά να μου χτυπά την πόρτα!


Θα έλεγα να τελειώσουμε και το σημερινό θέμα με μια συνταγή, πώς φτιάχνουμε χοχλιούς στιφάδο και κοκκινιστούς!

Πως κάνουμε τους χοχλιούς στιφάδο

Πάλι θα μας τα πει η κα Αμαλία Φραγκουλιτάκη από τη Γαλιά πως τους μαγειρεύει η ίδια στιφάδο, που την ευχαριστούμε:
-Για να φτιάξω στιφάδο ένα κιλό χοχλιούς, ξεκολλώ έναν – έναν τον χοχλιό, και κοιτάζω προσεκτικά αν υπάρχει κανένας χαλασμένος.
Πλένω τους χοχλιούς καλά, αφού τους έχω ξύσει τα πολλά – πολλά ξένα σώματα με το μαχαιράκι, και περιμένω να βγούνε από τα καπάκια τους.
Ξεχωρίζω όσους σαλεύουν, που έτσι είμαι σίγουρη πως είναι όλοι ζωντανοί!
Βάζω νερό στη κατσαρόλα με αλάτι μέχρι να βράσει. Ρίχνω αλάτι στους χοχλιούς για να ξαναμπούνε στο καβούκι τους, και τους ρίχνω στη κατσαρόλα για πέντε λεπτά βράσιμο.
Με μια τρυπητή κουτάλα βγάζω τα σάλια, και στη συνέχεια μετά τα πέντε λεπτά τους κατεβάζω και τους πλένω πάλι καλά.
Με μαχαίρι πάλι καθαρίζω ότι έχει απομείνει στο κέλυφος, μια και με το βράσιμο έχουν ήδη μαλακώσει, και βγάζω και τα στουμπώματα τους.
Όταν τους έχω καθαρίσει πολύ καλά, τους ξεπλένω πάλι, και τους τρυπάω έναν ένα με το πιρούνι από πίσω τους.
Οι λιανοί ειδικά θέλουν τρύπημα οπωσδήποτε. Στη συνέχεια αφού τους ξεπλύνω από τα τρίμματα που δημιουργούνται με το τρύπημα με δυο τρία νερά, τους στραγγίζω στο σουρωτήρι.
Στη κατσαρόλα βάζω λάδι αναλόγως την ποσότητα, και μόλις ζεσταθεί το λάδι, όχι να κάψει, ρίχνω τους χοχλιούς.
Ρίχνω αλάτι και ανακατεύω με χαμηλή φωτιά.
Έχω έτοιμα ένα κιλό κρεμμύδια κομμένα μακρόστενα, ανάλογα πάντα τους χοχλιούς, ή πέντε μεγάλα κρεμμύδια. Δεν με πειράζει αν τα κρεμμύδια είναι και δυο κιλά.
Έχω καθαρίσει και δέκα ντομάτες μικρές στον τρίφτη ή πέντε έξη μεγάλες.
Ρίχνω τα κρεμμύδια στο τσικάλι και ανακατεύω για πέντε λεπτά.
Στη συνέχεια ρίχνω και την ντομάτα, όχι νερό γιατί η ντομάτες κατεβάζουν!
Εάν βάλουμε ντομάτες από κουτί βάζουμε ένα κουτί της ντομάτας κονσέρβας ψιλοκομμένη, ή ένα κουτάλι της σούπας πελτέ, δυο φύλλα δάφνης, αλάτι πιπέρι, ένα κουταλάκι κύμινο και μισό κουταλάκι μπαχάρι. Αν θέλουμε σβήνουμε με κόκκινο κρασί, το στιφάδο θέλει κρασί.
Όποιος θέλει βάζει και δυο πατάτες αν έχει παιδιά, γιατί οι πατάτα συνήθως αρέσει σε όλα τα παιδιά.
Βέβαια το κανονικό στιφάδο χοχλιούς είναι μόνο κρεμμύδια κομμένα σε κομμάτια και όχι ολόκληρα. Τα ολόκληρα κρεμμυδάκια μπαίνουν μόνο στα κρέατα και στις σουπιές όταν είναι να τα κάνουμε στιφάδο.
Ψήσιμο μισή ώρα έως μια ώρα, και δοκιμάζουμε αν ξευκαρώνει (βγαίνει ολόκληρος) ο χοχλιός!

 

Κοκκινιστοί χοχλιοί

Η διαδικασία του πλυσίματος είναι ίδια και για κοκκινιστούς χοχλιούς, πάλι ενός κιλού.
Η διαφορά αρχίζει στο τσιγάρισμα. Ένα μεγάλο κρεμμύδι το ετοιμάζουμε στο μπλέντερ, και το ρίχνουμε στην κατσαρόλα με τους χοχλιούς με το λάδι λίγο να τσιγαριστούν μαζί.
Το λιωμένο κρεμμύδι, θα μας κάνει πιο νόστιμη τη σάλτσα μας! Βάζουμε 6 μεγάλες ώριμες ντομάτες ή δέκα περίπου μικρές έως μεσαίες φρέσκες, κομμένες κομματάκια. Ένα κουταλάκι της σούπας πελτέ, αλάτι πιπέρι, λίγο μπαχάρι και πάπρικα γλυκιά, όχι καυτερή γιατί μπαίνει το πιπέρι.
Ρίχνουμε και ένα φλιτζάνι νερό άμα δούμε ότι έφυγε το νερό της ντομάτας, και τα βάζουμε για μια ώρα ψήσιμο σε σιγανή πάντα φωτιά. Βέβαια ο συνολικός χρόνος στο να φτιάξουμε κοκκινιστούς χοχλιούς είναι περίπου τρεις ώρες μαζί με την προετοιμασία, για αυτό πρέπει να αρχίσουμε να τους ετοιμάζουμε από νωρίς.


(Ευχαριστούμε και πάλι τον κ Μύρωνα Μαραγκάκη για τις πληροφορίες με τις συνήθειες της εποχής του, καθώς και την μαγείρισσα κα Αμαλία για τις δυο συνταγές και τις φώτο στιφάδο και κοκκινιστούς)

 

Κείμενο : Γεώργιος Χουστουλάκης

 

Πηγή: https://maleviziotis.gr/2024/05/19/chochlioi-o-mezes-ton-ftochon-mesa-apo-ti-laografia-tis-kritis/

 

Νίκος ο Τρελάκιας: Ο μυθικός ρεμπέτης μάγκας

Νίκος ο Τρελάκιας: Ο μυθικός ρεμπέτης μάγκας - Το φονικό στην αγορά - Η περίεργη βεβήλωση του τάφου!

 


 

Έγραψε τραγούδια τα οποία ερμήνευσαν σπουδαίοι ρεμπέτες και ρεμπέτισες της εποχής του Μεσοπολέμου. Συνεργάστηκε με τον Τσιτσάνη και τον Βαμαβακάρη, είχε παραβατική συμπεριφορά και δολοφόνησε έναν διαβόητο κακοποιό με τον οποίο είχαν προηγούμενα.

 

Ελάχιστες από αυτές τις αφηγήσεις μπορούν να συγκριθούν με τη ζωή και έργα του Νίκου Μάθεση. Του θρυλικού βαρύμαγκα που έγινε γνωστός ως «Τρελάκιας» και με την ιδιάζουσα παραβατική συμπεριφορά του κατάφερε να επιβιώσει και να επιβληθεί στο πιο σκληρό μέρος της Ελλάδας του μεσοπολέμου. Στο γκέτο της Δραπετσώνας όπου από τον καπνό και τις νότες που έβγαιναν μέσα από τους τεκέδες ξεπήδησε ο δικός του μύθος.

 

Κρίνοντάς τον με αποκλειστικά σημερινούς όρους, θα ήταν εύκολο να χαρακτηριστεί φονιάς, χασικλής και παράνομος. Για τις συνοικίες του Πειραιά στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή όμως, ο Νίκος ο Τρελάκιας ήταν (όλα αυτά μεν, αλλά κυρίως) ένας άνθρωπος που έπαιξε και κέρδισε με τους κανόνες που έβαζε η ίδια η ζωή. Αν δεν ήσουν στην κορυφή της «τροφικής» αλυσίδας, θα σε έτρωγαν. Κι εκείνος φρόντισε να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να παραμείνει εκεί. Έτρωγε για να μην τον φάει κανείς.

 

Μέρος αυτής της διαδικασίας ήταν οι φραμπαλάδες, οι καυγάδες, οι μαγκιές, τα μαχαιρώματα, τα φονικά, οι μπάτσοι. Και φυσικά η αποτύπωση αυτής της έκλυτης και πολυτάραχης ζωής στους στίχους του ρεμπέτικου. Με περισσότερα από 100 τραγούδια γραμμένα από το χέρι του και απροσδιόριστο αριθμό άλλων των οποίων την πατρότητα δεν διεκδίκησε ποτέ, θεωρείται και είναι ένας από τους δημιουργούς που είχε στο μυαλό της η UNESCO.

 

Ας ακούσουμε όμως πώς περιέγραφε ο ίδιος τον εαυτό του στο τραγούδι που φέρει το όνομά του…

 

https://www.youtube.com/watch?v=D5iC3H_a9Tk&t=10s

 

 

Η «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» αποτελούνταν από τους Βαμβακάρη, Μπάτη, Παγιουμτζή και Δελιά. Κάτι σαν την «dream team» του ρεμπέτικου. Ο τελευταίος, ο Ανέστης Δελιάς ή Μαύρος Γάτος ή Αρτέμης (ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια, όπως τον αποκάλεσαν μετά το θάνατό του από ηρωίνη το ’44) ντύνει με τη φωνή του τους αυτοβιογραφικούς στίχους του «Τρελάκια». Του καλού παιδιού που κάνει καυγαδάκια. Που κυκλοφορεί με «κούφιο» -δηλαδή περίστροφο- και δίκοπη, που πάει να πει φαλτσέτα. Που τον ξέρουν οι γκόμενες κι οι νταβατζήδες. Και που για γούστο του τα έβαζε με όλους του νταήδες. Που ζούσε, δηλαδή, με βάση τους ιδιαίτερους κώδικες τους οποίους είχε δημιουργήσει η ίδια η ζωή των απόκληρων της ελληνικής κοινωνίας.

 

Από τα 15 χρόνια του στην ψαραγορά του Πειραιά, ο Νίκος Μάθεσης έπρεπε να διαλέξει την πορεία του. Ο πατέρας του τον έβγαλε από το σχολείο κι εκείνος αποφάσισε να κερδίσει τον σεβασμό με τον μόνο τρόπο που ήξερε. Με τη μαγκιά. Και έγινε ο πρώτος μάγκας. Υπολογίσιμος, απρόβλεπτος μα και σεβαστικός. Με ένα σύστημα αξιών δύσκολο να το αντιληφθούμε εμείς, αλλά απολύτως κατανοητό στο δικό του κόσμο. Παράλληλα γίνεται ένας από τους κορυφαίους στιχουργούς του περιθωριακού ρεμπέτικου. Ενός μουσικού είδους που γεννήθηκε στις φτωχογειτονιές, μιλούσε γι’ αυτές και για τις χαρές και τα πάθη των ανθρώπων της. Συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα ονόματα εκείνης της εποχής. Με καλλιτέχνες των οποίων σήμερα οι δουλειές κοσμούν τις δισκοθήκες μελών κάθε κοινωνικής τάξης, αλλά τότε κυκλοφορούσαν με τη στάμπα του «ρεμπέτη», του «χασικλή», του «πρεζάκια».

 

Η ευαίσθητη και καλλιτεχνική πλευρά του

Εκτός από στίχους, ο Μάθεσης ζωγράφιζε. Σκάρωνε γελοιογραφίες. Έλεγε ανέκδοτα. Διηγούνταν ιστορίες. Του άρεσαν τα γράμματα. Είχε μια καλλιτεχνική φύση που οπουδήποτε αλλού θα έβρισκε άλλες παράλληλες… δραστηριότητες προκειμένου να εκδηλωθεί και όχι μέσα από τα νταηλίκια στους τεκέδες ή τις φασαρίες στα πέριξ του Πειραιά. «Ονειρευόμουν τον παράδεισο και βρέθηκα στην κόλαση. Σε μια Βαβυλωνία κακοποιών όπου τον πρώτο λόγο είχε το δίκοπο για ψύλλου πήδημα», έλεγε.

 

Τραγούδια του ερμήνευσε η Ρόζα Εσκενάζυ. Βοήθησε τον Βαμβακάρη (τον πράο και ήσυχο χασάπη, όπως τον έλεγε) να ηχογραφήσει τα πρώτα κομμάτια του. Αν και κάποτε του είχε καρφώσει δύο πιρούνια στον πισινό, πάνω σε καυγά! Μετά τον πόλεμο συνεργάστηκε με τον Παπαϊωάννου και τον Τσιτσάνη την εποχή που το ρεμπέτικο άρχισε να βγαίνει από τα καταγώγια και το μπουζούκι να κερδίζει μια θέση στην «κοσμική» Αθήνα. Εκείνος, όμως, είχε μάθει αλλιώς… Γούσταρε τις ιδιότυπες λέσχες για τις οποίες διαβατήριο ήταν το βιογραφικό του.

 

Όλοι οι κουτσαβάκηδες τον υπολόγιζαν και λογάριαζαν διπλά και τριπλά πριν τα βάλουν μαζί του. Πολλές φορές πήγαινε εκείνος να τους βρει. Στην Τρούμπα, στα Καρβουνιάρικα, Στην Πειραϊκή, στα Γύφτικα. Εκεί όπου οι μάγκες περπατούσαν μ΄ένα τσιγαριλίκι στο στόμα κι αν τύχαινε να συναντήσουν αστυνομικό, όχι μόνο δεν το πέταγαν, αλλά επιδεικτικά έδειχναν και το μέρος που βάσταγαν το μαχαίρι τους. Οι Αρχές έπαιρναν ρεβάνς με τις εφόδους στα στέκια τους, μαζικές συλλήψεις και κυνηγητά. Φυσικά δεν συμπαθούσε τους αστυνόμους με την βασιλική κορώνα στο καπέλο, αλλά εκείνο που τον εξόργιζε περισσότερο στις εφόδους ήταν η έλλειψη σεβασμού την ώρα που ακουγόταν το ταξίμι. Το αυτοσχέδιο σόλο του ρεμπέτη. «Όταν παίζει ο μπουζουξής το ταξίμι του, κανείς δε μιλάει λες και γίνεται ιεροτελεστία σε ναό του Βούδα», όπως είχε γράψει στα απομνημονεύματά του το 1969…

 

Η δολοφονία και η αλλόκοτη συμφωνία με το θύμα

Ένας ανοιχτός λογαριασμός μεταξύ του Τρελάκια και του Κώστα Στρίγκλα, οδήγησε σε φονικό το 1938. Ο ξακουστός κακοποιός και «μάγκας» της Φρεαττύδας θέλησε να εκδικηθεί τον Μάθεση και ένα απόγευμα τον αιφνιδίασε στην αγορά. Του επιτέθηκε με μαχαίρι και τον τραυμάτισε στο λαιμό, την πλάτη και τον ώμο. Ο Τρελάκιας πρόλαβε και τράβηξε το περίστροφό του, τον πυροβόλησε τέσσερις φορές και τον σκότωσε.

 

«Οπλοφορούσα πάντα, είχα δύο πιστόλια γεμάτα, γιατί είπαμε, ότι πάντα, κάθε στιγμή, η ζωή σου κρεμόταν από μία τρίχα, υπήρχε φόβος να σε φάνε σε ένα λεπτό», δήλωσε πολλά χρόνια μετά το περιστατικό.

 

Όταν βγήκε από το νοσοκομείο κρίθηκε προφυλακιστέος μέχρι τη δίκη του. Λίγο καιρό αργότερα αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι βρισκόταν σε άμυνα τη στιγμή της δολοφονίας.

 

Οι δύο άντρες οι οποίοι στο παρελθόν είχαν βρεθεί αντιμέτωποι αρκετές φορές είχαν κάνει μία συμφωνία με βέβηλο περιεχόμενο. Ο Τρελάκιας την «τήρησε». Όπως ο ίδιος την περιέγραψε αργότερα «τη Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον τάφο του και μαστούριασα και μετά έχεσα! Γιατί το ’χαμε πει, ότι όποιος καθαρίσει από τους δύο θα πάει να χέσει στον τάφο του αλλουνού! Και έτσι έκανα».

 

Ο Νίκος Μάθεσης πέθανε στις 27 Απριλίου 1975.

 

 

Πηγή: https://www.pentapostagma.gr/politismos/istoria/7240412_nikos-o-trelakias-o-mythikos-rempetis-magkas-foniko-stin-agora-i

 

«ΑΝΤ' ΑΜΑΝ ΠΑΛΙΚΑΡΙ» (Παππίσιος) - Σουφλί Έβρου

«ΑΝΤ' ΑΜΑΝ ΠΑΛΙΚΑΡΙ» (Παππίσιος) - Σουφλί Έβρου

 


 

Ιδιότυπος χορός από το Σουφλί του Έβρου, ο οποίος ονομάζεται «Παππίσιος», καθώς λόγω της αργής του ρυθμικής αγωγής, ήταν ιδιαιτέρως αγαπητός στους παππούδες, εν γένει στους ηλικιωμένους κατοίκους. Πρόκειται για χορό με θηλυκωτή λαβή (αγκαζέ), και ιδιότυπο βήμα, το οποίο ταυτίζεται με τον Καγκελάρη του χωριού Παππαδάτες Πρέβεζας. Ουσιαστικά, πρόκειται για πολύ παλιό, αργό, τελετουργικό χορό της περιοχής.

 

Οι στίχοι του τραγουδιού είναι διαδεδομένοι ευρύτατα στον ελλαδικό χώρο, σε πληθώρα παραλλαγών. Από τον Πόντο και την Καππαδοκία, ως τη Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο και την Πελοπόννησο, συναντώνται πολλές παραλλαγές του τραγουδιού, οι οποίες γυρνούν γύρω από το ίδιο θέμα. Η Μιράντα Τερζοπούλου (2018), αναφέρει σχετικά:

 

«Τραγούδι-ύμνος για το σφρίγος της νιότης και τη μύηση στους ερωτικούς καημούς, ευρύτερα διαδεδομένο στη Θράκη με διάφορες μελωδίες. Η εξαιρετική στιχουργική και η αναφορά στην οθωμανική πρακτική της βίαιης στρατολόγησης νέων αγοριών για τη στελέχωση των ταγμάτων των Γενιτσάρων υποδεικνύουν, ίσως, την παλαιότητα του τραγουδιού. Η συγκεκριμένη παραλλαγή προέρχεται από το Σουφλί Έβρου, όπου συνοδεύει τον παππίσιο, ιδιαίτερο τοπικό χορό σε αργό τελετουργικό ρυθμό 4/4, με λαβή από τους αγκώνες ή απ’ τα ζωνάρια, απ’ τους λίγους που ξεκινούν με το αριστερό πόδι».

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ: Χορωδία Κ.Α.Π.Η. Σουφλίου

Γκάιντα: Θανάσης Σοφοτάσιος

Ημερομηνία ηχογράφησης: 06/12/1995

Έρευνα-Καταγραφή: Άννα Μιχαλακέλη, Λάμπρος Λιάβας, Μιράντα Τερζοπούλου, Χάρης Σαρρής

 

Ακούστε το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=vONhk8cyj_8

 

Οι στίχοι:

Άντα ’μαν παλικά-να-ρι δώδεκα χρουνώ

άντα ’μαν παλικά-να-ρι δώδεκα χρουνώ

στα σίδιρα πατού-νου-σα κι έβγαζα νιρό

στα μάρμαρα πατού-νου-σα και γονάτιζα

γενίτσαρο με πή-νι-ραν πέρα στη Φραγκιά

γενίτσαρο με πή-νι-ραν πέρα στη Φραγκιά

να μάθου το δοξά-να-ρι και τον πόλεμο

να μάθου το δοξά-να-ρι και τον πόλεμο

μηδέ το δοξάρι έμαθα μηδέ τον πόλεμο

μηδέ το δοξάρι έμαθα μηδέ τον πόλεμο

μόν’ ’μαθα την αγά-να-πη την παντέρημη

μόν’ ’μαθα την αγά-να-πη την παντέρημη.

 

----

 

Άντα ’μαν παλικάρι δώδεκα χρουνώ

στα σίδιρα πατούσα κι έβγαζα νιρό

στα μάρμαρα πατούσα και γονάτιζα

γενίτσαρο με πήραν πέρα στη Φραγκιά

να μάθου το δοξάρι και τον πόλεμο

μηδέ το δοξάρι έμαθα μηδέ τον πόλεμο

μόν’ ’μαθα την αγάπη την παντέρημη.

 

 

Πηγή: youtube.com #greek_folk_music #thrace

Φωτογραφία: el.wikipedia.org

 

 

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

Έθιμα “θανάτου” άλλων εποχών που σημάδεψαν τις αναμνήσεις μας

Έθιμα “θανάτου” άλλων εποχών που σημάδεψαν τις αναμνήσεις μας

 

Έθιμα “θανάτου”: Στη χώρα μας και σε πολλές άλλες βέβαια, οι νεκροί, τα έθιμα και το τελετουργικό που συνόδευε τον θανόντα και τους οικείους, άγγιζε την ιερότητα.

