...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

 

 

Έθιμα και παραδόσεις του γάμου στην παλιά Ιερισσό Χαλκιδικής

 

 

Έθιμα και παραδόσεις του γάμου στην παλιά Ιερισσό μέσα από την αφήγηση της Βενετίας Αποστολίδου-Μαρίνου. – Δημοσιεύθηκε στο 19ο τεύχος του Κυττάρου Ιερισσού – Κείμενο: Χρήστος Καραστέργιος.

 


 

 

Ο γάμος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στη ζωή ενός ανθρώπου και σε παλιότερες εποχές αποτελούσε και ένα σημαντικό πολιτισμικό γεγονός στην κοινότητα ενός χωριού. Τα έθιμα του γάμου σηματοδοτούσαν ως ένα σημείο τις σχέσεις και τις υποχρεώσεις του ζευγαριού μεταξύ τους, με τους συγγενείς και την κοινότητα.

 

Την παλιότερη αναφορά για τον Ιερισσιώτικο γάμο τη βρίσκουμε το 1801, 20 χρόνια πριν την επανάσταση του 1821. Οι Άγγλοι συνεργάτες του λόρδου Έλγιν, Carlyle και Hunt, επιστρέφοντας από το Άγιον Όρος το οποίο επισκέφτηκαν για αναζήτηση χειρογράφων, περιγράφουν ένα γάμο που παρακολούθησαν στην Ιερισσό[i]:

 

“…Πρόσφεραν ένα δώρο στη νύφη -κι εκείνη, αφού έπιασε τα χέρια τους, τα έφερε στα χείλη, τα φίλησε κι αποσύρθηκε σιωπηλή-. Όπως πληροφορήθηκαν η νύφη θα έμενε αμίλητη επί οχτώ μέρες μετά τον γάμο της. Σ’ αυτό το διάστημα θα επισκεπτόταν με τις παράνυμφες τα σπίτια των συγγενών του άντρα της και θα έπαιρνε δώρα, μερικούς παράδες ή πιάστρα, ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση. Μικρά νομίσματα είχαν στερεωθεί στις πλεξίδες της, που έπεφταν στη ράχη και σχεδόν ακουμπούσαν στο χώμα. Ανάμεσά τους είδαν και μερικά αρχαία νομίσματα. Πρόσφεραν ένα σημαντικό ποσό για να τ’ αγοράσουν, αλλά μάταια. Τους εξήγησαν πως η συλλογή αποτελούσε οικογενειακό θησαυρό που μεταβιβαζόταν εμπλουτισμένος από γενιά σε γενιά, κι ότι δεν έπρεπε να λείπει κανένα από τα προηγούμενα στολίδια….”

 

To 1968, η Ιωάννα Ι. Ζερβάκη φοιτήτρια του Γ΄ έτους του Φιλολογικού, συλλέγει πληροφορίες γύρω από τη λαογραφία της Ιερισσού στα πλαίσια των μαθητικών της υποχρεώσεων. Ανάμεσα στους Ιερισσιώτες από τους οποίους ζητά πληροφορίες είναι και η Βενετία Αποστολίδου Μαρίνου, 67 χρ., και ο συζύγός της 71 χρ. Δημήτριος Αποστολίδης[ii]. [Η εργασία αυτή βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.)].

Η Βενετία Αποστολίδου περιγράφει, ανάμεσα σε άλλα, τα έθιμα του γάμου στον παλιό οικισμό της Ιερισσού με τη βοήθεια του συζύγου της. Κατά την περίοδο του σεισμού το 1932 ήταν 31χρ., και ο Δημήτριος Αποστολίδης 35. Η Ιωάννα Ζερβάκη σημειώνει τις πληροφορίες στο τετράδιό της προσπαθώντας να αποτυπώσει την ντοπιολαλιά, όπως την ακούει από τη συνομιλήτριά της. Έτσι χαρίζει σ΄ εμάς, που έχουμε ακούσει τον παλιό διαλεκτικό λόγο της Ιερισσού, την ευχαρίστηση να παρακολουθήσουμε τη ρευστότητα και τη μουσικότητα του γλωσσικού μας ιδιώματος στην αφήγηση του εθίμου.


“Γάμος κα
σχετικ θιμα

Γενικ- ρραβν

Τά χρόνια τ δ΄κ μας[iii] τ κουρίτσα ταν συχα κί μέσ΄ στού σπίτι. Τούν γαμπρού τούν βρίσκαν ο γουνες κι στερα ωτοσαν τν κόρη ν τούν θελε. λλ κι μ΄δέν τούν θελι πιμένανι[iv] κί νικοσαν. Καμμι φουρ, μως, ταν δέν τν θελε λεγι να στούν πατέρα της κι στερα κλέβουνταν μί κενον π γαποσι κί πήγαιναν ξω στά ρμάνια[v]. Κι στερα ρχουνταν κι παρουσιάζουνταν. Μπουρε μν΄ το κουριτσιο νλεγι: δέν σί δίνου μαρή τίπουτα, λλ΄ ατο παντρεύουνταν κί χουρς προκα. ντα[vi] πήγαιναν μί θέλημα, μα λεγαν τού να ρραβουνιάζουνταν. Τότι παντρεύουνταν μικρς άπάν 16 σαμ΄ 22 χρον λλ κι ο ντρες ταν μικρο 22- 23 χρον. Ο ρραβν΄ς κρατοσι 6 μνες- να χρόνου κί πι πολύ. Οσο ταν ρραβουνιασμένοι νύφη δέν πήγινι στού σπτ’ το γαμπρο καθόλου. Κί νιρ ν πήγινι[vii] τ΄ φηνι στ΄σκάλα κί κατβ΄νε πιθιρ να τού πάρει.

 

Πρ το γάμου

Ο γάμους πού τούν λμ΄ κ χαρά, στεφάνωσι, κ.., γινότανε πάντουτε Κυριακ μέρα. Καλοσαν πολλος συγγινες κί φίλους κί γιά νά καλσ΄ ο γαμπρούς, μι γρι βαν΄ τή γούνα της, παιρνι λουλούδια κι να μπουκάλ(j) κρασί κί πήγαινε στο κάθε σπίτι κί καλοσε στού γάμου. Ο καλεσμένοι στού γάμου δέν πήγιναν δρα μν΄ στού γλντ΄ στερα π τού γάμου διναν λιφτά. Τν Πέμπτη, πο τανε πρν π τν Κυριακ το γάμου, ρχίζαν΄ τίς τοιμασίες. νφ΄ καλοσι τς φιληνάδες της στο σπίτι της κί τή βουηθοσαν στά προικι της. Ατές τς φιληνάδες πού πήγιναν τίς λέγαν “χαριώτισσες” κί μέναν μέχρι τού Σάββατου στού σπτ΄ τσ νφ΄ς. Κί κάθε βράδυ γλιντοσαν κί τραγ΄δοσαν στερ΄ π τς δουλειές. Τ βράδ΄ τς Πέμπτης παιρνε νας καλισμένος τή νουν να πάει στο γαμπρο τού σπτ΄ νά κν΄ τή μαγι γιά τ ψουμι το γάμου. Τν ρα π καν΄ τή μαγι τραγ΄δοσαν ολοι μαζί. Τν Παρασκευ ζύμωναν τ ψουμι στο γαμπρο τού σπίτ΄. Κάναν μικρ ψουμάκια πού τ λέγαν “στρουγγλίτσες”. Μαζ κάναν κί δυό κουλούρια στρουγγυλά, τ “κλίκια”, κι να μακρουλό πού τδιναν στόν παπ ταν κανι τή στεφάνουση. Τού Σάββατου ο “χαριώτισσες” πήγαιναν μαζ μ΄ να παλληκάρι σ΄ να βουν πού χει πολλ “βάγια” (δάφνη) μί ργανα κί τραγούδια. φο κόψουν τή βάγια τν φορτώνονταν στίς τρόκνιες[viii] κί τραγ΄δντας τν φερναν στς νφ΄ς τού σπίτ΄. Μόλις τν φερναν ρχουνταν κι ο προυτοστέφανες, τή μαδοσαν κί γέμιζαν τ μαξ΄λάρια. Στού πρώτου μαξιλρ΄ πιθιρ ( μάνα τς νύφης) ρριχνε τ μπαξίσα (δρα) πού τανε παράδες (σημένια, χρυσ). Στού τελευταίου μαξιλρ΄ σπαν΄ (σπαζε) τή βιλόνα κί τν φην΄ κε πάνου μ τν κόκκινη κλουστ πού τρραβαν. π τή δάφνη πού φερναν κρατοσαν κι να πανεράκι· πού τν βαζαν τν μέρα το γμ΄στο πέτου (πέτο) τν καλεσμένων. Μετ κι π ατ τή δ΄λειά χόρευαν κ γλεντοσαν. Στο μεταξ νφ΄ βαζι σ΄ να πανρ΄ τ δρα το γαμπρο, τς πιθιρς της κί το πιθιρο της. Τ δρα ταν οχα κί γιά τος τρες. παιρναν κ μι μπουτίλια κρασί κί λουλούδια κ πήγαιναν ο καλ΄σμένοι στο σπίτι το γαμπρο. μάνα το γαμπρο ρριχνε στ΄ σκέρι πού πήγαινε μπαμπακόσπουρο, ύζι κι κουφέτα.

στηναν κι κε τούν χουρ κι στερα παίρνανε τ δρα π΄το γαμπρο γιά τή νύφ’. Τς στελνε παπούτσα κ νυφοστόλια. Τού Σάββατο τού βρδ΄ πήγαιναν στο σπτ΄ τς νύφης κι ο καλεσμένοι το γαμπρο κι γλεντοσαν. Ο γαμπρς μως δέν πήγαινε καθόλου στο σπτ΄ τς νφ΄ς.

 

Τ κατ τν τελετν το γάμου

Τήν Κυριακ τοιμάζουντι κ στολίζουντι νύφη κι ο γαμπρός. Τν νφ τν ντν΄ν ο φιληνάδες της τραγ΄δντας. Φουράει πέπλου μ τέλια (σημένιες κλωστές) πού τς σκέπαζ τού πρόσωπου. Τούν γαμπρο τούν ξυρίζουν στο σπίτι. Κι πριπι ν ξυριστον κι λλοι δυ μαζ τ΄. στερα φο ντιναν τούν γαμπρ σχηματίζανι τν πομπ γιά νά πν νά πάρουν τν κουμπάρου κι τή νύφη. Πρτος πηγαν΄ ο «μπρικάτουρας» (μπρικάτορας) νας πού κρατ να μπουκάλι κρασί κί λουλούδια. Τ κρασί ατ τ πν΄ν στήν κκλησία. Ο μπρικάτουρας κανουνίζει τος δρόμους π΄ θ πιράσουν νά μ σταυρώσουν (διασταυρωθον). Τούν γαμπρο τούν κρατ ο «ντέβερ(η)ς» κι «ντεβρ(ι)σσα» (παράνυμφοι). Ατο πρέπει νν΄ νύπαντροι κι συγγενες το γαμπρο. Πηγαίνουν πρτα στό σπτ΄ το κουμπάρου κ τούν παίρνανε κι πήγιναν γιά τή νύφ. Στού σπίτι της μεναν ξω ολοι κι νβ΄ναν μν΄ ο ντέβερ΄ς κι ντεβρ΄σσα ν πάρουν τή νύφη. Χτυποσαν τν πόρτα, λλ δέν τος νοιγαν, εχαν κλειδωμένα. Χτυποσαν ξαν κι πο μέσα λεγαν: “τάξτε”. Στού τέλους σπρώχνουν τν πόρτα κι νοίγουν ο ντέβερ΄ς κι ντεβρ΄σσα. Μόλις μπον τος βάζουν στού σακκάκι μαντηλάκι, βάγια κι τέλια.

νύφη μόλις βγεί π τού σπίτι της στήν πόρτα κάνει τρες μετάνοιες πρς τούν λιου κι τρες πρς τού σπίτι της. Τν ρα π΄ κατεβαίνει τραγουδον:

 

“Αφήνω γειά στούν μαχαλκι γειά στά παλληκάρια

φήνω κι στή μάννα μου τρία γυαλι φαρμάκι.

Τνα νά πίνει τ προυί τ΄ λλου τού μεσημέρι

τού τρίτου τού φαρμακερό(ύ) ν πν΄ ταν κοιμτι.

Μάννα μου τ λουλούδια μου καλ νά τ πουτίζεις[ix]

μάννα μου γλυκιά”.

 

ταν κατιβεί νύφη βάζει βάγια στούν κουμπάρου, τν κουμπάρα κι σ΄ να παρακούμπαρο. στιρα ξικινον ολοι μ τ πόδια κι πηγαίνουν στήν κκλησία μ ργανα κ τραγούδια. Τν δια μέρα, τν Κυριακή, πρν ξικινσ΄ νφ΄ βάζουν τν προίκα της σ δυ λουγα πού τος βάζουν στ΄ ατι μαντήλι σπρου κι τέλια.

πάνου στ΄ λουγα βάζαν κι δυ πιδάκια. Στ να, να κουρίτσι κι στ΄ λλου γόρι. Στά χέρια τν πιδιν βάζαν τά “κλίκια” τά στρογγυλ κουλούρια π΄ εχαν ζυμώσει. Μαζ μ τ΄ λουγα πνι συγγινες κι πιθιρ ( μάνα το γαμπρο) πού τος περιμένει, τος ίχνει μπαμπακόσπορο, ύζι κι κουφέτα. Δίνει πρτα στά πιδι μπαξίσι κι στερα κατιβάζουν τ προικιά. πουμπ μα φταν΄ στήν κκλησία γινόταν στεφάνωση πους ορίζει κκλησία. Τν ρα τς στεφάνωσης εχαν φτ κηριά. Πέντε μονά κι να διπλό. Τού διπλ κρατάει κουμπάρα κα τ΄λλα τ κρατον ντέβερ΄ς, ντεβρ΄σσα, ο κουμπάρους, μάνα τς νύφης πού εναι πίσω της κι κρατάει τού φόρεμά της κι ο παπς. Τ στέφανα τανε ψηλά, σημένια σν στέμματα μ σχμα, πως στούς ατοκράτορες τς Πόλης[x].

Πίσω νώνουνταν μ λυσίδα πού τν κρατοσ΄ ο κουμπάρους. Τ στεφάνι πρόσιχαν νά μν πέσει γιατ τχαν γιά κακό. π΄ τού κρασί πού φερν΄ ο μπρικάτουρας πιναν ο γαμπρούς, νύφη, ο κουμπάρους, ντέβερ΄ς κι ντεβέρισσα. σο μενε τ΄ δειαζε ο ντέβερ΄ς. Τ στέφανα τ φιλοσαν ο κουμπάρους, μάνα, ο πατέρας, τ΄δέρφια κι ολοι οσοι θελαν. π τν κκλησία φευγαν κι πήγαιναν στο σπτ΄ το γαμπρο. Μπρουστ πήγινι πλ΄ ο μπρικάτουρας κι κανόνιζι νά μ σταυρώσουν ο δρόμοι π΄ εχαν πιράσει ταν πήγιναν. Σν φταναν στού σπτ΄ το γαμπρο νφ στεκ΄ πέξου. βγαιν΄ πιθιρ κι εχε να πιάτου μ μέλι. διν΄ να μαντηλάκι στή νφ’ γιά νά μ λερουθεί κι ατ λειφ΄ τν πόρτα τρες φουρές. νφ τ΄ λειφ΄ κι πιθιρ τού σκούπιζ’.

στιρα μπιναν μέσα μαζ μ τούν γαμπρο κι στήν πόρτα τς κάμαράς τους πατοσ΄ να όδ, κι στιρα πιθιρ τος σκουντάει νά μπον μέσα. Στήν κάμαρα πού μπινι νφ κι ο γαμπρος κάθουνταν μν΄ ο ντέβερ΄ς κι ντεβρ΄σσα μ τού ζευγρ΄ σαμ΄ νά μπεί ο κουμπάρους νά βγλ τού πέπλου τς νφ΄ς.

στιρα ρχιζαν τού γλέντ΄. Στούν πρώτου χουρ πιάνουνταν γκαζέ. Πρώτους ο κουμπάρους, κουμπάρα, γαμπρούς, νύφ’, ντέβερ΄ς, ντεβρ΄σσα, κι στιρα ποιους νταν. Ελεγαν τού τραγούδ΄:

 

“Πιριστέρα κι τρυγόνα συριανίζουν κτ΄ στος κάμπους

μ τ πράσινα παπούτσα κ τ κόκκινα σκουφούνια (κάλτσες)

Σ΄ ολο τούν τόπου πγα πγα κι στή Φραγκι

δέν εδαν τ ματάκια μ τέτοια κοπελιά.

Νχει στά χείλη βάμμα στού μάγουλου λι

κι νάμισα στά στήθια χρυσ πουρτοκαλλιά.

Μάνα κι ς τή φιλοσα τούτη τν λι

κι ς μ΄ ρριχναν κι σκλάβου μέσ΄ τή Μπαρμπαρι

νά μάθω τ ταμπορι κι τν ταμπουρά.

Οτι ταμπορι μάθα οτι ταμπουρ

μόν μάθα τς γάπης τ καμώματα”.

 

λιγαν κι λλα πουλλ τραγούδια. Στού τραπζ΄ πού κάναν ο γαμπρος κι νφ μ΄ να πουτήρι πού εχι κι χιράκι πιρνοσαν κι κιρνοσαν κρασί ολους τος καλισμένους κα τότε τς διναν τού μπαξίσι. Τά τραπέζα ταν ψάθες χαμηλά. πάν΄ στήν ρα το τραπεζιο καναν κι “καραβάκια”. Δηλαδή, ν κανένας καλισμένος διαφερότανε γιά καμμιά κουπιλιά, ν τν γάπαε γιά νά τς τ δείξει, παιρν΄ να μιγάλου κουμμτ’ ψουμί, τού καν΄ κούφιου σν καρβ΄ κι πάνου βαζι λιφτ κι να πηρούνι μ μι μπουκι κρέας κι τς τ στελν΄ μ΄ να πιδάκι. Ατ τρωε τού κρέας παιρνι τ λεφτ κι ν κι ατ τούν θιλι τ΄ στελνε πίσου πάλι μ΄ να κουμμάτι κρέας, κανένα τσιγάρου λλου τίπουτις.

 

Τ μετ τν γάμον

Τς δύο πρτες μέρες νφ΄ δέν κάνει τίπουτα, δέν τν φιν΄ πιθιρ της νά κν΄ καμμι δουλειά. Τν Τιτάρτη τού προυί τς διν΄ πιθιρ μιά κινούργια σκούπα κι σκούπιζ΄ ολο τού σπίτ΄. Τ σκουπίδια μως δέν τ πιτοσ΄ νφ΄, λλ πιθιρά. στιρα φουρτώνεται μιά στάμνα κι πάει γιά νιρ φουρώντας τ νυφιάτικά της. Μπρουστ πηγαίν΄ να πιδάκι. Τού πιδ κρατοσ΄ μέσα στά δόντια του να νούμισμα σημένιου χρυσού κι δέν πριπι νά μιλάει καθλ΄ στού δρόμου. Στού χρ΄ της νφ΄ κρατοσ΄ να μαντλ΄ μί κουφέτα κι πήγαιναν σ΄ να πηγάδι. Στού πηγδ΄ νφ΄ πατοσι στά χείλη το πηγαδιο. Τού πιδ τς διν΄ τού νόμισμα κι τού βαζι πάνου στού πόδι της κι τού τίναζ΄ στού πηγάδ΄. στιρα τίναζε τ κουφέτα πίσου της κι τ πιδιά πού τν κ’λουθοσαν τριχαν κι τ μάζευαν. Τή στάμνα δέν τη γέμιζ΄ δια, λλ νας λλους. Στού διου πηγδ’ πήγιναν ολες ο νύφες. Τ΄ πόγευμα τς Τιτάρτης τού ζευγρ΄ πήγαιν΄ ξου στά χουράφια κι πριπι νά συναντήσει κι νά περάσει 9 λάκκους μί νιρό. νφ΄ χτώ μέρες δέν πήγινι στού σπτ΄ τς μάνας της σπου τν Κυριακ τος καν΄ τού τραπέζ΄. Πήγιναν τού ζευγάρ΄, ο ντέβερ΄ς, ντεβρ΄σσα κι ο μπρικάτουρας. Σ΄ ατού τού τραπζ΄ πριπι νν΄ 5, 7, 9 κλπ, νά μν ενι πι ζυγς ο ριθμός.

Στίς 15 μέρες κάνει ο κουμπάρους τού τραπέζ΄. Πνι κι κε πάλι πους κι στς μάνας, μονοί. νφ΄ κάνει να ψουμί “μπουγάτσα” παίρνει κι να κοτόπουλο ψημένο κι μι μπουτίλια κρασί. Σ΄ να πανρ΄ βζ΄ τ δρα τς οκογένειας το κουμπάρου. κε γλιντον πάλι. κουμπάρα δν΄ στή νύφη 2 πιάτα, 2 πηρούνια, 2 κουτάλια, 2 φλυτζάνες κι λλα τέτοια, λα π δυό. Τν παύριου τς στελνε κι να κουτόπουλο ζωντανό. Ο νιόπαντροι, τς ποκριες, τν Τυριν πν΄ στο κουμπάρου μ χαλβά κι οζο κι “σχωριονται”. Αυτό τού κάνουν στιρα κί κάθε χρόνο.

 

 

[i] Asia Minor, Walpole, σ. 84- 140 & Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800- 1810, τόμος Γ1, Αθήνα 1997, σ. 116.

[ii]Ο Αποστολίδης Δημήτριος του Αποστόλου ήταν γεννηθείς το 1897 και δήλωνε ως επάγγελμα στον παλιό οικισμό, υποδηματοποιός.

[iii]Εννοεί τα χρόνια της νιότης τους.

[iv]Επέμεναν

[v]Τα δάση

[vi]Όταν

[vii]Στην παλιά Ιερισσό το πόσιμο νερό το παίρναν από πηγάδια

[viii]Η τρόκνια είναι είδος φορητής κούνιας που κρεμιέται στην πλάτη της γυναίκας.

[ix]Ο στίχος συμπληρώνεται κατά την περιγραφή του εθίμου στα “Μαντεμοχωριακά” του Βουργαρελίδη, ως:

Μάννα μου τ λουλούδια μου

καλ νά τ ποτίζς

το βράδυ να βρέχεις με νερό

και το πρωί με δάκρυ.

 

Πηγή: blog.moudaniwn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου