...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Χορευτική Χρονιά

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

Εισόδια της Θεοτόκου: Τι γιορτάζουμε - Τα έθιμα και οι μετεωρολογικές προβλέψεις

Εισόδια της Θεοτόκου: Τι γιορτάζουμε - Τα έθιμα και οι μετεωρολογικές προβλέψεις

 


 

Τα Εισόδια της Θεοτόκου στον Ναό, γνωστά στη Δύση ως Παρουσίαση της Παρθένου Μαρίας, είναι χριστιανική εορτή, η οποία εορτάζεται από όλα τα χριστιανικά δόγματα που αναγνωρίζουν αγίους, στις 21 Νοεμβρίου. Ανήκει στις Θεομητορικές εορτές.

 

Το εορταζόμενο γεγονός δεν αναφέρεται στην κανονική Αγία Γραφή. Η πρώτη γνωστή αναφορά σε αυτό βρίσκεται στο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου, ένα απόκρυφο κείμενο του τέλους του Β΄ αιώνα.

Σύμφωνα με αυτό, οι μετέπειτα γονείς της Παναγίας, ο Ιωακείμ και η Άννα, ήταν βαθιά στενοχωρημένοι από το ότι δεν είχαν παιδιά. Για τον λόγο αυτό, προσευχήθηκαν και είχαν συμφωνήσει να αφιερώσουν το τέκνο τους στον Θεό. Αποκτώντας τη Μαρία λοιπόν, την πήγαν όταν ακόμη αυτή ήταν παιδί, στον Ναό της Ιερουσαλήμ προκειμένου να την αφιερώσουν στον Θεό. Αυτά είναι τα Εισόδια της Θεοτόκου. Μεταγενέστερες εκδοχές της ιστορίας (όπως το Ευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου και το Βιβλίο της Γεννήσεως της Μαρίας) προσθέτουν ότι η Μαρία αφιερώθηκε στον Ναό σε ηλικία περίπου τριών ετών, σε εκπλήρωση ενός όρκου. Κατά την παράδοση παρέμεινε εκεί προς μόρφωση για να προετοιμασθεί για τον ρόλο της ως Θεομήτωρ.

 

Ο εορτασμός των Εισοδίων της Θεοτόκου άρχισε με τα θυρανοίξια της Νέας Βασιλικής της Αγίας Μαρίας, που ανεγέρθηκε κοντά στην τοποθεσία του κατεστραμμένου Ναό της Ιερουσαλήμ. Η παλαιά βυζαντινή βασιλική, έργο του 543, είχε καταστραφεί από τους Πέρσες του Χοσρόη Β΄ μετά την Πολιορκία της Ιερουσαλήμ το 614. Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά στην εορτή είναι η μνεία "Εσοδος τς Παναγίας Θεοτόκου" στο Μηνολόγιον του Βασιλείου Β΄, ένα Αυτοκρατορικό Μηνολόγιο του 11ου αιώνα.

 

Τα Εισόδια συνέχισαν να εορτάζονται σε όλη την Ανατολή, με καταγεγραμμένο τον εορτασμό τους στα μοναστήρια της νότιας Ιταλίας τον 9ο αιώνα, και μεταφέρθηκαν στη Δύση εορταζόμενα στο Παπικό Παρεκκλήσιο της Αβινιόν το 1372 με διάταγμα του Πάπα Γρηγορίου ΙΑ. Ωστόσο, στο Ρωμαϊκό Λειτουργικό η εορτή εντάχθηκε μόλις το 1472, και καταργήθηκε από τον Πάπας Πίος Ε΄ το 1568. Ως αποτέλεσμα, δεν εμφανίζεται στο Τριδεντινό Αγιολόγιο. Ο Πάπας Σίξτος Ε΄ την επανεισήγαγε στο Ρωμαϊκό Αγιολόγιο το 1585.

 

Σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τα Εισόδια ως μία από τις 12 Μεγάλες Εορτές της. Επειδή η ημερομηνία της (21 Νοεμβρίου) βρίσκεται μέσα στη Νηστεία των Χριστουγέννων ("Σαρανταρά"), κατά την ημέρα αυτή οι κανόνες της νηστείας ελαφραίνουν κάπως και επιτρέπεται η κατανάλωση ψαριού, κρασιού και λαδιού.

 

πολυτκιον
χος δ'.

Σήμερον τς εδοκίας Θεο τ προοίμιον, κα τς τν νθρώπων σωτηρίας προκήρυξις ν Να το Θεο, τρανς Παρθένος δείκνυται, κα τν Χριστν τος πσι προκαταγγέλλεται. Ατ κα μες μεγαλοφώνως βοήσωμεν, Χαρε τς οκονομίας το Κτίστου κπλήρωσις.

 

Εισόδια της Θεοτόκου - Τα έθιμα της ημέρας

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου για τους αγρότες, που την ονομάζουν, "της Παναγιάς της Αρχισπορίτισσας", της "Μεσοσπορίτισσας" ή της "Ξεσπορίτισσας", ανάλογα σε ποιο στάδιο βρίσκεται η σπορά.

Λέγεται και "Πολυσπορίτισσα", επειδή την ημέρα αυτή συνηθίζουν να βράζουν σπόρους από τα γεωργικά τους προϊόντα, για την οικογένεια και για να μοιράσουν στη γειτονιά τους, να τους ευχηθούν να γίνουν τα σπαρτά και να έχουν καλή σοδειά!

Ένα πιάτο το πήγαιναν στην εκκλησία κατά τη λειτουργία και διαβαζόταν. Στη συνέχεια το μοίραζαν στον κόσμο. Μέρος του κρατούσαν για στο σπίτι. Από αυτό έδιναν στα ζώα που χρησιμοποιούνταν παλιά στο όργωμα και το υπόλοιπο το έριχνε ο γεωργός στο χωράφι.

Tην ημέρα αυτή συνηθίζονται και μετεωρολογικές προβλέψεις. Όπως λένε "την ημέρα αυτή βασιλεύει η Πούλια, και όπως θα κάμει αυτή τη μέρα, θα κάμει και τις κατοπινές σαράντα μέρες".

 

Το έθιμο της Παναγίας της Πολυσπορίτισσας

Το έθιμο της Παναγιάς της Πολυσπορίτισσας όπως το καταγράφει ο Φίλιππος Βρετάκος ("Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των”):

"Ονομάζουν όμως αυτήν Πολυσπορίτισσα (Ευρυτανία, Δυτ.Μακεδονία, κ.α.), επειδή την ημέραν αυτήν, κατά το έθιμον, έβραζαν εντός χύτρας "πολυσπόρια”, ήτοι διαφόρους δημητριακούς καρπούς και όσπρια, ως σιτάρι, αραβόσιτον (καλαμπόκι), λαθούρια, ρεβίθια, φασόλια, κουκκιά κ.τ.λ., τα οποία εμοίραζαν εις τον κόσμον "για τα χρόνια πολλά”, δια να εξασφαλίσουν δηλαδή κατά το ερχόμενο έτος την αφθονίαν των καρπών. […] μοιράζουν δηλαδή "απαρχές” και θυμίζουν τα αρχαία "Πυανέψια” του ίδιου περίπου μήνα".

 

Ο Δημ. Λουκόπουλος ("Γεωργικά της Ρούμελης", Αθήναι 1938, σ.171) αναφέρει: "Την 21ην Νοεμβρίου, οι γεωργοί γιορτάζουν την πολυσπορίτισσα ή Μεσοσπορίτισσα. Πολυσπορίτισσα λένε, γιατί σε πολλά χωριά παίρνουν πολυσπόρια (σιτάρι, καλαμπόκι, κουκκιά, κ.λ.π.) και πάνε στην πηγή, τα ρίχνουν μέσα και λένε: όπως τρέχει το νερό, να τρέχη το βιό. Παίρνουν νερό και γυρίζουν.

Επίσης τη μέρα αυτή αντίς άλλο φαγητόι βράζουν τα πολυσπόρια, τρώνε και μοιράζουν και σε δικούς τους για χρόνια πολλά. Μεσοσπορίτισσα, όπως λένε, το είπαν με το να μεσιάζη τότε η πρώιμη σπορά τους.

Κι αυτή τη μέρα βασιλεύει η πούλια, αν τύχη ξαστεριά. Κι όπως θα κάμη αυτήν τη μέρα, θα κάμη και τις σαράντα κατοπινές μέρες".

 

Η συνταγή σε πολλές παραλλαγές

Κι ιδού, η συγκεκριμένη συνταγή για τα "πολυσπόρια" που βρίσκεται σε πολλές παραλλαγές, ανάλογα με τον τόπο και τις ποικιλίες που καρποφορούν

 

Η γλυκιά εκδοχή

Σιτάρι, καλαμπόκι, σταφίδες (μαύρες και ξανθές), καρύδια, μύγδαλα, σισάμι, λίγο λαδάκι, μια τζούρα ζάχαρη, μια πρέζα αλατοπίπερο.
Βράζουμε το στάρι πολύ καλά, να μαλακώσει.

Βράζουμε χώρια και το καλαμπόκι.

Το σισάμι, τα καρύδια και τα μύγδαλα (που πρώτα τα κοπανίζουμε), τα καβουρντίζουμε στο τηγάνι.

Τέλος, σε μια μεγάλη χύτρα, αναμειγνύουμε όλα τα υλικά και "δένουμε" με λίγο αλευράκι και νερό για να χυλώσει. Έχουμε, όμως, φυλαγμένο λίγο από το καβουρντισμένο σισάμι το αμύγδαλο και το καρύδι για να πασπαλίσουμε και από πάνω, σε κάθε κυπελλάκι που σερβίρουμε.

 

Το τελετουργικό για τα μπόλια

Την ημέρα αυτή σε πολλές περιοχές της Ελλάδας όπως και στο χωριό μας τα παλαιότερα χρόνια, ίσως ακόμα και σήμερα, υπάρχουν και μερικά ήθη και έθιμα όπως τα "Μπόλια" και το "πάντρεμα της φωτιάς"

Και τα δυό αυτά έθιμα είχαν μεταξύ τους αλληλένδετη σχέση και ήταν απαραίτητα και τα δυό.

Λέγοντας "Μπόλια " εννοούσαν ένα μείγμα απο πολλά σπόρια (Πολυσπορίτισσα) , μια κακαβιά θα λέγαμε, τα οποία τα βάζανε σε μια μεγάλη κατσαρόλα .

Η κατσαρόλα αυτή περιείχε συνήθως προϊόντα ντόπια κυρίως. Φασόλια, φακές ρεβίθια. καλαμπόκι, σιτάρι. κουκιά, φάβα, ρύζι, και όποια άλλα όσπρια μπορούσε ο καθένας να βάλει στην κατσαρόλα προσθέτοντας και λίγη ζάχαρη για καλύτερο βράσιμο.

Η αναμοιγένεια των προς βράση υλικών απαιτούσε αρκετή ώρα, μιας και δεν υπήρχαν τότε οι κατσαρόλες γρήγορου βρασμού "χύτρες", για να βράσουν με αποτέλεσμα να μένουν στη φωτιά αρκετό χρόνο. Αυτό απαιτούσε συνεχή τροφοδοσία της φωτιάς.

Την βραδιά λοιπόν αυτή γινόταν και το επίσημο άναμμα του τζακιού και για το λόγο αυτό βάζανε να ανάψει η φωτιά πολλών ειδών ξύλα.

Πρώτα βάζανε ξύλο αρσενικό , π.χ.πουρνάρι, πλάτανο, κέδρο, και ύστερα βάζανε ξύλο θηλυκό βελανιδιά, κορτσιά λέγοντας και το σχετικό τραγούδι. "απόψε παντρεύω τη φωτιά, με τούτα τα παιδιά ……."ονοματίζοντας κάθε φορά το όνομα του ξύλου που τοποθετούσε στο τζάκι.

Σημαντικό ήταν ότι για το πάντρεμα τη φωτιά τα ξύλα που θα χρησιμοποιούσαν πρέπει να προέρχονταν απο δέντρα που ήταν μέρος ηλιόλουστο γιατί διαφορετικά αν ήταν απο σκιερά μέρη δεν κάνανε ούτε κάρβουνο ούτε φλόγα παρά μόνο καπνό.

Αφού η φωτιά άναβε τότε τοποθετούσαν πάνω στην "πυροστιά" τα μπόλια και έπρεπε να διατηρηθεί η φωτιά όλη τη νύχτα για να σιγοβράσουν τα μπόλια.

Έτσι λοιπόν έπρεπε να μείνει ένας να "λαγοκοιμάται" δίπλα στο γωνολίθι και να τροφοδοτεί την φωτιά με ξύλα όλη την νύχτα.

Τα μπόλια είχαν βράσει και σερβίρονταν κανονικά στο μεσημεριανό τραπέζι σαν κυρίως πιάτο.

 

Oι μεγάλες γιορτές της Παναγίας

Πέντε είναι οι μεγάλες γιορτές της Παναγίας στην Εκκλησιά. Στις 8 Σεπτεμβρίου γιορτάζουμε τη γέννησή της Παναγίας, στις 21 Νοεμβρίου τα Εισόδια της Θεοτόκου στον ναό, στις 25 Μαρτίου την εορτή του Ευαγγελισμού της Παναγίας, δηλαδή η χαρμόσυνη είδηση της επικείμενης γέννησης του Χριστού, και στις 15 Αυγούστου τιμάμε την Κοίμησή της.

 

Πηγή: https://www.thetoc.gr/koinwnia/best-of-internet/eisodia-tis-theotokou-ti-giortazoume-simera---ta-ethima-kai-oi-meteorologikes-problepseis/

 

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Γλωσσοδέτες

Γλωσσοδέτες

 

 


 

20 γλωσσοδέτες που μάθαμε όταν ήμασταν παιδιά και ακόμη δεν μπορούμε να τους πούμε σωστά.

 

Στην ελληνική λαογραφία ο γλωσσοδέτης είναι μια φράση ή σειρά λέξεων που έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε είναι δύσκολο να προφερθεί σωστά με μεγάλη ταχύτητα.

Χρησιμοποιείται συνήθως σαν λεκτικό παιχνίδι μεταξύ παιδιών κατά τη διάρκεια του οποίου πρέπει κανείς να επαναλάβει ή να επαναλαμβάνει συνεχώς ταχύτερα, λέξεις που μοιάζουν μεταξύ τους.

 

Ας δούμε μερικούς γλωσσοδέτες που σίγουρα προσπαθήσαμε όλοι μας λίγο πολύ μικροί να τους πούμε πολύ γρήγορα αλλά σίγουρα μερικούς δεν τα καταφέραμε και ακόμη μπερδευόμαστε.

 

Καλημέρα καμηλιέρη, καμηλιέρη καλημέρα.

 

 

Ανεβαίνω, κατεβαίνω, μπαινοβγαίνω κι ανεβομπαινοβγαινοκατεβαίνω. Βρίσκω πόρτες κλειδωτές, κλειδωμένες και κλειδαροαμπαρωμένες.

 

 

Ανέβηκα στην τζιντζιριά, τη μιντζιριά, τη τζιντζιμιντζιχοντζιριά να κόψω τζίντζιρα, μίντζιρα, τζιντζιμιντζιχόντζιρα. Κι έσπασε η ντζιντζιριά, η μιντζιριά,η ντζιντζιμιντζιχοντζιριά και μου ‘πεσαν τα ντζίντζιρα, τα μίντζιρα, τα τζιντζιμιντζιχόντζιρα.

 

 

Κάστανα βραστά σκαστά με τη βραστή σκαστή κουτάλα.

 

 

Εκκλησούλα μολυβδοκολοπελεκητή, ποιος σε μολυβδοκολοπελεκητούσε; Ο γιος του μολυβδοκολοπελεκητή.

 

 

Φίλος έδωσε σε φίλο τριαντάφυλλο με φύλλο. Φίλε φύλαγε το φύλλο, μην το δώσεις σε άλλο φίλο.

 

 

Η συκιά μας η διπλή, η διπλογυριστή, κάνει τα σύκα τα διπλά, τα διπλογυρι-γυριστά. Πάει ο σκύλος ο διπλός, ο διπλογυρι-γυριστός, να φάει τα σύκα τα διπλά, τα διπλογυρι-γυριστά.

 

 

Ο γιος του Ρουμπή, του Κουμπή, του ρουμποκομπολογή, βγήκε να ρουμπέψει, να κουμπέψει, να ρουμποκομπολογέψει, και τον πιάσαν οι ρουμπήδες, οι κουμπήδες, οι ρουμποκομπολογήδες.

 

 

Μια πάπια, μα ποια πάπια; Μια πάπια με παπιά.

 

 

Έφαγα και χόρτασα, ζεστά ξερά, σκαστά κουκιά, μετη ζεστή ξερή, σκαστή κουτάλα.

 

 

Μια κούπα καπακωτή, μια κούπα ξεκαπάκωτη μια κούπα καπακωμένη, μια κούπα ξεκαπακωμένη!

 

 

Πίτα σπανακόπιτα, σπανακολαδόπιτα, πίτα σπανακόπιτα, σπανακολαδοφραγκόσυκο, παντζαροκολοκυθόπιτα.

 

 

Η μάνα μου η ασπρογούνα, η μάνα μου η μαυρογούνα, άσπρο μαύρο το γουνί της και το παραγούνι της.

 

 

Δω στα κάτω κόβουν πεύκα. Τάχα πεύκα κόβουν τάχα; Τάχα πέφτ’ ο πεύκος κάτω;

 

 

Η μυγδαλιά μου η τσιγδαλιά μου, η μυγδοτσιγδοκοκαλιά μου, κάνει μυγδαλίδια, τσιγδαλίδια, μυγδοτσιγδοκοκαλίδια.

 

 

Βαρέλι νεροβάρελο, ποιος σε νεροβαρελόδενε; Του νεροβαρελοδέτη ο γιος.

 

 

Της καρέκλας το ποδάρι, ξεκαρεκλοποδαρώθηκε. Ποιος το ξεκαρεκλοποδιάρισε; Ο ξεκαρεκλοποδαράς.

 

 

Ο παπάς ο παχύς, έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ, έφαγες παχιά φακή;

 

 

Ο τζίτζιρας ο μίτζιρας ο τζιτζιμιτζιχότζιρας, ανέβυκε στη τζιτζιριά στη μιτζιριά στη τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψει τζίτζιρα μίτζιρα τζιτζιμιτζιχότζιρα.

 

 

 

Πηγή: https://www.citypatras.gr/psychagogia/mustreads/20-glossodetes-poy-mathame-otan-imastan-paidia-akomi-mporoyme-na-toys-poyme-sosta

Το μαχαίρι στο ρεμπέτικο

Το μαχαίρι στο ρεμπέτικο

Του Πάνου Σαββόπουλου

 


 

Βρε μάγκα, το μαχαίρι σου για να το κουσουμάρεις (κουσουμάρω = χρησιμοποιώ) πρέπει να έχεις την ψυχή, καρδιά για να το βγάλεις. Έτσι αρχίζει “Το κουτσαβάκι”, ένα τραγούδι που ηχογράφησε ο Ανέστης Δελιάς, το 1936. Τα κύρια σύμβολα της μαγκιάς και του ανδρισμού, τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, ήταν το μαχαίρι και το κομπολόι. Βέβαια, ήδη από τα τέλη του 1800, όλα τα κουτσαβάκια κρατούσαν φονικό μαχαίρι!

 

Στο τραγούδι “Κουτσαβάκι” (Πόλη, 1906), ακούμε: «Αν είσαι κουτσαβάκι που ‘ν η καμίτσα σου;». Στον “Γιάνναρο” (1929), ακούμε: «Ήρθ’ ο Γιάννης από πέρα με κουσαντιανή μαχαίρα». Στον “Μανώλη Χασικλή” (1930): «…αν είσαι και σερέτης που ‘ν’ τα μαχαίρια σου;».

 

Στο βιβλίο του Σωκράτη Ρωνά “Τ’ αλάνι”, (Αθήνα, 1939) με οκτώ Σμυρναίικες Ηθογραφίες, διαβάζομε για το “οπλοστάσιο” που είχε το αλάνι ο Παναής: «μιά κάμα, μιά ξιφολόγχη, φυσεκλίκια και μια πελώρια δίκαννη πιστόλα πάντοτε άδεια, για να μην παίρνει ανθρώποι στο λαιμό του, απάνω στο θυμό του».

 

Μαχαίρι, ανδρισμός και πόσις αίματος

Οπωσδήποτε το θέμα “μαχαίρι και ανδρισμός” έχει πολύ ψωμί. Κάποιοι μάγκες χόρευαν ζεϊμπέκικο, κρατώντας δύο μαχαίρια! Άλλοι (υποτίθεται πολύ… άνδρες), όταν έμπαιναν στην ταβέρνα κάθονταν στην καρέκλα, και πριν ακόμα παραγγείλουν οτιδήποτε, έβγαζαν το μαχαίρι τους και το κάρφωναν πάνω στο τραπέζι, έτσι προς …επίδειξιν! Οι ειδικοί περί την ανθρώπινη ψυχή λένε ότι αυτό το έκαναν διότι δε θα πρέπει να ήταν πολύ υπερήφανοι για τον φαλλό τους και ενδεχομένως για τη λειτουργία του. Οι ειδικοί, πάλι, βάζουν στην ίδια κατηγορία τους πιστολάδες και τους εποχούμενους επικίνδυνους “γκαζάκηδες” των εθνικών, κυρίως, οδών! Γενικά, δε θα χαρακτήριζα τη μαγκιά σαν αιμοβόρα ή εκδικητική. Άλλωστε η φράση «θα σου πιω το αίμα» είναι πολύ-πολύ παλιότερη από τη μαγκιά και έχει σχέση με τη συνήθεια αυτού που χτυπούσε κάποιον με μαχαίρι, να γλείφει τη ματωμένη λεπίδα, έτσι για να πάρει τη δύναμη του θύματός του!

 

Οι ρίζες αυτού του “εθίμου”, φθάνουν στους «κανιβαλισμούς». Το εκκλησιαστικό Κοινωνικόν του Πάσχα: «Σώμα και αίμα Χριστού μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε…», δεν είναι καθόλου άσχετο μ’ αυτό, μόνο που εδώ πρόκειται για πράξη συμβολική, αφού η “θυσία” είναι αναίμακτη. Και μια και το ‘φερε ο διάολος, η κουβέντα δηλαδή, συγκρίνετε το “γλυκό κρασάκι με το ψωμί” στη μεταλαβιά των ορθοδόξων, με την άνοστη (αντι-“ηδονική”) φαρίνα, της “όστιας (hostia)” των Καθολικών. Σ’ όσους ψάχνονται και “ξύνονται”, συστήνω σχετικώς το διήγημα “Η σάρξ” του Αντώνη Σαμαράκη, από το βιβλίο του “Ζητείται ελπίς”.

 

Κι ακόμα παραπέρα, συστήνω το πρωτότυπο διήγημα “Le bevitrici di sangue” (“Οι πότιδες του αίματος”) του Ναπολιτάνου συγγραφέα του προπερασμένου αιώνα Salvatore di Giacomo, το οποίο μιλάει για πόση φρέσκου αίματος σφαγμένων ταύρων από νεαρά αναιμικά κορίτσια. Ρίξτ’ ένα βλέφαρο και στα δύο διηγήματα. Θα “πλουτίσετε…”/ Η πόσις αίματος πάντως έχει περάσει σε κάποια ρεμπέτικα:

  • “Aπό κάτω απ’ τις ντομάτες” (ΗΠΑ, 1928): «Βάρα με, με το στιλέτο κι όσο αίμα βγάλω πιε το»
  • “Πήραν τα φρύγανα φωτιά” (1929): «Άνοιξε μάνα, άνοιξε, γιατί με κυνηγούνε κι αν δεν ανοίξεις το πορτί, το αίμα μου θα πιούνε»
  • “Χθες το βράδυ στον Τεκέ”  (1934): «Τα τσιμπουκάκια αν πειραχτούνε, το αίμ’ αμέσως θα σάς το πιούμε…»

 

Η χρήση του μαχαιριού απ’ τους μάγκες

Σίγουρα οι μάγκες δεν το ’χαν το μαχαίρι μόνο για να κόβουν τα νύχια τους ή να …ξύνονται. Το χρησιμοποιούσαν, κυρίως, για τους εξής λόγους: Σαν όπλο άμυνας και προστασίας τους, για να επιβάλλουν τον “νόμο και την τάξη”, κατά τη δική τους άποψη. Επίσης, για να εκδικηθούν και για να απειλήσουν. Ποσοστιαία, το 55% περίπου, των ρεμπέτικων τραγουδιών που αναφέρονται σε μαχαίρι, μιλάνε για απειλή, ενώ το 45% μιλάει για τραυματισμούς και θανατηφόρα χτυπήματα. Για να δούμε όμως τώρα αυτές τις περιπτώσεις με παραδείγματα:

 

Α. Απειλές

  • Στο “Βλαμάκι” (1920) ακούμε: «Βρε βλαμάκι κάνε πέρα μην τραβήξω τη μαχαίρα…».
  • Στο “Η φυλακή είναι σχολείο” (1931): «Στη φυλακή το μεσημέρι έλα και φέρε ένα μαχαίρι, γιατί ένα μάγκα θα ξηγήσω, μπορεί και να τον καθαρίσω…».
  • Στην άστατη ή άπιστη γυναίκα, δεν έπεφτε ξύλο, αλλά απειλή! Να! Τουρκολιμανιώτισσα” (1933): «Θα σου ανοίξω μια πληγή στο στήθος το βαμμένο…. Όμως οι σωστές ρεμπέτισσες, δε φοβόντουσαν μαχαίρια».
  • “Η Λιλή η σκανδαλιάρα” (1931): Λέει σ’ ένα μάγκα που την πολιορκεί: «δε φοβούμαι τα μαχαίρια.».
  • Στο “Παραμάνα Κούνα Κούνα” (1927), παραδοσιακής έμπνευσης, ακούμε: «Δε μού λέτε τι να κάνω, να πεθάνω ή να ζω, για να πάρω το μαχαίρι κι απ’ τον κόσμο να χαθώ;»

 

Μια γουστόζικη φράση με μαχαίρι βρίσκουμε στο “Σου ‘χει λάχει”: «Παναγιά μου δώσ’ του, δώσ’ του, μαχαιριές κι εγώ γιατρός του». Υπάρχει καταγραμμένο στη Σμύρνη το 1877, το τραγούδι “Οπ’ Αγαπά διπρόσωπα” με το εξής στιχάκι: «Οπ’ αγαπά διπρόσωπα, δωσ’ του Χριστέ μου, δωσ’ του, δυο μαχαιριές εις την καρδιά, και ‘γω είμαι γιατρός του. Μαχαίρι για επίδειξη, φαίνεται να τράβαγε κι ο ανεπρόκοπος και χασικλής, άντρας της Μανταλιώς και Μανταλένας» (“Μανταλένα”): «Έμαθα τραβά μαχαίρι με τ’ αριστερό του χέρι…».

 

Β. Τραυματισμοί

Και μετά τις απειλές με μαχαίρια, να περάσουμε στις…πράξεις μ’ αυτά. Και πρώτα, στα τραγούδια στα οποία αναφέρεται απλά τραυματισμός (και όχι φόνος), κάτι που φαίνεται ότι ήταν από την αρχή ο σκοπός του δράστη. Στο “πολίτικο ζεϊμπέκικο” με τον Νταλγκά από το 1929, ακούμε: «Δεν πάγω πια στο Γαλατά στο Καφεσλί σοκάκι, εκεί μου την εδώσανε τη μαχαιριά στη ράχη…». “Το μπαγλαμαδάκι σπάσε (1933) ΤΟ ΜΠΑΓΛΑΜΑΔΑΚΙ  λέει: «Πέντε μαχαιριές του δώσαν, ρε, για μια Σμυρνιά, δυό νταήδες Πειραιώτες μεσ’ στην Κοκκινιά. (Και μόλις) …απ’ τις μαχαιριές θα γειάνει, (τότε θα δούν) …τίνος μάνα θε να κλάψει μεσ’ στην Κοκκινιά». Δε μπορώ να μην αναφέρω σ’ αυτή την κατηγορία και την περίπτωση του μάγκα που προτιμάει πέντε μαχαιριές αντί για τα σκληρά “λογάκια” της αγαπημένης του. Στο “Καλογεράκι Ντουντού” (1931) ακούμε: «Κάλλιο ‘χω πέντε μαχαιριές, παρά τα λόγια που μού λες…».

 

Γ. Φόνοι

Εδώ, οι περισσότεροι φόνοι είναι “εκ προμελέτης” και ελάχιστοι “εν θερμώ”.

  • Μες στου Συγγρού τη φυλακή (1926): «Σκοτώσαν ένα χασικλή… Τρεις μαχαιριές του δώσανε στον τόπο τον ξαπλώσανε»
  • Στου Μπεζεστένι την Αυλή (1932): «Μια μαχαιριά τού δώσανε… και …του δώσανε και άλλη μια στην πληγωμένη του καρδιά»
  • Οι δύο Σερέτες (1933): «Και τραβάνε τα μαχαίρια και χτυπιόνται στα γερά και ο Γιάννης ξεμπερδεύει το Βαγγέλη το φονιά…»

 

«Στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, τον βλάμη που γουστάριζες τον έκανα κομμάτια…» ακούμε στο ζεϊμπέκικο του Μάρκου. “Στα σίδερα με βάλανε” από το 1933 και βέβαια “κομμάτια” σημαίνει χρήση μαχαιριού. Άλλως τε στο δεύτερο κιόλας στιχάκι λέει ότι «μόλις θα βγω απ’ τα σίδερα, θα σφάξω κι άλλους δέκα…».

 

Πολυωνυμία μαχαιριού στα ρεμπέτικα

Το μαχαίρι εμφανίζεται με διάφορα ονόματα στη μαγκιά και στα τραγούδια της. Πιο συχνό είναι το «κάμα» το οποίο προέρχεται από το αρχαίο “κάμαξ”. Να!

 

  • “Αεροπλάνο θα πάρω” (1932): «με την κάμα μου στο χέρι θα ‘ρθω πάλι να σε βρω»
  • “Κουβέντες στη φυλακή” (1936): «τρεις κάμες ξεβρακώσαμε, μα βγήκαμε χαμένοι…» 

 

Για “λεπίδι” (εκ του αρχαίου “λεπίς”) ακούμε στο “Καλέ μάνα δε μπορώ”: «Μού δώσανε μιά λεπιδιά, τι κάνατε βρε σεις παιδιά; ». “Στο μια μπαμπεσιά θέλησαν” (1936) το μαχαίρι το λένε «βουβή»: «Και τη βουβή για χάρη σου να μου τήνε καρφώσουν…». Για το καμπυλωτό και πλατύ σπαθί, δηλαδή “γιαταγάνι”, ακούμε στο “Μες στου Συγγρού τη φυλακή” (1926): «τράβα το γιαταγάνι σου το αίμα μου χαλάλι σου…»

 

Δε θα μπορούσα να παραλείψω και κάποιες μαχαιριές αλλά σε εισαγωγικά, ήγουν με μεταφορική έννοια: Στο “Ελενάκι” (Σμύρνη, 1911), ακούμε: «Δίπλα το ‘βαλες Ελένη το μαχαίρι και δε βγαίνει, το μαχαίρι στην καρδιά μου δίπλα, το ‘βαλες κυρά μου». Στο “Λούλα μου Αθηνούλα μου” ακούμε: «Μ’ ένα μαχαίρι δίκοπο με κάρφωσες και καρφωμένο μ’ έχεις…». Στο “Σκότωσε με” των Μ. Χιώτη-Χ. Κολοκοτρώνη (1956), ακούμε: «μα δεν πειράζει, εγώ θα περιμένω ώσπου να φτάσει το μαχαίρι στην καρδιά…». Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο “Κόνιαλης” (Ρόζα, 1933). Τον νεαρό Κόνιαλη (κάτοικο της Πόλης Ικόνιο της Μ. Ασίας, τουρκιστί Κόνια), ο οποίος δουλεύει σε μπακάλικο, έχει ερωτευτεί κάποιο κορίτσι. Βλέποντάς τον λοιπόν να της κόβει, με σκέρτσο, παστουρμά και σουτζουκάκι, με το επαγγελματικό του μαχαίρι, αυτή νιώθει ότι το μαχαίρι, της… παίρνει τη ζωή. Βάζω όλο το στιχάκι προς τέρψιν “οπτικήν”»: «Αχ, Κόνιαλή μου σαν περνώ στην αγορά και με σκέρτσο να μού κόβεις παστουρμά και σουτζουκάκι, αμάν Κόνιαλή μου, με το μαχαίρι που κρατάς μού πήρες τη ζωή μου, χωρίς εσένα δε μπορώ να ζήσω Κόνιαλή μου…» (Καλά ρε καρντάσια, πού ήταν τότε ο S. Dali κι ο L. Boñuel και χάσανε τέτοια σκηνή; Κέρδισε όμως ο “Ανδαλουσιανός σκύλος” – 1928).

 

Να μην ξεχάσω να προσθέσω ότι η φράση τράκα τρούκα τη μαχαίρα προέρχεται από τη δημοτική παράδοση και τη συναντάμε σε διάφορα τραγούδια όπως για παράδειγμα στο αποκριάτικο εξ Αλατσάτων Μικράς Ασίας “Με τη θεία μου την Κοντύλω”: «Να κι ο μπάρμπας από πέρα τράκα τρούκα τη μαχαίρα».

 

Ετυμολογικά, τώρα, η λέξη “μαχαίρι” είναι υποκοριστικό της λέξης “μάχαιρα” που (όπως και η λέξη “μαχαίρα”) σημαίνει το μεγάλο μαχαίρι. Προέρχεται από τη μεσαιωνική “μαχαίριν”, η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την αρχαία “μαχαίριον”. Τέλος, να πω και δύο λόγια για το  χορό με μαχαίρια. Η συνήθεια αυτή είναι πολύ παλιά και τη συναντάμε κυρίως σε τελετουργικούς και άλλους χορούς πολεμικών φυλών. Στο χορό δεν κρατούσαν μόνο μαχαίρια αλλά και σπαθιά (“Ο χορός των σπαθιών” του Χατζατουριάν;). Οι μάγκες, σπάνια συνήθιζαν το χορό με μαχαίρια.

 

Υ.Γ. Μια φορά βρέθηκα σ’ ένα, υποτίθεται… ψαγμένο, ρεμπετάδικο, όπου σε μια στιγμή ένας τραγουδιστής του πάλκου άρχισε να λέει το “Κουτσαβάκι” (1936) του Δελιά. Αντί όμως να τραγουδήσει “κουσουμάρεις” στο πρώτο στιχάκι, τραγούδησε “κουστουμάρεις” («Βρε μάγκα το μαχαίρι σου για να το κουστουμάρεις…»). Προφανώς δεν ήξερε τη λέξη “κουσουμάρω” και παρακούγοντας τον Δελιά από τον παλιό δίσκο γραμμοφώνου, τραγούδησε “κουστουμάρεις”. Όταν λοιπόν έγραφα στην αρχή αυτού του κειμένου το ίδιο στιχάκι του Δελιά, μια και ο λόγος για μαχαίρια, ο υπολογιστής μου με το λεξικό (της… πλάκας) που διαθέτει μού έβγαλε τη λέξη “κουσουμάρεις” λάθος και μού προτείνει σαν ορθή ποιά νομίζετε; Ναι!  Μου πρότεινε λοιπόν, ακριβώς, τη λέξη “κουστουμάρεις”. Έτσι θυμήθηκα τον …ψαγμένο τραγουδιστή και βέβαια δεν παρέλειψα να κάνω “Add to Dictionary” την επίμαχη λέξη “κουσουμάρω”. Με την ευκαιρία να σας πω ότι το ρήμα “κουσουμάρω” η μαγκιά το χρησιμοποιούσε και με άλλες έννοιες, όπως συμπαθώ, επιτηδεύομαι, προστατεύω αλλά και εξοικονομώ. Και μην περιμένετε ο πολυπράγμων Μπαμπινιώτης, να ξέρει το “κουσουμάρω”…

 

Πηγή: https://slpress.gr/politismos/to-maxairi-sto-rempetiko/