...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Μαντινάδα

Μαντινάδα

 


Η μαντινάδα ή πατινάδα ή κοτσάκι είναι ποίημα που αποτελείται από δυο στίχους που συνήθως είναι δεκαπεντασύλλαβοι σε ομοιοκαταληξία ή και τέσσερα ημιστίχια που δεν ομοιοκαταληκτούν απαραίτητα. Αποτελεί μέσο αυθόρμητης λαϊκής έκφρασης σε αρκετά μέρη της Ελλάδας, κυρίως όμως ως κατηγορία του νησιώτικου ελληνικού τραγουδιού στην Κρήτη, που είναι ξακουστή για τις μαντινάδες της.

 

Αυτό το είδος της έμετρης λαϊκής έκφρασης στις Κυκλάδες και ιδιαίτερα στην Απείρανθο της Νάξου λέγεται "κοτσάκι". Αντίστοιχα ονόματα αυτού του είδους είναι επίσης τα λιανοτράγουδα, οι ρίμες, οι παρόλες τα "στιχάκια" ή τα "δίστιχα" άλλων περιοχών της Ελλάδας.

 

Ειδικότερα, η κρητική μαντινάδα διακρίνεται για την ιδιάζουσα έκφραση, το μεστό της φράσης και αντανακλά τα αισθήματα, τη σκέψη και τη ζωή του κρητικού λαού. Αντλεί τη θεματολογία της από ποικίλους τομείς και ανάλογα διακρίνονται σε σκωπτικές μαντινάδες, ερωτικές, ευκαιριακές και φιλοσοφικές. Είτε ως φιλοσοφία, είτε εκφράζοντας παράπονο, η μαντινάδα επί αιώνες συνοδεύει τους Κρητικούς σε όλες τους τις στιγμές και στις εκδηλώσεις, στο σημείο που όσοι δεν είναι από την Κρήτη την θεωρούν αποκλειστικά κρητική ποιητική δημιουργία.

 

Δείγματα κρητικών μαντινάδων

 

Πολλές μαντινάδες υμνούν την αγαπημένη. Έτσι, μια μαντινάδα λέει:

Μοσχοκανελοκόκκαλη, κανελοζυμωμένη

Γαρεφαλοχνωτάτη κι ακριβαναθρεμμένη[1].

Μόνο σε μια περίπτωση, το Θάνατο φοβούμαι

μην είναι ο Άδης ψεύτικος και δε συναντηθούμε.

 

Επίσης, μπορεί να εκφράζει θαυμασμό για τη χάρη και την αβρότητά της:

Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή, τόση ζωή σε φτάνει

ρόδο π' ανθεί πολύ καιρό, τη μυρωδιά του χάνει.

Άσπρης μυρθιάς μυρτόφυλλο/πράσινης δάφνης φύλλο,

Στρογγυλομηλοπρόσωπη κι εθάμπωσες τον ήλιο.

 

Εξάλλου, μπορεί να γίνεται έπαινος και για το σαγηνευτικό της βλέμμα:

Μάθια ζαχαροξάνοιχτα, ζαχαροπαιγνιδάτα

Που χαμηλοξανοίγετε και γνέφετε κλεφτάτα.

 

Άλλοτε εκφράζονται οι μυστικοί πόθοι του ερωτευμένου:

Για σένα καρυδαρρωστώ κι αμυγδαλοδιαβαίνω

Και σταφυλομαραίνομαι κι ανθρώπου δεν το λέω.

Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι

Αγάπη που 'ναι μπιστικιά, παινέματα δε θέλει.

 

Ακόμη, η μαντινάδα μπορεί να αποτελεί και όρκο αγάπης:

Μες στη φωθιά να καίγωμαι, σαν το κερί να λιώνω,

Άθος να γίνει το κορμί για σε, δε μετανιώνω.

Την ύστερη μου αναπνοή, μια θα 'ναι η πεθυμιά μου

να κλείσεις με τα χέρια σου, τα μάτια τα δικά μου.

 

Πολλές φορές στα δίστιχα εκφράζεται και το μαρτύριο των ερωτευμένων:

Κλαίω, πονείς, πονώ και κλαις, κλαις και πονείς και κλαίω

Και καίγομαι και κλαις εσύ, και καίγεσαι και κλαίω.

Η νύχτα δίνει μου χαρά κι η μέρα φέρνει πόνο

γιατί έρχεσαι και σμίγωμε, στα όνειρά μου μόνο.

 

Προτρέπει και σε υπομονή:

Ως έχεις την απομονή, έχε και την ολπίδα

Με τον καιρό το γιασεμί αθεί και βγάνει φύλλα.

 

Ο πόνος του χωρισμού επίσης περιγράφεται πολλές φορές:

Εγώ του Χρόνου επίστεψα και το καμε το θαύμα

κι αν ήσουν κάτι κάποτε, εδά δεν είσαι πράμα!

Άλλους γιατρεύει ο χωρισμός, κι άλλους τους θανατώνει

άλλος χωρίζει και γελά, κι άλλος πονεί και λιώνει.

Αγάπη που δεν κράτησε, μην τη κρατείς στη σκέψη

όνειρο πες πως ήτανε και χάθηκε στη φέξη!

Μισεύγεις, κλαίνε τα πουλιά, μαραίνονται τα δάση

Άχι, τον έρμο τον καιρό, και πότε θα περάσει.

 

Άλλοτε είναι πρόκληση και πείσμα:

Αγάπη δίχως πείσματα, δίχως καημό και πόνο

Είναι αγάπη ψεύτικη, ψευθιάς αγάπη μόνο.

 

Άλλοτε γνωμικό:

Μην τόνε κλαις τον αετό όπου πετά όντε βρέχει

Μα κλαίγε το μικρό πουλί, οπού φτερά δεν έχει.

 

Άλλοτε πείραγμα ή αστεϊσμός:

Ήμουνε κράχτης πετεινός κι εδά στα γεραθειά μου

Να με τζιμπούν οι γι-όρνιθες δεν το βαστά η καρδιά μου.

 

Ιστορία

 

Το όνομα "μαντινάδα" θεωρείται εξελληνισμένος τύπος του ενετικού "mantinada", που είναι ταυτόσημο με το ιταλικό "mattinata", που σημαίνει «τραγούδι του πρωϊνού» ή «πρωινό τραγούδι» (απ’ την Ιταλική λέξη “il mattino”).[2] Το ύφος αυτό λαϊκής έκφρασης θεωρείται πως εισήχθη και έγινε δημοφιλές κατά τη Φραγκοκρατία/Ενετοκρατία, λόγω ιταλικών επιρροών.[3] Τα ποιήματα αυτά ήταν γνωστά και ως "Ερωτοπαιγνια" ή "Καταλόγια"[3]. Ακολουθούν δύο δείγματα του 15ου αιώνα:

Εψές επερνοδιάβαινα, κόρη, εκ της γειτονιάς σου

κι η γειτονιά σου μ΄ ήννοιωσεν και συ κόρη εκοιμάσου.(!)

Όλοι δοξεύουν μ΄ άρματα, όλοι με τα δοξάτια (αντί δοξάρια)

κι εσύ εκ το παραθύρι σου δοξεύεις με τα μάτια. (!)

 

Αλλά και στην ελληνική αρχαιότητα παρατηρούνται τέτοια άσματα, του αρχαίου "κώμου" των υπερεύθυμων που κατά ομάδες μετά από γλέντι (ευωχία) περιερχόμενοι τους δρόμους τραγουδούσαν «εκωμαόδουν» τα αισθήματά τους κάτω από τα παράθυρα των εκλεκτών τους. Χαρακτηριστικό το δίστιχο του αλεξανδρινού ποιητή Καλλίμαχου που αποκαλεί την καλή του Κωνώπιον[4]:

Ούτως υπνώσαις, Κωνώπιον ως εμέ ποιείς

κοιμάσθαι ψυχροίς τοίσδε παρα προθύροις

(= να κοιμάσαι κι εσύ Κωνώπιον όπως κι εμένα με κάνεις

να ξαγρυπνώ μπρός στο κρύο σου πρόθυρο)

("Πρόθυρο": χώρος πριν τη θύρα, δηλ. την πόρτα)

Συνεπώς ως είδος λαϊκού τραγουδιού φέρεται να είναι αρχαίο Ελληνικό.

 

Λαογραφία

Οι μαντινάδες τραγουδιώνται κυρίως σε γάμους, βαπτίσια, σε εύθυμες συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια γλεντιού ή χορών αλλά και ως καντάδες.

Πουλιά κι΄αϊδόνια κελαϊδούν

εις τα παράθυρα σας

να είναι καλορίζικα

τα στεφανώματα σας.

 

Βιβλιογραφία

  • Αφιέρωμα στη μαντινάδα, Έρεισμα, τχ. 5-6 (Ιουλ. 1996), σ. 5-97
  • Το Ηράκλειον και ο νομός του. Ηράκλειο: Νομαρχία Ηρακλείου. 1971.
  • Λιουδάκη Μαρίας, Λαογραφικά Κρήτης, τομ Α΄, Μαντινάδες, εκδ. Ελευθερουδάκη 1936.
  • Κωστης Γ.Καλλεργης,Μαντιναδες και τραγουδια της Κρητης,Ρεθυμνο 2006.
  • Σταυρος Εμμ.Φωτακης, Ριζιτικα και Μαντιναδες, Ρεθυμνο 2007.
  • Μιχαλης Γ.Βαβουρακης, Κρητικες Μαντιναδες Ριμες και Ριζιτικα, Ηρακλειο 1992.
  • Γιαννης Δερμιτζακης, Κρητικες Μαντιναδες,Σητεια 1968.
  • Νικος Βιτωρος,Κρητικες Μαντιναδες,Ρεθυμνο 2004.
  • Εμμανουηλ Κοντογιαννης, Τα Κανακια της Κρητης,Ηρακλειο 1966.

 

Παραπομπές

  1. Συλλογή μαντινάδων, Πλουμάκη Εμμανουήλ
  2. «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΑΪΚΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. AYTO Ζωή Σαβίνα - PDF Free Download». docplayer.gr. Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2020.
  3. «ΠΕΡΙΓΡΑΦΗΣ: Βυζαντινή Ερωτική Ποίηση 15-16ου αι.: Ερωτοπαίγνια - Καταλόγια». www.peri-grafis.net. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουνίου 2022.
  1. «Callimachus, Epigrams, Fragmenta, poem 64». www.perseus.tufts.edu. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουνίου 2022.

 

 

Πηγή: https://el.m.wikipedia.org

Φωτογραφία: http://iscreta.gr

«ΕΒΓΑ, ΜΑΝΑ Μ', ΕΒΓΑ» | Πλατανόρρευμα Κοζάνης | Μακεδονικά τραγούδια

«ΕΒΓΑ, ΜΑΝΑ Μ', ΕΒΓΑ» | Πλατανόρρευμα Κοζάνης | Μακεδονικά τραγούδια

 



 

 

Συγκλονιστικό τραγούδι του γάμου, το οποίο τραγουδούσαν τη στιγμή που έφευγε η νύφη από το πατρικό της σπίτι, στο χωριό Πλατανόρρευμα Κοζάνης. Το τραγουδούσαν οι παριστάμενες γυναίκες, σε τόνο θρηνητικό και εν μέσω μεγάλης συγκινησιακής φόρτισης. Είναι γεγονός πως τα περισσότερα τραγούδια ανά την Ελλάδα που τραγουδιούνται κατά την αναχώρηση της νύφης, είναι συνήθως αργά, θρηνητικά και πολύ συγκινητικά.

 

Το Πλατανόρρευμα (ή και Πλατανόρεμα) Σερβίων Κοζάνης είναι ημιορεινό χωριό και ένα από τα μεγαλύτερα της περιοχής. Όντας σε μία κομβική περιοχή στα νότια του νομού Κοζάνης, εμφανίζει επιρροές τόσο από την περιοχή του Τσαρτσαμπά (Ελιμείας), όσο και από την περιοχή Γρεβενών, Πιερίων αλλά και από τη Θεσσαλία.

 

Τραγούδι: (άτυπη) χορωδία γυναικών στο Πλατανόρρευμα Κοζάνης

Αρχείο Ε.ΡΑ. (Ελληνικής Ραδιοφωνίας)

Έτος καταγραφής: 1961

 

 

Ακούστε το τραγούδι:

https://www.youtube.com/watch?v=mua2C1Oxo9g

 

 

Οι στίχοι:

Έβγα, μάνα μ', έβγα, σε ψηλή ραχούλα

για να ιδείς τον ήλιο, πώς το δέρν' αέρας,

πώς τον δέρν' αέρας, πώς τον γκεματάει.

Έτσ' μου δέρν' κι ο νους μου πώς να πάω στα ξένα,

πώς να πάω στα ξένα, στα πεθερικά μου.

Εγώ κάναν δεν ξέρω, κάναν δεν γνωρίζω

απ' τα πεθερικά μου.

 

Πηγή: Youtube.com - #Greek_folk_music #Macedonian_folk_song #Greek_Macedonia

Φωτογραφία: el.wikipedia.org

 

 

Μαρίκα Νίνου. Ένας μύθος του ρεμπέτικου

Μαρίκα Νίνου. Ένας μύθος του ρεμπέτικου

 

 

Της Δήμητρας Σμυρνή

 

“Η Νίνου με το μαχαίρι της φωνής της, χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα θεών της ταπεινοσύνης και της βυζαντινής παρακμής” ( Μάνος Χατζιδάκις)

 

Η Μαρίκα Νίνου ταυτίζεται με την εποχή που το ρεμπέτικο άνοιξε τις πόρτες του σε πλατιά λαϊκά στρώματα και αργότερα στην αστική τάξη, περνώντας από την παρανομία στην έκφραση των βαθύτερων ανθρώπινων καημών. Νίνου και Τσιτσάνης σηματοδοτούν μια εποχή.

 

Μαρίκα. Άκρως ελληνικό όνομα! Μαρίκα και όχι απλά… Μαρία! Κι όμως η Μαρίκα ήταν Αρμένισσα, μια Αρμένισσα που γεννήθηκε πάνω στο καράβι της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1922, καθώς την έφερνε μαζί με τους γονείς της και τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια της στην Ελλάδα, στην Κοκκινιά.

 

Η οικογένεια Αταμιάν δούλεψε σκληρά εκεί, δε στέρησε όμως από τη μικρή Ευαγγελία το μαντολίνο, που ο δάσκαλος του Δημοτικού την προέτρεψε να μάθει, συμμετέχοντας στην ορχήστρα του σχολείου και αργότερα στη χορωδία της Αρμένικης Εκκλησίας. Η κλίση της στη μουσική φαινόταν από τα παιδικά της χρόνια.

 

Πρώτος γάμος με συμπατριώτη της Αρμένιο και δεύτερος με τον Έλληνα ακροβάτη και θιασάρχη Νίκο Νικολαΐδη, με το καλλιτεχνικό του να είναι Νίνο. Έτσι η Ευαγγελία έγινε κατά το καλλιτεχνικότερον Μαρίκα και μάλιστα Νίνου, κατά την επιθυμία και προτροπή της πεθεράς της, που ήξερε τα πράγματα, μιας και ήταν η ίδια θεατρίνα.

 

Από το σκηνή των ακροβατικών, όπου συνεργάζεται με τον άντρα της, περνά στο μουσικό πάλκο, όταν την ανακαλύπτουν τυχαία με ένα τραγούδι της σε παρέα, και τη συστήνουν στον Μανώλη Χιώτη.

 

Η καριέρα της εξελίσσεται εντυπωσιακά, όταν συνδέει τη φωνή της και για ένα διάστημα ερωτικά τη ζωή της με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Χαρακτήρες συγκρουσιακοί και οι δυο δεν συνεργάζονται πάντα αρμονικά, αλλά το κασέ της άγνωστης Μαρίκας, που ξεκίνησε από 25 δραχμές, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, σε περιοδεία με τον Τσιτσάνη, τις δύο χρυσές λίρες! Είχε πια εκτιναχτεί.

 

Η σχέση με τον Τσιτσάνη τελειώνει και το τραγούδι που της δίνει να τραγουδήσει “Τι σήμερα, τι  αύριο τι τώρα;” σηματοδοτεί αυτόν τον χωρισμό.

 

Η φωνή της, βαθιά λαϊκή, με μια συναρπαστική εκφορά στίχων και μελωδίας σε αναπόσπαστο δίδυμο,  εκφράζει τη γυναίκα της εποχής που καταπιεσμένη ανακαλύπτει τον εαυτό της, αλλά και τον άντρα του μεροκάματου και της βιοπάλης, που τραγουδά τον καημό και  το δίκιο του.

 

Πάνω στη λάμψη της, μόλις 35 χρονών, η Μαρίκα Νίνου πεθαίνει από καρκίνο της μήτρας, αν και έχει επισκεφθεί την Αμερική, προσπαθώντας να σωθεί.

 

Η Μαρίκα, που, όταν τραγουδούσε στου Τζίμη του Χοντρού, ο κόσμος σχημάτιζε μια ατέλειωτη ουρά για να την ακούσει, η Μαρίκα, που η ζωή της ενέπνευσε τον Κώστα Φέρη να κάνει την ταινία του “Ρεμπέτικο”, με τη Σωτηρία Λεονάρδου και με τη συγκλονιστική μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, Η Μαρίκα, που ο Μάνος Χατζιδάκις τής αφιέρωσε έναν από τους ωραιότερους δίσκους του, τα “Πέριξ”, η Μαρίκα Νίνου κρατάει μια θέση όχι απλά στο λαϊκό τραγούδι, αλλά κάπου εκεί στην περιοχή του μύθου, όπως και ο Τσιτσάνης.

 

…………….

 

Πηγή: https://faretra.info/2024/08/24/marika-ninou-enas-mithos-tou-rempetikou/

 

Το Τσαρούχι και η εξέλιξη του στην Ελληνική Ιστορία

Το Τσαρούχι και η εξέλιξη του στην Ελληνική Ιστορία

 

 

Όταν βλέπουμε τους Εύζωνες στην προεδρική φρουρά θαυμάζουμε την επιβλητική τους εμφάνιση. Αλήθεια όμως, πως προέκυψε το υπόδημα τους, το γνωστό σε όλους μας ως τσαρούχι να είναι μέρος της ιστορίας μας;

 

Κατά την εποχή που αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους, τα υποδήματα που φορούσαν οι Έλληνες, ήταν δύο τύπων, αμφότερα απλά και με σκληρή δερμάτινη σόλα. Το πρώτο ήταν ένα είδος σανδαλιού, που απαρτιζόταν από μία δερμάτινη σόλα επεκτεινόμενη σε ιμάντες οι οποίοι, προσδενόντουσαν στη γάμπα του ποδιού εξασφαλίζοντας τη παραμονή της σόλας στο πέλμα.

 

Το άλλο είδος αγκάλιαζε ολόκληρο το κατώτατο άκρο του ποδιού. Σχηματικά θα μπορούσαμε να το συγκρίνουμε με αυτό που αποκαλούμε σήμερα ως «παντόφλα κλειστού τύπου».  Αυτή η παντόφλα ή, ουσιαστικά και αλλιώς παπούτσι όπως το αντιλαμβανόμαστε οι περισσότεροι σήμερα, ήταν φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από αριστοτεχνικά συρραμμένο δέρμα, συνήθως γουρουνίσιο και με ιδιαίτερα εξαιρετικά σκληρή σόλα. Αξιοσημείωτο είναι ότι, εκτός από τους Έλληνες της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, το ίδιο παπούτσι φοριόταν και από την πλειονότητα των αλλοεθνών κατοίκων κατοίκων αυτών των περιοχών, Χριστιανών και Μουσουλμάνων.

 

Οι Τούρκοι αποκαλούσαν αυτό το υπόδημα carik (τσαρίκ) ή, caruk (τσαρούκ), απ’ όπου προέρχεται και η καθ’ ημάς μετάπτωση του όρου ως τσαρούχι. Τα τσαρούχια αποτελούσαν τα καθημερινά υποδήματα εργασίας αλλά και κοινωνικής αμφίεσης. Με τη πάροδο του χρόνου άρχισαν να υφίστανται κάποιες μετατροπές που αποσκοπούσαν, αφ’ ενός μεν στο να τα κάνουν πρακτικότερα κατά την εκτέλεση των διαφόρων δραστηριοτήτων αυτών που τα φορούσαν και αφ’ ετέρου όταν συνέτρεχε η ανάγκη, στο να γίνονται περισσότερο περίτεχνα, προσδίδοντας τους την απαιτούμενη αίγλη, εκείνη που έπρεπε να αντιστοιχεί προς τα πρόσωπα που τα φορούσαν.

 

Οι απλοί αγρότες ή, βοσκοί, φορούσαν την απλούστερη και πλέον χοντροκομμένη μορφή του τσαρουχιού. Με τη πάροδο του χρόνου μάλιστα αυτοί άρχισαν να προσθέτουν μία μάλλινη φούντα, στη πάνω πλευρά της μύτης αυτού υποδήματος. Αλλά και αυτή η ίδια η μύτη του έγινε ελαφρώς κυρτή προς τα πάνω. Η προσθήκη της φούντας αποσκοπούσε στο να κρατάει ζεστά τα δάκτυλα του ποδιού, προστατεύοντας τα ταυτόχρονα από τα κρυοπαγήματα, όταν η πορεία γινόταν σε χιονισμένο έδαφος. Συγχρόνως αυτό το κύρτωμα της μύτης του τσαρουχιού προς τα πάνω, απέτρεπε το βύθισμα του μέσα στο χιόνι ή, τη λάσπη κατά το βάδισμα, ενώ πάλι, εάν το έδαφος συνέβαινε να είναι στεγνό, η σχηματική του αυτή ιδιαιτερότητα, το καθιστούσε πλεονεκτικό παρέχοντας καλύτερη στήριξη κατά το διασκελισμό των ανώμαλων επιφανειών της υπαίθρου, και ιδιαίτερα των ορεινών περασμάτων.

 

Ετσι με το κύρτωμα του μπροστινού του μέρους και τη προσθήκη της φούντας προέκυψε τελικά το σχηματικά γνωστό σε εμάς ως τσαρούχι, το οποίο σε αυτή τη μορφή φοριόταν από όλους, τουλάχιστον στις στιγμές που επιβαλλόταν κοινωνικά να είναι κανείς ευπρεπώς ντυμένος όπως, οι επίσημες θρησκευτικές γιορτές και τα πανηγύρια.

 

Ειδικά για τη φούντα του τσαρουχιού, αυτή κατέληξε να είναι μαύρη για τους ενήλικες, ενώ τα παιδιά είχαν φούντες από διάφορα περισσότερο χαρωπά χρώματα.

 

Μία επί πλέον εφαρμογή της φούντας επινοήθηκε από τους αρματωλούς και κλέφτες. Συγκεκριμένα καμουφλάρησαν μέσα σε αυτή, συστάδες μικρών προεξεχόντων κοφτερών λεπιδίων,  τα οποία κατόπιν κλοτσιάς, πχ στη κοιλιακή χώρα,  μπορούσαν να επιφέρουν καίριο πλήγμα. Η σπουδαιότητα της φούντας σαν ύστατο όπλο μπορεί να γίνει αντιληπτή αν προσπαθήσουμε να ζωντανέψουμε στη φαντασία μία σκηνή μάχης της εποχής εκείνης. Μετά την εκπυρσοκρότηση, οπότε εκτοξευόταν το μοναδικό βόλι (δηλαδή η σφαίρα) που είχε το καριοφίλι όπως (αποκαλούσαν το τότε ντουφέκι), δεν υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος να τροφοδοτηθεί αυτό με νέο βλήμα, με συνέπεια να ακολουθεί αναγκαστικά η σώμα με σώμα εμπλοκή, μία ιδιότυπη σωματική πάλη στηριζόμενη στη σωματική ρώμη αλλά και τα εναπομένοντα πλέον όπλα, δηλαδή τη σπάθα ή, ακόμη και την επικουρική φούντα του τσαρουχιού. Αυτή λοιπόν η φούντα με τη κρυμμένη εντός της συστάδα λεπιδίων, την οποία άλλοι περιέγραφαν ως φούντα με καρφιά, ήταν ενίοτε ικανή και από μόνη της να εξουδετερώσει τον αντίπαλο μετά από μία καίρια κλωτσιά.  

 

Όσον αφορά τους τύπους των τσαρουχιών, εάν δηλαδή αυτά ήταν πολύ απλά στη κατασκευή τους ή, περισσότερο περίτεχνα, εξυπακούεται βέβαια ότι αυτά αντιστοιχούσαν  με την υπόλοιπη ενδυματολογική εμφάνιση αυτού που τα φορούσε και σε εξάρτηση βέβαια πάντοτε με τις οικονομικές του δυνατότητες αλλά και τη κοινωνική του θέση.

 

Αυτοί πού είχαν τη δυνατότητα τα τσαρούχια τους να αντιστοιχούν με τη λαμπρότητα της υπόλοιπης στολης τους, τα είχαν περίτεχνα κεντημένα με φίνες μεταλλικές κλωστές, ενίοτε και χρυσές. Όσον αφορά το χρώμα του τσαρουχιού, αυτό μπορούσε να έχει διαφορετικές αποχρώσεις, ενώ πολύ συχνά το κόκκινο χρώμα ώς τέτοιο που εντυπωσιάζει περισσότερο, ήταν το χρώμα που τελικά επιλεγόταν, ιδίως από τα ένοπλα παλληκάρια προγόνους μας, αρματωλούς, κλέφτες και γενικότερα οπλαρχηγούς και λοιπούς πολεμιστές της εθνεγερσίας μας.

 

Τα τσαρούχια συνέχισαν να φοριούνται από όλους τους Έλληνες των αγροτικών και ποιμενικών περιοχών έως τα τέλη τουλάχιστον του 19ου αιώνα, μετά τη πάροδο του οποίου άρχισαν να αντικαθίστανται σταδιακά από τα Δυτικότροπα υποδήματα ή, Φράγκικα παπούτσια όπως τα αποκαλούσε ο λαός.

 

 

 

Όλα τα Ελληνόπουλα έχουν δεί με τα μάτια τους (ζωντανά ή τηλεοπτικά) τους λεβέντικης κορμοστασιάς Εύζωνες, που φυλάνε το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και το προεδρικό μέγαρο.

 

Η στολή που φορούν, μας επιτρέπει να επαναφέρουμε στη μνήμη μας τους ηρωικούς πολεμιστές  προγόνους μας, χάριν στους οποίους μπορούμε να είμαστε σήμερα ελεύθεροι Έλληνες.

 

Η όλη τους εμφάνιση μας παραπέμπει στην ηρωική εποχή του 1821.

 

Μοναδική ίσως εξαίρεση σε αυτή την αναπαράσταση της παλιάς ηρωικής εποχής είναι το κάπως πιό σύγχρονο τουφέκι που φέρουν και που δεν είναι αυτό που τα τότε παλικάρια μας αποκαλούσαν καριοφίλι (μετάπτωση του Carlo e fili = «Κάρολος και υιοί», επωνυμία διάσημου Βενετσιάνικου οπλουργείου μουσκέτων δηλαδή τουφεκιών του 18ου αιώνα).

 

Αυτοί φέρουν επίσης και όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή τη φουστανέλα, το φάριο (σκουφί), το πουκάμισο με τα χαρακτηριστικά κωνικά μανίκια του, τη φέρμελη (γιλέκο), τις φυσιγγιοθήκες, τις κάλτσες, τις καλτσοδέτες,  και τα κατακόκκινα δερμάτινα τσαρούχια με τις μαύρες φούντες τους. Οι φούντες αυτές όμως δεν κρύβουν πλέον τις συστάδες λεπιδίων, δεδομένου ότι οι εύζωνοι μας  φορούν πλέον αποκλειστικά αυτές τις στολές κατά τη διάρκεια τελετουργικών εκδηλώσεων.  

 

(....)

 

Πηγή: https://www.fenalie.gr/tsarouhi-istoria-stin-ellada/