 

 

Κανόνες απαράβατοι που τείνουν να εξαλειφθούν ειδικά στις μεγαλουπόλεις.

Έθιμα, υπερβολικά σε κάποιες περιπτώσεις, όπου συμφωνούσες ή όχι, θα έπρεπε να τα τηρήσεις καθώς έτσι έδειχνες πως θρηνείς την απώλεια του δικού σου ανθρώπου. Βέβαια, τα έδειχνες στον κόσμο, καθώς – ως είθισται – αυτοί έκριναν αν πενθείς όσο πρέπει.

 

Τα συγκεκριμένα έθιμα είναι περασμένων δεκαετιών, μεγαλώσαμε με αυτά, ενώ σήμερα τηρούνται κάποια από αυτά κυρίως σε χωριά της επαρχίας που έχουν περισσότερο στο μυαλό τους το τι θα πει ο κόσμος, παρά το πώς αισθάνονται οι ίδιοι.

 

Εννοείται πως υπάρχουν κι εκείνοι που βιώνουν διαφορετικά την απώλεια και τηρούν το δικό τους πρωτόκολλο πένθους σε ένδειξη πόνου και σεβασμού στον νεκρό.

 

Αλλά ας θυμηθούμε παρακάτω κάποια έθιμα πένθους με τα οποία μεγαλώσαμε και θυμόμαστε με νοσταλγία τώρα που έχουμε μεγαλώσει. Έθιμα που ως μικρά παιδιά μάς ενοχλούσαν, αλλά τώρα ως ενήλικες αποτελούν μια γλυκιά ανάμνηση μιας άλλης νοσταλγικής εποχής. Αλλά, ευτυχώς με το πέρασμα των χρόνων σταμάτησαν να τα τηρούν με ευλάβεια και συνειδητοποιούν πως το πένθος και η διαχείρισή του είναι προσωπική υπόθεση και δεν μπαίνει σε… κοινωνικές προσταγές!

 

Ο νεκρός έπρεπε να είναι ντυμένος με ρούχα άπιαστα, δηλαδή καινούρια, να μην έχουν ξαναφορεθεί. Παλαιότερα το νεκρό άντρα τον έντυναν με τη βράκα, ενώ την γυναίκα με τα βρακιά. Αν πέθαινε ανύπαντρη κοπέλα, της φορούσαν πέπλο. Το νεκρό τον τύλιγαν με ένα σεντόνι και τον τοποθετούσαν στο πάτωμα, στο κέντρο του δωματίου με τα πόδια προς τον Προφήτη Ηλία. Για το νεκρό έραβαν ένα μαξιλαράκι, μέσα στο οποίο έβαζαν λουλούδια αγιότικα, δηλαδή ξερά λουλούδια παρμένα από την Παναγιά.

 

Τα ραπτικά που χρησιμοποιούσαν (ψαλίδι, κλωστή, βελόνα) έπρεπε να μπουν μαζί με το νεκρό. Απαραίτητη θεωρούνταν και θεωρείται η κάλυψη όλων των καθρεφτών με ένα πανί. Ήταν απαραίτητο για το θανόντα να μείνει την τελευταία νύχτα στο σπίτι του, όπου τον ξαγρυπνούσαν συγγενείς, γείτονες και φίλοι. Οι άνδρες ξενυχτούσαν στο καφενείο και οι γυναίκες στο σπίτι μαζί με το νεκρό. Κατά τη διάρκεια της αγρύπνιας κερνούσαν καφέ, στραγάλια με σταφίδες και φρούτα της εποχής.

 

Φέρετρα δεν υπήρχαν παλιά. Υπήρχε ένα φέρετρο στο χωριό το οποίο κατείχε η εκκλησία και το δάνειζε. Όταν ήταν ώρα να βγει ο νεκρός από το σπίτι, για να μεταφερθεί στην εκκλησία, έφερναν το φέρετρο και τον τοποθετούσαν μέσα. Την ώρα που έβγαινε ο νεκρός από την πόρτα του σπιτιού, έριχναν ένα κουβά νερό και έσπαγαν ένα πιάτο ή ένα σταμνί, που σήμαινε πως ο νεκρός θα έπαιρνε μαζί του, στον τάφο, όλα τα κακά και τις πίκρες. Εθιμοτυπικό που γίνεται και σήμερα.

 

Την ώρα της ταφής έβγαζαν το νεκρό από το φέρετρο και τον έθαβαν με το σεντόνι. Την ώρα που τον έβαζαν μέσα στον τάφο, ο νεκροθάφτης τοποθετούσε πάνω στο στόμα του νεκρού ένα κομμάτι κεραμίδι, που συμβόλιζε πως, όπως έγινε χριστιανός με το βάπτισμα, πεθαίνει χριστιανός πιστεύοντας στην Αγία Τριάδα που, σύμφωνα με τον Άγιο Σπυρίδωνα, συμβολίζεται με το κεραμίδι που αποτελείται από χώμα, νερό και φωτιά.

 

Η οικογένεια του θανόντος απαγορευόταν να φάει κρέας για εννιά μέρες. Επίσης, για ένα χρόνο απαγορευόταν να φτιάξει γλυκά ή να δεχτεί γλυκά, γιατί θεωρούσαν πως έτσι κερνούσαν το χάρο. Αυτά είναι πιστεύω και των ημερών μας. Τέλος, αν ο θανών ήταν άνδρας, οι φίλοι του για να τον τιμήσουν δεν πήγαιναν στο καφενείο για μια εβδομάδα.

 

Δεν υπάρχει γωνία στην Ελλάδα όπου να μην έχει τραγουδηθεί αυτή η μαύρη και πικρή στιγμή του αγύριστου ταξιδιού, όπου οι σπαραχτικές κραυγές και τα θλιβερά και πικραμένα λόγια του μοιρολογιού να μην έχουν σχίσει τις καρδιές, χαροκαμένες ή μη.

 

Μαζί με τους συγγενείς και φίλους το νεκρό ξενυχτούσαν οι μοιρολογίστρες, ο αριθμός των οποίων εξαρτιόταν από τις γνωριμίες του νεκρού. Κάθονταν στο πάτωμα, μοιρασμένες οι μισές δεξιά του νεκρού και οι άλλες μισές αριστερά του, έβγαζαν τα μαντήλια, έλυναν τα μαλλιά τους, τα έριχναν μπροστά και άρχιζαν το μοιρολόι.

 

Άρχιζε η μία, συνήθως αυτή που ήξερε πολλά μοιρολόγια, και ακολουθούσαν οι άλλες. Οι υπόλοιποι, συγγενείς και φίλοι, κάθονταν γύρω από το νεκρό, μα δεν μοιρολογούσαν. Αν το άτομο ήταν νέο ή υπήρχε οικονομική δυνατότητα, καλούσαν επαγγελματίες που ήταν ξακουστές για το μοιρολόι τους.

 

Τηλεόραση

Αλήθεια, μπορείς να φανταστείς σήμερα τον εαυτό σου χωρίς τηλεόραση; Και μάλιστα για τόσες μέρες; Κι, όμως, τότε ήταν… απαράβατος νόμος: η τηλεόραση έκλεινε λόγω πένθους. Μάλιστα, κάποιοι έριχναν κι ένα πανί πάνω για να τη σκεπάσουν. Και να είναι η εποχή που έχει ξεκινήσει η “Τόλμη και Γοητεία”, όλοι έχουμε πάθει παράκρουση με τον Ριτζ, την Καρολάιν και τη Μπρουκ και η τηλεόραση να πρέπει να κλείσει γιατί πέθανε η γιαγιά. Βέβαια, μετά τις 40 μέρες άνοιγε, αλλά χαμήλωνε με το που ακουγόταν κάποιο τραγούδι. Ακόμη και σε διαφήμιση. Πανί, όμως, έβαζαν και στους καθρέφτες, ειδικά τη μέρα της κηδείας.

 

Μουσική και τραγούδια

Σίγουρα, για 40 μέρες τα τραγούδια απαγορεύονταν. Πολλοί, όμως, τηρούσαν για πολύ καιρό ακόμη το συγκεκριμένο έθιμο κι έκαναν μήνες να βάλουν ξανά μουσική στο σπίτι. Εδώ, υπήρχε μια λογική πως το τραγούδι είναι μορφή διασκέδασης και χαράς που δεν ταιριάζουν στο πένθος.

 

Ζαχαροπλαστική στο σπίτι μας

Το συγκεκριμένο ούτε ως παιδί, ούτε τώρα ως μεγάλη δεν κατάφερα ποτέ να το κατανοήσω. Στο σπίτι που είχαν πένθος, δεν έφτιαχναν γλυκά. Ίσως γιατί τα χρόνια εκείνα γλυκά έφτιαχναν μόνο σε γιορτές και όχι όπως σήμερα, ανά πάσα ώρα και στιγμή, οπότε θεωρούσαν ότι ήταν ένδειξη χαράς που δεν ταίριαζε με το πένθος; Μπορεί. Αυτό που θυμάμαι είναι πως χρυσώναμε τη μαμά για ένα κέικ, αλλά πήγαιναν στο βρόντο τα παρακάλια. Επίσης, για έναν χρόνο δεν έφτιαχναν τα γλυκά των μεγάλων εορτών: μελομακάρονα, κουραμπιέδες τα Χριστούγεννα, κουλούρια, τσουρέκια το Πάσχα. Υπήρχαν, όμως, οι γειτόνισσες και οι συγγενείς που από τις πρώτες μέρες του πένθους και όσο διαρκούσε, έφερναν γλυκά στο σπίτι.

 

Στολισμός

Μέχρι να συμπληρωθεί ένας χρόνος από τον θάνατο του δικού σου ανθρώπου, δεν στόλιζες τα Χριστούγεννα. Ούτε δέντρο, ούτε φωτάκια, ούτε τα γλυκά όπως αναφέραμε παραπάνω. Βέβαια, αν είχαν περάσει αρκετοί μήνες από τον θάνατο, και στο σπίτι υπήρχαν μικρά παιδιά, γινόταν μία εξαίρεση. Στόλιζαν μόνο το δέντρο και τα φωτάκια τα άναβαν για λίγο. Επίσης, ειδικά στα χωριά που είναι μια κλειστή κοινωνία, οι γονείς ενημέρωναν τα παιδιά ποια σπίτια πενθούν κι έτσι δεν περνούσαν να πούνε τα κάλαντα!

 

Αποχή από τη γιορτή του Πάσχα

Εντάξει, το συγκεκριμένο έθιμο ήταν από τα λίγα που ως παιδί κατανοούσα. Και μόνο η φράση “θα φάει ψητό αρνί” που υποδηλώνει χαρά και ικανοποίηση, δεν ταιριάζει με το πένθος. Οπότε, σε αυτές τις περιπτώσεις το φαγητό έμπαινε στον φούρνο, το Πάσχα το περνούσαμε κυρίως οικογενειακά χωρίς τραγούδια, ενώ πολλοί πενθούντες δεν πήγαιναν το βράδυ στην Ανάσταση. Ωστόσο, αυτό είναι ένα μεγάλο λάθος, αφού την Ανάσταση έχουμε χαρά που αναστήθηκε ο Χριστός και σίγουρα το χαρμόσυνο αυτό νέο δε σηκώνει κανένα πένθος.

 

Μαύρο καλσόν

Οι γυναίκες φορούσαν μαύρα για έναν χρόνο. Με τον καιρό το διάστημα μειωνόταν στους 9 μήνες, στους 6 ή στους τρεις. Παλαιότερα φορούσαν και μαύρο καλσόν, ακόμα και μέσα στο καλοκαίρι. Αν επρόκειτο για χήρα, παλιά τα μαύρα τα φορούσε μέχρι το τέλος της ζωής της, ενώ αν ήταν μεγαλύτερης ηλικίας φορούσε και μαντήλι. Επίσης, την περίοδο του πένθους δεν μακιγιάρονταν, δεν έβαφαν τα νύχια, δεν φορούσαν κοσμήματα τύπου λευκές πέρλες.

 

Οι άνδρες, πάλι, φορούσαν για 40 μέρες μία μαύρη κορδέλα στο μπράτσο. Ή μαύρη γραβάτα. Κάποιοι για 40 μέρες δεν ξυρίζονταν, ούτε κουρεύονταν ως ένδειξη πένθους.

 

Οι προσκλήσεις για γάμους και βαφτίσεις εννοείται πως έρχονταν, αλλά λόγω πένθους δεν πήγαιναν. Επίσης, αν το πρόσωπο που είχε φύγει, ήταν κοντινό, αναβαλλόταν ο γάμος για έναν χρόνο, μέχρι δηλαδή να ξε-πενθήσουν! Επίσης, οι πενθούντες δεν πήγαιναν σε γιορτές ή πάρτι γενεθλίων, και δεν έκαναν – εννοείται – γιορτές και τραπεζώματα στο δικό τους σπίτι, λόγω πένθους.

 

Πηγή: tromaktiko.gr