...Ο Νόστος Γαλατσίου Λαογραφικός & Χορευτικός Όμιλος σας εύχεται Καλή Σαρακοστή

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

 

 

Η ελληνική λαϊκή φορεσιά της Μικράς Ασίας- Ερυθραίας

 

 



Η παραδοσιακή φορεσιά αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη έκφανση της λαϊκής τέχνης των κατοίκων μιας συγκεκριμένης περιοχής και έναν από τους κυριότερους τρόπους έκφρασης των ιδιαιτεροτήτων τους. Μέσα από τη μελέτη της μπορούμε να ανιχνεύσουμε νοοτροπίες, κοινωνικές πρακτικές, πολιτιστικές αντιλήψεις, αλλά και ιστορικές μεταβολές, εφόσον το ένδυμα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης και της καθημερινότητας του ανθρώπου.

Στη χερσόνησο της Ερυθραίας, η οποία κατοικούνταν σε μεγάλο ποσοστό από ελληνικούς πληθυσμούς, οι τοπικές ενδυματολογικές συνήθειες επηρεάστηκαν και διαμορφώθηκαν από τις επικρατούσες ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι στις συγκεκριμένες φορεσιές μπορούν και συνδυάζονται από τη μία η αυστηρότητα και ο συντηρητισμός που επέβαλλαν οι μικρές κοινωνίες και τα ήθη της εποχής, αλλά και μια κοσμοπολίτικη και ανάλαφρη διάθεση, από την άλλη, που προέκυπτε προφανώς από τη γειτνίαση με το μεγάλο αστικό κέντρο της Σμύρνης και τα νησιά του Αιγαίου και από τις καθημερινές ασχολίες των κατοίκων.

 

 


 

Όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιοχές, έτσι και στην Ερυθραία παρατηρούμε ότι η ανδρική ενδυμασία παρουσιάζει έναν σχεδόν ενιαίο τύπο με ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Αντιθέτως, στην περίπτωση των γυναικών οι διαφορές είναι μεγαλύτερες, προφανώς λόγω του περιορισμού της γυναίκας κυρίως στα στενά όρια της πόλης ή του χωριού όπου ζούσε, κάτι που δεν συνέβαινε με την πλειοψηφία των ανδρών, οι οποίοι μετακινούνταν συχνά λόγω των ασχολιών τους.

 

Α. Η ανδρική ενδυμασία

Το γεγονός ότι οι περισσότεροι κάτοικοι των παραλίων της Ερυθραίας προέρχονταν από νησιά τους Ανατολικού Αιγαίου –κυρίως τη Χίο- νησιά των Κυκλάδων, αλλά και από την Εύβοια –κυρίως την περιοχή της Καρυστίας- είχε ως αποτέλεσμα οι ενδυματολογικές τους συνήθειες να έχουν επηρεαστεί από την καταγωγή τους. Σε γενικές γραμμές η φορεσιά των Ερυθραιωτών χαρακτηρίζεται από απλότητα, λιτότητα και αυστηρούς χρωματισμούς, ενώ μπορεί να διακριθεί στην καθημερινή και τη γιορτινή ή σκολιανά.

 

Το σύνολο της συγκεκριμένης ενδυμασίας ονομαζόταν σαλβάρι ή σαρβάρι και όσοι την έφεραν αποκαλούνταν σαλβαράδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι λόγω του μεγάλου κόστους, οι περισσότεροι άνδρες μπορούσαν να ράψουν μία ή δύο τέτοιες φορεσιές στη ζωή τους. Μάλιστα, στο Μελί της Ερυθραίας, τα αγόρια έραβαν το πρώτο σαλβάρι τους σε ηλικία 18 – 20 ετών.

 

Βασικό κομμάτι της φορεσιάς ήταν η πολύπτυχη βράκα ή βρακί, που μπορούσε να είναι είτε λίγο πιο πάνω από το γόνατο, για τους νεότερους είτε κάτω από αυτό για τους μεγαλύτερους. Το μήκος των βρακών καθόριζαν και οι ασχολίες των κατόχων τους, καθώς οι αγρότες προτιμούσαν τις πιο κοντές, ενώ οι προύχοντες και οι έμποροι φορούσαν μακρύτερες. Για τις καθημερινές εργασίες κατασκευάζονταν βράκες από φτηνό ύφασμα –στο Μελί λεγόταν καραμάντουλας- ή ύφασμα που έφτιαχναν οι γυναίκες στην κρεβατή (είδος αργαλειού), ενώ για τις καλές περιστάσεις κατασκευάζονταν βράκες από τσόχα, μπουρσοβάνικη ή μπουρσεβάνικη, επειδή το ύφασμα ερχόταν από την Προύσα. Τόσο στη μία περίπτωση, όσο και στην άλλη, προτιμούνταν τα σκούρα χρώματα, όπως το μαύρο ή το γερανιό (σκούρο μπλε). Τέλος, οι βοσκοί φορούσαν τα βοσκοβράκια ή τσομπανοβράκια ή ρασοβράκια ή ποτούργκια, από μάλλινο ύφασμα. Τις ιδιαίτερες διακρίσεις, ηλικιακές και κοινωνικές, με βάση το μήκος της βράκας –δηλαδή του σαρβαριού- δείχνουν και οι παρακάτω τοπικοί στίχοι:

 

Τι σε μέλλει εσένανε απ’ το σαλβάρι μου,

για κοντό ‘ναι για μακρύ ‘ναι για καράρι μου

Τι σε μέλλει εσένα από πού ‘μια ‘γώ,

για Παναγιουσάκι για ‘λατσατιανό…

 

 


                                                Εικόνα Η βράκα ή σαλβάρι

 

Άλλο βασικό κομμάτι της ερυθραιώτικης φορεσιάς είναι το πουκάμισο ή ποκάμισο. Το ποκάμισο ήταν συνήθως άσπρο λινό, ενώ τα σκολιανά μπορεί να ήταν και κεντητά. Τα γαμπρίκια πουκάμισα ήταν συνήθως μεταξωτά, μαγναδένια ή κουκουλάρια, με όρθιο γιακά και φουσκωτά μανίκια. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη των Βουρλών, όπου οι άντρες συνήθιζαν να φορούν πουκάμισο λινό, σκούρο ή ριγωτό, χωρίς γυριστό γιακά και κάποιες φορές με λίγο φουσκωτά μανίκια.

 


                                                 Εικόνα Το πουκάμισο

 

Στη μέση τοποθετούνταν το ζουνάρι ή τζωνάρι. Τις καθημερινές τα ζωνάρια ήταν μάλλινα ή βαμβακερά, πλεχτά ή υφαντά, συνήθως μονόχρωμα. Τα μάλλινα πλεχτά ζωνάρια ονομάζονταν στον Τσεσμέ (Κρήνη) νταλαμπουριά. Παρόμοια ονομασία χρησιμοποιούσαν στα Βουρλά για τα ταλαμπουρούσια, δηλαδή τα παλαιού τύπου ζωνάρια που αποτελούνταν από χρωματιστές ρίγες και ύφασμα τόσο λεπτό που έλεγαν ότι μπορούσε να περάσει μέσα από ένα δαχτυλίδι. Στις σκόλες φορούσαν ζωνάρια από μεταξωτό ύφασμα και σπάνια άφηναν τα κρόσσια να κρέμονται. Μάλιστα, γνωρίζουμε ότι στα Βουρλά τα καλά ζωνάρια ήταν συνήθως μαύρα και είχαν πλάτος 30-40 πόντους και μήκος που σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνούσε τα 3 μέτρα. Χαρακτηριστικό είναι, τέλος, το γεγονός ότι ο τρόπος που έδενε ένας άντρας το ζωνάρι του, έδειχνε, σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής, το ζαριφλίκι του, δηλαδή τη λεβεντιά του.

 


                   Εικόνα Ζωνάρια δύο τύπων, μονόχρωμο πλεκτό και ριγωτό υφαντό

 

Πάνω από το πουκάμισο έμπαινε το γιλέκο ή γελέκι, κατασκευασμένο συνήθως από τσόχα ίδια με εκείνη της βράκας. Στο Μελί στις καλές περιστάσεις φορούσαν το γιανελί που ήταν σκλαβούνικο, δηλαδή βελουδένιο, ενώ ένα μελιώτικο δίστιχο έλεγε:

 

Σκλαβούνικό μου γιανελί, εγήραν τα κουμπιά σου,

κι άλλος κανείς δεν τα ‘καμε, τα νάζια τα δικά σου…

 

Σε όλες τις περιπτώσεις φαίνεται ότι το γιλέκο κούμπωνε σταυρωτά με μικρά πλεκτά κουμπιά και ήταν διακοσμημένο με χάρτζα ή χάρτζια, χοντρά στολίδια σε σκούρο χρώμα, πιο περιορισμένα στα καθημερινά και πιο πολλά στα καλά ρούχα. Στο πλαϊνό μέρος του γιλέκου φτιάχνονταν οι πουζούδες ή μπουζούδες, μικρές λοξές τσέπες, στις οποίες τοποθετούσαν το μικρό χρυσό ρολόι τους ή το τσακουμάκι τους, δηλαδή τον αναπτήρα τους. Πολλές φορές στο σημείο αυτό συνήθιζαν να κεντούν τα αρχικά γράμματα του ονόματός τους ή τη χρονολογία που ράφτηκε το ρούχο. Τη δύσκολη και επίπονη δουλειά που απαιτούσε η κατασκευή του αντρικού γιλέκου φανερώνει το βουρλιώτικο δίστιχο

 

Τον άμμο τον αμέτρητο με βάλαν να μετρήσω,

του γελεκιού σου τα κουμπιά χρουσά να τα κεντήσω

 

ενώ με το δίστιχο

 

Μπέη μου και λεβέντη μου, ασίκη και πασά μου,

στο γελεκιού σου την πουζού γραμμένο είν’ τ’ όνομά μου

 

φαίνεται το δέσιμο, τόσο του κατόχου του, όσο και του πιο προσφιλούς του προσώπου με το συγκεκριμένο αντικείμενο.

 

 

                                               Εικόνα Καθημερινό γιλέκο

 

Στα πόδια φορούσαν κάλτσες ή κάρτσες, μάλλινες το χειμώνα, τα τουλζούκια ή τουζλούκια, και μεταξωτές στις καλές περιστάσεις. Τις κάλτσες συγκρατούσαν οι καλτσοδέτες ή καρτσοδέτες που άφηναν να κρέμεται μια μεταξωτή ή βαμβακερή φούντα. Την κάλυψη των ποδιών συμπλήρωναν ορισμένες φορές οι περικνημίδες, οι οποίες στο Μελί λέγονταν πιο συγκεκριμένα τσαντίρνια. Τα καλύμματα αυτά κατασκευάζονταν κυρίως από τσόχα σκούρου χρώματος και σπανίως άσπρου και πολλές φορές είχαν επάνω κεντημένα χάρτζα. Τέλος, τα συνηθέστερα υποδήματα ήταν τα δερμάτινα γεμενιά, ενώ στα Βουρλά φορούσαν και τις γόβες ή μπαρμπάσικα, δερμάτινα μαύρα παπούτσια με λίγο σηκωτή μύτη και έναν μαύρο φιόγκο.

 

                                       Εικόνα Σκουρόχρωμα τσαντίρνια με χάρτζα

 

Το συνηθέστερο κεφαλοκάλυμμα φαίνεται ότι ήταν το κόκκινο φέσι με μια μαύρη ή σκούρα μπλε φούντα. Στα Βουρλά είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι πρόκριτοι, οι νοικοκυραίοι και οι έμποροι, δηλαδή τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, φορούσαν φέσι όρθιο με κοντή φούντα. Το φέσι αντικαταστάθηκε ή φορέθηκε παράλληλα με τον κούκο ή σκούφο ή αϊβαλιώτικο ή μυτιληνιό μαύρου χρώματος, από γούνα αστρακάν ή βελούδο. Γύρω από το φέσι ή τον κούκο τύλιγαν συχνά ένα λεπτό χρωματιστό μαντίλι, σαν ένα είδος σαρικιού. Τέλος, οι αγρότες (νεσπέρηδες) και οι βοσκοί κατά τη διάρκεια των εργασιών τους στην ύπαιθρο φορούσαν στο κεφάλι μια άσπρη μαντίλα ή ένα χρωματιστό μαντίλι, το καμπανί ή νεσπέρικο, το οποίο έδεναν και πάλι σε μορφή σαρικιού. Ένα αλατσατιανό δίστιχο λέει

Στην καμπανή [τσ’] τσαντρίτσας σου γράψε με από δίπλα,

για να με βλέπει η μάνα σου να κλαίει μέρα νύχτα.

 

                                               Εικόνα Φέσι και κούκος

 

 

                                                     Εικόνα Το καμπανί

 

Τους κρύους μήνες του χειμώνα, πάνω από τη φορεσιά τους έβαζαν κάποιο πανωφόρι, συνήθως μια χοντρή πατατούκα από σκούρο βαρύ ύφασμα. Στο Μελί, ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική τους επιφάνεια φορούσαν γούνα οι πλούσιοι, κιουπενέκι ή κιουπενέκα οι βοσκοί, ρετσινάδα οι ναυτικοί, πατατούκες και αμπάδες οι φτωχότεροι και οι πιο ηλικιωμένοι. Στα Βουρλά συνήθιζαν και το εσλίκι, ένα είδος σακακιού, όμοιο με το γιλέκο, αλλά με μακριά μανίκια που κατέληγαν σε μύτη. Στον Τσεσμέ οι ναυτικοί φορούσαν κίτρινα χοντρά πανωφόρια, τα οποία βουτούσαν σε μπιζερόλαδο για να γίνουν αδιάβροχα.

 

Την εμφάνιση του Ερυθραιώτη συμπλήρωναν, τέλος, διάφορα εξαρτήματα, όπως το κομπολόι, το μαντίλι, η παραδοσακούλα, η καπνοσακούλα και η κάμα ή τσακαδάκι που τοποθετούνταν στη ζώνη. Τα κοσμήματα ήταν λιγοστά, μόνο ένα χρυσό ρολόι στην τσέπη του γιλέκου και το δακτυλίδι που τους έκανε δώρο στον αρραβώνα η μέλλουσα σύζυγός τους. Στα Βουρλά τα παλικάρια φορούσαν κάποιες φορές στο λαιμό τους ένα χρωματιστό μεταξωτό μαντίλι, το ποσάκι, ενώ στο Μελί ορισμένοι έφεραν και το σιναχλίκι, θήκη της μέσης για τις πιστόλες και τα μαχαίρια. Την αρμονία του συνόλου της ερυθραιώτικης αντρικής ενδυμασίας που συνδυαζόταν με την περιποιημένη εμφάνιση των ανδρών αποτυπώνουν οι παρακάτω στίχοι από τα Βουρλά:

 

Μ’ έκαψε το σαλβάρι σου, το φέσι, το ζωνάρι σου…

Γεια σου Βουρλιώτη μου, ζεφκλή, με το βασιλικό στ’ αυτί…

(Ζεφκλής = μερακλής).

 

Από τα μέσα του 19ου αι αρκετά μέλη στις τοπικές κοινωνίες της Ερυθραίας άρχισαν να υιοθετούν τα ευρωπαϊκά ενδυματολογικά πρότυπα, φορώντας δυτικού τύπου κουστούμια σε σκούρο χρώμα. Πρόκειται κυρίως για τους γιατρούς, τους μεγαλοεμπόρους και όσους νέους έφευγαν για να σπουδάσουν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Σμύρνης και της Πόλης, αλλά και στην Ευρώπη. Αυτούς τους ονόμαζαν οι υπόλοιποι παντελονάδες. Αρκετοί πάντως διατήρησαν την τοπική ενδυμασία, την οποία συνέχισαν να φορούν και κατά την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα μετά το 1922.

 

Πηγή: constantinoupoli.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου