Έθιμα και παραδόσεις του γάμου στην παλιά Ιερισσό Χαλκιδικής
Έθιμα και παραδόσεις του γάμου στην παλιά Ιερισσό μέσα από την αφήγηση της Βενετίας Αποστολίδου-Μαρίνου. – Δημοσιεύθηκε στο 19ο τεύχος του Κυττάρου Ιερισσού – Κείμενο: Χρήστος Καραστέργιος.
Ο γάμος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στη ζωή ενός ανθρώπου και σε παλιότερες εποχές αποτελούσε και ένα σημαντικό πολιτισμικό γεγονός στην κοινότητα ενός χωριού. Τα έθιμα του γάμου σηματοδοτούσαν ως ένα σημείο τις σχέσεις και τις υποχρεώσεις του ζευγαριού μεταξύ τους, με τους συγγενείς και την κοινότητα.
Την παλιότερη αναφορά για τον Ιερισσιώτικο γάμο τη βρίσκουμε το 1801, 20 χρόνια πριν την επανάσταση του 1821. Οι Άγγλοι συνεργάτες του λόρδου Έλγιν, Carlyle και Hunt, επιστρέφοντας από το Άγιον Όρος το οποίο επισκέφτηκαν για αναζήτηση χειρογράφων, περιγράφουν ένα γάμο που παρακολούθησαν στην Ιερισσό[i]:
“…Πρόσφεραν ένα δώρο στη νύφη -κι εκείνη, αφού έπιασε τα χέρια τους, τα έφερε στα χείλη, τα φίλησε κι αποσύρθηκε σιωπηλή-. Όπως πληροφορήθηκαν η νύφη θα έμενε αμίλητη επί οχτώ μέρες μετά τον γάμο της. Σ’ αυτό το διάστημα θα επισκεπτόταν με τις παράνυμφες τα σπίτια των συγγενών του άντρα της και θα έπαιρνε δώρα, μερικούς παράδες ή πιάστρα, ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση. Μικρά νομίσματα είχαν στερεωθεί στις πλεξίδες της, που έπεφταν στη ράχη και σχεδόν ακουμπούσαν στο χώμα. Ανάμεσά τους είδαν και μερικά αρχαία νομίσματα. Πρόσφεραν ένα σημαντικό ποσό για να τ’ αγοράσουν, αλλά μάταια. Τους εξήγησαν πως η συλλογή αποτελούσε οικογενειακό θησαυρό που μεταβιβαζόταν εμπλουτισμένος από γενιά σε γενιά, κι ότι δεν έπρεπε να λείπει κανένα από τα προηγούμενα στολίδια….”
To 1968, η Ιωάννα Ι. Ζερβάκη φοιτήτρια του Γ΄ έτους του Φιλολογικού, συλλέγει πληροφορίες γύρω από τη λαογραφία της Ιερισσού στα πλαίσια των μαθητικών της υποχρεώσεων. Ανάμεσα στους Ιερισσιώτες από τους οποίους ζητά πληροφορίες είναι και η Βενετία Αποστολίδου Μαρίνου, 67 χρ., και ο συζύγός της 71 χρ. Δημήτριος Αποστολίδης[ii]. [Η εργασία αυτή βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.)].
Η Βενετία Αποστολίδου περιγράφει, ανάμεσα σε άλλα, τα έθιμα του γάμου στον παλιό οικισμό της Ιερισσού με τη βοήθεια του συζύγου της. Κατά την περίοδο του σεισμού το 1932 ήταν 31χρ., και ο Δημήτριος Αποστολίδης 35. Η Ιωάννα Ζερβάκη σημειώνει τις πληροφορίες στο τετράδιό της προσπαθώντας να αποτυπώσει την ντοπιολαλιά, όπως την ακούει από τη συνομιλήτριά της. Έτσι χαρίζει σ΄ εμάς, που έχουμε ακούσει τον παλιό διαλεκτικό λόγο της Ιερισσού, την ευχαρίστηση να παρακολουθήσουμε τη ρευστότητα και τη μουσικότητα του γλωσσικού μας ιδιώματος στην αφήγηση του εθίμου.
“Γάμος καὶ σχετικὰ ἔθιμα
Γενικὰ- Ἀρραβὼν
Τά χρόνια τὰ δ΄κὰ μας[iii] τὰ κουρίτσα ἦταν ἥσυχα κί μέσ΄ στού σπίτι. Τούν γαμπρού τούν βρίσκαν οἱ γουνεῖς κι ὕστερα ῥωτοῦσαν τὴν κόρη ἂν τούν ἤθελε. Ἀλλὰ κι ἅμ΄δέν τούν ἤθελι πιμένανι[iv] κί νικοῦσαν. Καμμιὰ φουρὰ, ὅμως, ὅταν δέν τὸν ἤθελε ἔλεγι ναὶ στούν πατέρα της κι ὕστερα κλέβουνταν μί κεῖνον ἀπὸ ἀγαποῦσι κί πήγαιναν ἔξω στά ὀρμάνια[v]. Κι ὕστερα ἤρχουνταν κι παρουσιάζουνταν. Μπουρεῖ ἡ μὰν΄ τοῦ κουριτσιοῦ νἄλεγι: δέν σί δίνου μαρή τίπουτα, ἀλλ΄ αὐτοὶ παντρεύουνταν κί χουρὶς προῖκα. Ὅντα[vi] πήγαιναν μί θέλημα, ἅμα ἔλεγαν τού ναὶ ἀρραβουνιάζουνταν. Τότι παντρεύουνταν μικρὲς άπάν 16 ἴσαμ΄ 22 χρονῶ ἀλλὰ κι οἱ ἄντρες ἦταν μικροὶ 22- 23 χρονῶ. Οὑ ἀρραβῶν΄ς κρατοῦσι 6 μῆνες- ἕνα χρόνου ἢ κί πιὸ πολύ. Οὕσο ἦταν ἀρραβουνιασμένοι ἡ νύφη δέν πήγινι στού σπὶτ’ τοῦ γαμπροῦ καθόλου. Κί νιρὸ νὰ πήγινι[vii] τ΄ ἄφηνι στ΄σκάλα κί κατὲβ΄νε ἡ πιθιρὰ να τού πάρει.
Πρὸ τοῦ γάμου
Οὑ γάμους πού τούν λὲμ΄ κὶ χαρά, στεφάνωσι, κ.ἄ., γινότανε πάντουτε Κυριακὴ μέρα. Καλοῦσαν πολλοὺς συγγινεῖς κί φίλους κί γιά νά καλὲσ΄ οὑ γαμπρούς, μιὰ γριὰ ἔβαν΄ τή γούνα της, ἔπαιρνι λουλούδια κι ἕνα μπουκάλ(j) κρασί κί πήγαινε στοὺ κάθε σπίτι κί καλοῦσε στού γάμου. Οἱ καλεσμένοι στού γάμου δέν πήγιναν δῶρα μὸν΄ στού γλὲντ΄ ὕστερα ἀπὸ τού γάμου ἔδιναν λιφτά. Τὴν Πέμπτη, ἀποὺ ἤτανε πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τοῦ γάμου, ἀρχίζαν΄ τίς ἑτοιμασίες. Ἡ νὺφ΄ καλοῦσι τὶς φιληνάδες της στοὺ σπίτι της κί τή βουηθοῦσαν στά προικιὰ της. Αὐτές τὶς φιληνάδες πού πήγιναν τίς λέγαν “χαριώτισσες” κί μέναν μέχρι τού Σάββατου στού σπὶτ΄ τσῆ νὺφ΄ς. Κί κάθε βράδυ γλιντοῦσαν κί τραγ΄δοῦσαν ὕστερ΄ ἀπὸ τὶς δουλειές. Τὸ βράδ΄ τῆς Πέμπτης ἔπαιρνε ἕνας καλισμένος τή νουνὰ να πάει στοῦ γαμπροῦ τού σπὶτ΄ νά κὰν΄ τή μαγιὰ γιά τὰ ψουμιὰ τοῦ γάμου. Τὴν ὥρα ἀπὸ ἔκαν΄ τή μαγιὰ τραγ΄δοῦσαν οὕλοι μαζί. Τὴν Παρασκευὴ ζύμωναν τὰ ψουμιὰ στοῦ γαμπροῦ τού σπίτ΄. Κάναν μικρὰ ψουμάκια πού τὰ λέγαν “στρουγγλίτσες”. Μαζὶ κάναν κί δυό κουλούρια στρουγγυλά, τὰ “κλίκια”, κι ἕνα μακρουλό πού τὄδιναν στόν παπᾶ ὅταν ἔκανι τή στεφάνουση. Τού Σάββατου οἱ “χαριώτισσες” πήγαιναν μαζὶ μ΄ ἕνα παλληκάρι σ΄ ἵνα βουνὸ πού ἔχει πολλὴ “βάγια” (δάφνη) μί ὄργανα κί τραγούδια. Ἀφοῦ κόψουν τή βάγια τὴν φορτώνονταν στίς τρόκνιες[viii] κί τραγ΄δῶντας τὴν ἔφερναν στῆς νὺφ΄ς τού σπίτ΄. Μόλις τὴν ἔφερναν ἔρχουνταν κι οἱ προυτοστέφανες, τή μαδοῦσαν κί γέμιζαν τὰ μαξ΄λάρια. Στού πρώτου μαξιλὰρ΄ ἡ πιθιρὰ (ἡ μάνα τῆς νύφης) ἔρριχνε τὰ μπαξίσα (δῶρα) πού ἤτανε παράδες (ἀσημένια, χρυσᾶ). Στού τελευταίου μαξιλὰρ΄ ἔσπαν΄ (ἔσπαζε) τή βιλόνα κί τὴν ἄφην΄ ἰκεῖ πάνου μὶ τὴν κόκκινη κλουστὴ πού τἄρραβαν. Ἀπὸ τή δάφνη πού ἔφερναν κρατοῦσαν κι ἕνα πανεράκι· πού τὴν ἔβαζαν τὴν ἡμέρα τοῦ γὰμ΄στοὺ πέτου (πέτο) τῶν καλεσμένων. Μετὰ κι ἀπὸ αὐτὴ τή δ΄λειά χόρευαν κὶ γλεντοῦσαν. Στοὺ μεταξὺ ἡ νὺφ΄ ἔβαζι σ΄ ἵνα πανὲρ΄ τὰ δῶρα τοῦ γαμπροῦ, τῆς πιθιρᾶς της κί τοῦ πιθιροῦ της. Τὰ δῶρα ἦταν ῥοῦχα κί γιά τοὺς τρεῖς. Ἔπαιρναν κὶ μιὰ μπουτίλια κρασί κί λουλούδια κὶ πήγαιναν οἱ καλ΄σμένοι στοὺ σπίτι τοῦ γαμπροῦ. Ἡ μάνα τοῦ γαμπροῦ ἔρριχνε στ΄ ἀσκέρι πού πήγαινε μπαμπακόσπουρο, ῥύζι κι κουφέτα.
Ἔστηναν κι ἰκεῖ τούν χουρὸ κι ὕστερα παίρνανε τὰ δῶρα ἀπ΄τοῦ γαμπροῦ γιά τή νύφ’. Τῆς ἔστελνε παπούτσα κὶ νυφοστόλια. Τού Σάββατο τού βρὰδ΄ πήγαιναν στοὺ σπὶτ΄ τῆς νύφης κι οἱ καλεσμένοι τοῦ γαμπροῦ κι γλεντοῦσαν. Οὑ γαμπρὸς ὅμως δέν πήγαινε καθόλου στοὺ σπὶτ΄ τῆς νὺφ΄ς.
Τὰ κατὰ τὴν τελετὴν τοῦ γάμου
Τήν Κυριακὴ ἑτοιμάζουντι κὶ στολίζουντι ἡ νύφη κι οὑ γαμπρός. Τὴν νὺφ τὴν ντὺν΄ν οἱ φιληνάδες της τραγ΄δῶντας. Φουράει πέπλου μὶ τέλια (ἀσημένιες κλωστές) πού τῆς σκέπαζ τού πρόσωπου. Τούν γαμπροὺ τούν ξυρίζουν στοὺ σπίτι. Κι ἔπριπι νὰ ξυριστοῦν κι ἄλλοι δυὸ μαζὶ τ΄. Ὕστερα ἀφοῦ ἔντιναν τούν γαμπρὸ σχηματίζανι τὴν πομπὴ γιά νά πᾶν νά πάρουν τὸν κουμπάρου κι τή νύφη. Πρῶτος πηγαὶν΄ οὑ «μπρικάτουρας» (μπρικάτορας) ἕνας πού κρατᾶ ἕνα μπουκάλι κρασί κί λουλούδια. Τὸ κρασί αὐτὸ τὸ πὶν΄ν στήν ἐκκλησία. Οὐ μπρικάτουρας κανουνίζει τοὺς δρόμους π΄ θὰ πιράσουν νά μὴ σταυρώσουν (διασταυρωθοῦν). Τούν γαμπροὺ τούν κρατᾶ οὑ «ντέβερ(η)ς» κι ἡ «ντεβὲρ(ι)σσα» (παράνυμφοι). Αὐτοὶ πρέπει νἆν΄ ἀνύπαντροι κι συγγενεῖς τοῦ γαμπροῦ. Πηγαίνουν πρῶτα στό σπὶτ΄ τοῦ κουμπάρου κὶ τούν παίρνανε κι πήγιναν γιά τή νύφ. Στού σπίτι της ἔμεναν ἔξω οὕλοι κι ἀνὲβ΄ναν μὸν΄ οὑ ντέβερ΄ς κι ἡ ντεβὲρ΄σσα νὰ πάρουν τή νύφη. Χτυποῦσαν τὴν πόρτα, ἀλλὰ δέν τοὺς ἄνοιγαν, εἶχαν κλειδωμένα. Χτυποῦσαν ξανὰ κι ἀποὺ μέσα ἔλεγαν: “τάξτε”. Στού τέλους σπρώχνουν τὴν πόρτα κι ἀνοίγουν οὑ ντέβερ΄ς κι ἡ ντεβὲρ΄σσα. Μόλις μποῦν τοὺς βάζουν στού σακκάκι μαντηλάκι, βάγια κι τέλια.
Ἡ νύφη μόλις βγεί ἀπὸ τού σπίτι της στήν πόρτα κάνει τρεῖς μετάνοιες πρὸς τούν ἥλιου κι τρεῖς πρὸς τού σπίτι της. Τὴν ὥρα π΄ κατεβαίνει τραγουδοῦν:
“Αφήνω γειά στούν μαχαλᾶ κι γειά στά παλληκάρια
ἀφήνω κι στή μάννα μου τρία γυαλιὰ φαρμάκι.
Τὄνα νά πίνει τὸ προυί τ΄ ἄλλου τού μεσημέρι
τού τρίτου τού φαρμακερό(ύ) νὰ πὶν΄ ὅταν κοιμᾶτι.
Μάννα μου τὰ λουλούδια μου καλὰ νά τὰ πουτίζεις[ix]
μάννα μου γλυκιά”.
Ὅταν κατιβεί ἡ νύφη βάζει βάγια στούν κουμπάρου, τὴν κουμπάρα κι σ΄ ἕνα παρακούμπαρο. Ὕστιρα ξικινοῦν οὕλοι μὲ τὰ πόδια κι πηγαίνουν στήν ἐκκλησία μὶ ὄργανα κὶ τραγούδια. Τὴν ἴδια μέρα, τὴν Κυριακή, πρὶν ξικινὴσ΄ ἡ νὺφ΄ βάζουν τὴν προίκα της σὶ δυὸ ἄλουγα πού τοὺς βάζουν στ΄ αὐτιὰ μαντήλι ἄσπρου κι τέλια.
Ἐπάνου στ΄ ἄλουγα βάζαν κι δυὸ πιδάκια. Στὸ ἕνα, ἕνα κουρίτσι κι στ΄ ἄλλου ἀγόρι. Στά χέρια τῶν πιδιῶν βάζαν τά “κλίκια” τά στρογγυλὰ κουλούρια π΄ εἶχαν ζυμώσει. Μαζὶ μὲ τ΄ ἄλουγα πᾶνι συγγινεῖς κι ἡ πιθιρὰ (ἡ μάνα τοῦ γαμπροῦ) πού τοὺς περιμένει, τοὺς ῥίχνει μπαμπακόσπορο, ῥύζι κι κουφέτα. Δίνει πρῶτα στά πιδιὰ μπαξίσι κι ὕστερα κατιβάζουν τὰ προικιά. Ἡ πουμπὴ ἅμα ἔφταν΄ στήν ἐκκλησία γινόταν ἡ στεφάνωση ὅπους οὑρίζει ἡ ἐκκλησία. Τὴν ὥρα τῆς στεφάνωσης εἶχαν ἑφτὰ κηριά. Πέντε μονά κι ἕνα διπλό. Τού διπλὸ κρατάει ἡ κουμπάρα καὶ τ΄ἄλλα τὰ κρατοῦν ὁ ντέβερ΄ς, ἡ ντεβὲρ΄σσα, οὑ κουμπάρους, ἡ μάνα τῆς νύφης πού εἶναι πίσω της κι κρατάει τού φόρεμά της κι οὑ παπᾶς. Τὰ στέφανα ἤτανε ψηλά, ἀσημένια σὰν στέμματα μὲ σχῆμα, ὅπως στούς αὐτοκράτορες τῆς Πόλης[x].
Πίσω ἐνώνουνταν μὶ ἁλυσίδα πού τὴν κρατοῦσ΄ οὑ κουμπάρους. Τὸ στεφάνι πρόσιχαν νά μὴν πέσει γιατὶ τὄχαν γιά κακό. Ἀπ΄ τού κρασί πού ἔφερν΄ οὐ μπρικάτουρας ἔπιναν οὐ γαμπρούς, ἡ νύφη, οὑ κουμπάρους, ὁ ντέβερ΄ς κι ἡ ντεβέρισσα. Ὅσο ἔμενε τ΄ ἄδειαζε οὑ ντέβερ΄ς. Τὰ στέφανα τὰ φιλοῦσαν οὑ κουμπάρους, ἡ μάνα, οὑ πατέρας, τ΄ἀδέρφια κι οὕλοι οὕσοι ἤθελαν. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἔφευγαν κι πήγαιναν στοὺ σπὶτ΄ τοῦ γαμπροῦ. Μπρουστὰ πήγινι πὰλ΄ οὑ μπρικάτουρας κι κανόνιζι νά μὴ σταυρώσουν οἱ δρόμοι ἀπ΄ εἶχαν πιράσει ὅταν πήγιναν. Σὰν ἔφταναν στού σπὶτ΄ τοῦ γαμπροῦ ἡ νὺφ ἔστεκ΄ ἀπέξου. Ἔβγαιν΄ ἡ πιθιρὰ κι εἶχε ἕνα πιάτου μὶ μέλι. Ἔδιν΄ ἕνα μαντηλάκι στή νὺφ’ γιά νά μὴ λερουθεί κι αὐτὴ ἄλειφ΄ τὴν πόρτα τρεῖς φουρές. Ἡ νὺφ τ΄ ἄλειφ΄ κι ἡ πιθιρὰ τού σκούπιζ’.
Ὕστιρα ἔμπιναν μέσα μαζὶ μὲ τούν γαμπροὺ κι στήν πόρτα τῆς κάμαράς τους πατοὺσ΄ ἕνα ῥόδ, κι ὕστιρα ἡ πιθιρὰ τοὺς σκουντάει νά μποῦν μέσα. Στήν κάμαρα πού ἔμπινι ἡ νὺφ κι οὐ γαμπροὺς κάθουνταν μὸν΄ οὑ ντέβερ΄ς κι ἡ ντεβὲρ΄σσα μὲ τού ζευγὰρ΄ ἴσαμ΄ νά μπεί οὐ κουμπάρους νά βγὰλ τού πέπλου τῆς νὺφ΄ς.
Ὕστιρα ἄρχιζαν τού γλέντ΄. Στούν πρώτου χουρὸ πιάνουνταν ἀγκαζέ. Πρώτους οὐ κουμπάρους, κουμπάρα, γαμπρούς, νύφ’, ντέβερ΄ς, ντεβὲρ΄σσα, κι ὕστιρα ὅποιους νἆταν. ῎Ελεγαν τού τραγούδ΄:
“Πιριστέρα κι τρυγόνα συριανίζουν κὰτ΄ στοὺς κάμπους
μὶ τὰ πράσινα παπούτσα κὶ τὰ κόκκινα σκουφούνια (κάλτσες)
Σ΄ οὕλο τούν τόπου πῆγα πῆγα κι στή Φραγκιὰ
δέν εἶδαν τὰ ματάκια μ τέτοια κοπελιά.
Νἄχει στά χείλη βάμμα στού μάγουλου ἰλιὰ
κι ἀνάμισα στά στήθια χρυσῆ πουρτοκαλλιά.
Μάνα κι ἂς τή φιλοῦσα ἰτούτη τὴν ἰλιὰ
κι ἂς μ΄ ἔρριχναν κι σκλάβου μέσ΄ τή Μπαρμπαριὰ
νά μάθω τὸ ταμποῦρι κι τὸν ταμπουρά.
Οὔτι ταμποῦρι μάθα οὔτι ταμπουρὰ
μόν μάθα τῆς ἀγάπης τὰ καμώματα”.
Ἔλιγαν κι ἄλλα πουλλὰ τραγούδια. Στού τραπὲζ΄ πού κάναν οὑ γαμπροὺς κι ἡ νὺφ μ΄ ἕνα πουτήρι πού εἴχι κι χιράκι πιρνοῦσαν κι κιρνοῦσαν κρασί οὕλους τοὺς καλισμένους καὶ τότε τῆς ἔδιναν τού μπαξίσι. Τά τραπέζα ἦταν ψάθες χαμηλά. Ἀπάν΄ στήν ὥρα τοῦ τραπεζιοῦ ἔκαναν κι “καραβάκια”. Δηλαδή, ἂν κανένας καλισμένος διαφερότανε γιά καμμιά κουπιλιά, ἂν τὴν ἀγάπαε γιά νά τῆς τὸ δείξει, ἔπαιρν΄ ἕνα μιγάλου κουμμὰτ’ ψουμί, τού ἔκαν΄ κούφιου σὰν καρὰβ΄ κι ἰπάνου ἔβαζι λιφτὰ κι ἵνα πηρούνι μὶ μιὰ μπουκιὰ κρέας κι τῆς τὸ ἔστελν΄ μ΄ ἕνα πιδάκι. Αὐτὴ ἔτρωε τού κρέας ἔπαιρνι τὰ λεφτὰ κι ἂν κι αὐτὴ τούν ἤθιλι τ΄ ἔστελνε πίσου πάλι μ΄ ἵνα κουμμάτι κρέας, κανένα τσιγάρου ἢ ἅλλου τίπουτις.
Τὰ μετὰ τὸν γάμον
Τὶς δύο πρῶτες μέρες ἡ νὺφ΄ δέν κάνει τίπουτα, δέν τὴν ἄφιν΄ ἡ πιθιρὰ της νά κὰν΄ καμμιὰ δουλειά. Τὴν Τιτάρτη τού προυί τῆς ἔδιν΄ ἡ πιθιρὰ μιά κινούργια σκούπα κι σκούπιζ΄ οὕλο τού σπίτ΄. Τὰ σκουπίδια ὅμως δέν τὰ πιτοὺσ΄ ἡ νὺφ΄, ἀλλὰ ἡ πιθιρά. Ὕστιρα φουρτώνεται μιά στάμνα κι πάει γιά νιρὸ φουρώντας τὰ νυφιάτικά της. Μπρουστὰ πηγαίν΄ ἕνα πιδάκι. Τού πιδὶ κρατοῦσ΄ μέσα στά δόντια του ἕνα νούμισμα ἀσημένιου ἢ χρυσού κι δέν ἔπριπι νά μιλάει καθὸλ΄ στού δρόμου. Στού χὲρ΄ της ἡ νὺφ΄ κρατοὺσ΄ ἵνα μαντῆλ΄ μί κουφέτα κι πήγαιναν σ΄ ἕνα πηγάδι. Στού πηγὰδ΄ ἡ νὺφ΄ πατοῦσι στά χείλη τοῦ πηγαδιοῦ. Τού πιδὶ τῆς ἔδιν΄ τού νόμισμα κι τού ἔβαζι ἐπάνου στού πόδι της κι τού τίναζ΄ στού πηγάδ΄. Ὕστιρα τίναζε τὰ κουφέτα πίσου της κι τὰ πιδιά πού τὴν ἀκ’λουθοῦσαν ἔτριχαν κι τὰ μάζευαν. Τή στάμνα δέν τη γέμιζ΄ ἡ ἴδια, ἀλλὰ ἕνας ἄλλους. Στού ἴδιου πηγὰδ’ πήγιναν οὕλες οἱ νύφες. Τ΄ ἀπόγευμα τῆς Τιτάρτης τού ζευγὰρ΄ πήγαιν΄ ἔξου στά χουράφια κι ἔπριπι νά συναντήσει κι νά περάσει 9 λάκκους μί νιρό. Ἡ νὺφ΄ ὀχτώ μέρες δέν πήγινι στού σπὶτ΄ τῆς μάνας της ὥσπου τὴν Κυριακὴ τοὺς ἔκαν΄ τού τραπέζ΄. Πήγιναν τού ζευγάρ΄, οὑ ντέβερ΄ς, ἡ ντεβὲρ΄σσα κι οὑ μπρικάτουρας. Σ΄ αὐτού τού τραπὲζ΄ ἔπριπι νἆν΄ 5, ἢ 7, ἢ 9 κλπ, νά μὴν εἶνι πιὰ ζυγὸς οὑ ἀριθμός.
Στίς 15 μέρες κάνει οὑ κουμπάρους τού τραπέζ΄. Πᾶνι κι ἰκεῖ πάλι ὅπους κι στῆς μάνας, μονοί. Ἡ νὺφ΄ κάνει ἕνα ψουμί “μπουγάτσα” παίρνει κι ἕνα κοτόπουλο ψημένο κι μιὰ μπουτίλια κρασί. Σ΄ ἕνα πανὲρ΄ βὰζ΄ τὰ δῶρα τῆς οἰκογένειας τοῦ κουμπάρου. Ἰκεῖ γλιντοῦν πάλι. Ἡ κουμπάρα δὶν΄ στή νύφη 2 πιάτα, 2 πηρούνια, 2 κουτάλια, 2 φλυτζάνες κι ἄλλα τέτοια, ὅλα ἀπὸ δυό. Τὴν ἐπαύριου τῆς ἔστελνε κι ἕνα κουτόπουλο ζωντανό. Οἱ νιόπαντροι, τὶς ἀποκριες, τὴν Τυρινὴ πᾶν΄ στοῦ κουμπάρου μὶ χαλβά κι οὖζο κι “σχωριοῦνται”. Αυτό τού κάνουν ὕστιρα κί κάθε χρόνο.”
[i] Asia Minor, Walpole, σ. 84- 140 & Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800- 1810, τόμος Γ1, Αθήνα 1997, σ. 116.
[ii]Ο Αποστολίδης Δημήτριος του Αποστόλου ήταν γεννηθείς το 1897 και δήλωνε ως επάγγελμα στον παλιό οικισμό, υποδηματοποιός.
[iii]Εννοεί τα χρόνια της νιότης τους.
[iv]Επέμεναν
[v]Τα δάση
[vi]Όταν
[vii]Στην παλιά Ιερισσό το πόσιμο νερό το παίρναν από πηγάδια
[viii]Η τρόκνια είναι είδος φορητής κούνιας που κρεμιέται στην πλάτη της γυναίκας.
[ix]Ο στίχος συμπληρώνεται κατά την περιγραφή του εθίμου στα “Μαντεμοχωριακά” του Βουργαρελίδη, ως:
Μάννα μου τὰ λουλούδια μου
καλὰ νά τὰ ποτίζῃς
το βράδυ να βρέχεις με νερό
και το πρωί με δάκρυ.
Πηγή: blog.moudaniwn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου