Ιούλιος – Ήθη, έθιμα και παραδόσεις
Ο Ιούλιος είναι ο έβδομος μήνας του έτους. Έχει 31 ημέρες
και ονομάστηκε από τον Μάρκο Αντώνιο προς τιμή του Ιουλίου Καίσαρα, που
γεννήθηκε στις 7 του μήνα αυτού. Ο Ιούλιος λέγεται και θεριστής, γιατί το μήνα
αυτό γίνεται ο θερισμός. Πρώτα θερίζονται τα κριθάρια, έπειτα οι βρίζες και
τελευταία τα σιτάρια.
Σήμερα, φυσικά, έπαψε ο παλιός τελετουργικός τρόπος του
θέρους και του αλωνισμού. Είναι τώρα τα μηχανήματα, που έφτασαν και στο πιο
απρόσιτο χωριό, τα οποία ξερίζωσαν και παραμέρισαν κάθε παλιά συνήθεια.
Τον Ιούλιο κάνει πολύ ζέστη, τα “Κυνικά καύματα” που
λένε. Τ’ όνομά τους το χρωστούν στον αστερισμό του “Μεγάλου Κυνός” που αυτόν
τον καιρό το πιο λαμπρό του αστέρι, ο Σείριος, συμπίπτει ν’ ανατέλλει μαζί με
τον ήλιο, με αποτέλεσμα να έχουμε τις μεγαλύτερες ζέστες του χρόνου. Η μεγάλη
ζέστη, όμως, του μήνα αυτού κάνει να ωριμάζουν οι καρποί.
Ο Ιούλιος έχει πολλές γιορτές και μάλιστα ιατρικές. Την
πρώτη του μήνα γιορτάζουμε τους θεραπευτές Αγίους Κοσμά και
Δαμιανό, που ονομάστηκαν Ανάργυροι, γιατί δεν
έπαιρναν χρήματα για αμοιβή των υπηρεσιών τους, “Δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε
ημίν”.
Στις 2 Ιουλίου, γιορτή της καταθέσεως της εσθήτας της
Θεοτόκου, κοινώς λεγόμενη της “Καψοδεματούσας”, δεν αλωνίζουν και διηγούνται
παραδόσεις περί τιμωρίας “του Παπά με τα χερόβολα στ’ αλώνι”. Δεν
αλωνίζουν, επίσης, κατά τη γιορτή της Αγίας Κυριακής (7 Ιουλίου) διότι
το ψωμί γίνεται μαύρο.
Στις 17 Ιουλίου είναι η γιορτή της Αγίας Μαρίνας, που
θεωρείται προστάτιδα των σπαρτών κατά των βλαπτικών ζωυφίων. Η Αγία
Μαρίνα μαρτύρησε στην
Αντιόχεια το 262, απολαύει δε μεγάλου σεβασμού από το λαό.
Η γιορτή που κυριαρχεί τον Ιούλιο είναι του Προφήτη Ηλία,
που γιορτάζεται στις 20 του μήνα και δεν εργάζονται για να μην πέφτει χαλάζι. Ο
Αϊ-Λιάς θεωρείται ο Άγιος της βροχής γι’ αυτό όταν το καλοκαίρι επικρατεί
μεγάλη ξηρασία, με κίνδυνο να καταστραφεί κάθε γεωργική παραγωγή. Τη μέρα της
γιορτής του εκκλησιάζονται, κάνουν λιτανεία την εικόνα του Αγίου και
παρακλήσεις για να βρέξει. Όταν βροντά και αστράφτει, πιστεύει ο
λαός μας πως είναι ο Αϊ – Λιάς, που τρέχει στον ουρανό με το πυρφόρο αμάξι του
και διώχνει το δράκοντα ή το διάβολο με όπλο τους κεραυνούς σαν άλλος Δίας των
αρχαίων.
Επειδή ο Αϊ – Λιας θεωρείται ο Άγιος της βροχής, γι’ αυτό
και λατρεύεται στις κορυφές των βουνών και λόφων, όπου φαντάζουν φωτεινές,
κατάλευκες εκκλησίες, κουρασμένα περιστέρια, θαρρείς, που ξαποσταίνουν. Την
ημέρα της γιορτής όλοι υποβάλλονται στον κόπο, μικροί και μεγάλοι, ν’ ανέβουν
εκεί ψηλά να λειτουργηθούν και να προσευχηθούν. Και είναι τόσο ωραία η
προσευχή, κει πάνω, γιατί, όπως βρίσκεσαι μακριά από κίνηση και κόσμο, θαρρείς
πως βρίσκεσαι πιο κοντά στο Θεό και η προσευχή σου είναι πιο ευπρόσδεκτη.
Για τον προφήτη Ηλία υπάρχει η εξής παράδοση. Ο Αϊ – Λιάς
ήταν ναύτης και επειδή έπαθε πολλά στη θάλασσα και πολλές φορές θα πνιγόταν
βαρέθηκε τα ταξίδια και αποφάσισε να πάει στο μέρος που να μην ξεύρουν τι είναι
θάλασσα και τι είναι καράβια. Βάνει, λοιπόν, το κουπί στον ώμο και βγαίνει στη
στεριά και όποιον απαντούσε τον ρωτούσε τι είναι αυτό που βαστάει. Όσο του έλεγαν
“κουπί” τραβούσε ψηλότερα, ώσπου έφτασε στην κορυφή του βουνού. Ρωτά τους
ανθρώπους που βρίσκονταν εκεί τι είναι και αυτοί του είπαν ότι είναι “ξύλο”.
Κατάλαβε, λοιπόν, πως αυτοί δεν είχαν δει ποτέ τους κουπί και έμεινε μαζί τους,
εκεί ψηλά.
Μια άλλη παράδοση θρησκευτική αναφέρει πως ο προφήτης
Ηλίας, ενώ βρισκόταν στην έρημο κατά την εποχή της μεγάλης ξηρασίας που είχαν
εξαπολύσει ο Θεός κατά του ασεβούς Βασιλιά Αχαάβ, τρεφόταν με ψωμί που του
κουβαλούσαν τα κοράκια. Γι’ αυτό ο λαός πιστεύει πως τα κοράκια που συμπίπτει
να φεύγουν από τον τόπο μας τις μέρες εκείνες πηγαίνουν στάχυα στον Προφήτη
Ηλία.
Πιστεύουν πως από την ημέρα εκείνη ο καιρός κάνει στροφή προς το χειμώνα “Τ’
Αϊλιός γύρνα ν’ κάπα αλλιώς”.
Ο Προφήτης Ηλίας θεωρείται προστάτης των γουνοποιών γιατί
με την μηλωτή του (δορά προβάτου από την αρχαία λέξη μήλο = πρόβατο) επιτελούσε
θαύματα και με αυτή κτύπησε τον ποταμό Ιορδάνη και αμέσως σχίστηκε στο μέσο και
έγινε δρόμος και πέρασε από ξηράς στην άλλη όχθη μαζί με τον Ελισσαίο και
άλλους πενήντα ανθρώπους.
Ο εβυθός
Συγγραφέας: Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ήταν της Παναγίας της Καψοδεματούσας τον Αλωνάρη. Η
παπαδιά αποβραδίς είδε όνειρο κακό. Ξημέρωνε Κυριακή και της Κυριακής τ’ όνειρο
ίσαμε το μεσημέρι ξεδιαλύνει. Το έλεγε του παπά της κι έτρεμε σαν το
φυλλοκάλαμο η φτωχή. Μα ο παπάς δεν έπαιρνε από τέτοια.
- Σώπα, βλοημένη, με τα όνειρά σου! της έλεγε.
- Πώς να σωπάσω, παπά μου; Το είδα ολοφάνερο: Το
σπίτι έπεσε, εσύ σκοτώθηκες, εγώ έμεινα έρμη κι απομόναχη. Γύριζα μέσα στα κρύα
του χειμώνα ξώζαρκη και μάζωνα μπουκιά σε μπουκιά το ψωμί...
Κι έτσι λέγοντας δερνότανε κι έκλαιγε η παπαδιά.
Νταγκ νταγκ!... Νταγκ νταγκ!... ακούστηκε κείνη την
ώρα η βραχνιασμένη φωνή του σήμαντρου πέρα, στου Μάζη. Ήταν ώρα για τη λειτουργιά.
- Ου να μου χαθείτε, τσακάλια, που θέλετε κι
εκκλησιά! είπε με περιφρόνηση ο παπάς ετοιμάζοντας τα σύνεργα της δουλειάς.
- Πήγαινε στη λειτουργιά σου, παπά μου· τέτοια ημέρα
σήμερα δεν κάνει να πιάσεις δουλειά· του είπε μισοκλαίοντας η παπαδιά.
- Άφηνέ με, παπαδιά, ήσυχο· σήμερα τα ήβρα τ’ άλογα,
σήμερα θ’ αλωνίσω κι ας είναι και Λαμπρή! Τον καιρό δεν τον έχουμε πάντα στο
χέρι· μόνο βάλε ψωμί στο τράστο και σώπα!
- Σκιάζουμι, παπά μου· το είδα ολοφάνερο τ’ όνειρο.
Το σπίτι έπεσε, εσύ σκοτώθηκες...
- Μωρ’ βάλε ψωμί στο τράστο κι άσε με μη βλαστημήσω!
την έκοψε άγρια ο παπάς.
Και τα ξανθά του τα γένια έτρεμαν από το θυμό.
Εκείνη κατάπιε τα δάκρυά της και δεν είπε τίποτα. Ήταν καλή γυναίκα η καημένη·
λόγο δεν ήξερε να γυρίσει στον άντρα της.
Ωστόσο εκείνος ετοιμάστηκε για καλά. Φόρεσε τα κοντά
του τα ράσα, έβαλε ένα μάλλινο σκουφάκι στο κεφάλι, έδεσε μ’ ένα σκοινί τη μέση
του, κρέμασε το τράστο με το φαγί στον ώμο του, πήρε το χοντρό ραβδί του κι
έφυγε χωρίς ούτε γεια σου να ειπεί στην παπαδιά, που τον έβλεπε με θλιμμένη
ψυχή.
Ο Παπαβασίλης ήταν από τα χωριά της Γαστούνης, από
την Κελεβή, την πατρίδα του Παρασκευά του αρχιληστή. Πριν ρασοφορέσει, ήταν
άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού. Τα χωριά έτρεμαν στ όνομά του. Έδερνε
κι έγδυνε, έγδυνε κι έδερνε ολημερίς. Ακόμη και τη γυναίκα του, αρχοντοθυγατέρα
με τ’ όνομα, την πήρε κλεφτή. Άξαφνα του βουλήθηκε να γίνει παπάς. Οι φρόνιμοι
το βλέπαν σαν δύσκολο μα εκείνος·
- Ποιο; έλεγε κουνώντας το κεφάλι· σε λίγες μέρες τα
βλέπετε.
Και αληθινά εκατό τάλαρα και δυο ζευγάρια χήνες στο
Δεσπότη και τέλειωσε τη δουλειά του. Ο Παπαβασίλης διορίστηκε εφημέριος σε
τέσσερα χωριά: Ζόγγα, Ζουλάτικα, Μάζη και Ρετούνη. Κάθε Κυριακή λειτούργαε και
σ’ ένα χωριό. Οι χωριάτες, διψασμένοι από παπά, έκαναν όλα του τα θελήματα. Μα
εκείνος δεν ήταν για τέτοιο αξίωμα. Περίπαιζε θεούς και ανθρώπους. Γιορτή
καθεμερνή ένα το είχε.
Τώρα καθώς έφτασε στ’ αλώνι, έπιασε και λαιμάριασε
τ’ άλογα. Έξι άλογα φαλάγγια! Έπειτα τα έδεσε στο στυγερό. Γύρω τα χερόβολα
ήταν απλωμένα κι έτοιμα για των αλόγων τις οπλές.
- Άπλα!... άπλα!... άπλα!... φώναξε. Κι έσκασε στον
αέρα το μακρύ καμουτσίκι του.
Τ’ άλογα στη φωνή του αντρειεύτηκαν, έσπρωξε ένα τ’
άλλο κι έπειτα ρίχτηκαν όλα μπροστά. Γύριζαν και πατούσαν τα στάχυα με τα
πόδια τους.
Και κείνος από πίσω, έσκαε το καμουτσίκι και φώναζε
άγρια:
- Άπλα!... άπλα!... άπλα!...
Το αλώνι έτρεμε στο πάτημα των αλόγων· ο κάμπος
βούιζε στη φωνή του παπά.
Ο ήλιος ανέβηκε μεσουρανίς. Μα τι ήλιος! Αβγό έψηνες
στην αντηλιάδα του. Τ’ άλογα ήρθαν και απόκαμαν. Το πετσί τους έλαμπε καθρέφτης
στον ίδρωτα· το ρουθούνι τους φυσομάναε σαν φυσερό· φρούμαζαν, χλιμιντρούσαν κι
έτρεχαν γύρω στο στυγερό. Το άχερο τριβότανε κάτω από τα πόδια τους· το σιτάρι
πεταγόταν ολόγυρα σαν σκλήθρες χρυσάφι. Και ο παπάς με το καμουτσίκι στο χέρι,
πότε έτρεχε πίσω από τ’ άλογα, πότε στεκότανε ανασαίνοντας βαριά και
κοπιασμένα. Η σκούφια του ’φυγε από το κεφάλι και τα δασόμαλλα έπαιζαν με τον
άνεμο τρελά και τα μακριά γένια του έσταζαν ρουνιά τον ίδρωτα. Μα εκείνος πάντα
έτρεχε φωνάζοντας:
- Άπλα!... άπλα!... άπλα!...
Και άμα έβλεπε κανένα άλογο να κοντοστέκεται, άρχιζε
αμέσως τις βλαστήμιες. Κατέβαζε, ο άθεος, όλα τα καντήλια.
Από το κάμα και την πολλή κούραση, σκάνε σε λίγο δυο
άλογα. Ωχ! εκεί να έβλεπες τον παπά! Ούρλιαζε σαν λύκος· γύριζε τ’ άγρια του
μάτια εδώ και κει, ποδοπάταε τη γη. Άξαφνα σηκώνει τα χέρια και φασκελώνει τον
ουρανό.
- Θες δε θες, Παναγιά, λέει τρέμοντας από λύσσα, εγώ
θ’ αλωνίσω σήμερα και θα ξεσηκωθώ. Δεν είμαι γυναίκα να φοβηθώ τα όνειρα!
Κι έσπρωξε έξω από το αλώνι τα σκασμένα τ’ άλογα.
Έπειτα έπιασε ο ίδιος την άκρη του σκοινιού και σκάζοντας το καμουτσίκι άρχισε
να γυρίζει μαζί με τ’ άλλα.
- Άπλα!... άπλα!... άπλα!... ούρλιαζε αδιάκοπα.
Μα δε γύρισε πολύ. Άξαφν’ ακούστηκε μια βουή
τρομαχτική. Γυρίζει και βλέπει μακριά κάτι, σαν κοπάδι πρόβατα κάτασπρα. Όλα
ερχόνταν τρεχάτα απάνω του. Και η βουή γινόταν δυνατότερη, σαν φουσκοθάλασσα
που στέλνει τα κύματά της να χτυπήσουν το βράχο. Σε λίγο κατάλαβε ο παπάς πως
δεν ήταν πρόβατα παρά νερό κι ερχόταν μανισμένο απάνω του· έζωνε τ αλώνια.
Άρπαξε το φκιάρι και άρχισε λιχνιστά να μαζώνει το σιτάρι στο στυγερό. Μα σαν
είδε πως το νερό ζύγωνε ολούθε και τ’ άλογα τρομαγμένα κλωτσούσαν τη γη κι
ήθελαν να κόψουν το σκοινί, τα χρειάστηκε.
-Ήμαρτον, Θε μου! ψιθύρισε κι έπεσε στα γόνατα.
Μα ο θεός δεν τον άκουε τώρα· δεν ήταν καιρός! Τ’
αλώνι κουνιότανε σαν βάρκα στη θάλασσα το νερό πλάκωνε· μια πήχη τόπος έμεινε
γύρω στον παπά. Τώρα δεν ανέβαινε με βία· βούιζε μονάχα και ψήλωνε σιγαλινά σε
νεκροθάλασσα. Εκείνος κατάχλομος το κοίταζε και τα μάτια του κοκκίνισαν Τώρα το
νερό του έβρεξε τα πόδια. Ξαφνίστηκε· γύρισε εδώ και κει τα μάτια, απελπίστηκε
τέλεια. Κλώτσησε τη γη, δάγκωσε τα χείλη, ξέσχισε τα ράσα του. Έκαμε να λύσει
τ’ άλογα και να καβαλίκει να φύγει· πού να τον αφήσουν τ’ άλογα να σιμώσει!
Είδε κι απόειδε, ανέβηκε απάνω στο στυγερό. Έλπισε πως δε θα έφτανε εκεί το
νερό.
Μα το νερό ανέβαινε, ανέβαινε δίχως βουή τώρα, δίχως
φλοίσβισμα, με κάποιο κρύο κίνημα φαρμακερού σερπετού. Έφτασε το στυγερό κι
άρχισε ν ανεβαίνει, ώσπου έβρεξε πάλι τα πόδια του παπά. Τ’ άλογα φοβισμένα
φρούμαζαν, κλωτσούσαν, πάλευαν και ψηλώνοντας το κεφάλι κατά τον κάμπο πέρα
χλιμίντριζαν θλιβερά, σαν να ζητούσαν βοήθεια. Τέλος κατόρθωσαν να κόψουν το
σκοινί, ρίχτηκαν στο πέλαγο και βγήκαν πέρα, παραιτώντας έρμο κι απελπισμένο
τον παπά.
Ωστόσο το νερό έφτασε στη μέση, έπειτα στα στήθια,
έπειτα στους ώμους του. Εκείνος κοίταζε με ζηλιάρικο μάτι τον κάμπο μακριά.
Εκεί δεν ήταν νερό. Έβλεπε τα λιβάδια πράσινα, τον ουρανό ασυγνέφιαστο, τα
βουνά ήσυχα. Άκουε τα κοπάδια που γύριζαν στις στάνες, τη φλογέρα του βοσκού,
το γαύγισμα των σκυλιών τα γέλια, τις φωνές, τις χαρές, όλα τ’ άκουε. Τα
πουλάκια που πήγαιναν να φωλιάσουν πέρναγαν τσιτσιρίζοντας απάνω από το κεφάλι
του.
Νταγκ νταγκ!... ντακ-νταγκ!... νταγκ νταγκ!...
ακούστηκε πάλι το σήμαντρο του Μάζη, που σήμαινε τον Εσπερινό. Ο παπάς το
άκουσε κι ανατρίχιασε· του φάνηκε πως νεκροσημαίναν για δαύτονε. Μα δεν έμεινε
και πολύ στο βάσανο. Το νερό έφτασε στο στόμα, έπειτα του έκλεισε τα μάτια. Ένα
κύμα ήρθε μουγκρίζοντας και τον έριξε κάτω από το στυγερό. Τ’ άχερα και το
σιτάρι απλώθηκαν νια σάβανο απάνω από το υγρό μνήμα του παπά.
Έτσι έσβησε η κολασμένη του ψυχή. Μα εγώ δε λυπούμαι τον παπά, παρά την παπαδιά
τη φτωχή. Την ίδια ήμερα έπεσε το σπίτι· τα γίδια ψόφησαν, εκείνη τρελάθηκε.
Παράδειρε κάμποσον καιρό ώσπου ήβρε μια πιθαμή τόπο και άπλωσε το βασανισμένο
της κουφάρι. Μα εκεί που πνίγηκε ο παπάς, κάθε χρόνο, της Παναγιάς της
Καψοδεματούσας τον Αλωνάρη, ακούονται χλιμιντρίσματα και ποδοβολητά και η φωνή
του παπά να ουρλιάζει αδιάκοπα:
- Άπλα!... άπλα!... άπλα!...
Πηγή: ekklisiaonline.gr
el.wikisource.org/wiki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου