Ο Ιανουάριος
στην Παράδοση
Ο πρώτος μήνας του έτους, κοινώς
Γενάρης. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του θεού των Ρωμαίων Ιανού, ο οποίος
θεωρούταν προστάτης των πρώτων αρχών και αιτίων. Η καθιέρωσή του ως πρώτου μήνα
του έτους έγινε το 450 π.Χ. από τους Ρωμαίους. Για τους αρχαίους Έλληνες η
πρώτη του έτους ήταν η 21η Ιουνίου. Οι Βυζαντινοί ακολούθησαν
τους Ρωμαίους στο ζήτημα του ημερολογίου και έτσι καθιέρωσαν τον Ιανουάριο ως
πρώτο μήνα, πράγμα που διατηρήθηκε και στο Ιουλιανό ημερολόγιο και
εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.
Ο λαός μας έχει διάφορες
ονομασίες για τον Ιανουάριο. Ο Γενάρης είναι & Γεννολοητής, παρετυμολογικά,
γιατί τότε γεννοβολούν τα κοπάδια, Γατομήνας, επειδή σ’ αυτόν ζευγαρώνουν οι
γάτες & Μεσοχείμωνος, γιατί είναι ο μεσαίος από τους 3 μήνες του χειμώνα.
Ακόμα Κρυαρίτης (στη Μάνη) για το τσουχτερό του κρύο, αλλά & Γελαστός για
τις Αλκυονίδες ημέρες του. Κλαδευτής & Καλεντέρης (Πόντος - Καππαδοκία) από
τα Κάλαντα (Καλένδες) της αρχιχρονιάς. Τέλος είναι Τρανός, Πρωτάρης, Μεγάλος
μήνας ή Μεγαλομηνάς, γιατί είναι ο 1ος μήνας του έτους με 31 ημέρες,
αντίθετα με τον Κουτσό, τον Κουτσοφλέβαρο που ακολουθεί.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
Προετοιμάζουν τα γεωργικά τους εργαλεία, όταν υπάρχουν βροχές ή χιόνια.
Προετοιμάζουν τα γεωργικά τους εργαλεία, όταν υπάρχουν βροχές ή χιόνια.
Μεταφέρουν κοπριά στα κτήματα.
Εκχερσώνουν χωράφια ή διορθώνουν φράχτες.
Κάνουν αποστραγγιστικά χαντάκια.
Ανοίγουν λάκκους γύρω από τα δέντρα για να δεχτούν περισσότερη βροχή ή τα ασβεστώνουν
Σπέρνουν πρώιμα μπιζέλια, κουκιά, κρομμύδια.
Φυτεύουν τα φυλλοβόλα δέντρα (κερασιά, βυσσινιά, βερικοκιά, ροδακινιά κλπ.), αγκινάρες, φράουλες, σπαράγγια.
Λιπαίνουν τα δέντρα με χωνεμένη κοπριά.
Κλάδεμα ελαιόδεντρων.
Επισκευή & βάψιμο κυψελών.
Αρχίζει το άρμεγμα των προβάτων.
Οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό κιλίμια και βελέντζες, έπλεκαν & έραβαν.
Εκχερσώνουν χωράφια ή διορθώνουν φράχτες.
Κάνουν αποστραγγιστικά χαντάκια.
Ανοίγουν λάκκους γύρω από τα δέντρα για να δεχτούν περισσότερη βροχή ή τα ασβεστώνουν
Σπέρνουν πρώιμα μπιζέλια, κουκιά, κρομμύδια.
Φυτεύουν τα φυλλοβόλα δέντρα (κερασιά, βυσσινιά, βερικοκιά, ροδακινιά κλπ.), αγκινάρες, φράουλες, σπαράγγια.
Λιπαίνουν τα δέντρα με χωνεμένη κοπριά.
Κλάδεμα ελαιόδεντρων.
Επισκευή & βάψιμο κυψελών.
Αρχίζει το άρμεγμα των προβάτων.
Οι γυναίκες ύφαιναν στον αργαλειό κιλίμια και βελέντζες, έπλεκαν & έραβαν.
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
ΠΟΔΑΡΙΚΟ
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ.
Σε μερικά μέρη της πατρίδας μας παίρνει μορφή πραγματικής μαγικοδεισιδαιμονικής
τελετουργίας. Προσέχουν(-ουμε) να συναντήσουν ή να δεχτούν πρώτο στο σπίτι τους
πρόσωπο που θα τους φέρει καλοτυχία, για εκείνη την ημέρα αλλά και για όλο το
έτος κυρίως. Σε μερικούς τόπους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την καλοχρονιά, το
ποδαρικό το κάνει ο ίδιος ο νοικοκύρης ή ο πρωτότοκος γιος ή ένα τυχερό παιδί.
Η είσοδός του μάλιστα συνοδεύεται με ορισμένες πράξεις ή ευχές. Στην Αμοργό το
ποδαρικό το κάνει κάποιο μέλος της οικογένειας, καθώς γυρίζει από την εκκλησία
μ’ ένα εικονισματάκι στο χέρι. Μπαίνει 2 βήματα στο σπίτι λέγοντας: «μέσα
καλό!». Γυρίζει πάλι 2-3 βήματα πίσω και ξαναλέγει: «κι όξω κακό». Το κάνει
αυτό 3 φορές. Τέλος, λέγοντας «μέσα καλό!» πετά ένα ρόδι να σπάσει μέσα στο
σπίτι. Τα σπυριά του ροδιού που σκορπίζονται ολόγυρα, συμβολίζουν την αφθονία
και την ευτυχία του σπιτιού. Κατόπιν τρώνε μια δαχτυλιά μέλι όλοι, για να είναι
γλυκιά η ζωή τους όλο το χρόνο… Στην Αράχοβα μαζί με το ρόδι κρατούν κι ένα
λιθάρι που το «εξοστρακίζουν» αποβραδίς, το αφήνουν δηλαδή τη νύκτα κάτω από τα
άστρα. «Σαν το λιθάρι γεροί και σαν το ρόιδι γεμάτοι», φωνάζουν πετώντας τα.
«ΑΜΙΛΗΤΟ
ΝΕΡΟ».
Ήταν ένα νερό, που το έπαιρναν ιεροτελεστικά από την πηγή (κρυφά &
πρωί-πρωί, αφήνοντας εκεί ένα κομμάτι απ’ τη βασιλόπιτα, που την είχαν αλείψει
με βούτυρο & μέλι, για να ‘ναι το σπίτι τους γλυκό και ειρηνικό όλο το
χρόνο), με απόλυτη σιωπή (δεν έπρεπε να μιλήσουν σε κανέναν, μέχρι να γυρίσουν
στο σπίτι τους) & μ’ αυτό έπλεναν το πρόσωπό τους οι σπιτικοί &
ράντιζαν τους χώρους, με την ενδόμυχη ευχή «όπως τρέχει το νερό, έτσι να
τρέχουν και τα καλά στο σπίτι». Αν μιλούσαν σε κάποιον, πριν γυρίσουν στο
σπίτι, το «αμίλητο νερό» έχανε τις μαγικές του ικανότητες.
ΑΓΡΙΟΚΡΕΜΜΥΔΟ
ή ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΙΤΣΑ: Έφερναν
& φέρνουν στο σπίτι για την Πρωτοχρονιά το βολβοφόρο φυτό για καλοτυχία.
Την κρεμούν στις εξώπορτες των σπιτιών, «…κατά του βασκάνου οφθαλμού»
ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ. Σύμβολο της Πρωτοχρονιάς. Είναι
παρούσα σ’ όλα τα σπίτια, σε χωριά & πόλεις. Το έθιμο θέλει να κόβεται και
να μοιράζεται τελετουργικά (σταυρώνεται με το μαχαίρι, απ’ τον νοικοκύρη του
σπιτιού, χαράσσεται στα 4 & αποδίδεται το 1ο κομμάτι στο Χριστό,
το 2ο στον Αγ. Βασίλη, το 3ο στο σπίτι και το υπόλοιπο
στα μέλη της οικογένειας) και το νόμισμα ή το όποιο άλλο σημάδι κρύβεται σ’
αυτή, θα δείξει τον ευνοούμενο της, για τη νέα χρονιά. Το κόψιμο της
βασιλόπιτας είναι από τα ελάχιστα αρχέγονα έθιμα που επιβιώνουν. Στην
αρχαιότητα υπήρχε το έθιμο του εορταστικού άρτου, τον οποίο σε μεγάλες
αγροτικές γιορτές οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν στους θεούς. Τέτοιες γιορτές
ήταν τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια. Στα Κρόνια, εορτή του θεού Κ(Χ)ρόνου, που
λατρεύονταν στην Ελλάδα και στα Σατουρνάλια (saturnalia) της Ρώμης, έφτιαχναν
γλυκά και πίττες, μέσα στα οποία έβαζαν νομίσματα και σε όποιον τύχαινε το
κομμάτι, ήταν ο τυχερός της παρέας... Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με
τη βασιλόπιτα.
Η
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ: Μια ιστορία που συνέβη πριν από
1500 χρόνια περίπου, στην πόλη Καισαρεία της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο
Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισαρείας και ζούσε αρμονικά με τους
συνανθρώπους του, με αγάπη, κατανόηση και αλληλοβοήθεια. Κάποια μέρα όμως, ένας
αχόρταγος στρατηγός - τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι
θησαυροί της πόλης της Καισαρείας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την
κατακτήσει και να την λεηλατήσει. Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα
προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός
αποφασισμένος με το στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισαρεία. Μπήκε με την
ακολουθία του και ζήτησε να δει το Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στο ναό και
προσευχόταν. Με θράσος και θυμό ο αδίστακτος στρατηγός απαίτησε το χρυσάφι της
πόλης καθώς και ότι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε
ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχια,
δεν είχαν να δώσουν τίποτε αξιόλογο στον άρπαγα στρατηγό. Ο στρατηγός με το που
άκουσε αυτά τα λόγια θύμωσε ακόμα περισσότερο και άρχισε να απειλεί τον Μέγα
Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει πολύ μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί
να τον σκοτώσει. Οι χριστιανοί της Καισαρείας αγαπούσαν πολύ το Δεσπότη τους
και θέλησαν να τον βοηθήσουν. Μάζεψαν λοιπόν από τα σπίτια τους ότι χρυσαφικά
είχαν και του τα προσέφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν.
Στο μεταξύ ο ανυπόμονος στρατηγός κόντευε να σκάσει από το κακό του. Διέταξε
αμέσως το στρατό του να επιτεθεί στο φτωχό λαό της πόλης. Ο Δεσπότης, ο Μέγας
Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη του προσευχήθηκε και μετά
παρουσίασε στο στρατηγό ότι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σε ένα σεντούκι. Τη
στιγμή όμως που ο στρατηγός πήγε να ανοίξει το σεντούκι και να αρπάξει τους
θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά, έγινε το θαύμα!
Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη και αμέσως μετά έναν λαμπρό καβαλάρη να
ορμάει με το στρατό του επάνω στον σκληρό στρατηγό και τους δικούς του. Σε
ελάχιστο χρόνο ο κακός στρατηγός και οι δικοί του αφανίστηκαν. Ο λαμπρός
καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι. Έτσι σώθηκε η πόλη
της Καισαρείας. Τότε όμως, ο Δεσπότης της, ο Μέγας Βασίλειος, βρέθηκε σε
δύσκολη θέση! Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και
η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ότι ήταν δικό του. Αυτό
ήταν πολύ δύσκολο. Προσευχήθηκε λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος και ο Θεός τον φώτισε
τι να κάνει. Κάλεσε τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να
ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία
στους κατοίκους της πόλης της Καισαρείας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η
έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια έκοβε το ψωμάκι αυτό κι
έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της. Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η βασιλόπιτα.
Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς τη
βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου
Βασιλείου. Η βασιλόπιτα, αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται από
γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την αγάπη και την καλοσύνη αυτού του Αγίου
ανθρώπου. Το νόμισμα έχει το καθορισμένο συμβολισμό του για μας τους
ορθοδόξους. Το ασημένιο ή χρυσό χρώμα του θεωρείται ότι είναι κατά της
βασκανίας, το ψωμί είναι η γονική δύναμη για τα κτήματα του σπιτιού, ο δε
σταυρός αντιπροσωπεύει την θεϊκή προστασία.
«ΧΡΙΣΤΟΞΥΛΟ»: Βαθιά ήταν και η πανάρχαια πίστη
στη δύναμη της φωτιάς να εξαγνίζει αλλά και να αποτρέπει το κακό. Έτσι στα
χωριά φρόντιζαν να καίει όλο το Δωδεκαήμερο ένα κούτσουρο στο τζάκι («Δωδεκαμερίτης»,
«Χριστόξυλο» κ.ά.) & μάλιστα από αγκαθωτό δέντρο, για να έχει η φωτιά μεγαλύτερη
δύναμη. Ξημερώματα παραμονής Θεοφανίων ράντιζαν με τη στάχτη του το σπίτι και
την περιοχή του, τρέποντας σε φυγή κάθε πονηρό δαιμόνιο.
ΟΙ
ΔΩΔΕΚΑΜΕΡΙΤΙΚΕΣ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ: Οι μεταμφιέσεις αυτές γίνονται
το Δωδεκαήμερο, δηλ. τις ημέρες από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα, κυρίως στη Β.
Ελλάδα. «Ρουγκατσιάρηδες» στο Σουφλί, «Ρογκατσάρια» & «Λουκατσάρια» στα Γρεβενά και στην Ελασσόνα, «Ρουγκατσάρια» στην
Καστοριά, «Μπουμπουσάρια» στη Σιάτιστα, «Μωμόγεροι» στον Πόντο, «Μπαμπούγεροι»
στη Καλή Βρύση Δράμας, «Γκαμήλες» στο Νέο Μοναστήρι Δομοκού, «Ντυλίγαροι»,
«Κουντουνάδες», «Αράπηδες» στη Δράμα κ.ά. Μ’ αυτά τα ονόματα είναι γνωστές οι
ομάδες μεταμφιεσμένων, που τριγυρίζουν το χωριό λέγοντας τα κάλαντα και
μοιράζοντας ευχές. Ντυμένοι αλλού με ακατέργαστα δέρματα ζώων, αλλού με μακριές
μαύρες κάπες & υψικόρυφες κωνικές προσωπίδες-κεφαλοστολές από δέρμα
κατσίκας, είναι ζωσμένοι συνήθως βαριά κουδούνια, για να διώχνουν το κακό από
το χωριό. Στο χωριό Νικήσιανη (ν. Καβάλας), οι κάτοικοι μεταμφιέζονται την
ημέρα της γιορτής του Αγ. Ιωάννου (7/1), σε ΑΡΑΠΗΔΕΣ. Στο πρόσωπο φορούν μάσκα
από δέρμα μαύρου τράγου, πολύ ψηλή, γεμισμένη με φύλλα καλαμποκιού για να
στέκεται όρθια. Οι Αράπηδες που ονομάζονται έτσι από τα μαύρα πανωφόρια τους,
φορούν μάλλινο άσπρο παντελόνι, το «μπινιβράκι» όπως το λένε, και τυλίγουν τα
πόδια τους από τα γόνατα μέχρι τον αστράγαλο με υφαντό μάλλινο ύφασμα, σχηματίζοντας
έτσι τα «καλτσούνια». Στα πόδια φορούν «γουρονοτσάρουχα» που τα δένουν με
δερμάτινα λουριά και τα τυλίγουν σφιχτά γύρω από τα καλτσούνια. Φορούν ακόμα
μια πλεχτή μάλλινη φανέλα με μανίκια κι από πάνω της βάζουν μια πολύ χοντρή και
μακριά μαύρη τσοπάνικη κάπα, φτιαγμένη από μαλλί προβατίνας. Στην πλάτη τους,
κάτω από την κάπα, βάζουν πολλά φύλλα από καλαμπόκι, για να σχηματίσουν την
καμπούρα τους. Στη μέση τους δένουν μ’ ένα χοντρό σχοινί 4 κουδούνια και στο
χέρι κρατούν ένα μεγάλο ξύλινο μαχαίρι. Οι Αράπηδες μαζεύονται παρέες-παρέες
και γυρίζουν στους δρόμους του χωριού. Χορεύουν, κουνούν τα ξύλινα μαχαίρια
τους και βροντούν δυνατά τα κουδούνια τους. Απ’ όπου περάσουν τους κερνούν
τσίπουρο και κρασί. Συνήθως σε κάθε ομάδα μπαίνει αρχηγός ένας φουστανελάς.
Αρκετές φορές, καθώς προχωρούν, αφήνουν κάτω τα ξύλινα μαχαίρια τους και
αρχίζουν να χοροπηδούν γύρω-γύρω. Ύστερα 2 απ’ αυτούς μονομαχούν με τα μαχαίρια
τους και ξαφνικά ο ένας πέφτει κάτω, τάχα ότι σκοτώθηκε. Τότε οι άλλοι χορεύουν
γύρω του και σε λίγο αυτός ζωντανεύει και σηκώνεται ξανά. Το ζωντάνεμα αυτό
συμβολίζει το ξανάνιωμα της φύσης. Οι Αράπηδες αφού γυρίσουν πολλές φορές στους
δρόμους του χωριού, στο τέλος πηγαίνουν στην κεντρική πλατεία και χορεύουν,
καθώς τα όργανα παίζουν. Γύρω είναι συγκεντρωμένοι όλοι οι κάτοικοι του χωριού.
Στον Πόντο έχουμε τους ΜΩΜΟΓΕΡΟΥΣ. Μεταμφιέζονται την παραμονή των
Χριστουγέννων και γυρνάνε στα σπίτια κάνοντας αστεία και παίζοντας τον Αλή.
Ένας μεταμφιεσμένος γίνεται Αλής και αρπάζει μια κοπέλα. Το μαθαίνει ο πατέρας
της και τον σκοτώνει. Μετανιώνει όμως και καλεί ένα γιατρό που με ένα βοτάνι
ανασταίνει τον Αλή. Στο τέλος ο Αλής και η κοπέλα παντρεύονται κι όλοι
τραγουδούν και χορεύουν.
Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΜΗΣ ή ΤΗΣ ΜΠΑΜΠΩΣ:
Γινόταν σε χωριά της Ανατολικής & Βόρειας Θράκης. Είναι γιορτή και συμπόσιο
γυναικών, αλλά σ’ αυτή συμμετέχουν μόνο γυναίκες που «τεκνώνουν». Το τιμώμενο
πρόσωπο δεν είναι κάποιος άγιος, αλλά η μαμή του χωριού. Η γιορτή απέβλεπε σε
γονιμότητα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις ημέρες μας με τη «Γυναικοκρατία»
που διαδραματίζεται στην ευρύτερη περιοχή του Έβρου.
ΓΙΟΡΤΕΣ:
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
(1/1).
ΘΕΟΦΑΝΙΑ
ή ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ή ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (6/1). Η ανανέωση του κόσμου άρχιζε από
την ανανέωση των υδάτων-πρακτικά με την εκκένωση των αγγείων με νερό την
παραμονή των Θεοφανίων, συμβολικά με τον αγιασμό των υδάτων με την κατάδυση του
σταυρού στο νερό. Αυτός που έβρισκε το σταυρό, ήταν ο τιμημένος του χωριού και
το περιέφερε στα σπίτια για προσκύνημα & για χρηματικές προσφορές. Σε πολλά
μέρη της Ελλάδας το έλεγαν «κουμπάρο» ή «νουνό», στον Πόντο «δεξάμενο». Τα
Θεοφάνια επαναλαμβάνεται η βάπτιση του Χριστού. Τα περιστέρια γίνονται το
πνεύμα του Θεού. Ο σταυρός που πέφτει στο νερό είναι ο ίδιος ο Χριστός & ο
ήρωας της ημέρας γίνεται «νονός» του Χριστού, αφού η παράδοση θέλει ο κάθε
βαφτισμένος να έχει και τον ανάδοχό του. Όλοι οι λαοί του ορθόδοξου κόσμου απέδιδαν μεγάλη
δύναμη στο αγιασμένο, ανανεωμένο νερό. Έπλεναν στη θάλασσα τις εικόνες του
σπιτιού και της εκκλησίας, οι γεωργοί «ανανέωναν» μ’ αυτό τα εργαλεία τους. Το
νερό του μεγάλου αγιασμού το έφερναν στο σπίτι κι έπιναν όλοι απ’ αυτό,
ράντιζαν μ’ ένα κλαδί ελιάς ή βασιλικού όλους τους χώρους του σπιτιού, τους
στάβλους, τα ζώα, τα δέντρα και τα άλλα φυτά για να καρποφορήσουν και να μην
αρρωσταίνουν, τα χωράφια και τα αμπέλια για να τα προφυλάξουν από ασθένειες,
ακόμα και τα βαρέλια του κρασιού. Τον αγιασμό τον θεωρούσαν πανάκεια, πίστευαν
ότι μπορεί να θεραπεύσει τη θερμασιά και την ελονοσία, τον φύλαγαν στο
εικονοστάσι όλο τον χρόνο & τον χρησιμοποιούσαν για να γιατρεύουν διάφορες
ασθένειες.
ΟΙ
3 ΙΕΡΑΡΧΕΣ (30/1).
Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Προστάτες της
παιδείας & των γραμμάτων.
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
«Ως του Αϊ-Γιαννιού, τρυγόνα, είναι η φούρια του χειμώνα».
«Στις δεκαεφτά του Γεναριού, είναι κερά του Αγ’ Αντωνιού. Τότε κερά μαντόνα είναι η φούρια του χειμώνα».
«Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα, μέρα μοιάζει».
«Ο Γενάρης δεν γεννά, μήτε αβγά μήτε πουλιά, μόνο χιόνια και νερά».
«Ο Γενάρης κι αν γεννάται του καλοκαιριού θυμάται».
«Του Γεναριού η καλοκαιριά, ούλα τα δέντρα τα γελά».
«Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τα αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη».
«Αν δεν ποτίσεις τον Γενάρη, άλλο Γενάρη να καρτεράς».
«Τον Γενάρη κι αν δεν βρέξει, δεν ξινίζουν τα τυριά».
«Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα ‘ναι τον Αλωνάρη».
«Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις».
«Κόψε, κλάδεψε Γενάρη, να γεμίσει το κελάρι».
«Χιόνισ’ έβρεξε ο Γενάρης, όλοι οι μύλοι μας θ’ αλέθουν».
«Αδελφέ Μιχάλη, τώρα τον Γενάρη, οι δύο ένας γίνονται και ο μοναχός κουβάρι».
«Αρχιμηνιά, καλή χρονιά, με σύγκρυα και παγωνιά».
«Άσπρος Γενάρης, νηστικός ο μεροκαματιάρης».
«Βαρύ το καλοκαίρι βαρύς και ο Γεναροχειμώνας».
«Βροχερός Γενάρης, Αύγουστος νοικοκύρης».
«Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη, φλέβισέ το».
«Γενάρη διαβολόμηνα ποτέ σου μην ξανάρθεις».
«Γενάρη και Φλεβάρη καταβολάδα και ξινάρι».
«Γενάρη καλαντάρη τα κορίτσια σου που τα ‘χεις στα θολόστακτα κρυμμένα».
«Γενάρη μήνα κλάδευε και λίσγο μη γυρεύεις».
«Γενάρη μήνα κλάδευε και το φεγγάρι χέστο».
«Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις».
«Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξετάζεις».
«Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξύδι».
«Γενάρη, μήνα του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου».
«Γενάρης με τα κρούσταλα, Φλεβάρης με τα χιόνια.»
«Γενάρης μήνας του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου».
«Γενάρης στεγνός κι ο κόπος σου διπλός».
«Γενάρης στεγνός, νοικοκύρης πλούσιος».
«Γενάρης χωρίς χιόνι, κακό μαντάτο».
«Γεναριάτικο πουλί Αυγουστιάτικο αυγό».
«Γεναριάτικο φεγγάρι με τα’ Αϊ Γιαννιού τη χάρη».
«Γεναριάτικο φεγγάρι, ήλιος ημέρας μοιάζει».
«Δέκα μέρες του Γεναράκη, ίσον μικρό καλοκαιράκι».
«Εγέλασεν ο Γενάρης».
«Εκαμε κι ο Γενάρης ήλιο».
«Κάλλιο να ’δω σκυλί λυσσασμένο παρά ζεστό ήλιο τον Γενάρη».
«Κλάδεμα του Γενάρη κάθε μάτι και βλαστάρι».
«Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη».
«Κότα τον Γενάρη, κέφαλο τον Αλωνάρη».
«Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
«Κόψε ξύλα τον Γενάρη μην κάψεις τα παλούκια».
«Κόψε ξύλο τον Γενάρη και μην καρτερείς φεγγάρι».
«Να ’μουν γάτος τον Γενάρη κι ας μην είχα άλλη χάρη.
«Μωρή ξανθιά αμυγδαλιά π’ ανοίγεις τον Γενάρη δεν καρτερείς την Άνοιξη ν’ ανοίξουμ’ όλοι αντάμα».
«Ο Γενάρης δε γεννά μήτε αυγά μήτε πουλιά, μόνο κρύο και νερά».
«Ο Γενάρης και αν γεννά του καλοκαιριού μηνά».
«Ο Γενάρης κι αν γεννάται του καλοκαιριού θυμάται». (Αλκυονίδες ημέρες)
«Ο λαγός και το περδίκι κι ο κακός ο νοικοκύρης το Γενάρη χαίρονται».
«Οι γεναριότικες νύχτες, για να περάσουν θέλουν συντροφιά και κουβέντα».
«Όποιος θε να βαμπακώσει, τον Γενάρη θε ν' οργώσει».
«Οποιος σπέρνει το Γενάρη, παίρνει την ανεμοζάλη».
«Όρνιθα το Γενάρη, κέφαλος τον Αλωνάρη».
«Σ' όσους μήνες έχουν «ρο», μπάνιο με ζεστό νερό».
«Τ' Αλωναριού τα μεσημέρια , και του Γεναριού οι νύχτες».
«Τ’ Αυγούστου και του Γεναριού, τα δυο χρυσά φεγγάρια».
«Το Γενάρη το ζευγάρι διάβολος θε να το πάρει».
«Το Γεναριάτικο φεγγάρι είναι για κλάδο».
«Το χιόνι του Γενάρη κοπριά, του Μάρτη φωτιά».
«Τον Γενάρη κλάδευε και τον Φλεβάρη απόσκαφτε».
«Τον κακό Γενάρη το κασόνι έχει τη χάρη».
«Του Αυγούστου και του Γεναριού το φεγγάρι φωτάει σαν ημέρα».
«Του Γενάρη οι ξαστεριές του Αυγούστου οι συννεφιές το ίδιο πράμα είναι».
«Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει».
«Του Γενάρη το φεγγάρι λάμπει σαν μαργαριτάρι».
«Του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο μέρας μοιάζει».
«Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα να ‘ναι μέρα».
«Του Γενάρη το φεγγάρι την ημέρα σιγοντάρει».
«Του Γενάρη το φεγγάρι, πάρα λίγο να ’ναι μέρα».
«Του Γεναριού το φεγγάρι είναι σαν του Αλωνάρη».
«Τυρί μαλλί τον Αύγουστο κι αγγούρια τον Γενάρη».
«Τώρα το μεσοχείμωνο ζητάει κι η γριά ξυλάγγουρα».
«Φάε βετούλι τον Γενάρη και γίδα τον Αλωνάρη».
«Χαρά στα Φώτα τα στεγνά και τη Λαμπρή βρεμένη».
«Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα 'ν' τον Αλωνάρη».
«Χιονίζει ο Γενάρης, ξεψυχάει ο γαϊδουριάρης».
«Χορεύει σαν Γεναριάτικος διάβολος και σαν Αυγουστιάτικος τρίβολος»
«Ως του Αϊ-Γιαννιού, τρυγόνα, είναι η φούρια του χειμώνα».
«Στις δεκαεφτά του Γεναριού, είναι κερά του Αγ’ Αντωνιού. Τότε κερά μαντόνα είναι η φούρια του χειμώνα».
«Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα, μέρα μοιάζει».
«Ο Γενάρης δεν γεννά, μήτε αβγά μήτε πουλιά, μόνο χιόνια και νερά».
«Ο Γενάρης κι αν γεννάται του καλοκαιριού θυμάται».
«Του Γεναριού η καλοκαιριά, ούλα τα δέντρα τα γελά».
«Η καλή αμυγδαλιά ανθίζει το Γενάρη και βαστάει τα αμύγδαλα όλο τον Αλωνάρη».
«Αν δεν ποτίσεις τον Γενάρη, άλλο Γενάρη να καρτεράς».
«Τον Γενάρη κι αν δεν βρέξει, δεν ξινίζουν τα τυριά».
«Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα ‘ναι τον Αλωνάρη».
«Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μη γυρεύεις».
«Κόψε, κλάδεψε Γενάρη, να γεμίσει το κελάρι».
«Χιόνισ’ έβρεξε ο Γενάρης, όλοι οι μύλοι μας θ’ αλέθουν».
«Αδελφέ Μιχάλη, τώρα τον Γενάρη, οι δύο ένας γίνονται και ο μοναχός κουβάρι».
«Αρχιμηνιά, καλή χρονιά, με σύγκρυα και παγωνιά».
«Άσπρος Γενάρης, νηστικός ο μεροκαματιάρης».
«Βαρύ το καλοκαίρι βαρύς και ο Γεναροχειμώνας».
«Βροχερός Γενάρης, Αύγουστος νοικοκύρης».
«Γενάρη γέννα το παιδί, Φλεβάρη, φλέβισέ το».
«Γενάρη διαβολόμηνα ποτέ σου μην ξανάρθεις».
«Γενάρη και Φλεβάρη καταβολάδα και ξινάρι».
«Γενάρη καλαντάρη τα κορίτσια σου που τα ‘χεις στα θολόστακτα κρυμμένα».
«Γενάρη μήνα κλάδευε και λίσγο μη γυρεύεις».
«Γενάρη μήνα κλάδευε και το φεγγάρι χέστο».
«Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις».
«Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξετάζεις».
«Γενάρη πίνουν το κρασί, το Θεριστή το ξύδι».
«Γενάρη, μήνα του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου».
«Γενάρης με τα κρούσταλα, Φλεβάρης με τα χιόνια.»
«Γενάρης μήνας του Χριστού κι αρχιμηνιά του κόσμου».
«Γενάρης στεγνός κι ο κόπος σου διπλός».
«Γενάρης στεγνός, νοικοκύρης πλούσιος».
«Γενάρης χωρίς χιόνι, κακό μαντάτο».
«Γεναριάτικο πουλί Αυγουστιάτικο αυγό».
«Γεναριάτικο φεγγάρι με τα’ Αϊ Γιαννιού τη χάρη».
«Γεναριάτικο φεγγάρι, ήλιος ημέρας μοιάζει».
«Δέκα μέρες του Γεναράκη, ίσον μικρό καλοκαιράκι».
«Εγέλασεν ο Γενάρης».
«Εκαμε κι ο Γενάρης ήλιο».
«Κάλλιο να ’δω σκυλί λυσσασμένο παρά ζεστό ήλιο τον Γενάρη».
«Κλάδεμα του Γενάρη κάθε μάτι και βλαστάρι».
«Κότα πίτα το Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη».
«Κότα τον Γενάρη, κέφαλο τον Αλωνάρη».
«Κότα, χήνα το Γενάρη και παπί τον Αλωνάρη».
«Κόψε ξύλα τον Γενάρη μην κάψεις τα παλούκια».
«Κόψε ξύλο τον Γενάρη και μην καρτερείς φεγγάρι».
«Να ’μουν γάτος τον Γενάρη κι ας μην είχα άλλη χάρη.
«Μωρή ξανθιά αμυγδαλιά π’ ανοίγεις τον Γενάρη δεν καρτερείς την Άνοιξη ν’ ανοίξουμ’ όλοι αντάμα».
«Ο Γενάρης δε γεννά μήτε αυγά μήτε πουλιά, μόνο κρύο και νερά».
«Ο Γενάρης και αν γεννά του καλοκαιριού μηνά».
«Ο Γενάρης κι αν γεννάται του καλοκαιριού θυμάται». (Αλκυονίδες ημέρες)
«Ο λαγός και το περδίκι κι ο κακός ο νοικοκύρης το Γενάρη χαίρονται».
«Οι γεναριότικες νύχτες, για να περάσουν θέλουν συντροφιά και κουβέντα».
«Όποιος θε να βαμπακώσει, τον Γενάρη θε ν' οργώσει».
«Οποιος σπέρνει το Γενάρη, παίρνει την ανεμοζάλη».
«Όρνιθα το Γενάρη, κέφαλος τον Αλωνάρη».
«Σ' όσους μήνες έχουν «ρο», μπάνιο με ζεστό νερό».
«Τ' Αλωναριού τα μεσημέρια , και του Γεναριού οι νύχτες».
«Τ’ Αυγούστου και του Γεναριού, τα δυο χρυσά φεγγάρια».
«Το Γενάρη το ζευγάρι διάβολος θε να το πάρει».
«Το Γεναριάτικο φεγγάρι είναι για κλάδο».
«Το χιόνι του Γενάρη κοπριά, του Μάρτη φωτιά».
«Τον Γενάρη κλάδευε και τον Φλεβάρη απόσκαφτε».
«Τον κακό Γενάρη το κασόνι έχει τη χάρη».
«Του Αυγούστου και του Γεναριού το φεγγάρι φωτάει σαν ημέρα».
«Του Γενάρη οι ξαστεριές του Αυγούστου οι συννεφιές το ίδιο πράμα είναι».
«Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει».
«Του Γενάρη το φεγγάρι λάμπει σαν μαργαριτάρι».
«Του Γενάρη το φεγγάρι παρά λίγο μέρας μοιάζει».
«Του Γενάρη το φεγγάρι παρά ώρα να ‘ναι μέρα».
«Του Γενάρη το φεγγάρι την ημέρα σιγοντάρει».
«Του Γενάρη το φεγγάρι, πάρα λίγο να ’ναι μέρα».
«Του Γεναριού το φεγγάρι είναι σαν του Αλωνάρη».
«Τυρί μαλλί τον Αύγουστο κι αγγούρια τον Γενάρη».
«Τώρα το μεσοχείμωνο ζητάει κι η γριά ξυλάγγουρα».
«Φάε βετούλι τον Γενάρη και γίδα τον Αλωνάρη».
«Χαρά στα Φώτα τα στεγνά και τη Λαμπρή βρεμένη».
«Χιόνι πέφτει το Γενάρη, χαρές θα 'ν' τον Αλωνάρη».
«Χιονίζει ο Γενάρης, ξεψυχάει ο γαϊδουριάρης».
«Χορεύει σαν Γεναριάτικος διάβολος και σαν Αυγουστιάτικος τρίβολος»
Πηγή: http://users.sch.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου