“Η βεροιώτικη παράδοση”
Πανάρχαιη πόλη της Ημαθίας η Βέροια, με την αρχή της να χάνεται στην αρχή του μύθου, έχει μία αδιάλειπτη πορεία στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου αυτού, καθώς η παρουσία της σημειώνεται αδιάκοπη μέσα στις ιστορικές περιόδους της φυλής μας, αρχαία, βυζαντινή, τουρκοκρατίας και νεώτερη.
Η δεύτερη σε σπουδαιότητα μεγάλη πόλη
μετά τις Αιγές ή την Πέλλα κατά την αρχαιότητα και η δεύτερη επίσης μετά τη Θεσσαλονίκη
για τα ρωμαϊκά, βυζαντινά και νεώτερα χρόνια εμφανίζει έναν αστικό τρόπο ζωής
εμφανή σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής των κατοίκων της.
ΜΟΥΣΙΚΗ-ΧΟΡΟΙ-ΗΘΗ-ΕΘΙΜΑ
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η σφραγίδα της βυζαντινής επίδρασης πάνω στη
μουσική και τους ρυθμούς των παραδοσιακών βεροιώτικων χορών. Πρόκειται για
“αστικούς χορούς” τους οποίους χόρευαν οι βεροιώτισσες αρχόντισσες μέσα στο
σπίτι (τους οντάδες) στις Μεγάλες γιορτές με τη χαρακτηριστική επίσημη φορεσιά
τους με συνοδεία από βιολί, ούτι και νταϊρέ. Άξιο αναφοράς είναι ότι, ενώ στην
ευρύτερη περιοχή επικρατούν τα πνευστά και με ιδιαίτερα οξύ και δυνατό ήχο
μουσικά όργανα (ζουρνάς, γκάιντα, νταούλι), στην πόλη της Βέροιας καθιερώνονται
και επικρατούν μουσικά όργανα χαμηλών τόνων και εντάσεων (βιολί, ούτι),
κληρονομιά κι αυτά της βυζαντινής παράδοσης, η οποία γίνεται πιο έντονη κατά
την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπου απαγορευόταν τα άλλα μουσικά όργανα για να
μην προκαλούν και ενοχλούν τον πολυάριθμο τουρκικό πληθυσμό της πόλης,
περιορίζοντας έτσι τις διασκεδάσεις σε κλειστούς χώρους (τους οντάδες).
Στο αρχοντικό της οδού Κεντρικής 183 –
που πριν το 1900 ήταν παλιό χάνι – για πολλά χρόνια στα μέσα του προηγούμενου
αιώνα συγκεντρώνονταν δεκάδες αγόρια και κορίτσια που μάθαιναν βεροιώτικους
χορούς, τραγούδια και θέατρο. Δασκάλα τους η δεσποινίς Βούλα Χατζίκου που παρ’
όλο το νεαρό της ηλικίας της κατάφερε να γίνει και να παραμείνει μέχρι σήμερα η
πρώτη χοροδιδασκάλισσα και η πρώτη γυναίκα στη Βέροια που έγραψε και ανέβασε το
1956 το θεατρικό έργο “βεροιώτικα προξενιά” με ντόπια ομάδα στη βεροιώτικη
διάλεκτο. Το χορευτικό συγκρότημα της νεαρής τότε λαογράφου κας Βούλας Χατζίκου
ήταν το πρώτο το οποίο παρουσίασε Βεροιώτικους αστικούς χορούς λαμβάνοντας
σημαντικές διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ιταλία). Συμμετείχε επίσης
στο Φεστιβάλ Παραγωγής ή Γιορτές Παραγωγής που διοργάνωνε κάθε καλοκαίρι με
επιτυχία από το 1958 μέχρι το 1962, ο Τουριστικός Όμιλος Βεροίας. Ήταν μια
εβδομάδα γιορτής με περισσότερους από 50.000 επισκέπτες, που έκανε ξακουστή τη
Βέροια και τα προϊόντα της σε όλη την Ελλάδα.
Οι χοροί της Βέροιας ήταν κυρίως ο
“συρτός” και ο “συγκαθιστός” (συγκατστός) που χορεύονταν από γυναίκες. Ήταν
αργοί και σταθεροί, με βήματα λιτά, που δεν αποσκοπούσαν τόσο στην ανάδειξη της
χορευτικής δεινότητας, όσο στην προβολή του πλούτου και της αρχοντιάς της
ενδυμασίας. Χαρακτηριστική ήταν η αργή κίνηση των χεριών, με την οποία έδειχναν
τα δαχτυλίδια τους. Οι χοροί ήταν ζωντανοί κυρίως την περίοδο της
Τουρκοκρατίας. Στα γλέντια δεν έλλειπαν και τα τραγούδια από τους άνδρες
περισσότερο που διασκέδαζαν τρώγοντας και πίνοντας σε διαφορετικό χώρο του
σπιτιού το “ανώι”.
Οι αστικοί χοροί της Βέροιας ήταν οι
παρακάτω:
Συρτός Βέροιας. Οργανικός σκοπός σε 7/σημο ρυθμό που χορεύονταν στα
βήματα του συρτού καλαματιανού. Χορεύονταν επίσης και με περισσότερα βήματα(24)
ιδιόμορφου συρτού.
Συγκαθιστός(Συγκατστός). Ο σημαντικότερος χορός της Βέροιας. Οργανικός σκοπός
αποτελούμενος από δύο μέρη αργό σε 9/σημο ρυθμό και γρήγορο σε 2/σημο.
Χορεύονταν αντικριστά σε δύο παράλληλες ευθείες με χαρακτηριστικές κινήσεις των
χεριών σε διαφορετικούς σχηματισμούς.
Μαρμαρένια βρυσούλα. Στρωτός χορός σε 4/σημο ρυθμό που συνοδεύεται από το
ομώνυμο τραγούδι. Χορεύονταν με ιδιόμορφα βήματα του χορού “στα τρία”.
Χαρακτηριστικό στοιχείο οι ζευγαρωτές κινήσεις που γίνονταν κατά τη διάρκεια
του χορού.
Πατινάδα. Οργανικός σκοπός σε 4/σημο ρυθμό. Χορεύονταν με
συγκεκριμένες κινήσεις, όπως άρσεις του ποδιού και βήματα δεξιά και αριστερά.
ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ
Όσο κι αν σήμερα ακούγεται παράδοξο η Βέροια, η πρωτεύουσα της Ημαθίας,
φημιζόταν για τα αποκριάτικα δρώμενα και τα καρναβάλια της ιδιαίτερα την εποχή
της Τουρκοκρατίας. Όπως αναφέρει ο Βεροιώτης συγγραφέας Αναστάσιος Χριστοδούλου
στο βιβλίο του “Η Ιστορία της Βέροιας”, οι Βεροιώτες ξεφάντωναν μέχρι
παρεξηγήσεως!
«Παρέες διάφορες ντυμένοι με την
δοξασμένην του αρματωλού φουστανέλλαν και τα επακόλουθα εξαρτήματα, πισλιά,
τσαρούχια, σιάπκα, κάλτσες, βουδέτες και άφθονα ασημικά, περιέτρεχον την πόλιν
χορεύουσαι και τραγουδούσαι εθνικά άσματα. Τους αρματολούς και κλέφτες, τους
οποίους ημείς αποκαλούσαμε “Καπεταναραίους”, συνόδευαν όργανα εγχώρια. Οι
οργανοπαίκται καίτοι τουρκόγιουφτοι, εγνώριζον εν τούτοις και τα εθνικά μας
τραγούδια, τα οποία ευχαρίστως ηκούοντο, παιζόμενα. Δεν έλλειπεν βεβαίως και η
σχετική σάτυρα, προξενούσα τον ακράτητον γέλωτα.»
Ποιος δεν θυμάται το “Γαϊτανάκι” με το
ρυθμικό χορό και το πλέξιμο των ταινιών στα χρώματα της γαλανόλευκης, στη θέα
της οποίας τα πλήθη ηλεκτρίζονταν, ή το “Χάσκα”, το μεγάλο πανηγύρι των μικρών.
Από ένα αδράχτι ή τον πλάστη ο παππούς έδενε με κλωστή ένα αυγό βραστό ή ένα
κομμάτι χαλβά και τα παιδιά με ανοιχτά στόματα προσπαθούσαν να το “χάψουν”.
Ανάμεσα στις αυθόρμητες εκδηλώσεις
χαράς και γλεντιού των Βεροιωτών ξεχώριζε το γλέντι που έστηναν για 50 περίπου
χρόνια οι αδελφοί Δροσινοί το τελευταίο Σαββατοκύριακο της Αποκριάς και Καθαράς
Δευτέρας στα καφενεία και στους δρόμους της πόλης. Το αυθεντικό γλέντι των
Δροσινών, αλλά και οι χαρακτηριστικές τους φιγούρες έχουν μείνει στην τοπική
ιστορία, μέσα από μνήμες όσων τα έζησαν και από τις σελίδες των βιβλίων των
ντόπιων συγγραφέων στις οποίες ζωντανεύουν με τρόπο γλαφυρό τα τεκταινόμενα της
εποχής εκείνης. Το έθιμο αυτό το ξεκίνησε ο μικρότερος αδελφός ο Λευτέρης, όταν
την Αποκριά του ’45 επισκέφθηκε το σπίτι του αδελφού του Δημήτρη συνοδεία
οργάνων, και από τότε αχώριστοι, συντροφιά με οργανοπαίκτες σκορπούσαν κέφι και
ζωντάνια, κερνώντας τον κόσμο και χορεύοντας λεβέντικους παραδοσιακούς χορούς.
Στο αυθόρμητο αυτό πανηγύρι της χαράς, συμπαρασέρνανε μικρούς και μεγάλους
ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις σε τρικούβερτο γλέντι, λησμονώντας
βάσανα και καημούς της καθημερινής ζωής. Το δημοφιλές αυτό δρώμενο διατηρήθηκε
μέχρι το 1993.
O “Εσπερινός της συγχώρησης”. Την Κυριακή της Αποκριάς τελούνταν στον
Μητροπολιτικό ναό της πόλης o Μέγας Εσπερινός μετά το τέλος του
οποίου οι ιερείς παρατάσσονταν στα στασίδια κάτω από τον Μητροπολιτικό θρόνο.
Οι εκκλησιαζόμενοι τότε ξεκινώντας από τον Αρχιερέα, ασπάζονταν τα χέρια όλων
ζητώντας συγχώρεση και ευχόμενοι Καλό Πάσχα.
Σύμφωνα με ένα παλιό έθιμο, την Καθαρά Δευτέρα, οι νοικοκυρές έβραζαν όλα τα
μαγειρικά σκεύη και τα καθάριζαν. Όσα φαγητά είχαν απομείνει τα έδιναν στις
γύφτισσες, καθώς άρχιζε η νηστεία που τηρούνταν αυστηρά.Tην ίδια μέρα όλος ο κόσμος ξεχύνονταν στην εξοχή για να γιορτάσει και να
χαρεί τα πατροπαράδοτα κούλουμα με τους νοστιμότατους “φασουλοταβάδες”
ιδιαίτερα όταν μαγειρεύονταν με μπόλικο σαμόλαδο. Τα παιδιά ύψωναν τους
χαρταετούς τους, όλο και πιο ψηλά, ποιος να περάσει τον άλλο και να φθάσει στο
βασίλειο του ήλιου.
Τ’ ΑΗ –ΓΙΑΝΝΙΟΥ ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ ΚΙ Ο
ΚΛΗΔΟΝΑΣ
Στην παλιά Βέροια η “Πρωτομαγιά” ήταν γιορτή χαράς και ξεφαντώματος. Ήταν η
γιορτή των λουλουδιών στα βουνά και στους κάμπους, όπου στα χαρωπά τραγούδια
αντηχούσε ο χαιρετισμός της άνοιξης και ο ύμνος της δημιουργίας. Όλα τα σπίτια
στολίζονταν με του Πρωτομάη τα στεφάνια για να δίνουν την ευλογία τους στο
συμβολικό αριθμό των σαράντα ημερών. Μετά από σαράντα μέρες ξεκρεμούσαν οι
νοικοκυρές και τα κορίτσια τα ξεραμένα στεφάνια κι όλες μαζί πήγαιναν σε κάποια
κοντινή εξοχή και κάνοντάς τα σωρό άναβαν φωτιά για το καλό του χρόνου.
Γύρω-γύρω χόρευαν, τραγουδούσαν τραγούδια της αγάπης ώσπου κι ο τελευταίος
ξεραμένος ανθός να γίνει στάχτη. Άλλοι πάλι μέσα στο ζεστό θεριστή (Ιούνιο)
άναβαν “φωτιές τ’ Αη-Γιαννιού” κάτω στον κάμπο της Βέροιας στη “Λουλουμάρου”,
και διασκέδαζαν σαν μικρά παιδιά χορεύοντας γύρω-γύρω και πηδώντας πάνω απ’ τη
φωτιά. Πολλές φορές δεν μπορούσαν να πηδήξουν με τα σαλβάρια τους και τα
έβγαζαν πηδώντας με τα μακριά τους κατωβράκια . Ήταν μια όμορφη και εύθυμη
λαϊκή γιορτή.
Μέσα στο θεριστή μήνα γιόρταζαν τα
κορίτσια τον “κλήδονα” μια λατρευτική παράδοση που ξεκινάει από τα χρόνια του
Ομήρου. Πρόκειται για μια μαντική τελετουργία που δυστυχώς εγκαταλείφθηκε κι
αυτή όπως πολλά ωραία και καλά αντέτια (έθιμα).
Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τα’
Αη-Γιαννιού τη χάρη
Κι’ όποια ‘χει καλό ριζικό να δώσει να το πάρει…
Είναι γεγονός πώς τα παλιά ήθη και
έθιμα δεν κυριαρχούν πλέον στην σημερινή Βέροια, ωστόσο οι πολιτιστικοί
σύλλογοι που συνθέτουν ένα πολυπολιτισμικό μωσαϊκό καταβάλλουν μεγάλες
προσπάθειες στην αναβίωση χορών, ήθη και εθίμων.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
Ακουστές για τη σεμνότητα και την
αρχοντιά τους οι Βεροιώτισσες φρόντιζαν ιδιαίτερα για τη γιορτινή τους φορεσιά
που μέσα σ’ αυτή φάνταζαν σα βυζαντινές αρχόντισσες. Η βεροιώτικη φορεσιά
εντάσσεται στις ενδυμασίες αστικού δυτικού τύπου της Κεντροδυτικής Μακεδονίας.
Από μεταξωτό ή βαμβακερό ύφασμα,
υφασμένο στην ίδια την πόλη ή φερμένο από την Ευρώπη, σε χρώματα μπλέ, καφέ,
βυσσινί ή και ανοιχτόχρωμα, σιέλ, μπεζ με ανάγλυφα λουλούδια και κλαδιά ίδιων
αποχρώσεων κατασκευαζόταν το μακρύ μέχρι τα νύχια φουστάνι. Είχε πολλές πιέτες
γύρω-γύρω όπως και η ποδιά μπροστά, φτιαγμένη από το ίδιο ύφασμα του φορέματος
και με τις ίδιες πιέτες, η οποία ξεχώριζε μόνο επειδή ήταν πιο κοντή. Τον
μπούστο του φορέματος κάλυπτε η λευκή κισμιρένια “τραχηλιά” με δαντελίτσα ή
μπιμπίλα στην άκρη. Εσωτερικά φορούσαν υφαντό βαμβακερό πουκάμισο με πιέτες
φαρδιές. Τη μέση έσφιγγε φαρδύ μεταξένιο ή βαμβακερό ζωνάρι που ταίριαζε στο
χρώμα με το φόρεμα, δένονταν αριστερά και οι άκρες του είχαν κεντίδια και
κρόσσια. Από το ίδιο ύφασμα της “τραχηλιάς” ήταν φτιαγμένα και τα πρόσθετα
“μανικάκια” που έβγαιναν κάτω από τα μακριά μανίκια του φορέματος.
Πάνω από το φόρεμα φοριόταν η
“σαλταμάρκα” ή “λιμπαντί” ζακέτα κοντή μέχρι τη μέση με μακριά μανίκια από
μαύρο ύφασμα, “ντρά”, ή γυαλιστερή τσόχα, με πολλά χρυσά κεντίδια στα μανίκια,
στο πλάι και στον όρθιο γιακά. Όταν άρχιζαν τα κρύα, φόραγαν το “κοντογούνι”
(λιμπαντί με γούνα χωρίς στολίδια) και το “μακρολέμπαντο”. Το μακρολέμπαντο
ήταν το επίσημο επανοφώρι της Βεροιώτισσας με φαρδύ χρυσοκέντημα στον όρθιο
γιακά, στα πλαϊνά και στις άκρες των μανικιών. Στις κρύες μέρες του χειμώνα
φορούσαν το πιο βαρύ παλτό τον “τσουμπέ” που είχε πιέτες στο πίσω μέρος.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της φορεσιάς ήταν το μαύρο “φακιόλι” στο κεφάλι. Ειδικά
κατασκευασμένο και διακοσμημένο από τα μεγαλύτερα μαργαριτάρια που έπαιρνε η
Βεροιώτισσα στην προίκα της. Τα μαλλιά χωρισμένα στη μέση σε δύο, τρεις ή
τέσσερις πλεξούδες ανέβαιναν από δεξιά στην κορυφή του φακιολιού όπου τις
συγκρατούσε βελόνα με μαργαριτάρι κάτω από το φιόγκο”. Πάνω στις πλεξούδες στα
δεξιά έμπαινε χρυσή καρφίτσα με πολύτιμα πετράδια. Πλούσια κοσμήματα,
μαργαριταρένια σκουλαρίκια και χρυσά δαχτυλίδια συμπλήρωναν τη μεγαλόπρεπη
εμφάνισή της.
Στα πόδια φορούσαν κάλτσες πλεχτές με κεντίδια και δερμάτινα παπούτσια με
χαμηλό τακούνι τα “κουντούρια”.
ΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
Οι άνδρες ήταν πιο απλά ντυμένοι σε αντίθεση με τις γυναίκες. Αρχικά φορούσαν
το “αντερί”, τούρκικο ένδυμα από μεταξωτό ριγέ ύφασμα σκούρου χρώματος με φαρδύ
μονόχρωμο “ζωνάρι” στη μέση. Στο κεφάλι φορούσαν το “φέσι” μέχρι την
απελευθέρωση. Αργότερα αντικατέστησαν το αντερί με μάλλινα στενά στο κάτω μέρος
παντελόνια από μάλλινα υφαντά τις “μπολμπότσες”. Στη μέση έδεναν το υφαντό
“ζωνάρι”. Φορούσαν πουκάμισο σκούρο ή μονόχρωμο και γιλέκο αμάνικο κοντό χωρίς
γαϊτάνια και σιρίτια. Πάνω από το γιλέκο φορούσαν “σακάκι” από τσόχα χοντρή με
φαρδιά πέτα. Στο κεφάλι μετά την απελευθέρωση
φόρεσαν καλπάκι και τραγιάσκες.
Τελειώνουμε το μικρό μας αφιέρωμα στη
Βεροιώτικη Παράδοση με τα λόγια του αείμνηστου Βεροιώτη πεζογράφου και ποιητή
Στέλιου Σβαρνόπουλου, “Δική μας πυξίδα είναι η λαϊκή παράδοση και πρέπει να τη
σεβόμαστε”.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κλ. Παπανίδη, ΒΕΡΟΙΑ ΓΗ ΗΜΑΘΙΑΣ,
Βέροια, 1987.
Στ. Σβαρνόπουλου, ΒΕΡΟΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, Ιστορικές αναδρομές και μνήμες, Άνθρωποι
και Τόποι Βέροια, 1985.
Στ. Σβαρνόπουλου, ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, Τόποι-άνθρωποι -συνήθειες -λαϊκή
σοφία, Βέροια, 1984.
Στ. Σβαρνόπουλου, ΒΕΡΟΙΩΤΙΚΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ, Βέροια,1977.
Β. Χατζίκου, Βεργιώτικες ιστορίες και παραμύθια, Αθήνα, 2005.
Αν. Χριστοδούλου, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, Βέροια, 1960
Λύκειο των Ελληνίδων Βέροιας, ΗΜΑΘΙΑ ΕΡΑΤΕΙΝΗ, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΗΜΑΘΙΑΣ, Βέροια,
2003.
Σ. Γκαγκούση, Τα βεροιώτικα προξενιά, περ. ΛΑΜΔΑ, Αυγ.2202, τ.18, 34-38.
Χρ. Λαμπροπούλου, Η αποκριά των Δροσινών. περ. ΛΑΜΔΑ, Ιαν.-Φεβ.,
2001,τ.15,18-22.
Γ. Τσιαμήτρου, ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ, χειρόγραφες σημειώσεις.
Αθανάσιος Σταυρίδης, Καθ. Φυσικής
Αγωγής-Δάσκαλος Παραδοσιακού χορού.
πηγή:http://veriahistory.gr
Γράφτηκε από Σάκης Σταυρίδης
Πηγή: makedonianews.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου